frag_title,frag_content,footnotes,sxolia,title,authors Abstract,"Οι «αισώπειοι μύθοι» εισάγουν στην κλασική αρχαιότητα (6ος-5ος αι. π.Χ.) ένα νέο είδος με μεγάλη επίδραση στη μεταγενέστερη λογοτεχνία, τον διδακτικό μύθο. Αυτές οι σύντομες, αλληγορικές/διδακτικές και διασκεδαστικές ιστορίες με πρωταγωνιστές, συνήθως, ζώα με ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά αρχικά διαδόθηκαν προφορικά, όμως από την ελληνιστική εποχή (4ος αι. π.Χ.) και μετά γνώρισαν αλλεπάλληλες γραπτές επεξεργασίες και πλούσια μεταφραστική τύχη σε άλλες γλώσσες. Οι πρώτες δημώδεις μεταφράσεις εμφανίζονται στον 16ο αι. με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους. Η πεζή, του Ανδρόνικου Νούκιου, σηματοδοτεί την απαρχή της έντυπης σταδιοδρομίας των νεοελληνικών Μύθων και η έμμετρη, του Γεώργιου Αιτωλού, φανερώνει τις μεγάλες δυνατότητες του δημώδους ποιητικού λόγου.",,,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 1. Αετός και αλεπού,"Ένας αετός εκμεταλλεύεται τη ""φιλία"" που έχει επισυνάψει με μια αλεπού, η οποία μένει κοντά του, αρπάζοντας και τρώγοντας τα μικρά αλεπουδάκια. Οι κατάρες της αλεπούς, που δεν έχει άλλο τρόπο αντίδρασης, πιάνουν και έτσι ένα περιστατικό-πάθημα του αετού τής δίνει την ευκαιρία να τον ξεπληρώσει με το ίδιο νόμισμα, κατασπαράσσοντας τα ανήμπορα αετόπουλα. Στο επιμύθιο τονίζεται ότι η θεϊκή τιμωρία πέφτει βαριά σε όσους αδικούν τους φίλους τους. Αρχή των μύθων του Αισώπου 1. Αετός και αλουπού Αετός και αλουπού έκαμαν φιλίαν, και διά πλέον βεβαίωση της φιλίας εγειτόνευαν. Και ο αετός έκαμε την φωλέαν του εις δένδρον υψηλόν, η δε αλουπού σιμά εις το δένδρον, εις τα χόρ- τα, έκαμεν τα αλουπόπουλα. Και μίαν των ημερών η αλουπού υπήγε να βοσκήσει, και ο αετός ήλθε πεινασμένος και βλέπει τα αλουπόπουλα μοναχά και παίρνει τα, και ομού με τα παιδιά του τα αετόπουλα τα εκατάφαγεν. Η δε αλουπού, όταν εστράφη και έμαθε το τι της έκαμεν ο αετός, δεν ελυπήθη τόσο διά τον θά- νατον των παιδίων της, όσον ότι δεν ημπόρειε να του κάμει την ανταμοιβήν, επειδή αυτή τετράποδος, και πώς να κυνηγήσει τα πετούμενα δεν ημπόρειε· και διά τούτο έκαμνεν εκείνο οπού κάθε μικρότερος κάμνει προς και μεγαλότερον, ήγουν εκαταρά- τον τον εχθρόν της. Και εις ολίγες ημέρες τινές έψηναν κομμάτι κρέας, και ο αετός άρπαξε το κρέας, και έτυχαν και ήταν εις το κρέας κολλημένα κάρβουνα αναμμένα. Και επειδή ήφερε το κρέας εις την φωλέαν του, άνεμος εφύσησε και άναψεν η φω- λέα, και τα αετόπουλα ήταν άπτερα και έπεσον κάτω εις την γην, και η αλουπού εμπρός εις τα μάτια του αετού υπήγεν και τα εκατέφαγεν. Ο μύθος θέλει να ειπεί ότι όσοι χαλούσι την φιλίαν, αγκαλά και φύγουν από εκείνους οπού αδικούν, αλλά την του θεού δί- κην και παίδευσιν δεν την θέλουν φύγει.","σιμά = κοντά (επίρρ.) βοσκήσει, = φάει, τραφεί (αμτβ., προκ. για ζώα) ομού = μαζί (επίρρ.) εστράφη = επέστρεψε [στρέφομαι] ανταμοιβήν = ανταπόδοση, αντίποινα ήγουν = δηλαδή (σύνδ.) εκαταρά- = καταράστηκε, ευχήθηκε να (του) συμβεί κακό [εκαταράτον, του ρ. καταρώμαι] τινές = κάποιοι (αόρ. αντων.) αγκαλά = αν και, μολονότι (εναντ. σύνδ. συνήθως με το και πριν ή μετά) παίδευσιν = τιμωρία [η παίδευσις]",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 3. Αλεπού και λιοντάρι,"Ο σύντομος αυτός μύθος παρουσιάζει την ιστορία μιας αλεπούς που αρχικά τρομοκρατείται στη θέα του λιονταριού, ωστόσο στη συνέχεια οι διαδοχικές τους συναντήσεις τής δίνουν τόσο θάρρος ώστε να πάει να του μιλήσει. Το επιμύθιο τονίζει την απομυθοποιητική δύναμη που έχει η (βαθμιαία) εξοικείωση με άγνωστες, άρα τρομακτικές, στην αρχή καταστάσεις. 3. Αλουπού και λεοντάριον Αλουπού πώποτε δεν είδε λεοντάρι, και κατά τύχην το απά- ντησε. Και όταν το είδε, εις το πρώτον ήλθε να αποθάνει από τον φόβον της. Και πάλιν δευτέρα βολά το είδε και εφοβήθη, πλην ουχ ωσάν το πρώτον. Και πάλιν το είδε τρίτη βολά και τό- σον εθάρρεψεν, ότι υπήγε να του συντύχει. Ο μύθος θέλει να ειπεί ότι η συνήθεια κάμνει τα φοβερά πράγματα και τα καταφρονούμεν, όταν, λέγω, τα θεωρόμεν πολλές βολές.","πώποτε = ουδέποτε, ποτέ (επίρρ.) βολά = φορά πλην ουχ ωσάν το πρώτον = όμως όχι σαν την πρώτη φορά συντύχει. = μιλήσει [συντυχαίνω] θεωρόμεν = βλέπουμε [θεωρώ ή θωρώ]",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 18. Γέροντας και Θάνατος,"Μύθος ευτράπελου περιεχομένου, στον οποίο ένας γέρος κατάκοπος από ένα φορτίο με ξύλα επικαλείται τον Θάνατο για να του πάρει την ψυχή. Οι προσευχές του γέρου εισακούονται, όταν όμως ο Θάνατος παρουσιάζεται μπροστά του, ο συμπαθητικός γεράκος τού προτείνει να τον βοηθήσει στο κουβάλημα των ξύλων. Το επιμύθιο επιβεβαιώνει τους αναγνώστες/ακροατές ότι παρόλα τα βάσανά της η ζωή είναι πολύ γλυκιά και κανένας δεν θέλει να την αποχωριστεί. 18. Γέρων και Θάνατος Εις ένα όρος είς γέρων έκοπτε ξύλα και έβαλέν τα εις τους πλάτες τους. Και επειδή ήτον πολύς ο δρόμος και αγανάκτησεν, έθεσε κάτω τα ξύλα και έκραζεν: «Ω Θάνατε, έλα και έπαρέ με!» Και παρευθύς ήλθεν ο Θάνατος και λέγει του: «Διατί με κράζεις;» Και ο γέρων του λέγει: «Κράζω σε διά να μου βοηθή- σεις να φορτωθώ τα ξύλα.» Ο μύθος λέγει ότι πας άνθρωπος αγαπά την ζωήν, και καλά και εις μυρίες ανάγκες κράζει τον θάνατον και φαίνεται ότι επεθυμά να αποθάνει, πλήν κάλλιον έχει πάντα την ζωήν παρά τον θάνατον.","είς = ένας (αριθμ.) έκραζεν: = φώναζε, καλούσε παρευθύς = αμέσως (επίρρ.) πας = κάθε (αντων.) καλά = αν και, μολονότι (έκφρ. με το και) μυρίες = άπειρες, αναρίθμητες [επίθ. μυρίος] κάλλιον = καλύτερο, προτιμότερο",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 26. Ποντικοί και γάτα,"Το κυνήγι ανάμεσα στους ποντικούς και μια κατοικίδια γάτα έχει γίνει πολύ επικίνδυνο, γι’ αυτό οι πρώτοι αποφασίζουν να μην κυκλοφορούν σε συγκεκριμένες ζώνες του σπιτιού. Τότε η γάτα προσποιείται την πεθαμένη, εντούτοις η ειρωνική απάντηση ενός από τους ποντικούς δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ευόδωση του σχεδίου της. Το επιμύθιο τονίζει την αρετή της σύνεσης, που προστατεύει τους ανθρώπους από επίβουλα σχέδια εναντίον τους. 26. Ποντικοί και κάτα Εις ένα σπίτι ήσαν πολλοί ποντικοί και μία κάτα εδιέβη εκεί και καθημέραν εκυνήγα. Και οι ποντικοί, επειδή ολιγόστευαν, είπον ανάμεσόν τως: «Πλέον μην κατέβομεν, ότι όλοι θέλομεν χαθεί. Και επειδή η κάτα εδώ δεν ημπορεί να ανεβεί, εμείς θέ- λομεν γλιτώσει.» Η δε κάτα εβουλήθη της να τους εξεπατήσει, και εγκρημνίστη από ένα ξύλο και εκαμώθη πως έναι νεκρά και σκοτωμένη. Και είς από τους ποντικούς σκύπτει και λέγει της: «Ω κυρά κάτα, αγκαλά και γένεις ωσάν ασκοτύμπανος, δεν έρ- χομαι σιμά σου.» Ο μύθος λέγει ότι και οι φρόνιμοι άνθρωποι, όταν γρικήσουν εκείνους οπού τους γελούσιν ότι τους εργάζονται, πλέο δεν τους πιστεύουν, αγκαλά και τους δείχνουν άλλο δι’ άλλο.","κάτα = γάτα εδιέβη = πήγε [διαβαίνω] θέλομεν = θα χαθούμε [θέλομεν χαθεί] εβουλήθη = θέλησε, πήρε απόφαση [βούλομαι] εκαμώθη = προσποιήθηκε, υποκρίθηκε [καμώνομαι] είς = ένας (αριθμητ.) αγκαλά και = ακόμη κι αν ασκοτύμπανος = τύμπανο από ασκό σιμά = κοντά (επίρρ.) φρόνιμοι = συνετοί, μυαλωμένοι γρικήσουν = καταλάβουν [γρικώ ή αγρικώ ή εγρικώ] τους εργάζονται, = μηχανορραφούν εναντίον τους",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 43. Βοσκός και θάλασσα,"Ο μύθος παρουσιάζει την ιστορία ενός βοσκού και την αποτυχημένη απόπειρά του να γίνει έμπορος, αφού κατά τη διάρκεια του πρώτου του ταξιδιού μια φοβερή θαλασσοταραχή αναγκάζει το πλήρωμα να ξεφορτωθεί όλα τα εμπορεύματα –μαζί και τους δικούς του χουρμάδες– προκειμένου να γλιτώσει. Μετά από κάποιο καιρό η θαλάσσια γαλήνη, η οποία γοητεύει τους φίλους του βοσκού, αναγκάζει τον τελευταίο να κάνει το πικρόχολο σχόλιο ότι η θάλασσα αναπαύεται, επειδή θέλει να φάει χουρμάδες. Το νόημα του μύθου αφορά εκείνους που μαθαίνουν από τα παθήματά τους. 43. Βοσκός και θάλασσα Βοσκός έβοσκε πρόβατα και, διαβαίνοντας την παραθαλασ- σίαν, έτυχε και ήτον γαλήνη μεγάλη. Λοιπόν επεθύμησε να τα- ξιδεύσει ως πραγματευτής, και επούλησεν τα πρόβατα και αγό- ρασε φοινίκια. Όμως εμπήκεν εις καράβι και έπλεε. Και έλαχε χειμώνας τόσος, ότι έριξαν όλα τα φοινίκια εις την θάλασσαν και μετά βίας έγλισαν. Και εις ολίγας ημέρας ο βοσκός επεριπά- τειε με τινάς άλλους εις την παραθαλασσίαν, και έλαχε πάλιν γαλήνη, και εθαύμαζαν πολλά. Και ο βοσκός είπεν: «Ως φαίνε- ται, η θάλασσα πεθυμά να φάγει φοινίκια και διά τούτο φαίνε- ται ότι αναπεύεται.» Ο μύθος λέγει ότι ό,τι και αν παθαίνει ο άνθρωπος όλα τα μαθαίνει.","διαβαίνοντας = περνώντας παραθαλασ- = παραλία, περιγιάλι [η παραθαλασσία] πραγματευτής, = έμπορος φοινίκια. = χουρμάδες έγλισαν. = γλίτωσαν, ξέφυγαν [γλίω, ως αμτβ.] πολλά. = πολύ (επίρρ.)",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 48. Αγριόχοιρος και αλεπού,"Ένας αγριόχοιρος που τροχίζει, δίχως να υπάρχει προφανής λόγος, τα δόντια του κάτω από ένα δέντρο προκαλεί την απορία μιας αλεπούς, στην οποία δίνεται η απάντηση ότι η πράξη αυτή είναι προληπτική. Το επιμύθιο τονίζει την αξία της σωστής προετοιμασίας για την αντιμετώπιση μελλοντικών κινδύνων. 48. Αγριόχοιρος και αλουπού Είς αγριόχοιρος έστεκε εις ένα δένδρον κάτωθεν και ετρόχα τα δόντια του. Και η αλουπού τον είδε και λέγει του: «Διατί τροχάς τα δόντια σου, επειδή καμίαν ανάγκην τώρι δεν έχεις;» Και ο αγριόχοιρος λέγει ότι δεν το κάμνει εύκαιρα, «Ότι, αν μου λάχει κίνδυνος, να μη κάθομαι τότε να τροχώ τα δόντια, μάλιστα να τα έχω παρέτοιμα.» Ο μύθος λέγει ότι πρέπει να ορδινιαζόμεσθεν, πριν να μας πλακώσει ο κίνδυνος.","Είς = ένας (αριθμ.) ετρόχα = ακόνιζε [τροχώ] τώρι = τώρα (επίρρ.) εύκαιρα, = άσκοπα, μάταια (επίρρ.) Ότι, = επειδή, γιατί (αιτιολ. σύνδ.) ορδινιαζόμεσθεν, = (προ)ετοιμαζόμαστε [ορδινιάζομαι]",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 52. Λαγοί και βατράχια,"Η γενική συνέλευση των λαγών καταλήγει στην απόφασή τους να αυτοκτονήσουν διά πνιγμού σε μια λίμνη, επειδή έτσι θα απαλλαγούν μία και καλή από τους ποικίλους κινδύνους-θανάσιμους εχθρούς της καθημερινότητάς τους. Η μεγάλη φασαρία που προκαλούν με τον συνωστισμό τους παρακινεί τους βατράχους να βουτήξουν στα νερά, πράγμα που ερμηνεύεται ως πράξη ύστατης δειλίας και ματαιώνει εντέλει την επικείμενη αυτοκτονία των λαγών. Το νόημα είναι ότι οι βασανισμένοι άνθρωποι παρηγορούνται από τη μεγαλύτερη δυστυχία των άλλων. 52. Λαγοί και βαθράκοι Οι λαγοί εσυνάχθησαν ομού και έκλαιγαν την ζωήν τους, πως έναι επικίνδυνος και πάντοτε στέκουν με φόβον, επειδή και από ανθρώπους και από αετούς και από σκύλους και από άλλων πολλών ζώων φθείρονται. Όμως είπον: «Κάλλιον έναι να απο- θάνομεν όλοι μία βολά, παρά εις όλην μας την ζωήν να έχομεν φόβον», και πάντες εκίνησαν να υπάσιν εις την λίμνην να πνι- γούσιν. Και οι βαθρακοί οπού ήσαν εις το χείλος της λίμνης, όταν εγρίκησαν τον δρόμον των λαγών, παρευθύς απήδησαν εις την λίμνην. Και είς εκ τους λαγούς, ο φρονιμότερος, λέγει: «Ω φίλοι, σταθείτε και μην κάμετε κακόν του εαυτού μας, επειδή θωρείτε και άλλα ζώα δειλότερα από εμάς.» Ο μύθος δηλοί ότι εκείνοι οπού δυστυχούσι παρηγορούνται από άλλους οπού πάσχουν χειρότερα.","ομού = μαζί (επίρρ.) φθείρονται. = θανατώνονται, καταστρέφονται Κάλλιον = καλύτερο βολά, = φορά βαθρακοί = βάτραχοι εγρίκησαν = άκουσαν, κατάλαβαν [γρικώ ή αγρικώ ή εγρικώ] δρόμον = τρέξιμο παρευθύς = αμέσως (επίρρ.) είς = ένας (αριθμ.) φρονιμότερος, = συνετότερος, πιο μυαλωμένος θωρείτε = βλέπετε [θωρώ ή θεωρώ] δηλοί = φανερώνει [δηλώ]",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 60. Ελάφι και αμπέλι,"Ένα κυνηγημένο ελάφι γλιτώνει προσωρινά καλύπτοντας τον εαυτό του πίσω από ένα αμπέλι, προδίδεται όμως από τη λαιμαργία του και αποκαλύπτεται τρώγοντας όλα τα φύλλα του αμπελιού, με αποτέλεσμα να θανατωθεί από τους κυνηγούς. Ο μύθος μάς διδάσκει ότι δεν πρέπει να είμαστε αχάριστοι σε όσους μας ευεργετούν. 60. Λάφι και αμπέλιον Το λάφι από τους κυνηγούς έφευγεν και εκρύπτη εις αμπέλι. Και όταν απέρασαν οι κυνηγοί, το λάφι ενόμιζεν ότι έγλισεν. Άρχισε να τρώγει εκ τα φύλλα της αμπέλου και, επειδή ανακά- τωνε τα φύλλα, εστράφησαν οι κυνηγοί και είδασι το λάφι και το εδόξεψαν. Λοιπόν αποθνήσκοντας έλεγεν ότι: «Δίκαια έπα- θα, διότι δεν έπρεπε να αδικήσω εκείνην οπού με εφύλαγεν.» Ο μύθος δηλοί ότι όσοι αδικούσιν εκείνους οπού τους ευερ- γετούσιν, ο θεός τους κολάζει.","λάφι = ελάφι έγλισεν = γλίτωσε, ξέφυγε [γλίω, ως αμτβ.] εστράφησαν = γύρισαν το κεφάλι [στρέφομαι] εδόξεψαν. = τόξευσαν, πλήγωσαν με βέλος [δοξεύω] δηλοί = φανερώνει [δηλώ] κολάζει. = τιμωρεί",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 67. Γυναίκα και άνδρας,"Στον μύθο αυτό πρωταγωνιστεί ένα αντρόγυνο του οποίου οι σχέσεις είναι προβληματικές λόγω της ακατάπαυστης οινοποσίας του άντρα. Η μακάβρια φάρσα της γυναίκας, η οποία τοποθετεί τον μεθυσμένο σύζυγο στο εσωτερικό ενός τάφου, απέχει πολύ από το να φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, κάτι που φανερώνει, σύμφωνα με το επιμύθιο, την ανάγκη της έγκαιρης πρόληψης των κακών έξεων. 67. Γυναίκα και άνδρας Μια γυναίκα είχε μεθυστήν άνδρα και εβουλήθη να τον σω- φρονίσει. Και όταν τον είδε κρασισμένον, τον έβαλε μέσα εις το θέατρον και έκλεισε την θύρα. Και όταν εσυνήρθεν εκ της μέ- θης, έκρουσεν η γυναίκα την θύρα του θεάτρου. Και τούτος λέγει: «Τις είσαι;» Και η γυναίκα είπεν ότι: «Φέρνω να φάγοσιν οι νεκροί.» Και αυτός είπεν: «Μη μου φέρεις να φάγω, αμή μά- λιστα να πίω, επειδή όταν μου θυμάς φαγί λυπούμαι, αμή διά να πίω χαίρομαι.» Και εκείνη είπεν: «Ω κακότυχη εγώ, ότι εύ- καιρα εκοπίασα· επειδή εσύ όχι μόνον ότι δεν επαιδεύθης, αμή και χειρότερος έγινες.» Ο μύθος δηλοί ότι δεν πρέπει εις τα κακά να αργούμεν, ότι πολλές βολές θέλομε να την εβγάλομεν την κακήν συνήθειαν και δεν ημπορούμεν.","μεθυστήν = μέθυσο, μπεκρή εβουλήθη = θέλησε, αποφάσισε κρασισμένον, = μεθυσμένο θέατρον = νεκροταφείο (εδώ) έκρουσεν = χτύπησε [κρούω] Τις = ποιος (ερωτημ. αντων.) αμή = αλλά (σύνδ.) θυμάς = θυμίζεις ότι = επειδή, γιατί (αιτιολ. σύνδ.) εύ- = άσκοπα, μάταια [επίρρ. εύκαιρα] επαιδεύθης, = έβαλες μυαλό [παιδεύομαι] δηλοί = φανερώνει [δηλώ] βολές = φορές",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 86. Δίας και Ερμής,"Ο Ερμής αναλαμβάνει, ως απεσταλμένος του Δία, να μοιράσει σε όλους τους τεχνίτες μια συγκεκριμένη ποσότητα ψέματος. Η απουσία του τσαγκάρη αναγκάζει τον Ερμή να του δώσει εκ των υστέρων το περίσσευμα, που είναι αναλογικά πολύ περισσότερο από το μερίδιο των υπολοίπων. Το νόημα του μύθου είναι ότι δεν πρέπει να δείχνουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στους τεχνίτες, και ειδικά στους τσαγκάρηδες. 86. Ζευς και Ερμής Ο Ζευς απέστειλε τον Ερμήν εις την γην να δώσει εις όλους τους τεχνίτας ένα μέτρον εκ τα ψεύσματα και να μετρήσει πα- σαενός μίαν ουγκίαν ψεύσματα. Και έδωσεν πάντων των τεχνι- τών, μόνον ο τσαγκάρης δεν έσωσε να πάρει και ήλθεν ύστερον· λοιπόν όσο ψεύσμα και αν έμεινε, όλον το εσύναξε και το έδωσε του τσαγκάρη. Και διά τούτο εσυνέβη ότι όλοι οι τεχνίτες είναι ψεύστες και πλεότερον οι τσαγκάρηδες. Ο μύθος έναι προς ψευδολόγους τεχνίτας.","Ζευς = (θεός) Δίας ψεύσματα = ψέματα έσωσε = έφτασε, πρόφτασε [σώνω] εσύναξε = συγκέντρωσε [συνάζω] πλεότερον = περισσότερο",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 106. Άλογο και γάιδαρος,"Η άρνηση ενός (φορτωμένου) αλόγου να κουβαλήσει και λίγο από το φορτίο του εξαντλημένου γαϊδάρου έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του τελευταίου και τη μεταφορά όλων των πραγμάτων, μαζί με το (γδαρμένο) τομάρι του ψόφιου ζώου, στο άλογο. Σύμφωνα με το επιμύθιο, η ιστορία μάς διδάσκει ότι οι δυνατοί («πλούσιοι») πρέπει να βοηθούν τους αδύναμους («πένητας» [= φτωχούς]), προκειμένου να έχουν ανταπόδοση από τη ζωή. 106. Άλογον και γάιδαρος Άνθρωπός τις είχεν άλογον και γάιδαρον φορτωμένα. Και εις τον δρόμον είπεν ο γάιδαρος του αλόγου: «Έπαρε ολίγον εκ το φόρτωμά μου, αν θέλεις να είμαι ζωντανός.» Όμως το άλογο δεν ηθέλησε, ο δε γάιδαρος εκ τον πολύν κόπον έπεσε και εξέ- πνευσε. Και ο αυθέντης τους, όσα και αν εβάσταζεν ο γάιδα- ρος, όλα τα έβαλεν εις το άλογο, ομοίως έγδαρε και τον γάιδα- ρον και έβαλε και το δέρμα απάνω εις το άλογο. Και το άλογο κλαίγοντας έλεγεν: «Ω κακότυχος εγώ, τι μου εσυνέβη τῳ τα- λαιπώρῳ! Διά να μη θελήσω να πάρω ολίγον εκ το φόρτωμα του γαϊδάρου, τώρι βαστάζω όλα, και αυτό το δέρμα.» Ο μύθος δηλοί ότι πρέπει οι μεγάλοι να βοηθούσιν τους μι- κρούς, αν θέλουσιν να στέκονται εις τον κόσμον καλά, ήγουν οι πλούσιοι να βοηθούσιν τους πένητας.","τις = κάποιος Έπαρε = πάρε αυθέντης = ιδιοκτήτης ομοίως = επίσης, ακόμη τώρι = τώρα δηλοί = φανερώνει [δηλώ] ήγουν = δηλαδή (σύνδ.) πένητας. = φτωχούς [ο πένης, γεν. του πένητος]",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 108. Αλεπού και κυνηγοί,"Μια αλεπού, καταδιωκόμενη από κυνηγούς, ζητά και παίρνει τη βοήθεια ενός ξυλοκόπου, που την κρύβει στο καλύβι του. Ο ξυλοκόπος, ερωτώμενος από τους διώκτες του ζώου αν το είδε, έδωσε μεν αρνητική απάντηση, ωστόσο τους υπέδειξε με το χέρι την κρυψώνα της, κίνηση που δεν έγινε κατανοητή από τους κυνηγούς αλλά και δεν πέρασε απαρατήρητη από την αλεπού. Η αποστομωτική απάντησή της στην επισήμανση του κυνηγού ότι του χρωστά χάρη καυτηριάζει την ασυνέπεια ανάμεσα στους λόγους και τις πράξεις κάποιων ανθρώπων. 108. Αλουπού και κυνηγοί Αλουπού έφευγεν από κυνηγούς και εις την έρημον είδεν ένα ξυλοκόπον και τον επαρεκάλει να την κρύψει, και εκείνος της έδειξεν το καλύβι του· λοιπόν εμπήκε και εκρύπτη εις μίαν γω- νίαν. Οι δε κυνηγοί έσωσαν και ερώτησαν τον ξυλοκόπον διά την αλουπού, και αυτός με τον λόγον αρνήθη, ότι δεν την είδε, και με την χείρα έδειξε τον τόπον όπου ήτον η αλουπού. Και οι δε κυνηγοί δεν εσκέφτησαν το σημείον της χειρός· λοιπόν εδιέ- βησαν. Και όταν η αλουπού εβγήκεν, ο ξυλοκόπος έλεγεν ότι: «Έχε μου χάρην οπού δεν σε ομολόγησα των κυνηγών.» Και η αλουπού είπεν: «Ήθελα σου έχει χάρην, αν τα καμώματα της χειρός σου είχες όμοια με τους λόγους.» Ο μύθος ελέγχει εκείνους οπού άλλα λέγουσιν με τους λόγους και άλλα κάμνουσι με τα έργα.","έσωσαν = έφτασαν [σώνω] την χείρα = το χέρι [η χειρ, γεν. της χειρός] σημείον = σημάδι ομολόγησα = φανέρωσα, αποκάλυψα των κυνηγών.» = στους κυνηγούς",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 120. Λύκος και γριά,"Ένας λύκος, γυρεύοντας τροφή, καταλήγει σε μια κατοικημένη περιοχή· εκεί ακούει μια γριά να απειλεί ένα παιδάκι που κλαίει ακατάπαυστα ότι θα το δώσει στον λύκο, αν δεν σταματήσει την γκρίνια. Πεπεισμένος για την αλήθεια των λόγων της, ο λύκος καραδοκεί απέξω ώς το βράδυ, όταν και ακούει τη γερόντισσα να μιλάει με γλυκόλογα και να λέει στο παιδί πως θα δείρουν μαζί τον λύκο, που τελικά αποχωρεί απογοητευμένος από την ασυνέπεια των λόγων της γριάς. 120. Λύκος και γραία Λύκος επείνα και γυρεύοντας τροφήν έτυχε εις ένα τόπον· και ήκουσε παιδί και έκλαιγε, και μία γραία του έλεγε: «Παύσε, μη κλαίγεις, ότι τούτην την ώραν σε δίδω του λύκου!» Και ο λύ- κός, παντέχοντας ότι η γραία έλεγεν αλήθεια, εστάθη πολλήν ώραν. Και όταν εβράδιασε, πάλιν ήκουσε την γραίαν, οπού εκο- λάκευε το παιδίον και έλεγε: «Παιδάκι μου, αν έλθει ο λύκος ε- δώ, να τον πιάσομεν και να τον ραβδίσομεν.» Και ο λύκος, ως ήκουσε τέτοιο πράγμα, έφυγε. Και έλεγεν: «Εις αύτην την γειτο- νίαν άλλα λέγουσι και άλλα κάμνουσιν.» Ο μύθος είναι προς εκείνους οπού άλλα λέγουσι και άλλα κά- μνουσιν.","επείνα = πεινούσε γραία = γριά ότι = γιατί (αιτιολ. σύνδ.) παντέχοντας = προσδοκώντας, περιμένοντας [(α)παντέχω] ως = αφού, όταν",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 137. Κοράκι και αλεπού,"Στον –ίσως πιο γνωστό απ’ όλους– αισώπειο μύθο που ακολουθεί, η αλεπού καταφέρνει με κενές κολακείες να αποσπάσει ένα κομμάτι τυρί που πέφτει από το στόμα ενός κόρακα ο οποίος στέκεται σε κάποιο δέντρο. Το επιμύθιο προειδοποιεί για τους κινδύνους που κρύβονται πίσω από τις ψεύτικες κολακείες. 137. Κόρακας και αλουπού Κόρακας είχε εις το στόμα κομμάτι τυρί, και η αλουπού τον είδε και είπεν ότι: «Πεθυμώ να ακούσω την φωνήν σου.» Και ο κόρακας άνοιξε το στόμα του να φωνάξει. Λοιπόν το τυρί έπε- σεν, και η αλουπού το έφαγεν και είπεν ότι: «Εις όλα είσαι, κό- ραξ, εύμορφος, αμή νουν δεν έχεις.» Ο μύθος έναι εις εκείνους οπού χαίρονται εις τες κολακείες.","εύμορφος, = όμορφος, ωραίος αμή = αλλά",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Ανδρόνικου Νούκιου: 146. Ψαράδες,"Οι υψηλές προσδοκίες κάποιων ψαράδων διαψεύδονται, όταν διαπιστώνουν ότι τα δίχτυα τους είναι σχεδόν άδεια από ψάρια και πως το βάρος τους οφειλόταν σε μια μεγάλη πέτρα. Την απογοήτευσή τους έρχεται να απαλύνει η επισήμανση του σοφότερου ότι η χαρά και η λύπη διαδέχονται η μία την άλλη, επομένως οι συνετοί άνθρωποι δεν πρέπει να στενοχωρούνται υπερβολικά με τις ατυχίες. 146. Αλιάδες Αλιάδες έσυραν δίκτυον, και επειδή ήτον βαρύ, έχαιρον ελπί- ζοντας ότι έκαμαν καλό κυνήγι. Και όταν έσυραν έξω το δί- κτυον, τα ψάρια εύρον πολλά ολίγα και μέσα εις το δίκτυον ένα λιθάρι μέγα. Λοιπόν επικράνθησαν πολλά, ουχί μόνον διά την ολιγότητα των ψαρίων, αμή ότι έσυρναν και το λιθάρι. Και είς απ’ αυτούς, ο γεροντότερος, είπεν: «Μη πρικαίνεσθε, ω αδελ- φοί μου, διότι ηξεύρετε ότι της χαράς έναι αδελφή η λύπη· και επειδή ημείς τόσον εχάρημαν, ότι ανάγκη ήτον και να λυπηθού- μεν.» Ο μύθος δηλοί ότι οι φρόνιμοι άνθρωποι δεν λυπούνται πε- ρισσά εις τες κακοτυχίες.","Αλιάδες = ψαράδες κυνήγι. = ψάρεμα, ψαριά εύρον = βρήκαν πολλά = πολύ (επίρρ.) αμή = αλλά (σύνδ.) είς = ένας (αριθμ.) πρικαίνεσθε, = πικραίνεστε, λυπάστε εχάρημαν, = χαρήκαμε δηλοί = φανερώνει φρόνιμοι = συνετοί, μυαλωμένοι πε- = υπερβολικά, πάρα πολύ [επίρρ. περισσά]",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 1. Αετός και αλεπού,"Ένας αετός εκμεταλλεύεται τη ""φιλία"" που έχει επισυνάψει με μια αλεπού, η οποία μένει κοντά του, αρπάζοντας και τρώγοντας τα μικρά αλεπουδάκια. Η επίκληση της αλεπούς προς τον θεό για ανταπόδοση έχει αντίκρισμα και έτσι ένα περιστατικό-πάθημα του αετού τής δίνει την ευκαιρία να τον ξεπληρώσει με το ίδιο νόμισμα, κατασπαράσσοντας τα ανήμπορα αετόπουλα. Το επιμύθιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμφορά χτυπά όσους αδικούν τους φίλους τους. Αρχή των μύθων του Αισώπου ποιηθέντων ρίμα ομού μετά των επιμυθίων παρά Γεωργίου του εξ Αιτωλίας 1. Αετός και αλεπού Έκαμεν ένας αετός με αλεπού φιλίαν, αντάμα να ευρίσκονται, να έχουν συντροφίαν. Εις ένα δένδρον έκτισεν ο αετός φωλία, καθώς το έχ’ η τάξη του, έκαμε τα πουλία. Εκεί στην ρίζαν του δενδρού φωλίαν είχε ποίσει η αλεπού, τα τέκνα της ήθελε τα γεννήσει. Η αλεπού έναν καιρόν επήγεν να βοσκήσει, να κυνηγήσει και να φα, ξεφάντωση να ποίσει. Ο αετός, ως άρπαγος, σαν ηύρεν μοναξίαν, τα αλεπόπουλά ’φαγε κι έκαμεν ατυχίαν. Τότε πτωχή η αλεπού, ως είδε φαγωμένα τα τέκνα της, τα έκλαιε πικρά, φαρμακωμένα, και του θεού δεήθηκεν ανταμοιβήν να ποίσει, τον άρπαγον τον αετόν να κακοθανατίσει. Μίαν ημέραν το λοιπόν πανήγυρις εγίνη· ο αετός επήγ’ εκεί και τα πουλί’ αφήνει, και κρέας με τα κάρβουνα άρπαξε με την βία κι εις την φωλία πέταξε να φάγουν τα πουλία. Άνεμος τότε φύσησεν, άναψεν η φωλία, κάτω στα χόρτα έπεσαν όλα του τα πουλία· και έδραμεν η αλεπού, τα ’φαγεν εμπροστά του, έκαμεν την εκδίκησιν εμπρός στα μάτιά του. Επιμύθιον Ο μύθος λέγει: όσοι ’ναι οπού χαλούν φιλίαν πολλά κακοπαθαίνουσιν, πέφτουν εις δυστυχίαν.","ρίμα = σε ομοιοκαταληξία ομού μετά των επιμυθίων = μαζί με τα επιμύθια αντάμα = μαζί (επίρρ.) τάξη = συνήθεια βοσκήσει, = φάει, τραφεί ξεφάντωση = διασκέδαση ατυχίαν. = κακή πράξη δεήθηκεν = παρακάλεσε [δέομαι + γενική] ανταμοιβήν = ανταπόδοση, αντίποινα κακοθανατίσει. = να του προκαλέσει άσχημο θάνατο (εδώ μτβ.) βία = σπουδή, βιασύνη έδραμεν = έτρεξε [δράμω]",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 14. Ο μύθος του ρόδιου άνδρα,"Πολύ σύντομος μύθος, στον οποίο ένας άνδρας καλείται να αποδείξει επιτόπου και στην πράξη τις καυχησιολογίες του – υπονοείται ότι δεν ανταποκρίνεται στην πρόκληση. Στο επιμύθιο τονίζεται η κενότητα των λόγων που δεν αποδεικνύονται με πράξεις. 14. Μύθος ανδρός Ροδίου Στην Ρόδον ένας άνθρωπος είπεν εις καύχησήν του πως πήδημα επήδησε πολύ διά τιμήν του. Κι ένας τον αποκρίθηκε κι είπεν: «Εδώ κι η Ρόδο, άκου το, και το πήδημα. Πήδησ’, αν έχεις μόδο!» Επιμύθιον Ο μύθος λέγει: εύκαιροι οι λόγοι είναι πάντα χωρίς τα έργα να φανούν, σοφοί αν το πουν σαράντα.","μόδο!» = τρόπο [ο μόδος, από το ιταλ. modo] εύκαιροι = άδειοι, μάταιοι",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 19. Δύο βατράχια,"Τα δύο βατράχια-πρωταγωνιστές του μύθου εγκαταλείπουν την ξεραμένη πλέον λίμνη τους σε αναζήτηση μιας καινούριας ""εστίας"". Όταν το πάθημά τους επαναλαμβάνεται, καταλήγουν, ελλείψει κάποιας άλλης λύσης, σε ένα πηγάδι. Τότε, ο ένας από τους δύο επισημαίνει ότι φοβάται να κατέβει στο πηγάδι, επειδή, αν ξεραθεί και αυτό, θα είναι δύσκολη η έξοδός τους. Ο μύθος μάς διδάσκει ότι οι επιλογές μας πρέπει να ταιριάζουν και να εξυπηρετούν τις εκάστοτε ανάγκες μας. 19. Δύο βαθρακοί Εις λίμνην δύο βαθρακοί ήσαν κατοικισμένοι, κι η λίμνη εξηράθηκε και ήταν πικραμένοι. Εις λίμνην άλλην πήγασι, και πάλε εξηράνθη, από την ζέστην την πολλήν και κείνη εμαράνθη. Λίμνην αλλού γυρεύασι και πήγαν εις πηγάδι διά να κατοικήσουσι, να κάθονται ομάδι. Ο ένας αποκρίθηκε και είπε προς τον άλλον: «Τώρα εδώ τον κίνδυνον τον έχομεν μεγάλον· ότι φοβούμαι περισσά την στράταν να κατέβω, ότι, σαν ξηρανθεί κι εδώ, δεν έχω πώς να ξέβω.» Επιμύθιον Ο μύθος λέγει: καθεείς πρέπει να λογαριάζει πράγμα που μεταχερισθεί αν έν’ και ταιριάζει.","βαθρακοί = βάτραχοι ομάδι. = μαζί (επίρρ.) ότι = επειδή, γιατί (σύνδ.) περισσά = υπερβολικά, πάρα πολύ (επίρρ.) να ξέβω.» = να βγω [ξεβαίνω]",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 30. Γιατρός και άρρωστος,"Ο μύθος αφορά τις αποτυχημένες προσπάθειες ενός (ανεπαρκούς κατά τα φαινόμενα) γιατρού να κουράρει τον ασθενή του, ο οποίος εντέλει πεθαίνει. Στις εξηγήσεις του γιατρού, που επιρρίπτει την ευθύνη στον ""αμελή"" ασθενή του, απαντά κάποιος χαρακτηρίζοντάς τον ψεύτη και κλέφτη. Το επιμύθιο υπογραμμίζει την ανάγκη της πραγματικής βοήθειας στις δύσκολες στιγμές και απορρίπτει την επίκληση πλαστών εκ των υστέρων προφάσεων που επιχειρούν «να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα». 30. Ιατρός και άρρωστος Άρρωστον ένας ιατρός είχε να ιατρεύσει, καθημερνώς τον έβλεπε για να τον θεραπεύσει. Ο άρρωστος απέθανεν από της αμελείας, ποσώς δεν ωφελήθηκεν από τας ιατρείας. Ύστερα είπεν ο ιατρός, αφόντις τον εθάψαν, ότι ο άρρωστος αυτός είχε μεγάλην κάψαν, και αν δεν έπινε κρασί, κλυστήρια να βάνει, τον θάνατον εγλίτωνε, δεν ήθελ’ αποθάνει. Τότε τον αποκρίθηκε και σύντυχέ τον ένας πως έναι ψεύστης ιατρός, είναι και κλέπτης μέγας. Επιμύθιον Εις την ανάγκην δίκαιον είναι να βοηθούμεν, όχ’ ύστερα με ψέματα τους φίλους να γελούμεν.","ποσώς = διόλου, καθόλου (επίρρ.) αφόντις = από τη στιγμή που κάψαν, = πυρετό κλυστήρια = κλύσματα σύντυχέ τον = του μίλησε [συντυχαίνω]",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" "Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 37. Λιοντάρι, αλεπού και γάιδαρος","Ένα λιοντάρι, ένας γάιδαρος και μια αλεπού αποφασίζουν να μοιράσουν τη λεία που κυνήγησαν μαζί. Ο γάιδαρος, κατόπιν εντολής του λιονταριού, αναλαμβάνει τη μοιρασιά, την οποία κάνει ισόποσα, πράξη που εξαγριώνει το λιοντάρι και έχει ως αποτέλεσμα το φάγωμα του γαϊδάρου. Όταν η αλεπού καλείται να κάνει εκ νέου τη μοιρασιά, δίνει το μεγαλύτερο μερίδιο στο λιοντάρι, το οποίο την επαινεί για τις ικανότητές της στο μοίρασμα. Ο μύθος διδάσκει ότι οι συμφορές των άλλων μάς μαθαίνουν να φυλαγόμαστε από πιθανές κακοτοπιές. 37. Λεοντάρι, αλεπού και γάδαρος Λέων ποτέ και αλεπού και γάδαρος εστήσαν αντάμα να ευρίσκονται και συντροφίαν ποίσαν. Επήγαν εις κυνήγιον διά να κυνηγήσουν, είτι αν εύροσι μαζί τότε να το μερίσουν. Επήγαν, εκυνήγησαν, ήφεραν πάσα πράγμα, κι εις έναν τόπον έκατσαν διά να φαν αντάμα. Ο λέων τον γαΐδαρον είπε να τους μοιράσει του καθενού το μερτικόν, εκείνος να ’ρδινιάσει. Το μέρος τούτος καθενού ίσια έδωκέ των, αλλά ο λέων θυμωθείς τον γάδαρό ’σκισέ τον. Την αλεπού ελάλησεν, είπε να τα μοιράσει. Εκείνη εστοχάστηκε τα πράγματα πώς πάσι: τον λέοντα πολύ φαγί έδωκε με την γνώση· είπε τον: «Λίγο μερτικόν εμένα θέλει σώσει.» Τότε ο λέων λέγει την: «Πὄμαθες να μοιράζεις και εύμορφα τα πράγματα να τα λογαριάζεις;» «Η συμφορά» ’πεκρίθη τον «γαδάρου έμαθέ με και μοίρασα ως έπρεπεν· το πράγμα δίδαξέ με.» Επιμύθιον Η δυστυχία μερικών διδάσκει να μαθαίνουν τους άλλους να φυλάγονται, αν θέλουν να κερδαίνουν.","ποτέ = κάποτε (επίρρ.) εστήσαν = συμφώνησαν [στένω ή στήνω] αντάμα = μαζί (επίρρ.) είτι = οτιδήποτε (αντων.) μερίσουν = μοιράσουν ’ρδινιάσει. = τακτοποιήσει, ετοιμάσει [ορδινιάζω] ελάλησεν, = μίλησε, είπε [λαλώ] εμένα θέλει σώσει.» = θα μου φτάσει (θέλω + απρμφ. για δήλωση μέλλοντα)",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 40. Ο μύθος του μυρμηγκιού,"Ένα μυρμήγκι προσπαθεί να ικανοποιήσει τη δίψα του σε μια πηγή, παρασύρεται όμως από τα νερά με κίνδυνο να πνιγεί. Ως «από μηχανής θεός» εμφανίζεται ένα περιστέρι, που πετά στο μυρμήγκι κάποιο κλαδί και τελικά το σώζει. Όταν μετά από καιρό κάποιος κυνηγός πουλιών καραδοκεί να πιάσει το περιστέρι, τότε το μυρμήγκι τον δαγκώνει στο πόδι, αποκαλύπτοντάς τον και δίνοντας τη δυνατότητα στο περιστέρι να απομακρυνθεί. Το επιμύθιο τονίζει την υποχρέωση της ανταπόδοσης της χάρης στους ευεργέτες. 40. Μύθος μυρμηγκίου Μύρμηξ εδίψησε πολλά και εις πηγήν κατέβη· να πίει εβουλήθηκε κι εις το νερό εσέβη, και το νερό τον έσυρε σαν ήτονε το ρεύμα. Περιστερά τον είδ’ εκεί με λυπημένον βλέμμα, τον μύρμηγκα λυπήθηκε, τον έριξε κλωνάρι, μήνα καθίσει ο πτωχός, έξω να τόνε πάρει. Εκάθισεν ο μύρμηγκας κι ευθύς ελευθερώθη, από το μέγαν κίνδυνον της ώρας ελυτρώθη. Πουλιολόγος το λοιπόν την στράταν περιπάτει και είδε την περιστεράν και έστησε πλεμάτι. Να τήνε πιάσει θέλησε τότε την περιστέραν, αλλά ιδέτε τι έπαθεν εκείνην την ημέραν: Σαν ήτον με την έννοιαν διά το περιστέρι κι εβάστα τα καλάμια με το ’να του το χέρι, έδραμε τότ’ ο μύρμηγκας, στον πόδα τον δαγκάνει κι εκείνος ακ τον πόνον του κάτω στην γην τα βάνει. Τότε και η περιστερά εγρίκησέ το άμα, επέταξε και έφυγε, σαν έμαθε το πράγμα. Επιμύθιον Τους ευεργέτας λέγει μας ο μύθος να ποιούμεν ανταμοιβάς, και χάριτας πάντα να χρεωστούμεν.","πολλά = πολύ (επίρρ.) εβουλήθηκε = θέλησε [βούλομαι] εσέβη, = μπήκε [εισβαίνω] μήνα = μήπως (και) Πουλιολόγος = κυνηγός πουλιών πλεμάτι. = δίχτυ έδραμε = έτρεξε [δράμω ή τρέχω] ακ = από (πρόθ., εδώ δηλώνει αιτία) εγρίκησέ το = το κατάλαβε [γρικώ] άμα, = αμέσως (επίρρ.)",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 47. Ο μύθος του παιδιού κλέφτη,"Κάποιος μαθητής κλέβει στο σχολείο ένα αντικείμενο και το δείχνει στη μητέρα του, όμως αυτή δεν τον επιπλήττει καθόλου. Έτσι, η κλεπτομανία του παιδιού με τον καιρό οξύνεται, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να συλληφθεί στην αγορά και να καταδικαστεί σε απαγχονισμό. Η τελευταία του επιθυμία είναι να μιλήσει στη μητέρα του, και όταν εκείνη πλησιάζει κοντά του, τότε της δαγκώνει το αυτί, πράξη που ξεσηκώνει την αντίδραση του συγκεντρωμένου λαού, στον οποίο ο καταδικασμένος νέος απαντά ότι η ουσιαστική ευθύνη είναι δική της, επειδή ποτέ δεν προσπάθησε να τον διορθώσει. Στο επιμύθιο τονίζεται η αξία της (πρώτης) αγωγής/διαπαιδαγώγησης στη ζωή ενός ανθρώπου. 47. Μύθος κλέπτου παιδίου Ένα παιδί που σπούδαζεν έκλεψε πινακίδα και με χαράν στο σπίτι του επήγαινε κι επήδα. Την μάνα του την έδειξε και κείνη το εχάρη, ουδέ το καταρίστηκεν, ουδ’ είχε το προπάρει. Τόσον εις το χειρότερον κλέπτης εκαταστάθη και τόσον τα κατάμαθε τα της κλεψίας πάθη, ότι και εις την αγοράν επιάστη παρρησίᾳ· και τότε εθυμήθηκε μητρός την αγνωσία. Όταν λοιπόν επήγαιναν διά να τον κρεμάσουν και διά έναν άτυχον να παν να τον χαλάσουν, τους στρατιώτας είπεν τους λίγον να τον βαστάξουν και την μητέρα του εκεί να πάσι να την κράξουν. Είπε τους: «Λόγον μυστικόν έχω να πω, ν’ αφήσω, κρυφά στ’ αφτί την μάνα μου, λόγον να την λαλήσω.» Η μάνα του τότ’ έδραμε τον λόγον να ακούσει, και όλοι τότε στέκουντον να δουν τι θέλουν πούσι. Εκείνος με τα δόντια τ’ αφτί της έδραξέ το και σαν σκυλί το άρπαξε, πάραυτα έκοψέ το. Όσοι τον είδανε λοιπόν εκατηγόρησάν τον το πως και τότ’ ασέβησεν, όλοι τους ύβρισάν τον. Εκείνος αποκρίθηκε, λέγει: «Δεν με λυπάσθε; Αυτή ’ταν που με χάλασεν και σεις με καταράσθε; Όταν εγώ πρώτα αρχής επήγα κι έδωκά την την πινακίδα που ’κλεψα και επαρήγγειλά την να μην το πει ποτέ τινός, έπρεπεν να με βρίσει· αυτή λοιπόν ηθέλησε τοιούτον να με ποίσει.» Επιμύθιον Ο μύθος λέγ’: η παίδευσις η πρώτη ’ναι π’ αξίζει. καθώς το είπ’ ο Αίσωπος κι εις το χαρτί τ’ ορίζει.","εκαταστάθη = έγινε [κατασταίνομαι] παρρησίᾳ· = ελεύθερα, θαρρετά, φανερά (ως επίρρ.) χαλάσουν, = θανατώσουν [χαλ(ν)ώ] βαστάξουν = περιμένουν κράξουν. = φωνάξουν, καλέσουν έδραμε = έτρεξε [δράμω ή τρέχω] έδραξέ το = το άρπαξε [δράσσω] πάραυτα = αμέσως (επίρρ.) τινός, = σε κανέναν τοιούτον = τέτοιον, τέτοιας λογής (δηλαδή κλέφτη) παίδευσις = τιμωρία(;)",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 124. Ο μύθος του γαϊδάρου και του αλόγου,"Η άρνηση ενός αλόγου να βοηθήσει τον εξαντλημένο γάιδαρο κουβαλώντας λίγο από το φορτίο του έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του τελευταίου και τη μεταφορά όλων των πραγμάτων, μαζί με το (γδαρμένο) τομάρι του ψόφιου ζώου, στο άλογο. Σύμφωνα με το επιμύθιο, η ιστορία μάς διδάσκει ότι οι δυνατοί οφείλουν να βοηθούν τους αδύναμους προκειμένου να τους το ανταποδίδει η ζωή. 124. Μύθος γαδάρου και αλόγου Γάδαρος κι ένα άλογον αντάμα επηγαίναν, μαζί με τον αφέντη τους οι δύο διαβαίναν. Την στράταν όπου πήγαινε, σαν ήτον φορτωμένος, ο γάδαρος εγίνηκε ’κ το βάρος κουρασμένος. Στο άλογον εγύρισεν, είπε: «Βοήθησέ με, από το βάρος έπαρε, τώρα λυπήθησέ με.» Το άλογον δεν άκουσεν κι ιδέτε τι παθαίνει: ο γάδαρος εκεί ψοφά, στον τόπον ανεμένει. Τότε λοιπόν αφέντης του τα ρούχα έβαλέν τα απάνω εις το άλογον, όλα εφόρτωσέν τα, και το πετσί του που έγδαρε είχε του το φορτώσει. Πολλά εκείνο βόιζε, σαν είχε το σηκώσει· έλεγε: «Με το δίκαιον να τιμωρούμαι πρέπει, άλλος να σωφρονίζεται, το δίκαιον να βλέπει.» Επιμύθιον Ο μύθος λέγει: όποτε γίνεται <η> βοήθεια ακ τους μεγάλους στους μικρούς, περνούσι με προμήθεια.","αντάμα = μαζί (επίρρ.) ’κ = από [πρόθ. εκ ή ακ, εδώ δηλ. αιτία] βόιζε, = έβγαζε ήχο/φωνή σαν = μόλις, όταν (σύνδ.) ακ = από (εδώ δηλ. το ποιητικό αίτιο) προμήθεια. = πρόνοια, βοήθεια",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 137. Ο μύθος του λύκου,"Ένας πεινασμένος λύκος καταλήγει σε μια κατοικημένη περιοχή, όπου ακούει μια γριά να τον επικαλείται για να πάρει ένα παιδάκι που κλαίει ακατάπαυστα. Πεπεισμένος για την αλήθεια των λόγων της, ο λύκος καραδοκεί έξω από το σπίτι ώς το βράδυ· τότε ακούει τη γερόντισσα να καλοπιάνει το παιδί, λέγοντάς του ότι θα δείρει και θα διώξει τον λύκο, ο οποίος τελικά αποχωρεί απογοητευμένος και περίσσια πεινασμένος. Το επιμύθιο κατακρίνει όσους παίρνουν πίσω τα λόγια και τις υποσχέσεις τους. 137. Μύθος λύκου Λύκος επεριπάτειε περίσσια πεινασμένος κι εις ένα τόπον στάθηκε, σαν ήταν λιμασμένος. Ήκουσε κι έκλαιγε παιδί και γραία που ’χε κράζει: «Ω λύκε, έπαρ’ το παιδί, γιατί πολλά φωνάζει!» Ο λύκος τον εφάνηκεν αλήθειαν ελάλειε, και τον θεόν εδέετον, πολλά επαρακάλειε. Τον εαυτόν του έλεγε: «Τώρα το θέλω φάγει, και σαν χορτάσω εύμορφα, ύστερα θέλω πάγει.» Ώραν πολλήν επάντεξε, δεν ήκουσε να κλαίγει, μόνο την γραίαν ήκουσε πάλε οπού ’χε λέγει: «Αν έλθ’ ο λύκος, τέκνον μου, εδώ στο σπίτι τώρα, δέρνω τον και διώχνω τον, να πάγει στην κακή ώρα.» Τότε ο λύκος απ’ εκεί φεύγοντας είχε λέγει: «Πρέπει μέ τον ταλαίπωρον πασάνας να με κλαίγει, που ’λθα εδώ που λέγουσιν άλλα και κάμνουν άλλα· στο σπίτι όπου ήλθα ’γώ λεν ψέματα μεγάλα.» Επιμύθιον Ο μύθος λέγει πως τινές τους λόγους τους χαλνούσι, εύκολα τους γυρίζουσι και τους αλησμονούσι.","περίσσια = υπερβολικά, πάρα πολύ (επίρρ.) λιμασμένος. = πεινασμένος, ταλαίπωρος γραία = γριά πολλά = πολύ (επίρρ.) τον εφάνηκεν αλήθειαν ελάλειε, = του φάνηκε ότι (η γριά) έλεγε την αλήθεια το θέλω φάγει, = θα το φάω (θέλω + απρμφ. ως μέλλοντας) επάντεξε, = περίμενε [(α)παντέχω] πασάνας = καθένας (αντων.) τινές = κάποιοι (αντων.) χαλνούσι, = αλλάζουν",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Αισώπου Μύθοι του Γεώργιου Αιτωλού: 142. Ο μύθος της ελιάς και του καλαμιού,"Μια ελιά χλευάζει ένα καλάμι για τη (φαινομενική) αδυναμία και ανημποριά του. Όταν οι δεήσεις του καλαμιού εισακούονται και φυσάει πολύ δυνατός αέρας, το υπεροπτικό δέντρο ξεριζώνεται λόγω του βάρους και της ακαμψίας του, ενώ το καλάμι σώζεται χάρη στην ευλυγισία του. Το επιμύθιο τονίζει ότι η σιωπηλή σύνεση των αδύναμων συχνά υπερισχύει της αλαζονείας των δυνατών. 142. Μύθος ελαίας και καλαμίου Μία ελαία μάλωνε με το καλάμι αντάμα, το έλεγεν αδύνατον και αχαμνόν ’ναι πράμα· όταν φυσήσ’ ο άνεμος, κλίνει με ευκολία και αχαμνόν ευρίσκεται κι έχει αύτην την αιτία. Εκείνο εσιώπαινε, τίποτες δεν ελάλειε, μόν’ τον θεόν εδέετον, πολλά επαρακάλειε, διά να ποίσει άνεμον, και τότε να γρικήσει το τι αξίζει η ελιά κι η εδική της φύση. Έτσι λοιπόν εγίνηκε άνεμος με την βία και το καλάμι έκλινε και γλίτωσε γιαμία, και η ελαία που ’τανε μεγάλη τότ’ εχάθη εξεριζώθη εύκολα κι έπαθε τέτοια πάθη. Επιμύθιον Πολλάκις είναι γνωστικοί μικροί που δεν λαλούσι, παρά κεινούς που είν’ τρανοί και θεν να πολεμούσι.","αντάμα, = μαζί (επίρρ.) αχαμνόν = αδύναμο, άρρωστο [επίθ. αχαμνός] ελάλειε, = είπε, μίλησε γρικήσει = καταλάβει [(α)γρικώ] με την βία = με σπουδή, βιαστικά γιαμία, = διαμιάς, αμέσως (επίρρ.) Πολλάκις = πολλές φορές, συχνά (επίρρ.) πολεμούσι. = μαλώνουν/φιλονικούν(;)",,Αισώπου Μύθοι,"Νούκιος Ανδρόνικος, Αιτωλός Γεώργιος" Abstract,"Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος για την άλωση της Πόλης. Διασώθηκε ανώνυμο, ενώ ο χρόνος της συγγραφής του τοποθετείται μετά το 1453. Είναι γραμμένο σε 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και σε γλώσσα απλή, όμως με κάποιους αρχαϊσμούς και ιδιωματικά στοιχεία.",,,Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης,Ανώνυμος Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης (θρήνος),"Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος για την άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς. Αποτελείται από 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και είναι γραμμένο σε κοινή απλή γλώσσα, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν ορισμένοι αρχαϊσμοί αλλά και κάποια ιδιωματικά στοιχεία κυπριακής προέλευσης. Εικάζεται, λοιπόν, ότι το ποίημα γράφτηκε στην Κύπρο ή ότι ο συγγραφέας του, που πρέπει να έζησε τα γεγονότα της Άλωσης, ήταν Κύπριος. Η σύνταξή του τοποθετείται αμέσως μετά την πτώση της Πόλης, την οποία και περιγράφει. Στο ποίημα παρουσιάζεται αρχικά η είδηση της Άλωσης (στ. 1-56), η οποία μεταδίδεται μέσα από τον διάλογο που πραγματοποιείται ανάμεσα σε ένα καράβι και ένα κάτεργο. Έπειτα τονίζεται ο ρόλος του τελευταίου αυτοκράτορα και στη συνέχεια (στ. 57-88) ο ποιητής θρηνεί για τις λεηλασίες που συνέβησαν στη Βασιλεύουσα. Ακολουθεί (στ. 89-118) η ανάμνηση του πρότερου κάλλους της, στο οποίο συνέβαλαν ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιανός. ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΛΗΣ Θρήνος, κλαυμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη, θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις. Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλην τὴν ἁγία, τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους. Τίς τό ’πεν; Τίς τὸ μήνυσε; Πότέ ’λθεν τὸ μαντάτο; Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το: —«Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;» —«Ἔρκομαι ἀκ τ’ ἀνάθεμα ǀ κ’ ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος, ἀκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἀκ τὴν ἀνεμοζάλην· ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην. Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμμὲ μαντάτα φέρνω κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα: Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ήρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην, ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανούς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν». —«Στάσου, καράβι, νὰ χαρῆς, πάλι νὰ σὲ ρωτήσω: Ἐκεῖ ’λαχε ὁ βασιλεύς, ὁ κύρης Κωνσταντῖνος, ὁ φρένιμος, ὁ δυνατός, ὁ περισσὰ ἀνδρειωμένος, ὁ πράγος, ὁ καλόλογος, ἡ φήμη τῶν Ρωμαίων;» —«Εκεῖ ’λαχεν ὁ Δράγασης ὁ κακομοιρασμένος. Σὰν εἶδεν τ’ ἄνομα σκυλιὰ κ’ ἐχάλασαν τοὺς τοίχους κ’ ἐτρέξασιν κ’ ἐμπήκασιν πεζοὶ καὶ καβαλλάροι κ’ ἐκόπταν τοὺς χριστιανοὺς ὡς χόρτο στὸ λιβάδιν, βαριὰ-βαριὰ ’ναστέναξεν μετὰ κλαυθμοῦ ǀ καὶ εἶπε: «Ἐλέησον! πράγμα τὸ θωροῦν τὰ δολερὰ μου μάτια! Πῶς ἔχω μάτια καὶ θωρῶ! Πῶς ἔχω φῶς καὶ βλέπω! Πῶς ἔχω νοῦν καὶ πορπατῶ στὸν ἄτυχον τὸν κόσμον! Θωρῶ, οἱ Τοῦρκοι ’νέβησαν εἰς τὴν ἁγίαν Πόλην καὶ τῶρα ἀφανίζουσιν ἐμὲν καὶ τὸν λαόν μου». Ἐβίγλισεν ὁ ταπεινὸς δεξιὰ καὶ ἀριστερά του· θωρεῖ, φεύγουν οἱ Κρητικοί, φεύγουν οἱ Γενουβῆσοι· φεύγουσιν οἱ Βενέτικοι κ’ ἐκεῖνος ἀπομένει. Ἐλάλησεν ὁ ταπεινὸς μὲ τὰ καμένα χείλη: —«Ἐσεῖς, παιδιά μου, φεύγετε, πᾶτε νὰ γλυτωθῆτε· κ’ ἐμέναν ποῦ μ’ ἀφήνετε, τὸν κακομοιρασμένο; Ἀφήνετέ με στὰ σκυλιὰ κ’ εἰς τοῦ θεριοῦ τὸ στόμα. Κόψετε τὸ κεφάλιν μου, χριστιανοὶ Ρωμαῖοι· ἐπάρετέ το, Κρητικοί, βαστᾶτε το στὴν Κρήτην νὰ τὸ ἰδοῦν οἱ Κρητικοί, νὰ καρδιοπονέσουν, νὰ δείρουσι τὰ στήθη τους, νὰ χύσουν μαῦρα δάκρυα καὶ νὰ μὲ μακαρίσουσιν ǀ ὅτι οὕλους τοὺς ἀγάπουν· μηδὲν μὲ πιάσουν τὰ σκυλιά, μηδὲν μὲ κυριεύσουν· (ὅτι ἀνελεήμονα τῶν ἀσεβῶν τὰ σπλάχνα) μηδὲν μὲ πᾶν στὸν ἀμιρά, τὸ σκύλον Μαχουμέτην, μὲ τὸ θλιμμένον πρόσωπον, μὲ τὰ θλιμμένα μάτια, μὲ τὴν τρεμούραν τὴν πολλήν, μὲ τὰ καμένα χείλη· καὶ θέση πόδαν ἄτακτο εἰς τὸν ἐμὸν αὐχένα· (εἰς βασιλέως τράχηλον δὲν πρέπει ποὺς ἀνόμου) μὴ μὲ ρωτήσ’ ὁ ἄνομος, νὰ πῆ: «Ποῦ ’ν’ ὁ Θεός σου;», νὰ ρίση ὁ σκύλος τὰ σκυλιὰ νὰ μὲ κακολογήσουν, νὰ παίξουσιν τὸ στέμμα μου, νὰ βρίσουν τὴν τιμήν μου∙ ἀπὴν μὲ βασανίσουσιν καὶ τυραννίσουσίν με, νὰ κόψουν τὸ κεφάλιν μου, νὰ μπήξουν εἰς κοντάριν, νὰ σκίσουν τὴν καρδία μου, νὰ φᾶν τὰ σωτικά μου, ǀ νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ αἷμα μου, νὰ βάψουν τὰ σπατιά τους καὶ νὰ καυχοῦντ’ οἱ ἄνομοι εἰς τὴν ἀπώλειάν μου». Ἥλιε μου, ἀνάτειλε παντοῦ, σ’ οὗλον τὸν κόσμον φέγγε κ’ ἔκτεινε τὰς ἀκτῖνας σου σ’ ὅλην τὴν οἰκουμένη κ’ εἰς τὴν Κωσταντινόπολην, τὴν πρώην φουμισμένην καὶ τώρα τὴν Τουρκόπολην, δὲν πρέπει πιὸ νὰ φέγγης. Ἀλλ’ οὐδὲ τὰς ἀκτῖνας σου πρέπει ἐκεῖ νὰ στέλλης νὰ βλέπουν τ’ ἄνομα σκυλιὰ τὲς ἀνομιές νὰ κάμνουν, νὰ ποίσου στάβλους ἐκκλησιές, νὰ καίουν τὰς εἰκόνας, νὰ σχίζουν, νὰ καταπατοῦν τὰ ’λόχρουσα βαγγέλια, νὰ καθυβρίζουν τοὺς σταυρούς, νὰ τοὺς κατατσακίζουν, νὰ παίρνουσιν τ’ ἀσήμια τους καὶ τὰ μαργαριτάρια καὶ τῶν ἁγίων τὰ λείψανα τὰ μοσχομυρισμένα νὰ καίουν, ν’ ἀφανίζουσιν, στὴν θάλασσα νὰ ρίπτουν, νὰ παίρνουν | τὰ λιθάρια των καὶ τὴν εὐκόσμησίν των καὶ στ’ ἅγια δισκοπότηρα κοῦπες κρασὶ νὰ πίνουν. Ἄρχοντες, ἀρκοντόπουλοι, ἀρχόντισσες μεγάλες, εὐγενικὲς καὶ φρένιμες, ἀκριβαναθρεμμένες, ἀνέγλυτες πανεύφημες, ὕπανδρες καὶ χηράδες καὶ καλογριὲς εὐγενικές, παρθένες, ἡγουμένες (Ἄνεμος δὲν τοὺς ἔδιδε, ἥλιος οὐκ ἔβλεπέν τες, ἐψάλλαν, ἐνεγνώθασι εἰς τ’ ἅγια μοναστήρια) ἡρπάγησαν ἀνηλεῶς ὡς καταδικασμένες! Πῶς νὰ τὲς πάρουν στὴν Τουρκιά, σκλάβες νὰ πουληθοῦσιν καὶ νὰ τὲς διασκορπίσουσιν Ἀνατολήν καὶ Δύσην! Γυμνὲς καὶ ἀνυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες, νὰ βλέπουν βούδια, πρόβατα, ἄλογα καὶ βουβάλια, παπίτσες, χῆνες καὶ ἕτερα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . | καὶ τὸ βραδὺ νὰ μένουσιν με τοὺς μουσουλουμάνους καὶ νὰ τὲς μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια νὰ γεννοῦσιν, μουσουλουμάνοι νὰ γενοῦ καὶ σκύλοι ματοπίνοι, νὰ πολεμοῦν χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀφανίζουν! Μὴν τὸ πομένης, οὐρανέ, καὶ, γῆ, μὴν τὸ βαστάξης· ἥλιε, σκότασε τὸ φῶς, σελήνη, μὲν τοὺς δώσης. Εἴπω καὶ τίποτε μικρὸν ἀλληγορίας λόγον: Ἥλιον τάξε νοητὸν τὸν Μέγαν Κωνσταντῖνο· σελήνη ἐπονόμασε τὴν νέαν του τὴν Πόλην. Μὴ σοῦ φανῆ παράξενο τοῦτον ἀποὺ σοῦ λέγω: κόσμο μέγαν τὸν ἄνθρωπον Θεὸς ἐπονομάζει, ὃν ἔθετο εἰς τὸν μικρὸν κόσμον, τὴν πάσα κτίση. Αὐτὸς λοιπὸν ἐκόσμησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὴν Πόλην τὴν ἐξάκουστην, ἣν βλέπεις καὶ ἀκούεις, καθὼς τὴν κλῆσιν ἔλαβεν καὶ τὴν ἐπωνυμίαν· Ὁμοίως Οὐστινιανὸς | ἐκόσμησεν μεγάλως, ἔκτισεν τὴν Ἁγιὰν Σοφιά, τὸ θέαμαν τὸ μέγα· παραπλησίον γέγονε Σιὼν τῆς παναγίας. Ἐκεῖνοι ἦσαν ἥλιος κ’ ἡ Πόλη ’ν’ ἡ σελήνη. (Xωρὶς ἡλίου πούποτε σελήνη οὐδὲν λάμπει). Ἐκεῖνοι γὰρ οἱ βασιλεῖς, οἱ εὐσεβεῖς, οἱ θεῖοι, ἕλαμπον, ἐφωτίζασιν τὴν παναγίαν Πόλην, τὴν Δύσην, τὴν Ἀνατολήν, ὅλην τὴν οἰκουμένην. Ὅταν εἰς νοῦν ἀθυμηθῶ τῆς Πόλεως τὰ κάλλη, στενάζω καὶ οδύρομαι καὶ τύπτω εἰς τὸ στῆθος, κλαίω καὶ χύνω δάκρυα μεθ’ οἰμωγῆς καὶ μόχθου. Ὁ κόσμος τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς, τὰ πέπλα της Τραπέζας τῆς παναγίας, τῆς σεπτῆς, τὰ καθιερωμένα τὰ σκεύη τὰ πανάγια καὶ ποῦ νὰ καταντήσαν; Ἆρα ἔβλεπεν ὁ ἄγγελος, ὡς ἦτον τεταγμένος, ὅστις καὶ ἔταξεν ποτὲ τοῦ πάλαι νεανίσκου; Εἶπεν | γὰρ «οὐκ ἐξέρχομαι ἕως ὅτου νὰ ἔλθης». Ὁ νεανίας ἔρχεται, ὁ ἄγγελος ἀπῆλθεν· οὐχὶ ἐκεῖνος ὁ ποτὲ παίδας τῶν ἐκτητόρων, ἀλλ’ ἄλλος παίδας ἔφθασε, πρόδρομος Ἀντιχρίστου, καὶ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι πλέον οὐ βοηθοῦσι.","κλαυμὸς = κλάμα, θρήνος ὀδυρμὸς = κλάμα γοερό, θρήνος ἀπαραμύθητος = που δεν βρίσκει παρηγοριά, απαρηγόρητη (επίθ.) τὸ θάρρος = την ελπίδα, την παρηγοριά ἀπαντοχήν = ελπίδα μήνυσε = ανήγγειλε, ανακοίνωσε [μηνώ] κάτεργον = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Κάτεργα του Μεσαίωνα [πηγή: Wikimedia Commons] πλοίο με πανιά και κουπιά, γαλέρα ὑπάντησε = συνάντησε ἀναρωτᾶ = ρωτά επίμονα, με ενδιαφέρον [αναρωτώ] ἔρκεσαι = έρχεσαι (κυπρ. τύπος) ἀκ = από [κυπρ. τύπος αντί εκ (πρόθ.)] ἀνάθεμα = τόπος αναθεματισμένος, εκεί όπου έγινε το ανάθεμα βαρὺν = πυκνό, έντονο [επίθ. βαρύς] ἀστραποχάλαζην = αστραπή με χαλάζι, μεγάλη συμφορά ἀνεμοζάλην· = καταιγίδα, αναστάτωση ἀπὲ = από (κυπρ. τύπος) ἀστραποκαμένην. = που την έκαψε κεραυνός, κατεστραμμένη γομάριν = φορτίο (εδώ πλοίου) [το γομάριν] ἀμμὲ = αλλά (σύνδ.) δολωμένα = που φέρνουν συμφορά, θλιβερά ὅτε = όταν (αρχαϊκός τύπος) ἀπώλεσαν = αφάνισαν, σκότωσαν [απολλαίνω και απολλύω] πανταχόθεν = παντού (επίρρ.) ’λαχε = έτυχε να βρίσκεται κύρης = ευγενής, αυτοκράτορας φρένιμος = συνετός, φρόνιμος (κυπρ. τύπος) περισσὰ = πάρα πολύ (επίρρ., κυπρ. τύπος) πράγος = πράος, ήρεμος (επίθ.) καλόλογος = ευπροσήγορος, ευμενής (επίθ.) ἡ φήμη τῶν Ρωμαίων = το καύχημα των Βυζαντινών κακομοιρασμένος = κακόμοιρος, άτυχος Σὰν = όταν (ως σύνδ. χρον.) σκυλιὰ = άπιστους, μουσουλμάνους κ’ = συχνά στα κείμενα της εποχής το παρατακτικό και χρησιμοποιείται με τη σημασία «ότι» ή «που» τοίχους = τα τείχη καβαλλάροι = καβαλάρηδες, έφιπποι βαριὰ-βαριὰ = με στενοχώρια (επίρρ.) Ἐλέησον! = έλεος (κυπρ. τύπος) πράγμα τὸ θωροῦν = πράγμα που βλέπουν δολερὰ = δόλια, ταλαίπωρα (κυπρ. τύπος) ’νέβησαν = μπήκαν (κυπρ. τύπος) Ἐβίγλισεν = παρατήρησε, κοίταξε Γενουβῆσοι = Γενουάτες Βενέτικοι = Βενετοί Ἐλάλησεν = μίλησε καμένα = πικραμένα, θλιμμένα (κυπρ. τύπος) κακομοιρασμένο = δυστυχισμένο, κακόμοιρο θεριοῦ = άγριου ζώου, θηρίου (εδώ μεταφ.) βαστᾶτε = έχετε μαζί σας, κρατήστε [β΄ πληθ. προστ. αορ. του βαστώ] καρδιοπονέσουν = συμπονέσουν, θλιβούν υπερβολικά δείρουσι = χτυπήσουν (πρβλ. τα ιδιωματικά στηθοδέρνομαι/στηθοκρούγομαι: χτυπιέμαι στο στήθος από τη λύπη) μακαρίσουσιν = μνημονεύσουν (για νεκρό) ὅτι = διότι, επειδή οὕλους = όλους μηδὲν = δηλώνει απευχή κυριεύσουν = αιχμαλωτίσουν ἀνελεήμονα = άσπλαχνα, ανελέητα σπλάχνα) = ψυχική διάθεση, καρδιά ἀμιρά = μουσουλμάνο στρατηγό, αρχηγό, ηγεμόνα τρεμούραν = τρομάρα (κυπρ. τύπος) θέση πόδαν = βάλει πόδι ἄτακτο = θρασύ, αναιδή δὲν πρέπει ποὺς ἀνόμου = δεν ταιριάζει πόδι άπιστου/μη χριστιανού ρίση = διατάξει [ορίζω] κακολογήσουν = εξυβρίσουν παίξουσιν = χλευάσουν, περιγελάσουν (κυπρ. τύπος) ἀπὴν = αφού τυραννίσουσίν = βασανίσουν (κυπρ. τύπος) σωτικά = σωθικά (κυπρ. τύπος) σπατιά = σπαθιά (ίσως πρόκειται για φωνητική απλοποίηση, πρβλ. κυπριακό καρτιά: η καρδιά) καυχοῦντ’ = καμαρώνουν, περηφανεύονται ἔκτεινε = άπλωσε (προστακτική) κ’ = αλλά φουμισμένην = φημισμένη πρέπει = ταιριάζει, επιτρέπεται πιὸ = πλέον (κυπρ. τύπος) ἄνομα = που δεν δέχονται τον νόμο του Χριστού νὰ ποίσου στάβλους ἐκκλησιές = τις εκκλησίες να τις κάνουν στάβλους βαγγέλια = λειτουργικά βιβλία που περιέχουν τα Ευαγγέλια ή περικοπές τους κατατσακίζουν = θρυμματίζουν μοσχομυρισμένα = ευωδιαστά λιθάρια = πολύτιμους λίθους εὐκόσμησίν = στολίδια ἀρκοντόπουλοι = αρχοντόπουλα (κυπρ. τύπος) ἀκριβαναθρεμμένες = αναθρεμμένες με φροντίδα [επίθ. ακριβαναθρεμμένος] ἀνέγλυτες = παρθένες, απάντρευτες πανεύφημες = που έχουν πολύ καλή φήμη ὕπανδρες = παντρεμένες παρθένες = (νεαρές) δόκιμες μοναχές ἡγουμένες = προϊσταμένες μονής ἔδιδε = χτυπούσε, φώτιζε ἐνεγνώθασι = διάβαζαν [αναγνώθω ή ανεγνώθω (κυπρ. τύπος)] ἀνηλεῶς = χωρίς έλεος (επίρρ.) καταδικασμένες! = κατάδικες ἀνυπόλυτες = ξυπόλυτες (κυπρ. τύπος) δαρμένες = χτυπημένες, βασανισμένες βλέπουν = προσέχουν βούδια = βόδια (κυπρ. τύπος) βουβάλια = πιθανόν εδώ κάθε ζώο που ιππεύεται παπίτσες = μικρές πάπιες βραδὺ = βράδυ (κυπρ. τύπος) μαγαρίζουσιν = μιαίνουν (εδώ σεξουαλικά) μπαστάρδια = νόθα παιδιά ματοπίνοι = αιμοδιψείς, αιμοβόροι πομένης = υπομένεις σκότασε = σκότισε, κάνε σκοτεινό (β΄ εν. προστ.) μὲν = μην (κυπρ. τύπος) δώσης = φωτίσεις (εδώ) Εἴπω = να πω, θα πω ἀλληγορίας λόγον = παρομοίωση, μεταφορά, συμβολισμό τάξε = θεώρησε (προστ.) νοητὸν = φανταστικό, υποθετικό, ιδεατό κόσμο = κόσμημα, στολίδι ὃν = τον οποίο [αναφορ. αντων. ος] ἔθετο = τοποθέτησε [τίθεμαι] πάσα κτίση = κάθε δημιουργία, οικουμένη ἣν = την οποία κλῆσιν = κάλεσμα ἔλαβεν = δέχτηκε ἐπωνυμίαν = ονομασία, φήμη ἐκόσμησεν = στόλισε μεγάλως = υπερβολικά (επίρρ.) παραπλησίον γέγονε = πλησίασε, έγινε εφάμιλλη Σιὼν = Ιερουσαλήμ παναγίας = ιερότατης (προκ. για πόλη) [επίθ. πανάγιος] ’ν’ = είναι πούποτε = πουθενά (κυπρ. τύπος) θεῖοι = θρήσκοι, ευσεβείς, άγιοι [επίθ. θείος] Ὅταν εἰς νοῦν ἀθυμηθῶ = φέρω στο μυαλό, θυμηθώ [αθυμούμαι (κυπρ. τύπος)] τύπτω = χτυπώ μεθ’ = με (πρόθ. μετά + γενική) οἰμωγῆς = ολοφυρμό, θρηνώδη κραυγή, οδυρμό μόχθου = θλίψη τὰ πέπλα της Τραπέζας = τα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας σεπτῆς = σεβαστής, σεβάσμιας [επίθ. σεπτός] καθιερωμένα = αγιασμένα καὶ ποῦ νὰ = πού άραγε (το και είναι επιτατικό) ὡς ἦτον τεταγμένος = καθώς του είχε παραγγελθεί ὅστις = ο οποίος (αναφορ. αντων.) ἔταξεν = υποσχέθηκε ποτὲ = κάποτε, άλλοτε (επίρρ.) νεανίσκου = νεαρού άντρα ἐξέρχομαι = βγαίνω, αποχωρώ (από αξίωμα) ἀπῆλθεν = προχώρησε, αποχώρησε, έφυγε [γ΄ εν. οριστ. αορ. β΄του απέρχομαι] παίδας = γιος, νέος ἐκτητόρων = ιδρυτών, χτιστών πρόδρομος = προπορευόμενος, αυτός του οποίου η εμφάνιση προαναγγέλλει την εμφάνιση άλλου",,Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης,Ανώνυμος Abstract,"Με τον τίτλο Άνθη ευλαβείας κυκλοφόρησε στα 1708 μια συλλογή ελληνικών, λατινικών και ιταλικών ποιημάτων —ανάμεσά τους και τρία πεζά κείμενα— των μαθητών της Φλαγγινείου σχολής της Βενετίας, «εις δόξαν της Θεομητορικής Μεταστάσεως» και αφιερωμένη στον (χορηγό της;) Μελέτιο Τυπάλδο, μαθητή και δάσκαλο της σχολής και κατόπιν μητροπολίτη Φιλαδελφείας. Με εμφανείς τις επιδράσεις της ελληνικής, αρχαίας και δημώδους, καθώς και της λατινικής και ιταλικής γλώσσας και γραμματείας, τα ποιήματα αυτά δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν, παρά την τεχνική τους αρτιότητα, το επίπεδο των μαθητικών γυμνασμάτων.",,,Άνθη ευλαβείας,Συλλογικό "Ι. Βούλγαρης, Εις τον πανιερώτατον και σοφώτατον ημών δεσπότην Μελέτιον Τυπάλδον","Εἰς τὸν Πανιερῶτατον καὶ Σοφώτατον ἡμῶν Δεσπότην ΜΕΛΕΤΙΟΝ ΤΥΠΑΛΔΟΝ Μητροπολίτην Φιλαδελφείας, Ἆσμα λυρικόν, μὲ τὸ ὁποῖον ἐπαινᾶται ὡς ἔμψυχος καὶ πνευματοκίνητος λύρα, κατὰ τὴν ἐναρμόνιον τάξιν, ὁποὺ εἰς τὸν κόσμον εὑρίσκεται. Ποιὸς μ’ ἀνάγκες γλυκιὲς τόσης φιλίας συνέσφιγξε τὴν φύσιν; Ποιὸς ἔδεσε τὴν κτίσιν ἀντάμα μὲ δεσμοὺς μιᾶς συμφωνίας; Ὢ πόσην μελωδίαν ἀκούω· καὶ ἐγὼ πῶς ἀποκάμνω; Γιατί βαθιὰ τοὺς λογισμοὺς δὲν λάμνω, στοῦ Κτίστου τὴν σοφίαν; Δὲ βλέπεις, ὀκνηρὴ Μοῦσα, πῶς ἅφτει στὰ κτίσματ’ ὅλα μάχη; Μὰ πῶς μπορεῖ νὰ λάχει εἰς πόλεμον σκληρὸν πάντα ν’ ἀστράφτει ἡ ἁπαλὴ εἰρήνη; Γιατί ποτὲ τὴν γῆν δὲν ἀφανίζει ἡ φλόγα, ποὺ στὰ σπλάγχνα της καπνίζει, ἀμ’ ἡσυχίαν δίνει; Θωρεῖς, θωρεῖς πολλὴν διαφωνίαν εἰς τάξιν εὐφωνίας; Εἶν’ ἔργον τῆς σοφίας, ὁ κόσμος νὰ γενεῖ μιὰ ἀρμονία. Νά π’ ἅπλωσε λυμένην τὴν θάλασσαν κι αὐτὴ τὴν γῆν φοβᾶται κι ὅταν κοντὰ μὲ ταραχὴν ὁρμᾶται, χαϊδεύει την καὶ μένει. Στοχάσου πῶς ἐμάλαξε μ’ ἀέρα τὸ καῦμα τῆς φωτίας καὶ ἔχουσι φιλίας τὰ δύο στοιχειὰ ὁμοῦ εἰς τὸν αἰθέρα. Νοᾶς τὴν συμφωνίαν, ὁποὺ στὸν κόσμον εἶναι σὰν εἰς λύραν; Ἐδῶ δὲν κυβερνᾶ ἡ τυφλὴ μοίρα, μὰ παίζει ἡ σοφία. Παίζει σοφά· κι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τοῦτο νὰ μιμηθεῖ γυρεύει καὶ μουσικὴν ἰχνεύει σοφὸς γιὰ νὰ φανεῖ μὲ τέτοιον πλοῦτον. Μὰ τοῦτον ἐδανείσθη ἀπὸ τὴν γῆν, ποὺ τέτοια μέλη ραίνει καὶ ἀπ’ αὐτὴν μ’ ἄλλην φωνὴν μαθαίνει νὰ ἐπαινᾶ τὸν Κτίστην. Τὸν ἐπαινᾶς καὶ Σύ, Τυπάλδε μέγα, ποὺ μουσικῆς τὰ κάλλη τοῦ κόσμου εἰς τὴν ζάλη τρυγᾶς, μὰ μουσικῆς, ὁποὺ τὸν μέγαν Θεὸν μὲ ψαλμωδίαν ἀγγελικὴν παντοτινὰ δοξάζει, καὶ σὲ ἀληθινὰ ἐγκωμιάζει μὲ τέτοιαν μελωδίαν. Κιθάρα εἶσαι Σύ, ἔμψυχος λύρα, ὅπου τὸ θεῖον πνεῦμα μὲ τὸ χρυσόν του ρεῦμα στὴν πλάκα τῆς καρδιᾶς, ποὺ δὲν εἶν’ στεῖρα, γράφει οὐράνιον νόμον μιᾶς μουσικῆς, ποὺ τὸν Θεὸν εὐφραίνει, ψάλλοντάς την ἐσὺ κι εἶναι γραμμένη σοφίας εἰς τὸν τόμον. Μὲ τούτην θαυμαστὰ ἐσὺ ὑψώνεις βαρύσαρκον καρδίαν μ’ ἄυλον πολιτείαν κι ἔξω τῆς γῆς τὴν ἁρμονίαν σηκώνεις καὶ τὸν Θεὸν ἁρπάζεις ν’ ἀκούει, νὰ παινᾶ τὴν συμφωνίαν, ποὺ μὲ πλῆκτρον ψυχῆς χύνεις μὲ βίαν, τὰ πάθη σὰν δαμάζεις. Ἔτσι μὲ τὸν Θεόν, καθὼς τυχαίνει, ἑνώνεις τὴν καρδίαν καὶ μ’ ἄλλην ἁρμονίαν μὲ λόγου τ’ ὁ Θεὸς ἐσένα δένει. Μὰ ποῦ, μὰ ποῦ μ’ ἐπῆραν τόσον βαθιὰ οἱ λογισμοί, ποὺ κρυαίνουν; Τυπάλδε, εἰς ἐμὲ οἱ χορδὲς μένουν κι ἐβράχνιασεν ἡ λύρα. Ἰωάννης Βούλγαρης Κερκυραῖος Ἀρχιδιάκονος Φιλαδελφείας","λάμνω, = κωπηλατώ ἅφτει = ανάβει λάχει = τυχαίνει, συμβαίνει καῦμα = κάψιμο, υπερβολική ζέστη",,Άνθη ευλαβείας,Συλλογικό "Φρ. Κολομπής, Εις την Μετάστασιν της Πανάγνου","Εἰς τὴν Μετάστασιν τῆς ΠΑΝΑΓΝΟΥ Ὠδάριον, τὸ παρ’ Ἰταλοῖς λεγόμενον ΣΟΝΕΤΟ Σὰν εἰς ἅρμα λαμπρόν, στὰ χρυσωμένα τῶν Ἀγγέλων φτερά, ἐπέτα ἡ θεία μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτον ὅλα τὰ κάλλη μαζωμένα. Τοῦτα βλέπουσ’ ἡ Γῆ μὲ πικραμένα μάτια, μὲ στεναγμούς, εἶπε: Μαρία, ποῦ μ’ ἀφήνεις ἐδῶ στὴν ἐρημίαν; ἢ πῶς νὰ ζήσω γὼ χωρὶς ἐσένα. Εἶναι πολεμικὸς νόμος νὰ σέρνει πίσω τ’ ὁ νικητὴς τοὺς νικημένους, ὅταν θριαμβικὴν δόξαν λαβαίνει. Καὶ μὲ καὶ τοὺς υἱούς μου ὑποκειμένους ἔκαμες Μαριάμ, λοιπὸν τυχαίνει νὰ μᾶς σύρεις αὐτοῦ γλυκιὰ δεμένους. Φραγκίσκος Κολομπὴς Ἱεροδιάκονος ἐκ Κεφαλληνίας",,,Άνθη ευλαβείας,Συλλογικό "Αντώνιος Στρατηγός, Ότι ο θάνατος της Θεομήτορος [...]","Ὅτι ὁ θάνατος τῆς ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ Ἐστάθη ἡ θεϊκὴ ἀγάπη· ἕτερον Ὠδάριον, αἰνιττόμενον εἰς τὸ ρητὸν ἐκεῖνο τῆς θείας Γραφῆς, ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη. Εἶχε λάμψ’ ἡ αὐγή, εἰς τὴν ὁποίαν ὥρισεν ὁ Θεὸς ν’ ἀποσηκώσει στ’ ἄστρα ἀπὸ τὸν κόσμον τὴν Μαρίαν κι ὡς Κυρὰν τοῦ παντὸς νὰ στεφανώσει. Ἀπείκασεν εὐθὺς νεῦσιν τὴν θείαν ὁ ἔρωτας· γοργὰ ὅθεν νὰ σώσει χρυσόπτερος πετᾶ στὴν Παναγίαν καὶ θάνατον γλυκὺν αὐτῆς νὰ δώσει. Τότ’ εὐλαβὴς βέλος χρυσὸν τεντώνει καὶ κείνην τὴν καρδιὰν τὴν ἀναμμένην μὲ φλόγες θεϊκὲς γλυκιὰ πληγώνει. Ἂν ἡ κόρη νεκρὰ ἔτσ’ ἀπομένει, τοῦτο τὸν νοῦν τινὸς ἂς μὴ θολώνει, γιατὶ πόθον θανὴ δὲν ὑπερβαίνει. Ἀντώνιος Στρατηγὸς Ἀναγνώστης Κερκυραῖος","Ἀπείκασεν = αντιλήφθηκε, κατάλαβε νεῦσιν = θέληση/έμπνευση ὅθεν = έτσι ώστε, για να σώσει = τελειώσει, ολοκληρώσει",,Άνθη ευλαβείας,Συλλογικό "[ανυπόγραφο], Εις την Ελλάδα","Εἰς τὴν ΕΛΛΑΔΑ Ἕτερον Ὠδάριον Στὴν σκιὰν ἑνὸς δένδρου ὕπνον κειμένος ἀνέπνεον βαθύν, μὰ μὲ καρδίαν περίλυπον, γιατὶ τὴν εὐτυχίαν τῆς Ἑλλάδος στὸν νοῦν μου εἶχα καὶ σθένος. Ὅταν μίαν φωνὴν ἔτσ’ ὑπνωμένος, σήκω, ξύπνα, γροικῶ· τί ἀθυμία, τί ὕπνος εἶν’ αὐτός; ποιὰν δυστυχίαν ἔχεις καὶ κείτεσ’ ἔτσι τεθλιμμένος. Ξυπνῶ καὶ βλέπω εὐθὺς ἄνω νὰ μένει ἡ ἴδια ἡ Ἀθηνᾶ μὲ παρρησίαν, κι ἔτσι ἀπὸ ψηλὰ μοῦ συντυχαίνει. Τῆς Ἑλλάδος τῆς πρὶν τὴν εὐδοξίαν χρόνος τινὰς ποτὲ δὲν τὴν μαραίνει, γιατὶ ἀμάραντος εἶναι ἡ σοφία.","ἀθυμία, = έλλειψη προθυμίας, ακεφιά",,Άνθη ευλαβείας,Συλλογικό "Ανδρέας Μυιάρης Αθηναίος, Εις την ένδοξον Μετάβασιν της υπεραγίας Θεοτόκου","Εἰς τὴν ἔνδοξον Μετάβασιν τῆς Ὑπεραγίας ΘΕΟΤΟΚΟΥ Παίγνιον ποιητικόν, καμωμένον κατὰ μίμησιν τοῦ σοφοῦ Ἀνακρέοντος Ὅταν ἡ αὐγὴ ἀρχίζει τὸν κόσμον νὰ φωτίζει, ἐβγῆκ’ ἀπὸ τὴν χώραν εὐθὺς τὴν πρώτην ὥραν. Τότε περιπατώντας κι ἐδῶ κι ἐκεῖ θωρώντας τῆς γῆς τὲς εὐπρεπεῖες κι ὅλες τὲς εὐμορφίες, ἔφθασα σὲ λιβάδι, ποὺ ἦτον χωρὶς ψεγάδι. Ἐκεῖ ’γὼ κοπιασμένος, περίσσια φλογισμένος, στὸν ἴσκιον στὴν δροσάδα πάνω σὲ πρασινάδα, ἐκάθισα λιγάκι κοντὰ σὲ κρύο νεράκι. Μόνον ἀκούω ἀξάφνω εἰς τὸν ἀέρ’ ἀπάνω κρότους καὶ συμφωνίες καὶ τέτοιες μελωδίες, ποῦ ἀντιλάλειε ἡ φύσις μὲ τέρψιν κι ὅλ’ ἡ κτίσις. Εὐθὺς τὸν νοῦν μ’ ὑψώνω, τὰ μάτια μου σηκώνω καὶ βλέπω λαμπρυσμένην ἀπάνω θρονισμένην μιὰν Κόρην εἰσὲ ἅρμα, ποὺ ἦτον τερπνὸν θαῦμα. Νὰ ἰδεῖ τινὰς τὰ κάλλη τὴν δόξαν τὴν μεγάλη, ποὺ εἶχεν ὡς Κυρία μ’ ἄπειρην ἐξουσία, ἤθελε ἰδεῖ τὸν ἥλιον καὶ κύκλον ἄστρων χίλιων νὰ τὴν χρυσοστολίζουν καὶ νὰ τὴν ὡραΐζουν· τὰ πλήθη τῶν Ἀγγέλων ὁμοῦ καὶ Ἀρχαγγέλων νὰ τὴν περικυκλοῦσι, νὰ τὴν ὑπηρετοῦσι μὲ σέβας καὶ μὲ τρόμον ὡς Δέσποιναν στὸν κόσμον. Τότε ἕνας εἰς ἐμένα πετᾶ μὲ χρυσωμένα φτερὰ καὶ μοῦ φωνάζει: Τί στέκεις καὶ θαυμάζεις; αὐτὴ ποὺ ἀναβαίνει τόσον δεδοξασμένη στοὺς οὐρανούς, στὰ ἄνω γιὰ νὰ χαρεῖ κεῖ πάνω, αὐτή ’ναι ἡ ἁγία, ἡ Πάναγνος Μαρία. Λοιπὸν τί στέκεις; σύρε, εἰπὲ τὸ ὅ,τι εἶδες γλήγορα εἰς τοὺς ἄλλους μικρούς τε καὶ μεγάλους, νὰ μάθουνε καὶ κεῖνοι νὰ λάβουν εὐφροσύνην. Ἐγὼ δ’ ἀκούων ταῦτα, ἐκίνησα τρεχάτα καὶ μ’ ὅλων τερπνὸν θαῦμα ἐκήρυξα τὸ πράγμα. Ἀνδρέας Μυιάρης Ἀθηναῖος",εὐπρεπεῖες = ομορφιές,,Άνθη ευλαβείας,Συλλογικό "Λαυρέντιος Βενέριος Κρητικός, Εις έναν άμουσον, όπου ελόγιαζε να ψάλλει εύμορφα","Εἰς ἕναν ἄμουσον, ὁποὺ ἐλόγιαζε νὰ ψάλλει εὔμορφα Ἀσμάτιον ἑνδεκασύλλαβον Ὢ μελωδία φωνῆς· ὢ πῶς βαβίζει ὁ λάρυγγας καλά, πῶς μολυβώνει κι ἐρεύγεται φωνήν· ὢ νὰ ζεῖς, σώνει. Κάποιες φορὲς κι ὁ κύκνος κορακίζει. Κύκνος εἶσαι καὶ σύ, μὰ σ’ ἐξορίαν, ὁπόταν ψαλμωδεῖς, πέμπεις ἀνθρώπους. Ἄμε, νὰ ζεῖς, μακράν, ἄλλαξε τόπους. Οἱ κύκνοι κατοικοῦν τὴν ἐρημίαν. Τούτων καὶ τὴν φωνὴν μόν’ οἱ ψαράδες ἀκοούσι συχνά, μὰ σὺ τὴν χώραν, ἀδελφέ μ’, ἐρημώνεις πᾶσαν ὥραν. Πάντα θνήσκει τινάς, λέγουν οἱ γρῃάδες, ἂν ψάλλ’ εἰς γειτονιὰν νυκτὸς ὁ κόραξ, μὰ ἂν σὺ ψάλλεις, ψοφᾶ ὁ νυκτικόραξ. Λαυρέντιος Βενέριος Κρητικός",βαβίζει = γαβγίζει,,Άνθη ευλαβείας,Συλλογικό Abstract,"Το δημοφιλέστατο Άνθος των χαρίτων, το οποίο γνώρισε ευρύτατη διάδοση σε χειρόγραφη και έντυπη μορφή, αποτελεί ανώνυμη μετάφραση του περιώνυμου ιταλικού έργου Fior(e) di virtù του 14ου αιώνα. Πρόκειται για ένα αφηγηματικού χαρακτήρα ανθολόγιο με ηθικοδιδακτικούς στόχους, η βενετική έκδοση του οποίου στα 1529 αποτελεί και την πρώτη εμφάνιση έντυπου πεζού κειμένου της δημώδους νεοελληνικής γραμματείας.",,,Άνθος των χαρίτων,Ανώνυμος Εισαγωγή και Χάρη της αγάπης (κεφ. α΄),"Το απόσπασμα που ακολουθεί περιλαμβάνει τον πρόλογο/εισαγωγή στο έργο και το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο είναι αφιερωμένο στη χάρη της αγάπης. Εγώ έποικα ώσπερ εκείνον οπού έναι εις ένα μέγα λιβάδιν έμορφον, ανθισμένον και μαζώνει τες κορυφές των πλέον ομορφοτέρων βοτάνων διά να ποιήσει ένα στεφάνιν. Ούτως και εγώ εγύρευσα και εμάζωξα κι εσύναξα από τα βιβλία οπού λέγουν διά τες χάριτες και ελαττώματα. Και θέτω και αποδείχνω την χάρην και ορθώνω την με τες γραφές των φρονίμων και με την θείαν Γραφήν. Και με ταύτα βάνω το ελάττωμα το εναντίον της χάριτος. Και μοιράζω τούτο το βιβλίον εις κεφάλαια ορθωμένα, διά πλέον σύντομον και γοργότερον, είτι θελήσεις να εύρεις και να μάθεις το τίποτες της μιας χάριτος. Διά τούτο θέλω ετούτο το μικρόν μου ποίημα να το λέγουν Άνθος χαρίτων. Και, αν τύχει τίποτες πταίσιμον, είμαι βέβαιος να έναι εις την συνείδησην εκεινού οπού το αναγινώσκει και εγώ έως τώρα πέφτω εις την παίδευσήν τους και αφήνω το πταίσιμόν μου. Χάρην της αγάπης. Κεφάλαιον α΄ Αγάπη, καληθέλησις και χαροποιότητα έναι ώσπερ ένα πράγμα, ως καθώς το δείχνει και ο φρα Τομάσος εις το βιβλίον του. Και γενησίμενον τίποτες ένι το πρώτον της αγάπης, ήγουν εις εγνωριμίαν. Ως καθώς το λέγει κι ο άγιος Αυγουστίνος, ότι ουδείς ημπορεί να αγαπήσει κανένα πράγμα ή κανέναν άνθρωπον, εάν πρότερον αν δεν έχει εγνωριμίαν μετ’ αύτον. Και ετούτο γίνεται από πέντε καθολικά του κορμίου, ήγουν εις θεωρίαν οφθαλμού, εις ακοήν ωτίων, εις όσφρησην ρινών, εις γεύσιν στομάτων, εις ψηλάφησην χειρών. Και ταύτα είναι η εγνωριμία το πρώτον της αγάπης. Και το πλέον γίνεται από τους οφθαλμούς, ως καθώς το εξηγείται και ο φιλόσοφος. Ότι η πρώτη όρεξις των ανθρώπων αρχίζει από την τοιαύτην αιτίαν, ήγουν την εγνωριμίαν. Και ταύτα αλλάσσει το ενθυμητικόν και έρχεται εις όρεξιν και ορμίζει μία επιθυμία της καρδίας και επιθυμεί να έχει το πράγμα οπού ορέγεται. Και ετούτη η επιθυμία γίνεται από μίαν ελπίδα, ότι ελπίζει να έχει εκείνο οπού ορέγεται. Και ετούτο έναι η χάρις της αγάπης και η ρίζα αυτής κι έναι και θεμέλιον μέγα εις όλες τες χάριτες, ως καθώς γράφει και ο φιλόσοφος. Και ο φρα Τομάσος αποδείχνει ότι καμίαν χάρην ουκ ημπορεί να έναι χωρίς αγάπην και όλες έχουν αρχήν απ’ αύτην. Και όποιος θέλει να ποιήσει την χάρην από το ελάττωμα, ας ιδεί εκείνο οπού θέλει να ποιήσει, εάν ορμίζει από την χάρην της αγάπης ή όχι, και εις αυτό θέλεις εγνωρίσει αλήθειαν. Και ετούτο ημπορεί να ιδεί ο καθεείς οπού έναι φρόνιμος εις την γνώσην να εβλέπει καλά τα ίδια της χάριτος και του ελαττώματος.","ορθώνω = τεκμηριώνω ορθωμένα = ταξινομημένα πέντε καθολικά = οι πέντε αισθήσεις ορμίζει = ξεκινά, προέρχεται ίδια = χαρακτηριστικά, ιδιότητες",,Άνθος των χαρίτων,Ανώνυμος Χάρη της χαράς (κεφ. γ΄),"Ακολουθεί το τρίτο κεφάλαιο του έργου, αφιερωμένο στη χάρη της χαράς. Χάρην της χαράς. Κεφάλαιον γ΄ Η χαρά, οπού είν’ τίποτε της αγάπης κατά τον Πρισίαμον, έναι ανάπαυσις και στεργάμενη της ψυχής, διά να χαίρεται από κάποιαν όρεξην, ως καθώς πρέπει. Ο Ιησούς είπεν: Η ζωή του ανθρώπου έναι η χαρά της καρδίας. Και, οπού χαίρεται περίσσα και εις πράγματα οπού δεν πρέπουν, ουκ έναι χαρά, αμή έναι ελάττωμα.","στεργάμενη = ικανοποίηση, ευχαρίστηση",,Άνθος των χαρίτων,Ανώνυμος Ελάττωμα της λύπης (κεφ. δ΄),"Ακολουθεί το τέταρτο κεφάλαιο, αφιερωμένο στο ελάττωμα της λύπης. Ελάττωμα της λύπης. Κεφάλαιον δ΄ Λύπη, οπού είν’ ελάττωμαν και εναντίον της χαράς, ως καθώς και ο Μακρόμπιος είπεν, έναι εις πράγματα τρία: Το πρώτον έναι όταν ο άνθρωπος λυπείται από τίποτες πράγμα πλεότερον παρά οπού πρέπει· και ετούτη λογάται καθαρή λύπη. Το δεύτερον έναι όταν ο άνθρωπος ούτε κάμνει ούτε λέγει ούτε σκοπά κανέναν πράγμα, αμή στέκει ώσπερ έναν νεκρόν· και αυτό το λέγουν οκνείαν και έναι πολλά μέγα ελάττωμα. Το τρίτον έναι ότι διά κανένα ελάττωμα ο άνθρωπος σκοπίζει πολλά· και αυτό έναι ελάττωμα της κακής καρδίας. Και έναι εις χίλιες αφορμές, ως καθώς λέγει ο Ιπποκράτης, και έναι κλωνάριν της λωλίας. Και από την λύπην έρχεται το ελάττωμα της δεσπεραροσύνης, οπού έναι το μεγαλύτερον κρίμα εις τον κόσμον, καθώς ο προφήτης λέγει. Και ημπορεί να ομοιάσεις την λύπην εις τον κόρακαν, διότι, όποταν εβλέπει τα πουλία του ότι γένουνται άσπρα, λοιπόν λυπείται τόσον, ότι μισεύει και αφήνει τα, διότι ου πιστεύει ότι είναι εδικά του, διατί δεν είναι μαύρα ώσπερ εκείνον. Και δεν του αρέσουν, εωσού να ποιήσουν μαύρα πτερά. Και μέσα εις τούτο ζουν με την δροσίαν του ουρανού. Ακόμη λυπείται πλέον όταν χάσει τα πουλία του παρού άλλον όρνεον. Ο Χριστός είπεν: Κάλλιος έναι ο θάνατος παρά την λυπημένην ζωήν. Ο Πλάτων είπεν: Μηδέν δώσεις λύπην εις την ψυχήν σου, αμή εξέβαλέ την όσον ημπορείς, διότι πολλοί απέθαναν και δεν έναι κανένα διάφορον εις αύτο. Ακόμη: Ώσπερ δοκιμάζουν το ασήμι και το χρυσάφι εις την φωτίαν, ούτως δοκιμάζουνται και οι άνθρωποι εις τους πειρασμούς. Ο Πλάτων είπεν: Ο άνθρωπος ο φρόνιμος δεν πρέπει να λυπείται διά καμίαν αφορμήν. Ο Σωκράτης είπεν: Οπού δεν λυπείται από τα πράγματα τα χαϊμένα, η καρδία του αναπεύεται και η γνώσις φωτίζεται.","σκοπά = σκέφτεται, αναλογίζεται οκνείαν = οκνηρία σκοπίζει = σκέφτεται, αναλογίζεται λωλίας = ανοησίας δεσπεραροσύνης = απελπισίας παρού = από διάφορον = κέρδος, ωφέλεια",,Άνθος των χαρίτων,Ανώνυμος Χάρη της παιδεύσεως (κεφ. ια΄),"Ακολουθεί το ενδέκατο κεφάλαιο, αφιερωμένο στη χάρη της παιδεύσεως. Χάρην της παιδεύσεως. Κεφάλαιον ια΄ Παίδευσις έναι, κατά τον φρόνιμον, έναι εναντίον τίποτες της αγάπης, να παιδεύεις άλλον μετρημένα με έργον ή με λόγον ως πρέπει. Και εκείνος οπού δεν έχει μέτρον να παιδεύει, εύκολα εξηβαίνει από την χάρην της παιδεύσεως και η παίδευσις έναι εις το ελάττωμα της ανελεημοσύνης. Ο Σολομών είπεν: Η μωρία έναι δεμένη εις την καρδίαν του παιδίου, αμή η εντροπή πνίγει την μωρίαν. Και ο άνθρωπος αν το δείρει με ένα λουρί, ουδέν αποθνήσκει, αμή μάλλον παιδεύεται. Και ημπορεί να ομοιάσεις την χάρην της παιδεύσεως εις τον λύκον, διότι όταν υπάγει πούπετα διά να κλέψει, και αν κτυπήσει το ποδάριν του, ήγουν θέλοντα διά να το παιδεύσει διά να μηδέν κάμει άλλη φοράν έκτυπον. Ο Σολομών είπεν: Είτις παιδεύει άλλον, μεγαλύτερην χάρην ακαρτερεί κοντά του. Ο Σένακας είπεν: Ο άνθρωπος ο φρόνιμος από αλλουνού ελάττωμαν παιδεύει τον εμαυτόν του. Ακόμη: Αν αγαπάς τον φίλον σου, παίδευέ τον κρυφίως. Ο Σολομών είπεν: Η παίδευσις αρέσει, εάν αληθινή είν’ η κατηγορία. Ο Διογένης είπεν: Οπού θέλει να έναι ηγαπημένος από τον φίλον του, ας τον παιδεύει κρυφίως. Ότι η γλυκεία παίδευσις η κρυφή προξενεί αγάπην, και η φανερή προξενεί χολήν. Ο Κάτων είπεν: Εάν παιδεύεις τινάν και αυτός δεν θέλει την παίδευσήν σου, εάν ένι ακριβός σου φίλος, μηδέν τον αφήσεις να μηδέν τον παιδεύσεις. Ο Πλάτων είπεν: Έβλεπε μη παιδεύεις τον φίλον σου ομπρός εις άλλους ή όταν έναι μανιωμένος.","πούπετα = κάπου έκτυπον = θόρυβο μανιωμένος = οργισμένος",,Άνθος των χαρίτων,Ανώνυμος Χάρη της παιδεύσεως συνέχεια (κεφ. ια΄),"Ακολουθεί η συνέχεια του ενδέκατου κεφαλαίου, σχετικά με τη χάρη της παιδεύσεως. Διά την παίδευσην γράφει εις το <Πα>λαιόν ότι: Ήτον είς και επαρέγγειλέν του πολλές φορές ο Μωυσής να αφήσει τον λαόν του Θεού να στέκεται εις ειρήνην, οπού τους είχεν διά σκλάβους του, και εκείνος να γυρίσει εις αύτον. Και εσφίχθη τόσον η καρδία του, ότι ουδέν ηθέλησε να τους αφήσει. Και ο Θεός, θέλοντα διά να τον παιδεύσει, διά να γυρίσει προς αύτον, έστειλέν του από τες οργές αυτού. Και η πρώτη οργή ήτον αίμα. Η δεύτερη ήτον πλήθος βαθράκων. Η τρίτη ήτον μύγες πλήθος από πάσας γενεάς. Η τετάρτη ήτον κούνουπες και εσκέπασαν την γην. Και η πέμπτη ήτον χαλάζι, και εκατάλυσεν όλα τα δένδρη. Και η έκτη ήτον θανατικόν των ζώων των πρωτοτόκων. Και η εβδόμη ήτον σκότος ψηλαφητόν, ότι ουδείς εθεώρει είς του άλλου. Και η ογδόη ήτον ακρίς, και κατέφαγεν πάντα τον καρπόν της γης. Η ενάτη ήτον θάνατος εις όλα τα πρωτότοκα παιδία της Αιγύπτου. Και, ουκ ήθελεν παιδευθήναι απ’ ετούτες, ο Θεός έστειλεν μίαν παίδευσιν. Και αυτή ήτον η δεκάτη, το οποίον απέθανεν ατός του με τον λαόν του όλον. Και αυτός ήτον ο φαραώς οπού εδίωκεν τον λαόν του Θεού.",βαθράκων = βατραχιών,,Άνθος των χαρίτων,Ανώνυμος Χάρη της ορθότητος και Ελάττωμα της φαλσίας (κεφ. ιζ΄ και ιη΄),"Ακολουθούν τα κεφάλαια δεκαεπτά και δεκαοκτώ, στα οποία παρουσιάζονται αντιθετικά η χάρη της ορθότητος και το ελάττωμα της φαλσίας. Χάρην της ορθότητος. Κεφάλαιον ιζ΄ Ορθότητα έναι, ως καθώς ο Τερέντσιος είπεν, έναι ότι να έχεις καθαρήν και άξιαν πίστην και να μηδέν δείχνεις ένα δι’ άλλον. Και ημπορεί να ομοιάσεις την ορθότητα εις τους γερανούς, οπού έχουν ένα βασιλέα και όλοι τον δουλεύουν ορθά παρά κανέναν πράγμα. Ότι την νύκτα εκείνην, οπού κοιμούνται, και βάνουν τον βασιλέα εις την μέσην τους και έτεροι στέκουν το γύρο. Και τότε βάνουν άλλους δύο και κάμνουν βίγλαν, διότι να μηδέν κοιμηθούν. Στέκουν με το ένα ποδάριν εις την γην, και το έτερον σηκώνει το απάνω, και βάνει μέσα εις το ποδάριν του λιθάρι, ο τρόπος ότι, αν αποκοιμηθεί, πέφτει το λιθάρι και κτυπά. Και ετούτο έναι από την πολλήν ορθότητα οπού έχουν ομού, και διά να μηδέν αφαλίσουν τον βασιλέα και την επίλοιπον συντροφία οπού στέκουν εις το θάρρος εκείνου. Ο Σεδεκίας είπεν: Οπού χάσει την πίστην του, πλέο τίποτες ουκ έχει να χάσει. Ο Σολομών είπεν: Πολλοί άνθρωποι εισίν †σιγανοί †, αμή ορθοί ολίγοι ευρίσκονται. Ο Σωκράτης είπεν: Ας είσαι ορθός εις εκείνον οπού σου ενεμπιστεύεται και ας είσαι βέβαιος να έχεις καλόν τέλος. Ο ’Βενάλες είπεν διά την πραγματείαν του κόσμου τούτου: Άλλος τα δοξάζει και άλλος τα κατεργίζει, έξω από δύο πράγματα, ήγουν την ορθότητα και την αλήθειαν, οι πάντες όλοι τα δοξάζουν. Διά την ορθότητα αναγινώσκουν εις τες Ιστορίες της Ρώμης: Ως ήτουν πιασμένος ο βασιλεύς Μάρκος από τους Καρταζινέους, οπού είχαν μάχην με τους Ρωμάνους, έστειλάν τον εις την Ρώμην αποκρισάρην, διά ν’ αλλάξουν τους πιασμένους οπού είχαν οι Ρωμάνοι από τους Καρταζινέους. Και, ποιούντα την βουλήν εις το παλάτιν της Ρώμης, εσηκώθη ο βασιλεύς Μάρκος οπού ήτον πιασμένος από τους Καρταζινέους και είπεν: «Εγώ βουλεύω σας να μηδέν ποίσετε άλλαξην, επειδή οι Ρωμάνοι οπού είναι εις την Καρταζέναν πιασμένοι, είναι όλοι μικροί άνθρωποι και όλοι γέροντες και αδιαφόρετοι. Και εκείνοι της Καρταζένας οπού είναι πιασμένοι εις την Ρώμην εισίν όλοι από τους μεγαλυτέρους ανθρώπους της Καρταζένας και εισίν όλοι νέοι και χρήσιμοι και καλοί εις προθυμίαν της μάχης». Και ωσάν επήραν την βουλήν, όλοι εστάθησαν εις τον λόγον του. Και εκείνος, διά να μηδέν τσακίσει την πίστην, εγύρισεν εις την φυλακήν εις την Καρταζέναν, ως καθώς έταξεν. Ελάττωμα της φαλσίας. Κεφάλαιον ιη΄ Φαλσία, οπού έναι εναντίον ελάττωμα της ορθότητος, έναι κατά τον Νόμον να ειπείς ένα και να κάμεις άλλο και να δείχνεις καρδίαν να γελάσεις άλλον διά τίποτες πράγμα. Δημηγερσία έναι να δημηγερτέψεις άλλον οπού ενεμπιστεύεται εισέ σένα. Πονηρία έναι να έχεις κακόν σκοπόν και να σκοπείς κακόν σκοπόν εις την ψυχήν σου, διά να ποιήσεις πονηρίαν, και εξεβαίνει η ’ποψία. Ο φρα Τομάσος είπεν: ’Ποψία έναι διά να σκοπάς τίποτες κακόν δι’ άλλον διά τίποτες ανάξιον λογισμόν. Και γίνεται η εποψία από αφορμές τέσσαρες: Το πρώτον ο άνθρωπος έναι ώσπερ εκείνον. Το δεύτερον έναι ότι εις εκείνον οπού έχει ο άνθρωπος υποψίαν έναι συνηθισμένος να πράττει κακόν. Το τρίτον έναι διατί ο άνθρωπος θέλει κακόν άλλου, διά τούτο πιστεύει εύχολα κακόν δι’ αυτόν. Το τέταρτον έναι διά πολλά πράγματα οπού εδοκίμασεν. Και έναι διαφωνία από υποψίαν εις ζηλείαν. Υποψία έναι διότι να σκοπάς τίποτες ανάξιον κακόν δι’ άλλον, και έναι ελάττωμα. Ζηλεία έναι διά να φοβείται ο άνθρωπος οπού αγαπάς να μηδέν ποίσει τίποτες κακόν οπού να έναι διά ατιμίαν του και ζηλείαν. Αλήθεια είναι δύο γενεές ζηλείες: η μία έναι ελάττωμα και η ετέρα ουχί. Και ημπορεί να ομοιάσεις την φαλσία εις την αλουπού, ότι, όταν πεινάσει και δεν εύρει τίποτες να φάγει, πέφτει εις τον κάμπον και στέκεται εξαπλωμένη, τα ποδάρια της ώσπερ να ήτον ψόφια, και εξηβάζει την γλώτταν της έξω ωσάν ψόφια. Και τα πουλία υπάν το γύρο της, θαρρούν ότι ψόφια έναι. Και εκείνη, όταν ιδεί ότι εθάρρευσαν απάνω της, και αυτή αρπάζει και πιάνει όσα σώσει. Και έχει και άλλες πολλές φαλσίες, το οποίον αφήνω τα διά την μακρολογίαν.","βίγλαν = σκοπιά αφαλίσουν = προδώσουν σιγανοί = ήρεμοι, ήσυχοι κατεργίζει = βρίζει αποκρισάρην = απεσταλμένο άλλαξην = ανταλλαγή μικροί = ασήμαντοι αδιαφόρετοι = άχρηστοι μεγαλυτέρους = σημαντικότερους, με υψηλή κοινωνική θέση φαλσίας = δολιότητας, απάτης σκοπάς = σκέφτεσαι, αναλογίζεσαι σώσει = προλάβει",,Άνθος των χαρίτων,Ανώνυμος Χάρη της ευνουχείας και Ελάττωμα της πορνείας (κεφ. λγ΄ και λδ΄),"Ακολουθούν τα κεφάλαια τριάντα τρία και τριάντα τέσσερα, στα οποία παρουσιάζονται αντιθετικά η χάρη της ευνουχείας και το ελάττωμα της πορνείας. Χάρην της ευνουχείας. Κεφάλαιον λγ΄ Ευνουχεία έναι, ως καθώς είπεν ο Τούλιος, έναι μία χάρις, το οποίον δικαιολογημένα σαλιβώνει το ελάττωμα της πορνείας. Και ημπορεί να ομοιάσεις την χάρην της ευνουχείας εις το τρυγόνιν, το οποίον ουδέν αλησμονεί τον σύντροφόν του. Και, αν τύχει και αποθάνει ένα από τα δύο, το έτερον πάντα φυλάττει ευνουχεία και ποτέ ου βρίσκει άλλον σύντροφον. Και πάντοτε κάμνει μοναξήν ζωήν και ποτέ ουδέν πίνει νερό καθάριον, ούτε εις χλωρόν δένδρον καθίζει. Ο άγιος Ιερώνυμος είπεν διά την χάρην της ευνουχείας: Σωστή έναι η χάρις της ευνουχείας, ότι εύκολα καταλύεται οπού δεν σαλιβώνει τους οφθαλμούς, την γλώτταν και την καρδίαν. Εις το Βιβλίον του Ελαττώματος λέγει ότι: Οπού ουδέν φυλάττει άξια την ευνουχείαν εις το ελάττωμάν του, τυχαίνει να προσέχει πρώτα πράγματα έξι: Το πρώτον έναι από το φαγί το περίσσιον, ότι εις το Πατερικόν λέγει ότι, ώσπερ έναι δυνατόν να σβέσει τον λαμπρόν της ιστίας να έναι εις τα άχυρα, ούτως έναι δυνατόν να χαλινώσεις την πυράν της ορέξεως της πορνείας, έσοντα το κορμί χορτασμένον. Το δεύτερον έναι να φεύγεις την οκνείαν· ο ’Βίδιος είπεν: Φεύγε την οκνείαν και την πορνείαν να σβέσεις. Το τρίτον έναι ότι να προσέχει ο άνδρας και η γυναίκα να μηδέν συνηθούν αντάμα, διότι, να εβλέπουν να μη αμαρτέψουν πλέο πράγμα έναι παρά νεκρόν να αναστήσεις. Το τέταρτον έναι να προσέχεις από τες ρουφιάνες και από ανθρώπους οπού αναγκάζουν εις την πορνείαν· ο άγιος Γρηγόριος είπεν: Ουκ έναι κανένα ελάττωμα και ούτως εύχολα να τσακίζει την σάρκα ωσάν η πορνεία, διότι έναι ελάττωμα της φύσης, διά τούτο τυχαίνει να έχει προσοχήν πλέο παρά τα άλλα ελαττώματα. Το πέμπτον έναι να μηδέν στέκεις εκεί οπού έναι το ελάττωμα της πορνείας ή όπου το ποιούν ή όπου το ’φηγούνται· ο άγιος Σιλβέστρος είπεν: Το ελάττωμα της πορνείας έναι καμωμένον ώσπερ και την μαϊμού, οπού θέλει να ποιήσει ό,τι βλέπει και είτι πολεμούν άλλοι. Το έκτον έναι ότι να προσέχεις να μηδέν ακούεις τραγούδια, χορούς και παιγνίδια· ο Πυθαγόρας είπεν: Τα χλωρά χόρτα γένονται αποκάτω του νερού και η πορνεία γεννάται από την ακοήν τραγούδια, χορούς και παιγνίδια. Διά την χάρην της ευνουχείας λέγει εις το Πατερικόν ότι: Μία καλογραία, οπού ήτον εις μοναστήριον οπού ήτανε οι καλογρές, εις την χώραν όπου ήτον, ο βασιλεύς ηγάπησεν την καλογραία. Και, ως την εζήτησεν πολλές φορές διά να ποίσει το θέλημα του αφεντός εκείνου, και η καλογραία ποσώς δεν ηθέλησεν. Και μίαν ημέραν εκίνησεν ατός του ο αφέντης με μανία πολλή και εδιέβη εις το μοναστήριον των καλογραίων και εξέβαλεν αυτήν έξω του μοναστηρίου στανέο, διά να την υπάγει εις το παλάτιν του. Της ώρας εκείνης, εβλέποντα η καλογραία ότι ουδέν την αφήνει να ζητήσει ελεημοσύνην ούτε παρακάλεσιν ότι να μηδέν πάρει την παρθενίαν της, διότι ήτον υποταμένη του Χριστού, και, αν του αρέσει, να την αφήσει εις το μοναστήριον, να δουλεύει του Θεού, εκείνη ερώτησεν τον βασιλέα: «Διατί το έκαμες εις εμένα πλέο παρά τας άλλας καλογραίας του μοναστηρίου;». Οπού ήσαν άλλες ομορφότερες απ’ αύτην. Και ο βασιλεύς αποκρίθην και είπεν: «Εγώ ορέγομαι τους οφθαλμούς σου οπού είναι ούτως έμορφοι». Και ευθύς η καλογραία είπεν: «Επειδή είσαι ούτως ηγαπημένος εις τους οφθαλμούς μου, να σε αφήσω να χορτάσεις όσον χρήζεις. Άφησ’ με λοιπόν πρώτον να απέλθω εις το κελίον μου, διά καμπόσα ρούχα οπού έχω». Και ο αφέντης της ώρας όρισεν και άφηκάν την. Και αυτή εδιέβη εις το κελίον της και εξέβαλεν τους οφθαλμούς αυτής τους δύο. Και εμήνυσεν η καλογραία του αφεντός και είπεν: «Επειδή εσύ είσαι ούτως ηγαπημένος εις τους οφθαλμούς τούς εμούς, λάβε τους και ποίησε είτι σου αρέσει!». Όμως δε της ώρας εδιέβη ο αφέντης πολλά μανιωμένος, και η καλογραία εφύλαξεν την παρθενίαν της. Και ηθέλησε κάλλιον να χάσει τα ομμάτιά της παρά την παρθενίαν της, ως καθώς λέγε το ευαγγέλιον του Χριστού. Ελάττωμα της πορνείας. Κεφάλαιον λδ΄ Πορνεία, οπού έναι εναντίον ελάττωμα της ευνουχείας, έναι, ως καθώς διηγείται εις το Βιβλίον του Ελαττώματος, έναι εις τέσσαρα τίποτες: Το πρώτον έναι πορνεία, όταν ο άνδρας και η γυναίκα ουδέν εισίν πανδρεμένοι και πέφτουν ομού. Το δεύτερον έναι ότι να θελήσει να συνηθά ο άνδρας και η γυναίκα αυτού έξω από την φύσην. Το τρίτον έναι όταν είς συγγενής πέφτει με την συγγενάδα του. Το τέταρτον έναι η αμαρτία οπού ποιούν εναντίον της φύσης, το οποίον δεν έναι διά να το ειπούμεν, τόσον έναι παράλογον της αμαρτίας ετούτης. Ο άγιος Ιερώνυμος είπεν: Δύσκολον έναι εις τον πλούτον διά να φυλάξει τινάς ευνουχεία. Ο άγιος Γρηγόριος είπεν: Η πορνεία χωνεύει το κορμίν, μαγαρίζει την ψυχήν, παίρνει τες χάριτες, κλέπτει το καλόν όνομα, πταίει τον άνθρωπον και δολώνει τον Θεόν. Διά το ελάττωμα της πορνείας προξενάται η δουλοσύνη. Ως καθώς είπεν ο Τούλιος, εκείνος μη κρίνει άλλους οπού είναι από κάτω εις πορνείαν. Μάλλον τον κρένω πλέον δούλον παρά τους δούλους μου τους αγορασμένους. Και ημπορεί να ομοιάσεις την πορνείαν εις την νυκτερίδα, οπού έναι το πλέο πορνικόν πράγμα του κόσμου. Ότι από την περίσσιαν όρεξην οπού έχει εις τούτο, ουδέν φυλάγει καμίαν φυσικήν όρεξην και ορδινίαν εις την φωλέαν του ως καθώς ποιούν τα έτερα πράγματα, αμή αρσενικόν με αρσενικόν και θηλυκόν με το θηλυκόν, ως καθώς ευρίσκουνται, εσμίγουν ομού. Ο άγιος Μπερνάρδος είπεν: Ουδέ σ’ ένα αμάρτημα χαίρεται ο διάβολος τόσον παρά εις την πορνείαν. Και η αφορμή έναι αύτη: Διότι εκείνος ημπορεί να ποιήσει τες άλλες όλες αμαρτίες εξού εκείνην. Διά τούτο να εύρεις <ουκ> αραιά ότι οι πλέο άνθρωποι αμαρτεύουν εις το ελάττωμα της πορνείας.","ευνουχείας = αγνότητας σαλιβώνει = συγκρατεί, χαλιναγωγεί ομοιάσεις = παρομοιάσεις μοναξήν = μοναχική ιστίας = φωτιάς χαλινώσεις = συγκρατήσεις φεύγεις = αποφεύγεις οκνείαν· = οκνηρία συνηθούν = επαναλαμβάνουν την ερωτική πράξη ρουφιάνες = τις προαγωγούς στανέο = με το ζόρι μανιωμένος = οργισμένος πέφτουν = συνουσιάζονται έξω από την φύσην = παρά φύση η αμαρτία οπού ποιούν εναντίον της φύσης = η αμαρτία που κάνουν παρά φύση πταίει = προκαλεί κακό, προσβάλλει δολώνει = στενοχωρεί ορδινίαν = τάξη, κανόνα εξού = εκτός",,Άνθος των χαρίτων,Ανώνυμος Abstract,"Γραμμένος είτε στο πρώτο είτε στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, αλλά τυπωμένος για πρώτη φορά στη Βενετία το 1509, γνώρισε αλλεπάλληλες ανατυπώσεις και έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα του νέου ελληνισμού, τουλάχιστον για τους επόμενους τρεις αιώνες. Ο Απόκοπος του Μπεργαδή περιγράφει μια ονειρική κάθοδο στον άλλο κόσμο και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της πρώιμης Αναγέννησης στην κρητική λογοτεχνία. Είναι συνθεμένος σε βυζαντινή δημώδη γλώσσα με πολλά στοιχεία του κρητικού ιδιώματος και στις βενετικές εκδόσεις αποτελείται από 556 ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ωστόσο το τελευταίο τμήμα του γενικά θεωρείται νόθο.",,,Απόκοπος,Μπεργαδής Η ονειρική καταδίωξη ενός ελαφιού και η απροσδόκητη επίσκεψη στον Κάτω Κόσμο (στ. 3-66),"Ο ήρωας/αφηγητής/ποιητής, καταβεβλημένος από κούραση, κοιμάται και ονειρεύεται ότι κυνηγά μια ελαφίνα. Ξαφνικά την χάνει από τα μάτια του και καταλήγει σε έναν πανέμορφο τόπο, που οι καλλονές του τον μαγεύουν. Θέλγεται από ένα μελίσσι, το οποίο βρίσκεται στην κορυφή ενός δέντρου, ανεβαίνει πάνω και γεύεται το μέλι με απληστία. Όμως, εκτός από την επίθεση των μελισσών, διαπιστώνει ότι τις ρίζες του δέντρου ροκανίζουν δύο ποντικοί, με αποτέλεσμα αυτό να πέσει και να βρεθεί ξαφνικά στο στόμα ενός δράκοντα που αποτελεί μια υπόγεια είσοδο. Mιὰν ἀπὸ κόπου ἐνύσταξα, νὰ κοιμηθῶ ἐθυμήθην· ἔθεκα στὸ κλινάρι μου κ’ ὕπνον ἀποκοιμήθην. Ἐφάνιστή μου κ’ ἔτρεχα ’ς λιβάδιν ὡραιωμένον, φαρὶν ἐκαβαλλίκευγα σελλοχαλινωμένον· κ’ εἶχα στὴν ζῶσιν μου σπαθίν, στὴν χέρα μου κοντάριν, ζωσμένος ἤμουν ἄρματα, σαγίττες καὶ δοξάριν· κ’ ἐφάνη με ὁκ’ ἐδίωχνα μὲ θράσος ἐλαφίνα· ὧρες ἐκοντοστένετον καὶ ὧρες μὲ βιὰν ἐκίνα. Πουρνὸν τοῦ τρέχειν ἤρχισα τάχα νὰ βάλω χέρα κ’ ἔτρεχα ὥστε κ’ ἐτσάκισεν τὸ σταύρωμαν ἡ μέρα· κ’ εὐθὺς ἀπὸ τὰ μάτια μου ἐχάθηκεν τὸ λάφιν καὶ πῶς καὶ πότ’ ἐχάθηκεν ἐξαπορῶ τοῦ γράφειν. Λοιπὸν τὸ τρέχειν ἔπαυσα ὁμοίως καὶ τὸ σπουδάζειν καὶ τὸ ξετρέχειν τ’ ἄπιαστον καὶ τὸ φαρίν κολάζειν· καὶ ἀγάλι-ἀγάλι ἐπήγαινα, σιγὰ-σιγὰ ἐπερπάτουν τὸν κόσμον ἐξενίζουμου, τ’ ἄνθη καὶ τὰ καλά του. Kαὶ πρὸς τὴν δείλην ἔσωσα στοῦ λιβαδιοῦ τὴν μέσην κ’ ηὗρα δεντρὸν ἐξαίρετον καὶ ὠρέχθην τοῦ πεζεύσειν· ἐπεύζευσα εἰς τὸ δεντρὸν κ’ ἔδεσα τ’ ἄλογόν μου καὶ τ’ ἄρματα ἐξεζώστηκα, θέτω τα στὸ πλευρόν μου. Ὁ τόπος, ὅπου ἐπέζευσα, λέγω ἐκεῖ ὅπου ἐστάθην, ἦτον τοῦ λιβαδιοῦ ὀφαλὸς κ’ ἦτον γεμάτος τ’ ἄνθη. Tὸ δέντρον ἦτον τρυφερὸν κ’ εἶχεν πυκνὰ τὰ φύλλα, εἶχεν καὶ σύγκαρπον ἀθὸν καὶ μυρισμένα μῆλα. Kαὶ μυριαρίφνητα πουλιὰ στὸ δέντρον φωλεμένα κατὰ τὴν φύσιν καὶ σκοπὸν ἐλάλειν τὸ καθένα. Kαὶ ἀπὸ τὰ κάλλη τοῦ δεντροῦ, τὴν ἡδονὴν τοῦ τόπου καὶ τῶν πουλιῶν τὴν μελωδιὰν καὶ ὁλημερνοῦ τοῦ κόπου, ὡς ἀπὸ βιᾶς ἠκούμπησα τοῦ περιανασάνω κ’ ἐστοχαζόμην τὸ δεντρὸν εἰς τὴν κορφὴν ἀπάνω. K’ ἐφάνη με εἶδα ἐκάθετον μελίσσιν φωλεμένον κ’ εἶχε τὸ μέλι σύγκερον, πολὺν καὶ συνθεμένον. Eὐθύς τ’ ἀνέβην ὥρμησα καὶ τὴν τροφὴν ὠρέχθην καὶ τὸ μελίσσι μὲ θυμὸν ἀπὸ μακρᾶς μ’ ἐδέχθην. Λοιπὸν ἀνέβην τὸ δεντρὸν μὲ βιὰν πολλὴν καὶ κόπον καὶ ὅπου ἤβλεπα τὴν μέλισσαν, ἐκάθιζα στὸν τόπον. Ἥπλωσα, ἐπιάσα ἐκ τὸ κερὶν κ’ ἔφαγ’ ἀπὸ τὸ μέλι κ’ εἶπε μου μέσα ὁ λογισμὸς «δῶσ’ τῆς ψυχῆς τὸ θέλει». Ἔτρωγα καὶ οὐκ ἐχόρταινα, ἥρπουν καὶ πάντα ἐπείνουν καὶ ὡς πεινασμένος εἰς τὸ φᾶν ὕστερα πάλι ἐκίνουν. K’ ἡ μέλισσα οὐκ ἔπαυεν πάντα νὰ μὲ δοξεύη καὶ τὸ δεντρὸν ἠρχίνησεν, ὡς εἶδα, νὰ σαλεύη, νὰ συχνοτρέμη, νὰ χαλᾶ, νὰ δείχνη κάτω νά ’ρθη κ’ ἐγώ τὸ φᾶν ἐσκόλασα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐπάρθην. Kαὶ ἐστοχαζόμην τὸ δεντρόν, τοὺς κλώνους του τριγύρου καὶ πάλιν μέσα τό ’βλεπα, τίς τό ’σειεν ἐσυντήρουν. Kαὶ δυό, μ’ ἐφάνην, ποντικοὶ τὸ δένδρον ἐγυρίζαν, ἄσπρος καὶ μαῦρος, μὲ σπουδὴν τοῦ ἐγλείφασιν τὴν ρίζαν. Eἰς τόσον τὸ κατέφεραν καὶ ἔκλινε νὰ πέση, ὅθεν ἡ ρίζα τὴν κορφὴν ἐκέλευσε νὰ θέση. K’ ἐγὼ τὸ δεῖν ἐτρόμαξα, νὰ κατεβῶ ἐβιάσθην, ἀλλ’ ὡς μελίσσιν εἰς τὸ φᾶν, ἔμεινα ἐκεῖ κ’ ἐπιάσθην. Kαὶ τὸ δενδρόν, ὅπου ἤλπιζα νὰ στέκετ’ εἰς λιβάδιν, ἦτον εἰς φροῦδιν ἐγκρεμνοῦ κ’ εἰς σκοτεινὸν πηγάδιν· καὶ ὡς ἔκλινεν, μ’ ἐφαίνετο, τὸν ἐγκρεμὸν ἐζήτα κ’ ἡ μέρα πάντ’ ὠλίγαινεν κ’ ἐσίμωνεν ἡ νύκτα. Kαὶ ἀπείτις τὴν ἀπαντοχὴν τῆς σωτηριᾶς μου ἐχάσα, ὅθεν εἰς τέλος ἔμελλε νὰ καταντήσω ἐπιάσα. Kαὶ δράκοντα εἶδα φοβερὸν στοῦ πηγαδιοῦ τὸν πάτον κ’ ἔχασκεν κ’ ἐκαρτέρει με πότε νὰ πέσω κάτω. Λοιπὸν τὸ δέντρον ἔπεσε κ’ ἐγὼ μετ’ αὖτο ἐπῆγα καὶ τὰ πουλιὰ ἐπετάξασιν κ’ οἱ μέλισσες ἐφύγα καὶ ἐφάνη μ’, ἐκατήντησα στοῦ δράκοντος τὸ στόμα κ’ ἐμπήκα εἰς μνῆμα σκοτεινόν, εἰς γῆν καὶ ἀνήλιον χῶμα.","ἔθεκα = ξάπλωσα, πλάγιασα [θέτω] φαρὶν = (πολεμικό) άλογο [το φαρίν] στὴν ζῶσιν = στη ζώνη [η ζώσις] δοξάριν = τόξο [το δοξάριν] ἐδίωχνα = κυνηγούσα [διώχνω] μὲ βιὰν = με βιασύνη, με σπουδή Πουρνὸν = πρωί [το πουρνόν ή προυνόν] ἐτσάκισεν τὸ σταύρωμαν ἡ μέρα = μεσημέριασε (έκφρ.) τὸ σπουδάζειν = να βιάζομαι [σπουδάζω] κολάζειν = να κουράζω [κολάζω: εδώ με τη σημασία αυτή ως έναρθρο απρμφ.] ἐξενίζουμου = θαύμαζα [ξενίζομαι] ἔσωσα = έφτασα [σώνω] ὠρέχθην τοῦ πεζεύσειν = θέλησα να ξεπεζεύσω/να ξεκαβαλικέψω [πεζεύω] ὀφαλὸς = κέντρο, κεντρικό σημείο (μεταφορ.) μυρισμένα = ευωδιαστά, μυρωδάτα [μυρισμένος, μτχ. μέσου παρακ. του μυρίζω ως επίθ.] μυριαρίφνητα = πολυάριθμα [επίθ. μυριαρίφνητος] ἀπὸ βιᾶς = από ανάγκη ἐστοχαζόμην = έβλεπα [στοχάζομαι] σύγκερον = μέλι μαζί με το κερί στην κερήθρα τὸ θέλει = αυτό το οποίο θέλει ἥρπουν = άρπαζα, έπαιρνα βιαστικά και ορμητικά [αρπώ] εἰς τὸ φᾶν ὕστερα πάλι ἐκίνουν = άρχιζα και πάλι να τρώω δοξεύη = τοξεύει/τσιμπάει με το κεντρί [δοξεύω] νὰ δείχνη κάτω νά ’ρθη = να φαίνεται πως κατεβαίνει ἐσκόλασα = σταμάτησα [σκολώ] τίς = ποιος (ερωτ. αντων.) ἐγλείφασιν = κατέτρωγαν [γλείφω] ὅθεν = ώστε, με αποτέλεσμα να (επίρρ. συμπερ.) ἐκέλευσε νὰ θέση = θέλησε να χαμηλώσει τὸ δεῖν = να το δω, με το που το είδα εἰς φροῦδιν = στο φρύδι/στην παρυφή ἀπείτις = από τη στιγμή που, αφού (σύνδ.) ἀπαντοχὴν = ελπίδα, προσδοκία ἔχασκεν = είχε ανοιχτό το στόμα [χάσκω] ἐκατήντησα = έφτασα [καταντώ]",,Απόκοπος,Μπεργαδής Οι απορίες των νεκρών για τον Πάνω Κόσμο και οι αρχικές απαντήσεις του αφηγητή/ήρωα (στ. 67-182),"Η είσοδος του αφηγητή/ήρωα στον Κάτω Κόσμο δεν περνά απαρατήρητη από τους νεκρούς, οι οποίοι μαζεύονται γύρω του απορώντας για την αναπάντεχη επίσκεψη. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο ήρωας διαλέγεται με δύο νέους που ζητούν επίμονα να μάθουν για τον Πάνω Κόσμο και ειδικότερα για τους δικούς τους ανθρώπους. Καὶ ἐκεῖ, ὅπου κατήντησα, στὸν σκοτεινὸν τὸν τόπον, ὄχλον μ’ ἐφάνην κ’ ἤκουσα καὶ ταραχὴν ἀνθρώπων, διὰ τό ’μπα μου νὰ μάχουνται, διὰ μένα νὰ λαλοῦσι καὶ ἐδόθη λόγος μέσα τους νὰ πέψουσιν νὰ δοῦσιν τίς εἰς τὸν Ἅδην ἔσωσεν, τίς ταραχὴν ἐποῖκεν καὶ τίς τὴν πόρταν ἤνοιξε δίχως βουλὴν κ’ ἐμπῆκεν. Καὶ δύο μ’ ἐφάνην κ’ ἤλθασι μαῦροι καὶ ἀραχνιασμένοι, ὡς νέων σκιὰ καὶ χαραγή, μυριοθορυβουμένοι. Κλιτὰ μ’ ἐχαιρετήσασιν, ἥμερα μ’ ἐσυντύχαν κ’ ἐγὼ ἐκ τοῦ φόβου ἐπάρθηκα, τί ἀποκριθῆν οὐκ εἶχα. Λέγουν μου: «Πόθεν καὶ ἀπὸ ποῦ; Τίς εἶσαι; Τί γυρεύεις; Καὶ δίχως πρόβοδον ἐδῶ στὸ σκότος πῶς ὁδεύεις; Πῶς ἐκατέβης σύψυχος, συζώντανος πῶς ἦλθες καὶ πάλιν στὴν πατρίδα σου πῶς νὰ στραφῆς ἐκεῖθες; Ὁποὺ στὸν Ἅδην κατεβῆ οὐ δύναται διαγείρειν· μόνον ἡ Νεκρανάστασις μπορεῖ νὰ τὸν ἐγείρη. Τὰ χνῶτα σου μυρίζουσι καὶ τὰ λινά σου λάμπουν, νὰ εἶπες λιβάδιν ἔτρεχες καὶ μονοπάτια κάμπου: ἀπὸ τὸν κόσμον ἔρχεσαι, τῶν ζωντανῶν τὴν χώραν! Εἰπέ μας ἂν κρατεῖ οὐρανὸς κι ἂν στέκει ὁ κόσμος τώρα· εἰπὲ ἂν ἀστράπτει καὶ βροντᾶ καὶ ἂν συννεφιᾶ καὶ βρέχει καὶ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἂν κυματεῖ καὶ τρέχει· καὶ ἂν εἶναι κῆποι καὶ δεντρά, πουλιὰ νὰ κιλαδοῦσι καὶ ἀνὲ μυρίζουν τὰ βουνιὰ καὶ τὰ λαγκάδια ἀχοῦσιν. Εἶναι λιβάδια δροσερά, φυσᾶ γλυκὺς ἀέρας, λάμπουσιν τ’ ἄστρη τ’ οὐρανοῦ καὶ αὐγερινὸς ἀστέρας; Καὶ ἀνὲ σημαίνουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες, καὶ ἂν γέρνουνται καὶ τὴν αὐγὴν ν’ ἅφτουσι τὲς λαμπάδες. Παιδιὰ καὶ νὰ μαζώνουνται νέοι τὸ καλοκαίριν καὶ νὰ περνοῦν τὲς γειτονιὲς κρατώντ’ ἀπὸ τὸ χέριν καὶ μετὰ πόθου τὴν αὐγὴν νὰ παρατραγουδοῦσι καὶ σιγανὰ νὰ περπατοῦν, μὲ τάξιν νὰ περνοῦσι; Γίνουνται γάμοι καὶ χαρές, παράταξες καὶ σκόλες; Φιλοτιμοῦνται οἱ λυγερὲς τάχα καὶ χαίροντ’ ὅλες; Στὸν κόσμον, τὸν ἐδιάβαινες, στὲς χῶρες, τὲς ἐπέρνας, οἱ ζωντανοί, ὁποὺ χαίρονται, ἂν μᾶς θυμοῦντ’ ειπέ μας· εἰπέ μας, θλίβουνται διὰ μᾶς καὶ κόπτουνται καμπόσον; Σὰν ὅντε μᾶς ἐθάψασιν τάχα λυποῦνται τόσον; Βαστᾶς μαντᾶτα καὶ χαρτιά, παραγγελιὲς θλιμμένων ἐδῶ στὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ τὸν ἀσβολωμένον; ’Ανάγνωσέ μας τὰ χαρτιὰ καὶ πέ μας τὰ μαντᾶτα καὶ εἴτι στὸν Ἅδην ἔχωμεν, δῶσ’ μάς τ’ αὐτὰ καὶ νά τα!» Καὶ εἰς πᾶσα λόγον ἔκλαιγαν, εἰς πᾶσα δυὸ στενάζαν: «Σκόρπισε, χῶμαν ἄλαλον· ἄνοιξε, γῆς, ἐκράζαν· κ’ οἱ πόρτες τοῦ Ἅδου ἂς χαλαστοῦν καὶ ἂς πέσουν οἱ κατῆνες, νὰ ἔμπη τὸ δρόσος τ’ οὐρανοῦ, νὰ μποῦν τοῦ ἡλιοῦ οἱ ἀκτῖνες. Νὰ ἰδῆ ὁ εἷς τὸν ἄλλον μας, λίγη φωτιὰ ἂς προβάλη, ἂν ἔχου οἱ νέοι τὴν ὄψιν τους καὶ οἱ λυγερὲς τὰ κάλλη. Καὶ ἂν τὸ Σαββάτον βιάζουνται ἀπ’ ὥρας νὰ σκολάσουν, νὰ ἐμπαίνουσιν εἰς τὸ λουτρὸν, νὰ ἐβγαίνουσιν, ν’ ἀλλάσσουν καὶ τὸ ταχὺ τὴν Κυριακὴν τὴν ὄψιν τους νὰ πλένουν καὶ σκολινὰ νὰ βάνουσι, στὴν ἐκκλησιὰν να πηαίνουν· καὶ ἂν μετὰ βάγιων καὶ μαντυῶν οἱ ἀρχόντισσες γυρίζουν καὶ ὡς ἀπὸ μόσχου καὶ λουτροῦ περνώντα νὰ μυρίζουν. Νά ’χουν οἱ ἀρχόντισσες αὐλές, παλάτια καὶ τρικλίνους καὶ ἂν ἔναι θάρρος εἰς αὐτὲς καὶ ὑπεριψιὰ εἰς ἐκείνους, νὰ σύρνουσιν ὑποταγές, στοὺς κάμπους νὰ τεντώνουν καὶ μὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ περδίκια νὰ ζυγώνουν. Καὶ ἂν προτιμεύγουν γέροντες μικροὶ καὶ ’κοδεσπότες, ὡσὰν ἐπροτιμεύγουντα, ὅντεν ἐζοῦμαν τότες». Εἶδα τους πῶς ἐκόπτοντα καὶ πῶς ἀναστενάζαν καὶ ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τοὺς εἰπῶ μ’ ἐβιάζαν. καὶ ὡσὰν ἐψυχοπόνεσα καὶ κάμποσα ἐλυπήθην, ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τοὺς εἰπῶ ἐθυμήθην. Εἶπα τους: «Οὐρανὸς κρατεῖ καὶ ὁ κόσμος πάλιν στέκει· ἐκ τὰ θυμᾶστε τίποτας οὐκ ἔλειψεν ἀπ’ ἔκει: ἀνθεῖ, καρπίζει, γεωργᾶ, φυτρώνει καὶ μυρίζει, χρόνος ὁ δωδεκάπλοκος ὡσὰν τροχὸς γυρίζει. Ἄλλοι τὸν κόσμον χαίρουνται καὶ ἐσᾶς οὐδὲν θυμοῦνται καὶ ἄλλους οἱ πόνοι δαπανοῦν, γιὰ λόγου σας λυποῦνται». Λέγουν με: «Αὐτοί, ὁποὺ χαίρουνται, ἔχουν ἐδῶ μοιράδιν, ἐκ τοὺς ἐθάψαν εἰς τὴν γῆν κ’ ἐπέψαν εἰς τὸν Ἅδην;» Λέγω τους: «Ὁποὺ χαίρουνται καὶ αὐτοὶ μοιράδιν ἔχουν, ἀλλ’ ἀπολησμονῆσαν τους, ὁκαὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἀπέχουν· μὲ ἄλλους τὸν βιόν τους χαίρουνται καὶ αὐτῶν ἐλησμονῆσαν, νὰ εἶπες οὐκ εἶδαν τους ποτὲ οὐδὲ στὸν κόσμον ἦσαν». Καὶ ἀναστενάξαν κ’ εἴπασιν: «Οἱ νές, ὁποὺ ἐχηρέψαν, τάχα στεφάνιν δεύτερον νὰ βάλουν ἐγυρέψαν; Ἢ μαῦρα ῥάσα ἐβάλασιν καὶ τὸν σταυρὸν φοροῦσι καὶ εἰς μοναστήρια κάθουνται, διὰ ἐμᾶς παρακαλοῦσι; Μὴ μᾶς τὸ κρύψης, πέ μας το, πῶς εἶναι, πῶς δοικοῦνται· ἢ μ’ ἄλλους τρῶν καὶ πίνουσιν κ’ ἑμᾶς οὐδὲν θυμοῦνται». Καὶ ὡς εἶδα πῶς ἐκόπτονταν κ’ ἐβιάζονταν νὰ μάθουν, ἐσίγησα τ’ ἀποκριθῆν, μὴ κόπτωνται καὶ πάθουν· ἀκόντα τὰ γενόμενα, μὴ τοὺς πληθύνουν πόνοι· εἶπε μου μέσα ὁ λογισμός: «Τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει». Ἔποικα σχῆμα σιωπῆς κ’ ἔσεισα τὸ κεφάλιν καὶ ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισα μὴ μ’ ἐρωτήσουν πάλιν. Κ’ ἐκεῖνοι πάλιν πρὸς ἐμὲ ἀρχῆθεν ἐγυρίσαν καὶ πρὸς τὸ πρῶτον ρώτημαν πάλιν μ’ ἀνερωτῆσαν: «Τί καρτερεῖς τ’ ἀποκριθῆν; ἄνθρωπ’, ἀπιλογήσου· εἰς τὰ πονοῦμεν πόνεσε, στὰ πάσχομεν λυπήσου!» Καὶ κάποτε ἀποκρίθηκα, εἶπα τους: «Τί ἐρωτᾶτε; Καὶ τί με βιάζετε νὰ πῶ τὸ ἠξεύρω καὶ μισᾶτε; Ἠξεύρετε τὸ γίνεται· μόνον ἐδὰ οὐκ ἐφάνη: φίλον οὐκ ἔχει ὁποὺ θαφῆ, ἀλλ’ οὐδ’ ὁπ’ ἀποθάνη. Λέγει το κ’ ἡ παραβολὴ ἀλήθια καὶ ὄχι ψόμα: ἀλὶ τὸν βάλουν εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν σκεπάση χῶμα! Λέγω τους: πρὸς ἀπόκρισιν τάχα δοικᾶ σας τοῦτο; Ἐάν οὐ δοικᾶ, νὰ σᾶς εἰπῶ τὸ τέτοιον καὶ τοσοῦτον, πολλὰ ν’ ἀναστενάξετε, νὰ μυριολυπηθῆτε καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης καὶ σπουδῆς στὸν Ἅδην νὰ στραφῆτε. Ὅμως, ὡς μ’ ἐρωτήσετε, θέλω σᾶς τ’ ἀναφέρει, στὸν κόσμον πῶς πορεύεται τοῦ καθενὸς τὸ ταίρι: Οἱ νές, ὁποὺ ἐχηρέψασιν, ἀλλῶν χείλη φιλοῦσιν, ἄλλους περιλαμπάνουσιν κ’ ἐσᾶς καταλαλοῦσιν. Στολίζουν τους τὰ ροῦχα σας, στρώνουν τους τ’ ἄλογά σας κ’ ἔχουν καὶ λόγον μέσα τους μὴ φέρουν τ’ ὄνομά σας. Καὶ τὸν ἐζήσασιν καιρὸν μὲ τὴν ἐσᾶς ὁμάδαν ἐφάνην τους οὐκ ἔζησαν ἡμέραν ἢ ἑβδομάδαν. Ζῶντα σας ἐλογίζοντα ἄλλους τοὺς ἐγαποῦσαν· νὰ λείψετε ἐσπουδάζασιν, νὰ ἐβγῆτ’ ἐπεθυμοῦσαν· καὶ ἀπεὶν ἐσᾶς ἐθάψασιν καὶ τάχα μαῦρα ἐβάλαν, ἐδιφορῆσαν ἀπ’ αὐτὲς κ’ ἔκαμαν πάλιν γάλαν. Ἀπ’ ἐντροπῆς ἐδείχνασι δάκρυα πικρὰ νὰ χύνουν καὶ αὐτὲς ἐλέγαν μέσα τους μὲ ἄλλον ἄντρα νὰ μείνουν.","διὰ τό ’μπα μου = για την είσοδό μου νὰ λαλοῦσι = να συζητούν, να μιλούν [λαλώ] δίχως βουλὴν = χωρίς άδεια χαραγή = χάραξη, περίγραμμα Κλιτὰ = ταπεινά (επίρρ.) ἐσυντύχαν = μίλησαν [συντυχαίνω] τί ἀποκριθῆν οὐκ εἶχα = δεν ήξερα τί να απαντήσω Ὁποὺ = όποιος (αντων.) οὐ δύναται διαγείρειν = δεν μπορεί να επιστρέψει [διαγέρνω: επιστρέφω] λινά = πολυτελή λεπτοΰφαντα λινά ρούχα [επίθ. λινός, το ουδ. ως ουσ.] νὰ εἶπες = θα έλεγες Ἰορδάνης ποταμὸς = ο Γαλαξίας (λαϊκή χρήση) ἀχοῦσιν = αντηχούν ἀνὲ = αν γέρνουνται = σηκώνονται [γέρνομαι] ν’ ἅφτουσι = να ανάβουν [άφτω ή άπτω] παρατραγουδοῦσι = σιγοτραγουδούν παράταξες = διασκεδάσεις [η παράταξη] σκόλες = αργίες [η σκόλη] Φιλοτιμοῦνται = τιμούνται, χαίρουν τον σεβασμό λυγερὲς = νέες κοπέλες κόπτουνται = θρηνούν ἀσβολωμένον = καταραμένο [ασβολωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ασβολώνω, εδώ ως επίθ.] εἴτι = οτιδήποτε πᾶσα = κάθε (αντων.) κατῆνες = αλυσίδες [η κατήνα] ἀπ’ ὥρας = νωρίς τὸ ταχὺ = το πρωί σκολινὰ = καλά ρούχα μετὰ βάγιων καὶ μαντυῶν = με παραμάνες και μανδύες αὐλές = σπίτια με αίθρια τρικλίνους = αίθουσες ανακτόρου θάρρος = αυτοπεποίθηση ὑπεριψιὰ = υπεροψία, αλαζονεία ὑποταγές = υπηρέτες τεντώνουν = κατασκηνώνουν ζυγώνουν = καταδιώκουν, κυνηγούν μ’ ἐβιάζαν = με πίεζαν ἐκ τὰ θυμᾶστε = από αυτά που θυμάστε δωδεκάπλοκος = που έχει δώδεκα μέρη (προκ. για τον χρόνο) δαπανοῦν = φθείρουν, κατατρώγουν μοιράδιν = μέρος, μερίδιο τὸν βιόν = τα υπάρχοντα, την περιουσία [ο βιος] δοικοῦνται = διάγουν ἀκόντα = ακούοντας (μτχ.) δοικᾶ = αρκεί [δοικώ] ἀρχῆθεν = από εκεί (επίρρ.) ἐδὰ = εδώ (επίρρ.) παραβολὴ = γνωμικό, απόφθεγμα ψόμα = ψέμα ἀλὶ = αλίμονο (επιφ.) θέλω σᾶς τ’ ἀναφέρει = θα σας το αναφέρω περιλαμπάνουσιν = αγκαλιάζουν καταλαλοῦσιν = κατηγορούν, ψέγουν μὲ τὴν ἐσᾶς ὁμάδαν = μαζί με εσάς Ζῶντα σας = όσο ζούσατε ἀπεὶν = αφού, αφότου (σύνδ.) ἐδιφορῆσαν ἀπ’ αὐτὲς = κάποιες από αυτές γέννησαν για δεύτερη φορά [διφορώ]",,Απόκοπος,Μπεργαδής Το παράπονο των νεκρών (στ. 221-260),"Αφού ο αφηγητής περιέγραψε δηκτικά την απαράδεκτη στάση των ζωντανών, ιδίως των χηρών γυναικών, απέναντι στη μνήμη των νεκρών, στο ακόλουθο απόσπασμα διαβεβαιώνει τους τελευταίους για την άφθαρτη αγάπη των μανάδων τους. Οι δύο νέοι ξεσπούν σε μοιρολόι (!) και εύχονται να επιστρέψουν στη ζωή για να διαπιστώσουν οι ίδιοι ποιοι τους θυμούνται ακόμα. Ἤκουσαν τὰ γενόμενα, ἐμάθαν τὰ ρωτοῦσαν καὶ μυριοαναστενάξασιν εἰς τὰ φρικτὰ τ’ ἀκοῦσαν. Καὶ ἀλλήλως ἐσυντύχασιν, τάχα κουρφὰ ἀπ’ ἐμένα, πάλιν νὰ μ’ ἐρωτήσουσιν, ὡς ἤκουσα τὸν ἕνα. Καὶ ὁ ἄλλος τους ἀρχίνησεν μᾶλλον ν’ ἀνατριχώνη· λέγει: «Τὸ μᾶς ἀνήγγειλε, τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει». Κ’ ἐκεῖνος πάλιν πρὸς ἐμέ: «Μηδὲ μᾶς τ’ ὀνειδίσης, ἂν δευτερορωτήξωμεν· εἰπέ μας το, ἂν ὁρίσης· πῶς ὑπομένουν τὸ λοιπὸν οἱ ἄθλιες μας μανάδες λείποντα οἱ γιοί τους νὰ θωροῦν ὕπαντρες τὲς νυφάδες καὶ πῶς θωροῦν τὰ ροῦχα τους δίχως τὴν ἑλικιάν τους καὶ πῶς τοὺς οἴκους ἀνοικτοὺς δίχως τὴν φαμελιά τους;» «Ἀντάμα, λέγω τους, μ’ ἐσᾶς ἐχάσασιν τὸ φῶς τους· οὐδὲν θωροῦν τὰ γίνουνται, οὐδὲ ψηφοῦν τὸ βιός τους. Ἀναστενάζουν ὠγιὰ σᾶς, γιὰ λόγου σας λυποῦνται, τοῦ κόσμου λησμονήσασιν καὶ ἐσᾶς μόνον θυμοῦνται». Καὶ ἀπείτις τοὺς ἐσύντυχα καὶ αὐτοὶ ἀποκριθῆκαν, ἔποικαν σχῆμα σιωπῆς καὶ τὸ ρωτᾶν ἀφῆκαν. Καὶ ἀναστενάξαν κ’ εἴπασιν ὁκάτι καταλόγιν, ἀθιβολὴν πολύθλιβον κ’ ἔμοιαζεν μοιρολόγιν. Ἄκουσε τί ἔν τὸ λέγασιν καὶ τί ’ν τὸ τραγουδοῦσαν καὶ πῶς, ὅσον τὸ λέγασιν, δακρύων οὐκ ἐφυροῦσαν: «Χριστέ, νὰ ράγην τὸ πλακί, νὰ σκόρπισεν τὸ χῶμα, νὰ γέρθημαν οἱ ταπεινοὶ ἀπὸ τ’ ἀνήλιον στρῶμα! Νὰ διάγειρεν ἡ ὄψη μας, νὰ στράφην ἡ ἑλικιά μας, νὰ λάλησεν ἡ γλῶσσα μας, ν’ ἀκούσθην ἡ ὁμιλιά μας! Στὸν κόσμον νὰ πατήσαμεν, στὴν γῆν νὰ περπατοῦμαν καὶ νὰ καβαλλικεύγαμεν, γεράκια νὰ βαστοῦμαν· καὶ πρὶν ἐμᾶς νὰ σώσασιν στοὺς οἴκους τὰ ζαγάρια, νὰ δόθην λόγος κ’ ἔρχουνται οἱ λείποντες – καθάρια, νὰ ’δαμεν τίς νὰ ξέβηκεν εἰς συναπάντησίν μας καὶ τίς νὰ μᾶς ἐδέχθηκεν στὴν πόρταν τῆς αὐλῆς μας· ἂν κατ’ ἀλήθειαν εὕραμεν ὅρκους, τοὺς μᾶς ἐλέγαν: «Μὰ τὸν οὐράνιον βασιλιά, τὸν ποιητὴν καὶ μέγαν, ἂν ἔπαιρνεν κατάλλαμαν, ἀντίσηκον ὁ Χάρος, ψυχὴν, σῶμα γιὰ λόγου σας νὰ δώκαμεν μὲ θάρρος». Καὶ ἴτις μὲ λόγια θλιβερά, μὲ πρικαμένον σχῆμα καὶ μὲ τ’ ἀναστενάγματα καὶ τῶν δακρύων τὸ χῦμα, τὸν βιόν μας ἀφεντέψασιν καὶ ἀλλῶν τὸν ἐχαρίσαν, καὶ μ’ ἄλλους τρῶν καὶ πίνουσιν κ’ ἐμᾶς ἀλησμονῆσαν.","μυριοαναστενάξασιν = αναστέναξαν άπειρες φορές [μυριοαναστενάζω] ἀλλήλως = μεταξύ τους (επίρρ.) ἐσυντύχασιν = μίλησαν, συζήτησαν [συντυχαίνω] κουρφὰ = κρυφά (επίρρ.) ἀνατριχώνη = εναντιώνεται δοικᾶ = αρκεί ὀνειδίσης = κατηγορήσεις, επικρίνεις [ονειδίζω] ὁρίσης = θελήσεις, επιθυμήσεις [ορίζω] ἄθλιες = καημένες, ταλαίπωρες [επίθ. άθλιος] νὰ θωροῦν = να βλέπουν ἑλικιάν = το ανάστημα, την παρουσία [η ελικιά ή ηλικιά] Ἀντάμα = μαζί (επίρρ.) οὐδὲ ψηφοῦν τὸ βιός τους = δεν υπολογίζουν/λογαριάζουν την περιουσία τους ἀπείτις = από τη στιγμή που, αφότου (χρον. σύνδ.) τὸ ρωτᾶν ἀφῆκαν = άφησαν/σταμάτησαν τις ερωτήσεις καταλόγιν = δημοτικό θρηνητικό τραγούδι [το καταλόγιν] ἀθιβολὴν = ομιλία, λόγο [η αθιβολή] δακρύων οὐκ ἐφυροῦσαν = δεν σταματούσαν, δεν έπαυαν τα δάκρυα [φυρώμαι] νὰ ράγην τὸ πλακί = να έσπαγε η πλάκα (του τάφου) νὰ σώσασιν = να φτάνανε ζαγάρια = κυνηγετικά σκυλιά [το ζαγάριν] οἱ λείποντες = αυτοί που λείπουν (μτχ.) καθάρια = ξεκάθαρα, ολοφάνερα (επίρρ.) τίς νὰ ξέβηκεν = ποιος θα έβγαινε ποιητὴν = δημιουργό [ο ποιητής, προκ. για τον Θεό] κατάλλαμαν = ανταλλαγή [το κατάλλαμαν] ἀντίσηκον = υποκατάστατο, ποσό που πληρώνει κάποιος για να απαλλαγεί από μια υποχρέωση μὲ θάρρος = πρόθυμα ἴτις = έτσι (επίρρ.) τὸν βιόν = την περιουσία, τα υπάρχοντα [ο βιος] ἀφεντέψασιν = εξουσίασαν, όρισαν [αφεντεύω]",,Απόκοπος,Μπεργαδής Η πικρή ιστορία των δύο νεκρών νέων (στ. 387-439),"Στους στίχους που μεσολαβούν μεταξύ των επιλεγμένων αποσπασμάτων, οι ρόλοι αντιστρέφονται και πλέον ο αφηγητής/ήρωας απευθύνει ερωτήσεις στους δύο νέους, οι οποίοι περιγράφουν την πατρίδα τους και διηγούνται την τραγική ιστορία τους, που καταλήγει στην απρόσμενη συνάντηση με την αδελφή τους στον Κάτω Κόσμο. Στο παρακάτω απόσπασμα τα τρία αδέλφια αφηγούνται αμοιβαία τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατό τους. Ἔκλαιεν ἐκείνη εἰς μιὰν μερὰν κ’ ἐμεῖς ὁμοίως εἰς ἄλλην καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἐσύντυχεν κ’ ἐρώτησέ μας πάλιν: «Πότε τὸ βλέπω ἐγίνετο; Πῶς τὸ θωρῶ ἐσυνέβη; Καὶ πῶς ἡ Τύχη ἐνάντιον σας νὰ κλώση ἐσυγκατέβη;» Κ’ ἐδιάβην ὥρα περισσὴ νὰ τῆς ἀποκριθοῦμεν, εἰς ὅ,τι μᾶς ἐρώτησεν κατὰ λεπτὸν νὰ ποῦμεν· καὶ τότ’ ἀπιλογήθημαν μετὰ δακρύων καὶ πόνου κ’ εἴπαμεν τὸ μᾶς ἤφερεν ἡ συμφορὰ τοῦ χρόνου· πῶς τῆς θαλάσσου ὁ κίνδυνος, πῶς ἡ φορὰ τ’ ἀνέμου στὸν Ἅδην μᾶς ἀπέσωσεν δίχως αἰτίαν πολέμου: «Ἔρχοντα τότε πρὸς ἐσὲν μὲ πόθον νὰ σὲ δοῦμεν μὲ τοῦ πατρός μας τὴν εὐχὴν καὶ πάλιν νὰ στραφοῦμεν, ἡ εὐχὴ κατάρα γίνετον κ’ ἡ προσευχή του βάρος καὶ θάνατος ὁ δρόμος μας καὶ τὸ ταξίδιν Χάρος. Καὶ τοῦτον πότ’ ἐγίνετον λέγω μικρὸν σημάδιν: ἀκόμη ἀπὸ τὰ ροῦχά μας βλέπεις ὑγρὰ μοιράδιν». Ἀκόντα τὰ γινόμενα ἔκλαιγεν κ’ ἐθρηνᾶτον κ’ εἶπεν: «Ἀλὶ τοὺς καρτερεῖ τὸ δολερὸν μαντᾶτον, ὁποὺ στὸν Ἅδην ἔπεψαν μιὰν νύκτα, μιὰν ἑσπέραν τοὺς εἴχασιν παρηγοριάν, δυὸ υἱοὺς καὶ θυγατέραν! Τὸν Χάρον τους ἐσπείρασι, θάνατον ἐθερίσαν, κόπους, τοὺς ἀγωνίζονταν, ἀλλῶν τοὺς ἐχαρίσαν. Ἀθὸς ἦτον ἡ δόξα τους, λουλοῦδιν ἡ χαρά των, διὰ ταῦτα ὁ ἥλιος ἔφερεν τὸ δολερὸν μαντάτον. Στὰ χιόνια ἐθεμελιώσασιν κ’ εἰς τὸ νερὸν ἐκτίσαν· τώρα τὰ χιόνια ἐλύσασιν καὶ τὰ νερὰ σκορπίσαν. Τὸ θεμελιῶσαν ἔπεσεν, τὸ ἔκτισαν ἐρράγην καὶ ἡ καρδιά τους μὲ σπαθὶν δὶστομον τώρα ἐσφάγην. Ἡ Τύχη τὸ δοξάριν της ἐνάντιον τὸ ἐκκοκιάσεν, κ’ εὐκαίρεσεν τὴν σπούρδαν της, ὥστ’ ἁποὺ τοὺς ἐφτάσεν. Μὲ τὴν καρδιάν τους ἔποικεν σημάδιν τοῦ δεξιώτη κ’ ἔριξεν τὲς σαγίττες της ἀπ’ ὕστερην ὡς πρώτην· καὶ ἀπ’ ὅλες μιὰ δὲν ἔσφαλεν, ὅλους ἐπλήγωσέν τους· ποῦ νὰ τῶν δώση οὐκ εἶχε πλιά, διατὶ ἐθανάτωσέν τους». Καὶ ἀπείτις ἐθρηνήσαμεν κ’ ἐκλάψαμαν ὀμάδιν, τότε τὴν ἐρωτήσαμεν: «Καὶ σὺ πότε στὸν Ἅδην;» Καὶ ἀκόντα μας τὸ ἐρώτημαν ἔκλαψεν κ’ ἐλυπήθην καὶ ἀφ’ ὅτου ἐστράφην πρὸς ἐμᾶς, ἴτις ἀπιλογήθην: «Κείτοντα στὸ κρεββάτιν μου μυριοθορυβουμένη (ὀκτὼ μηνῶν, μὲ φαίνεται, ἤμουν ἐγγαστρωμένη) ἐφάνη μου στὸν ὕπνον μου κάτινες μ’ ἐλαλῆσαν, καὶ εἶπαν μου: «Εἶντα κάθεσαι; Τ’ ἀδέλφια σου ἐβουλῆσαν!» Εὐθὺς τὰ ἐντός μου ἐσπάσθησαν καὶ συγκοπὴ μ’ ἐσέβη κ’ ἐπῆγεν κάτω τὸ παιδὶν καὶ ἄνω ἡ ψυχή μου ἐξέβη. Κ’ ἴτις ὁ Χάρος μ’ ἔδωκεν θάνατον εἰς τὴν γένναν· ὁμοίως τὸ βρέφος, τὸ βαστῶ, ἐπῆρα μετὰ μέναν· ἀπὸ τὸν κόσμον μ’ ἔτυχεν μόνον αὐτὸ μοιράδιν, διὰ νά ’χω τάχα συνοδειὰ κι ἄνεσιν εἰς τὸν Ἅδην». Κ’ ἐκεῖ στὰ ξημερώματα ἔσωσεν ὑπηρέτης καὶ πρὸς αὐτὴν ἐσίμωσεν κ’ ἐσύντυχεν ἐδέτις: «Ἀπάρτι χώρισε ἀπ’ αὐτοὺς καὶ μὴν ἀργῆς νὰ σώσης καὶ ὕπα στοῦ Χάρου τὴν αὐλὴν καὶ τὸ χρωστεῖς νὰ δώσης».","ἐσύντυχεν = μίλησε [συντυχαίνω] τὸ βλέπω = αυτό που βλέπω ἐδιάβην = πέρασε [διαβαίνω] κατὰ λεπτὸν = με λεπτομέρεια (έκφρ.) ἀπιλογήθημαν = απαντήσαμε [απιλογούμαι] μετὰ = με, μαζί με (πρόθ. με γεν. ή αιτ.) ἀπέσωσεν = έστειλε [αποσώνω] Ἔρχοντα = ενώ ερχόμασταν στραφοῦμεν = επιστρέψουμε [στρέφω, ως αμτβ.] μοιράδιν = εν μέρει Ἀλὶ = αλίμονο, κρίμα (επιφ.) δολερὸν μαντᾶτον = θλιβερό νέο [επίθ. δολερός] ἔπεψαν = έστειλαν [πέμπω] τοὺς ἀγωνίζονταν = για τους οποίους αγωνίζονταν ἐλύσασιν = έλιωσαν δὶστομον = δίκοπο, που έχει δύο όψεις [επίθ. δίστομος] δοξάριν = τόξο [το δοξάριν] ἐκκοκιάσεν = τοποθέτησε το βέλος (στο τόξο) [κοκκιάζω] εὐκαίρεσεν = άδειασε [ευκαιρώνω] σπούρδαν = φαρέτρα (εξοπλισμός του τοξότη) δεξιώτη = τοξότη ποῦ νὰ τῶν δώση οὐκ εἶχε πλιά = μέχρι που δεν είχε πού αλλού να τους χτυπήσει ἀπείτις = αφού, μόλις (χρον. σύνδ.) ὀμάδιν = όλοι μαζί ἴτις = έτσι (επίρρ.) Κείτοντα = καθώς βρισκόμουν ξαπλωμένη [κείτομαι] μυριοθορυβουμένη = πολύ ταραγμένη/αναστατωμένη [μυριοθορυβουμένος: μτχ. του ρ. μυριοθορυβούμαι] κάτινες = κάποιοι [αόρ. αντων. κάτις] ἐβουλῆσαν!» = βούλιαξαν, ναυάγησαν [βουλώ, ως αμτβ.] συγκοπὴ μ’ ἐσέβη = μου ήρθε συγκοπή ἐξέβη = βγήκε, εξήλθε [εκβαίνω] τὸ βαστῶ = που κρατάω μοιράδιν = μερίδιο ἔσωσεν = έφτασε [σώνω] ἐσίμωσεν = πλησίασε [σιμώνω] ἐδέτις = έτσι (επίρρ.) Ἀπάρτι χώρισε ἀπ’ αὐτοὺς καὶ μὴν ἀργῆς νὰ σώσης = αμέσως χωρίσου από αυτούς και μην αργείς να φτάσεις",,Απόκοπος,Μπεργαδής "Ο ""χορός των νεκρών"" και τα αιτήματά τους προς τον ήρωα (στ. 465-490)","Αφού οι δύο νέοι έχουν ολοκληρώσει την ιστορία τους, ζητούν και πάλι επίμονα από τον ήρωα να τους μεταφέρει τα μηνύματα των ζωντανών. Όταν εκείνος τούς ανακοινώνει ότι πρέπει να επιστρέψει στον Πάνω Κόσμο, τα δύο αδέλφια προσπαθούν να καθυστερήσουν την αναχώρησή του μέχρι να καταφτάσουν και οι υπόλοιποι νεκροί που έλειπαν. Στο ακόλουθο απόσπασμα πεθαμένοι όλων των κοινωνικών τάξεων τον περικυκλώνουν, προσπαθώντας να του δώσουν τα γραπτά μηνύματά τους προς τους ζωντανούς· εκείνος τρέπεται σε φυγή πανικόβλητος καθώς οι νεκροί προσπαθούν απεγνωσμένα να του διαβιβάσουν τις επιθυμίες τους. Κ’ εἰς ὥραν ὀλιγούτσικην βλέπω φουσσᾶτον κ’ ἦρθεν· δὲν εἶχεν μέτρος τὸ ἔβλεπα κ’ ἔρχετον ἀπ’ ἐκεῖθεν· ἐκεῖ ’δα νέους καὶ λυγερές, ἄνδρες καὶ παλληκάρια καὶ πολεμάρχους μὲ σπαθιὰ γυμνὰ δίχως φηκάρια· κ’ εὐτρεπισμένους ἄρχοντες πεζοὺς καὶ καβαλλάρους, νά ’χουν μὲ αὐτοὺς ὑποταγές, ρήτορες καὶ νοδάρους· εἶδα διακόνους σ’ ἐκκλησιές, πισκόπους καὶ παπάδες, κ’ εἰς τὸν παστὸν ἀντρόγυνα, γαμπροὺς μὲ τὲς νυφάδες. Εἶδα κ’ ἐφέρασιν σκαμνιὰ, νὰ κάτσουν οἱ νοδάροι· κοντύλι ἐκράτειν ὁ καθείς, χαρτὶν καὶ καλαμάρι· κ’ εἶχεν καθεὶς τριγύρου του φουσσᾶτον νὰ τὸν βιάζη· ἄλλος πιττάκια νὰ ζητᾶ, ἄλλος «χαρτὶν» νὰ κράζη· «σύντομ’ ἀποστολάτορας μισεύγει, νὰ λαλοῦσιν, βιάζου πολλὰ, μηδὲν ἀργῆς, ὡγιὰ νὰ τὸ βαστοῦσιν». Κ’ ὐγρὰ πιττάκια ἀπὸ σπουδῆς ἐκ τοὺς γραφιοὺς ἐπαῖρναν· ἄλλοι ἔβλεπα τὰ βούλλωναν κι ἄλλοι ἀνοικτὰ τὰ φέρναν. Τόσοι μ’ ἐκαταπέσασιν πιττάκια νὰ μὲ δώσουν, ὁκ’ ἔφριξα θωρώντα τους κ’ ἐτράπην πρὶν νὰ σώσουν. Ὅλοι τὰ χέρια ἐσήκωσαν καὶ πρὸς ἐμὲ θωροῦσαν: «Ἔπαρ’ πιττάκια, ἐκράζασιν, βάστα χαρτιὰ, λαλοῦσαν· καὶ ὡς ἀπὸ λόγου μας γραφὲς αὐτὲς βάστα μετ’ ἔσου ἀπὸ τὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ βλέπε μή σοῦ πέσου. Λάλησε καὶ ἀπὸ λόγου σου· εἰπὲ τοὺς πονεμένους: Τοὺς εἰς τὸν Ἅδην ἔχετε ἀπὸ καιρὸν θαμμένους, τὸν οὐρανὸν στερεύγουνται, τὸν ἥλιον οὐ θωροῦσιν, τὸ χῶμαν ἔχουν σάβανον, τὴν γῆν στολὴν φοροῦσιν».","φουσσᾶτον = στρατό, στράτευμα δὲν εἶχεν μέτρος τὸ ἔβλεπα = ήταν αναρίθμητο αυτό που έβλεπα (δηλ. το πλήθος) λυγερές = νέες κοπέλες [η λυγερή] φηκάρια = θηκάρια, θήκες [το φηκάρι] ὑποταγές = υπηρέτες [η υποταγή] ρήτορες = δικηγόρους νοδάρους = συμβολαιογράφους [ο νοδάρος] εἰς τὸν παστὸν = στον νυφικό θάλαμο κοντύλι = γραφίδα καλαμάρι = μελανοδοχείο πιττάκια = επιστολές, γράμματα [το πιττάκιν] κράζη = φωνάζει ἀποστολάτορας = αγγελιοφόρος, ταχυδρόμος μισεύγει = αναχωρεί, φεύγει [μισεύω] ἀπὸ σπουδῆς = εξαιτίας της βιασύνης [η σπουδή] τὰ βούλλωναν = τα έκλειναν και τα σφράγιζαν με βουλοκέρι [βουλλώνω] ἐκαταπέσασιν = «πολιόρκησαν» θωρώντα τους = βλέποντάς τους [θωρώ] πρὶν νὰ σώσουν = προτού να προφτάσουν [σώνω] μετ’ ἔσου = μαζί σου βλέπε = πρόσεξε στερεύγουνται = στερούνται [στερεύγομαι]",,Απόκοπος,Μπεργαδής Abstract,"Πρόκειται για την εκτενέστερη, δομικά πολυπλοκότερη και τεχνικά αρτιότερη από τις πέντε βυζαντινές ερωτικές μυθιστορίες της παλαιολόγειας περιόδου (13ος-15ος αι.), ίσως και την παλαιότερη χρονολογικά. Η πλούσια χειρόγραφη παράδοσή της (σε πέντε κώδικες) περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές διασκευές, αποτελώντας αδιάψευστο μάρτυρα της δημοφιλίας ενός κειμένου που σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει και παράλληλα ανανεώνει, με πρωτοποριακές αφηγηματικές τεχνικές, καθώς και με άλλα στοιχεία, τη μακραίωνη μυθιστορ(ηματ)ική παραγωγή σε ελληνική γλώσσα.",,,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Αυτοπαρουσίαση και αρχή των περιπετειών του Λίβιστρου (στ. 115-180),"Στους πρώτους εικοσιοκτώ στίχους δίνεται, σε μορφή προλόγου, το αφηγηματικό πλαίσιο της ιστορίας: ο Κλιτοβός πρόκειται να αφηγηθεί στη Μυρτάνη τις ερωτικές περιπέτειες του Λίβιστρου και της Ροδάμνης. Η εξιστόρηση αρχίζει από την απρόσμενη συνάντησή του με τον περιπλανώμενο και εξαιρετικά κατηφή πρωταγωνιστή, ο οποίος, αν και διστακτικός στην αρχή, πείθεται να εκμυστηρευτεί στον Κλιτοβό τα προσωπικά του παθήματα. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Λίβιστρος αυτοπαρουσιάζεται και κατόπιν διηγείται τα θαυμαστά περιστατικά που αποτελούν την αρχή των περιπετειών του. «Φίλε, εἰς τὴν χώραν τὴν ἐμὴν ἄνθρωπος ἤμην μέγας, τοπάρχης πλούσιος, φοβερός, καὶ εἰς τὴν ἀνδρεία μου τοιοῦτος, ὅσον νομίζω καὶ ὁ καιρὸς νὰ σὲ τὸ ἀναδιδάξη. Ἐνετρεφόμην εἰς χαράν, ἔζουν εἰς ἀθλιψίαν, εἴτι καλὸν καὶ ἐνήδονον ποτὲ νὰ οὐ μὴ μὲ λείπη. | Ἦτον καθόλου ἀδούλωτος ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὸν πόθον, εἰς λογισμόν μου ἐνθύμησις ἀγάπης οὐκ ἐσέβην· ἔζουν ἀκαταδούλωτος καὶ μετ’ ἐλευθερίας, ἐρωτοακατάκριτος καὶ παρεκτὸς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον, φίλε μου, ποτὲ ἂν ἐπλανήθην ἄνθρωπος ἐκ τὸ γένος μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου, εἰς τίτοιαν ποθοανάμνησιν ὁ νοῦς του νὰ ὑπεσέβην, πολλὰ τὸν ἐκατέκρινα, μυρία τὸν ἐμεφόμην καὶ οὐκ ἤξευρα ἡ τύχη μου ἐμὲν τὰ θέλει φέρειν. Καὶ μίαν ἡμέραν, φίλε μου, ἐβγαίνω εἰς τὸ κυνήγιν | μὲ τοὺς εμοὺς τοὺς συγγενοὺς καὶ μὲ τοὺς ἐδικούς μου· ἐξέβηκα διὰ παραδιαβασμὸν εἰς ὥραιον βουνίτσιν, ἀνεψηλάφουν πούπετε περδίκιν νὰ ἐπιτύχω, νὰ λύσω τὸ γεράκι μου, νὰ ἰδῶ ἂν ὑπαγαίνη. Ἐκεῖ ἐπαρεδιάβασα τὴν ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς κάμπους, εἰς παράπλαγα καὶ εἰς παραποταμίαν, καὶ πρὸς ἀργὰ τὸ δειλινόν, πρὸς πλήρωμαν ἡμέρας, εἰς δένδρου κλῶνον ηὕρηκα τρυγονοπούλια δύο ἐντάμα νὰ καθέζουνται καὶ νὰ καταφιλοῦνται. Καὶ δήνω τὸ γεράκι μου καὶ ἐβγάνω τὸ δοξάριν καὶ παρευθὺς ἐτόξευσα | τὸ ἕναν ἀκ τὰ δύο. Ὁ Λίβιστρος ἐθαύμασεν εἰς τὸ τρυγονοπούλιν. Καὶ εἶδα μυστήριον φοβερὸν εἰς τὸ τρυγονοπούλιν· ἅμα τὸ πέσει εἰς τὴν γῆν ἐκεῖνο τὸ ἐφονεύθην, τὸ ἄλλον εἰς ὕψος ἔδωκεν καὶ ἀνέβην εἰς τὰ νέφη καὶ παρευθὺς ἐγύρισεν ἀπὸ τοσοῦτον ὕψος κ’ ἔπεσεν μὲ τὸ ταίριν <του> καὶ εὑρέθην φονεμένον. Καὶ εἶδα καὶ ἐξενίσθην το καὶ μέριμνα μὲ ἐσέβην. πολλὰ ἐσυνελυπήθηκα ἐκεῖνα τὰ πουλίτσα. Κράζω ἐγνήσιον συγγενὴν καὶ ἐρώτουν τον δι’ ἐκεῖνο, τὸ τί ’χεν καὶ ἐφονεύτηκεν καὶ ἐκεῖνο μὲ τὸ ἄλλον. Καὶ ὡς ἔμαθα ἐκ τοῦ πράγματος ὁ συγγενής μου ἐκεῖνος | < ***> εἶπε με λόγους φρόνιμους, μυστήρια τῆς ἀγάπης, δεσμοὺς τοὺς ἔχει ὁ ἔρωτας καὶ ἀχώριστον ἀγάπην: «Καὶ πάλιν ἐὰν σὲ διηγηθῶ διὰ τὸ πουλὶν τὸ εἶδες, τὸν νοῦ σου τὸν ἀδούλωτον μέριμνα νὰ δουλώση, τοῦ ἔρωτος τὴν δύναμιν νὰ μυριομεγαλύνης». Ὁ συγγενής του λέγει τον μυστήρια τῆς ἀγάπης Καὶ ὁκάποτε ἐπεχείρησεν νὰ μὲ ἀναδιδάξη τοῦ ἔρωτος τὰ μυστήρια, τὰ δείχνει εἰς τὴν ἀγάπην: «Βλέπεις ἐτοῦτο τὸ πουλίν;» λέγει διὰ τὸ τρυγόνιν, «Πάντης εἰς ὕψος πέτεται καὶ εἰς ἀέραν τρέχει καὶ εἰς πᾶν δέντρον κάθεται νὰ ἔχη χλωρὰ τὰ φύλλα· ἂν φονευθῆ τὸ ταίριν του καὶ μόνον του | ἀπομείνη, ποτὲ εἰς δενδρὸν οὐ κάθεται, νὰ ἔχη χλωρὰ τὰ φύλλα, νερὸν καθάριον ἐκ πηγῆς ποτὲ οὐ γεύεταί το· πάντα εἰς πέτρα κάθεται, θρηνεῖ καὶ οὐχ ὑπομένει, πάντα νὰ κλαίη, να πενθῆ μετὰ μοιρολογίων. Καὶ μὴ θαυμάσης τὸ πουλί, τὸ αἰστάνεται καὶ βλέπει, ἀλλὰ ἰδὲ καὶ θαύμασε τὸ δέντρον τὸ φοινίκιν, πῶς ἂν οὐκ ἔχη ἀρσενικὸν τὸ θηλυκὸν φοινίκιν ποτὲ οὐ καρπεύει ἀπὸ τὴν γῆν, πάντα θλιμμένον ἔναι. Καὶ ἄφης αὐτὸ καὶ θαύμασε τὸν λίθον τὸν μαγνήτην πῶς ἕλκει ἀπὸ τὸν πόθον του τὴν φύσιν τοῦ σιδέρου. Θαύμασον καὶ τὸ ὀψάριον | τὴν σμύρναν τῆς θαλάσσου πῶς ἀπὸ κάτω ἀπὸ βυθὸν διὰ πόθον ἀνεβαίνει καὶ μὲ τὸν ὄφιν σμίγεται δι’ ἐρωτικὴν ἀγάπην. Ξενίστησε τὸν ποταμὸν ὃν λέγουσιν Ἀλφεῖον, πῶς τὸ θαλάσσιον πέλαγος τοσοῦτον παρατρέχει καὶ πρὸς τὴν λίμνην ἔρχεται τὴν παρὰ Σικελίαν, καὶ εἰς ἐκείνην κατηντεῖ, τίς οἶδεν τοιοῦτον πράγμα!","τοπάρχης = κυβερνήτης, ηγεμόνας ἀναδιδάξη = πληροφορήσει, εξηγήσει εἴτι = οτιδήποτε καθόλου = εντελώς, τελείως (επίρρ.) ἐρωτοακατάκριτος = αβασάνιστος από τον έρωτα παρεκτὸς ἀγάπης = (μένοντας) μακριά από την αγάπη ἐμεφόμην = κακολόγησα, κατηγόρησα τὰ θέλει φέρειν = αυτά που θα (μου) φέρει (ενν. η τύχη) διὰ παραδιαβασμὸν = για ευχαρίστηση, για διασκέδαση ἀνεψηλάφουν = γύρευα, αναζητούσα πούπετε = οπουδήποτε, κάπου (επίρρ.) εἰς παράπλαγα = σε λόφους πρὸς πλήρωμαν ἡμέρας = προς το τέλος της ημέρας ἐντάμα = μαζί (επίρρ.) δήνω = δένω κάτι με σκοινί δοξάριν = τόξο ἀκ = από (πρόθ.) ἅμα τὸ πέσει εἰς τὴν γῆν ἐκεῖνο τὸ ἐφονεύθην = με το που έπεσε στη γη εκείνο που σκοτώθηκε ἐξενίσθην = απόρησα, παραξενεύτηκα Κράζω = καλώ, φωνάζω ἐγνήσιον = στενό, κοντινό (προκ. για συγγενείς) φρόνιμους = συνετούς νὰ μυριομεγαλύνης = να δοξάσεις, να εκθειάσεις Πάντης = πάντα (επίρρ.) οὐ καρπεύει = δεν παράγει καρπούς σμύρναν = θαλάσσιο χέλι κατηντεῖ = φτάνει, καταλήγει",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Ο Λίβιστρος πληροφορείται στο όνειρό του από έναν μάντη το μέλλον του (στ. 497-511),"Στους στίχους που παραλείπονται μεταξύ αυτού και του προηγούμενου αποσπάσματος (στ. 181-496), κεντρικό επεισόδιο είναι το πρώτο όνειρο του Λίβιστρου, στο οποίο ο πρωταγωνιστής μεταφέρεται στο βασίλειο του Έρωτα (Ερωτοκρατία)· εκεί δηλώνει την υποτέλειά του τόσο στον Πόθο και στην Αγάπη όσο και στον ίδιο τον βασιλιά Έρωτα, ο οποίος του υπόσχεται τη Ροδάμνη, κόρη του βασιλιά Χρυσού. Στη συνέχεια, ο Λίβιστρος οδηγείται μπροστά σε κάποιον μάντη, που οι προφητείες του περιέχονται στο ακόλουθο απόσπασμα. < ***> Καὶ κατὰ πρῶτον λέγει με τοῦτο τὸ καταλόγιν: «Λίβιστρε, γῆς Λατινικῆς, ἄρχον, τοπάρχα μέγα, διὰ Ροδάμνην δέσποιναν, τὴν ἐρωτοκουρτέσαν» δεσπότης ἄλλος νὰ γενῆς γῆς Ἀργυροῦ τοῦ κάστρου, Χρυσόν, πατέραν καὶ λαμπρὸν τῆς κόρης τῆς Ροδάμνης, νὰ διαδεχθῆς τὰς χώρας του καὶ νὰ τὰς ὑποτάξης. Καὶ μετὰ χρόνου διάστημα νὰ χάσης τὴν Ροδάμνην ἀπὸ γυναίκας δολερᾶς, τῆς κακομάγου γραίας, καὶ πάλι εἰς ἀναζήτησιν τῆς κόρης νὰ ἐξέβης· δίχρονον θέλεις περπατεῖν | ἕως ὅτου νὰ τὴν εὕρης καὶ ἀφὸ τὴν εὕρης ἐκ καλοῦ φίλου σου συνεργίαν, μετὰ καιροῦ διάστημα, μετὰ πολλῆς τῆς λύπης, πάλιν αὐθέντης νὰ σταθῆς μετὰ λαμπρᾶς τῆς κόρης καὶ νὰ συναποθάνετε αὐθέντες ἑνωμένοι». Ἐλάλησεν τὰ μέλλοντα καὶ ἀναψυχὴν ἐπῆρα.","τὸ καταλόγιν = τα λόγια, την προφητεία (;) τοπάρχα = κυβερνήτη, ηγεμόνα ἐρωτοκουρτέσαν = ωραία αρχόντισσα τῆς κακομάγου = που κάνει άσχημα μάγια δίχρονον = δύο χρόνια (επίθ. δίχρονος ως ουσ. με επιρρ. χροιά) συνεργίαν = βοήθεια ἀναψυχὴν = ανακούφιση",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Ο Λίβιστρος στέλνει το πρώτο γράμμα (πιττάκι) στη Ροδάμνη (στ. 1068-1102),"Τα παραλειπόμενα επεισόδια περιλαμβάνουν άλλα δύο όνειρα του πρωταγωνιστή καθώς και μια σειρά από πυκνά γεγονότα που τελικά τον οδηγούν σε δίχρονη περιπλάνηση και αναζήτηση της Ροδάμνης. Ο Λίβιστρος, λοιπόν, κατασκηνώνει με τη συνοδεία του (100 άντρες) έξω από το Αργυρόκαστρο, το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς –έχουμε δηλαδή μια έκφραση, μοτίβο πολύ συνηθισμένο στις ερωτικές μυθιστορίες της περιόδου–, και κερδίζει μέσω ενός συνοδού του την εύνοια του ευνούχου της κόρης. Μετά από παρότρυνση του φίλου αυτού, ο ήρωας αποφασίζει να στέλνει με το τόξο του γράμματα (πιττάκια) στη Ροδάμνη, προκειμένου να κατακτήσει την καρδιά της. Το ανθολογούμενο απόσπασμα σηματοδοτεί την έναρξη των ερωτοτροπιών ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, με την αποστολή της πρώτης ερωτικής επιστολής. Πρῶτον πιττάκιν τὸ ἔγραψεν ὁ Λίβιστρος τὴν κόρην «Ἀν ἀστοχήσης τὸ πουλίν, ὡραία μου σαΐτα, νὰ ἔναι πολλὰ παράξενα τὰ χέρια τοῦ τοξότου· ἐὰν δὲ ἀνθρώπου μοναχοῦ καρδίαν ἐπιτύχης, τύχη καὶ κόρη ἔμορφη ὁποὺ πάσχω ἐγὼ δι’ αὐτήναν, εἰς τὴν καρδίαν της νὰ σεβῆ τὸ τόξον τῆς ἀγάπης». Καὶ πάλιν ἐμετέγραψεν πρὸς κόρην τὴν Ροδάμνην Ἐπλήρωσα | τὰ γράμματα, ἐβγαίνω ἀπὸ τὴν τέντα, γεμώζω τὸ δοξάρι μου, προσέχω τὸ κουβούκλιν, ἐσχηματίστην διὰ πουλὶν καὶ σύρνω τὴν σαγίταν καὶ ἀπέσω ἐκατήντησε εἰς τὸν ἡλιακὸν τῆς κόρης. Καὶ κατεσκόπουν τὸν καιρὸν τοῦ πόθου τῆς ὡραίας καὶ τῆς ἀγάπης τὴν ἀρχὴν πῶς νά ’μπω ἐμελέτουν. «Πάντως ἐκενοτόμησα δίχρονον ἤδη τώρα, τόπους πολλοὺς ἀνέδραμα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην, ηὕρηκα τὸ εἶχα θέλημα μὲ τὰς πολλὰς ὀδύνας, ἐπίτυχεν τὸ ὀρέγετον ὁ νοῦς μου μετὰ βίας! Πῶς ἀπεδὰ νὰ ἄρξωμαι μυστήρια τῆς ἀγάπης, μυστήριον ὑπεράπειρον – ποῖον νὰ τὸ θαρρέσω; Πρῶτον νὰ πέψω μηνυτήν – καὶ εἰς τίνα νὰ τὸν πέψω; Νὰ γράψω πάλιν γρά | μματα – καὶ τίς νὰ τὰ ἀναγνώση; Καὶ τίς νὰ ἀρκέψη τὴν γραφήν, τίς νὰ τὴν πῆ τὸ πράγμα; Ἐπεὶ ἔναι κενόδοξος, μὴ θυμωθῆ ἐκ τοῦ λόγου; Ἡ κόρη οὐκ ἐγνωρίζει με, τίς εἶμαι οὐδὲν ἠξεύρει, φοβοῦμαι τὰ συβάματα, μὴ πέσω εἰς ἀστοχίαν καὶ χάσω τὰς ἐλπίδας μου, τὸ διάστημα καὶ μάκρος, τὰς λύπας τὰς ἀμέτρητας τὰς ἔπαθα δι’ αὐτήναν! Ἀλλὰ νομίζω τοῦ Ἔρωτος νὰ μὴ ψευστῆ τὸ στόμα, θαρρῶ εἰς τὰ μὲ ὑπεσχέθηκεν, νὰ τὴν κατατοξεύση, νὰ μὲ συδράμη εἰς πόθον της, νὰ δουλωθῆ εἰς ἐμένα. Λοιπὸν νὰ γράψη πρὸς ἐμέ, τοῦτο οὐδὲν ἁρμόζει· λοιπὸν ἐμὲν ἐνδέχεται ἐκ πρώτης νὰ τὴν γράψω καὶ ἂν τὸ δέξεται εὐτύχησα μεγάλως εἰς τὸν κόσμο· εἰδὲ καὶ δὲν τὸ | δέξεται, πάλιν νὰ δευτερώσω, νὰ γράψω τρία καὶ τέσσερα ὥστε ἀρχὴν νὰ ποίσω.","πιττάκιν = γράμμα (ερωτικό), ραβασάκι Ἐπλήρωσα = ολοκλήρωσα δοξάρι = τόξο κουβούκλιν = δωμάτιο, υπνοδωμάτιο ἐσχηματίστην διὰ πουλὶν = προσποιήθηκα ότι σημάδευα κάποιο πουλί ἀπέσω = μέσα (επίρρ.) ἡλιακὸν = τον εξώστη, το μπαλκόνι που εκτίθεται στον ήλιο ἐκενοτόμησα = σπατάλησα (ανώφελα) τον καιρό μου μηνυτήν = αγγελιοφόρο, απεσταλμένο ἀρκέψη = αρχίσει κενόδοξος = ματαιόδοξη, αλαζόνας συβάματα = γεγονότα μεγάλως = υπερβολικά (επίρρ.)",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Η Ροδάμνη διαβάζει τα (δύο) πρώτα γράμματα του Λίβιστρου (στ. 1107-1162),"Το βέλος με το γράμμα καταλήγει στα χέρια των υπηρετριών της Ροδάμνης, οι οποίες τσακώνονται μεταξύ τους για το ποια θα το πρωτοδιαβάσει. Η κυρία τους το διαβάζει, τις ρωτά από ποιον προέρχεται και, αφού περιφέρεται στα τείχη του κάστρου, αντικρίζει τον Λίβιστρο αναγνωρίζοντας ότι αυτός είναι ο αποστολέας. Ακολουθεί η δεύτερη επιστολή του Λίβιστρου. Όλα τα παραπάνω γεγονότα περιλαμβάνονται στο παρακάτω απόσπασμα. Βλέπω τῆς κόρης τὸ κελίν, προσέχω τὸ κουβούκλιν καὶ μέσα εἰς τὸν ἡλιακὸν θωρῶ τὰς ὡραιωμένας διὰ τὸ βεργὶν νὰ μάχουνται ποία νὰ τὸ κρατήση, ἡ μία τὸ ἐκράτειεν καὶ ἡ ἄλλη νὰ τὸ δράχνη καὶ εἶχαν ὅλες ταραχὴν τὸ ποία νὰ τὸ ἐπάρη. Γίνεται κάποτε σιγή, στένουνταιν οἱ φουδοῦλες, κρατεῖ ἡ μία τὸ βεργὶν καὶ οἱ ἄλλες ἤβλεπάν το· καὶ ἀφοῦ | τὰ ἐνεγνώσασιν, ὅλες ἐντάμα τρέχουν καὶ εἰς τὸ κουβούκλι ἐσέβησαν ἀπέσω τῆς ὡραίας διὰ νὰ ἰδοῦσιν τὸ βεργὶν τί ἔγραφεν ἀπέξω. Καὶ ὡς εἶδεν ὅτι μάχουνται, ἀνερωτᾶ ἡ Ροδάμνη, τὸ τί ἔναι τὸ δικάζουνται πάλιν ζητεῖ νὰ μάθη. Καὶ τὸ βεργὶν τὸ εὑρήκασιν γραμμένον, δείχνουσίν το· ἁρπάζει, ἀναγινώσκει το, θωρεῖ, ἀναψηλαφᾶ το καὶ ἀφότου εἶδεν κ’ ἔμαθεν τί γράφει εἰς τὴν σαγίτα, ἐρώτησεν διὰ τὸ βεργὶν τίνος καὶ πόθεν ἔναι· καὶ εἶπαν την ὡς δι’ αὐτό, πόθεν καὶ πῶς εὑρέθη. Ὡσὰν ἐπεμειδίασεν καὶ πάλι παραγγέρνει: «Προσέξετε καταλεπτόν, | μάθετε τίνος ἔναι!» Ἐπαίρνει ἡ κόρη τὸ βεργίν, καμμίαν οὐδὲν τὸ δίδει, κρατεῖ το εἰς τὸ χέρι της, θεωρεῖ τὰ γράμματά του καὶ συχνοεπαρέγγερνεν τίς τὸ ἔριψεν νὰ μάθη. Καὶ μετὰ ὥραν ὀλιγὴν ἐξέβην ἡ Ροδάμνη, νὰ παίζη ἐκεῖνο τὸ βεργίν, νὰ συχνοασχολῆται, νὰ πορπατῆ ἡ πανεύγενος τὸ τείχωμα τοῦ κάστρου, νὰ ἔναι καὶ οἱ βαΐτσες της ὁμοῦ καὶ ὁ εὐνοῦχος. Βλέπει, προσέχει τὸ βεργὶν καὶ ἐμὲν ἀνατρανίζει καὶ πρὸς τὸν εὐνουχόπουλον νὰ συντυχαίνη ὁκάτι· τὸ τίνος ἦτον τὸ βεργὶν ἐκατεγνώρισέν το. Καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ σχήματος ἐγνώρισα τὴν κόρην· καὶ πρὸς | πιττάκιν ὅρμησεν ὁ νοῦς μου νὰ τὴν γράψω καὶ ἄκουσε τί ἔγραψα, φίλε μου, εἰς τὸ πιττάκιν. Ὁ Λίβιστρος γράφει πρὸς τὴν Ροδάμνην «Νομίζω ἐὰν ἐκατέμαθεν δι’ ἐμέναν ἡ ψυχή σου, ἐὰν ἔμαθες τὸ τίς εἰμαι καὶ διὰ τίναν πάσχω, ἂν ἦτον πούπετε ἄνθρωπος νὰ σὲ πληροφορέση τὸ πόσου χρόνου διάστημα παρέδραμα διὰ σένα, πόσους κιντύνους ἔπαθα καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην, τί πράγματα ἐσυνέβησαν ’ς ἐμὲν ὡς διὰ σέναν, πέτρας ἐὰν εἶχες αἴσθησιν καὶ σίδηρον καρδίαν, νομίζω νὰ εἶχες διαρραγῆν, νὰ μὲ ἐψυχοπονούσου· νῦν δὲ τινὰν οὐδέν ἐχω διὰ νὰ σὲ τὰ συντύχη, ἔρωταν ἔχω μοναχό, | τάχα θαρρῶ εἰς ἐκεῖνον, ἐλπίζω εἰς τοὺς λόγους του καὶ εἰς τὰ μὲ ὑποσχέθην, νὰ ἀνοίξη τὴν καρδίτσα σου καὶ τὴν ψυχή σου νὰ εὕρη, νὰ ρίξη πόθου σταλαγμόν, νὰ πέσης εἰς ἀγάπην, ὅτι ἐγὼ τινὰν οὐδέν ἐχω τὸ νὰ σὲ ἐγκαλέσω, καὶ πίστευσε, ἡ καρδία μου σφάζεται διὰ σένα. Ἄρτι ἰδέ την τὴν γραφὴν καὶ γνώριζε τὸ πάσχω γνώριζε κόρη τὸ χαρτὶν καὶ ἂς τὸ ἀναγνώση ὁ νοῦς σου· δίχρονον ἤδη περπατῶ διὰ πόθον ἐδικό σου». Ἔγραψα, φίλε, τὴν γραφήν, δένω την μὲ γατάνιν, καὶ πάλιν ὥραν σωχρασμοῦ, πάλιν ἀρχὴν ἑσπέρας σύρνω σαγίταν ἔμορφα ὁμοῦ μὲ τὸ πιττάκιν καὶ ἐδόξευσα καὶ ἔπεσεν ’ς τὸν | τόπον ὁποὺ ἐγάπουν, ὀμπρὸς εἰς τὸν ἡλιακόν, ’ς τὴν πόρταν τοῦ κελιοῦ της.","κελίν = ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα κουβούκλιν = υπνοδωμάτιο ἡλιακὸν = εξώστη, μπαλκόνι θωρῶ = βλέπω βεργὶν = βέλος δράχνη = αρπάζει, πιάνει φουδοῦλες = (νέες) κοπέλες ἐντάμα = μαζί (επίρρ.) ἐσέβησαν = εισήλθαν τὸ δικάζουνται = αυτό για το οποίο λογομαχούν πόθεν = από πού (επίρρ.) ἐπεμειδίασεν = χαμογέλασε καταλεπτόν = λεπτομερειακά (επίρρ.) θεωρεῖ = βλέπει νὰ συχνοασχολῆται = να ασχολείται συχνά μαζί του πανεύγενος = που κατάγεται από αρχοντική γενιά βαΐτσες = υπηρέτριες ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.) ἀνατρανίζει = κοιτάζει, παρατηρεί νὰ συντυχαίνη = να λέει πιττάκιν = γράμμα (ερωτικό) πούπετε = κάπου, οπουδήποτε (επίρρ.) νῦν = τώρα (επίρρ.) ὅτι = γιατί, επειδή (αιτιολ. σύνδ.) Ἄρτι = τώρα, αυτή τη στιγμή (επίρρ.) ὥραν σωχρασμοῦ = κατά το σούρουπο ἀρχὴν ἑσπέρας = την ώρα που αρχίζει να δύει ο ήλιος",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Η ερωτική πολιορκία της Ροδάμνης από τον Λίβιστρο επιτείνεται (στ. 1324-1415),"Μετά την αποστολή και του δεύτερου γράμματος, ο έμπιστος ανώνυμος φίλος του ήρωα τον επισκέπτεται διαβεβαιώνοντάς τον για την αμέριστη στήριξη του ευνούχου. Σ’ ένα καινούριο αφηγηματικό επίπεδο ο ευνούχος μάς μεταφέρει το όνειρο της Ροδάμνης και την εντολή του θεού Έρωτα να δεχτεί η κοπέλα την αγάπη του Λίβιστρου. Η τρίτη επιστολή στην κοπέλα σηματοδοτεί και την επιστροφή στο προηγούμενο αφηγηματικό επίπεδο (διηγείται και πάλι ο Λίβιστρος), ενώ ακολουθεί διάλογος μεταξύ Ροδάμνης και ευνούχου, στον οποίον η κοπέλα προσποιείται ότι αγνοεί την ταυτότητα του αποστολέα. Το ανθολογούμενο απόσπασμα εστιάζει σε δύο νέες επιστολές του ήρωα· ο καινούριος διάλογος της κοπέλας με τον ευνούχο παρακινεί τον τελευταίο να διαβιβάσει στον ήρωα τη θετική της ανταπόκριση στην ερωτική πολιορκία, προτρέποντάς τον σε επίταση της συγγραφής επιστολών. Το απόσπασμα κλείνει με ένα τραγούδι των υπηρετριών, το οποίο ουσιαστικά αναδιηγείται τα παθήματα (αλλά και τις επιστολές) του Λίβιστρου. Πάλιν γραφὴν ἀντέγραψεν ὁ Λίβιστρος τον Ἔρων «Ἔρω μου, τὰς κακώσεις μου ἃς ἔπαθα εἰς τὸν κόσμον, νομίζω νὰ τὰς μνήσκεσαι καὶ νὰ τὰς ἐνθυμῆσαι, ὅλας γνωρίζεις, ἔχεις τας, καμμία οὐκ ἔλαθέ σε· ἐδὰ διὰ τὴν ὑπόσχεσιν τὴν ἐδική σου, Πόθε, χώραν καὶ πόλιν, τὴν ἐμὴν ἐφῆκα, βασιλείαν, εἰς τὸ μὲ ὑποσχέθηκες ἔδραμα δι’ ἐκεῖνο, τὸν ἐμαυτό μου ἠμέλησα, φονεύομαι καθ’ ὥραν καὶ δίχρονον ἐπάσ | χισα πικρίας ἀναριθμήτους· ἔφθασα τώρα εἰς γλυκασμόν, τὸ μὲ εἶπες ηὕρηκά το. Πλὴν μετὰ τὴν ἀφήγησιν τὴν ἀγανακτισμένην, ηὕρηκα τὴν ἀγέρωχον, ἑξάμηνον ὑπάγει νὰ γράφουσι τὰ χέρια μου πιττάκια πρὸς ἐκείνην καὶ ἐκείνη νὰ μὴ δέχεται κανέναν ἀπ’ ἐκεῖνα. Ἐδὰ ἐγκαλῶ την εἰς ἐσέν, ποίησε τὸ ἁρμόζει· ὥσπερ ἐμὲν ἐδούλωσες εἰς Πόθον καὶ εἰς Ἀγάπην καὶ εἶμαι δοῦλος πρὸς ἐσὲν καὶ οἰκεῖος πρὸς αὐτήναν, οὕτως καὶ αὐτήναν τόξευσε νὰ δουλωθῆ εἰς ἀγάπην. Ἔπαρε τούτην τὴν γραφὴν εἰς ὥραν μεσανύκτου, βάλε την εἰς τὰ στήθη της καὶ ἂς μείνη μετὰ κείνην | καὶ σύντυχέ την δι’ ἐμὲ νὰ βλέπη τὰς γραφάς μου· ἂς δέχεται πιττάκια μου, γραφάς μου ἂς ἀναγνώθη, ἂς μάθη διὰ τὸν πόθο μου καὶ ἀντίσηκον ἂς γράψη, νὰ ἰδῶ παρηγορία μου καὶ δίκαιον νὰ τὸ κρίνω· εἰδὲ ἐμὲν ἐδούλωσες εἰς πόθον καὶ εἰς αὐτήναν καὶ αὐτήναν οὐκ ἐδούλωσες εἰς πόθον καὶ εἰς ἀγάπην, τὴν ἀδιακρισίαν σου νὰ τὴν γεμώση ὁ κόσμος καὶ οἱ πάντες νὰ ἀποφεύγουσιν καὶ ὥσπερ ἐχθροί σου νὰ ἔναι». Πάλιν γραφὴν ἀπέστειλεν ὁ Λίβιστρος ’ς τὴν κόρη Ἔγραψα, φίλε, τὴν γραφήν, ἐτόξευσα καὶ ἐκείνην· ἐβγαίνει ὁ εὐνουχόπουλος, εἶδεν, ἐγνώρισέν την καὶ πάλιν λέγει: «Ηὕρηκα, βασίλισσα, πιττάκιν!» «Δός με το», λέγει, «Βρέτανε». Δίδει το τὴν φου | δούλαν. Ἔλυσε μὲ τὰ χέρια της τοῦ πιττακίου τὸ δέμα, στέκει καὶ ἀναγνώθει το καὶ λέγει τὸν εὐνοῦχον: «Δός με καὶ τὸ ἄλλον τὸ χαρτίν, τὸ εἶχες παροπίσου· νὰ τὰ συγκρούσω βούλομαι, νὰ ἰδῶ διὰ ποίαν τὰ γράφει». Ἐβγάνει, δίδει την καὶ αὐτό, δένει τὰ δύο ἐντάμα, δίδει τα τὴν βαΐτσα της, τοιαῦτα τὴν ἐλάλειεν: «Ἀλίμονον τὸν ἂνθρωπον, τίς ἔναι οὐκ ἐγνωρίζω· πολλά ’ναι τὰ ἐπάσχισεν διὰ πόθον εἰς τὸν κόσμον, πολλὰς πικρίας ὑπέμεινεν δι’ ἀγάπην ἡ ψυχή του, ἔπαθεν πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην. Μά τὴν ἀλήθειαν, ἤθελα τίς ἔναι νὰ τὸ ἠξεύρω καὶ διὰ τίναν τὰ πονεῖ, καὶ | νὰ τὸν ἐλυπούμην». Ἔδραξεν, ηὗρεν ἀφορμὴν ὁ εὐνοῦχος πρὸς τὴν κόρην καὶ τίτοια τὴν ἐσύντυχεν, τοιούτους λόγους εἶπεν: «Πόνει τοὺς θλίβει ὁ ἔρωτας, λυποῦ τοὺς φλέξει ὁ πόθος, συμπόνει τοὺς ἐπίκρανεν ἡ ἀγάπη ἀπὸ θυμοῦ της· γνώρισε, ἰδὲ καὶ τὰς γραφάς, μάθε διὰ τίναν ἔναι: οὐκ ἔναι διὰ καυχίτσα σου ἀλλὰ διὰ σέναν ἔναι· σκόπησε, αὐθέντρια μου, τὸ ὄνειρον τὸ εἶδες, τὸ διὰ τίναν σὲ ἔλεγεν ἰδέ, κατάμαθέ το». Ἤκουσεν τὸν εὐνοῦχον της ἡ κόρη, ἀναστενάζει, τὰ δάκρυά της ἔδραμαν, λόγους θλιμμένους εἶπεν: «Ὡσὰν τὸν οὐκ ἐδόξευσεν τὸ τόξον τῆς ἀγάπης, ὡσὰν τὸν οὐκ ἐδέσμευσεν ὁ κεραυνὸς τοῦ πόθου· | ἔζησεν χρόνους ἔμνοστους, ἐνήδονας ἡμέρας· καὶ τὸν ἐκατετόξευσεν τὸ τόξον τῆς ἀγάπης καὶ τὸν ἐκατεφλόγισεν ὁ κεραυνὸς τοῦ πόθου, τοὺς χρόνους ὅσους ἔζησεν ἦτον μὲ τὴν ὀδύνην». Καὶ ἀφοῦ τὴν ἐσυνέτυχεν, ἡ κόρη ἐμετεστάθην καὶ ἀπέσω εἰς τὸν κοιτώνα της ἐσέβηκεν θλιμμένη, θλιμμένη πλήρης ἄπειρα διὰ πόθον τοῦ Λιβίστρου. Καὶ ὡς εἶδεν ὁ εὐνουχόπουλος τὴν κόρην ὅτι εθλίβη καὶ μετὰ πόθου ἐσέβηκεν ἀπέσω εἰς τὸ κλινάριν τὸν ἄνθρωπό μου ἐλάλησεν, «Συγχαίρομαί σε», λέγει· «συνθλίβεται ἡ παράξενος τὸν πόθον τοῦ Λιβίστρου. Πάλιν ἀπόψα, πρόσεξε, ἄγωμε καὶ εἰπέ τον | νὰ μὴ ἀμελήση τὰς γραφάς, τὰ χέρια του νὰ γράφουν». Ἀλλ’ ἀπεδὰ ἐπαρέδραμεν τὸ πλέον τῆς ἡμέρας, εἶδα τὸν ἥλιον ἔκλινεν, ἐσίμωσεν ἡ ἐσπέρα, τὸ φέγγος ἐνετράνισα νὰ φέγγη εἰς τὸ κουβούκλιν. Και μετά ὥραν περισσὴν βλέπω καὶ τὴν φουδούλαν ἐμπρὸς τὸν εὐνουχόπουλον καὶ ὀπίσω δύο βαΐτσες, καὶ τραγουδίτσιν ἤρκεψαν νὰ λέγουν διατ’ ἐμένα. Οἱ βάιες τῆς ἐρωτικῆς τραγούδιν τραγουδοῦσιν «Ἄγουρος ἐκ τὴν χώραν του διὰ πόθον ὡραιωμένης αἰχμάλωτος ἐξέβηκεν καὶ μυριοτυραννεῖται. Θέλει ὁ στρατιώτης τὸ πονεῖ καὶ ἡ κόρη νὰ τὸ μάθη καὶ πῶς τὸ ’πεῖν οὐδέν ἐχει καὶ σφάζει τὸν ἑαυτό του· στεναχωρεῖται, οὐκ ἠμπορεῖ, πνί | γεται ἐκ τὴν λύπην καὶ ἀπὸ τὴν βίαν τὴν πολλὴν τὸν Ἔρωταν τὸ λέγει: “Ἔρω, δυνάστα φοβερέ, πλήρωσον ὅσον θέλω”». Καὶ ἀφοῦ τὸ ἐκατέλεξαν μὲ ὥραν οἱ φουδοῦλες πάλιν ἀνθυποστρέψασιν καὶ ὑπᾶν εἰς τὸν κοιτώνα καὶ ἐγὼ τὸν πύργο νὰ θωρῶ, τὸν πύργον καὶ τὴν στράταν. Καὶ ὡς εἶδα ὅτι ἐπαρέδραμεν τὸ ἀρκετὸν τῆς ὥρας γυρίζω εἰς τὴν τέντα μου καὶ πέφτω εἰς τὸ κλινάριν μὲ κόπον καὶ μὲ λογισμὸν τὸ τί πάλε νὰ ποίσω. Νὰ κοιμηθῶ οὐκ ἠμπόρεσα, νὰ στέκω οὐκ ἦτον τρόπος, μόνον ὁ νοῦς μου νὰ σκοπῆ, μυρία νὰ φροντίζη·","τὰς κακώσεις = τα παθήματα, τις συμφορές οὐκ ἔλαθέ σε = δεν διέφυγε της προσοχής σου ἐδὰ = τώρα (επίρρ.) εἰς τὸ μὲ ὑποσχέθηκες = σε αυτό που μου υποσχέθηκες ἀγέρωχον = ατίθαση πιττάκια = γράμματα (ερωτικά) ἐγκαλῶ = κατηγορώ, καταγγέλω σύντυχέ την = μίλησέ της ἀντίσηκον = απάντηση (σε επιστολή) εἰδὲ = αλλιώς, ειδεμή (σύνδ.) ἀδιακρισίαν = έλλειψη δικαιοσύνης, σκληρότητα φου | δούλαν = κοπέλα παροπίσου = στο παρελθόν συγκρούσω = συγκρίνω(;) ἐντάμα = μαζί (επίρρ.) βαΐτσα = υπηρέτρια, θεραπαινίδα Πόνει τοὺς θλίβει ὁ ἔρωτας, λυποῦ τοὺς φλέξει ὁ πόθος = να συμπονείς όσους θλίβει ο έρωτας, να λυπάσαι όσους θα κάψει ο πόθος καυχίτσα = παρακόρη, δούλη ἔδραμαν = έτρεξαν, κύλησαν τὸν οὐκ ἐδόξευσεν = αυτόν που δεν τόξευσε ἔμνοστους = όμορφους, ευχάριστους ἐμετεστάθην = ξαναστάθηκε ἀπέσω = μέσα (επίρρ.) ἄγωμε = πήγαινε ἐνετράνισα = είδα, παρατήρησα Ἄγουρος = νέος αἰχμάλωτος = εξόριστος, περιπλανώμενος, χωρίς πατρίδα πῶς τὸ ’πεῖν οὐδέν ἐχει = δεν ξέρει πώς να το πει/εκφράσει πλήρωσον ὅσον = εκπλήρωσε/πραγματοποίησε όσα τέντα = σκηνή κλινάριν = κρεβάτι",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Η πρώτη συνάντηση των δύο ερωτευμένων νέων (στ. 1969-2075),"Στους περισσότερους από πεντακόσιους στίχους που έμειναν έξω από την ανθολόγηση, εντείνεται η επικοινωνία των δύο νέων, με ανταλλαγή πλέον ερωτικών γραμμάτων. Οι επιστολές της Ροδάμνης αποκαλύπτουν την αμφιθυμία της, καθώς το ύφος της είναι άλλοτε αυστηρό και θυμωμένο (επειδή πιστεύει ότι ο Λίβιστρος ξεπερνά κάποια όρια) και άλλοτε συμπονετικό. Κάποτε η ηρωίδα δεν μπορεί να αντισταθεί άλλο στα συναισθήματά της, έτσι κανονίζει μέσω του ευνούχου της την πρώτη συνάντηση στο πλαίσιο μιας δήθεν κυνηγετικής δραστηριότητας. Το μεταμεσονύχτιο τραγούδι της Ροδάμνης και των υπηρετριών της αντανακλά την αποδοχή του έρωτα του Λίβιστρου. Στο απόσπασμα διαβάζουμε τα συμφραζόμενα της πρώτης συνάντησης... Ὁκάποτε ἐφάνηκεν τὸ ἐρωτικὸν ἀστρίτσιν, εἶδα τὸν ἥλιον, ἤρξατο ἀπάρτι νὰ χαράζη· λαλῶ, ξυπνῶ παιδόπουλον νὰ στρώση τὸ φαρί μου, πολλὰ ὡραῖα καὶ λαμπρὰ τὸν ἐαυτό μου ἐποῖκα καὶ ἐγὼ λαμπρὰ ἐφόρεσα, πλήρης ἐξη | ρημένα. Καὶ ἀπὸ τότε ἐπρόσεχα τὴν στράταν καὶ τὸ διάβαν. Βλέπω τὴν κόρην τὴν αὐγὴν ἐδιέβην τὸ λιβάδιν, λιβάδιν πανεξαίρετον, μυριοδενδρογεμάτον. Καὶ ὡς τὴν εἶδα, ἐθαύμασα τὸ ἐξηρημένον κάλλος –εὐθὺς ὁ νοῦς μου ἐτράπηκεν ὁμοῦ καὶ ἡ ψυχή μου, φίλε μου, ἐκ τὴν ἐνθύμησιν τῆς ἡλιογεννημένης. Τὸ δάον τὸ ἐκαβαλίκευε χιονάτον ἦτον ἄσπρον, ἡ χιότη του ἐκρέμετον γεμάτη μὲ τὰς φοῦντες, μετάξια κοκκινόβαφα νὰ φέγγουν ὡς ἡ φλόγα. Λατινικὰ τὰ ροῦχα της ὑπήρχαν τῆς ὡραίας, ὁλόχρυσα καὶ ἀναβατά, πλήρης ὡραιωμένα. ’Σ τό ’να της χέριν νὰ βαστᾶ πουλὶν ἡμερωμένον καὶ πιστακὸν τὸν ἤλεγαν καὶ ἀνθρωπινὰ ἐλάλειεν: «Δουλώνει ἡ κόρη τὰς ψυχάς, τῶν νέων τὰς καρδίας, ὁποὺ δι’ ἀγάπην περπατοῦν ἔξω ἀπὲ τὰ δικά των, | τοὺς ἀνατρέφουν τὰ βουνὰ καὶ οἱ ἐρημοτοπίες». Καὶ ἐφῆκα νὰ θαυμάζωμαι τὴν πάντερπνον ἐκείνην, τὸ κάλλος τὸ ἀμήχανον, τὸ ἐξαίρετον τὸ ἦθος, καὶ ἐξενιζόμουν τὸ πουλὶν πῶς ἐκατεδουλώθην καὶ ἀνθρωπινὰ ἐσυντύχαινεν πρὸς εὐθυμίαν τῆς κόρης. Καὶ ἀφὸν ἐδιέβην τὴν αὐγὴν ἡ κόρη τὸ λιβάδιν ἐφαίνετό με ἐκπαντὸς εἰς νέφη ἀπάνου τρέχω (οἷος γὰρ εἰς ἀσχόλησιν φαντάζεται φουδούλας πάντα τὰ πάσχει ἡγεῖται τα ὡσὰν νὰ μὴ τὰ πάσχη). Καὶ πάλιν, φίλε μου, καὶ ἐγὼ ὡραῖα τρεχάτος πάγω, ὡσοῦ νὰ τρίψης ὀφθαλμὸν εὑρέθηκα εἰς τὸν τόπον. Ηὕρηκα τὸν εὐνοῦχον | <της> τῆς κόρης μοναχόν του, σκύφτω, περιλαμπάνω τον, γλυκέα καταφιλῶ τον. Καὶ ἀπὸ το χέρι μὲ κρατεῖ, ἤρξατο νὰ μὲ λέγη τῆς κόρης τὰ ἀφηγήματα, τὸν πόθον τῆς ψυχῆς της. Καὶ μετὰ ὥραν ἱκανὴν ἤκουσα τὴν ὡραίαν, ἐλάλειεν τὸν εὐνοῦχον της «Βρέτανε, ποῦ ’σαι, ἔλα!» Ἤκουσα τὴν παράξενον, ἐβγαίνω ἀπὸ τὸ δάσος νὰ ἔχω μεγάλην κατὰ νοῦν μάχην πολλὴν καὶ βίαν τί σχῆμα χαιρετίσματος, τί λόγους νὰ τὴν εἴπω, τὴν ὥραιαν <τὴν> πανέμορφον, πῶς νὰ τὴν χαιρετήσω καὶ τί λόγον νὰ ἄρξωμαι νὰ πρέπη πρὸς ἐκείνην. Ὅμως ἐξέβην, εἶδα την, καὶ ἐκείνη ἐνδράνισέ με, ἐποῖκεν σχῆμαν ἐντροπῆς, πεζεύει ἀπὸ τὸ δάον, <***> καὶ ἀπὸ τὸ | χέριν τὴν κρατεῖ καὶ πρὸς ἐμὲ τὴν φέρνει. Ἤρχετον ἡ παράξενος καὶ ἐγὼ συναπαντῶ την, νὰ πάσχω, νὰ βουλεύωμαι πῶς νὰ τὴν χαιρετήσω καὶ ποίαν ἀρχὴν ἐρωτικῆς νὰ εἴπω συντυχίας. Τράχηλο κλίνω, προσκυνῶ καὶ ἐκείνη πρὸς ἐμένα καὶ ταῦτα τὴν ἐσύντυχα μετὰ θλιμμένου τρόπου: Ὁ Λίβιστρος ἐρωτικὰ τὴν κόρην συντυχαίνει «Ἔδε ψυχὴ ἀδιάκριτον τὴν ἔχεις πρὸς ἐμένα, ἔδε καρδίαν τὴν ἔθλιψες τὸ δίχρονον, τὸ πάσχω, τὴν ἐξορίαν τὴν ἄπειρον διὰ πόθον ἐδικὸ σου. Ὁ Πόθος καὶ ὁ Ἔρωτας τώρα συμπάθησέ με. Κἂν ὅσους πόνους ἔπαθα διὰ τὴν σὴν ἀγάπην, κἂν δόξαν καὶ βασίλειον ἀφῆκα δι’ ἐσένα, κἂν δίχρονον ἐπάσχισα διὰ πόθον ἐδικό σου, ὅμως οὐδὲν | ἀπότυχα, τὸ ἐθάρρουν ηὕρηκά το θανάτου οὐκ ἔχω μέριμνα, πολλὰ εὐτυχὴς ὑπάγω». Ἐκείνη ἐχαμογέλασεν καὶ λέγει πρὸς ἐμένα: Ἡ κόρη ἀπιλογεῖται «Ὁποὺ εἰς ἐρωτοασχόλησιν ἄνθρωπος ἀπελπίση τὴν τύχην ἔχει συνεργόν, πολέμιον τὸν χρόνον καὶ δήμιον ἀμετάθετον τὴν μέριμναν τοῦ κόσμου. Ὅμως ἂς ἔχη χάριτας ὁποὺ σὲ ὑπεδουλώθην καὶ μὲ τὴν βίαν τὴν πολλὴν ἦλθα εἰς θέλημά σου». Καὶ τί τὰ θέλω τὰ πολλά, φίλε μου, τὰ ἐν μέσῳ; Γνώρισε, ἐὰν συνέλθωσιν ψυχὲς τυραννισμένες καὶ φέρη ὁ πόθος καὶ ὁ καιρὸς καὶ ἑνουθοῦν ἐντάμα, τὰ πάντα νὰ ἐλησμονηθοῦν καὶ ὁ πόθος νὰ ἔναι μέσα. <***> «Λοιπὸν ἀπάρτι ἤξευρε κανεὶς δὲ μᾶς χωρίζει». Ἡ κόρη πρὸς τὸν Λίβιστρον λέγει, παρηγορεῖ τον «Νὰ ἠξεύρης τί ἐσυνέβηκεν προτοῦ μὲ ἀσχολήθης. Καιρὸν ἔχει ὅτι ἐμήνυσε | τὸν βασιλέα Αἰγύπτου ἐμὸς πατὴρ ὁ βασιλεύς, ἄνδρα νὰ μὲ τὸν φέρη· κ’ ἔφθασεν τώρα μήνυμα, ἦλθε μαντατοφόρος: ὁ Βερδερίχος ἔφθασεν ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου. Λοιπὸν ἁρμόζει νὰ μὲ τὸ εἰπῆ ἐμέναν ὁ πατήρ μου καὶ ἐγὼ τὸν θέλω διηγηθῆν τὸ πράγμα πῶς ὑπάγει. Ἡ κόρη τὸν πατέρα της ἦρξεν παρακαλεῖ τον “Πόθος μὲ ἐσυνέβηκεν, πάτερ μου, τοῦ Λιβίστρου καὶ ἔναι ἀπαραίτητον τὸν πόθον του νὰ ἐκφύγω· ἀμὴ ἂν ἔχης θέλημα ὅρισε καὶ ἂς καβαλικεύσουν καὶ οἱ δύο μὲ τὰ φαρία των πλήρης ἀρματωμένοι καὶ κονταρέες ἂς δώσουσιν ἀλλήλων νὰ τζουστρίσουν καὶ οἷος νικήση ἀπὲ τοὺς δύο ἄνδρα νὰ τὸν ἐπάρω”. Νικᾶ γὰρ τὸ Λατινικόν πάντοτε εἰς πολέμους καὶ ἐλπίζω εἰς τὸν Ἔρωτα νά ’χης ἐσὺ τὸ νίκος· κακὴν καρδία μηδέν ἐχεις, τὸ νίκος θέλεις ἔχειν ἐπεὶ | ὁ πατήρ μου ὁ βασιλεὺς ἔχει πρὸς σὲ ἀγάπην. Ἔχεις τιμὴν καὶ ἔπαινος ὅτι εἶσαι ἀνδρειωμένος, καὶ ἂν ἔλειπεν ὅτι ἔπεψεν πρῶτος ὁ Βερδερίχος, ἐσέναν εἶχεν θέλημαν ἄνδραν διὰ νὰ μὲ δώση». Ἤκουσα τὰ λόγια της τὰ φρόνιμα καὶ εὐχαρίστησά την. «Ὁ Ἔρων ἔναι συνεργὸς καὶ βοηθὸς ’ς ἐμένα ὁποὺ ἠξεύρει πόσα ἐκακοπάθησα διὰ σέναν εἰς τὸν κόσμον». Ἡ κόρη ἐπεχαιρέτησεν τὸν Λίβιστρον καὶ ὑπάγει Ἐκείνη ἐπεχαιρέτησεν μὲ σχῆμαν Ἀφροδίτης καὶ ἐγὼ πάλιν ἔκλινα <’ς> τὴν ἡλιογεννημένην. Ἐκείνη ἐκαβαλίκευσεν καὶ πάγει εἰς τὸ κυνήγιν καὶ ἐγὼ εἰς τὴν κατούνα μου μυριοπονοθλιμμένος, νὰ μελετᾶ ἡ καρδία μου τὸ ἀσύστατον τῆς τύχης διὰ τοῦ πολέμου τὴν φοράν, πῶς νὰ νικήση ἡ μοίρα, μὴ κλώση ἡ τύχη | κατ’ ἐμοῦ καὶ νικηθῶ εἰς τὴν μάχην. Ἀφήνω τὴν ἀφήγησιν, φίλε μου, μὴ πλατύνω, – τί παρατρέχω τὸν καιρόν, κενοτομῶ την ὥραν;","ἀστρίτσιν = αστέρι ἀπάρτι = πριν από λίγο, μόλις (επίρρ.) φαρί = άλογο πανεξαίρετον = εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.) δάον = το άλογο [επίθ. δάος: γρήγορος, εδώ ως ουσ.] χιότη = χαίτη πιστακὸν = παπαγάλο ἀπὲ = από (πρόθ.) ἀμήχανον = ακαταμάχητο ἐσυντύχαινεν = μιλούσε περιλαμπάνω τον = τον αγκαλιάζω ἱκανὴν = αρκετή παράξενον = πάρα πολύ όμορφη Τράχηλο κλίνω = υποκλίνομαι από σεβασμό (έκφρ.· τράχηλος: λαιμός) Ἔδε = ιδού, να! (επιφ.) Ὁποὺ = αυτός που ἀπάρτι = τώρα τὸν θέλω διηγηθῆν = θα του διηγηθώ ἀμὴ = αλλά, όμως νὰ τζουστρίσουν = να κονταροκτυπηθούν, να συμμετάσχουν σε κονταρομαχία οἷος = όποιος κακὴν καρδία μηδέν ἐχεις = μη χάνεις το κουράγιό σου ὅτι = επειδή, διότι κατούνα = σκηνή, κατασκήνωση τὸ ἀσύστατον = την αστάθεια κενοτομῶ = χάνω ανώφελα τον καιρό του",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Ο Λίβιστρος νικητής στην κονταρομαχία και στον έρωτα (στ. 2076-2169),"Χωρίς να μεσολαβεί κάποιο κενό ανάμεσα στα δύο αποσπάσματα, παρακολουθούμε την άφιξη του Βερδερίχου, βασιλιά της Αιγύπτου και υποψήφιου συζύγου της Ροδάμνης. Η κοπέλα φανερώνει τα αληθινά συναισθήματά της στον πατέρα της, ο οποίος συγκατανεύει στη λύση της κονταρομαχίας με έπαθλο την ίδια την κόρη του. Ο λαός της χώρας συγκεντρώνεται ενθουσιασμένος στον χώρο που θα διεξαχθεί το αγώνισμα, χωρισμένος στα δύο: οι μισοί υποστηρίζουν τον Βερδερίχο και οι υπόλοιποι τον Λίβιστρο. Η αγωνία κορυφώνεται και η γκιόστρα, δηλαδή το κονταροκτύπημα, ξεκινά... Ὁ τῆς Αἰγύπτου ὁ βασιλεὺς ἦλθεν ὁ Βερδερίχος, ἔπεσεν ἡ κατούνα του καὶ οἱ παραταγές του. Εἴδησιν δίδουν παρευθὺς Χρυσὸν τὸν βασιλέα, ἐκεῖνος ἀντιεμήνυσεν πάλιν τὸν Βερδερίχον. Εἶχαν συχνὰ μηνύματα καὶ λόγους καθεκάστην· συνεβιβάστην ὁ Χρυσὸς μετὰ τοῦ Βερδερίχου. Κατήντησαν τὰ πράγματα μέχρι καὶ τῆς Ροδάμνης, δίδουν τὴν κόρην εἴδησιν περὶ τοῦ Βερδερίχου. Ἤκουσεν, οὐ συγκλίνεται, μάχεται τοῦ πατρός της· ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ βασιλεύς, ἦλθεν πρὸς τὴν Ροδάμνην καὶ ἄκο τί τὴν ἐσύντυχεν ὁ βασιλεὺς τὴν κόρην. Ὁ βασιλεὺς ἀναγκασθεὶς τὴν κόρην συντυχαίνει Λέγει πρὸς ταύτην ὁ Χρυσός: «Τί θέλεις, ἡ Ρο | δάμνη; Τί θέλεις, ἡ καρδία μου, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶ μου; Λέγε μοι, λέγε τὴν βουλὴν, λέγε τὸ θέλημά σου». Ἡ κόρη τὸν πατέρα της οὕτως ἀπιλογεῖται Ἡ κόρη πάλιν δουλικῶς λέγει πρὸς τὸν πατέρα: «Πατήρ μου, μέγα βασιλεῦ τῆς γῆς Ἀργυροκάστρου, ἄνθρωπος μέγας, εὐγενής, ρήγας τῆς γῆς Λιβάνδρου, δίχρονον ἐπεριεπάτησεν διὰ τὴν ἐμὴν ἀγάπην, ἔπαθεν πόνους φοβεροὺς καὶ ἀνάγκας ὑπεστάθην· εἶδα τὴν κακοπάθειαν τὴν ἔπαθεν δι’ ἐμένα καὶ συμπονῶ εἰς τὰ ἔπαθεν, πολλὰ τὸν συλλυποῦμαι· ὅρκον ἐποῖκα πρὸς αὐτὸν νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν. Νῦν δὲ διὰ τὸ θέλημα, πατήρ μου, τὸ ἐδικό σου λέγω σε πράγμα τὸ φρονῶ καὶ σὺ νὰ τὸ θελήσης: ἐγὼ ποθῶ τὸν Λίβιστρον καὶ σὺ τὸν Βερδερίχον· πρόσταξε ἂς καβαλικεύσουσιν καὶ ἂς δώσουν κονταρέας καὶ οἷον νικήση | εἰς τ’ ἄρματα, ἄνδρα νὰ τὸν ἐπάρω». Ὁ βασιλεὺς ὑπέκλινεν εἰς θέλημαν τῆς κόρης Συνεκατέβην ὁ πατὴρ τὸ θέλημαν τῆς κόρης, μηνεῖ ἐμὲν ἡ ἐξαίρετος καὶ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνον. Γίνεται εἰς τὸ Ἀργυρόκαστρον λόγος ὁ τοῦ πολέμου, πλῆθος συνάζεται πολὺ ἀνδρῶν μὲ τὰς γυναίκας, συνάζουνταιν οἱ ἄρχοντες, τὸν γύρον οἱ τοπάρχαι, γέροντες, νέοι, ἅπαντες, μικροί τε καὶ μεγάλοι, καὶ εἰς δύο μέρη ἐστάθησαν νὰ βλέπουσιν οἱ πάντες. Καβαλικεύουν οἱ ἑκατὸν οὓς εἶχα μετὰ μένα, ἐπρόκυψεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ κόρη μετ’ ἐκεῖνον καὶ σύντομα ἐκαβαλίκευσεν λαὸς τοῦ Βερδερίχου τὴν ρένταν ἐκονόμησαν, τὰ πάντα οἰκονομοῦσιν. Οὐδεὶς ἀνθρώπων ἔμεινεν ἔσω τοῦ κάστρου τότε καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐμάχουντα μέσα ’ς ἐμὲν καὶ ἐκεῖνον· | οἱ μὲν ἐκεῖνον ἤθελαν, φίλε μου νὰ νικήση, οἱ δὲ ἐμέναν ἤθελαν πάλε νὰ δοῦν τὸ νίκος. Πάλιν Χρυσὸς ὁ βασιλεὺς θέλει νὰ ’τοιμαστοῦμεν διὰ νὰ καβαλικεύσωμεν νὰ ἐμποῦμεν εἰς τὸ μέσον. Βλέπω τὴν κόρην, ρίπτει με μαγνάδιν ἐδικόν της, δένω το ’ς τὸ κεφάλι μου, πηδῶ, καβαλικεύω, ἐπαίρνω τὸ κοντάρι μου, σεβαίνω εἰς τὴν μέσην· ἀνήβηκα, ἐκατέβηκα μὲ σχῆμαν τῆς ἀγάπης διὰ νὰ μεταχερίζωμαι, φίλε μου, τὸ κοντάριν, ὁ νοῦς μου νὰ ἔχη μέριμνα διὰ τὴν ἀποτυχίαν, τῆς εἱμαρμένης τὸ ἄστατον νὰ τὸ πονῆ ἡ ψυχή μου. Ὅμως με ὥραν ολιγὴν ἦλθεν ὁ Βερδερίχος –μὴ κρύψω τὴν ἀλήθειαν, καλὸς ἦτον καὶ ἐκεῖνος εἰς εἴτι εἴπης, φίλε μου, εἰς σχῆμα καὶ εἰς ἀνδρεῖαν–, ἀνέβην, ἐκατέβηκεν καὶ ἐκεῖνος εἰς τὴν | ρένταν, ὀλίγον ἐμαλάκισεν, φίλε μου, τὸ κοντάριν· κατάχερα ἐδειλίασα, μὴ μὲ τὸ ἀπιστήσης. πάντα ὁ νοῦς μου ἔτρεμεν τὴν κακοαποτυχίαν. Ὅμως μετὰ συμπλήρωσιν πάντων τῶν γινομένων μέσον τῆς ρέντας στέκομαι, θέλω διὰ νὰ τὸν δώσω καὶ πιλαλῶ τὸν μαῦρο μου καὶ πάγω πρὸς ἐκεῖνον καὶ ἐκεῖνος πάλιν κατ’ ἐμοῦ· γίνεται κτύπος μέγας καὶ ταραχὴ καὶ θόρυβος πρὸς τοὺς παρεστηκότας. Στοχῶ τὸ ὀμπροστοκούρβιν του, κρούγω τὸν κονταρέα –μή μὲ ἀπιστήσης, φίλε μου, νὰ δῶ νὰ δῶ τὴν κόρην, ν’ ἀξιωθῶ τὸ ὀρέγομαι, τὸ ἐπεθυμῶ, τὸ θέλω, τῆς εἱμαρμένης τὸ ἄστατον νὰ μὴ μὲ καταλάβη, τοῦ Ἔρωτος τὸ λόγιον νὰ μὲ πα | ρηγορήση, τὸ εἶδα ἐν ὀνείρῳ μου, φίλε, διὰ τὴν κόρην– Ὁ Λίβιστρος ἐτζούστρισεν μετὰ τοῦ Βερδερίχου καὶ ὁ Λίβιστρος ἐνίκησεν κατὰ τοῦ Βερδερίχου ἠνίκα ἐγὼ τὸν ἔδωκα αὐτὸν τὸν Βερδερίχον, νὰ εἶπες οὐκ ἐκάθετον ποτὲ εἰς τὸ φαρίν του ἀλλὰ συντόμως ἔπεσεν παρέκει ἀκ τὸ φαρίν του. Καὶ εὐθὺς τὸ πλῆθος ἵστατον καὶ τὴν ἀλήθειαν εἶπαν, ἐφήκασιν νὰ μάχουνταιν καὶ εἰς ἐμέναν ἦλθαν: «Χαρὰ ’ς ἐσένα, Λίβιστρε, κερδαίνεις τὴν κερά μας!» Καὶ ἡ κόρη τὸν εὐνοῦχον της ἔστειλεν πρὸς ἐμένα, κρατεῖ με ἀπὸ τὸν τράχηλον, φιλᾶ με εἰς τὸ χέριν: «Χάρησε, ζῆσε, σκίρτησε, τὴν τύχην εὐχαρίστει, ἄθλιβος, ἀσκανδάλιστος, πονοαμεριμνημένος καὶ τοὺς ὀπίσω πειρασμοὺς ρίψε, | ξενώθησέ τους». Εἶδεν ὁ τόσος πληθυσμὸς τῆς κόρης τὸν εὐνοῦχον, ἔδραμαν ὅλοι πρὸς ἐμὲ καὶ προσεκύνησάν με. Πέμπει Χρυσὸς ὁ βασιλεὺς τέσσερεις ἄρχοντάς του, φέρνουν σκουτάριν στρογγυλὸ καὶ ἀπάνου μὲ καθίζουν, εἰς ὕψος ἀνεβάζου με καὶ ἀπέκει μὲ εὐφημίζουν, Χρυσὸν τὸν αὐτοκράτορα καὶ δεύτερον ἐμένα. «Πολλὰ τὰ ἔτη», λέγουσιν, «πρῶτον τοῦ βασιλέως, καὶ δεύτερον τοῦ Λίβιστρου γαμπροῦ τοῦ βασιλέως, ρηγὸς Λιβάνδρου τοῦ λαμπροῦ καὶ νέου βασιλέως!»","καθεκάστην = καθημερινά (αντων., εδώ ως επίρρ.) οὐ συγκλίνεται = δεν συμφωνεί τὴν ἐσύντυχεν = της μίλησε, της είπε τὴν βουλὴν = την επιθυμία, την απόφαση οὕτως = έτσι (επίρρ.) ἀπιλογεῖται = αποκρίθηκε, απάντησε δουλικῶς = ευλαβώς, με σεβασμό (επίρρ.) ρήγας = βασιλιάς (από το λατ. rex) δίχρονον = δύο χρόνια (εδώ ως επίρρ.) πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ἂς δώσουν κονταρέας = ας κονταροκτυπηθούν μηνεῖ = πληροφορεί, στέλνει μήνυμα συνάζεται = συγκεντρώνεται τοπάρχαι = άρχοντες, ηγεμόνες, ευγενείς τὴν ρένταν = στάδιο, ο χώρος όπου γίνονται οι ιπποδρομίες ἐκονόμησαν = ετοίμασαν μαγνάδιν = πέπλο τῆς εἱμαρμένης τὸ ἄστατον = την αστάθεια της μοίρας εἴτι = οτιδήποτε ἐμαλάκισεν = βάσταξε, έσεισε κατάχερα = ξαφνικά (επίρρ.) τὸν μαῦρο μου = άλογο μαύρου χρώματος ὀμπροστοκούρβιν = το μπροστινό μέρος της σέλας ἐτζούστρισεν = κονταροκτυπήθηκε ἠνίκα = όταν, αφού φαρίν = άλογο τράχηλον = λαιμό ἔδραμαν = έτρεξαν σκουτάριν = ασπίδα εὐφημίζουν = επευφημούν, ζητωκραυγάζουν",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Ο Βερδερίχος κλέβει τη Ροδάμνη (στ. 2302-2379),"Αμέσως μετά τη νίκη του, ο Λίβιστρος παρουσιάζεται μπροστά στον βασιλιά Χρυσό, ο οποίος τον χρίζει διάδοχό του μπροστά σε όλους τους ευγενείς του βασιλείου. Ακολουθούν μια λεπτομερής περιγραφή (έκφραση) της ομορφιάς της Ροδάμνης από τον ερωτευμένο Λίβιστρο, η αναφορά στον ανέμελο, έγγαμο βίο, καθώς και μια ακόμη περιγραφή, αυτή του θαυμάσιου κήπου της Ροδάμνης, στον οποίο υπάρχει μια –απαρατήρητη από τους δύο ήρωες– επιγραφή που προφητεύει τα δεινά τους στο μέλλον. Το ακόλουθο απόσπασμα μάς μεταφέρει δύο χρόνια μετά τον γάμο τους και παρουσιάζει την περίεργη συνάντησή τους με έναν έμπορο και μια γριά, η οποία καταλήγει στην εξαφάνιση/απαγωγή(;) της Ροδάμνης. Χρόνους μὲ τὴν παράξενον ἤμην, νομίζω, δύο, ἄθλιβος, ἀνενόχλητος, ποθοαμεριμνημένος· καὶ μετὰ τὴν παρέλευσιν, φίλε μου, τοῦ διχρόνου, τῆς εἱμαρμένης τὸ ἄστατον κατ’ ἐδικοῦ μου ἐκλώστην, ἡ κλωθομυριομπόδιστος ἐγύρισεν τὸν χρόνον, ἡ τύχη μου ἡ κακόβουλος ἦλθεν κατ’ ἐδικοῦ μου. Μίαν ἡμέραν βούλομαι νὰ ἔβγω εἰς τὸ κυνήγιν, ἐγὼ καὶ ἡ | παράξενος ἡ ἐρωτικὴ Ροδάμνη μὲ ἄρχοντας, μὲ ἀρχόντισσας, σχεδὸν οἱ πάντες ἦλθαν τὸ νὰ παραδιαβάσωμεν καὶ νὰ χαροῦμεν τάχα. Ὅμως ἐμεῖς οἱ δύο μας με τ’ ἀρχοντόπουλά μας ἐξέβημεν παράμερα τάχα νὰ κυνηγοῦμεν. Συναπαντῶ πραγματευτὴν ἀνάμεσα τοῦ κάμπου ἄλογα νὰ ἔχη περισσὰ καὶ ἀνθρώπους μετ’ ἐκεῖνον καὶ γραίαν γυναίκα, φίλε μου, νὰ κάθεται εἰς καμήλιν. Καὶ πάλιν ὁ πραγματευτὴς ἔρκεται πρὸς ἐμένα καὶ προσκυνᾶ τιμητικὰ μὲ πᾶσαν δουλοσύνην. Λέγω τον: «Τίς εἰσαι, ἄνθρωπε, καὶ πόθεν ὑπαγαίνεις;» Λέγει: «Πραγματευτής εἰμαι ἀπὸ τὴν Βα | βυλώνα». «Τί ἔν’ τὸ πραγματεύεσαι;» πάλιν ἐρώτησά τον. «Μαργαριτάριν καὶ βλατίν, χρυσάφιν και λιθάριν». «Ἔχεις λιθάριν», εἶπα τον «πραγματευτή, νὰ ἐπάρω;» «Ναῖσκε, αὐθέντη μου, ἔχω το καὶ δακτυλίδιν ἔναι αὐτόφυον, αὐτοκάματον, κόκκινον ὡς τὴν φλόγαν· ἔχω καὶ δάον ἔμορφον καὶ πρέπει εἰς τὴν κερά μου, τὸ ἀκόμη οὐκ ἐφάνηκεν ἄλλον ὡσὰν ἐτοῦτον· καὶ ἂν ὁρίση ἂς τὸ ἰδῆ καὶ ἂς τὸ καβαλικεύση». Σύρνει τὸ δάον, βλέπω το καί, πίστευσέ με, φίλε, τὸν νοῦ μου εἰς τὸ θεώρι του ἐμυριοενέπαυσέ τον. Ὀρέχθην το ἡ παράξενος νὰ τὸ καβαλικεύση· ὅρισεν καὶ ἐκαβαλίκευσεν καὶ ἀνέβην καὶ ἐ | κατέβην καὶ ἐπορπάτειε θαυμαστὰ ὥσπερ νὰ τρέχη ἄλλον. Τὸ δὲ δακτυλιδόπουλον ἐκεῖνο τὸ σὲ εἶπα, εἶδα το καὶ ὀρέχθην το, τὴν χρόαν ἐθαυμάστην. Ὁ Λίβιστρος ὀρέκτηκεν, βάνει τὸ δακτυλίδιν· εὐθὺς νεκρὸς εὑρέθηκεν ὡσὰν ἀπεθαμένος Βάνω το εἰς τὸ δακτύλι μου καὶ εὐθὺς ἀπενεκρώθην καὶ ἐκ τὸ φαρί μου ἔπεσα εὐθὺς ἀπεθαμένος. Καὶ τί ἀπὸ τότε ἐγίνετον οὐκ ἐγνωρίζω, φίλε, εἰς τὸν κακὸν πραγματευτὴν καὶ εἰς τὴν ἐξηρημένην· τοῦτο ἠξεύρω μοναχὸν καὶ πῶς τὸ ’πεῖν οὐκ οἶδα, ὅτι μὲ ὥραν ὀλιγὴν ἀνεψηλάφησάν με, ηὗραν με κείμενον νεκρόν, εἶδαν, ἐγνώρισάν με. Γίνεται θόρυβος πολὺς ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου, πᾶς ἄνθρωπος εἰς τὴν ἐμὴν ἔδραμεν τότε θέαν, ἔσω τοῦ κάστρου στρώνουσιν, παίρνου με, θέτουσί με, κρατοῦσιν τὸ δακτύλι μου, βλέ | πουν τὸ δακτυλίδιν, ἐβγάνουν, τάχα νὰ τὸ δοῦν, καὶ εὐθὺς ἀνεψυχώθην. Ἔζησα, ἀνεψύχησα, τὴν κόρην ἀνεζήτουν, ἠρξάμην κατακόπτεσθαι, γίνεται θρήνος μέγας. Εἶπαν με πῶς εὑρέθηκα καὶ πῶς ἀνεψυχώθην, τὸ δακτυλίδιον ζητῶ, βάνω το εἰς τὸ μπουγγί μου πάλιν εἰς ἀναζήτησιν ἐξέβηκα τῆς κόρης. Ἀκολουθοῦ με οἱ ἑκατὸν οὓς εἶχα μετὰ μένα καὶ ἐπίασα στράταν καὶ κοπόν, τὸ ποῦ πάγω οὐ ξεύρω· εἰς ἑκατὸν ἐκόπτετον μικρὰ μονοπατίτσα. Ὁ Λίβιστρος ἀπέστειλεν τὴν κόρην νὰ γυρεύσουν Καὶ τὸν καθέναν ἔστειλα εἰς ἕνα μονοπάτιν· δίχρονον ἐπαρέγγειλα τὸ νὰ περιπατοῦσιν καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν πάλιν νὰ ἀποστραφοῦσιν καὶ νὰ μὲ καρτερέσουσιν ἐκεῖ ὁποὺ τοὺς ἐφῆκα. | Καὶ πάντες μὲ ἐπροσκύνησαν, τὸν κόσμον νὰ ὑπαγαίνουν. Καὶ ἀπὸ τότε, φίλε μου, ἕως καὶ ηὗρα ἐσένα, νὰ μὴ ἐπιτύχω πούπετε ἄνθρωπον νὰ συντύχω εἴμη ἐσέναν μοναχὸν διὰ νὰ σὲ πῶ τὰ πάσχω· καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ ὅλα ἐδιηγήθηκά τα καὶ ὡσὰν ἐπαρηγορήθηκεν ὁ πόνος τῆς ψυχῆς μου. Τῆς δὲ Αἰγύπτου ὁ βασιλεύς, φίλε, ὁ Βερδερίχος, ἐκεῖνον τὸν ἐμήνυσαν νὰ πάρη τὴν Ροδάμνην, καὶ μ’ ἐντροπὴν ἐγύρισεν καὶ μοναχὸς ἐδιέβην, ἐπεῖ τὸν ἐκατέριξα πολλὰ ἐντροπιασμένα, ’ς τὴν τζούστριαν ὁποὺ ἐποίκαμεν ὀμπρὸς <’ς> τὸν βασιλέα, λέγουν ὡσὰν ἐμίσευσεν πο | λλὰ ἐντροπιασμένα, ὄμοσεν ὅρκους δυνατοὺς τὴν κόρην νὰ τὴν κλέψη. Καὶ μέσα εἰς τὴν ὁμιλίαν μας ἐφθάσαμεν τὴν χώραν, ὕπα, ἂς ἀνασάνωμεν, τάχα νὰ κοιμηθοῦμεν καὶ πάλιν αὔριον τὴν ὁδὸν νὰ πιάσωμεν ἐντάμα ⁎ καὶ πάλιν νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι τὰ ἐπίλοιπα πικρά μου».","παράξενον = θαυμάσια, πολύ όμορφη τῆς εἱμαρμένης τὸ ἄστατον = η αστάθεια της μοίρας βούλομαι = θέλω, επιθυμώ παραδιαβάσωμεν = διασκεδάσουμε, ευχαριστηθούμε πραγματευτὴν = έμπορο δουλοσύνην = υποταγή βλατίν = πολυτελές μεταξωτό ύφασμα (συνήθ. πορφυρό) Ναῖσκε = ναι, βέβαια (επίρρ. σε απαντήσεις) αὐτόφυον = φυσικό, από τη φύση του δάον = άλογο Ὀρέχθην = λαχτάρησε, επιθύμησε χρόαν = το χρώμα φαρί = άλογο ἐξηρημένην = θαυμάσια πῶς τὸ ’πεῖν οὐκ οἶδα = δεν ξέρω πώς να το πω εἰς τὴν ἐμὴν ἔδραμεν τότε θέαν = έτρεξε τότε να με δει ἠρξάμην κατακόπτεσθαι = άρχισα να θρηνώ κοπόν = μονοπάτι, κατεύθυνση πούπετε = πουθενά (επίρρ.) πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ’ς τὴν τζούστριαν = στο κονταροκτύπημα ἐμίσευσεν = έφυγε, αναχώρησε ἐντάμα = μαζί (επίρρ.)",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Η ιστορία του Κλιτοβού (στ. 2406-2450),"Ύστερα από την αναφορά στη μυστηριώδη εξαφάνιση της Ροδάμνης, επανερχόμαστε στο πρώτο αφηγηματικό επίπεδο, αυτό του Κλιτοβού, ο οποίος, μετά από την ευγενή παράκληση του Λίβιστρου, δέχεται να αφηγηθεί τη δική του ιστορία. Στο απόσπασμα δεσπόζει ο παράνομος έρωτας με την ξαδέλφη του Μυρτάνη, σύζυγο ενός Πέρση, γεγονός που οδηγεί πρώτα στη φυλάκιση και μετά στην αυτοεξορία του. Ὁ ἐμὸς πατήρ μου γέγονεν αὐθέντης Ἀρμενίας, τῆς χώρας | ταύτης ὄνομα καλεῖται Λιταβία. Γονεῖς ἐμοῦ τοῦ δυστυχοῦς πρῶτοι τῆς χώρας ταύτης, τοῦ δὲ πατρός μου ὁ ἀδελφὸς ρήγας τῆς Ἀρμενίας. Εἶχεν πολλὰ παράξενην ὁ ρήγας θυγατέραν, αἰσθητικήν, προσεκτικήν, πάνυ ὡραιωμένην· ἄνδραν τὴν ἐπροσήφεραν ἐκ χώρας τῆς Περσίδος. Πόθος εἰς τὴν καρδία μου τῆς κόρης μὲ ἐπροσῆλθε καὶ ἐτρώγετο ἡ καρδία μου, ἔφθειρα τὴν ζωή μου, τὸν νοῦ μου ἐκατέφθειρα καὶ τὴν ψυχή μου ἐχάσα. Καὶ τὸν καιρὸν ἐγύρευα καὶ ἐπάντεχα τὴν ὥραν· ὁ Πέρσος ἐταξίδευσεν μακρὰ ἐκ τὴν Λιταβία, ἔτυχεν ἔλειπεν καιρόν, χρόνον νὰ πῶ καὶ πλέον. Τὴν κόρην ἐφανέρωσα τὸν πόνον τῆς ψυχῆς μου, | εἶπα την διὰ τὴν ἀγάπην της πόνους μεγάλους πάσχω. Ἤκουσεν ἡ παράξενος καὶ ἐσυνεπόνεσέ με, ἔπασχεν τὰς κακώσεις μου, τὰς θλίψες μου ἐλυπᾶτον, κατένευσεν εἰς ἔρωταν καὶ αὐτὴ τὸν ἐδικό μου. Λοιπὸν τὰ πάντα ἔμαθεν αὐθέντης ὁ πατήρ μου, τὸν πόθον καὶ τὸν ἔρωτα τὸν εἶχα πρὸς αὐτήναν καὶ πάλιν ὁ πατέρας της καὶ αὐτὴν ἐγνώρισέν την· εἰς μέρος ἐνουθέτησεν ἐκείνην ὁ πατήρ της, μέρος ἐπαπειλήσατο ἐμὲν ὡς συγγενήν του. Εἶχεν τας ἡ καρδία μου, φίλε, τὰς ἀπειλάς του, νὰ εἶπες τοὺς φοβερισμοὺς τίποτα οὐδὲν τοὺς εἶχα. Ἤλεγα ὅτι ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται τὸν κόσμον ἂν οὐ πονέση διὰ ἔρωταν, δι’ ἀγάπην ἂν οὐ πάθη, οὐκ ἔναι ἔρου δουλευτής, οὐκ ἐγνωρίζει πόθον. | Τί τὸ λοιπὸν ἐγίνετον, ἄκουσε νὰ θαυμάσης. Εἶδεν ἀδιαχώριστον τὸν ἐδικό μου πόθον καὶ τῆς ὡραίας τὸν ἔρωτα νὰ κεῖται εἰς ἐμένα· ἐκείνην μὲν ὀνείδισεν καὶ ὀργίστην ὁ πατήρ της καὶ λόγους δικασίματος εἶχεν καὶ νουθεσίας, εἶπεν πολλὰ ὀνειδιστικὰ πρὸς τὴν ἐξηρημένην, ἐμὲ δὲ πέμπει καὶ κρατεῖ, σίδερα μὲ φοραίνει, χερόψιν εἰς τὸν τράχηλον, καὶ εἰς φυλακὴν μὲ βάνει καὶ χρόνον ἕναν ἥμισυ ἤμην φυλακισμένος. Τότε ὁ Πέρσος ἔφτασεν, φίλε, ἐκ τὸ ταξίδιν, ἤκουσεν τὰ γενόμενα ὅλα κατέμαθέν τα καὶ ἀπὸ τότε ἐγύρευεν καιρὸν νὰ μὲ καταφονεύση. Μαθάνει το ἡ παράξενος, πολλὰ στενοχωρεῖται· πολλὰ ἐκακοπάθησεν ὥστε νὰ μὲ ἐβγάλη ἐμὲν ἀπὸ τὴν φυλακὴν | καὶ νὰ μ’ ἐλευθερώση. Εἶπα σε τὰς ὀδύνας μου καὶ τὰ ἐστεναχωρήθην ὡς ἐν συνόψει καὶ κοντά, μὴ σὲ λυπήσω πλέον».","αὐθέντης = άρχοντας, ηγεμόνας ρήγας = βασιλιάς (από το λατ. rex) πολλὰ παράξενην = πάρα πολύ όμορφη αἰσθητικήν = ευαίσθητη πάνυ = πολύ (επίρρ.) πλέον = περισσότερο (επίρρ. συγκρ. βαθμού) κατένευσεν = συμφώνησε, συγκατετέθη τὸν = που, τον οποίο (αναφορ. αντων.) ἐνουθέτησεν = συμβούλευσε ἔρου δουλευτής = υπηρέτης του έρωτα ὀνείδισεν = κατηγόρησε δικασίματος = επίπληξης χερόψιν = δεσμά τράχηλον = λαιμό ὡς ἐν συνόψει καὶ κοντά = σύντομα και περιληπτικά",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Η γριά μάγισσα βοηθά τους δύο νέους (στ. 2739-2768),"Οι δύο φίλοι έχουν αποφασίσει να πορευτούν μαζί προς την Αίγυπτο αναζητώντας τη Ροδάμνη, η οποία, σύμφωνα και με την ερμηνεία τους σε κάποιο όνειρο του Κλιτοβού, πρέπει να είναι ζωντανή. Η τυχαία συνάντηση με τη γριά μάγισσα που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απαγωγή της ηρωίδας προωθεί αποφασιστικά την εξέλιξη της υπόθεσης. Έτσι, αφού έχει προηγηθεί η αμοιβαία αναγνώριση των προσώπων μέσα από την αφήγηση των ατομικών τους ιστοριών, στο απόσπασμα αυτό η γριά πλέον συνδράμει με τα μαγικά της στην εύρεση της Ροδάμνης, παρέχοντας στους δύο φίλους μαγικά άλογα και τις απαραίτητες πληροφορίες για την τωρινή κατάσταση της κοπέλας. Λέγει: «Παιδία μου καλά, εἴτι καλὸν ἐποῖκα· ταύτην τὴν νύκταν ἅπασαν τοὺς δαίμονας ἐλάλουν, τὰ ἄστρη ἐσυντύχαινα, τὰ μαγικὰ ἐπολέμουν, τοὺς δαίμονας ἐλάλησα καὶ ἐκριβολόγησά τους νὰ μάθω ἂν ἔναι δυνατὸν νὰ δράξετε τὴν κορήν καὶ ἡ κόρη τί νὰ πολεμῆ καὶ ποῦ νὰ κατουνεύη. Ἡ κόρη ἐσυβιβάστηκεν μετὰ τοῦ Βερδερίχου νὰ γένη ξενοδόχισσα, ξενοδοχεῖον νὰ βλέπη χρόνους, ὡς μέ ’παν, τέσσερεις, οἱ δαίμονες οἱ πρῶτοι· καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν χρό | νων τῶν τεσσάρων νὰ γένη τέλεια δούλη του, ἐγνήσια ἐδική του, εἰς θέλημάν του νὰ ἐλθῆ, λέγω, τοῦ Βερδερίχου. Λοιπὸν τὸ ξενοδόχειον τώρα ἐκ νέας τὸ ἐποῖκεν, ἔχει πλησίον καὶ λουτρὸν νὰ λούγουνταιν οἱ ξένοι. Λοιπόν, παιδία μου, ἀπὸ τοῦ νῦν κάτσετε ’ς τ’ ἄλογά σας, περάσετε τὸν ποταμὸν τὸν λέγουσιν Εὐφράτην καὶ πρῶτον ὁποὺ ἀπαντήσετε, ἐκεῖνον ἐρωτᾶτε τὸ νὰ σᾶς δείξη τὴν ὁδὸν καὶ τὸ ξενοδοχεῖον. Καὶ ἀφὸν εὑρῆτε τὴν ὁδὸν καὶ τὸ ξενοδοχεῖον λαλήσετε ὡς ἄνθρωποι ξένοι καὶ διαβάται· ὀμπρός ἂς πάγη ὁ Κλιτοβὸς ὡς ξένος καὶ ὡς διαβάτης· εἰπεῖν σε θέλει: «Ἀπόζευσε, μονή ἔναι διὰ νὰ μείνης καὶ ὅσα ἐκακοπάθη | σες νὰ μὲ τὰ ἀναδιδάξης». Καὶ ἀφότου δώσης εἰς αὐτήν, λέγω, ἐγνωριμίαν, εἰπέ την «Οἰκονόμησε τὸ δάον», ἐὰν τὸ ἔχει, ἐκεῖνο ὁποὺ τὴν ἤφερεν μετὰ τοῦ Βερδερίχου. Καὶ ὡς μετὰ ταῦτα εἰπῆτε την τὰ πάσχετε δι’ αὐτήναν, τὸ ὄνομά σας δείξετε, τὸ πῶς δι’ αὐτὴν ὑπᾶτε. Καὶ ἐγὼ πάλιν, παιδία μου, ὅσο μπορῶ, νὰ πράττω μὲ μαγικά, μὲ δαίμονας, με τ’ ἄστρη, μὲ τὸ φέγγος.","εἴτι = ό,τι, οτιδήποτε ἐλάλουν = καλούσα ἐσυντύχαινα = μιλούσα, συμβουλευόμουν (;) ἐκριβολόγησά = εξέτασα με ακρίβεια νὰ δράξετε = να πάρετε, να αρπάξετε κατουνεύη = κατοικεί, διαμένει ἐκ νέας = πρόσφατα (έκφρ.) ὁποὺ = αυτόν που λαλήσετε = μιλήστε μονή = τόπο διαμονής, κατοικία ἀναδιδάξης = διηγηθείς Οἰκονόμησε = φρόντισε δάον = άλογο",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Διάλογος Κλιτοβού-Ροδάμνης: η ηρωίδα μαθαίνει ότι ο Λίβιστρος ζει (στ. 3309-3359),"Παρά την καίρια συνδρομή της μάγισσας, ο Λίβιστρος εμφανίζεται επιφυλακτικός για το μέλλον, οι δισταγμοί του όμως κάμπτονται από τον Κλιτοβό. Η αναζήτηση της Ροδάμνης καταλήγει στη φιλοξενία του Κλιτοβού στο ξενοδοχείο της κοπέλας. Προηγείται η (ανα)διήγηση της ιστορίας της πρωταγωνίστριας, στην οποία ωστόσο περιλαμβάνονται και νέες πληροφορίες γύρω από τη ζωή της στην Αίγυπτο μετά την απαγωγή της. Ακολουθεί, μετά από επιμονή της ηρωίδας, η αφήγηση των παθημάτων του Κλιτοβού. Το ανθολογούμενο απόσπασμα περιέχει τη συνάντησή του με τον Λίβιστρο και (σε πλάγιο λόγο) όλες τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή· η αποκάλυψη της αλήθειας δεν αργεί... Καὶ τὸ ν’ ἀκούσω λόγον του νὰ ὀμόσωμεν ἐντάμα, πεζεύω ἐκ τὸ ἄλογον καὶ ἐκεῖνος μετὰ μένα καὶ ὅρκον ἐδώκαμεν φρικτὸν νὰ εἴμεθεν ἐντάμα, καὶ εἴτι ἂ μᾶς ἔλθη κίντυνος νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν. Ἀφότου γὰρ ὀμόσαμεν νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν, ἄκουσε, ξενοδόχισσα, τὸ τί μὲ ἀφηγήθην». Καὶ ἀπὸ τότε ἐχείρισα τὸ νὰ τὴν ἀφηγοῦμαι εἴτι ἐὰν μὲ εἶπε ὁ Λίβιστρος ὅλα νὰ τῆς τὰ | δείξω· μόνο τὴν χώραν ἔκρυψα καὶ τὸ ὄνομαν ἐκεῖνου. Εἰς μὲν τὰ πρῶτα ἐκάθετον καὶ ἐφκράτονέ με ἡ κόρη καὶ μόνον ἐνεστέναζεν καὶ πάλιν ἐφικρᾶτον καὶ ἐτρέχαν καὶ τὰ δάκρυα της ὡς στάζει ὁ κεραμόρος. Ὅταν δὲ εἰς ὑπόθεσιν ἐσέβην τοῦ Λιβίστρου καὶ εἶπα την πῶς ἐξέβηκεν ἀρχὴν εἰς τὸ κυνήγιν πῶς τὸ τρυγόνι ἐδόξευσεν καὶ τὸ ἄλλον ἐφονεύτην, πῶς ἐφονεύτην τὸ ἕτερον τὸν συγγενήν του ἐρώταν, πῶς τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῖνος τῆς ἀγάπης, πῶς τὸ καθένα ἐρωτικόν λέγει το μετὰ πόθου, πῶς ἐφαντάστη τὸ βραδὺν καὶ μετὰ πόσου πόθου, πῶς τὸν εὑρίσκουν οἱ ἔρωτες καὶ πῶς τὸν ὑπαγαίνουν, πῶς μὲ τὰ νουθετήματα αὐτοὶ τὸν συντυχαίνουν καὶ πῶς ἐσέβην τὴν αὐλὴν τοῦ Ἐρω | τοκρατοῦντος, πῶς ηὗρεν τὸ παλάτιν του καὶ τί τὸν συντυχαίνει, πῶς, πῶς τὸν ἀποκρίνεται καὶ ἐκεῖνος ἐν ὀνείρῳ, πῶς ὄμοσεν τὸν Ἔρωταν ἀπάνου εἰς τὸ σπαθίν του, πῶς, πῶς ὁ μάντης τὸν λαλεῖ ὅλα τὰ θέλει πάθει, πῶς ἐξυπνᾶ ἐκ τὸ ὄνειρον καὶ τίναν τ’ ἀφηγεῖται καὶ πῶς ποθοεφαντάκτηκεν πάλιν τὴν ἄλλην νύκταν, πῶς ηὗρεν καὶ τὸν Ἔρωταν μέσα εἰς τὸ μεσοκήπιν, πῶς ποταπὴν παράξενον ἐκράτειεν ἐκ τὸ χέριν, πῶς τὶς τὴν δίδει «ἔπαρ’ την» καὶ ἐκεῖνος πῶς τὴν χάνει, πῶς πάλιν πῶς ἐξύπνησεν καὶ πῶς τὸ ἀφηγεῖται, πῶς ἐκ τὴν χώραν του ἔφυγεν καὶ πόσον ἐπερπάτει καὶ μετὰ πόσου πειρασμοῦ ηὗρεν τὸ ἐπεθύμα, καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν καταλεπτόν, ὅλα τὰ ἐφηγησάμην τὴν ποθοξενοδόχισσαν | ἐκείνην τὴν Ροδάμνην. Καὶ ἐκείνη ἡ παράξενος ὅλα καλὰ ἐφκρᾶτον καὶ μετὰ πόσου στεναγμοῦ καὶ μετὰ πόσου πένθους! Καὶ μέσα εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὡς λάθος εἶπα τοῦτο: τὸ ὄνομαν ἐλάλησα καἰ χώραν τοῦ Λιβίστρου· καὶ ὡς ἤκουσε ἡ παράξενος λιγοθυμεῖ καὶ πίπτει Ἡ κόρη ὡς ἐκατέλαβεν τοῦ Κλιτοβοῦ τοὺς λόγους, τὰ ἔπαθεν ὁ Λίβιστρος δι’ αὐτήναν εἰς τὸν κόσμον, εὐθὺς ἐλιγοθύμησε ὡσὰν ἀπεθαμένη ἄψυχος –ἄπνουν τὸ φανέν –, τελείως ἀποθαμένη. Βλέπω την τήν παράξενον, σηκώνομαι, κρατῶ την, φέρνω νερόν, δροσίζω την καὶ ὀλίγον ἐπανῆλθεν. Λέγω: «Μὴ ποίσης ταραχήν, σίγησε, μὴ φωνάξης· ἔχεις ἐδῶ τὸν Λίβιστρον, σίγησε, μὴ λυπᾶσαι». Ὀλίγον ἐπανήφερεν καὶ πάλιν καταπέπτει, ἄψυχον λιγοθύμημα, ἐγγὺς ἀναιστησίας.","Καὶ τὸ ν’ ἀκούσω λόγον του = και με το που άκουσα τα λόγια του νὰ ὀμόσωμεν = να ορκιστούμε ἐντάμα = μαζί (επίρρ.) πεζεύω = ξεκαβαλικεύω εἴτι = οτιδήποτε ἐχείρισα = άρχισα ἐφκράτονέ με = με άκουγε με προσοχή κεραμόρος = η υδρορροή, το λούκι ἐδόξευσεν = τόξευσε ἐφαντάστη = ονειρεύτηκε τὰ νουθετήματα = τις συμβουλές τὰ θέλει πάθει = αυτά που πρόκειται να πάθει καταλεπτόν = λεπτομερειακά (επίρρ.) ποθοξενοδόχισσαν = ξενοδόχισσα του πόθου τὸ φανέν = φαινομενικώς, κατά τα φαινόμενα (έκφρ.)",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Η επανασύνδεση του ερωτευμένου ζευγαριού (στ. 3527-3563),"Στους στίχους που παραλείπονται ο Κλιτοβός συνεφέρνει τη λιπόθυμη Ροδάμνη, διαβεβαιώνοντάς την ότι ο Λίβιστρος είναι ζωντανός. Προς απόδειξη αυτού της δείχνει το πέπλο που ο αγαπημένος της τής είχε χαρίσει και υπόσχεται ότι το επόμενο πρωί θα τον φέρει μπροστά της. Πράγματι, την επομένη επιστρέφει στον φίλο του με το δαχτυλίδι που εκείνος είχε χαρίσει στη Ροδάμνη. Ο Λίβιστρος λιποθυμά στη θέα του δαχτυλιδιού, κατόπιν συνέρχεται και ξεκινούν μαζί για το ξενοδοχείο. Το απόσπασμα περιγράφει την πολυπόθητη συνάντηση των δύο ερωτευμένων, εστιάζοντας στις έντονες συναισθηματικές εκδηλώσεις τους. «Ἦτον ὀμπρὸς ὁ Λίβιστρος καὶ ἐγὼ κατόπιστέν του· οὐκ ἐγνωρίζει σύντομα τὸν Λίβιστρον ἡ κόρη, ἐκεῖνος ἐνετράνισεν καὶ εὐθὺς ἐγνώρισέ την. | Ὁρμᾶ νὰ ὑπάγῃ πρὸς αὐτήν, λιγοθυμεῖ καὶ πίπτει. Δράσσω, κρατῶ τὸν Λίβιστρον, φέρνει τὰ λογικά του, θωρεῖ τον ἡ ἐρωτική, ἡ ἔμνοστη φουδούλα, ἀναισθητεῖ, λιγοθυμεῖ, πάλιν ἀνεσηκώθην. Ἀφήνω τον τὸν Λίβιστρον καὶ εἰς αὔτην ὑπαγαίνω γοργὰ πολλά, ὡς ἠμπόρεσα, σύντομα πάλιν τρέχω, φέρνω νερὸν, δροσίζω την, σηκώνω, ἐγρηγορῶ την, ἀπέσω φέρνω, θέτω την εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. «Ἦλθεν εἰς νοῦν, εἰς αἴστησιν, τὸν Λίβιστρον ἐζήτει, ἐκεῖνος πάλιν κείτεται ἄψυχος, νεκρωμένος. Ὑπάγω πάλιν εἰς αὐτόν, βλέπω ἀναισθησίαν, ἀναίστητος ἐκείτε | τον, ἐσπάρασσεν καθ’ ὥραν, ἀπεξενώθην, ἔφυγεν τὸ αἷμαν ἀπ’ ἐκεῖνον καὶ ὡς νεκρὸς ἐφαίνετον, ζωὴν ποσῶς νὰ μὴ ἔχη. Ἐπαίρνω τὸν ἀναίστητον, θεωρεῖ τον ἡ Ροδάμνη, εἷς ἄλλον ἐνετράνισαν, φέρνουν τὰ λογικά των, περιλαμπάνουσιν γλυκέα, φιλοῦν ὡραιωμένα, Καὶ μετὰ τοῦ φιλήματος καὶ τὰς περιπλοκάς των, ἐγέρθησαν, ἐκάθισαν, ἐχείρισαν νὰ λέγουν λόγους τοὺς ἔχει ἀσχόλησις καὶ ποθοεπιθυμία: «Καλῶς τὴν ξενοδόχισσαν, τὴν κόρην τὴν Ροδάμνην!» Πάλιν ἡ κόρη πρὸς αὐτὸν τοιούτους λόγους λέγει· μετὰ χαρᾶς τὸν Λίβιστρον ἡ κόρη τὸν ἐλάλει «Καλῶς τὸν ξενοδόχο μου, τὸν τῆς καρ | δίας μου φίλον! Καλῶς τὸ παρηγόρημαν καὶ φῶς τῶν ὀμματίω μου! Καλῶς τὸν ἀπεξένωσεν ἡ τέχνη τῆς μαγείας καὶ τὸν ἐπαρεπίκρανεν ἡ τύχη του διὰ μένα!» Καὶ πάλιν εἰς τοὺς λόγους των λιγοθυμοῦν καἰ πίπτουν. Καὶ πράγμα εἶδα φοβερὸν καὶ ὑπερεθαύμασά το· πόθος ὁμοῦ καὶ θάνατος νὰ μάχουνταιν ἐντάμα, ἐκείνη νὰ ὀλιγοψυχῆ καὶ ὁ Λίβιστρος συφέρνει καὶ ἀπλῶς ἀπ’ αὖτον εἰς αὐτὴν καὶ ἀπ’ αὔτην εἰς ἐκεῖνον, νὰ συχνοπεριπλέκουνταιν, τάχα τὸ νὰ συφέρνουν καὶ πόσα τόσα πράγματα πάσχουν ὁποὺ ποθούσιν.","ἐνετράνισεν = σήκωσε το βλέμμα του/την κοίταξε Δράσσω = πιάνω, αρπάζω θωρεῖ = βλέπει ἔμνοστη = όμορφη, ωραία φουδούλα = νεαρή, κοπέλα ἐγρηγορῶ την = την επαναφέρω στις αισθήσεις ἀπεξενώθην = έχασε τις αισθήσεις και την επαφή με το περιβάλλον ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) περιλαμπάνουσιν = αγκαλιάζουν τὰς περιπλοκάς των = τις αγκαλιές τους ἐχείρισαν = άρχισαν ὁμοῦ = μαζί ἐντάμα = μαζί ὁποὺ = αυτοί που",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Επίλογος – αίσιο τέλος της ιστορίας (στ. 3959-4013),"Οι δύο ήρωες ανακτούν τις αισθήσεις τους και με την παρότρυνση του Κλιτοβού αναχωρούν και οι τρεις. Περνούν τη θάλασσα και καταλήγουν στην καλύβα της μάγισσας, την οποία ο Λίβιστρος σκοτώνει για όσα κακά τους προξένησε. Η συνέχεια της πορείας χαρακτηρίζεται από έντονη αναπόληση των δύο πρωταγωνιστών γύρω από τα ερωτικά τους γράμματα τα οποία διηγούνται στον Κλιτοβό. Έπειτα, συναντούν τους συντρόφους του Λίβιστρου στο σημείο όπου τους είχε αφήσει, και τότε ο Κλιτοβός εκφράζει την επιθυμία να χωρίσουν οι δρόμοι τους, αρνούμενος αρχικά την πρόταση του φίλου του να επιστρέψουν μαζί στην Αρμενία. Στη συνέχεια όμως δέχεται την πρόταση να παντρευτεί την αδελφή της Ροδάμνης, Μελανθία. Στο απόσπασμα ο Λίβιστρος εκθειάζει δημόσια τον φίλο του ανακοινώνοντας παράλληλα τον επικείμενο γάμο. Ο τελευταίος διαρκεί για ένα ακαθόριστο διάστημα, μέχρι τον αναπάντεχο θάνατο της Μελανθίας, που εξαναγκάζει τον Κλιτοβό να επιστρέψει στην πατρίδα του· εκεί ενώνεται με τη χήρα πια Μυρτάνη, που είναι και η τελική αποδέκτρια της ιστορίας. Τότε κελεύει ὁ Λίβιστρος ἄρχοντας, μεγιστάνους δουκάδας, φίλους, γνήσιους, πάντας τοὺς συγγενούς του ἐσύναξεν καὶ λέγει τους τούτας τὰς συντυχίας: «Ἀκούσατε, τοπάρχες μου καὶ ὅλοι συγγενεῖς μου: Ὁ Λίβιστρος δημηγορεῖ, τὸν Κλιτοβὸν ἐπαῖνεν, τὴν συντροφίαν τὴν καλήν καὶ τὰς βοήθειάς του Φίλος ἐμὸς ὁ Κλιτοβὸς, ὃν ἔδειξεν ἡ τύχη, εἰς τοτοσαύτας συμφορὰς εἶχα τον βοηθό μου. Σήμερον ἦρτεν μετ’ ἐμὲν εἰς τὴν ἐμὴν πατρίδα, αἰχμάλωτος, ὁλόξενος, μυριοπαραδαρμένος· καὶ <ἐκ τὸ> καλοσυμβούλευτον καὶ τὸ καλόγνωμόν του ηὕραμεν τὴν ἐρωτικὴν δέσποιναν τὴν Ροδάμνην. Χώρας ἐπαρεδράμαμεν, πολλὰς ἀνά | γκας εἶδα. Λοιπὸν ἐκεῖνο ὁποὺ ἔταξα θέλω νὰ τὸ πληρώσω καὶ τὴν ἑτέραν ἀδελφὴν δέσποινας τῆς Ροδάμνης νὰ τὶς τὴν δώσω σύζυγον, σύγαμπρον νὰ τὸν ποίσω». Ἤκουσαν οἱ πρωτεύοντες, τῆς χώρας οἱ τοπάρχαι, πάντες συνανευφήμισαν, εἶπαν τοὺς λόγους τούτους: «Λιβίστρου τοῦ πανευτυχοῦς, ὁμοῦ καὶ Κλιτοβῶντος Πολλὰ τὰ ἔτη!» λέγουσιν ἀπὸ ψυχῆς οἱ πάντες. «Φημίζομεν, δοξάζομεν ὡς βασιλεῖς μεγάλους». Ἀλλ’ ὅμως τὴν ὑπόθεσιν ἃς τὴν συχνοκοντέψω. Ἔζησα χρόνους ἱκανοὺς μετὰ τὴν Μελανθίαν καὶ ἐκεῖνος ἐλησμόνησεν τοὺς παροπίσου πόνους. Πάλιν ἡ κλώστρια τύχη μου κατ’ ἐδικοῦ μου ἐκλώσθην, ἔκλινεν πάλιν ἡ βουλή, ἡ ἀσύστατος ἡ τύχη ἐπιβουλεύτην κατ’ ἐμοῦ | τὸ νὰ μὲ θανατώση καὶ τοῦ θανάτου τὸ σπαθὶν δι’ ἐμέναν ἠκονήθην. Παίρνει ὁ Χάρος ληστρικῶς τὴν κόρην Μελανθίαν καὶ ἐγὼ ἐκατεστάθηκα αἰχμάλωτος καὶ ξένος. Ὅμως οὐδὲν ἠθέλησα ἐκεῖ νὰ ἀπομείνω. Ὁ Λίβιστρος ἠθέλησε νὰ συνοδοιπορήση πάλιν νὰ ἔβγη μετ’ ἐμὲν νὰ κοσμοανατρέχη καὶ ἐγὼ οὐδὲν ἠθέλησα ποσῶς νὰ τὸν ἀκούσω. Καὶ πάλιν ἦλθε με βουλὴ καὶ λογισμὸς καὶ γνώμη, ἐνθύμησις καὶ μέριμνα καὶ νοῦς εἰς τὴν καρδίαν, πάλιν νὰ ἔβγω μόνος μου εἰς τὴν ἐμὴν πατρίδα, ἂν ἔναι ὁδὸς νὰ τὴν ἰδῶ, νὰ τὴν ἀναζητήσω. Καβαλικεύω τὸ λοιπόν, ζώνομαι τὰ ἄρματά μου καὶ ἐβγαίνω εἰς ἀναζήτησιν τῆς γονικῆς μου χώρας. Ηὕρηκα πάντας τοὺς ἐμοὺς καὶ συγγενοὺς καὶ φίλους, <***> τὴν γονική μου | αὐθεντία νὰ χαίρωμαι, ὡς θέλω, ἐγὼ μὲ τὴν παράξενον τὴν κόρην τὴν Μυρτάνην. * Τοὺς πόνους περιεφήμισα φίλου μου τοῦ Λιβίστρου, τοὺς ἐκατεπικράθηκα μόνος μου μετ’ ἐκεῖνον, ὅλους τοὺς ἀφηγήθηκα τοὺς πόνους καὶ πικρίας. Τίς νὰ εἰπῆ τὰς κακώσεις μου τὰς έπαθα εἰς τὸν κόσμον; Τίς κατὰ μέρος τὰς ἐμὰς ἀφηγηθεῖ πικρίας; Τίς νὰ συγγράψη μερικῶς τῆς ξενιτείας τὰ πάθη; Καὶ ποῖος νοῦς νὰ δυνηθῆ πάντα νὰ καταλέξη; Ταῦτα τὰ περισσότερα, λέγω, ἂν τὰ συγγράψω καὶ ἄρτι ἀπλῶς ἐρωτικὰ θελήσω καταλέξειν, ἅπαντες ὁποῦ μὲ ἀκούσουσιν οἱ πάντες νὰ θλιβοῦσι, νὰ συμπονοῦν τοὺς πάσχοντας καὶ τοὺς ποθοδαρμένους καὶ πρὸς ἑτέρους πάσχοντας ταῦ | τα νὰ διηγοῦνται».","κελεύει = διατάζει, παραγγέλλει μεγιστάνους = ανώτερους αξιωματούχους, άρχοντες τὰς συντυχίας = τα λόγια τοπάρχες = άρχοντες αἰχμάλωτος = εξόριστος, περιπλανώμενος ἀνά | γκας = συμφορές, βάσανα νὰ τὸ πληρώσω = να το πραγματοποιήσω ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.) συχνοκοντέψω = συντομεύσω χρόνους ἱκανοὺς = αρκετά χρόνια ληστρικῶς = βίαια (επίρρ.) ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) ζώνομαι τὰ ἄρματά μου = φορώ τα όπλα μου αὐθεντία = εξουσία παράξενον = εξαίσια, πάρα πολύ όμορφη Τίς = ποιος (ερωτημ. αντων.) ἄρτι = τώρα (επίρρ.)",,Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης,Ανώνυμος Abstract,"Ποίημα του 14ου αιώνα, αποτελούμενο στην παρούσα έκδοση από 390 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, στο οποίο ο κρητικός σατιρικός ποιητής Στέφανος Σαχλίκης εξιστορεί, σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα, με πικρία τα παθήματα της ζωής του. Θεωρείται η πρώτη γνωστή ποιητική αυτοβιογραφία στα νέα ελληνικά. Εκτός από τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία, το έργο περιέχει και διδακτικές περικοπές.",,,Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη,Σαχλίκης Στέφανος Η άσωτη ζωή στην πόλη (στ. 1-124),"Ο ποιητής παραπονιέται για την κακή του τύχη και ξεκινά να απαριθμεί τα βάσανά του. — Σαχλίκη, ἐσὲν ἡ Mοίρα σου τὰ σοῦ ἔχει καμωμένα πολλὰ κακά ’ν’ καὶ ἀπλήρωτα καὶ ἀριφνημὸν δὲν ἔχουν· καὶ τοῦτο ἔναι φανερόν, οἱ πάντες τὸ κατέχουν. Ἀμὲ καρτέρει, βάσταζε, παρηγοροῦ καὶ θάρρει καὶ γίνου πρὸς τὸ δίκαιον σου ὑπομονῆς λιθάριν, κι ἐκείνη ὅσα σὲ ἥρπασεν δύναται νὰ σοῦ στρέψη τόσα καὶ πλιότερα καλὰ καὶ νὰ σὲ θεραπεύση· δύναται ἡ Τύχη τὸν τροχόν πάλιν νὰ τὸν γυρίση κι εἰς τὰ κακὰ τὰ σ’ ἔκαμε νὰ σὲ παρηγορήση. Καὶ μετὰ τοῦτον τὸν σκοπόν ἐβάστουν τὴν πικρίαν καὶ ἀνάμενα τὴν Τύχην μου νὰ πέμπη ἰατρείαν. Κὶ ἐκείνη ἡ Τύχη μου ἡ κακή, ἡ Μοίρα μου ἡ θλιμμένη, ὡς εἶχεν ὄρεξιν καλὴν νὰ συχνοαναστενάζω, νὰ θλίβωμαι καὶ νὰ πονῶ καὶ πάντα νὰ φωνιάζω, οὐδὲν ἠθέλησε ποτὲ ἡ Τύχη μου νὰ ἀλλάξη οὐδὲ εἰς κακόν, οὐδὲ εἰς καλόν, διὰ νὰ μὲ καταλλάξη, ἀμ’ ἤθελε νὰ μὲ κρατῆ τὲς θλίψες φορτωμένον, πάντα νὰ μὲ θωρῆ ἄτυχον καὶ παραπονεμένον. Λοιπὸν ἐξαγανάκτησα τῆς θλίψης τὸ γομάριν, καὶ οὐδὲν ἠμπόρουν νὰ βαστῶ τοῦ πόνου τὴν ἀνάγκην, ἐπιάσα τὸ κονδύλιν μου, χαρτὶν καὶ καλαμάριν, νὰ γράψω διὰ τὴν θλίψιν μου, τὸ δολερὸν γομάριν. Λοιπὸν ὅποιος ὀρέγεται νὰ μάθη διὰ τὴν Μοίραν, τὸ πῶς παίζει τὸν ἄτυχον ὡσὰν παιγνιώτης λύραν, ἂς ἔλθη νὰ ἀναγνώση ἐδῶ τοῦτο τὸ καταλόγιν, τὸ ἐκάτσα κι ἐστιχόπλεξα καὶ μοιάζει μοιρολόγιν. Διατὶ ἔν’ τιμὴ καὶ προκοπὴ καὶ φρόνησις τὸ γράμμα, ὁ κύρης καὶ ἡ μάνα μου, ἐκεῖνοι ὁποὺ μ’ ἐκάμαν, κατάχερα ἐκ τὸ στόμα μου οὐδὲν ἔλειψεν τὸ γάλα, κι εἰς μιὰν οἱ ἄτυχοι γονεῖς εἰς τὸ σκολειὸν μ’ ἐβάλαν, στὰ γράμματα μ’ ἐβάλασιν φρόνεσιν νὰ μανθάνω. Κι ἔμαθα τὰ γράμματα ὥστε ἀνηλικώθην κι ἐπρόκοπτα εἰς τὴν παίδευσιν, ὥστε ὁποὺ ἐμεγαλώθην. Ἀμὴ ἀπότις ἐγένομουν χρονῶν δεκατεσσάρων, Χριστέ, νὰ μὲ εἴχασιν ὑπᾶ κανίσκιν εἰς τὸν Χάρον, διατὶ ἤρχισεν ἡ Μοίρα μου εἰς μιὰν νὰ μ’ ἐμποδίζη, ὡς εἶχεν πάντα προθυμιὰν διὰ νὰ μὲ τσιγαρίζη, κι ἤρχισα τὸν διδάσκαλον νὰ τὸν ἀποχωρίζω καὶ τὰ στενὰ τοῦ Κάστρου μας τριγύρου νὰ γυρίζω. Ἀργὰ καὶ πότε τὸ χαρτὶν ἐπιάνα νὰ διαβάζω, ἀμὴ ἤθελα νὰ περπατῶ, διὰ νὰ περιδιαβάζω, καὶ μὲ μεγάλες συντροφιὲς ἤθελα νὰ γυρίζω· τὰ καλαμάρια, τὰ χαρτιὰ ὅλα τὰ ἐλακτοπάτουν. Ἑρμήνευσέ με νὰ ἀγαπῶ πολλὰ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀφῆκα ὁ κακορίζικος γράμματα καὶ χαρτία. Ἐξήμπωσέ με ἡ Τύχη μου εἰς τὸ πολιτικαρεῖον κι ἐφαίνετό μου τὸ σκολειὸν ὡσὰν κακὸν θηρίον. Ὁποὺ ἦσαν γάμοι καὶ χαρὲς ἤθελα νὰ χορεύω, μαυλίστριες καὶ πολιτικὲς ἤθελα νὰ γυρεύω. Ὅλες τὲς ἔμαθα καλά, ὅλες ἐγνώρισά τες κι ἐξέδραμα κι ἐγύρεψα κι ἐπεριδιάβασά τες. Ὀρέγομουν νὰ περπατῶ μὲ τοὺς τραγουδιστάδες, μὲ τοὺς παιγνιῶτες τοὺς καλούς, τοὺς περιδιαβαστάδες. Ὀλίγα γράμματα ἔμαθα καὶ τότε τὰ ἐξαφῆκα κι εἰς τὸ σκολειὸν τῶν πολτικῶν ἐγύρεψα κι ἐμπῆκα. Ἀφῆκα πᾶσαν φρόνεσιν καὶ παίδευσιν καὶ τάξιν, καὶ συμβουλὴν δὲν ἤθελα τινὰς νὰ μὲ διατάξη, ἀμὴ ἐγενόμην μάστορας τοὺς ἄλλους νὰ διατάσσω, καὶ οὐδὲν ἠμπόρουν τὰ καλὰ ποτὲ νὰ τὰ χορτάσω. Ἀπὸ μαυλίστριες, πολτικὲς εἶπα ποτὲ νὰ μὴ ἔβγω καὶ ἄλλους ἐκεῖ μὴν ἐμποῦν ἤξευρα νὰ παιδεύγω, νὰ περπατῶ εἰς τὰ σκοτεινὰ τὴν νύκταν ἐτρωγόμην. Ὡς νυκτερίδα ἐγύριζα εἰς τὸ Ξώπορτον τοῦ Κάστρου κι ὑπήγαινα νὰ κοιμηθῶ μὲ τῆς ἡμέρας τὸ ἄστρον. Οἱ συντροφιές, τὰ γιόματα κι οἱ δεῖπνοι κάθ’ ἡμέραν, καὶ τὰ μεγάλα ἀνήφορα κατήφορα μ’ ἐφέραν, διατὶ οὐδὲν εἶχα ἐνθύμησιν στὸ σπίτιν νὰ γυρίσω, ἀμὴ ὠρεγόμην κι ἤθελα πάντα καλὰ νὰ ζήσω καὶ τὸ ἐδικόν μου πάντοτε διὰ τοῦτο νὰ χαρίσω. Οὐδὲν σὲ βάνω βασιλιά, οὐδὲ ἄρχοντα, οὐδὲ ρήγα, νὰ ἐξοδιάζη περισσὰ καὶ νὰ ἐσοδιάζη ὀλίγα, νὰ μηδὲν ἔλθη εἰς πτωχειάν, νὰ μηδὲν ἐρημάζη, νὰ ἀγανακτίζη πάντοτε, νὰ βαριαναστενάζη. Ἀφῆκα πᾶσα χάριτα καὶ πᾶσα καλοσύνην: Ἐξέπεσα κι ἐπτώχανα κι ἐχάσα τὸ ἐδικόν μου, καὶ τότε ἐσκόπησα καλὰ τὸν πελελὸν σκοπόν μου. Ἐπούλησα τὰ σπίτια μου κι ἐπούλησα τοὺς τόπους ὁποὺ με ἀφῆκαν οἱ γονεῖς μὲ τοὺς πολλοὺς τοὺς κόπους. Καὶ τότε ἡ Τύχη μου ἡ κακή, μάθε τὸ τί μ’ ἐποῖκε: Ἀπεὶν μ’ ἐπῆρε τὰ πολλὰ καὶ τὰ μισὰ με ἀφῆκε, τότε ἤρχισεν ἡ Τύχη μου τάχα νὰ συμβουλεύη, κλεπτάτα νὰ μὲ συγελᾶ καὶ νὰ μὲ ἀζιγανεύη. Καὶ λέγει ἡ Τύχη μου ἡ κακή: «Ἐδὰ ἔβγαλες τὰ χρέη, ἐλεῖψαν ἀποπάνω σου οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι. Τρῶγε καὶ πίνε τὸ λοιπόν, τρῶγε καὶ χαροκόπα καὶ πῶς νὰ κροῦς καλὸν καιρὸν ἡμέρα νύκτα σκόπα!». Λοιπόν ἐξαναδιάγερνα εἰς τὴν ἀρχαίαν μου τάξιν καὶ ὁποὺ νὰ κάμη τὰ ἔκαμνα ὀλίγα νὰ ὑποτάξη. Ὀρέγομουν νὰ περπατῶ καὶ νὰ περιδιαβάζω, πᾶσα καλὴν χαροκοπιὰν ἤθελα νὰ διαβάζω. Ἠγάπουν τὸ μαυλισταρειόν, τὸ μέγα μοναστήριν. Καὶ ὡς τὸ ἤθελεν ἡ Τύχη μου, ἡ ἄτυχός μου Μοίρα, ηὗρα τὴν Κουταγιώταιναν, τὴν πομπεμένην χήραν, Νὰ τὴν ἰδῶ εἰς τὸ Ξώπορτον καὶ νὰ τῆς κροῦν τὴν θύραν! Πολλὰ ἐχαροκόπησα ἐγὼ κι ἐκείνη ἀντάμα, ἦτον αὐθέντρια καὶ κυρὰ καὶ δέσποινα καὶ ντάμα. Πολλὰ ἐπεριδιαβάσαμεν ἀντάμα ἐμεῖς οἱ δύο, ἀκόμη ὣς καὶ τὴν σήμερον τὰ γένια μου μαδίω. Διὰ ἐκείνην τὴν πολιτικὴν στὴν φυλακὴν μ’ ἐβάλαν καὶ ἀπῆτις μ’ ἐρημάξασιν, τότε κοντὰ μ’ ἐβγάλαν. Καὶ τὰ ἔγραψα εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὲς ἀρχιμαυλίστρες καὶ τὰ παιδία τοῦ σκολειοῦ πολλὰ τὰ ἐτραγουδοῦσαν. Καὶ ἀπεὶν ἐλευθερώθηκα, ἡ Τύχη μου ἡ καμένη, ὡς ἦτον νὰ μὲ πολεμᾶ πάντοτε μαθημένη, λέγει: «Ἄγωμε εἰς τὸ χωριόν, νὰ κάμης τὲς δουλειές σου, καὶ ἄφες τοῦ Κάστρου τὰ στενά, ἄφες τὲς πελελιές σου, νὰ λείπης ἐκ τὲς ἔξοδες κι ἐκ τὲς ἐντυμασίες, νὰ μὴ σὲ τρῶν πολιτικές, μηδὲ καὶ μαυλισίες. Λεῖπε ἀπὸ τόσην ἔξοδον καὶ γίνου νοικοκύρης, ἂν ζήσης, νὰ περισσευθῆς καὶ πάλιν νὰ διαγείρης· ὅντα τυχαίνη, γύρευσε, σπούδαζε νὰ ἐσοδιάζης, καὶ θέλεις ἔχειν εἰς καιρόν, ἂν πρέπει νὰ ἐξοδιάζης». Ἐκόμπωσέ με ἡ Τύχη μου, εἶπε με: «Γεῖρε, φύγε», καὶ ἀπὸ τὸ Κάστρον μ’ ἔβγαλεν, εἰς τὸ χωριόν μ’ ἐπῆγε. Ἀπεὶν μ’ ἐπῆγεν στὸ χωριόν καὶ ἀπεὶν ἐσυνεπῆρα, οὐδὲν μ’ ἔμαθε ἡ Τύχη μου, ἡ δολερή μου Μοίρα, νὰ ἀποκρατίζω κτήματα, νὰ σπέρνω μὲ ζευγάριν, ἀμὴ μ’ ἔμαθεν κυνηγὸν μὲ σκύλους, μὲ ζαγάριν. Οὐδὲν ἦτον στὸ σπίτιν μου οὐδὲ προβάτου τρίχα, οὐδὲ μιτάτον ἔκαμα, ἀλλ’ οὐδὲ ἁλῶνιν εἶχα. <Ὅλοι ἐβόσκαν πρόβατα κι ἐλάλουν τὰ ζευγάρια> κι ἐγὼ σκύλους ἐλήτευγα κι ἔσυρνα τὰ ζαγάρια. Ὅλοι ἐκατευοδώνασιν τὰ λοῦρα καὶ τὰ ὑνία, κι ἐγὼ εἰς τὰ ὄρη ἐγύριζα κι εἰς τὰ ψηλὰ βουνία.","τὰ σοῦ ἔχει καμωμένα = όσα σου έχει κάνει, όσα σου έχει προκαλέσει [καμωμένος, μτχ. του κάμνομαι] ἀπλήρωτα = άφθονα, ατελείωτα [επίθ. απλήρωτος] ἀριφνημὸν = αρίθμηση, απαρίθμηση [ο αριφνημός] Ἀμὲ = έλα [β΄ εν. πρόσωπ. προστ. του άγω] καρτέρει = κάνε υπομονή [καρτερώ] θάρρει = παίρνε/έχε θάρρος [θαρρώ] ὑπομονῆς λιθάριν = καρτερικός [φρ. γίνομαι υπομονής λιθάρι: υπομένω, γίνομαι καρτερικός] στρέψη = επιστρέψει, γυρίσει πίσω πλιότερα = περισσότερα [πλιότερος, επίθ. συγκρ. βαθμού] ἐβάστουν = υπέμενα, υπέφερα [βαστώ] πέμπη = να στείλει θλιμμένη = που προκαλεί στεναχώρια, λύπη [θλιμμένος, μτχ. του θλίβομαι] ὡς = καθώς, αφού εἶχεν ὄρεξιν καλὴν νὰ = είχε σταθερή επιθυμία (έκφρ.) φωνιάζω = λέω φωναχτά (μεσαιων. δημώδης τύπος του φωνάζω) νὰ μὲ καταλλάξη = να με μεταβάλει [καταλλάσσω] ἀμ’ = αλλά [αμέ ή αμή, σύνδ.] θωρῆ = βλέπει [θωρώ] γομάριν = φορτίο, φόρτωμα ἀνάγκην = πίεση, εξαναγκασμό δολερὸν = δόλιο, πανούργο [επίθ. δολερός] ὀρέγεται = θέλει, επιθυμεί [ορέγομαι] παίζει = ταλαιπωρεί, βασανίζει (με υποκ. τη λ. μοίρα ή συνώνυμη) παιγνιώτης = οργανοπαίχτης (βλ. και το σχόλιο στον ίδιο στ.) καταλόγιν = στιχούργημα, έμμετρη αφήγηση (εδώ) ἐστιχόπλεξα = στιχούργησα [στιχοπλέκω] τὸ γράμμα = η μορφωση, παιδεία (;) κατάχερα = μόλις, σχεδόν (επίρρ. με άρνηση) εἰς μιὰν = αμέσως (επίρρ.) εἰς τὸ σκολειὸν μ’ ἐβάλαν = με πήγαν στο σχολείο (για να μαθητεύσω) [φρ. βάζω ή βάνω κάποιον εις το σκολειόν] ὥστε = έως ότου παίδευσιν = εκπαίδευση, σπουδές [η παίδευσις] νὰ μὲ εἴχασιν ὑπᾶ = να με είχαν πάει [υπάγω] κανίσκιν = δώρο ἀποχωρίζω = αποφεύγω Ἀργὰ καὶ πότε = όλο και σπανιότερα ἐλακτοπάτουν = κλοτσοπατούσα, ποδοπατούσα [λακτοπατώ] πολλὰ = πολύ, υπερβολικά (επίρρ.) κακορίζικος = κακότυχος, κακομοίρης (επίθ.) Ἐξήμπωσέ με = με έσπρωξε [εξαμπώθω] πολιτικαρεῖον = οίκο ανοχής, σπίτι των «πολιτικών» μαυλίστριες = μαστροπές πολιτικὲς = πόρνες, εταίρες ἐξέδραμα = διέτρεξα [εκτρέχω] ἐπεριδιάβασά = διασκέδασα [περιδιαβάζω, εδώ μτβ.] περιδιαβαστάδες = τους γλεντζέδες, τους γλεντοκόπους [ο περιδιαβαστής] ἐγύρεψα = επιδίωξα, προσπάθησα [γυρεύω] διατάξη = νουθετήσει, συμβουλεύσει [διατάσσω] μάστορας = επιδέξιος τὰ καλὰ = τα υπάρχοντα, την περιουσία νὰ μὴ ἔβγω = να μην απομακρυνθώ [εβγαίνω] παιδεύγω = συμβουλεύω, νουθετώ, καθοδηγώ ἐτρωγόμην = ζητούσα, επιδίωκα γιόματα = μεσημεριανά φαγητά, γεύματα [το γιόμα] οὐδὲν εἶχα ἐνθύμησιν = δεν σκόπευα να [φρ. έχω ενθύμησιν να: σκοπεύω να...] τὸ ἐδικόν = την περιουσία, το βιος [επίθ. εδικός, εδώ ως ουσ.] ρήγα = βασιλιά, ηγεμόνα [ο ρήγας] ἐξοδιάζη περισσὰ = ξοδεύει παρα πολλά ἐσοδιάζη = εισπράττει, έχει εισόδημα [εσοδιάζω] χάριτα = προτέρημα, προσόν [η χάρις] Ἐξέπεσα = έπαψα να έχω την οικονομική, κοινωνική ή πολιτική μου ισχύ [ξεπέφτω] ἐσκόπησα = σκέφτηκα [σκοπώ] πελελὸν = τρελό, παλαβό [επίθ. πελελός] τόπους = αγρούς, εκτάσεις γης μ’ ἐποῖκε = μου έκανε, μου προκάλεσε [ποιώ] Ἀπεὶν = από τη στιγμή που, αφότου (σύνδ.) κλεπτάτα = κρυφά (επίρρ.) συγελᾶ = περιγελά ἀζιγανεύη = εξαπατά [αζιγανεύω] Ἐδὰ ἔβγαλες τὰ χρέη = τώρα εξόφλησες τα χρέη ἐλεῖψαν = απομακρύθηκαν, έφυγαν τὸ λοιπόν = στο εξής χαροκόπα = διασκέδαζε συνεχώς, γλεντοκόπα [χαροκοπώ] νὰ κροῦς καλὸν καιρὸν = να καλοπερνάς [φρ. κρούω καλόν καιρόν: καλοπερνώ] ἐξαναδιάγερνα εἰς τὴν ἀρχαίαν μου τάξιν = επέστρεψα στην προηγούμενη μου κατάσταση διαβάζω = νιώθω, αισθάνομαι μαυλισταρειόν = πορνείο ή περιοχή όπου βρίσκονται πορνεία πομπεμένην = ντροπιασμένη, ρεζιλεμένη ή ξεδιάντροπη [πομπεμένος, μτχ. του πομπεύομαι] κροῦν = χτυπούν [κρούω] ἀντάμα = μαζί (επίρρ.) αὐθέντρια = αγαπημένη, αλλά και αρχόντισσα, κυρία κυρὰ = αγαπημένη, αλλά και αρχόντισσα, αφέντρα δέσποινα = κυρία, αφέντρα τὰ γένια μου μαδίω = τραβώ, ξεριζώνω τα γένια μου (από αγανάκτηση;) ἀπῆτις = από τη στιγμή που (σύνδ.) κοντὰ = σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα (επίρρ.) τὲς ἀρχιμαυλίστρες = τις μαστροπούς καμένη = κακή, άτυχη [καμένος, μτχ. παρακ. του καίω -ομαι] Ἄγωμε = πήγαινε [β΄ εν. πρόσωπ. προστ. του άγω] τὲς πελελιές = τις τρέλες, τις παλαβομάρες ἔξοδες = έξοδα, δαπάνες [η έξοδος] τρῶν = φθείρουν, καταστρέφουν περισσευθῆς = έχεις αφθονία [περισσεύομαι] διαγείρης = επιστρέψεις [διαγέρνω] ὅντα = κάθε φορά που (με υποτακτική ενεστ. ή αορ., προκ. για πράξη αορίστως επαναλαμβανόμενη) σπούδαζε = προσπάθησε, πάσχιζε (να) θέλεις ἔχειν = θα έχεις (θέλω + απρμφ. για δήλωση μέλλοντα ή σε δυνητική χρήση) εἰς καιρόν = στο μέλλον Ἐκόμπωσέ με = με ξεγέλασε/παραπλάνησε [κομπώνω] Γεῖρε = σήκω [εγείρω ή γέρνω] ἀποκρατίζω = κρατώ, κατέχω ζευγάριν = ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια της γης ζαγάριν = κυνηγητικό σκυλί [το ζαγάριν] ἁλῶνιν = α) επίπεδος χώρος για το αλώνισμα δημητριακών, β) σοδειά σιταριού ἐλάλουν = φώναζαν [λαλώ] ἐλήτευγα = γυρνούσα άσκοπα (για θηρευτές) [αλητεύω] ἐκατευοδώνασιν = κατεύθυναν [κατευοδώνω] τὰ λοῦρα καὶ τὰ ὑνία = τα δερμάτινα λουριά/ιμάντες και τα χαλινά/γκέμια (για τα ζώα)",,Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη,Σαχλίκης Στέφανος Η ζωή στο χωριό (στ. 149-192),"Κατά την παραμονή του στο χωριό, ο Σαχλίκης ασχολείται αποκλειστικά με το κυνήγι εκτρέφοντας σκύλους, τη στιγμή που όλοι οι χωρικοί ασχολούνται με την παραγωγή γεωργικών προϊόντων. Αυτή του η επιλογή δεν του επιτρέπει να ορθοποδήσει οικονομικά. Καὶ ἀπεὶν ἐδιάβησαν καιροὶ κι εἶδα καλὰ τὸ πράγμα, λέγει μου πάλι ἡ Τύχη μου: «Σαχλίκη κακομοίρη, ἄτυχε, κακορίζικε καὶ κακονοικοκύρη, ἂν ἔν’ ζημιὰ ὁ κόπος σου, πληθύνεις τὴν πτωχειάν σου. Τί σ’ ἐβγατίζουν οἱ λαγοί, τί σε φελοῦν οἱ σκύλοι· οἱ λαγωνάροι τοὺς κρατεῖς, ὁποὺ ’ν’ καλοί σου φίλοι;» Καβαλλικεύεις τὸ πουρνόν, εἰς τοὺς λαγοὺς ἐβγαίνεις, καὶ κάτω εἰς τὰ καματερὰ ἢ εἰς τὰ βουνιὰ ὑπαγαίνεις καὶ ὅταν διαγέρνης τὸ βραδύν, πολλὰ εἶσαι κουρασμένος. Ἄρχον τινὰ οὐδὲν θεωρεῖς, ἄνθρωπον νὰ ἔχη χρῆσιν, ἢ φρόνιμον ἢ εὐγενὴν πάντα νὰ σοῦ συντύχη». Ζευγάδες εἶναι καὶ βοσκοί, ἀγελαδοὶ καὶ σκάπτες, βουκόλοι καὶ χοιροβοσκοὶ καὶ μετ’ ἐκείνους ράπτες, καὶ οὐδὲν κατέχουν νὰ σταθοῦν ποτέ των εἰς ὁμάδιν. Ἔχουσιν τέτοιαν φρόνεσιν, ἔχουσιν τέτοιαν τάξιν καὶ θεωρώντα τους κανεὶς νὰ πέση νὰ πλαντάξη. Ταχιὰ ταχιὰ σηκώνονται εἰς τὴν δουλειὰν νὰ πᾶσιν καὶ ἀποταχιὰ βαστοῦν ψωμίν, ὁλήμερα νὰ φᾶσιν. Καὶ ἀργά, ὅντε μαζωθοῦν, ἔρχονται κουρασμένοι καὶ ἀπὸ τὸν κόπον τῆς δουλειᾶς πολλὰ τσιγαρισμένοι. Καθεεὶς ἀπομαζώνεται ἀπέσω εἰς τὸ κελλίν του κι ἔχει μὲ τὴν γυναίκα του ὅλην τὴν συμβουλήν του. Καὶ ἂν ἔλθη σκόλη κι ἑορτὴ και ἐσμίξουσιν ὁμάδιν –στοχάσου παραξόρδινον καὶ φοβερὸν σημάδιν!– ἄλλος φορεῖ τὸ σκούλινον βαμμένον κουρτσουβράκιν, ἄλλος φουστάνι δίμιτον ἄσπρον ἐξ ἐβαμπάκι καὶ ἄλλος φορεῖ ὁλότελα ἐξεχαρβαλωμένα, καὶ ὁπού ’ναι πλούσιος τάχατες ἔναι καλιγωμένος. Φοροῦν στιβάνια τραγικά, ὡσὰν εἶνιαι μαθημένοι παπούτσια καὶ γουνέλες των φοροῦν καὶ καμαρώνουν. Καὶ ὅλην τους τὴν παρηγοριὰν ἔχουν εἰς τὴν ταβέρναν, κόπελον ἔχουσιν ὀρθὸν καὶ λέγουσίν τον «κέρνα!» Και ἐκεῖνοι ἐβγάνουν τὰ κρασιὰ καὶ κάθονται καὶ πίνουν καὶ νὰ εἶπες οἱ παντέρημοι εἰς τὴν κοπριὰν τὸ χύνουν. Καὶ ἀπότες πιοῦσιν περισσὸν καὶ ἀπεὶν καλοκαρδίσουν, μοίρα τους ρίκτει εἰς ὄρχησμα, μοίρα νὰ τραγωδήσουν, καὶ μοίρα πίνουν, κάθονται πάντα καὶ τραγωδοῦσιν καὶ νὰ εἶπες οἱ παντέρημοι κοράκοι κιλαδοῦσιν. Καὶ ἀφότις πιοῦσιν περισσὰ καὶ γίνουσι μεθούκλι, γίνονται ὡσὰν τὸν μεθυστήν, τὸν πετεινὸν τὸν κούκλην. Κι ἐκεῖνος ’ποὺ ἔχει δύναμιν τάχατες νὰ μαλώση, ἐκεῖνοι ὁποὺ ἔχουν δύναμιν, τάχατες ποὺ ὠφελοῦσιν, ἀρχίζουν τὴν ἀθιβολὴν καὶ πληρωμὸν οὐκ ἔχουν, καὶ λέγουν καὶ ἀποκρίνονται, τὸ τί ’παν δὲν κατέχουν.","ἀπεὶν = όταν, αφού (χρον. σύνδ.) ἐδιάβησαν καιροὶ = πέρασαν χρόνια τὸ πράγμα = το ζήτημα, την υπόθεση ἔν’ ζημιὰ = είναι καταστροφή πληθύνεις = αυξάνεις, πολλαπλασιάζεις [πληθαίνω] σ’ ἐβγατίζουν = σε κάνουν να κερδίσεις, κέρδος σου φέρνουν [(ε)βγατίζω] φελοῦν = ωφελούν, χρησιμεύουν [φελώ] λαγωνάροι = οι εκτροφείς κυνηγητικών σκυλιών, οι λαγοκυνηγοί [ο λαγωνάρης] τοὺς κρατεῖς = τους οποίους έχεις στην ιδιοκτησία σου/επιτηρείς πουρνόν = πρωί εἰς τοὺς λαγοὺς ἐβγαίνεις = πηγαίνεις για κυνήγι λαγών [φρ. εβγαίνω εις τους λαγούς: ξεκινώ για κυνήγι λαγών] εἰς τὰ καματερὰ = στα χωράφια, στη γη καλλιεργήσιμη με άροτρο [επίθ. καματερός· το ουδ. ως ουσ.] διαγέρνης = γυρνάς πίσω, επιστρέφεις [διαγέρνω] πολλὰ = πολύ (επίρρ.) Ἄρχον = ευγενή, προύχοντα [ο άρχων] θεωρεῖς = βλέπεις, αντικρίζεις χρῆσιν = αξία φρόνιμον = συνετό, μυαλωμένο [επίθ. φρόνιμος] εὐγενὴν = που κατάγεται από αρχοντική οικογένεια, της τάξης των ευγενών συντύχη = μιλήσει [συντυχαίνω] Ζευγάδες = γεωργοί που έχουν ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια της γης [ο ζευγάς] ἀγελαδοὶ = βοσκοί αγελάδων, κτηνοτρόφοι [ο αγελαδός] βουκόλοι = βοσκοί βοδιών, γελαδάρηδες [ο βούκολος] μετ’ ἐκείνους = μαζί με εκείνους οὐδὲν κατέχουν = δεν ξέρουν/γνωρίζουν [κατέχω] νὰ σταθοῦν = να συμπεριφερθούν [στέκομαι] εἰς ὁμάδιν = ως σύνολο τάξιν = ευταξία, νοικοκυροσύνη [η τάξις] πλαντάξη = σκάσει από το κακό του [πλαντάζω] Ταχιὰ ταχιὰ = πολύ πρωί (επίρρ.) ὁλήμερα = σε όλη τη διάρκεια της ημέρας (επίρρ.) μαζωθοῦν = επανέλθουν (στο σπίτι) [μαζώνομαι] τσιγαρισμένοι = βασανισμένοι ἀπέσω = μέσα (επίρρ.) κελλίν = ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα συμβουλήν = σύσκεψη, συζήτηση σκόλη = ημέρα αναπαύσεως, αργία στοχάσου = σκέψου, συλλογίσου παραξόρδινον = παράξενο, ασυνήθιστο σκούλινον = φτιαγμένο από σκουλ(λ)ί, δηλαδή από δεσμίδα νήματος προς ύφανση [επίθ. σκούλλινος] κουρτσουβράκιν = κοντοβράκι, κοντό παντελόνι ώς τα γόνατα ή και λίγο πιο κάτω, που φορούσαν οι χωρικοί φουστάνι = ρούχο από χοντρό, φτηνό ύφασμα δίμιτον = που υφαίνεται με δύο νήματα (προκ. για ύφασμα) [επίθ. δίμιτος] καλιγωμένος = που φοράει παπούτσια στιβάνια = παπούτσια χωρικών που σκεπάζουν και την κνήμη [το στιβάνι ή στιβάλι, βενετ. stival] τραγικά = από δέρμα τράγου γουνέλες = κοντογούνια, είδος φορέματος γυναικείου ή ανδρικού [η γουνέλα] κόπελον = υπηρέτη νὰ εἶπες = θα έλεγες, θα μπορούσες να πεις (να + οριστ. ιστορ. χρόνου: εκφράζει κάτι δυνατό ή ενδεχόμενο) παντέρημοι = δυστυχείς, ταλαίπωροι (ειρων. ή υποτιμητική προσφ. και χαρακτηρισμός) ἀπότες = όταν, όταν πια (χρον. σύνδ.) καλοκαρδίσουν = χαρούν, ευθυμήσουν [καλοκαρδίζω (αμτβ.)] μοίρα = άλλες φορές... άλλες φορές [μοίρα... μοίρα... ως επίρρ.] ὄρχησμα = χορό [το όρχησμα] κοράκοι = κόρακες, κοράκια [ο κόραξ] μεθούκλι = υπερβολικά μεθυσμένοι [το μεθούκλι] μεθυστήν = μέθυσο, μπεκρή [ο μεθυστής] κούκλην = πετεινό ἀθιβολὴν = συζήτηση, ομιλία, κουβέντα πληρωμὸν = τελειωμό ἀποκρίνονται = απαντούν [αποκρίνομαι]",,Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη,Σαχλίκης Στέφανος Οι καβγάδες των χωρικών (στ. 211-301),"Ο ποιητής περιγράφει τους καβγάδες μεταξύ των χωρικών για διάφορες αιτίες ως αποτέλεσμα της οινοποσίας, που πολύ συχνά τους φέρνει στο σημείο να «έρθουν στα χέρια». Καὶ δίχως νά ’χουσι ἀφορμήν, ὡσὰν ἀθιβολέψουν, ἀρχίζουν εἰς τὸ μάλωμα καὶ ὥστε νὰ ξετελέψουν, ἄλλος βαστᾶ τὴν χείραν του καὶ πρὸς τὸ σπίτιν τρέχει. Καὶ ὁποὺ ἔναι κακορίζικος καὶ βάνουν τον στὴν μέσην, κροῦσιν καὶ ξανακροῦσιν τον, ὥστε νὰ δοῦν νὰ πέση, καὶ μερικοὺς ὁλότελα εἰς τὴν ὥραν τοὺς σκοτώνουν· καὶ νά ’πες ὅτι, ὁποὺ ἔχουσιν ἀθιβολήν, μαλώνουν. Κι οἱ ἄλλοι μεσιτεύουσιν ἢ χώρια τους μαλώνουν. Ἀμ’ ὅντε πιοῦσι τὸ κρασίν, ὡσὰν εἶν’ μαθημένοι, μὲ πελατίκια καὶ ραβδιὰ καὶ ξεμαχαιρωμένοι πληγώνονται καὶ χάνονται, διατὶ οὐδὲν κατέχουν, καὶ ὁποὺ ἠμπορεῖ ὀλιγότερα, ὅλοι εἰς ἐκεῖνον τρέχουν. Ἀπεὶν διαβῆ τὸ κάμωμα, ἂν τοὺς ἀνερωτήσης τί ’ν’ τάχα καὶ μαλώνασιν, πολλὰ ν’ ἀγανακτήσης, διατὶ δὲν εἶχαν ἀφορμήν, ὑπόθεσιν καμίαν. Τέτοια εἶν’ τῶν χωριατῶν οἱ συντροφιὲς κι οἱ τάξεις. Κι ἐσὺ, Χριστέ, ὁποὺ δύνεσαι, ἐσὺ νὰ τοὺς πατάξης. Πίνει ὁ χωριάτης τὰ κρασιά, τὰ δυνατὰ καὶ ἀκράτα, κι ἔχει το διὰ καμάριν του τῆς μεθυσιᾶς τὴν στράταν. Ἂν ἔρθωμε εἰς τὸν παπάν, εἰς τὸν κουράτοράν του, οὐδὲ ἔχει νοῦ ἐκ τὴν μεθυσιάν, οὐδὲ ἐκ τὴν φοράν του. Ἀμὴ ἀγαποῦσι τὰ κρασιὰ κι ἔχουν το διὰ τιμήν τους καὶ μερικοὶ διὰ τὸ κρασὶν χάνουσιν τὴν ψυχήν τους. Καὶ ἔρχονται οἱ κακότυχοι καὶ γίνονται ρημάδιν καὶ τότε ἀπομαζώνονται, μοίρα εἰς τὸ λιβάδιν. Ἄλλοι ἀγαποῦν τὸ πάλεμα, ἄλλοι νὰ τραγωδοῦσιν, ἄλλοι νὰ παίζουν τὲς λακτὲς καὶ νὰ συρνομαδοῦσιν. Καὶ νὰ μηδὲν σοῦ φαίνονται, ἀμὴ ληστάδες εἶναι, καὶ τραγουδοῦσιν οἱ ἄτυχοι, ὡσὰν κιλαδοῦν οἱ χῆνες. «Τίντα καλὸν θωρεῖς λοιπόν, ἴντα παρηγορίαν, καὶ κάθεσαι συνέπαρτος εἰς τοῦτα τὰ χωρία; Ἄμε εἰς τὸ Κάστρον, διάγειρε, κατάταξε εἰς τὴν Χώραν, νὰ λείψης, κακορίζικε, ἐκ τῆς πτωχειᾶς τὴν ψώραν. Ἔπαρε φίτσιον, ἄτυχε, ὡσὰν τὸ πῆραν καὶ ἄλλοι, καὶ ἂν τὸ κρατήσης φρόνιμα, εἰς τιμὴν σὲ θέλουν βάλει». Ἐφάνη μου ὅτι ἡ Τύχη μου καλὴν πόρταν μοῦ ἀνοίγει, νὰ πάρω φίτσιον νὰ κρατῶ, νὰ λείψω ἐκ τὸ κυνήγι. Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα κι ἦλθα εἰς τὸ Κάστρον πάλιν, ηὗρα τὸν Δούκα φίλον μου, τοῦ Κάστρου τὸ κεφάλιν, κι ἐκεῖνος μ’ ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκάτον καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν κι ἐγὼ ὑποδέκτηκά το. «Τὸ φίτσιον», μοῦ εἶπεν, «ἔπαρε, ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήση, κι ἐξέδραμε καὶ κράτει το καὶ θέλει σε πλουτίσει, οὐδ’ ἔν’ διὰ βλάβην τῆς ψυχῆς, ἀμὴ διὰ ὄφελός σου». Τὸ φίτσιον ἐπαράλαβα μὲ πᾶσαν προθυμίαν κι ἐνέργουν το τιμητικὰ διχῶς ἀναμελίαν καὶ φίλος καὶ παραδεκτὸς εἰς ὅλους ἐγενόμην. Καὶ ἀρχὴν ἀρχὴν τὸ φίτσιον μου μὲ πᾶσαν καλοσύνην τὸ ἔκαμα κι ἐπληρώνουμου μου μὲ πᾶσαν δικαιοσύνην. Καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων κι ἐξέτρεχα κι ἐβοήθουν τους μὲ πᾶσαν δίκαιον τρόπον. Κι ἐδίδασί μου πλήρωμα κι ἐγὼ ἀπιλόγιαζά το κι εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ἐλογάριαζά το. Κι ἐλέγασι οἱ συντρόφοι μου: «Διατί οὐδὲν ἐπαίρνεις, ἀμὴ κολάζεσαι εὔκαιρα καὶ δωρεὰν κοπιάζεις; Ἔπαιρνε πλήρωμα κι ἐσύ, ὡσὰν τὸ παίρνουν ὅλοι, καὶ ξέτρεχε τὸ φίτσιον σου καθημερνὴ καὶ σκόλη. Τὸ φίτσιον τὸ ἐπαρέλαβες, ἂν θέλης νὰ κερδίσης, πάσχε καὶ πλούσιους καὶ πτωχοὺς πάντας νὰ τοὺς ἐγδύσης. Ἔπαιρνε ἀπ’ ὅλους πλήρωμα, κάμε καλὸν σακκούλιν, πάντα ἀπὸ τὰ κανίσκια σου πέμπε εἰς τὸν φόρον, πούλει. Διὰ τὸν ἐαυτόν σου μάζωνε καὶ καλὸν θέλει σ’ ἔβγει καὶ ὁποὺ σὲ θέλει δωριανὰ δεῖχνε του καὶ νὰ φεύγη. Ἀπ’ ὅλους ζήτα κι ἔπαιρνε πάντα τὸ πλήρωμά σου ἐπεὶν δὲν εἶσαι κανενός, Σαχλίκη, κρατημένος, ὅντε δουλεύεις ἄνθρωπον, ἄς εἶσαι πληρωμένος». Κι ἐγὼ διατί ’μουν στὴν ἀρχὴν στὸ φίτσιον ἐμπασμένος, ἀλλὰ εἰς τὴν κλεψιὰν οὐδὲν ἤμουνε μαθημένος, ἐκεῖ ἔστεκα κι ἐθεώρουν τους ὡσὰν λυσσάρους σκύλους, νὰ γδέρνουσι καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ συγγενεῖς καὶ φίλους. Ἐθώρουν καὶ διὰ λόγου τους εἶχα ἐντροπὴν μεγάλην, καὶ νά ’πες ἔκλεψά τινος καὶ ἡ ποίνα με προβάλλει. Καὶ ὡσὰν ἐμπῆ κανείς σ’ ὁδὸν, νὰ πᾶ νὰ ταξιδεύση, καὶ μὲ ἄλλους νάπτες γέροντες ἐσμίξη καὶ διανέψη, οἱ νάπτες τρῶν καὶ πίνουσι, γελοῦν καὶ τραγουδοῦσιν κι εἰς τὸ καράβιν τρέχουσιν, ἐδῶ κι ἐκεῖ πηδοῦσιν, κι ἐκεῖνοι ὁποὺ εἶνιαι ἀμάθητοι κείτονται σκοτισμένοι, ξερνοῦν καὶ πάλιν θέτουσιν ὡσὰν ἀρρωστημένοι, ἐδίτις ὡς πρωτύτερα ἐλέγα καὶ ὁμιλοῦσαν κι ἐγὼ ἔστεκα κι ἐθεώρουν τους ὡς ξένον παραμύθιν. Ἐντρέπομου νὰ τοὺς θωρῶ ἀνθρώπους νὰ πειράζουν κι ἐκεῖνα τὰ μαζώνασιν ὡς κλέπτες νὰ μοιράζουν. Κι ἐκεῖνοι τὰ μαζώνασιν κι ἐγὼ ἐθεώρουν κι ἔσκουν. Καὶ ἀρχὴν ἀρχὴν ἠθέλησα τὸ φίτσιον νὰ τὸ ἀφήσω, κι ἔλεγα: «Εἰς τόσην ἀδικιὰν κέρδος οὐκ ἐψηφήσω». Καὶ πάλιν ἐξεδιάγερνα καὶ λέγω πρὸς ἐμέναν: «Ἂς τὸ κρατῶ τὸ φίτσιον μου καλὰ κι ἐμπιστεμένα, μηδὲ ὀρφανόν, μηδὲ πτωχόν, κινδυνεύω κανένα, ἀμὴ ὅσον ἀγαπᾶ ὁ Χριστὸς κι ἡ Ἀφεντιὰ τὸ ὁρίση καὶ τὸ καπιτουλάριν μου γράφει το καὶ χωρίσει, εἰς τόσον καὶ ὀλιγότερον πλήρωμα θέλω παίρνει».","ἀθιβολέψουν = συζητήσουν, συνομιλήσουν [αθιβολεύω] ξετελέψουν = τελειώσουν, σταματήσουν [ξετελεύω] ὁποὺ ἔναι = αυτό που είναι κροῦσιν = χτυπούν [κρούω] ὥστε = έως ότου (χρον. σύνδ.) ὁλότελα = τελείως, εντελώς (επίρρ., εδώ σε υπερβολή) εἰς τὴν ὥραν = εκείνη την ώρα νά ’πες = να έλεγες ὁποὺ = επειδή, γιατί (αιτιολ. σύνδ.) ἀθιβολήν = αιτία, αφορμή μεσιτεύουσιν = παρεμβάλλονται [μεσιτεύω] Ἀμ’ = όμως, μολαταύτα (σύνδ.) πελατίκια = ρόπαλα, σιδερένια ή ξύλινα, με επένδυση από δέρμα και ακιδωτά ή με ρόζους [το απελατίκιν] ξεμαχαιρωμένοι = βγάζοντας το μαχαίρι από τη θήκη [ξεμαχαιρωμένος, μτχ. του ξεμαχαιρώνω] οὐδὲν κατέχουν = δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν ἠμπορεῖ ὀλιγότερα = έχει λιγότερη δύναμη, είναι λιγότερο δυνατός Ἀπεὶν = όταν, αφού, μόλις (χρον. σύνδ.) διαβῆ τὸ κάμωμα = περάσει ο τσακωμός πολλὰ = πολύ (επίρρ.) οἱ τάξεις = οι συνήθειες ἀκράτα = ανόθευτα, καθαρά [επίθ. ακράτος] τὴν στράταν = τον δρόμο, την κακή οδό (μεταφ.) τὸν κουράτοράν = τον βοηθό του [ο κουράτορας: επιμελητής, επίτροπος ανήλικων παιδιών] ἐκ = εξαιτίας (πρόθ., δηλώνει αιτία) φοράν = ορμή, βία ἔχουν το διὰ τιμήν τους = υπερηφανεύονται, καμαρώνουν για αυτό [φρ. έχω κάτι διά τιμήν μου] μοίρα = κατά ένα μέρος (εδώ ως επίρρ.) λιβάδιν = πεδίο αγώνων/συγκρούσεων τὲς λακτὲς = τις κλοτσιές, τα λακτίσματα [η λακτέα] συρνομαδοῦσιν = μαδούν τις τρίχες του κεφαλιού [συρνομαδώ] Τίντα = τι (ερωτημ.) θωρεῖς = βλέπεις, βρίσκεις (μεταφ.) Ἄμε = πήγαινε [β΄ εν. πρόσωπ. προστ. του άγω] διάγειρε = γύρνα πίσω, επίστρεψε [διαγέρνω] κατάταξε = ηρέμησε, ειρήνευσε [κατατάσσω (αμτβ.)] ψώραν = έσχατη ένδεια φίτσιον = αξίωμα φρόνιμα = συνετά, με σωφροσύνη, μυαλωμένα (επίρρ.) εἰς τιμὴν σὲ θέλουν βάλει = θα σε σέβονται, θα σε εκτιμούν Κάστρον = πρωτεύουσα της Κρήτης, το Ηράκλειο (ως τοπων.) τὸ κεφάλιν = τον επικεφαλής, τον υπεύθυνο ἀβουκάτον = δικηγόρο [ο αβουκάτος] ἐξέδραμε = φρόντισε, ασχολήσου με ζήλο [εξετρέχω] ἐνέργουν το = το εξασκούσα (προκ. για επάγγελμα) [ενεργώ] τιμητικὰ = με τιμή και εκδήλωση σεβασμού (επίρρ.) ἀρχὴν ἀρχὴν = στην αρχή, αρχικά (έκφρ.) ἐδίδασί μου πλήρωμα = με αντάμειβαν ἀπιλόγιαζά το = το έδιωχνα [απιλογιάζω] κολάζεσαι = παιδεύεσαι, ταλαιπωρείσαι, κουράζεσαι [κολάζομαι] εὔκαιρα = άδικα, μάταια (επίρρ.) καθημερνὴ = εργάσιμη μέρα σκόλη = ημέρα αναπαύσεως, αργίας πάσχε = προσπάθησε [πάσχω] σακκούλιν = βαλάντιον, πουγκί τὸν φόρον = την αγορά δωριανὰ = δωρεάν, χωρίς μισθό (επίρρ.) ἐπεὶν = μιας και, επειδή (αιτιολ. σύνδ.) κρατημένος = ιδιόκτητος [κρατημένος, μτχ. παρακ. του κρατούμαι ως επίθ.] δουλεύεις = προσφέρεις υπηρεσία [δουλεύω] στὸ φίτσιον ἐμπασμένος = διορισμένος στο αξίωμα γδέρνουσι = να εκμεταλλεύονται οικονομικά διὰ λόγου τους = για λογαριασμό τους ποίνα = τιμωρία νάπτες = ναύτες διανέψη = συναναστραφεί, έρθει σε σχέσεις [διανεύομαι] κείτονται σκοτισμένοι = ξαπλώνουν σκυθρωποί θέτουσιν = πλαγιάζουν, ξαπλώνουν [θέτω] ἐδίτις = έτσι ακριβώς (επίρρ.) ξένον παραμύθιν = υπόθεση στην οποία είμαι αμέτοχος (έκφρ.) τὰ μαζώνασιν = που αποταμίευαν ἔσκουν = έσκαζα, στενοχωριόμουν [σκάζω] οὐκ ἐψηφήσω = δεν θα λογαριάσω [ψηφώ] ἐξεδιάγερνα = άλλαζα γνώμη [ξεδιαγέρνω] ἐμπιστεμένα = πιστά, με αφοσίωση (επίρρ.) κινδυνεύω = εκθέτω σε κίνδυνο (μτβ.) Ἀφεντιὰ = ο Δούκας της Κρήτης καπιτουλάριν = δημόσιο κατάστιχο",,Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη,Σαχλίκης Στέφανος Η συμπεριφορά των δικηγόρων (στ. 312-359),"Ο ποιητής περιγράφει την ανέντιμη συμπεριφορά των δικηγόρων απέναντι στους φτωχούς πελάτες τους, παρομοιάζοντας τη στάση τους με αυτή των ναυτών. Λοιπὸν ἐγίνουμου κι ἐγὼ τέτοιος ὡσὰν τοὺς ἄλλους κι ἐκάρφωσα εἰς τὰ μάτια μου διὰ τὰ δώσια πάλους, ἔδεσα καὶ τὴν γλῶσσα μου μὲ κανισκιοῦ ’λητάριν καὶ τὰ αὐτιά μου ἐστούπωσα μὲ κέδρου τὸ λιθάριν. Ὁμολογῶ τὸ κρίμα μου, λέγω καὶ τὴν αἰτιάν μου, πολλοὶ ἂς τὴν ξεύρουν φανερὰ κι ἐμὲν τὴν ἁμαρτιάν μου. Ἀλήθεια, ὡσὰν κατέχουσιν ὅσοι καὶ μ’ ἐγνωρίσαν, ἐγὼ ἔπαιρνα ὀλιγότερον παροὺ ἐπαῖρναν ἄλλοι· ἀμὴ ὅλους ἂς μᾶς πνίξουσιν μὲ τρίχινον τσαβάλι, ὅτι κανεὶς ἀπ’ ὅλους μας φόβον Θεοῦ οὐδὲν ἔχει καὶ πάντα, ἔξ’ ὅσον δύναται, γυρεύει κι ἐξετρέχει νὰ τσαφαλώνη καὶ ν’ ἁρπᾶ, νὰ πάσχη νὰ κερδαίνη. Καὶ νὰ τὸ εἰπῶ κοντολογιά· ὅλοι οἱ ἀβογαδοῦροι, ὅλοι μοῦ ἐφάνησαν ἐμὲν παγκλέπτες καὶ γαδοῦροι. Καὶ ἄκουσε νὰ σοῦ εἰπῶ, τὸ τί βουλὴν κρατοῦσι καὶ εἰς τί νοῦν, εἰς ποιὸν σκοπὸν καὶ στράταν περπατοῦσιν: Εἰς τὴν ἀρχὴν εἰς μιὰν ὀμνεῖ νὰ κάμη ἐμπιστευμένα εἰς τὸ καπιτουλάριν του τὰ ἔχει ἡ Αὐθεντιὰ ὀρθωμένα, καὶ νὰ εἶπες ὅρκον ἔκαμε ὅ,τι ἔναι ἐκεῖ γραμμένο, νὰ μηδὲν κάμη τίποτες ὡσά ’ν’ ἐκεῖ λυομένο· ἀμὲ ὅλον τὸ ἐξανάστροφον νὰ κάμη νὰ κερδίση κι ἐπίστευε τῆς Αὐθεντιᾶς τὸν ὅρκον νὰ πατήσει. Δουλειάν, κανίσκι ἢ ἐγγαρειὰ οὐδὲν ἔναι κρατημένος νὰ ἐπάρη ἀπὸ ἄνθρωπόν τινα κι ἴτις ἔναι ὀμοσμένος. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ὁμιλεῖ διχῶς καλὸν κανίσκι, ἂν ἔναι καὶ θωρεῖ ἄνθρωπον νὰ πέφτη νὰ ἀποθνήσκη. Καὶ ἂν ὁμιλήση μιὰ φορά, ἔλα νὰ δευτερώση διχῶς καλὸν κανίσκευμα, διχῶς νὰ τὸν πληρώση, ἂν ἔν’ καὶ συγγενεύγη τον, νὰ εἶπες δὲν τὸν γνωρίζει καὶ ὡσὰν σιμώση πρὸς αὐτόν, αὐτὸς ἀποχωρίζει. Ἂν τοῦ μιλῆς, δὲν σοῦ μιλεῖ καὶ οὐδὲν σοῦ ἀπιλογᾶται, εὑρίσκει χώρια ἀθιβολήν, ἀλλοῦ τὴν διηγᾶται. Ὅ,τι τοῦ εἰπῆς οὐδέν σοῦ ἀκούει, νὰ πῆς ὅτι ἐβουβάθη, δὲν ἔχει ὀμμάτια νὰ σὲ δῆ, νὰ πῆς ὅτι ἐτυφλάθη. Ἂν ἔναι καὶ ἀκούση σου, ὅταν στραφῆ καὶ δῆ σε μὲ σκοτεινὸν ἀνάβλεμμα νὰ δείχνη μανισμένος, ὡσὰν νὰ τοῦ ἔκαμνες κακόν, νὰ σοῦ ’τον ὀργισμένος. Λέγει σου: «Καλὲ ἄνθρωπε, ἔλα εἰς ὥραν ἄλλην, καὶ τούτην τὴν ὑπόθεσιν θέλεις τὴν ἀθιβάλει. Δὲν ἔν’ καιρὸς νὰ ἀφκραστῶ ἐδὰ τὴν ὁμιλιάν σου, ἄγωμε, ἀλλότες διάγειρε, νὰ ὀρθώσω τὴν δουλειάν σου». Ἄν ἔν’ καὶ κανισκέψη τον εἰς τὸν δευτέρωμόν του, πρόθυμα καὶ ὀρεκτικὰ ὑπάγει εἰς τὸ κρίσιμόν του. Ἀπὸ μακρέα τὸν χαιρετᾶ καὶ γλυκοσυντηρᾶ τον, εἰς μιὰν τοῦ ἀκούει πρόθυμα, καθαροσυντηρᾶ τον, καὶ καλοσυμβουλεύει τον, γλυκοπαρηγορᾶ τον, στὴν κρίσιν τὸν ὑποκρατεῖ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του εἰς δίκαιον του καὶ ἄδικον, καὶ βλέπει τὴν τιμήν του.","δώσια = δώρα, προσφορές πάλους = πασσάλους, παλούκια [ο πάλος] ’λητάριν = σχοινί ειδικά για σκυλιά, λουρί [το ειλητάριν] ἐστούπωσα = έφραξα, έκλεισα [στουπώνω] κέδρου = το δέντρο κέδρος, κωνοφόρο αειθαλές δέντρο της οικογένειας των πευκοειδών κρίμα = ηθικό παράπτωμα, αμάρτημα τὴν αἰτιάν = το ελάττωμα, το μειονέκτημα κατέχουσιν = ξέρουν, γνωρίζουν [κατέχω] παροὺ = απ’ όσο (σύγκριση) ἀμὴ = όμως, αλλ’ όμως, μολαταύτα (σύνδ.) τσαβάλι = τσουβάλι, σακί ἐξετρέχει = επιζητά, επιδιώκει τσαφαλώνη = βάζει στο χέρι [τσαφαλώνω] ἁρπᾶ = σφετερίζεται, οικειοποιείται [αρπώ] κοντολογιά = με λίγα λόγια, σύντομα [η κοντολογιά, εδώ ως επίρρ.] ἀβογαδοῦροι = δικηγόροι [ο αβουγαδούρος] παγκλέπτες = κλεφταράδες [ο παγκλέπτης] τί βουλὴν κρατοῦσι = τί σκέφτονται [φρ. κρατώ βουλή] στράταν = τρόπο (μεταφ.) εἰς μιὰν = αμέσως (επίρρ.) ὀμνεῖ = ορκίζεται, διαβεβαιώνει με όρκο [ομνώ και ομνύω] ἐμπιστευμένα = με αφοσίωση (επίρρ.) τὰ ἔχει ἡ Αὐθεντιὰ ὀρθωμένα = αυτά που έχει ορίσει ο Δούκας της Κρήτης ὡσά ’ν’ ἐκεῖ λυομένο = όπως είναι εκεί ξακαθαρισμένο, ερμηνευμένο ἐξανάστροφον = αντίθετο [επίθ. εξανάστροφος, το ουδ. ως ουσ.] νὰ πατήσει = καταπατήσει, παραβεί (προκ. για όρκο) ἐγγαρειὰ = αγγαρεία (βλ. και το σχόλιο στον ίδιο στ.) κρατημένος = εξαρτημένος, υποχρεωμένος κι ἴτις = αν και ὀμοσμένος = ορκισμένος [ομοσμένος, μτχ. του ομνύομαι] δὲν ὁμιλεῖ = δεν δίνει νομικές συμβουλές (προκ. για δικηγόρο) δευτερώση = επαναλάβει [δευτερώνω] κανίσκευμα = δωροδοκία σιμώση = πλησιάσει, προσεγγίσει [σιμώνω] ἀποχωρίζει = απομακρύνεται, φεύγει ἀπιλογᾶται = αποκρίνεται, απαντά [απολογούμαι] ἀθιβολήν = ομιλία, κουβέντα ἐβουβάθη = έγινε άφωνος [βουβαίνομαι] ἀνάβλεμμα = κοίταγμα, βλέμμα μανισμένος = θυμωμένος, οργισμένος (μτχ. του μανίζομαι, σε θέση επιθ.) θέλεις τὴν ἀθιβάλει = θα την μνημονεύσεις, θα την πεις [α(ν)θιβάλλω] νὰ ἀφκραστῶ = να ακούσω [αφουκρούμαι] ἐδὰ = τώρα, αυτή τη στιγμή (χρον. επίρρ.) ἄγωμε = πήγαινε [β΄ εν. πρόσωπ. προστ. του άγω] διάγειρε = γύρνα πίσω, επίστρεψε [διαγέρνω] ὀρθώσω = διευθετήσω κανισκέψη = δωροδοκήσει [κανισκεύω] δευτέρωμόν = δεύτερη φορά, επανάληψη ὀρεκτικὰ = με ευχαρίστηση, με καλή διάθεση (επίρρ.) κρίσιμόν = τη δίκη, τη συνεδρίαση γλυκοσυντηρᾶ = κοιτάζει με γλυκύτητα, με συμπάθεια [γλυκοσυντηρώ] καθαροσυντηρᾶ = κοιτάζει με ειλικρίνεια κρίσιν = δίκη ὑποκρατεῖ = υποστηρίζει",,Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη,Σαχλίκης Στέφανος Abstract,"Αγιολογικό μυθιστόρημα που αποτελεί μετάφραση/διασκευή σε ελληνική γλώσσα του βίου του Βούδα. Το κείμενο αφηγείται την ιστορία του ινδού και ειδωλολάτρη βασιλιά Αβενήρ και του υιού του Ιωάσαφ, ο οποίος, με τη μεσολάβηση του ασκητή Βαρλαάμ, ασπάστηκε το χριστιανικό δόγμα. Η δημιουργία της πρώτης παραλλαγής σε ελληνική λόγια γλώσσα χρονολογείται στον 7ο-8ο αιώνα, ενώ η εμφάνιση των δημωδών παραλλαγών αρχίζει από τον 16ο αιώνα και εξής.",,,Βαρλαάμ και Ιωάσαφ,Ανώνυμος Οι προβλέψεις των φιλοσόφων/μάγων (75-77),"Το έργο αρχίζει με σύντομη εισαγωγή στον τόπο και την εποχή· έχει μεσολαβήσει η γέννηση του Ιωάσαφ. Το απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στις προβλέψεις των φιλοσόφων και των αστρονόμων για το μέλλον του πρίγκιπα. Και όταν έγινε το παιδί τριών χρονών, έκραξεν ο βασιλεύς τους πέ- ντε φιλοσόφους, τους μάγους, και λέγει τους: «Ιδέτε εις την τέχνην σας διά τον υιόν μου τον Ιωάσαφ, να μου ειπείτε τι λογής θέλει είσταιν η ζωή του και ποίας τύχης και τι θέλει πάθει εις το ύστερον». Τότε οι φιλόσοφοι του είπαν: «Ημείς, ω βασιλεύ, ευρίσκομεν εις την αστρολο- γίαν μας ότι το παιδίον Ιωάσαφ ημπορούμεν να σου ειπούμεν καλά λό- για δι’ αυτόν, ως είδαμεν εις τα βιβλία μας και εις τον πλανήτην οπού εγεννήθη. Το παιδίον σου θέλει είσταιν δυνατής φύσεως και μέγας εις το κορμί και εύμορφος | και πολλά φρόνιμος και γνωστικός και πολύ- ζώητος. Και θέλεις λάβει μεγάλην χαράν απ’ αυτόν, και ποτέ δεν θέ- λει έβγει από τον λόγον σου και από τον ορισμόν σου εις ό,τι τον ορί- σεις». Τότε ο βασιλεύς, ως ήκουσε τους λόγους των φιλοσόφων και αστρο- νόμων, εχάρηκεν καταπολλά και έκραξε τον πέμπτον φιλόσοφον, αστρονόμον, ο οποίος ήξευρε καλύτερον από τους τέσσαρους, και λέ- γει του: «Ειπές μου και συ εκείνα οπού είπαν οι άλλοι φιλόσοφοι διά τον υιόν μου τον Ιωάσαφ». Λέγει τον ο φιλόσοφος: «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, εγώ ημπορώ να σου φανερώσω καλύτερα παρά εκείνους τους τέσσαρους φιλοσόφους διά τον υιόν σου τον Ιωάσαφ. Και ει μεν και δεν είναι αληθινά όσα θέλω σου ειπεί, θέλω ρίξει όλα μου τα βιβλία εις την στίαν να τα κάψω. Λοιπόν, ήξευρε, βασιλεύ, πως ευρίσκω εις τα βιβλία μου όλα εκείνα οπού σου είπαν οι άλλοι φιλόσοφοι». Και ο βα- σιλεύς τού είπεν: «Ειπέ μου όλην | την αλήθειαν!» Και ο φιλόσοφος του λέγει: «Ο υιός σου ο Ιωάσαφ θέλει είσταιν μέγας το κορμί και εύμορ- φος και χαριτωμένος άνθρωπος και γνωστικός πλέον παρά τους άλ- λους, όσοι εγεννήθησαν εις το γένος σου, και θέλει είσται πολύχρονος. Και να σου ειπώ και τα εναντία οπού θέλει πάθει, ο οποίος θέλει γένει χριστιανός και να χαλάσει τους θεούς μας, τα είδωλα. Και συ θέλεις πικραθεί πολλά, διότι αυτός θέλει είσταιν ο χαλασμός των ιερέων μας, και ποτέ δεν θέλει είσταιν εις τον ορισμόν σου, και δεν τον θέλει νι- κήσει ποτέ».","έκραξεν = κάλεσε, φώναξε θέλει είσταιν = θα είναι (θέλω + απαρέμφατο: δηλώνει τον μέλλοντα) φρόνιμος = συνετός ει = αν, εάν (υποθ. σύνδ.) στίαν = φωτιά εναντία = αντίθετα, όχι ευνοϊκά",,Βαρλαάμ και Ιωάσαφ,Ανώνυμος "Η συνάντηση με τον γέρο, τον λεπρό και τον τυφλό (87-89)","Αφού έχει ακούσει τις προβλέψεις των φιλοσόφων και των μάγων ότι ο γιος του όταν μεγαλώσει θα ασπαστεί τον χριστιανισμό, ο βασιλιάς Αβενήρ αποφάσισε, προκείμενου να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη, να χτίσει ένα παλάτι για να τον αναθρέψει εκεί, μακριά από την αθλιότητα της ζωής, σε χώρο αποκλειστικό και σε περιβάλλον ιδανικό, στο οποίο θα έχουν πρόσβαση μόνο οι υπηρέτες. Ο νέος πρίγκιπας μεγάλωσε, αλλά μαζί του μεγάλωσε και η περιέργεια για τον έξω κόσμο. Το απόσπασμα αναφέρεται στη συνάντησή με τον γέρο, τον τυφλό και τον λεπρό, κατά τη δεύτερη έξοδό του Ιωάσαφ από το παλάτι. Έπειτα ήλθεν η ημέρα οπού είπεν. Εκαβαλίκευσεν ο βασιλεύς με πολλούς άρχοντας και νέους και επήγεν εις το παλάτιον του Ιωάσαφ, και εκατέβη και ο Ιωάσαφ και εκαβαλίκεψεν, και εδιάβησαν έξω έως δύο μίλια εις ένα εύμορφον κάμπον, και ήσαν μαζί του και άλλοι νέοι καβαλαρέοι και εκυνηγούσαν. Και κυνηγώντας εχώρισαν από την συ- νοδείαν και εδιάβησαν παράμερα. Και ο Ιωάσαφ έμεινεν οπίσω με ολί- γους καβαλαρούς, και εμαζώνασιν άνθη μυρωδικά και του | έδιδαν εις το χέρι. Και επίαναν πουλία και άλλα πετούμενα και εξεφάντωναν. Και εις εκείνον τον κάμπον, εις την μέσην της στράτας, έλαχε και ευ- ρέθη<σαν> ένας γέροντας άνθρωπος τυφλός και ένας λεπρός ασθενη- μένος και εζητούσαν ελεημοσύνην. Και ως τους είδεν ο Ιωάσαφ, εκρά- τησε το άλογόν του και τους εκοίταζεν και εθαύμαζεν, ότι ακόμη δεν είχεν ιδεί τέτοιας λογής ανθρώπους. Και ερωτά έναν από την συνο- δείαν του και λέγει του: «Τι άνθρωποι είναι αυτοί;» Ο δε λέγει αυτώ: «Αυτοί εγεννήθησαν έτσι, ως τους θωρείς, ασθενημένοι». Και ο Ιωά- σαφ λέγει: «Και δεν γεννούνται όλοι οι άνθρωποι εις τον κόσμον γεροί και με το φως των;» Ο δε λέγει ότι: «Γεννούνται και γεροί και τυφλοί και κουτσοί και πάσης λογής ασθενείας· και άλλοι εις την ζωήν τους τους έρχεται ασθένεια και παθαίνουν, ωσάν και αυτοί οπού θεωρείς». Και ως ήκουσεν ο Ιωάσαφ αυτά τα λόγια, έβαλεν εις τον νουν του ότι: «Ημπορεί να μου έλθει και εμένα κάθε λογής ασθένεια | εις την ζωήν μου;» Τότε του λέγει: «Ημπορούν να έλθουν και εις εμένα και εις εσέ- να και εις κάθε άνθρωπον, ότι πολλοί άνθρωποι γεννούνται καλά, αλλά, ωσάν γηράσσουν, τους έρχεται κάθε λογής ασθένεια, ωσάν αυτούς». Και ως εκατάλαβε την έννοιαν της ανθρωπίνης φύσεως, εφοβήθη και είπεν ότι: «Μέλλει να μου έλθουν αυτά και εμένα, ως άνθρωπος οπού είμαι». Και λέγει του καβαλέρη: «Ας υπάγομεν διά να σμίξομεν με την συνοδείαν μας, να υπάγομεν μαζί εις την χώραν».","καβαλαρέοι = ιππείς ως τους θωρείς = όπως τους βλέπεις ως = μόλις, όταν",,Βαρλαάμ και Ιωάσαφ,Ανώνυμος Ο Βαρλαάμ στο παλάτι (93-95),"Μετά τη δεύτερη έξοδο και τη συνάντηση με τον γέρο, τον τυφλό και τον λεπρό, ο Ιωάσαφ πέφτει σε περισυλλογή και αρχίζει να προβληματίζεται πάνω σε ανθρώπινα ζητήματα, όπως είναι οι ασθένειες και ο θάνατος. Στο μεταξύ, ένας άγγελος επισκέπτεται τον Βαρλαάμ και του δίνει οδηγίες να πάει στο παλάτι που βρίσκεται ο Ιωάσαφ. Το ακόλουθο απόσπασμα αναφέρεται στην επίσκεψη του Βαρλαάμ και την μύηση του Ιωάσαφ στον χριστιανισμό. Λοιπόν, επήγε και είπε του Ιωάσαφ όσα του ελάλησεν ο πραγμα- τευτής, και ως ήκουσε τοιούτους λόγους ο Ιωάσαφ, λέγει του πορτά- ρη: «Σύρε το γληγορότερον, άνοιξέ τον να έλθει!» Και ωσάν εσέβη ο Βαρλαάμ εις το παλάτιον, ο Ιωάσαφ, ως τον είδεν, τον επίασεν από το χέρι και τον εχαιρέτησεν και τον έμπασε μέσα εις την κάμαράν του, και λέγει τον: «Ω άρχοντά μου, δείξε μου εκείνον τον πολύτιμον λίθον οπού είπες ότι έχεις, και είναι εύμορφος και άλλος δεν τον έχει τινάς εις τον κόσμον. Δείξε το να το ιδώ!» Και ο Βαρλαάμ λέγει: «Τον λίθον οπού έχω να σου δείξω τον βλέπουν με τα μάτια του νου». Και ο Ιωά- σαφ λέγει: «Και πώς είναι δυνατόν να τον ιδώ με τα μάτια του νου;» Και ο Βαρλαάμ: | «Τα μάτια του νου είναι να εγνωρίσει όλα τα πράγμα- τα του κόσμου ο άνθρωπος, ορατά και αόρατα. Διατί ο πλάστης Θεός και δημιουργός και Πατήρ έπλασε τον Αδάμ, τον πρώτον άνθρωπον». Και ο Ιωάσαφ είπεν: «Και ποίος είναι ο πλάστης Θεός και Πατήρ;» Και ο Βαρλαάμ: «Ο Θεός και Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα είναι η αγία Τριάς, μία θεότης, μία δύναμις. Αυτός είναι ο πολύτιμος λίθος να τον εγνωρίσει πάσα άνθρωπος. Ο οποίος Θεός έκανε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και όλα τα ορατά και αόρατα. Και ο Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, έλαβε σάρκα ανθρωπίνην εκ της αγίας Παρθένου Μαρίας, οπού έστειλε τον αρχάγγελόν του Γαβριήλ και της έδωκε μήνυμα, το «Χαίρε!» Και εγ- γαστρώθη εκ Πνεύματος Αγίου και εγέννησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Παρθένος ήτον πριν να γεννήσει, και πάλιν παρθένος έμει- νεν. Ο οποίος Ιησούς Χριστός εκατέβη εκ των ουρανών και εσαρκώθη εις την αγίαν Παρθένον Μαρίαν, διά να σώσει το γένος των ανθρώ- πων, ότι αρνήθησαν τον πλάστην | Θεόν και επροσκύνησαν τα είδω- λα. Και ήξευρε, ω Ιωάσαφ, ότι δεν είμαι πραγματευτής, αλλά είμαι ασκητής χριστιανός και ασκητεύω εις την έρημον διά την αγάπην του Χριστού, και λέγουν το όνομά μου Βαρλαάμ». Και ο Ιωάσαφ λέγει: «Και ποίος είναι ο Ιησούς Χριστός οπού μου λέγεις, και έναι Θεός και άνθρωπος; Και ο Βαρλαάμ: «Εκείνος έναι οπού έκαμε την βασιλείαν των ουρανών και αγγέλους, αρχαγγέλους και τα όσα έχει ο ουρανός, τόσον ότι δεν δύναται γλώσσα ανθρώπου να τα διηγηθεί όλα. Και από όλους τους αγγέλους έκαμε έναν μεγα- λύτερον και φωτεινότερον, το όνομά του Εωσφόρος, και είχεν αγγέ- λους πλήθος πολύ το τάγμα του. Και υπερηφανεύθη κατά του Θεού, και διά τούτο εξέπεσεν από τους ουρανούς με όλον του το τάγμα, και από άγγελος οπού ήτον πρώτος, έγινε διάβολος μαύρος, και οι σύ- ντροφοί του δαίμονες, οπού ήσαν πλήθος πολύ και επείραζαν το γέ- νος των ανθρώπων και επαίρνασι τας ψυχάς των ανθρώπων και τες επη|γαίνασιν εις την Κόλασην.","ελάλησεν = μίλησε πραγμα- = έμπορος πορτά- = θυρωρού, πορτιέρη πάσα = κάθε (αντων. όμοια και στα τρία γένη) έναι = είναι",,Βαρλαάμ και Ιωάσαφ,Ανώνυμος Η μάταιη προσπάθεια του βασιλιά Αβενήρ να πείσει τον γιο του να γίνει πάλι ειδωλολάτρης (125-127),"Στο κείμενο που μεσολαβεί μεταξύ των επιλεγμένων αποσπασμάτων, ο Βαρλαάμ αφηγείται την ιστορία της ανθρωπότητας «από κτίσεως κόσμου», όλη τη ζωή και τα Πάθη του Χριστού, τα οποία θα συγκινήσουν τόσο πολύ τον νεαρό πρίγκιπα που δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Και αφού του φανερώσει όλη τη διδασκαλία του χριστιανικού δόγματος, του εξηγεί ποιος είναι και τί σημαίνει ασκητισμός. Στη συνέχεια, ο φύλακας μαθαίνει ότι ο επισκέπτης στο παλάτι δεν είναι έμπορος, όπως συστήθηκε, αλλά ασκητής, και ενημερώνει τον βασιλιά, ο οποίος, μαθαίνοντας ότι ο γιος του έχει γίνει χριστιανός, εξοργίζεται. Αμέσως μετά ο Ιωάσαφ βαπτίζει τον άρχοντα Νάρδο. Όταν η βάπτιση φθάνει στα αυτιά του βασιλιά, ο ίδιος συγκαλεί τους άρχοντες/συμβούλους του και συζητά μαζί τους τί πρέπει να κάνει και πώς πρέπει να προσεγγίσει τον γιο του σχετικά με το θρησκευτικό θέμα, ωστόσο ο πρίγκιπας μένει αμετάπειστος και κάνει προσπάθεια να πείσει τον πατέρα του να αλλάξει θρήσκευμα, αλλά μάταια. Και ως το έμαθεν ο βασιλεύς, έκραξε τους άρχοντάς του και τους φιλοσόφους και είπε τους διά τον Νάρδον. Και λέγει: «Τώρα δότε μου βουλήν καλήν, τι να κάμω του υιού μου του Ιωάσαφ, οπού αρνήθη τους θεούς και έγινε χριστιανός, και επήγεν ο άρχων Νάρδων να τον επι- στρέψει, αλλά και αυτός έγινε χριστιανός και έφυγεν. Τι λέγετε εσείς;» Τότε ένας από τους φιλοσόφους λέγει: | «Σύρε ατός σου, ω βασιλεύ, εις τον υιόν σου και καλόπιασέ τον με ειρηνικά λόγια και δείξε τον πολ- λήν αγάπην». Και πάλιν υπάγει ο βασιλεύς, και άρχισε και του λέγει: «Ω υιέ μου και τέκνον μου ηγαπημένον, εσύ είσαι εκείνος οπού εγώ έχω όλον μου το θάρρος και την ελπίδα μου παρά κανέναν άνθρωπον εις τον κόσμον. Και αν περάσουν τρεις ημέρες και δεν σε ιδώ, τρέμει η καρδία μου, ότι εσύ είσαι το πλούτος μου και όλον μου το θάρρος. Εσύ μέλλεις να φυλάξεις την βασιλείαν μας, και βάλε καλά εις τον νουν σου ότι εσένα αγαπώ παρά όλον τον κόσμον. Και διατί με πικραίνεις και δεν μου ακούεις να κάμεις εκείνο οπού θέλω εγώ; Γύρισε, λοιπόν, τέκνον μου, και προσκύνησον τους θεούς μας, διότι θεωρώ τον κίνδυ- νον οπού μέλλει να έλθει διά λόγου σου, και ότι οι άρχοντές μας βλέ- πουν πως έγινες χριστιανός και θέλουν σηκωθεί να επάρουν την βασι- λείαν μας. Και μόνον άκουσες | τους μύθους του Βαρλαάμ και άφησες τους θεούς μας». Τότε ο Ιωάσαφ λέγει προς αυτόν: «Εσύ είσαι ο πατέρας μου, και εγώ είμαι ο υιός σου, και με αγαπάς πολλά, τόσον ότι παρά άλλον εις τον κόσμον· διά τούτο είμαι χρεώστης να σε αγαπώ εις όλα τα πράγ- ματα του κόσμου. Όμως, θεωρώ και η βασιλεία σου πως έκαμες κό- πον και με ανάθρεψες με πολλήν χάρην και επιμέλειαν, οπού δεν το έκαμεν κανένας πατέρας του υιού του· διά τούτο πρέπει να σε αγα- πώ και να είμαι πάντοτε εις ό,τι με ορίσεις οπού να είναι δίκαιον. Και όταν σε ιδώ να έχεις καλόν εις τούτον τον κόσμον, περισσότερον αγα- πώ να λάβεις καλόν εις τον άλλον κόσμον, ήγουν εις τον Παράδεισον, εις την δόξαν του Θεού. Αμή εσύ, πατέρα μου, ευρίσκεσαι εις μέγα σκότος και λατρεύεις θεούς λιθίνους και ξυλίνους, αλάλους και κω- φούς, και θαρρείς ότι είναι θεοί, και αυτά είναι δαιμόνια· και ζεις σαρ- κικά, ως θέλει η σάρκα, και κάμνει χρεία να ζεις πνευματικά, ως θέλει το Άγιον Πνεύμα. Και ηξεύρω πως | μέλλει να υπάγεις εις την Κόλα- σην, να κολάζεσαι με τους δαίμονας εις τον αιώνα. Και διά τούτο εί- μαι πικραμένος διά λόγου σου. Αλλά παρακαλώ σε, πατέρα μου, γε- νού χριστιανός και πίστευσον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και αυτός είναι εύσπλαγχνος και πολυέλεος, και θέλει συγχωρήσει τας αμαρτίας σου και θέλει σου χαρίσει την βασιλείαν των ουρανών. Όμως, είπες μου πως θέλουν σηκωθεί οι άρχοντές μας να επάρουν την βασι- λείαν μας, αλλά και τούτη η βασιλεία είναι πρόσκαιρη· αλλ’ εγώ και συ θέλομεν κληρονομήσει την βασιλείαν των ουρανών οπού έναι ατε- λεύτητος. Και αν χάσομεν τους άρχοντας του κόσμου τούτου, θέλομεν κερδίσει τους αγγέλους του Θεού· και εάν χάσομεν τον βίον του κό- σμου τούτου, θέλομεν κληρονομήσει την ζωήν την αιώνιον οπού ποτέ δεν φθείρεται». Ως δε ήκουσεν ο βασιλεύς τα λόγια του Ιωάσαφ, και πως στέκεται στερεός εις την πίστην του Χριστού, λέγει του με μεγά- λην μάνητα και πικρίαν: «Εγώ βλέπω καλά ότι εσύ θέλεις να | σου δώ- σω θάνατον πικρόν». Όμως, άφησέ τον και έστρεψεν εις τα βασίλεια.","ως = αφού, μόλις έκραξε = κάλεσε, φώναξε βουλήν = συμβουλή ατός σου = εσύ, μόνος σου ότι = γιατί, διότι (αιτιολ. σύνδ.) θεωρώ = βλέπω, διακρίνω μύθους = λόγους ήγουν = δηλαδή Αμή = αλλά, όμως μάνητα = οργή, θυμό, μανία",,Βαρλαάμ και Ιωάσαφ,Ανώνυμος Η συνάντηση στο σπήλαιο (155-159),"Ανήμπορος να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ο βασιλιάς κάλεσε και πάλι τους συμβούλους του να συγκεντρωθούν και να τον συμβουλέψουν. Στη συνέχεια, ζήτησε από έναν φιλόσοφο να μεταμφιεστεί και να παρουσιαστεί ως ""Βαρλαάμ"" μπροστά στον Ιωάσαφ, αλλά ο φιλόσοφος, επηρεασμένος, ασπάστηκε το χριστιανικό δογμα, γεγονός που προκαλεσε τη σφοδρή οργή του βασιλιά. Και αφού προσπάθησε με διάφορους τρόπους να φέρει σε πειρασμό τον γιο του, ακολούθησε μια άλλη συμβουλή και αποφάσισε να του δώσει ένα μέρος από το βασίλειό του. Ο Ιωάσαφ δέχθηκε και μέσα σε σύντομο διάστημα βάφτισε όλους τους κατοίκους της επικράτειάς του χριστιανούς. Κατόπιν, βαπτίστηκε και ο πατέρας του, ενώ ολόκληρος ο λαός μυήθηκε στο χριστιανικό δόγμα. Λίγο αργότερα ο βασιλιάς Αβενήρ πέθανε και ο Ιωάσαφ μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και ασκήτευσε αναζητώντας τον Βαρλαάμ. Το παρακάτω απόσπασμα αναφέρεται στη συνάντηση των δύο στο σπήλαιο όπου ζούσε ο Βαρλαάμ. Μετά από κάποια χρόνια συμβίωσης, πεθαίνει πρώτα ο Βαρλαάμ και αργότερα ο Ιωάσαφ. Και ιδών ο Θεός την μεγάλην του ταπείνωσην, ελθόν ένα λεοντάρι και έστεκεν έξω του σπηλαίου ταπεινώ τω σχήματι και έβλεπε τον Ιω- άσαφ πολλήν ώραν. Τότε εγνώρισεν ότι εισήκουσεν αυτόν ο Θεός, και ευθύς μετά σπουδής ήρχισε και ηκολούθει το λεοντάρι· εκείνο έμπρο- σθεν και ούτος ηκολούθει, έως έφθασαν εις το κελίον του ασκητού Βαρ- λαάμ· και ήτον ανοικτόν, και το μεν λεοντάρι αναμέρισεν, ο δε Ιωά- σαφ εσέβη μέσα και τινάν δεν ηύρεν. Και εις ολίγον ήλθε και ο Βαρ- λαάμ, και ως τον είδε μέσα, εφοβήθη, λογίζοντας ότι είναι φάντασμα δαίμονος. Και παρευθύς τον εγνώρισε και εχάρη η καρδία του, και ευ- χαριστώντας εδόξασε τον Θεόν, και ηγκαλίασεν αυτόν ασπασίως και λέγει προς αυτόν: «Ποίος είσαι εσύ | οπού με αγκαλίασες;» Και είπεν: «Εγώ είμαι ο υιός σου Ιωάσαφ, υιός του Αβενήρ βασιλέως, οπού με εδί- δαξες την πίστην του Χριστού και με έκαμες χριστιανόν». Ο δε Βαρ- λαάμ λέγει: «Φεύγε, πειρασμέ απ’ εμού και μη με πειρ{ε}άζεις! Εγώ ηξεύρω εκείνον έκλαμπρον και εύμορφον, τα μαλλία του εξέλαμπρα και το πρόσωπόν του άσπρον, και εσύ μελαψός, στυγνός και άσχημος· εκείνος νέος και ευειδής, και εσύ με φαίνεσαι μεσακός άνθρωπος. Φεύ- γε, λοιπόν, όθεν ήλθες, δαιμόνιον, απ’ εμού και μη με πειράζεις!» Ο δε λέγει: «Εγώ είμαι, ω πάτερ, ο υιός σου Ιωάσαφ, και όλως μη διστάζεις, διότι έχω τώρα τέσσαρους μήνας οπού περιπατώ μέσα εις την έρημον γυρεύοντάς σε και δεν σε εύρισκα, και εφαγώθηκαν τα φορέματά μου, και ο ήλιος με έκαψεν, και εταπεινώθη το κορμί μου από πείνα και δί- ψαν και το τραχύ της στράτας, και έγινα άσχημος ωσάν με θεωρείς. Διά τούτο είμαι αποκαμωμένος και έμεινα γυμνός, και με βοήθειαν Θεού και αγίων ευχών ηύρα ζώου δέρμα και το έβαλα απά|νου μου κα- θώς βλέπεις, και διά τούτο δεν με εγνωρίζεις». Τότε και ο Βαρλαάμ άρχισε να τον εγνωρίζει, και εγνώρισε καλά ότι ο Ιωάσαφ είναι· και αγκαλιάσθηκαν δυνατά και ανασπάσθηκαν, και εχάρη η καρδία τους. Όμως, εθαύμαζεν ο Βαρλαάμ πως άφησε τόσην μεγάλην εξουσίαν και δόξαν και ηθέλησε και έγινε πτωχός διά την βασιλείαν του Θεού, και έλεγεν μέσα του: «Ούτος μέγας και άγιος άνθρωπος είναι, και δεν εί- μαι άξιος να κατοικώ με τοιούτον άνθρωπον». Πλην, εμάζωξε λάχανα και έβαλε και έφαγαν, και ήρχισε να τον ερωτά: «Τέκνον μου Ιωάσαφ, τι έγινεν ο πατήρ σου ο βασιλεύς Αβενήρ;» Ο δε λέγει: «Ο πατήρ μου έγινε χριστιανός και ζήσας χρόνους δύο απέθανεν». Και είπεν όλα τα βάσανα και τους πειρασμούς οπού του έκαμε, και πως εβασίλευσε και αυτός δύο χρόνους, και πως: «Έδωσα την βασιλείαν μου ενός εδικού μου ανθρώπου, ονόματι Αλφανού», και εξηγήθη όλα τα πράγματα, ως είναι άνωθεν γεγραμμένα. Και ταύτα ακούσας ο Βαρλαάμ εσηκώθη και ευχαρίστησε τον Θεόν και έλαβε μεγάλην χαράν, και ήσαν μαζί εις την άσκησιν δεκαεπτά χρόνους.","εγνώρισεν = κατάλαβε μετά σπουδής = με βιασύνη μεσακός = μεσήλικας όθεν = απ’ όπου (επίρρ.) θεωρείς = βλέπεις ανασπάσθηκαν = φιλήθηκαν ζήσας = αφού έζησε εξηγήθη = διηγήθηκε",,Βαρλαάμ και Ιωάσαφ,Ανώνυμος Abstract,"Ο Βασιλεύς ο Ροδολίνος είναι τραγωδία που γράφτηκε στο Ρέθυμνο από τον Ιωάννη Ανδρέα Τρώιλο κατά τον 17ο αιώνα και εκδόθηκε στη Βενετία το 1647. Το πρότυπο της τραγωδίας αυτής είναι το έργο Il Re Torrismondo του Torquato Tasso, με σημαντικές ωστόσο τροποποιήσεις στη δομή και στο περιεχόμενο. Ο Ροδολίνος χαρακτηρίζεται από υψηλή αισθητική ποιότητα, περίτεχνο και σύνθετο ύφος και εκφραστική γλώσσα.",,,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Αφιέρωση στον Θωμά Φλαγγίνη,"Πρὸς τὸν λαμπρότατον καὶ περιφανέστατον κύριον κύριον Θωμᾶ Φλαγγίνην τὸν ἐξοχότατον και εὐγενέστατον ῥήτορα καὶ τοῦ ἡμετέρου γένους δόξαν, τιμὴ καὶ ἒπαινος. Ἰωάννης Ἀνδρέας ὁ Τρώϊλος Ἀφέντη μου λαμπρότατε κ’ εὐγενικέ, ἁπ’ οἱ τόσες ποὺ σοῦ δουλεύγουν ἀρετές καὶ συντροφιάζου γνῶσες καὶ πλιάτερα παρ’ ἂνθρωπον ὅλους νὰ σὲ τιμοῦσι τσ’ ἀνθρώπους προσκαλούσινε καὶ νὰ σὲ προσκυνοῦσι, μὴν κρίνεις γιὰ ὑπερηφανειά σήμερο τὴ δική μου δούλεψη, τὴν ἐμπιστικὴ καὶ θεληματική μου, γιατὶ ὡς ψυχάρι στὴ φωτιὰ ὁ νοῦς μου τριγυρίζει τὴ χάρη σου, κι ὁρέγεται τόσο νὰ τὸν ὁρίζει, ὅσο μὲ πεθυμιὰ καρδιᾶς στὴ ζέστη τση ἀποθαίνει, γνωρίζοντας αὐτείνη πὼς πάλι τὸν ἀνασταίνει, ἀπεὶς θωρεῖ τσὶ χάριτες τσ’ οὐρανικὲς σιμά σου κι ἀστράφτουν εἰς τὴ γλῶσσα σου, φέγγου στὸ σάλεμά σου, καὶ δείχνουσί σε πὼς ἐσὺ μόνον ἐσένα ὁμοιάζεις καὶ μὲ τὴ γνώση ὥς τσ’ οὐρανοὺς τὴ δόξα σου ἀνεβάζεις. Τ’ ἁμάξι σου τὸ υπέρλαμπρο καὶ ψυχωμένο ἐσένα ἄλογα δὲν τὸ σέρνουσι, σὰ βλέπομε εἰς πάσ’ ἔνα, μὰ ἡ πίστη κ’ ἡ εὐσέβεια κ’ ἡ ἐσπλαχνιά σου ἡ πλήσα κ’ ἡ φρόνεση βαστοῦσι το κ’ οἱ ἴδιες τὸ ἐστολίσα, καὶ ὡς ἥλιος φέγγει καθαρὸς μὲ διχωστὰς σκονάδι, γιατὶ ὁδηγό ἔχεις τὸ πρεπὸ καὶ τὴν τιμὴν ὁμάδι· μᾶλλιος ἐσύ ’σαι τσῆ τιμῆς τσ’ ἴδιας καθάρια εἰκόνα καὶ φῶς καῖ μοναχὴ στολὴ σ’ τοῦτο μας τὸν αἰώνα. Γιὰ τοῦτο καὶ τσὶ πράξες σου ζηλειὰ ἡ καταραμένη ντρέπετ’, ὅντα σὲ στοχαστεῖ, κι ὁλόβουβη ἀπομένει· κ’ ἡ φήμη ὡς μεγαλόψυχο, σ’ ὅ,τι οὐρανός σκεπάζει, τσὶ γνῶμες σου τσ’ εὐγενικὲς νὰ φέρνει δὲ σκολάζει. Λοιπὸν ὁ νοῦς τὴ δούλεψη γυρεύοντας νὰ κάμει πλιὰ φανερή, καὶ τοῦ κορμιοῦ καὶ τὴ δική του ἀντάμι, σ’ ἄλλο καιρὸν ἀνάπαψης τοῦτο ἐπειδὴ εἶχε φτάξει τὸ ποίημα στὴ γλώσσα μας τὴν κρητικὴ νὰ πράξει, ἀποκοτῶ καὶ πέμπω το, σημάδι τσῆ πολλῆς μου εὐλάβειας καὶ ταπείνωσης κι ὄρεξης τσῆ καλῆς μου, ἁποὺ ἔχω κ’εἶχα ἀπὸ καιροὺς εἰς τὴ λαμπρότητά σου, μ’ ἕνα μου μέρος πλιὰ ἀκριβὸ ν’ ἀκολουθῶ τσ’ ἀσκιᾶς σου, συρμένος, ὡς τὸ σίδερον, ἀποὺ τὴν πέτρα ἐκείνη πού, ὡς τσῆ σιμώσει, δὲ μπορεῖ πλιὸ νὰ τσ’ ἀπομακρύνει, πολλὰ παρακαλώντας σε γιὰ χάρη νὰ θελήσεις μὲ τ’ ὄνομά σου τὸ λαμπρὸ κι ἄξο νὰ τὸ στολίσεις, γιατὶ μὲ τέτοια φορεσάν, ὅπου φανεῖ ντυμένο, κι ἀποὺ τσὶ Μώμους θέλ’ εἰσται κι ἀπ’ ὅλους τιμημένο. Κύριο σὲ κάμνω βέβαιο τότε καὶ Μαικενάτε, ἡ χάρη σου παντοτινὰ στὸν κόσμο να ἐπαινᾶται. Δῶρον ἄν εἶναι χαμηλό, ψηλή ’ναι ἡ θέλησή μου, ἀμ’ εἰσὲ περισσότερο δὲ φτάνει ἡ μπόρεσή μου, μὰ δέξου το, ὡς βασιλιόν, ἁπού ’θελε τοῦ φέρει λίγο νερὸν ἕνας βοσκὸς εἰς τὸ φτωχό του χέρι, γὴ ὡσὰν τὸ μέγα Ὠκεανὸ ποὺ ποταμοὺς κι ὀρυάκια δὲ διώχνει, ἀμ’ ἀποδέχεται ὥς καὶ τὰ πλιὰ μικράκια, σὰν εἶν’ ἡ τραγωδία μου ὀρυάκι, ἁπ’ ἐκ τὴ βρύση, πρὶ ἐβγεῖ καλά, ξεραίνεται στ’ αὐλάκι κι ἀποφρύσσει, μ’ ἀπεὶς ἐμπεῖ στὸ σκέπος σου, πληθαίνου τὰ νερά τση κι οὐδ’ ἄλλης θάλασσας χρωστεῖ νὰ δώσει πλιὸ χαράτσι. Στίχους ψηλοὺς ἄ δὲν εὑρεῖς, θέλεις μοῦ συμπαθήσει, γιατ’ εἶχα γράψει μυθικά, σὰ μ’ ἔσυρεν ἡ φύση κ’ ἡ λίγη πράξη κ’ ἡ φτωχειὰ ἁπὄχω τῶ γραμμάτω, ποὺ μοῦ ἐμποδίζουσι τσ’ αἰτιὲς νὰ γνώθω τῶν πραμάτω. Μὰ ὡς ἄρρωστο παιδὶ τινάς, ὁποὺ κομπώσει θέλει, κι ἀλείφει τὸ ποτήρι του τριγύρου εἰς τσ’ ἄκρες μέλι καὶ μέσα βάνει ἄλλα ζουμιὰ πρικιά, καὶ τὴν ὑγειά του καθὼς τὰ πίνει, φέρνει του τοῦτο τὸ κόμπωμά του, ἔτσι τοῦ μύθου ἡ νόηση χάρη γιατρειᾶς φυλάσσει, ὁποὺ τὴν ἀρρωστιὰ εἰς ὐγειὰ μπορεῖ νὰ μεταλλάσσει. Ἡ τραγωδιὰ στὸ τέλος τση ἄν ἔν’ καὶ σέρνει θλίψη, μακρὰ ἀποὺ τὸ εὐγενέστατο κορμί σου τούτη ἄς λείψει· μὰ ὅλο χαρὲς κι ὅλο τιμὲς καὶ δόξες πάντ’ ἄς ἔχει, κι ὁ οὐρανὸς ἀπάνω σου τσὶ χάριτές του ἄς βρέχει. Μὰ γιατ’ ἡ Μούσα μου φτερὰ λιγάκια μοῦ ’χε τάξει κι ὁ κάλαμός μου, ὡς ἀστενής, δὲν ἠμπορὰ πετάξει, τὰ ἔργα σου τὰ δυνατά, τ’ ἄξα καὶ φημισμένα κιὰς νὰ λογιάσω νὰ ’πωθοῦ γὴ νὰ γραφτοῦ ἀπ’ ἐμένα, γιὰ τοῦτο ἐγώ σαν ἀτελὴς μένω στὸ περιγιάλι κ’ εἰς τὸ βαθύ σου πέλαγος ἄς πράσσου διδασκάλοι.","ῥήτορα = δικηγόρο, νομικό πλιάτερα = περισσότερο, πιο πολύ (επίρρ.) δούλεψη = υπηρεσία [η δούλευσις ή δούλεψη] ἐμπιστικὴ = έμπιστη, πιστή οφοσιωμένη [επίθ. εμπιστικός] ψυχάρι = είδος νυχτερινής πεταλούδας ὁρέγεται = επιθυμεί, θέλει [ορέγομαι] ἀπεὶς = αφού, επειδή (σύνδ.) θωρεῖ = βλέπει [θωρώ] ψυχωμένο = αντρειωμένο σκονάδι = ψεγάδι, ελάττωμα πρεπὸ = σωστό ὁμάδι = μαζί (επίρρ.) δὲ σκολάζει = δεν σταματά, δεν παύει ἀντάμι = μαζί (επίρρ.) ἀποκοτῶ = τολμώ, αποτολμώ πλιὰ = πιο, περισσότερο (επίρρ.) Μώμους = επικριτές, που αποδοκιμάζουν [ο Μώμος, αρχαίος έλληνας θεός του σκώμματος και της χλεύης] θέλ’ εἰσται = θα είναι Μαικενάτε = Μαικήνα, δηλαδή προστάτη των τεχνών και των γραμμάτων ἀμ’ = αλλά, όμως [σύνδ. αμέ ή αμή] γὴ = ή (διαζευκτικός σύνδ.) ἀποφρύσσει = στερεύει, στεγνώνει [αποφρύγω ή αποφρύσσω ως αμτβ.] ἄ = αν ἁπὄχω = που έχω γνώθω = γνωρίζω κομπώσει θέλει = θα εξαπατήσει, θα ξεγελάσει [κομπώνω] τὸ κόμπωμά = το τέχνασμα, η πονηριά, η απάτη τοῦ μύθου = της διήγησης, της ιστορίας ὁ κάλαμός = το καλάμι, δηλαδή η γραφίδα, το όργανο γραφής κιὰς = έστω, τουλάχιστον (επίρρ.) νὰ λογιάσω = να σκεφτώ, να συλλογιστώ [λογιάζω]",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Πρόλογος αφιερωμένος στο «Πεπρωμένο» (στ. 57-64),"Τοῦ μέγα Ζεὺς παιδί ’μαι· πρὶν τὴ χτίση τοῦ κόσμου, πρὶν τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, μάλιστα πρὶν τὴν ἴδια κάμει φύση, στὸ θεϊκό του νοῦ μ’ ἄμετρη χάρη κ’ ὕψιστη γνώση μ’ ἤθελε γεννήσει κι ἀξίωμα ἁπ’ ἄλλος πλιὰ <δὲν> εἶχε πάρει μοῦ ’θελε στερεώσει ἔτσι μεγάλο, νὰ μὴν μπορῶ σ’ τσὶ γνῶμες μου νὰ σφάλω.","χτίση = ""χτίσιμο"", δημιουργία [η χτίση] ἄμετρη = που δεν μπορεί να υπολογιστεί, να μετρηθεί [επίθ. άμετρος]",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Η Βασιλομήτωρ Αννάζια πείθει τη Ροδοδάφνη να παντρευτεί τον Τρωσίλο (Γ 1- 50),"Στην Α΄ πράξη ο Ροδολίνος αποκαλύπτει στον σύμβουλό του Ερμήνο την αιτία της απελπισίας του: είχε δεχτεί να ζητήσει σε γάμο την Αρετούσα εκ μέρους του φίλου του Τρωσίλου, βασιλιά της Περσίας. Όμως, καθώς ταξιδεύανε ναυαγήσανε, και, τότε, οι δύο νέοι γίνανε ζευγάρι. Ο Ροδολίνος τώρα κατατρύχεται από τις ενοχές και βρίσκεται σε ένα φοβερό δίλημμα: να προτιμήσει τη φιλία του με τον Τρωσίλο προδίδοντας τον έρωτά του ή το αντίστροφο; Ο σύμβουλος Ερμήνος τού προτείνει να παντρευτεί την Αρετούσα και να δώσει ως σύζυγο στον Τρωσίλο την αδερφή του, Ροδοδάφνη. Ακολουθεί ο διάλογος της Ερωφίλης με τη Σωφρόνια, την τροφό της: η νεαρή είναι γεμάτη θλίψη και σκοτεινά προαισθήματα λόγω της ψυχρότητας που δείχνει ο αγαπημένος της, ο Ροδολίνος. Η Σωφρόνια προσπαθεί να την παρηγορήσει. Το επιλογικό μοτίβο είναι η αβεβαιότητα της μοίρας και η αγωνία που προκαλεί στους ανθρώπους. Η Β΄ πράξη ανοίγει με τον μονόλογο του Ερμήνου σχετικά με την Τύχη, ενώ αναγγέλλεται η επικείμενη άφιξη του Τρωσίλου, που τροφοδοτεί τις εξελίξεις. Η βασιλομήτωρ Αννάζια πρέπει να πείσει τη Ροδοδάφνη, η οποία είναι ταμένη στην θεά Άρτεμη και ατίθαση ως χαρακτήρας, να παντρευτεί. Στο απόσπασμα που ακολουθεί (Γ΄ πράξη), ξετυλίγεται η στιχομυθία Αννάζιας-Ροδολίνου, κατά την οποία τα δύο πρόσωπα σχεδιάζουν τον επικείμενο γάμο της Ροδοδάφνης, που φαινομενικά έχει μεταπειστεί. Καὶ μὲ πολλοὺς λογαριασμοὺς καὶ μ’ ἄλλα λόγια τόσα ποὺ μοῦ ἐσυνήφερεν ὁ νοῦς κ’ ἐλάλησεν ἡ γλώσσα, τὴν ἔκαμα κ’ ἐσύγκλινε κ’ ἦρθε στὸ θέλημά μου, μὰ ὄρεξη ἐλίγην ἔδειξε νά ’χει πολλὰ τοῦ γάμου. Μᾶλλιος, τ’ ἀμμάτια μου ἀνισῶς καλὰ τὴ στοχαστῆκα, νὰ τὴν ἰδῶ ἐφανίστη μου μέσα εἰς χαρὰ καὶ πρίκα, γιατὶ, ὅντε τὴν ἀπόβγαλα νὰ στολιστεῖ, κ’ ἐμπῆκε στὸ θάλαμό τση μοναχὴ κ’ ἐμένα ἐδῶ μ’ ἀφῆκε, βαρὰ πολλὰ ἀναστέναξε· γὴ νά ’ναι ἀπὸ τὴν πλήσα χαρά, ἀποὺ ἐδίπλωσε εἰς ἐμᾶς εἰσὲ δυὸ γάμους ἴσα, κι ἁποὺ διπλώνουν οἱ χαρές, οἱ σκόλες, τὰ παιγνίδια κ’ οἱ τόσες περιδιάβασες κ’ οἱ δόξες τόσ’ ἀφνίδια, γὴ γιατὶ ἐπίστεψε, θαρρῶ, τσῆ μάνας κι ἀδερφοῦ τση πὼς ὅ,τι πράξουσι, καλὸν εἶναι τοῦ ριζικοῦ τση. ΡΟΔOΛΙΝΟΣ Μ’ ἕνα μεγάλο βασιλιό, κρίνω, καλὰ δὲν πηαίνει, κακόρεξη νὰ σμίξομε κόρη καὶ χαδεμένη· κι ὀγιὰ ἀφορμάγρα μάλιστα ἐγὼ κρατῶ μεγάλη σκύλο κιανεὶς νὰ κυνηγᾶ στανιῶς του νὰ θὰ βάλει. Μ’ ὅλον ἐτοῦτον ἂς γενεῖ σὰ λέεις, κι αὐτὸς ἂ θέλει. ΑΝΝΑΖΙΑ Μὲ μοίρα καλορίζικη παρακαλῶ νὰ μέλλει. ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ Ἂς εἶναι καλορίζικη, ἂν εἶναι μπορεμένο, ἀμ’ ἀπ’ ἐμᾶς μηδὲν λειφτεῖ νὰ στέκει ἑτοιμασμένο παντόθες μ’ ὕψιστες τιμὲς καὶ δόξες ἄλλες τόσες, ἁποὺ νὰ μὴν κατέχουσι νὰ μαρτυροῦν οἱ γλῶσσες ὡς πρέπει τσ’ ὑψηλότη μας, τσῆ τύχης, τσ’ εὐγενειᾶ μας, καὶ τσ’ ἄπειρης ἐμπόρεσης ἀπὄχει ἡ βασιλειά μας. Χίλιες ἂς μαζωχτούσινε λαμπρότατες παρθένες, οἱ πλιὰ ὄμορφες κ’ εὐγενικὲς κ’ οἱ πλιὰ ἄξα στολισμένες κι ἀπὸ διάδημα χρουσὸ κι ἀπὸ χρουσὸ ζωνάρι, νὰ τήνε συντροφιάσουσιν ὅλες μὲ πλήσα χάρη· καὶ παντρεμένες ὅρισε χίλιες νὰ στολιστοῦσι μὲ διαδήματα χρουσὰ καὶ ζῶνες, ν’ ἀκλουθοῦσι τῆς Ἀρετούσας τσ’ ὄμορφης, κ’ ἐκείνη μὲ λιθάρια τσ’ Ἀράβιας πολύτιμα καὶ μὲ μαργαριτάρια καὶ φορεσὰν ὀλόχρουσην ἂς ντύσει τὸ κορμί τση, μ’ ὅ,τι ἄλλο πράμαν ἀκριβὸ πράσσει ὀγιὰ στόλισή τση. Τὸ πολυτεχνογάζωτο ροῦχο τὸ φημισμένο τσ’ ἀράχνης, ποὺ ὡς κ’ εἰς τσ’ οὐρανοὺς εἶναι ὀνοματισμένο κι ἁπ’ ἄλλο δὲν εὑρίσκεται σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τσῆ βάλε, οὐρανικὴ γιατὶ στόλιση τσῆ τυχαίνει, νὰ φέγγει ἀνάμεσα ὁλωνῶ καὶ νὰ τσὶ περισσεύγει, σὰν κάμνει στὴν ἀνατολὴν ἥλιος μὲ τ’ ἄστρα, ὡς ἔβγει· σκῆπτρο ἂς κρατεῖ καὶ διάδημα πλοῦσον εἰς τὸ κεφάλι κ’ ἕνα μαντὶ ἀστροχιόνιστο βασιλικὸν ἂς βάλει κι ὅ,τι ἄλλο ἡ τέχνη ἐμπόρεσε, παλιὰ καὶ νιά, νὰ δείξει, στὰ ροῦχα τση κ’ εἰς τὸ κορμὶ τὸ εὐγενικό τση ἂς σμίξει. Μὰ ἐτούτη ἐσέναν ἔγνοια σου θέλ’ εἶσται καὶ τιμή σου, νὰ στολιστεῖ ὑπερήφανα ἡ νύφη ἡ ἀκριβή σου. ΑΝΝΑΖΙΑ Καθὼς ὁρίζεις νὰ γενεῖ πρεπό ’ναι· κι ἀπὸ μένα δὲ θέλου λείψει μὲ χαρὰ τὰ μὄχεις μιλημένα.","λογαριασμοὺς = επιχειρήματα [ο λογαριασμός] ἐσυνήφερεν = συγκέντρωσε [συνηφέρνω] ἐλάλησεν = μίλησε [λαλώ] ἐσύγκλινε = συγκατατέθη, έδωσε συγκατάθεση [συγκλίνω] ἀνισῶς = αν (σύνδ.) πρίκα, = πίκρα ἀπόβγαλα = ξεπροβόδισα, συνόδευσα έξω [αποβγάνω] στὸ θάλαμό = στην αίθουσα, στο δωμάτιο [ο θάλαμος] γὴ = ή (διαζευκτικός σύνδ.) πλήσα = πολλή [επίθ. πλήσος] ἐδίπλωσε = διπλασιάστηκε [διπλώνω, εδώ ως αμτβ.] περιδιάβασες = διασκεδάσεις [η περιδιάβαση] κακόρεξη = απρόθυμη [επίθ. κακόρεξος] ὀγιὰ = για (πρόθ.) ἀφορμάγρα = ""τρέλα"", ανοησία [η αφορμάγρα] κρατῶ = θεωρώ, νομίζω στανιῶς = με το ζόρι (επίρρ.) παντόθες = παντού (επίρρ.) νὰ μὴν κατέχουσι = να μην ξέρουν [κατέχω] ἐμπόρεσης = δύναμης [η εμπόρεση] ἄξα = κατά τρόπο άξιο, όπως αξίζει/πρέπει (επίρρ.) διάδημα = στέμμα [το διάδημα] ὅρισε = διάταξε, παράγγειλε [β΄ εν. προστ. αορ. του ορίζω] ἀκλουθοῦσι = ακολουθούν λιθάρια = πετράδια (εννοεί πολύτιμους λίθους) ὀγιὰ = για (πρόθ.) ὀνοματισμένο = ονομαστό, ξακουστό [ονοματισμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ονοματίζω ως επίθ.] μαντὶ = έναν μανδύα [το μαντίν] ἀστροχιόνιστο = λαμπερό σαν άστρο, υπερβολικά ωραίο [επίθ. αστροχιόνιστος] θέλ’ εἶσται = θα είναι (θέλω + απρμφ. για δήλ. μέλλοντα) τὰ = αυτά που (αναφορ. αντων.)",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Ο Ροδολίνος περιγράφει τον ιδεατό γάμο του (Γ 51-114),"Ο Ροδολίνος, ενθουσιασμένος, διότι νομίζει πως τα πράγματα εξελίσσονται θετικά ως προς τη σχέση του με την Αρετούσα, περιγράφει στο ακόλουθο απόσπασμα με λεπτομέρειες τον ιδανικό γάμο. ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ Στρατάρχοι μου, τὴν ἐμιλιὰ τώρα εἰς ἐσᾶς γυρίζω κι ὡς φίλος σᾶς παρακαλῶ κι ὡς βασιλιὸς ὁρίζω νὰ φανερώσετ’ ὅλοι σας τὴ φρόνεση κι ἀντρειά σας κι ὅ,τι ἀρετὴ ἄλλη εὑρίσκεται σήμερο στὰ κορμιά σας. Στρατιῶτες ξακουστοί, κ’ ἐσεῖς, ἀπόκοτοι καὶ νιοὶ ἄξοι, ὅ,τι μπορεῖ πάσ’ ἕνας σας ὀγιὰ τιμή του ἂς πράξει. Ἄλλοι ἕνα κάστρο ἂς στέσουσι μὲ ξύλα ψοματένιο τριγύρου μ’ ὄμορφα τειχιὰ καὶ πύργους σφαλισμένο καὶ μέσ’ ἂς εἶναι στρατηγοὶ κι ἀπόξω ἄλλοι ἂς κοπιοῦσι νὰ θὲ νὰ τὸ τσακίσουσι, μαζὶ νὰ πολεμοῦσι· ἄλλοι ἂς ντυθοῦσι σίδερα κι ἂς τρέχου τὰ φαριά τως καὶ τὰ κοντάρια γεῖς τ’ ἀλλοῦ νὰ σποῦσι στὰ κορμιά τως· ἄλλοι γυμνοὶ μὲ σουβλωτὰ σπαθιὰ κι ἀκονισμένα τὸ πὼς μαλώνου ἂς δείχνουσιν ἀλλήλως εἰς πάσ’ ἕνα· κι ἂς ράσσουσι κι ἂς φεύγουσι καὶ μὲ τὴν τέχνη πάλι ἂς μπαίνει ὁ ἕνας ἐκ τ’ ἀλλοῦ μέσ’ ἀποὺ τὴν ἀγκάλη· ἄλλοι ψηλὰ ἂς ξαπλώσουσι σκοινιά, κ’ ἐκεῖ ἂς γυρεύγου νὰ πορπατοῦσι, νὰ γλακοῦ, νὰ παίζου, νὰ χορεύγου· κι ἄλλοι ἂς δοξεύγου τὰ πουλιὰ πετώντας γιὰ σημάδι, νὰ δείχνουσι τὴν τέχνη τως καὶ πιδεξότη ἀμάδι· ἂς ψάλλουν ἄλλοι, σ’ ὄργανα, μὲ τύμπανα ἂς πηδοῦσι καὶ μὲ κιθάρες ὄμορφα παντόθε ἂς τραγουδοῦσι· ἂς τραγουδοῦ τῶ βασιλιῶ τῶν παλαιῶ τσὶ πράξες, τσὶ φρόνιμες κ’ εὐγενικὲς καὶ φημισμένες διάξες καὶ μ’ ἄλλα γλυκολάλητα παιγνίδια τῶ μετάλλω, μὲ συμφωνίαν ἂς τρέχουσι νὰ σώνει γεῖς τὸν ἄλλο· κι ἄλλοι, τσὶ σάλπιγγες ἀπεὶς γροικήσου, μὴν ἀργιοῦσι στ’ ἄλογα ν’ ἀνεβούσινε, προθυμερὰ νὰ ἐβγοῦσι μὲ διαφορετικοὺς χορούς, ν’ ἀστράφτου τὰ σπαθιά τως καὶ νὰ βροντοῦ σ’ τσὶ κτύπους τως κ’ εἰς τὰ σαλέματά τως· ἂς σέρνουν ἄλλοι τὰ θεριὰ τ’ ἄγρια καὶ μερωμένα, πάσ’ ἕνα τως ξεχωριστά, μ’ ὁλόχρουση καδένα. Τράντα χιλιάδες στρατηγοὶ ἁπὄχω διαλεμένους, κόκκινα κι ἄσπρα νὰ φοροῦ, βασιλικὰ ντυμένους, καὶ μ’ ἄλλους τόσους ἄρχοντες νὰ πηαίνουν ἐμπροστά μου, τὸ λάβαρο ὁ στρατάρχης μου βαστώντας στὰ δεξά μου· τ’ ἁμάξι μου μονόκεροι θέλουσι σέρνειν ἕξι καὶ πλοῦσα ἂς τὸ στολίσουσι κι ὡς ἕναν ἥλιο ἂς φέξει, κ’ ἕξι ἂς τοῦ βάλουσι τροχοὺς χρυσομαλαματένιους ποὺ εἶναι γεμάτοι οἱ κύκλοι τως λίθους ἀδαμαντένιους, καὶ μὲ ζαφείρια ὑπέρλαμπρα τὸν οὐρανό του ἂς ντύσου, νὰ δείχνει ὡς ἕνα να ’τονε μέρος τοῦ Παραδείσου· τοπάζια, χρυσόλιθοι, ἄνθρακες καὶ σαρδία τσὶ στύλους του ἂς σκεπάσουσι πλιὰ παρ’ ὅ,τ’ εἶναι χρεία, ὑάκινθοι καὶ χαλάζιοι, σμάραγδοι κι ὅ,τι λίθος ἄλλος ταιριάζει, ὁ θρόνος του μὴ λείψει νά ’χει πλῆθος· τὸ ὑποπόδιο ἂς στέσουσι ποὺ ἐπῆγε νὰ χαρίσει τοῦ Γνωστικοῦ, ἡ βασίλισσα, γιὰ νὰ τόνε γνωρίσει· ἀμέθυστοι, ἰάσπιδοι, βηρύλλια, χρυσοπράσα, σαρδόνιοι, χαλκηδόνιοι καὶ τ’ ἔμορφα μπαλάσα, τὰ πλάγια του ἂς καλύψουσι κι ὅλο τ’ ἀπομονάρι σὰ χιονισμένο ἂς φαίνεται μὲ τὸ μαργαριτάρι. Ἁμάξ’ ἂς ἔρθουν ἑκατὸ χιλιάδες στολισμένα, πάσ’ ἕνα τως μ’ ἕξι φαριὰ χρυσοπεταλωμένα, ξοπίσω τως τῶν ἁμαξῶ τὰ κάστρη ἂς ἀκλουθοῦσι ἀπ’ ἐλεφάντες ἑκατὸν ὰπάνω τως βαστοῦσι, καὶ φάλαγγες ἀμάδι τως ἂς ἔρθου πεζολάτες τόσες, ποὺ νὰ σκεπάσουσι τὴ γῆ κι ὅλες τσὶ στράτες· τὴ χώραν ἕναν οὐρανὸ καινούργιο ἀστροφεγγάτο ἂς δείξουσι μὲ τσὶ φωτιὲς ὅλη ἀπὸ πάν’ ὣς κάτω, ποὺ ἡ νύκτα μέρα νὰ φανεῖ καὶ νὰ μηδὲ ζηλεύγει τὸ φῶς τσῆ μέρας πὼς μπορεῖ νὰ τήνε περισσεύγει. Στ’ ἀπομονάρια ἡ φρόνεση κ’ ἡ τέχνη ἂς ἀρμηνέψει κι οὐδένας σας εἰς τσὶ δουλειὲς ἐτοῦτες μὴν ὀκνέψει.","ὁρίζω = παραγγέλλω, διατάζω ἀπόκοτοι = τολμηροί, θαρραλέοι, γενναίοι [επίθ. απόκοτος] ἂς στέσουσι = ας στήσουν, ας τοποθετήσουν ψοματένιο = ψεύτικο [επίθ. ψοματένιος] ἂς κοπιοῦσι = ας κοπιάζουν, ας κουράζονται [κοπιώ] τὰ φαριά τως = τα άλογά τους [το φαρίν] γεῖς τ’ ἀλλοῦ = ο ένας του άλλου γυμνοὶ = χωρίς πανοπλία, ακάλυπτοι ἂς ράσσουσι = ας ορμούν, ας χυμούν [αράσσω] νὰ γλακοῦ = να τρέχουν [γλακώ] ἂς δοξεύγου = ας τοξεύουν [δοξεύω] ἀμάδι = μαζί (επίρρ.) διάξες = καλή συμπεριφορά, καλοί τρόποι [η διάξη, εδώ στον πληθ.] παιγνίδια = μουσικά όργανα [το παιγνίδιν] νὰ σώνει = να φτάνει ἀπεὶς = αφού, από τη στιγμή που (επίρρ.) γροικήσου = ακούσουν [γροικώ] προθυμερὰ = πρόθυμα, γρήγορα (επίρρ.) καδένα = αλυσίδα σαρδία = ημιπολύτιμους λίθους κοκκινωπού χρώματος [το σαρδίον] ὑάκινθοι = ποικιλία του ζιρκονίου με πορτοκαλί-κόκκινο χρώμα χαλάζιοι = χαλαζίες μπαλάσα = ρουμπίνια [το μπαλάσ(ι)ον] ἀπομονάρι = υπόλοιπο [επίθ. απομονάρης, εδώ το ουδ. ως ουσ.] ἀμάδι = μαζί (επίρρ.) μὴν ὀκνέψει = μην τεμπελιάσει [οκνεύω]",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας "Σονέτο αφιερωμένο στη «Γνώση» (Χορικό 3, στ. 1-14)","Η συνάντηση του Ροδολίνου με την Αρετούσα γίνεται σε ψυχρό κλίμα. Στο κλείσιμο της Γ΄ πράξης η Αρετούσα αντιλαμβάνεται την αγάπη του Τρωσίλου προς το πρόσωπό της και σκέφτεται έντρομη ότι μπορεί να προορίζεται για γυναίκα του. Στὸν οὐρανὸν ἡ Γνώση κυριεύγει καὶ κυβερνᾶ τὸ φῶς τση ὅλη τὴν κτίση· εἰς τὴν ὑποταγή τση στέκ’ ἡ φύση κι αὐτείνης τὸ Μελλούμενο δουλεύγει. Τοῦτο τὸ φῶς πάσ’ ἀγαθὸ ἑρμηνεύγει, φῶς ἄξο, ἁποὺ ποτὲ δὲν κάμνει δύση, φῶς ἁποὺ κάμνει ἀθάνατη τὴ ζήση κι ἁποὺ κι ὁ ἴδιος ἥλιος τοῦ ζηλεύγει. Ἐτοῦτο δόξες ἄψευτες χαρίζει κι ἀπ’ ὅλους ποὺ τσ’ ἀκτίνες του ἀκλουθοῦσι μηδένας τύχης φόβο δὲ γνωρίζει. Ἀμ’ ὅσοι τέτοιες χάρες δὲν ποθοῦσι καὶ τσ’ ἀγνωσιᾶς τὸ σκότος τσ’ ἀμποδίζει, σκοντάφνουσι κ’ εἰς βάραθρα γλιστροῦσι.","κυριεύγει = εξουσιάζει, κυβερνά [κυριεύ(γ)ω] κτίση· = πλάση, οικουμένη [η κτίση] δουλεύγει = υπηρετεί [δουλεύ(γ)ω] πάσ’ = κάθε [αντων. πάσα, όμοια και στα τρία γένη] ἁποὺ = που (άκλιτη αναφ. αντων.) ἄψευτες = αληθινές [επίθ. άψευτος] τσ’ ἀγνωσιᾶς = της ασυνεσίας, της ανοησίας [η αγνωσιά]",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Η Αρετούσα εκφράζει την ανησυχία της για το μέλλον της με τον Ροδολίνο (Δ 141-194 ),"Η Ροδοδάφνη προσεύχεται στην Τύχη. Δεν επιθυμεί να παντρευτεί, αλλά δεν θέλει και να πράξει αντίθετα στην επιθυμία της μητέρας και του αδερφού της και έτσι μακαρίζει τους κοινούς θνητούς για την απλή ζωή τους. Αργότερα, η βασιλομήτωρ Αννάζια, σε κλίμα ευφορίας, ευλογεί την τύχη της. Την ευφορία που αισθάνεται η βασίλισσα, ωστόσο, δεν την συμμερίζονται όλοι. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Γὴ ἡ δικιοσύνη ἀπόθανεν, ὀϊμέ, τὴν ἴδιαν ὥρα, ποὺ ὁ κύρης μου ἐξεψύχησε στὴν ἐδική μας χώρα, γὴ μετὰ κεῖνο εἰς τσ’ οὐρανοὺς εἶχε γιαγείρειν ἴσα, κ’ εἰς τὸ θρονί τση ἡ ἀδικιὰ καὶ προδοσὰ ἐκαθίσα· κ’ ἡ πίστη δὲν ἀποκοτᾶ μηδ’ ἡ τιμὴ νὰ ἐβγοῦσι ὀγιὰ τὴ ντήρησή τωνε, στὸν κόσμο νὰ φανοῦσι, καὶ τὸ πρεπὸ εἶναι σωπαστὸ καὶ μόνο σιργουλεύγει τὴν τύχη, κ’ εἰς τὴ χάρη τση νά ’ναι σιμὰ γυρεύγει. Ἡ γνώση, τοῦ Μελλούμενου τ’ ἀντίδικου ὑποτάσσει καὶ τὸ μαχαίρι, ὡς τοῦ φανεῖ, τὸ νόμο θὰ χαλάσει· μόνον ὁ βασιλιὸς μπορεῖ κι ὁ βασιλιὸς ὁρίζει καὶ μηδὲ δίκιο οὐδὲ πρεπὸ δὲ θέλει, οὐδὲ γνωρίζει· μὰ δίκιο κάνει, ὡσὰν θωρῶ, τοῦ δυνατοῦ ὅ,τι ἀρέσει, ὄχι ὅ,τ’ οἱ νόμοι ὁρίζουσι κι ὅ,τι οἱ σοφοὶ ὅλοι λέσι. Λοιπὸ πάσ’ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δύνετ’ ἔχει χάρη σὰ στὸ γιαλόν, ἁποὺ μπορεῖ τὸ πλιὰ μεγάλο ψάρι. Στοῦ βασιλιοῦ τὴν ὄρεξην ἐγὼ δὲν εἶμαι πλιά μου, βαριέται με νὰ μὲ θωρεῖ καὶ νὰ γροικᾶ ἐμιλιά μου, μὰ ἡ Καρχηδόνα ἀρέσει του καὶ θέλει την ἐκείνη μὲ δίχως τὴ βασίλισσα, γιατὶ ὀρφανὴ εἶχε μείνει. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Στὰ λόγια τὰ ψοματινὰ μὴ θέλεις νὰ πιστεύγεις, γιατὶ ἡ καρδιὰ ταράσσεται πολλὰ καὶ κιντυνεύγεις· καὶ μιὰ ψυχή, ἁποὺ εὑρίσκεται τοῦ πόθου ἀρρωστημένη, σφαίνει τσὶ πλιάτερες φορὲς καὶ μένει κομπωμένη. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Καὶ τὸ μαντάτο τσ’ Ἀφρικῆς κι ὅ,τι ἄλλον ἐντηρούμου, κι ὁ θάνατος, ἁποὺ χωστὰ κρατεῖ μου τοῦ κυροῦ μου, ἂς εἶν’ ὡς θέλ’ ἡ τύχη μου, μάλιστας ὀχουθρός μου, σώνει κι ὅ,τ’ εἶχεν ὄρεξη σήμερο τό ’πε ὀμπρός μου, καὶ, τὴν ἀλήθεια σοῦ μιλῶ, τὰ ἴδια μου ἀφτιὰ τ’ ἀκοῦσα νὰ πεῖ: «Ὁ Τρωσίλος ταίρι του σὲ πεθυμᾶ, Ἀρετούσα· μέγα ν’ ἀλλάξεις βασιλιὸ μὲ βασιλιὸ μεγάλο, γι’ ἄντρα τὸν ἕνα νὰ δεχτεῖς ἐμπόρειες γιὰ τὸν ἄλλο!» Ἐτρόμαξα, ἀποκρύγιανα γιαμιὰ κι ἀνατριχιάσα, τὸ πνεῦμα μου ἐταράχτηκε, τὴν ἀναπνιά μου ἐχάσα, κι ἀληθινὰ κ’ ἐπίστεψα πὼς πέφτω ἀποθαμένη, γιατὶ τὸ φῶς μου ἐλίγανε γροικώντας του ἡ καημένη· γιατὶ, στὸν τρόπο ἁποὺ γροικᾶς, ὁ βασιλιὸς μ’ ἀλλάσσει καὶ τοῦ ὀχουθροῦ τοῦ αἱμάτου μου γιὰ ποθητὴ μὲ τάσσει· γεῖς βασιλιὸς μ’ ἐπούλησε, κι ἄλλος ἀγοραστή του μὲ παίρνει, ὡσὰ μιὰ σκλάβα του γὴ ὡς ἀγαπητική του! Ἀκούστηκε μιὰν ἄνομη πλιὸ πίστη ὡσὰν αὐτείνη, γὴ ντροπιασμένη πλιὸ ἀλλαξὰ ὡσὰν ἐτούτη ἐγίνη; ΣΩΦΡΟΝΙΑ Μηδὲν πρικαίνεσαι, γιατὶ κουρφὴ ἀφορμὴ μεγάλη στοῦ βασιλιοῦ τὸ λογισμὸ πράμ’ ἔτοιον εἶχε βάλει· κι ὅλες τσὶ πλιὰ φορὲς θωρεῖς καὶ στέκου φυλαμένες ἀπόφασες, ἁποὺ καλὲς εἶναι καὶ τιμημένες· μ’ ἂν τό ’πε κιόλα, ὡσὰ γροικῶ, δὲ σ’ ἔσφιξε στανιῶς σου, μὰ κρίνω πλιὰ πὼς τό ’χε πεῖ, νὰ δεῖ τὸ λογισμό σου. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Ὁ Ροδολίνος μου ἀκριβὸς εἶν’ ἀποὺ μὲ ζυγώνει, ὁ Ροδολίνος π’ ἄδικα κι ἄπονα μὲ σκοτώνει; Αὐτεῖνος ποὺ βασίλισσα μ’ ἔλαβεν ἐδική του κ’ ἐτέλειωσε, ὡσὰν ἤθελε, σ’ ἐμὲ τὴν ὄρεξή του, ἔτσι ἐγοργοβαρέθη με καὶ θὰ μὲ κανισκέψει, τὸν πόθον ἁποὺ τοῦ βαστῶ δίκια νὰ μ’ ἀντιμέψει;","Γὴ = ή (διαζευκτικός σύνδ.) ὀϊμέ, = αλίμονο (επιφ.) κύρης = ο πατέρας εἶχε γιαγείρειν = είχε επιστρέψει, είχε γυρίσει πίσω [γιαγέρνω (αμτβ.)] δὲν ἀποκοτᾶ = δεν τολμά [αποκοτώ] ὀγιὰ τὴ ντήρησή τωνε, = εξαιτίας του δισταγμού, της δειλίας τους [η εντήρηση] σιργουλεύγει = πείθει με καλό τρόπο σιμὰ = κοντά (επίρρ.) ὁρίζει = διατάζει [ορίζω] θωρῶ, = βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι λέσι. = λένε πάσ’ ἕνας = καθένας πλιὰ = πιο, περισσότερο (επίρρ.) βαριέται = δυσανασχετεί νὰ μὲ θωρεῖ = να με βλέπει, να με κοιτάζει νὰ γροικᾶ = να ακούει [γροικώ] τὰ ψοματινὰ = ψεύτικα [επίθ. ψοματινός] σφαίνει = κάνει λάθος, σφάλλει [σφαίνω] κομπωμένη. = εξαπατημένη, ξεγελασμένη [κομπωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του κομπώνω] ἐντηρούμου, = φοβόμουν [εντηρούμαι] ἁποὺ χωστὰ κρατεῖ μου = που μου τον κρατάει κρυφό (ενν. τον θάνατο του πατέρα της) ὀχουθρός = εχθρός, πολέμιος ἐμπόρειες = μπορούσες ἀποκρύγιανα = πάγωσα (μεταφ., από φόβο) [αποκρυγ(ι)αίνω] γιαμιὰ = διαμιάς, αμέσως (επίρρ.) ἐλίγανε = λιγόστεψε, ελαττώθηκε [(ο)λιγαίνω (αμτβ.)] γεῖς = ένας ἄνομη πλιὸ = περισσότερο φαύλη ἀλλαξὰ = ανταλλαγή Μηδὲν πρικαίνεσαι, = μην πικραίνεσαι, μη στενοχωριέσαι κουρφὴ = κρυφή, μυστική [επίθ. κουρφός ή κρουφός] στανιῶς σου, = με το ζόρι ἀκριβὸς = αγαπητός, προσφιλής (επίθ.) ζυγώνει, = απομακρύνει, διώχνει [ζυγώνω] Αὐτεῖνος = αυτός (αντων.) τὴν ὄρεξή = την ερωτική, σαρκική επιθυμία ἐγοργοβαρέθη με = με βαρέθηκε γρήγορα [γοργοβαριούμαι] κανισκέψει, = χαρίσει, ""ξεπουλήσει"" [κανισκεύω] νὰ μ’ ἀντιμέψει; = να μου ανταποδώσει, να με ικανοποιήσει [αντιμεύω]",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Φιλία ή έρωτας; (Δ 233-266),"Ο Ροδολίνος είναι διχασμένος ανάμεσα στον έρωτά του για την Αρετούσα και τη φιλία του με τον Τρωσίλο, για τον οποίο αρχικά προοριζόταν η κοπέλα. Το βασανιστικό αυτό δίλημμα του ήρωα αποτυπώνεται στο μονολογικό απόσπασμα που ακολουθεί. ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ Ἴντα νὰ κάμω εἶναι πρεπὸ κ’ ἴντα μὲ συμβουλεύγει ὁ ἔρωτας, καὶ στράτα ποιά νὰ πιάσω μ’ ἀρμηνεύγει; Βλέπω ὁ καιρὸς ἐσίμωσεν ἁπὄχω ν’ ἀποθάνω, μᾶλλιος ἀργιῶ καὶ τὸν καιρὸν εὔκαιρα μόνο χάνω. Τὸ βλάψιμον ἁποὺ ἔκαμα τοῦ φίλου μου νὰ λειώσει δὲ δύνεται, ἡ ζωή μου ὀμπρὸς ἂν ἔν’ καὶ δὲν τελειώσει. Ἐμέναν εἶναι μοναχοῦ δοσμένο νὰ πλερώσω τοῦτο τὸ χρέος, τὸν πιστὸ Τρωσίλο νὰ γδικιώσω, γιατὶ ὅποιος ἀναμούρδωσε τόση φιλιὰ μεγάλη τυχαίνει μὲ τὸ αἷμα του νὰ τὴν ξεπλύνει πάλι· κι οὐδ’ ἄλλον ἀμποδίζει με νὰ τό ’χω καμωμένο, παρὰ γιατὶ ἐκ τὸ σύμβουλον ἀπιλογιὰ ἀνιμένω, γιατὶ ἡ ἀγάπη ἁποὺ βαστῶ στὴν Ἀρετούσα ἡ τόση τὸ νοῦ μου καὶ τὴ θέληση μ’ ἀλλάσσει καὶ τὴ γνώση καὶ ζιῶ γιὰ κείνη μοναχὰς στὸν κόσμο, κι ὀγιὰ κείνη ἄθος ἐτοῦτο τὸ κορμὶν ὣς τώρα δὲν ἐγίνη. Γιατὶ τὸ σπλάχνος τ’ ἄμετρο κ’ οἱ ἐμιλιές τση οἱ ἄξες, ἡ φρόνεσή τση, οἱ τάξες τση καὶ τιμημένες διάξες ὁποὺ κρατεῖ, μπορούσινε τὸν Ἅδη νὰ μερώσου, τσὶ πρίκες νὰ χαλάσουσι, τὰ βάσανα νὰ λειώσου· κ’ ἔχω ἀφορμὴ ὀγιὰ λόγου τση νὰ πεθυμῶ νὰ ζήσω, καὶ πάλι ὀγιὰ τὸ σφάλμα μου ζητῶ νὰ ξεψυχήσω. Γιαῦτος δυὸ πάθη ἐνάντια πολλὰ βαστῶ εἰς ἐμένα, θανάτου ὁμάδι καὶ ζωῆς, γιαμιὰ γιαμιὰ σμιμένα. Λέγει μου τσῆ βασίλισσας ὁ πόθος: «Μὴν ἀφήσεις, παρ’ ὅ,τι μ’ ἀμποδίζουσι νὰ διώξεις, νὰ νικήσεις, ἂ θὰ σταθεῖς εἰς δόξα πλιὰ παρὰ τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ μπορεῖς νὰ πεῖς πὼς ζεῖς κ’ εἶναι ζωὴ ἡ ζωή σου, νὰ μὴ ζηλεύγεις τ’ οὐρανοῦ, ἥλιο νὰ μὴ χρειάζεις, ἀμὲ στὴν καλοριζικιὰ μὲ τσὶ θεοὺς νὰ μοιάζεις· γιατὶ οὐδ’ ὁ Ζεὺς ἀξώθηκε στὴ γῆ ποτέ, μηδ’ Ἄρης, ὡσὰν τὴν Ἀρετούσα σου γυναίκα τόσης χάρης». Σαλεύγουσί μου οἱ λογισμοὶ καὶ σιργουλίζουσί μου τούτη τὴ δόλια μου καρδιὰ μὲ παρηγόρησή μου.","Ἴντα = τι (ερωτ. αντων.) πρεπὸ = σωστό [το πρεπό] ἀρμηνεύγει = συμβουλεύει, συνιστά [αρμηνεύω] ἐσίμωσεν = έφτασε, πλησίασε [σιμώνω] μᾶλλιος = μάλλον, αντιθέτως (επίρρ.) εὔκαιρα = άδικα, μάταια, άσκοπα (επίρρ.) νὰ λειώσει = να σβηστεί, να εξαλειφτεί [λειώνω, ως αμτβ.] νὰ γδικιώσω = να δικαιώσω [γδικιώνω] ἀναμούρδωσε = μόλυνε, μίανε (μεταφ.) [αναμουρδώνω] ἀπιλογιὰ = απάντηση, απόκριση [η απιλογιά] ἀνιμένω = περιμένω ἄθος = τέφρα, στάχτη [ο άθος] ἄμετρο = που δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί [επίθ. άμετρος] διάξες = καλή συμπεριφορά, καλοί τρόποι [η διάξη] Γιαῦτος = για αυτό, εξαιτίας αυτού του λόγου (επίρρ.) ὁμάδι = μαζί, συγχρόνως (επίρρ.) γιαμιὰ γιαμιὰ = διαμιάς, αμέσως (επίρρ.) σμιμένα = ενωμένα ἂ = αν, άμα ἀμὲ = αλλά, όμως (αντιθ. σύνδ.) οἱ λογισμοὶ = οι σκέψεις [ο λογισμός] σιργουλίζουσί = πείθουν με επίμονα λόγια",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Η αναγγελία του τραγικού τέλους της Αρετούσας στην παραμάνα της (Δ 347-404),"Η Αρετούσα εκλαμβάνει τον προβληματισμό του Ροδολίνου ως αδιαφορία προς το πρόσωπό της, πληγώνεται βαθιά, απελπίζεται και αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή της πίνοντας ένα δηλητήριο. Την πράξη αυτή και ό,τι ακολουθεί περιγράφει η υπηρέτρια Λευκίππη στην παραμάνα της κοπέλας, Σωφρόνια, στο παρακάτω απόσπασμα. ΛΕΥΚΙΠΠΗ Ἔν’ την ἐδῶ! ὤφου, ἀρίζικη καὶ κακομοίρα νένα, κλαῖγε κ’ ἐσὺ τό σήμερο, σὰν πρέπει, μετὰ μένα! Ἐχάσαμε τ’ ἀμμάτια μας καὶ τσὶ πολλού μας κόπους κι ὅλες ἐτυφλωθήκαμε σ’ τούτους τσὶ ξένους τόπους. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Ὀϊμέ, τὴν Ἀρετούσα μου τάχα ὁ Τρωσίλος παίρνει; ΛΕΥΚΙΠΠΗ Ἡ Ἀρετούσα ὀγλήγορα πάγει καὶ δὲ γιαγέρνει. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Ὄπου κι ἂν πάγει, συντροφιὰν ἐγὼ τσῆ θέλω κάμει, ὥστε νὰ στέκω ζωντανή, νά ’μεστα πάντα ἀντάμι. Μὰ πλιὰ καθάρια μίλησε, Λευκίππη μου, νὰ ζήσεις, κ’ εἰς τόσον ἀποκτυπημὸ νὰ στέκω μὴ μ’ ἀφήσεις. ΛΕΥΚΙΠΠΗ Μόνον ὀγιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ, ξετρέχοντάς σε ἐπά ’μαι κ’ ἦρθα, μαντατοφόρισσα πρικιοῦ μαντάτου νὰ ’μαι. Μ’ ὅλον ἐτοῦτο, ἀποκοτιὰ δὲν ἔχω νὰ μιλήσω, μὰ ἡ γλώσσα μου ξεραίνεται κι ὁ λόγος στρέφτει ὀπίσω. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Πέ το, γιατὶ ὅσο πλιὰ τ’ ἀργεῖς, βαραίνεις τὴν καρδιά μου, μόνο κακὰ λογιάζοντας γιὰ τὴ βασίλισσά μου. ΛΕΥΚΙΠΠΗ Νὰ σοῦ τὸ πῶ μὲ θλίψη μου καὶ μ’ ἄμετρό μου πόνο, καλὰ κι ἀποὺ τὴν πρίκα μου θαρρῶ τὸ πὼς δὲ σώνω: Ὡς εἶδες ἡ βασίλισσα κ’ ἐγὼ μὲ τὴν Ἐλίσα κ’ ἐμπήκαμε στὸ θάλαμο τοῦ βασιλιοῦ, ἐσφαλίσα τὲς πύλες, κ’ ἐκεῖ ἐκάτεχεν ἕνα χρουσὸ λαήνι, κ’ ἐγύρεψε καὶ βρίσκει το καὶ πιάνει το καὶ πίνει μ’ ὄρεξη μεγαλότατη, σὰν πολυδιψασμένη, κι ἀπεὶς τ’ ἀπόπιεν, ἔπεσεν ὡσὰν ἀποθαμένη· τὸ πρόσωπό τση ἐχλώμιανε, τὰ ρόδα τση ἐχαθῆκα, τὸ στόμα τση ἐβουβάθηκε, τὰ μάτια ἐσφαλιστῆκα, κ’ ἐμεῖς μὲ κλάηματα πρικιὰ τὴ θέκαμε εἰς τὸ στρῶμα κ’ ἐξέρναν αἵματα κι ἀφροὺς μαύρους ἀποὺ τὸ στόμα. Ἀπόμεινεν ὁλόκρυα, ἡ ἀναπνιά τση ἐχάθη, ὡσὰν ἀθὸς ἐψύγηκε, σὰ ρόδον ἐμαράθη. Μὰ εἰς λίγο ἐκαλυτέρισε κι ὅρισε, τὰ λευκά τση μαντὶ καὶ ροῦχ’ ἁποὺ βαστᾶ κ’ ἐπῆγα κ’ ἔφερά τση· ἐστρέψαν οἱ ἀκτίνες τση κι ὅλα τὰ κάλλη ἀμάδι καὶ τοῦ κακοῦ, ἀποὺ μ’ ἤκουσες, δὲν εἶχε πλιὸ σημάδι, μά ’φεγγε, ὡς πάντα τση ἔλαμπε, σὰν εἶναι στολισμένη, ποὺ κτίσμαν ὡραιότερο δὲν εἶ στὴν οἰκουμένη· κ’ ἐμεῖς πολλὰ ἐχαρήκαμε, δὲν ξεύροντας πιοτό τση τὸ πὼς φαρμάκιν ἔπιασεν, ὀγιὰ τὸ θάνατό τση. Μὰ ἐκείνη ὡς γνωστικότατη καὶ φρόνιμη περίσσα, δάκρυα ἔκαμε τ’ ἀμμάτια μας πολλὰ πρικιὰ κ’ ἐχύσα· «Φίλαινες Καρχηδόνες μου», λέγει, «συντρόφισσές μου, πιστές, ἠγαπημένες μου καὶ συνανάθροφές μου, γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ γένου μας κι ὅλω τῶν Ἀφρικάνω ἐδιάλεξα, ὡσὰν εἴδετε, σήμερο ν’ ἀποθάνω, κ’ ἤπια φαρμάκι δυνατόν, ἁποὺ ποτὲ βοτάνι στὸν κόσμο πλιὸ δὲ βρίσκεται, παρὰ νὰ μ’ ἀποθάνει· γιαῦτος συμπάθιο σᾶς ζητῶ κ’ ἐσᾶς καὶ τῶν ἀλλῶ σας, γιατὶ πρικὺ στὸν τόπο μας κάμνω τὸ γιαγερμό σας. Μ’ ἀπεὶς ἀνάγκη μ’ ἔκαμε τὴ δόλια καὶ τελειώνω, παρακαλῶ σας ὅλες σας νὰ μοῦ θυμᾶστε μόνο κι ὡς φτάξετε εἰς τὴ χώρα μας, τσῆ μάνας μου νὰ εἰπῆτε τσ’ ἀρίζικης τὰ ξεύρετε γιὰ μένα κι ὅ,τι δῆτε». Κ’ ἐπιάσε μας σ’ τσ’ ἀγκάλες τση γλυκιὰ κ’ ἐφίλησέ μας, κ’ ἐσένα καὶ τσὶ κορασὲς νὰ κράξομε ὅρισέ μας, κ’ ἐπῆρε ὅσες εὑρέθησα κ’ εἰς τὸ ναὸ παγαίνου τσῆ Περσεφόνης, κ’ ἐδεκεῖ, θαρρῶ, μᾶς ἀνιμένου, γιατὶ τὰ παρακάλια τως κάμνου νὰ τσῆ βοηθήσει νὰ μηδὲν ἔχει πείραξην ὅ,τι ὥρα ξεψυχήσει.","ἀρίζικη = άτυχη [επίθ. αρίζικος] νένα = παραμάνα, νταντά μετὰ μένα = μαζί μου Ὀϊμέ, = αλίμονο (επιφ.) δὲ γιαγέρνει = δεν επιστρέφει, δεν γυρίζει πίσω [γιαγέρνω (αμτβ.)] τσῆ θέλω κάμει = θα της κάνω (θέλω + απρμφ. για δήλωση μέλλοντα) ὥστε = μέχρις ότου, έως ότου (χρον. σύνδ.) ἀντάμι = μαζί (επίρρ.) πλιὰ καθάρια = πιο καθαρά ἀποκτυπημὸ = χτυποκάρδι [ο αποκτυπημός] ξετρέχοντάς σε = ψάχνοντάς σε, αναζητώντας εσένα [ξετρέχω] ἐπά = εδώ (τοπ. επίρρ.) ἀποκοτιὰ = θάρρος [η αποκοτιά] ἄμετρό = που δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί [επίθ. άμετρος] καλὰ κι = αν και, μολονότι πρίκα = πίκρα, στενοχώρια δὲ σώνω = δεν προφταίνω ἐσφαλίσα = κλείδωσα, αμπάρωσα [σφαλίζω] ἐκάτεχεν = βαστούσε, κρατούσε [κατέχω] λαήνι = δοχείο για υγρά, λαγήνι ἀπεὶς = αφού, όταν (χρον. σύνδ.) θέκαμε = βάλαμε (να ξαπλώσει), τοποθετήσαμε [θέτω] ἡ ἀναπνιά = αναπνοή, ανάσα ὅρισε = παρήγγειλε μαντὶ = τον μακρύ μανδύα [το μαντί] ἐστρέψαν οἱ ἀκτίνες τση = επέστρεψε/επανήλθε η λάμψη της ἀμάδι = μαζί, συγχρόνως (επίρρ.) πλιὸ = πια, πλέον (επίρρ.) εἶ = είναι Φίλαινες = φίλες [η φίλαινα] γιαῦτος = γι’ αυτό, εξαιτίας αυτού του λόγου (επίρρ.) συμπάθιο = συγγνώμη, συγχώρεση [το συμπάθιο] πρικὺ = πικρή [επίθ. πρικύς] τὸ γιαγερμό = την επιστροφή [ο γιαγερμός] τὰ = αυτά που (αντων.) τσὶ κορασὲς = τα κορίτσια, τις κοπέλες [η κορασά] ἐδεκεῖ = εκεί (επίρρ.) ἀνιμένου = περιμένουν",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Τελευταίες στιγμές της Αρετούσας (Δ 483-512),"Η Αρετούσα, απελπισμένη, τόσο για την υποτιθέμενη ψυχρότητα του αγαπημένου της Ροδολίνου όσο και επειδή βρίσκεται μακριά από την πατρίδα της, πίνει κάποιο δηλητήριο για να αυτοκτονήσει, ενέργεια που είδαμε στο προηγούμενο απόσπασμα. Στη σκηνή που ακολουθεί, παρακολουθούμε τις τελευταίες της στιγμές. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Ἀνάγκη, ξεύρεις το, πολλὴ καὶ πόνος τσῆ τιμῆς μου μ’ ἐφέρασι τὴν ἐλεεινὴ στὸ τέλος τσῆ ζωῆς μου· κ’ ἐσύ, ἀνισῶς καὶ κάμωμα σὰν τοῦτο εἶχες γροικήσει, πιστεύγω πώς, ὡς μάνα μου γλυκειά, εἶχες μ’ ἀμποδίσει, κι ἀπόμενα παντοτινὸ ξόμπλι στὸν κόσμο, νένα, μόνο τσῆ καταφρόνεσης ἡ κακομοίρα, ὀϊμένα. Κι ἂν ἔναι καὶ δὲ σ’ ἔκραξα νὰ πιεῖς κ’ ἐσὺ ἀπ’ ἐκεῖνο, ἁποὺ κ’ ἐγὼ ἤπια, τό ’καμα γιὰ πλιὰ καλό μου, κρίνω, ὄχι γιατὶ πολλὰ ἀκριβὴ δὲ μοῦ ’ναι ἡ συντροφιά σου, γιατὶ οὐδὲ τὴν Παράδεισο δὲ χρήζω διχωστά σου, μὰ γιατὶ, ὡς μάνα μου ἀκριβή, σὰν κύρης κι ἀδερφός μου νὰ μὲ κηδέψεις πεθυμῶ, νά ’σαι εἰς τὸ θάνατό μου, καὶ μετὰ σὲ τὸν ἄθο μου σ’ τσῆ μάνας μου νὰ πάρεις, γιατὶ θέλει ἔχει θύμηση παντοτινὴ ἔτοιας χάρης, ἐσὺ νὰ τὴν παρηγορᾶς καὶ νὰ σταθεῖς σιμά τση ἴδια ὡσὰ νά ’χα ζεῖ κ’ ἐγώ, πιστὴ καὶ φίλαινά τση· κι ὅλες οἱ κορασίδες μου μὲ τὴν παρηγοριά σου στὸ σκέπος κ’ εἰς τὸ θάρρος σου νὰ στέκουνται μετά σου, ὣς τὸν καιρὸ ἁποὺ σᾶς φανεῖ πιτήδειος νὰ μπορεῖτε στὴν Ἀφρικὴ νὰ στρέψετε, σ’ πλιὰ ἀνάπαψη νὰ ζῆτε. Κι ὀγιὰ νὰ δώσω πάσα μιᾶς ὄρεξη νὰ θυμᾶστε τσ’ ἀγάπης μου, τσὶ φορεσὲς ὅλες ἁπὄχω πιάστε κι ὅλα τὰ στολισίδια μου κι ὅ,τι ἄλλα ἡ κατοικιά μου σφαλίζει πράματ’ ἀκριβά, ποὺ εἶναι χαρίσματά μου. Παρακαλῶ σε μοναχάς, ὀγιὰ θαράπαψή μου, τάξε μου, νένα μου ἀκριβή, τὰ θέλει ἡ ὄρεξή μου. Ἄλλο νὰ πῶ δὲ λείπομαι, παρὰ νὰ σᾶς φιλήσω, γιατὶ θωρῶ τὸ πὼς ἁψὰ πάγω νὰ σᾶς ἀφήσω. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Ὀϊμέναν, Ἀρετούσα μου, ὀϊμέναν, ἀκριβή μου, κι ὀγιάντα στέκει ζωντανὸ στὸν κόσμο τὸ κορμί μου;","ἀνισῶς = αν, αν τυχόν (σύνδ.) κάμωμα = ενέργεια, πράξη [το κάμωμα] ξόμπλι = παράδειγμα [το ξόμπλι] νένα = παραμάνα, νταντά ὀϊμένα = αλίμονο (επιφ.) δὲ σ’ ἔκραξα = δεν σε κάλεσα, δεν σε φώναξα [κράζω] πλιὰ = περισσότερο (επίρρ.) ἀκριβὴ = πολύτιμη, αγαπητή [επίθ. ακριβός] δὲ χρήζω = δεν χρειάζομαι διχωστά σου = χωρίς εσένα τὸν ἄθο = τη στάχτη, την τέφρα [ο άθος] ἔτοιας = τέτοιας [αντων. έτοιος] φίλαινά = φίλη [η φίλαινα] οἱ κορασίδες = οι κοπέλες, τα κορίτσια [η κορασίδα] μετά σου = μαζί σου πιτήδειος = κατάλληλος [επίθ. επιτήδειος] νὰ στρέψετε = να επιστρέψετε, να γυρίσετε (πίσω) θαράπαψή = ικανοποίηση, χαρά [η θεράπευση] τὰ = αυτά που (αντων.) θωρῶ = βλέπω, αντιλαμβάνομαι ἁψὰ = σύντομα (επίρρ.)",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Αποχαιρετισμός της Αρετούσας στην παραμάνα της (Δ 537-564),"Η Αρετούσα έχει ήδη πιει το δηλητήριο και οδεύει αργά και βασανιστικά προς τον θάνατο. Οι ύστατες στιγμές της περιλαμβάνουν τον συγκινητικό αποχαιρετισμό της προς την παραμάνα της Σωφρόνια, τον οποίο παρακολουθούμε στο παρακάτω απόσπασμα. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Τώρ’ ἀποθαίνω διχωστὰς ἔγνοιες περίσσες, νένα, γιατὶ τσὶ κορασίδες μου θὲς βλέπει ὡσὰν κ’ ἐμένα· καὶ μοναχὰς τὴ μάνα μου τὴν πολυαγαπημένη νὰ μπόρου νὰ εἶδα, ἀπόθαινα τέλεια θαραπαημένη· μ’ ἀπεὶς τοῦτό ’ναι ἀδύνατο, τὸν κύρη κι ἀδερφό μου πάγω νὰ βρῶ, νὰ τῶς εἰπῶ τὸ πρικοριζικό μου καὶ πὼς γιὰ τὴν τιμή τωνε κι ὀγιὰ τὴν ἐδική μου σήμερο μὲ τὸ θάνατο τελειώνω τὴ ζωή μου· νὰ πῶ: ὀχουθρὸς τοῦ γένου μας, ἀχόρταγος Τρωσίλος, πλιὰ ἀπὸ λιοντάρι ἀγριότατος κι ἄπονος παρὰ σκύλος, ἁποὺ ἐκατάβαψε ἄδικα τὰ χέρια τ’ ἄνομά του στὸ αἷμα μας, δίδει ἀφορμὴ κ’ ἐμὲ κακοῦ θανάτου. Στὸν ὕστερο λόγο ἁποὺ λέγει, κακοῦ θανάτου, θέλει ξυπαστεῖ ξαφνίδια καὶ δυνατά, γυρίζοντας <σ’ > μία κι ἄλλη μερά, κι ἀπόκεις λέγει: Ἴντα ἔθνη βλέπω κ’ ἤρθασι; Τί θέλετε σιμά μου; Ἐδῶ στένεται λιγάκι κι ἀπόκεις λέγει: Ὁ κύρης μου σᾶς ἔστειλεν, ὀγιὰ τιμὴ τοῦ γάμου; Στένεται πάλι σωπαστὴ πλιάτερο, γυρίζοντας ὅλη στὴ μιὰ μερὰ καὶ λέγει: Γνωρίζω το τὸ σκῆπτρο του κι, ὡς ὀγιὰ μέν’ , ἐπά ’μαι, κι ἂ θέλει ὁ Ροδολίνος μου, θέλω κ’ ἐγώ, κι ἂς πᾶμε. Ἐδῶ στένεται πλιάτερην ὥραν σωπαστὴ καὶ σκύφτει τὴν κεφαλή τση καὶ σφουγγίζει τ’ ἀμμάτια τση καὶ κτυπᾶ τὰ χέρια τση καὶ λέγει: Ὀϊμένα, ποῦ ’μαι ἡ ἄχαρη, καὶ ποῦ ’μουνε, κ’ εἰς πόση λίγη ὥρα βλέπω τὴ ζωὴ πὼς ἔχει νὰ τελειώσει! Νιότη μου, πλιὸ δὲ μὲ φελᾶς, μηδὲ κι ὁ θησαυρός μου, γὴ ἡ βασιλειά μου δὲ μπορεῖ πλιὸ νά ’ναι γλυτωμός μου. Ὢ μέρα τοῦ Μελλούμενου σήμερο τ’ ἄπονού μου, γιάντα τὸν κόσμο ἐγνώριζα; γιὰ ποιάν αἰτιὰ ἐγεννούμου; ΣΩΦΡΟΝΙΑ Τὸ πρόσωπό σου, ἀφέντρα μου, πάλι θωρῶ κι ἀλλάσσει κι ἂς ἔρθου οἱ κορασίδες σου στὸ σπίτι νὰ σὲ πᾶσι. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Γροικῶ κ’ ἐγὼ τὴ δύναμη πὼς χάνω ἀγάλια ἀγάλια καὶ γνώθω πὼς νὰ πηαίνομε στὸ σπίτιν εἶναι κάλλια. ΣΩΦΡΟΝΙΑ Ὤφου, καὶ πῶς τὰ μάτια μου τόσο κακὸ νὰ δοῦσι καὶ νὰ μποροῦ τὰ μέλη μου τσὶ πόνους νὰ βαστοῦσι!","νένα = παραμάνα, νταντά κορασίδες = συντρόφισσες, θεραπαινίδες [η κορασίδα] θαραπαημένη = ικανοποιημένη, ευχαριστημένη [θαραπαημένος, μτχ. μέσου παρακ. του θεραπεύω ως επίθ.] ἀπεὶς = μια και, επειδή (σύνδ.) κύρη = πατέρα [ο κύρης] τὸ πρικοριζικό = την πικρή μοίρα ὀχουθρὸς = εχθρός, αντίπαλος πλιὰ = περισσότερο (επίρρ.) Ἴντα = τι (ερωτ. αντων.) ἔθνη = πλήθος ανθρώπων, κόσμος [το έθνος] ἐπά = εδώ (επίρρ.) ἂ = αν, άμα Ὀϊμένα = αλίμονο (επιφ.) ἄχαρη = δύστυχη, που δεν γεύομαι χαρά [επίθ. άχαρος] πλιὸ = πια, πλέον (επίρρ.) δὲ μὲ φελᾶς = δεν με ωφελείς γὴ = ή (διαζευκτικός σύνδ.) γιάντα = γιατί Γροικῶ = καταλαβαίνω κάλλια = καλύτερα (επίρρ.)",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Το τραγικό τέλος του Ροδολίνου (Ε 185-322),"Μετά την αυτοκτονία της Αρετούσας, το κοινό πληροφορείται από την ακόλουθό της και το τραγικό τέλος του Ροδολίνου, ο οποίος δεν μπόρεσε να υπομείνει την απώλεια της αγαπημένης του. ΕΛΙΣΑ Ἀπεὶς χαημοὺς καὶ χαλασμοὺς θὰ μάθετε ἀπὸ μένα, γροικήσει θέλετε πρικιὰ μαντάτα καὶ θλιμμένα. Σήμερον ἤρθασι γραφὲς πὼς εἶναι ἀποθαμένος Ἀρέτας, τσῆ βασίλισσας ὁ κύρης <ὁ> ἀξωμένος, μὰ ὁ βασιλιὸς τσῆ τό ’κρυψε, θαρρῶ, γιὰ νὰ μὴ δώσει πρίκα ποσῶς εἰς τὴ χαρὰν ἁποὺ εἴχασι τὴν τόση. Καὶ σήμερο ἀπατὰ ἔλαχε κ’ εἶπε τση κι ἀπατός του πὼς ταίρι του τὴν ἤθελεν ὁ φίλος ὁ δικός του, κ’ ἐτούτη ἐμπῆκε εὶσὲ ζηλειά, σὲ ντήρηση καὶ πρίκα καὶ μάνητα, ὁπ’ οὐδ’ ἔβλεπε, μηδὲ καθόλου ἐγροίκα, καὶ τόσο πλιὰ ὅσο τοῦ κυροῦ τὸ τέλος τσ’ εἶχε χώσει· καὶ τέτοιο λόγο νὰ τσῆ πεῖ, τσ’ ἤθελεν ἀνασώσει πόνου ἀφορμὴ καὶ πείραξη περίσσαν, ἁπ’ ἐθάρρου πὼς ἀπομένει ἀφορμαρὰ καθάρια μονοτάρου. Κι ἀπείτις ἔκλαψε πρικιὰ κι ἀπελπισμένη ἐθώρειε ν’ ἀντισταθεῖ τοῦ βασιλιοῦ τάχα πὼς δὲν ἐμπόρειε, μὲ τὸ φαρμάκι ἐτέλειωσε τὴν εὐγενειὰ καὶ τάξη καὶ τὴν τιμὴ ἁποὺ σ’ ἄνθρωπον ἡ φύσ’ εἶχε φυλάξει. ΧΟΡΟΣ Ὢ Ἀρετούσα ἀρίζικη, πῶς πέφτου οἱ ἀρετές σου, πῶς οἱ ἀθοί σου σβήνουσι, χάνουνται οἱ χάριτές σου! Μὰ ὁ βασιλιὸς βαρὺ χαημὸ σὰν τοῦτο εἶχεν ἀκούσει, γὴ δὲν ἀποκοτούσινε νὰ πὰ νὰ τοῦ τὸ ποῦσι; ΕΛΙΣΑ Πρίχου τὸ βγενικὸ κορμὶν ἤθελε ξεψυχήσει, ἔτρεξ’ ἐκεῖ ὁ βαρόμοιρος, ὡς τὸ ’θελε γροικήσει, κι ὀγιὰ νεκρὴ κρατώντας τη: «Γλυκειὰ, εἶπεν, Ἀρετούσα, ποιό πράμαν ἐθανάτωσε τὰ κάλλη σου τὰ πλοῦσα, κ’ ἐνέκρωσέ μου τὴν ψυχὴ κ’ ἐπῆρε μου τὸ φῶς μου καὶ μένω στὴν κακομοιριὰ ξόμπλι ὁλονοῦ τοῦ κόσμου; Μ’ ἂν ἐνεκρώθηκεν ἡ ψὴ σὲ τόση ταραχή μου, γιάντα γροικῶ καὶ ζωντανὸ στέκεται τὸ κορμί μου; Ἂς νεκρωθεῖ καὶ τὸ κορμὶ γλήγορα, μὴν ἀργήσει, γιατὶ μὲ δίχως τὴν ψυχὴ πλιὸ δὲ μπορεῖ νὰ ζήσει. Ἂς νεκρωθεῖ, σὰν εἶν’ πρεπό, μὲ τὸ δικό μου χέρι στανιῶς τσῆ τύχης νά ’μεστα κιὰς εἰς τὸν Ἅδη ταίρι». Κι ὡς τοῦ ’πε ἡ νένα μὲ ξερὰ χείλη καὶ μαυρισμένα πὼς τὸ φαρμάκι ἐκ τὸ χρουσὸ λαήνι ἔχει πιωμένα: «Μὲ τὸ φαρμάκι ἐτύχαινε κ’ ἐγὼ νὰ σ’ ἀκλουθήξω», λέγει, «Ἀρετούσα μου ἀκριβή, τὸν πόνο μου νὰ δείξω· μὰ γιατὶ νοῦς βασιλικὸς καὶ μιὰ καρδιὰ ἀντρωμένη ἀπὸ φαρμάκι θάνατο δὲν πρέπει ν’ ἀνιμένει, μὲ τὸ μαχαίρι τὴ ζωὴν ἐτούτη νὰ τελειώσω σοῦ τάσσω, καὶ τὸ θάνατο ποὺ ἔδωκες νὰ γδικιώσω». Τότε τὴν εἶδα μὲ πολὺ βάρος κι ἀναντρανίζει τ’ ἀμμάτι’ ἁποὺ εἶχε σφαλιστὰ καὶ τέτοια λόγια ἀρχίζει: «Νὰ ζιῶ λοιπὸ μοῦ ἐτύχαινε κ’ ἐδύνετο ἡ ψυχή σου νὰ μ’ ἀποβγάλεις νά ’μαι ἀλλοῦ κι ὄχι ποτὲ δική σου; Ἐγὼ δὲν εἶχα μπόρεση νὰ ζήσω διχωστάς σου, νά ’μαι στὴν καταφρόνεση, νά ’μαι στὴν ὄργητά σου, καὶ πλι’ ἀλαφρὸ μοῦ φάνηκε, καρδιά μου, ν’ ἀποθάνω, παρὰ νὰ ζιῶ, νὰ στοχαστῶ μιὰν ὥρα πὼς σὲ χάνω». Κι ὁ βασιλιὸς λυπούμενος, «κ’ ἐγὼ δὲν ἀποθαίνω», τσῆ ’πεν, «ἁποὺ στοχάζομαι πὼς δίχως σου ἀπομένω; Ὤ, μὴν τ’ ὁρίσου οἱ οὐρανοὶ νὰ ζιῶ στὸν κόσμο πλιά μου μὲ δίχως τὴν ἀγάπη σου, δίχως ἐσέ, καρδιά μου, καθὼς ποτὲ ἀπὸ λόγου μου δὲ σ’ εἶχα ξεχωρίσει, ἂν ἔν’ κι ὁ Χάρος τὴ ζωὴν ὀμπρὸς δὲ μοῦ ’χε λύσει. Ὁ θάνατός σου τὸ λοιπό, ξεῦρε, μὲ θανατώνει κι ἂν ἔν’ κι ὁ πόνος μου εἶν’ ἀργιός, τὸ σίδερο ἀποσώνει». Κ’ ἡ Ἀρετούσα ἀκούγοντας τὴν πρίκα του τὴν τόση, τὸ πὼς ἀπόθαινε εἴδαμε πολλὰ νὰ μεταγνώσει, καὶ μ’ ἕναν ἀναστεναγμὸ βαρὺ τ’ ἀπιλογᾶται, ἁποὺ ἔδειχνε τὸ βασιλιὸ π’ ἄφηνε πὼς λυπᾶται, καὶ λέγει, «ἀπείτις μοῦ ἤμελλε, ταίρι γλυκότατό μου, κ’ ἐσένα καὶ τὸ σπλάχνος σου χάνω μὲ θάνατό μου, κιὰς ἂς τελειώσει μοναχὸ τσῆ δόλιας τὸ κορμί μου, νὰ ζεῖ τὸ κάλλιο μερτικόν, ἁπού ’σ’ ἐσύ, ψυχή μου, γιατὶ δὲν εἶμαι ὁλοτενιὰς τότες ἀποθαμένη, ἀπεὶς τὸ πνεῦμα ζωντανὸ στὸν κόσμον ἀπομένει». Μὰ ὁ Ροδολίνος μὲ γλυκιὰ κανάκια, «Μὴ φοβᾶσαι», τσῆ ’πεν, «ἠγαπημένη μου, κι ὡσὰν καλύτερά ’σαι· γρήγορ’ ἂς κράξου τσὶ γιατροὺς καὶ τὰ βοτάνια ἂς βροῦσι τῶ φαρμακιῶν ὀγλήγορα σιμά τως νὰ βαστοῦσι». Μά ’σφανε ὁ κακορίζικος κ’ ἡ ἴδια τοῦ εἶπε: «Σφάνεις, σφάνεις, ἀφέντη μου ἀκριβέ, μ’ ἁψὰ πολλὰ μὲ χάνεις. Ὁ θάνατος ἐκέπασε τ’ ἀμμάτια τὰ δικά μου, ἡ γλώσσα μου ἐξεράθηκε, σβένετ’ ἡ ἀναπνιά μου, καὶ σίμωσε τὸ χέρι σου, δός μου νὰ τὸ φιλήσω, τὴν ὕστερη παρηγοριὰ παίρνοντας νὰ σ’ ἀφήσω». Κ’ ἐκεῖνος μὲ τὰ δάκρυα του ποὺ ἐτρέχα ὡσὰν ποτάμι τὸ πρόσωπό του ἐσίμωσε στὸ πρόσωπό τση ἀντάμι κ’ ἐδῶκα τὰ ὕστερα φιλιὰ μὲ λόγια νὰ πονέσει πάσ’ ἄπονος, ποὺ ἐκάμασιν ὅλους ἐκεῖ νὰ κλαῖσι. Μ’ ἀπεὶς ἐπαραπάψασι λίγο τὰ κλάηματά τως, καὶ τσὶ δαρμοὺς τοῦ στήθου τως τ’ ἀμμάτια τὰ δικά τως, ὅλοι μὲ λύπηση ἄμετρη τ’ ἀργυροπρόσωπό τση ἐστέκα κ’ ἐστοχάζουντα νὰ δοῦ τὸ θάνατό τση. Κι ὡσὰ φωτιά, ἁποὺ φαίνεται πὼς ἀπατή τση σβήνει ἀγάλια ἀγάλια, λείποντας ξύλα ἀποὺ τὸ καμίνι, ἔτσ’ ἡ ζωή τση ἐτέλειωσε μὲ δίχως νὰ χλωμιάνει, μὰ πλιὰ λαμπρὴ κι ἀσπρύτερη παρὰ τὸ χιόνι ἐφάνη· κ’ ἀκουμπιστὴ τ’ ἀμμάτια τση γλυκιὰ ἤθελε σφαλίσει, καί, πρὶν τοῦ ἥλιου, τὸ λαμπρὸ φῶς τση εἶχε κάμει δύση· κι ὁ θάνατος ἀπάνω τση φύση ἄλλαξε καὶ γνώμη κ’ ἔδειξεν ὀμορφύτερος ὡς δὲν ἐφάνη ἀκόμη. ΧΟΡΟΣ Ὀϊμένα, πῶς ἠκούσαμε μὲ λύπη καὶ πολύ μας πόνο, μαντάτο σὰν αὐτὸ ποὺ εἰς δάκρυα προσκαλεῖ μας! ΕΛΙΣΑ Πάσ’ ἕνας σας τὸ κάμωμαν ὅλον ἀπεὶς ἀκούσει, τ’ ἀμμάτια σας ἀπαρθινὰ κλάηματα δὲν κρατοῦσι. ΧΟΡΟΣ Πέ μας, παρακαλοῦμε σε, κι ὅ,τι ἄλλον ἀπομένει, κιὰς τέτοια ἀθιβολὴ σωστὰ νά ’χομεν ἀκουσμένη, καὶ εἰπέ μας ποῦ εἶν’ κι ὁ βασιλιός, τί ’ν’ ἀποκαμωμένος; ΕΛΙΣΑ Ὁ βασιλιὸς ὅπου ἤθελεν, ἐκεῖ ἔφταξε ὁ καημένος. ΧΟΡΟΣ Θλίβεται τάχατες πολλά; Ποιοί ’ναι εἰς τὴ συντροφιά του; ΕΛΙΣΑ Ἀποὺ τὴ θλίψη κείτεται μὲ τὴ βασίλισσά του. ΧΟΡΟΣ Πῶς κείτεται; ΕΛΙΣΑ Μὲ τὴ νεκρὴν εἶναι κ’ οἱ δυὸ εἰς μιὰ κλίνη, νεκρὸς κ’ ἐκεῖνος κατὰ πῶς εἶναι νεκρὴ κ’ ἐκείνη. ΧΟΡΟΣ Ὁ βασιλιὸς εἶναι νεκρός; Ὢ Μέμφη, ἡ ἐπαρχιά σου πῶς ἔπεσε κ’ οἱ γάμοι σου σὲ ξόδια πῶς ἀλλάσσου! Αἴγυπτος, κακὸ τό ’παθες καὶ τίς νὰ σὲ φυλάξει, γὴ ποιός ἀποὺ τσὶ βασιλιοὺς δὲ θέλει σὲ πειράξει; Μὰ αὐτὸ τὸ θάνατο, ἁποὺ λές, τί πράμα τοῦ ’χε φέρει κ’ ἐτέλειωσε ἔτσι ὀγλήγορα σήμερο τέτοιο ταίρι; ΕΛΙΣΑ Ἀπείτις ἡ βασίλισσα, σὰν εἶπα, εἶχε ἀποθάνει, τὸ νοῦ του ὅλοι ἐκρατούμανε ὁ βασιλιὸς πὼς χάνει, γιατὶ ὡσὰ λίθος ἔμεινε, κ’ ἡ ὄψη καὶ τὸ φῶς του ἀλλάξασι, κ’ ἐκλαῖγαν τον ὅσοι κι ἂν ἦσα ὀμπρός του. Μὰ εἰς λίγο, ὡς ἐσυνήφερε, τὸ καλαμάρι πιάνει καὶ τὸ χαρτί, καὶ μιὰ γραφὴ τὸν εἴδαμε καὶ κάνει, κ’ ἕνα του δοῦλον ὅρισε νὰ πάγει νὰ τὴ δώσει τοῦ βασιλιοῦ τσῆ Πέρσιας, στὴ Μέμφη ἀπείτις σώσει· κ’ ἐτότες μὲ πολλὴν ἀντρειάν, ὡς νὰ ἦτον ὀχουθρός του, γδύνει τὸ ἴδιο του σπαθὶ καὶ σφάζεται ἀπατός του, δίχως ν’ ἀλλάξει ἡ ὄψη του, μὲ δίχως νὰ μιλήσει, κι ὥστε νὰ τὸ γροικήσομεν ἤθελε ξεψυχήσει· κι ὅλοι πολλὰ ἐτρομάξαμε κ’ ἐχάσαμε τὸ νοῦ μας χάμαι νὰ ἰδοῦμε τὸ κορμί, νεκρό, τοῦ βασιλιοῦ μας· κ’ ἐκεῖ ζιμιὸ ἐξαπλώσασι πανιὰ χρουσὰ κ’ ἐθέκα κ’ ἐκεῖνον καὶ τὴν ὄμορφη καὶ φημιστὴ γυναίκα· κ’ ἡ Ροδοδάφνη ὡς ἤκουσε τὰ κλάηματα, νὰ μάθει τότ’ ἔτρεξε, καὶ τσὶ νεκροὺς ὡς εἶδε ἡ δόλια, ἐχάθη· κι «ὀϊμένα» ὡς εἶπε δυνατά, πάραυτας εἶχε πέσει, κι ἀποθαμένη ὅσοι ’ν’ ἐκεῖ ἄσφαλτα τήνε λέσι. Τότες κ’ ἐμένα ἐστείλασι νὰ βρῶ τὴ γρὰ νὰ δράμει, ὅ,τί ναι χρειαζόμενο γλήγορα νὰ τὸ κάμει. Καὶ πάγω δὲν ἀργιώντας πλιὰ πρὶ ὁ ἥλιος βασιλέψει, νὰ μὴν εἰποῦσι στὴ δουλειὰ τούτη πὼς εἶχα ὀκνέψει. ΧΟΡΟΣ Ὢ μέρα κακορίζικη, ὢ μέρα ἀσβολωμένη, ὢ χώρα, χήρα ἀπόμεινες καὶ κλαῖγε πρικαμένη.","Ἀπεὶς = επειδή, αφού (σύνδ.) χαημοὺς = χαμούς, θανάτους [ο χαημός] γροικήσει θέλετε = θα ακούσετε, θα πληροφορηθείτε (θέλω + απρμφ. για δήλωση του μέλλοντα) κύρης = πατέρας ἀπατὰ = ακριβώς (επίρρ.) ἀπατός = ο ίδιος [αντων. απαυτός] ντήρηση = φόβο, δισταγμό, επιφύλαξη [η εντήρησις] μάνητα = οργή, θυμό [η μάνητα] ἐγροίκα = ένιωθε, αισθανόταν [γροικώ] ἀνασώσει = αυξήσει, προσθέσει ἀφορμαρὰ = τρελή [επίθ. αφορμάρης] μονοτάρου = για πάντα (επίρρ.) ἀρίζικη = άτυχη, δυστυχισμένη [επίθ. αρίζικος] γὴ = ή (διαζευκτικός σύνδ.) ἀποκοτούσινε = τολμάνε [αποκοτώ] Πρίχου = πριν να ξόμπλι = παράδειγμα [το ξόμπλι] ψὴ = η ψυχή γιάντα = γιατί κιὰς = τουλάχιστον, έστω [επίρρ. σκιας] νένα = παραμάνα, νταντά ἔχει πιωμένα = έχει πιει (ενν. το δηλητήριο) ν’ ἀνιμένει = να περιμένει [ανιμένω] νὰ γδικιώσω = να εκδικηθώ [γδικιώνω] ἀναντρανίζει = σηκώνει το βλέμμα και κοιτάζει διχωστάς σου = χωρίς εσένα ἀποσώνει = περατώνει, τελειώνει [αποσώνω] πρίκα = πίκρα, στενοχώρια νὰ μεταγνώσει = να μετανιώσει [μεταγνώθω] τ’ ἀπιλογᾶται = του απαντά, του αποκρίνεται [απιλογούμαι] μοῦ ἤμελλε = μου ήταν γραφτό [μέλλω] κιὰς = έστω, τουλάχιστον (σύνδ.) ὁλοτενιὰς = ολότελα (επίρρ.) κανάκια = χάδια, καλοπιάσματα [το κανάκι] τὰ βοτάνια = τα φαρμακευτικά βότανα, τα γιατρικά ’σφανε = έκανε λάθος, έσφαλλε [σφάνω] ἁψὰ = αμέσως, γρήγορα (επίρρ.) ἡ ἀναπνιά = αναπνοή, ανάσα σίμωσε = πλησίασε [σιμώνω] τὰ ὕστερα = τα τελευταία [επίθ. ύστερος] ἐπαραπάψασι = λιγόστεψαν [παραπαύω] ἀργυροπρόσωπό = πρόσωπο φωτεινό, λαμπερό σαν ασήμι ἀπατή = μόνη, η ίδια [αντων. απαυτός] λείποντας = επειδή λείπουν πλιὰ = περισσότερο, πιο (επίρρ.) τὸ κάμωμαν = την ενέργεια, την πράξη ἀπαρθινὰ = αληθινά (επίρρ.) ἀθιβολὴ = ιστορία, διήγηση κλίνη = κρεβάτι [η κλίνη] ἐπαρχιά = εξουσία, δύναμη ξόδια = κηδείες [το ξόδιν] Ἀπείτις = αφού, από τη στιγμή που καλαμάρι = μελανοδοχείο ὀχουθρός = εχθρός, αντίπαλος χάμαι = κάτω (επίρρ.) ζιμιὸ = αμέσως (επίρρ.) πάραυτας = αμέσως, ευθύς (επίρρ.) ἄσφαλτα = ασφαλώς, με βεβαιότητα (επίρρ.) νὰ δράμει = να τρέξει [δράμω] εἶχα ὀκνέψει = είχα τεμπελιάσει, είχα αμελήσει [οκνεύω] ἀσβολωμένη = άτυχη, δυστυχισμένη [ασβολωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ασβολώνω ως επίθ.]",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Ο Τρωσίλος πληροφορείται τα δυσάρεστα νέα (Ε 563-580),"Ο Τρωσίλος καταφθάνει και μένει εμβρόντητος μαθαίνοντας τις τραγικές εξελίξεις: την αυτοκτονία του φίλου του Ροδολίνου και της Αρετούσας, την οποία επιθυμούσε ο ίδιος για σύζυγό του. Στο σύντομο μονολογικό απόσπασμα που ακολουθεί, καταριέται τη μοίρα του προοικονομώντας και τη δική του αυτοχειρία. ΤΡΩΣΙΛΟΣ Ζωή μου, ὀϊμέ, ὄχι πλιὸ ζωή, μ’ ἀσκιά καπνὸς καὶ σκόνη, τοῦ Χάρο εἰκόνα ἀληθινὴ ποὺ τσὶ ζωὲς τελειώνει, οἱ πόνοι ἂς πάψου μετὰ σὲ κ’ οἱ πρίκες μου οἱ περίσσες, τοῦ πόθου τ’ ἀστραπόβροντα κ’ οἱ ἄδικές του κρίσες. Μελλούμενο σκληρότατο, γιάντ’ ἀποφασισμένα μ’ ἔχεις, ὁ ἴδιος, σκοτωτὴς νά ’μαι τοῦ ἴδιου ἐμένα; Σ’ τόσους πολέμους ἤλαχα κ’ εἰς μάχες τόσες ἤμου, καὶ χέρι ἀλλοῦ δὲν ἄφηκες νὰ βλάψει τὸ κορμί μου, γιὰ νὰ μπορέσει ἀψήφιστα τὴ σημερνὴν ἡμέρα τέλος νὰ δώσει τσῆ ζωῆς ἡ ἐδική μου χέρα; Φίλε μου ἠγαπημένε μου, πιστέ μου Ροδολίνο, ποτὲ στὸν Ἅδη δίχως μου νὰ στέκεις δὲ σ’ ἀφήνω· κι ἀπεὶς γιὰ μένα ἀπόθανες, γιὰ σὲ κ’ ἐγὼ τελειώνω, κ’ ἐσένα καὶ τὴν κόρη μου τὴν ἀκριβὴ γδικιώνω. Τὸ πνεῦμα μου, παρακαλῶ, δεχτῆτε το σιμά σας, νὰ στέκει στὴν ἀγάπη σας, νά ’ναι στὴ συντροφιά σας. Μαχαίρι ἐσύ, ἁποὺ πάντα σου, μ’ ἔβγανες τιμημένο, γιαμιὰ ἄνοιξε, τὸ στῆθος μου σφάξε <τὸ πρικαμένο>.","ὀϊμέ = αλίμονο (επιφ.) ἀσκιά = σκιά οἱ πρίκες = οι στενοχώριες, τα βάσανα [η πρίκα] κρίσες = αποφάσεις [η κρίση] γιάντ’ = γιατί ἤλαχα = ήμουν, βρέθηκα [λαχαίνω ή λαγχάνω] ἀψήφιστα = αδίστακτα, δίχως σκέψη (επίρρ.) ἀπεὶς = αφού, επειδή (σύνδ.) γδικιώνω = εκδικούμαι γιαμιὰ = διαμιάς, αμέσως (επίρρ.)",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Επίλογος σε κλίμα βαρύ και πένθιμο (Ε 623-628),"Έχουν προηγηθεί οι θάνατοι της Αρετούσας, του Ροδολίνου, της Ροδοδάφνης και του Τρωσίλου. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Το έργο κλείνει με τις αποφθεγματικές ρήσεις του Ερμήνου γύρω από τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και την αστάθεια της τύχης/μοίρας. ΕΡΜΗΝΟΣ Ἴντα μᾶς ξίζου οἱ θησαυροί, τί πλιὸ οἱ φιλιὲς φελοῦσι, ἂν οἱ ζωὲς τελειώνουσι κ’ οἱ βασιλειὲς χαλοῦσι, κι ὁ πόθος πέφτει ἀψήφιστος, κ’ ἡ νιότη, κομπωμένη, ὅντα θαρρεῖ εἰς Παράδεισο νὰ μπεῖ, στὸν Ἅδη μένει; Ἐλπίδαν ἄνθρωπος λοιπὸ δὲν πρέπει νὰ φυλάσσει σὲ πράμ’ ἁποὺ μπορεῖ ὁ καιρὸς νὰ ρίχτει καὶ ν’ ἀλλάσσει.","Ἴντα = τι (ερωτ. αντων.) ξίζου = έχουν αξία [αξίζω] πλιὸ = περισσότερο (επίρρ.) φελοῦσι = ωφελούν [φελώ] ἀψήφιστος = ταπεινός, άσημος (επίθ.) κομπωμένη = εξαπατημένη, ξεγελασμένη [κομπωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ρ. κομπώνω] ὅντα = όταν",,Βασιλεύς ο Ροδολίνος,Τρώιλος Ιωάννης Ανδρέας Abstract,"Το έργο αποτελείται από διασκευές βίων διαφόρων αγίων σε δημώδη ή δημωδέστερη γλώσσα και, όπως φαίνεται από τις πολυάριθμες επανεκδόσεις, ήταν πολύ αγαπητό στους σύγχρονούς του αλλά και στους μεταγενέστερους αναγνώστες. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1600 ή το 1601 και παρουσιάζει τη μορφή ενός Συναξαριστή.",,,Βίοι αγίων,Μαργούνιος Μάξιμος Άγιος Ανδρέας εν Κρίσει (119-120),"Ο οσιομάρτυρας Ανδρέας καταγόταν από την Κρήτη, έζησε τον 8ο αιώνα και έδρασε επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄ Κοπρωνύμου. Ο Άγιος Ανδρέας κήρυττε τον Λόγο του Θεού και, όπως ήταν φυσικό, υπήρξε πιστός υποστηρικτής των ιερών εικόνων. Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται στους βασανισμούς και στα δεινά τα οποία υπέστη κατόπιν εντολής του εικονομάχου αυτοκράτορα. Το προσωνύμιό του «εν Κρίσει» προέρχεται από την τοποθεσία στην οποία θάφτηκε – «της Κρίσεως». Η μνήμη του γιορτάζεται στις 17 Οκτωβρίου. Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Ἀνδρέου ἐν τῇ Κρίσει Οὗτος ὁ μακάριος καὶ Πατήρ ἡμῶν Ἀνδρέας ἦτον γέννημα καὶ θρέμμα τῆς ἐννομωτάτης πόλεως Κρήτης, ἀπὸ γονεὶς εὐσεβεῖς καὶ φιλαρέτους. Ἀνεθρέφετο δὲ καλῶς εἰς αὑτὴν καὶ ἦτον διάπυρος ἐργάτης τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν.Εἰς δὲ τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου βλέ- ποντας τὸ ποίμνιον τοῦ Θεοῦ νὰ φθείρεται ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τῶν εἰκονομάχων, ἤ- γουν ἀπ’ αὐτὸν τύραννον καὶ τὴν συμμορίαν του, παγαίνοντας εἰς τὴν Κωνσταν ντινούπολιν, κηρύσσει μετὰ παῤῥησίας καὶ θαῤῥους τὴν ἀλήθειαν καὶ ἐλέγ- χει χωρὶς κανένα φόβον τὴν ἀσέβειάν του. Ἐκεῖνος δὲ μὴ ὑποφέροντας τὴν παῤῥησίαν του, τὸν ἐμποδίζει παρευθὺς ἀνάμεσα ὁποῦ ὡμίλειε, καὶ προ- στάσσει τοὺς παρεστῶντας νὰ τὸν πιάσουσι. Οὗτοι δὲ μὲ φονικὰ καὶ βαρέα χέρια κινηθέντες παρευθὺς, ἄλλοι πιάνοντας τὴν κεφαλὴν του, ἄλλοι τὰ χέρια του, ἄλλοι τὸν ὦμόν του, ἄλλοι τὸ ῥοῦχον του, ἄλλοι πολλὰ ὑβρι- στικά καὶ μὲ ἐκεῖνον τὸν τρόπον ὁποῦ ἐμποροῦσαν περισσότερον νὰ κάμουν χά- ριν, ἐκείνου ὁποῦ τῶν τὸ ἐπρόσταξε, ῥίπτουσιν εἰς τὴν γῆν τὸν ὑψηλὸν εἰς τὴν διάνοιαν καὶ δὲν τὸν ἀφῆσαν προτύτερα σύρνοντές τον, ὥστε ὁποῦ αὐτὸς ὁ βα- σιλεύς, ἀφ’ οὗ ἐκδικαιώθη ἀρκετῶς διὰ τὴν παῤῥησίαν τοῦ ἀθλητοῦ, ἐπρό- σταξε νὰ τὸν ἀφήσουν. Ἔστοντας δὲ καὶ νὰ διηγᾶται καὶ ἄλλα πολλὰ ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν βασιλέα διὰ ταῖς ἅγιαις εἰκόναις καὶ ἀποσώνοντας ὅτι: «Ἄν ἐκείνους ὁποῦ ὑβρίζουν ταῖς βασιλικαῖς εἰκόναις, ὦ βασιλεῦ, τοὺς τιμωρᾶτε μὲ ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις ὡσὰν νὰ ὑβρίζασι καὶ ἐσᾶς τοὺς ἴδιους, πόσης ἀπει- λῆς θεἱκῆς θέλετε γένη ὑπεύθυνοι ἐσεῖς ὁποῦ ὑβρίζετε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ;» Ὁ τύραννος ἐκκαυθεὶς πολλὰ, προστάσσει νὰ τὸν ἐγδύσουσι καὶ ἐξαπλωθέν- τα μὲ σχοινία νὰ τὸν δέρνουν δυνατὰ, τὸ ὁποῖον ἔστοντας νὰ γένη, τὸ ὑπο- κείμενον ἔδαφος ἐκοκκίνιζεν ἀπὸ τὰ ῥυάκια τοῦ αἵματός του. Ἀγεθεὶς δὲ, καὶ μήτε μὲ χαρίσματα μήτε μὲ φοβερίσματα χαυνωθεὶς, ὁ γενναῖος πάλιν τιμωρᾶται πολλὰ σκληρὰ καὶ ἀπάνθρωπα καὶ τρυπᾶται εἰς τὰς πλευρὰς καὶ τζακίζεται μὲ πέτραις τὸ στόμα του καὶ πέμπεται εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ πάλιν τὴν ἐρχομένην ἡμέραν παρασταθέντα ἔμπροσθέν του τὸν Ἅγιον, ἐπειδὴ τὸν εἶδε πλέα ἀπόκοτον, ἐπρόσταξε πάλιν νὰ τὸν μαστίζουσι. Τὸ ὁποῖον ἔστο- ντας νὰ γένη, ἐκατεξαίνουνταν μὲν αἱ σάρκες του καὶ ἐτρυποῦνταν μὲ ταῖς πληγαῖς καὶ ἐπαίρνουνταν ἔξω πολλὰ μέρη ἀπὸ τὸ κορμίτου. Εἰς δὲ τὸ ὕστε- ρον δεθεὶς μὲ σχοινία τους μακαρίους του πόδας, σύρνεται χαμαὶ εἰς ὅλον τὸν φόρον, βιαζόμενοι ἐκεῖνοι ὁποῦ τὸν ἔσυρναν νὰ τὸν ῥίψουν εἰς τὸν τόπον τῶν κακοποιῶν.Ἔστοντας δὲ καὶ νὰ σύρνεται οὕτως ὁ Ἅγιος, κάποιος νεωστὶ ἔ- στοντας νὰ ψαρεύση ἀπὸ τὴν θάλασσαν ψάρια βάνοντάς τα διὰ νὰ τὰ πωλήση εἰς τὸν φόρον, κινηθεὶς ἀπὸ τινα δαίμονα καὶ ἁρπῶντας ἕνα κοπί- δι μακελλάρικον, κατεβάζοντας εἰς τὴν μέσην τοῦ ἑνὸς ποδὸς τοῦ ἱεροῦ σώματος, παύει τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως τοῦ Μάρτυρος, καὶ πέμπει τὸν εἰς τας ἐκεῖσε μονὰς. Τὸ δὲ τίμιόν του λείψανον ῥίπτεται εἰς τὸν τόπον τῶν κα- κούργων. Ἔστοντας δὲ καὶ νὰ εὑρίσκεται ἀνακατωμένον μὲ τὰ σώματα, ὁποῦ ἦταν ἐκεῖ πολὺν καιρὸν, δώδεκα τινὲς ἄνδρες δαιμονιζόμενοι παγαίνοντες ἐκεῖ συνιβαστικῶς ἀπὸ διάφορα μέρη, τῆς χώρας, εὕρηκαν τὸ πολλὰ τί- μιον σῶμα ἀνεπιμέλητον, καὶ ἀτίμως κείμενον, οἱ ὁποῖοι, ἐγγίζοντές του τὴν αὐτὴν ὥραν ἐθεραπεύθησαν. Δεχόμενοι τὴν θεραπείαν διὰ μισθὸν τῆς εὑρέσεως καὶ παίρνοντές το τοῦτο, τὸ καταθάπτουσιν εἰς ἕνα τόπον ἱερὸν, ὀνομα- ζόμενον Κρίσις, Εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀμὴν.","διάπυρος = ένθερμος (επίθ.) ἐκδικαιώθη = δικαιώθηκε [εκδικαιώνομαι] ἀθλητοῦ = μάρτυρα, αγωνιστή της θρησκείας [ο αθλητής] ἀποσώνοντας = ανακοινώνοντας, μεταδίδοντας ἐκκαυθεὶς = αφού εξοργίστηκε [εκκαίομαι] ἀπόκοτον = τολμηρό, γενναίο [επίθ. απόκοτος]",,Βίοι αγίων,Μαργούνιος Μάξιμος Άγιος Χρυσόστομος (195-196),"Ο Άγιος Χρυσόστομος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 344-354 στην Αντιόχεια της Συρίας, ενώ η δράση του επεκτάθηκε και στην Κωνσταντινούπολη. Μαθήτευσε κοντά στον Λιβάνιο και διδάχθηκε την αρχαία γραμματεία και την Αγία Γραφή στην Αθήνα. Κατείχε μια ξεχωριστή ρητορική δεινότητα και υπήρξε πολυγραφότατος: συνέταξε πολλούς λόγους, σχολίασε και ερμήνευσε διεξοδικά την Αγία Γραφή. Στον Βίο του αναφέρεται πως η τότε αυτοκράτειρα Ευδοξία –σύζυγος του αυτοκράτορα Αρκαδίου που βασίλεψε το διάστημα 395-408– οικειοποιήθηκε παράνομα το αμπέλι μιας χήρας και το γεγονός αυτό έγινε αιτία ο Άγιος Χρυσόστομος να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί της. Η ίδια ευθύνεται για την μετέπειτα καταδίκη και εξορία του. Πέθανε το έτος 407 και η μνήμη του εορτάζεται στις 13 Νοεμβρίου και στις 30 Ιανουαρίου – εορτή των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τους άλλους δύο Πατέρες: τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο Θεολόγο. Τῷ αὐτῷ μηνί τρίτη καὶ δεκάτη μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου Οὗτος ὁ μέγας φωστὴρ καὶ διαπρύσιος τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος ἦτον ἀπὸ τὴν μεγαλόπολιν Ἀντιόχειαν, ἀπὸ πατέραν Σεκοῦνδον στρατηλάτην καὶ μητέρα Ἀνθοῦσαν, εὐσεβεῖς καὶ πιστοὺς καὶ τοὺς δὺο. Λοιπὸν, παρευθὺς εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ζωῆς του, ἐπῆρε μεγάλην ἀγάπην εἰς τοὺς λόγους καὶ τὴν εὐ- γλωττίαν καὶ μὲ τὴν σπουδήν, ὁποῦ ἔβαλεν εἰς τούτους καὶ μὲ τὴν ὀξύτη- τα τῆς φύσεώς του, ἐπαιδεύθη πᾶσαν ἐλληνικὴν παιδείαν, παγαίνoντας μα- θητὴς πρὸς τὸν Λιβάνιον καὶ Ἀνδραγάθιον τοὺς ἐν Ἀντιοχεία σοφιστὰς, ἔπει- τα πρὸς τοὺς εὑρισκομένους εἰς ταῖς Ἀθήναις, μελετώντας δὲ καλῶς τὴν τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴν τῶν χριστιανῶν γραφὴν καὶ φθάσας εἰς τὸ ἄκρον τῆς γνώσεως αὐτῆς καὶ στολίζοντας τὴν ζωὴν του μὲ ἀγνείαν καὶ καθαρότη- τα ἀναβιβάζεται εἰς τὸ σχῆμα τοῦ κληρικοῦ ἀπὸ τὸν ἐν Ἁγίοις Πατριάρχην Ἀντιοχείας τὸν Μελέτιον. Ἀπὸ δὲ τὸν Φλαβιανὸν γίνεται διάκονος καὶ πρεσβύ- τερος. Συντάσσοντας δὲ πολλότατους λόγους περὶ μετανοίας καὶ τοῦ στο- λισμοῦ τῶν ἠθῶν καὶ ἑρμηνεύοντας ὅλην τὴν θεόπνευστον γραφὴν, ἐπει- δή ἀφῆκε τὴν παροῦσαν ζωὴν ὁ τῆς Κωνσταντινουπόλεως πρόεδρος Νεκτά- ριος, πεμφθεὶς ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν μὲ ψῆφον τῶν ἐπισκόπων καὶπρόσταγ- μα τοῦ Ἀρκαδίου, γίνεται αρχιερεύς της βασιλίδος των πόλεων δεξάμενος την χειροτονίαν κανονικώς. Ἐξαπλώθη δὲ περισσότερον εἰς τὴν σπουδὴν τῶν ἑρμηνειῶν τῆς Γραφῆς, καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν τῶν διαλέξεων, διὰ μέσου τῆς ὁποίας ἔσυρε πολλοὺς εἰς θεογνωσίαν καὶ εἰς μετάνοιαν. Τόσον δὲ ἐδό- θη εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ εἰς τὴν ἐγκράτειαν, ὁποῦ ἔτρωγε μόνον ὀλίγον κρι- θόχυλον καὶ ἐκοιμᾶτον καὶ ὀλίγον, καὶ οὐδὲ εἰς κλίνην, ἀλλὰ στέκοντας καὶ διαβασταζόμενος μὲ σχοινία, καὶ ἂν ἤθελε κλονίζη καμίαν φορὰν ἐκαθέ- ζετον. Ὅσον δὲ εἰς τὸ περίσσευμα τῆς φιλανθρωπίας, ἔγινεν εἰς τοῦτο τύπος καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς τοὺς λόγους του ἐδίδασκε νὰ δίδουνται ὁλοτελῶς εἰς τὴν τοιαύτην ἀρετὴν καὶ νὰ ἀπέχουσιν ἀπὸ τὴν πλεονεξίαν, διὰ τὸ ὁποῖον ἐσκανδαλίσθη καὶ πρῶτον μὲ τὴν Εὐδοξίαν ταὴν βασίλισσαν καὶ ἔγινεν ἐχθρός της. Ἐκείνη μέν γὰρ ἥρπασεν ἕνα ἀμπέλι κάποιας χήρας καὶ ἡ χήρα ἐφώναζε ζητοῦσα τὸ ἐδικόν της. Καὶ ὁ Ἁγιος τὴν ἐνουθέτα νὰ μὴν κρατῆ τὸ ξένον πρᾶγμα, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπείθετον, τὴν ἤλεγχε καὶ μὲ τὸ ὑπόδειγμα τῆς Ἰεζάβελ τὴν ἐστηλίτευεν. Ἐκείνη δὲ γίνεται ὁλότελα θη- ρίον βαστῶντας δυνατὰ τὸν ἀμπελῶνα καὶ διώχνει τον ἀπὸ τὸν θρόνον, πρῶ- τον μὲν ἀπὸ λόγου της, δεύτερον δὲ διὰ μέσου ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐπολι- τεύουνταν πλέα ὀγληγορύτερα δυναστικῶς, παρὰ εὐσεβῶς. Ἕπειτα στρέ- φεται πάλιν εἰς τὸν θρόνον του. Καὶ τέλος πάντων ἐξορισθεὶς ἐν Κουκουσῶ τῆς Ἀρμενίας, καὶ πέρνοντας πολλὰς θλίψεις τὴν τιμίαν αὐτοῦ ψυχὴν τῷ Κυρίῳ παρέθετο, καθὼς δὲ φανερώνει ἡ περὶ τούτου ἱστορία, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθο- δόν του ἀπὸ τὸν θρόνον, καὶ τὴν ἐξορίαν, ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἐσυνήργησαν εἰς τούτην, πέφτοντες εἰς πολλὰς καὶ διαφόρους ἀῤῥωστίας, ἀπέθανον, ἀποῤῥήξαντες τὰς ψυχὰς, πάσχοντάς το τοῦτο πρώτη ἡ Εὐδοξία, ὡσὰν ὁποῦ ἦτον πρώτη εἰς τὴν ἀνομίαν καὶ ὁποῦ ἔγινε πρόξενος ἀπωλείας εἰς τοὺς ἐπισκόπους. Λέγουσι δὲ ὅτι ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατόν της, διὰ σημάδι τῆς ἀδικίας ὁποῦ ἔ- καμεν εἰς τὸν Χρυσόστομον, τὸ κυβούρι εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον βαλμένη ἐκινᾶτον χρόνους τριανταδύο, ὁπόταν δὲ ἀνακομίσθη τὸ ἁγίον λείψανον τοῦ Χρυσοστό- μου καὶ ἐβάλθη ἑκεῖ ὁποῦ εὐρίσκεται τώρα, ἔπαυσεν ἀπὸ τὸν κλόνον ἐκεῖ- νον καὶ τὴν κίνησιν. Ταῖς τοῦ Χρυσοῤῥήμονος πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς, ἀμήν.",,,Βίοι αγίων,Μαργούνιος Μάξιμος Άγιος Βασίλειος (334),"Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 329/330 στο χωριό Άννησα της Νεοκαισαρείας του Πόντου και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, από όπου καταγόταν η μητέρα του, ενώ ο πατέρας του είχε καταγωή από τον Πόντο. Η οικογένεια είχε εννέα παιδιά, τρία από τα οποία χειροτονήθηκαν επίσκοποι. Ο Άγιος Βασίλειος έλαβε εξαιρετικά πλούσια παιδεία, διέπρεψε σε όλες τις επιστήμες και πέθανε εξαιτίας της αυστηρής ασκητικής ζωής που έζησε. Ο Βίος που ακολουθεί είναι σχετικά σύντομος και αφηγείται, όχι με πολλές λεπτομέρειες, την καταγωγή, τη μόρφωση και τη διδασκαλία του, ενώ στο τέλος υπάρχει μια περιγραφή της εμφάνισής του. Η μνήμη του Αγίου Βασιλείου εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου. Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ Μεγάλου Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον εἰς τὸν καιρὸν τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου ὡμίλησε παῤῥησία εἰς βοήθειαν καὶ συνηγορίαν τῆς ἀληθοῦς πί- στεως, ἔστοντας καὶ νὰ χαλᾶ καὶ νὰ φθείρη τὰς ἐκκλησίας τότε ὡσὰν φωτία ἡ κακοδοξία τοῦ Ἀρείου, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτον δοσμένος ὁ βασιλεύς. Ἦτον δὲ ἀπὸ μέρους τοῦ πατρός του, ἀπὸ τὸν Πόντον. Ἀπὸ μέρους δὲ τῆς μητρός του, Καππαδόκης. Ὅσον δὲ εἰς τὴν σοφίαν, δὲν ἐπερίσσευσε μόνον ἐκείνους ὁποῦ εὑ- ρίσκουνταν εἰς τὸν καιρόν του, ἀμὴ καὶ τοὺς παλαιοὺς, διότι περνώντας ἀ- πὸ πᾶσαν λογὴς εἶδος σπουδῆς καὶ ἐπιστήμης, εἰς καθ’ ἕν ἀπ’ αὐτὰ εἶχε τὰ πρωτεῖα. Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἐγυμνάσθη καὶ ἐκοπίασεν ὀλιγώτερον εἰς τὴν πρα- κτικὴν φιλοσοφίαν, μάλιστα διὰ μέσης ταύτης ἐπρόκοψε καὶ εἰς τὴν τῶν ὄντων θεωρίαν, ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τῆς ἀρχιερωσύνης, εἰς τὸ ὁποῖον ἀξίω- μα ἀγωνισάμενος καὶ κοπιάσας πολλὰ διὰ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, καὶ κα- ταπλήσσοντας τὸν ἔπαρχον μὲ τὴν σταθερότητα, ἀμεταθεσίαν τῆς γνώ- μης του, καὶ συνθέτοντας λόγους διὰ μέσου τῶν ὁποίων ἐκατάσεισε τὰς γνώμας τῶν ἐτεροδόξων αἱρετικῶν καὶ τὴν ἠθικήν κατάστασιν ἐξεπαίδευ- σε, καὶ ἐφανέρωσε τὴν γνώσιν τῶν ὄντων καὶ ὀδηγώντας μὲ πᾶσαν λογὴς ἀ- ρετὴν τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν. Ἦτον δὲ ὅσον εἰς τὸν τύ- πον τοῦ σώματος πολλὰ μακρὺς, ξηρὸς, καὶ μὲ ὀλίγην σάρκα μελανὸς εἰς τὸ χρώμα, συγκερασμένος μὲ κιτρινάδα εἰς τὸ πρόσωπον, μὲ ῥῖνα ὁποῦ ἔ- κλινε, κυκλοειδῆς ἔχων τὰς ὀφρύας, τὸ ἐπισκίνιον συνεσπακὼς καὶ ὁμοιά- ζων ἐννοηματικοῦ ἀνδρὸς καὶ φροντιστικοῦ, ὀλίγαις ἀμαρυγαῖς τὸ πρόσωπον ῥυτιδούμενος, μακρὰ ἔχων τὰ μάγουλα, κοῖλος εἰς τοὺς κροτάφους, καμπό- σον κουρεμένος καὶ ἀρκετῶς μακρὰν ἔχων τὴν γενειάδα, πολιὸς μεσαίως εἰς τὰς τρίχας. Ὑιὸς Βασιλείου καὶ Ἐμμελίας, γίνεται δὲ ἡ σύναξίς του ἐν τῇ Ἁ- γιωτάτη Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ.","ἐννοηματικοῦ = ιδιοφυή, έξυπνου [επίθ. εννοηματικός]",,Βίοι αγίων,Μαργούνιος Μάξιμος Αγία Παρασκευή (648-649),"Η Αγία Παρασκευή (Παρασκευή Αθληφόρος ή Μεγαλομάρτυς) γεννήθηκε στη Ρώμη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.) την έκτη μέρα της εβδομάδας και γι’ αυτό την βάφτισαν Παρασκευή. Οι γονείς της ήταν ευκατάστατοι και, όταν πέθαναν, η ίδια μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς, έκοψε τα μαλλιά της, ενεδύθη το μοναχικό σχήμα και βάφτισε πολλούς χριστιανούς κατά τη διάρκεια της ζωής της. Ο Βίος της αφηγείται τα δεινά που υπέστη από τον αυτοκράτορα Αντώνιο, ώσπου ο ίδιος να πειστεί πως η Αγία Παρασκευή είχε τη θεία χάρη. Δεν μπόρεσε να πειστεί, ωστόσο ο βασιλιάς Ταράσιος, ο οποίος έδωσε εντολή να την αποκεφαλίσουν. Η Αγία Παρασκευή θεωρείται προστάτιδα των ματιών και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη της στις 26 Ιουλίου. Τῷ αὐτῷ μηνὶ ἕκτῃ καὶ εἰκοστῇ τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος Παρασκευῆς Αὕτη ἦτον εἰς τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας Ἀντωνίου ἀπὸ κάποιον χωρίον, εἰς τὰ σύνορα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, γέννημα γονέων χριστιανῶν, Ἀγά- θωνος καὶ Πολιτείας ὀνομαζομένων, οἱ ὁποῖοι, πληροῦντες προθυμερὰ τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, δὲν ἔκαμναν παιδία, ἐπαρακαλοῦσαν δὲ πάντοτε τὸν Θεὸν νὰ τῶν δώση τέκνον. Ὁ δὲ Δημιουργὸς Θεὸς τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐ- τῶν ποιῶν, τῶν ἔδωκε τὴν χάριν καὶ τὴν ἐγέννησαν τὴν ἕκτην ἡμέραν τῆς ἑβδο- μάδος καὶ εἰς τὸ ἅγιον βάπτισμα τὴν ὠνόμασαν Παρασκευὴν. Αὐτὴ δὲ ἀπὸ τὰ μητρικὰ σπάργανα ἀφιερώνουσα τὴν ἑαυτήν της τοῦ Θεοῦ καὶ παιδευομένη καὶ νουθετυμένη ἀπὸ τὴν μητέρα της, σχολάζουσα παντοτινὰ εἰς τὴν ἐκκλη- σίαν καὶ εἰς τὴν προσευχὴν καὶ ἐκμαθοῦσα τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἀναγι- νώσκουσα πάντοτε τὰς Ἱερὰς Βίβλους, ἀποθανόντων τῶν γονέων της, διαμοι- ράζουσα ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ κόπτουσα τὰ μαλλία της καὶ ἐνδυθεῖσα τὸ μοναχικὸν σχῆμα, ἐβγῆκε κηρύττουσα τὸ ὄνομα τοῦ ἀλη- θινοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔσυρε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας εἰς τὴν θεογνωσίαν. Κάποιοι δὲ Ἰουδαῖοι τὴν ἐκατάβαλαν πρὸς τὸν βασιλέα Ἀν- ντώνιον, λέγοντες, ὅτι κάποια γυναῖκα ὀνόματι Παρασκευὴ κηρύσσει Ἰησούν τὸν ὑιὸν τῆς Μαρίας, τὸν ὁποῖον ἐπροσήλωσαν οἱ Πατέρες μας εἰς τὸν Σταυρόν. Ἀκού- σας δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς, ἐπρόσταξε νὰ τὴν φέρουσιν ἔμπροσθέν του, ὁ ὁποῖ- ος βλέποντάς την, ἐθαύμασε διὰ τὴν φρονιμάδα της καὶ τὴν εὐμορφίαν της. Λέγει της λοιπὸν: «ἂν μοῦ καταπεισθῆς καὶ κάμης θυσίαν εἰς τοὺς θεοὺς, θέ λεις κληρονομήσεις πολλὰ χαρίσματα, εἰ δὲ καὶ δὲν καταπεισθῆς, θέλω σὲ παραδώσει εἰς πολλὰς τιμωρίας». Ἠ δὲ Ἁγία ἀπεκρίθη πρὸς αὐτὸν μὲ λο- γισμὸν στεῤῥότατον: «Μὴ γένοιτο νὰ ἀρνηθῶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου, θεοὶ γὰρ ἐκεῖνοι, ὁποῦ δὲν ἔκαμαν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, νὰ πᾶσιν εἰς ἀπώλειαν». Ὁ δὲ βασιλεύς, ζέωντας πολλὰ ἀπὸ τὸν θυμὸν, προστάζει νὰ βάλουσι μίαν περικεφαλαίαν σιδηράν πυρωμένην εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς μάρτυρος, τὸ ὁποῖον ἔστοντας νὰ γένη, ὑπό θείας δρόσου ἔμεινεν ἀβλαβὴς. Διὰ τοῦτο τὸ θαῦμα εἰς αὐτὴν τὴν ὥραν ἐπίστευσαν πολλοὶ εἰς τὸν Κύριον. Ἔπειτα προστάσσει νὰ ἐκκαυθῆ δυνατὰ ἕνας λέβης χαλκοματένιος γεμάτος ἀπὸ λάδι, καὶ πίσ- σαν, καὶ νὰ βαλθῆ εἰς αὐτὸν, τοῦ ὁποίου γενομένου ἡ Ἁγία ἔβλεπέ τον καὶ ἔστε- κεν εἰς τὴν μέσην δροσιζομένη. Βλέποντάς την δε ὁ βασιλεὺς εἶπε: «Ῥάν- τισέ με ἀπὸ τὸν λέβητα, ὡ Παρασκευὴ, διὰ νὰ γνωρίσω ἆρα ἡ πίσσα καὶ τὸ λάδι καίει ἢ ὄχι». Ἡ δὲ Ἁγία γεμίσασα τὰς χεῖρας της ἀπὸ τὸν λέβητα ἔρ- ριψε κατὰ πρόσωπα τοῦ βασιλέως καὶ παρευθὺς ἐτυφλώθησαν αἱ κόραι τῶν ὀμματίων του, καὶ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνὴν λέγωντας: «Ἐλέησόν με, δού- λη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ δώς μου τὸ φώς τῶν ὀφθαλμῶν μου καὶ θέλω πιστεύσει εἰς τὸν Θεὸν τὸν ὁποῖον ἐσὺ κηρύσσεις». Καὶ ἀναβλέποντας παρευθὺς ἐπίστευ- σεν αὐτὸς καὶ ὅλοι ὁποῦ ἦσαν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του καὶ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ δὲ Ἁγία ἐβγαίνουσα ἀπ’ ἐκεῖ, ἐπῆγεν εἰς ἄλλας πόλεις καὶ κώμας κηρύσσουσα τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Εἰσεβαίνουσα δὲ εἰς ἄλλην πόλιν, τῆς ὁποίας ἦτον βασιλεὺς κάποιος Ἀσκληπιὸς, ἐφέρθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐπικαλεσαμένη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ σφραγισαμένη τὴν ἑαυτὴν της μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὡμολόγησεν ὅτι ἦτον χριστιανὴ, καὶ ἀνεκήρυξε τὸν Χριστὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Εἰς τοῦτο ταραχθεὶς ὁ βασιλεὺς τὴν ἔπεμ- ψε πρὸς κάποιον δράκοντα φοβερώτατον ὁποῦ ἐφώλευεν ἔξω ἀπὸ τὴν χώ- ραν, τοῦ οποίου κατὰ συνήθειαν ἐδίδασι νὰ τρώγη ἐκείνους ὁποῦ ἦσαν καταδι- κασμένοι εἰς θάνατον. Ἐπειδὴ δὲ ἐπαρεστάθη ἡ Ἁγία εἰς τὸν τόπον ὁποῦ ἐκα- τοίκα ὁ δράκων, θεωρώντας τὴν ἐκεῖνος, ἐβρόχησε δυνατὰ καὶ ἀνοίγοντας τὸ στόμα του ἐβγῆκε πολὺς καπνὸς καὶ παρασταθεῖσα ἡ Ἁγία σιμά του εἶπε: «Θηρίον, ἔφθασεν εἰς ἐσένα ὀργὴ Θεοῦ καὶ ὀλέθρου». Ἐμφυσήσασα δὲ εἰς αὐτὸν καὶ κάμνουσα εἰς αὐτὸν σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἐκεῖνος συρίζωντας μεγάλα ἔσπασεν εἰς δύο μερτικὰ καὶ ἄφαντος ἐγένετο. Θεωρώντας δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ ὅλοι ὅσοι ἦταν μετ’ αὐτὸν ἐπιστεύσαν. Ἡ δὲ Ἁγία μισεύουσα ἐκήρυσσε παντα- χοῦ, παγαίνουσα δὲ εἰς ἄλλην χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐβασίλευεν ἕνας βασι- λεὺς ὀνόματι Ταράσιος, μανθάνοντας ἐκεῖνος διὰ λόγου της, ἔκαμε καὶ ἐπα- ρεστάθη ἔμπροσθέν του. Καὶ ἐρωτηθεῖσα ἀπ’ αὐτὸν, ὡμολόγησεν ὅτι ἦτον χρι- στιανὴ καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινὸν καὶ διὰ τοῦτο ἔστοντας νὰ βαλθῆ εἰς τὸ μέσον ἔνας λέβης χαλκωματένιος γεμάτος ἀπὸ λάδι καὶ πίσσαν, καὶ μολύ- βι καὶ ἀναφθέντος ὑποκάτω εἰς αὐτὸν πυρὸς, τὴν ἔβαλαν εἰς αὐτὸν, δι’ ἐπιστασίας δὲ θείου ἀγγέλου ψυχρανθέντος τοῦ λέβητος, ἔμεινεν ἀβλαβὴς ἡ Ἁγία, δίδοντάς της δὲ καὶ ἄλλας πολλὰς τιμωρίας, δὲν ἠδυνήθη νὰ δια- σείση τὴν στερρότητά της. Τέλος πάντων δὲ ἔκοψαν τὴν κεφαλὴν της, τοῦ ὀ- ποῖου γενομένου, τὸ πνεῦμα της ἐδιάβη εἰς τὰς αἰωνίους μονὰς.","προθυμερὰ = πρόθυμα (επίρρ.) ἐκατάβαλαν = πρόδωσαν, κατηγόρησαν, διέβαλαν [καταβάλλλω] ζέωντας = φλεγόμενος, ""βράζοντας"" (μεταφ.) μισεύουσα = αναχωρώντας, φεύγοντας [μισεύω]",,Βίοι αγίων,Μαργούνιος Μάξιμος Abstract,"Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 12ου αιώνα, το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη. Είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές και συνιστά το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γλώσσας.",,,Διγενής Ακρίτης,Ανώνυμος Τα ανδραγαθήματα του Διγενή και η αρπαγή της κοπέλας (στ. 702-925),"Οι πρώτοι στίχοι του κειμένου (που λείπουν) εξιστορούν την εκστρατεία του σαρακηνού αμιρά της Συρίας εναντίον της βυζαντινής Μικράς Ασίας, κατά την οποία αιχμαλωτίζει μια χριστιανή νέα από τη μεγάλη οικογένεια των Δουκάδων. Οι πέντε αδελφοί της κοπέλας ζητούν την απελευθέρωσή της και αποφασίζουν να μονομαχήσει με τον αμιρά ο μικρότερος αδελφός, ο Κωνσταντίνος. Από αυτό το σημείο, αρχίζει το κείμενό μας, όπως μας έχει σωθεί. Μετά από σκληρή μάχη, ο αμιράς αναγνωρίζει την ήττα του. Οι πέντε αδελφοί συμφωνούν να γίνει ο αμιράς χριστιανός για να παντρευτεί την αδελφή τους και να έρθει μαζί τους στην πατρίδα τους. Το ζευγάρι αποκτά ένα θαυμάσιο παιδί, τον Βασίλειο. Έπειτα από ένα χρονικό διάστημα, ο αμιράς αναχωρεί για τη Συρία, αφού πρώτα βεβαιώνει τη γυναίκα του με όρκο πως δεν θα ξεχάσει την οικογένειά τους και πως δεν θα επανέλθει στον μωαμεθανισμό. Όταν φτάνει στην πατρίδα του, πείθει τη μητέρα του και πολλούς άλλους να αρνηθούν το ισλάμ και να τον ακολουθήσουν στη νέα του πατρίδα. Στο επόμενο τμήμα του έργου ο ποιητής μάς διηγείται την πρώτη επαφή του νεαρού Βασίλειου Διγενή Ακρίτη με τους ληστές απελάτες. Ο Βασίλειος πληροφορείται τα κατορθώματά τους και θέλει να τους γνωρίσει. Όταν βρίσκεται μπροστά στον γέρο αρχηγό των απελατών, Φιλοπαππού, του δηλώνει πως θέλει να γίνει κι αυτός απελάτης. Αυτός τότε του προτείνει διάφορες δοκιμασίες για να αποδείξει την αξία του. Σε αγώνα, ο Διγενής εξουδετερώνει όλους τους απελάτες. Το απόσπασμα ξεκινά με μια γενική εισαγωγή για τη δύναμη του Έρωτα και την τόλμη που δίνει στον ερωτευμένο. Ὁ ἔρως τίκτει τὸ φιλὶν καὶ τὸ φιλὶν τὸν πόθον, ὁ πόθος δίδει μέριμνας, ἔννοιάς τε καὶ φροντίδας, κατατολμᾶ καὶ κίνδυνον καὶ χωρισμὸν γονέων, θάλασσαν ἀντιμάχεται, τὸ πῦρ οὐ διαλογίζει καὶ τίποτε οὐ λογίζεται ὁ ποθῶν διὰ τὴν ἀγάπην· ἐγκρεμνοὺς οὐ λογίζεται, τοὺς ποταμοὺς οὐδόλως, τὰς ἀγρυπνίας ἀνάπαυσιν καὶ τὰς κλεισούρας κάμπους. Καὶ ὅσοι βασανίζεσθε δι’ ἀγάπην κορασίου, ἀκούσατε διὰ γραφῆς τῶν <θαυμαστῶν> Ἑλλήνων πόσα καὶ αὐτοὶ ὑπομείνασιν βάσανα διὰ τὸν πόθον. Βλέπετε, οἱ ἀναγινώσκοντες, τοὺς ἀριστεῖς ἐκείνους, τοὺς Ἕλληνας, τοὺς θαυμαστοὺς καὶ ὀνομαστοὺς στρατιώτας, <καὶ> ὅλα ὅσα ἐγίνουντα διὰ ἐκείνην τὴν Ἑλένην, ὅτε ἐκατεπολέμησαν ἅπασαν τὴν Ἀσίαν, καὶ πάντες ἐδοξάσθησαν διὰ περισσὴν ἀνδρείαν, καὶ πάλιν εἰς ἐρωτικὰ ἄλλος τις οὐχ ὑπέστη. Καὶ οὐ λέγομεν καυχίσματα ἢ πλάσματα καὶ μύθους, ἃ Ὅμηρος ἐψεύσατο καὶ ἄλλοι τῶν Ἑλλήνων. Ταῦτα γὰρ μῦθοι <οὐ> λέγονται, καυχίσματα οὐ λαλοῦνται, ἀλλ’ ἀληθεύουν ἐκ παντός, μηδεὶς οὖν ἀπιστήση ὡς λέγω τὴν ἀλήθειαν τοῦ θαυμαστοῦ Ἀκρίτη. Πατήρ του ἦτον ὁ ἀμιράς, ὁ Μούσουρος ἐκεῖνος, ὁποὺ ἀνατράφην εἰς Συρίαν, ἀπέσω εἰς Βαβυλῶνα, καὶ ὡς διὰ ἀνδρείαν του τὴν πολλήν, τὴν περισσὴν τὴν φρόνεσιν, βουλὴν ἐποιήσασιν οἱ γέροντες ἁπάσης τῆς Συρίας καὶ τὸν σουλτάνον τὸ εἴπασιν καὶ ἀμιρὰν τὸν ἐποῖκαν. Καὶ τρισχιλίους τὸν ἔδωσαν Τούρκους καὶ Ἀραβίτας καὶ ἐποίησάν τον ἐξακουστὸν εἰς πᾶσαν τὴν Συρίαν· καὶ εἶχεν καὶ τοὺς ἀγούρους του ἄλλους πεντακοσίους. Ἐπῆρεν τους καὶ ἐξέβηκεν ἔξω εἰς Ρωμανίαν· τὸ Ἡρακλέως ἐκούρσευσεν, τὸ Κόνιον καὶ Ἀμόρι· κοράσιον ἀπήρπαξεν, τοῦ Ἀκρίτη τὴν μητέραν. Καὶ ἀπὸ τὰ κάλλη τὰ πολλά, τὰ ἐβάσταζεν ἡ κόρη, ἐγίνετον Χριστιανὸς καὶ αὐτὴν <τὴν> εὐλογήθη. Καὶ ὁ εἷς τῆς κόρης ἀδελφὸς ἦτον ὁ Κωνσταντίνος, αὐτὸς γὰρ ἐπολέμησεν ἀμιρὰν τὸν γαμπρόν του, τὸν θαυμαστὸν νεώτερον, τοῦ Ἀκρίτη τὸν πατέρα. Καὶ τότε ὁ Ἀκρίτης <Διγενὴς> ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος μόνος του ὑπεθαύμαζεν διὰ τὰς ἀνδραγαθίας του καὶ ἀπὸ μικρόθεν ἤρξατο δοξάζειν τὸν ἑαυτόν του. Καὶ <τότε> ὡσὰν ἐγένετο δώδεκα ἐτῶν καὶ μόνον, προσῆλθε εἰς τὸν πατέραν του, τοιαῦτα τὸν συντυχαίνει: «Ὣς πότε θέλω κυνηγᾶν λαγούδια καὶ περδίκια; Αὐτὰ τῶν χωριατῶν εἰσίν, τοῦ κυνηγᾶν περδίκια, ἄρχοντες δὲ νεώτεροι καὶ εὐγενῶν παιδία λέοντας καὶ ἄρκους κυνηγοῦν καὶ ἄλλα δεινὰ θηρία. Καὶ οὐ θέλω δοξασθῆναι ἐγὼ ὡς ἀπὸ τοῦ πατρός μου, ἀλλὰ δοξάσειν <ἔχω> ἐγὼ πατέραν καὶ μητέραν· νὰ δοξασθῆς, ἀφέντα μου, ἐκ τὲς ἀνδραγαθίες μου. Δεῦτε ἂς καβαλικεύσωμεν καὶ ὑπᾶμεν εἰς κυνήγιν». Καὶ εὐθὺς ἐκαβαλίκευσεν ὁ Διγενὴς Ἀκρίτης καὶ ὁ πατήρ του ὁ ἀμιρὰς καὶ ὁ θεῖος του ὁ Κωνσταντίνος, καὶ ἐβάσταζαν γεράκια ἄσπρα ἐκ τοὺς μουτάτους. Ἀλλὰ ὅνταν ἀπεσώσασιν εἰς τὰ ὄρη τὰ μεγάλα, δύο ἀρκούδια ἐπήδησαν ἀπόσω ἀπὸ τὸ δάσος, ἀρσενικὸν καὶ θηλυκόν, εἶχαν καὶ δύο κουλούκια. Καὶ εὐθὺς τὸ ἰδεῖν τα ὁ Διγενής, τὸν θεῖον του οὕτως λέγει: «Τί ʼναι ἐκεῖνα, ὁ θεῖος μου, ὁποὺ ἀπηδοῦν καὶ φεύγουν;» Τοῦ λέγει: «Αὐτὰ εἶναι, Διγενή, τὰ λέγουσιν ἀρκούδια καὶ ὅποιος τὰ πιάση, Διγενή, ἔναι πολλὰ ἀνδρειωμένος». Καὶ ὁ Διγενὴς ὡς τὸ ἤκουσεν, εἰς αὖτα κατεβαίνει καὶ τὸ ραβδίν του ἐσήκωσεν καὶ ἐπρόλαβεν τὰ <ἀρκούδια>. Τὸ θηλυκὸν εἰς πόλεμον διὰ τὰ κουλούκια ἐστάθην, καὶ ἐκεῖνος ἦτο ἐγλήγορος καὶ ἀπάνω του ἐκατέβην· καὶ οὐκ ἐσυνέφθασεν γοργόν, ἵνα ραβδέα τοῦ δώση, ἀλλὰ ὡσὰν τοῦ ἐσίμωσεν, κλειδώνει το εἰς τὰς χεῖρας κ’ ἔσφιξεν τοὺς βραχίονας του καὶ εὐθὺς ἀπέπνιξέν το. Καὶ ὡς εἶδεν τὸ ἑταίριν του, ἐστράφην ἐξοπίσω καὶ μίλιν τοῦ <ἀπεξέβηκεν> φευγόμενον ἐξ αὖτον. Καὶ <ὁ Διγενής>, ὁ νεώτερος, εἶχεν γοργὸν τὸ στρέμμαν, ἦτον καὶ <γὰρ> ὑπόστεγνος καὶ ἐγνώθουντα οἱ νεφροί του, καὶ εἰς τέσσαρα πηδήματα τὸν ἄρκον καταφθάνει καὶ ἀπὸ τὸ κατωμάγουλον γοργὸν πιάνει, κρατεῖ τον κ’ εἰς δύο μέρη τὸν ἔσχισεν, στέκει καὶ θεωρεῖ τον. Ὁ θεῖος του καὶ ὁ πατήρ [του] οἱ δύο ὁμάδι ὑπᾶσιν, στέκονται καὶ θαυμάζονται τὰς πράξεις τοῦ νεωτέρου· ὦμον πρὸς ὦμον ἔθηκαν καὶ πρὸς ἀλλήλους λέγουν: «Κυρά μου, μήτηρ τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὲ πανοικτίρμων, πράγματα βλέπομεν φρικτά ʼς τὸν νεώτερον ἐτοῦτον· τοῦτον ὁ Θεὸς τὸν ἔστειλεν ὡς διὰ τοὺς ἀνδρειωμένους καὶ οἱ ἀπελάτες νὰ τὸν τρέμουσιν τὰ ἔτη τῆς ζωῆς τους». Καὶ <οὕτως> συντυχαίνοντα ὁ θεῖος καὶ ὁ πατήρ του, λέοντα δεινὸν εἴδασιν ἀπέσω εἰς τὸ καλάμιν· βούβαλον ἐπεκάθετο ἀπὸ τὰ ὠτία ’ς στὸ οὐράδιν καὶ ἐβύζανεν τὸ αἷμαν του, στανέου του τὸν ἐκράτει· καὶ ὡς τὸ εἶδε ὁ κύρης του καὶ ὁ θεῖος του ὁ Κωνσταντίνος, τὸν λέοντα τοῦ ἐδείξασιν, διὰ νὰ τὸν δοκιμάσουν· γυρίζουν καὶ θεωροῦσιν τον ὅτι ἔβγαινε ἀπ’ τὸ δάσος. *** «<ὡς διὰ νὰ τὸ ἔχω συνο>δείαν ’ς τὴν στράταν ὁποὺ ὑπηένω, ὅτι καὶ μοναχός εἰμαι καὶ μόνος θέλω ὁδεύειν». ’Σ τὰ γονικά του ἀπέσωσεν ἀφρόντιστος καὶ σῶος, [ἐπῆγεν καὶ ἐπέζευσεν] καὶ ἀνέσια ἐσύντυχεν τὸν πρωτοστράτορά του: «Στράτορα, πρωτοστράτορα καὶ πρῶτε τῶν στρατόρων, ἀπόστρωσε τὸν μαῦρον μου καὶ στρῶσε μου τὸν γρίβαν, τὸν εἶχεν πάντα ὁ θεῖος μου εἰς τὰς ἀνδραγαθίας του. Τρεῖς ἴγκλες μοῦ τὸν ἴγκλωσε καὶ τρεῖς ὀμπροστελίνες καὶ τὸν βαρὺν χαλίναρον, διὰ νὰ γοργογυρίζη, καὶ κρέμασε εἰς τὴν σέλαν μου καὶ τὸ βαρὺν σπαθί μου, ὅτι εἰς ἀνάγκην φοβερὰν καὶ εἰς ἁρπαγὴν ὑπάγω». Τὸν λόγον οὐκ ἐπλήρωσεν οὐδὲ τὴν συντυχίαν, καὶ εὐθὺς ἐκατεπήδησεν, ’ς τὴν σκάλαν ἀναβαίνει. Καὶ ἐξέβην ἡ μητέρα του κρατεῖ, καταφιλεῖ τον: «Καλῶς ἦρθες, τὸ τέκνον μου, ἂν μοῦ ἤφερες κυνήγιν». Καὶ τότε πάλε ὁ Διγενὴς οὕτως ἀπιλογᾶται: «Νὰ ἔλθουν τὰ κυνήγια μου καὶ <τότε> νὰ τὰ ἴδης». Καὶ τότε ἡ μητέρα του ἤρξατο εὔχεσθαίν του: «Δέσποινά μου πανύμνητε, κυρὰ εὐλογημένη, δοξάζω, μεγαλύνω σε καὶ υἱὸν τὸν Θεόν σου, ὅτι ἔδωκές με νεώτερον τὸν ὁ κόσμος οὐκ ἔχει καὶ χάρισέ μου τον νὰ ζῆ εἰς χρόνους ἀμετρήτους, νὰ τὸν θωρῶ, νὰ χαίρωμαι τὰ ἔτη τῆς ζωῆς μου». Καὶ εὐθὺς κρατεῖ, καταφιλεῖ τὰ ὀμμάτια τοῦ νεωτέρου καὶ ἐσήκωσεν τὰς χεῖρας της ’ς τὸν οὐρανὸν ἀπάνω: «Δέσποινά μου πανύμνητε, κυρά μου εὐλογημένη, τὸν νεώτερον τὸν μὲ ἔδωκες τὸν θαυμαστὸν Ἀκρίτην, δός τον μακροημέρευσιν τὰ ἔτη τῆς ζωῆς του, νὰ περπατῆ ἀφρόντιστος, νὰ χαίρεται τὸν κόσμον, τὸν βίον του ἀδιάλειπτον τὰ ἔτη τῆς ζωῆς του, νὰ τὸν φοβοῦνται πάντοτε ἔθνη τῆς οἰκουμένης». Καὶ τότε ὁ νεώτερος γοργὸν ἐξυπολύθη, ἔβγαλεν τὰ καλίτσια του καὶ ἐκάτσεν εἰς τὸ δεῖπνον. Καὶ ἀφότου ἀποδείπνησεν, ἐμπαίνει εἰς τὸ κουβούκλιν καὶ ἐπῆρεν τὸ θαμπούριν του καὶ ἀποκατάστησέν το. Ὄφιων δερμάτια ἔσχισεν, <προβάτων ἔκλωσε ἔντερα> καὶ ἐποίησέν του τὰς κόρδας <καὶ ἐποίησεν> καὶ τὰ δόντια των πανέμνοστα τριπάρια. Γοργὸν καθυποδέθηκεν, ’ς τὸν στάβλον κατεβαίνει, πηδᾶ καὶ ἐκαβαλίκευσεν καὶ ἐπῆρεν τὸ σπαθίν του [καὶ ἐπῆρεν τὸ θαμπούριν του καὶ ἀποκατάστησέν το] καὶ ἔκρουεν τὸ λαβοῦτον του καὶ ἀηδόνει καὶ ἐτραγούδει, ἀηδονικὰ ἐτραγούδησεν καὶ χαμηλὰ τὸ κρούει καὶ ἐκίνησεν τὴν στράταν του καὶ ὑπάγει εἰς τὸ κοράσιον. Καὶ ὅταν ἀπεσώθηκεν ’ς τοῦ στρατηγοῦ τοὺς οἴκους, σφικτὰ τὰς κόρδας ἔδησεν καὶ ἐλάλησεν μεγάλως καὶ ἐκεῖνος χαμηλότερα καὶ ἐβγαίνει τῆς φωνῆς του: «Εἴτις ἐφίλησεν μακράν, γοργὸν οὐκ ὑπαγαίνει· τὰς νύκτας οὐ περιπατεῖ, τὸν ὕπνον οὐ στερεῖται, οὐ θέλει τὸν Παράδεισον μὲ τὰ μυρίσματά του· ἐγὼ μακρὰν ἐφίλησα, ἀλλὰ γοργὸν ὑπάγω καὶ ἐγὼ ὡς διὰ τὴν πανεύνοστην ὕπνον οὐδὲν κοιμοῦμαι». Ἦτον δάος ὁ μαῦρος του, τὸ φέγγος ὡς ἡμέρα, καὶ ὡς δι’ αὖτον ἀπεσώθηκεν ’ς τοῦ στρατηγοῦ τοὺς οἴκους. Καὶ ὅταν ἀπέσωσεν ἐκεῖ, τὴν κόρην οὕτως λέγει: «Σύ, κόρη, ἀπεμερίμνησες καὶ ἀμέριμνα κοιμᾶσαι καὶ ἐβγαίνεις ἐκ τὸν ὅρκον σου, πανθαύμαστον κοράσιον. Πιστεύω, ἀπολησμόνησες τὰ χθεσινά σου λόγια, καλή, τὰ ἐσυντυχαίναμεν οἱ δύο μοναχοί μας, καὶ ὅρκους τοὺς ἐμόσαμεν, νὰ μὴ ἀποχωριστοῦμεν». Καὶ ἐκείνη τὸν ἐγνώρισεν ἀπὸ τοῦ τραγουδίου· ἐφύρθη καὶ ἐσηκώθηκεν καὶ ἐπῆρε τὸ λουρίν της, γοργὸν ἐκατεπήδησεν καὶ ἐβγαίνει εἰς τὴν θυρίδαν καὶ τότε τὸ κοράσιον τὸν νέον κατονειδίζει: «Ἐγώ, κύρκα, ὀνειδίζω σε, διατὶ ἐπαραβραδιάστης καὶ ὡς ὀκνηρὸν καὶ ράθυμον πάντα νὰ σὲ ὀνειδίζω. Καὶ τὸ λαβοῦτο σου, τὸ κρούεις, ἔβλεπε ποῦ τὸ κρούεις· δὲν ἠξεύρεις, ὀμμάτια μου, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, ὅτι ἂν γροικήση ὁ κύρης μου καὶ ὅλη μου ἡ γενέα, νὰ στερηθῆς τὴν νεότην σου τὴν ὥραιαν ὡς διὰ ἐμέναν. Ὅτι πολλοὶ ἐδοκίμασαν ἀγνώστως νὰ μὲ πάρουν καὶ ἐγροίκησεν ὁ κύρης μου καὶ ἐκακοδοίκησέν τους· οὕτως καὶ ἐσὺ τὴν νεότη σου ἔβλεπε τὴν ὡραίαν. Καὶ ἐγὼ ἠξεύρω, ὀμμάτια μου, τὸ φῶς τῶν ὀμματίων μου, πόθος σὲ ἐκατεπόνεσεν, ἡ ἀγάπη ἐφλόγισέν σε, τὸν νοῦν σου ἐπαρεσάλευσεν, τὸν λογισμόν σου ἐπῆρεν καὶ εἰς θάνατον σὲ ἔριψεν ὡς δι’ ἐμὲ ν’ ἀποθάνης καὶ θεωρῶ σε μοναχὸν καὶ οὐκ ἔχω τί ποιήσει. Αὐθέντα, ἂν παρακατεβῶ καὶ ἐπάρης με μεδ’ ἔσου καὶ φθάσουν σε τ’ ἀδέλφια μου καὶ τὸ συγγενικόν μου, ἐσέναν νὰ σκοτώσουσιν καὶ ἐμέναν νὰ διαγείρουν, νὰ στερηθῆς τὴν νεότην σου τὴν ὥραιαν ὡς δι’ ἐμέναν». Καὶ τότε ὁ νεώτερος οὕτως ἀπιλογᾶται: «Καλὰ λέγεις, κοράσιον; Οὕτως μοῦ συντυχαίνεις; Ἐγὼ μόνος καὶ μοναχὸς φουσάτα πολεμίζω καὶ <μοναχός μου δύναμαι> ὅλα νὰ <τὰ> νικήσω καὶ κάστρα νὰ ἀντιμαχιστῶ, θηρία νὰ φονεύσω, καὶ ἐσὺ ἀδελφούς σου μοῦ λαλεῖς, πατέραν καὶ γενέαν; Κουροῦνες πόσες ἠμποροῦν ἀετοῦ βρῶμα νὰ πάρουν; Καλή μου, ἂν ἐμετάγνωσες καὶ ἔχεις ἀλλοῦ τὸν πόθον, εἰπέ μου τὴν ἀλήθειαν, κυρά, νὰ ὑπαγαίνω. Εἰδὲ ἂν θέλης ὁλόψυχα, καλή, ὅτι νὰ φιλοῦμε, ὣς ὅτι ἔν’ τὸ κατάψυχον, μικρὸν μὴ ἀναπαγοῦμεν, μὴ καρτερεύσωμεν ἐδῶ καὶ καύση μας τὸ κάμα καὶ στέκω καὶ φλογίζη μας ἡ καῦσις τοῦ ἡλίου καὶ καύση καὶ μαράνη μας τούτην τὴν στράταν ὅλην. Καὶ ἔλα γοργόν, κοράσιον, μὴ μᾶς νοήση ὁ κόσμος. Καὶ μὴ δοκῆς, βεργόλικε, ἡ πάντερπνος ἡ κόρη, ὡς διὰ φόβον τοῦ λαοῦ λέγω σου νὰ ὑπᾶμεν· μά τὸν Ἅγιον μου Θεόδωρον, τὸν μέγαν ἀπελάτην, ὅτι μηδὲ μᾶς νοήσουσιν καὶ ἀποκλείσουν μας ὧδε, ἀμὴ εἰς τὸν κάμπο, λέγω σοι, ὅσοι θέλουν ἂς ἔρθουν καὶ [τότε] νὰ ἴδης κύρκαν τὸν φιλεῖς καὶ πλέον νὰ μὲ ἀγαπήσης καὶ τότε νὰ ἰδῆς ἄγουρον, τὸν ὁ κόσμος οὐκ ἔχει». Καὶ τότε τὸ κοράσιον τὸν νεώτερον ἐλάλει: «Ἐδὰ διὰ σέν, αὐθέντη μου, ἀρνοῦμαι τοὺς γονεῖς μου καὶ τὰ καλά μου ἀδέλφια καὶ τὸν πολύν μου πλοῦτον καὶ ἐσέναν ἐξακολουθῶ διὰ τὸν πολύν σου πόθον καὶ εὕρη σε ὁ Θεός, αὐθέντη μου, ἂν μὲ παραπονέσης». Καὶ ἐδάκρυσεν ὁ νεώτερος καὶ μὲ ὅρκον τὴν ὀμνέει: «Κύριε Θεὲ φιλάνθρωπε, ὁ κτίσας τοὺς αἰῶνας, ἐὰν ἐγὼ ἐνθυμηθῶ νὰ σὲ παραπονέσω, θηρία νὰ μὲ διαμοιραστοῦν καὶ οὐ μὴ χαρῶ τὴν νεότην μου, τὴν περισσήν μου ἀνδρείαν καὶ οὐ μὴ ταφῶ ὡς Χριστιανὸς καὶ οὐ μὴ κατευοδοῦμαι, νὰ μηδὲ τῆς μητέρας μου εὐχὴν κληρονομήσω καὶ οὐ μὴ χαρῶ τὴν περισσὴν ἀγάπην ἐδική σου, ἐὰν ποτὲ ἐνθυμηθῶ νὰ σὲ παραπονέσω· ἀμὲ καὶ ἐσύ, ἱλαρόμματε, βλέπε τὸ ἀσκάνδαλόν σου. Καὶ ἐγείρου, τὸ κοράσιον, ἔλα ἂς περιπατοῦμεν». Καὶ εὐθὺς ἐκατεπήδησεν τὴν χαμηλὴν θυρίδαν, εἰς αὖτον δὲ ἐπήδησεν καὶ ἐκρέμασεν εἰς αὖτον. Ἐκεῖνος τὴν ἐδέξατο ὀμπρός ’ς τὸ μπροστοκούρβιν, στρεφνά, γλυκιὰ ἐφιλήσασιν ὡς καὶ τὸ δίκαιον εἶχαν καὶ ἐπίασαν τὴν στράταν τους, χαιράμενοι ὑπαγαίνουν. Καὶ ἐστράφην ὁ νεώτερος, φωνὴν μεγάλην σύρνει: «Εὔχου με, κύρη στρατηγέ, μετὰ τῆς θυγατρός σου». Καὶ ἐκεῖνος ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ τὸν ἠχὸν τοῦ μαύρου, φωνὴν μεγάλην ἔσυρεν: «Ἐχάσα τὸ παιδίν μου! Ἀγοῦροι ἀπὸ τοῦ Λύκαντος, ἀγοῦροι ἀπὸ τὴν βίγλαν, βοηθεῖτε εἰς τὸν παγκόπελον, ἐπῆρεν τὸ παιδίν μου!» Καὶ ὅσ’ ἄστρα ἔν ’ς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα ἔν’ εἰς τὰ δένδρα, καὶ ὅσα πουλίτσια πίνουσιν εἰς τὴν Ἰκέαν τὴν λίμνην, οὕτως ἐκαταπέτουντα οἱ σέλες εἰς τοὺς μαύρους.","τίκτει = γεννά [τίκτω] δίδει = προκαλεί μέριμνας = βάσανα, σκοτούρες [η μέριμνα] κατατολμᾶ = επιχειρεί κάτι παράτολμα [κατατολμώ] ἀντιμάχεται = πολεμά εναντίον (μεταφ.) οὐ διαλογίζει = δεν λογαριάζει, δεν υπολογίζει [διαλογίζω] οὐ λογίζεται = δεν υπολογίζει, δεν δίνει σημασία [λογίζομαι, εδώ ως ενεργ.] διὰ τὴν ἀγάπην = εξαιτίας της αγάπης ἐγκρεμνοὺς = κακοτοπιές (εδώ μεταφ.) [ο εγκρεμνός] οὐδόλως = καθόλου (επίρρ.) τὰς ἀγρυπνίας = τις αϋπνίες [η αγρυπνία] τὰς κλεισούρας = τις στενές διαβάσεις ανάμεσα σε βουνά ή δύσβατους τόπους, τα στενά περάσματα [η κλεισούρα] κορασίου = κοριτσιού, κοπέλας [το κοράσιον] διὰ γραφῆς = μέσω της συγγραφής διὰ τὸν πόθον = εξαιτίας του ερωτικού πόθου ἀριστεῖς = πρώτους στην ανδρεία, ήρωες στη μάχη [ο αριστεύς] ὀνομαστοὺς = ξακουστούς, φημισμένους [επίθ. ονομαστός] ὅτε = όταν (χρον. σύνδ.) ἐκατεπολέμησαν = πολέμησαν εναντίον, προσπάθησαν να υποτάξουν [καταπολεμώ] διὰ = εξαιτίας (πρόθ.) περισσὴν = της περίσσιας, της υπερβολικής [επίθ. περισσός] εἰς ἐρωτικὰ = στα σχετικά με τον έρωτα [επίθ. ερωτικός, το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.] ἄλλος τις = κάποιος άλλος, κανένας άλλος οὐχ ὑπέστη = δεν υποβλήθηκε, δεν υπέφερε [υφίσταμαι] καυχίσματα = καυχησιολογίες [το καύχισμα] πλάσματα = επινοήσεις, φανταστικά δημιουργήματα [το πλάσμα] ἃ = τα οποία (αναφ. αντων.) ἐψεύσατο = ψευδολόγησε [ψεύδομαι] λαλοῦνται = αποκαλούνται, ονομάζονται [λαλούμαι] ἀληθεύουν ἐκ παντός = είναι όλα αλήθεια μηδεὶς = κανένας, ούτε ένας (αντων.) ἀπιστήση = να μην αμφισβητήσει [απιστώ] ὡς = ότι (σύνδ.) ἀμιράς = άρχοντας, στρατηγός, διοικητής ἀπέσω = μέσα (επίρρ., προκ. για στάση) διὰ ἀνδρείαν = εξαιτίας της ανδρείας φρόνεσιν = σύνεση, φρονιμάδα, σωφροσύνη [η φρόνησις] βουλὴν ἐποιήσασιν = αποφάσισαν [φρ. ποιώ βουλήν] ἐποῖκαν = έκαναν, όρισαν [ποιώ] τρισχιλίους = τρεις χιλιάδες (ενν. στρατιώτες) Ἀραβίτας = κάτοικους της Αραβίας [ο Αραβίτης· βλ. και το σχόλιο στον ίδιο στίχο] ἀγούρους = παλικάρια, νεαρούς πολεμιστές [επίθ. άγουρος ως ουσ.] ἐξέβηκεν = επιτέθηκε [εκβαίνω] ἐκούρσευσεν = λεηλάτησε, λαφυραγώγησε [κουρσεύω] κοράσιον = κορίτσι, κοπέλα, ανύπαντρη γυναίκα ἀπήρπαξεν = απήγαγε, άρπαξε με βίαιο τρόπο [αναρπάζω] τὰ = τα οποία (αναφ. αντων.) ἐβάσταζεν = είχε, διέθετε [βαστάζω] εὐλογήθη = παντρεύτηκε [ευλογούμαι] ὁ εἷς = ο ένας νεώτερον = παλικάρι, νεαρό άντρα [επίθ. νέος σε συγκρ. βαθμό· εδώ ως ουσ.] ὑπεθαύμαζεν = θαύμαζε κάπως, θαύμαζε λίγο [υποθαυμάζω] τὰς ἀνδραγαθίας = τα κατορθώματα [η ανδραγαθία] μικρόθεν = από τη μικρή, την παιδική ηλικία (επίρρ.) ὡσὰν = όταν (χρον. σύνδ.) τοιαῦτα = τα εξής (αντων.) συντυχαίνει = λέει, κουβεντιάζει [συντυχαίνω] θέλω κυνηγᾶν = θα κυνηγώ (θέλω + απρμφ. ή αλλοιωμένο απρμφ. τύπο για δήλωση μέλλοντα ή σε δυνητική χρήση) εὐγενῶν = ανθρώπων που κατάγονται από υψηλή, αρχοντική γενιά [επίθ. ευγενής] ἄρκους = αρκούδες [ο άρκος] δεινὰ = φοβερά [επίθ. δεινός] ἔχω = πρόκειται να ἀφέντα = πατέρα (εδώ) [ο αφέντης] Δεῦτε = εμπρός, ελάτε (επίρρ.) ὑπᾶμεν = πάμε [υπάγω] ἐβάσταζαν = κρατούσαν [βαστάζω] μουτάτους = κυνηγετικά γεράκια που άλλαξαν το πτέρωμά τους και απέκτησαν νέο [ο μουτάτος] ὅνταν = όταν (χρον. σύνδ.) ἀπεσώσασιν = έφτασαν [αποσώνω] ἀπόσω = από μέσα (επίρρ., προκ. για κίνηση) κουλούκια = νεογνά αρκούδας, κουτάβια [το κουλούκιν] ἔναι = είναι πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ὡς = όταν, μόλις (χρον. σύνδ.) ραβδίν = επίμηκες κυλινδρικό και μάλλον λεπτό κομμάτι ξύλου, που χρησιμοποιείται εδώ ως πρόχειρο αμυντικό ή επιθετικό όπλο διὰ τὰ κουλούκια = για χάρη των μικρών του, για να προστατέψει τα μικρά του [το κουλούκιν: νεογνό] ἐσυνέφθασεν = έφτασε, πρόφτασε [συμφθάνω] γοργόν = γρήγορα (επίρρ.) ἵνα = για να (τελ. σύνδ.) ραβδέα = ραβδιά, χτύπημα με το ραβδί [η ραβδέα] ὡσὰν = όταν, μόλις (χρον. σύνδ.) ἐσίμωσεν = πλησίασε [σιμώνω] κλειδώνει = σφίγγει τοὺς βραχίονας = τα μπράτσα [ο βραχίων] ἑταίριν = ταίρι ἐστράφην ἐξοπίσω = γύρισε πίσω μίλιν = μονάδα μήκους μεγάλων αποστάσεων (στη βυζαντινή εποχή) ἀπεξέβηκεν = απομακρύνθηκε, ξέφυγε [απεκβαίνω] γοργὸν = γρήγορο [επίθ. γοργός] στρέμμαν = άνοιγμα, κίνηση ὑπόστεγνος = λεπτός, νευρώδης (επίθ.) ἐγνώθουντα = ήταν ορατοί, ευδιάκριτοι [γνώθομαι] οἱ νεφροί = τα ισχία, οι αρθρώσεις του μηρού με τη λεκάνη και η γύρω περιοχή, οι γοφοί [ο νεφρός] τὸ κατωμάγουλον = την κάτω σιαγόνα [το κατωμάγουλον] θεωρεῖ = βλέπει, κοιτάζει [θεωρώ] ὁμάδι = μαζί (επίρρ.) ὑπᾶσιν = πηγαίνουν [υπαγαίνω] θαυμάζονται = απορούν, εκπλήσσονται [θαυμάζομαι] ὦμον πρὸς ὦμον ἔθηκαν = έβαλε ο ένας το χέρι του στον ώμο του άλλου, αγκαλιάστηκαν πρὸς ἀλλήλους = ο ένας στον άλλο πανοικτίρμων = ελεήμονα, πολυεύσπλαχνε (επίθ. ως προσφ. του Θεού ή του Χριστού) φρικτά = φοβερά, αποτρόπαια [επίθ. φρικτός] <οὕτως> = έτσι, με αυτόν τον τρόπο (επίρρ.) δεινὸν = φοβερό [επίθ. δεινός] ἀπέσω = μέσα (επίρρ. προκ. για στάση) τὸ καλάμιν = τον καλαμιώνα βούβαλον ἐπεκάθετο = καθόταν/είχε πάσει πάνω σε βουβάλι [επικάθομαι] ἀπὸ τὰ ὠτία ’ς στὸ οὐράδιν = από τα αυτιά μέχρι την ουρά του (ενν. του βούβαλου) ἐβύζανεν = ρουφούσε, απομυζούσε [βυζαίνω] στανέου = με το ζόρι, με το στανιό, με τη βία κύρης = πατέρας τὴν στράταν = τον δρόμο [η στράτα] ὑπηένω = πηγαίνω θέλω ὁδεύειν = θα πηγαίνω, θα βαδίζω [οδεύω] ἀφρόντιστος = αμέριμνος (επίθ.) ἐπέζευσεν = ξεπέζευσε, ξεκαβαλίκευσε [πεζεύω] ἀνέσια = ήσυχα, ήρεμα (επίρρ.) πρωτοστράτορά = ανώτερο υπάλληλο στη βυζαντινή αυλή [ο πρωτοστράτορας] Στράτορα = ιπποκόμε, σταυλίτη [ο στράτορας] ἀπόστρωσε = βγάλε τη σέλα [αποστρώνω] τὸν μαῦρον = το μαύρο (πολεμικό) άλογο [επίθ. μαύρος ως ουσ. με αυτή τη σημασία] τὸν γρίβαν = το άλογο που έχει σταχτί χρώμα, τον ψαρή [ο γρίβας] τὸν = τον οποίο (αναφ. αντων.) ἴγκλες = ζώνες, το λουριά που συγκρατούν τη σέλα στη ράχη του αλόγου [η ίγγλα ή κίγγλα] ἴγκλωσε = εφάρμοσε, τοποθέτησε στο ζώο [ιγγλώνω ή κιγγλώ] ὀμπροστελίνες = λουριά στο στήθος αλόγου που συγκρατούν τη σέλα [η ομπροστελίνα] χαλίναρον = χαλινάρι, γκέμι, ηνίο [ο χαλίναρος] γοργογυρίζη = γυρίζει, στρέφει γρήγορα ἐπλήρωσεν = ολοκλήρωσε, τελείωσε [πληρώνω] συντυχίαν = συνομιλία ἐκατεπήδησεν = πήδηξε προς τα κάτω [καταπηδώ] ἐξέβην = βγήκε, εξήλθε [εκβαίνω] κρατεῖ = αγκαλιάζει [κρατώ] καταφιλεῖ = φιλά με πάθος [καταφιλώ] ἤρξατο εὔχεσθαίν του = άρχισε να του εύχεται μεγαλύνω = δοξάζω, εξυμνώ ὅτι = γιατί, επειδή (αιτιολ. σύνδ.) χάρισέ μου = κάνε μου τη χάρη [χαρίζω] θωρῶ = βλέπω, κοιτάζω μακροημέρευσιν = μακροζωία [η μακροημέρευσις] ἀδιάλειπτον = συνεχή, αδιάκοπο [επίθ. αδιάλειπτος] ἐξυπολύθη = έλυσε, έβγαλε τα υποδήματά του [εξυπολύομαι] καλίτσια = υποδήματα, παπούτσια [το καλίτσιν] ἀποδείπνησεν = τελείωσε το δείπνο [αποδειπνώ] κουβούκλιν = δωμάτιο, υπνοδωμάτιο ἀποκατάστησέν = έφτιαξε, διόρθωσε [αποκατασταίνω] Ὄφιων δερμάτια = δέρματα φιδιών ἔκλωσε = έστριψε [κλώθω] τὰς κόρδας = τις χορδές μουσικού οργάνου [η κόρδα] των = τους (ενν. των προβάτων) πανέμνοστα = γλυκόηχα, μελωδικά, αρμονικά [επίθ. πανέμνοστος] καθυποδέθηκεν = έδεσε στα πόδια του σανδάλια ή υποδήματα [καθυποδούμαι] ἔκρουεν = χτυπούσε τις χορδές, έπαιζε (προκ. για μουσ. όργανο) [κρούω] λαβοῦτον = λαούτο (έγχορδο μουσικό όργανο) ἀηδόνει = ηχούσε, έβγαζε ήχο [αηδονώ ή αντιδονώ] ἀηδονικὰ = γλυκά, μελωδικά (επίρρ.) χαμηλὰ = σιγά (επίρρ.) ἀπεσώθηκεν = έφτασε [αποσώνομαι] οἴκους = παλάτι, ανάκτορο ἔδησεν = έδεσεν ἐλάλησεν = τραγούδησε [λαλώ] μεγάλως = με δυνατή φωνή, δυνατά (επίρρ.) Εἴτις = όποιος (αντων.) μακράν = μακριά, σε απόσταση, σε μακρινό τόπο (επίρρ.) μυρίσματά = αρώματα, ευωδιές, συνεκδ. ευωδιαστά λουλούδια [το μύρισμα] πανεύνοστην = πανέμορφη [επίθ. πανεύνοστος] δάος = γρήγορος (επίθ., προκ. για άλογο) φέγγος = φεγγάρι (έτσι το ονομάζουν οι Έλληνες του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Ιταλίας) ἀπέσωσεν = έφτασε [αποσώνω] κόρην = κορίτσι, κοπέλα ἀπεμερίμνησες = απαλλάχθηκες από τις μέριμνες [απομεριμνώ] ἐβγαίνεις ἐκ τὸν ὅρκον σου = παραβαίνεις, καταπατάς τον όρκο σου [φρ. βγαίνω από τον όρκον μου] ἀπολησμόνησες = ξέχασες, λησμόνησες εντελώς [απολησμονώ] καλή = αγαπημένη [επίθ. καλός, εδώ το θηλ. ως προσφ.] ἐμόσαμεν = ορκιστήκαμε [ομνύω] ἐγνώρισεν = αναγνώρισε ἐφύρθη = ταράχθηκε [φύρομαι] λουρίν = στενή δερμάτινη ζώνη κατονειδίζει = ελέγχει, κατηγορεί/μαλώνει (χαϊδευτικά) [κατονειδίζω] κύρκα = αγαπημένε [ο κύρκας] ὀνειδίζω = επιπλήττω, μαλώνω, κατηγορώ, μέμφομαι ἐπαραβραδιάστης = καθυστέρησες πολύ, άργησες να φτάσεις [παραβραδιάζομαι] ὀκνηρὸν = φυγόπονο, τεμπέλη [επίθ. οκνηρός] ράθυμον = νευρικό, απότομο [επίθ. ράθυμος] τὸ = το οποίο (αναφ. αντων.) γροικήση = ακούσει, ξυπνήσει [γροικώ] γενέα = σύνολο μελών ενός γένους, οικογένεια νὰ στερηθῆς τὴν νεότην σου = θα πεθάνεις νέος Ὅτι = γιατί, διότι (αιτιολ. σύνδ.) ἀγνώστως = με τρόπο που να μη γίνει αντιληπτό, κρυφά (επίρρ.) ἐκακοδοίκησέν = κακομεταχειρίστηκε, έβλαψε [κακοδοικώ] ἐκατεπόνεσεν = ταλαιπώρησε [καταπονώ] ἐφλόγισέν = έκαψε (μεταφ. προκ. για ερωτικό πάθος) [φλογίζω] ἐπαρεσάλευσεν = τάραξε, αναστάτωσε [παρασαλεύω] ἔριψεν = έριξε [ρίπτω] δι’ ἐμὲ = για μένα, εξαιτίας μου οὐκ ἔχω = δεν ξέρω παρακατεβῶ = κατέβω χαμηλότερα [παρακατεβαίνω] μεδ’ ἔσου = μαζί σου τὸ συγγενικόν = οι συγγενείς διαγείρουν = γυρίσουν πίσω [διαγέρνω ως μτβ.] οὕτως = έτσι (επίρρ.) ἀπιλογᾶται = απαντά, αποκρίνεται φουσάτα = στρατεύματα [το φουσάτον] ἀντιμαχιστῶ = πολεμήσω εναντίον [αντιμάχομαι] λαλεῖς = μιλάς (σχετικά με κάποιον) βρῶμα = θήραμα, τροφή [το βρώμα] ἐμετάγνωσες = άλλαξες γνώμη, μετάνιωσες [μεταγνώθω] κυρά = αγαπημένη, «καλή» Εἰδὲ = έτσι και, σε περίπτωση που, αν (σύνδ.) φιλοῦμε = αγαπούμε [φιλώ] ἔν’ = είναι κατάψυχον = βραδινή ή πρωινή δροσιά μικρὸν = για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο (επίρρ.) μὴ ἀναπαγοῦμεν = μην αναπαυτούμε [αναπάγω] καύση = κάψει [κάβγω ή καίω] τὸ κάμα = η υπερβολική ζέστη μαράνη = εξαντλήσει, εξασθενήσει [μαραίνω] νοήση = αντιληφθεί, «πάρει είδηση» [νοώ] μὴ δοκῆς = μη νομίζεις [δοκώ] βεργόλικε = νέα, λυγερή και ωραία κοπέλα [επίθ. βεργόλικος: που έχει λεπτή και λυγερή κορμοστασιά σαν βέργα· εδώ ως ουσ.] πάντερπνος = πανέμορφη (επίθ.) ἀποκλείσουν = περιορίσουν (προκ. για πρόσωπο) ὧδε = εδώ (επίρρ. με τοπ. σημασία) ἀμὴ = αλλά (σύνδ., συν. μετά από αρνητική πρόταση) πλέον = περισσότερο (επίρρ.) τὸν = που, τον οποίο (αναφ. αντων.) ἐλάλει = έλεγε, αποκρινόταν [λαλώ] Ἐδὰ = τώρα, αυτή τη στιγμή (χρον. επίρρ.) εὕρη = να σε βρει (ως κατάρα) [ευρίσκω] παραπονέσης = στενοχωρήσεις ὀμνέει = ορκίζεται κτίσας = δημιουργός, που έφτιαξε ἐνθυμηθῶ = συλλογιστώ, αποφασίσω [ενθυμούμαι] διαμοιραστοῦν = κομματιάσουν, ξεσχίσουν [διαμοιράζομαι] οὐ μὴ κατευοδοῦμαι = να μη με αποχαιρετήσουν, μη μου ευχηθούν ""καλό ταξίδι"" (προκ. για νεκρό) ἀμὲ = αλλά και, αλλά ακόμη, αλλ’ επιπροσθέτως (προσθ. σύνδ. με το και) ἱλαρόμματε = που έχεις λαμπερά μάτια [επίθ. ιλαρόμματος· συχνά ως προσφ. αγαπημένου προσώπου] ἀσκάνδαλόν = τη σεμνότητα ἐγείρου = σήκω από τη θέση σου [εγείρομαι] ἐκρέμασεν = κρεμάστηκε ἐδέξατο = πήρε, έβαλε [δέχομαι] μπροστοκούρβιν = μπροστινό μέρος της σέλας στρεφνά = σφιχτά (επίρρ.) ἐπίασαν τὴν στράταν τους = πήραν τον δρόμο τους ἐστράφην = γύρισε, έκανε στροφή [στρέφομαι] φωνὴν μεγάλην σύρνει = βγάζει δυνατή φωνή Εὔχου = ευχήσου κύρη = άρχοντα [ο κύρης, εδώ ως προσφ. κοσμικού αξιωματούχου] βίγλαν = φρουρά, παρατηρητήριο, σκοπιά [η βίγλα] παγκόπελον = κακοήθη, πανάθλιο [ο παγκόπελος (υβριστ.)] ἔν’ = είναι ἐκαταπέτουντα = τοποθετούνταν γρήγορα [καταπέτομαι]",,Διγενής Ακρίτης,Ανώνυμος Ο γάμος του Διγενή (στ. 1028-1088),"Οι στρατιώτες του πατέρα της κοπέλας καταδιώκουν τον Διγενή, ο οποίος τους αντιμετωπίζει με γενναιότητα. Τελικά, τα αδέλφια της κοπέλας εγκαταλείπουν τον αγώνα και προσκυνούν τον Διγενή, ο οποίος παίρνει την αγαπημένη του και επιστρέφει στο σπίτι του. Όλη η οικογένειά του έρχεται να προϋπαντήσει το ζευγάρι με τύμπανα και τραγούδια. Πρὶν φθάση εἰς τὸν οἶκον του, ἐνόησεν ὁ πατήρ του καὶ βίγλας ἔστησεν πολλὰς καὶ ἀναμένασίν τον· καὶ ὡς εἴδασιν ὅτι ἔρχεται ὁ θαυμαστὸς Ἀκρίτης, γοργὸν ἐκαβαλίκευσαν <ὁ> θεῖος καὶ ὁ πατήρ του καὶ ὅλη του ἡ γενεὰ καὶ τριακόσιοι ἀγοῦροι. Οἱ μὲν τσουκάνας ἔπαιζαν, οἱ ἄλλοι τραγουδοῦσιν, καὶ πᾶν εἰς τὸ κοράσιον καὶ ἡ κόρη, ὡς εἶδε τὸν λαὸν καὶ ὡς εἶδεν τόσον πλῆθος, πολλὰ τοὺς ἐφοβήθην καὶ ἀνατρομάζουσα ἔλεγεν τὸν πολυπόθητόν της: «Ἂν εἶναι, ξένοι, αὐθέντη μου, πάντως νὰ μᾶς χωρίσουν». Καὶ τότε ὁ νεώτερος τὴν κόρην οὕτως λέγει: «Αὐτὸς ὁ πενθερός σου ἐστὶν καὶ δι’ ἡμᾶς κοπιάζει». Καὶ τότε καὶ ἡ λυγερὴ μεγάλως τὸ ἐχάρη καὶ ἀγάλια ἀγάλια ἔλεγεν τὸν πολυπόθητόν της: «Τί οὐκ ἤκουσες τὸν κύρην μου διὰ νὰ στραφῆς ὀπίσω καὶ νὰ εἶχα τὰς βαγίας μου καὶ τὴν ἐξόπλισίν μου καὶ ὅλον μου τὸ συγγενικὸν μετὰ τῆς πενθερᾶς σου καὶ νὰ ἔγνωκεν καὶ ὁ κύρης σου καὶ τὴν ἐμὴν τὴν δόξαν;» Καὶ τότε ὁ νεώτερος τέτοια τὴν κόρην λέγει: «Ὁ κύρης μου τὸν κύρην σου καλὰ τὸν ἐγνωρίζει καὶ εἰς τοῦτο οὐ μὴ τὸν μέψεται, ὡς διὰ τὴν μοναξίαν». Ἕξι συρτὰ ἐπαρέσυρναν ʼς τὴν ἁρπαγὴν τῆς κόρης καὶ ἦσαν γυναίκεια, πάντερπνα, τὰ σελοχάλινά των. Καὶ ἐπέζευσεν ὁ κύρης του καὶ ἐφίλει καὶ τοὺς δύο καὶ στέφανα ὁλόχρυσα τὰς κεφαλάς των θέτει καὶ τὸν Θεὸν παρακαλεῖ καὶ εὐχὰς τὸν ἀναπέμπει: «Κύριος <ὁ> πάντων δυνατὸς ἐσᾶς νὰ εὐλογήση, ὁ κτίσας γῆν καὶ οὐρανὸν καὶ θάλασσαν πεδήσας καὶ στήσας στῦλον τοῦ πυρὸς ἀνάμεσα πελάγου, ἀξιώση σας νὰ χαίρεσθε τὰ ἔτη τῆς ζωῆς σας». ’Σ τὴν σέλαν τὴν ἐκάθισεν τὴν μαργαριταρένιαν καὶ ὁ λαὸς ἐκαβαλίκευσεν μετὰ πολυχρονίων. Τὰ βότανα ἐλαλούδιζαν καὶ τὰ βουνιὰ ἐψηλῶναν καὶ τὰ ἄστρη παρασκύπτουσιν εἰς τὴν χαρὰν ἐκείνην. Καὶ μετὰ πάσης ταραχῆς, μετὰ ὀψικίου μεγάλου, ’ς τὸν οἶκον του ἀπέσωσεν, μέσα εἰς τὰ γονικά του, καὶ τῶν δύο τῶν εὐχήθηκεν ἡ μήτηρ καὶ ὁ πατήρ του. Καὶ ὁ Ἔρως ἐξεπλέρωσε πάσας των τὰς ἐλπίδας· καὶ πάντα τὰ θελήματα καὶ τὰ ἐξαρέσκιά του, τοῦ Ἔρωτος τοῦ ἡδονικοῦ, χαρμονικῶς τελοῦσιν. Ὁ δὲ τοῦ Ἀκρίτη πενθερός, ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος, ἀφότου ἀπεχαιρέτησεν Ἀκρίτην τὸν γαμπρόν του, <καὶ> ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον του καὶ ἐθρήνησε μεγάλως, χαρίσματα οἰκονόμησεν ὅτι νὰ τοῦ ἀποστείλη. Δώδεκα πάρδους διαλεκτοὺς ἀπὸ Συρίαν ἀπέσω, μουλάρια δώδεκα βλατὶν σελοχαλινωμένα, καὶ χυμευτάρια ὁλόχρυσα, ὡς καὶ βαγίτσες δέκα καὶ ἀτσουπάδας δώδεκα ὡς διὰ ὑποταγήν του. Καὶ ἀνήβαινεν ἡ προίκα του κἂν τριακοσίας χιλιάδας. Καὶ εἰκόνες ὁλοχυμευτὲς τοὺς τρεῖς ἀρχιστρατήγους καὶ εἶχαν λιθάρια ἀτίμητα, λυχνίτας καὶ ὑακίνθους. Καὶ τοῦ Σχοδρόη τὸ σπαθίν, τὸ θαυμαστὸν ἐκεῖνον. Ἐδῶκαν του καὶ λέοντα, θηρίον ἡμερωμένον, καὶ ἡ κόρη τὸν ἐχαίρετον καὶ ὁ νεώτερος Ἀκρίτης. Καὶ ἐκράτησεν ὁ γάμος τους τρεῖς μῆνας ἀκεραίους ˙ καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν τριῶν μηνῶν ἐκείνων ὁ στρατηγὸς χαιρόμενος ὑπὰ εἰς τὰ γονικά του. Καὶ ὁ νεώτερος ἐχαίρετον μετὰ καὶ τῆς καλῆς του εἰς τόπους ὑπολίβαδους καὶ ὅπου κατάσκια δένδρη καὶ ὕδατα ψυχρότατα, μόνος μὲ τὴν καλήν του.","ἐνόησεν = αντιλήφθηκε, κατάλαβε [εννοώ] βίγλας ἔστησεν = εγκατέστησε φρουρές, σκοπιές [η βίγλα] γοργὸν = γρήγορα (επίρρ.) γενεὰ = οικογένεια ἀγοῦροι = νεαροί πολεμιστές, παλικάρια [επίθ. άγουρος, εδώ ως ουσ.] τσουκάνας = μουσικό λαϊκό όργανο που συνηθιζόταν στους γάμους και τις διασκεδάσεις [η τζουκάνα] πᾶν = πηγαίνουν τὸ κοράσιον = την κοπέλα ὡς = όταν (χρον. σύνδ.) πολλὰ = πολύ (επίρρ.) πολυπόθητόν = περιπόθητο [επίθ. πολυπόθητος] αὐθέντη = σύζυγε [ο αυθέντης] πάντως = ασφαλώς, σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε (επίρρ.) νεώτερος = παλικάρι, νέος άντρας (εδώ ως ουσ.) οὕτως = έτσι (επίρρ.) δι’ ἡμᾶς = για εμάς κοπιάζει = έρχεται, φθάνει [κοπιάζω] λυγερὴ = νέα γυναίκα, κοπέλα [επίθ. λυγερός, το θηλ. ως ουσ.] μεγάλως = πολύ (επίρρ.) ἀγάλια = με τρόπο μαλακό, τρυφερά/σιγανά (επίρρ.) Τί = γιατί (ερωτ.) κύρην = πατέρα [ο κύρης] τὰς βαγίας = τις υπηρέτριες, τις παραμάνες [η βάγια] ἐξόπλισίν = σύνολο σκευών, επίπλων, εφοδίων κ.ο.κ. [η εξόπλισις] συγγενικὸν = συγγενείς μετὰ = μαζί με (πρόθ. + γενική) νὰ ἔγνωκεν = να γνώριζε, να μάθαινε τὴν ἐμὴν = τη δική μου οὐ μὴ τὸν μέψεται = δεν θα τον ψέξει, δεν θα τον κακολογήσει [μέμφομαι] διὰ τὴν μοναξίαν = εξαιτίας της έλλειψης συνοδείας, ακολουθίας συρτὰ = άλογα που οδηγούνται από το χαλινάρι, ακολουθώντας συνήθως ένα άλογο στο οποίο επιβαίνει κάποιος [το συρτό] ἐπαρέσυρναν = έσερναν πάντερπνα = καλοφτιαγμένα, ωραία διακοσμημένα [επίθ. πάντερπνος] τὰ σελοχάλινά = το σύνολο της ιπποσκευής, τα ηνία [το σελοχάλινον] ἐπέζευσεν = ξεπέζευσε, ξεκαβαλίκευσε [πεζεύω] θέτει = τοποθετεί, βάζει [θέτω] ἀναπέμπει: = απευθύνει (εκκλ.) [αναπέμπω] <ὁ> πάντων δυνατὸς = αυτός που όλα τα μπορεί στῦλον = στήλη, κίονα [ο στύλος] ἀξιώση = να αξιώσει μετὰ πολυχρονίων = με ευχές για τη μακροημέρευση του βασιλιά [το πολυχρόνιον] ἐλαλούδιζαν = άνθιζαν, έβγαζαν λουλούδια [λαλουδίζω] παρασκύπτουσιν = σκύβουν (μεταφ.) [παρασκύπτω] ὀψικίου = από γαμήλια πομπή [το οψίκιον] ἀπέσωσεν = έφτασε [αποσώνω] ἐξεπλέρωσε = ικανοποίησε, εκπλήρωσε [ξεπληρώνω] τὰ θελήματα = τις επιθυμίες [το θέλημα] ἐξαρέσκιά = τις επιθυμίες [το εξαρέσκιον] χαρμονικῶς = εύθυμα, με χαρά (επίρρ.) τελοῦσιν = εκπληρώνουν, πραγματοποιούν [τελώ] χαρίσματα = δώρα [το χάρισμα] οἰκονόμησεν = προετοίμασε, ετοίμασε [οικονομώ] πάρδους = λεοπαρδάλεις, πάνθηρες [ο πάρδος] ἀπέσω = από μέσα, από το εσωτερικό (επίρρ. τοπ.) βλατὶν = πολυτελές μεταξωτό ύφασμα, συνήθως πορφυρό και συνεκδοχικά ένδυμα ή κάλυμμα από το ύφασμα αυτό [το βλατίν] σελοχαλινωμένα = που έχουν το σύνολο της ιπποσκευής χυμευτάρια = χρυσοκέντητα υφάσματα βαγίτσες = υπηρέτριες [η βαγίτσα] ἀτσουπάδας = φρουρούς, σωματοφύλακες [ο ατζουπάς] ὡς διὰ ὑποταγήν του = στην υπακοή, στην εξουσία του κἂν = περίπου (σύνδ. με αριθμ. για να δηλωθεί χρόνος, ποσότητα, κτλ.) ὁλοχυμευτὲς = ολόκληρες επιχρισμένες, καλυμμένες με σμάλτο [επίθ. ολοχυμευτός] λιθάρια = πολύτιμους λίθους [το λιθάριον] ἀτίμητα = ανεκτίμητους, πολύτιμους [επίθ. ατίμητος] λυχνίτας = ρουμπίνια, είδος πολύτιμου λίθου [ο λυχνίτης] ὑακίνθους = ζιρκόνια, είδος πολύτιμου λίθου [ο υάκινθος] ἀκεραίους = ολόκληρους [επίθ. ακέραιος] χαιρόμενος = χαρούμενος, περιχαρής ὑπὰ = πηγαίνει [υπάγω ή υπαγαίνω] κατάσκια = σκιερά [επίθ. κατάσκιος]",,Διγενής Ακρίτης,Ανώνυμος Η εγκατάσταση στην έπαυλη στις όχθες του Ευφράτη (στ. 1606-1694),"Ο Διγενής διηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, τη συνάντησή του με έναν δράκο, τον οποίο τελικά σκοτώνει. Στη συνέχεια, σκοτώνει και ένα λιοντάρι που του επιτίθεται, καθώς και τους απελάτες που θέλουν να αρπάξουν τη γυναίκα του. Οι τρεις αρχηγοί των απελατών, ντροπιασμένοι, ζητούν βοήθεια από τη Μαξιμώ, την «πολεμική παρθένα», για να πάρουν εκδίκηση. Η Μαξιμώ επιτίθεται στον Διγενή, αλλά ηττάται και αναγνωρίζει την ανωτερότητά του. Του ζητά να την παντρευτεί, όμως αυτός συνδέεται ερωτικά μαζί της και στη συνέχεια επιστρέφει στην αγαπημένη του. Η πρωτοπρόσωπη διήγηση του ήρωα τελειώνει εδώ. Ὡς ἔχει ἡ νεότης πάντοτε τὴν ἡδονὴν εἰς κόρον καὶ συνεπαίρνεται πολλὰ εἰς πλοῦτον καὶ εἰς δόξαν, πάντα ἐσυνετέλεσεν ὁ Διγενής Ἀκρίτης. Ἦτον πάντοτε ἐξάκουστος εἰς ἀριστείας μεγάλας, ἀπὸ γὰρ τὴν ἀνατολὴν μέχρι τοῦ ἡλίου τὴν δύσιν τὸ ὄνομάν του ἐξήγουν το εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον. Καὶ ἀφῶν τὸν ἐφοβήθηκεν ἡ Οἰκουμένη ὅλη, καὶ ἀμιράδας ὑπέταξεν πολλοὺς καὶ Ἀραβίτας καὶ ἀρχιληστὰς ἐφόνευσεν καὶ ὅλους τοὺς ἀπελάτας, καὶ ἀφῶν ἀπομερίμνησεν τὸ κρούειν καὶ τὸ λαμβάνειν, καὶ μέριμναν οὐδέν εἰχεν περὶ ἄλλας ἐμνοστίας, ἔδοξεν τὸν νεώτερον εἰς κάμπον κατοικῆσαι. Πᾶσαν κατεψηλάφησεν τὴν παραποταμίαν καὶ οὐκ ηὗρεν τόπον ἀρεστὸν νὰ κατοικήση Ἀκρίτης καὶ εἰς τὸν Ἀφράτην ποταμὸν ἠράσθη κατοικῆσαι καὶ ὡς ἤθελεν καὶ ἐπόθει <το> ἐκεῖ ἔποικεν τὰ κάστρη· καὶ ἀνέδραμεν τοῦ ποταμοῦ πᾶσαν τοποθεσίαν· καὶ εἰς τόπον ὑπολίβαδον ἦτον πολὺς δενδριώνας καὶ γύρωθεν ἐστέκασιν ὡραῖα κατάσκια δένδρη καὶ ὕδατα πανώραια ἐκ τὰ ὄρη κατεβαίνουν κ’ ἐφαίνετο ἡ τοποθεσία πανώραια ὡς παραδείσιν. Καὶ ἐδίωξε τὸν ποταμὸν ἐξ αὖτον τὸ λιβάδιν καὶ ἐποίησεν τόπον πάντερπνον καὶ ὡραῖον παραδείσιν καὶ ἐποίησεν περίχωρον. Τείχια τοῦ ἔκτισεν λαμπρὰ μετὰ τοὺς προμαχῶνας καὶ ἀπ’ ἔξω ὀρθομαρμάρωσις φαίνεται ἀπὸ μακρόθεν, πάντερπνος, ξενοχάραγος, ἐξέχωρος ἐκ πάντων. [Καὶ κατὰ ρίζα τοῦ δενδροῦ πηγάδιν ἀναβλύζει.] Καὶ ἀπέκλεισεν τὰ τέσσερα τοῦ ποταμοῦ κλωνάρια καὶ ἀρδεύει τὸ παράβουνον καὶ ὅλον τὸ ἀνατρέχει. Φισκίνας ἔστησε πολλάς, ἀπὸ χυτοῦ οἰκονομημένας, διὰ τὸ ποτίζειν ἐξ αὐτὰς τόπους ἀποκλεισθέντας <καὶ> ἐποίησεν βιβάρια πανθαύμαστα ἰχθύων. Καὶ ἐφύτευσαν φοινίκια εἰς αὐτὸν τὸ παραδείσιν καὶ ἐφέρασιν τὸν βάρσαμον ἐκ τῆς Αἰγύπτου χώρας: τὰ φύλλα του εἶναι πράσινα καὶ κόκκινον τὸ ἄνθος καὶ ἡ ρίζα του εἶναι πιθαμὴ καὶ ὅλη ξυλαλόη καὶ ὁ καρπός του ἔν’ μόσχος καὶ οἱ κλῶνοι του εἶναι κόκκινοι καὶ φιλωτὰ κλωσμένοι καὶ ἐξέρχεται ἐκ τὴν ρίζαν του ὕδωρ κ’ ἔναι χιονάτο, μυρίζει δὲ ὡς ροδόσταμον καὶ ἀπολιγώνει ἀνθρώπους. Καὶ αὐλὴν ἐποῖκεν θαυμαστήν, πανώραιαν φισκίναν, καὶ τά ’μπροσθεν … μεμυρισμένα δένδρη. Ἐποίησεν καὶ ἀνώγαιον, αὐλὴν δὲ ὑπερῶον καὶ τὴν ἐπερικύκλωσεν ὅλην τριγύρου γύρου καὶ ἐπέστησεν ὁλόχρυσα καὶ ὁλάργυρα ζωδία, λέοντας, πάρδους καὶ ἀετούς, πέρδικας καὶ νεράδας καὶ χύνουν ἐκ τοῦ στόματος καὶ ἐκ τῶν πτερουγίων νερὸν καθάριον, κρούσταλλον, ὕδωρ μεμυρισμένον, <μὲ> ταῦτα δὲ ἐμπαίνουσιν εἰς πανωραίας φισκίνας. Καὶ ἐκρέμασεν χρυσόκλωβα εἰς τοῦ δενδροῦ τοὺς κλώνους κ’ ἔχουν ὡραίους ψιττακοὺς καὶ κιλαδοῦν καὶ λέγουν: «Χαίρου, Ἀκρίτη, χαίρου μετὰ τῆς ποθητῆς σου». Ἐποίησεν γέφυραν τερπνὴν ἀπάνω εἰς τὸν Εὐφράτην· βαστᾶ την μονοκέρατον ἀπὸ πέρα ἕως πέρα κ’ ἔκτισε τετρακάμαρον ’ς τὴν γέφυραν ἀπάνω, ὑπόθολον, πανθαύμαστον, μετὰ λευκῶν μαρμάρων· βαστοῦν το κιόνια πάντερπνα, πράσινα, πανωραῖα καὶ κάτωθεν ὑπέστησεν κιβούριν τοῦ θανάτου, εὐθὺς ἵνα ἀποτεθῆ τὸ σῶμα τοῦ νεωτέρου. Ἀκούσατε, θαυμάσατε τὸν τάφον τοῦ νεωτέρου, ὅτι ἦτον θαυμαστὸς πολλά, παρὰ τοὺς ἄλλους πλέον, παρὰ τοῦ βασιλεύσαντος εἰς τὴν Περσίαν χώραν, <ὁποὺ> ἐποίησεν πολυμήχανον καὶ πανωραῖον τάφον καὶ ἐτέθην ἡ βασίλισσα τοῦ πρὸς Παρασογάρδου. Οὗτος γὰρ ὁ παγκάλλιστος καὶ πανωραῖος τάφος, μὴ τὸν δοκεῖτε, οἱ ἄρχοντες, ὅτι ψευδὴς ὑπάρχει, ἀλλ’ ἐκ παντὸς πιστεύετε ὅτι ἀληθὴς ὑπάρχει, ὅτι βεβαίως εἴρηται εἰς πάντα ἀληθεύων. Οὐ μόνον εἰς τὸν θάνατον, ἀπάνω εἰς τὸν τάφον του ἐν ἀληθείᾳ τὸ λέγω. Εἰς τὸ κουβούκλιν δὲ σιμά, ἔμπροσθεν τῆς φισκίνας, εἰς τὸ ἀποσκίασμα τοῦ δενδροῦ ὡραῖον κρεβάτιν στέκει· οἱ ρίζες ἦσαν σμάραγδοι καὶ τὰ κανόνια κρύα καὶ τὰ ποδάρια ὁλόχρυσα, διὰ λίθων πολυτίμων· ἡ μέση δὲ τοῦ κράβατου θεμένη ὀξὺν μετάξιν καὶ κεῖται σαρακήνικον μεταξωτὸν τὸ πεύχιν καὶ ἀπάνω κεῖται πιλωτόν, ὀξὺν πρασινοβούλιν καὶ ὑφάπλωμα σωληνωτὸν μὲ τὰς χρυσὰς νεράδας καὶ κεῖται ἀπάνω ὁ Διγενὴς πλάγιον ἀκουμπισμένος. Καὶ ἔμπροσθεν τῶν γονάτων του κάθεται ἡ ποθητή του καὶ τριγύρου του στέκουσιν τριακόσια παλληκάρια καὶ οἱ τριακόσιοι εἶν’ ἔμορφοι καὶ κόκκινα φοροῦσιν· βαστοῦν σπαθιὰ ὁλοψήφωτα καὶ στέκουν ἔμπροσθέν του, τοὺς εἶχεν πάντας φύλακας εἰς τὰς στενὰς κλεισούρας καὶ ἐφύλαττον τὴν Ρωμανίαν ἀπὸ <τὰ> βάρβαρα ἔθνη. Καὶ ὡσὰν πουλίτσια πάντερπνα, ὅταν ἀποπετάσουν, ἐκφέρουν κτύπον πάντερπνον τὸν θαυμαστὸν Ἀκρίτην.","Ὡς = καθώς (σύνδ.) εἰς κόρον = με υπερβολή (φράση) συνεπαίρνεται = παρασύρεται [συνεπαίρνομαι] πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ἐσυνετέλεσεν = εκτέλεσε, έφερε εις πέρας [συντελώ] ἐξήγουν = μνημόνευαν, ανάφεραν [εξηγώ] ἀφῶν = αφότου, από τη στιγμή που (χρον. σύνδ.) ἀμιράδας = εμίρηδες, δηλαδή ηγεμόνες, διοικητές [ο αμιράς: τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός] Ἀραβίτας = κατοίκους της Αραβίας [ο Αραβίτης] ἀπομερίμνησεν = απαλλάχθηκε από τις μέριμνες [απομεριμνώ] τὸ κρούειν καὶ τὸ λαμβάνειν = του πολέμου (φράση) ἐμνοστίας = διασκεδάσεις, ανδραγαθήματα [η εμνοστία ή ευνοστία] ἔδοξεν τὸν νεώτερον = αποφάσισε ο νέος (δηλ. ο Διγενής) κατεψηλάφησεν = ερεύνησε, εξέτασε με επιμέλεια [καταψηλαφώ] παραποταμίαν = περιοχή που βρίσκεται κοντά σε ποταμό ἠράσθη = του άρεσε, του έκανε ευχαρίστηση [αρέσομαι] ἐπόθει = επιθυμούσε, λαχταρούσε [ποθώ] ἔποικεν = κατασκεύασε, έχτισε [ποιώ] ἀνέδραμεν = διέτρεξε [ανατρέχω] δενδριώνας = τόπος κατάφυτος από δέντρα γύρωθεν = γύρω, ολόγυρα (επίρρ.) κατάσκια = σκιερά [επίθ. κατάσκιος] πανώραια = πολύ όμορφα, πανέμορφα [επίθ. πανωραίος] παραδείσιν = κήπος, περιβόλι [το παραδείσιν] ἐδίωξε = μετατόπισε την κοίτη (προκ. για ποτάμι) πάντερπνον = πανέμορφο [επίθ. πάντερπνος] περίχωρον = περιφραγμένο χώρο, έκταση με περίβολο [το περίχωρον] προμαχῶνας = μέρη του φρουρίου, του οχυρού από όπου κάποιος μπορεί να μάχεται [ο προμαχών] ὀρθομαρμάρωσις = επένδυση τοίχου με μαρμάρινες πλάκες μακρόθεν = από μεγάλη απόσταση, από μακριά (επίρρ.) ξενοχάραγος = εντυπωσιακή, πολύ ωραία ἐξέχωρος = ξεχωριστή, εξαιρετική [επίθ. ξέχωρος] ἀπέκλεισεν = έκλεισε, απόφραξε κλωνάρια = παρακλάδια, παραπόταμους [το κλωνάριν] ἀρδεύει = τροφοδοτεί με νερό [αρδεύω] παράβουνον = πλαγιά βουνού ἀνατρέχει = ανεβαίνει Φισκίνας = δεξαμενές [η φισκίνα] ἀπὸ χυτοῦ οἰκονομημένας = κατασκευασμένες από σωρούς χωμάτων διὰ τὸ ποτίζειν = για να ποτίζει, προκειμένου να ποτίζει ἀποκλεισθέντας = αποκλεισμένους βιβάρια = λιμνούλες ή δεξαμενές με ψάρια, ενυδρεία [το βιβάριον] φοινίκια = φοίνικες, χουρμαδιές [το φοινίκιον] βάρσαμον = βαλσαμόδεντρο [ο βάρσαμος] πιθαμὴ = κοντή [επίθ. πιθαμός] ξυλαλόη = αρωματικό ξύλο από δένδρα της ΝΑ Ασίας μόσχος = προκειμένου για κάτι ιδιαίτερα ευωδιαστό ἐξέρχεται = βγαίνει, πηγάζει [εξέρχομαι] χιονάτο = άσπρο σαν το χιόνι, κάτασπρο [επίθ. χιονάτος] ροδόσταμον = ροδόνερο, αρωματικό απόσταγμα από τριαντάφυλλα ἀπολιγώνει = κάνει να συνέλθουν από λιποθυμία [απολιγώνω] τά ’μπροσθεν = τα μπροστινά μεμυρισμένα = ευωδιαστά, μυρωδάτα [μεμυρισμένος, μτχ. παρακ. του μυρίζομαι ως επίθ.] ἀνώγαιον = διώροφο σπίτι ὑπερῶον = που βρίσκεται ψηλά, στον πάνω όροφο [επίθ. υπερώος] ἐπέστησεν = τοποθέτησε [απασταίνω] ζωδία = παραστάσεις ή ομοιώματα ζώου, ζώα ζωγραφισμένα [το ζώδιον] πάρδους = λεοπαρδάλεις, πάνθηρες [ο πάρδος] νεράδας = νεράιδες [η νεράδα] κρούσταλλον = κρύο, παγωμένο (συνεκδ.) χρυσόκλωβα = χρυσά κλουβιά ψιττακοὺς = παπαγάλους [ο ψιττακός] μετὰ τῆς ποθητῆς σου = μαζί με την αγαπημένη σου τερπνὴν = που προκαλεί τέρψη, ευάρεστη [επίθ. τερπνός] μονοκέρατον = μονότοξη γέφυρα [το μονοκέρατον] τετρακάμαρον = με τέσσερις καμάρες, τέσσερα τόξα βαστοῦν το = το υποβαστάζουν, το στηρίζουν, το συγκρατούν κιόνια = κίονες, στύλοι [το κιόνιν] κάτωθεν = από κάτω (επίρρ.) κιβούριν = σαρκοφάγο [το κιβούριν: γενικά σημαίνει ταφικό μνημείο ή φέρετρο] ἀποτεθῆ = τοποθετηθεί [αποτίθεμαι] παρὰ τοὺς ἄλλους πλέον = περισσότερο από τους άλλους παρὰ = από (για σύγκριση) πολυμήχανον = λεπτουργικό, λεπτοδουλεμένο (προκ. για πράγμα) [επίθ. πολυμήχανος] παγκάλλιστος = πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος [υπερθ. βαθμός του επιθ. πάγκαλος] δοκεῖτε = νομίζετε, θεωρείτε [δοκώ] βεβαίως = με βεβαιότητα, αναμφίβολα (επίρρ.) εἴρηται = έχει ειπωθεί [λέγομαι] κουβούκλιν = δωμάτιο, υπνοδωμάτιο σιμά = κοντά (επίρρ.) ἔμπροσθεν = μπροστά από (επίρρ.) ἀποσκίασμα = σκιά σμάραγδοι = σμαράγδια ή άλλες πολύτιμες πέτρες πράσινου χρώματος [η σμάραγδος] κανόνια = καθένα από τα δύο μακρά και στενά ξύλα του κρεβατιού που κρατούν τις σανίδες του [το κανόνι] κράβατου = κρεβατιού [ο κράβατος] θεμένη = επενδυμένη ὀξὺν = με βαθυπόρφυρο/μωβ (προκ. για χρώμα) [επίθ. οξύς] κεῖται = βρίσκεται, υπάρχει πιλωτόν = κατασκευασμένο από πίλημα, είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένες τρίχες διαφόρων ζώων [επίθ. πιλωτός] πρασινοβούλιν = πρασινοβουλάτο, ύφασμα με πράσινες βούλες ὑφάπλωμα = υπόστρωμα, πάπλωμα σωληνωτὸν = που έχει σχήμα σωλήνα [επίθ. σωληνωτός] πλάγιον = πλαγιαστά, ξαπλωτά (επίρρ.) ὁλοψήφωτα = που είναι ολόκληρα διακοσμημένα με πετράδια (επίθ. ολοψήφωτος) κλεισούρας = στενές διόδους ανάμεσα σε βράχους [η κλεισούρα] πουλίτσια = μικρά πουλιά, πουλάκια [το πουλίτσι] ἀποπετάσουν = παύσουν να πετούν ἐκφέρουν κτύπον = βγάζουν ήχο (από την κίνηση των φτερών)",,Διγενής Ακρίτης,Ανώνυμος Ο θάνατος του Διγενή (στ. 1695-1786),"Όλα τα ωραία στον κόσμο αυτό υπόκεινται στην εξουσία του θανάτου. Έτσι, έφτασε και η τελευταία μέρα του Διγενή. Ἐπειδὴ πάντα τὰ τερπνὰ τοῦ πλάνου κόσμου τούτου θάνατος τὰ ὑποκρατεῖ καὶ Ἅδης τὰ κερδαίνει, κατέφθασεν καὶ σήμερον τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτη. Κατανοοῦντες κλαύσατε τὸν Διγενὴν Ἀκρίτην καὶ βλέποντες θρηνήσατε ἀπὸ βαθέων καρδίας τὴν συμφορὰν τὴν γίνεται, θέαμαν καὶ ὀδύνην. Ἀπότε ἐκτίστην ὁ παρὼν καὶ δόλιος κόσμος οὗτος, εἰς τὰς γενέας ἅπασας τοιοῦτος οὐκ ἐφάνη, οἷον τοῦτον τὸν νεώτερον, τὸν θαυμαστὸν Ἀκρίτην, οὔτε εἰς ἀνδρείαν, εἰς ἔπαινον, εἰς δόξαν, εἰς λογάριν. Καὶ σήμερον πλερώνεται καὶ χάνεται ἐκ τὸν κόσμον, εἰς νόσον γὰρ θανάσιμον ἔπεσεν καὶ ἀποθνήσκει. Καὶ ἔμπηξε τοὺς ἀγκώνους του εἰς τὸ προσκέφαλόν του καὶ τοὺς ἀγούρους του ἔλεγεν, οὕτως τοὺς παραγγέλλει: «Θυμᾶσθε, παλληκάρια μου, τῆς Ἀραβίας τοὺς κάμπους, ὅτι ἦσαν κάμποι ἄνυδροι καὶ καύματα μεγάλα, ὅντε μᾶς ἐγυρίσασιν ἔνοπλοι Ἀραβίτες καὶ ἐγλήγορα οὐκ εὑρέθητε ὅλοι ἀρματωμένοι καὶ οἱ τριακόσιοι ἐκύκλωσαν καὶ ἐβάλαν με εἰς τὴν μέσην κ’ ἕως νὰ καβαλικεύσετε, ἐσκόρπισά τους ὅλους. Πάλιν, ἀγοῦροι μου, εἴδετε καὶ ἄλλον θαῦμαν μέγαν: Εἰς τὸ στενὸν τὸ πέραμαν τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ἀφράτου ἦτον ὁ κάλαμος δασὺς καὶ ὑπόδροσος ὁ τόπος· ἐκεῖ ἔστησα τὴν τέντα μου νὰ περιαναπαυθοῦμεν καὶ ἀπότι ἀναπαύθημαν, ἔδοξε μας μετριάζειν καὶ ὅλοι σας ἀνατρέχετε ἀπέσω εἰς <τὸ> ποτάμιν. Καὶ ἐξέβησαν δύο λέοντες <ὁμοῦ> μὲ τὰς λεαίνας καὶ ἔσυρναν τὰ λεοντόπουλα ὅλα παρακρουσμένα· καὶ ὡσὰν τὰ εἴδετε, ἄγουροι, <εὐθὺς> ἐφύγετε ὅλοι καὶ ἐμὲν μόνον ἀφήσετε ἀπέσω εἰς τὰ θηρία, καὶ εἴδετε ὅτι ἐπέζευσα, μὲ τὸ ραβδὶν τὰ ἐσέβην. Καὶ οἱ λέοντες ἀποπίσω μου ἤρχουντα νὰ μὲ φᾶσιν καὶ ὡς ἔδωκα τὴν λέαιναν ἀπάνω εἰς τὸ κεφάλιν, οἱ λέοντες ἐμπήκασιν ἀπέσω εἰς τὸ καλάμιν. Μὰ τὸν Θεόν, <ἀγοῦροι μου>, ἀλήθειαν σᾶς <τὸ> λέγω: μά τὸ μυστήριον τὸ φρικτὸν ὁποὺ μὲ παραστέκει, οὐκ ἐσυνέκρινα ποτὲ θάνατον ἐδικόν σας· διὰ τοῦτο σᾶς ἐνθύμισα, ὡς διὰ νὰ μοῦ θυμᾶσθε. Καὶ εἰς τὰ ἄλλα οὐδὲν ἐφθάσετε, τὰ μόνος μου ἐπολέμουν, καὶ ἐγὼ μόνος σᾶς ἔβλεπα ἐσᾶς καὶ τὴν καλήν μου. Καὶ πάλιν εἰς τὴν τέντα μου πόσοι ἀπελάτες ἦλθαν, ποίας τρικυμίας ὑπέμεινα εἰς τὰς βαρέας ἀνάγκας καὶ πόσοι ἐβουλήθησαν νὰ μὲ τὴν ἀφαρπάξουν, τὴν πάγκαλον, πανέμνοστον, ὡραίαν ποθητήν μου, ἀρχὴν ὅνταν ἐξέβηκεν ἀπὸ τὰ γονικά της. Ἐγὼ καὶ τούτη μοναχοὶ ὁδεύαμεν ἀντάμα καὶ δράκος μᾶς ἐλάλησεν μέσ’ ἀπὸ τὸ καλάμιν καὶ παλληκάρι ἐγίνετον ἡδονικὸν καὶ ὡραῖον· ἱστίαν καὶ φλόγαν ἤβγαλεν ἀπὸ τοῦ στόματός του καὶ ἄγρια μοῦ ἐλάλησεν, ἵνα μοῦ τὴν ἐπάρη καὶ ἐμὲν νὰ φάγη … Καὶ ὁ Θεὸς ὁ πάντων δυνατὸς καὶ πάντων κυριεύων, αὐτὸς μᾶς ἐβοήθησεν, καὶ οὐδὲν ἐποίησέν μας. Καὶ εἴδετε, παλληκάρια μου, μόνος πῶς ἐπειράσθην καὶ ἐσεῖς ἀλλοῦ ηὑρίσκεσθε καὶ μετ’ ἐμὲν οὐκ ἦσθε. Τοιοῦτον πάλιν λέγω σας ὀρθῶς καὶ νουθετῶ σας: Ἔχετε πάντοτε εἰς <τὸν> νοῦν μελέτη τοῦ θανάτου, ἔχετε ἀγάπην ἄπειρον ἀμφότεροι εἰς τὸν κόσμον καὶ ὁ Θεὸς ὁ πάντων δυνατός, ὁ συνεχών τὴν κτίσιν, αὐτὸς νὰ σᾶς κατευοδοῖ εἰς ἀριστείαν μεγάλην καὶ πάντες μέλλομεν σταθῆν τὴν φοβερὰν ἡμέραν <καὶ> ἐλέγχουσαν τὰς πράξεις καὶ ἕκαστος λάβη ἀνταμοιβὴν ἐκ τοῦ ἰδίου ἔργου καὶ ὁ Θεὸς ὁ πολυεύσπλαχνος νὰ μὴ σᾶς διαχωρίση. Τοὺς τριακοσίους ἀφήνω σας ἀπὸ ἑνὸς φαρίου, καὶ ἀπὸ λουρικίων τριῶν καὶ ἀπὸ ἑνὸς σπαθίου, τοὺς τριακοσίους ἀφήνω σας ἀπὸ ἑνὸς ραβδίου. Καὶ πάλιν τοῦτο λέγω σας, πάλιν νὰ μοῦ θυμᾶσθε, μὴ εἰσέλθετε, ἀγοῦροι μου, εἰς ἕτερον αὐθέντην, ὅτι Ἀκρίτην ἕτερον εἰς κόσμον οὐ θεωρεῖτε». Καὶ ἀφότου ἀπεπλήρωσεν ὅλην τὴν χάριν τούτην, ἐσκέφθην ἄγγελον πυρὸς ἀπὸ οὐρανοῦ ἐπελθόντα· καὶ ὡς τὸν εἶδε ὁ Διγενής, ἐτρόμαξεν μεγάλως καὶ τὴν καλήν του ἐφώνιαξεν νὰ ἰδῆ τὴν φαντασίαν: «Βλέπεις, καλή, τὸν ἄγγελον ὁποὺ μὲ θέλει πάρει; Ἐλύθησαν τὰ χέρια μου ἐκ τὴν ἰδέαν τοῦ ἀγγέλου καὶ ἐλύθησαν οἱ ὦμοι μου ἐκ τὴν ἰδέαν τοῦ ἀγγέλου». Τὸν ἄγγελον δικολογᾶ καὶ τὴν καλήν του λέγει: «Καλή, ὡς εἶδες ἀπ’ ἀρχῆς, ὅτε εἴχαμεν τὸν πόθον, θυμᾶσαι, ἠξεύρεις, λυγερή, τὰ πρωτινὰ ἐκεῖνα, ὅτι πολλοὶ ἐβουλεύθησαν τοῦ νὰ μὲ θανατώσουν καὶ πάντα τοὺς ἐζύγωνα καὶ ἄλλα πλέα ἔκαμά τους· <τοὺς> ληστάδας ἐπάταξα καὶ ὅλην τὴν Συρίαν, τὰς ἐρήμους κατέστησα πόλεις κατοικημένας· ταῦτα ἐποίησα, καλή, ἐσένα νὰ κερδέσω· ἀλλὰ πληροφορέσου το ὅτι ἐγὼ ἀποθνήσκω. Σήμερον χωριζόμεθα καὶ ἀπέρχομαι εἰς τὸν κόσμον τὸν μαῦρον, σκοτεινότατον, καὶ πάγω κάτω εἰς Ἅδην <καὶ> σήμερον πληρώνει με ὁ θάνατος καὶ ὑπάγω. Καλή μου, μὴ μὲ δικαστῆς εἰς τὸν ἐκεῖσε κόσμον, μὴ σταθῶμεν ἀμφότεροι εἰς τὸ δεινὸν κριτήριον. Οἶδα, φαγεῖν καὶ πιεῖν ἐχεις καὶ <νὰ> λουσθῆς καὶ ἀλλάξης καὶ ἐσένα ἀφήνω σε πλουσίαν πολλά, ἀπὸ παντόθεν· λογάριν ἔχεις περισσόν, ἀσήμιν καὶ χρυσάφιν, οἱ τρίκλινοί μου γέμουσιν βλατία ὑφασμένα. Μηδέν, <καλή μου>, ἐνθυμηθῆς ἄλλον νὰ περιλάβης. Καὶ ἂν θυμηθῆς, ἂς θυμηθῆς καλοῦ νεωτέρου ἀγάπην, νὰ μὴ φοβᾶται κίνδυνον εἰς τοὺς βαρέους πολέμους· καὶ πάντα φέρνε κατὰ νοῦν καὶ ἐμέν, μὴ λησμονήσης».","τερπνὰ = ευχάριστα, που προκαλούν τέρψη [επίθ. τερπνός] πλάνου = απατηλού, ψεύτικου [επίθ. πλάνος, συχνά με το ουσ. κόσμος] ὑποκρατεῖ = κρατεί, κατέχει [υποκρατώ] κερδαίνει = κυριεύει, κυριαρχεί [κερδαίνω] ἀπὸ βαθέων καρδίας = από τα βάθη της καρδιάς (φράση) τὴν = η οποία (αναφ. αντων.) Ἀπότε = από τότε που, αφότου (χρον. σύνδ.) δόλιος = ταλαίπωρος, δύστυχος (επίθ.) τοιοῦτος = τέτοιος, τέτοιου είδους (αντων.) οἷον = όπως, ως, καθώς (επίρρ.) τὸν νεώτερον = το παλικάρι, ο νεαρός άντρας [επίθ. νέος (συγκρ. βαθμός), εδώ ως ουσ.] λογάριν = χρήματα, θησαυρό, περιουσία [το λογάριν] πλερώνεται = πεθαίνει (ενν. ο Ακρίτης) ἀγκώνους = αγκώνες [ο αγκώνας] ἀγούρους = νεαρούς πολεμιστές, παλικάρια [επίθ. άγουρος ως ουσ. με αυτή τη σημασία] οὕτως = έτσι (επίρρ.) ἄνυδροι = ξεροί [επίθ. άνυδρος] καύματα = καύσωνες, υπερβολικές ζέστες [το καύμα] ὅντε = όταν (χρον. σύνδ.) ἐγυρίσασιν = περικύκλωσαν [γυρίζω] Ἀραβίτες = κάτοικοι της Αραβίας [ο Αραβίτης] οὐκ εὑρέθητε = δεν ήσασταν, δεν βρεθήκατε [ευρίσκομαι] ἀρματωμένοι = οπλισμένοι [αρματωμένος, μτχ. του αρματώνομαι] πέραμαν = μέρος κατάλληλο για το πέρασμα από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη κάλαμος = καλαμιώνας (περιληπτικό) δασὺς = πυκνός (για φυτά) ὑπόδροσος = λίγο δροσερός ή υγρός (επίθ.) τὴν τέντα = το αντίσκηνο ἀπότι = μόλις, όταν, όταν πια (χρον. σύνδ.) ἔδοξε μας = αποφασίσαμε [δοκώ] μετριάζειν = να διασκεδάσουμε, να παίξουμε [μετριάζω] ἀπέσω = προς τα μέσα, μέσα (επίρρ., προκ. για κίνηση) ἐξέβησαν = βγήκαν, εμφανίστηκαν [εκβαίνω] ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.) παρακρουσμένα = μαινόμενα, αγριεμένα (προκ. για ζώα) [παρακρουσμένος, μτχ. του παρακρούομαι] ὡσὰν = μόλις (χρον. σύνδ.) ἀπέσω = ανάμεσα (επίρρ.) ἐπέζευσα = ξεπέζευσα, ξεκαβαλίκευσα [πεζεύω] ἐσέβην = χτύπησα [εισβαίνω] εἰς τὸ καλάμιν = στον καλαμιώνα παραστέκει = είναι κοντά (προκ. για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο εγγύς μέλλον) οὐκ ἐσυνέκρινα = δεν αποφάσισα [συγκρίνω] ἐνθύμισα = υπενθύμισα [ενθυμίζω] τὰ = τα οποία (αναφ. αντων.) τρικυμίας = μεγάλες ταραχές προκαλούμενες από συμφορές (μεταφ.) ἐβουλήθησαν = θέλησαν, επιθύμησαν [βούλομαι] ἀφαρπάξουν = αρπάξουν βίαια, απαγάγουν [αφαρπάζω] πάγκαλον = πάρα πολύ ωραία, πανέμορφη [επίθ. πάγκαλος] πανέμνοστον = πανέμορφη [επίθ. πανέμνοστος ή πανεύνοστος] ὅνταν = όταν (χρον. σύνδ.) ἐξέβηκεν = έφυγε, ξέφυγε [εκβαίνω] ἀντάμα = μαζί (επίρρ.) δράκος = μυθικό τέρας ἐλάλησεν = φώναξε, έβγαλε φωνή [λαλώ] ἡδονικὸν = ωραίο, γοητευτικό [επίθ. ηδονικός] ἱστίαν = φωτιά [η ιστία ή εστία] ἄγρια = με άγριο τρόπο (επίρρ.) ἵνα = για να (τελ. σύνδ.) ὁ πάντων δυνατὸς = αυτός που όλα τα μπορεί ἐπειράσθην = κινδύνευσα, υποβλήθηκα σε δοκιμασία [πειράζομαι] μετ’ ἐμὲν = μαζί με μένα Τοιοῦτον = αυτό εδώ, το εξής (αντων.) λέγω σας ὀρθῶς = σας μιλώ ειλικρινά, ανοιχτά, απερίφραστα [φρ. λέγω ορθά] νουθετῶ = παραινώ, συμβουλεύω, προτρέπω μελέτη = σκέψη, ενθύμηση ἀμφότεροι = όλοι μαζί (αντων.) συνεχών = που διατηρεί τη συνοχή, που συγκρατεί σε ενότητα ή σε ομόνοια (μτχ. του συνέχω) κτίσιν = οικουμένη, πλάση [η κτίσις] κατευοδοῖ = οδηγεί, βοηθά (προκ. για τον Θεό) [κατευοδώ] ἀριστείαν = ανδρεία, παλικαριά/ανδραγαθία μέλλομεν = πρόκειται να [μέλλω] ἐλέγχουσαν = που ελέγχει, κρίνει (ενν. η φοβερά ημέρα) ἕκαστος = ο καθένας ἐκ τοῦ ἰδίου ἔργου = από τις πράξεις του νὰ μὴ σᾶς διαχωρίση = να μη κάνει διακρίσεις ανάμεσά σας ἀπὸ ἑνὸς φαρίου = από ένα (πολεμικό) άλογο [το φαρίν: ίππος] ἀπὸ λουρικίων = από θώρακες μεταλλικούς [το λουρίκιον] μὴ εἰσέλθετε = μην προσφύγετε, μην καταφύγετε [εισέρχομαι] ἕτερον = άλλον [αντων. έτερος] αὐθέντην = αρχηγό, άρχοντα, κύριο [ο αυθέντης] οὐ θεωρεῖτε = δεν βρίσκετε [θεωρώ] ἀπεπλήρωσεν = ολοκλήρωσε, τελείωσε [αποπληρώνω] χάριν = ωραιότητα, λαμπρότητα [η χάρις] ἐσκέφθην = διέκρινε, είδε [σκέπτομαι] ἐπελθόντα = να έρχεται, να καταφθάνει [επελθών, μτχ. του επέρχομαι] ὡς = μόλις (χρον. σύνδ.) μεγάλως = πολύ, υπερβολικά (επίρρ.) Ἐλύθησαν = παρέλυσαν [λύομαι] ἰδέαν = μορφή, όψη δικολογᾶ = συζητά, προβάλλει επιχειρήματα εναντίον του [δικολογώ] ὡς = όπως, καθώς λυγερή = ευλύγιστη, ωραία (σε προσφ.) [επίθ. λυγερός, το θηλ. ως ουσ.] πρωτινὰ = τα περασμένα ἐβουλεύθησαν = σκέφτηκαν, σχεδίασαν [βουλεύομαι] ἐζύγωνα = καταδίωκα, έδιωχνα [ζυγώνω] πλέα = περισσότερα (επίθετο άκλιτο) ἐπάταξα = εξολόθρευσα, συνέτριψα [πατάσσω] νὰ κερδέσω = να αποκτήσω [κερδαίνω] ἀπέρχομαι εἰς τὸν κόσμον = φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω (φράση) πληρώνει = ολοκληρώνει, τελειώνει [πληρώνω] μὴ μὲ δικαστῆς = μη με κακολογήσεις [δικάζομαι] ἀμφότεροι = και οι δύο (αντων.) δεινὸν = φοβερό [επίθ. δεινός] Οἶδα = γνωρίζω καλά πολλά = πολύ (επίρρ.) ἀπὸ παντόθεν = από παντού, από όλες τις μεριές λογάριν = θησαυρό, περιουσία, πλούτο [το λογάριν] τρίκλινοί = αίθουσες συνεστίασης με κλινάρια (κρεβάτια) γύρω από κάθε τραπέζι [ο τρίκλινος] γέμουσιν = είναι γεμάτες από [γέμω] βλατία = πολυτελή μεταξωτά ύφασματα, συνήθως πορφυρά, και συνεκδοχικά ενδύματα ή καλύμματα από το ύφασμα αυτό [το βλαττίν] περιλάβης = αγκαλιάσεις [περιλαμβάνω] βαρέους = σφοδρούς (προκ. για πόλεμο) φέρνε κατὰ νοῦν = να θυμάσαι, να αναλογίζεσαι [φρ. φέρνω στο (ή κατά) νουν]",,Διγενής Ακρίτης,Ανώνυμος Abstract,"Η Ιστορία του Βελισαρίου είναι μία έμμετρη ηθικοδιδακτική μυθιστορία του 14ου αιώνα. Η υπόθεση του έργου αφορά τον θρυλικό στρατηγό του Ιουστινιανού, Βελισάριο, ο οποίος πέφτει θύμα του φθόνου της αριστοκρατίας εξαιτίας των λαμπρών κατορθωμάτων του και της αγάπης που του δείχνει ο λαός.",,,Διήγησις Βελισαρίου,Ανώνυμος "Πρώτα κατορθώματα, φθόνος των αρχόντων και τιμωρία (στ. 1-64)","Ο Βελισάριος ολοκληρώνει με επιτυχία το δύσκολο έργο της επέκτασης της Κωνσταντινούπολης, το οποίο του αναθέτει ο αυτοκράτορας, επισύρει τον φθόνο των αρχόντων, οι οποίοι τον διαβάλλουν, και τιμωρείται αδίκως. Οι στίχοι 1-9 αποτελούν την εισαγωγή, όπου αναφέρεται το βασικό θέμα του ποιήματος, δηλαδή ο φθόνος και οι συμφορές που αυτός φέρνει ακόμα και στους πιο ισχυρούς. Έτσι, γίνεται φανερός και ο παραινετικός χαρακτήρας του κειμένου, καθώς το συμπέρασμα-ηθικό δίδαγμα που προκύπτει είναι πως ο φθόνος των Ρωμαίων είναι υπεύθυνος για την πτώση του Βυζαντίου. Ὢ θαυμαστὸν παράδοξον, ὢ συμφορὰ μεγάλη καὶ λύπη ἀπαραμύθητος, ὀδύνη καὶ πικρία! Ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν Ρωμαίων καὶ τῇ εὐημερίᾳ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ, μεγάλου αὐτοκράτορος, καὶ ὢν ὁ φθόνος περισσὸς εἰς τοὺς Ρωμαίους ἐσέβη –καὶ παρὰ πάντων ἐξ ἀρχῆς ὁ φθόνος οὐκ ἐκλείπει, εἰς βασιλεῖς, εἰς ἄρχοντας, πλουσίους καὶ εἰς πένητας· χῶρες καὶ κάστρη ἐχάλασαν αἱ γλῶσσαι τῶν ἀνθρώπων– καὶ ἐκ τοῦ φθόνου τοῦ πολλοῦ ἐχάσαν τὴν ἡμέραν. Ἦτον ὀκάτις θαυμαστός, φρόνιμος, ἀνδρειωμένος, Βελισάριος ὀνόματι, ἡ δόξα τῶν Ρωμαίων. Ὁρίζει τον ὁ βασιλεὺς μετὰ μεγάλου πόθου: «Ὦ Βελισάριε, λέγω σε, ἄκουσον τῆς φωνῆς μου, τὸν ὁρισμόν μου σήμερον ἐσὲν τὸν παραδίδω. Ὅρισον, γράψον, ποίησον ἀνθρώπους νὰ δουλεύσουν, νὰ παρεβγάλῃς κτίσιμον τὴν Κωνσταντίνου πόλιν· ὅσον νὰ δράμῃ ἄλογον καλόν, πεπυρωμένον, οὕτως νὰ κτίσῃς καὶ ἐσὺ εἰς χρόνον πληρωμένον. Καὶ ἂν ἔν’ καὶ πράξῃς τὴν βουλήν, τὸν ὁρισμὸν πληρώσῃς, τιμήν, ἀξίαν καὶ πλουτισμὸν ἐσένα νὰ ποιήσω, εὐγενικὰ χαρίσματα νὰ ἔχῃς ἀπ’ ἐμένα καὶ εἰς θρόνον τε τοῦ παλατίου νὰ εἶσαι ἐπηρμένος». Ἤκουσεν τὴν τόσην παρρησίαν ἀπὲ τὸν βασιλέα καὶ προσκυνεῖ, συντάσσεται τὸν ὁρισμὸν πληρῶσαι. Ὁ Βελισάριος σύντομα, τοῦ χρόνου πληρωμένου, ἔκτισεν καὶ ἐτελείωσεν, ὥστε πολλοὶ ἐθαυμάσαν. Ὡς εἴδασιν οἱ ἄρχοντες τὴν γνῶσιν καὶ τὴν πρᾶξιν, τὸ πῶς ἐκ γνώσεως καὶ σπουδῆς ἔπραξεν εἰς ἐκεῖνον, –ἐκ γένους χαμηλότατου ἐξέβηκεν τοιοῦτος, μᾶλλον ὁ κόσμος εἰς αὐτὸν δοξάζουν καὶ εὐφημοῦν τον–, φθονοῦσιν τον οἱ ἄρχοντες μικροί τε καὶ μεγάλοι καὶ καθ’ ἑκάστην λέγουσιν ὀμπρὸς στὸν βασιλέα φθόνους κακούς, παροξυσμοὺς διὰ τὸν Βελισάρην, καὶ εἰς φθόνον τὸν ἐβάλασιν, θέλουν νὰ τὸν χαλάσουν (πάντα ὁ φθόνος εἰς τοὺς καλοὺς συντρέχει καὶ κωλύει). Καὶ εἷς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας, ἐκ τοὺς Παλαιολόγους, τὸν βασιλέα δικάζεται μετὰ πολλοῦ τοῦ θάρσους καὶ τάχατε ὡς συγγενὴς πονεῖ τὸν βασιλέα: «Δέσποτα, πάντων δέσποτα, τοῦ κόσμου βασιλεύς, τῶν ἀδυνάτων ἡ ἐλπίς, τῶν δυνατῶν τὸ θράσος, σήμερον ἀναφέρω σε, μάθε το ἀπ’ ἐμένα: τὸ στέμμα, τὸ διάδημαν παίρνει το ὁ Βελισάρις, τὴν δόξαν καὶ τὴν δύναμιν, τὴν παρρησίαν, τὰ πλούτη∙ ὅλα εἰς ἐκεῖνον κείτουνται, θέλει νὰ σὲ φονεύσῃ, τὴν βασιλείαν βούλεται νὰ ἐπάρῃ, νὰ σὲ χάσῃ καὶ θέλομεν χαθῆν καὶ ἡμεῖς, ὁποὺ εἴμεθεν πιστοί σου». Καὶ ὁ βασιλεύς, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐτρόμαξεν, ἐφύρτη καὶ ὥσπερ θηρίον ἄγριον καὶ ὡς δράκων φουσκωμένος καὶ ὡς θάλασσα ἀγριόφθαλμος λέγει τοὺς ἄρχοντάς του: «Ἔχετε μάρτυρας τινὰς νὰ δείξετε εἰς τοῦτο, νὰ δείξετε παράστασιν, ἀληθινὸν τὸ πρᾶγμαν;» Εὑρέθην Κατακουζηνός, Ράλλης, Παλαιολόγος Ἀσάνης τε καὶ Λάσκαρις καὶ Κανανὸς καὶ Δούκας καὶ μαρτυροῦσιν ἄδικα κατὰ τοῦ Βελισαρίου. Ὦ φθόνε καστροχαλαστή, ἐχθρὲ τῆς Ρωμανίας, πόλες καὶ χῶρες καὶ πιστοί, φρόνιμοι, ἀνδρειωμένοι καὶ τῶν Ρωμαίων οἱ στρατηγοὶ χαλοῦσιν ἐκ τοῦ φθόνου, χαλοῦσιν κάστρη δυνατὰ καὶ χώρας ἐξοικοῦσιν. Ὅμως ἐμακροθύμησεν ὁ βασιλεὺς ὁ μέγας ἐκ τῆς ἀγάπης τῆς πολλῆς ὁποὺ εἶχεν πρὸς ἐκεῖνον· ὁρίζει καὶ σεβάζουν τον εἰς τὸν Ἀνεμὰν τὸν πύργον, βουλώνουν τὰ ὀμματίτσια του μὲ τὸ χρυσὸν μαντίλι, βουλώνουν οἱ μεσάζοντες καὶ ὁ βασιλεὺς ἀτός του στέρεα καὶ ἀφυρότατα καὶ κατασφαλισμένα.","ἀπαραμύθητος = απαρηγόρητη [επίθ. απαραμύθητος] Ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν Ρωμαίων = ημέρα + γενική του προσώπου: στον καιρό της εξουσίας κάποιου ἐχάσαν τὴν ἡμέραν = έχασαν το φως ή έχασαν τη ζωή τους ὀκάτις = κάποιος [αντων. οκάτις, οκάτινας και κάτις, κάτινας] νὰ παρεβγάλῃς κτίσιμον = να επεκτείνεις από οικοδομική άποψη πεπυρωμένον = ζωηρό, δυνατό (ουδ. μτχ. ως ουσ.) ἐξέβηκεν τοιοῦτος = ανήλθε/αναδείχθηκε τέτοιος [εκβαίνω] πάντα ὁ φθόνος εἰς τοὺς καλοὺς συντρέχει καὶ κωλύει = πάντα συμβαίνει ο φθόνος να εμποδίζει τους καλούς ανθρώπους (αποφθεγματική φράση) δικάζεται = μιλεί, συνομιλεί, απευθύνεται [δικάζω και δικάζομαι] ἐφύρτη = συγχύστηκε, ταράχθηκε [φύρομαι] σεβάζουν = κλείνουν, βάζουν μέσα [σεβάζω] ἀφυρότατα = δυνατά, ισχυρά [επίρρ., υπερθ. του αφυρά]",,Διήγησις Βελισαρίου,Ανώνυμος Εκστρατεία στην Εγγλιτέρα (στ. 151-208),"Ο Βελισάριος θα παραμείνει φυλακισμένος και στερούμενος την όρασή του για τρία χρόνια· εντωμεταξύ, η Ρωμανία πλήττεται από μία ολέθρια εχθρική επιδρομή. Ο αυτοκράτορας συγκεντρώνει στόλο και καλεί τους άρχοντες στο παλάτι, προκειμένου να οργανώσει την αντεπίθεσή του και να ορίσει τον επικεφαλής της εκστρατείας. Μπροστά στην αμηχανία των ευγενών, ο λαός αντιδρά και ζητά να γίνει ο Βελισάριος αρχηγός του στόλου. Ο αυτοκράτορας μετανιώνει και αποφυλακίζει τον Βελισάριο, αποκαθιστά την τιμή του και ο ίδιος με προθυμία αναλαμβάνει τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Παρά τις πρώτες πολεμικές επιτυχίες του Βελισάριου, το κάστρο της πρωτεύουσας της Εγγλιτέρας αντιστέκεται σθεναρά. Ο Βελισάριος πυρπολεί τον στόλο για να αναγκάσει τους άνδρες του να πολεμήσουν μέχρι την τελική νίκη. Η σκληρή στρατηγική του έχει ως συνέπεια την αντίδραση ενός άρχοντα, ο οποίος εκτελείται, επειδή τόλμησε να αμφισβητήσει τις αποφάσεις του· έτσι, ο στρατηγός κερδίζει τον σεβασμό των υπολοίπων. Εντέλει, το κάστρο κυριεύεται χάρη στην έφοδο των απλών στρατιωτών και η εκστρατεία στέφεται με λαμπρή επιτυχία. Ἀτός του ὁ μέγας βασιλεὺς ἔλυσεν τὸ μαντίλιν (τρεῖς χρόνους ἦτον βουλωτός, τυφλὸς ὁ Βελισάρις). ὁρίζει εὐθὺς ὁ βασιλεὺς νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἀρμάδαν, αὐθέντης μέγας, φοβερὸς νὰ πράξῃ εἰς τὸ θέλει. Εὐθὺς ἀπεχαιρέτησεν τὸν βασιλέα πρεπόντως. Ἐμίσευσαν τὰ κάτεργα μὲ παρρησίαν μεγάλην, εἰς τὰς δεκαπέντε τοῦ Μαρτίου ἐμίσευσαν καὶ ὑπάγουν. Κάστρη πολλὰ ἐπαρέλαβαν καὶ χώρας ἐκουρσεῦσαν, ζημίαν μεγάλην ἔκαμαν, κέρδος θανατηφόρον, αἷμαν ἐχύσαν ἄπειρον καὶ πόλες ἐξοικῆσαν καὶ αἰχμαλωσίαν ἐπήρασιν ἀπλήρωτην, μεγάλην. Εἰς κάστρον ἐκατήντησαν, νησὶν τῆς Ἐγγλιτέρας, ὁπού ’τασιν ἀντίδικοι τῆς Κωνσταντίνου πόλης. Τί τὸ λοιπὸν ἐγίνετον μικρὸν νὰ ἀφηγηθοῦμεν. Ὁρίζει ὁ Βελισάριος, αὐθέντης ὁ μεγάλος, καὶ κάμνουσιν διαλαλημόν, τοῦτον τὸν λόγον εἶπεν: «Εἴτι ἰδῆτε εἰς ἐμὲν νὰ πράξω καὶ νὰ ποίσω, τοιαῦτα θέλω καὶ ἐσεῖς νὰ ποίσετε ὡς ἐμένα, καὶ εἴτις οὐ ποίσῃ ὡς ἐμὲν καὶ ἀνταίρῃ ὁρισμόν μου, νὰ λάβῃ θάνατον αὐτὸς καὶ οἱ συνομοφωνοῦντες». Σιμώνουν εἰς τὸν αἰγιαλόν, κροῦσιν τὰ κάτεργα ἔξω, ὁρίζει ὁ μέγας νικητής, αὐθέντης τῶν κατέργων, νὰ ἐβγάλουν ἐκ τὰ κάτεργα ἄρματα καὶ κουπία, μήτε μικρὸν μήτε τρανὸν στὰ κάτεργα ν’ ἀφήσουν. Ἐθαύμασαν οἱ ἄρχοντες μικροί τε καὶ μεγάλοι τὴν τόλμην καὶ τὸ ἄφοβον τὸ κάμνει ὁ Βελισάρις. Ὡσὰν ἐβγάλαν ἅπαντα τὰ πράγματα τῶν κατέργων, ὁρίζει, βάνουσιν ἰστιά, καίουσιν τὸν στόλον ὅλον, οὐδὲ κανέν’ ἀπέμεινεν ποσῶς νὰ μὴν τὸ κάψῃ. Ὁρίζει ὁ Βελισάριος νὰ συναχθοῦν οἱ πάντες, μικροὶ μεγάλοι ἅπαντες, καὶ λόγους νὰ συντύχουν καὶ νὰ σταθοῦσιν εἰς βουλὴν τί πράξειν, τί ποιῆσαι, πῶς νὰ νικήσουν τοὺς ἐχθροὺς καὶ πῶς νὰ τοὺς δουλώσουν. Καὶ ὁ μέγας Βελισάριος, ἡ δόξα τῶν Ρωμαίων, λόγους ἐπεχερίστηκεν, τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει: «Ἄρχοντες, ὅλοι σήμερον βλέπετε, θεωρεῖτε, παρακαλῶ καὶ λέγω σας ὡς γνήσιος ἀδελφός σας, νὰ πολεμῆτε εὔτολμα ὡς ἄνδρες τετιμημένοι, ἀνδρειωμένα, πρακτικά, σπουδαῖα, ὠχυρωμένα· εἴτις δειλιάσῃ, νὰ στραφῇ καὶ ὀπίσω νὰ γυρίσῃ, ἐὰν ἦτον βασιλέως υἱός, εἰς τὸν πάλον θέλει κάτσει· εἴτις ἐξέβῃ πρόθυμος νὰ πράξῃ ἀνδρειωμένα, τιμήν, ἀξίαν καὶ πλουτισμὸν ἐκεῖνον νὰ ποιήσω καὶ ὥσπερ ἐμὸν καὶ γνήσιον νὰ τὸν ποθῇ ἡ ψυχή μου. Διὰ τοῦτο καὶ τὰ κάτεργα ἔκαψα καὶ ἐφάνισά τα, ἵνα δουλώσωμεν ἡμεῖς ὅλην τὴν Ἐγγλιτέραν ἢ νὰ χαθοῦμεν ἅπαντες, τινὰς νὰ μὴ γλυτώσῃ». Καὶ εἷς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τὸν Βελισάριον λέγει, πρῶτος καὶ αὐτός, πανένδοξος, θαρρῶν ἀπιλογήθη: «Οὐκ ἔπραξες στρατιωτικὰ τὰ κάτεργα νὰ κάψῃς». Καὶ ὁ Βελισάριος, ὡς ἤκουσεν τὸν λόγον, εὐθὺς καθίζει τον ἀπάνω εἰς τὸν πάλον. Τρέμουν τὸν Βελισάριον, μᾶλλον δὲ καὶ ἀγαποῦν τον. Ἔδραξαν κάστρη καὶ λαὸν ἐκ τὸ νησὶν ἐκεῖνον, ὅλον τριγύρου τὸ νησὶν ἐποῖκεν ἐδικόν του. Τὸ κάστρον τὸ καθολικὸν οὐκ ἠμπορεῖ ἐπάρει: μέγαν, θρασὺν καὶ δυνατὸν καὶ ἀφυρὸν ὑπάρχει. Μέγαν κακὸν ἐποίησεν κάστρον τῆς Ἐγγλιτέρας.","βουλωτός = με τα μάτια του καλυμμένα, τυφλός (επίθ.) ἀρμάδαν = στόλο [η αρμάδα] κάτεργα = La Réale είναι ένα χαρακτηριστικό «κάτεργον» της νεότερης εποχής που ακολουθεί τον Μεσαίωνα [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Η γαλλική γαλέρα La Réale είναι ένα χαρακτηριστικό «κάτεργον» της νεότερης εποχής που ακολουθεί τον Μεσαίωνα [πηγή: Wikimedia Commons] μεγάλα πολεμικά πλοία με κουπιά, γαλέρες [το κάτεργον] παρρησίαν = μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα ἀπλήρωτην = άφθονη [επίθ. απλήρωτος] ἀντίδικοι = αντίπαλοι, εχθροί [ο αντίδικος] διαλαλημόν = ανακοίνωση με κήρυκα, διακήρυξη [ο διαλαλημός] κροῦσιν τὰ κάτεργα ἔξω = προσαράσσουν, βγάζουν τα πλοία έξω [φρ. κρούω έξω το κάτεργον] ἰστιά = φωτιά (από το ουσ. εστία) πάλον = πάσσαλο όπου δένουν κάποιον για να τον βασανίσουν ή να τον θανατώσουν [ο πάλος] Ἔδραξαν = κατέλαβαν, κυρίευσαν (προκ. για πόλη, κάστρα) [δράττω και δράσσω] ἀφυρὸν = οχυρό, δυνατό, σταθερό [επίθ. αφυρός]",,Διήγησις Βελισαρίου,Ανώνυμος "Επιστροφή και θρίαμβος, συκοφάντηση και τύφλωση (στ. 261-367)","Μετά την πυρπόληση του στόλου του για λόγους τακτικής, ο Βελισάριος κατασκευάζει νέα καράβια, τα φορτώνει λάφυρα και αιχμαλώτους, τοποθετεί νέα διοίκηση στο νησί και μεριμνά για την ευνομία του· όταν επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη θριαμβευτής, ο αυτοκράτορας τον υποδέχεται με μεγάλες τιμές. Ωστόσο, γρήγορα θα ξαναπέσει θύμα του φθόνου των ευγενών. Αὐτὸς κινᾶ καὶ ἐμίσευσεν καὶ ὑπάγει τὴν ὁδόν του, ἐμίσευσαν τὰ κάτεργα μὲ παρρησίαν μεγάλην, μὲ πλοῦτον μέγαν καὶ πολύν, πλῆθος αἰχμαλωσίας. Ἦλθαν καὶ ἐπεσώσασιν νῆσον τῆς Μυτιλήνης, ἔραξαν, ἐνεπαύθησαν, ἐχάρησαν μεγάλως καὶ πάλιν ἐσηκώθησαν καὶ ὑπᾶσιν τὴν ὁδόν τους. Εἰς τὴν Πόλιν ἐπεσώσασιν ὥρᾳ μεσονυκτίου, εἰς τὰς εἴκοσι τοῦ Σεπτεβρίου ράζουν στὸ Κοντοσκάλι· ἔραξαν δίχως ταραχήν, κανεὶς οὐκ ἔμαθέν το, ὥστε νὰ δώσῃ ὁ ἥλιος καὶ νὰ πλατύνῃ ἡ μέρα. Καὶ τὴν αὐγὴν ἐχέρισαν ὄργανα τοῦ πολέμου, τρουμπέτες, βιόλες, μπίφαρα, τύμπανα, ἀνακαράδες καὶ μουσικὰ πανέμνοστα, ἀπλήρωτα τὰ εἶχαν. Τίνος ψυχὴ νὰ μὴ εὑρεθῇ νὰ μὴ χαρῇ καὶ θάλλῃ τὴν παρρησίαν τὴν φοβερὴν τὴν τότε γενομένην! Ἀπὸ τὴν τόσην ἡδονὴν καὶ τὴν χαρὰν ἐκείνην ὄρη, βουνὰ καὶ πετρωτὰ χαλοῦν καὶ ἀντιδονοῦσιν. Μὲ παρρησίαν ἐσέβησαν εἰς τὴν Κωνσταντίνου πόλιν, σκῆπτρα σηκώνουν θαυμαστά, χρυσά, μαλαματένια καὶ τέντες ὁλοτσάπωτες μετὰ χρυσὰ κουδούνια –ὅλα τὰ κάτεργα τακτικὰ μὲ τάξιν ἐσεβαῖναν– ἀπὸ μακριὰ εὐφήμισαν, ὡς ἔπρεπεν, ἀξίως, τὸν βασιλέα, τὴν δέσποιναν, τὸν μέγαν Βελισάριν. Ὁρίζει ὁ μέγας βασιλεὺς ν’ ἁπλώσουν καμουχάδες, χάσδια, πεύκια καὶ βλαττία νὰ ξέβῃ ὁ Βελισάρις, τὸ ἄλογόν του νὰ πατῇ νὰ ὑπᾶ εἰς τὸ παλάτιν. Τρισχίλιοι ἐκαβαλίκευσαν ἄρχοντες τῶν κατέργων καὶ μέσα ὁ Βελισάριος μετὰ μεγάλης δόξης, μετὰ πολλῆς τῆς παρρησίας καὶ λαμπροκοσμημένος. Ἐπέζευσεν, ἐνέβηκεν ἀπάνω εἰς τὸ παλάτιν, τρίτον τὴν γῆν ἐφίλησεν καὶ εὐθὺς τὸν βασιλέα καὶ τὸ τσαγκὶν τοῦ βασιλέως ἠσπάσθην τιμημένα. Ἐχάρηκεν ὁ βασιλεύς, μεγάλως τὸν ἐδέχθην. Ποιοῦσιν πόρταν θαυμαστὴν νὰ φέρουσιν τὸν ρήγαν μαζίτσα μὲ τοὺς ἄρχοντας, λέγω τῆς Ἐγγλιτέρας, ἐκείνους ὁποὺ ἐκούρσεψεν ὁ μέγας Βελισάρις. Φέρνουν τὸν ρήγαν τὸν φρικτὸν ὀμπρὸς στὸν βασιλέα μαζίτσα μὲ τοὺς ἄρχοντας, λέγω τῆς Ἐγγλιτέρας, καὶ λιθομαργαρίταρον, ἀσήμιν καὶ χρυσάφιν. Χρῆμαν πολύν, ἀτίμητον καὶ πλοῦτον οὐκ ὀλίγον ἤφεραν εἰς τὸν βασιλέα· εἶδεν καὶ ἐξενίστην, βλέπει τὸν πλοῦτον τὸν πολύν, ἐχάρηκεν μεγάλως. Καὶ ἐκ τὴν χαρὰν τὴν θαυμαστὴν ὁποὺ ἔχει ὁ βασιλεὺς –μήτε δείπνου φροντίσαντες μήτε τοῦ κοιμηθῆναι–, μετὰ τὸν Βελισάριον πάντοτε δὲ ὑπάρχει, νύκταν ἡμέραν ἅπασαν ποτέ τους οὐδὲν χωρίζουν. Στραφῆν, ἰδεῖν οἱ ἄρχοντες τὴν τόσην παρρησίαν καὶ τὴν ἀγάπην τὴν πολλὴν τὴν ἔχει ὁ βασιλεύς, ὁ βασιλεὺς ὁ θαυμαστὸς μετὰ Βελισαρίου, βάνουν διπλοῦ ζιζάνιον, βάνουν διπλῆν τὴν κάκην, βάνουν διπλῆν τὴν συμφοράν, βάνουν διπλοῦ τὸν φθόνον. Καὶ τότεσον οἱ ἄρχοντες λέγουν τὸν βασιλέα, Ἀσάνης τε καὶ Λάσκαρις καὶ Κατακουζηναῖος, Δούκας, Ἀστρᾶς καὶ Κανανὸς καὶ ὁ Διπλοβατάτζης, Παλαιολόγος, Πρίγκιπας, Σφραντζὴς καὶ Λονταραῖοι, Ράλλης καὶ Πριμικήριος καὶ Κοντοστεφαναῖοι, ὅλοι φωνάζουν καὶ λαλοῦν διὰ τὸν Βελισάριν: «Ἤξευρε, πάντων δέσποτα καὶ τῶν Ρωμαίων τὸ κράτος, πρὶν νὰ πληρώσῃ τρίμερον, χάνεις τὴν βασιλείαν· ὁ Βελισάριος βασιλεὺς ἔναι εἰς τὴν Κωνσταντίνου πόλιν. ὅλον τὸ πλῆθος ἀγαποῦν, τὸν Βελισάριον θέλουν, ἐκεῖνον τιμοῦν καὶ προσκυνοῦν παροὺ τὴν βασιλείαν· καὶ ἂν οὐ τὸν χάσῃς, βασιλεῦ, καὶ ἂν οὐ τὸν θανατώσῃς, τὸν ἐδικόν σου θάνατον θέλεις ἰδεῖν συντόμως.» Καθὴν ἡμέραν πολεμοῦν καὶ ὀργανώνουσίν τον. Καὶ ὁ βασιλεύς, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐχάθην, ἠλλοιώθην: ὅσην ἀγάπην ἔδειχνεν πρὸς τὸν Βελισάριν, τόσην κακίαν καὶ ὄργηταν ἐγύρισεν εἰς αὖτον καὶ τὴν τιμὴν καὶ δούλευσιν τὴν τοῦ Βελισαρίου ποσῶς οὐκ ἐνθυμήθηκεν ὁ βασιλεὺς ὁ μέγας: ἀντὶ τιμῆς ἀνταμοιβὴν κακήν, ἔχθραν μεγάλην. Τί τὸ λοιπὸν ἐγίνετον στὸν μέγαν Βελισάριν, τὸν μέγαν Βελισάριον, ἡ δόξα τῶν Ρωμαίων, τὸν φοβερόν, τὸν θαυμαστόν, τὸν φρόνιμον, τὸν μέγαν; Νὰ γράψω διὰ τὴν φρόνεσιν; Ἄλλος τινὰς οὐκ ἦτον: εὔτυχος, δίκαιος, πιστὸς καὶ δόξα τῶν Ρωμαίων· ποτέ του οὐκ ἐνθυμήθηκεν κατὰ τοῦ βασιλέως εἰς ἀπιστίαν καὶ κάκωσιν νὰ βάλῃ ὁ λογισμός του, πολεμιστὴς καὶ νικητής, εὔτυχος ριζικάρης, χῶρες καὶ κάστρη ἐδούλωσεν εἰς τὴν Κωνσταντίνου πόλιν, ἐτίμησεν τὸν βασιλέα καὶ τῶν Ρωμαίων τὸ γένος. Ἀντὶ τιμῆς ἀνταμοιβήν: ὁρίζει, φέρνουσίν τον, τὰς χεῖρας δένουν ὄπισθεν ὡς περιφρονημένον, στὸν βασιλέα ἔμπροσθεν συντόμως φέρνουσίν τον. Ὁρίζει ὁ μέγας βασιλεύς, πάραυτα τὸν τυφλώνουν, πικρά, γλυπτά, βασανιστὰ τυφλώνουν τον ὀμπρός του. Μέγαν κακὸν καὶ θαυμαστὸν γέγονεν στοὺς Ρωμαίους, κλαίουσιν ἅπαντες πολλὰ μικροί τε καὶ μεγάλοι, μέγαν κλαυθμὸν ἐποίκασιν εἰς τὴν Κωνσταντίνου πόλιν. Σύντομα τὸν ἐτύφλωσεν, τινὰς μὴ τὸ γροικήσῃ, μὴ τὸ νοήσῃ τὸ κοινὸν καὶ ταραχὴν σηκώσῃ. Ἀλλ’ ὅμως οὐκ ἐκρύβηκεν ἡ ἄδικος ἡ πρᾶξις: ὥσπερ ποθοῦσιν οἱ ἅπαντες τὸ φέγγος τῆς ἡμέρας, οὕτως ἐδιψούσασιν τὸν μέγαν Βελισάριν. Ὡς τὸ ἤκουσαν, ὡς τὸ ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι τῆς χώρας, σηκώνουν ἀνακάτωμαν καὶ ταραχὴν καὶ ζάλην, σύρνουν σπαθία οἱ ἅπαντες, ζητοῦν τὸν Βελισάριν, ὑπᾶν καὶ εὑρίσκουν τον τυφλὸν εἰς τῆς Χρυσείας τὴν Πόρταν· λυποῦνται, κλαίουν οἱ ἅπαντες, μικροί τε καὶ μεγάλοι. Κλαίει καὶ αὐτὸς μὲ τὸ κοινόν, γροθοκοπᾶ τὸ στῆθος, διαβάζει χρόνους ἱκανούς, μόνος ἀναστενάζει: «Ποῦ ἡ τιμὴ καὶ ὁ πλουτισμός, ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, ἡ παρρησία ἡ θαυμαστή, ἡ τοῦ Βελισαρίου; Ἤργησαν ὅλα, ἐχάθησαν, ἐσκόλασαν συντόμως». Κάθεται μόνος μοναχός, κλαίει καὶ ἀναστενάζει, εἰς μοναστήριν ἔνδοξον, βασιλικόν, μεγάλον, τὸ λέγουν Παντοκράτορα, πλησίον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.","κάτεργα = La Réale είναι ένα χαρακτηριστικό «κάτεργον» της νεότερης εποχής που ακολουθεί τον Μεσαίωνα [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Η γαλλική γαλέρα La Réale είναι ένα χαρακτηριστικό «κάτεργον» της νεότερης εποχής που ακολουθεί τον Μεσαίωνα [πηγή: Wikimedia Commons] μεγάλα πολεμικά πλοία με κουπιά, γαλέρες [το κάτεργον] παρρησίαν = μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα ράζουν = προσορμίζονται, αγκυροβολούν [(α)ράσσω και (α)ράζω] ἐχέρισαν = άρχισαν [χερίζω] μπίφαρα = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Πίνακας του Édouard Manet που απεικονίζει αγόρι να παίζει πίφερο (1866) [πηγή: Wikimedia Commons] είδος μικρού ξύλινου φλάουτου [το μπίφαρον ή πίφερον] ἀνακαράδες = είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συνήθως έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις) [o νακαράς και ανακαράς] μουσικὰ = μουσικά όργανα [επίθ. μουσικός, εδώ το ουδ. ως ουσ.] πανέμνοστα = γλυκόηχα, μελωδικά, αρμονικά, (προκ. για μουσικό όργανο) [επίθ. πανέμνοστος ή πανεύνοστος] ἀπλήρωτα = άφθονα [επίθ. απλήρωτος] ὁλοτσάπωτες = ολοκέντητες, ολοποίκιλτες, ολοστόλιστες [επίθ. ολοτσάμπωτος και ολοτσάπωτος] καμουχάδες = υφάσματα βαρύτιμα από μετάξι [ο καμουχάς] χάσδια = είδος υφάσματος [το χάσδιον] πεύκια = χαλιά από χοντρό ύφασμα [το πεύκιον] βλαττία = πολυτελή μεταξωτά υφάσματα συνήθως πορφυρά, και συνεκδοχικά ενδύματα ή καλύμματα από μεταξωτό ύφασμα [το βλαττίν] τσαγκὶν = παπούτσι λιθομαργαρίταρον = πετράδια και μαργαριτάρια (ουδ. ουσ.) ἐξενίστην = ένιωσε έκπληξη και θαυμασμό, θαύμασε [ξενίζομαι] παροὺ = παρά (πρόθ., δηλώνει σύγκριση) ὀργανώνουσίν = προσπαθούν να τον πείσουν (ενν. τον βασιλιά) ἐνθυμήθηκεν = συλλογίστηκε, σκέφτηκε [ενθυμούμαι] γλυπτά = με τον τρόπο του γλύπτη (επίρρ.) διαβάζει = περνά (προκειμένου για χρόνο) Ἤργησαν = σταμάτησαν [αργώ]",,Διήγησις Βελισαρίου,Ανώνυμος Ο γιος του Βελισάριου επικεφαλής του στρατού (στ. 401-440),"Παρά τις ανδραγαθίες του Βελισάριου, ο αυτοκράτορας πείθεται από τους άρχοντες ότι εκείνος εποφθαλμιά τον θρόνο και τον τιμωρεί με τύφλωση. Ανήμπορος πλέον, ζει από την επαιτεία. Όμως, η αυτοκρατορία κινδυνεύει ξανά από τις επιθέσεις των Περσών και ο αυτοκράτορας συγκεντρώνει στρατό για να εκστρατεύσει εναντίον τους. Μπροστά στον κίνδυνο, ο λαός ζητά τη συμβουλή του Βελισάριου, ο οποίος δεν θέλει να εμπλακεί σε άλλες περιπέτειες. Ένας άρχοντας προτείνει να γίνει επικεφαλής του στρατεύματος ο γιος του Βελισάριου, Αλέξιος, ο οποίος, ακολουθώντας τις συμβουλές του πατέρα του, κατατροπώνει τους εχθρούς. Καὶ τότε ὁ Βελισάριος τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει: «Ἄρχοντες, τοπαρχεύοντες καὶ συστρατιῶται, ἀφῆτε με, τὸν ἄτυχον καὶ τὸν ἀπωλεσμένον, ἐμέναν τὸν ἐψήλωσεν ὁ χρόνος καὶ ἐτίμησέν με καὶ πάλιν μ’ ἐχαμήλωσεν ὁ φθόνος τῶν Ρωμαίων». –τὸν τόπον καὶ τὴν παρρησίαν καὶ τὴν τιμὴν τὴν εἶχεν· ὁ βασιλεὺς ἐτίμαν τον στὸν πρωτινόν του θρόνον– Καὶ εἷς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας, εὐγενικὸς καὶ γέρων, μέγας καὶ φρονιμώτατος, τῆς βασιλείας οἰκεῖος, τὸν βασιλέα δικάζεται, θαρρῶν ἀπιλογήθην καὶ λόγους ὡς δικασίματος δικάζεται καὶ λέγει: «Δέσποτα, μέγα βασιλεῦ καὶ τῶν Ρωμαίων τὸ σκῆπτρον, ἡ βασιλεία σου δίκαιος, ἄδικον οὐκ ἠπράττεις, ὅλον τὸ πλῆθος ἀγαποῦν πολλὰ τὴν βασιλείαν σου· οἱ ἄρχοντές σου ἐπράξασιν ἄδικον διὰ φθόνον καὶ ἐχάσες ἄρχοντα πιστόν, μέγαν, ἀνδρειωμένον. Ἄλλο τολμῶ, παρακαλῶ, τὴν βασιλείαν τὸ λέγω: ἔχει ὁ Βελισάριος υἱὸν ἀνδρειωμένον∙ καὶ χάρισε καὶ τίμησε ἀντὶ πατρὸς ἐκεῖνον, κἂν διὰ τὸν πατέρα του ν’ ἀλαφρωθῇ καμπόσο, μὴ ν’ ἀνασάνῃ ὀλιγοστὸν ἐκ τὸ κακὸν τὸ εἶδεν, νὰ ἐλπίζουσιν καὶ νὰ θαρροῦν πάλιν οἱ ἄρχοντές σου, ὅτι πιστὰ σ’ ἐδούλευσεν, πλοῦτον πολὺν σ’ ἐδῶκεν». Εὐθὺς ὁρίζει ὁ βασιλεὺς νὰ φέρουν τὸν υἱόν του, τοῦ Βελισάριου τὸν υἱόν, εἰς τὸ παλάτιν μέσα. Ἔτρεμεν ἡ καρδία του μὴ πράξουν εἰς ἐκεῖνον ὥσπερ καὶ τὸν πατέρα του, ἐχάθην ἡ μορφή του. Τοῦ Βελισάριου τὸν υἱὸν ἐλέγασιν Ἀλέξιν. Ἠφέραν τὸν Ἀλέξιον μέσα εἰς τὸ παλάτιν. Ὁ βασιλεὺς ἐκάτσε τον εἰς θρόνον τοῦ πατρός του, τιμᾶ καὶ ἀξιώνει τον, πλοῦτον πολὺν τὸν δίδει, καίσαραν τὸν ἐποίησεν ἀπάνω εἰς τὸ φουσᾶτον καὶ μέγαν στρατοπέδαρχον καὶ αὐθέντην τιμημένον. Ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ θέλουν καὶ ἀγαποῦν τον, μᾶλλον δὲ καὶ ηὐχαρίστουν τον, τὸν μέγαν στρατιώτην, τιμοῦσιν καὶ δοξάζουν τον διὰ τὸν βασιλέα, τὸ πλέον διὰ τὸν πατέραν του, τὸν μέγαν Βελισάριν. Καὶ ὁ πατὴρ τὸν υἱὸν καθοδηγᾶ καὶ λέγει, δίδει βουλήν, παραγγελία νὰ πράξῃ εἰς τὸ φουσᾶτον· καλήν βουλήν τὸν ἔδωκεν, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος.","τοπαρχεύοντες = τοπάρχες, διοικητές [ο τοπαρχεύων] οἰκεῖος = άνθρωπος εμπιστοσύνης, που έχει στενές σχέσεις με κάποιον (επίθ.) δικάζεται = συνομιλεί, απευθύνεται [δικάζω και δικάζομαι] δικασίματος = αντιλογία, διένεξη, αμφισβήτηση, επίπληξη [το δικάσιμον] ἐλπίζουσιν = νομίζουν, πιστεύουν στρατοπέδαρχον = στρατοπεδάρχη, στρατιωτικό διοικητή [ο στρατοπέδαρχος]",,Διήγησις Βελισαρίου,Ανώνυμος Οι καταστροφικές συνέπειες του φθόνου (στ. 466-579),"Η βυζαντινή αυτοκρατορία κινδυνεύει από τους Πέρσες και ο αυτοκράτορας, μετά από απαίτηση του λαού, τοποθετεί επικεφαλής του στρατεύματος τον γιο του Βελισάριου, Αλέξιο. Με τις συμβουλές του πατέρα του ο Αλέξιος σημειώνει μεγάλες επιτυχίες και νικά τους εχθρούς. Εντωμεταξύ, τα νέα για την τύφλωση του Βελισάριου ταξιδεύουν στον κόσμο και σύντομα φτάνουν στην Πόλη πρεσβείες από τα ξένα κράτη για να επιβεβαιώσουν το γεγονός. Ο τυφλός Βελισάριος κάνει μία δραματική εμφάνιση, προκαλώντας τον οίκτο των απεσταλμένων και ξεσηκώνοντας την αγανάκτηση του λαού. Οι εχθροί του Βυζαντίου χαίρονται για την κατάντια του μεγάλου στρατηγού. Η αφήγηση κλείνει με την προειδοποίηση ότι ο φθόνος και η διχόνοια θα καταστρέψει το γένος των Ρωμαίων. Ἔκαμεν, ἐκατέστησεν, ἐδούλωσεν τοὺς Πέρσας, ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισεν τῶν Ρωμαίων τὸ φουσᾶτον μὲ κέρδος καὶ μὲ πλουτισμόν, μὲ αἰχμαλωσία μεγάλη. Πλατύνω τὴν ἀφήγησιν, πολλὰ τὴν παρασύρνω, ἀλλὰ ἂς ἔλθωμεν ἐπὶ τῶν προκειμένων, διότι πολλὰ πανάδικα ἔπρατταν οἱ Ρωμαῖοι· ἐπράττασιν καὶ πράττουν τα καὶ πάλιν κάμνουσίν τα, καὶ ὁ Θεός, ὁ δίκαιος κριτής, παιδεύει καὶ ἀφανίζει καὶ κατηχίζει ἄδικους, τοὺς δὲ δικαίους ἀναβιβάζει· τὸ δίκαιον ἔναι ὁ Θεός, ἄλλον μηδὲν παντέχῃς. Ἐμάθασιν οἱ ἅπαντες, ἠκούσθη πανταχόθεν τὸ πὼς τὸν Βελισάριον, τὸν φοβερόν, τὸν μέγαν, τὸν νικητὴν καὶ τὸν στερρὸν καὶ δόξα τῶν Ρωμαίων, ἐτύφλωσεν ὁ βασιλεύς, ἐχάρησαν μεγάλως· πάντες οἱ μαχιζόμενοι ἐχάρησαν μεγάλως. …………………………………………… ἄρχοντας εἰς προσκύνησιν μεγάλου βασιλέως νὰ ἰδοῦν καὶ Βελισάριον, τὸν θαυμαστὸν ἐκεῖνον, τὸ πῶς τὸν ἐκατέστησεν ὁ βασιλεὺς ὁ μέγας. Ἐν μίᾳ οὖν τῶν ἡμερῶν, ὥρᾳ μεσημερίου, ἦλθαν μεγάλοι ἄρχοντες, λέγω ἀποκρισαραῖοι, μὲ πράγματα, μὲ χρήματα, νὰ ἰδοῦν τὸν βασιλέα, νὰ ἰδοῦν καὶ Βελισάριον πῶς ἔναι τυφλωμένος· ἤκουγαν καὶ ἀπιστοῦσαν το, οὐκ ἐπληροφοροῦνταν. Καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ θαυμαστὸς μεγάλως τοὺς ἐδέχθην, εὐγενικά, τιμητικά, ὡς ἔπρεπεν, ἀξίως. Ὁρίζει ὁ μέγας βασιλεὺς εἰς τὸ παλάτιν μέσα νὰ μαζωχθοῦν οἱ ἄρχοντες, μικροί τε καὶ μεγάλοι, καὶ νὰ σταθοῦν τιμητικὰ καὶ νὰ λαμπροφορέσουν, νὰ ἔλθουν οἱ ξένοι οἱ ἄρχοντες νὰ ἰδοῦν τὸν βασιλέα. Καὶ τί νὰ γράψω καὶ νὰ εἰπῶ καὶ πῶς νὰ τὸ ἀφηγηθῶ τὴν παρρησίαν τὴν θαυμαστὴν εἰς τὸ παλάτιν μέσα; Τριγύρου γύρου ἐστήσασιν μάλαγμαν καὶ χρυσάφιν, κουρτίνας χρυσιοτσάπωτας, μαργαρολιθαράτας· τὸν βασιλέαν ἐτέντωσαν τένταν χρυσήν, ὡραίαν, λιθαρομαργαρίταρα ἐξόμπλια τῆς τέντας, τριγύρου γύρου οἱ ἄρχοντες καὶ λαμπροφορεμένοι καὶ μέσα κάθεται ὁ βασιλεὺς μὲ θρόνον εἰς τὴν τέντα· ὁ θρόνος ἦτον ἐγκοπτός, ὅλος μετὰ μουσίου, λιθαρομαργαρίταρον, ζάφειρον φορτωμένος, καὶ μέσα κάθεται ὁ βασιλεὺς μὲ θρόνον εἰς τὴν τέντα ὡς ἐπηρμένος βασιλεύς, μὲ λίθους ἀστραπτίζων· ἐκ δεξιῶν τοῦ βασιλέως, μᾶλλον καὶ ἐξ εὐωνύμων στέκουνται δύο παιδόπουλα τῶν εἰκοστῶν τὰ ἔτη· καὶ ποῖος νοῦς νὰ δυνηθῇ νὰ γράψῃ τὰ ἐφοροῦσαν ἐκεῖνα τὰ δύο παιδόπουλα τὰ ἐστέκουνταν εἰς τὸν θρόνον, ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν κοντὰ εἰς τὸν βασιλέα! Μηνοῦσιν πρὸς τοὺς ἄρχοντας, τοὺς ἀποκρισαραίους, ἔρχουνται εἰς προσκύνησιν μεγάλου βασιλέως· τριάντα ἐκρατούσασιν λεκάνες χρυσιωμένες ἐπάνω στὸ κεφάλιν τους, δουκάτα γεμισμένες, καὶ ἕτεροι τριάκοντα στοὺς ὤμους τους ἀπάνω χάσδια χρυσιοτσάπωτα, χρυσολελαμπρυσμένα, καὶ ἄλλοι ἕτεροι δώδεκα μὲ δώδεκα λεκάνες λιθάρια πανυπέρλαμπρα καὶ μὲ μαργαριτάριν· ἠφέρασιν τὸν βασιλέαν ἀτίμητον κανίσχιν. Ὁ βασιλεὺς ἐδέχθην τους μετὰ τιμῆς μεγάλης, εἰς θρόνον ἀξιοτίμητον τοὺς ὥρισεν νὰ κάτσουν. Πρὸς τὸν πλησίον τους ἐρωτοῦν οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι: «Ποῖος ἔναι ὁ Βελισάριος, ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος, χῶρες καὶ κάστρη ἐδούλωσεν, καὶ τῶν Ρωμαίων ἡ δόξα, τὸν ἔχομεν ἐξ ἀκοῆς πιστὸν τῆς βασιλείας;» Καὶ τότε ὁ Βελισάριος ξηβαίνει εἰς τὸ μέσον, τὸ ἕναν του χέριν νὰ κρατῇ καυχὶν ἐλεημοσύνης, ἐκράτειεν καὶ εἰς τὸ χέριν του τὸ ἕτερον δεκανίκιν. Τριγύρου γύρου ἐγύριζεν τοὺς ἄρχοντας ἐκείνους, στὸν βασιλέαν ἔμπροσθεν, στοὺς ἀποκρισαραίους, καὶ λόγους καρδιοφλόγιστους λέγει μετὰ δακρύων: «Δότε τῷ Βελισαρίῳ ὀβολὸν εἰς τὸ καυχίν του, ὃν ὁ φθόνος τῶν Ρωμαίων ἐποῖκε με τοιοῦτον, δότε τῷ Βελισαρίῳ ὀβολόν, ὃν ὁ χρόνος ὕψωσεν καὶ ὁ φθόνος ἐτυφλῶσεν». Βλέπουν, θεωροῦν, στοχάζουνται οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι τὸν μέγαν Βελισάριον, ξενίζουνται μεγάλως καὶ φρίττουν, τρέμουν καὶ ἀποροῦν οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι πῶς τὸν ἐχάσαν ἄδικα καὶ πῶς τὸν ἐτυφλῶσαν. Ὁ Βελισάριος τὸ ἔποικεν διὰ τὸν βασιλέα, νὰ λάβῃ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας, τοὺς ἀποκρισαραίους, κατηγορίαν καὶ ἐντροπὴν καὶ ὕβριταν καὶ ψέγος. Καὶ πάλιν ἐτριγύριζεν μὲ τὸ καυκὶν στὸ χέριν, μὲ βρυχισμοὺς καὶ στεναγμοὺς τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει: «Δότε τῷ Βελισαρίῳ ὀβολόν, ὃν ὁ χρόνος ὕψωσεν καὶ ὁ φθόνος ἐτυφλῶσεν». Ἀκοῦσιν ταῦτα οἱ ἄρχοντες, κλαίουσιν καὶ λυποῦνται, κατηγοροῦν καὶ μέμφουνται τὸν μέγαν βασιλέα. Ἐμίσευσαν οἱ ἄρχοντες, οἱ ἀποκρισαραῖοι, ὁ βασιλεὺς τιμητικὰ ἀπεχαιρέτησέν τους. Ἐπῆγαν, ἐφημίσασιν οἱ ἄρχοντες στὸν κόσμον τὸ πὼς ὁ Βελισάριος, ὁ νικητὴς ὁ μέγας, ὁ μέγας φρονιμώτατος, τῆς βασιλείας οἰκεῖος καὶ τῶν Ρωμαίων ἀρχηγὸς καὶ μέγας τροπαιοῦχος, ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἄρχοντες διὰ φθόνον τὸν ἐχάσαν. Ὅλος ὁ κόσμος εὐθυμεῖ, ἐχάρησαν μεγάλως πάντες οἱ μαχιζόμενοι τῆς Κωνσταντίνου πόλης. Ἡμεῖς δὲ βίβλοις ἔχομεν σοφῶν τε καὶ ρητόρων καὶ φιλοσόφων παλαιῶν, μεγάλων διδασκάλων, εἰς λέξιν ἀκριβέστατην γράμμασιν διηγήσεις, καὶ ἐμετάφερον αὐτὴν λόγου παιδείας χάριν, ὅπως γνωρίζουν οἱ πολλοὶ τὸν φθόνον τῶν Ρωμαίων, τὸ πῶς ἐχάσαν παντελῶς τὰ κάστρη καὶ τὰς χώρας, τὸν πλουτισμόν, τὴν παρρησίαν ἐκ τοῦ πολλοῦ τοῦ φθόνου. Εἶδες, παιδί μου, τί πολεμεῖ ὁ φθόνος εἰς τὸν κόσμον; Ἐπῆραν τὸ κατήφορον, οὐκ ἠμποροῦν σταθῆναι καὶ κυλινδροῦσιν ὄπισθεν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων. Ἐγὼ μὲν λέγω ἀπρόκοπος, γραμμάτων ἀπειράστως –κατάνυξιν καὶ στοχασμὸν θέλω σας ἀφηγεῖσθαι–: Θεέ, οὐράνιε βασιλεῦ, ψεύστην νὰ μὲ ποιήσῃς, τὸ γένος τῶν Ἀγαρηνῶν τὸν κόσμον θέλει φάγει, Ρωμαίους καὶ Σέρβους, Βλάχους τε Οὔγγρους τε καὶ Λατίνους! Ἀμέλειαν ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι, φθόνον πολὺν καὶ μέγαν, μονάφεντον καὶ ὀρμητικὸν Ἀγαρηνῶν τὸ γένος, ἕναν θεὸν λατρεύουσιν, ἕναν αὐθέντην τρέμουν, σπουδήν, ὁμόνοιαν θαυμαστὴν ἔχουν εἰς τὸν δεσπόζων, ποτὲ ὁμόνοιαν οἱ Ρωμαῖοι, ποτὲ μοναυθεντία, ποτὲ καλῶν ἀνάκλησιν οὐκ ἠμποροῦν νὰ ἰδοῦσιν.","ἐκατέστησεν = έκανε φόρου υποτελείς, επέβαλε φορολογία (ενν. στους Πέρσες) [φρ. κατασταίνω εις φόρον] κατηχίζει = διδάσκει και νουθετεί [κατηχίζω] μαχιζόμενοι = εχθροί ἀποκρισαραῖοι = απεσταλμένοι, πληρεξούσιοι [ο αποκρισάρης ή αποκρισιάρης ή αποκρισιάριος] χρυσιοτσάπωτας = χρυσοποίκιλτες [επίθ. χρυσοτσιάπωτος] μαργαρολιθαράτας = στολισμένες με μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια [επίθ. μαργαρολιθαράτος] ἐξόμπλια = διακοσμητικά, στολίδια [το εξόμπλιν και ξόμπλι] ἐγκοπτός = σκαλισμένος, χαραγμένος (επίθ.) μετὰ μουσίου = με ψηφιδωτό [το μουσίον] ἐπηρμένος = υπεροπτικός, περήφανος (για πρόσωπο)· υψηλός, μεγαλοπρεπής (προκ. για θρόνο) τῶν εἰκοστῶν τὰ ἔτη· = περιφραστική δήλωση της ηλικίας, είκοσι έτων χάσδια = είδος πολυτελούς υφάσματος [το χάσδι και χάσδιον] κανίσχιν = δώρο [το κανίσχιν και κανίσκι] ξηβαίνει = βγαίνει [ξηβαίνω και ξεβαίνω] καυχὶν = δοχείο ἐφημίσασιν = διέδωσαν [φημίζω] λόγου παιδείας χάριν = για ηθικοδιδακτικούς λόγους ἀπρόκοπος = που δεν κάνει προόδους (επίθ.) ἀπειράστως = χωρίς πείρα (επίρρ.) κατάνυξιν = βαθιά συγκίνηση, συντριβή καρδιάς [η κατάνυξις] Ἀμέλειαν = ολιγωρία, αδιαφορία, νωθρότητα [η αμέλεια] εἰς τὸν δεσπόζων = προς αυτόν που κυβερνά (μάλλον πρόκειται για παραφθορά του «εις τόν δεσπόζει») ἀνάκλησιν = επάνοδο, επανάκαμψη, επαναφορά (στην παλιά δόξα) [η ανάκλησις]",,Διήγησις Βελισαρίου,Ανώνυμος Abstract,"Ερωτική μυθιστορία του 14ου αιώνα που αποτελείται από 1348 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και παραδίδεται μόνο σε ένα μεταγενέστερο χειρόγραφο (του 16ου αιώνα). Παρόλο που παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τη μυθιστορ(ηματ)ική παράδοση της ύστερης αρχαιότητας αλλά και με τα λόγια ομοειδή κείμενα της εποχής των Κομνηνών (12ος αι. μ.Χ.), διακρίνεται για την απουσία παραμυθικών στοιχείων, το ηρωικό/επικό ύφος και τον έντονα βυζαντινό/ελληνικό («ρωμαίικο») χαρακτήρα του.",,,Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου,Ανώνυμος Πρόλογος (στ. 1-80),"Στον πρόλογο του έργου τον λόγο έχει ο αφηγητής της ιστορίας, ο οποίος μας πληροφορεί ότι θα διηγηθεί τις περιπέτειες του Βέλθανδρου. Ξεκινά, λοιπόν, την αφήγηση δίνοντας μας πληροφορίες για την οικογένεια του ήρωα, αλλά και τον λόγο που τον οδήγησε να πάρει την απόφαση να ξενιτευτεί. Δεῦτε, προσκαρτερήσατε μικρόν, ὦ νέοι πάντες. Θέλω σᾶς ἀφηγήσασθαι λόγους ὡραιοτάτους, ὑπόθεσιν παράξενην, πολλὰ παρηλλαγμένην· ὅστις γὰρ θέλει ἐξ αὐτῆς θλιβῆν τε καὶ χαρῆναι καὶ νὰ θαυμάσῃ ὑπόθεσιν τῆς τόλμης καὶ ἀνδρείας, ὅταν γὰρ ἐβασίλευε Ροδόφιλος ὁ|κάτις μετὰ τῶν δύο τῶν υἱῶν αὑτοῦ Φιλάρμου καὶ Βελθάνδρου, τῶν θαυμαστῶν καὶ τῶν λαμπρῶν καὶ πορφυρογεννήτων. Υἱὸς δευτεροτότοκος ὁ Βέλθανδρος γὰρ ἦτον τοῦ Ροδοφίλου τουτ’ αὐτοῦ μεγάλου βασιλέως. Αὐτὸς γὰρ οὖν ὁ Βέλθανδρος εἶχε μεγάλην λύπην, ἐκ τοῦ πατρὸς ἐθλίβετον, ἐμυριοκαταφρονᾶτον· αὐτὸς καὶ ἐξενώθηκεν ἀπὸ τὰ γονικά του. Καὶ πῶς ἀπέφευγεν αὐτὸς τῆς γονικῆς του χώρας καὶ πῶς ἐκακοπάθησεν μετὰ καὶ τῆς Χρυσάντζας καὶ πῶς τὸ κυκλοδρόμημα τοῦ χρόνου τοῦ τοσούτου ἔφερε κ’ ἐκατήντησε τῆς πατρικῆς ἀξίας καὶ ὁ πρώην τε μισούμενος φιλούμενος ἐγίνη καὶ στέμμα καὶ διάδημα τῆς αὐτοκρατορίας, ἔφερεκ’ ἐκατήντησε καὶ βασιλεὺς ἱστάθην | σὺν τῇ συζύγῳ τῇ καλῇ, τῇ κόρῃ τῇ Χρυσάντζᾳ, ρηγὸς μεγάλου θύγατηρ μεγάλης Ἀντιοχείας. Λοιπὸν τὸν νοῦν ἱστήσατε ν’ ἀκούσητε τὸν λόγον καὶ νὰ θαυμάσετε πολλὰ· ψεύστης οὐ μὴ φανοῦμαι. Δυνάστης ἦταν βασιλεὺς Ροδόφιλος ὁκάτις (τὸ ὄνομα ρωμαϊκὸν) χωρῶν ὑπεραπείρων. Τυραννικῶς αὐθέντευεν ὡς φυσικὸς αὐθέντης καὶ τοὺς ἐκεῖσε γύρωθεν ἐδέσποζε τοπάρχας. Εἰχε καὶ παῖδας εὐειδεῖς, ἠγαπημένους δύο. Ὁ πρῶτος ὠνομάζετο Φίλαρμος παρὰ πάντων, Βέλθανδρος δὲ ὁ δεύτερος τὴν τῶν Ρωμαίων λέξιν, παράξενος καὶ κυνηγός, πανευτυχὴς δεξιώτης, εἰς κάλλος καὶ εἰς σύνθεσιν μέγας τε καὶ ἀνδρεῖος, ξανθὸς καὶ σγουροκέφαλος, εὐόφθαλ|μος καὶ ὡραῖος· ἄσπρον ἦτον τὸ στῆθός του μάρμαρον ὥσπερ κρύον. Καὶ εἰς τὴν ἐρωτόπλασιν ἓν ἦσαν καὶ οἱ δύο. Ἐπεὶ δὲ − τύχης μανικόν, τῆς κακοδαίμου μοίρας! − ὑπὸ πατρὸς ἐθλίβετον, μυριοκαταφρονᾶτον, καὶ τότε γοῦν ἠθέλησε εἰς τὸ ν’ ἀποδημήσῃ, μακρά που νὰ ξενιτευθῇ, ὅπου τὸν πάρ’ ἡ τύχη. Ξένην ὁδὸν ἐζήτησε πατρὶ τῷ βασιλεῖ του· εἷπε δὲ τοίνυν πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς τοιαῦτα· «Βέλθανδρε, ἂν σὺ τῆς χώρας μου θέλῃς νὰ γένῃς ξένος, ἀνάθεμά μοι, Βέλθανδρε, ἂν ἐγὼ σὲ κρατήσω». Εὐθὺς ἀπεχαιρέτησε τὸν βασιλέα τότε, ξεβαίνει καὶ τὸν Φίλαρμον εὑρίσκει τον νὰ στέκῃ· σφικτὰ περιλαμβάνει τον, γλυκέα καταφιλεῖ τον καὶ λέγει τον τὸ μανικὸν τῆς κακοδαίμου τύχης· «Ξενίζομαι ὁ δυστυχὴς | ἀδελφικοῦ σου σπλάχνους». Τότε πάλιν ὁ Φίλαρμος κρατεῖ, καταφιλεῖ τον, λέγει τον· «Ἂν σὲ ἔθλιψεν πολλάκις ὁ πατήρ μας, δύναμ’ ἐγὼ τὸ σήμερον τὸ σπλάγχνος νὰ τὸν φέρω. Εἰ δ’ ἀπ’ ἐμοῦ κακώσεως τίποτι κέντρον ἔχεις, ἐκδίδω σε τὸ σῶμά μου, ὅλον τὸν ἑαυτό μου· σφάττε, τυράννησον κακῶς καὶ ἀντικάκωσέ με. Οὐ δύναμαι, ὦ Βέλθανδρε, τὴν ξενιτειάν σου ἀκοῦσαι. Κἂν θάνατος μὲ πρόκειται, ὕβρεις κἂν ἀτιμίες, κἂν δὲ καὶ τὸ βασίλειον, κἂν δὲ καὶ αὐθεντίας, κἂν καὶ αὐτό, ὃ λέγομεν, τὸ φυσικό μας στέμμα νὰ καταλείψω καὶ εἰς οὐδὲν παρέξω τοῦτο θήσω καὶ μετὰ σοῦ νὰ ξενωθῶ καὶ μετὰ σοῦ νὰ ἔλθω εἰς χώρας ξένας ἐθνικάς, ποδοχωροβατήσω, συναποθάνω μετὰ σοῦ καὶ εἰς | Ἅδην συγκατέβω· μόνον καὶ γὰρ τὴν βλέπησιν τὴν ἰδικήν σου ἂς ἔχω». Εἶπε πολλὰ ὁ Φίλαρμος ὡς ἵνα τὸν ἑλκύσῃ, ἀλλὰ γε τούτου τὴν βουλὴν οὐκ ἠδυνήθην κόψαι. Ὡς δ’ εἶχεν ἀπαραίτητον τῆς ξενιτείας τὴν στράτα, τοῦτον οὐκ εἵλκυσαν ποσῶς τοῦ ἀδελφοῦ του οἱ λόγοι τοῦ λογισμοῦ του τὴν βουλὴν νὰ τὴν παρασαλεύσουν, ὅτι ἂν φθάσῃ λογισμὸς νὰ γεννηθῇ πολλάκις, οὐ δύναται ἀπὸ συμβουλῆς τινὸς τοῦ κωλυθῆναι. Μετὰ δὲ τὴν συμπλήρωσιν τούτων τῶν πάντων λόγων περιλαμβάνουν σπλαχνικά, ἀδελφικῶς φιλοῦσιν, κλαίουν οἱ δύο, κλαίουσιν τὴν ἀποχωρισιάν των. Πλὴν τὴν καρδιοφλόγησιν ἣν ὁ Φίλαρμος εἶχε στὸ μίσσευμα τοῦ ἀδελφοῦ οὐκ ἠμπορεῖ βαστάζειν καὶ ἐκ τοῦ πόνου τοῦ πολλοῦ λιγοθυμᾷ καὶ πίπτει. Σκύπτει, κρατεῖ τὸν ἀ|δελφόν, μυριοκαταφιλεῖ τον· μετὰ δὲ τὰ φιλήματα ζώνεται τὸ σπαθίν του, ὑπάγει καὶ τὸν Φίλαρμον ἀναίσθητον ἀφῆκεν.","ὁ|κάτις = κάποιος ἐξενώθηκεν = ξενιτεύτηκε κυκλοδρόμημα = κυκλικό πέρασμα ψεύστης = ψεύτης Δυνάστης = απόλυτας άρχοντας, ο κυρίαρχος εὐειδεῖς = όμορφους δεξιώτης = τοξότης ἐρωτόπλασιν = ερωτική χάρη μυριοκαταφρονᾶτον = περιφρονούνταν πάρα πολύ ποδοχωροβατήσω = θα επιθεωρήσω/θα διασχίσω κωλυθῆναι = να εμποδιστεί",,Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου,Ανώνυμος Κρίση των σαράντα γυναικών (στ. 545-661),"Ο Φίλαρμος, μόλις συνέρχεται, παρουσιάζεται στον πατέρα του και τον κατηγορεί για τη συμπεριφορά του απέναντι στον Βέλθανδρο. Ο βασιλιάς στέλνει είκοσι τέσσερις στρατιώτες να τον βρουν και να τον φέρουν πίσω. Ο Βέλθανδρος αντιστέκεται και σκοτώνει κάποιους. Συνεχίζοντας το ταξίδι του, έρχεται αντιμέτωπος και με μια ομάδα ληστών. Κάποια στιγμή φτάνει στην Ταρσό της Αρμενίας και μέσα σ’ ένα ποτάμι βλέπει ένα αστέρι. Ακολουθεί τη διαδρομή και φτάνει σ’ ένα κάστρο. Στη συνέχεια της διήγησης παρατίθεται μια εκτενής περιγραφή του κάστρου. Καθώς περιφέρεται μέσα στο κάστρο, βλέπει μια επιγραφή η οποία αναφέρεται στον ίδιο και τον συνδέει με τη Χρυσάντζα. Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά του ο Έρωτας, ο οποίος τον καλεί να παρουσιαστεί μπροστά στον βασιλιά των Ερώτων. Ο τελευταίος τον ενημερώνει ότι τον επέλεξε για να γίνει κριτής της ομορφιάς σαράντα ωραίων γυναικών. Η διαδικασία της κρίσης παρουσιάζεται στο απόσπασμα που ακολουθεί. Εὐθὺς ἀπεχωρίσθησαν οἱ πάντες ἀπ’ ἐκεῖνον· ἀπέμεινεν ὁ Βέλθανδρος μόνος, μεμονωμένος κατασκοπῶν τὰς χάριτας τοῦ Ἐρωτοκάστρου ἐκείνου. Καὶ παρευθὺς ἐτήρησεν εἰς ἓν μέρος καὶ βλέπει χορὸν ὡραίων γυναικῶν τὸν ἀριθμὸν σαράντα, ἔξωθε τοῦ ἡλιακοῦ τριγύρου καθημένας. Ἰδὼν ταύτας ὁ Βέλθανδρος ἔφησε πρὸς ἐκείνας· «Ἰδοὺ συγκρίνειν ὥρισεν ἐμοὶ ὁ μέγας Ἔρων, καὶ τὸ λοιπόν, ἀρχόντισσες, ἔρχεσθε νὰ σᾶς κρίνω». Ἐχωρίσθη μία ἐξ αὐτῶν καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον· «Αὐθέντα, νὰ συγχωρεθῇς, μὴ μὲ παραδικήσῃς». Εἶπε δ’ αὐτὴν ὁ Βέλθανδρος ὅτι· «Μά τὴν ἀλήθειαν, ἀλλότρια, ξένη τοῦ βεργιοῦ σὲ κρίνω, ὦ κυρά μου, διὰ τὸ πυρρὸν καὶ τὸ θολὸν τὸ ἔχουν οἱ ὀφθαλμοί σου». Ἀπῆρε τὴν ἀπόφασιν καὶ πᾷ χώρια κ’ ἐστάθην. Ἄλλη δὲ πάλιν τὸν χορὸν ἀφῆκε καὶ ὑπάγει, | ἱστάθην κατὰ πρόσωπον ἐκείνου τοῦ Βελθάνδρου· καὶ λέγει την· «Τὰ χείλη σου τὰ περισσά σου, κόρη, μεγάλα ’ναι, ἀσχημόκοπα, μεγάλα σ’ ἀσχημίζουν». Ἐκίνησε μετ’ ἐντροπῆς κἀκεῖθε μὲ τὴν ἄλλην ἀπῆγεν, ἐχωρίσθησαν ὁμοῦ εἰς ἕνα τόπον, μεγάλως ἐνεστέναξεν ἀπὸ ψυχῆς κἀκείνη. Κ’ ἡ τρίτη περιπάτησεν ἀσύντακτα καθόλου καὶ προσκυνεῖ τὸν δικαστὴν καὶ ὁ κριτὴς τὴν λέγει· «Ἀλλότριαν σὲ κρίνω τοῦ βεργίου, οὐκ εἶσαι κληρονόμος· ἡ φύσις μέλαινα χροιᾷ, νομίζω, ἔποικέν σοι, ἀλλὰ ψυχρόν σοι σόφισμα κατάπλασεν, ἡ κόρη». Καὶ ἡ τετάρτη φθάνοντα, κἀκεῖνος ταύτην λέγει· «Ἡ τὰς ὀφρῦς σου ἔμιξις ἂν ἔλειπεν, ὡς βλέπω, ἐδέσποζές το τὸ βεργίν, γίνωσκε, ἀπὲ τώρα». Ἄλλη δὲ πάλιν τοῦ χοροῦ κἀκείνη χωρισθεῖσα, καὶ πρὸς τὸν μέγαν τὸν κριτὴν ἱστάθην ἀναισχύντως. Εἶπεν ἐκεῖνος πρὸς αὐτήν· «Οὐκ εἶσαι κληρονόμος καὶ νὰ σὲ δώσω τὸ βεργίν, ὅτι στὴν γῆν συγκύπτεις· ἰσόκορμος οὐδέν εἰσαι, καὶ πῶς νὰ σὲ τὸ δώσω; | Καρδιακὰ ἐνεστέναξεν καὶ ἱστάθην μὲ τὰς ἄλλας. Καὶ μετ’ αὐτὰς κατέλαβεν ὁμοίως καὶ ἡ ἕκτη καὶ λέγει· «Πρόσεχε, κριτά, νὰ μὴ μοῦ παρακρίνῃς». Βλέψας ἐκεῖνος πρὸς αὐτὴν οὕτως τὴν ἀπεκρίθην· «Τὸ σαχνοπερισσόσαρκον ἂν ἔλειπε ἀπὸ σένα, ἐδέσποζές το τὸ βεργὶν καὶ μόνη σου νὰ τό ’χῃς». Ἀπῆρε τὴν ἀπόφασιν, ὑπάγει μὲ τὰς ἄλλας κ’ ἐκ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ πολλοῦ κατάβροχος ἐγίνη. Ἄλλη δὲ πάλιν τοῦ χοροῦ τῶν γυναικῶν ἐκείνων ἀσύντακτος ἐκίνησεν καὶ πρὸς αὐτὸν ὑπάγει· κἀκεῖνος λέγει την εὐθύς· «Οὐκ εἶσαι κληρονόμος καὶ νὰ σὲ δώσω τὸ βεργίν, διατὶ θεωρῶ σε, κόρη, ὅτι τὰ δόντια σου, κυρά, ὡς βλέπω, ψόγον δίδουν· τὰ μὲν ἀπέσω κλίνουσιν, τὰ δ’ ἄλλα ἐμπροσκύψαν· δι’ οὗ καὶ εἶπον ἐξ ἀρχῆς· οὐκ εἶσαι κληρονόμος». Ἀπῆρε τὸν ἀπόλογον, ἱστάθην μὲ τὰς ἄλλας. Ἀλλ’ ὁ χορὸς τῶν γυναικῶν τῶν μηδαμῶς κριθέντων ἤλθασι κατε|νώπιον ἐκείνου τοῦ Βελθάνδρου. Ἵσταντο τρεῖς καὶ τέσσαρες καὶ πάλιν ἄλλες πέντε, κ’ ἐπαίρναν τὴν ἀπόφασιν δικαίως μετὰ ψόγον. Ἰδοὺ λοιπὸν ἐμείνασιν ἀπ’ ὅλες τὲς σαράντα γυναῖκες τρεῖς τὸν ἀριθμὸν νὰ στέκουν εἰς ἕνα τόπον. Καὶ λέγει τας ὁ Βέλθανδρος αὐτὰς τὰς τρεῖς ὡραίας· «Δεῦτε κ’ οἱ τρεῖς, δεῦτε ὁμοῦ, ἔλθατε νὰ σᾶς κρίνω». Ἤλθασιν, ἵσταντο κ’ οἱ τρεῖς κατενώπιον τούτου. Ὥρισε, λέγει πρὸς αὐτάς· «Ἔχω τοῦ νὰ σᾶς κρίνω, πολλὰ ’κριβά, πολλὰ ψιλὰ, νὰ μὴ ἔχω καταδίκη καὶ πέσω κ’ εἰς κατάκρισιν τῆς ἐρωτοκρισίας. Λοιπὸν ἐσεῖς, ἀρχόντισσες, δεῦτε κ’ οἱ τρεῖς ὁμοῦ τε, ὑπάγετε, κινήσατε ἐκεῖσε πρὸς τὸ πέρα καὶ πάλιν δεῦτε πρὸς ἐμέ, ἀπέλθατε, στραφῆτε. Ἔχω ὁρισμὸν καὶ θέλημα καὶ μετὰ ἀκριβείας νὰ κρίνω καὶ νὰ στοχαστῶ τὴν καθεμίαν ὡς πρέπει· τὸ κάλλος τοῦ προσώπου της καὶ τὸ κορμίν της ὅλον, τὸ βάδισμα, τὸ κίνημα καὶ τὴν πορπατηξιάν της». Ἀπῆγαν, ἤλθασιν αὐτὲς δίς, τρίς τε καὶ τετράκις | καὶ λέγουσι τὸν Βέλθανδρον· «Σύγκρινον, σύγκρινέ μας». Εἶδε τὰς τρεῖς ὁ Βέλθανδρος κ’ ἐκατεσκόπησέν τας καὶ ὡς τεχνίτης ἀκριβῶς ἐκριβολόγησέν τας, καὶ πρὸς τὴν μίαν εἴρηκε· «Χωρίζου ἀπὸ τὰς δύο· αἱ τρίχες τῶν χερίων σου, ὡραία μου, ψέγουσίν σε». Καὶ παρευθὺς ὡς ἤκουσε τὸν ψόγον τὸν οἰκεῖον, ἐθλίβην, ἐνεστέναξεν καὶ πρὸς ἐκεῖνον λέγει· «Ὡς ἔκαυσας καὶ ἐμπύρισες τὸ καρδιορρίζωμά μου, οὕτω ἃς καγῇ καρδίτσα σου ἀπὸ ἐρωταγάπης». Ταῦτα εἰπὼν ἐδιάβηκε κ’ ἐστάθην μὲ τὰς ἄλλας. Τὴν δ’ ἄλλην λέγει Βέλθανδρος· «Μυριακριβολογῶ σε ἴσως εἰς τὴν ἀνάπλασιν καὶ πλάσιν τοῦ προσώπου καὶ τοῦ κορμίου καὶ σώματος καὶ σὲ ὥσπερ τὴν ἄλλην· ἐκείνῃ ψόγος τῶν τριχῶν, σοὶ δὲ τῶν ὀφθαλμῶν τε. Ἐτήρησα τοὺς ὀφθαλμούς, κόρη, τοὺς ἰδικούς σου καὶ εἰς τὸ νερὸν τοῦ ἔρωτος κολυμβοπολεμοῦσι, νὰ εἶπες κινδυνεύουσιν, ὡραῖα, νὰ πνιγοῦσι· καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν | βυθίζονται, οὐκ ἠμπορῶ κἂν ὅλως εἰς τοῦ νεροῦ τὸ πρόσωπον πάλιν νὰ τ’ ἀνηβάσω». Κἀκείνη, ὡς ἐγροίκησε τὴν κρίσιν τοῦ Βελθάνδρου, μετὰ πικρίας ἐτήρησε καὶ βλέπει τον καὶ λέγει· «Ὦ ἀδικώτατε κριτά, εἰς τὸν Θεὸν ἐλπίζω νὰ πέσῃς μέσα στὸν βυθὸν τῆς ἐρωτοαγάπης καὶ εἰς τὸ ρεῦμα τοῦ νεροῦ νὰ πνιγῇς, ν’ ἀποθάνῃς, ὅτι καὶ τὴν καρδίαν μου ἀπέκαυσας διόλου». Ταῦτα εἰπὼν μετὰ πικριᾶς ἀπῆγε μὲ τὰς ἄλλας. Τότε ἰδὼν ὁ Βέλθανδρος τὴν ὕστερον ἐκείνην, μετὰ ἐρεύνης ἀκριβῆς σκοπῶν καλῶς τὰ πάντα, τὴν ἡλικιάν, τὴν εὐμορφιάν, τὰ κάλλη τοῦ προσώπου, τὸ σεῖσμα καὶ τὸ λύγισμα, τὸ ἐπιτήδευμά της, εἶπε καὶ ἐγκωμίασεν ἐμβλέποντα τὴν κόρην· «Εἰς τῶν Χαρίτων τὴν αὐλὴν ἐκάθισεν ἡ Φύσις, ἐσύναξεν, ἐμάζωξε κατὰ λεπτὸν τὰ πάντα, τοῦ κόσμου ὅλας τὰς χάριτας καὶ τὰς εὐμορφοσύνας ἐσέ κόρη, τὰς ἔδωκεν καὶ κατεπλούτισέ σε, ἐσένα τὰς ἐχάρισε. Χαρὰ σ’ ἐσένα, κόρη! | Τὸ σῶμά σου τὸ εὐγενικὸν ἴσον βεργὶν τὸ ποῖκε, κυπαρισσοβεργόλικον ἐδημιούργησέν το, ἔπειτα ἐνεφύσησεν ὅλον κ’ ἐψύχωσέν το, πᾶσα κοπὴν καὶ χάρισμα ζῶν ἐπλαστούργησέν το. Καὶ νὰ καὶ τοῦτο τὸ βεργίν, τὸ ὁ βασιλεὺς Ἐρώτων ἐσκεύασε μεθ’ ἡδονῆς ὡς διὰ σένα, κόρη. Ὁρίζω σε, ἀρχόντισσα, ἅπλωσε, πίασέ το»! Ἀπλώνει, παίρνει τὸ βεργὶν ἐκ χειρὸς τοῦ Βελθάνδρου, ἀπῆγεν καὶ ἐστάθηκεν ἔξω ἀπὸ τὰς ἄλλας, βαστάζων εἰς τὰς χεῖράς της τὸ βεργὶν ὡς βραβεῖον.","ἡλιακοῦ = εξώστη, μπαλκονιού που εκτίθεται στον ήλιο παραδικήσῃς = βγάλεις άδικη κρίση πυρρὸν = κοκκινωπό ὀφρῦς = των φρυδιών ἔμιξις = ένωση ἀναισχύντως = χωρίς ντροπή συγκύπτεις = σκύβεις μαζί παρακρίνῃς = κρίνεις με άδικο τρόπο σαχνοπερισσόσαρκον = η σιτεμένη περιττή σάρκα κατάβροχος = πολύ βρεγμένος κατάκρισιν = αρνητική κρίση, ψόγο ἐρωτοκρισίας = απόφασης για ερωτικά ζητήματα καρδιορρίζωμά = τα βάθη της ψυχής κολυμβοπολεμοῦσι = πασχίζουν να κολυμπήσουν (μεταφ.) σεῖσμα = κούνημα εὐμορφοσύνας = ομορφιές κυπαρισσοβεργόλικον = ίσιο σαν κυπαρίσσι, λυγερό και λεπτό σαν βεργί",,Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου,Ανώνυμος Ο Βέλθανδρος δικαιολογεί την απόφασή του (στ. 674-719),"Η κρίση για την ομορφότερη έχει ολοκληρωθεί και ο Βέλθανδρος, στο απόσπασμα που ακολουθεί, παρουσιάζεται ξανά μπροστά στον βασιλιά Έρωτα, προκειμένου να δικαιολογήσει την επιλογή του. Λοιπὸν εἰπέ μοι, Βέλθανδρε, καὶ λεπτολόγησέ με τῆς καλλιωτέρας τὰ τερπνὰ, τὰς εὐμορφίας καὶ κάλλη, πῶς ὑπερτέρα πέφυκε παρὰ τὰς ἄλλας αὕτη». «Ἐπεθυμεῖς, ἀντέφησεν, Ἔρων μου, τοῦ νὰ μάθῃς τὸ ποίαν ἐδῶκα τὸ βεργὶν καὶ τὰ τερπνὰ της κάλλη, καὶ τὰ λοιπὰ χαρίσματα, τά ’χει παρὰ τὰς ἄλλας; Ἐκ τῆς σελήνης ἔπεσεν ἐκείνη τὰς ἀγκάλας, καὶ τὸ λαμπρόν της μερτικὸν ἀπέσπασεν καὶ ἀπῆρεν· τὴν συγκοπὴν καὶ σύνθεσιν, τὰ τοῦ κορμίου της μέλη αὕτη ἡ βασιλεία σου τα ἐκαλοδώρησέν τα καὶ καθεδρίαν ἔποικεν ὁλοσωματωμένην ἐπάνω νὰ καθέζεται εἰς κενοδόξισμά σου· τοῦ κάλλους μέσον ἔπλασες κ’ ἐσωματούργησές την, | ὑπὲρ ἀνθρώπων ἔδωκες πᾶσαν κοπὴν καὶ θέσιν. Ἔχει μαλλία χρυσαφωτά, ἴσα τῆς ἡλικιᾶς της, ὡς χόρτον εἰς παράδεισον, ὡς σέλινα εἰς κῆπον, οὕτως εἶχε τὸ δάσωμα τῶν ὀμαλλίων ἡ κόρη, νὰ εἶπες ὅτι Χάριτες αἱ σύνολαι τοῦ κόσμου ἐπάνω της ἐκάθισαν κ’ ἐθήκασιν κατούναν. Οἱ μήνιγγές της ἐκ παντὸς χωρὶς ἀμφιβολίας ἔχουν τὸ ἀποτύπωμα τὸ σὸν χρυσοποικίλον. Νὰ ρίψῃ τις τὸ βλέμμαν του νὰ εἶδεν ὀφθαλμούς της, πάραυτα τὴν καρδίαν του σύρριζον ν’ ἀνασπάσουν· εἰς τὸν βυθὸν τῆς λίμνης σου ἀπέσω κολυμβοῦσι μικρὰ − μικρὰ ἐρωτόπουλα, δοξεύουν, μέσα παίζουν. Ὀφρύδια κατάμαυρα ἐφύσησεν ἡ Τέχνη, γιοφύρια κατεσκεύασεν ἀπὸ πολλῆς σοφίας. Οἱ Χάριτες ἐχάλκευσαν τὴν μύτην τῆς ὡραίας, στόμα Χαρίτων, Χάριτος δόντια μαργαριτάρια. Μάγουλα ροδοκόκκινα, αὐτόβαπτα τὰ χείλη· | ἐμύριζε τὸ στόμαν της χωρὶς ἀμφιβολίας. Στρογγυλομορφοπίγουνος, ὑπερανασταλμένη, λευκοβραχίων, τρυφερά, τράχηλος τουρνεμένος, ἡ μέση της ὁλόλιγνη μετὰ μεγάλης τέχνης, ἁπλῶς ὡς λεπτοκάλαμον ἐκατασκεύασέν την, τὸ κλίμα τοῦ τραχήλου της καὶ τὸ ὑπολύγισμά της. Σῶμα καὶ γὰρ ἐξαίρετον ἐκ τῆς συνθέσεώς της, νὰ εἶπες ὅτι Χάριτες ἐξέρχονται ἀπ’ αὔτην. Ὡς τροχὸς ἐτροχάλευσε τὴν βρύσην ὁ τεχνίτης. Τὸ στῆθός της παράδεισος ἐρωτικὸς ὑπάρχει, τὰ μῆλά της ἐφέγγασιν ἀπὸ ψιλῆς θεωρίας, τὸ βλέμμα πάνυ θαυμαστὸν καὶ ἡ πορπατηξιά της· ὅταν γυρίσῃ ἀπόκοτα καὶ ἴδῃ ἐπάνω κάτω, θερίζει σου τὴν αἴσθησιν, κόπτει σου καὶ τὴν φρόναν. Καὶ σὲ αὐτόν, ὦ βασιλεῦ, κἂν τολμηρός μου ὁ λόγος, ἂν σὲ σκιάσῃ πούπετις, σύμπτερος νὰ κατέβῃς»!","λεπτολόγησέ = περίγραψε με λεπτομέρεια και ακρίβεια τερπνὰ = αυτά που προκαλούν ευχαρίστηση ἀντέφησεν = απάντησε, αποκρίθηκε ἐκαλοδώρησέν = δωρίσε πλουσιοπάροχα κενοδόξισμά = καύχημα, δόξα μήνιγγές = οι κρόταφοι, τα μηλίγγια (ενν. ο μήλιγγας) αὐτόβαπτα = που έχουν φυσικό χρώμα λευκοβραχίων = που έχει άσπρους βραχίονες ὑπολύγισμά = το λύγισμα από κάτω",,Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου,Ανώνυμος Οι δύο νέοι συναντιούνται για πρώτη φορά από κοντά (στ. 806-828),"Ο Βέλθανδρος ξυπνά και καταλαβαίνει ότι όλα όσα προηγήθηκαν ήταν ένα όνειρο. Αποφασίζει να φύγει από το κάστρο αναζητώντας τη Χρυσάντζα, της οποίας το όνομα είχε δει στην επιγραφή. Μόλις φτάνει στην Αντιόχεια, συναντιέται τυχαία με τον βασιλιά και πατέρα της Χρυσάντζας και, αφού καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του, μπαίνει στην υπηρεσία του. Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν σεμβαίνει εἰς ταμεῖον ὁ Βέλθανδρος καὶ χαιρετᾷ τὴν ρήγαινα καὶ ρήγαν καὶ τὴν Χρυσάντζα τὴν λαμπράν, τὴν θυγατέρα τούτων. Ὡς γοῦν ἐκατεσκόπησε τὸν | Βέλθανδρον ἡ κόρη, μόναυτα τὸν ἐγνώρισεν ὅτ’ ἔνι αὐτὸς ἐκεῖνος ὁποὺ ἀπῆρε τὸ βεργὶν ἀπὸ τὰς χεῖρας τούτου, ὅταν εἰς Ἐρωτόκαστρον ἡ σύγκρισις ἐγίνη. Ὑπερενδέχετο δ’ αὐτὴ ν’ ἀκούσῃ καὶ ὄνομάν του, ὡς δ’ ἤκουσε τὸ «Βέλθανδρε» ἐκ τοῦ ρηγὸς τὸ στόμα, σύρριζον τὴν καρδίαν της ἐνέσπασεν ὁ λόγος καὶ παρευθὺς ἐγένετο ἐρωτοπλουμισμένη. Εἶδεν ἐκεῖνος, πάλιν δὲ ἐγνώρισε τὴν κόρην, ἐκείνη δὲ τὸν Βέλθανδρον ἐκατεσκόπησέ τον· σημάδια τοῦ προσώπου του, τὰ ἃ εἶχεν εἰς νοῦν της, εἶδε κ’ ἐκαλογνώρισεν, ὅλα πιστώθηκέν τα, ἐμνήσθηκε καὶ τὸ βεργίν, μᾶλλον καὶ συντυχίας, ἅσπερ ὡμίλει μετ’ αὐτὴν καὶ μὲ τὰς ἄλλας κόρας, ὁμοῦ εἰς Ἐρωτόκαστρον, λοιπὰς τριάντα ἐννέα. Ἔκτοτε τὴν ἐγνώρισιν ἐποῖκαν μὲ σημεῖα, κανεὶς οὐδὲν ἐγίνωσκε κρυφοκαμώματά των. Καὶ δύο δὲ παρέδραμον, κανεὶς οὐκ ἐπενόει, | δύο μησὶ καὶ σὺν αὐτοῖς ἄλλους τε χρόνους δύο εἶχαν κρυφὰ πονέματα τῆς ἐρωτοληψίας.","ταμεῖον = το ξεχωριστό δωμάτιο ἐκατεσκόπησε = παρακολούθησε κρυφά, προσπαθώντας να παρατηρήσει τις κινήσεις και τις ενέργειές του χωρίς να γίνει αντιληπτή Ὑπερενδέχετο = είναι πιθανό να περίμενε ἐρωτοπλουμισμένη = ερωτευμένη συντυχίας = συζητήσεις, συνομιλίες παρέδραμον = απέφευγαν να τα αναφέρουν (ενν. τα «κρυφοκαμώματα»)",,Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου,Ανώνυμος Οι δύο νέοι αποφασίζουν να φύγουν μακριά για να ζήσουν μαζί (στ. 1060-1089),"Αφού συντελείται η αναγνώριση μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, ακολουθούν οι μυστικές συναντήσεις τους. Μετά από μία τέτοια, ο Βέλθανδρος συλλαμβάνεται. Στην προσπάθειά της να τον σώσει, η Χρυσάντζα καταστρώνει σχέδιο με το οποίο υποστηρίζουν ότι ο Βέλθανδρος είναι ερωτευμένος με την πιστή της υπηρέτρια, τη Φαιδροκάζα. Ο βασιλιάς δέχεται τις εξηγήσεις τους και προτείνει να τον παντρέψει με τη θεραπαινίδα. Οι συναντήσεις, όμως, των δύο ερωτευμένων νέων συνεχίζονται με τη βοήθεια της Φαιδροκάζας. Εἶτα δειμαίνει Βέλθανδρος, κλονεῖται τῇ καρδίᾳ, συνεταράχθη τὴν ψυχὴ καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν του καὶ προσθαρρεῖται τὴν βουλὴν αὑτοῦ πρὸς τὴν Χρυσάντζα· «Καὶ ἄκουσον, κυρία μου, καὶ πρόσχες μου τοὺς λόγους· ἀφ’ οὗ καιροῦ ἐμίχθημεν δέκα ἐπεράσαν μῆνες, καὶ τὸ ἔνι ἀναμέσον μας κανεὶς οὐδὲν τὸ ξεύρει, εἰμὴ τὰ τρία παιδόπουλα καὶ αὐτὴ ἡ Φαιδροκάζα. Λοιπὸν φοβοῦμαί την αὐτήν, φοβοῦμαι καὶ τοὺς παῖδας, δειμαίνω τὴν βαγίτσα σου μὴ ἀλλά | ξᾷ τὴν βουλήν της καὶ μεταστρέψῃ τὸν σκοπὸν καὶ πᾷ καὶ καταβάλῃ, ἢ καὶ τοὺς παῖδας τοὺς ἐμοὺς ἐχθρὸς τινὰς χαυνώσῃ καὶ ταῦτα τὰ καμώματα μάθῃ τα ὁ πατήρ σου, κἀμὲ ψηφίσῃ θάνατον πικρὸν κατὰ τῆς ὥρας, σὲ δέ, κυρία, ἐντροπὴ καὶ ψόγος οὐκ ὀλίγος. Λοιπὸν ἔλα νὰ φύγωμεν ἀψοφητὶ καθόλου, σιγά, κρυφὰ καὶ ἀνόητα, κανεὶς μὴ τὸ νοήσῃ. Βασίλεια χάνεις, λυγερή, βασίλεια νὰ εὕρῃς». Χρυσάντζα ὡς ἐγροίκησεν, ἀλλὰ καὶ Φαιδροκάζα, καὶ πρὸς ἐκείνην τὴν βουλὴν ἐνεργοῦσι κἀκεῖναι καὶ τὸν καιρὸν ἐγύρευον τὸ πότε ν’ ἀποδράσουν· ἐδείμαινον μὴ νοηθοῦν καὶ κρατηθοῦν ἀτίμως. Μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν μερῶν κἂν δεκαπέντε, ἦλθε καιρὸς κ’ ἠθέλησεν ὁ ρήγας νὰ ἔβγῃ ἔξω καὶ παίρνει καὶ τὴν ρήγαινα εἰς περιδιάβασίν των· καὶ τὴν Χρυσάντζαν εἴπασιν νὰ πᾷ νὰ ξεφαντώσῃ, ἐκείνη δὲ πρὸς τὴν βουλὴν ἔπεσε, τάχα ἠσθένει· ἀφῆκέν την ὁ | ρήξ αὐτὴν ὡς δι’ ἀνάπαυσίν της. Καὶ ἐξοπίσ’ ὁ Βέλθανδρος μετὰ καὶ τῆς Χρυσάντζας, ὁμοῦ καὶ τὰ παιδόπουλα, ἔτι κ’ ἡ Φαιδροκάζα τὴν νύκταν ἐκινήσασι, κανεὶς μὴ τοὺς νοήσῃ.","δειμαίνει = φοβάται καταβάλῃ, = κατηγορήσει χαυνώσῃ = χαλαρώσει ἀψοφητὶ = αθόρυβα καθόλου, = εντελώς, τελείως (επίρρ., σε καταφ. πρόταση)",,Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου,Ανώνυμος Η περιπέτεια των δύο πρωταγωνιστών και ο πνιγμός των φίλων τους (στ. 1101-1117),"Για δέκα μήνες, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Βέλθανδρος, οι δύο νέοι συναντιούνται κρυφά με τη βοήθεια της Φαιδροκάζας. Ο ήρωας αποφασίζει ότι η καλύτερη λύση και για τους δύο είναι να απομακρυνθούν από το βασίλειο της Αντιόχειας και να πάνε στη δική του πατρίδα. Η Χρυσάντζα συμφωνεί και καταστρώνουν το σχέδιο διαφυγής τους, το οποίο τίθεται σε εφαρμογή μόλις οι γονείς της ηρωίδας λείψουν προσωρινά από την επικράτειά τους. Οι δύο νέοι, μαζί με τους φίλους τους, ξεκινούν το ταξίδι τους και από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η περιπέτειά τους. Τέως εἰς τὸ ξημέρωμα εὑρήκασιν ποτάμιν, ἐπέρασεν ὁ Βέλθανδρος, ἀπῆγεν εἰς τὸ ἄλλον μέρος, ὁμοίως καὶ ἡ συντροφιὰ ἡ τούτου ἐξοπίσω. | Καὶ φεῦ καὶ πάλι ἀλλοίμονον! Οὐαί! Τί τοὺς συνέβη; Ἐκύκλωσεν ὁ ποταμὸς κ’ ἐκαταπόντισέν τους, ἡ Φαιδροκάζα ἐπνίγηκε μετὰ τῆς ἡμιόνου, τὰ τρία του παιδόπουλα μετὰ τῶν ἰππων τούτων. Ὁ Βέλθανδρος ἐδιάβηκεν, ἐπέρασεν ἐκεῖθεν, ἐξεγυμνώθην, ἔφθασε κοντὸ εἰς τὸ πνιγῆναι, μόλις ἐσώθην εἰς τὴν γῆν γυμνὸς μὲ τὸ βρακίν του· τὰ πάντα ὅλα ἔχασε, τὸν ἵππον καὶ τὰ ροῦχα, καὶ εἰς τὸ μέρος τὸ δεξιὸν ὥσπερ νεκρὸς ἐρρίφθην, ἡμιθανὴς εὑρίσκετον εἰς γῆν ἐξαπλωμένος. Χρυσάντζα δ’ ἐξ ἀριστερᾶς τοῦ ποταμοῦ ἐρρίφθη, ἡμιθανής, ὁλόγυμνη, εἰςγῆνἐξαπλωμένη. Καὶ τότες ἐπληρώθηκε τὸ μοιρογράφημά του, τὸ ὅπερ ἐθεάσατο ἐν τῷ Ἐρωτοκάστρῳ.","ἐκαταπόντισέν = καταβύθισε, έπνιξε μετὰ τῆς ἡμιόνου = μαζί με το μουλάρι (πρόθ. μετά + γενική) μοιρογράφημά = το γραμμένο από τη μοίρα, και συνεκδοχικά η μοίρα, το πεπρωμένο",,Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου,Ανώνυμος "Η Χρυσάντζα θρηνεί τον Βέλθανδρο, επειδή νομίζει ότι πέθανε (στ. 1149-1185)","Μόλις συνέρχεται ο Βέλθανδρος, επιχειρεί να βρει τη Χρυσάντζα. Αντί γι’ αυτήν εντοπίζει τη Φαιδροκάζα πεθαμένη. Την ίδια στιγμή και η Χρυσάντζα αναζητά τον σύντροφό της και θρηνεί όταν βρίσκει νεκρό τον έναν από τους τρεις στρατιώτες του Βέλθανδρου, επειδή νομίζει ότι είναι ο αγαπημένος της. Νομίζων ὅτι ὁ Βέλθανδρος ἦν ὁ ἀποθαμένος διότι καὶ τὸ ροῦχόν του μετὰ σπαθὶν Βελθάνδρου κἀκεῖ ταῦτα εὑρέθησαν ὅπου νεκρὸς ἐκεῖτο, πιάνει, σύρει, θεωρεῖ, κατασκοπᾷ τὸ σῶμα, πιστεύεται, ὡς τὸ δοκοῦν, Βέλθανδρος ἦν ὁ νέκυς καὶ ἀφ’ τὴν θλῖψιν | τὴν πολλὴν ἀναίσθητος ἐγίνη, σύρριζον τὴν καρδίαν της ἀνέσπασεν ἡ λύπη. Καὶ μόλις ἐσυνέφερε τὸν νοῦν της ἡ Χρυσάντζα, ἤρξατο κλαίειν κλάηματα, ἔλεγε μοιριολόγιν· «Βέλθανδρε, φῶς μου, μάτια μου, ψυχή μου καὶ καρδιά μου, νεκρὸν καὶ πῶς σὲ θεωρῶ, ἄπνουν καὶ πῶς σὲ βλέπω; Ἀντὶ στρωμάτων τε λαμπρῶν βασιλικῆς τε κλίνης Καὶ πέπλων μαργαρόστρωτων οἶς ἔδει σε σκεπάζειν, κεῖσαι εἰς ἄμμον ποταμοῦ οὕτως γεγυμνωμένος! Ποῦ τοῦ πατρός σου ὁ κλαυθμός, ποῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τῶν συγγενῶν σου τῶν λαμπρῶν, ποῦ καὶ τῶν μεγιστάνων; Οἱ δοῦλοι καὶ δουλίδες σου νὰ κλαύσουν, νὰ θρηνήσουν; Καὶ ποῦ ὁ ρὴξ καὶ ρήγαινα, πατὴρ ἐμὸς καὶ μήτηρ νὰ συνθρηνήσουν μετ’ ἐμοῦ καὶ νὰ μὲ συμπονέσουν; Καὶ ποῦ τὸ παρηγόρημα πασῶν τῶν ἰδικῶν μου; Ἀπὸ τοὺς ὅλους συγγενοὺς ἐγὼ ὑπάρχω μόνη, ἡ δυστυχής, ἡ ἐλεει | νὴ καὶ κακομοιρασμένη! Καὶ τί νὰ ποίσω τάλαινα; Τί νὰ γενῶ, ἡ ξένη; Καὶ ποία στράτα, ποίαν ὁδόν, ποῦ πορευθῶ ἡ ἀθλία; ῎Εδε ὁπού ’παθα κακόν, μυστήριον πού μ’ ἐγίνην! Ὢ θαῦμα, πῶς νὰ γίνωμαι; Τι πράξω, τί ποιήσω; Πῶς οὐκ αἰσθάνομαι, καλέ, τὰς λαμπροχάριτάς σου, παράξενέ μου Βέλθανδρε, ἐρωτικέ μου αὐθέντα; Ἂς σφάξω τὴν καρδίτσα σου, ἂς συνθαπτῶ μετὰ σου, συναποθάνω μετὰ σοῦ κ’ εἰς Ἅδην συγκατέβω παροὺ νὰ ζήσω ἐπώδυνα τὸν ἅπαντά μου βίον! Οὐαί μοι τὴν ταλαίπωρον! Τί νὰ γενῶ οὐκ οἶδα· οὐαί, παπαῖ, βαβαί, βαβαί! Ποῦ τὸ λαμπρόν μου γένος»; Καὶ ταῦτ’ εἰπὼν ἐξήπλωσεν χαμαὶ νενεκρωμένη, ἔπεσ’, ἐλιποθύμησεν ἐκ τοῦ πολλοῦ τοῦ πόνου· τὸ δὲ τρυγόνιν ἔφερε νερὸν μὲ τὰ πτερά του, τὴν κόρην ἐκατάβρεξεν, ἀνέζησεν αὐτίκα.","νέκυς = ο νεκρός μαργαρόστρωτων = που είναι στολισμένα με μαργαριτάρια κλαυθμός = θρήνος τῶν μεγιστάνων = αρχόντων τάλαινα = η δύστυχη ἀνέζησεν = ζωντάνεψε ξανά αὐτίκα = αμέσως, στη στιγμή (επίρρ.)",,Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου,Ανώνυμος Η σωτηρία των δύο νέων και ο γάμος τους (στ. 1305-1348),"Η Χρυσάντζα, αφού έχει θρηνήσει για τον αγαπημένο της, ετοιμάζει έναν λάκκο για να θαφτούν και οι δύο μαζί. Ξαφνικά, όμως, ακούει τη φωνή του Βέλθανδρου που την αναζητά και συναντιούνται. Πλέον έχουν μείνει οι δυο τους, χωρίς τους συντρόφους τους, που είναι όλοι νεκροί. Τους εντοπίζει ένα καράβι που περνά τυχαία από εκεί και στο οποίο επιβαίνουν απεσταλμένοι του πατέρα του Βέλθανδρου, που είχαν βγει προς αναζήτησή τους. Ο ήρωας μαθαίνει ότι ο αδερφός του έχει πεθάνει και ότι πρέπει να επιστρέψει πίσω για να αναλάβει τον θρόνο. Αποκαλύπτει την ταυτότητά του και γυρνά πίσω στην πατρίδα του. Εἶχεν εὔφορον ἄνεμον καὶ μέσα εἰς πέντε μέρας ἔφθασαν εἰς τὰ ἴδια των, | ἔρραξε τὸ καράβι ἔστεσαν φλάμμουρα πολλὰ μετὰ βοῆς μεγάλης· μανδάτα πᾶσιν σύντομα, φθάνουν πρὸς τὸ παλάτιν, δίδουν πρὸς τὸν Ροδόφιλον ἔκλαμπρα συγχαρίκια, ὅτι τὸν πορφυρόβλαστον Βέλθανδρον τὸν υἱόν του ἂς δράμῃ, ἂς τὸν δέξεται καὶ ἂς τὸν περιλάβῃ· ἐστράφην ἀφ’ τὰ ξένα του, ἦλθε στὰ γονικά του μὲ τὸ καράβιν τό ’στειλε νὰ πᾷ γυρεύοντά τον· εὗρε καὶ ἔφερεν αὐτὸν μετὰ καὶ τῆς Χρυσάντζας, ρηγὸς μεγάλου θύγατηρ μεγάλης Ἀντιοχείας. Ὁ γέρων ὡς ἐγροίκησε τὰ ἔκλαμπρα μανδάτα, ἀπὸ τοῦ θρόνου του πηδᾷ, τοὺς ἄρχοντας συνάγει καὶ ψίκι μέγα, θαυμαστὸν ἐποίκασιν ἐτότες. Μεγάλως τὸν ἐδέχθησαν μετὰ χαρᾶς οἱ πάντες. Ὁ δὲ πατὴρ ὡς ἔβλεψε Βέλθανδρον τὸν υἱόν του, ἠσπάσατο ἐνήδονα, ἐκατεφίλησέν τον, τὴν δὲ Χρυσάντζα τὴν ὡριὰν ἠσπάσατο κἀκείνην. Γυναῖκες τὴν ἐψίκευσαν, ἀρχόντισσες μεγάλες· μεγάλως ἐσυντρό|φευσαν, ἐψίκευσαν ἐνδόξως, ἐτίμησαν, ἐδόξασαν, εἶπον· «Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ βασιλέως τὸν υἱὸν μετὰ τῆς βασιλίσσης!» Τὸ πούπολον ἐχάρηκεν, ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι. Ὁ βασιλεὺς Ροδόφιλος ἐσκίρτησεν, ηὐφράνθη· παιγνίδια εἶχε περισσὰ μουσικὰ καὶ ὡραῖα. Τὸν πίσκοπον ἐκάλεσε μετὰ τοὺς κληρικούς του καὶ στέφος περιτίθησι τοῦ γάμου καὶ τοῦ κράτους ἐπὶ τὰς δύο κεφαλὰς Βελθάνδρου καὶ Χρυσάντζας. Νυμφίος δ’ ἀναγορευθεὶς ὁμοίως καὶ αὐτοκράτωρ, μετὰ συγκλήτου καὶ λαοῦ βασιλεὺς κατεστάθη ὁ Βέλθανδρος καὶ βασιλὶς ἡ κόρη ἡ Χρυσάντζα. Ἐπαῖξαν τὰ παιγνίδια, ὡς εἶχαν κατὰτάξιν καὶ τὰ φαγία ἕτοιμα κ’ ἐκάτσασιν κ’ ἐφάγαν. Ὁ βασιλεὺς Ροδόφιλος τοὺς πάντας οὕτως λέγει· «Γινώσκετε, οἱ ἄρχοντες καὶ πάντες μεγιστᾶνοι, ηὕρηκα τὸ γεράκι μου, τὸ εἶχ’ ἀπολυμένον, ὁ δὲ νεκρός μου ἐγύρισεν ἐξ Ἅδου τοῦ πυθμένος!» | Καὶ ταῦτα μὲν ἐνταῦθά μοι καὶ μέχρι τούτων στήτω, ἡμεῖς δὲ τοῦ Παροιμιαστοῦ ἀκούσωμεν τὸν λόγον· Ἐὰν τὰ πρῶτα ἦν καλά, κακὰ δὲ τὰ ἐξ ὑστέρου, ὡς λέγει αὐτὸς ὁ φρόνιμος, ὅλα κακὰ ὑπάρχουν· εἰ δ’ ἔνι ὀπίσω τὰ καλὰ ἐν τῷ τέλει τοῦ βίου, ὅλα καλὰ ὑπάρχουσι καὶ μυριοευλογημένα. Καὶ λέγω τὸ «ἀμήν, ἀμὴν» καὶ παύομαι τὸν λόγον.","εὔφορον = ευνοϊκό (προκ. για άνεμο) φλάμμουρα = πολεμικές σημαίες που καταλήγουν στις άκρες σε γλώσσες ἂς δράμῃ = ας τρέξει ἂς τὸν περιλάβῃ = ας τον αγκαλιάσει ψίκι = η νυφική πομπή ἠσπάσατο = αγκάλιασε ἐνήδονα = με ευχαρίστηση ὡριὰν = ωραία, όμορφη Τὸ πούπολον = Ο λαός παιγνίδια = εδώ είναι τα μουσικά όργανα",,Διήγησις εξαίρετος Βελθάνδρου του Ρωμαίου,Ανώνυμος Abstract,"Έρωτική μυθιστορία της παλαιολόγειας περιόδου που διασκευάζει το δημοφιλές γαλλικό ιπποτικό μυθιστόρημα Pierre de Provence et la Belle Marguelonne. Η αρχική της σύνθεση τοποθετείται κάπως αόριστα στον 15ο αιώνα και αποτελεί το μοναδικό έργο του είδους του που σώζεται τόσο σε ανομοιοκατάληκτη όσο και σε μεταγενέστερη ομοιοκατάληκτη μορφή. Το κείμενο γνώρισε πλούσια διάδοση, χειρόγραφη και προπαντός έντυπη, καθώς με τη μορφή της ριμάδας αποτέλεσε ένα από τα διαχρονικότερα ψυχαγωγικά αναγνώσματα του νέου ελληνισμού.",,,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης,Ανώνυμος Πρόλογος και παρουσίαση των ηρώων (στ. 13-52),"Στους στίχους 1-12 παρατίθεται ο μονόλογος του αφηγητή της ιστορίας, ο οποίος μας πληροφορεί ότι θα αφηγηθεί τις περιπέτειες του Ιμπέριου. Κλείνοντας τον πρόλογο, ζητά προκαταβολικά συγγνώμη, αν υπάρξει κάποιο λάθος σε όσα θα εξιστορήσει. Με το ακόλουθο απόσπασμα ο αφηγητής συστήνει στους αποδέκτες της ιστορίας τον πρωταγωνιστή Ιμπέριο. Ἄνθρωπος μέγας, θαυμαστός, ῥήγας τετιμημένος, εἰς τὴν Προβέντζαν ἤτονε, μυριοχαριτωμένος. Εἶχεν φουσσάτα ‘πέρλαμπρα, πλῆθος τὸ πεζικόν του, καὶ ἄλλα πανυπέρλαμπρα τὸ καβαλλαρικόν του. Ἀγάπα δὲ περὶ πολλοῦ νέους χαριτωμένους, χαρίσματά ’διδε πολλὰ νἄχῃ τοὺς ἀνδρειωμένους. Δουκάτα εἶχεν πάμπολλα, ὁσά ῥιζεν ἀτός του, ἄλλος οὐδὲν εὑρίσκετον ’ς τὸ πλοῦτος ὅμοιός του. Ἦτον πολλὰ βεργετικὸς καὶ ξακουστὸς ὡς ἄλλος, ξεχωριστὸς καὶ φρόνιμος, εἰς χάριταις μεγάλος. Μόνον νὰ ἔβλεπεν τινὰν καλὸν εἰς τὴν καβάλλα, δουκάτα τὤδιδεν πολλά, χρυσά τε καὶ μεγάλα. Ἦτον δὲ πάνυ θαυμαστὸς, μέγας, ἀνδρειωμένος, καὶ περισσὰ πανέμμορφος, τοῦ κονταριοῦ ’ξιωμένος. Οὐδεὶς ἐκ τὰς παραταγάς, ἀπ’ ὅλον τὸ φουσσάτο, τοῦτον οὐδὲν εὑρέθηκεν νὰ τόνε βάλῃ κάτω. Ἔβλεπεν τὰ φουσσάτα του καὶ τὰς παραταγάς του, τὴν παρρησίαν τὴν πολλήν, πλοῦτον καὶ τὰς τιμάς του. Εὐφραίνετον κὴ ἀγάλλετον πῶς εἶχεν ξωρθωμένα τὰ παλληκάρια τἄμμορφα καὶ τὰ χαριτωμένα. Καὶ ἡ λαμπρὰ καὶ θαυμαστὴ αὕτη ἡ σύζυγός του, κάστρη καὶ χώρας εἴχασιν γι’ αὐτὴν τὸ ἐδικός του. Ἄλλη οὐκ ἦτον σὰν αὐτὴν εἰς εὐγένειαν κτισμένη, εἰς κάλλος καὶ εἰς ἀρχοντιὰν ἤτονε τιμημένη· ἀνδρόγυνον ὀρεκτικόν, ’ς τὸν κόσμο ἠγαπημένον, τὴν κρίσιν τους ἐκάμνασιν, σὰν ἦτον τὸ γραμμένον· καὶ κάμασιν εἰς ἀριθμὸν σωστοὺς σαράντα χρόνους, ἄτεκνοι τοὺς ἐπέρασαν, εἶχαν μεγάλους πόνους. Εἶχαν καρδίαν φλογερὴν καὶ τὴν μεγάλην λύπη καὶ πόνους ἀναρίθμητους πῶς τέκνον τοὺς ἐλλείπει. Καὶ πλήρωμαν τῶν ἡμερῶν καὶ τῶν σαράντα χρόνων χάριν τοὺς ἔποικεν θεός, ἔπαψέν τους τὸν πόνον, ἀξίωσεν τὴν ῥήγισσαν σὲ κεῖνον ὁποῦ πόθει καὶ τὴν γαστέραν ἔπλησεν, ἤγουν καὶ ἐγγαστρώθη. Χαρὰν εἶχαν ἀνώδυνον, χαιρόμενοι, σκιρτῶντες, παιγνίδια παίζανε πολλά, εὔμορφα τραγουδῶντες. Λέγω ἀφ’ οὗ συνέλαβεν ἡ κόρη τὴν γαστέραν, εἶχαν χοροὺς καὶ σκιρτισμοὺς ἅπαντες κάθα ̔μέραν· ἐγέννησεν γὰρ τὸν υἱόν, τὸν θαυμαστὸν αὐτῆνον, Ἠμπέριον τὸν ἔβγαλαν εἰς ὄνομαν ἐκεῖνον.","φουσσάτα = στρατεύματα, ομάδες ενόπλων Δουκάτα = είδος νομίσματος παραταγάς = παράταξη, οι γραμμές της μάχης ξωρθωμένα = έτοιμα",,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης,Ανώνυμος Κονταροχτύπημα μεταξύ του Ιμπέριου και του Αλαμάνου (στ. 421-514),"Μετά τη γέννηση του Ιμπέριου, η χαρά στο παλάτι είναι μεγάλη. Μέλημα όλων είναι η σωστή ανατροφή του. Μεγαλώνοντας γίνεται ένας όμορφος και έξυπνος νέος, ο οποίος είναι ικανός και στη στρατιωτική τέχνη. Κάποια στιγμή, κρυφά από τον πατέρα του, αποφασίζει να κονταροχτυπηθεί με έναν ξένο που παρουσιάζεται στο βασίλειό τους. Ο Ιμπέριος νικά, αλλά ο πατέρας του, δυσαρεστημένος με την πρωτοβουλία του νέου, του απαγορεύει στο εξής να παίρνει ανάλογες αποφάσεις. Ο ήρωας αποφασίζει τότε να φύγει μακριά, αφήνοντας πίσω τους γονείς του να θρηνούν για την απόφασή του. Κάποια στιγμή φτάνει στην Ανάπολη (Νεάπολη της Ιταλίας), ο βασιλιάς της οποίας είχε μια κόρη με το όνομα Μαργαρώνα. Η πριγκίπισσα ζητά από τους γονείς της να οργανώσουν κονταροχτύπημα και τους δηλώνει ότι ο νικητής θα γίνει άντρας της. Ο Ιμπέριος αποφασίζει να συμμετάσχει και ο ίδιος, έτσι η αφήγηση καταλήγει στην έφιππη μονομαχία του με τον Αλαμάνο, η οποία παρουσιάζεται στο παρακάτω απόσπασμα. Ἠμπέριος ἀρματώθηκεν, σὰν ἦτον μαθημένος, ἄρματα ἡλιόλαμπρα, ὡσὰν ζωγραφισμένος, ἐφόρει καὶ ’ς τὴν κεφαλὴν κασσίδιν ὡρῃωμένον, κόρακαν εἶχεν πλουμιστὸν ’ς τὴν τροῦλλαν χρυσωμένον· εἰς τοῦ πουλιοῦ τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν κορφὴ ἀπάνω, εἶχεν τοῦ παγωνιοῦ πτερόν, καθὼς τὸ ἀθιβάνω, βαμμένον κιτρινόχρυσον, τοῦτό ’χε τὸ σημάδι Ἠμπέριος εἰς τ’ ἄρματα, ἀπάνω ’ς τὸ τζελάδι. Ἀπὸ μακρὰ ἐπήδησεν κ’ ηὑρέθη καβαλλάρης, βαστᾷ κοντάριν ὤμορφον, ἦτον μεγάλης χάρης, ἔβγαλεν τὸ τζελάδιν του ἀπὸ τὴν κεφαλήν του, καὶ πῆγε καὶ προσκύνησεν τὸν ῥήγαν ’ς τὴν αὐλήν του. Εἶχεν θωριὰν ἀγγελικήν, μεγάλην σωφροσύνην, τὴν γνῶσιν γὰρ καὶ τὴν ἀνδρειὰν καὶ τὴν ταπεινοσύνην. Ὅσοι τὸν εἶδαν, εἴπασιν· «καὶ τίνος σουσουμνιάζει; τινὰς οὐδὲ εὑρίσκεται ἐκεῖ νὰ τοῦ καλλιάζῃ.» Ἡ Μαργαρῶνα ἔβλεπεν Ἠμπέριον ’ς τὴν τζόστρα, σὰν νἆχε ’δεῖν τὴν Παναγιάν, ποῦ λέσιν ψυχοσῶστρα, ἐσπάραξαν τὰ μέλη της, ὅτι δὲν τὸ πεθύμα, σὰν νἄθελεν ἀνασταθῆν τὴν ὥραν ἐκ τὸ μνῆμα· καὶ δένει τὰ χεράκια της κ’ ἔκλινεν τὸ κεφάλι· «κύριε, πάτερ, βασιλεῦ, ἤτις ἐπαρεκάλει, βοήθα τὸν Ἠμπέριον νικήσει τὸ κοντάρι, καὶ Ἀλαμάνον ποίησε τὴν ἐντροπὴν νὰ πάρῃ.» Καὶ Ἀλαμάνος παρευθὺς Ἠμπέριον γνωρίζει, αὐτὴν τὴν ὥραν πάρθηκεν καὶ παραμουρμουρίζει· «λαμπρὸς ἔναι σὰν ἄγγελος, λέγει, καὶ παλληκάριν, γνωρίζω τον ἀπὸ μακρὰν πῶς ἔχει αὐτὴν τὴν χάριν.» Ὁρίζει ῥήγας πάραυτα ὅλον του τὸ φουσσάτο νὰ ποίσουσιν παράμερα ὅλοι ἀπάνω κάτω, διὰ νὰ πολεμήσῃ γὰρ Ἠμπέριος ἀπάνω, καὶ νὰ κτυπήσουν κονταραῖς μετὰ τὸν Ἀλαμάνο. Ἐδώκασιν τὰ βούκινα καὶ ὅλα τὰ παιγνίδια, τρουμπέτταις, ἄλλα μουσικὰ καὶ ὄργανα πιτήδεια· καὶ πάγει εἰς τὴν μιὰν μερὰν καὶ ἕτερος ’ς τὴν ἄλλη, καὶ πιλαλοῦσιν τὰ φαριὰ μὲ ὄχθρηταν μεγάλη· καὶ Ἀλαμάνος ἔδωσεν Ἠμπέριον ’ς τὸ στῆθος, ποσῶς δὲν τὸν ἐπέρασεν, σὰ νἆθεν εἶσται λίθος. Πάλιν ὀμπρὸς ἐστάθησαν, ζητοῦν νὰ πολεμήσουν, καὶ τὰ κοντάρια σταίνουσιν πρὸ μάχης νὰ κινήσουν· ἀγριόνουν τὰ φαρία τους, τὰ πτερνιστήρια κροῦσι, [καὶ] πιλαλοῦσιν τ’ ἄλογα καὶ κονταριαῖς κτυποῦσιν. Ἠμπέριος τόνε κτυπᾷ μιὰν κονταριὰν ’ς τὸ στῆθος, καὶ σύσσελον τὸν πέταξεν κάτω ’ς τὴν γῆν ’ς τὸ βύθος· τόπο πολὺν τὸν ἔσυρεν ἀντάμα μὲ τὴν σέλλα, κ’ ἐκ τὸ φηκάριν ἔβγαλε μίαν χρυσὴν κουρτέλλα, καὶ πιάνει τον ’κ τὴν κεφαλὴν καὶ τὰ μαλλιὰ τυλίσσει, τὸν Ἀλαμάνον ἤθελεν νὰ ἀποκεφαλίσῃ· ἔτζ’ εἴχασιν τὸ στοίχημα ὕστερον νὰ ποιήσῃ, εἴ τις κερδήσῃ ἐκ τοὺς δυό, ’ς τὴν τζόστρα νὰ νικήσῃ. Τρέχουσιν ἄρχοντες πολλοὶ καὶ λέσιν τὸν Ἠμπέρη, παρακαλοῦσιν τον πολλά, πιάνουν τον ἐκ τὸ χέρι· «ὁ ῥήγας σὲ παρακαλεῖ μαζὶ μὲ τὴν γυνήν του, τοῦ Ἀλαμάνου χάρισε σήμερον τὴν ζωήν του.» Ἠμπέριος τὸ φυσικὸν ὤμορφα ’πιλογήθη καὶ παιδεμμένα, βγενικά, ὡς ἔπρεπε, δηγήθη· «ἐγὼ ’ς τὸ θέλημα ῥηγὸς εἶμαι καὶ ’ς τὴν βουλήν του, τοῦ Ἀλαμάν’ οὐδὲ ποσῶς κόπτω τὴν κεφαλήν του, μὰ πάγω ’ς τὴν κατοῦνα μου, ’ς τὸ σπίτι νὰ καθίσω, τὸν Ἀλαμάνον στέλνω τον, τοῦ ῥήγα νὰ χαρίσω.» Καὶ ἡ πορφυρογέννητος ὡραία Μαργαρῶνα στέκεται ’ς τὸν πατέραν της ὡσὰν χρυσὴ κολῶνα, μὲ παίδευσιν, μὲ φρόνησιν, μὲ τὴν ταπεινοσύνην, δηγᾶται τοῦ πατέρα της, μετὰ τὴν καλοσύνην· «πατήρ μου, ῥήγα θαυμαστέ, τοπάρχα καὶ φωστῆρα, τὸ θέλημά σου δῶσε το ’ς τὴν ἐδική μου μοῖρα, τὸ ποιὸν πιστεύω σήμερον νὰ μοῦ ποιήσῃς χάριν καὶ νὰ μοῦ πάρῃς γι’ ἄντρα μου αὐτὸν τὸν καβαλλάρην, αὐτὸν ὁποῦ ἐνίκησεν τὴν ῥένταν καὶ τὴν τζόστρα, καθὼς τὸ ξεύρεις φανερὰ καὶ δείχνει το κ’ ἡ μόστρα, νὰ τὸν ἐπάρω γι’ ἄντρα μου, νἆναι μὲ τὴν εὐχή σου, ἐσὲν καὶ τῆς μαννίτζας μου καὶ μὲ τὴν ὄρεξι σου· αὐτὸν ἂν δὲν τὸ θέλετε ἄντρα μου νὰ τὸν πάρω, τὴν ὥραν ταύτην ξεψυχῶ καὶ πάγω μὲ τὸν Χάρο, καὶ σεῖς ’ς τὴν ἀφεντία σας ἂς ἦστε μοναχοί σας, καὶ τρῶτε, ξεφαντόνετε, περνᾶτε τὴν ζωή σας.» Ὡς εἶδεν ὁ πατέρας της ὁμοῦ καὶ ἡ μητέρα πῶς ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὄρεξιν δὲν τὴν ἐμεταφέρα, μηνοῦσι ’ς τὸ παλάτιον νἄρθῃ τοῦ Ἠμπερίου, ἡμέρα ἦτον κυριακή, πουρνὸν καλοκαιρίου· ἐφέραν ῥοῦχα θαυμαστά, χάσδια χρυσωμένα, βλαττία δὲ παμπλούμιστα καὶ μαργαριταρένα, παντιέραις χρυσοτζάπωταις ἀπάνω ’ς τὰ κοντάρια, καὶ δακτυλίδια χρυσὰ μὲ τίμια λιθάρια, αὐτός του στάθην εὐγενὴς ῥήγας ὁ πενθερός του, κ’ ἐντύνει τὸν Ἠμπέριον, ὁποῦ ἔγεινε γαμπρός του, λιθομαργαροζάφειρα, στολαῖς ἠγλαϊσμέναις, νἆδες ἀρχόντισσαις ἐκεῖ πῶς ἦσαν ἀλλαμμέναις, μὲ τοῦτο καὶ ἐπίσκοπος τὴν ὥραν ἀποσόνει καὶ βάστα καὶ ’ς τὴν χέραν του χαρτὶν καὶ τὸ φελώνι, καὶ πιάνει καὶ στολίζεται, τὸ «κύριε, ’λέησον» κράζει, τὸ θυμιατὸν τοῦ φέρνουσιν καὶ πιάνει καὶ θυμιάζει· εὐλόγησεν Ἠμπέριον μετὰ τὴν Μαργαρῶνα καὶ βάνει ’ς τὸ δακτύλιν της χρυσὸν τὸν ἀρραβῶνα.","κασσίδιν = περικεφαλαία τροῦλλαν = κορυφή ἀθιβάνω = μνημονεύω, μιλώ για κάτι σουσουμνιάζει = μοιάζει, έχει τα χαρακτηριστικά του καλλιάζῃ = να ξεπεράσει, να φανεί ανώτερός του τζόστρα = κονταρομαχία, μονομαχία εφίππων βούκινα = σάλπιγγες (από χαλκό ή όστρακο) πιλαλοῦσιν = καλπάζουν, τρέχουν με ορμή πτερνιστήρια = τα σπιρούνια σύσσελον = μαζί με τη σέλα του φηκάριν = θήκη σπαθιού ή μαχαιριού (κατά τη λ. θηκάρι) κουρτέλλα = μαχαίρι κατοῦνα = σκηνή, παράγκα, δωμάτιο ῥένταν = στάδιο/χώρος, όπου γίνονται οι ιπποδρομίες μόστρα = στρατιωτική επίδειξη μαννίτζας = μητέρας βλαττία = πολυτελή, μεταξωτά και πορφυρά υφάσματα [το βλαττίν] παντιέραις = λάβαρα ή σημαίες ενός αρχηγού κράτους ή αξιωματικού χρυσοτζάπωταις = χρυσοραμμένες ἠγλαϊσμέναις = λαμπρές ἀποσόνει = τελειώνει κάτι που έχει ήδη αρχίσει φελώνι = ειδικό αμάνικο άμφιο των πρεσβυτέρων",,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης,Ανώνυμος Περιπέτεια των δύο νέων και χωρισμός τους (στ. 637-666),"Οι δύο νέοι παντρεύονται. Αφού περνάει κάποιος καιρός, ο Ιμπέριος εκφράζει στη Μαργαρώνα την επιθυμία του να δει ξανά τους γονείς του. Η κοπέλα συμμερίζεται τον πόθο του και αναχωρούν κρυφά, ώστε να μην εμποδιστούν από τον βασιλιά, για τη χώρα του Ιμπέριου. Μόλις το αντιλαμβάνονται οι γονείς της, στέλνουν στρατιώτες να τους αναζητήσουν, το ζευγάρι ωστόσο καταφέρνει να διαφύγει. Κάποια στιγμή η Μαργαρώνα, αποκαμωμένη, πέφτει να κοιμηθεί. Τότε ένας αετός βλέπει ένα κόκκινο εγκόλπιο στον λαιμό της, φυλακτό το οποίο είχε δώσει στον Ιμπέριο η μητέρα του, και της το αρπάζει. Ο Ιμπέριος αναζητά τρόπο να το πάρει πίσω, αλλά η θάλασσα τον παρασέρνει. Τον εντοπίζουν σαρακηνοί κουρσάροι που τον παίρνουν μαζί τους στο Κάιρο, όπου τον αγοράζει ο σουλτάνος. Το απόσπασμα που ακολουθεί εστιάζει στην τύχη της Μαργαρώνας και την απόφασή της να ιδρύσει στην πατρίδα του αγαπημένου της, τον οποίο θεωρεί νεκρό, ένα μοναστήρι/ξενώνα για τους αδύναμους. Ἡ Μαργαρῶνα ταπεινὴ χαμένον τὸν ἐκράτει, ὡσὰν τὸν εἶδεν κῂ ἄργησεν, παίρνει τὸ μονοπάτι, περιπατῶντας θλιβερὰ κλαίει τὸν νοικοκύρην, ἡ στράτ’ αὐτὴ τὴν ἔβγαλεν εἰς ἅγιον μοναστήριν. Θωροῦσιν την ᾑ καλογραῖς πάνυ ὡραιωμένη, πολλὰ τὴν ἐξενίζουνται, κράζουν καὶ τὴν ̔γουμένη. ’Σ τὴν πρώτην τοῦ μοναστηριοῦ λαλεῖ τὴν συμφοράν της, τὸ ξένον πρᾶγμαν πὤπαθεν, κλαῖσιν τὴν χωρισάν της. Βλέπουν τὴν μοναξίαν της, πολλὰ τὴν ἐπαινοῦσιν, μὰ πάλιν τὴν παρακρατοῦν καὶ τὴν παρηγοροῦσιν. Ἡ κόρη χεῖρας ἄνοιξε, δοξάζει τῷ κυρίῳ τὸ πῶς τὴν ἐξαπέστειλεν ἐν τῷ μοναστηρίῳ. Παρακαλοῦν την καλογραῖς ἐκεῖ νὰ καταντήσῃ, καὶ κείνη δὲν ἠθέλησεν τοῦτο γιὰ νὰ ποιήσῃ, ἀλλὰ φορεῖ ὡς καλογρᾶ ῥάσα τετιμημένη, χαρίζει πράγματα πολλὰ αὐτούνην τὴν ̔γουμένη. Συνοδοιπόρους ηὕρηκεν καὶ πάγαινεν τὴν στράτα, οὐχὶ πρὸς τὸν πατέραν της, μὰ ’ς τὰ συμπεθεράτα, καὶ ’ς τὴν Προβέντζαν ἔφθασεν, εἰς τόπον ζητημένον, ποσῶς οὐκ ἡμολόγησεν πρᾶγμαν τὸ γεναμένον· ἐπῆγεν, ἐπεζήτησεν ’ς αὐτὸν τὸν πεθερόν της τόπον νὰ κάμ’ ἀνάπαψιν, περάσῃ τὸν καιρόν της, νὰ κάμῃ ἔξοδον πολλήν, νὰ κτίσῃ μοναστήριν, καὶ εἰς τὸν θάνατον αὐτῆς νἄχῃ αὐτὸν νοικοκύρην· ἐκεῖνος γὰρ τῆς ὥρισεν ὁποῦ θέλει νὰ κτίσῃ, εἰς ὅποιον τόπον χρῄζει αὐτὴ τῆς εἶπεν νὰ τ’ ἀρχίσῃ. Εὑρίσκει τόπον θαυμαστόν, κτίζει τὸ μοναστήριν, συντόμως τὸ εὐτρέπισεν μέγαν ἁγιαστήριν, ξοδιάζει πρᾶγμαν ἄπειρον, τοῦ γράφειν οὐ δυνοῦμαι, ἔναι σιμὰ εἰς τὸν γιαλόν, πῶς νὰ τὸ διηγοῦμαι.","πάνυ = πραγματικά, πολύ ἐξενίζουνται = νιώθουν έκπληξη ή θαυμασμό βλέποντάς την χωρισάν = χωρισμό νὰ καταντήσῃ = να φτάσει για να μείνει ἁγιαστήριν = άγιο τόπο",,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης,Ανώνυμος Αναγνώριση μεταξύ των δύο νέων και αίσιο τέλος (στ. 829-1046),"Στους επόμενους στίχους δίνεται έμφαση στην τύχη που είχε το εγκόλπιο. Ο αετός το ρίχνει στη θάλασσα και το καταπίνει ένα ψάρι, το οποίο στη συνέχεια πιάνεται στα δίχτυα ψαράδων και καταλήγει στο μοναστήρι της Μαργαρώνας. Όταν το παίρνει στα χέρια της η κοπέλα, το αναγνωρίζει και θρηνεί, θεωρώντας το σημάδι του χαμού του Ιμπέριου. Έπειτα, η αφήγηση στρέφεται στον νέο και τις περιπέτειές του. Στην αυλή του σουλτάνου διακρίνεται και αποκτά υψηλή θέση. Παρ’ όλες τις τιμές, αποφασίζει να αποδράσει και για δεκατέσσερις ημέρες περιπλανιέται με ένα καράβι. Μετά από μια ατυχία, ο Ιμπέριος μένει πίσω, μέχρι που τον βρίσκουν αδύναμο και ταλαιπωρημένο και τον οδηγούν στο μοναστήρι της Μαργαρώνας. Τα γεγονότα της αναγνώρισης και της ευτυχούς επανασύνδεσης του ζευγαριού περιγράφονται στο παρόν απόσπασμα. Εἰς τὴν Προβέντζαν ἔσωσαν ὁποὖν’ τὰ γονικά του, καὶ κείτεται ὁ βαρόμοιρος δίχως τὰ λογικά του· ὡς εἶδαν τὸν Ἠμπέριον πολλὰ ἀδυναμένον, πᾶσιν τον ’ς τὸ ξενοδοχειὸν τ’ ὠμορφοσκευασμένον, θωροῦσιν τον ᾑ καλογραῖς νέον ὡραιωμένον, τὴν νεότην του λυπίζουνται, πρόσωπον λαμπρυσμένον. Ἡ ῥήγισσα ἐρχέτονε πάντα ’ς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ προσκυνᾷ καὶ νὰ θωρῇ τὴν τόσην παρρησίαν· ἀλλὰ ποσῶς οὐκ ἤξευρεν ὁδιὰ τὸν υἱόν της πῶς ἔναι ’ς τὸν ξενίωνα τὸν πάμπολλ’ ἀκριβόν της. Πόλλ’ ἄρρωστος ἐκείτετον ἀπὸ τὴν ἀρρωστίαν, ’ντρέπεται νὰ φανερωθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθενείαν. Τὸν τόπον ἤξευρεν καλά, πατέραν καὶ μητέραν, τὴν Μαργαρῶνα οὐκ ἤξευρεν, ῥηγὸς τὴν θυγατέραν, οὐδὲ ἐκείνη πούπετε ἀπὸ τὴν ἀσθενειάν του δὲν τόνε βάνει κατὰ νοῦν νὰ ’δῇ τὴν γνωριμιάν του. Πολλὰ τὸν ἐκατάφερεν αὐτήν η ἀσθενεία, ἡμέραις ἔποικεν πολλαῖς μὲ τὴν ἀδυναμία· ἀπ’ ὅλους δὲ τοῦς ἀσθενεῖς μικρούς τε καὶ μεγάλους, ἐκεῖνον ἐλατρεύασιν κάλλια παρὰ τοὺς ἄλλους, ὅτι τὸν ἐθωρούσανε ὡσὰν εὐγενισμένον, καλοπιτήδειον ἄνθρωπον καὶ ἀρχοντοβγαλμένον. Ἄρχισεν νὰ ἐξασθενῇ ἡμέραν ἐξ ἡμέραν, ὅτι τὰ ξαρρωστήματα τοῦ φέρναν κάθα ̔μέραν. Καὶ μία οὖν τῶν ἡμερῶν, ὥρᾳ τῆς μεσημβρίας, ἡ Μαργαρῶνα τὸν θωρεῖ πῶς ἔναι τῆς ὑγείας, εἶδεν τον ὤμορφον, λαμπρόν, σὰν ἦτον ἀπὸ πρῶτα, θαυμάζει μόνη μοναχή, τὸν νοῦν ἐκατερώτα. Πάγει πρὸς τὸ κρεββάτιον ὁποὖτον ἀρρωστάρης, καὶ συμπονεῖ, συμπάσχει τον μετὰ μεγάλης χάρης· λέγει του μόνη μοναχή, τοιαῦτα τὸν ἐλάλει, σὰν εἶδεν καὶ ἐπέρασεν, καὶ διάβην του ἡ ζάλη· «ἡμεῖς δέ, χάριτι θεοῦ, βλέπομεν εἰς ἐσένα ὅτι ἀσθένεια ἔφυγεν σήμερον ἀπὸ σένα, ἀλλ’ οὐδὲ πάθος τίποτας ὁποῦ νὰ σ’ ἀμποδίζῃ, θαρροῦμεν πρῶτον ’ς τὸν θεὸν γλήγορα θὲς γυρίζει. Πλὴν λέγω καὶ παρακαλῶ, ἀλλότριε καὶ ξένε, νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ειότη σου τὸ ἀπὸ πόθεν ἔναι, καὶ πόθεν ἐγεννήθηκες καὶ ποὖν’ τὰ γονικά σου, καὶ χώρας ποίας ποταπῆς εἶν’ τὰ συγγενικά σου, νὰ ξεύρωμεν νὰ γράφωμεν, ξένε, καὶ πρὸς ἐσένα, ὅντα μισσέψῃς ἀπ’ ἐδῶ νὰ πάγῃς εἰς τὰ ξένα.» Τότε γὰρ ἄρχισεν αὐτὸς νὰ λέγῃ νὰ δηγᾶται ὀδύναις καὶ πικρίαις του, καὶ νὰ παραπονᾶται τὰ ἔπαθεν ἐκ τῆς ἀρχῆς εἰς ξενιτείας μέρη, ἡ τύχη του τὰ θέλησεν αὐτοῦνα νὰ τὰ φέρῃ· «ἐγὼ παραπονέθηκα ἐκ τὸν ἐμὸν πατέρα, ’ς τὴν ξενιτειὰν ἐσέβηκα, μισσεύω μιὰν ἡμέρα· ῥένταις καὶ τζόστραις ἔπαιξα, τινὰς οὐ νίκησέ με, καὶ ῥήγας τῆς Ἀνάπολης γαμπρὸν ἐποίησέ με. Εἶχεν θυγάτηρ μοναχήν, τὴν λέγαν Μαργαρῶνα, ὅλαις τὴν προσεγέρνουντα καὶ τὴν ἐκαμαρόνα· εἶχα κρυφὰ πονέματα, τὰς λύπας δὲ κρυφίως, εἶχεν καὶ κείνη πρὸς ἐμὲν ἀγάπην ἐπαξίως· πλὴν μετὰ τὸν πατέραν της εἰς μηχανιὰν ἐμπῆκεν νὰ σύρνῃ ῥένταν θαυμαστήν, τὸν ἔκαμεν καὶ ποῖκεν νὰ περμαζώξῃ τοὺς πεζοὺς καὶ τοὺς καβαλλαρέους, εἴ τις νικήσῃ ’ς τ’ ἄρματα ἐκ γέροντας καὶ νέους, ῥηγός τε καὶ τῆς ῥήγισσας ν’ ἀρέσῃ, Μαργαρώνας ἄνδρα νὰ τόνε δώσουσιν ἐκείνης τῆς τρυγόνας. Καβαλλαρέων καὶ πεζῶν πλῆθος ἐσυναχθῆκαν, μικροί, μεγάλοι, πλούσιοι ’ς τὴν ῥένταν εὑρεθῆκαν. Ἐκαβαλλίκεψα καὶ ’γὼ καὶ πῆγα γιὰ νὰ σώσω ’ς τὴν ῥέντα ὁποῦ κάμασιν καὶ κονταραῖς νὰ δώσω· ἀλλὰ μὰ τὰ καρβούνια μου, τὰ ἔχω ’ς τὴν καρδιά μου, καὶ μὰ ταῖς παραπόνεσες πὤχω ’ς τὰ σωθικά μου, τινὰς ἐκ τοὺς καβαλλαριοὺς ποσῶς ἐνίκησέ με, μικρός τε μηδὲ γέροντας ἐσυναπάντησέ με. Ἕνας εὑρέθην θαυμαστός, τὸν λέγαν Ἀλαμάνο, καὶ κονταριὰν τοῦ κτύπησα καὶ κάτω τόνε βάνω. Ὡς εἴδασιν οἱ ἅπαντες τὴν ῥέντα καὶ τὴν τζόστρα, τὸ πῶς ἐκέρδεσα ἐγὼ ὅλην αὐτὴν τὴν μόστρα, δίδουν μου τὴν θυγάτηρ τους, ὡραίαν Μαργαρῶνα, κῂ ἀφέντην ’ς τὴν Ἀνάπολιν δίδουν καὶ τὴν κορῶνα. Ἐπῆρα τὴν γυναῖκα μου καὶ ὡραίαν τοῦ καιροῦ μου, νἄρθω εἰς τὴν μητέρα μου καὶ ῥήγα τοῦ κυροῦ μου, νὰ πάρω τὴν συγχώρησιν, λέγω, ἐκ τοὺς γονεῖς μου, νὰ χαιρετήσω φίλους μου μετὰ τοὺς συγγενεῖς μου. Καὶ μέσον τὸ διάστημα τῆς στράτας καὶ τοῦ δρόμου πεζεύομεν, τί κούρασαν τ’ ἄλογα ’ς τὸ πλευρό μου, ν’ ἀναπαυθοῦμε λιγοστόν, καθίζομεν δαμάκι ’ς τὴ στράταν ὁποῦ ἤτονε βρύσι μὲ κρυὸν νεράκι. Καὶ εἶχα τὸ ἐγκόλφι μου, τὸ πῆρα ’κ τῆς μητρός μου, χαριτωμένον, θαυμαστόν, καὶ τὴν εὐχὴν πατρός μου, ’ς τὸ στῆθος γὰρ τὸ ἔθηκα τῆς θαυμαστῆς γυνῆς μου, τῆς Μαργαρώνας τῆς ὡρῃᾶς, τῆς εὐλογητικῆς μου. Λίγον ἀποκοιμήθηκεν ἐκ τὸν πολὺν τὸν κόπον ’κ τὴν τόσην στράταν ποὔρθαμεν καὶ τὸν μεγάλον τόπον. Βλέπει τὸ γκόλφιν ἀετός, φάνη του κ’ ἔναι κρέας, ἐχύθηκεν καὶ πῆρε το ἀπάνω ’πὸ μακρέας, καὶ πῆγεν καὶ ἐσέβηκεν εἰς τὸ νησὶν ἀπέσω, καὶ τζίμπαν, κατατζίμπα το, νὰ ’δῇ τὸ τί ἔχει ’πέσω. Περιπατῶ πρὸς τὸν γιαλὸν μὴ ναὕρω νὰ περάσω καμμίαν βάρκαν πούπετε νὰ πάγω νὰ τὸ πιάσω. Ηὗρα μονόξυλον μικρὸν καὶ νὰ περάσω πῆγα, ἔσυρεν ἄνεμος πολύς, ’ς τὸ πέλαγος ἐπῆγα. Κρουσάρικον μὲ ηὕρηκεν, ’ς τὸ Κάερος ὁδεύγει, σουλτάνος μὲ ἀγόρασεν, αὐτὸς μὲ πραγματεύγει. Ἀγάπα μὲ ἀπὸ ψυχῆς, ἀφέντην μὲ ἐποῖκεν, τοῦ Κάερος τοῦ θαυμαστοῦ τὴν ἀφεντιὰν ἀφῆκεν. Πολὺν καιρὸν ἀφέντευγα ’ς τὸ Κάερος ’ς τὴν χώρα. γυνῆς μου ἐνθυμήθηκα καὶ μίσσεψα τὴν ὥρα. Κλαίγω πολλὰ καὶ δέρνομαι διὰ τὴν πεθυμιά μου, ὁδιὰ τὴν γυναῖκα μου, τὴν γλυκοσυνοδιά μου, τὸ πῶς ἐμεῖνεν μοναχὴ ’ς τὰ ὄρη, ’ς τὰ βουνία, ποσῶς μαντάτ’ οὐκ ἔμαθα ἀπὸ τὴν ξενιτεία. ’Σ τὸ τέλος ἐβουλήθηκα ’τὰ ἴδια νὰ πιστρέψω, ὡραίαν Μαραγαρῶνα μου νὰ τὴν ἀναγυρέψω, νὰ μάθω ζῇ γἢ ἀπόθανε, νὰ τὸ πληροφορέσω, νὰ βάψω καὶ τὰ ῥοῦχα μου καὶ νὰ μαυροφορέσω. Καράβιν ὁποῦ μ’ ἔφερεν ἐξέβην εἰς νησάκι, ἐβγῆκα εἰς τὰ λούλουδα, ὕπνωσα ’κεῖ δαμάκι, θυμῶντας τὴν ἀγάπη μου καὶ τὴν παρηγοριά μου, τὴν Μαργαρῶνα τὴν χρυσὴν καὶ τὴν ἐπεθυμιά μου. Ἄνεμος γὰρ τοῦ καραβιοῦ καλὸς τοῦ εἶχεν πνεύσει καὶ γέρθην εἰς τὸ πέλαγος, ἐπῆγε νὰ μισσεύσῃ, καὶ ’φῆκε μὲ εἰς τὸ νησίν, τ ὸἔρημον χαράκι, καὶ ’ς τόσ’ ἡ πεῖνα μ’ ἔφερεν νὰ χάσω τὸ κορμάκι. Τρία βαρέλλια ἔβαλα δουκάτα γεμισμένα, μὲ ἅλας τ’ ἀνακάτωσα, εἶχα τὰ φουντωμένα, ἐχάσα καὶ τὸ ἔχει μου, ἐχάσα τὴν γυνή μου, τὴν ἀφεντιὰν ’ς τὸ Κάερος, ἐχάσα τὴν τιμή μου, βούλομαι δὲ, κυρία μου, τὸν κόσμον νὰ γυρίσω, νὰ μάθω τὸ τί ἐμέλλετον ἀλήθεια νὰ γροικήσω. Ἄκουσον δὲ, κυρία μου, κτιτόρισσα μεγάλη, ὁ ῥήγας ὁποῦ ἔναι ’δῶ, τὸ φρόνιμον κεφάλι, πατήρ μου ἔναι φυσικός, ἂν θέλῃς νὰ γροικήσῃς, ἡ ῥήγισσα μητέρα μου, καὶ μὴν τὸ μολογήσῃς, διὰ τὴν δυστυχίαν μου ὁπ’ ἀρρωστῶ ὀπίσω, κ’ ἔχω πολλὴν τὴν ἐντροπὴν εὔκαιρος νὰ γυρίσω, τόσον καιρὸν ὁπὤκαμα ’ς τῆς ξενιτειᾶς τὰ μέρη, καὶ τώρα δὲ μοῦ βρίσκεται τορνέσιν εἰς τὸ χέρι, πανδυστυχής, πανάτυχος, μᾶλλον ἀσθενισμένος, ’ς τὸν ξενιῶναν κείτομαι, ὁ παραπονεμένος. Καὶ σὰν τὸ μάθῃ πάραυτα τὴν ὥραν μὲ κρατίζει, νὰ μὴ μ’ ἀφήσῃ νὰ διαβῶ, μὰ θέλει μ’ ἀμποδίζει γιὰ τὴν γυνή μου νὰ ζητῶ ῥωτῶντας νὰ μαθάνω καὶ δὲν μπορῶ ἀπὸ ψυχῆς τὰς λύπας νὰ βαστάνω. Μὰ θέλει ’πεῖ τὴν ὥρ’ αὐτὴ ῥήγας διὰ νὰ γένω, καὶ τὴν ἐκείνης στέρησιν πῶς νὰ τὴν ὑπομένω; Ποία ψυχὴ καὶ ποιὰ καρδιὰ δὲν ἤθελεν βουρκώσει ’ς τὰ λόγια τὰ θλιβερὰ νὰ μὴν ἀναδακρώσῃ; ἔξω νἆχ’ ἦτον πέτρινος, γλυπτοπελεκημένος, ἢ ξύλινος μὲ χράδια, εἰδωλοκαμωμένος. Ἡ κόρη πλειὸ δὲν δύνεται τὰ λόγια ν’ ἀπομένῃ, ’ς τὸν τράχηλόν του βρίσκεται ὀλιγοθυμημένη. βρυχᾶται, κλαίει καὶ θρηνεῖ, τὰ δάκρυά της τρέχουν ὡσὰν ποτάμιν ἄγριον, τὰ ῥοῦχα της καὶ βρέχουν. Σόνουν καὶ συνηφέρνουν την καὶ πῆρεν σὰν ἀέρα, νὰ εἷδες θρῆνος καὶ χαραῖς ἐκείνην τὴν ἡμέρα. Ορίζει καὶ σφαλίζουσιν μοναστηρίου πόρταις ᾑ καλογραῖς μαζόνουνται διὰ νὰ μάθουν τότες. Αὐτοῦνοι φανερόνουσιν οἱ δυό τους ὅ,τι ἐπάθαν, καὶ τὴν ἀλήθειαν καλογραῖς καθάρια τὴν ἐμάθαν. Λέσιν ὅτι ἀληθινὰ τὰ λόγιά τους ’μοιάζουν, κλαῖσιν πολλὰ καὶ θρήνουνται καὶ τὸν θεὸν δοξάζουν. ἡ Μαργαρῶνα τὤδειξεν τὸ γκόλφιν ὁποῦ χάθη, εἶπεν καὶ τὴν ἀθιβολὴν πῶς τωὗρεν, νὰ τὸ μάθῃ. Λέγει πῶς τὰ καράβια τὰ δίκτυα χαλάσαν, καὶ ψάρια πολλῶν λογιῶν ἀρίφνητα ἐπιάσαν, καὶ πέψασιν καί μας πολλὰ γιὰ νὰ δικονηθοῦμεν, νὰ τοὺς εὐχαριστήσωμεν καὶ νὰ τοὺς εὐχηθοῦμεν, κ’ ἔστειλα δύο καλογραῖς νὰ φθειάσουσιν τὸ ψάρι, καὶ τὸ ἐγκόλφιν ηὕρασιν συναγριδιοῦ ’ς κουφᾶρι. Θαυμάζουν τὴν ὑπόθεσιν, πολλὰ τὴν ἐχαρῆκα, τὸ πῶς εἰς τοῦ ψαριοῦ κοιλιὰν ἐγκόλφιον εὑρῆκα. ταῖς καλογραῖς ἀπέστειλεν νὰ πᾶσιν νὰ στολίσουν, ’ς τὴν ἐκκλησιὰν σημαίνουσιν τὸν κύριον νὰ ὑμνήσουν, ψάλλουν, δοξάζουν καὶ ὑμνοῦν Χριστὸν τὸν ζωοδότην, τὸν κύριόν τε καὶ θεὸν καὶ ποιητὴν δεσπότην, τὸ πῶς τοὺς ἐσπλαγχνίσθηκεν καὶ ’δῶσε τους τὴν χάριν καὶ σμίχθησαν ὡς πρότερον αὐτῆνον τὸ ζευγάριν. Ἡ Μαργαρῶνα ἔδραμεν τῆς ῥήγισσας νὰ σώσῃ, μ’ εὐγενικαῖς ἀρχόντισσαις μαντάτο νὰ τῆς δώσῃ, καὶ βρίσκουσιν τὴν ῥήγισσαν, πολλὰ ἦτον πικραμμένη, θυμῶντα τὸν Ἠμπέριον παντἄτονε θλιμμένη. Ἡ Μαργαρῶνα γύρισεν, τῆς ῥήγισσας δηγᾶται, ἡ ῥήγισσα ὡς γνωστικὴ στέκεται κῂ ἀφουκρᾶται. «Παρακαλῶ, κυρία μου, θέλω νὰ σ’ ἀναφέρω, νὰ ἔχω χάριν βεργεσιᾶς λόγῳ τῷ ὑμετέρῳ.» Ἡ ῥήγισσα σηκώθηκεν, πρὸς αὔτην κατουμίζει, καὶ διὰ τὴν ἀθιβολὴν τῆς εἶπεν κῂ ἀρχινίζει, ἡ Μαργαρῶνα φρόνιμη τοιοῦτα λόγια λέγει, σὰν νἆχ’ ἐμπῇ εἰς δασκαλειόν, νὰ τἄθελε διαλέγει· «παρακαλῶ σε, ἀφέντρα μου, ῥήγισσα τιμημένη, εὐγενικὴ καὶ φρόνιμη, μυριοχαριτωμένη, νὰ ῥίσῃς ναὐτρεπίσουσιν αὐλαῖς τοῦ παλατίου, νὰ εὐφρανθῇς καὶ νὰ χαρῇς μαντάτου δὲ τοῦ θείου, ὡσὰν ὅνταν ἐγέννησες ἐκεῖνον τὸν υἱόν σου, Ἠμπέριον τὸν θαυμαστὸν καὶ τὸν πολλ’ ἀκριβόν σου.» Ὡς ἤκουσεν ἡ ῥήγισσα τῆς κόρης πῶς δηγᾶται, ἐσπάραξαν τὰ μέλη της σὲ κεῖνα τ’ ἀφουκρᾶται. καὶ γιὰ τὸ γληγορώτερον τῆς λέγει νὰ μὴν λάθῃ φράσιν καὶ λόγον τίποτας γιὰ τὸν Ἠμπέρη μάθῃ. Πρὶν παρὰ νὰ πληρώσουσιν μαντάτου γὰρ τοῦ θείου, ἦλθεν γὰρ ὁ Ἠμπέριος ἔσω τοῦ παλατίου· βλέπει τον ὁ πατέρας του μετὰ καὶ τὴν μητέρα, χαραῖς πολλαῖς ἐκάμασιν ἐκείνην τὴν ἡμέρα· στολίζουσιν ταῖς ἐκκλησιαῖς, κροῦσιν τὰ σημαντήρια, καὶ οἱ παπάδες ψάλλουσιν κῂ ὅλα τὰ μοναστήρια, ὑμνοῦσιν καὶ δοξάζουσιν θεὸν καὶ κύριον πάντων, τῆς οὐρανοῦ τε ποιητὴν καὶ πλάστην τῶν ἁπάντων· θαύμασμαν ἔχουσιν φρικτόν, τίς νὰ τ’ ἀναθιβάλῃ; πολλὰ παραξενίζουνται μικροί τε καὶ μεγάλοι, τὸ πῶς ἐγένη κατ’ ἀρχὰς εἰς αὐτὸ τὸ ζευγάριν, εἰς ’Μπέριον καὶ τὴν γυνὴν ὁποὔχασιν τὴν χάριν. Ἀκοῦσαν το καὶ ἄρχοντες, πᾶνε καὶ χαιρετοῦν τον, περιλαμβάνουν τον σφικτά, γλυκειὰ καταφιλοῦν τον. πολλὰ τὸν περιχαίρουνται, σκιρτῶντες, εὐφραινῶντες, εὐτρεπισμένοι ἅπαντες καὶ ἀναγαλλιῶντες. Καὶ κληρονόμος γίνεται ’ς ταῖς χώραις τοῦ πατρός του, ῥήγας ἐκαταστάθηκεν σὰν ἤθελ’ ἀπατός του. νἆδες χαραῖς καὶ σκιρτισμοὺς ’ς ταῖς χώραις ὁποῦ ῥίζει, τιμαῖς καὶ ἀξιώματα, ὅπου καὶ ἂν γυρίζῃ. ὅσαις πικρίαις ἤδειρεν Ἠμπέριος ’ς τὰ ξένα, τετράδιπλα τὰ ἔλαβεν, ὡς λέσιν τὰ γραμμένα, ἀφέντης μέγας ἔγεινεν, ὡς ἔτρεχεν τὸ μέλος, Ἠμπέριος ὁ θαυμαστός, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος.","λυπίζουνται = λυπούνται ξενίωνα = ξενώνα κάλλια = καλύτερα καλοπιτήδειον = τίμιο, ενάρετο μισσέψῃς = φύγεις για άλλη χώρα νὰ σώσω = να φτάσω τὴν μόστρα = το αγώνισμα δαμάκι = λίγο ἐγκόλφι = φυλαχτό, πολύτιμο κόσμημα ὡρῃᾶς = ωραίας μονόξυλον = στενόμακρη βάρκα, κατασκευασμένη από έναν χοντρό κορμό δέντρου Κάερος = Κάιρο (πόλη της Αιγύπτου) γέρθην = σηκώθηκε χαράκι = μεγάλο βράχο Λέσιν = λένε, υποστηρίζουν ἀθιβολὴν = την ιστορία, τη διήγηση [η αθιβολή] ἀρίφνητα = αναρίθμητα δικονηθοῦμεν = βολευτούμε κατουμίζει = κατεβάζει το κεφάλι προσκυνώντας ἀναθιβάλῃ = αναφέρει, διηγηθεί",,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη του Ιμπερίου θαυμαστού και κόρης Μαργαρώνης,Ανώνυμος Abstract,"Η Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης ανήκει στην κατηγορία των έμμετρων ερωτικών-ιπποτικών μυθιστορημάτων της παλαιολόγειας περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, η σύνθεσή της τοποθετείται ανάμεσα στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα. Το έργο, γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο και σε δημώδη γλώσσα, διασκευάζει ένα ξένο πρότυπο και μας παραδίδεται ανώνυμο.",,,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης,Ανώνυμος Γέννηση του έρωτα των δύο πρωταγωνιστών (στ. 126-209),"Η μητέρα της Πλατζιαφλώρας, που είναι αιχμάλωτη στο παλάτι του πατέρα του Φλώριου στην Ισπανία, γεννά την κόρη της Μάιο μήνα. Την ίδια μέρα στο παλάτι η σαρακήνισσα βασίλισσα γεννά τον Φλώριο. Ἐγέννησεν ἡ χριστιανὴ ἔμορφην θυγατέρα, γεννᾷ καὶ ἡ Σαρακήνισσα υἱὸν ἐξαιρημένον. Καὶ τί λοιπὸν ἐγένετο εἰς τὴν ὡραίαν ἐκείνην, τὴν ἔμορφην χριστιανήν, τὴν πλήρης θεωρίαν; Ἅμα τὸ βρέφος ἔπεσεν ἐκ τὴν αὐτῆς γαστέρα,/ ἀπέθανεν ἡ εὐγενικὴ καὶ ἐκ τὴν ζωὴν τὴν ὦδε ἐδιέβην, στὴν αἰώνιον ζωὴν ἀντεκατέστην, διὰ δὲ τὰ γενέθλια καὶ τὴν χαρὰν ἐκείνην οἱ πάντες μεγιστᾶνοί τε μετὰ τὸν βασιλέα καὶ πάντες, πλούσιοι καὶ πτωχοί, μικροί τε καὶ μεγάλοι καὶ οἱ βάγιες τοῦ παλατιοῦ μετὰ καὶ τοὺς ἀγώρους χαρὰν ἐκαταστήσασιν διὰ παραδιαβασμόν των καὶ τὴν χαρὰν ἐχαίρονταν ἑξάμηνον καὶ πλέον, τὲς βάγιες δὲ ὁ βασιλεὺς παρακαλεῖ, προστάζει τὰ δύο βρέφη ἐ/ξακριβῶς θηλάζειν καὶ φυλάττειν στερεῶς διὰ νὰ τ’ ἀποκρατοῦν μὲ προσοχὴν μεγάλην, νὰ τὰ φυλάττουν πάντοτε, καλῶς νὰ τὰ προσέχουν/ καὶ μίας κοπῆς καὶ φορεσιᾶς ροῦχα νὰ τὰ ἐνδύουν. Τὰ δύο ἐνεθράφησαν, τὸ ἀρσενικὸν καὶ ἡ κόρη καὶ ὁ βασιλεὺς ὡς ἀγαπῶν ἀμφότερα τὰ βρέφη ὀνόματα τὰ ἔθηκεν τὰ πρέπουν κατ’ ἀξίαν· ὄνομα μὲν τὸ ἀρσενικὸν Φλώριον ὀνομάζει, τὴν κόρην τὴν ἐξαίρετον ἐκάλει Πλάτζια—Φλῶρε, διατὶ ἦταν ἀνθόμοια τοῦ δροσεροῦ/τοῦ κρίνου· καὶ τὸ καθὲν τὴν θεωριὰν εἶχεν ἀπὸ τὴν ὄψιν. Ὥσπερ τὸ ρόδον ἄσπρον ἔν’ καὶ κόκκινον καὶ ὡραῖον, οὕτως τὸ κάλλος ἔπλασεν ἡ φύσις καὶ τῶν δύο· κρινοτριανταφυλλόρροδα, ἐρωτοαναθρεμμένα, ἀναθρεμμένα σύντομα, ἐρωτοηγαπημένα. Μετὰ δὲ τὴν ἀναθροφὴν τῶν δύο ἐκείνων παίδων ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν υἱὸν ἐφθέγξατο τοιάδε: «Δεῦρο, υἱὲ παμφίλτατε, ἄκουσον τοῦ πατρός σου· τὴν ἐντολήν, τὸ θέλημα καὶ τὴν βουλὴν τὴν λέγω./ Πατέρων παῖδες εὐγενῶν εἰς τὴν γραφὴν σχολάζουν, τὰ γράμματα σπουδάζουσι ν’ ἀπέλθουν νὰ τὰ μάθουν, νά ’ναι εἰς λόγον φρόνιμοι καὶ εἰς ἀξίαν μεγάλοι καὶ εὐτυχεῖς εἰς τὰς βουλάς, μᾶλλον καὶ ἂν βασιλεύσουν, τὰ πρέποντα τῆς βασιλειᾶς φρονίμως νὰ ξηγοῦνται, τοὺς εὐγενεῖς καὶ ἔνδοξους ἀξίως νὰ δεξιοῦνται, τοὺς εὐτελεῖς καὶ ταπεινοὺς πάλιν νὰ ἀγαποῦσιν». Καὶ ὁ Φλώριος ἀπάντησεν πρὸς τὸν αὑτοῦ πατέρα: «Ἐμὸς πατὴρ γλυκύτατε, εἴτι ἐμὲν προστάττεις, ἂν ἔν’ τὸ πρᾶγμα δίκαιον, ἂν ἔναι καὶ τυγχάνει,/ πληρώνω, πράττω, οἰκονομῶ, θέλω το, δέχομαί το. Τοῦτο καὶ μόνον γίνωσκε: ὅτι εἰς τὸ σχολεῖον μόνος μου οὐκ ἀπέρχομαι δίχα τὴν Πλάτζια—Φλῶρε. Ἐὰν μετ’ αὐτὴν ἀπέρχωμαι, ἔχω καλῶς ποιῆσαι καὶ πράξω καὶ τοὺς ὁρισμοὺς καὶ τὰ προστάγματά σου καὶ ὅλα σου τὰ βουλεύματα ἑτοίμως νὰ πληρώσω, μᾶλλον καὶ εἰς τὰ μαθήματα ν’ ἀπέρχωμαι σπουδαίως». Πάλιν δὲ τοῦτον ὁ πατὴρ οὕτως ἀπιλογᾶται: «Τὸ αἴτημαν, τὸ θέλημαν, τὸ ζήτημάν σου, υἱέ μου, πράττω, ποιῶ, ἀποδέχομαι τέτοιον ὥσπερ λέγεις»./ Ὁμοῦ οἱ δυὸ ἐπορεύθησαν, ὁ Φλώριος καὶ ἡ κόρη, ἡ Πλάτζια—Φλώρια ἡ εὐγενική, τὰ γράμματα μανθάνουν. Συντόμως γοῦν ὁ Φλώριος καὶ εἰς καιρὸν ὀλίγον ἀνέγνωσεν, κατέμαθεν, βίβλους πολλοὺς διῆλθεν, διῆλθε δὲ καὶ ἕτερον βιβλίον τῆς ἀγάπης, ὅπερ ἐκατεφλόγισεν τὸν νοῦν του καὶ καρδίαν. Ὁ βασιλεὺς δὲ θεωρῶν τὸ γεγονὸς ἐκεῖνον βέλος δεινὸν κατέτρωσεν τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν· σχεδόν τι οὐκ ἀναπαύετον, οὐδὲ ἐπαρηγορᾶτον./ Ὁ Φλώριος δ’ ἀπόβλεπε πάντα τὴν Πλάτζια—Φλῶρε, ἐκείνην τὴν ἀγλαόμορφον τὴν εἶχεν ἐν καρδίᾳ, τὴν κρουσταλλίδαν τοῦ νεροῦ, τὴν παχνοχιονάτην, τὴν δενδροηλιόμορφην, μαυροπλουμιστομάταν, τὴν νεραντζοερωτοάκουστον, κρινοτριανταφυλλάτην, τραχηλομαρμαρόμνοστην, ροδοκοκκινοχείλαν, τὴν συντυχογλυκόλαλον, ἐρωτοεπαινεμένην, ἐκείνην τὴν ἐκόσμησεν ἡ χάρις τῶν ἐρώτων, ἐκείνην ἐστοχάζετον ὁ συνανάθροφός της· σ’ αὐτὴν τὸν νοῦν του ἔβαλεν καὶ σαλεμὸν οὐκ εἶχεν καὶ πάντα τὰ λεγόμενα εἶχέν τα ὡς ἀράχνην./ Ὁ δὲ διδάσκαλος αὐτοῦ πρὸς Φίλιππον ἀπῆλθεν, τὸν πόθον του τὸν ἔμνοστον τὸν βασιλέαν εἶπε: «Ἐγνώρισε, κατάμαθε τὰ κατὰ τοῦ υἱοῦ σου. Ὁ γὰρ υἱός σου ἐμοὶ δοκεῖ ὅτι ἐρωτοετρώθην εἰς Πλάτζια—Φλώρην τὴν ὡριάν, τὴν κόρην τὴν νεᾶνιν καὶ ἀπὸ τὸν τόσον ἔρωταν τὸν ἔχει εἰς τὴν φουδούλαν βίβλους οὐδὲν διέρχεται, οὐδὲ ἀναγινώσκει. Τούτων καὶ μόνο ἡ συντυχιὰ ἔνι διὰ ἀγάπην. Πλαταίνει λόγους δι’ αὐτήν, λέγει/διὰ τὸν πόθον καὶ ἂν εἰς ἐκείνους χωρισμὸν μὴν ποίσῃς, ἤξευρέ το, συχνάκις θέλει φλέγεσθαι εἰς πόθον τῆς ὀδύνης».","θυγατέρα = κόρη [αιτ. εν. του ουσ. θυγάτηρ (η)] ἐξαιρημένον = εξαιρετικό, ξεχωριστό [μτχ. πρκ. μ.φ. του εξαιρώ, εδώ ως επίθ.] τὴν πλήρης θεωρίαν = που είναι εντελώς/απόλυτα όμορφη (έκφρ.) Ἅμα = όταν (σύνδ.) γαστέρα = κοιλιά [αιτ. εν. του ουσ. γαστὴρ (η)· φρ. πίπτω εκ την γαστέρα: βγαίνω από την κοιλιά, γεννιέμαι] ἐδιέβην = πέθανε, σκοτώθηκε [φρ. εδιέβην εκ την ζωήν] στὴν αἰώνιον ζωὴν ἀντεκατέστην = πέθανε (μεταφ.) τε = και (εγκλιτικό μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) βάγιες = τροφοί, παραμάνες, υπηρέτριες [βάγια (η)] τοὺς ἀγώρους = τους νέους, τα παλικάρια [επίθ. άγουρος ως ουσ.] χαρὰν ἐκαταστήσασιν = οργάνωσαν διασκέδαση [φρ. χαράν κατασταίνω] παραδιαβασμόν = ευχαρίστηση, απόλαυση [ο παραδιαβασμός] ἑξάμηνον = έξι μήνες πλέον = περισσότερο (επίρρ.) ἐ/ξακριβῶς = εξίσου, το ίδιο, προσεχτικά (επίρρ.) στερεῶς = στερεά (επίρρ.) ἀποκρατοῦν = φροντίζουν [γ΄ πληθ. οριστ. ενεστ. του αποκρατώ] μίας κοπῆς = ενός κοψίματος ἐνεθράφησαν = ανατράφηκαν, εκπαιδεύτηκαν [γ΄ πληθ. οριστ. παθ. αόρ. β΄ του εντρέφομαι] ὡς = επειδή (αιτιολ. σύνδ.) ἀμφότερα = και τα δύο μαζί (αντων.) ὀνόματα τὰ ἔθηκεν = έδωσε ονόματα, ονόμασε τὰ = τα οποία (αναφ. αντων.) πρέπουν = αρμόζουν, ταιριάζουν ἐξαίρετον = εξαιρετική [επίθ. εξαίρετος] ἀνθόμοια = όμοια, παρόμοια [επίθ. ανθόμοιος] Ὥσπερ = όπως ακριβώς (αναφ. επίρρ.) ἔν’ = είναι οὕτως = έτσι (επίρρ.) κρινοτριανταφυλλόρροδα = που έχουν το χρώμα των κρίνων και των ρόδων [κρίνον + τριαντάφυλλον + ρόδον] ἐρωτοαναθρεμμένα = που έχουν ανατραφεί από τον έρωτα ή για τον έρωτα σύντομα = μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αμέσως (επίρρ.) ἐρωτοηγαπημένα = αγαπημένα από τον έρωτα ἐφθέγξατο = είπε [γ΄ εν. οριστ. αορ. α΄ του φθέγγομαι] τοιάδε = τέτοια [αιτ. πληθ. ουδ. γένους της δεικτ. αντων. τοιόσδε] Δεῦρο = εδώ, εμπρός (μόριο παρακελευσματικό) παμφίλτατε = εξαιρετικά αγαπητέ [υπερθ. βαθμός του επιθ. πάμφιλος] βουλὴν = συμβουλή, γνώμη εἰς τὴν γραφὴν σχολάζουν = μαθαίνουν γράμματα, σπουδάζουν [φρ. σχολάζω εις την γραφήν] σπουδάζουσι = σπεύδουν, βιάζονται ἀπέλθουν = βαδίσουν, προχωρήσουν [απέρχομαι] ξηγοῦνται = ορίζουν, ερμηνεύουν δεξιοῦνται = υποδέχονται φιλοφρόνως, καλοπιάνουν [δεξιούμαι] εἴτι = ό,τι τυγχάνει = συμβαίνει, τυχαίνει πληρώνω = εκτελώ, ικανοποιώ οἰκονομῶ = τακτοποιώ, διευθετώ δίχα = χωρίς (πρόθ.) μετ’ = μαζί με [μετά + αιτ., δηλώνει συνοδεία προσώπων] ἑτοίμως = ευθύς, πρόθυμα (επίρρ.) σπουδαίως = βιαστικά (επίρρ.) ζήτημάν = παράκληση, αίτημα Ὁμοῦ = μαζί, συγχρόνως (επίρρ.) ἐπορεύθησαν = προχώρησαν [γ΄ πληθ. οριστ. παθ. αορ. του πορεύομαι] Συντόμως = αμέσως (επίρρ.) γοῦν = λοιπόν (μόριο με συμπερ. σημασία) ἀνέγνωσεν = διάβασε [αναγνώθω] κατέμαθεν = έμαθε καλά [καταμανθάνω και καταμαθαίνω] βίβλους = βιβλία, συγράμματα οποιουδήποτε χαρακτήρα [ο, η βίβλος] διῆλθεν = διεξήλθε, δηλ. διάβασε, μελέτησε ἕτερον = άλλο [αντων. έτερος] ὅπερ = που, το οποίο [αναφ. αντων. όσπερ] ἐκατεφλόγισεν = ""έκαψε"" (προκ. για συναίσθημα) [καταφλογίζω] θεωρῶν = βλέποντας κατέτρωσεν = πληγώσε (μεταφ.), προκάλεσε έντονα συναισθήματα [κατατιτρώσκω] ἀπόβλεπε = ενδιαφερόταν [γ΄ εν. πρτ. του αποβλέπω] ἀγλαόμορφον = που έχει αγλαή (= λαμπερή, ωραία) μορφή [επίθ. αγλαόμορφος] κρουσταλλίδαν = δροσιά παχνοχιονάτην = λευκή όπως η πάχνη ή λευκή και δροσερή (πιθ.) [επίθ. παχνοχιονάτος] δενδροηλιόμορφην = που έχει μορφή δένδρου και ήλιου [επίθ. δενδροηλιόμορφος] μαυροπλουμιστομάταν = που έχει μαύρα πλουμιστά μάτια [επίθ. μαυροπλουμιστομάτης] νεραντζοερωτοάκουστον = φημισμένη για την ερωτική ομορφιά της [επίθ. νεραντζοερωτάκουστος] κρινοτριανταφυλλάτην = που είναι όμοια με κρίνο και τριαντάφυλλο (πιθ.) [επίθ. κρινοτριανταφυλλάτος] τραχηλομαρμαρόμνοστην = πιθ. που έχει άσπρο ελκυστικό λαιμό [επίθ. τραχηλομαρμαρόμνοστος] ροδοκοκκινοχείλαν = που έχει κόκκινα χείλη σαν το ρόδο [επίθ. ροδοκοκκινόχειλος] συντυχογλυκόλαλον = που μιλεί γλυκά [επίθ. συντυχογλυκόλαλος] ἐρωτοεπαινεμένην = παινεμένη από τον έρωτα [επίθ. ερωτοεπαινεμένος] ἐκόσμησεν = στόλισε χάρις = ιδιότητα, δύναμη ἐστοχάζετον = συλλογιζόταν συνανάθροφός = αυτός που ανατράφηκε μαζί σαλεμὸν = μετακίνηση [ο σαλεμός] ἔμνοστον = τερπνό, ευχάριστο, ελκυστικό [επίθ. έμνοστος] κατὰ = ως προς, αναφορικά με (πρόθ. + γενική) ἐμοὶ δοκεῖ = μου φαίνεται ἐρωτοετρώθην = πληγώθηκε από τον έρωτα [ερωτοτιτρώσκομαι] ὡριάν = ωραία, όμορφη νεᾶνιν = νεαρό κορίτσι [η νεάνις] φουδούλαν = κόρη, κοπέλα συντυχιὰ = κουβέντα Πλαταίνει λόγους = λέει πολλά λόγια [φρ. πλαταίνω λόγους] συχνάκις = συχνά (επίρρ.) θέλει φλέγεσθαι = θα φλέγεται [θέλω + απαρέμφ. (βοηθητικό για δήλ. μέλλ. ή σε δυνητική χρ.)]",,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης,Ανώνυμος Μονομαχία Φλώριου και σινισκάλκου (στ. 663-708),"Ο πατέρας του Φλώριου, με τη βοήθεια του επικεφαλής των υπηρετών, κατασκευάζει σκευωρία σε βάρος της κόρης, ότι δήθεν επιχείρησε να τον δηλητηριάσει, και την καταδικάζει σε θάνατο. Ο Φλώριος πληροφορείται το συμβάν, καταφθάνει μεταμφιεσμένος και προκαλεί τον οικονόμο σε μονομαχία, για να σώσει την Πλατζιαφλώρα. Ὁμοῦ οἱ δύο ἐκίνησαν ὁ εἶς κατὰ τοῦ ἑτέρου, ὥσπερ θηρία ἀνήμερα, ὡς λέοντες νὰ βρυχοῦνται, ὁ εἶς τὸν ἕτερον θεωρεῖ ἐντάμα νὰ συγκρούσουν. Ἴσασαν τὰ κονδάρια τους οἱ δύο πρὸς τὴν μάχην καὶ πιλαλοῦν /τὰ ἱππάρια των νὰ δώσουν κονδαρέας. Ὁ Φλώριος εἶχεν ριζικὸν καὶ ἦτον ἐπιδέξιος· εἰς τὸ σκουτάριν δέχεται, ρίπτει του κονδαρέαν καὶ ἀποπατεῖ εἰς τὲς σκάλες του, κρούει τὸν σινισκάλκον. Ἐδῶκέν τον εἰς τὸν λαιμὸν καὶ παραυτίκα πίπτει· θανάσιμος καὶ δυνατὴ ἦτον ἡ κονδαρέα, ἡμιθανὴς ἐκείτετον χαμόθεν ἡπλωμένος ἀπὸ τὴν τόλμην τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὸ στερρὸν τοῦ κόλπου. Καὶ ὁ Φλώριος ἐβλέποντα ἐκεῖνον ξαπλωμένον οὐδὲ καθόλου ἠθέλησε διὰ νὰ τὸν δευτερώσῃ·/ στέκει, θωρεῖ τον, βλέπει τον ὡς ὅπου νὰ συμφέρῃ. Καὶ ἀπὴν τὸν νοῦν του ἐσύφερεν, ὅλον τὸν λογισμόν του, σφογγίζει, δένει τὴν πληγήν, θέλει νὰ πολεμήσῃ, ὡς δῆθεν κἂν τὸν δεύτερον πόλεμον νὰ νικήσῃ, νὰ μὴν φανῇ ὡς κατάκριτος ἀπὲ τὴν πρώτην νίκην. Πάλιν καβαλλικεύουσιν, γυμνώνουσιν τὰ ξίφη, κρατοῦν καὶ χειροσκούταρα καὶ σφικτοπολεμοῦσι. Μικρὸν θάρρος ὁ Φλώριος δίδει τοῦ ἐπιτραπέζη, ὁ ἐπιτραπέζης κρούει τον σπαθέαν εἰς τὸ σκουτάριν καὶ ὅσον τὸ ξίφος/ἔκρουσεν, ἔπεσεν παραυτίκα. Καὶ ὁ πόλεμος ηὐξάνετο καὶ ἐπλήθυνεν ἡ μάχη. Καὶ ἡ κόρη ἡ εὐγενική, ὡς εἶδεν τὸ νὰ κρούσῃ ὁ ἐπιτραπέζης ὁ δεινὸς σπαθέαν εἰς τὸ σκουτάριν, ἐνόμιζεν μὴ νικηθῇ ὁ Φλώριος τῆς μάχης, κλίνει τὰ γόνατα εἰς τὴν γῆν, τὸν Θεὸν ἐξιλεοῦτο: «Θεέ, πατέρων κύριε, ἄναρχε, παντεπόπτα, πανάγαθε, παμβασιλεῦ, παντάναξ, παντοκράτορ, ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς, ὁ τῶν ἀνθρώπων πλάστης, ὁ ἐμφανίζων τὰ κρυφά, ὁ τῶν κρυφίων γνώστης, μόνος γινώσκεις τὸ ἀληθές, τὴν/μηχανὴν τοῦ δόλου, ὅτι οὐκ ἔχω πταίσιμον, ποσῶς οὐκ ἐγνωρίζω· ἐμφάνισον τὸ ἀληθές, βοήθει μοι τὴν ξένην, βοήθει τὸ ξενούτσικον ὁποὺ δι’ ἐμέναν πάσχει, δικαιοκρίτα ἀληθή, ὁ πάντων κυριεύων». Καὶ ὁ Φλώριος μαχόμενος μὲ τὸν ἐπιτραπέζην ὁπότε μίαν ἐδέχετον, ἔκρουν ἐκεῖνος πέντε./ Σπαθέαν τοῦ κρούει εἰς τὸν λαιμόν, ὅπου εἶχεν καὶ τὴν πρώτην καὶ παρευθὺς ἐκ τὸ ἄλογον πίπτει ἀπονεκρωμένος. Γοργὸν πεζεύει ὁ Φλώριος, κόπτει τὴν κεφαλήν του καὶ πα/ρευθὺς ἐκρότησαν οἱ πάντες καὶ ἐφωνάξαν «Πολλὰ τὰ ἔτη, λέγοντες, τοῦ ξένου καβαλλάρη! Διὰ λόγου του ἐγλύτωσεν ἡ κόρη τοῦ θανάτου».","Ὁμοῦ = συγχρόνως (επίρρ.) ἐκίνησαν = όρμησαν, επιτέθηκαν [γ΄ πληθ. οριστ. αορ. του κινώ] εἶς = ένας (αριθμ.) ἑτέρου = άλλου [αντων. έτερος] ὥσπερ = όπως ακριβώς (αναφ. επίρρ.) θεωρεῖ = βλέπει, προσέχει ἐντάμα = μαζί, μεταξύ (επίρρ. προκ. για προσέγγιση ή συμπλοκή) πρὸς τὴν μάχην = για τη μάχη (εμπρόθ. επιρρ. προσδ. του σκοπού) πιλαλοῦν = τρέχουν [γ΄ πληθ. οριστ. ενεστ. του πιλαλώ] ἱππάρια = άλογα [το ιππάριν: μικρό άλογο] κονδαρέας = χτυπήματα με κοντάρι, κονταριές [η κονταρέα] ριζικὸν = καλή τύχη εἰς τὸ σκουτάριν = στην ασπίδα ρίπτει του = του ρίχνει ἀποπατεῖ = πατά στερεά, δυνατά κρούει = χτυπάει σινισκάλκον = επικεφαλής των υπηρετών [ο σινισκάλκος] Ἐδῶκέν = χτύπησε, πλήγωσε παραυτίκα = αμέσως (επίρρ.) ἡμιθανὴς = μισοπεθαμένος (επίθ.) ἐκείτετον = ήταν ξαπλωμένος, βρισκόταν [γ΄ εν. οριστ. πρτ. του κείτομαι] χαμόθεν = χάμω, κάτω (επίρρ.) ἡπλωμένος = ξαπλωμένος τὸ στερρὸν = την ισχύ, τη δύναμη [επίθ. στερρός, εδώ το ουδ. ως ουσ.] κόλπου = χτυπήματος [ο κόλπος] δευτερώσῃ = χτυπήσει δεύτερη φορά θωρεῖ = βλέπει, παρατηρεί ὡς ὅπου νὰ συμφέρῃ = μέχρι να συνέλθει ἀπὴν = αφού (σύνδ.) τὸν νοῦν του ἐσύφερεν = συνήλθε σφογγίζει = καθαρίζει, σκουπίζει κἂν = τουλάχιστο λίγο (σύνδ.) κατάκριτος = αξιόμεμπτος (επίθ.) ἀπὲ = από (πρόθ.) γυμνώνουσιν = ανασπούν από τη θήκη (μεταφ. προκ. για ξίφος ή σπαθί) χειροσκούταρα = ασπίδες [το χειροσκούταρον] σφικτοπολεμοῦσι = πολεμούν με πάθος [σφικτοπολεμώ] ἐπιτραπέζη = τραπεζοκόμου [ο επιτραπέζης] σπαθέαν = χτύπημα με σπαθί [η σπαθέα] παραυτίκα = μόλις, ευθύς ως (επίρρ.) ηὐξάνετο = έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις [γ΄ εν. οριστ. πρτ. του αυξάνομαι] ἐπλήθυνεν ἡ μάχη = αποκτούσε μεγαλύτερη ένταση η μάχη ὡς = όταν, μόλις (σύνδ.) δεινὸς = φοβερός (επίθ.) ἐνόμιζεν = φοβόταν (πιθανότατα) κλίνει τὰ γόνατα = γονατίζει (έκφρ.) ἐξιλεοῦτο = παρακαλούσε, ικέτευε [γ΄ εν. οριστ. πρτ. του εξιλεοῦμαι] ἄναρχε = που δεν έχεις αρχή [επίθ. άναρχος] παντεπόπτα = που βλέπεις τα πάντα [ο παντεπόπτης] παμβασιλεῦ = βασιλιά των πάντων [ο παμβασιλεύς] παντάναξ = άρχοντα του κόσμου, βασιλιά όλων [ο παντάναξ] κρυφίων = των μυστικών, των απόρρητων [επίθ. κρύφιος] μηχανὴν = πανουργία, δολοπλοκία πταίσιμον = φταίξιμο ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) ξενούτσικον = τον ταλαίπωρο, τον «καημένο» [επίθ. και ουσ. ξενούτσικος] ὁποὺ = εκείνον που, που (αναφ. αντων.) πάσχει = υποφέρει δικαιοκρίτα = δίκαιε κριτή [ο δικαιοκρίτης] ὁπότε = κάθε φορά που (σύνδ. για να δηλωθεί επανάληψη) παρευθὺς = αμέσως (επίρρ.) ἐκ = από (πρόθ. που δηλώνει απομάκρυνση) ἀπονεκρωμένος = νεκρός [μτχ. πρκ. του απονεκρώνω ως επίθ.] Γοργὸν = γρήγορα (επίρρ.) πεζεύει = ξεκαβαλικεύει ἐκρότησαν = χειροκρότησαν [γ΄ πληθ. οριστ. αορ. του κροτώ] Διὰ λόγου του = γι’ αυτόν",,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης,Ανώνυμος Η πώληση της κόρης (στ. 960-1037),"Ο πατέρας του Φλώριου αποφασίζει να πουλήσει την κόρη σε πραματευτάδες. Δίνει εντολή στις υπηρέτριες να τη στολίσουν, λέγοντάς της ότι δήθεν έρχεται ο Φλώριος από το Μοντόριο. Καὶ παρευθὺς ὁ βασιλεὺς κελεύει τὰς βαγίτσας: «Ὑπᾶτε καὶ στολίζετε τὴν κόρην Πλάτζια—Φλώραν εὐγενικὴν τὴν φορεσιὰν μετὰ λιθομαργάρων./ Ἂς εὐτρεπίσῃ τὴν μορφήν, τὸ κάλλος τοῦ προσώπου, ὅτι ἔφθασεν ἡ ἀγάπη της, ἦλθεν ἐκ τὸ Μοντόριν∙ ὁ Φλώριος ἐπέσωσεν, ἦλθεν εἰς τὸ παλάτιν, ὀρέγεται νὰ τὴν ἰδῇ, γοργὸν τὴν πῆτε νά ’λθη». Καὶ παρευθὺς οἱ βάγιες ὑπᾶν εἰς τὴν ὡραίαν. Ἐφάνηκεν τὴν λυγερὴν ἀλήθειαν τὴν λέγουν καὶ παρευθὺς στολίζεται εὐγενικὰ ἡ φουδούλα∙ ἠγάλλεντο κ’ ἐχαίρετον, ἐσκίρταν ἡ ψυχή της. Λάμπει ὡς σελήνη τὴν αὐγήν, ὡς ἥλιος τὴν ἡμέραν, ὡς ἄστρον τὸ μεσάνυκτον τὸ κάλλος τῆς ὡραίας. Ὡς ἥλιος ἀντηύγαζεν μέσον εἰς τὸ παλάτιν, ὡς κρύσταλλος ἀντέφεγγεν τῆς κόρης τὸ τραχήλιν,/ ὡς δένδρον ἐμνοστούτσικον στήκεται εἰς τὸ μέσον ὥσπερ νὰ γέμῃ τὸν καρπόν, νά ’ναι ὡραιωμένον. Ἔτσι ἐστήκετο ἡ ταπεινὴ καὶ τίποτα οὐκ ἐξεύρει. Βλέπουν, θεωροῦν τὸ κάλλος της, θαυμάζουν καὶ ἀποροῦσιν τὴν σύνθεσιν, τὴν θεωριάν, τὸ ἐξαίρετον καὶ ὡραῖον καὶ πλοῦτον δίδουν ἄμετρον, οὐ βλέπουσιν τὸ πρᾶγμαν. Τριάντα μουλάρια ἔδωκαν μάλαμαν καὶ χρυσάφιν, χίλια σκουτάρια ἐξαίρετα, χρυσοζωγραφισμένα, ἀετούς, γεράκια πάντερπνα, λεοντάρια ἡμερωμένα,/ ζαγάρια καὶ ἐξεπτέρια ἕτοιμα στὸ κυνήγιν, κούπαν ὀρθὴν ὁλόχρυσην μετὰ λιθομαργάρων γύρωθεν νὰ ἔχῃ ἐξόμπλισες νὰ πρέπουν κατ’ ἀξίαν. Δίδουν ἐκεῖνοι παρευθὺς τὸν βασιλέαν τὸ πρᾶγμαν καὶ ἐπαραλάβαν παρευθὺς τὸ ἐξῃρημένον κάλλος. Στήκεται, βλέπει, θεωρεῖ τὴν πουλησιὰν ἡ κόρη καὶ ἅμα ἐπληροφορέθηκεν ὅτι ἐπουλήσασίν την, πίπτει εἰς τὴν γῆν, νεκρώνεται, σπαράσσεται ἐκ τὴν λύπην, τρέμει ὡς τὸ φύλλον τοῦ δενδροῦ, κλονίζεται ὡς καλάμιν, θρηνεῖται θρῆνον ἄμετρον, καρδιοδιχοτομᾶται ∙ τρέχουν τὰ μάτια θλιβερὰ / τὰ δάκρυα ὡς τὸ ποτάμιν∙ στριγγίζει ἐκ τὴν καρδίαν της, λιγοθυμᾷ καὶ πίπτει. Φέρνουν νερόν, δροσίζουν την, ἐσύφερεν τὸν νοῦν της καὶ μετὰ δάκρυα ἤρχισεν νὰ κλαίῃ καὶ νὰ λέγῃ: «Πάλιν σ’ ἐμέναν ἔφτασεν τῆς ἀτυχίας ἡ μοῖρα, πάλιν σ’ ἐμέναν ἔφτασεν ἡ φλόγα τῆς καμίνου, πάλιν τοῦ χρόνου ὁ τροχὸς δι’ ἐμέναν ἐγυρίσθην, πάλιν ἡ κλώστρα ἡ μοῖρά μου κατ’ ἐδικοῦ μου ἐγέρθην καὶ ἤγειρεν θλῖψιν ἄμετρον, χειρότερην τῆς πρώτης, πρῶτα εἰς καμίνου συμφορὰν ἐμένα διὰ νὰ καύσουν καὶ ἐδὰ /καμίνου φλογισμὸς νὰ φλέγῃ καὶ τοὺς δυό μας, νὰ φλέγῃ σῶμα καὶ ψυχήν, νὰ φλέγῃ τὰς αἰσθήσεις, ὥστε νὰ ζῶ, νὰ περπατῶ νά ’μαι πάντα θλιμμένη. Πρῶτον ψυχὴν ἐχώριζον μόνον ἀπὲ τὸ σῶμα μὲ τῆς πυρᾶς τὴν συμφοράν, μὲ τῆς ἱστίας τὴν καῦσιν καὶ ἀπεθανοῦσα ἀνάπαυσιν ἐπήγαινα νὰ ἐφτάσω καὶ νῦν ἐμὲ χωρίζουσιν ἐκ τὸν ἐμὸν τὸν πόθον, ζωὴν νὰ ζῶ ἐπώδυνον, πάντοτε πονεμένην, νύκτες νὰ κλαίω, νὰ θλίβωμαι, ἡμέρες νὰ λυποῦμαι, τὸ τρώγω νὰ ἔνι ὀδυνηρόν, τὸ πίνω νὰ ἔναι πόνος, δεῖπνος/νὰ ἔναι συμφορά, ὀδύνη νὰ μὲ σφάζῃ, ποτὲ νὰ μὴ ἔχω ἀνάπαυσιν, ἀλλὰ πικριὲς μεγάλες. Πόθε μου, ἀγάπη μου καλή, ψυχή μου, ἐνθύμησίς μου, ἐπιθυμιά μου, Φλώριε, καρδιά μου, ψύχωσίς μου, παρηγοριὰ τῶν πόνων μου, γδίκη τῶν πειρασμῶν μου, πάλιν κινδύνοι ἐφτάσασιν στὴν ἄτυχον καὶ ξένην καὶ σὺ οὐκ ἠξεύρεις τίποτας καὶ χάνεις με ἀπὲ τώρα∙ ὡς σκλάβαν μὲ ἐπουλήσασιν διὰ νὰ μὲ ξενώσουν καθόλου ἀπὲ τὸν πόθον σου καὶ ἀπ’ τὴν ἀσχόλησίν σου. Τὴν που/λησιὰν οὐκ ἤξευρα καὶ θέλημά μου οὐκ ἦτον. Μὲ ἐπιβουλιὰν τὸ ποίκασιν, ὁ Θεὸς αὐτοὺς νὰ κρίνῃ. Ἐπαίρνουν με, ξενώνουν με καὶ πλέον οὐδὲν μὲ βλέπεις. Ἀγάπη, πόθε μου καλέ, δι’ ἐμένα τί νὰ ποίσῃς νὰ βγῇς εἰς ἀναγυρευμὸν τῆς ταπεινῆς ἐμένα,/ νὰ ψηλαφήσῃς νὰ μ’ εὑρῇς καὶ ποῦ νὰ μὲ ἐφτάσῃς. Καὶ τί ἐγίνετο εἰς ἐμὲν τὴν ταπεινήν, τὴν ξένην νὰ ἐνθυμῆσαι πόθον μας, τὸν εἴχαμεν ἀντάμα καὶ τῆς ἀγάπης τὸ στερρόν, τὸ ὁλοεγκάρδιόν μας. Πιστεύω, αὐθέντη μου εὐγενή, νὰ μὴ ἔβγω ἀπὸ τὸν νοῦν σου καὶ ἀλλοῦ νὰ ρίξῃς πόθον σου κ’ ἐμὲν νὰ λησμονήσῃς. Πιστεύω εἰς ὅλην τὴν ζωὴν ποτὲ νὰ μὴν τὸ ποίσῃς. Ἔδε ἀνομιὰ/ὅτι χάνεις με καὶ ἐγὼ νὰ χάσω ἐσένα! Ἔδε ἀδικιά! ξενώνουν με διὰ τὴν ἀσχόλησίν σου! Ἔδε πικριὰ καὶ συμφορά, πῶς νὰ τὸ ὑπομένω!»","παρευθὺς = αμέσως (επίρρ.) κελεύει = προτρέπει, διατάζει βαγίτσας = παραμάνες, υπηρέτριες (θωπευτικά) [η βαγίτσα ή βάιτσα ή βαΐτσα] μετὰ λιθομαργάρων = με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια [το λιθομάργαρον ή ο λιθομάργαρος] εὐτρεπίσῃ = περιποιηθεί, καλλωπίσει [γ΄ εν. υποτ. αορ. του ευτρεπίζω] ἐπέσωσεν = έφτασε ὀρέγεται = επιθυμεί έντονα, λαχταρά [ορέγομαι] γοργὸν = γρήγορα (επίρρ.) λυγερὴν = ευλύγιστη, κομψή νέα [επίθ. λυγερός, εδώ το θηλ. ως ουσ.] εὐγενικὰ = όπως αρμόζει σε άρχοντα, αρχοντικά (επίρρ.) ἠγάλλεντο = απολάμβανε [γ΄ εν. οριστ. πρτ. του αγάλλομαι] ἐσκίρταν = χοροπηδούσε [γ΄ εν. οριστ. πρτ. του σκιρτώ] ἀντηύγαζεν = έλαμπε [γ΄ εν. οριστ. πρτ. του ανταυγάζω] μέσον = μέσα [αιτ. εν. του ουσ. το μέσο(ν) ως επίρρ.] κρύσταλλος = πάγος ἀντέφεγγεν = αντανακλούσε, έλαμπε [γ΄ εν. οριστ. πρτ. του αντιφέγγω] τὸ τραχήλιν = ο λαιμός ἐμνοστούτσικον = χαριτωμένο, όμορφο [επίθ. εμνοστούτσικος] γέμῃ = είναι γεμάτο από ταπεινὴ = δυστυχής, κακόμοιρη θεωροῦν = βλέπουν, προσέχουν, κοιτάζουν σύνθεσιν = κατασκευή, κορμοστασιά [η σύνθεσις] θεωριάν = όψη, μορφή, εμφάνιση, ομορφιά [η θεωρία ή θωριά] οὐ βλέπουσιν = δεν υπολογίζουν, δεν δίνουν σημασία (εδώ) πρᾶγμαν = πλούτο, περιουσία μάλαμαν = κράμα μετάλλων ή κατεργασμένο μέταλλο (χρυσάφι) σκουτάρια = ασπίδες [το σκουτάρι(ν)] χρυσοζωγραφισμένα = ζωγραφισμένα με χρυσά [επίθ. χρυσοζωγραφισμένος] πάντερπνα = πολύ ωραία (για πτηνά) [επίθ. πάντερπνος] ζαγάρια = κυνηγετικά σκυλιά [το ζαγάρι(ν) ή ζαγάριον] ἐξεπτέρια = είδος γερακιού [το εξεπτέριν ή ξεφτέρι] ἕτοιμα = ικανά, πρόθυμα γύρωθεν = γύρω (επίρρ.) ἐξόμπλισες = στολίδια, διακόσμηση [η εξόπλισις] πρέπουν = αρμόζουν, ταιριάζουν ἐξῃρημένον = εξαιρετικό, ξεχωριστό [εξαιρημένος, μτχ. παρακ. μ.φ. του εξαιρώ ως επίθ.] νεκρώνεται = λιποθυμά, χάνει τις αισθήσεις σπαράσσεται = υποφέρει [σπαράσσομαι] κλονίζεται = τραντάζεται, τρέμει θρηνεῖται = κλαίει, θρηνεί [θρηνούμαι ως μτβ.] καρδιοδιχοτομᾶται = στενοχωριέται πολύ, αισθάνεται σπαραγμό [καρδιοδιχοτομούμαι] θλιβερὰ = με θλίψη, λυπημένα, με τρόπο λυπητερό (επίρρ.) στριγγίζει = φωνάζει ἐσύφερεν = συνήλθε καμίνου = χώρου περίκλειστου θερμαινόμενου ισχυρότατα, φούρνου [η κάμινος] κλώστρα = το αδράχτι, η μοίρα (μεταφ.) ἐγέρθην = σηκώθηκε [γ΄ εν. οριστ. παθ. αορ. του εγείρομαι] ἤγειρεν = σήκωσε, προκάλεσε [γ΄ εν. οριστ. αορ. του εγείρω (μτβ.)] ἐδὰ = τώρα, αυτή τη στιγμή, ιδού, να (επίρρ.) φλογισμὸς = φλόγωση ἀπὲ = από (πρόθ. που δηλώνει απομάκρυνση) ἱστίας = φωτιάς ἀπεθανοῦσα = πεθαίνοντας [ονομ. εν. θηλ. γένους μτχ. αορ. του αποθνήσκω] τὸ = αυτό που (αναφ. αντων.) ἔνι = είναι ἔναι = είναι ψύχωσίς = αναζωπύρωση, εμψύχωση γδίκη = εκδίκηση ξενώσουν = εξορίσουν, απομακρύνουν [γ΄ πληθ. υποτ. αορ. του ξενώνω] καθόλου = εντελώς, πλήρως (σε καταφατική πρόταση) ἀσχόλησίν = έρωτα, ερωτική έγνοια [η ασχόλησις] ἐπιβουλιὰν = επιβουλή, πονηριά, δόλο ποίκασιν = έκαναν [γ΄ πληθ. οριστ. αορ. του ποιώ] ἀναγυρευμὸν = αναζήτηση [ο αναγυρευμός] ψηλαφήσῃς = ψάξεις, γυρέψεις [β΄ εν. υποτ. αορ. του ψηλαφώ] τὸν = τον οποίο (άρθρο σε χρήση αναφ. αντων.) ἀντάμα = μαζί (επίρρ.) τὸ στερρόν = η ισχύς, η δύναμη [επίθ. στερρός, το ουδ. ως ουσ.] τὸ ὁλοεγκάρδιόν = η απόλυτη εγκαρδιότητα [επίθ. ολοεγκάρδιος, το ουδ. ως ουσ.] Ἔδε = για δες, κοίτα, ιδού, να! (επιφ.)",,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης,Ανώνυμος Παραινέσεις προς Φλώριο (στ. 1116-1162),"Ο Φλώριος πληροφορείται ότι η κόρη έχει πουληθεί και αποφασίζει να ξενιτευτεί για να τη φέρει πίσω. Η στάση του πατέρα του μεταστρέφεται και τον συμβουλεύει πριν από την αναχώρησή του. Υἱέ μου, υἱέ μου, τέκνον μου, γλυκύτατε υἱέ μου, ὅταν εἰς οἴκους τοὺς ἐμοὺς κ’ εἰς τὰ ἐμὰ βασίλεια μήτηρ αὐτὴν ἐγέννησεν κόρην τὴν/Πλάτζια—Φλώρα, νὰ εἶχεν σχισθῆν καὶ διχασθῆν ἡ γῆς εἰς Ἅδην κάτω, νὰ μὲ εἶχε ἐπάρει ζωντανὸν παρὰ νὰ ζῶ διχώς σου καὶ νὰ εἶχεν βρέξει ὁ οὐρανὸς ἱστιὰν νὰ μὲ εἶχεν καύσειν παρὰ ὅτι ἀτός μου ἐνέθρεψα, υἱέ, τὸν ξενισμόν σου. Λοιπόν, υἱέ μου, ἐγνώριζε, μάθε ὅτι ἐπουλήθην εἰς ξένους τόπους ἄδηλους, εἰς ἄρχοντας πλουσίους. Καὶ ἐπὴν εἰς ἀναγυρευμὸν ἐβγαίνεις τῆς ὠραίας, ἄπελθε, υἱέ μου, ἄπελθε, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ ἐκεῖ ὁποὺ θέλεις περπατεῖ, υἱέ, εἰς τὴν ξενιτείαν/ φίλος ἂς εἶσαι τῶν πλουσιῶν καὶ τῶν πενήτων πάντων. Τοὺς πάντας τίμα, πρόσεχε ὅλοι νὰ σ’ ἀγαποῦσιν, τοὺς ἀγαθοὺς ἀγάπα τους καὶ τοὺς κακοὺς μὴ θλίβῃς· διὰ γὰρ τῆς ταπεινότητος δύνασαι τούτους φίλους ἐργάσαι καὶ εἰς ὑποταγὴν νὰ ἔν’ τὴν ἐδικήν σου. Τοὺς βασιλεῖς βασιλικὰς ἀνταμοιβὰς πολέμα, τοὺς ἄρχοντας ὡς ἄρχοντας, πλούσιους ὡς ἔν’ τὸ πρέπον. Τὴν συντροφιάν σου πόθει την, τινὰν ποτὲ μὴ θλίβῃς. Ὅλα σου ἂς ἔναι σύμμετρα καὶ βλάβην νὰ μὴν ἔχῃς. Κενοδοξίαν μὴ ποθῇς,/μηδὲ ἀλαζονείαν, ὅτι πολλοὺς ἀπώλεσεν τὸ ἀλαζονικόν των. Σιγὰ περπάτιε, ταπεινά, τὴν δόξαν παραιτήσου καὶ ἂν σ’ ἔλθῃ ξενοδόχημαν, υἱέ, στὴν ξενιτείαν, μὴ θέλῃς τοῦ νὰ φαίνεσαι τίνος καὶ πόθεν εἶσαι, νὰ θέλῃς ἔπαρσες πολλὲς καὶ παρρησίες μεγάλες· φθόνον καὶ ζῆλον φέρνει σε, υἱέ, τὸ μεγαλεῖον. Θέλε μικρὰς ἀποδοχὰς νὰ μὴν σὲ ἐγνωρίζουν ὅτι εἶσαι βασιλέως υἱὸς καὶ στέμμαν σὲ ἀναμένει, ὅτι πολλάκις ἔσφαλαν παῖδες τῶν μεγιστάνων καὶ θάνατον ἐδέχθησαν διὰ τὸν/τοῦ φθόνου τρόπον. Εἰ δὲ ἀπὸ προαιρέσεως ἀποδοχὴν σὲ κάμουν, δέξου την ἀπὸ ἄρχοντας, παιδία μεγιστάνων καὶ ἐσὺ διπλὴν ἀνταμοιβὴν χάρισε πρὸς ἐκείνους, ἐκείνους τοὺς τιμήσαντας, υἱέ, τὸν ξενισμόν σου. Έχε προαίρεσιν καλήν πάντα στοὺς ξενοδόχους, χάριν ἂς ἔχουν ἀπὸ σὲν καὶ σὺ νὰ ἐπαινῆσαι, μὴ ἀφήσῃς ὄνομα κακὸν, υἱέ, εἰς ξενοδοχεῖον. Καὶ ὅταν ἐκ τόπου εἰς ἕτερον θέλῃς περιπατῆσαι, ἀγάπην ἄφηνε παντοῦ, μὴ σὲ ἀκλουθήσῃ φθόνος. Ἄπελθε /τοίνυν, ἄπελθε, υἱέ, μὲ τὴν εὐχήν μου καὶ ὁ Μαχουμέτης μετὰ σὲν νὰ ἔναι πάντα, υἱέ μου, νὰ σὲ βοηθῇ εἰς τὸν δρόμον σου, νὰ σὲ κατευοδώνῃ· τὸ κατευόδιον νὰ εὑρῇς, τὸ πεθυμᾶς, υἱέ μου, καὶ νὰ στραφῇς στὰ ἴδια σου, μετ’ αὔτην νὰ συνζήσης καὶ νὰ διαβοῦν τὰ δύσκολα, νὰ εὕρῃς εὐκολίαν».","οἴκους = παλάτια, ανάκτορα, μέγαρα (στον εν. και πληθ.) ἐμὰ = δικά μου [κτητ. αντων. εμός] βασίλεια = βασιλική επικράτεια διχώς = χωρίς ἱστιὰν = φωτιά ἀτός = εγώ ο ίδιος (αντων. ενίοτε με το άρθρο ή με τους εγκλινόμενους τ. μου, σου, του, κλπ. για έμφαση) τὸν ξενισμόν = ξενιτεμό, απομάκρυνση, χωρισμό [ο ξενισμός] ἄδηλους = άγνωστους, εξωτικούς [επίθ. άδηλος] ἐπὴν = αφού (σύνδ.) ἄπελθε = βάδισε, προχώρησε [β΄ εν. προστ. αορ. β΄ του απέρχομαι] θέλεις περπατεῖ = θα περπατάς [θέλω + απαρέμφ. ή αλλοιωμένο απαρεμφατικό τ. ή άκλ. + ρ. : θα (βοηθητικό για δήλ. μέλλ. ή σε δυνητική χρ.)] πενήτων = φτωχών [ο πένης] ἐργάσαι = κάνε εἰς ὑποταγὴν νὰ ἔν’ = να υποτάσσονται, να υπακούουν πολέμα = κάνε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του πολεμώ] πόθει = αγάπα [β΄ εν. προστ. ενεστ. του ποθώ] τινὰν = κανέναν [αόρ. αντων. τινάς (δημώδης τύπος)] σύμμετρα = σύμφωνα με το μέτρο, μετρημένα [επίθ. σύμμετρος] βλάβην = ζημία, πάθημα Κενοδοξίαν = ματαιοδοξία, αλαζονεία ἀπώλεσεν = κατάστρεψε, αφάνισε [απολλύω ή απολλώ] παραιτήσου = αποποιήσου [β΄ εν. προστ. αορ. του παραιτούμαι] ξενοδόχημαν = υποδοχή, κατάλυση ξένου σε ξενοδοχείο τίνος = ποιανού [ερωτ. αντων. τις] πόθεν = από πού (ερωτ. επίρρ.) ἔπαρσες = μεγαλεία, μεγαλοπρέπεια, πολυτέλειες [η έπαρσις] παρρησίες = μεγαλοπρέπειες ἀποδοχὰς = έγκριση, παραδοχή πολλάκις = πολλές φορές (επίρρ.) μεγιστάνων = των αρχόντων [ο μεγιστάν, γεν. του μεγιστάνος] προαιρέσεως = φυσική τάση, επιθυμία [η προαίρεσις] χάριν = εύνοια περιπατῆσαι = να βαδίσεις [απρμφ. αορ. του περιπατώ] ἀκλουθήσῃ = καταδιώξει (μεταφ.) Ἄπελθε = φύγε [β΄ εν. προστ. αορ. β΄ του απέρχομαι] τοίνυν = λοιπόν (σύνδ.) κατευοδώνῃ = οδηγεί σε αίσιο δρόμο, ευνοεί, βοηθά κατευόδιον = καλό, αίσιο ταξίδι στὰ ἴδια = στο σπίτι, στην πατρίδα [επίθ. ίδιος, εδώ το ουδ. ως ουσ.] συνζήσης = ζήσεις μαζί διαβοῦν = περάσουν [διαβαίνω]",,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης,Ανώνυμος Η ένωση του ζευγαριού (στ. 1747-1843),"Ο Φλώριος βρίσκει την κόρη σε ένα παλάτι στη Βαβυλώνα. Εισέρχεται σε αυτό για να τη συναντήσει, αλλά ο αμιράς τούς ανακαλύπτει και τους καταδικάζει σε θάνατο στην πυρά. Πάλιν αὐτὴν ὁ Φλώριος οὕτως ἀπιλογεῖται: «Ὡς ρόδον πυργοφύλακτον, καστελλοκυκλωμένον, τετηρημένον ὡς δι’ ἐμέν, ἀδολοφυλαγμένον· δι’ ἐσὲν φοβοῦμαι, δειλιῶ, δι’ ἐσὲν πονῶ καὶ κλαίω· καὶ ἂν ἐγλυτώσῃς θάνατον, καλή, γλυκειά μου ἀγάπη, διὰ τὸν ἐμὸν τὸν θάνατον ἔννοιαν ποσῶς μὴ ἔχῃς· ἔχε τὸ δακτυλίδιον μὲ ἀτίμητον λιθάριν καὶ κράτει το εἰς τὸ χέρι σου, τίποτες μὴ φοβᾶσαι». Καὶ ἡ Πλάτζια—Φλώρα θλιβερὰ τὸν Φλώριον ἐλάλει: «Αὐθέντη μου ἀνδρειωμένε μου, εὐγενικέ μου αὐθέντη, ἂν ἀποθάνῃς, ἤξευρε οὐ θέλω νὰ ἐκφύγω μόνη μου ἐγὼ τὸν θάνατον, νὰ ζῶ χωρὶς ἐσένα· ποτὲ χαρὰν οὐ μὴ νὰ ἰδῶ, πάντα θλιμμένη νά ’μαι. Καὶ κάλλιον τὸν θάνατον νὰ ὑποδεκτῶ μετά σου καὶ κἂν ἂς ἔχω ἀφύρωσιν ὅτι ἐν τῷ παραδείσῳ ὡς καὶ καθάρια χριστιανὴ θέλω ἀποκαταντήσει παρὰ/νὰ ζῶ εἰς ἀσωτιὰν τῶν μὴ ὁμολογούντων τὸ τοῦ Χριστοῦ μου ὄνομα καὶ τὸ τῆς Θεοτόκου». Ἀκούει ταῦτα ὁ Φλώριος, σπαράσσεται ἡ καρδιά του· περιλαμβάνει την σφικτά, κρατοῦν τὸ δακτυλίδιν, ἔσω εἰς τὴν φλόγαν ρίπτονται ὑπὸ τῶν ὑπηρέτων· καὶ ἐκεῖ ἐφάν’ ἡ ἐνέργεια ἡ τοῦ δακτυλιδίου· φεύγει τὸ πῦρ, ἐσβέστηκεν, ἄνεργον ἀπομένει· ἡ φλόγα δρόσος δείκνυται ὑπὸ τοῦ Παντουργέτου καὶ σῶοι καὶ ἀκέραιοι στέκουνται ἀνυμνοῦντες Θεὸν τὸν παντοδύναμον καὶ πλάστην τῶν ἁπάντων. Καὶ μέσον τῆσδε τῆς φλογὸς ἔστραπτον ὡς ὁ ἥλιος. Τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος ἔκραζον μετὰ φωνῆς μεγάλης: «Συχώρησε, συμπάθησε, φεῖσαι τῶν ἀναιτίων· κἂν δι’ ἡμᾶς ἂς ἔχουσιν ἔλεον σωτηρίας». Καὶ εἰς καβαλλάρης εὐγενής, καλός, πεπληρωμένος, ὃς καὶ ἅπαντας εἰς φρόνεσιν καὶ εἶδος ὑπερεῖχεν, ὀρθὸς ἐστάθην παρευθύς, τὸν ἀμιρᾶν ἐλάλει: «Σουλτάνε, αὐθέντη θαυμαστὲ καὶ αὐθέντα Βαβυλῶνος, ἐμέναν ὡς μὲ φαίνεται εἰς τὴν συνείδησίν μου, αὐτοὶ οὐκ ἔχουν πταίσιμον, μᾶλλον ὁ Θεὸς τὸ δείχθει ὅτι ἔναι ρίζης εὐγενῶν ἐκφυλλισμένοι κλάδοι ἢ βασιλέως ἢ ρηγῶν ἢ τέκνα μεγιστάνων./ Καταλεπτῶς σαφήνισον πόθεν καὶ τίνες εἶναι καὶ πόθεν ἐγεννήθησαν καὶ ποταπῆς θρησκείας· τὴν κόρην καὶ τὸν νεώτερον ἐρώτησε τοὺς δύο». Ἀκούει ταῦτα ὁ ἀμιρᾶς, ἀρέσκει τον ὁ λόγος·/ ὁρίζει ἀπὸ τὴν κάμινον νὰ ἐβγοῦν οἱ δεσμωμένοι· ὁρίζει λύουσιν τὰ δεσμά, στέκει καὶ ἐρωτᾷ τους· καὶ λέγει πρὸς τὸν Φλώριον : «Ἄκου τὸ τί σὲ λέγω· ἂν θέλῃς θάνατον φυγεῖν καὶ τὴν ζωὴν κερδαίσῃς, εἰπέ μοι τὴν ἀλήθειαν, μηδὲν μὲ κρύψῃς λόγον· εἰπέ μοι πόθεν καὶ τὸ τίς καὶ ποίας χώρας εἶσαι καὶ τί καὶ πῶς ἐσέβηκες ἐδῶ στὸν πύργον τοῦτον». Ὁ Φλώριος ἀποκρίνεται εὔτολμα πρὸς ἐκεῖνον: «Οὐ κρύβω τὴν ἀλήθειαν, μάθε την ἀπὲ τώρα· ἐμὴ πατρίδα γέγονεν ἡ χώρα τῆς Σπανίας· πατὴρ ἐμὸς ὁ Φίλιππος ὁ βασιλεὺς ὑπάρχει· ή μήτηρ μου, φιλόσοφος ὑπάρχει γὰρ τὴν τέχνην, τὴν τέχνην τὴν ἑπτάσοφον γινώσκει καὶ κατέχει∙ καὶ μετὰ τέχνης καὶ σοφιᾶς μητρὸς τῆς ἐδικῆς μου/ ἦλθα καὶ ἐπεσώθηκα ἐδῶ ’ς τούτην τὴν χώραν διὰ πόθον τῆς παράξενης κόρης τῆς Πλάτζια—Φλώρας. Τῆς εἱμαρμένης τὸ ἄστατον ἐδίωκεν ὁ νοῦς μου μὴ χάσω τὴν ἐρωτικὴν κόρην τὴν Πλάτζια—Φλῶρε· καὶ κάλλιον ἠθέλησα νὰ χάσω τὴν ζωήν μου. Ὅμως ὁ παντοδύναμος Θεὸς ὁ παντουργέτης τὸ πῦρ ἐσβένει, δροσωδὲς τὴν κάμινον δεικνύει». Ἀκούει ταῦτα ὁ ἀμιρᾶς, δράσσει ὡς πρὸς ἐκείνους· περιλαμβάνει καὶ τοὺς δυὸ μετὰ φιλοστοργίας· ὁρίζει καὶ ἐνδύνουν τους μετὰ δορυφορίας· τιμᾷ καὶ ἀξιώνει τους σεβαστοκρατορίας, καθίζει τους εἰς θρόνον δὲ τῆς αὐτοκρατορίας, διατὶ ὑπῆρχεν συγγενὴς μετὰ πατρὸς Φλωρίου· ὁ Φίλιππος κι’ ὁ ἀμιρᾶς οἱ δυό ’ταν ἐξαδέλφοι· δι’ αὖτον ἐγνώραν ἔδειξεν αὐτῆς τῆς συγγενείας. Ἐκεῖ στεφανωθήκασιν ὁ Φλώριος κ’ ἡ κόρη· ὁ ἀμιρᾶς ὁ συγγενὴς ἐπιάσεν τὰ στεφάνια. Γάμους ποιεῖ βασιλικούς, συνάγει μεγιστάνους, δουκάδας, πάντας ἄρχοντας,/πένητας καὶ πλουσίους· ποιεῖ τοὺς γάμους, ἐκπληροῖ ὡς ἔπρεπεν ἀξίως, σὺν τούτων δὲ χαρίσματα χαρίζει ἀμφοτέρους χρυσά, ἀσημομάργαρα, παντίμητα δουκᾶτα. Καὶ τοῦ Φλωρίου τοὺς ἄρχοντας ὅλους δωροφορεῖ τους· ὅλους χαρίσματά ’δωκεν, ἐξακουστά, μεγάλα. Καβαλλικεύει ὁ ἀμιρᾶς μ’ ὅλους τοὺς ἄρχοντάς του· τὸν Φλώριον ἐξέβαλεν εἰς συνοδείαν τῆς στράτας. Ἐπέζευσεν ὁ ἀμιρᾶς καὶ ὁ Φλώριος ἀντάμα καὶ ἀπεχαιρετηθήκασιν ὡς ἔπρεπεν ἀξίως. Καβαλλικεύει ὁ Φλώριος ὁμάδι μὲ τὴν κόρην, μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους του καὶ μὲ τοὺς ἄρχοντάς του∙ πορεύεται εἰς τὰ ἴδια του, ὑπάγει στοὺς γονεῖς του. Ὁ δὲ πατὴρ τοῦτον ἰδὼν μετὰ καὶ τῆς μητρός του λαμπρὰ τοὺς ὑποδέχονται, ἀξίας μεγάλας κάμνουν. Ἑτέρους γάμους ἐκπληροῖ βασιλικῆς ἀξίας. Ἀνάμεσα δὲ τῆς χαρᾶς, τῆς ἡδονῆς ἐκείνης τούτου πατὴρ ὁ βασιλεὺς μετὰ καὶ τῆς μητρός του βαπτίζονται, χριστιανοὶ γίνονται παραυτίκα καὶ πᾶς λαὸς τῆς χώρας των, μικροί τε καὶ μεγάλοι, εἰς πίστιν τὴν καθολικὴν Ρωμαίων ὀρθοδόξων· καὶ ἡ Ρώμη διαλέγει τὸν Ρωμαίων βασιλέα· καὶ ἐβασίλευσε εὐσεβῶς στὴν πρεσβυτέραν Ρώμην.","οὕτως = έτσι (επίρρ.) πυργοφύλακτον = φυλαγμένο σε πύργο [επίθ. πυργοφύλακτος] καστελλοκυκλωμένον = που βρίσκεται μέσα σε πύργο (μτχ. επιθ.) τετηρημένον = που έχει προσεχθεί, έχει φροντιστεί [τετηρημένος, μτχ. μέσου παρακ. του τηρώ] ἀδολοφυλαγμένον = που διατηρήθηκε άδολο (μτχ. επιθ. ουδ. γένους) δειλιῶ = κατέχομαι από δειλία, δειλιάζω (αμτβ.) ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) ἀτίμητον = ανεκτίμητο, πολύτιμο [επίθ. ατίμητος] τίποτες = καθόλου Αὐθέντη = προσηγορία ή προσφώνηση τιμής, σεβασμού, αγάπης ἐκφύγω = αποφύγω [εκφεύγω ως μτβ.] κάλλιον = καλύτερα (επίρρ.) κἂν = τουλάχιστον (σύνδ.) ἀφύρωσιν = βεβαιότητα [η αφύρωσις] καθάρια = γνήσια, πραγματική [επίθ. καθάριος] θέλω ἀποκαταντήσει = θα καταλήξω [θέλω + απρμφ. βοηθητικό για δήλ. μέλλ. αποκαταντώ: καταλήγω σε μια κατάσταση] ἀσωτιὰν = παρεκτροπή, αμαρτία περιλαμβάνει = αγκαλιάζει ἔσω = μέσα (επίρρ.) ἐνέργεια = επίδραση, δράση, δύναμη ἄνεργον = που δεν ενεργεί, που περιέρχεται σε αδράνεια [επίθ. άνεργος] δείκνυται = αναδεικνύεται (ως) ὑπὸ τοῦ Παντουργέτου = από τον δημιουργό των πάντων, τον Θεό [ο παντουργέτης] τῆσδε = αυτής εδώ [δεικτ. αντων. όδε] ἔκραζον = φώναζαν (δυνατά), διαλαλούσαν [γ΄ πληθ. οριστ. πρτ. του κράζω] μετὰ = με (πρόθ. + γενική) συμπάθησε = συμμερίσου τον πόνο, δείξε συμπάθεια [β΄ εν. προστ. αορ. του συμπαθώ] φεῖσαι = λυπήσου [β΄ εν. προστ. αορ. του φείδομαι] ἀναιτίων = τους αθώους [επίθ. αναίτιος] εἰς = ένας (αριθμ.) πεπληρωμένος = ολοκληρωμένος ὃς = ο οποίος (αναφ. αντων.) ἅπαντας = όλους [επίθ. άπας] εἶδος = μορφή παρευθύς = αμέσως (επίρρ.) ἀμιρᾶν = άρχοντα, διοικητή [ο αμιράς, τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός] πταίσιμον = φταίξιμο ἔναι = είναι ρίζης εὐγενῶν = ευγενικής καταγωγής κλάδοι = απόγονοι (μεταφ.) ρηγῶν = βασιλιάδων [ο ρηξ ή ρήγας] μεγιστάνων = αρχόντων, ανώτερων αξιωματούχων [ο μεγιστάν] Καταλεπτῶς = λεπτομερειακά, με πληρότητα, με προσοχή (επίρρ.) σαφήνισον = εξήγησε, κάνε σαφές [β΄ εν. προστ. αορ. του σαφηνίζω] πόθεν = από πού (ερωτ. επίρρ.) τίνες = ποιοι [ερωτ. αντων. τίς] ποταπῆς = ποιας [ερωτ. αντων. ποταπός] δεσμωμένοι = δέσμιοι [δεσμωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του δεσμώνω ως επίθ.] θάνατον φυγεῖν = να διαφύγεις τον θάνατο μηδὲν = ούτε να ἐσέβηκες = εισήλθες [β΄ εν. οριστ. αορ. του εισβαίνω] εὔτολμα = με θάρρος, με τόλμη (επίρρ.) ἀπὲ = από (πρόθ.) ἐμὴ = δική μου [κτητ. αντων. εμός] Σπανίας = Ισπανίας ὑπάρχει = είναι γινώσκει = γνωρίζει σοφιᾶς = σοφίας ἐπεσώθηκα = έφτασα παράξενης = εξαιρετικής, πολύ ωραίας [επίθ. παράξενος] Τῆς εἱμαρμένης = της μοίρας, του πεπρωμένου [η ειμαρμένη] τὸ ἄστατον = η αστάθεια, η αβεβαιότητα [επίθ. άστατος, εδώ το ουδ. ως ουσ.] ἐδίωκεν = καταδίωκε [διώκω] ἐρωτικὴν = ποθητή, αγαπημένη [επίθ. ερωτικός] κάλλιον = καλύτερα (επίρρ.) δροσωδὲς = δροσερή [επίθ. δροσώδης] δράσσει = πηγαίνει ἐνδύνουν = ντύνουν [ενδύ(ν)ω] μετὰ δορυφορίας = με τιμή ἀξιώνει = παρέχει αξιώματα σεβαστοκρατορίας = αξίωμα αυλικό καθίζει = τοποθετεί δι’ αὖτον = γι’ αυτό ἐγνώραν = αναγνώριση [η εγνώρα] στεφανωθήκασιν = παντρεύτηκαν ἐπιάσεν τὰ στεφάνια = τους πάντρεψε ως κουμπάρος [φρ. πιάνω τα στεφάνια] Γάμους ποιεῖ = τελεί γάμους συνάγει = συγκεντρώνει, συναθροίζει δουκάδας = στρατιωτικούς ή πολιτικούς διοικητές, άρχοντες [ο δούκας] πάντας = όλους πένητας = φτωχούς [ο πένης, γεν. του πένητος] σὺν τούτων = εκτός από αυτά, μαζί με αυτά χαρίσματα = δώρα ἀσημομάργαρα = αντικείμενα ασημένια και μαργαριταρένια [το ασημομάργαρον] παντίμητα = εξαιρετικά πολύτιμα, ανεκτίμητα [επιθ. παντίμητος] δουκᾶτα = είδος νομίσματος [το δουκάτον ή δουκάδον] δωροφορεῖ = προσφέρει δωρεές ἐξακουστά = εξαιρετικά, ωραία [επίθ. εξακουστός] ἐξέβαλεν = ξεπροβόδησε [γ΄ εν. οριστ. αορ. του εκβάλλω] στράτας = δρόμου, πορείας Ἐπέζευσεν = ξεπέζευσε, ξεκαβαλίκεψε [πεζεύω] ἀντάμα = συγχρόνως, μαζί (επίρρ.) ἀξίως = με αξιοπρέπεια (επίρρ.) ὁμάδι = μαζί (επίρρ.) λαμπρὰ = αρχοντικά, μεγαλόπρεπα (επίρρ.) ἀξίας = τιμές, τελετές [η αξία] Ἀνάμεσα = κατά τη διάρκεια γεγονότος (επίρρ. + γενική) ἡδονῆς = ευφροσύνης, χαράς, ευτυχίας παραυτίκα = αμέσως (επίρρ.) τε = και (συμπλ. σύνδ.) πρεσβυτέραν = παλαιότερη [επίθ. πρεσβύτερος]",,Διήγησις εξαίρετος ερωτική και ξένη Φλωρίου του πανευτυχούς και κόρης Πλάτζια Φλώρης,Ανώνυμος Abstract,"Στο πεζό του έργο ο κεφαλλονίτης λόγιος και κληρικός Ιερόθεος Αββάτιος εξιστορεί, στη δημοτική γλώσσα της εποχής του, τον σεισμό που έπληξε το νησί του στις 30 Σεπτεμβρίου του 1637. Το χρονικό αποτυπώνει το μέγεθος της συμφοράς και η γλαφυρή αφήγηση καθιστά το κείμενο μνημείο της ομιλούμενης γλώσσας με λογοτεχνικές αρετές. Το κείμενο γράφτηκε μια δεκαετία μετά τον σεισμό, στα 1648.",,,Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου,Αββάτιος Ιερόθεος Ο σεισμός και οι τρεις πρώτες μέρες της καταστροφής,"Στην αρχή της διήγησής του ο Ιερόθεος Αββάτιος, αφού πρώτα αυτοπαρουσιαστεί, σπεύδει να περάσει γρήγορα στην περιγραφή του σεισμού. Η αφήγησή του αποδίδει με ζωντάνια και γλαφυρότητα τις πρώτες τρεις μέρες της καταστροφής με τους συνεχείς μετασεισμούς. Τόσο ο ίδιος ο συγγραφέας όσο και οι κάτοικοι του νησιού εναποθέτουν την ελπίδα της σωτηρίας τους στον Θεό και μετανοούν για τις αμαρτίες τους. Ολόκληρο το κείμενο εκτείνεται σε επτά σελίδες, ενώ το απόσπασμα που παρατίθεται καλύπτει τις πρώτες τρεις. Στη συνέχεια της αφήγησης θα διαβάσουμε την περιδιάβαση του Αββάτιου σε εκκλησίες και μοναστήρια του νοτιοανατολικού άκρου της Κεφαλλονιάς, όσο ακόμη συνεχίζονται οι μετασεισμοί. Ἐρχόμενος καβαλλάρης ἐγὼ Ἱερόθεος Ἀββάτιος ἀπὸ τὰ Σείσσεια εἰς τὸν Ἐλεῖον, τῇ ἄνωθεν ἡμέρᾳ καὶ ὥρᾳ τοῦ ͵αχλζ΄, ἀντάμα μὲ ἕνα διάκον, καὶ ἀπερνῶντας τὴν βρύσιν λεγομένην Κανάλην, εἰς τὸν Ἐλεῖον ἤλθαμεν κοντὰ εἰς τὸ Βαρυκὸν ’ς τὸ στένωμα τῶν δενδρῶν· καὶ ἐξάφνου ἐκεῖ σεισμὸς ἔγεινε μὲ βοήν, μέγας καὶ φοβερὸς ὁποῦ ἀπὸ τὸ βουνὸν ἐγκρεμνίζουνταν πέτραις μεγάλαις μὲ πολλὴν συντριβὴν καὶ χαλασμόν, χαλῶντας σπίτια ὅθεν ἀπερνού- σανε, καὶ τόπους τῶν ὑποστατικῶν σκοτόνοντας τὰ ζῶα ὁποῦ ἔβοσκαν εἰς ταῖς πλαγιαῖς. Καὶ εὑρισκόμενος τρομασμένος εἰς τ’ ἄλογον ἀπάνω μετὰ βίας ἐξαπέζευσα, ὡς ἐδυνήθηκα, παρευθύς. Καί, ἀφόντης ἐξαπέζευσα (sic), δὲν ἐδυνόμουν νὰ περπατήσω, ἀμ- πόνοντάς με ἡ γῆ ἀπὸ τὸν σεισμὸν ἀπ’ ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, περιπλεκόμενος ἀπὸ ταῖς πέτραις ὁποῦ ἐγκρεμνίζουνταν ἀπὸ τὰ κλείσματα τῶν ὑποστατικῶν. Καὶ ἀγκαλιάζοντας ἕνα δένδρον, διὰ νὰ σταθῶ, μὲ ἐκτυποῦσαν αἱ πέτραι ’ς τὰ ποδάρια ὁποῦ ἐσαλεύουνταν δυνατά· ὥστε ὁποῦ, ὡς ἠμπόρεσα, ἐκάθισα χαμαί, ἀσηκόνοντας τὴν κεφαλήν μου νὰ ἰδῶ τὰ σπίτια τοῦ θείου μου, κυρίου Δανιήλου Ἀββατίου, μὲ τὰ ἄλλα τῶν γειτόνων του, ὅλα τὰ εἶδα γκρεμνισμένα, ἀκούοντας φωναῖς θλιβεραῖς καὶ θρῆνον τῶν ἀνθρώπων ὁλοῦθεν ὅθεν ἦταν τὰ χωριά, βλέποντας εἰς τοὺς τόπους ἐκείνους ὡσὰν σύννεφα τὸν κορνιακτὸν τῶν ἐγκρεμνισμένων σπιτίων. Καί, κατὰ πῶς ἠμπόρεσα, τότε ἀνέβηκα εἰς τὸ μετόχιον τῶν Στροφάδων, τὸ ὁποῖον ἐκρατούσαμεν ἀντάμα πακτωμένον μὲ τὸν γέροντα πνευματικὸν Ἰωάσαφ Ἀγραπιδάκην, λεγόμενον τῆς κυρίας τῆς Θεοτόκου Γοργο- πάκοης, ὁποὖναι κοντὰ εἰς τὸ σπίτιν μου καὶ ηὗρα τὴν ἐκκλησίαν ὄλην ῥαγισμένην, καὶ πολλοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖ ὁποῦ ἐδράμασιν ἀπὸ τὰ χωριὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτήν, καὶ ἐξεπλακόνασι τὸν γέροντα τοῦτον πνευματικόν, ὁποῦ ἦτον πλακωμένος, ἔχοντας τὴν κεφαλήν του ἀπάνω ’ς τὸ παραθύρι τοῦ κελλίου του, καὶ ἀπάνω εἰς τὸν λαιμόν του ἦτον τὸ ἀνώφλι τοῦ παραθυρίου πέτρινον, τὸ ὁποῖον τὸ ἐκράτειε μία μικρὴ πέτρα καὶ δεν τ’ ἄφινε νὰ καθίσῃ εἰς τὸν λαι- μόν του, καὶ ἐγλύτωσε τὴν ζωήν του. Καὶ παύοντας ὁ σεισμὸς ὀλίγον ἀφόντης ἐσκοτειδίασε, ἀνέβηκα εἰς τὸ σπίτιν μου τὸ ἀνώγεον καὶ τὸ ηὗρα γκρεμνισμένον μὲ ζημίαν πολλήν, καὶ ἐγλύτωσα τὰ βιβλία μου ὅλα μὲ ὅ,τι ἄλλο ἐδυνήθηκα. Καὶ πάλιν σεισμὸς φοβερώτατος ἔγεινε, ὁποῦ λαὸς ἐσυμμαζώχθη πολὺς τριγύρου ’ς τὴν ἐκκλησίαν τῆς ἐνορίας ἐκείνης μὲ τὰ παιδία τους, κλαίοντες καὶ δεόμενοι μετὰ δακρύων ὅλοι ἐπαρακαλοῦσαν τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ θεοῦ νὰ μὴ βυθισθοῦμεν καὶ κατα- ποντισθοῦμεν μὲ τὸν πικρότατον θάνατον τῆς φοβερᾶς ὥρας ἐκείνης τῆς ὀργῆς του. Καί, μὴν ἠμπορῶντες εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ στα- θοῦμεν, ἐμείναμεν ἔξω τὴν νύκταν ἐκείνην ἀποκάτω εἰς δένδρα, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ψύχραν καὶ τρομάραν μας ἐτρέμαμεν ὅλοι φοβισμένοι, καὶ ἀνάψαμεν φωτίαν εἰς τὰ χωράφια καὶ μᾶς ἐζέσ- ταινεν ὀλίγον τὴν νύκταν ὅλην ἐκείνην, συχνοκάμνοντας ὁ σεισμός. Καί, ἀφόντης ἐξημέρωσε, τόσον πολὺν ἔβρεξε δυνατά, μὲ βρον- ταῖς, ἀστραπαῖς, μὲ χαλάζι, καὶ μὲ δυνατωτάτους ἀνέμους καὶ σεισμούς, μαυροσυννεφιασμένος καὶ ἀνταρεμμένος ὁ οὐρανὸς ὁποῦ τότε καὶ τότε ἐλέγαμεν νὰ ἦλθε τὸ τέλος τοῦ κόσμου, καὶ ἐκαρτε- ρούσαμεν θάνατον καὶ καταποντισμὸν βλέποντες τὴν πλημμύραν τοῦ τόσου νεροῦ. Τότε θρῆνος ἐγίνετον περισσότερος, καὶ δάκρυα ἐχύνουνταν θλιβε- ρώτερα καὶ ἀπαρηγόρητα, ζητῶντες συγχώρησιν ἀπὸ τὸν θεόν, καὶ φανερὰ ἐξομολογῶντες ὅλοι ταῖς ἁμαρτίαις μας, καὶ τὰ ὅσα ἐπρά- ξαμεν κακὰ ἀπὸ νεότητά μας, καὶ ἐφταίσαμεν ἐναντίον τοῦ θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, τοῦ ἐπαρακαλούσαμεν διὰ τῆς αὐτοῦ εὐ- σπλαγχνίας τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ παίρνοντες συγχώ- ρησιν ἕνας τοῦ ἄλλου ἐμεταλάβαμεν τὰ θεῖα μυστήρια μὲ συντριβὴν καρδίας καὶ μετανόησιν. Καὶ ἔτζι μὲ φόβον καὶ τρόμον ἀπεράσαμεν τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ τὴν νύκταν ὡς νεκροὶ εἰς τὴν ὄψιν καὶ μισαπαιθαμμένοι. Καὶ ξημερόνοντας τὴν τρίτην ἡμέραν ἔπαυσεν ὁ κατακλυσμὸς ἐκεῖνος, καὶ ἐγίνετον μόνον ὁ σεισμὸς δια- φορητικός, ἤγουν πότε μικρός, πότε μεγάλος, πότε ἐκράτειε πολύ, πότε ὀλίγον. Καὶ τοιούτης λογῆς ἤμαστεν τότε, ὁποῦ δὲν μᾶς ἔμελε πλέο διὰ τὰ πράγματά μας, ἀμμὴ ὡς ἐδυνόμεσθεν ὅλοι ἀντάμα ἐκινήσαμεν λιτανεύοντες καὶ δεόμενοι τοῦ θεοῦ, ψάλλοντες μὲ εὐλάβειαν τοῦ εὐχολογίου τὸν κανόνα, τὸ «ὡς φοβερὰ ἡ ὀργή σου», μὲ ταῖς εὐχαῖς τοῦ αὐτοῦ εὐχολογίου. Καί, μισσεύοντες ἀπὸ τὸν Ἐλεῖον, ἀνεβήκαμεν τὰ Μαρκοπουλάτα καὶ ἀπεράσα[μεν], ἐκεῖ- θεν τὴν Βάλταν, Κορονούς, Σκάλαν, καὶ ἐγυρίσαμεν ἀπὸ τὰ Σολο- μάτα, συχνοκάμνοντας σεισμός. Καί, φθάνοντες εἰς τὸν κάμπον ’ς τὰ Σολομάτα, ἔγεινε ἕνας δυνατώτατος σεισμός, τόσος ὁποῦ ὅλοι ἐπέσαμεν χαμαί, καὶ γονατισμένοι ἔμπροσθεν ’ς τὴν ἐκκλησίαν, ὁποῦ ἤμαστεν τότε, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ἐπαρακαλέ- σαμεν τὸν θεὸν μὲ εὐχαῖς τοῦ εὐχολογίου. Εἰς τὸν ὁποῖον τόπον, ὡς ἐδυνήθηκα, ἐπαρακίνησα τὸν λαὸν εἰς μετάνοιαν, κάμνοντάς τους μίαν κοντόλογην ὁμιλίαν ἀπάνω εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ λβ΄ κεφα- λαίου τοῦ Δευτερονομίου, λθ΄ στίχου, τὸ «ἴδετε ἴδετε ὅτι ἐγώ εἰμι καὶ οὐκ ἔστι θεὸς πλὴν ἐμοῦ ὁ ἀποκτενῶν καὶ ζῆν ποιήσω, πατάξω, κἀγὼ ἰάσομαι, καὶ οὐκ ἔστιν ὃ ἐξελεῖται ἐκ τῶν χειρῶν μου.» Καὶ ἀφόντης ἐτελείωσα ἐκεῖθεν ἀπερνῶντες τὰ Σολομάτα ἀνεβή- καμεν ’ς τὸ βουνὸν ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Ἀρακλείου, καὶ ἐκεῖ ἀπάνω πάλιν ἔκαμεν σεισμός, ὡσὰν καὶ κάτω φοβερός, ὁποῦ εὑρήκαμεν καὶ κά- ποιους τόπους ῥαγισμένους καὶ βαθουλούς, ὁποῦ τοὺς ἄνοιξεν ὁ σεισ- σμός, τοὺς ὁποίους τόπους κτυπῶντες μὲ τὰ ποδάριά μας, ἐκουφαγροικοῦνταν ὡσὰν σπηλῃαῖς· καὶ σιμὰ εἰς τὸ μονασ- τήριον τῆς Πηγῆς εἰς τὸ ὁποῖον ἐστάθηκα ἡγούμενος ἐγὼ τὸ ἴδιον εἶδα εἰς μερικοὺς τόπους. Καὶ περνῶντες τὸ βουνὸν ἐτοῦτο ηὕραμεν καὶ δένδρα μεγάλα ἐλάτινα ξερριζωμένα ἀπὸ τὸν σεισμόν.","τοῦ ͵αχλζ΄ = του (έτους) 1628 (ελλην. σύστημα αρίθμησης) διάκον = βοηθό επισκόπου ή ιερέα, που κατέχει τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης ὑποστατικῶν = των αγροκτημάτων μαζί με το σπίτι των ιδιοκτητών και τις άλλες εγκαταστάσεις [το υποστατικόν] ἐξαπέζευσα = ξεπέζευσα από τη ράχη του αλόγου, ξεκαβαλίκεψα [ξεπεζεύω] ἀφόντης = όταν, αφότου (χρον. σύνδ.) ἀμ- = σπρώχνοντας, πιέζοντας [αμπώνω] κορνιακτὸν = σκόνη, σύννεφο σκόνης [ο κορνιακτός] μετόχιον = κτήμα που ανήκει σε μοναστήρι, από την περιοχή του οποίου βρίσκεται μακριά, περιλαμβάνει διάφορες εγκαταστάσεις (κελιά, εκκλησία, ξενώνες, κλπ.) και λειτουργεί ως παράρτημά του πακτωμένον = μισθωμένο, ενοικιασμένο [πακτωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του πακτώνω] ἐδράμασιν = έτρεχαν ἐξεπλακόνασι = ξεπλάκωναν, απομάκρυναν τις πέτρες που τον είχαν πλακώσει (ενν. τον γέροντα) ἀφόντης = όταν, αφότου (χρον. σύνδ.) συχνοκάμνοντας = κάνοντας συχνά/σε τακτά διαστήματα ἀνταρεμμένος = πολύ συννεφιασμένος [μτχ. του ρ. ανταρεύομαι: κάνω θόρυβο, προκαλώ αναταραχή] ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) ἀμμὴ = αλλά, όμως (σύνδ.) μισσεύοντες = αναχωρώντας, φεύγοντας [μισεύω] κοντόλογην = σύντομη [επίθ. κοντόλογος] λβ΄ = τριακοστού δεύτερου (ελλην. σύστημα αρίθμησης) λθ΄ = τριακοστού ένατου (ελλην. σύστημα αρίθμησης) ἀποκτενῶν = που σκοτώνει ἰάσομαι = θα γιατρεύσω, θα θεραπεύσω [ιώμαι] ἐξελεῖται = θα σκοτωθεί [εξαιρούμαι] ἀφόντης = όταν, αφότου (χρον. σύνδ.) βαθουλούς = που έχουν βαθούλωμα [επίθ. βαθουλός] ἐκουφαγροικοῦνταν = προκαλούσαν ήχο υπόκωφο [κουφαγροικούμαι]",,Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου,Αββάτιος Ιερόθεος Ο σεισμός πλήττει το μετόχι των Στροφάδων,"Στην τελευταία σελίδα της διήγησής του ο Ιερόθεος Αββάτιος καταγράφει συνολικά τις συνέπειες του μεγάλου σεισμού, ενώ τονίζει τη θεϊκή διάσταση της καταστροφής. Ανάμεσα σε άλλες απώλειες και φθορές, ο συγγραφέας αναφέρει και τις ζημιές που υπέστη το μοναστήρι των Στροφάδων, αλλά και τον δικό του καθοριστικό ρόλο στην αποκατάστασή τους. Τοιούτης λογῆς ἀπέρασε τὸν καιρὸν ἐκεῖνον μὲ παιδευμὸν ἀπὸ τὸν θεὸν ὅλος ὁ τόπος τῆς Κεφαλληνίας μὲ πλάκωσιν πολλῶν ἀνθρώπων, ἀνδρῶν τε, λέγω, γυναικῶν καὶ παιδίων, καὶ ἀλόγων ζώων διαφόρων, μὲ ζημίαν καὶ χαλασμὸν πολλῶν ὑποστατικῶν καὶ χαϊμὸν πραγμάτων, ἀπερνῶντες ὅλοι στενοχωρημένα ὅλον ἐκεῖ- νον τὸν χειμῶνα, ὥστε ὁποῦ ἦλθεν ἡ ἄνοιξις, κάμνοντες (sic) πάντα σεισμόν, καὶ ἀπὸ τὴν ἄνοιξιν, ἀπ’ ὀλίγον ὀλίγον ἐμακροθύμησεν ὁ θεός, καὶ ἔπαυσεν τῆς μεγάλης του ἐκείνης καὶ φοβερᾶς ὀργῆς του. Λέγουσιν ὅτι καράβιν ἀρμένιζε τὴν ὥραν ἐκείνην σιμὰ ’ς τὴν Κεφαλληνίαν καὶ ἔκαμε ’ς τὴν θάλασσαν τρία φαλάγγια μὲ πο- λὺν τιναγμὸν καὶ στριφογύρισιν, ὁποῦ ἐκινδύνευσε νὰ χαθῇ, καὶ ἐγνώρισαν τότε πῶς νὰ ἔγεινε πολὺ κακὸν εἰς τὴν γῆν, καθὼς τὸ ἐδιηγήθηκαν εἰς τὴν Ζάκυνθον, ὁπόταν ἔφθασαν ἐκεῖ. Εἰς τὸ ὁποῖον νησὶ τῆς Ζακύνθου ἔκανεν καὶ ἐκεῖ, ἀμμ’ ὄχι ὡσὰν εἰς τὴν Κεφαλληνίαν καὶ Ἰθάκην. Ὁμοίως καὶ εἰς τὰ νησόπουλα τῶν Στροφάδων ἔκαμε, καὶ ἐρράγισεν ὁ πύργος τοῦ μοναστηρίου καὶ τῆς ἐκκλησίας, ὁποῦ ἐχρειάσθη βοήθειαν ἀπὸ τὴν αὐθεντίαν μας καὶ ἔστοντας νὰ ἔλθῃ ’ς τὴν Ζάκυνθον ὁ ἐκλαμπρότατος καὶ ἐξοχώ- τατος αὐθέντης Ἰωάννης Καπέλος, ὁποῦ ἦτον στελμένος ἰγκουϊζι- τῶρος, σύντυχος καὶ ἀβογαδῶρος εἰς τὸ Λεβάντε, ’ς τὰ τρία νησία, Κορφούς, Κεφαλληνίαν καὶ Ζάκυνθον, εἰς τοὺς αχλθ΄, ἐτοῦτος ἐστάθη μπάϊλος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν· τὸν ὁποῖον οἱ πατέρες τῶν Στροφάδων ἐπαρακαλέσανε, καὶ ἔβαλεν ἄνθρωπον πιστὸν τῆς αὐθεντίας καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ Στροφάδια καὶ εἶδε τὰ ὅσα ἐχρειά- ζετον εἰς φτειάσιν τοῦ μοναστηρίου, παιρνοντές τα ἐγγράφως, διὰ νὰ δώσῃ εἴδησιν ὁ ἄνωθεν αὐθέντης τοῦ γαληνοτάτου πριγκίπου, τὴν ὁποίαν εἴδησιν ἐδόθη μου ἐμένα ἐπιτροπικῶς ὡς ἀδελφὸς καὶ μέτοχος τοῦ μοναστηρίου ἐτούτου. Καὶ ἐδιάβηκα ’τὴν Βενετίαν εἰς τὸ ἐξοχώτατον Σενᾶτον καὶ ἐγύρευσα τὰ ὅσα ἦταν χρείαν (sic) ὡς ἐδίδετον ἡ εἴδησις· καὶ μοῦ ἔδωσεν ἡ αὐθεντία ξυλὶν καὶ σίδερα, ἤγουν πατερά, τάβλαις, μαδέρια, σιδηροδεσίαις καὶ καρφία· καὶ τὰ ἤφερα τοῦ μοναστη- ρίου· τοῦ ὁποίου μοναστηρίου ἔχω ἕως ζωῆς μου εἰς πάκτον τὸ μετόχιον τῆς κυρίας τῆς Γοργοπάκοης εἰς τὰ Παβιελάτα μὲ τὸ πε- ριβόλιν καὶ μὲ ὅλα του τὰ ὑποστατικά, τοῦ ὁποίου μοναστηρίου ἄφησα, ἂν ἀποθάνω, ὅλα μου τὰ βιβλία καὶ ἱερὰ καθὼς τὰ ἔχω γραμμένα ἐξ ἰδίας μου χειρὸς τῷ ͵αχμγ΄, εἰς τὴν Κεφαλληνίαν, ὁπόταν ἐμίσσευσα ἐκεῖθεν καὶ ἦλθα εἰς τὴν Βενετίαν, ὁποῦ ἐζη- μιώθηκα. Τὰ ἄνωθεν ἔγραψα ἀπ’ ὅσα ἐνθυμήθηκα περὶ τοῦ σεισμοῦ τού- του καὶ μερικὰ τῶν συμβεβηκότων μου πραγμάτων. Ἐν Λουγδούνῳ τῶν Βαταβῶν, τῷ ͵αχμη΄ μαρτίου α΄, κατὰ τὸ παλαιόν.","χαϊμὸν = χαμό, γενική αναστάτωση ἐμακροθύμησεν = έδειξε ανεκτικότητα, ευσπλαχνία [μακροθυμώ] φαλάγγια = μεγάλα στρογγυλά δοκάρια που χρησιμεύουν για τη ρυμούλκηση σκαφών από τη θάλασσα στην ξηρά ἀμμ’ = αλλά, όμως (σύνδ.) ἰγκουϊζι- = ανακριτής, εξεταστής, ερευνητής (από τη λατινική λέξη inquisitor) σύντυχος = αυτός που κουβεντιάζει, συζητά (από το ρ. συντυχαίνω) ἀβογαδῶρος = δικαστής, εισαγγελέας της Βενετικής Δημοκρατίας (από το βενετικό avogador και το ιταλ. avvocato) εἰς τοὺς αχλθ΄ = στα 1639 (ελλην. σύστημα αρίθμησης) μπάϊλος = τίτλος του διπλωματικού αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, αντιπρόσωπος της Βενετίας με διοικητική πληρεξουσιότητα φτειάσιν = φτιάξιμο χρείαν = ανάγκη πατερά = τα μεγάλα δοκάρια της στέγης [το πάτερο] τάβλαις = σανίδες ικανού πάχους [η τάβλα, μεσαιωνική λέξη, από το λατινικό tabula (tabla)] μαδέρια = χοντρές σανίδες ή δοκάρια που χρησιμοποιούνται στο χτίσιμο πάκτον = ενοίκιο που καταβάλλεται για τη μίσθωση ακινήτου [το πάκτον, προέρχεται από τη λατ. λέξη pactum] μετόχιον = κτήμα που ανήκει σε μοναστήρι, από την περιοχή του οποίου βρίσκεται μακριά, περιλαμβάνει διάφορες εγκαταστάσεις (κελιά, εκκλησία, ξενώνες, κλπ.) και λειτουργεί ως παράρτημά του ὑποστατικά = αγροκτήματα μαζί με τα σπίτια των ιδιοκτητών και τις άλλες εγκαταστάσεις [το υποστατικόν] τῷ ͵αχμγ΄ = στο (έτος) 1643 (ελλην. σύστημα αρίθμησης) ἐμίσσευσα = έφυγα, αναχώρησα [μισεύω] ἐζη- = έχασα, στερήθηκα [ζημιώνομαι] μαρτίου α΄ = 1η Μαρτίου",,Διήγησις Ιεροθέου Αββατίου,Αββάτιος Ιερόθεος Abstract,"Οραματικό κείμενο του 16ου αιώνα, γραμμένο από τον Μητροφάνη και μεταγλωττισμένο σε δημώδη γλώσσα από τον παπά-Λαυρέντιο. Περιγράφεται μια περίπτωση νεκροφάνειας με πρωταγωνιστή τον Δημήτριο, που εργάζεται σε μεταλλωρυχείο της Μακεδονίας. Στο κείμενο, επιπλέον, ασκείται κριτική στους σύγχρονους ιερωμένους και υπάρχει έντονο το διδακτικό στοιχείο.",,,Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου,Λαυρέντιος Ιερομόναχος Η μετάβαση στον Άλλο Κόσμο,"Ο Δημήτριος είναι ανθρακωρύχος στην περιοχή της Ιερισσού. Όταν ο γιος του πεθαίνει σε μικρή ηλικία, ο Δημήτριος αρρωσταίνει βαριά και βρίσκεται κλινήρης σε κωματώδη κατάσταση. Ο παλμός του αδυνατίζει, έτσι οι συγγενείς τον θεωρούν νεκρό και τον κλαίνε. Όμως, ο Δημήτριος ξαφνικά ξυπνάει. – Ἐγὼ ὡσὰν ἐκείτομουν εἰς τὸ κρεβάτι ἀσθενημένος ἄνοιξα τὰ μάτια μου καὶ ἔξαφνα εἶδα ἕναν ἄνθρωπον καὶ ὁμοίαζεν ὡσὰν ἀστραπὴ καὶ ἦτον πολλὰ εὔμορφος καὶ ἦλθε καὶ ἐστάθη ἀπάνωθέ μου καὶ ἦτον φορεμένος φορέματα χρυσὰ μὲ πολλὲς βαφὲς καὶ ἔφεγγαν τὰ φορέματά του καὶ ἦτον πλουμιστὰ μὲ πολλὲς λογὲς ἄνθη καὶ χρώματα καὶ τόσον ἦτον εὔμορφος καὶ χαρούμενος, ὅτι δὲν ἠμπορῶ νὰ τὴν εἰπῶ μὲ λόγον τὴν εὐμορφάδα καὶ τὸ κάλλος ὁποὺ εἶχεν αὐτὸς καὶ τὰ ροῦχα του. Τὸ λοιπὸν ὡσὰν τὸν εἶδα, ἄλλαξεν ὁ νοῦς μου καὶ ἀστόχησα τὸν κόσμον τοῦτον, καὶ ὅλον ἐκεῖνον τὸν εὔμορφον ἄνθρωπον ἔβλεπα καὶ δὲν ἤθελα νὰ χωρισθῶ ἀπ’ αὐτόν. Καὶ μετὰ ταῦτα ἐφάνη μου ὅτι ἐχω- ρίσθηκα ἀπὸ ἐσένα καὶ εὑρέθηκα εἰς τὰς ἁγίας χεῖρας ἐκείνου, καὶ ἐκεῖ- νος βαστώντας με εἰς τὰς χεῖρας του ἐπέταξεν καὶ ἐφαίνετον πὼς ὑπά- γει ἀπάνω ὑψηλὰ καὶ ἐφάνη μου ὅτι ἐπεράσαμεν ἕως ἑπτὰ οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ τὸ πολὺ ὕψος ὁποὺ ἐπήγαμεν ἀστόχησα πόσους οὐρανοὺς ἐπε- ράσαμεν, ὅτι ὡσὰν κύκλους μοῦ ἐφαίνετον ὅτι ἐπερνούσαμεν ἀπὸ τὸν κάτω εἰς τὸν ἄνω καὶ ἀπ’ ἐκεῖνον εἰς ὑψηλότερον, ἕως οὗ ἐπεράσαμεν ὅλους. Εἰς δὲ τὴν στράταν ὁποὺ ἀναβαίναμεν δὲν ἦτον φῶς καθαρόν, ἀμὴ ἦτον ὡσὰν ἀντάρα, καὶ ὡσὰν ἐπεράσαμεν ἐκείνους τοὺς οὐρανοὺς ὁποὺ σοῦ εἶπα, παρευθὺς μοῦ ἐφάνη πὼς ἐφθάσαμεν εἰς ἄλλον κόσμον. Καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου ἐκείνου ἦτον ἀλλέως παρὰ τούτου τοῦ κόσμου, ὅτι ἦτον πολλὰ λαμπρότερον καὶ φωτεινότερον, ὁμοίως καὶ ἡ γῆ ἐκείνη ἦτον θαυμαστὴ πολλὰ καὶ ὑψηλὴ καὶ δὲν ἦτον ὡσὰν ἐτού- την τὴν γῆν νὰ ἔχη ξύλα καὶ χορτάρια καὶ πέτρες καὶ ρέματα, ἀμὴ ὅσα εἶχεν ἐκείνη ἡ γῆ δὲν δύνομαι νὰ τὰ διηγηθῶ πῶς ἦτον. Μόνο ἐκείνη ἡ γῆ ἦτον ἁπαλὴ καὶ ὡσὰν κάμπος εὔμορφος, ὡσὰν νὰ τὸν ἤθελεν ἰσάσει τινὰς διὰ νὰ πιλαλοῦν ἄλογα, ὁ δὲ κάμπος τῆς γῆς ἐκείνης ἦτον πλουμι- σμένος ὅλος μὲ τρεῖς γενεὲς δένδρα ἀνθισμένα πολλὰ εὔμορφα, τῶν ὁποί- ων δένδρων καὶ ἀνθῶν τὴν καλὴν μυρωδίαν καὶ τὸ κάλλος δὲν δύνεται νὰ τὰ εἰπῇ κανεὶς μὲ λόγον, τὰ ὁποῖα δένδρα, τὸ ἕνα μοῦ ἐφαίνετον ἦτον ὡσὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλέα, τὰ δὲ ἄλλα δύο, τὸ ἕνα μοῦ ἐφαίνετον ὡσὰν τὸ κόκκινον τριαντάφυλλον ὁποὺ μυρίζει εὔμορφα, τὸ δὲ ἄλλον ἐφαίνετον ὡσὰν καλοκαιρινὸν κρίνον, ὡσὰν ἀπ’ αὐτὰ τὰ δένδρα καὶ λουλούδια ἦτον γεμάτη ἡ γῆ ἐκείνη. Περιπατοῦντες λοιπὸν ἐκεῖ εὑρέθημεν εἰς τόπον τινὰ καὶ βλέπομεν ἔμπροσθέν μας δύο θύρες κλεισμένες μὲ σιδηρὲς πόρτες καὶ καλὰ βου- λωμένες καὶ εἰς τὴν δεξιὰν πόρταν ἔμπροσθεν ἐστέκονταν κάποιοι πολὺ νέοι ἄνδρες ἀσπροφόροι καὶ ἐφύλαγαν τὴν πόρταν, εἰς δὲ τὴν ἀριστερὰν πόρταν πάλιν ἐστέκονταν ἄλλοι μεγάλοι ἄνδρες μαῦροι καὶ ἐφύλαγαν αὐτήν. Ὡς δὲ ἐφθάσαμεν ἔμπροσθεν τῶν θυρῶν ὁποὺ ἐπροείπαμεν, λέ- γει μου ἐκεῖνος ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος ὁπού μοῦ ἐκράτειεν καὶ μὲ ὁδή- γαν: «Σκύψε κάτω γλήγορα καὶ προσκύνησε». Καὶ ἐγὼ παρευθὺς γλή- γορα ἔσκυψα κάτω καὶ ἐπροσκύνησα καὶ μὲ πολὺν φόβον καὶ τρόμον ἐκειτόμουν τὰ πίστομα εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκομουν ἤκουσα φωνὴν ὡσὰν ἀπὸ ἄνωθέν μου καὶ ὥσπερ νὰ ἤρχετο ἡ φωνὴ ἀπὸ κάτωθεν, καὶ ἔλεγε: «Διατὶ ἤφερες τοῦτον ἐδῶ; δὲν σὲ εἶπα ἐγὼ νὰ φέ- ρης τοῦτον, ἀλλὰ τὸν γείτονά του τὸν Νικόλαον νὰ φέρης. Καὶ αὐτὸς δὲ ποὺ ἤφερες ἔχει ἀκόμη νὰ ζήση εἰς τὴν γῆν πολὺν καιρόν». Καὶ ὡσὰν ἤκουσεν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁποὺ μὲ ἐκράτειε ταύτης τῆς φωνῆς καὶ αὐτὰ τὰ λόγια, ἐσήκωσέ με παρευθὺς γλήγορα ἀπὸ τὴν γῆν καὶ λέγει μου: «Ἀκολούθει με», καὶ μὲ πολλὴν βίαν ἀρχίσαμεν καὶ ἐπεριπατούσαμεν ὡς πρὸς τὰς Ἀνατολάς. Καὶ ὡσὰν ἐπεράσαμεν ὀλί- γον ἐκεῖθεν, εὑρέθημεν εἰς ἕνα μεγάλον καὶ θαυμαστὸν κάμπον καὶ εἶχεν ἐκεῖνος ὁ κάμπος πολλὰ καὶ καλὰ καὶ εὔμορφα δένδρα ἀν- θισμένα. Καὶ τὰ δένδρα ἐκεῖνα δὲν ἦτον μιᾶς λογῆς μόνον, ἀλλὰ πᾶσα δένδρον ἐφαίνετον πὼς εἶχε τρεῖς εὐμορφάδες, καὶ ὡς βάνω εἰς τὸν νοῦν μου ἦτον ἀπ’ ἐκεῖνα τὰ τρία φυτὰ ὁποὺ ἐπροείπαμεν ὅτι ἦτον ὡσὰν ἀν- θισμένα ὡς ἡ ἀμυγδαλέα καὶ ὡς τριαντάφυλλον καὶ ὡς κρίνον καλοκαι- ρινόν. Καὶ εἰς καθένα δένδρον ἦτον ἀποκάτω εἰς τὸν ἥσκιον του ἕνας ἄν- θρωπος καὶ ἐκάθετον, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἤγουν εἰς τὸ μάκρος καὶ εἰς τὸ πλάτος ἦτον ὅμοιοι, ἀμὴ εἰς τὴν ὄψιν καὶ εἰς τὸ πρόσωπον δὲν ἦτον ὅμοιοι, ἀμὴ ἄλλοι ἦτον λαμπροὶ καὶ εὔμορφοι, ἄλλοι δὲ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ἔφεγγαν, ἄλλοι πάλιν ἦσαν παρακάτω ὡσὰν νὰ εἰποῦμεν μελαχρινοὶ καὶ ἄλλοι ἦσαν μαυριδεροὶ καὶ δὲν ἦσαν εὔμορφοι. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐπροείπαμεν ὅτι ἦταν ἄσπροι καὶ φωτεινοὶ ἦτον καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν πολλὰ χαρούμενα, τῶν δὲ μελανῶν τὰ πρόσωπα ἐφαίνοντο στυγνὰ καὶ λυπημένα. Καὶ ἐγνώριζεν ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ ἔργα ὁποὺ ἔπραξεν εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον εἴτε πο- νηρὰ εἴτε ἀγαθὰ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, ὅτι εἶχεν ἀπάνω του κάποια σημεῖα τῆς ἐργασίας του καὶ καθένας τὸν ἐγνώριζεν ποῖος εἶναι, ἤγουν ἢ γεωργὸς εἶναι ἢ λεφτουργὸς ἢ χαλκεὺς ἢ πόρνος ἢ κλέπτης ἢ φονεὺς ἢ ἄλλον ὁποὺ ἔπαθεν ἢ ἔπραξεν εἰς τὸν κόσμον, ὅλα ἐφαίνονταν ἀπάνω τοῦ καθενός. Καὶ πάντες βλέποντες ἕνας τὸν ἄλλον ἐγνώριζαν ποῖοι εἶναι καθένας καὶ οὐ χρείαν εἶχεν κανένας νὰ ρωτᾶ ἕνας τὸν ἄλλον ποῖος εἶναι ἢ πόθεν εἶναι ἢ τί ἔπραξεν, ὅτι φανερὰ ἦτον τοῖς πᾶσιν.","ὡσὰν = καθώς, όπως ἐκείτομουν = ήμουν ξαπλωμένος, πλαγιασμένος [κείτομαι] πολλὰ = πολύ (επίρρ.) μὲ πολλὲς βαφὲς = με πολλά χρώματα ἀστόχησα = ξέχασα, λησμόνησα [αστοχώ] ἕως οὗ = μέχρις ότου ἀμὴ = αλλά, όμως, μα (σύνδ.) ἀντάρα = ομίχλη, ταραχή [η αντάρα] ἀλλέως = αλλιώς, διαφορετικά (επίρρ.) ὅτι = επειδή, γιατί (αιτιολ. σύνδ.) δὲν δύνομαι = δεν μπορώ ἰσάσει = ισιώσει, εξομαλύνει [ισάζω] τρεῖς γενεὲς = τρία είδη [η γενεά] βου- = σφραγισμένες, κλειστές [βουλωμένος, μτχ. του βουλώνω] τὰ πίστομα = με το στόμα στο πάτωμα, μπρούμυτα (επίρρ.) ὡσὰν = μόλις, όταν πᾶσα = κάθε (αντων. όμοια και στα τρία γένη) ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) ἀμὴ = αλλά, όμως, μα (σύνδ.) ἕκαστος = ο καθένας (αντων.) λεφτουργὸς = τεχνίτης λεπτοτεχνίας σε υλικά χρείαν = ανάγκη [η χρεία] πόθεν = από πού (επίρρ.)",,Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου,Λαυρέντιος Ιερομόναχος Περιήγηση στον Άλλο Κόσμο και επιστροφή στην επίγεια ζωή,"Ο Δημήτριος, με τη συνοδεία ενός αγγελόμορφου άντρα, περιηγείται στον Άλλο Κόσμο. Αντικρίζει μέρη και πρόσωπα θαυμαστά και νιώθει άλλοτε αγαλλίαση και άλλοτε τρόμο. Καὶ ὅσον ἔλεγεν ταῦτα ἐκεῖνος ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος, ἀκούω καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ κάτωθεν ὡσὰν μίαν βροντὴ μεγάλη καὶ φοβερὰ καὶ ἐβγῆ- κεν βρόμα μεγάλη καὶ βοὴ ὡσὰν ὅταν καίεται ἕνας λόγγος μέγας καὶ νὰ κοχλάζη τὸ νερὸν ἐκεῖνο τοῦ ποταμοῦ, οὕτως ἐβγαίνει ἐκείνη ἡ βοὴ καὶ μέγας φοβερισμὸς ἀκούετον. Καὶ ἀντάμα μετ’ ἐκείνην τὴν φοβερὰν βοὴν ἔβγαινεν καὶ ἄλλη βοὴ πικρὰ καὶ θλιβερὰ ὡσὰν νὰ ἦτον ἕνας μέγας δράκων ἢ ἄλλο μέγα θηρίον καὶ νὰ συρίζη καὶ νὰ βρύχεται καὶ νὰ ἀνα- στενάζη συχνά, ἔτσι ἀκούετον καὶ ἔβγαινεν ἀποκάτω τῆς γῆς. Καὶ ὡσὰν ἄκουσα ἐγὼ ἐκείνης τῆς φοβερᾶς καὶ ἀνυπομονήτου καὶ θλι- βερᾶς φωνῆς, ἐσάλευσε καὶ ἐτρόμαξεν ὁ νοῦς μου καὶ ἐγύρευα νὰ κρυ- φτῶ εἰς τὸν κόλπον τοῦ θαυμαστοῦ νεανίου ὁποὺ μὲ ὁδήγαν, διὰ νὰ μὴν ἀκούω ἐκείνην τὴν φωνὴν τὴν φοβερὰν καὶ ἀνυπομόνητον βοήν, καὶ μὲ πολὺν φόβον καὶ τρόμον ἠρώτησα αὐτὸν τὸν νεανίαν καὶ εἶπα του: «Κύ- ριέ μου, τί εἶναι ἐτούτη ἡ φοβερὰ καὶ πικρὰ καὶ τρομερὴ φωνὴ καὶ βοή»; Καὶ ἐκεῖνος εἶπε μοι: «Ἐτοῦτος εἶναι ὁ παμφάγος Ἅδης, ἤγουν ὁποὺ τρώγει ὅλους καὶ χορταμὸν δὲν ἔχει», καὶ πάλιν ἤκουσα ἄλλην φωνὴν ὡσὰν νὰ ἔρχεται ἀποπάνω πολλὰ ψηλὰ καὶ ἔλεγεν ἡ φωνὴ ἐκείνη: «Τί φωνάζεις, τί κλαίεις, τί στεναχωρᾶσαι, καρτέρησον ὀλίγον καιρὸν καὶ ἔχεις νὰ χορτάσης ἐκ πολλῶν ἐπισκόπων ἀναξίων καὶ ἱερέων ἀναξίων καὶ καλογέρων». Ταύτης τῆς φωνῆς ἀκούσας, ἀκόμη φαίνεταί μου καὶ ἔναι εἰς τὰ ἀφτία μου, καὶ παρευθὺς εὑρέθηκα εἰς τὸ σπίτι μου καὶ βλέ- ποντας τὸ κορμί μου ἄσχημον δὲν ἤθελα νὰ ἔμπω μέσα. Ὁ δὲ νεανί- σκος ὁποὺ μὲ ἐκράτειεν μὲ ἔμπασε μέσα μὲ πολλὴν δύναμιν εἰς τὸ κορ- μί μου, ὅμως θέλων καὶ μὴ θέλων ἐμπῆκα, καὶ τόσον μὲ ἐπόνεσε τὸ κορ- μὶ ὅλον, ὡσὰν νὰ ἤθελεν πέσει εἰς τὸ κορμί μου ἕνα δένδρον μέγα μὲ ὅλα τὰ κλαδία, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἄμπωσιν καὶ τὴν βίαν ὅλα μου τὰ μέλη καὶ τὰ νεῦρα καὶ αἱ κλειδώσεις, ἐσάλευσαν, ὁμοίως καὶ τὰ κόκαλα. Τὸ λοιπὸν ἡ γραία ἡ πενθερά του καὶ ἡ γυναίκα του ὡσὰν ἤκουσαν τοιαῦτα θαυμαστὰ καὶ παράδοξα λόγια ἐβγῆκαν ἔξω καὶ ἐλέγαν τὰ ὅσα ἤκουσαν ἀπ’ αὐτὸν τὸν Δημήτριον ἄλλων γυναικῶν καὶ γει- τονισσῶν καὶ συγγενῶν αὐτῶν. Καὶ ἐκεῖναι αἱ γυναῖκες πάλιν τὰ ἔλε- γαν ἄλλες καὶ ἔτσι εἰς ὀλίγην ὥραν τὰ ἤκουσαν ὅσοι ἐκατοικοῦσαν αὐ- τοῦ εἰς τὸν Ἴσβορον καὶ εἰς τὰ Σιδηροκαύσια. Καὶ ἐκεῖνες δὲ τὲς ἡμέρες ἔλαχεν εἰς τὸν Ἴσβορον καὶ εἰς τὰ Σι- δηροκαύσια ὁ προρρηθεὶς ἐν ἀρχῇ ὁ ἐν ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς καὶ ρήτωρ Μητροφάνης ὁποὺ ἔγραψεν αὐτὴν τὴν Διήγησιν καὶ Ὀπτα- σίαν εἰς τὴν ρητορικὴν φράσιν καὶ παρευθὺς ἔδραμε καὶ αὐτὸς ὡς φιλό- θεος ὁποὺ ἦτον καὶ ἐνάρετος νὰ ἐρωτήση καὶ νὰ μάθη τοιαῦτα θαυμα- στὰ καὶ παράδοξα λόγια. Kαὶ εὑρῆκε τὸν προρρηθέντα Δημήτριον καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐρωτᾶ μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ κατανύξεως ἐὰν εἶναι ἀλήθεια ἐκεῖνα ὁποὺ ἤκουσε καὶ ἔλεγαν οἱ γειτόνοι του δι’ αὐτὸν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι.","λόγγος = έκταση με πυκνή βλάστηση, πυκνό δάσος οὕτως = έτσι, παρομοίως (επίρρ.) ἀντάμα = μαζί (επίρρ.) θηρίον = ζώο (γενικά), αγρίμι ἀνυπομονήτου = ανυπόφορης, αβάσταχτης [επίθ. ανυπομόνητος] εἰς τὸν κόλπον = στην αγκαλιά ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) καρτέρησον = περίμενε [β΄ εν. προστ. αορ. του καρτερώ] ἐκ = από (πρόθ.) ἄμπωσιν = ώθηση, σπρώξιμο, πίεση [η άμπωσις] αἱ κλειδώσεις = οι αρθρώσεις των οστών [η κλείδωσις] ἔλαχεν = ήταν, βρέθηκε τυχαία [λαχαίνω ή λαγχάνω] προρρηθεὶς = προαναφερθείς ἔδραμε = έτρεξε, έσπευσε [δράμω] μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ κατανύξεως = με κάθε ακρίβεια και συγκίνηση [η κατάνυξις: βαθιά συγκίνηση, συντριβή της καρδιάς]",,Διήγησις και οπτασία ωφέλιμος ορθοδόξου τινός Δημητρίου,Λαυρέντιος Ιερομόναχος Abstract,"Έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα (ή μυθιστορία) του 14ου-15ου αιώνα, που παραδίδεται ανώνυμα σε τρεις παραλλαγές και παρουσιάζει ως κεντρικό ήρωα τον Αχιλλέα, του οποίου –όπως φαίνεται– μόνο το όνομα σχετίζεται με το γνωστό μυθικό πρόσωπο. Όλο το έργο δείχνει μια σχέση επιρροής από το έπος ή από τα πρότυπα του έπους του Διγενή Ακρίτη, ενώ, ταυτοχρόνως, παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τα βυζαντινά ερωτικά-ιπποτικά μυθιστορήματα.",,,Διήγησις του Αχιλλέως,Ανώνυμος Έκφρασις του Αχιλλέα (στ. 108-123),"Στο παρακάτω απόσπασμα περιγράφεται η μοναδική ομορφιά του νέου πρίγκιπα. Ὅταν δὲ τρὶς καὶ δέκατον ἥψατο ὁ μεῖραξ χρόνον, καὶ ποία γλῶσσα δυνηθῇ καταλεπτὸν νὰ γράψῃ τὴν θέαν, τὴν ἡλικίαν του, τὴν ὡραιότητάν του; Τὸ κάλλος του ἦτον θαυμαστόν, ἡ ἀνδρεία του ἐξαιρημένη, Μακρὺς ἔναι ὡς κυπάρισσος, λιγνὸς ὡς πρώτη μέση, ἐπάνωθεν καὶ κάτωθεν ἀνοικτὸς ὥσπερ λέων, ξανθὸς καὶ σγουροκέφαλος, εὐόφθαλμος καὶ ὡραῖος, ἦσαν καὶ τὰ μαλλίτσια του φράγκικα κουρεμένα· ἐφόριε δὲ καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων, τοῦτον ποσῶς οὐκ ἔρριπτεν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς του. Ἄσπρον ἦτον τὸ στῆθος του μάρμαρον ὥσπερ κρύον, εἶχεν βραχίονας θαυμαστοὺς ὥσπερ βεργία στημένα· ἦτον ἁπλῶς ἀσύγκριτος εἰς ἔρωταν καὶ κάλλος, οὐδεὶς ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν ἴσχυσε συνερίσαι. Ἐκείνη τὸν ἐνίκησεν ἡ ὀρωτικὴ καὶ μόνη, ἣν ὕστερον ἐκέρδισεν ὁ Ἁχιλλεὺς μὲ πόθον.","μεῖραξ = έφηβος, νεαρός καταλεπτὸν = με λεπτομέρειες, λεπτομερειακά (επίρρ.) μαλλίτσια = μαλλιά ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) κρύον = άχρωμο ημιδιαφανές σκληρό ορυκτό ἴσχυσε = είχε τη δύναμη, μπόρεσε ὀρωτικὴ = ερωτική [επίθ. ορωτικός]",,Διήγησις του Αχιλλέως,Ανώνυμος Πρώτο ανδραγάθημα (στ. 124-188),"Το επόμενο απόσπασμα έχει ως θέμα την ανώνυμη αρχικά συμμετοχή του Αχιλλέα σε ένα κονταροχτύπημα που είχε διοργανώσει ο πατέρας του. Πρώτη δοκιμὴ τοῦ Ἀχιλλέως. Ἐν μίᾳ γοῦν τῶν ἡμερῶν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, τοῦ Ἀχιλλέως ὁ πατὴρ τοῦ πορφυρογεννήτου, ἐποίησεν ἱπποδρόμιον καὶ δρόμους καὶ ἀγῶνας νὰ δοκιμάσῃ τοὺς καλοὺς ἀγούρους τοῦ φουσάτου. Ἐκάθισεν ὁ βασιλεὺς καὶ πάντας δοκιμάζουν, καὶ κονταρέας ἐμπαίζουσιν ἀλλήλους εἰς τὴν ρέντα, καὶ δοκιμάζαν τὰ φαρία καὶ σκουταροκτυποῦσιν. Ὁ δὲ υἱός του ὁ Ἀχιλλεὺς ἐτρόμαζεν ἡ καρδία του, ἐσπάραζαν τὰ μέλη του καὶ οὐ δύναται ὑπομένει· τὸ θράσος τὸν ἐνίκησεν, πηδᾷ, καβαλικεύει. Πρώτη ἀνδρεία τοῦ Ἀχιλλέως. Φαρὶν ἐκαβαλίκευσεν, τὸν ἰδικόν του μαῦρον, τὸ σελοχάλινον χρυσὸν μετὰ λυχνιταρίων, ἀπῆρεν καὶ εἰς τὰ χέρια του σκουτάριν καὶ κοντάριν. Τὸ δὲ σκουτάριν ἐκ παντὸς τίς νὰ τὸ ἀνιστορήσῃ; Εἶχεν γὰρ ἔργα θαυμαστά, χρυσογραμμίες μεγάλες. Φοραίνει ἀπανωκλίβανον διὰ λίθων καὶ μαργάρων, καὶ ἀπέσω κατακόκκινον ὁλόχρυσον ἱμάτιν· σκούφιαν εἰς τὸ κεφάλιν του ἐξαιρημένην θέτει, καὶ μὴ τινὸς γινώσκοντος ἐσέμπην εἰς τὴν μέσην. Ἐπῆγεν καὶ ἦλθεν μόνος του καὶ ἐφουδουλοερωτεύτη, καὶ οὐκ ἐμπόρεσεν κανεὶς ἵνα τὸν ἐγνωρίσῃ· τὸ βλέμμα εἶχεν εἰς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς παρ’ ὅλους καὶ τὴν ἐπιτηδειότηταν ἐθαύμαζεν τοῦ νέου. Ὅσοι δὲ τὸν ἐζήτησαν νὰ τὸν μονομαχήσουν οὐδὲν ἐμπόρεσεν ποσῶς κανεὶς τὸν ἀπαντήσει· εἰς ἕναν του πιλάλημα καὶ εἰς μίαν του κονταρέαν οὕτως τοὺς ἐσυνέτριβεν ὡς φάλκων τὰ περδίκια· ἀπὸ τὰ νύχια ἕως τὴν κορυφὴν ἦτον ἀρματωμένος, ἐκεῖνος καὶ τὸ ἱππάριν του καὶ οὐδὲν τὸν ἐγνωρίζαν. Καὶ ἀφότου τοὺς ἐσυνέτριψεν ἐκείνους τοὺς ἀγούρους, λαλίαν ἔσυρεν μικρὰν ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ μέγας: «Ἂς ἔλθῃ ὁποῦ ἔχει θέλημα νὰ παίξῃ κονταρέας.» Τότε δὲ τὸν ἐγνώρισαν ἐκ τῆς φωνῆς του ἐκείνης, εὐθὺς γοργὸν πεζεύουσιν, πίπτουσιν, προσκυνοῦν τον, πάντες ὁμοῦ προσέρχουνται πρὸς τὸν αὐτοῦ πατέρα, τὸν βασιλέα λέγουσιν μετὰ χαρᾶς μεγάλης: Λόγια τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα πατέρα τοῦ Ἀχχιλέως. «Τοῦτον τὸν βλέπεις, δέσποτα, καὶ τὸν θαυμάζει ὁ νοῦς σου, ἡμᾶς αὐθέντης πέφυκεν, σὸς δὲ υἱὸς τυγχάνει. Ἀπὸ τοῦ νῦν ἁρμόζει μας ἵνα τὸν προσκυνοῦμεν, δοῦλοι του νὰ γενώμεθα καὶ τοῦ θελήματός του.» Ἀκούσας ταῦτα ὁ πατὴρ τοὺς λόγους τῶν ἀρχόντων ἀναπηδᾷ ἐκ τοῦ θρόνου του μετὰ χαρᾶς μεγάλης, ὁρίζει φέρνουν τὸν υἱὸν πάντων παρισταμένων, περιλαβὼν ἐν ταῖς χερσὶν ἀπλήστως κατεφίλει. Ἀπὸ τὴν τόσην ἡδονὴν καὶ τὴν χαρὰν τὴν εἶχεν τὸ στέμμαν ἔβγαλε γοργὸν τὸν υἱόν του νὰ τὸ βάλῃ. Ἀπολογία. Ὁ δὲ θαυμαστὸς ὁ Ἀχιλλεὺς οὕτως ἀπηλογήθην: «Νὰ ζῶ, δέσποτα, ἂν θέλῃς, νὰ φαίνωμαι εἰς τὸν κόσμον, τὸ στέμμαν τὸ βασίλειον τῆς βασιλείας σου ἂς ἔναι, καὶ ἐμὲ δεσπότην μ’ ἔταξες καὶ ἀρκεῖ με ἐτοῦτο, αὐθέντη. Ἀλήθεια ἀναφέρνω σε, κἂν τολμηρὸς ὁ λόγος, χώρισον ἵππους ἔμορφους, φαρία δοκιμασμένα, καὶ τῶν ἀλόγων τὰς μονὰς νὰ εἶναι φυλαγμένα· νὰ ἐπάρω ἐκ τὰ φουσάτα σου καὶ ἐκ τὰς παραταγάς σου οἵους θέλω νέους ἐκλεκτούς, οἰκείους νὰ ποιήσω. Τοῦτο ποθῶ καὶ ὀρέγομαι καὶ χάριταν σε δίδω, ὅτι νὰ ζῇς ἀπὸ τοῦ νῦν ἐν πάσῃ ἐλευθερίᾳ, ποσῶς μὴ ἔχῃς ὄχλησιν ἢ ταραχὴν πολέμου, ἀλλὰ τρυφὴν καὶ ἀνάπαυσιν μετὰ καὶ τῆς μητρός μου· τοὺς δὲ πολέμους, δέσποτα, τὰ κούρση καὶ τὰς μάχας, ἐξάφες τα εἰς τὸν δοῦλον σου καὶ εἰς τὸν υἱόν σου, αὐθέντη.»","πορφυρογεννήτου = του γεννημένου στη βασιλική πορφύρα, του γόνου βασιλικής οικογένειας ἀγούρους = νέους, παλικάρια φουσάτου = στρατού, στρατεύματος ἀνιστορήσῃ = διηγηθεί, περιγράψει οὕτως = έτσι (επίρρ.) λαλίαν = κραυγή, δυνατή φωνή ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.) ὀρέγομαι = λαχταρώ, έχω μεγάλη επιθυμία τὰ κούρση = επιδρομές, λεηλασίες",,Διήγησις του Αχιλλέως,Ανώνυμος Έκφρασις της κόρης (στ. 856-892),"Το τμήμα που ακολουθεί αποτελεί μια έκφραση, δηλαδή λεπτομερειακή περιγραφή της ομορφιάς της κόρης – των χαρακτηριστικών του προσώπου, του σώματος και του ντυσίματός της. Ἔπαινος τῆς κόρης. Σελήνης ἦτον ἄγαλμαν, εἴκων τῆς Ἀφροδίτης, καὶ ὁ πόθος τὴν ἀνέθρεψεν, Ἔρως ἐγέννησέν την, ὥσπερ βεργὶν τὴν ἐποίησεν λιγνὴν εἰς ἡλικίαν. Ἠγάπαν δὲ καὶ πάντοτε φράγκικην φορεσίαν καὶ διφιγκίτσιν σπαστρικὸν μονόφυλλον ἐφόρειεν, ἄλλοτε πάλιν τὰ λινὰ τὰ λέγουν ἀνεμίτσια, κατάστικτα ἀμφότερα διὰ λίθων καὶ μαργάρων, εἰς δύο πλεμένη χαμηλὰ καὶ φράγκικα ἐζωσμένη. Φορεῖ στεφάνιν καστρωτὸν καὶ βέργας μουσειωμένας, καὶ τραχηλέα ὁλόχρυσην καὶ χυμευτὰ βραχιόλια καὶ ἀγκωνάρια ἐξαίρετα διὰ λίθων καὶ μαργάρων· ἄλλοτε πάλιν ἔπλεκαν οἱ Ἔρωτες τὰ ἄνθη καὶ ἐποιοῦσαν στέφανον καὶ ἐφόραιναν τὴν κόρην. Φεγγαρομεγαλόφθαλμος ἦτον ἡ κόρη ἐκείνη, μέσα ἀπὲ τὰ ὀμμάτια της οἱ Ἔρωτες δοξεύουν· τὰ φρύδια της καμαρωτά, ἔμορφα ἐγερμένα, καὶ κοκκινοπλουμόχειλη, σελήνης λαμπροτέρα, μαργαροχιονόδοντος, γλυκοστοματοβρύσις, ἀσπροκοκκινομάγουλη, γέννημα τῶν Χαρίτων, κρυσταλλοκιονοτράχηλος, ὑπερανασταλμένη, στρογγυλεμορφοπούγουνη καὶ κάλλος εἶχεν ξένον. Τὰ μῆλα της ἐφλέγασιν ἀπὸ ψηλῆς θεωρίας, τὸ στῆθος της παράδεισος ἐρωτικὸς ὑπάρχει· ζηλῶ ὁποῦ τὴν ἐτρύγησεν καὶ ἐκατεχόρτασέν την. Ἡ συντυχία της θαυμαστή, ζαχαρογλυκεράτη, τὸ σεῖσμαν καὶ τὸ λύγισμαν ἀνθρώπους κατασφάζει, τὸ κλίμαν τοῦ τραχήλου της καὶ τὸ ὑπολύγισμάν της ψυχὰς ἀνέσπα σύρριζας καὶ ἐκατεφόνευέν τους, τοὺς Ἔρωτας ἐδούλωσεν καὶ αὐτὴν τὴν Ἀφροδίτην. Πλὴν οὐκ ἐγίνωσκεν ποσῶς τὸν Ἔρωταν ἡ κόρη, ἀλλ’ ἦτον ὡς παράδεισος μετὰ νερῶν καὶ δένδρων. Εἶχεν κοράσια εὐγενικά, βάϊας ἐξαιρημένας, καὶ ἀρχοντοποῦλες δώδεκα καὶ αὐτὲς ὡραιωμένες· πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον διηνεκῶς ὑπῆρχεν. Καὶ ἐκείνη μὲν ἐχαίρετον τὰς χάριτας ἐκείνας, ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς ἐθλίβετον πάντοτε δι’ ἐκείνην Θλίβεται πάντοτε ὁ Ἀχιλλεύς. καὶ τρῶσιν εἶχεν ἔρωτος καὶ πόνον τῆς ἀγάπης καὶ εὐθὺς ὁ ἀκαταδούλωτος ὅλος ἐκατεδουλώθην. Καὶ διὰ τὸν πόθον τὸν πάλαι ὁποῦ εἶχεν εἰς τὴν κόρην, ἀγάπην ἐπεζήτησεν μετὰ πατρὸς ἐκείνης. Ἐποίησεν ἀγάπην. Πολλάκις συνεσμίγουντα καὶ συνεπεριπατοῦσαν ἡμέραν νύκταν ἅπασαν καὶ νύκτας καὶ ἡμέρας, πλὴν δὲ ποσῶς ἀνάπαυσιν ὁ Ἀχιλλεὺς οὐκ εἶχεν.","ἡλικίαν = κορμί, κορμοστασιά διφιγκίτσιν = είδος πολυτελούς αυτοκρατορικής ενδυμασίας [το διφιγκίτσιν ή διβικίτσιν] σπαστρικὸν = παστρικό ἀνεμίτσια = αραχνοΰφαντα λινά ενδύματα κατάστικτα = στολισμένα με διάσπαρτα κοσμήματα καστρωτὸν = που έχει σχήμα κάστρου ἀγκωνάρια = είδος βραχιολιού που το φορούν κοντά στον αγκώνα [το αγκωνάριν] δοξεύουν = τοξεύουν, χτυπούν με βέλος κοκκινοπλουμόχειλη = που έχει ωραία κόκκινα χείλη [επίθ. κοκκινοπλουμόχειλος] ὁποῦ = αυτόν που συντυχία = ομιλία, κουβέντα ποσῶς = καθόλου (επίρρ.)",,Διήγησις του Αχιλλέως,Ανώνυμος Η συνδρομή του Έρωτα και η πρώτη συνάντηση των δύο νέων (στ. 1014-1175),"Το επόμενο απόσπασμα αναφέρεται στην έκκληση του Αχιλλέα προς τον Έρωτα, με τη συνδρομή του οποίου πραγματοποιείται η πρώτη συνάντηση των δύο ερωτευμένων νέων. Παρακαλεῖ ὁ Ἀχιλλεὺς τὸν Ἔρωταν τὸν μέγαν. «Ἔρω μου, ποῦ ’ν’ τὰ τόξα σου τὰ ἔδωκες ἐμέναν; Ἔρω μου, ποῦ ’ν’ ἡ δύναμις τὴν ἔδειξες ἐμένα; Παρακαλῶ σε, σύντομαν φθάσον ὡς πρός τὴν κόρην καὶ βάλε εἰς τὴν καρδίαν της ἀγάπην ἐδικήν μου, πόθον καὶ πόνον νὰ πονῇ, νὰ ἐνθυμῆται ἐμένα, νὰ μάθῃ καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἰσχὺν τὴν ἔχεις, καὶ νὰ μὴ ἀλαζονεύεται πρὸς τὸ πολύν σου κράτος.» Ταῦτα τὰ λόγια ἔλεγεν ὁ Ἀχιλλεὺς μετὰ δακρύων εἰς τὸν φρικτόν, τὸν θαυμαστόν, τὸν Ἔρωταν τὸν μέγαν. Ἔτρεχαν τὰ ὀμματίτσια του ὡς τρέχει τὸ ποτάμιν καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην του ἀναίσθητος καθόλου. Τρέχουσιν οἱ ἀγοῦροι του καὶ ἐσυνεφέρασίν τον· λέγουν τον: «Τί ’χες, δέσποτα, καὶ τί ἔναι τὸ σ’ ἐφάνη;» Ἐκεῖνος οὐκ ἠθέλησεν τινὰν νὰ ὁμολογήσῃ. Παραδιαβάζει μέσον τοῦ περιβολίου. Ἡ κόρη δὲ τὸ δειλινόν, ὥραν ἀπὸ τὸ γιόμαν, εἰς τὰς σκιὰς ἐχαίρεντον εἰς τῶν δενδρῶν ἀπὸ κάτω καὶ γύροθέν της ἤστεκαν αἱ βαΐτσες της ὅλες, ὅλες καλές, εὐγενικές, ἀρχόντων θυγατέρες. Ὁρίζει πιάνουσιν χορὸν διὰ νὰ παραδιαβάσῃ· τὸ κίνημαν, τὸ λύγισμαν, τὸ ὑπόκλιμαν τῆς κόρης ἔκαιεν καὶ τοὺς Ἔρωτας, ἐκατεφλόγιζέν τους. καὶ ἡ ἀκαταδούλωτος, ἡ ἐξαίρετος ἡ κόρη γλυκὺν τραγούδιν ἤρξατο παράξενον, ὡραῖον, καὶ καταλόγιν ἤρχεψεν μετὰ περιχαρίας: Τραγούδιν λέγει ἡ εὐγενικὴ εἰς τὸν χορὸν ἀτή της μὲ τὰς ἀρχοντοπούλας της μέσον τοῦ περιβολίου. «Ἔδε φισκίνα καὶ νερὸν εἰς ἔρωταν καὶ κάλλος, ἔδε παράδεισος τρεπνὸς καὶ πόθου περιβόλιν, ἔδε καὶ δένδρων συμπλοκή, ἔδε χαρίτων βρύσις, ἔδε πανέμορφα καλὰ καὶ πόθου περιβόλιν, ἔδε ποθοπερίβολον πανέμορφον καὶ ὡραῖον· καὶ τὸ λιβάδιν ἤνθισεν τριαντάφυλλα τοῦ κήπου καὶ ρόδα καὶ μυρίσματα, ἔδε πανώραιος τόπος, ἔδε πανώραιον καὶ τερπνὸν καὶ πόθου περιβόλιν. Βούλεται κάτις εὐγενής, ζητεῖ νὰ τὸ τρυγήσῃ, ἀλλὰ μὴ κλίνω τράχηλον εἰς ἔρωταν νὰ πέσω, {ἀλλὰ} οὐδὲ εἰς ἀγκάλες νὰ σεβῶ ἐρωτικοῦ μεγάλου· οὐ μὴ δήσω τὰς χεῖρας μου, οὐ μὴ τὸν προσκυνήσω, ἀλλ’ ὡς φυτὸν ἐρωτικόν, μοσχόδενδρον νὰ στέκω, εἰς τὴν μέσην τοῦ περιβολίου νὰ στέκω καὶ νὰ θάλλω· ἔδε πανώραιον, ἔμορφον καὶ πόθου περιβόλιν.» Ἐξέβην ἀπὸ τὸν χόρον νὰ ἀναπαυθῇ ἡ κόρη. Καὶ ἀφότου γοῦν ἐπλήρωσεν ἡ κόρη τὸ τραγούδιν, ροδόσταμμον ἐνίψατο λαβὼν ἐκ τὴν φισκίναν· ἐκεῖνες μὲν ἐχόρευαν, ἐχαίρουντα συνήθως, καὶ ἡ κόρη ἀπεχώρησεν μικρὸν ἀπὲ τὰς ἄλλας καὶ ἔπεσεν πρὸς τὴν κλίνην της, ἔβλεπεν πρὸς τὰ δένδρη. Καὶ εἰς τὴν χρυσὴν τὴν πλάτανον ἐσκέψατο γεράκιν μέγαν, μουτάτον, ἔμορφον, ὁλόκαλον, ὡραῖον· ἐγέρνεται ἀπὲ τῆς κλίνης της νὰ ἀπλώσῃ νὰ τὸ πιάσῃ, καὶ ἐκεῖνον λέγει πρὸς αὐτὴν ἀνθρωπινὴν λαλίαν: Λαλία ἀνθρωπίνη τοῦ Ἔρωτος πρὸς τὴν κόρην. «Αὐτοῦ στέκου καὶ βλέπε με, μὴ ἐλπίζῃς νὰ μὲ πιάσῃς· ἐγώ εἶμαι τὸν κενοδοξεῖς, Ἔρως, φρικτὸς δυνάστης· ἐγώ ’μαι ὁποῦ σὲ ἐνέθρεψα καὶ ἐκατεκάλλυνά σε, καὶ πῶς ἐτόρμησες, κόρη, καὶ εἶπες οὐδὲν φοβᾶσαι τῶν Ἔρωτων τὰ βάσανα καὶ τῆς καρδίας τὴν τρῶσιν; Ὅμως οὐδὲν σὲ μέμφομαι, ἀπείραστος τυγχάνεις. Ἰδοὺ γὰρ σὲ λέγω, ξανθή, ὡραία κουρτέσα κόρη, τὰ κάλλη σου, τὰς χάριτας, τὰς ἐμορφίας τὰς ἔχεις καὶ τὰ καρδιοφλόγιστα τὰ ἤθη ὁποῦ σ’ ἐδῶκα, τὸν κόσμον ὅλον ἔδραμον τὸ τίς νὰ τὰ κερδέσῃ, νὰ χαίρεται τὸ κάλλος σου, καὶ ἐσύ, κουρτέσα, ἐκεῖνον· καὶ οὐκ ηὗρα ἄλλον ἔμορφον εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον εἰ μὴ αὐτὸν τὸν ἄγουρον τὸν λέγουν Ἀχιλλέα. Ἔχει καὶ κάλλος θαυμαστόν, ἀνδρείαν ἐξηρημένην, ἐὰν ἔναι καὶ ἐλαττώτερος εἰς γένος, μὴ θαυμάσῃς· αὐτόν ἁρμόζει ἐκ παντὸς νὰ χαίρεσαι μαζί του. Ἔθηκα εἰς τὴν καρδίαν του ἀγάπην ἐδικήν σου καὶ τρώγεται ἡ ψυχίτσα του διὰ πόθον ἐδικόν σου· καὶ δέξαι βέλος Ἔρωτος καὶ ἐσὺ νὰ τὸν ἐγνωρίσῃς, καὶ δέξαι βέλος ἔσωθεν Ἔρωτος ἐνεργείᾳ.» Καὶ εὐθὺς εἰς τὴν καρδίαν της ἐτόξευσεν ἀπέσω καὶ ἐκ τὸ δένδρον ἐπέτασεν, ἐχάθην ἀπομπρός της. Ἐνέργεια Ἐρωτοκράτορος. Καὶ ἐκείνη ἡ ἀκαταδούλωτος εὐθὺς κατεδουλώθην, ὑπέκλινεν τὸν τράχηλον, ἐτρώθην ἡ καρδία, καὶ τότε ἡ κόρη ἐγνώρισεν δύναμιν τῶν Ἐρώτων, ἐστέναξεν, ἐδάκρυσεν, καὶ πρὸς ἐκεῖνον γράφει· γλυκεῖα γραφὴν τὸν ἔστειλεν τὴν ὅποιαν ἐπεθύμαν: Τὸ γλυκοτριτοπίτακον τὸ ἔστειλεν ἡ κόρη τὸν θαυμαστὸν καὶ ἰσχυρόν, τὸν μέγαν Ἀχιλλέα. «Ἐποίησεν ὁ Ἔρως, κύρις μου, θέλημαν ἐδικόν σου καὶ ἐμέναν ἐξεστράτισεν εἰς τὴν πολλήν σου ἀγάπην· τὸν νοῦν μου τὸν ἀδούλωτον ἐκατεδούλωσέν τον, τὸν πύργον τῆς καρδίτσας μου, τὸν ὑψηλὸν καὶ μέγαν, τὸν ἐκαυχούμην πάντοτε κανεὶς νὰ μὴ χαλάσῃν. Ἔρως σαγίταν ἔσυρεν καὶ ἐκατεφόνευσέ με, καὶ εἰς πόθον τῆς ἀγάπης σου ἤφερεν τὴν ψυχήν μου. Καὶ ἂν οὐκ ἴδω σε σύντομαν, αὐθέντη μου ἀνδρειωμένε, εἰς τὸ ἐκ παντὸς ἀναίστητος γίνομαι ἀπ’ ἐσέναν. Ἀρνοῦμαι καὶ τὸ γένος μου καὶ τὴν λαμπρότητάν μου καὶ ἀπὲ τώρα, αὐθέντη μου, δίδω σε τὴν ψυχήν μου· καὶ ἔλα γοργόν, καρδία μου, θέλω νὰ σὲ συντύχω.» Ἐκεῖνος δὲ δεξάμενος τῆς κόρης τὸ πιτάκιν ἀνέθαλλεν ἡ ψυχίτσα του, ἐχάρηκεν μεγάλως καὶ τοὺς ἀγούρους του ἔκραξεν καὶ εἰς βουλήν ἐκάτσεν: «Ἐγὼ θαρρῶ εἰς τοὺς ὅρκους σας καὶ θέλω σας συντύχειν, θαρρέσειν σας μυστήριον καὶ πόνον τῆς ψυχῆς μου. Διὰ μέναν ἀγρυπνήσετε τούτην τὴν νύκταν μόνον καὶ μὴ νομίσητε, ἄγουροι, διὰ πόλεμον σᾶς θέλω, ἀλλ’ ἔχω ἐρωτοπόλεμον καὶ πόθον τῆς ψυχῆς μου. Ἐτοῦτον τὸν ἐνικήσαμεν, λέγω τὸν βασιλέα, ὁποῦ ἐσκοτώσαμεν τὰ φουσάτα του μᾶλλον καὶ τρεῖς υἱούς του, τὴν θυγατέραν του ποθῶ, θέλω νὰ τὴν κερδίσω.» Καὶ ὁ συγγενής του ὁ Πάντρουκλος χαμογελῶν ἐλάλει: «Οὐκ ἔλεγά σε, δέσποτα, τοὺς Ἔρωτας μὴ ψέγῃς; Καὶ νὰ νοήσῃς τώρα δὲ τὴν δύναμιν τὴν ἔχουν· εἰς τὸν ὁρισμόν σου ἂς ὑπάγωμεν καὶ εἴτι ὁρίσῃς, ποῖσε.» Ὁρίζει ἐκαβαλίκευσαν καὶ οἱ δώδεκα φαρία, ἐκεῖνον πάλιν ἔστρωσαν τὸν μαῦρον τὸν φουδούλην. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἥλιος ἔδυνεν, ἐβράδυνεν ἡ ὥρα καὶ οἱ Ἔρωτες ἐπέτουνταν εἰς τῶν δενδρῶν τοὺς κλάδους· ἄνεμος γαληνούτσικος ὑπέκρουεν τὰ δένδρη, ἔτρεχεν τὸ νερούτσικον εἰς τῶν δενδρῶν τὰς ρίζας, ἦσαν τὰ πάντα ἐρωτικά, χάριτος πεπλησμένα. Καὶ ἡ κόρη μέσα ἐκάθεντον, ἔλεγεν μοιρολόγιν, καὶ ἐκδέχεται τὸν ἄγουρον νὰ ἐλθῇ νὰ τὸν συντύχῃ, καὶ πάλιν ἐσηκώθηκεν καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην. Καὶ εἰς τὴν χρυσὴν τὴν πλάτανον ἐκάθεντον ἀηδόνιν, νὰ εἶπες ὅτι ἐθλίβετον καὶ ἔκλαιεν διὰ τὴν κόρην. Καὶ ἐκείνη ἀπὲ τὴν κλίνην της πάλιν ἀνεσηκώθην, καὶ εἰς τὸν κορμὸν ἐκάθισε ἐκείνου τοῦ πλατάνου, καὶ πρὸς τὸ ἀηδόνιν ἔλεγεν μετὰ πολλῶν δακρύων: «Ἀηδόνι μου πολύποθον, ἐρωτικόν μου ἀηδόνιν, εὐχαριστῶ σε, ἀηδόνι μου, ὅτι πονεῖς δι’ ἐμέναν καὶ θλίβεσαι καὶ συμπονεῖς τὸν πόνον μου, πουλίν μου.» Ἐνόσῳ ταῦτα ἔλεγεν ἡ κόρη πρὸς τὸ ἀηδόνιν, εὐθὺς τὸν κτύπον ἤκουσεν τῶν θαυμαστῶν φαρίων. Ἦν δὲ καιρὸς ἀπὸ τοῦ νῦν ὥρα μεσονυκτίου, ἀλλὰ καὶ φέγγος ἔμνοστον καὶ νύκτα τῆς ἀγάπης· αὐτίκα ὀλιγοθύμησεν καὶ πέφτει εἰς τὴν φισκίναν. Ἐκεῖνος δὲ ἐτριγύριζεν ἀπόξωθεν τοῦ τείχου καὶ ἐκ τὸ φαρίν του ἐπέζευσεν καὶ πιάνει τὸ κοντάριν· ὡς λέων ἐπροπήδησεν καὶ ἐτίναξεν ὡς δράκων καὶ τὸ κοντάριν του ἔμπηξεν καὶ ἐπήδησεν ἀπέσω, ἄρματα ἐφόριεν ὀχυρά, κτύπον ἐποῖκεν μέγαν· ἡ κόρη δὲ οὐκ ἐγνώρισεν ὅτι ἐμπῆκεν ἀπέσω, καὶ εἰς τοῦ πλατάνου τὸν κορμὸν βλέπει τὸν ἀγουρίτση καὶ εὐθὺς ἐλιγοθύμησεν, ἔπεσεν πρὸς τὰ ἄνθη. Δραμὼν δὲ ἐκεῖνος παρευθὺς κρατεῖ την ἐκ τὸ χέριν· ἔτρεμεν ἡ καρδία του βλέπων τοσοῦτον κάλλος, περιλαμβάνει την γλυκεῖα, συχνοκαταφιλεῖ την, καὶ ἡ κόρη τὸν νεώτερον ἐπεριπλάκηκέν τον. Ηὗρεν καιρὸν τὸν ἤθελεν ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ μέγας, πλὴν οὐκ ἐθέλησεν ποσῶς τὸν ἔρωταν πληρῶσαι, ἵνα μὴ πάλιν γένηται θερμότερος ὁ πόθος. Οἱ δὲ πρὸς κλίνην ἔπεσαν ἀμφότεροι καὶ δύο, καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς περιπλοκάς τους τὰ δένδρη τὰ ἀναίστητα καὶ αὐτὰ ἀντιδονοῦσιν. Καὶ εὐθὺς κατέλαβεν ἡ αὐγή, καὶ πρὸς ἐκεῖνον λέγει: «Ἐγείρου, χρυσιοπτέρυγε φάλκων, ἀπὸ τῆς κλίνης, ἄγωμε εἰς τὴν μητέρα σου τὴν πολυπόθητόν σου· αὔριον φθάσε σύντομαν, ἐγὼ ἀπαντέχει θέλω· κονόμησε εἰς τοὺς οἴκους σου, γοργὸν ἔλα νὰ μὲ ἐπάρῃς.» Ὡς ἀετὸς ἐπήδησεν καὶ ἐξέβηκεν ὡς λέων, καὶ τοὺς ἀγούρους του ηὕρηκεν καὶ ἐπαντέχασίν τον· ἀρματωμένοι ἐστέκουνταν ἀπέξω ἀπὲ τὸ τεῖχος. Πηδοῦν, καβαλικεύουσιν, φθάνουν εἰς τὰ ἐδικά τους, ὀλίγον ἐκοιμήθησαν καὶ εὐθὺς ἐξημερώνει·","κράτος = δύναμη, εξουσία ὀμματίτσια = ματάκια [φρ. τρέχουν τα ομματίτσια (μου) = κλαίω] καθόλου = τελείως, πλήρως (επίρρ.) ἀγοῦροι = νέοι, παλικάρια γιόμαν = γεύμα, το πρόγευμα ή το μεσημβρινό φαγήτο βαΐτσες = υπηρέτριες καταλόγιν = στιχούργημα, μοιρολόγι ἀτή της = μόνη της Ἔδε = για δες, κοίτα, να (επιφ.) κάτις = καθένας, οποιοσδήποτε μουτάτον = κυνηγετικό γεράκι που αλλάζει το πτέρωμά του ή που απόκτησε νέο λαλίαν = ομιλία ἐκατεκάλλυνά = ομόρφυνα τρῶσιν = τραύμα ἀπείραστος = άπειρη, δίχως πείρα κουρτέσα = ευγενική, λεπτή στους τρόπους ἀπέσω = μέσα (επίρρ.) νὰ σὲ συντύχω = να σε συναντήσω πιτάκιν = γράμμα (συνήθ. ερωτικό) εἴτι = ό,τι, οτιδήποτε φαρία = άλογα (πολεμικά) αὐτίκα = αμέσως, στη στιγμή (επίρρ.) ἀντιδονοῦσιν = αντηχούν, βγάζουν χαρούμενο ήχο ἄγωμε = πήγαινε",,Διήγησις του Αχιλλέως,Ανώνυμος Ο έρωτας των δύο νέων (στ. 1303-1358),"Το ακόλουθο απόσπασμα αναφέρεται στην εκπλήρωση του έρωτα των δύο νέων. Τραγούδιν τοῦ μεγάλου Ἀχιλλέως. «Μετὰ τὸ φέγγος ἔρχομαι, κόρη, εἰς τὸ περιβόλιν, εὐγενική μου καὶ ξανθή, ἐξύπνησε ἂν κοιμᾶσαι, καὶ δός με ἀπὲ τοῦ κήπου σου μηλέα νὰ τὴν τρυγήσω, καὶ ὑπόκλινε τὴν κορυφήν, τοὺς κλάδους καὶ τὰ ἄνθη. Ἐξύπνησε, κυράτσα μου· ψυχή μου, μὴ κοιμᾶσαι· τὸν ἐνθυμᾶσαι ἔρχεται πρόθυμα πρὸς ἐσένα· κόρη μου, ἂς χορτάσω γλυκασμὸν ἐρωτικῆς ἀγάπης.» Ἐνόσῳ ταῦτα ἐλέγασιν, φθάνουν εἰς τὸ περιβόλιν, καὶ τὸ τραγούδιν ἤκουσεν καὶ ἐνόησεν ἡ κόρη· ἔτρεμεν ἡ καρδία της ἵνα τὸν περιλάβῃ. Ἐκεῖνος ταῦτα παρευθὺς ἐπήδησεν ἀπέσω καί ἄρματα ἐφόρειεν ὀχυρά, κτύπον ἐποῖκεν μέγαν· καὶ ἡ κόρη ταῦτα ἐγροίκησεν ὅτι ἐσέβηκεν ἀπέσω. Ἐκεῖ ἐσυνεπαντήθησαν μέσον τοῦ παραδείσου· ἔκραξεν καὶ τὸν Πάντρουκλον, ἐσέβηκεν καὶ ἐκεῖνος, καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς τὸν ἔλεγεν: «Πάντρουκλε, συγγενῆ μου, ὁλόγυρα τριγύριζε ἀπέσω ἀπὲ τὸ τεῖχος, καὶ οἱ ἕτεροί μας ἀδελφοὶ ἀπέξωθεν ἂς βλέπουν.» Ἐτοῦτος παίρνει τὴν ὡραία, σφικτὰ περιεμπλακῆκαν, περιπατοῦντες ἔρχουνται καὶ οἱ δύο πρὸς τὴν κλίνην. Ὁ Ἀχιλλεὺς ἐθαύμαζεν τὰς χάριτας τοῦ κήπου, τὰς ἡδονὰς καὶ τὰ φυτά, τὴν πλάτανον ἐκείνην, πλάτανον τὴν πανθαύμαστον, φρικτὴν καὶ ξένον θαῦμα, ἣν προλαβὼν ἐδήλωσα ὡς καθειρμὸν ὁ λόγος. Μετὰ δὲ τὰ φιλήματα καὶ τὰς περιπλοκάς των Ἔρως τοὺς ἐκατέτρωσε νὰ ποιήσῃ θέλημάν του. Τοῦ Ἔρωτος ὁ γλυκασμός, ἡ συμπλοκὴ καὶ ὁ πόθος, ἦλθεν ἡ ὥρα, ἔφθασεν ἀνάμεσα τῶν δύων. Καὶ ὁλόγυμνην τὴν ἔκδυσεν μετὰ λινοῦ καὶ μόνου, τὸ δὲ λινὸν εἰς τὸ ἐκ παντὸς ἦτον ὡς ἄχνη μόνον· καὶ μετὰ πόθου τοῦ πολλοῦ ἐπλήρωσαν τὸν ἔρων. Ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν ἔλεγεν: «Ψυχίτσα μου, ἂς ὑπᾶμεν.» Ἐκείνη ἐκ τὲς ἀγκάλες του οὐκ ἤθελεν νὰ ἐγέρθῃ, ἀλλ’ ὡς φυτὸν ἐκλίνεντο, εἶχεν τοῦ πόθου πόνους, ὥσπερ κισσὸς εἰς τὸ δένδρον οὕτως τὸν ἐπεριεπλάκην, καὶ ἦτον δυσαπόπλεκτη ἡ κόρη ἀπὲ τὸν νέον· ἡ κόρη οὐκ ἤθελεν ποσῶς νὰ ἐξέβῃ ἀπὲ τὸν νέον, ἀλλ’ ὁ καιρὸς ἐκάλειεν τους νὰ ἔβγουσιν ἀπέκει. Εἶχεν τὸ τεῖχος ἔσωθεν σκάλες τε καὶ καμάρας, καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς ἐπήδησεν, καθίζει εἰς τὸ φαρίν του καὶ πρὸς τὴν κόρην ἔλεγεν: «Πρόσεχε, παρηγορία μου. Καὶ τὰ κοντάρια τους δένουσιν καὶ κάμνουσίν την σκάλα· καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς ἐστέκεντον καὶ ἔπεσεν πρὸς ἐκεῖνον, καὶ ἀπέκει δὲ κατόπισθεν ὁ Πάντρουκλος ἐκεῖνος. Ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων, γλυκεῖα τὴν ἐπερίλαβεν, συχνοκαταφιλεῖ την, καὶ παρευθὺς τὰ δάκρυα της ἐκατέβαιναν τῆς κόρης καὶ μετὰ θρήνου καὶ ὀδυρμοῦ τὸν νεώτερον ἐλάλειεν: Λόγους παραπονετικοὺς τῆς κόρης Πολυξένης εἰς τὸν Ἀχιλλέα τὸν φοβερόν, τὸν δράκοντα τὸν μέγαν. «Πατέρας καὶ μητέρα μου ἡ αὐθεντία σου ἔναι, καὶ ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαὶ καὶ φῶς μου καὶ ζωή μου.» Καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν ἔλεγεν τὴν ἡλιογεννημένην: «Ἐσύ ’σαι φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, ψυχή μου καὶ ζωή μου, καὶ τῆς καρδίας μου ἀνασασμὸς ἐσύ ’σαι, δέσποινά μου.»","ὀχυρά = ισχυρά (επίθ.) ἐγροίκησεν = άκουσε, κατάλαβε λινοῦ = πολυτελές λεπτοΰφαντο λινό ρούχο δυσαπόπλεκτη = δηλαδή δύσκολα αποχωριζόταν φαρίν = άλογο (πολεμικό)",,Διήγησις του Αχιλλέως,Ανώνυμος Abstract,"Πρόκειται για ένα σύντομο πεζό κείμενο της βυζαντινής ρητορικής με ευτράπελο περιεχόμενο, το οποίο περιγράφει μια δίκη λαχανικών και παρωδεί την δικαστική διαδικασία, τη λόγια γλώσσα της βυζαντινής αυλής και τις στερεότυπες εκφράσεις της. Χρονολογείται στον 14ο αιώνα, διαβάστηκε ευρέως και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.",,,Διήγησις του Πωρικολόγου,Ανώνυμος Ο Πωρικολόγος,"Ο Πωρικολόγος είναι ένα σύντομο κείμενο της βυζαντινής ρητορικής με ευτράπελο περιεχόμενο, στο οποίο περιγράφεται μια δίκη λαχανικών και παρωδείται η δικαστική διαδικασία, καθώς και η λόγια γλώσσα της βυζαντινής αυλής με τις στερεότυπες εκφράσεις της. Όλα τα φρούτα φέρουν τίτλους βυζαντινών αξιωματούχων. Το έργο, το οποίο χρονολογείται στον 14ο αιώνα, αγαπήθηκε και διαβάστηκε ευρέως και, επιπλέον, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Βασιλεύοντος τοῦ πανενδοξοτάτου Κυδωνίου καὶ ἡγεμονεύ- οντος τοῦ περιβλέπτου Κίτρου, συνεδριάζοντος δὲ Ῥῳδίου τοῦ ἐπικέρνη, Ἀπιδίου τοῦ πρωτονοταρίου, Μήλου τοῦ λογοθέτου, Νεραντσίου τοῦ πρωτοβεστιαρίου, Ῥοδακίνου τοῦ πρωτοστά- τορος, Δαμασκήνου τοῦ πρωτοβελλισίμου, Πιστακίου τοῦ καί- σαρος, Λεμονίου τοῦ μεγάλου δρογγαρίου, Κουκουναρίου τοῦ ἐπικέρνη, Μοσχοκαρυδίου τοῦ μεγάλου ἄρχοντος, Μουσπούλου, Σούρβου, Σύκου, Βατσίνου, Τζιντζίφου, καὶ Κερασίου, τῶν γραμματικῶν· αὐτῶν δὲ παρισταμένων παρέστη καὶ ἡ Στάφυλος ἀναγγέλ- λουσα ταῦτα «ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, γνωστὸν ἔστω τῆς ἁγίας σου βασιλείας, ὅτι ὁ πρωτοσέβαστος Πιπέριος μετὰ Κυμίνου τοῦ κόμητος καὶ Θρίμπου τοῦ πρωτοσπαθαρίου, Καναβουρίου τοῦ μεγάλου ἄρχοντος, Κανίου πρατούκτορος, Δισικαμίνου, Προύνου τε καὶ Βατσίνου, [καὶ τῶν σῶν πραγμάτων καταφρο- νοῦσι], Τζιντζιφορεβίθου τε καὶ Ἀνακακάβου, Βραβούλου τε καὶ Κουμάρου, Κρανίου τε καὶ Βαλανίου τῶν ἀνυμνητέων, Ἀνήθου τε καὶ Μαράθου, Κολιάνδρου καὶ Δενδρολιβάνου, καὶ τῶν σῶν προσταγμάτων καταφρονοῦσιν καὶ κατὰ τῆς βασιλείας σου ἄτοπα ἐπιτηδεύουσιν, ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε.» ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺ(ς) Κυδώνιος καὶ θυμοῦ πλη- σθεὶς ἔφη πρὸς αὐτήν «ἔχεις μάρτυράς τινας;» ἡ δὲ ἔφη «ναί, δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, ἔχω Ἐλαίαν τὴν κυρὰ ἡγουμένην, Φακῆν τὴν κυρὰ οἰκονόμισσα, Σταπίδα τὴν κυρὰ καλογραῖαν· ἔχω Ῥέβιθον τὸν κουκουβαϊομύτην, Φάσουλον τὸν κοιλιοπρήστην καὶ μαυρόμματον, Κρόκον τὸν αἱματοδόχον καὶ πνευματόμαχον, καὶ Λάθυρον τὸν ἀκέφαλον.» Εὐθὺς δὲ ἐξεπήδησε καὶ ὁ κύρις Κρομμύδιος μετὰ κόκκινης στολῆς δισέντυτος, τρισέντυτος, τὸ γένειον αὐτοῦ χάμαι συρό- μενον, καὶ μετὰ δριμείας χολῆς τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν βασιλέα ἀπεκρίνατο «ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, ὀμνύω σε οὕτως· μὰ τὸν ἀδελφόν μου Σκόρδον καὶ τὸν ἐξάδελφόν μου τὸν Σινάπη, καὶ ἀνεψιόν μου τὸν Ῥεπάνην, καὶ συμπέθερόν μου Πράσον τὸν μακρυγένην, καὶ θεῖόν μου τὸν Κάρδαμον τὸν δριμύτατον πάνυ, καὶ υἱόν μου τὸν Ταρκὸν, καὶ Γογγύλην τὸν δεύτερόν μου υἱόν, καὶ μὰ τὰ Ἀνηθομαλαθρόκουκα τοὺς συγγενεῖς μου, εἰς τούτους ὅλους σὲ ὀμνύω, δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, ὅτι ψεῦδος ἀνήγ- γειλε ἡ Στάφυλος πρὸς τὴν βασιλείαν σου, δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε.» ὁ δὲ βασιλεὺς Κυδώνιος ἔφη πρὸς τοὺς παρεστῶτας «Σεβαστὲ Μαρούλιε, Φρύγιε πρωτοσπαθάριε καὶ Ἀντίδιε πρωτοκαθήμενε τοῦ βισταρίου, καὶ ἔπαρχον Χρυσολάχανον, Σπάνιε κουροπαλάτη, καὶ Σεῦκλε κοντόσταυλε, Γλιστρίδα τε καὶ Κουδούμεντε, καὶ Δαῦκο καὶ Σέλινε, οἳ καὶ τὰς βίβλους κρα- τεῖτε, κρίνατε πρὸς ἑαυτοὺς καθὼς ὁ κύριος Κρομμύδιος ἀπε- φθέγξατο τὸ κἄτινος ψευδῆ.» οἱ δὲ εἶπον «ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, τὴν δικαίαν κρίσιν θέλομεν, ἱκετεύομέν σε τοῦ προστάξαι ἐλθεῖν τοὺς ἄρχοντας καὶ ἡγε- μόνας.» προστάξαντος οὖν τοῦ βασιλέως καὶ εἰσελθόντων τῶν ἀρ- χόντων, παρίστανται καὶ οἱ μετ’ αὐτῶν βάραγγοι, ὁ Καρύδιός τε καὶ ὁ Κάστανος καὶ ὁ Λεπτοκάρυος, ὁ Φοινικός τε καὶ ὁ Πιστάκιος, ὁ Βερίκοκκός τε καὶ ὁ Λουπινάριος καὶ ὁ Κολοκύν- θιος καὶ ὁ Σμιλάκιος, Λαγινίδιός τε καὶ ὁ Μανιτάριος, ὥσπερ καὶ ἀληθεῖς μάρτυρες, ὁ δὲ τοῦ φουσάτου κριτὴς ἱλαρώτατος ὁ γέρων Πέπων, Τετράγγουρος ὁ σακελλάριος, Ἀγκινάρα καὶ Με- λιτσάνα ἡ ἀκανθόῤῥαχος καὶ κακοθεώρητος, καὶ κρίναντες τὸ ἀληθές. ἐκάθισαν γοῦν τοῦτοι οἱ ἄρχοντες ἐπὶ θρόνου καὶ ἐξέταξαν ἀκριβῶς τούτους, ὡς καθὼς τοὺς ὥρισεν αὐτοὺς καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς νὰ ἐξετάξουν ὁ αὐθέντης ὁ βασιλεὺς Κυ- δώνιος. λοιπὸν οὐδὲν ἐπαρήκουσαν τὸν ὁρισμόν του, ἀμμὴ ἐδιάβησαν καὶ ἔκριναν αὐτοὺς καὶ ἐγύρευσαν τὸ τίνος ἒν τὸ δίκαιον, ὡς φρόνιμοι. λοιπὸν ὡς καθὼς λόγους ἐξέταξαν ἀκρι- βῶς καὶ εἶδαν τίς ἔναι ψεύστης, ἢ ὁ Κρομμύδιος ὁ κοκκινο- φόρος ἢ ἡ Στάφυλος ἡ μαυροφόρος, καὶ ὡς εἶδαν ἀκριβῶς οἱ κριταὶ, εἴδασιν καὶ εὑρήκασι καὶ ἔκριναν τὴν Στάφυλον ὡς ψευ- δήν, [ὦ βασιλεῦ Κυδώνιε]. ἡ δὲ Στάφυλος ἀναγγέλουσα πάλιν δεύτερον ψεῦδος ὡς ἀδιάντροπος πρὸς τὸν βασιλέα ἔφη «ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, ὁ Ῥοδάκινος ὁ περσικώ- τατος ἔχει τὸ βέλος αὐτοῦ ἠκονημένον ἵνα θέσῃ ἐπὶ τὸν τράχη- λόν σου. ὁ δὲ θεῖος Πέπων ἐχλεμπονίασε καὶ ἐπρήστη καὶ αὐτὸς ἐπαρελύθη καὶ ὑπὸ φλεγμονῆς ἔχασκεν, καὶ τρέχει ἡ γαστέρα αὐτοῦ ἔσω.» τότε ὁ βασιλεὺς Κυδώνιος ἀπεκρίνατο μὲ μανίαν μεγάλην καὶ μὲ θυμὸν ἐκατηράθη μεγάλως τὴν Στάφυλον, ταῦτα λέγων ὁ βασιλεὺς Κυδώνιος «ἐὰν ψεῦδος ἐλάλησας πρὸς τὴν βασιλείαν μου, ταῦτα σοῦ καταρῶμεν, Στάφυλος ψεύτρια, καὶ καταρῶ σε νὰ πάθῃς καὶ δίδω ἀπόφασιν νὰ τὄχῃς πάντοτε· ὑπὸ στραβοῦ ξύλου κρεμασθῇς, ὑπὸ μαχαιρῶν κοπῇς, ὑπὸ ἀνδρῶν πατηθῇς, καὶ τὸ αἷμά σου νὰ πίνουν οἱ ἄνδρες νὰ μεθοῦσιν, νὰ μηδὲν ἠξεύρουν τί ποιοῦσιν, καὶ νὰ λέγουν λόγια κλωθογύριστα, σάταλα πά- ταλα, ὡς δαιμονιζόμενοι ἀπὸ τὸ αἷμά σου, Στάφυλε, καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον νὰ μηδὲν ἀποβγαίνουν, καὶ ἀπὸ φάτνην εἰς φάτνην νὰ παραδέρνουν, ὡς ὄνος εἰς τὸ λιβάδιν νὰ κυλίωνται, καὶ κωλοθέας νὰ κροῦσιν εἰς τὰ πάλματα, καὶ νὰ κοιμῶνται εἰς τὰς ῥύμνας καὶ νὰ ἐμπηλόνωνται, χοιρίδια νὰ τοὺς ἀναμυτίζουν καὶ κάταις νὰ τοὺς γλύφουν, καὶ τὰ γένειά των νὰ ξεράσουν, καὶ ᾑ ὄρνιθες νὰ τοὺς τσιμποῦσιν, καὶ τοῦτοι νὰ μηδὲν γνώθουν ἐκ τὸ αἷμά σου, Στάφυλε ψεύτρια.» ἐτοῦτα γοῦν ἐκατηράθην ὁ βασιλεὺς Κυδώνιος τοῦ Στα- φυλος διατί ἐλάλησε ψεῦδος ἔμπροσθεν τῆς βασιλείας του. εὐθὺς οὖν εἶπον οἱ ἄρχοντες «εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, εἰς πολλὰ ἔτη, ὅτι ἐσὲ πρέπει τὸ βασίλειον, ὡς εὐγενικὸς ὄντως ὅλων. ἀμήν.»","ἐπικέρνη = οινοχόου [ο επικέρνης] Πιστακίου = φυστικιού [Ο Πιστάκιος, προσωποπ. του ουσ. το πιστάκιον] Μουσπούλου = μούσμουλου [ο Μούσπουλος, προσωποπ. του ουσ. μούσπουλον] Σούρβου = άγριου κυδωνιού [ο Σούρβος, προσωποπ. του ουσ. σούρβος] Βατσίνου = βατόμουρου [ο Βάτσινος, προσωποπ. του ουσ. βάτσινος] Τζιντζίφου = τζίτζιφου [ο Τζίντζιφος, προσωποπ. του ουσ. τζίντζιφος] δέσποτα = προσφώνηση προκ. για τον βυζαντινό αυτοκράτορα [ο δεσπότης] Καναβουρίου = ο σπόρος του φυτού καννάβι [ο Καναβούριος, προσωποπ. του ουσ. καναβούριν] Τζιντζιφορεβίθου = τζίτζιφου Ἀνακακάβου = λωτού [ο Ανακάκαβος, προσωποπ. του ουσ. ανακακαβέα] Βραβούλου = αγριοκορόμηλου, δαμάσκηνου [ο Βράβουλος, προσωποπ. του ουσ. βράβουλον] Κρανίου = κράνου [ο Κράν(ι)ος, προσωποπ. του ουσ. το κράνον] Βαλανίου = βελανιδιού [ο Βαλάνιος, προσωποπ. του ουσ. το βαλάνιν] ἄτοπα = παράνομες πράξεις [επίθ. άτοπος, εδώ στον πληθ. ουδ. ως ουσ.] ἐπιτηδεύουσιν = επινοούν, μηχανεύονται [επιτηδεύω] πλη- = γεμάτος [πλησθείς] ἔφη = είπε [αόρ. του φημί] οἰκονόμισσα = μοναχή υπεύθυνη για την προμήθεια, φύλαξη και συντήρηση των τροφίμων (εδώ) κουκουβαϊομύτην = που έχει μύτη σαν κουκουβάγια [επίθ. κουκουβαγιομύτης] αἱματοδόχον = που συντελεί στη δημιουργία αίματος [επίθ. αιματοδόχος] πνευματόμαχον = που καταπολεμά το φούσκωμα [επίθ. πνευματομάχος] Λάθυρον = τη φάβα [ο Λάθυρος, προσωποπ. του ουσ. λαθύριον] δισέντυτος = ντυμμένος διπλά, με πολλά ρούχα [επίθ. δισένδυτος] ὀμνύω = ορκίζομαι, διαβεβαιώνω με όρκο Ταρκὸν = προσωποποίηση του ουσ. τάρκος: αψινθιά Ἀνηθομαλαθρόκουκα = άνηθο, μάραθο και κουκί παρεστῶτας = παριστάμενους, παρευρισκόμενους Σεῦκλε = πατζάρι [ο Σεύκλος, προσωποπ. του ουσ. σεύκλον] Κουδούμεντε = μαϊντανέ [ο Κουδούμεντος, προσωποπ. του ουσ. το κουδουμέντον] Δαῦκο = καρότο [ο Δαύκος, προσωποπ. του ουσ. δαύκος] οἳ = οι οποίοι, που [αναφ. αντων. ος] κἄτινος = κάποιου, τίνος τοὺς ἄρχοντας = οι αξιωματούχοι, οι ευγενείς ακόλουθοι Λεπτοκάρυος = το φουντούκι [ο Λεπτοκάρυος, προσωποπ. του ουσ. το λεπτοκάρυον] Λουπινάριος = το λούπινο, είδος οσπρίου [ο Λουπινάριος, προσωποπ. του ουσ. το λουπινάριον] Σμιλάκιος = το φασόλι [ο Σμιλάκιος, προσωποπ. του ουσ. το σμιλάκιον] Λαγινίδιός = το αχλάδι [ο Λαγινίδιος, προσωποπ. του ουσ. το λαγηνίδιν] φουσάτου κριτὴς = δικαστής του στρατεύματος ἀκανθόῤῥαχος = ακανθώδης, που η ράχη της έχει ακανθώδεις προεξοχές (επίθ.) κακοθεώρητος = άσχημη (επίθ.) ἀμμὴ = αλλά, όμως (σύνδ.) φρόνιμοι = συνετοί, μυαλωμένοι [επίθ. φρόνιμος] περσικώ- = αυτός που είναι γνήσιος πέρσης [περσικώτατος] ἐχλεμπονίασε = κιτρίνισε [χλεμπονιάζω] γαστέρα = κοιλιά ἐκατηράθη = καταράστηκε, έδωσε κατάρα [καταρώμαι] μεγάλως = πολύ, υπερβολικά (επίρρ.) κλωθογύριστα = ασυνάρτητα, μπερδεμένα [επίθ. κλωθογυριστός] σάταλα πά = λόγια χωρίς νόημα και ειρμό ὄνος = γαϊδούρι [ο όνος] κωλοθέας = απότομα καθίσματα με τα οπίσθια [η κωλοκαθέα] ῥύμνας = σε στενούς δρόμους, σε σοκάκια [εις τα ρύμνας] ἐμπηλόνωνται = λασπώνονται [εμπηλώνομαι] νὰ τοὺς ἀναμυτίζουν = να τους σπρώχνουν με το ρύγχος [αναμυτίζω] κάταις = γάτες [η κάτα] νὰ μηδὲν γνώθουν = να μην νιώθουν/αισθάνονται [γνώθω] ὅτι = επειδή, διότι, για τον λόγο ότι (αιτιολ. σύνδ.)",,Διήγησις του Πωρικολόγου,Ανώνυμος Abstract,"Πεζό χρονικό του 17ου αιώνα, έργο του ζακυνθινού άρχοντα Άντζολου [Άγγελου] Σουμάκη, ο οποίος ως αυτόπτης μάρτυρας μάς μεταφέρει, από τη δική του οπτική γωνία, τα γεγονότα των τεσσάρων χρόνων της εξέγερσης του λαού της Ζακύνθου εναντίον των αρχόντων το 1628. Το έργο αποτελεί σπουδαίο μνημείο της λαϊκής ζακυνθινής γλώσσας της εποχής.",,,Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων,Σουμάκης Άγγελος Οι κουρσάροι ετοιμάζουν επίθεση,"Ο Άντζολος (Άγγελος) Σουμάκης, άρχοντας της Ζακύνθου και αυτόπτης μάρτυρας του ρεμπελιού των ποπολάρων, αυτοπαρουσιάζεται και ξεκινά την αφήγηση των γεγονότων της επανάστασης που ξέσπασε στο νησί το 1628. Τὴν παροῦσαν διήγησιν ἐβουλήθηκέ μου ἐμὲ τοῦ Ἄντζολου Σουμάκη τοῦ ποτὲ σινιὸρ Τζώρτζη ἀπό τό ἄνωθεν νησί τῆς Ζακύνθου νὰ τὴν βάλω εἰς θύ- μησιν, διά ποία ἀφορμὴ καὶ αἰτία ὁ λαὸς ὅλος τῆς χώρας τοῦ ἄνωθεν νησίου ἐσηκώθηκεν καταπάνου τοῦ Πριντζίπου της καὶ τῶν ἀρχόντων τους μὲ βουλὴ καὶ γνώμη νὰ κόψουν τοὺς ἄρχοντάς τους, καὶ εἰς ποῖον καιρὸν ἐσυνέβη ἡ ὑπό- θεσις ἐτούτη. Στὸν χρόνον τῶν χιλίων ἐξακοσίων εἴκοσι ὀκτὼ οἱ Ἀφρικοί τόποι, ἤγουν τῆς Μπαρμπαρίας, εὑρισκόμενοι νὰ ἔχουν πλησίον λαὸν κουρσάρων, οἱ ὁποῖοι τόσον μὲ καράβια, ὡσὰν καὶ μὲ κάτεργα, ἔδωσαν μεγάλες ζημίες ὁλωνῶν τῶν Χριστιανῶν, τόσον τοῦ Βασιλέως τῆς Σπάνιας, ὡσὰν Φράντζας, Βενετζιάνων καὶ πᾶσα ἄλλων Χριστιανῶν, ἦτον μεγάλον θαῦμα εἰς τὲς ζημίες ὅπου ἔκαναν· τόσον ἀπὸ πτωχότατοι, ὁπού ἦσαν, τώρα εὑρέθησαν ὅλοι πλούσιοι ἀπὸ τὰ πε- ρισσὰ κουρσεύματα ὁπού ἔκαναν τῶν Χριστιανῶν. Καὶ ἡ αἰτία ἦτον ὁποὺ τὸ ἔθνος ἐτοῦτο τῶν κουρσάρων ἐπλήθυναν, ὅτι ὁ Ρήγας τῆς Σπάνιας διὰ νὰ διώ- ξη ἀπὸ τοὺς τόπους του ἑβδομήντα χιλιάδες λαὸν καὶ πλέον ἀπὸ τοὺς Γρανατσέ- ρους, ἐτότε ἐπλήθυναν τὴν Ἀφρικήν καὶ ἔτερους τόπους τῆς Τουρκίας. Οἱ ὁ- ποῖοι Γρανατίνοι διὰ νὰ συμπλησιάζουν μὲ τὴν Μπαρμπαριὰν ἔπιασαν τὴν πί- στην τοῦ Μουαμέτη καὶ ἐκάνανε Τούρκικα εἰς τὸ κρυφό. Ὅμως ὁ Βασιλεύς μετὰ καιρὸν ξανοίγοντάς τους ὅλους τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τοὺς τόπους ἄνδρες καὶ γυναικόπαιδα. Πολλοί λέγουν πὼς ἐδίωξε ἑκατὸν πενήντα χιλιάδες ψυχὲς καὶ ἄλλοι λέγουν ἐννενήντα. Καὶ ἄφησαν τὰ καλὰ τους καὶ ἐσκορπιστήκανε εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὰ μέρη καὶ χώρες τοῦ Τουρκῶν, ὡς εἶπα. Ἀμὴ τὸ πλέον μέρος ἐκατοίκησε εἰς τὰς χώρας καὶ τόπους τῆς Μπαρμπαρίας, ἤγουν τῆς Ἀφρικῆς, καὶ ὡσὰν ὁποὺ ἦσαν ἄνθρωποι τεχνεμένοι εἰς σὲ πολλὲς ἐπιστή- μες, ἐπλήθυναν καὶ ηὔξηναν ὅλες ἐκεῖνες οἱ χῶρες ἀπὸ πᾶσα τέχνην καὶ ἀξίες ἀρκετές, ὁποὺ πρωτήτερα δὲν τὰς εἶχαν. Ἦσαν καὶ καλοὶ μαστόροι τῶν καρα- βίων καὶ κατέργων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἕκαμαν πλήθια ἀπὸ αὐτά, καὶ ἔδωσαν πε- ρίσσιες ζημίες, ὡς εἶπα, καὶ εἰς ὅλα τὰ ἔθνη τῶν Χριστιανῶν, τόσον τῆς γῆς, ὡσὰν καὶ τοῦ πελάγου. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ πρῶτα ἀρμάτωναν ἕξη ἑπτὰ κάτεργα μόνον, τώρα ἀρματώνουν εἰς ὅλην τὴν Ἀφρικὴν εἴκοσι δύο μεγάλα καὶ ἀνδρει- ωμένα κάτεργα. Εἰς τὸν καιρὸν ἐτοῦτον εἶχαν βέβαια γνώμην οἱ αὐτοὶ κουρσάροι τῆς Ἀφρι- κῆς ὅτι νὰ κτυπήσουνε μὲ τὴν ἀρμάδα τους καὶ τό νησί τῆς Ζακύνθου, ὡς εἴ- χαμε τὰ μαντάτα συχνὰ ἀπὸ πολλοὺς τόπους. Διὰ τὸ ὁποῖον πρᾶγμα ἐβάλθη ὁ λαὸς τῆς χώρας εἰς ὁρδινία ἀπὸ τὸν ἀφέντη τὸν γκενεράλε τὸν Πόντε, ὁποὺ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρισκότουν εἰς τὴν Ζάκυνθο, στελμένος ἀπὸ τὴν γαλη- νοτάτη αὐθεντία τῆς Βενετίας, διὰ νὰ κρίνη ἐκεῖνον τὸν λαὸν εἰς τὰ παραπο- νέματά του, διότι εἰς καιρὸν ὁποὺ ἤθελαν ἔλθει οἱ ἐχθροὶ νὰ εἴμεσθε ἕτοιμοι νὰ τοὺς δώσουμε πρόσωπο καὶ νὰ τοὺς πολεμήσουμε ὡς πρέπει. Τοιμάσας διὰ τὴν ἀφορμὴν ἐτούτην δεκατέσσαρους καπεταναίους εἰς ὅλον τὸν λαὸν τῆς χώρας, ἤγουν εἰς πᾶσαν ἐνορίαν ἕναν, διότι νὰ εἶναι ἕτοιμοι κάθε καιρὸν ὁποὺ νὰ ἔλθουν οἱ ἐχθροὶ νὰ συμμαζωχθοῦν μὲ τάξιν ὁ πᾶσα ἕνας εἰς τὸν καπετάνιον του, καὶ ὁ κάθε καπετάνιος νὰ συντρέχη μὲ ὅλην τὴν συντρο- φίαν νὰ βρίσκη τὸν κουβερναδόρον τοῦ νησιοῦ, διὰ νὰ λαβαίνη ὀρδινία εἰς σὲ ποῖον τόπον ἔχει νὰ ὑπάγη διὰ νὰ φυλάξη τὴν χώραν καὶ νὰ ἐναντιωθῆ τῶν ἐχθρῶν, ὡς κυβερνήτης τοῦ πολέμου, μὲ ὑπόσχεσιν ὅτι κάθε βράδυ νὰ κρατοῦνε φύλαξη δὺο καπεταναῖοι ὅλον τὸν καιρὸν τοῦ καλοκαιρίου, ὁποὺ ἦτον ὁ φόβος·","ἐβουλήθηκέ μου = μου ήρθε η επιθυμία [βούλομαι, απρόσ. ιδίως στον αόρ.] ποτὲ = κάποτε, άλλοτε (επίρρ.) ἄνωθεν = παραπάνω, προηγουμένως (επίρρ.) νὰ τὴν βάλω εἰς θύ = κάνω να μείνει στη μνήμη [φρ. βάνω κάτι εις (ή για) θύμηση] διά = για (πρόθ.) ἐσηκώθηκεν καταπάνου = επαναστάτησε εναντίον βουλὴ = σκέψη, επιθυμία νὰ κόψουν = να σφάξουν, να θανατώσουν ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) πλησίον = κοντά, σε μικρή απόσταση (τοπ. επίρρ.) κουρσάρων = πειρατών, ληστών [ο κουρσάρος] κάτεργα = γαλέρες, πολεμικά πλοία με διπλή σειρά κουπιών [το κάτεργον] ἔδωσαν μεγάλες ζημίες = έκαναν μεγάλες ζημιές, έβλαψαν πολύ ζημίες = καταστροφές [η ζημία] πε = άφθονα, πάρα πολλά [επίθ. περισσός] κουρσεύματα = επιδρομές, λεηλασίες, αρπαγές [το κούρσευμα] ἐπλήθυναν = αυξήθηκε σε αριθμό (για το πρόσωπο βλ. το σχόλιο) [πληθαίνω] ἔτερους = άλλους [αντων. έτερος] συμπλησιάζουν = έρχονται κοντά εἰς τὸ κρυφό = κρυφά, μυστικά (φρ.) ξανοίγοντάς τους = παίρνοντάς τους είδηση, καταλαβαίνοντάς τους [ξανοίγω] ὡς = όπως Ἀμὴ = αλλά (σύνδ.) πλέον μέρος = μεγαλύτερο μέρος ὡσὰν ὁποὺ = καθώς τεχνεμένοι = που καταγίνονταν, που ασχολούνταν με κάποια τέχνη μαστόροι = τεχνίτες [ο μάστορος] πλήθια = πολυάριθμα, πάρα πολλά [επίθ. πλήθιος (λογ.)] ἀρμάτωναν = όπλιζαν, εξόπλιζαν [αρματώνω] ἀνδρει = ανδρεία, γενναία [ανδρειωμένος, μτχ. παρακ. του ανδρειώνω ως επίθ.] κτυπήσουνε = επιτεθούν, καταστρέψουν τὴν ἀρμάδα = τον στόλο [η αρμάδα] τὰ μαντάτα = τις ειδήσεις ἐβάλθη = δόθηκε διαταγή στον λαό της πόλης [εβάλθη ο λαός της χώρας εις ορδινία] γκενεράλε = γενικό διοικητή στελμένος = σταλμένος παραπο = παράπονα, εκφράσεις διαμαρτυρίας [το παραπόνεμα] νὰ τοὺς δώσουμε πρόσωπο = να τους αντιμετωπίσουμε [φρ. δίδω πρόσωπο: αντιμετωπίζω, (προκ. για εχθρό)] καπεταναίους = αρχηγούς, επικεφαλής στρατού ξηράς [ο καπεταναίος, βεν. capitano] κάθε = οποιαδήποτε στιγμή [κάθε καιρόν] συμμαζωχθοῦν = συγκεντρωθούν [συμμαζώνομαι (λαϊκότρ.)] συντρέχη = προσφέρει υλική ή ηθική συμπαράσταση τὸν κουβερναδόρον = τον φρούραρχο, τον στρατιωτικό διοικητή του νησιού [ο κουβερναδούρος] ὀρδινία = διαταγή κυβερνήτης = αρχηγός νὰ κρατοῦνε = να φρουρούν [φρ. κρατώ φύλαξη: φυλάω σκοπός, φρουρώ, επιτηρώ]",,Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων,Σουμάκης Άγγελος Οι φρουρές του νησιού,"Δύο ήταν οι κύριες φρουρές του νησιού, η μία στο βόρειο άκρο της χώρας (στον κάβο της Πούντας) και η άλλη στο νοτιοανατολικό άκρο (στο Ποτάμι). Υπήρχαν, ακόμη, ομάδες χωρικών που φρουρούσαν τις ακτές του νησιού. Εἰς ἐτούτες τὲς βίγλες, ὁποὺ πᾶσα βράδυ γίνονται, ἐσύντρεχαν πολλοὶ νέοι, ἀρχοντόπουλα καὶ ἕτερα παλληκάρια τοῦ λαοῦ ἀρματωμένα, καὶ ἕτεροι ἀπὸ ἄλλες ἐνορίες τῆς χώρας, οἱ ὁποῖοι ἐπηγαίνανε διὰ χαρὰν τους καὶ ἐσυντρο- φεύανε τὸν καπετάνιο ἐκείνης τῆς βραδινῆς. Ποῖος ἐπήγαινε εἰς τὸν ἕνα, καὶ ποῖος εἰς τὸν ἄλλο, κατὰ τὴν ἀγάπην ὁποὺ κάθε εἰς ἐπρόσφερε ἤ τοῦ ἑνοῦ ἤ τοῦ ἄλλου, διὰ νὰ ἀξιώνουν τὸν καπετάνιο ἐκεῖνον ὡς φίλον τους καὶ διὰ νὰ φαίνωνται καὶ ἐκεῖνοι ἄξιοι τοῦ πολέμου. Καὶ ἔστεκαν εἰς τὴν βίγλαν ὡς μισὴ ὥρα τῆς ἡμέρας. Ἔπειτα ἐβάνοντο εἰς εὔμορφο ὁρδινία καὶ ἐρχόντανε εἰς τὸ Φόρο, καὶ ἐκεῖ κατ’ ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ ἔκαναν πέντε ἕξη γύρους κτυπώντας ὁ κάθε ἕνας τους περισσιὲς ἀρκουμπουζίες, καὶ ἔδειχνε ὁ καθένας τὴν παρουσίαν καὶ τὴν ἀνδρείαν του. Καὶ εἰς τὸν τρόπον ἐτοῦτον ὁρεγόντανε οἱ νέοι νὰ τὸ κάνου- νε τὸ συχνό, μὲ περισσὴ εὐχαρίστηση τοῦ ἐπιλοίπου λαοῦ, ὁποὺ τοὺς ἐθεωροῦσαν. Καὶ εἰς τὸν τόπον ἐτοῦτον ἐδείχνανε μεγάλην παρρησίαν ὁ κάθε καπετάνιος, διότι ἔσερνε περισσοὺς ἀνθρώπους ὁ καθένας εἰς τὴν συντροφίαν τὴν ὥραν ἐκείνην, καὶ εἰς τὸν τρόπον ἐτοῦτον ἀπερνούσανε τὸ συχνό. Καὶ βλέποντάς τους ὁ γουβερνα- δόρος τοῦ νησιοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν προτίμησιν τῆς κυβερνήσεως τοῦ πολέμου, ἐθαυμαζότουνα εἰς τοὺς περισσίους ἀνθρώπους ὁποὺ ἦσαν μὲ κάθε κατετάνιο πᾶσα αὐγή, μὴ ἠξεύροντας τὸ πῶς μέρος ἀπ’ αὐτοὺς ἦσαν δανεικοί ἀπὸ ἄλλες συντροφίες, καὶ ἐχαιρότουνα κατὰ πολλὰ τὸ πῶς ἡ χώρα ἐτούτη ἔχει περισ- σόν λαόν, καὶ δύσκολο τὸ εἶχε ὅτι νὰ καταπατηθῆ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ὅμως μετὰ καιρὸν ἔμαθε πῶς ἐπέρνα ἡ δουλειὰ καὶ περίσσια τοῦ ἐκακοφάνη, διότι εἰς τρόπον ἐτοῦτον δὲν ἠμπόρειε νὰ καταλάβη βέβαια πόσος λαὸς εὐρίσκεται εἰς τὴν χώρα ἐτούτη, διὰ νὰ κυβερνηθῆ εἰς ὥραν χρείαν καὶ νὰ ἐναντιωθοῦν εἰς τὸν ἐχθρὸν πᾶσα καιρὸν ὁπού ἔρθουν. Διὰ τοῦτο ἐλογίαζε ὅτι νὰ εὖρη στράτα καὶ μέθοδο νὰ διορθώση τὴν δουλειὰ ἐτούτη, καὶ τέλος πάντων ὁ λογισμός του ἤτανε δικαιολογημένος, διότι ὡσὰν ἀπεσταλμένος καὶ πλερωμένος ἀπὸ τὴν αὐθεντίαν διὰ τὴν ὑπόθεσιν ἐτούτην, διὰ νὰ βλέπη τὸ δίκαιόν τους εἰς ὁποῖον τόπον τὸν πέμπει διὰ νὰ κυβερνήση καὶ νὰ διορθώση ὡς πρέπει τὰ πάντα ὅλα. Ἦτον τὸ λοιπὸν χριστιανικὸν νὰ τὰ βλέπουν τὰ πάντα ὅλα σωστὰ καὶ μετρη- μένα καὶ νὰ διορθώνουν τὰ ψεύματα εἰς ἀληθοσύνας, ὡς ἔχουν τὸ βάρος ἀπά- νου τους τῆς κυβερνήσεως. Διότι ἄν συνέβη κανένα κακὸν ἐνάντιο πρέπει ὅτι αὐτὸς νὰ πληρώνη μὲ τὴν παίδεψίν του, ἔξω ὁποὺ χάνει καὶ τὴν τιμήν του καὶ πλέον κυβέρνηση δέν τοῦ δίδουν. Ὁ ὀποῖος γουβερναδόρος, ὀποὺ εἰς καιρὸν ἐτούτονε εὑρισκότουνα, ὀνομαζότουνα Μορτζενίγος, εἶναι ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Φραγκίας, σούδιτος Βενετζιάνος, καὶ ἄρχοντας κατὰ πολλὰ φρόνιμος καὶ ἐπιτήδειος εἰς πᾶσα του κάμωμα καὶ ἀρετές. Καὶ εἰς τὸν καιρὸν ἐτοῦτον ἦλθε ἄλλος κυβερνήτης εἰς τὸν τόπο αὐτοῦ, διότι ἑτούτου τοῦ πρώτου ὁ καιρὸς ἐσώθη. Καὶ τοῦ δευτέρου τὸ ὄνομα κόντε Στραπόλδο, ἄρχοντας καὶ ἐτοῦτος περίσσα εὐγενικὸς καὶ ἄξιος τῆς Κυβερνήσεως, μὲ ἀρετές. Καὶ ὅταν ἔσωσε ὁ κόντε Μοτζενίγος εἰς τὴν Βενετίαν, ἔδωσε εἴδηση τῆς αὐθεντίας εἰς τὰ γενό- μενα ἐτοῦτα, ὁποὺ ἐγενόταν εἰς τὴν χώραν τῆς Ζακύνθου, διὰ τὸ ὁποῖον εἶπε πῶς ἤτανε χρειαστικὸ νὰ γράψουν τοῦ πρεβεδούρου τῆς Ζακύνθου, ὅτι μὲ πᾶσα τρόπο καὶ μόδο νὰ κοιτάξη νὰ γράψη, ἤγουν νὰ ἀρολάρη ὅλον τὸν λαόν τῆς χώρας, κράζοντας πᾶσα καπετάνιο μὲ τὴν συντροφίαν του ὅλην, καὶ νὰ τούς γράψη κατὰ ὄνομα, καὶ τοῦτο διά νὰ βεβαιωθῆ τὸ πόσος λαὸς εὑρίσκεται εἰς τὴν χώρα τῆς Ζακύνθου, καὶ νὰ δώση παρευθύς βεβαίαν καὶ καθαρὰν ἀπό- κρισιν τῆς αὐθεντίας εἰς ἐτοῦτο, διὰ νὰ ἠξεύρουν νὰ κυβερνηθοῦν ἐκεῖνοι, ὁποὺ ἔχουν τὸ βάρος τοῦ πολέμου, δίδοντας λόγον τῶν συνδίχων τῆς χώρας καὶ ἔν- νοιαν, καὶ ὄχι διὰ ἄλλο τέλος.","βίγλες = σκοπιές [η βίγλα] ἐσύντρεχαν = συναθροιζόντουσαν, συνέρρεαν [συντρέχω] ἀρματωμένα = οπλισμένα ἐνορίες = περιοχές Ποῖος = άλλος ἀξιώνουν = θεωρούν άξιο [αξιώνω] ἐβάνοντο εἰς εὔμορφο ὁρδινία = ετοιμάζονταν όμορφα κατ’ ἔμπροσθεν = μπροστά ἀρκουμπουζίες = πυροβολισμούς [η αρκομπουζία] ὁρεγόντανε = ήθελαν, επιθυμούσαν [ορέγομαι] τὸ συχνό = συχνά, τακτικά ἐπιλοίπου = υπόλοιπου [επίθ. επίλοιπος] ἐθεωροῦσαν = έβλεπε, παρακολουθούσε (ενν. ο λαός) παρρησίαν = ελευθερία δράσης ἔσερνε = ""τραβούσε"", έφερνε γουβερνα = γενικός διοικητής κυβερνήσεως = αρχηγίας [η κυβέρνησις] ἐθαυμαζότουνα = απορούσε, έμενε κατάπληκτος [θαυμάζομαι] καταπατηθῆ = κυριευθεί, καταστραφεί πῶς ἐπέρνα ἡ δουλειὰ = πώς γινόταν η δουλειά εἰς ὥραν χρείαν = σε ώρα ανάγκης ἐλογίαζε = σκεφτόταν, λογάριαζε [λογιάζω] στράτα = τρόπο (μεταφ.) αὐθεντίαν = βενετσιάνικη κυβέρνηση [η αυθεντία] βλέπη = επιτηρεί, προστατεύει ψεύματα = ψέματα ἀληθοσύνας = αλήθειες [η αληθοσύνη] ὡς = αφού, επειδή, καθώς (αιτιολ. σύνδ.) ἐνάντιο = φοβερό [επίθ. ενάντιος] παίδεψίν = τιμωρία [η παίδεψις] σούδιτος = υπήκοος κατὰ πολλὰ = πολύ φρόνιμος = συνετός, μυαλωμένος (επίθ.) ἐπιτήδειος = ικανός, έμπειρος, επιδέξιος (επίθ.) κάμωμα = ενέργεια, πράξη [το κάμωμα] εἰς τὸν τόπο αὐτοῦ = στη θέση του ἑτούτου τοῦ πρώτου ὁ καιρὸς = αυτού του πρώτου έληξε η θητεία του [εσώθη ο καιρός] ἔσωσε = έφθασε [σώνω] ἔδωσε εἴδηση = ενημέρωσε χώραν = πόλη ἤτανε χρειαστικὸ = ήταν ανάγκη μόδο = τρόπο [ο μόδος, ιταλ. modo] νὰ ἀρολάρη = να καταγράψει κράζοντας = καλώντας, φωνάζοντας κατὰ ὄνομα = ονομαστικά παρευθύς = ευθύς αμέσως (επίρρ.) ἀπό = απάντηση [η απόκρισις] κυβερνηθοῦν = χειριστούν την κατάσταση, «να πάρουν τα μέτρα τους» [κυβερνώμαι] δίδοντας λόγον = ανακοινώνοντας ἔν = μεριμνώντας, φροντίζοντας [φρ. δίδω έννοιαν] τέλος = σκοπό [το τέλος]",,Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων,Σουμάκης Άγγελος Αντίδραση του λαού στην καταγραφή,"Ο πρεβεδούρος του νησιού μεταφέρει στους συνδίκους τη διαταγή των Βενετών να γίνει καταγραφή όλων των ανδρών του νησιού σε στρατιωτικούς καταλόγους. Ο λαός αντιδρά στη διαταγή αυτή, θεωρώντας την προσβλητική και στρέφεται εναντίον των αρχόντων. Η κατάσταση οξύνεται. Οι ποπολάροι διατυπώνουν διάφορες κατηγορίες εις βάρος των αρχόντων και εκλέγουν τέσσερις επιτρόπους για να τους εκπροσωπούν, οι οποίοι όμως υποκινούν τον λαό να φέρεται προσβλητικά απέναντι στους ευγενείς. Στο νησί γίνονται αυθαιρεσίες, κυρίως στον τομέα της αγοραπωλησίας των προϊόντων, και επικρατεί σύγχυση. Ο νέος πρεβεδούρος καλοπιάνει τους ποπολάρους, αυτοί όμως δείχνουν ασέβεια στο πρόσωπό του και τον απειλούν. Και οι δύο πλευρές, άρχοντες και ποπολάροι, στέλνουν απεσταλμένους στη Βενετία, η βενετική αρχή ωστόσο ικανοποιεί μόνο τα αιτήματα των αρχόντων. Αποφασίζεται τελικά να γίνει η καταγραφή στους στρατιωτικούς καταλόγους την Κυριακή, όταν όμως οι ποπολάροι παίρνουν τα όπλα, αρνούνται να καταγραφούν. Οργισμένος ο πρεβεδούρος, συλλαμβάνει τους αντιπροσώπους των ποπολάρων και ετοιμάζεται να τους απαγχονίσει. Οι ποπολάροι απειλούν να κάψουν τα σπίτια των αρχόντων, χάρη όμως στην επέμβαση ενός άρχοντα της Βενετίας, ματαιώνεται η εκτέλεση και τα πνεύματα ηρεμούν. Ἀμὴ ὅταν οἱ κατώτεροι ἀρχινήσουν ν’ ἀποτζιπόνουνται τοὺς μεγαλυτέρους καὶ χάσουν τὴν ὑπόληψιν τὴν πρωτήτερην ὁποὺ τοὺς ἐκρατοῦσαν, δύσκολα εἶναι πλέον νὰ γυρίσουν εἰς τὴν πρωτήτερήν τους τάξιν. Μία βολά, λέγει ὁ χωρικὸς λόγος, ἐπῆρε τὸ κουπὶ τους νερό, καὶ ἐνοστίμισέ τους ὁ χορὸς τῆς ὑπόθεσης ἐτούτης [νά] τὸν ἀκολουθοῦν, διότι εἶδον καὶ τὰ πράγματά τους ἐπήγαιναν καλὰ καὶ τοὺς ἄρεσε. Εἶχαν καὶ οἱ καπουριόνοι καὶ κουμέσοι διά- φορο, καὶ ἔστεκαν μὲ παρρησία πολλή. Δὲν ἤτανε μαθημένοι νά τά ἔχουν ἐτοῦτα. Καὶ τοὺς ἐκακοφαινότουν τὸ λοιπὸν νὰ τὰ χάσουν, καὶ δὲν τοὺς ἀπήντα νὰ σιωπηθοῦν οἱ δουλειές. Διὰ τοῦτο ἦταν δύσκολο νὰ τὰ λησμονήσουν καὶ νὰ καταπραΰνουν πλέον, διατὶ τὸ διάφορο δὲν τοὺς ἄφινε, ἔξω μὲ μεγάλην παί- δευσιν. Διὰ τοῦτο ἀρχίνησαν πάλι εἰς ὀλίγον καιρὸν νὰ στρατεύσουν τὰ πρῶτα τους καμώματα, μάλιστα ἐκεῖνα καὶ χειρότερα, διότι ἀπὸ τὲς καρδίες τους [δὲν ἔφευγε] ἡ ἐχθρία. Καὶ ἐτοῦτο διὰ νὰ τοὺς φέρη ὁ διάβολος εἰς ξεκουμ- πισμό, ὡς τὸ ἐπάθανε κιόλας αὐτοὶ οἱ πρῶτοι. Καὶ ὅλο ἔβριζαν καὶ ἐκαταφρο- νοῦσαν τοὺς ἄρχοντας κατὰ πολλά. Καὶ οἱ ἄρχοντες, ὡς φρόνιμοι, ἐκαμόνουνταν πῶς δὲν ἠξεύρουν τίποτας, ἕως νὰ ἔλθῃ ὁ καιρὸς νὰν τοὺς τὰ ἀνταμείψουν ἑπταπλασίως. Καὶ διὰ τοῦτο ἔστεκαν τιμωρημένοι ὡσὰν τοὺς Ἑβραίους, μὲ σιωπὴν καὶ ὑπομονὴ μεγάλη. Μάλιστα οἱ Ἐβραῖοι εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχαν περισσότερην ἐξουσίαν παρά τούς ἄρχοντας. Καὶ περιπλέον εἰς τὸν και- ρὸν ἐκεῖνον, ἤθελε συνέβη καὶ κανένας ἄρχοντας ἤθελε ἔλθει εἰς σύγχυσιν μὲ κανέναν ποπολάρον, ὡς συμβαίνει περίσσιες φορὲς εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ἐσυμμαζωνόντανε τριακόσιοι εἰς ἐναντίον τοῦ ἀρχόντου καὶ τὸν ἀποκλειοῦ- σαν εἰς τὸ σπίτι του, καὶ δὲν ἐτρόμα νὰ εὔγη ἔξω ἕως νὰ φτιασθοῦν οἱ δου- λειές τους μὲ τὸ μέσον ἑτέρων φίλων, καὶ στενεμένος ὁ ἄρχοντας ἐσύγκλινε εἰς τὴν ἀγάπην. Μὴν ἠμπορώντας τὸ λοιπὸν πλέον οἱ αὐτοί ἄρχοντες νὰ ὑποφέρουν τὲς περίσσιες ἀποτζιπομάρες καὶ ἄπρεπες τάξες τοῦ λαοῦ ἐτούτου, ὁποὺ μὲ τόση ἀγνωσία καὶ ἄμετρην ὑπερηφάνειαν ἐπαράκαναν πάρα πολλὰ τὰ κακὰ τους, ἀποφασίσανε νὰ πέμψουν ἀμπασαρία εἰς τὴν Βενετίαν διὰ νά πέμψουν ἕνα κριτὴ νὰ τούς παιδεύση, διότι ἐγίνηκαν ἀνυπόφοροι εἰς τόσες τους ἄπρεπες τάξες, καὶ νὰ εἰρηνεύσουν καὶ τὰ πταισίματά τους, ὅτι πολλὰ κακὰ ἔκαναν, καὶ δικαιοσύνην δὲν ἐφοβοῦνταν, ὡς τὰ πάντα φαίνονται γραμμένα καὶ ξε- καθαρισμένα εἰς τὸ προτζέσο, ὀποὺ τοὺς ἐφορμάρανε ὁ ἀφέντης ὁ Τζιβρᾶς ὁ κουμεσάριος. Καὶ ἔξω ἔκραξαν κονσέγιο καὶ ἐψήφισαν διὰ ἀμπασαδόρον τὸν σινιὸρ Εὐστάθιον Γαρζώνη, διὰ νὰ ζητήσουν κριτὴ τὸν ἐκλαμπρότατον ἀφέντη Ἀντώνιον Πιζάνη, ὁ ὁποῖος εἰς τὸν καιρόν ἐκεῖνον εὑρισκότουνα γκε- νεράλες τῶν τριῶν νησίων τοῦ λεβάντε, ἤγουν τῶν Κορφῶν, Κεφαλονιᾶς καὶ Ζακύνθου, ὁ ὁποῖος νὰ κάμη κάθε δικαιοσύνη ὁποὺ θέλει τοῦ φαντασθῆ εἰς αὐτούς. Καὶ ἔτζι τοῦ ἔδωσαν κάθε ἐξουσίαν νὰ κρίνη τὴν ὑπόθεσιν καταπάνου τοῦ λαοῦ ἐτούτου. Καὶ ἐτοῦτο ἐγίνη κατὰ τὴν ζήτησιν τοῦ ἄνωθεν ἀμπασα- δόρου. Καὶ εἰς τὸν καιρὸν ἐτοῦτον ἐπέμψανε καὶ οἱ ποπολάροι ἕναν κουμέσον εἰς τὴν Βενετίαν εἰς ἐναντίον τῶν ἀρχόντων δίδοντάς του ὀρδίνιαν ὅτι νὰ γυρεύση νὰ ἔχουν καὶ ἐκεῖνοι ἐξουσίαν νὰ κάνουν ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐδικούς τους εἰς ἄπασα ὀφίτζιο περὶ τῆς κυβερνήσεως τῆς χὼρας καὶ ἀπάνω εἰς ὅλα τοῦ φοντέγιου τοῦ σιταριοῦ, καὶ ἐτοῦτο ὡσὰν ἰντερεσάδοι, τό ὁποῖο ἔγινε διὰ βοήθεια ὁ- λουνοῦ τοῦ λαοῦ τοῦ νησίου, τόσον διὰ μεγάλους, ὡσὰν καὶ διὰ μικρούς, διὰ τοῦτο πρέπει τὸ λοιπὸν ὅτι καὶ αὐτοὶ ὁποὺ ἔχουνε ἰντερέσο νὰ βάνουν ἕναν ἐδικόν τους νὰ κυβερνᾶ καὶ νὰ βλέπη τὸ δίκαιό τους, ὁποὺ εἶναι καὶ περισσό- τεροι, καὶ νὰ μὴν εἶναι μοναχοί οἱ ἄρχοντες. Καὶ ὁ ἀμπασαδόρος τῶν ἀρχόντων ἀπηλογήθη, ὅτι ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ γυρεύουν νὰ ἔχουν τέτοιαν ἐξουσίαν, τὴν ὀμοίαν ζήτησιν πρέπει νὰ γυρεύουν καὶ τὰ ξωχώρια, ὁποὺ ἔχουν πλέον δίκαιον ἀπὸ λόγου τους, διότι εἰς πᾶσα χρεία τοῦ πρέντζιπε εἶναι πάντα ἕτοιμοι καὶ πάντα πρόθυμοι εἰς τὴν δούλευσίν του, καὶ ἀπὸ τοῦ λόγου τους τοὺς ποπολά- ρους δὲν ἔχουν καμμίαν βοήθειαν. Ὁμοίως καὶ ἔτεροι ἄνθρωποι πρέπει νὰ γυρεύσουν νὰ ἔχουν ἐξουσίαν, καὶ εἰς τοῦτον τὸν τρόπον πρέπει νὰ εἶναι πε- ρίσσιοι ἐξουσιαστάδες καὶ κυβερνητάδες, καὶ σύγχυση πολλὴ, καὶ ἀντάρες δὲν θέλουν λείψει πολλές. Ἀληθινὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπεθυμοῦν τὲς δόξες καὶ τιμὲς καὶ ἐξουσίες, ἀμὴ δὲν ἠμποροῦν νὰ τὲς ἔχουν· μόνον ὁ Θεός ἔδωσε τές χάρες μερικῶν καὶ τὲς ἐξουσίες, καὶ οἱ κατώτεροι νὰ τές βλέπουν καὶ νὰ τὲς τιμοῦν καὶ νὰ στέκωνται εἰς τὴν ὑποταγὴν τῶν μεγαλυτέρων καὶ ἐξουσια- στάδων, κατὰ πῶς ὁ Θεὸς ἐμοίρασε τὰ πράγματα, καὶ νὰ στέκωνται εἰς τὴν τάξιν τους, καὶ ὄχι πᾶσα ἐνοῦ νὰ δοθῇ νὰ ἐξουσιάζη, νὰ κάνη τὸν μεγάλον καὶ τὸν ἄρχοντα καὶ τὸν κυβερνήτην, χωρὶς νὰ τοῦ πρέπη, μόνον ὁ πᾶσα ἕνας νὰ γνωρίζη τὸν ἑαυτόν του. Ὁμοίως ἀκόμη ἐγύρευαν νὰ κάμουν καὶ ἕναν ποπολάρον τζεσταδοῦρον, καὶ ἕτερες ἄλλες ζήτησες πολλὲς καὶ ἄπρεπες ἐζητοῦσαν, οἱ ὁποῖες ἐπαρακινόν- τανε ἀπὸ περίσσια ὑπερηφάνεια ὁποὺ εἴχανε καὶ ἀπὸ ὀλίγη γνῶσιν τους, καὶ δὲν τούς ἀπάντα νὰ στέκουνται, ὡς ἐστέκανε καὶ οἱ πατέρες τους εἰς τὴν τάξιν καὶ ὑποταγήν, ἀμὴ ὡσὰν εὑρεθήκανε ἀνεμπόδιστοι εἰς τὰ καμώματά τους ἐψήλωσε ὁ νοῦς τους εἰς περίσσιες δουλειὲς λογιάζοντες τὸ πῶς θέλουν τὲς ἔχουν ὅλες κατὰ τὴν ὄρεξίν τους. Καὶ διά τοῦτο ἐζήτησαν πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν τούς ἔστεκαν, μήτε τοὺς ἑπαρθένευαν νὰ ἔχουν τέτοιες ἐξουσίες· μόνον νὰ στέκωνται εἰς τὸν τρόπον ἐκεῖνον ὁπού ἐστέκανε καὶ οἱ προπάτορές τους μὲ τοὺς ἄρχοντες. Ὅμως μὲ τὸν καιρὸν τὰ ἔχασαν ὅλα, διατὶ τὸ ἐπαρά- καναν καὶ κατὰ πῶς ἀτοὶ τους ἐκρατώντανε, ἔτζι ἐλόγιαζαν νάν τοὺς ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ὅμως ἡ δικαιοσύνη τούς ἔστρεψε μὲ λόγια φοβερι- στικά, καὶ νὰ μὴν ἔχουν τέτοιους λογισμούς, καὶ νὰ γυρεύουν τὴν δουλειάν τους, καὶ νὰ στέκωνται φρόνιμα, εἰρηνικὰ καὶ καλὰ εἰς ὑποταγήν, ὡσάν ἔστε- καν οἱ πατέρες τους ὅλον τὸν καιρὸν τὸν ἀπερασμένον. Καὶ ἔτζι ἐστράφη ὁ αὐτὸς κουμέσος ὀπίσω εἰς τὴν Ζάκυνθον ἀπὸ τὴν Βενετίαν δίχως νὰ λάβη κανένα ἀπὸ τὰ ὅσα ἐζήτησε, διότι δὲν ἤτανε ζητήματα πρεπούμενα, ὅτι δὲν τοὺς ἔπρεπαν ὡς ἄνωθεν εἶπα. Καὶ ἀγροικώντάς τα ὁ λαὸς ἐμπήκανε σὲ πε- ρίσσια τιμωρία.","Ἀμὴ = αλλά, όμως (σύνδ.) ν’ ἀποτζιπόνουνται = να γίνονται αναίσχυντοι, αδιάντροποι [αποτζιπώνομαι] ὑπόληψιν = βαθύτατη εκτίμηση [η υπόληψις] ἐκρατοῦσαν = είχαν, διατηρούσαν [κρατώ] τάξιν = ομαλή κατάσταση, ευταξία [η τάξις] βολά = φορά ὁ χωρικὸς λόγος = η λαϊκή ρήση [επίθ. χωρικός: αγροτικός, χωριάτικος] ἐνοστίμισέ τους = τους άρεσε [νοστιμίζω] καπουριόνοι = δημεγέρτες, δημαγωγοί [ο καπουριόνος, ιταλ. caporione] κουμέσοι = πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι (των ποπολάρων), επίτροποι [ο κουμέσιος] διά = κέρδος, όφελος, συμφέρον παρρησία = ελευθερία δράσης τὸ λοιπὸν = στο εξής, έπειτα ἀπήντα = ικανοποιούσε [απαντώ] σιωπηθοῦν = παύσουν καταπραΰνουν = ηρεμήσουν ἔξω = εκτός παί = ταλαιπωρία [η παίδευσις] στρατεύσουν = επιστρατεύσουν πρῶτα = προηγούμενα καμώματα = άπρεπες πράξεις [το κάμωμα] ἐχθρία = έχθρα, μίσος ξεκουμ = αφανισμό, καταστροφή [ο ξεκουμπισμός] ἐκαταφρο = συμπεριφέρονταν προσβλητικά [καταφρονώ] ἐκαμόνουνταν = προσποιούνταν, υποκρίνονταν [καμώνομαι] ἀνταμείψουν = ανταποδώσουν παρά = από (πρόθ.) περιπλέον = επιπλέον σύγχυσιν = ταραχή, σύγκρουση [η σύγχυσις] ἐσυμμαζωνόντανε = συγκεντρωνόσουν [συμμαζώνομαι] εἰς ἐναντίον = εναντίον κάποιου (δηλώνει εχθρική διάθεση) ἀποκλειοῦ = περιόριζαν (προκ. για πρόσ.) ἐτρόμα = τολμούσε [τρομάζω] τὸ μέσον = τη μεσολάβηση στενεμένος = όντας σε δύσκολη θέση [στενεμένος μτχ. του στενεύομαι] ἐσύγκλινε = συναινούσε, συγκατάνευε [συγκλίνω] ἀποτζιπομάρες = αναισχυντίες, αδιαντροπιές [η αποτζιμάρα] τάξες = πράξεις, ενέργειες [η τάξις] ἀγνωσία = απερισκεψία, ασυνεσία ἐπαράκαναν = ξεπέρασαν το μέτρο, το ανεκτό ἀμπασαρία = πρεσβεία παιδεύση = τιμωρήσει εἰρηνεύσουν = σταματήσουν, παύσουν [ειρηνεύω] πταισίματά = παραπτώματα, αδικήματα [το πταίσιμο] δικαιοσύνην = δικαστική αρχή, δικαστές τὸ προτζέσο = τη δικογραφία ἐφορμάρανε = σχημάτισε [φορμάρω] κουμεσάριος = επίτροπος, αρμοστής [ο κομισάριος] ἔξω = στην εξοχή ἔκραξαν = συγκάλεσαν [κράζω] κονσέγιο = συμβούλιο ἀμπασαδόρον = πρεσβευτή, απεσταλμένο [ο αμπασαδόρος] ἐκλαμπρότατον = ένδοξο, ξακουστό [επίθ. έκλαμπρος (ο θετ. και ο υπερθ. χρησιμοποιούνται ως τιμητική προσφ.)] γκε = γενικός διοικητής [ο γκενεράλες] τοῦ λεβάντε = των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, του γεωγραφικού χώρου ανατολικά της Ιταλίας [ο λεβάντες] τῶν Κορφῶν = της Κέρκυρας φαντασθῆ = φανεί καταπάνου = σχετικά με (επίρρ.) ζήτησιν = επιθυμία, παράκληση [η ζήτησις] ἄνωθεν = παραπάνω (επίρρ.) ὀρδίνιαν = παραγγελία/εντολή, διαταγή [η ορδινία] εἰς ἄπασα = σε κάθε αξίωμα για την κυβέρνηση της πόλεως [εις άπασα οφίτζιο περί της κυβερνήσεως της χώρας] ἀπάνω εἰς ὅλα = πάνω απ’ όλα ἰντερεσάδοι = ενδιαφερόμενοι τὸ λοιπὸν = στο εξής ἰντερέσο = ενδιαφέρον, ωφέλεια, κέρδος [το ιντερέσο] ζήτησιν = απαίτηση, αξίωση [η ζήτησις] ξωχώρια = χωριά που βρίσκονται μακριά από την πόλη [το ξωχώρι] χρεία = ανάγκη πρέντζιπε = δόγη της Βενετίας [ο πρέντζιπες] δούλευσίν = υπηρεσία [η δούλευσις] ἀπὸ τοῦ λόγου τους = αυτοί, από την πλευρά τους ἐξουσιαστάδες = άρχοντες, κυβερνήτες [ο εξουσιαστής] σύγχυση = αναταραχή, αναστάτωση ἀντάρες = αναταραχές (μεταφ.) κατὰ πῶς = με τον τρόπο που, όπως τάξιν = ορισμένη θέση, σειρά [η τάξις] τζεσταδοῦρον = αγορανομικό υπάλληλο [ο γεσταδούρος, ιταλ. giustizieri] ἀπάντα = ικανοποιούσε [απαντώ] ἐψήλωσε ὁ νοῦς τους = είχαν μεγάλες φιλοδοξίες, στόχευσαν πολύ ψηλά [φρ. ψηλώνει ο νους μου] λογιάζοντες = λογαριάζοντας, νομίζοντας, θαρρώντας [λογιάζω] ἑπαρθένευαν = ταίριαζαν [απαρθενεύω] προπάτορές = πρόγονοι [ο προπάτορας] ἀτοὶ τους = αυτοί οι ίδιοι, μόνοι τους [αντων. ατός] ἐκρατώντανε = αυτοχαρακτηρίζονταν λογισμούς = σκέψεις, σκοπούς [ο λογισμός] ἔτζι = έτσι ὡς ἄνωθεν εἶπα = όπως είπα παραπάνω ἀγροικώντάς = ακούγοντας [αγροικώ]",,Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων,Σουμάκης Άγγελος Η κατάληξη της επανάστασης,"Ο γενικός διοικητής, που φτάνει στο νησί για να δικάσει τους υπεύθυνους του ρεμπελιού, στρέφεται αρχικά εναντίον των αρχόντων και δίνει περισσότερες ελευθερίες στους ποπολάρους. Χάρη στη βοήθεια του Θεού, όμως, αντιλαμβάνεται τελικά την αχαριστία των ποπολάρων, συλλαμβάνει τους αρχηγούς τους και τους φυλακίζει σε ένα σπιτάκι στην αυλή του αρχοντικού του. Οι κρατούμενοι δραπετεύουν και κυκλοφορούν προκλητικά στην πόλη, προκαλώντας την οργή του διοικητή, ο οποίος τελικά τους τιμωρεί σκληρά. Παντοῦ ὕστερον ἦλθε ὁ καιρὸς καὶ ἐξόφλησέ τους τὲς ἡμέρες ἐκεῖνες καὶ κατὰ τὰ καμώματά τους τούς ἔδωσε καὶ τὴν πρέπουσαν πληρωμὴν. Ἔδωσε τους λοιπὸν ἔνα παράδειγμα τρομακτικὸν εἰς τὴν ἀπόφασίν τους, ὁποὺ φαίνε- ται ξεκαθαρίζονται τὰ πάντα, ὁποὺ δὲν ἠμποροῦνε νὰ εἶναι χειρότεροι. Πρῶ- τον μὲν τοὺς ἔκαμε ἀφεντικὰ ὅλα τους τὰ καλά, ὅσα καὶ ἄν εἴχανε, καὶ μήτε καὶ οἱ γυναῖκες τους νὰ μποροῦν νὰ πιαστοῦν εἰς τὸ προικιόν τους ἀπὸ τὰ καλά τῶν ἄνδρωνέ τους. Ἐχάλασέ τους ὁλονῶν τὰ σπίτια ὁπού ἐστέκανε καὶ τὰ ἔρριξε κατὰ γῆς. Ἔκοψέ τους ὅλα τους τὰ δέντρα, ἐξερίζωσέν τους καὶ ὅλα τους τὰ ὑποστατικά, καὶ νὰ μὴν ἠμποροῦν ποτὲ τὸν καιρὸν νὰ φτιασ- τοῦν, μῆτε νὰ εἶναι κανεὶς τρομαζόμενος νὰ τοὺς μιλήση, μήτε νὰ τοὺς γράψη, εἰς σὲ πένα τῆς ζωῆς του καὶ τὰ καλά του ἀφεντικά, ὡς ρέμπελοι ὁποὺ εἶναι τοῦ πρέντζιπέ τους. Καὶ πλέον καλύτερα τὰ πάντα ὅλα ξεκαθαρίζονται εἰς τὴν ἀπόφασίν του, ὡς εἶναι γραμμένα παρεμπρὸς φράγκικα καὶ ρωμέϊκα. Ἔπειτα πάλε ὁ ἀφέντης ὁ Θεὸς ἐξολόθρεψε καὶ ὅλους τοὺς κουμέσους, μὲ ὀρ- δινιά ὅτι τὰ σπίτια τὰ χαλασμένα νὰ μὴν ἠμποροῦν ποτὲ τὸν καιρὸν νὰ φτιασ- τοῦν, μόνον νὰ στέκωνται ἔτζι ἄφτιαστα διά παντοτινήν θύμησιν τοῦ πᾶσα ’νός. Καὶ ἔτζι ἐξολοθρευτήκανε καὶ ἐπήγανε ὅλοι κακῶς κακοῦ, καὶ ἔτζι εἰρη- νεύτη ὁ τόπος ἀπὸ τὰ τόσα κακὰ καὶ σκάνταλα, καὶ ἔλαβον ἑπταπλασίως τὴν πρέπουσάν τους πλερωμὴν ὁποὺ τοὺς ἐπαρθένευε νὰ λάβουν κατὰ τὲς δια- βολικὲς ἐργασίες. Ἔπειτα μετά καιρὸν καὶ χρόνους πολλούς ἐβαρέθηκαν τὴν εξορίαν και τα περίσσια βάσανα τῆς ξενιτιᾶς καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Πόλιν καὶ τὰ πέντε ἀγγεῖα τοῦ διαβόλου, ἑτοῦτοι οἱ ἐξοστρακισμένοι καὶ κακά ἐξορισμένοι. Καὶ ἐκεῖ ὁ ἀφέντης ὁ Μπάϊλος τῆς Βενετίας τούς ἐδέχθη καὶ τοὺς ἐκράτησε εἰς τὸ πα- λάτι του καιρὸν πολύ καὶ ἔγραψε εἰς τὴν Βενετίαν διὰ ἐδαύτους, καὶ τόσο ἔκαμε ὅτι ἄνοιγέ τους στράτα νὰ τοὺς δεχθοῦνε ἐκεῖ διά νά ματακριθοῦνε. Καὶ ἔτζι τούς ἔπεμψε καὶ τούς ἔβαλαν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐκεῖ ἐστάθη- καν περισσὸν καιρὸν. Παντοῦ ὑστέρου ἡ δικαιοσύνη, ὁποὺ εἶναι γλυκυτάτη καὶ ἐλεημονωτάτη, τοὺς ἁμαρτωλούς καὶ πταίστας βλέποντας τὸν καιρὸν τὸν πολὺν ὁποὺ ἔκαμαν μὲ τοσαύτην παίδευσιν καὶ τιμωρίαν, ἀπέθανε καὶ εἰς τὸν καιρὸν ἐτοῦτον μέσα εἰς τὴν φυλακήν ὁ Γιάννης ὁ Βοτάνης, ἕνας ἀπὸ τοὺς πέντε συντρόφους τους, ἐλυπήθηκαν καὶ τοὺς ἐλευθέρωσαν, καὶ ἤλθανε εἰς τὴ Ζάκυνθο, εἰς τὴν πατρίδα τους, πτωχὰ καὶ πενητεμένα. Ἔκαμε περι- πλέον ἡ ἀφεντία νὰ πάρουν καὶ τὰ ὑποστατικά τους ὀπίσω. Καὶ πάλε μετά καιρὸν ἀφόντις ἐσταθήκανε καὶ ἐπήρανε θάρρος ἐματάρχισαν πάλιν τὰ καμώ- ματά τους τὰ ἀπερασμένα, διότι δύσκολον ἦτον ἡ κακὴ τους γνώμη νὰ ἐπι- στρέψη εἰς καλοσύνη. Καὶ ὄχι ὅλοι τους, διότι ὁ Νικόλαος Ἄμπραμος μόνον ἐταπείνοζε κατά πολλὰ καὶ ἐπέρνα μὲ περίσσιαν ἀγαθότητα καὶ εἰρήνην, διότι ἦταν καὶ πλέον ἐκκλησιαστικός καὶ φιλόθεος ἀπὸ τούς ἄλλους, καὶ εἰς τὲς γνώμες καλύτερος πολλά. Καὶ ἡ πτωχεία, ἤγουν ἡ ἀνημπόρια, ἐκράτειε τῶν ἀλλωνῶν τὴν κακογνωμίαν τιμωραμένην, καὶ δὲν ἔκαναν ὡσὰν πρῶτα, διότι εἶχαν τὸν φόβον τῆς δικαιοσύνης· ἀλλέως ἤθελον κάμει χειρότερα τὰ μαθημένα τους. Μολοντοῦτο δὲν ἔλειπε νὰ δείξουν μέρος ἀπὸ τὴν κακοσύνην τους. Καὶ ἀπὸ τότε καὶ ἐδῶ ἔχθρα δὲν ἔλειπε, καὶ εἶναι πάντα ἀνάμεσα τούς ἄρχοντες καὶ ποπολάρων. Καὶ εἰς τὸν τρόπον ἐτοῦτον ἀπέρασε ἡ ὑπόθεση ἐτούτη, τὴν ὁποίαν ἐδιη- γήθηκα μὲ πάσαν ἀληθοσύνην καὶ δέν ἔγραψα ἔνα πρᾶγμα δι’ ἄλλο, μόνον πιστά τὰ ἐπέρασα, μήτε περισσότερο, μήτε ὀλιγώτερο, τόσο διὰ τὸ ἕνα μέρος, ὅσον καὶ διὰ τὸ ἄλλο. Κάνω τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα.","ἐξόφλησέ τους = τελείωσε, ξεμπέρδεψε μαζί τους [εξοφλώ] τὰ καμώματά = τις άπρεπες πράξεις [το κάμωμα] τοὺς ἔκαμε ἀφεντικὰ ὅλα τους τὰ καλά = δήμευσε τις περιουσίες τους πιαστοῦν = βασιστούν, στηριχθούν προικιόν = καθετί που δίνεται ως προίκα Ἐχάλασέ = γκρέμισε, κατέστρεψε [χαλώ] ὑποστατικά = αγροκτήματα [το υποστατικόν] νὰ εἶναι κανεὶς τρομαζόμενος = να τολμά κανείς πένα = ποινή, τιμωρία τὰ καλά του ἀφεντικά = δήμευση της περιουσίας του ρέμπελοι = στασιαστές, επαναστάτες [ο ρέμπελος] πρέντζιπέ = δόγη της Βενετίας [ο πρέντζιπες] παρεμπρὸς = λίγο πιο μπροστά πάλε = πάλι κουμέσους = πληρεξούσιους αντιπροσώπους (των ποπολάρων), επιτρόπους [ο κουμέσος] ὀρ = διαταγή [η ορδινιά] τοῦ πᾶσα = του καθενός [του πάσα ’νός] κακῶς κακοῦ = με άσχημο τρόπο (επίρρ.) εἰρη = ησύχασε [ειρηνεύομαι] ἐπαρθένευε = ταίριαζε [απαρθενεύω] ἀγγεῖα = άτομα που δέχτηκαν κατά κάποιο τρόπο μέσα τους κακία, ελαττώματα (μεταφ.) [φρ. αγγείον του διαβόλου] ἐξοστρακισμένοι = απομακρυσμένοι, εξορισμένοι [εξοστρακισμένος, μτχ. του εξοστρακίζομαι] ὁ Μπάϊλος = ο διπλωματικός αντιπρόσωπος των Βενετών και των υπηκόων της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη ἔκαμε = προσποιήθηκε, υποκρίθηκε [κάμνω] ἄνοιγέ τους στράτα = τους άνοιγε τον δρόμο ματακριθοῦνε = κριθούν για δεύτερη φορά ὑστέρου = αργότερα (επίρρ.) δικαιοσύνη = δικαστική αρχή, οι δικαστές πταίστας = φταίχτες, ενόχους [ο πταίστης] τοσαύτην = τόση (αντων.) παίδευσιν = ταλαιπωρία, βάσανο [η παίδευσις] πενητεμένα = φτωχικά περι = επιπλέον [περιπλέον] ἀφεντία = κρατική εξουσία ἀφόντις = όταν, όταν πια (χρον. σύνδ.) ἐματάρχισαν = ξανάρχισαν [ματαρχίζω] ἐταπείνοζε = γινόταν ταπεινός, μετριοπαθής ἐπέρνα = περνούσε τον χρόνο, ζούσε ἀγαθότητα = χρηστότητα, εντιμότητα εἰρήνην = ηρεμία, ησυχία ἐκκλησιαστικός = θεοφοβούμενος (επίθ.) πτωχεία = φτώχεια ἀνημπόρια = χρηματική αδυναμία, φτώχεια κακογνωμίαν = κακή κρίση ἀλλέως = αλλιώς, διαφορετικά (επίρρ.) Μολοντοῦτο = παρ’ όλα αυτά κακοσύνην = κακία [η κακοσύνη] ἀπὸ τότε καὶ ἐδῶ = από τότε και ώς αυτή τη στιγμή Κάνω = δοξάζω [κάνω δόξα]",,Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων,Σουμάκης Άγγελος Abstract,"Ο Λεόντιος Μαχαιράς έζησε πιθανότατα μεταξύ του β΄ μισού του 14ου και του α΄ μισού του 15ου αι. Το έργο του καλύπτει μια μακρά περίοδο της κυπριακής ιστορίας, δίνεται όμως ιδιαίτερη έμφαση στην αυτοκρατορική δυναστεία των Φράγκων Λουζινιάν. Το εγκωμιασμένο κείμενό του κατέχει δύο σημαντικά πρωτεία στο ευρύτερο πλαίσιο της δημώδους γραμματείας: είναι το πρώτο πεζό και συνάμα το πρώτο γραμμένο σε ιδιωματική (κυπριακή) γλώσσα χρονικό, που ανανεώνει με αυτόν τον τρόπο τη μακραίωνη ελληνική ιστοριογραφική/χρονικογραφική παράδοση.",,,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Η Αγία Ελένη μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού κατευθύνεται στην Κύπρο,"Ο συγραφέας αρχικά δηλώνει την πρόθεσή του να διηγηθεί την ιστορία της Κύπρου, ξεκινώντας από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όπως μας πληροφορεί, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου το νησί ήταν έρημο για 36 χρόνια, λόγω της ξηρασίας που επικρατούσε εκεί. Όταν ο αυτοκράτορας ανέθεσε στη μητέρα του Ελένη να πάει στα Ιεροσόλυμα για να βρει τον Τίμιο Σταυρό, εκείνη πέρασε από το νησί και έτσι αρχίζει η αφήγηση των γεγονότων. [...] Ὅνταν ἐστράφην ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἀπὲ τὴν εἰδωλολατρείαν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ μὲ ὅσους εἶχεν εἰς τὴν Ρώμην, τότε ἐπῆρεν ὁρισμὸν ἡ ἁγία δέσποινα Ἑλένη ἡ μητέρα του ἀπὲ τὸν υἱόν της νὰ πάγῃ νὰ γυρεύσῃ τὸν τί- μιον σταυρὸν εἰς τὸ Ἱεροσόλυμα· καὶ ἦρτεν εἰς τὴν Ἀνατολὴν, καὶ ἦρτεν εἰς τὴν Κύπρον, καὶ ἐπέζευσεν πρὸς τὴν Λεμεσὸν καὶ ηὗρεν τὸ νησὶν ἔρημον, καὶ πολλὰ ἐπικράνθη θωρῶντα τὸ τό- σον ὄμορφον νησὶν καὶ ἦτον ἔρημον. Καὶ μοναῦτα ἐμίσευσεν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα, καὶ ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους β΄. σταυροὺς τοὺς λῃσταίς, καὶ τὰ καρφία καὶ τὸν στέφανον τὸν ἀκάνθινον καὶ λϛ΄. σταλαματίαις αἷμαν, ὅπου ἐστάξεν ἀπὲ τὸ αἷμαν τοῦ Κυρίου καὶ ἔπεσεν εἰς ἕναν πανίν· τὸ ποῖον εἶναι πολλὰ μα- κρὺν, ἂ σᾶς ξηγηθῶ τὰ πράματα καταλεπτῶς, ἀμμὲ εὑρίσκεται γραμμένον πολλὰ πλατεῖα εἰς τὸ βιβλίον τὸ ἔγραψεν ὁ ἅγιος Κυριακὸς πῶς εὑρέθη ὁ τίμιος Σταυρός, καὶ πῶς ἀγρώνισεν τοῦ Χριστοῦ ἀπὲ τοὺς λῃστάδας, καὶ ποῖος τοῦ καλοῦ λῃστοῦ καὶ ποῖος τοῦ πονηροῦ. Ἡ ποία ἁγία δέσποινα Ἑλένη θωρῶντα, ἐθαυμάστην καὶ ἐποῖκεν καὶ κτίσαν πολλαῖς ἐκκλησίαις εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ὀνόματος τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, ἀπὸ γῆς, καὶ ἐτελείωσέν ταις, καὶ ἄλλαις ἀφῆκεν χρυσίον καὶ ἐτε- λείωσάν ταις. Ἤξευρε καὶ τοῦτον, ὅτι ὅσον ἐπήγαινεν εἰς τὴν Ἱερου- σαλὴμ ὥρισεν τοὺς ἄρχοντες, ὅτι ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ κτίσουν πύργους ν’ ἀποσκεπάζῃ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ νἄχῃ ἀνθρώπους ἀποὺ πάνω νὰ θωροῦν μέραν καὶ νύκταν, καὶ νἆναι ὅτοιμοι ὅσο νὰ ’δοῦν λαμπρὸν ἢ καπνὸν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅτοιμα νὰ ποίσῃ πᾶσα εἷς, ὅτι τὸ νὰ βρεθῇ ὁ τίμιος σταυρὸς νὰ ὑψωθῇ νὰ γινῇ φανὸς ἀποὺ πύργον εἰς πύρ- γον, νὰ μάθῃ ὁ βασιλεὺς τὴν ἡμέραν ὁποῦ ναὔρῃ ἡ μητέρα του τὸν τίμιον σταυρόν· καὶ ἤτζου ἐγίνετον μὲ τούτην τὴν στράταν. Τὴν ὥραν ὁποῦ ἡ μακαρία Ἑλένη ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρόν, ἐκείνην τὴν ὥραν ἔμαθέν το ὁ υἱός της ὁ βασιλεύς. Τώρα νὰ στραφοῦμεν εἰς τὴν ἁγίαν Ἑλένην. Καὶ ὅνταν ἡ ἁγία Ἑλένη ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ ἔμαθεν ἀπὲ τὸ θαῦμαν τοῦ σταυροῦ, ἐπῆρεν τὸ ὑποπόδιον ὅ- που ἐκαρφῶσαν τοὺς ἁγίους πόδας, καὶ ἔσκισέν το εἰς γ΄. καὶ ἐποῖκεν δύο σανίδια ἀποὺ τὰ ποῖα εὔγαλεν ιϛ΄. γωνίαις, ἀποὺ πᾶσαν σανίδαν δύο κομμάτια, καὶ ἔμειναν δύο σταυροί. Τὸν δὲ σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ ἀφῆκέν τον εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων μὲ πολὺν χρυσίον καὶ μαργαριτάριν, καὶ πέτραις. Τἀπίσα ἐξήλωσεν τοὺς σταυροὺς τῶν λῃστῶν καὶ ἔβαλεν τὸ μακρύσιν τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κοντόσιν τοῦ πονηροῦ, καὶ ἐποῖκεν ἕναν, τὸ ὁμοῖον καὶ τὸ μακρύσιν τοῦ πονηροῦ μὲ τὸ κοντῆσιν τοῦ κα- λοῦ, καὶ ἐποῖκεν τοὺς β΄. σταυρούς. Ἐπειδὴ ἐποῖκαν ἀντάμα τόσον καιρὸν χρόνους ξθ΄. δὲν ἦτον δίκαιον νὰ ρίψουν τοῦ πο- νηροῦ, ἐπῆρέν τους μετά της νὰ τοὺς ἰδῇ ὁ υἱός της τὸ μά- κρός καὶ τὸ πλάτος, ὅτι ὅλοι ἦτον εἰς ἕναν ἀξαμόν· καὶ τοὺς β΄. σταυροὺς τοὺς μονοκόμματους καὶ τὰ ιϛ΄. σανίδια καὶ τὰ καρφία καὶ τὸν στέφανον ἔβαλέν τα εἰς τὸ σεντοῦκιν, μὲ τοὺς β΄. σταυροὺς εἰς τὸ κάτεργον, καὶ ἐνέβην ἡ ἁγία Ἑλένη καὶ ἦρτεν εἰς τὴν Κύπρον, καὶ ὅνταν ἐπεσῶσαν καὶ ἐράξαν εἰς τὴν γῆν εὔγαλεν τὸ σεντοῦκιν μὲ τοὺς δύο σταυρούς, καὶ ἔφαν εἰς τὸ Βασιλοπόταμον· καὶ ὅνταν ἀπόφαν, ἔπεσεν ἀπὸ τὸν κόπον τῆς θαλάσσου καὶ ἐκοιμήθην, καὶ εἶδεν ἕναν ὅρομαν, ὅτι ἕνας παιδίος ἄνθρωπος εἶπέν της: κυρία μου Ἑλένη, ὡς γίον ἐποῖκες εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔκτισες πολλοὺς ναοὺς, ἤτζου ποῖσε καὶ ὧδε, ὅτι ὁρισμὸς εἶναι εἰς τὴν αὐτὴν χώραν νὰ κατοικοῦσιν ἀνθρῶποι ἕως τῆς συντελείας, καὶ νὰ μὲν ξηλειφθῇ εἰς τοὺς αἰῶνας· καὶ ἔκτισε ναὸν εἰς τὸ ὄνομαν τοῦ τιμίου καὶ ζωο- ποιοῦ Σταυροῦ καὶ βάλε ἀπὸ τὰ τίμια ξύλα, ἀποὺ βαστᾷς. Καὶ ἐξύπνησεν καὶ ἐσηκώθην ἀπὲ τὸν ὕπνον καὶ ἐγύρεψεν τὸ σεντοῦκιν καὶ τοὺς σταυροὺς τοὺς μεγάλους· ὢ, τοῦ θαύμα- τος! ὁ νεἷς μέγας ἐχάθην· καὶ ἔπεψεν γυρεύγοντά του, καὶ εὑρέθην εἰς τὸ βουνὶν τὸ λεγόμενον Ὀλυμπία, διὰ τὸν σταυρὸν τὸ Ὀλυμπάτο ὄνομα τοῦ καλοῦ λῃστοῦ· καὶ ἔκτισε ναὸν τοῦ τιμίου Σταυροῦ καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Σταυροῦ μερ- τικὸν ἀπὲ τὸ τίμιον ξύλον. Τἄπισα εἶδεν ἕναν στύλον λαμ- πρὸν ἀπὸ τὴν γῆν ὡς τὸν οὐρανὸν, καὶ ἐπῆγε νὰ τὸ ἰδῇ τὸ θαῦμα, καὶ ηὗρεν εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ ποταμοῦ τὸν ἕναν μι- κρὸν σταυρὸν ἀπὸ τοὺς δύο καὶ φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπεν: Ἑλένη, ποῖσε νὰ κτίσῃς, ὡδὰ ἐκκλησίαν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον λεγόμενον Τόγνην. Καὶ ἐποῖκε ναὸν τοῦ τιμίου Σταυ- ροῦ καὶ ἕναν γυοφύριν νὰ περνοῦν οἱ ἀνθρῶποι, καὶ ἐσήμωσεν τὸν αὐτὸν σταυρὸν μετὰ ἀργύρου, χρυσίου καὶ μαργαριτάρου. Καὶ ἀπὸ τότε ὁ Κύριος ἔπεψεν τὸν ὑετόν, καὶ ἐγροικήθην εἰς πᾶσα τόπον· καὶ ἐγροίκησεν ὁ λαὸς καὶ ἐστράφησαν εἰς τὰς κα- τοικίας τους· τὸ ποῖον μετά τους ἦλθαν καὶ πολλοί πάροικοι, καὶ ἐκατοικῆσαν εἰς τὸ νησίν. Καὶ τελειόνοντα τὰ κτίσματα, ἐνέβην εἰς τὸ κάτεργον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.","ἐπέζευσεν = ταξίδεψε με τα πόδια ἔξοδον = έξοδα, χρήματα καταλεπτῶς = με λεπτομέρειες ἀμμὲ = αλλά βέβαια ἀγρώνισεν = αναγνώρισε ἐποῖκεν = διέταξε ὅσον = μόλις ὅτοιμα = αμέσως ἤτζου = έτσι ὑποπόδιον = ξύλινη επικλινής κατασκευή που τοποθετείται μπροστά στο κάθισμα για την στήριξη των ποδιών Τἀπίσα = κατόπιν ἀξαμόν = μέγεθος κάτεργον = μεγάλο πολεμικό πλοίο, γαλέρα ἔφαν = έφαγαν νεἷς = ένας Τἄπισα = έπειτα, κατόπιν ἐσήμωσεν = επένδυσε, έντυσε με ασήμι πάροικοι = μόνιμα εγκατεστημένοι σε μια ξένη χώρα, χωρίς όμως να έχουν πολιτικά δικαιώματα [ο πάροικος] κάτεργον = πολεμικό πλοίο με διπλή σειρά κουπιών",,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Ερρίκος ο Β΄ και το πραξικόπημα εναντίον του,"Όταν έφυγε η Αγία Ελένη από την Κύπρο, οι κάτοικοι, υπό τον φόβο των Σαρακηνών που απειλούσαν το νησί, αποφάσισαν να ζητήσουν από τον αυτοκράτορα να τους παράσχει στρατιωτική προστασία, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό. Κάποια στιγμή η αφήγηση στρέφεται στον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιών, αρχηγό της Α΄ Σταυροφορίας, και αφού γίνεται μια σύντομη αναφορά στην κατάληψη των Ιεροσολύμων, η αφήγηση στρέφεται στους διαδόχους του. Δίνονται, επίσης, πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο εδραιώθηκε η Εκκλησία στο νησί. Μας πληροφορεί ότι υπήρξαν δεκατέσσερις έλληνες αρχιεπίσκοποι και παραθέτει τα ονόματά τους. Καταγράφει, επιπλέον, λεπτομερώς τα λείψανα όλων των αγίων, τα οποία βρίσκονταν στο νησί. Επόμενος βασιλιάς της Κύπρου υπήρξε ο Ούγος Α΄ των Λουζινιάν, ο οποίος βασίλεψε μέχρι τον θάνατό του και μετά ανέλαβε την εξουσία η σύζυγός του, βασίλισσα Αλίκη. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά σε όλους τους διαδόχους που ακολούθησαν, ώσπου φτάνουμε στο 1306 και στον Ερρίκο Β΄ και το πραξικόπημα που έγινε εναντίον του από τον αδερφό του, Αμορί της Τύρου. καὶ τὴν ἐχρονίαν ˏατϛ΄. Χρίστοῦ τῇ κϛ΄. ἀπριλλίου ὁ μισὲρ Μαρὶν Τελουζινιᾶς ὁ υἱὸς τοῦ ρὲ Οὖγκε, ὁ κύρης τῆς Τύρου καὶ κοντοσταύλης τῶν Ἱεροσολύμων ἐψηφίστην κουβερνούρης τῆς Κύπρου μὲ τὸ θέλημαν ὅλους τοὺς περί του αὐθένταις, καὶ ψουμάτους καὶ σορδάτους, ὁποῦ εὑρίσκουνταν κατὰ τὴν ἡμέραν. Διὰ καλὸν πρόσωπον ὁποῦ τοὺς ἔδειξεν ὁ κύρης τῆς Τύρου ἐκόμπωσέν τους καὶ ἔβαλέν τους εἰς τοῦτον τὸ κακὸν θέλημαν, νὰ πᾶσιν κατὰ πρόσωπα τοῦ καλοῦ τους αὐθέντη χωρὶς καμ- μίαν ἀφορμὴν τὴν ἐποῖκεν· καὶ μεσὸν τοὺς αὐθένταις τῆς Κύ- πρου εἶχεν δύο ὅπου δὲν ἦσαν εἰς τὴν βουλήν του, οὐδ’ ἐθέλη- σαν νὰ ἦναι ποτὲ εἰς τούτην τὴν παραβουλιὰν, τουτέστιν, ὁ μισὲρ Φίλιππε τὲ Ἠμπελὴν συνεσκάρδος τοῦ ρηγάτου τῆς Κύ- πρου, ὁ ποῖος ἦτον ἀδελφὸς τῆς ρήγαινας τῆς μάνας τοῦ ρη- γός, καὶ ὁ μισὲρ Τζουὰν Ταπιέρη ἐξάδελφος τοῦ ρήγα, ἀδελ- φότεκνος τῆς ρήγαινας, υἱὸς τῆς ἀδελφῆς της, καὶ ἄλλοι πολ- λοὶ ψουμάτοι καὶ σορδάτοι ὁποῦ δὲν ἐκουβεντιάσαν εἰς τοῦτον τὸ κακόν. Εἶχεν ἕξη μῆνες ὅπου ἐπλημμέλαν ὁ κύρης Τύρου πῶς νὰ τελειώσῃ, καὶ ἐβάλαν του ἀφορμὴν ὅτι ἔπεφτεν ἀπὸ κακὴν ἀρρωστίαν· καὶ ὁ κύρης τῆς Τύρου καὶ ὁ ἀδελφός του ὁ κοντοσταύλης ηὗραν τούτην ἀφορμήν, ὅτι διὰ τὴν μεγάλην πτωχίαν τὴν εἶχαν, ὅτι ἐξωδιάζαν τὸ δικόν τους ἄπρεπα, καὶ εἶδαν ὅτι ὁ ρήγας ἦτον πλούσιος, γιὰ νὰ πάρουν τὸ ἐδικόν του ἐννοιάστησαν τούτην τὴν παραβουλιάν. Καὶ γροικῶντα κἄτινες καβαλλάριδες πιστοὶ τοῦ ρηγός, εἶπαν τὸ πρᾶγμαν τοῦ ρηγός· ὁ ρήγας ἦτο πολλὰ καλός, δὲν ἐπίστευσεν τὰ λογία τους, λα- λῶντα: δὲν θέλουν τορμήσει τ’ ἀδερφία μου ποτὲ νὰ μποῦν εἰς τούτην τὴν φαντασίαν. Θεωρῶντα οἱ καβαλλάριδες τὸ πῶς ὁ ρήγας δὲν ἐπίστευσεν, καὶ οἱ καταδίκοι του ἀναγκάζαν τὸ πρᾶγμα, ἐξ αὐτῶν τους ἐπῆγα κἄτινες κρυφὰ εἰς τὸν συνεσκάρ- δον, ὁ ποῖος ἦτον εἰς τὸ χωργιόν του καὶ δὲν εἶχεν κανέναν μαντάτον ἀληθινόν, ὡς γιὸν τοῦτον· καὶ ἔδωκαν τοῦτο ἀλη- θινὰ νὰ τὸ μάθῃ, παραῦτα ἐξέβην καὶ ἦρτεν εἰς τὴν χώραν, καὶ ἦτον πρὶν τελειωθῇ τὸ κακὸν ἀποὺ μίαν ἡμέραν, καὶ ἐπῆ- γεν εἰς τὸν ρῆγα καὶ ἐσύντυχεν μὲ τὴν ἀδελφήν του τὴν ρή- γαινα, καὶ μανθάνοντα ἀληθινὰ πῶς τὸ κατάστησεν ὁ ἀδελφό- τεκνός του ὁ κύρης τῆς Τύρου νὰ τὸ τελειώσῃ, ἐπάντεχε ὁ καλὸς αὐθέντης νὰ τοῦ συντύχῃ καὶ νὰ τοὺς ἀποκόψῃ, καὶ ἔβαλέν τον εἰς τὴν στράταν τῆς δικαιοσύνης καὶ ὅρκου, καὶ ἂν γενῆ θέλ’ εἶστεν μεγάλην κατηγορία εἰς τὸν κόσμον· ἀμμὲ εἰς κουφοῦ πόρταν ἐσυντύχανεν, τίποτες οὐδὲν ἐφέλεσεν· ἐστρά- φην εἰς τὸν ρῆγα τὸν ἀδελφότεκνόν του τὸν ρὲ Χαρήν. Τὴν ἀτὴν τρίτην κϛ΄ ἀπρίλην ͵ατϛ΄. ἐτελειώθησαν ᾑ βουλαῖς, καὶ ἐπῆγεν ὁ μισὲρ Ἀμαρὴν Τελουζουνία ὁ ἀφέντης τῆς Τύρου, καὶ ὁ ἀφέντης ὁ Χαμερὴν ὁ κοντοσταύλης τῆς Κύπρου ὁ ἀδελφός του, καὶ ὁ μισὲρ Παλίαν πρίντζης τῆς Γα- λιλαίας ὁ γαμπρός του, καὶ ὅσοι ἔσαν τῆς βρωμισμένης βουλῆς εἰς τὸ λουτρόν, καὶ ἐστράφησαν ἔσω του, καὶ ἐφάγαν γιόμαν ὅλοι ἀντάμα καὶ ἐλούθησαν εἰς τὸ λουτρὸν τοῦ σὶρ Χίου Πε- ριστερῶν, καὶ ἅνταν ἀποφάγαν, ἐπέψε καὶ ἐκράξεν τους ὅλους τοὺς λιζίους καὶ καβαλλάρους καὶ σορδάτους ὅσοι εὑρίσκουνταν εἰς τὴν Λευκοσίαν, καὶ ἐβάλαν τους καὶ ὠμόσαν· καὶ ὠμόσαν μερτικὸν θεληματικῶς, καὶ μερτικὸν χωρὶς τὸ θέλημάν τους· καὶ ὁ ὅρκος ἔνι τοῦτος: Μόνω εἰς τὰ ἅγια τοῦ θεοῦ εὐαγγέ- λια νὰ βλεπήσω ὡς ὅσον ἦτον ἀφέντης μας, τὸν ἀφέντην τῆς Τύρου κατὰ πρόσωπα πᾶσα ἀνθρώπου, εὐγάλλοντα τὸ κορμὶν τοῦ ἀφέντη μας τοῦ ρηγός, τοῦ ποίου εἴμεσθεν κρατούμενοι μὲ ὅρκον. Καὶ εἰς τοῦτα οὗλα ὁ συνεσκάρδος δὲν ἦτο, καὶ μανθάνοντά τον, ἐκαβαλλικεῦσεν, καὶ ἡ ἀδελφή του ἡ ρήγαινα ἡ μητέρα τοῦ ρηγὸς καὶ ἐπῆγαν ν’ ἀποτζακίσουν τὸν υἱόν της καὶ τοὺς ἄρχοντες· καὶ ἐμπαίνοντα ηὗραν οὕλους τοὺς καβαλ- λάριδες, ψουμάτους, σορδιέριδες πουρζέζιδες, λιζίους σωρεμένους, καὶ ἡ ρήγαινα ἐπαρακάλεσέν τους, καὶ ἐκατηγορῆσέν τους νὰ στραφοῦν ἀπὸ τὴν μερίαν τοῦ ρηγός· καὶ δὲν εἶναι τιμή σας, παρὰ πάντα ἀντροπή σας, καὶ κρίμαν· καὶ πᾶτε κατὰ πρόσωπα τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ ἀφέντη σας, καὶ βάλλετε τὸ νησὶν τοῦτον εἰς κατάλον, καὶ ἀνοίγετε τὰ μάτια τοῦ λαοῦ καὶ νὰ ρεβε- λιάσουν· μηδὲν πᾶτε κατὰ πρόσωπα τοῦ καλοῦ σας ἀφέντη τοῦ ρηγὸς καὶ τοὺς ὅρκους σας! Τότε οὖλοι εἶπαν μὲ κακόν, νὰ πᾶμεν κατὰ πρόσωπα τοῦ ἀφέντη μας! Γροικῶντα ὁ κύρης τῆς Τύρου ἐσύντυχεν πολλὰ λογία χοντρὰ τοῦ θείου του τοῦ συνεσκάρδου, λαλῶντα, τίς σοῦ εἶπε νἄρτῃς ἔσω μου, καὶ ξηλώ- νεις ταῖς δουλειαῖς μου! Τότες ὁ συνεσκάρδος, ἀφῆκεν τὴν ρή- γαιναν ἐκεῖ, καὶ κεῖνος ἐστράφην εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ρηγὸς, καὶ ποῖκεν συντροφίαν τοῦ ρηγός, καὶ ἐφοβήθην μηδὲν βάλλουν χέρι ἐπάνω του, ὅτι ἐθυμώθησαν. Ἡ ρήγαινα ἐκλαῦσεν πολλὰ καὶ ἐδέρνετον, καὶ τίποτες δὲν ἐφέλεσεν. Ἀκομὶ ὁ μάστρος τοῦ Σπιταλίου φρέρε Τζάκε Τεμιλᾶ ἦτον ἔξω, καὶ τὸ νἄρτη ἐμη- νῦσέν του καὶ πῆγεν, καὶ ἐσμίκτην μετά τους· ὁ ποῖος ἐδά- νεισεν τοῦ κυροῦ τοῦς Τύρου μ΄. χιλιάδες ἄσπρα τῆς Κύπρου. Ὁμοίως καὶ ὁ μισὲρ Τανολάνε ὁ πίσκοπος τῆς Λεμισοῦ ἐσμίκτι- την μεσόν τους· καὶ ὁ κύρης τῆς Τύρου εἶχέν τον πολλὰ ἀκριβόν. Θωρῶντα ἡ ρήγαινα ὅτι δὲν ὠφελᾷ καὶ δὲν ἠμπόρε- σεν νὰ τοὺς ἀποτζακίσῃ, παρὰ σκαντάλον ἐγενίσκετον, ἐστρά- φην πρὸς τὸν ρήγαν πολλὰ πικραμένη μὲ κακὴν καρδίαν. Τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὸ ’σπερὸν ὅλοι ἀντάμα ἐγράψαν εἰς χαρτὶν ταῖς ἀφορμαῖς τοῦ αὐτοῦ ρηγός, διὰ ταῖς ποίαις ἐκαβαλλικέψαν καὶ ἦρταν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ρηγός, καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὸ τρυπὰς κοντὰ εἰς τὸ κελλὶν τοῦ ρηγός, καὶ ἀνέβην ὁ μισὲρ Μπαντουὴν τὲ Ἠμπλὴν εἰς τὸ κελλὶν τοῦ ρηγὸς ὁποῦ κείθετον ἀστενής, καὶ εἶπεν τοῦ ρηγός· ’δὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ σου ἦλθαν εἰς αὑτόν σου νὰ συντύχουν! ὁ ρήγας ἐγύρισεν καὶ εἶπεν του· εἶσαι καὶ σοὺ μὲ τὴν συντροφίαν τους· γιά σου! Καὶ ὅτοιμα ὁ κύρης τῆ Τύρου καὶ οὖλοι ἀντάμα ἐνέβησαν εἰς τὸ κελλὶν τοῦ ρηγὸς καὶ ηὗράν τον ἄρρωστον, καὶ ἀκάθετον εἰς τὸν θρό- νον καὶ ἕναν ραβδὶν εἰς τὸ χέριν του καὶ ἐκούμπιζεν. Καὶ μοναῦτα ὥρισεν ὁ κύρης τοῦς Τύρου καὶ ἐδιαβάσαν τὸ χαρτὶν, καὶ ἐδόθην τοῦ σὶρ Οὗγκε τὲ Ἠμπελὴν νὰ τὸ δια- βάσῃ ὀμπρὸς τοῦ ρηγὸς καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ· τὸ ὁποῖον χαρτὶν ἦτον πολλὰ ζητήματα κατὰ πρόσωπα τοῦ ρηγός, κατηγορῶν- τά του καὶ μέφοντά τον· τὰ ποῖα ζητήματα εἶ πολυξήγητα νὰ γραπτοῦν, ἀμμὲ τὸ μεγαλείτερον ἐλάλεν, ὅτι ὁ ρήγας ὡς γίον κουβερνιάζει τὸ ρηγάτον ἐρκέται ζημία, καὶ ὅνταν χρεια- στῇ θέλει γυρέψειν νὰ πάρῃ ἀπὸ τοὺς λᾶς· διὰ τοῦτον ἐφάνην μας ὅλους ἀντάμα καὶ ὠρδινιάσαμεν κουβερνούρην τὸν ἀδελφὸν τοῦ ρηγὸς τὸν κύρη τῆς Τύρου, ὡς γίον ἐκεῖνος ὁποῦ εἶναι κλη- ρονόμος, καὶ ἐμπαίνει του νὰ γυρέψῃ τὸ καλὸν τοῦ ρηγάτου. Ὁ ρήγας ἀπολογήθην καὶ εἶπέν τους: ἐγροίκησα τὸ κακὸν θέλημαν τὸ ἔχετε μετά μου, καὶ ἐγράψετε κεφάλαια ἄπρεπα· δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ πρῶτος ὁποῦ ἀρρώστησα· ὅτι ὁ ρὲ Μπατουῆν εἶχεν μεγαλείτερην ἀστένειαν, ὁ ποῖος ἦτον ρήγας τῶν Ἱερο- σολύμων, καὶ οἱ ἀνθρῶποί του δὲν τοῦ ἐσηκῶσαν τὴν ἀφεντίαν του, ἀμμὲ εἶπαν, ὁ θεὸς ὁποῦ τοῦ ἔπεψεν τὴν ἀστένειαν δύνα- ται νὰ πέψῃ καὶ τὴν ὑγείαν. Ἀκομὶ γυρέψετε εἰς τὰς Γραφὰς καὶ ναὔρετε, ὅτι ποτὲ δὲν ἐγίνετον εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καμμία βουλή, οὐ καμμία χρῆσις, δίχως τὸ θέλημαν τοῦ ρηγός· οὐδὲν ἐξουσίαν ἔχετε νὰ μοῦ σηκώσετε τὴν ἐξουσίαν μου διὰ καμ- μίαν ἀφορμὴν τὴν ἐγράψετε· καὶ εἴ τις τορμήσῃ καὶ πάγῃ κατὰ πρόσωπα τοῦ ὅρκου ὁποῦ μοῦ ἐποίκετε, ἔχω τὸν θεὸν κριτὴν ὁποῦ θέλει ποίσειν κρίσιν. Καὶ ὅταν ἐδιάβασεν ὁ μισὲρ Οὗνγγε τὲ Ἠμπελῆν τὸ χαρ- τὶν, καὶ ἀπολογήθην ὁ ρήγας ἔμπροσθεν τοὺς αὐθένταις, καὶ τοῦ πόπουλου, τότες ἐξέβησαν ἀπὸ τὸ κελλὶν τοῦ ρηγός, εἰς τοὺς ἡλιακούς, καὶ ἐκάτσαν εἰς τὸ παλάτιν τοῦ ρηγός· καὶ(ὁ) κύρης τῆς Τύρου καὶ ὁ κοντοσταύλης ὁ ἀδελφός του, καὶ ὁ μισὲρ Ἐμπαλίαν τὲ Ἠμπελῆν ὁ πρίντζης τῆς Γαλιλαίας, ἐκά- τσαν εἰς τὴν αὐτὴν αὐλὴν εἰς τὴν μεγάλην λόντζαν. Καὶ ἔ- ρισεν ὁ κουβερνούρης καὶ ἐδιαλαλῆσαν εἰς τὴν Λευκοσία τὸ πῶς εἶναι κουβερνούρης τοῦ ρηγάτου τῆς Κύπρου, καὶ μηδὲν εἶναι τινὰς ἀπότορμος νὰ σκαλευτῇ ἀπὲ τὸ σπίτιν του νὰ ποίσῃ ταραχήν· καὶ ὥρισεν καὶ ἐβουλλῶσαν τὸ σύνγκριτον καὶ τὴν βόταν ὅπου ἦτον ὁ βίος· καὶ ὥρισεν β΄ καβαλλάριδες ψουμά- τους, τὸν σὶρ Τζουὰν Λετὸρ καὶ τὸν σὶρ Οὗγκε Τεφὰρ νὰ πά- ρουν τὸν ὅρκον τοὺς πουρζέζιδες τῆς Λευκοσίας· οἱ ποῖοι ἐ- κάτσαν εἰς τὸν ἅγιον Γεώργιον τῶν Ὀρνιθίων καὶ ἐπῆραν τὸν ὅρκον τοὺς λᾶς τῆς Λευκοσίας διὰ τὸν αὐτὸν κύρην τῆς Τύρου.","ρὲ = βασιλιά κοντοσταύλης = αυλάρχης κουβερνούρης = κυβερνήτης ψουμάτους = άρχοντες [ο ψομάτος] σορδάτους = αξιωματούχους [ο σορδάτος] ἐκόμπωσέν = εξαπάτησε, ξεγέλασε παραβουλιὰν = δολοπλοκία συνεσκάρδος = τελετάρχης και υπεύθυνος για το θυσαυροφυλάκιο ἐκουβεντιάσαν = συμφώνησαν ἐπλημμέλαν = μελετούσε ἐξωδιάζαν = ξόδευαν ἐννοιάστησαν = σκέφτηκαν κἄτινες = κάποιοι, μερικοί γιὸν = όπως δηλαδή ἐπάντεχε = σκόπευε ἐφέλεσεν = κατόρθωσε βουλαῖς = σχέδια πρίντζης = πρίγκιπας γιόμαν = μεσημεριανό φαγητό, γεύμα καβαλλάρους = ιππείς, έφιππους [ο καβαλάριος] ὠμόσαν = ορκίστηκαν ἀποτζακίσουν = αποτρέψουν σωρεμένους = μαζεμένους κατάλον = ανησυχία ρεβε = στασιάσουν ξηλώ = καταστρέφεις ἐφέλεσεν = ωφέλησε μάστρος = άρχοντας ἄσπρα = βυζαντινά και τουρκικά νομίσματα μικρής αξίας κουβερνιάζει = κυβερνά κεφάλαια = σελίδες πόπουλου = λαού τοὺς ἡλιακούς = τους εξώστες, τα μπαλκόνια που εκτίθενται στον ήλιο [ο ηλιακός] ἔ = διέταξε [ορίζω] ἀπότορμος = τολμηρός σύνγκριτον = καγκελόπορτα βόταν = υπόγειο τοὺς πουρζέζιδες = τους αστούς",,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Μάχη με τους Σαρακηνούς και κατάληψη της Αλεξάνδρειας,"Μετά την υποχώρηση του βασιλιά Ερρίκου, τη διακυβέρνηση ανέλαβε ο Αμορί, ο οποίος όμως φοβόταν τον αδερφό του και διέταξε να φρουρείται. Δεν βασίλεψε ωστόσο πολύ, καθώς δολοφονήθηκε και ανέλαβε ξανά το αξίωμα ο βασιλιάς Ερρίκος. Επόμενος βασιλιάς υπήρξε ο Ούγος Δ΄, στα χρόνια του οποίου πολλές συμφορές χτύπησαν το νησί και εξιστορούνται λεπτομερώς. Κατόπιν, βασίλεψε ο Πέτρος Α΄, που τα γεγονότα της βασιλείας του δίνονται επίσης λεπτομερώς. Μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά σε αποφάσεις που πήρε, σε μάχες που έδωσε με διάφορους εχθρούς της Κύπρου αλλά και στο θανατικό που έπληξε το νησί το 1363. Το επιλεγμένο απόσπασμα παρουσιάζει τη μάχη με τους Σαρακηνούς και την κατάληψη της Αλεξάνδρειας. Ὁ μέγας μάστρος ἁρμάτωσεν δ΄ κάτεργα καὶ ἐπέψεν ρ΄ φρέριδες καὶ ἄλογα καὶ κάτεργα· καὶ ὁ ρήγας ἔφερεν μετά του ιε΄. κάτεργα καὶ τὸ κάτεργον τὸ ἐστράφην ἀπὸ τὴν Γένουβαν ὅπου εἶναι ιϛ΄. ὁ ρήγας εἰς τὸ κάτεργόν του, ὁ λεγάτος, ὁ πρίντζης, ὁ κῦρις τοῦ καστελλίου, ὁ κῦρις τῆς κάσας, ὁ Χεττὲ Κυπριώτης, ὁ κῦρις τοῦ Ροκιαμοφόρτ ὁ μαριτζᾶς τῆς Τζαμπα- νίας, ὁ βισκούντης τοῦ Τούρου, ὁ Τουντέκ, καὶ ὁ Πρεζουὴ καὶ ἡ συντροφιά του, ὁ μισὲρ Πιὲρ Τεγριμάνη, σὶρ Τζουὰν Ταμάρ, ὁ μισὲρ Χαρρὴν Τεζηπλέτ· ὁμοῦ οἱ ἄνωθεν ιϛ΄, καὶ τοῦ Σπι- ταλλίου δ΄, καὶ ἕτερα πολλὰ καραβία. Καὶ εὑρέθησαν ὅλα ἄρμενα ρξε΄. Ὁ ρήγας ἔπεψεν τὸ κάτεργον τοῦ σὶρ Τζουὰν Ταμὰρ εἰς τὴν Κύπρον καὶ εἶπεν τὰ μαντάτα τῆς ρήγαινας καὶ τοῦ πρίν- τζη καὶ μήνυσέν του νὰ διαφεντέψῃ νὰ μὲν πάγῃ κανέναν ξύλο εἰς τὴν Συρίαν διὰ νὰ μηδὲν μάθουν τὸ ἄμε τοῦ ρηγός, ὅτι κρυφὰ ἐθέλε νὰ πεζεύσῃ εἰς τὴν γῆν τοῦ σουλτάνου νὰ τὸν ζημιώσῃ· καὶ νὰ ἀβιζιάσουν τοὺς Κυπριώταις νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Συρίαν. Ὁ λεγάτος ἐκατήχησεν εἰς τὴν Ρόδον τὸ ἄμε ὅπου ἔθε- λεν νὰ πάγῃ ὁ ρήγας εἰς τὴν Συρίαν, καὶ πᾶσα εἷς μὲ προ- θυμίαν καὶ πίστιν νὰ συντρέξῃ νὰ πᾶσιν κατάδικα τοὺς ἐχ- θρούς τους. Γροικῶντα τὰ μαντάτα οἱ Ἀμμοχουστιανοὶ ἐπικράνθησαν πολλά, διὰ πολλὰ πράματα τὰ εἶχαν ἀγορασμένα εἰς τὴν Συ- ρίαν καὶ δὲν ἦτον μόδος νὰ σηκωθοῦν εὔκολα. Ἤτζου εἰς ὀλίγον καιρὸν ὁ ρήγας μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ θεοῦ ἐβγῆκεν καὶ πηγαίνει ’ς τὸ Ραοῦζε καὶ ἀπεκεῖ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν· καὶ τῇ πέμπτῃ τῇ θ΄ ὀκτωβρίου ατξε΄ ἐπεσῶσαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν· καὶ ὅνταν οἱ Σαρακηνοὶ εἶδαν τὸ φουσάτον τοῦ ρήγα τῆς Κύπρου πολλὰ ἐτρομάξαν, καὶ ἐ- ξέβην καὶ ἔφυγεν πολὺν πλῆθος. Τἄπισα ἐκατέβησαν οἱ Σα- ρακηνοὶ κοντὰ δέκα χιλιάδες, καβαλλάριδες καὶ ἀπεζοί, νὰ διαφεντέσουν τὸν λιμιόναν, καὶ δὲν ἠμπορίσαν. Τὸ πρῶτον κά- τεργον ἀποχωρίσθην καὶ ἐπίασεν γῆν τοῦ σὶρ Τζουὰν Τεσούρ, καὶ ἀπεκεῖ ἕναν ὀπίσω τοῦ ἄλλου, καὶ ἀπεζεῦσαν ὅλοι μὲ κα- τευόδωσιν. Οἱ Σαρακηνοὶ εἶχαν χαράν, λαλῶντα, δὲν ἔχουν ἄ- λογα εἰς τὸ φουσάτον! καὶ ἐκατέβησαν καὶ ἐσυντύχαν πολλὰ ἄπρεπα λογία καὶ σουπερπία ὅλην ἐκείνην τὴν νύκταν ἀπὸ τὸ τειχόκαστρον. Καὶ βαθεῖαν αὐγὴν ὥρισεν ὁ ρήγας καὶ ἀπεζεῦ- σαν τ’ ἄλογα εἰς τὴν γῆν· καὶ ἅνταν εἶδαν τ’ ἄλογα οἱ Σα- ρακηνοὶ ἐπίασέν τους μέγας φόβος, καὶ φύγαν πολλοὶ Σαρακη- νοί. Καὶ πισαυρίου ὅπου ἦτον παρασκευγὴ τῇ ι΄ μηνὸς ὀκτω- βρίου, οἱ Σαρακηνοὶ ἐνέβησαν εἰς τὰ τειχόκαστρα τῆς Ἀλεξάν- δρας μὲ θάρρος νὰ τὴν διαφεντέψουν. Ἀμμὲ ὁ θεὸς ἐποῖκεν χάριταν τοὺς Χριστιανούς, καὶ ὅσον ἐκαβαλλικεῦσαν εἰς τ’ ἄλο- γα ἦλθαν καὶ τὰ κάτεργα καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸν παλῃὸν λι- μιόναν, καὶ τὸ φουσάτον τῆς γῆς ἐπῆγεν εἰς τὴν χώραν· καὶ ἐπαίνοντά τους εἰς τὴν πόρταν τῆς χώρας, ὅμως οἱ χριστιανοὶ ἐκάψαν ταῖς πόρταις τῆς χώρας καὶ ἐδῶκαν ἔσω, καὶ τὰ κά- τεργα ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ λιμιόνος τοῦ παλαιοῦ, καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ θεοῦ ἐπῆραν τὴν Ἀλεξάνδραν, ὅπου εἶναι περίττου δυνατὴ παρὰ οὕλαις ταῖς ἔχουν οἱ Σαρακηνοὶ κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν. Τοῦτον ἐγίνετον τῇ δ΄ τῇς δ΄ ὥραις· καὶ πέρνοντά την οὗλοι οἱ χριστιανοὶ ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην, καὶ εὐχα- ρίστησαν πολλὰ τοῦ θεοῦ.","κάτεργα = πολεμικά πλοία, γαλέρες με διπλή σειρά κουπιών φρέριδες = καθολικούς μοναχούς που δίδασκαν σε σχολεία ὁ λεγάτος = ο τοποτηρητής, εκπρόσωπος της καθολικής εκκλησίας με διοικητικά καθήκοντα· απεσταλμένος του Πάπα με προσωρινή και καθορισμένη αποστολή πρίντζης = πρίγκιπας καστελλίου = κάστρου κάσας = ταμείου μαριτζᾶς = στρατιωτικός αρχηγός βισκούντης = βασιλικός επίτροπος που προεδρεύει σε δικαστήριο που δικάζονται αστοί ἄρμενα = ιστιοφόρα πλοία ξύλο = καράβι ἄμε = αγανάκτηση ἀβιζιάσουν = πληροφορήσουν μόδος = δυνατότητα, μέσο Ἀλεξάνδραν· = Αλεξάνδρεια διαφεντέσουν = εξουσιάσουν σουπερπία = περήφανα λόγια πισαυρίου = την επόμενη",,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Η βασίλισσα Ελεονώρα και οι φήμες για εξωσυζυγική ζωή που φτάνουν στον βασιλιά,"Κάποτε, ο βασιλιάς Πέτρος κατηγορήθηκε από κάποιους στον πάπα και έπρεπε να πάει να λογοδοτήσει μπροστά του. Ταξίδεψε λοιπόν για τη Νάπολη. Οι συκοφάντες, ωστόσο, πήραν πίσω όσες κατηγορίες είχαν πει εις βάρος του. Όπως αναφέρεται, η διαμάχη του με τον σουλτάνο ήταν συνεχής. Κάποια στιγμή η αφήγηση των πολεμικών συγκρούσεων διακόπτεται και στρέφεται στη βασίλισσα Ελεονώρα, σύζυγο του βασιλιά Πέτρου, και στις φήμες για εξωσυζυγικές σχέσεις και των δύο, γεγονότα που σκιαγραφούνται στο παρακάτω απόσπασμα. Τὸ λοιπὸν ἀφίνομεν τὴν ἐξήγησιν τοῦ σκύλλου τοῦ σουλ- τάνου, καὶ ἀς ἔλθωμεν εἰς ἄλλην τῆς ρήγαινας, ὀνόματι Λι- νόρας, γυναίκα τοῦ ἄνωθεν ρὲ Πιέρ. Ὁ καλὸς ρήγας, ὡς γίον ἠξεύρετε καὶ ὁ δαίμων τῆς πορνίας ὅλον τὸν κόσμον πλημ- μελᾷ τον ἐκόμπωσεν τὸν ρήγαν, καὶ ἔπεσεν εἰς ἁμαρτίαν μὲ μίαν ζιτὶλ ἀρχόντισσα ὀνόματι Τζουάνα Λαλεμὰ γυναῖκαν τοῦ σὶρ Τζουὰν Τεμουντολὴφ τοῦ κυροῦ τῆς Χούλου, καὶ ἀφῆκέν την ἀγγαστρωμένην μηνῶν η΄. Καὶ πηγαίνωντα ὁ ρήγας τὴν δεύτερην φορὰν εἰς τὴν Φρανγγίαν, ἔπεψεν καὶ ἔφερέν την εἰς τὴν αὐλὴν ἡ ρήγαινα· καὶ τὸ νὰ ἔλθῃ ὀμπρός της, ἐτίμασέ ν την ἀντροπιασμένα λογία λαλῶντά της: κακὴ πολιτική, χωρί- ζεις με ἀπὸ τὸν ἄντρα μου! Καὶ ἡ ἀρχόντισσα ἐμούλλωσεν· καὶ ἡ ρήγαινα ὥρισεν ταῖς βάγαις της καὶ ἔρριψάν την χαμαί, καὶ ἕναν γδὶν καὶ ἐβάλον το ἀπάνω εἰς τὴν κοιλιάν της καὶ ἐκουπανίσαν πολλὰ πράματα, διὰ νὰ ρίψῃ τὸ βρέβος· καὶ ὁ θεὸς ἐγλύτωσέν το καὶ δὲν ἔπεσεν. Θωρῶντα πῶς τὴν ἐτυράν- νιζεν ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ δὲν ἔπεσεν, ὥρισεν καὶ ἐσφαλίσαν την εἰς ἕναν σπίτιν ὡς πισαυρίου· καὶ ὅνταν ἐξημέρωσεν, ὥρι- σεν καὶ ἐφέραν την ὀμπρός της, καὶ ἐφέραν καὶ ἕναν χερομύ- λην, καὶ ἁπλῶσάν την χαμαὶ καὶ βάλαν το εἰς τὴν κοιλίαν της καὶ ἀλέσασιν α΄ πινάκι σιτάριν ἀπάνω εἰς τὴν κοιλιάν της, καὶ ἐκρατοῦσάν την καὶ δὲν ἔπεσεν τὸ παιδίν. Καὶ ποῖκέν της πολ- λὰ κακά, καὶ μυρίσματα, τζίκναις, βρώμους, καὶ ἄλλα κακά, καὶ ὅσα ὠρδινιάζαν ᾑ γιλλοῦδες, ᾑ μαμμοῦδες· καὶ τὸ παι- δὶν περίττου ἐδυνάμονεν εἰς τὴν κοιλιάν της. Ὥρισέν την νὰ πάγῃ ἔσω της καὶ ἐπαραγγεῖλεν τῆς ὑποταγῆς της, ὅσον γεν- νήσῃ τὸ παιδὶν νὰ τὸ φέρουν τῆς ρήγαινας· καὶ ἤτζου ἐγίνην τὸ βρέφος τὸ καθαρὸν καὶ ἄπταιστον. Καὶ μοναῦτα ὥρισεν ἡ κακὴ ρήγαινα καὶ ἐπῆραν τὴν κακότυχην τὴν λειχοῦσαν εἰς τὴν Κερινίαν, καὶ ἐβάλαν την εἰς τὴν γούφα ἤτζου ματωμέ- νην, καὶ ἐκεῖ ἐστεντίασεν πολλὰ ἀπὸ πᾶσα πρᾶμαν στερευ- μένη ἀπὸ τὸν καπετάνον, διὰ νὰ τελειώσῃ τὸν κακὸν ὁρισμὸν τῆς ἄθεης καὶ κακῆς ρήγαινας. Καὶ διαβαίνοντα ζ΄ ἡμέραις ὁ πρίντζης ἔπεψεν καὶ ἄλλαξεν τὸν καπετάνον καὶ ἔβαλεν ἄλλον καπετάνον τὸν σὶρ Οὗνγκε Τατιαμέ, ὁ ποῖος ἦτον συνγγενὴς τῆς ἀρχόντισσας· καὶ ὁ κουβερνούρης ὥρισέν τον κρυφὰ νὰ τὴν ἀναπαύσῃ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ρηγός· ὁ ποῖος σὶρ Λουκὲς ἐγέ- μωσεν τὴν γούφαν μίαν κάναν χῶμαν καὶ ἔβαλεν κάτω πε- λεκάνον καὶ ἐκάρφωσάν την μὲ τὰ σανιδία, καὶ ἔδωκέν της ροῦ- χα καὶ ἐκοιμᾶτον· καὶ δῆγαν καλά, καὶ τὸ φᾶν της καὶ τὸ πγεῖν της. Τοῦτα οὗλα τὰ μαντάτα ἐφτάσαν εἰς τὴν Φραγ- γίαν εἰς τ’ ἀφτία τοῦ ρηγὸς τῆς Κύπρου. Ὁ ρήγας ἔγραψεν τῆς ρήγαινας πολλὰ θυμωμένα: ἔμαθα τὸ κακὸν τὸ ἐποῖκες τῆς ἠγαπημένης μας κυρᾶ Τζουάνας Λα- λεμᾶ· διὰ τοῦτον τασσόμαι σου, ὅτι ἀνισῶς καὶ ἔλθω εἰς τὴν Κύπρον μὲ καταβγοδίον βοηθῶντος θεοῦ, θέλω σοῦ ποίσειν τό- σον κακὸν ὅπου νὰ τρομάξουν πολλοί· διὰ τοῦτον πρὶ νὰ ἔλθω ποῖσε τὸ χειρότερον τὸ νὰ μπορίσῃς. Καὶ ἅνταν ἐπεριλάβεν ἡ ρήγαινα τὰ χαρτία, ἐμήνυσεν τοῦ καπετάνου τῆς Κερινίας νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Λευκοσίαν, καὶ ἐμηνῦσέν του νὰ φέρῃ καὶ τὴν γυναῖκάν του κρυφὰ νὰ τὴν ζητήσῃ τῆς ρήγαινας τὴν ἄνωθεν ταμὲ Τζουάνα νὰ τὴν ἐβγάλῃ ἀπὸ τὴν γούφαν· καὶ οὕτως ἐγίνετον, καὶ ἐβγάλαν την ἀπὸ τὴν γούφαν, καὶ εἶπάν της: ἑμεῖς ἐπήγαμεν εἰς τὴν ρήγαιναν καὶ ἐπαρακαλέσαμέν την καὶ ἐβγάλεν σε, καὶ εὐχαρίστου της. Καὶ ἐπέψαν την εἰς τὴν χώ- ραν. Ἡ ρήγαινα ὥρισεν καὶ ἐφέραν την ὀμπρός της, καὶ ἕρισεν καὶ ἐστρέψαν της ὅ,τι τῆς ἐπῆραν ἀπ’ ἔσω της· καὶ εἶπέν της ἡ ρήγαινα· ἂν θέλῃς νὰ ἤμεστεν φίλεναις καὶ νἄχῃς τὴν ἀγά- πην μου, ἔμπα εἰς κανέναν μοναστῆριν. Ἡ πγοία κυρὰ Τζουάνα εἶπέν της· εἰς τὸν ὁρισμόν σου, κυρά μου· ὥρισ’ με εἰς ποῖον μοναστῆριν νὰ πάγω. Καὶ ὥρισέν την νὰ πάγῃ εἰς τὴν ἁγίαν Φωτεινὴν ἢ λεγομένη Σάτα Κλέρα. Ἡ ἄνωθεν καβαλλαρία ἐ- ποῖκεν χρόνον ἕναν εἰς τὴν γούφαν τῆς Κερινίας καὶ εἰς τὸ μοναστῆριν, καὶ ἡ ὀμορφία δὲν ἐπαρακατέβην. Ἡξεύρετε, ὅτι ὁ αὐτὸς ρὲ Πιὲρ εἶχεν ἄλλη μίαν καύχαν τὴν Τζίβαν Τεσταντιλίου, γυναῖκαν τοῦ σὶρ Γρινιὲρ Λεπεντίτ· καὶ διατὶ ἡ ἄνωθεν τάμου Τζίβα ἦτον παντρεμένη δὲν ἠμπό- ρησε νὰ τῆς ποίσῃ δισπλαζίριν· καὶ εἶπέν μού το ἡ πεθέρα τοῦ Γεωργίου ἡ Μαρία τοῦ Νούζη τοῦ Καλογήρου, τοῦ γερακάρη τοῦ σὶρ Γχαρὴν Τεζηπλὲτ εἰς τὸ χωρίον τὴν Γαλάταν, ὅτι ἀγρωνίζε τον καὶ δουλεῦγέν του, καὶ ἔξευρέ το. Πάλε νὰ ἔλθωμεν εἰς τὸ ἐτραβενίασεν διὰ τὸ πταῖσμαν τῆς ρήγαινας· ὁ ἀρχέκακος διάβολος τῆς πορνίας ἔμπηκεν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ μισὲρ Τζουὰν Τεμόρφου τοῦ κούντη Τερου- χᾶς, καὶ ἐπίασέν τον πολλὴ καὶ μεγάλη ἀγάπη ἀπάνω τῆς ρήγαινας, καὶ ἐποῖκεν πολλοὺς τρόπους καὶ τόσα ἔδωκεν τῶν μαυλιστρίων, ὅτι ἀρχεύτην καὶ ἐτελειώθην, καὶ εὑρέθησαν ἀν- τάμα· καὶ ἐφανερώθην τὸ πρᾶμαν εἰς ὅλην τὴν χώραν πῶς ἐγίνην τίτοια παρανομία, καὶ οὗλος ὁ λαὸς δὲν ἠξηγᾶτον ἄλ- λον, τόσον ὅτι ἐξηγοῦντάν το καὶ τὰ κοπελλία. Τὸ λοιπὸν ἐμάθαν το τ’ ἀδελφία τοῦ ρήγα καὶ ἐπικράνθησαν πολλά, καὶ ἐννοιάζουνταν πῶς νὰ διαβῇ τὸ μέγαν κακὸν τοῦτον, διὰ νὰ μηδὲν γεννηθῇ τίποτες ἄλλον, ὡς γίον ἐγίνην. Μέσα εἰς τοῦ- τον ἦλθεν ὁ μισὲρ Τζουὰν Βισκούντης ὀμπρός του, τὸν ὥρισεν εἰς τὸ ἔβγα του νὰ πέρνῃ σκοπὸν τὸ σπίτιν του, καὶ ἀρ- χέψαν οἱ ἀφένταις νὰ τὸν ἀρωτοῦν περὶ τῆς ἀφορμῆς τῆς κυρᾶς τῆς ρήγαινας, καὶ ἐρωτῆσάν τον ἀνισῶς καὶ εἶναι ἀλη- θεία. Καὶ ὁ καλὸς καβαλλάρης εἶπέν τους, ὄχι· καὶ εἶπεν: ἀ- φένταις, τίς ἐμπορεῖ νὰ κρατήσῃ τὰ στόματα τοὺς λᾶς, οἱ ποῖ- γοι εἶναι ὅτοιμοι νὰ (λα)λοῦν κακὸν διὰ τὸν πασάναν, καὶ τὸ καλὸν τοὺς ἄλλους νὰ τὸ κρύψουσιν; καὶ λαλεῖ πάλε: ὁ θεὸς τὸ ξεύρει, ὅτι τὴν ὥραν ὅπου τὸ ἐγροίκησα ἐφτάσα νὰ πέσω χαμαὶ ἐλλιγωμένος, καὶ δὲν ἠξεύρω ἴντα νὰ ποίσω. Ὁ ἀφέν- της μου ὁ ρήγας ἐδῶκέν μου τὸ βάρος νὰ πέρνω σκοπὸν τὸ τιμημένον του σπίτιν περίττου παρὰ τοὺς ἀδέλφους του. Τότε λαλοῦν του: φίλε, ὁ φανός μας εἶναι νὰ τὸ μάθῃ ἐξ αὐτόν σου παρὰ ἀπὸ ἄλλον τινάν. Ὁ καλὸς καβαλλάρης ἐπῆγεν ἔσω του καὶ ἔγραψεν τοῦ ρηγὸς ἔναν ἄτζαλον χαρτὶν τὸ ποῖον ἐ- λάλεν οὕτως. «Τρισεντιμότατέ μου ἀφέντη, ὀπίσω εἰς τὰ ρηγάτα εἶμαι κρατούμενος εἰς τὴν ἀφεντίαν σου, νὰ ξεύρῃ ἡ ἀφεντία σου, ὅτι ἡ τρισυψηλοτάτη μας κυρὰ ἡ ρήγαινα ἡ ἁγία σου συμβία, εἶ- ναι καλὰ καὶ τ’ ἀδελφία σου, καὶ ἔχουν μεγάλην πεθυμίαν ν’ ἀξιωθοῦν νὰ σὲ δοῦσιν. Ἀποὺ τὰ μαντάτα τὰ εἶναι εἰς τὸ νησὶν, καταραμένη νὰ ἦναι ἡ ὥρα ὅταν ἐννοιάστηκα νὰ σοῦ γράψω, καὶ τρισκατάρατη ἡ μέρα ὅπου μὲ ἀφῆκες βιγλάτορον τοῦ σπιτιοῦ σου, νὰ ζουρώσω τὴν καρδιάν σου νὰ σοῦ ξηγηθῶ τὰ μαντάτα· ὅμως θέλω νὰ τὰ μουλλώσω, καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀφεντιάν σου μηπῶς καὶ γροικήσῃς τα ἀπ’ ἄλλον, καὶ θέλω κα- τηγορηθῆν καὶ θέλω παιδευτῆν· διὰ τοῦτον λαλῶ σου καὶ πα- ρακαλῶ τὸν θεὸν καὶ τὴν ἀφεντιάν σου νὰ μὲν πάρῃς δεσδέ- νιον. Ἐξηγηθῆκαν εἰς τὴν χώραν, ὅτι ἐπλάνεσεν τὴν ἀρνάν σου καὶ εὑρέθην μὲ τὸν κλιάρον, καὶ λαλοῦν πῶς ὁ κούντη Τερου- χᾶς ἔναι εἰς μεγάλην ἀγάπην μὲ τὴν κυράν μας τὴν ρήγαινα, ἀμμὲ φαίνεταί μου καὶ εἶναι ψέματα· καὶ ἂν εἶχα τὴν ἀφεντίαν ἔθελα ψηλαφήσειν ἀπόθεν καὶ ἀποὺ τίναν ἐβγῆκεν τοῦτος ὁ λόγος, καὶ ἔθελα ποίσει νὰ μηδὲν ἦναι ἀπότορμος τινὰς τί- τοιαις ἀντροπαῖς νὰ ξηγᾶται. Ταπεινὰ σὲ παρακαλῶ τὴν ἀ- φεντίαν σου, διὰ τὸν θεὸν καὶ διὰ τὴν καλὴν ζωὴν τῆς βασι- λείας σου. Ἐγράπτη ἐν τῇ πόλει Λευκοσίᾳ ιγ΄ δικεβρίου ˏατξη΄ Χριστοῦ». Ὡς γίον σᾶς ἐξηγήθηκα ὀπίσω τὴν ἀγάπην τὴν εἶχεν ὁ ρήγας μὲ τὴν ρήγαιναν, καὶ διὰ τὴν ἀγάπην τὴν εἶχεν ἐπρου- μουτίασέν της ὅπου νὰ εὑρίσκεται νὰ πέρνῃ τὸ ἀποκαμίσον της νὰ τὸ βάλλῃ τὴ νύκταν εἰς τὴν ἀγκάλην του νὰ κοιμᾶται, καὶ ἐποῖκεν τὸν τζαμπερλάνον του νὰ πέρνῃ πάντα μετά του τὸ ’μάτιν τῆς ρήγαινας καὶ νὰ τὸ βάλουν εἰς τὸ κρεβάτιν του. Εἰ δὲ καὶ τινὰς πῇ, ἔχοντα καὶ εἶχεν τόσην ἀγάπην πῶς εἶχεν β΄ καύχαις; τοῦτον ἐποῖκέν το ἀπὸ πολλὴν λουξουρίαν τὴν εἶχεν, ὅτι ἦτον παιδίος ἄνθρωπος. Καὶ ἐφέραν τὸ χαρτίν, νύκταν ἐδιάβασεν τὰ σκοτανὰ μαν- τάτα ὅπου τοῦ ἐφέραν, καὶ παραῦτα ὥρισεν τὸν τζαμπερλάνον καὶ ἐσήκωσεν τὸ ’μάτιν τῆς ρήγαινας ἀπὲ τὴν ἀγκάλην του, ὁ ποῖος ἦτον ὁ Ἰωάννης τῆς Τζάμπρας, καὶ εἶπέν του, πλεῖον μηδὲν τὸ βάλῃ. Τότε ἀναστέναξεν καὶ εἶπεν· ἀνάθεμα τὴν ὥραν καὶ τὴν ἡμέραν ὅπου μοῦ δῶκαν τὸ χαρτίν· καὶ τοῦτο ἐγίνετον, ὅτι ἡ σελήνη ἦτον εἰς τὸν αἰγόκερων ὅταν ἐγράφε- τον. Ὁ ρήγας ὡς φρένιμος, τινὸς δὲν ἔδειξεν φανόν, καὶ πολλὰ ἐσφίνγκετον νὰ δείξῃ ἀλεγρέτζαν καὶ δὲν ἠμπόρεν. Θωρῶντά τον οἱ καβαλλάροι τὴν συντροᾶς του, πῶς τὸ πρόσωπόν του ἦ- τον πολλὰ δημένον, ἀρωτῆσάν του καὶ εἶπάν του· πέ μας τὸ κρυφόν σου, μηπῶς καὶ σασῶμέν το, ἵνα μοιραστῇ ἡ πλῆξίς σου μετά μας. Ὁ ρήγας ἀναστέναξεν καὶ εἶπεν· ἠγαπημένοι μου φίλοι, παρακαλῶ τὸν θεὸν τιτοίαν μαντατοφοργίαν νὰ μὲν δοθῇ ποτὲ τοὺς φίλους μου, οὐδὲ τοὺς ἐχθρούς μου, ὅτι πολλὰ πι- κρὸν καὶ φαρμακερὸν εἶναι, καὶ δὲν ἠπορεῖ νὰ μοιραστῇ, ἀμμὲ γινίσκεται ὡς γίον ἕναν κόμπον εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ οὕτως εἶναι εἰς τὴν καρδιάν μου, καὶ δὲν ἠμπορεῖ τιτοῖον μαντάτον νὰ τὸ σάσῃ τινὰς ἄλλος παροὺ ὁ παντοδύναμος· καὶ ἀγρωνίζω καθολικὰ ὅτι ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων εἶναι ἀ- γκρισμένος μετά μου, ὅτι δὲν μ’ ἐκάνεσεν τὸ ψυσικὸν τὸ μοῦ ἔδωκεν ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, ἀμμὲ ἐγύρεψα νὰ πάρω τὸ δὲν εἶχαν γοἱ γονεῖς μου, καὶ γιὰ τοῦτον ἐβάλεν τοὺς φίλους μου νὰ πάρουν βεντέτταν καλλίον παρὰ τοὺς ἐχθρούς μου· διατὶ λαλεῖ, φύλαξόν με ἀπὸ κείνους ὅπου θαρρῶ, διατὶ ἐκείνους ὅπου δὲν ἀποθαρρῶ βλεπόμαι. Καὶ οἱ πτωχοὶ οἱ καβαλλάριδες ἐπέ- σαν εἰς μεγάλην πλῆξιν, καὶ ἀρωτῆσαν τοὺς δουλευτάδες του ἀνισῶς καὶ ξεύρουν τίποτες εἰς τούτην τὴν ὑπόθεσιν. Τὸ λοιπὸν θωρῶντα ὁ ρήγας πῶς δὲν εἶχεν πλεῖον δου- λίαν εἰς τὴν μεργίαν τῆς Δύσης, καὶ ἐθάρρεν ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ σουλτάνου ἐγίνην, ἀποχαιρέτησεν τοὺς ἀφένταις τῆς Δύσης καὶ ἐνέβην εἰς τὸ κάτεργόν του καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κύπρον. Καὶ ἐπροσδέκτησάν τον ὡς γίον ἦτον τὸ συνεῖθιν τὸ ρηγάτικον, καὶ ἐποίκασιν ἑορτὴν καὶ χαρὰν ἡμέραις ὁκτώ. Τὸ λοιπὸν εἶναι χρῆσι νὰ ἔλθωμεν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ κούντη τοῦ μισὲρ Τζουὰν Τεμόρφου. Ὅνταν ἦλθεν τὸ μαντά- τον εἰς τὴν Κύπρον πῶς ὁ ρήγας ἐτελείωσεν ταῖς δουλίαις του καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ στραφῇ εἰς τὴν Κύπρον, ὁ ἄνωθεν μισὲρ Τζουὰν Τεμόρφου ἐπίασέν τον μεγάλη ἔννοια διὰ τὸ ἔλα τοῦ ρηγός, μηπῶς καὶ εἶπάν του τὰ μαντάτα ᾑ ἀμουροῦζαίς του διὰ τὸ πεῖσμαν τῆς ρηγαίνας, ἔπεψέν τους δύο κομματία πα- νὶν κοττένον σκαρλάτον, τὸ ἕναν τῆς τάμου Τζουάνας Λαλε- μὰν καὶ τὸ ἄλλο τῆς τάμου Τζήβας τῆς Καντελίου, ὀξὺν φί- νον, καὶ ὀνομίσματα χιλία ἄσπρα τῆς Κύπρου πᾶσα μιᾶς, καὶ ἔπεψεν παρακαλητάδες νὰ προυμουτιάσουν νὰ μὲν ποῦν τινὸς τίποτες, οὐδὲ τοῦ ρηγός, ὅμως ἂν ἔν’ καὶ ἄλλον ν’ ἀγροικήσουν νὰ τὸν ἀβγάλουν πταίσθην. Καὶ ᾑ ἀρχόντισσαις ἐπρουμουτιά- σαν τοῦτο νὰ τὸ ποίσουν· καὶ ἤτζου ἐποίκασιν. Ὡς γίον ἔρ- χεταν ὁ ρήγας εἰς τὴν θάλασσαν, ἦρτέν του μία φουρτούνα με- γάλη, καὶ ἐπῆρεν τάμαν, ὅντα νἄρτῃ μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν Κύπρον νὰ γυρέψῃ ὅλα τὰ μοναστήρια τῆς χώρας νὰ τὰ προ- σκυνήσῃ· καὶ ἐπέσωσεν μὲ τὸ καλὸν καὶ ἦρτεν εἰς τὴν Λευ- κοσίαν καὶ ἐπῆγε νὰ προσκυνήσῃ τὰ μοναστήρια· πρῶτα ἐπῆ- γεν εἰς τὸ μοναστῆριν τὴν Σάτα Κλέρα, καὶ ἔδωκεν τοῦ μισὲρ Τζούανη Μουστρὶ πολλὰ καρτζὰ καὶ ἐβάσταν μετά του· καὶ ἐπῆρεν ὁρισμὸν ἀπὸ τὴν γουμένην καὶ ἐνέβησαν εἰς τὰ κελλία τῶν καλογρῄων. Ἀφὸν ἐπροσκύνησεν καὶ ἐνέβην καὶ εἰς τὸ κελλὶν τῆς τάμου Τζουάνας Λαλεμάν, καὶ ἐκείνη ἐγονάτισεν νὰ φιλήσῃ τὸ χέριν τοῦ ρηγός, καὶ ὁ ρήγας ἐπερίλαβέν την μὲ μεγάλην ἀγάπην, καὶ ὥρισεν καὶ ἐδῶκάν της ὀνομίσματα ˏα΄ γρόσια ἀργυρᾶ· καὶ ὥρισέν την μοναῦτα νὰ ρίψῃ τὸ μοναχικὸν σχῆμαν καὶ νὰ πάγῃ ἔσω του, γιατὶ χωρὶς τὸ θέλημάν της τὰ ἐφόρησεν διὰ τὸν ὁρισμὸν τῆς ρήγαινας· ὁ ρήγας ἐπῆγεν καὶ ἐπροσκύνησεν εἰς τὰ μοναστήρια καὶ ἔδωκεν εἰς πᾶσα ἕναν διὰ τὴν ψυχήν του. Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν αὐλὴν ὁ ρήγας, καὶ ἔρισεν καὶ ἐφέραν ὀμπρός του ταῖς δύο ἀρχόντισσαις καὶ ἔβαλέν ταις εἰς μίαν τζάμπραν καὶ ἐκεῖ ἐξετάσεν ταις κρυφὰ διὰ τὸν λόγον ὅπου εἶπαν· καὶ ὡς γίον ἐπροείπαμεν ἦτον κ’ αἱ δύο ἀρχόντισ- σαις συμβουλεμέναις· καὶ ἐξέτασεν πᾶσα μίαν χωρία, καὶ ἐ- δῶκαν καὶ ᾑ δύο ἕναν λόγον εἰς τὸν ρῆγα καὶ δὲν ἠμπόρησε νὰ μάθῃ τίποτες ἀπὸ ξαὐτῆς τους, ἀμμὲ εἶπάν του· ἤξευρε πῶς ἡ ρήγαινα ἐσκανταλίστην μὲ τὸν μισὲρ Τζουὰν Βισκούν- την, καὶ ἐτίμασέν τον, καὶ ἐκακώθην της, καὶ γιὰ τοῦτον ἔ- γραψεν τῆς βασιλείας σου τὸ χαρτίν. Πάλε εἶπαν· ἀφέντη, ξεύ- ρεις, πῶς ἡμεῖς οὐδὲν εἴμεστεν εἰς τὴν γράσαν σου, ἀμμὲ ἐκεῖ ὅπου ὁ κούντη Τερουχᾶς ἔνι καλός σου δοῦλος, πῶς νὰ τὸν συκοφαντήσωμεν ἄδικα; Τὸ λοιπὸν ἔμεινεν ὁ ρήγας κονμπωμέ- νος ἀπὸ ταῖς δύο ἀρχόντισσαις, καὶ θάρρησεν πῶς τοῦ εἴπασιν ἀληθεία. Καὶ εἰς τούτην τὴν λογὴν ἐπέρασεν ἡ αὐτὴ δουλία, ὡς γίον ἐγὼ ἔμαθα ἀπὸ τὴν κυρὰ Λόζε τὴν βυζαστρίαν τῶν κόρων τοῦ σὶρ Σιμοὺν Ταντιότζε, ἡ ποία ἦτον παροίκισσα τοῦ κούντη Τερουχᾶς, καὶ κείνη ἤξευρέν το καθολικά, ἡ μάνα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Μαγείρου.","ἐξήγησιν = διήγηση σκύλλου = άσπλαχνου γίον = δηλαδή πλημ = ενοχλεί [πλημμελώ] ἐκόμπωσεν = πείραξε ζιτὶλ = ευγενή ἐτίμασέ = ατίμασε πολιτική = πόρνη, αγοραία γυναίκα ἐμούλλωσεν = σιώπησε γδὶν = γουδί πισαυρίου· = την επόμενη μέρα πινάκι = πιάτο από ξύλο ή πηλό ὠρδινιάζαν = διέταζαν ἔσω = στο σπίτι της ἄπταιστον = αθώο, άδολο λειχοῦσαν = λεχώνα εἰς τὴν γούφα = στην υπόγεια φυλακή [η γούφα] ἐστεντίασεν = έμεινε δυστυχισμένη κουβερνούρης = κυβερνήτης πε- = ξυλοκόπο πγεῖν = ποτό τασσόμαι = υπόσχομαι καταβγοδίον = καλό, αίσιο ταξίδι ἕρισεν = διέταξε καβαλλαρία = ιππικό ἐπαρακατέβην = μειώθηκε καύχαν = ερωμένη [η καύχα ή καύκα] νὰ τῆς ποίσῃ δισπλαζίριν = να τη βλάψει [το δισπλαζίριν: βλάβη, ζημία] ἀγρωνίζε = τον αναγνώρισε πταῖσμαν = σφάλμα, παράπτωμα ὁ ἀρχέκακος = αυτός που θεωρείται η αρχή του κακού, ο πρωταίτιος του κακού τοῦ κούντη = του κόμη μαυλιστρίων = ξελογιάστρες κοπελλία = μικρά παιδιά λᾶς = λαό ἐλλιγωμένος = λιπόθυμος ἄτζαλον = άξεστο βιγλάτορον = φρουρό ζουρώσω = μαυρίσω δεσδέ = οργή [το δεσδένιον] ἀρνάν = η προβατίνα (ο λόγος είναι μεταφορικός) κλιάρον = μεγάλο κριάρι (ο λόγος είναι μεταφορικός) νὰ μηδὲν ἦναι ἀπότορμος = να μην τολμάει ἐπρου = υποσχεθεί τὸ ἀποκαμίσον = το νυχτικό τὸν τζαμπερλάνον = τον θαλαμηπόλο, δηλαδή τον υπηρέτη για την τακτοποίηση των δωματίων λουξουρίαν = όρεξη φανόν = σημάδι ἀλεγρέτζαν = χαρά δημένον = στεναχωρημένο σάσῃ = διορθώσει ἀ = θυμωμένος ψυσικὸν = δώρο ἀγάπη = ειρήνη ρηγάτικον = βασιλικό ἀμουροῦζαίς = ερωμένες κοττένον = ύφασμα για επένδυση σκαρλάτον = βαθύ κόκκινο [επίθ. σκαρλάτος] προυμουτιάσουν = παρακαλέσουν καρτζὰ = χρήματα τζάμπραν = δωμάτιο ἐτίμασέν = μίλησε άσχημα γράσαν = χάρη, εύνοια δουλία = υπόθεση βυζαστρίαν = παραμάνα παροίκισσα = δουλοπάροικος",,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Οι σύμβουλοι συνωμοτούν εναντίον του βασιλιά Πέτρου,"Μετά από το περιστατικό αυτό με τη βασίλισσα, ο βασιλιάς, παρά την αθώωσή της, τήρησε αυστηρή στάση απέναντι σε όλους, με αποτέλεσμα να αποκτήσει πολλούς εχθρούς. Από τα γεγονότα που μας αφηγείται ο Μαχαιράς, γίνεται αντιληπτό ότι οργανωνόταν συνωμοσία εναντίον του βασιλιά, η οποία παρουσιάζεται στο ανθολογούμενο εδώ απόσπασμα. Πάλε ἀς ἔρτωμεν εἰς τὸν ρῆγα· ὅτι δὲν ἐπιστεῦσεν τὰ λογία τῶν δύο κυράδων, ἐζητῆσεν τοὺς ἄρχοντας βουλάς του, πρῶτον τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς προδέλοιπους παρούνιδες, ψουμάτους καὶ λιζίους καὶ συμβουλατόρους, καὶ ἐκάτσεν τους καθόρδινα. Ἐζήτησεν ὁ ρήγας εἰς τὴν αὐτὴν τάξιν: ἄρχοντες κατὰ θεὸν τιμημένοι, φίλοι καὶ ἀδελφοί, εἰς αὑτόν σας ἀγκα- λίω τὸν πόνον καὶ τὸ καμίνιν καὶ καμὸν τῆς καρδιᾶς μου· τὸ λοιπὸν νῦν δὲν εἶναι νὰ τὸ θαυμασθῇ τινὰς τοῦτον τὸ γίνην, ὅτι ἀξ αὐτόν μου ἐγίνην, καὶ δὲν καταγνώνω ἄλλον παροὺ τὸν ἐμαυτόν μου. Ὁ θεὸς ἐποῖκέν με ρήγαν τῆς Κύπρου καὶ ἐκράξε με καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, καὶ πρὶν τὸν καιρὸν ἀνάγκαζα καὶ ἐπεθύμουν νὰ κτήσω τὸ ρηγάτον Ἱεροσολύμων, καὶ τοῦτον ἀ- νάγκαζα νὰ τὸ τελειώσω διὰ καλὸν· καὶ τιμὴν δική σας καὶ ἐδικήν μου· καὶ ὁ θεὸς ἐπαιδεῦσέν με διὰ νὰ τζακίσῃ τὴν σου- περπίαν μου. Νἆχεν ποίσειν ὁ θεὸς νἆχά ’στεν ρήγας τῆς Κύ- πρου τιμημένος, καὶ ὄχι ρήγας ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νἆμαι ἀντροπιασμένος! ὅτι εἰς τὸν αἰγόκερων ζωδίον ἐγεννήθηκα, καὶ εἰς τὸν πλανήτην τὸν καιρὸν ἐστέφθηκα. Τὸ λοιπόν, ἄρχοντες, ὡδᾶ σᾶς παρακαλῶ καὶ ἐσυμπιάσα σας νὰ σᾶς εἰπῶ τὸ ἀγκά- λεμάν μου, καὶ ἔνι πολλὰ βαρὺν καὶ δυσβάστακτον, καὶ ἀν- τροπιασμένον, καὶ ἄπρεπον νὰ σᾶς τὸ ξηγηθῶ. Ἐγὼ ξεύρω πῶς ὅλοι εἶσθε σοφοί· δέτε τὴν ζητῆσίν μου, καὶ δικαιώσατέ με ὡς γίον νὰ σᾶς δώσῃ χάριν καὶ γνῶσιν τὸ ἅγιον πνεῦμα. Τότε ὅλοι ἕναν στόμαν εἶπαν εἰς αὐτόν του· ἀφέντη, ἂν ἔν’ καὶ τινὰς εἶχεν φαντασίαν ἢ πάθος, καὶ ἐφάνην του, καὶ εἶπάν σου λόγια ἄπρεπα εἰς τὴν βασίλαν σου, ὡς φρόνιμος μηδὲν τὰ πιστεύσῃς, ὅτι πολλὰ λαλοῦν εἰς τὸν κόσμον, ὅτι δὲν εἶναι εὐαγγέλια. Καὶ ὁ ρήγας ἐγέμωσεν χολὴν καὶ λαλεῖ τους ἀκανί· ἂν ἔν’ καὶ μὲν δέν μου πιστεύγετε, νᾶτε τὸ χαρτὶν τοῦτον τὸ μοῦ ἐπέ- ψαν εἰς τὴν Φραγγίαν, ἀπὸ ξαυτῆς του νὰ γρωνίσετε τὸ πρᾶ- μαν πῶς ἐδιάβην. Ὅμως ζητῶ σας βουλὴν ἴντα σᾶς φαίνεται νὰ ποίσω· ν’ ἀφήσω τὴν γυναῖκάν μου καὶ νὰ τὴν πέψω τοῦ κυροῦ της, νὰ σκοτώσω τὸ σκύλλον τὸν ψωριάρην ὅπου πόντι- σεν τὸ μαργαριτάριν, οὐ νὰ μηδὲν δείξω φανὸν τίποτες; Πέτε μου τὸν φανόν σας, καὶ προυμουτιάζω σας νὰ μὲν ποίσω ἄλλον, παρὰ τὸ νὰ μὲ βουλεύσετε· μηδὲν πῆτε, πλανῶ σας μὲ λογία, ἀμμὲ καλὰ ἐμπορῶ νὰ πάρω βεντέτταν. Ἀγρωνίζετε, ὅτι δὲν ἐδόθην εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ γιὰ τοῦτον λαλῶ· πολ- λοὶ ἀνθρῶποι, πολλαῖς γνώσαις· διατὶ ἀποὺ παλαιὸν καιρὸν ἔ- χομεν ἀθρώπους τῆς βουλῆς γερόντων πειρασμένους, καὶ ἀπὸ ξαυτῆς τους εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια· ἀκομὶ κακὰ ἐμποροῦν οἱ ἀνθρῶποι εὔκολα νὰ κρίνουν τὸν ἐμαυτόν τους, οὐδὲ οἱ γιατροὶ νὰ ἰατρεύσουν ταῖς γεναῖκές τους καὶ τὰ παιδιά τους, ὅτι πᾶσα πόνον κρινίσκουν τον ἄπρεπα ἀπὸ τὴν πολλὴν ἀγάπην τοὺς ἀγαποῦσιν· ἀμμὲ ξένοι ἰατροὶ πρέπει νὰ ἰατρεύσουν τῶν ἰα- τρῶν τὰς γεναῖκας καὶ τὰ παιδιά τους, καὶ ξένοι κριτάδες νὰ κρίνουν τὰ ἀγκαλέματα τῶν ἄλλων, ὅτι λείπει τους ὁ θυμὸς καὶ ἡ λύπη, καὶ δὲν θωροῦν τὸ πρᾶμαν ὡς γίον εἶναι. Διὰ τοῦτον ἔφερα τὴν ἀφεντιάν σας, καὶ βάλλω τὸ ἀγκαλέμαν μου ὀμπρός σας, καὶ ὡς γίον νὰ σᾶς φανῇ κρίνετέ το! Ἀποκρίθησαν τοῦ ρηγὸς καὶ λαλοῦν του· ἀφέντη μας, ἐ- γροικήσαμεν τὸ ἀγκαλέμαν σου καὶ τὴν ἐζητῆσίν σου καὶ τὴν παραπόνησίν σου, καὶ ἐλπίζομεν εἰς τὴν χάριν τοῦ θεοῦ νὰ μᾶς διδάξῃ ὡς γίον νὰ τοῦ ἀρέσῃ, καὶ ν’ ἀρέσῃ καὶ τῆς βασιλείας σου. Τὸ λοιπόν, ἂν ὁρίσῃς, ἀπεχώρισαι ὀλίγον ἀποὺ ξαυτῆς μας νὰ συμβουλευτοῦμεν, καὶ νὰ ἐγκλέξωμεν τὸ καλλίτερον τὸ νὰ θελήσῃ ὁ θεός, καὶ νὰ σοῦ ποῦμεν τὸ μέλλει νὰ γινῇ. Γροι- κῶντα ὁ ρήγας, ὅτοιμα ἐπῆγεν. Καὶ οἱ καβαλλάριδες πολλὰ ἐκοπιάσαν εἰς τὴν μέσην τους· μερτικὸν ἐλαλοῦσαν νὰ σκοτώ- σουν τὸν κούντην· καὶ ἐλαλοῦσαν, ἂν τὸ ποίσωμεν φανερόνεται τὸ πρᾶμαν, καὶ θέλει εἶστεν πολλὴ ἀντροπὴ εἰς αὑτόν μας. Ἄλλοι λαλοῦσαν, καλὰ εἴπετε διὰ τρεῖς ἀφορμαῖς ἔνι νὰ φύ- γωμεν, θυμοῦ, μῖσος, καὶ φάμας· ἀμμὲ ἀνισῶς καὶ ποῦμεν νὰ σκοτώσωμεν τὴν ρήγαινα, νὰ ξεύρετε πῶς εἶναι ἀποὺ μεγάλην γενείαν τῶν Καταλάνων, καὶ εἶναι ἀνελεήμονες, καὶ θέλουν πῆν πῶς διὰ μισιτίαν τὸ ποίκαμεν, καὶ θέλουν ἁρματώσειν καὶ θέ- λουν ἔρτην καὶ θέλουν μᾶς ξυλοθρεύσειν καὶ μᾶς καὶ τὸ δικόν μας. Πάλε ἂν ἔν’ καὶ σκοτώσωμεν τὸν κούντην, ὁ λόγος φα- νερώνει τὸ γενόμενον, καὶ ἄλλοι πιστεύγουν καὶ ἄλλοι δὲν πι- στεύγουν, καὶ τότε ὅλοι θέλουν τὸ πιστεύσειν, ὅτι διὰ τούτην τὴν ἀφορμὴν ἐσκοτῶσαν τὸν κούντην· καὶ ὁ λόγος θέλει ἐβγῆν εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην· καὶ ὁ ρήγας μας, ὁποῦ ’ναι ἕναν ὄρνεον καὶ μεῖς τὰ πτερά του, ὡς γίον ἡ ὄρνιθα δὲν φελᾷ χω- ρὶς τὰ πτερά της, ἤτζου καὶ ὁ ρήγας μοναχός του δὲν φελᾷ χωρίς μας, οὐδ’ ἐμεῖς φελοῦμεν χῶρίς του· τὸ λοιπὸν νῦν θέλουν μᾶς κατηορήσειν, καὶ ὁ λόγος θέλει στερεωθῆν. Φαίνεταί μας ν’ ἀγροικήσωμεν καλλιώτερα καὶ νὰ χώσωμεν τὸν λόγον· ἀλη- θῶς, ὅτι ὁ ρήγας ἔδειξέν μας τὴν γραφὴν ἀποῦ τοῦ ἔπεψεν ὁ σὶρ Τζουὰν ὁ Βισκούντης εἰς τὴν Φρανγκίαν, ἀς ποῦμεν ὅλοι πῶς εἶναι ψεματάρης, καὶ νὰ τὸν ἐβγάλωμεν ἀπὸ τὴν ἐλευθε- ρίαν τοῦ λιζάτου, καὶ ἀς τὸν ἀφήσωμεν εἰς τὴν ἐλεημοσύνην τοῦ ρηγός· ὡς ἐκεῖνος ὁποῦ ἐσυκοφάντησεν τὴν ρήγαιναν καὶ ἀγκρίστην μὲ τὴν βασιλείαν της διὰ τίποτε ταραχὴν ὁποῦ ἐ- σκανταλίστην μετά του τὸν διαβόντα καιρόν· καὶ ἂν ἔν’ καὶ γλυτώσῃ, δόξα σοι ὁ θεός, εἰ δὲ μή, ἀς πάγῃ εἰς τὸ καλόν· παρκάτω κακὸν εἶναι ν’ ἀπεθάνῃ ἕνας καβαλλάρης, παρὰ νὰ μᾶς κρατήσουν ἐφίορκους, διατὶ δὲν ἐβλεπίσαμεν τὴν ρήγαινάν μας· εἰ δὲ καὶ οὐδὲν τὴν ἐβλεπίσαμεν, ἅνταν ἐγροικήσαμε τὰ ἄπρε- πα μαντάτα, διατὶ δὲν ἐποίκαμεν βεντέτταν τοῦ ἀφέντη μας ἀπὸ τὸν ἐχθρόν του καὶ παράβουλον τῆς τιμῆς του. Καὶ εἰς τούτην τὴν λογὴν εἴ τις νὰ τὸ γροικήσῃ τοῦτον, θέλει ἀπο- πιστευθῆν ἀποὺ τὴν κακὴν ἀκουήν, καὶ θέλουν πῆν ὅλοι πῶς ὁ καβαλλάρης εἶπεν ψέματα, καὶ δέτε καὶ πῶς ἔδωκεν ἄδικον θάνατον, καὶ ὁ λόγος θέλει παύσειν· τοῦτον τὸν λόγον ὅλοι θέλουν πιστεύσειν. Καὶ τἀπισὰ ἐκράξαν τὸν ρήγαν καὶ ἐποῖκάν του τὴν συν- τυχίαν· ἀφέντη, διὰ τὴ συντυχιά σου ἐγροικήσαμεν τὸ ἀγκά- λεμάν σου, καὶ τὸ χαρτὶν τὸ μᾶς ἐδῶκες, καὶ πολλὰ ἐσυντύ- χαμεν μεσόν μας, καὶ ἐγυρέψαμεν καὶ ἀπὸ μίαν μερίαν καὶ ἀπὸ ἄλλην νὰ εὕρωμεν ὠχρὰν τίποτες ἀπ’ ὅ,τι λαλεῖ τὸ χαρτίν· τὸ λοιπὸν ἀγρώνισε, ὅτι εἴ τι λαλεῖ τὸ χαρτίν, εἶναι ψέματα, καὶ ὅτις τὸ ἔγραψεν ψέματα λαλεῖ εἰς τὸν λαιμόν του, καὶ ὅλοι μας ἀντάμα καὶ πᾶσα εἷς μας μερίᾳ εἴμεστεν ἕτοιμοι νὰ τὸ προβιάσωμεν ἀπὸ τὸ κορμίν μας εἰς τὸ δικόν του πῶς εἶ- ναι ψεματάρης, καὶ τοῦτον ἐποῖκέν τον διατὶ ἐμάλλωσεν ἡ κυρὰ ἡ ρήγαινα μετά του, καὶ ὁ αὑτὸς καβαλλάρης ἐπεθυμῆσέ την καὶ δὲν τὸν ἐβάσταξεν, καὶ ὠργίστην του, καὶ διὰ τοῦτον σοῦ ἔπεψεν τὸ χαρτίν· ἡ δὲ ἡ κυρά μας ἡ ρήγαινα εἶναι καλή, καὶ ἁγία, καὶ εὐγενικὴ καὶ τιμημένη. Καὶ ἀθύμου τὸ μᾶς ἐπρουμουτίασες νὰ ποίσῃς τὸ νὰ σὲ βουλεύσωμε. Καὶ εἰς τούτην τὴν λογὴν ἐβγάλαν τὸν ρήγαν δικαιω- μένον, καὶ τὸν καβαλλάρην ψεματάρην. Καὶ εἰς τοῦτον ἐστά- θην ὁ ρήγας εὐχαρισμένος, καὶ ἐζήτησεν τὸν καβαλλάρην εἰς τὸ πεγέριν του, καὶ ἔδωκέν τους καὶ τὸ χαρτὶν εἰς τὰς χεῖράς τους, καὶ ἐγράψαν τον διὰ παράβουλον, ὡς ἐκεῖνος ὅπου ἔβγα- λεν τῆς ρήγαινας κακὴν ἀκουγήν. Καὶ ὅνταν ἐγροίκησεν τὰ λογία τους καὶ ἔθελεν ἔχειν καὶ τῶν δύο κυράδων τῶν καύχων του τὰ λογία τους, ἐπίστευσεν καὶ ἔπεψε τὸ μεσανυκτικὸν εἰς τὸ σπίτιν τοῦ καβαλλάρη καὶ ἔκραξάν τον ἀπὸ τὸν ρῆγα. Ὁ καλὸς καβαλλάρης ἦτον εἰς τὸ κρεβάτιν του, καὶ μοναῦτα ἐν- τύθην καὶ ἐκαβαλλίκευσεν νὰ πάγῃ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ρηγός· καὶ ἔξω ἐστέκουνταν τουρκοποῦλοι καὶ Ἁρμένιδες καὶ λαὸς πολὺς τῶν ἁρμάτων, καὶ πέρνουν τον μοναῦτα καὶ πάγει εἰς τὴν Κερινίαν, καὶ ἐβάλαν τον εἰς τὴν γούφαν τοῦ Σκουτελλᾶ. Καὶ ἐποῖκεν κἄποσον καιρόν, καὶ τἀπίσα ἔρχεται ἕνας ἀφέντης ἀποὺ τὴν Δύσιν νὰ πάγῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ νὰ προσκυνήσῃ, τὸν ποῖον ἐπαρακαλέσαν τον οἱ συνγγενάδες τοῦ σὶρ Τζὰν Βι- σκούντη νὰ τὸν ζητήσῃ ἀπὸ τὸν ρῆγαν, ὡς γίον εἶναι συνῆθιν τοὺς ἀφένταις· καὶ ἐπαρακάλεσεν τὸν ρῆγα νὰ τὸν ἐβγάλῃ ἀπὸ τὴν γούφαν, καὶ ἐπρουμουτίασέν του ὁ ρήγας νὰ τὸν ἐβ- γάλῃ. Καὶ ὅνταν ὁ κούντης ὁ ξενικὸς ἐπῆγεν, τότες ὥρισεν ἐβγάλαν τον ἀπὸ τὴν γούφαν τῆς Κερινίας, καὶ ἔπεψέν τον εἰς τὸν Λιόνταν καὶ ἐβάλαν τον εἰς τὴν γούφαν, καὶ ἔμεινεν χω- ρὶς φᾶν ὥς που καὶ ἀπόθανεν. Ὁ αὑτὸς καβαλλάρης ἂν ἦτον νὰ σᾶς εἰποῦν ποτάπος ἀντριωμένος ἦτον καὶ ᾑ τζοῦσταις καὶ πᾶσα ἅρματον ἦτον πολλὰ βαλέντε ἀντρωμένος· τάμε ὁ θεὸς νὰ τοῦ συγχωρήσῃ.","βουλάς = αποφάσεις προδέλοιπους = υπόλοιπους παρούνιδες = βαρόνους λιζίους = ιππότες [ο λιζίος] συμβουλατόρους = συμβούλους καθόρδινα = σύμφωνα με την τάξη τους ἀγκα = αποκαλύπτω καμὸν = καημό σου = περηφάνεια [η σουπερπία] ἀγκά = κρίμα, φταίξιμο [το αγκάλεμαν ή εγκάλεμαν] ἀκανί = ότι φτάνει, αρκετά γρωνίσετε = γνωρίσετε, μάθετε προυμουτιάζω = υπόσχομαι Ἀγρωνίζετε = να γνωρίζετε κρινίσκουν = να εκφέρουν γνώμη, να αποφασίσουν ὅτοιμα = ευθύς, αμέσως φάμας· = σκάνδαλο φελᾷ = αξίζει λιζάτου = του υποτελούς συν = ομιλία, κουβέντα [η συντυχία] ὠχρὰν = ίχνος αλήθειας προβιάσωμεν = αποδείξουμε καύχων = ερωμένων γούφαν = υπόγεια φυλακή φᾶν = φαγητό τζοῦσταις = μονομαχίες [η τζούστα] βαλέντε = ικανός, πεπειραμένος",,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Ο βασιλιάς Πέτρος δολοφονείται,"Μετά την αφήγηση του περιστατικού σχετικά με την κατηγορία περί απιστίας της βασίλισσας και την άδικη τιμωρία του αφοσιωμένου υπηρέτη του βασιλιά που του μετέφερε την πληροφορία, η αφήγηση στρέφεται ξανά στον βασιλιά, ο οποίος συνεχίζει να είναι δυσαρεστημένος με τους γύρω του. Πάλι νὰ στραφοῦμεν εἰς τὸν ρῆγα. Ὅνταν ἐτελείωσεν ταῖς δουλιαῖς του ἐκάτζε νὰ φᾷ νὰ δειπνήση πολλὰ πικραμέ- νος τῇ τρίτῃ τῇ ιϛ΄ ἰανουαρίου ˏατξη΄ Χριστοῦ τὴν παραμο- νὴν τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου· ὁ ρήγας ἐνήστευγεν τὴν παραμονὴν τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου καὶ πολλοὶ καβαλλάριδες μετά του, οἱ ποῖοι θεωρῶντα τὸν ρῆγα ὁτοσαῦτα θυμωμένον ἐποῖκεν τὸν ἐμαυτόν του καὶ ἦτον ἄρρωστος, καὶ ὀπίσω εἰς πολλοὺς μίσους ἐφέραν του ἀγρελλία, καὶ ὁ βαχλιώτης του ἐζήτησεν λάδιν νὰ βάλλη εἰς τ’ ἀγρελλία, καὶ ἐλησμόνησαν ν’ ἀγοράσουν καὶ τὰ χανουτία ἐσφαλίσαν ὅτι ἦτον ἀργά· καὶ ὁ ρήγας ἐγδέχετο νὰ τὰ φέρουν ὀμπρός του· θωρῶντα πῶς δὲν τὰ ἐφέραν, εἶπεν – εἰς τ’ ὄνομα τοῦ θεοῦ τοῦτα τ’ ἀγρελλία φέρνετέ τα! Καὶ ὁ βαχλιώτης εἶπέν του: ἀφέντη, λάδιν δὲν ἔχουν, καὶ οἱ μυροψοὶ ἐσφαλίσαν, καὶ πῶς ἐλησμονῆσαν νὰ φέρουν καὶ ἀνωρὰς ἀς ἔ- χουν συμπαθίον. Ὁ ρήγας ἀγγρίστην, ἔχοντα καὶ ἦτον θυμω- μένος καὶ φουσκωμένος, καὶ εἶπεν: τοῦτον ἔποικέν μού το ὁ ἐμπαλῆς τῆς αὐλῆς μου διὰ πεῖσμαν! καὶ πέμπει μοναῦτα καὶ βάλλει τον εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐφοβέρισέν τον ὅτι τὸ πωρνὸ νὰ κόψῃ τὴν κεφαλήν του. Τὸν ποῖον ἐβγάλαν τον ἁντὰν ἐ- βγάλαν καὶ τοὺς ἄλλους· καὶ ἦλθαν ὅλοι ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἔσω τοῦ πρίντζη, καὶ ἐξηγηθῆσάν του εἴ τι ἐγίνετον. Καὶ τὴν τετράδην τῇ ιζ΄ ἰανουαρίου ˏατξη΄ Χριστοῦ καλὰ ταχία ἦλθαν ὅλοι οἱ καβαλλάριδες εἰς τὴν συντροφιὰν τοῦ πρίντζη καὶ τὸν ἀδελφόν του εἰς τὸ ρηγάτικον ἀπλίκιν καὶ ἀπεζεῦσαν εἰς τὸ περοῦνιν, καὶ ἐνέβησαν τὴν σκάλαν καὶ ἐ- πῆγαν εἰς τὴν λόντζαν μὲ ὅσους ἦσαν εἰς τὴν φυλακήν· τότες ἀκτυπᾷ ὁ πρίντζης τὴν πόρταν πιδεξία· ἡμέρα τοὺς λουχέρι- δες ἦτον τοῦ Τζιλὲτ τὲ Κορναλίε, ἄνοιξεν, καὶ ὅνταν ἐνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ ρηγὸς ἐνέβησαν ὅλοι ἀντάμα. Ἐγροίκησεν ὁ ρήγας τὴν ἀναμιγὴν καὶ ἐσηκώθην ἀπὸ τὸ κρεβάτιν καὶ λαλεῖ, ποῖγοι εἶναι τοῦτοι ὅπου ἦλθαν; Ἡ τάμου Τζιβὰ τὲ Σκαντε- λίε, ἡ καύχα του ὁποῦ ἐκοιμᾶτον μετά του, εἶπέν του – τίς θέλει εἶστεν παρὰ τ’ ἀδελφία σου; Καὶ ἐσκουλλίστην ἡ ἀρχόν- τισσα τὴν κότταν της καὶ ἐξέβην ἔξω εἰς τὴν λόντζαν καὶ ἐκατέβην εἰς τὸ σέντε· καὶ ἐκεῖ ἐκείθουνταν σέλλαις τῶν τζού- στων καὶ ἐσφαλίσαν τὴν δράππαν. Ὁ πρίντζης θωρῶντα τὴν τάμου Τζίβαν πῶς ἀβγῆκεν ἀπὸ τὸ πλευρὸν τοῦ ρηγὸς, ἐνέ- βην εἰς τὴν τζάμπραν τοῦ ρηγὸς καὶ ἐχαιρέτησεν τὸν ρήγαν· καὶ ὁ κοντοσταύλης δὲν ἐνέβην ἔσω, οὐδὲ ὁ πρίντζης ἔθελε νὰ μπῇ, ἀμμὲ οἱ καβαλλάριδες τὸν ἐβιάσαν καὶ ἐμπῆκεν, ὅπου ἄλλαν ἐννοιάζουντα. Τότε λαλεῖ τοῦ ρηγὸς – ἀφέντη, καλη- μέρα πάνω σου. Καὶ ὁ ρήγας εἶπέν του – καλημέρα νἄχῃς, καλέ μου ἀδελφέ. Καὶ ὁ πρίντζης εἶπέν του – ἀπόψε πολλὰ ἐκοπιάσαμεν ὅλην τὴν νύκταν καὶ ἐγράψαμεν τὸν φανόν μας καὶ ἐφέραμέν σού τον νὰ τὸν ἰδῇς. Ὁ ρήγας ἦτον γυμνὸς μὲ τὸ ἀποκάμισον καὶ ἔθελε νὰ ’ντυθῇ, καὶ ἀντράπη νὰ ἐντυθῇ ὀμπρὸς τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ λαλεῖ του – ἀδέλφη πρίντζη, ἄμε ὀλίον ἔξω νἀντυθῶ, καὶ θέλω δεῖν τὸ γράψιμόν σας· ὁ πρίντζης ἀναχώρησεν. Τότες ἐβρούθισεν ἀφέντης τοῦ Ἀρσεφίου καὶ βά- σταν μίαν κουρτέλλαν ὡς γίον σπαθόπουλον εἰς τὸ χέριν του, κατὰ τὰ γουζιάζαν τὸν αὐτὸν καιρόν, καὶ κοντά του ὁ σὶρ Χαρ- ρῆν τὲ Ζιπλέτ. Καὶ ὅνταν ἔβγήκεν ὁ πρίντζης, ἔβαλεν τὰ ροῦχά του νἀντυθῇ, καὶ ἔβαλεν τὦνάν του μανίκιν, καὶ γύρισεν τὸ πρόσωπόν του νὰ βάλλῃ καὶ τὸ ἄλλον, καὶ θωρεῖ τοὺς καβαλ- λάριδες εἰς τὴν τζάμπραν του καὶ λαλεῖ τους – ἄπιστοι, πα- ράβουλοι, ἴντα θέλετε τούτην τὴν ὥραν εἰς τὴν τζάμπραν μου ἀπανωθιόν μου; Καὶ ἦτον ὁ σὶρ Φιλίππη τὲ Ἠνπελῆν ἀφέντης τοῦ Ἀρσεφίου, καὶ ὁ σὶρ Χαρρῆν τὲ Ζιπλὲτ, καὶ ὁ σὶρ Τζάκες τὲ Γαβριάλε, τοῦτοι οἱ γ΄ ἐνέβησαν μοναῦτα καὶ ἐβγάλαν τὰ σπαθιά τους καὶ δῶκάν του τρεῖς τέσσαρης κόρπους πᾶσα εἷς, καὶ ὁ ρήγας ἔβαλεν φωναῖς – βοήθειαν! ἐλεμοσύνην! Καὶ μοναῦτα ἐβρούθησεν καὶ ἐνέβην ὁ σὶρ Τζουὰν Γκορὰπ, ὁ ἐμπα- λῆς τῆς αὐλῆς, καὶ ηὗρέν τον ἐλλιγωμένον, καὶ ἐβγάλλει τὸ μαχαῖρίν του καὶ ἔκοψεν τὴν κεφαλήν του λαλῶντα – ἐσοὺ σήμερον ἔθελες νὰ κόψῃς τὴν κεφαλήν μου, καὶ γὼ νὰ κόψω τὴν δικήν σου, καὶ τὸ ἀναπάλημάν σου νὰ πέσῃ ἀπάνω σου! Καὶ οὕτως ἐνέβησαν οἱ καβαλλάριδες νεἷς ὀπίσω τοῦ ἄλ- λου, καὶ ὅλοι ἐβάλαν τὰ μαχαιργία τους διὰ τὸν ὅρκον, καὶ ἐκρατοῦσαν τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ρηγὸς κοντὰ καὶ σφικτά, διὰ νὰ μηδὲν γενῇ τίποτες ταραχή· ἐκεῖνοι ἐφοβοῦνταν μηδὲν τοὺς σκοτώσουν.","μίσους = πιάτα ἀγρελλία = σπαράγγια [το αγρέλλιν] βαχλιώτης = ακόλουθος χανουτία = μαγαζιά ἐγδέχετο = περίμενε μυροψοὶ = μαγαζάτορες ἀνωρὰς = νωρίς, εγκαίρως ἐμπαλῆς = βάιλος, δηλαδή περίπου αντιβασιλέας ἀπλίκιν = παλάτι εἰς τὸ περοῦνιν = στην είσοδο λόντζαν = διαμέρισμα τοὺς λουχέρι- = τους φρουρούς της πόρτας του παλατιού [ο λουχιέρης ή λουσιέρης] ἀναμιγὴν = αναταραχή ἐσκουλλίστην = τυλίχθηκε κότταν = γούνα σέντε = αποθήκη δράππαν = καταπακτή τζάμπραν = υπνοδωμάτιο φανόν = γνώμη ἐβρούθισεν = έσπρωξε και μπήκε μέσα κουρτέλλαν = μαχαίρι γουζιάζαν = συνήθιζαν κόρπους = χτυπήματα ἐλλιγωμένον = πληγωμένον",,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Ο βασιλιάς Ιάκωβος ανέρχεται στον θρόνο,"Μετά τη δολοφονία του Πέτρου Α΄, ανέβηκε στο βασιλικό αξίωμα ο γιος του Πέτρος Β΄. Αφού γίνεται αναφορά στην ανάληψη της εξουσίας από αυτόν, η αφήγηση στρέφεται στον σουλτάνο της Αιγύπτου, ο οποίος απέρριπτε κάθε προσπάθεια επίτευξης ειρήνης μεταξύ των δύο δυνάμεων. Εντέλει, όμως, επετεύχθη η ειρήνη μεταξύ τους. Στο εσωτερικό, πάντως, του βασιλείου επικρατούσε αστάθεια λόγω των εσωτερικών πολιτικών διαφωνιών και συγκρούσεων, ενώ την κατάσταση αυτή προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο Τεκέ Εμίρης, καθώς επιθυμούσε να πάρει πίσω την Αττάλεια, χωρίς όμως επιτυχία. Στη συνέχεια, ο Μαχαιράς μάς περιγράφει την τελετή ορκωμοσίας του νεαρού διαδόχου Πέτρου Β΄, η οποία έγινε όταν ο διάδοχος ήλθε σε ηλικία που μπορούσε να αναλάβει το βασιλικό αξίωμα. Σε άλλο σημείο αναφέρεται το προξενιό που του έγινε με την κόρη του βυζαντινού αυτοκράτορα. Σύμβουλοι του βασιλιά, σκεπτόμενοι με δόλο, απάντησαν αρνητικά στην πρόταση για τον γάμο αυτό και ο βασιλιάς παντρεύτηκε τελικά την κόρη του δούκα του Μιλάνου. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός που περιγράφεται είναι η εκδίωξη των Γενουατών από την Κύπρο και η μετέπειτα στήριξή τους από τον πάπα, ώστε να επιστρέψουν πίσω με ισχυρή στρατιωτική δύναμη και να εκδικηθούν για όσα είχαν γίνει. Τα γεγονότα της διαμάχης μεταξύ τους κράτησαν πολύ καιρό και στο τέλος επικράτησαν οι Γενουάτες, οι οποίοι προέβησαν σε λεηλασίες και άλλες βιαιότητες στο νησί. Προσπάθησαν, μάλιστα, να το κατακτήσουν ολόκληρο και για τον λόγο αυτό δίνονταν συνεχώς μάχες. Τελικά, το 1374 έφτασαν σε συμφωνία και κλείστηκε ειρήνη μεταξύ τους. Σημαντικό ρόλο στην αφήγηση παίζει η βασίλισσα Ελεονώρα, η οποία συμμετείχε δυναμικά σε όλα τα διαδραματιζόμενα γεγονότα και τις συνωμοσίες που οργανώνονταν. Κάποια στιγμή στράφηκε ενάντια και στον ίδιο της τον γιο και μόλις το πληροφορήθηκε ο ίδιος την απομάκρυνε από τη βασιλική αυλή. Το 1382 ο βασιλιάς Πέτρος πέθανε και επόμενος διάδοχός του υπήρξε ο Ιάκωβος Α΄. Το παρακάτω απόσπασμα περιστρέφεται γύρω από την καθυστερημένη άφιξη του Ιάκωβου στην Κύπρο, λόγω της αιχμαλωσίας του στη Γένοβα, και της προβληματικής αποβίβασής του στο νησί, γιατί έγινε κίνημα εναντίον υποστηρικτών της βασίλισσας Βαλεντίνας. [...] Καὶ γροικῶντα τὰ μαντάτα τὸ ἔλα τοῦ ρηγός, ὁ τοποκράτωρ καὶ οὕλη ἡ βουλὴ ἐποῖκαν σύνοδος μὲ οὕλην τὴν βουλήν, καὶ εἰς πολλὰ λογία καὶ μαλώματα εἴπα- σιν – ὁ Τζάκος εἶναι ἀφέντης, καὶ ἀνὲν κουσεντιάσωμέν του καὶ προσδεκτοῦμέν τον δι’ ἀφέντην μας, θαρροῦμεν νὰ χαρίσῃ πολλὰ ψουμία τοὺς Γενουβίσους· ἀμμὲ ἂ θελήσουν οἱ Γενου- βίσοι νὰ τὸν ἀφήσουν μοναχόν, τότες νὰ τὸν περιλάβωμεν δι’ ἀφέντην μας! Καὶ ὁ Περὸτ ὁ Μουντολὴφ μουλωτὸς λαλεῖ – διατὶ νὰ μὲν πάρῃ τὸ ρηγάτον ἡ κόρη τοῦ ρὲ Πιέρ, ἡ ἀδελφὴ τοῦ μικροῦ ρὲ Πιὲρ, καὶ νὰ τὴν παντρέψουν μὲ κανέναν τοῦ τόπου μεγάλον ἀφέντην; καὶ θέλουν τὸν στέψειν ρῆγα! Καὶ ἐπαράστησέν τους ἀφορμάς, καὶ πῶς ἐγίνην τοῦτον καὶ ἄλλαις φοραῖς, καὶ τόσον τοὺς ἐσύντυχεν, ἔδωκέν τους ν’ ἀγροικήσουν ὅτι ἀρέσαν τους τὰ λογία τοῦ σὶρ Περότ, καὶ οὗλοι εἶπαν νὰ πάγῃ ὁ αὐτὸς Περὸτ νὰ τοὺς ἀπολογηθῇ, καὶ ἐμόσαν του ὅ,τι ποίσει νὰ τὸ στερεώσουν. Ὁ ποῖος ἐπῆγεν καὶ εἶπέν τους – ἂν θέλετε νὰ τὸν ἀφήσετε, θέλομεν τὸν περιλάβειν, εἰ δὲ μή, ἐπάρετέ τον εἰς τὸ καλόν. Καὶ ὁ ρὲ Ζὰκ ἐπαρακάλεσεν μὲ τὴν ἐλεμοσύνην νὰ τὸν ἀφήσουν ν’ ἀπεζεύσῃ· ἀμμὲ ὁ Περὸτ καὶ ὁ Γλημὸτ δὲν ἐθέλαν τὴν παρακάλεσίν τους, διατὶ ἐθάρρε νὰ πάρῃ τὸ ρηγάτον, καὶ διὰ νὰ τελειώσῃ τὸ θελῆμαν τῆς βουλῆς. Τότε ἡ κυρὰ ἡ Χε- λουγῆς τὲ Πρεζουγὴ πολλὰ ταπεινὰ ἐπαράλεσεν τὸν Περὸτ νὰ τοὺς ἀφήσῃ διὰ ἐλεημοσύνην εἰς τὴν Κύπρον, διὰ νὰ μηδὲν διαβάσῃ πάλε τὰ κακὰ τῆς θαλάσσου καὶ νὰ φύγῃ καὶ ἀπὸ τὰ χεργία τοὺς Γενουβίσους. Ὁ Περὸτ ἀπολογήθην τους – παρκάτω κακὸν εἶναι νὰ κιντυνεύσῃς ἐσοὺ καὶ ὁ ἄντρας σου, παρὰ ὅλον τὸ ρηγάτον τοῦτον! Ἀληθεία καὶ ὁ Λημὸτ καὶ ὁ Περὸτ ἦσαν αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Γένουβαν· καὶ ὅνταν ἐζητῆσαν τὸν ρῆγα καὶ ἀνοίκτησαν ᾑ φυλακαῖς, ἐξέβησαν οἱ Γενουβίσοι, καὶ ἐξέβησαν καὶ οἱ αἰχ- μάλωτοι ἀπὸ τὴν Γένουβαν. Θωρῶντα τὴν ἀπολογίαν οἱ Γενουβίσοι, ἐστρέψαν τὸν κον- τοσταύλη καὶ τὴν γυναῖκάν του καὶ ἐπῆράν τους εἰς τὴν Γέ- νουβαν. Θωρῶντα οἱ καβαλλάριδες τῆς βουλῆς τὸ ἄμε τοῦ συ- νεσκάρδου, ἐμετανῶσαν καὶ ἐποῖκαν βουλὴν β΄ ἡμέραις, καθο- λικὴν βουλὴν πρῶτον εἰς τὸ σπίτιν τοῦ σὶρ Τουμᾶς Παρέκ τοῦ ἐμπαλῆ τῆς αὐλῆς τοῦ ρηγός, κατὰ πρόσωπα τοῦ Ἀτταλιώτη, τὴ παρασκευὴ τὴ γ΄ ἑβδομάδος τῆς ἁγίας σαρακοστῆς, καὶ τὴ δ΄ τῆς τετάρτης ἑβδομάδος ἔσω τοῦ Περὸτ Μουντολήφ, τοὐ- τέστιν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ σὶρ Τζουὰν τὲ Νόρες τὸ ἐκράτεν ἀμάχιν ἀπὸ τὴν Μαργαρίταν τὲ Νόρες τὴν συμβίαν τοῦ σὶρ Παρτελεμὲ Μουντολὴφ θυγατέραν τοῦ σὶρ Τζουὰν τὲ Νόρες τοῦ τουρκοπουλιέρην, ἡ ποία ἦτον κυρὰ τῆς Στεφάνο Βατιλῆς, τὸ εἶχεν τουέριν καὶ εἶχέν το ἀμάχιν διὰ ὑπέρπυρα ˏα΄ ἄσπρα τῆς Κύπρου. Καὶ ἐφέραν τὸν πατέραν (μου) τὸν κύρην Σταυρινὸν τοῦ Μα(χαι)ρᾶ, ὡς γίον λόγιον, καὶ νὰ καταλάβουν τὸ θέλημάν του καὶ τοῦ λαοῦ· καὶ ἐξ ἀκοῆς ἐγίνωσκεν πολλὴν θεολογίαν, καὶ ἔδειξέν τους καὶ παράστησέν τους ἔμπροσθέν τους ὅλους τοὺς καλλίτερους, νὰ ἔχῃ ὁ τόπος ρῆγα παρὰ νὰ μὲν ἔχῃ. Καὶ οἱ ἀφένταις ἀγαποῦσάν τον, ὁμοίως καὶ οἱ πουρζέζηδες, καὶ παρὰ τὰ πάντα ὁ σὶρ Τουμᾶς Παρέκ· καὶ ὅσον ἐξηλωθῆκαν ἀπὸ τὴν βουλὴν, παραῦτα ἐκηρύξαν τ’ ὄνομαν τοῦ ρὲ Τζὰκ οἱ δέκα· ἀμμὲ ὁ Περὸτ καὶ ὁ Γλημὸτ ἐστάθησαν μερίᾳ. Καὶ τῇ πέμπτῃ τῇ ιγ΄ μαρτίου ˏατπβ΄ Χριστοῦ ἦτον δ΄ ἑβδομάδα τῆς σαρακοστῆς, καὶ τὸ πάσχα ἦτον τῇ ϛ΄ ἀπρίλη, ἐσυνπιάσαν τοὺς ἄρχοντες τῆς βουλῆς, εἶπαν νὰ πέψουν νὰ φέ- ρουν τὸν συνεσκάρδον. Τότε ὁ σὶρ Ἐρνὰτ τὲ Μιλᾶ ἦλθεν ἀπὸ τὴν Γένουβαν, καὶ ἐπρουμουτίασεν πασανοῦ μερίᾳ ἀπὸ τὴν με- ρίαν τοῦ συνεσκάρδου χωρία, διὰ νὰ τὸν θελήσουν· καὶ ὅλοι ἐκουντεντιάσαν, χωρὶς τοὺς δύο ἀδελφοὺς τὸν Περὸτ καὶ τὸν Γλημότ. Καὶ θωρῶντα ὁ σὶρ Ὀτὲτ τὲ Λαμπαμὲ τὸ πῶς δὲν ἀρέσκουν τὰ λογία τῆς βουλῆς εἰς τοὺς δύο ἀδελφούς, ἔμελ- λαν νὰ τοὺς πιάσουν νὰ τοὺς ἀποκλείσουν εἰς τὴν φυλακήν, ἀμμὲ διὰ νὰ μὲν ἐμποδιστῇ τὸ ἔλα τοῦ συνεσκάρδου, ἀπομα- κρίσαν το ὡς τὸν ὀκτώβρην ˏατπβ΄ Χριστοῦ. Πάλε ἐσυναθροί- στησαν εἰς τὴν βουλήν του, καὶ ὡς γίον καλὸς ὅπου ἦτον ὁ Περὸτ ἐξήλονεν τοὺς λᾶς τῆς βουλῆς ἀπὸ τὴν ἐννοίαν τους, διαφέντεψεν πολλὰ δυνατὰ νὰ μὲν ἦναι ἀπότορμος κανένας νὰ πάγῃ ἔξω τῆς Κύπρου νὰ γυρέψῃ τὸν συνεσκάρδον. Καὶ τὸν ὀκτώβρην μῆναν γροικῶντά το ὁ σὶρ Ὀτὲτ Λαμπὰμ ἔπληξεν καὶ εἶπεν τοῦ Περὸτ – φαίνεταί σου διὰ ταῖς ἀφορμαῖς ὅπου λαλεῖς νὰ μείνωμεν εἰς τὸν ὁρισμόν σου καὶ εἰς τὴν ἀφεντίαν σου, τὸ ποῖον παρακαλῶ νὰ μηδὲν γενῇ, ἀλλὰ ζῇ ὁ ρὲ Τζάκ! Καὶ τὸ δεῖλις ἐπέψαν καὶ ἐμηνύσαν τους ὅλοι οἱ καβαλλάριδες οἱ ρογεμένοι μὲ ὅλον τὸν λαὸν ἐβάλαν φωνὴν μεγάλην – βίβα ρὲ Τζάκ! τοὐτέστιν ζῇ ὁ ρήγας ὁ Ἰάκωβος. Καὶ καθεζομένοι εἰς τὴν βουλήν, δὲν ἐθελῆσαν νὰ ἔρτουν οἱ δύο ἀδελφοί, καὶ ἐπέψαν δυναστικῶς καὶ ἐφέραν τους εἰς τὸ ἀπλίκιν τοῦ σὶρ Τζουὰν τὲ Πριὲς τοῦ τουρκοπουλιέρη τῆς Κύπρου, καὶ τὸν κου- βερνούρην καὶ τὸν ἀδελφόν του ἐπιάσαν τους καὶ ἐπέψαν τους εἰς τὴν φυλακὴν εἰς τὸ κάστρον τὸν Λέονταν.","τὸ ἔλα = τον ερχομό κουσεντιάσωμέν = συμφωνήσουμε ψουμία = δωρεές μουλωτὸς = ύπουλος ἐμόσαν = ορκίστηκαν στερεώσουν = στηρίξουν κακὰ = περιπέτειες τὸν κον- = τον αυλάρχη [ο κοντοστάβλης] βουλὴν = συμβούλιο ἐμπαλῆ = βάιλου (περίπου αντιβασιλέας) τουέριν = κληρονομιά ὑπέρπυρα = χρυσά βυζαντινά νομίσματα πουρζέζηδες = δημότες ἐκουντεντιάσαν = συμφώνησαν λᾶς = μέλη ἀπότορμος = τολμηρός ρογεμένοι = οι μισθοφόροι ἀπλίκιν = παλάτι",,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Η διακυβέρνηση του βασιλιά Ιάκωβου,"Μετά τη σύλληψη των δύο υποκινητών του κινήματος εναντίον του Ιάκωβου, αυτός ανακηρύχθηκε και επίσημα βασιλιάς. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον φόρο της δεκάτης που επέβαλε στον λαό αλλά και στις επιδημίες που έπληξαν την Κύπρο κατά τα χρόνια της βασιλείας του. Η αναφορά στην εξουσία του δεν είναι ιδιαίτερα εκτενής και ολοκληρώνεται με την είδηση του θανάτου του το 1398. Επόμενος βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο Ιανός. Το 1404 ξεκίνησε πόλεμο με τους Σαρακηνούς, ο οποίος κράτησε πολλά χρόνια. Γίνεται, για άλλη μία φορά, αναφορά σε επιδημίες που έπληξαν το νησί. Εἰς τοὺς ˏαυιθ΄ Χριστοῦ καὶ κ΄ μέγαν θανατικὸν εἰς τὴν Κύπρον, καὶ ἐπέθανεν ὁ κοντοσταύλης τῆς Κύπρου ὁ Λαμπαμέ. Καὶ εἰς τὰς κ΄ φευρουαρίου ᾳυκ΄ Χριστοῦ ἐγίνην μεγάλη ταραχὴ ἀνάμεσα τοὺς Γενουβίσους καὶ τοῦ ρηγός, καὶ κακὰ ἐμουλῶσαν. Καὶ διὰ τοῦτον δὲν θωροῦμεν τὰ κακὰ ὅπου μᾶς ἔρκουνται, καὶ πολομοῦμεν πολλὰ κακά, καὶ διὰ τοῦτον μερε- τιάζει μας περίττου κακά, παρὰ ποῦ μᾶς ἔρκουνται· ὁ Κύριος εἶπεν, ἀγάπα τὸν πλησίον σου, καὶ ἐμεῖς πολομοῦμεν πᾶσα κα- κὸν κατὰ πρόσωπα τοῦ θεοῦ. Οἱ Σαρακηνοὶ ἐβαστοῦσαν πολλὰ ἀποὺ τὰ κακὰ ἁποῦ τοὺς ἐπολομοῦσαν ἀποὺ τὴν Κύπρον, διότι ἦρταν πολλαῖς φοραῖς καὶ αἰχμαλωτεῦσάν την καὶ πῆραν καὶ ἀνθρώπους καὶ γυναῖκες, καὶ αἰχμαλωτεῦσαν ὅλα τὰ κάστρη τῆς Κύπρου, καὶ πολλαῖς φοραῖς ἐκάψαν την, καὶ μίαν φορὰν τόσον τὴν ἐκάψαν, ὅτι δὲν ἔμεινεν ἄκαγον παρὰ τὸ ὄρος τὸ λεγόμενον Ἀκάμα, καὶ ἐλογίσθην Ἀκάμα. Καὶ διὰ ταῖς πολλαῖς φοραῖς ὅπου ἐκουρσεῦγαν τὴν Συ- ρίαν οἱ κουρσάριδες, ἐσυνεθίζαν καὶ οἱ Κυπριῶταις καὶ ἐκουρ- σεῦγάν τους πολλὰ φανερὰ καὶ ἀδιάντροπα. Οἱ Σαρακηνοὶ εἶ- χαν συνῆθιν καὶ ἐβαστοῦσαν πολλά, καὶ δὲν ἐπέρναν βεντέτ- ταν, ἂν δὲν τοὖχαν πεῖν τοὺς ὀκτρούς τους α΄, β΄ καὶ γ΄, διὰ νὰ ἔχουν νίκην, καὶ ἀπεκεῖ κάμνουν καὶ ἀρχεύγουν νὰ πάρουν βετέττα· ἐπέψαν καὶ ἐμηνῦσάν το τοῦ ρηγός, καὶ ὁ ρὲ Τζε- νίους ἔπεψεν μαντατοφόρον εἰς τὴν Συρίαν τὸν σίρ Τουμᾶς Προβόστου, ͵αυιδ΄, τὸν ποῖον ἐδέκτην ὁ σουλτάνος μὲ μεγάλην τιμήν, καὶ πολλὰ τὸν ἐτίμησεν, καὶ πλούσια κανισκία τοῦ ἔ- δωκεν· καὶ ἔπεψεν μοναῦτα τὸν Διετὰρ μαντατοφόρον εἰς τὴν Κύπρον μὲ τὸν αὐτὸν Προβόστουν, τὸν ποῖον ἐτίμησέν τον ὁ ρήγας καὶ ἐποῖκέν του μεγάλους ὀξόδους, καὶ ἀπλίκεψέν τον εἰς τὰ σπίτια τοῦ σὶρ Τουμᾶς Σπινόλα. Καὶ τὴν κυριακήν, κδ΄ νοεμβρίου ἐχρονίας ᾳυιδ΄ Χριστοῦ, ἐδιαλαλήθην ἡ ἀγάπη μὲ τὴν Συρίαν μὲ μεγάλην τιμὴν καὶ χαράν· ὁ δὲ μωρὸς λαὸς καὶ πολλὰ ἀπὲ τοὺς καβαλλάριδες ἐλαλοῦσαν – εἴδετε, πῶς μᾶς ἐφοβήθησαν, καὶ ἐγυρίσαν μο- ναῦτα νὰ μᾶς κολακέψουν νὰ ποίσωμεν ἀγάπην! Καὶ τῇ πέμπτῃ, ιε΄ γενάρη ͵αυκα΄ Χριστοῦ ἐπέθανεν ἡ κυρὰ ἡ ρήγαινά μας ἡ Τζαρλόττα, καὶ διατὶ ἦτον καὶ ρήγαινα ἀστενὴς ἐβάλαν την ἀπὸ τὴν αὐλὴν τὴν ρηγάτικην κρυφὰ πι- δεξία, μὲν τὸ νώσῃ ὁ ρήγας. Καὶ ἦτον θανατικὸν εἰς τὴν Κύ- προν. Καὶ ἅντα τὴν ἐπήρασιν εἰς τὸ Κα(βα)λλικίον, τότες ἀρ- χέψαν οἱ παπάδες νὰ ψάλλουσιν, καὶ ἐπῆράν την εἰς τὸ μονα- στῆριν τοῦ Σὰν Τομένικου, καὶ ἐθάψαν την εἰς τὸ μέγαν βῆ- μαν εἰς τὴν ἀριστερὴν μερίαν κατὰ πρόσωπα τοῦ κιβουρίου τοῦ ρὲ Τζὰκ τοῦ πεθεροῦ της. Καὶ τῇ πέμπτῃ εἰς τὰς ιε΄ ἰανουαρίου τῆς αὐτῆς ἐχρονίας αυκα΄, ἐπόθανεν καὶ ἡ κυρὰ ἡ ρήγαινα Χελουῆς τὲ Πρεζουηή, ἡ μητέρα τοῦ ρὲ Τζενίου, καὶ ἐθάψαν την εἰς τὸ κιβοῦριν τοῦ ἀντρός της τοῦ ρὲ Τζάκ.","πολομοῦμεν = διαπράττουμε μερε = ανταμείβει ἐβαστοῦσαν = άντεχαν κανισκία = δώρα ἀπλίκεψέν = κατέλυσε, έμεινε κιβουρίου = της σαρκοφάγου",,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Μάχη μεταξύ των Σαρακηνών και των Κυπρίων,"Συγκρούσεις με τους Σαρακηνούς υπήρχαν συνεχώς. Σύμφωνα με μια μαρτυρία που παρατίθεται, εκτιμάται ότι ο σουλτάνος του Καΐρου είχε δίκιο για τις επιθέσεις, καθώς αθετήθηκαν οι συμφωνίες μεταξύ των δύο πλευρών. Ακολουθεί περιγραφή της σύγκρουσης μεταξύ Σαρακηνών και Κυπρίων. Οι Σαρακηνοί λεηλάτησαν και κατέστρεψαν πολλές περιοχές και αιχμαλώτισαν πολλούς, μέχρι που ο βασιλιάς έκανε εκεχειρία μαζί τους και έληξε η διαμάχη. Μετά τον Ιανό, στον θρόνο αναρριχήθηκε ο Ιωάννης Β΄. Τα γεγονότα που ακολούθησαν δίνονται με μεγάλη συντομία και από το 1440 γίνεται πέρασμα στο 1453 και στην πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν και πληθώρα ανθρώπων κατέφυγε στο νησί. Η διήγηση κλείνει με τον θάνατο του Ιωάννη Β΄. Καὶ μετὰ τοῦτον ἐστράφην τὸ φουσάτον τοῦ σουλτάνου μὲ νίκος μὲ τοὺς Μαμαλούκιδες, καὶ ἐξηγήθησαν τὴν ἀταξίαν τοὺς Κυπριώταις, καὶ πῶς εἶναι ἄπρακτοι τῆς ἀντρίας· καὶ τότες ὥρισεν ὁ σουλτάνος καὶ ἐποῖκαν καὶ ἄλλα κάτεργα καὶ τζέρμαις. Καὶ εὑρέθησαν ἐκεῖ Γενουβίσοι μὲ τὸν Μπενὲτ Πα- ραβιζὴν καὶ ἐφουσκόναν τὸν σουλτάνον, λαλῶντα – τίντα δύ- ναμιν ἔχει ὁ ρήγας τῆς Κύπρου νὰ σὲ καταπροσωπίσῃ; Καὶ ἐφουσκῶσάν τον νὰ δυναμώσῃ τὴν μάχην, διὰ νὰ ξοδιάσῃ καὶ νὰ πτωχύνῃ τὸν ρῆγα, καὶ τότε νὰ μποῦν μεσόν τους νὰ τοὺς μερώσουν, ἀπὸ τὸν φόβον τους μηδὲν ἀπηδήσῃ τίποτες τῆς Ἀμμοχούστου. Ὁμοίως καὶ ὁ Μακαραμπὰκ ἦτον εἰς τὴν Ἀ- λεξάντραν ὁ ἀφέντης τῆς Ἀλαγείας μὲ δύο κάτεργα ἐδικά του, καὶ ἔσφιξεν τὸν σουλτάνον καὶ ἀνάγκαζέν τον νὰ πέψῃ τὴν ἀρμάδαν εἰς τὴν Κύπρον. Καὶ τὸν ἰούνιον ˏαυκϛ΄ Χριστοῦ ἔπεψεν ὁ σουλτάνος τὸν Τακριβὲρ τὸν Μεχαμὲτ μὲ ρν΄ ξύλα, τζέρμαις, καὶ κάτεργα, καὶ καραβία, μὲ φ΄ Μαμαλούκιδες καὶ ˏβ΄ χαρφούσιδες, καὶ χ΄ ἀράπιδες, καὶ ἐπεσῶσαν εἰς τὴν Κύπρον εἰς τὴν α΄ ἰουλίου εἰς τὰ Ληνιδία εἰς τὸ πραστεῖον τῆς Αὐδίμου, καὶ τὸ νὰ πεζεύ- σουν ἐπολεμίζαν μὲ τὸ κάστρον τῆς Λεμεσοῦ τὸ ἔκτισεν ὁ ρὲ Τζενίους. Καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ἰουλίου, καὶ ἐλθόντος τὸ μαντάτον εἰς τὸν ρὲ Τζενίον τὸ πῶς ἐπέσω- σεν τὸ φουσάτον τοὺς Σαρακηνούς, ἐξέβην ἀπὸ τὴν Λευκοσίαν τῇ τρίτῃ, τῇ β΄ ἰουλίου ˏαυκϛ΄ Χριστοῦ, καὶ ἐπεσώθην εἰς τὴν Ποταμίαν, ἐγδέχοντα βοήθειαν ἀπὸ τὴν Ρόδον, καὶ ἐκεῖ ἐγιο- μάτισεν. Καὶ ἔπεψεν ἕναν γέρον Μαμουλούκην, ὅπου ἦτον χριστια- νὸς καὶ ἀρνήθην τὸν Χριστόν, μαντατοφόρον εἰς τὸν ρῆγα, καὶ πρὶν νἄρτῃ εἶπαν τοῦ ρηγὸς πῶς ἐπῆραν τὴν Λεμεσόν. Καὶ πάλιν οἱ καβαλλάριδες δὲν τὸν ἀφίναν νὰ μπῇ ὀμπρός του ὁ μαντατοφόρος. Καὶ ὁ ρήγας νὰ ἐμποδίσῃ τὸ ἔλα τους, νὰ μὲν ἔρτουν ἀξάφνου ἀπάνω του, ἔπεψεν τὸν Τζὰκ Δαμπελονία νὰ πάρῃ ὅλον τὸ ἀπεζικὸν καὶ νὰ πάγῃ ὀμπρός. Καὶ διότι μὲ ἔβαλεν ὁ ρήγας εἰς τὸ κρασίν, καὶ ὥρισέ με καὶ ἐπῆγα μὲ τὴν συν- τροφίαν του εἰς τὰ κρασία, καὶ ἐπήγαμεν ὡς τὰ Πυρία, καὶ ἐκοιμήθημαν εἰς τοὺς κάμπους· καὶ ξημερονόντα τῆς παρα- σκευγῆς ἐσηκώθημαν καὶ ἐπήγαμεν εἰς τὴν Χεροκοιτίαν. Ἀλη- θινὰ ἐμπλάσαμεν τὴν πέφτην τοῦ Σφουτζᾶ, ὁ ποῖος ἐκαυχί- στην καὶ ἐπίασεν καμπόσους Σαρακηνοὺς διὰ νὰ δώσῃ καρδίαν τοῦ λαοῦ· τἄπισα ἐμπλάσα(με)ν ἑνοῦ τζακρατόρου ἀπὸ τοὺς ἄτυχους ὅπου ἦσαν εἰς τὴν Λεμεσόν, καὶ ἐξηγήθην μας τὸ πῶς τοὺς ἐπῆραν. Καὶ ἐπέψαν ἕναν μαντατοφόρον εἰς τὸν ρῆγα, καὶ ἔφερέν τον ὁ Φιλιμποῦς ἀπὸ τὴν ἄλλην στράταν, καὶ ἀ- πεκεῖ ἔρχετον ἕνας παιδίος μαντατοφόρος μὲ τὸν τζακράτορον τῆς Λεμεσοῦ· καὶ τὸ ν’ ἀγροικήσῃ ὁ λαὸς πῶς ἐπῆραν οἱ Σα- ρακηνοὶ τὴν Λε(με)σόν, ἐπικράνθησαν πολλά. Τὸ πωρνὸν τὴν παρασκευὴν εἰς τὰς ε΄ ἰουλίου ˏαυκϛ΄ Χρι- στοῦ ἦλθεν ὁ ρήγας μὲ ὅλον τὸ φουσάτον εἰς τὴν Χεροκοιτίαν, καὶ ἀπλικεῦσαν εἰς τὸν πύργον τῆς Χεροκοιτίας μὲ τοὺς κα- βαλλάριδες, καὶ οἱ προδέλοιποι ἐβάλαν τένταις, ἄλλοι ἐβάλαν σκοινία· καὶ ἦσαν ὅτοσα ἀπὸ μακρά, ὅτι ὅταν ἔθελεν ὁ πα- νιέρης νὰ ποίσῃ ὁρισμόν, διότι οὐδὲν εἶχαν τρουμπέττι, ἔβγαι- νεν ἀπὸ τὸ πωρνὸν καὶ ὡς τὸ μεσομέριν δὲν τοὺς ἐγύριζεν· καὶ ἂν ἔμελλε νὰ ὁρίσῃ ἄλλον ὁρισμὸν, ἔβγαινεν τὸ μεσομέριν καὶ δὲν τοὺς ἐγύριζεν ὡς τὴν νύκταν. Οἱ Σαρακηνοὶ ἐγράψαν χαρτὶν καὶ ἐπέψαν τοῦ ρηγός, καὶ ἐπέψαν τού το μὲ ἕναν χωργιάτην, λαλῶντα οὕτως. «Ἐνάρετε ἀφέντη, ἐμεῖς ἤλθαμεν ὡδᾶ, καὶ ἐσοὺ ὡς γίον υἱὸς τοῦ ἀφέντη μας τοῦ σουλτάνου δὲν ἔπεψες τινὰν ἀπὸ τοὺς λᾶς σου νὰ μᾶς προσδεκτῇ τινὰς καὶ νὰ μᾶς ’ξοχνιάσῃ τίντα γυρεύγομε καὶ τίντα ζητοῦμεν· τώρα μηνοῦμέν σου νὰ βγῇς καὶ νά ’λθῃς πρὸς ἐμᾶς νὰ ποίσωμεν δῆμαν κῃνουργίον καὶ στοιχήματα τῆς ἀγά- πης, καὶ μὲ τοῦτον νὰ μὲν ἔχῃς τοὺς ἀζάπιδες καὶ ἑτέρους κουρσάρους μηδὲν μᾶς πλημμελέψουν, οὐδὲ νὰ τοὺς φιλοξενᾷς εἰς τὸ παγισίον σου, ἀμμὲ νὰ ἔχῃς τοὺς φίλους μας διὰ φίλους σου, καὶ τοὺς ἐχθρούς μας διὰ ἐχθρούς σου, ὡς γίον καλοὶ φίλοι καὶ γειτόνοι· καὶ ὁ ἀφέντης μας ὁ σουλτάνος ἔδωκέν μας τὸ πεῦκίν του, νὰ τὸ ἁπλώσωμεν ἀπουκάτω σου διὰ νὰ κάτζῃς· καὶ ὅνταν νἄρτῃς θέλομεν συντύχειν ἀντάμα καὶ θέλεις κρα- τηθῆν εὐχαρισμένος, καὶ μεῖς θέλομέν σε ἀφήσειν καὶ θέλομεν στραφῆν εἰς τὸν ἀφέντην μας· καὶ ἤξευρε, ἂν δὲν ἔρτῃς εἰς αὑτόν μας, θέλομεν ἔρτειν ἐμεῖς εἰς αὑτόν σου· καὶ ἀς ἦσαι θαρρούμενος, δὲν θέλει διαβῆν ἡ Κερική, καὶ θέλομεν ἐσμικτῆν ἀντάμα». Καὶ ἅνταν ἐδιαβάζαν τὸ χαρτίν, ἀναγελοῦσάν τους, διατὶ δὲν τοὺς ἄρεσεν ὁ ὄρδινος τοῦ χαρτίου· καὶ ἄλλοι ἐκοκ- κίζαν καὶ λαλοῦσαν – κομπόνου μας, καὶ πλανοῦ μας! Καὶ ἐπίασαν τὸν μαντατοφόρον τὸν ἔπεψεν ὁ Πικένης καὶ ἐκριτη- ρεῦγάν τον, καὶ ὀτόσα τὸν ἐπλημμελέψαν ὅτι ἔδωκάν του θά- νατον ἄδικα καὶ ἄπιστα, τὸ ποῖον δὲν ἐποῖκαν μαντατοφόρον.","νίκος = νίκη ἄπρακτοι = άπειροι τζέρμαις = αιγυπτιακά καράβια ξοδιάσῃ = ξοδέψει ἀπηδήσῃ = επιτεθεί ἀρμάδαν = τον στόλο, τη στρατιωτική δύναμη ἐπεσῶσαν = έφτασαν ἐγιο = γευμάτισε [γιοματίζω] πέφτην = την ημέρα Πέμπτη τζακρατόρου = τοξότη ἀπλικεῦσαν = εγκαταστάθηκαν ὁ πα- = κήρυκας, αγγελιοφόρος [ο πανιέρης] δῆμαν = συμμαχία ἀζάπιδες = τυχοδιώκτες πλημμελέψουν = να βλάψουν παγισίον = χώρα πεῦκίν = χαλί ἐκοκ = κάγχαζαν ἐκριτη = βασάνιζαν [κριτηρεύγω]",,"Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν",Μαχαιράς Λεόντιος Abstract,"Στο ποίημα αυτό των 130 στίχων ο ήρωας/αφηγητής ονειρεύεται την αγαπημένη του που συνοδεύεται από τον προσωποποιημένο Έρωτα. Το έργο, γραμμένο στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, δίνει, στο πλαίσιο μιας σύντομης επιστολής σε έναν φίλο, πληροφορίες για τον καημό του έρωτα του ποιητή και για το όνειρο, που ελπίζει να του φέρει ευτυχία. Το όνειρο εντέλει θα διακόψει την αυγή το λάλημα ενός κόκορα.",,,Ερωτικόν ενύπνιον,Φαλιέρος Μαρίνος Εισαγωγή και εμφάνιση της αγαπημένης με τον μικρό Έρωτα (στ. 1-50),"Οι πρώτοι δέκα στίχοι αποτελούν την εισαγωγή του ποιήματος. Ο ποιητής απευθύνεται σε κάποιον φίλο του και δηλώνει την πρόθεση να του γράψει μια επιστολή. Σε αυτήν σκοπεύει να μοιραστεί μαζί του, μεταξύ άλλων, και ένα ερωτικό όνειρο που είδε. Το θέμα του ποιήματος δίνεται έτσι από την αρχή του έργου. Η διήγηση του ονείρου ξεκινά με την εμφάνιση της αγαπημένης του με τον μικρό Έρωτα (στ. 11-34). Ο προσωποποιημένος Έρωτας κρατάει τόξο και βέλη και ετοιμάζεται να υπακούσει στη διαταγή της κοπέλας, πληγώνοντας τον ποιητή. Αυτός καλωσορίζει την κόρη και τον μικρό Έρωτα και τον παρακαλεί να του δώσει θάρρος και δύναμη, όπλα για να κερδίσει το αντικείμενο του πόθου του (στ. 35-50). «Ἐρωτικὸν Ἐνύπνιον» στ. 1-50 Φίλε, τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ τὸ ἔχομε μὲ βιάζει νὰ γράψω πρὸς ἐσὲν γραφὴ πονετικὴ νὰ μοιάζη. Λοιπὸν ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ κορμιοῦ ἡ θλίψη καὶ τῶν χεριῶν ὁ τρομασμός, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ λείψη, οὐδὲ μ’ ἀφήνασιν ποτὲ νὰ πιάσω τὸ κοντύλι, οὐδὲ ἡ πρίκα μ’ ἄφηνε λόγος νὰ βγῆ ἐκ τὰ χείλη. Τώρα λοιπὸν ἀνάσανα κι ἐπῆρα λίγο ἀέρα ἀπὸ τὰ τόσα βάσανα τὰ ἔχω νύκτα μέρα. Καὶ θέλω γράψει πρὸς ἐσὲν καὶ ὄνειρον ὁποὺ εἶδα καὶ στέργω νά ’ναι γιὰ καλό, τῆς τύχης μου μερίδα. Ἔχοντα πάντα εἰς λογισμὸν μίαν ἀπ’ ἄλλη χώρα θωρῶ την κι ἦρθε εἰς ὕπνου μου πρὸς τῆς αὐγῆς τὴν ὥρα. Ἔσυρνε καὶ γιὰ συντροφιὰ ἕνα παιδὶ μικρούλι, φορεῖ φτερὰ χρυσόλαμπρα, ἦτον πολλὰ ’μορφούλι καὶ εἶχε ὀμπρὸς στὰ μάτια του μιὰ μεταξένια σκέπη. Εἰσμιὸ θωρῶ καὶ βγάνει τη καὶ στέκει καὶ μὲ βλέπει. Βαστᾶ ταρκασοδόξαρο, σαΐτες πλουμισμένες, ὡς ἔδειξαν μ’ ἐφάνησαν νὰ ἦσαν αἱματωμένες, ὅλες ἐξ αἵματος καρδιᾶς μ’ ἐφάνησαν ὅτ’ ἦσαν. Καὶ μὲ σπουδὴ στὴν κλίνη μου οἱ δυό τους ἐκαθίσαν. Γρικῶ τὸ σπλαχνικὸ παιδί, λέγει: «Κυρά, κοιμᾶται αὐτὸς ὁπού ’τον ἀφορμὴ κι ἐσένα δὲ θυμᾶται. Ὅρισε τί ἔν’ τὸ ρέγεσαι. Τὸν πῆρα ἐξουσιά μου αὐτὸν ποὺ μέλλει ν’ ἀγρυπνᾶ πλιὰ παρὰ σέν, κυρά μου». Κι ἐκείνη λέγει: «Γέμισε τοῦ Πόθου τὸ δοξάρι κι ἔβγαλε μιὰ φαρμακερὴ σαγίτα μὲ ξιφάρι». Σύντομα βλέπω τὸ παιδὶ καὶ τὸ δοξάρι πιάνει καὶ μιὰ σαγίτα δίστομη ἐκ τὸ ταρκάσι ἐβγάνει. Λέγει πρὸς τὴν πολύπονη: «Ποῦ θέλεις νὰ τὸν δώσω; Νὰ τόνε δώσω στὴν καρδιὰ καὶ νὰ τὸν θανατώσω»; Τότες, μοῦ φάνη, λέγει του: «Βάρ’ του εἰς ἄλλον τόπο νὰ τυραννᾶται σότα ζῆ μὲ πόνον καὶ μὲ κόπο». Κι ἐγὼ τὸ ἰδεῖν ἐτρόμαξα κι ἐδάκρυωσεν τὸ φῶς μου θωρώντας τόσο φοβερὸν ὄνειρο τὸ εἶχα ὀμπρός μου. Μ’ ἐφάνηκεν ’τι ἐξύπνησα καὶ ἀνάβλεψεν τὸ φῶς μου καὶ ὁ Ἔρωτας ἐστέκετον μὲ τὸ δοξάρι ὀμπρός μου. Καὶ ἁπλώνω, πιάνω σύντομα ἐκείνη πού ’χα γνώρα καὶ χαιρετῶ: «Καλῶς ἠλθεν ἡ ξένη ἀπ’ ἄλλη χώρα, χίλια καλῶς ἀπέσωσε τὴν εἶχα πεθυμία. Πέ με, κυρά, τίς ἔναι αὐτὸς πὄχεις γιὰ συντροφία μὲ τὰ χρυσόλαμπρα φτερά, μὲ τ’ ὄμορφο δοξάρι»; Λέγει με: «Αὐτὸς ἔν’ ὁ Ἔρωτας ὁπὄχει τόση χάρη. Αὐτὸς μᾶς ἔσμιξε τὰ δυὸ μὲ τὸ γλυκύ του βλέμμα καὶ μὲ τὸ τόξο ποὺ ρωτᾶς μᾶς ἔσφαξεν τὸ πνέμα». Κι ἐγὼ τ’ ἀκούσει ἐστέναξα κι ἐδάκρυσεν τὸ φῶς μου ἐβλέποντας τὸν Ἔρωτα μὲ τὸ δοξάρι ὀμπρός μου. Δένω γοργὸ τὰς χεῖρας μου, τρέχω καὶ προσκυνῶ τον, τρέμοντας καὶ δειλιάζοντας ὅλος παρακαλῶ τον γιὰ νὰ μοῦ δώση χάριτα, θάρρος γιὰ νὰ κερδέσω τὸ πεθυμᾶ ἡ καρδίτσα μου καὶ ἡ ψυχή μου ἀπέσω.","τὸ σπλάχνος = η φιλία, η αγάπη βιάζει = αναγκάζει, εξαναγκάζει, πιέζει γραφὴ = γράμμα πονετικὴ = συμπονετική, που μεταφέρει τον πόνο [επίθ. πονετικός] τοῦ κορμιοῦ ἡ θλίψη = ο σωματικός πόνος τρομασμός = η τρεμούλα κοντύλι = [πηγή: Φίλοι Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης] ""> Διάφορα κοντύλια και πέννες [πηγή: Φίλοι Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης] (καλαμένιο) όργανο γραφής, γραφίδα πρίκα = πίκρα, λύπη στέργω = πιστεύω, θαρρώ ’μορφούλι = όμορφο, ομορφούλικo (ουδ. υποκορ.) σκέπη = κάλυμμα, σκέπασμα, βέλο, μαγνάδι Εἰσμιὸ = μεμιάς, αμέσως, γρήγορα (επίρρ.) ταρκασοδόξαρο = φαρέτρα και τόξο [το ταρκάσι: φαρέτρα (λατ. turcasso), το δοξάρι: τόξο] σαΐτες = βέλη τόξου [η σαΐτα και σαγίτα (λατ. sagitta)] πλουμισμένες = φτερωτές ή στολισμένες/ωραία ζωγραφισμένες [πλουμισμένος, μτχ. παρακ. του πλουμίζομαι] σπουδὴ = βιασύνη, γρηγοράδα κλίνη = κρεβάτι Γρικῶ = ακούω (εδώ) σπλαχνικὸ = τρυφερό [επίθ. σπλαχνικός] τί ἔν’ τὸ ρέγεσαι = τί είναι αυτό που θέλεις/επιθυμείς [(ο)ρέγομαι: επιθυμώ, ποθώ] Τὸν πῆρα ἐξουσιά μου = τον έχω στην κυριαρχία μου [η εξουσιά: κατοχή, κυριαρχία] πλιὰ = περισσότερο (ποσοτ. επίρρ.) δοξάρι = τόξο ξιφάρι = αιχμή βέλους [το ξιφάρι] δίστομη = δίκοπη, με δύο φτερά ή αιχμηρή [επίθ. δίκοπος· η λέξη λέγεται περισσότερο για μαχαίρια και ξίφη, όχι για βέλη] πολύπονη = πολύπαθη, που ταλαιπωρήθηκε πολύ [επίθ. πολύπονος] νὰ τὸν δώσω = να τον χτυπήσω Βάρ’ = χτύπα, πλήξε [προστακτ. του ρ. βαρώ] σότα = όσο, για όσο καιρό (χρον. σύνδ.) φῶς = τα μάτια ἀνάβλεψεν τὸ φῶς μου = κοίταξα προς τα επάνω γνώρα = γνωριμία [φρ. είχα γνώρα: γνώριζα] ἀπέσωσε = έφτασε, ήρθε [αόρ. του αποσώνω] ἐστέναξα = αναστέναξα [αόρ. του ρ. στενάζω] χάριτα = δύναμη [η χάρις, γεν. της χάριτος] ἀπέσω = μέσα (τοπ. επίρρ.)",,Ερωτικόν ενύπνιον,Φαλιέρος Μαρίνος Ο μικρός Έρωτας καθησυχάζει τον ποιητή (στ. 51-100),"Στους στίχους 51-100 ο Έρωτας καθησυχάζει τον τρομαγμένο ποιητή και τον βεβαιώνει πως τον έστειλε ο Πρώτος Έρωτας με πλήρη εξουσία. Είναι προορισμένο ο ποιητής και η κόρη να ζήσουν και να πεθάνουν μαζί. Έτσι, το μόνο που έχουν να κάνουν οι δύο ερωτευμένοι είναι να απολαύσουν τα πλούτη του έρωτά τους, χωρίς να χάνουν χρόνο. Η διήγησή τους διακόπτεται δύο φορές (στ. 57-66 και 85-92) από παρενθέσεις για τον ρόλο της Μοίρας. «Ἐρωτικὸν Ἐνύπνιον» στ. 51-100 Καὶ αὐτὸς γελώντας λέγει με: «Στέκε, μηδὲν δειλιάζης καὶ ἄντρεψε τὴν καρδίτσα σου καὶ μὴν ἀναστενάζης. Κι ἰδές, τὸ θέλεις ζήτηξε, ὅτ’ εἶμαι ὁρισμένος, ἀπὸ τὸν Πρῶτον Ἔρωταν σ’ ἐσὲν ἀποσταλμένος κι ἔχω ξουσιάν, ὡς θὲς ἰδεῖ, νὰ κρίνω τοὺς ποθοῦσι, αὐτοὺς ὁπὄχουν πεθυμιά, φλόγαν καὶ δὲ μποροῦσι [Κι ἤξευρε, τὸ μελλάμενο ἐκ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀθρώπου οἱ Μοῖρες τὸ μοιραίνουσι, σὰ γεννηθῆ μὲ κόπου. Γι’ αὐτὸ κι ἐσέν’ ἡ Μοίρα σου ἂ σὄγραψε καὶ μέλλει, θέλεις τὴν πάρει, πίστεψε, στὸ πεῖσμα ποὺ δὲ θέλει». Κι ἐγὼ τοῦ λέγω: «Ἔρωτα, ἂν ἔν’, σὰ λές, καὶ μοιάζει τοῦ καθενὸς καὶ ἂ μέλλεται, δὲν πρέπει νὰ κοπιάζη, λοιπὸν δὲν κάμνει χρειὰ τινὰς οὐδόλως ν’ ἀγαπήση, ἀφείτις ἔν’ μελλάμενο ἡ Μοίρα νὰ τὸ ποίση· τοῦ καθενὸς καὶ ἂ μέλλεται, πρέπει γιὰ ν’ ἀνιμένη σότα νὰ ἔλθη ὁ καιρὸς τὸ πεθυμᾶ νὰ γένη»]. Αὐτείν’ ἡ κόρη ἦρθε ψὲς στὴν Ἐρωτοκρατία κι ηὗρε τὸν Πρῶτον Ἔρωτα μ’ ὅλην τὴν συντροφία. Καὶ κλαίει καὶ θρηνοβολεῖ, ἀρχίζει καὶ δηγᾶται καὶ πρὸς τὸν Πρῶτον Ἔρωτα πολλὰ παραπονᾶται. Καὶ ἀρχίζει, λέγει: «Ἔρωτα, ἀπὸ χρονῶν δεκάξι ἐγράφτηκα γιὰ δούλη σου κι ἐγὼ κατὰ τὴν τάξη κι ἔβαλα εἰσμιὸν τὸν πόθο μου εἰς νιὸν ὁποὺ μ’ ἐφάνη πολλὰ καλὸς καὶ μετὰ μὲ νὰ ζήση, ν’ ἀποθάνη. Καὶ αὐτὸς ἐμένα ἀγάπησε στεριὰ κι ἐμπιστεμένα κι εἶχα κι ἐγὼ τὸ θάρρος μου γιὰ νὰ χαρῆ μ’ ἐμένα. Τώρα τὸ πῶς μ’ ἐγίνηκε κι ἔβαλα σ’ ἄλλον πόθο; Καὶ ἂν ἔν’ κι ἐσὺ τὸ θέλησες, πές με το νὰ τὸ γνώθω, νὰ μὴν πρικαίνω τὸ κορμὶ καὶ τὴν καρδιὰ νὰ φλέγω καὶ μὲ τὴν παραπόνεση τὴν τύχη μου νὰ κλαίγω». Τότες ἀρχίζει ὁ φοβερὸς ὁ Πρῶτος τῶν Ἐρώτων καὶ λέγει: «Κόρη, θάρρεσε σ’ αὐτὸν καὶ ἄφες τὸν πρῶτον, στερέωσε τὴν ὄρεξη ’ς τοῦτον ποὺ λέγεις τώρα, καλὰ καὶ ἂ λείπεται ἀπ’ ἐδῶ κι ἔναι σὲ ξένη χώρα. [Γιατὶ ὅταν ἐγεννήθηκες ἦρθε σ’ ἐμέν’ ἡ Μοίρα γελώντας καὶ χαιράμενη κι ἐκτύπησε στὴν θύρα. Λέγει με: «Ἐγεννήθηκε μιὰ νιὰ τὴν ὥραν τούτη κι εἰς τ’ ὄνομα τοῦ ὁδεινὸς ἄμε καὶ γράψε μού τη». Κι εἶπε μου καὶ ἄλλα περισσὰ ἡ Μοίρα σου γιὰ σένα κι εἰς τὸν τροχὸν τῆς Ἐρωτιᾶς ὅλα τά ’χω γραμμένα. Γι’ αὐτὸν ἐγὼ κι ἡ Μοίρα σου, ἐγὼ καὶ αὐτὸς ὑστέρου μέλλει σου εἰς πλούτη καὶ τιμὴ οἱ τρεῖς μας νὰ σὲ φέρου]. Καὶ νὰ τὸ ξεύρης καθαρά: σ’ ἄλλον νὰ μὴ ἀθιβάνης, γιατὶ σὲ μέλλει μετ’ αὐτὸν νὰ ζήσης, ν’ ἀποθάνης». Τὰ ἄκουσα κι εἶδα εἶπα σου καὶ θώρειε τὸν γιατρό σου κι ἰδὲς τὸ γληγορώτερο νὰ γιάνης τὸ κακό σου. Γιατὶ καιρὸς ὁπ’ ἀπερνᾶ οὐδὲ γυρίζει πλέο καὶ τὸ ’χεις χρεία γύρεψε κι ἄλλον οὐδὲ σοῦ λέω. Κι ἔχετε γειά, ἀφήνω σας, καὶ ὁ καθεεὶς ἂς γνώθη: γυρέψετε τῆς ἐρωτιᾶς τὸ βιὸ τὸ σᾶς ἐδόθη».","τοὺς ποθοῦσι = αυτούς που αγαπούν μοιραίνουσι = ορίζουν τη μοίρα, προδιαγράφουν το πεπρωμένο (προκ. για τη Μοίρα) χρειὰ = ανάγκη ἀφείτις = επειδή (αιτιολ. σύνδ.) ἀνιμένη = περιμένει, αναμένει, προσδοκά [ανιμένω] σότα νὰ = ώσπου να (χρον. σύνδ.) ψὲς = χτες (χρον. επίρρ.) Ἐρωτοκρατία = το Κράτος του Έρωτα θρηνοβολεῖ = θρηνεί σπαρακτικά εἰσμιὸν = μεμιάς, αμέσως, γρήγορα (επίρρ.) στεριὰ = στέρεα, δυνατά (τροπ. επίρρ.) γνώθω = γνωρίζω πρικαίνω = πικραίνω, στεναχωρώ ἔναι = είναι νιὰ = νέα, κοπέλα [επίθ. νιος, εδώ το θηλ. ως ουσ.] ὁδεινὸς = κάποιου [αντων. οδείνα(ς)] ὑστέρου = ύστερα (χρον. επίρρ.) ἀθιβάνης = έχεις τον νου (σου) γιάνης = θεραπεύσεις [γιαίνω, ως μτβ.] πλέο = πια (χρον. επίρρ.) χρεία = ανάγκη γυρέψετε τῆς ἐρωτιᾶς τὸ βιὸ τὸ σᾶς ἐδόθη = γυρέψετε αμέσως τα αγαθά του Έρωτα που σας δόθηκαν [το βιος: θησαυρός, αγαθά, πλούτη]",,Ερωτικόν ενύπνιον,Φαλιέρος Μαρίνος Ο ποιητής ξυπνάει από το λάλημα του πετεινού (στ. 101-130),"Ο ποιητής, αφού άκουσε τα ενθαρρυντικά και ελπιδοφόρα λόγια του Έρωτα, πλησιάζει την αγαπημένη του χαρούμενος. Όμως, τη στιγμή που φτάνει να την αγκαλιάσει (στ. 101-104) εμφανίζεται η Μοίρα και τον διακόπτει. Εκείνος την καλωσορίζει και της προσφέρει κάθισμα (στ. 105-116). Το λάλημα του πετεινού διακόπτει ξαφνικά το όνειρο (στ. 117-118) και ο ποιητής μάταια προσπαθεί να ξαναβρεί τη Μοίρα και την αγαπημένη του (στ. 119-124). Το ποίημα τελειώνει με την προτροπή στους αναγνώστες να μάθουν πώς να συμπεριφέρονται στον Έρωτα και να δείχνουν την εκτίμησή τους σε αυτόν τον «φρικτό ρήγα» που κυβερνά τις ζωές τους (στ. 125-130). «Ἐρωτικὸν Ἐνύπνιον» στ. 101-130 Κι ἐγὼ τ’ ἀκούσει, φίλε μου, ἐχάρηεν ἡ ψυχή μου. Εἰσμιὸν ἐσίμωσα κοντὰ στὴν πολυπόθητή μου καὶ ἅπλωσα τὸ χεράκι μου στ’ ὡριό της τὸ τραχήλι κι ἐσίμωσα τὰ χείλη μου πρὸς τὰ δικά της χείλη. [Τότες ἤκουον ἔκτυπον κι ἔκρουγεν εἰς τὴν θύρα. Λέγω: «Τίς ἔναι;» Λέγει με: «Ἄνοιξε, ἐγώ ’μαι, ἡ Μοίρα». Τότες ἡ κόρη λέγει μου: «Δράμε νὰ τῆς ἀνοίξης καὶ ἂν ἤσουν φρόνιμος ποτέ, τώρα τὸ θέλεις δείξης». Τρέχω μὲ τὸ ποκάμισο καὶ ἀνοίγω της καὶ μπαίνει κι ἀπὲ τὰ κάλλη τά ’μορφα μ’ ἐφάνη καὶ λαμπαίνει. «Χίλια καλῶς ἀπέσωσε, χίλια καλῶς τὴν εἶδα τὴν σπλαχνικότατην κερὰ καὶ Μοίρα μου, ἐλπίδα». «Ζωήν, χαρὰν καὶ γειὰν πολλὴ νά ’χετε», λέγ’ ἡ Μοίρα, καὶ μὲ τὸ βλέμμα τὸ γλυκὺ τοὺς δυό μας ἐσυντήρα. Βάνω θρονὶν καὶ λέγω της: «Ἔλα, κερά, νὰ ζήσης, θωρῶ σε ’τι ἦλθες μὲ σπουδή, κάτσε νὰ ξατονήσης»]. Τότες ἔκραξε ἀλέκτορας κι ἐμένα ξύπνησέ με καὶ τ’ ὄνειρον ὁπὄβλεπα ἐπῆγε καὶ ἄφηκέ με. [Καὶ πάλι, λέγω, ἂς κοιμηθῶ, μὲ τούτην τὴν ὀλπίδα, μήνα γυρίση τ’ ὄνειρο· τέτοιο καλὸ δὲν εἶδα. Γυρίζω ’δῶ, γυρίζω ’κεῖ, τὴν Μοίραν δὲν ηὑρίσκω, οὐδὲ τὴν νιὰν ποὺ κράτουνα· ὤχου καὶ πόσα πλήσκω! Ὁ πετεινὸς μοῦ τό ’φταισε· ἂ δὲ μέ ’χε ξυπνήσει, ὁλοτελὶς ἡ Μοίρα μου μοῦ τὸ ἤθελε ξεφλήσει]. [Ἂς μάθη ὁ νιὸς ὁπ’ ἀγαπᾶ σ’ ἐκεῖνο τὸ γυρεύει, στὸν κόσμον ὅπου περπατεῖ, μὲ τί τρόπο νὰ ὁδεύη, γιατὶ ἔν’ πολλὰ χρειαζόμενο στοὺς νιοὺς γιὰ νὰ κατέχουν, ὁποὺ ποθοῦν στὸν ἔρωτα, τὸ πῶς νὰ τὸν ξετρέχουν. Λοιπὸν τὸ ρήγα τὸν φρικτὸν Ἔρωτα νὰ τιμοῦμε, καὶ ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σᾶς πῶ στὴ ρίμα ποὺ δηγοῦμαι].","Εἰσμιὸν = μεμιάς, αμέσως, γρήγορα (επίρρ.) ὡριό = ωραίο, όμορφο [επίθ. ωριός] τραχήλι = λαιμό ἔκτυπον = χτύπο, δυνατό ήχο [ο έκτυπος] Δράμε = τρέξε [προστ. αορ. του ρ. τρέχω] ἀπέσωσε = έφτασε, ήρθε [αόρ. του ρ. αποσώνω] ἐσυντήρα = κοίταζε, παρατηρούσε [συντηρώ] θρονὶν = κάθισμα σπουδή = βιασύνη, γρηγοράδα ξατονήσης = ξεκουραστείς [ξατονώ] ἀλέκτορας = πετεινός, κόκορας νιὰν = νέα, κοπέλα, κόρη [επίθ. νιος, εδώ το θηλ. ως ουσ.] ὤχου = ωχ, αλίμονο (επιφ.) πλήσκω = κατσουφιάζω ὁλοτελὶς = τελείως, εντελώς, ολότελα (τροπ. επίρρ.) ξεφλήσει = εξοφλήσει κατέχουν = ξέρουν, γνωρίζουν ξετρέχουν = επιδιώκουν, ψάχνουν, αναζητούν ρήγα = βασιλιά [ο ρήγας, από τη λατινική λέξη rex] ρίμα = ποίημα (με ομοιοκαταληξία)",,Ερωτικόν ενύπνιον,Φαλιέρος Μαρίνος Abstract,"Ερωτική μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου, γραμμένη στις αρχές του 17ου αιώνα, δομημένη σε πέντε μέρη και αποτελούμενη από περίπου 10.000 στίχους. Πρόκειται για την πολύ δημοφιλή στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, και μέχρι σήμερα, ιστορία της βασιλοπούλας Αρετούσας που αγαπήθηκε με τον γιο ενός συμβούλου του πατέρα της και υπέμειναν τέσσερα χρόνια εκείνος την εξορία και αυτή τη φυλακή, μέχρι ο βασιλιάς να αποδεχτεί τον Ρωτόκριτο αναγνωρίζοντας την ανδρεία και τη φρόνησή του.",,,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Τα θέματα του έργου (Α 1-18),"Ο ποιητής αρχίζει αναφέροντας ποια είναι τα θέματα που θα τον απασχολήσουν και τα οποία θέλει να προβάλει με το έργο του: η αστάθεια και οι αλλαγές της τύχης με το πέρασμα του χρόνου, οι πολεμικές συγκρούσεις και ο έρωτας. Προτρέπει όσους έχουν γνωρίσει τον έρωτα να κρατήσουν ως παράδειγμα την ιστορία που θα αφηγηθεί, παροτρύνοντάς τους να τη χρησιμοποιούν για να συμβουλεύουν και άλλους. ΠΟΙΗΤΗΣ Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν· και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν, μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν· και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη· αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν σ’ μιά Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα, ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραμμένα· να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει πάντα σ’ αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει. Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει, εις μιάν αρχή [α’ βασανιστεί], καλό το τέλος έχει. Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού’χει γνώση, για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.","μ’ εκινήσασι = με παρακίνησαν ν’ αναθιβάλω = να μνημονεύσω τά = αυτά που ομάδι = μαζί αμάλαγη = αγνή ν’ αφουκραστεί = ν’ ακούσει ξόμπλι = απόδειξη, παράδειγμα [α]ρμηνειά = συμβουλή να μην κομπώνει = να μην ξεγελά, να μην εξαπατά πιβουλιά = υστεροβουλία, δόλο ξετρέχει = επιδιώκει οπού = αυτός που",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Οι νεαροί πρωταγωνιστές (Α 51-86),"Έχοντας παρουσιάσει τον τόπο και τον χρόνο της πλοκής του έργου του, και αφού μίλησε για το βασιλικό ζεύγος της ιστορίας, ο ποιητής παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές του: δεν είναι ίσως χωρίς σημασία ότι αρχίζει από την Αρετούσα και την παρουσιάζει με περισσότερους στίχους απ’ ό,τι τον Ρωτόκριτο. Η κοινωνική τους διαφορά δηλώνεται από την αρχή (η μία είναι βασιλοπούλα, ενώ ο άλλος γιος συμβούλου του βασιλιά). Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που’φεξεν το Παλάτι, αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει. Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ’ οι άλλοι. Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν, κ’ οι γειτονιές εχαίρουνταν κ’ οι τόποι αναγαλλιούσαν. Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι, και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη. Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη πως για να το’χου’ θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη. Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα. Xαριτωμένο θηλυκό τως το’καμεν η Φύση, και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση. Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη. K’ ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα, πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα. Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα, κ’ επάψασιν οι λογισμοί, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’. Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη, συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι. M’ απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ’ όνομά του· του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο, και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο. Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο, φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο. Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα’χε γερόντου γνώση, οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση. Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα’, ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα· κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ Άστρη εγεννήσαν, μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν. Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει να μάθει εκείνα που’δασι, κ’ εκείνος δεν κατέχει.","Θεράπιο = ανακούφιση, ικανοποίηση Pήγας = βασιλιάς Pήγισσαν = βασίλισσα Xώρας = πόλης πάντοθ’ = παντού τακτική = κόσμια, καθώς πρέπει χαριτωμένη = γεμάτη χάρες γράμμα = εδώ, μόρφωση φρόνεψη = φρόνηση, σύνεση μπιστεμένοι = έμπιστοι εκράζαν = έλεγαν, ονόμαζαν ήτο θαρρετός = είχε θάρρος να μπαινοβγαίνει, ήταν έμπιστος ζάλο = βήμα κανακιασμένο = κανακεμένο, χαϊδεμένο αξαζόμενο = άξιο η ερμηνειά του βρώση = η συμβουλή του (ήταν) τροφή φλέγα = φλέβα, πηγή εμοιράνασι = τον στόλισαν οι Μοίρες (με χάρες) καταστάμενους = ηλικιωμένους ήπρασσε = έκανε παρέα, συναναστρεφόταν ξετρέχει = επιδιώκει κατέχει = γνωρίζει",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η γέννηση του έρωτα – Ρωτόκριτος (Α 271-312),"Αμέσως μετά την παρουσίαση του Ρωτόκριτου στην αρχή του έργου, ο ποιητής αφηγήθηκε πώς γεννήθηκε μέσα στην καρδιά του ο έρωτας, καθώς από παιδί σύχναζε στο παλάτι για να κάνει παρέα στη μικρή βασιλοπούλα. Μόνο πρόσφατα βρήκε το θάρρος να το εξομολογηθεί στον καλύτερό του φίλο, Πολύδωρο, ο οποίος άρχισε να του μιλά αποτρεπτικά για έναν τέτοιο κοινωνικά αταίριαστο δεσμό. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Ρωτόκριτος του εξηγεί γιατί είναι αδύνατον να βγάλει αυτή την αγάπη από την καρδιά του, χρησιμοποιώντας μια σειρά σχημάτων λόγου, για να δείξει πώς αναπτύχθηκε μέσα του. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν’ αρχίσω να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω, να’βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω, και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω· και σ’ άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω, και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω. Kι ως το λογιάσω, μου’ρχεται μεγάλη λιγωμάρα, τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου’ρχεται τρομάρα· θαμπώνουνται τα μάτια μου κ’ η όψη απονεκρώνει, ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει· κι οπίσω α’ θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ’ αμπώθει σ’ εκείνο που ο λογαριασμός κ’ η γνώση πλιό δε γνώθει. Λόγιασε σ’ ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι· πέ’ μου, πώς θες να βουηθηθώ σ’ έτοια δουλειά μεγάλη; Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο, μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο. Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω, και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω. Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ’ ήβανεν εις τα βάθη, κ’ ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά’θη. Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι, κ’ ήρχιζεν κ’ εστρατάριζεν, κ’ εσιγανοπορπάτει. Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη, κ’ ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι. Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει, τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει, κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ’ ώρα μεγαλώνει, και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει, κι απ’ άφαντο κι από μικρό, που’τον όντεν εφάνη, κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει— το ίδιο εγίνη κ’ εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη. Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη, μα εδά’χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη εγίνη, οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ’ αφήνει. K’ η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει, κι οπού με τσ’ αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει, θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι, πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη· σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει, και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει. Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει, κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει.","πλιό = πλέον ήνιωσα = κατάλαβα (ότι είναι καλό να) τό κρατώ ανημπόρετο = αυτό που θεωρώ αδύνατο ως το λογιάσω = μόλις το σκεφτώ λιγωμάρα = λιποθυμία ίδρο του ψυχομαχημού = ιδρώτα από την αγωνία του ανθρώπου που πεθαίνει μ’ αμπώθει = με σπρώχνει λογαριασμός = η λογική γνώθει = καταλαβαίνει, γνωρίζει Λόγιασε = υπολόγισε ίντα = τί λογής (κατάσταση) άφαντη = ασήμαντη κι ώς τη θωριά να σώσω = μέχρι το κοίταγμα, το βλέμμα, να αρκεστώ αγάλια-αγάλια = σιγά σιγά κουζουλό = τρελό εστρατάριζεν = περπατούσε με αστάθεια σαν το μωρό προθυμερόν = γρήγορο άπραγή = άπειρη αψήφιστη = ασήμαντη εξά = εξουσία πούρι = ωστόσο αθάλη = στάχτη δεν το λογιάζει = δεν το φαντάζεται, δεν το υπολογίζει κεντά = καίει, φλέγεται",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η γέννηση του έρωτα – Αρετούσα (Α 607-678),"Ο Ρωτόκριτος, με τη συντροφιά του Πολύδωρου, τραγουδά τις νύχτες ερωτικά τραγούδια κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του, η οποία ξενυχτά για να τα ακούει. Εντυπωσιασμένος και ο βασιλιάς από τα ωραία τραγούδια, στέλνει ένα βράδυ στρατιώτες να συλλάβουν τους τραγουδιστές για να μάθει ποιοι είναι. Όλο το παλάτι συζητά τη γενναιότητα των δύο νέων να αποκρούσουν τους «δέκα αρματωμένους» και ο έρωτας δυναμώνει ακόμη περισσότερο στην καρδιά της Αρετούσας, η οποία αποφασίζει, όπως βλέπουμε στο απόσπασμα που ακολουθεί, να εξομολογηθεί στην παραμάνα της το γεγονός. Εκείνη, κεραυνοβολημένη από όσα ακούει, αρχίζει έναν μακρύ αγώνα επιχειρηματολογίας για να την αποτρέψει, ο οποίος θα διαρκέσει μέχρι το τρίτο μέρος του έργου. ΠOIHTHΣ H Aρετούσα τ’ άκουγε τούτ’ όλα, οπού μιλούσαν, κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα’ μες στην καρδιά κι ανθούσαν· κ’ επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν, κ’ εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν, να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει, οπ’ έτοιες χάρες κι αρετές, κ’ έτοια γλυκότην έχει. Eπλήθυνεν η παίδα τση κ’ η πείραξις η τόση, κ’ ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν’ αλαφρώσει· να συνηφέρει ο λογισμός οπού την-ε πειράζει, να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει. Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη, κι ώρες βιβλία τω’ φρόνιμων εδιάβαζε κ’ εθώρει. K’ ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση, να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει. Mα ουδέ τα ξόμπλια τ’ ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα, αλάφρωσιν εις το κακόν οπού’χε δεν τσ’ εκάμα’. Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ’ αρέσει, στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει. Πάντά’ν’ ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα, και πάντα στα θολά νερά και στ’ ανεκατωμένα. Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται, και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται. Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση, με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση. APETOYΣA «Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα, και τα τραγούδια κ’ οι σκοποί αξάφνου μ’ επλανέσα’· και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω, ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ’ έγνοια μεγάλην έχω· και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα, κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μου’ρχεται λιγωμάρα. Mηδέ θαρρείς σ’ πράμ’ άπρεπον η Πεθυμιά κινά με, και κάλλιο να’πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι. Mα ως ρέγουμου’ να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου’, ποιός είναι να το εκάτεχα, να τον-ε συχνοθώρου’. Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ’ της αντρειάς τη χάρη, αυτός θέ’ να’ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι· γιατί σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι, πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι. Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ’ να’ναι αναθρεμμένος· και το δεντρόν οπού’καμεν ανθό έτσι μυρισμένο, σε τόπον άξο κι όμορφο το’χουσι φυτεμένο». ΠOIHTHΣ ’Tό να γρικήσει η Nένα τση τά’λεγε η Aρετούσα, φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα’. K’ εθώρειε μιά κακήν αρχή που’χει να φέρει πόνους, που’χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους. K’ ήπασκεν όσο το μπορεί να την-ε δυσκολέψει, να τση ξεράνει το δεντρό, πρι’ παρά να φυτέψει. ΝΕΝΑ Kαι λέγει τση· «Παιδάκι μου, ίντά’ναι τά δηγάσαι; Δεν είσαι η Aρετούσα πλιό, άλλη λογιάζω να’σαι! Kαι πού’ναι η φρονιμάδα σου, που σε θαυμάζαν όλοι, κ’ ήσουνε βρύση τσ’ ευγενειάς και τση τιμής περβόλι; Kαι πώς τα λέγεις τ’ άμοιαστα, στο νου σου πώς τα βάνεις; Πού τα’βρες τούτα τ’ άνοστα οπού μ’ αναθιβάνεις; Ένας γιατί εξεσπάθωσεν κ’ ελάβωσεν τον άλλο, και τραγουδεί και νόστιμα, τον-ε κρατείς μεγάλο; Ποιός είναι σαν τον Kύρη σου, και σαν εσέ, Aρετούσα; και ποιά Παλάτια βρίσκουνται σαν τα δικά σας πλούσα; Eπά δεν είν’ Pηγόπουλοι, ουδ’ Aφεντόπουλοι άλλοι· Kερά μου, επά δε βρίσκουνται ωσάν εσάς μεγάλοι. Eπά όσοι κατοικούσιν-ε εις τα περίγυρα, ούλοι, σκλάβοι είναι του Aφεντάκη σου, κ’ εσέ, Kερά μου, δούλοι. Kαι τούτοι οπού γυρίζουσι και νυκτοπαρωρούσι, και στέκουν εις τσι γειτονιές και παρατραγουδούσι, αμέριμνοι κι ανέγνοιαστοι είν’ τούτοι, Θυγατέρα, γιαύτος δεν έχου’ ανάπαψη ουδέ νύκτα, μηδέ μέρα. Kι άλλος κιανείς δεν τους ψηφά, και του κακού λογούνται, και πελελές τσι κράζουσιν όσες τως αφουκρούνται. Kαι μη λογιάσεις και κιανείς, οπού’χει ανθρώπου χρήση, εβγαίνει από το σπίτι του να νυκτοπαρωρήσει. Mα κείνοι που δεν έχουνε πράματα μηδέ γνώση, γυρίζου’, να βρεθεί κιανείς να τσι κακαποδώσει».","παίδαν = βάσανο, μαρτύριο κατέχει = γνωρίζει οπ’ έτοιες = που τέτοιες πείραξις = ενόχληση, πειρασμός ήπασκεν = πάσχιζε να συνηφέρει = να συνέλθει ψιλότητες ξομπλιών = λεπτή εργασία κεντήματος ψιλότης γράμμα = βιβλία με καλλιγραφία ή και εικονογράφηση αλάφρωσιν = ανακούφιση να τση φελέσει = να την ωφελήσει ραθυμώ = αδημονώ, λαχταρώ λιγωμάρα = λιποθυμία κάλλιο = καλύτερα Mα ως ρέγουμου’ να του γρικώ = όπως χαιρόμουν να τον ακούω απαρθινά = στ’ αλήθεια εθώρειε = έβλεπε ήπασκεν = πάσχιζε ίντά = τι (ερωτ.) πλιό = πλέον άμοιαστα = άπρεπα αναθιβάνεις = λες κρατείς = θεωρείς, νομίζεις Kύρη = πατέρα Eπά = εδώ Pηγόπουλοι = βασιλόπουλα νυκτοπαρωρούσι = γυρίζουν ώς αργά τη νύχτα παρατραγουδούσι = σιγοτραγουδούν γιαύτος = γι’ αυτό ψηφά = υπολογίζει κακού λογούνται = θεωρούνται δυστυχισμένοι και πελελές τσι κράζουσιν όσες τως αφουκρούνται = τις χαρακτηρίζουν ανόητες όσες τους ακούνε/τους δίνουν σημασία χρήση = αξία να τσι κακαποδώσει = να τους δώσει κακό τέλος",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Το εγκώμιο του Ρωτόκριτου (Α 851-874),"Ανάμεσα στα αντεπιχειρήματα που η Αρετούσα προβάλλει στην παραμάνα της Φροσύνη για την αξία του άγνωστου τραγουδιστή, είναι η γνώση και η φρόνηση που έχει επιδείξει με τη συμπεριφορά του, αλλά κυρίως το ταλέντο του στον λόγο, όπως φαίνεται από τους στίχους των τραγουδιών του. Όλα συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για άνθρωπο με αρχοντικά χαρακτηριστικά. ΑΡΕΤΟΥΣΑ «Eτούτος ο τραγουδιστής, Nένα, πολλά κατέχει, και, σα λογιάζω, εις φρόνεψιν ταίρι ποθές δεν έχει. Σαν είδε πως ο Kύρης μου θέλει να τον-ε μάθει, ήπαψεν την ξεφάντωσιν, κι εφήκε με στα Πάθη, οπού’παιρνα αναγάλλιασιν όλην την ώρα εκείνη, οπού ετραγούδειεν κ’ ήλεγεν τσ’ Aγάπης την οδύνη. Nένα, για μένα-ν ήσανε τούτα όλα δίχως άλλο. Aυτός θέ’ να’ναι ένα κορμί φρόνιμο και μεγάλο. Tα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω, γραμμένα τα’χω, και συχνιά κλαίγοντας τα διαβάζω. Kι αλλού ποθές δεν τ’ άκουσα, μηδ’ είδα τα γραμμένα, κατέχω το, γνωρίζω το, πως ήσαν ο-για μένα· κι από την πρώτη αργατινήν, που’παιξε το λαγούτο, ελόγιασά το, κ’ είπα το· “Για μένα-ν ήτον τούτο.” Mα ο φόβος θέ’ να τον κρατεί, για κείνο δεν το δείχνει, μόνο τη νύκτα, στο σκοπό, παραπετρές μού ρίχνει. Tρεις μήνες μ’ έτοια δούλεψη, μ’ έτοια αρχοντιάν και τάξη, ποιά να’χε στέκει δυνατή, να μην την-ε πατάξει; Kαλά και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομεν ποιός είναι, από τα λόγια τα’μορφα, κορμί μεγάλον είναι. Aπ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει· κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον, κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.","κατέχει = ξέρει, γνωρίζει ποθές = πουθενά Kύρης = πατέρας ξεφάντωσιν = διασκέδαση, γλέντι Nένα = παραμάνα κορμί = άνθρωπος, πρόσωπο (ως ανθρώπινη υπόσταση) αργατινήν = βραδιά στο σκοπό, παραπετρές μού ρίχνει = στο τραγούδι μού βάζει υπαινιγμούς έτοια = τέτοια, τέτοιου είδους δούλεψη = υπηρεσία να μην την-ε πατάξει; = να μην τη βάλει σε δοκιμασία; Kαλά και = αν και, μολονότι οπού = αυτός που",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο βασιλιάς αποφασίζει ένα κονταροχτύπημα. Αρρωσταίνει ο Πεζόστρατος (Α 1307-1392),"Στην προσπάθειά του να ξεπεράσει τον κοινωνικά αταίριαστο έρωτά του, ο Ρωτόκριτος έχει φύγει για ταξίδι. Εμπιστεύτηκε μόνο στη μητέρα του τα κλειδιά του σπιτιού του με την επισήμανση ότι έχει μέσα σε ένα ντουλάπι χαρτιά που δεν πρέπει να δει κανείς. Εντωμεταξύ, η Αρετούσα έχει περιπέσει σε μελαγχολία, γιατί δεν ακούει πια τον τραγουδιστή ούτε γνωρίζει ποιος είναι. Σε αυτό το απόσπασμα ο πατέρας της, βλέποντάς την έτσι αγνώριστη και θλιμμένη, για να την διασκεδάσει αποφασίζει να οργανώσει στο παλάτι ένα κονταροχτύπημα, με έπαθλο ένα χρυσό στεφάνι φτιαγμένο από τα χέρια της. Η Αρετούσα ελπίζει ότι σ’ αυτό θα πάρει μέρος και ο άγνωστος αγαπημένος της. Ωστόσο, οι προσευχές της να μάθει ποιος είναι έχουν αρχίσει να εισακούονται… O Kύρης, να την-ε θωρεί να’ν’ έτσι αποδομένη, ασούσουμη κι ανέγνωρη, χλομή και μαραμένη, δεν ξεύροντας την αφορμή, ίντά’ναι οπού την κρίνει, κ’ εχάθηκαν τα κάλλη τση κ’ έτοιας λογής εγίνη, ερώτα την καθημερν[ώς], ομάδι με τη Nένα, ίντά’ναι και τα κάλλη τση ελιώσαν κ’ εχλομαίνα’. Ήλεγε τό δεν ήτονε, και την αλήθεια χώνει, ήδειχνε την πασίχαρην ο-για να τσι κομπώνει, κ’ ηύρισκε χίλιες αφορμές εις ό,τι κι αν τση ελέγαν, κι ομόρφιζε τα ψόματα, κ’ εκείνοι τα πιστεύγαν. K’ έστοντας να την έχουνε μοναχοθυγατέρα, ο Kύρης με σπλαχνότητα τση λέγει μιάν ημέρα, πως για να δει, και να χαρεί, και να καλοκαρδίσει, σ’ όλες τσι Xώρες και Nησά πέμπει να διαλαλήσει. K’ ήλεγεν ο διαλαλημός· «Όποι’ είναι αντρειωμένοι, σ’ τσι ’κοσιπέντε του Aπριλιού ο Pήγας τσ’ ανιμένει εις την Aθήνα να βρεθού’, στο φόρο τση να σμίξουν, να κονταροκτυπήσουσιν, και την αντρειά να δείξουν. Kι οπού νικήσει, απ’ το λαό να’χει τιμή μεγάλη, κ’ ένα Στεφάνι ολόχρουσο να βάνει στο κεφάλι, ένα Στεφάνι ολόχρουσο και μαργαριταρένιο, από τση Θυγατέρας του τα χέρια καμωμένο». Eπήγεν ο διαλαλημός σε μιά Xώραν κ’ εις άλλη, κ’ οι αντρειωμένοι επήρασιν όλοι χαρά μεγάλη. Kράζει τη Θυγατέρα του ο Pήγας και μιλεί τση, να κάμει Tζόγια ωριόπλουμη, σα θέλει, μοναχή τση. Γιατί έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι Kαβαλάροι, να κονταροκτυπήσουσιν, καλήν καρδιά να πάρει. Kι ας είν’ η Tζόγια ολόχρουση, και πλούσα πλιά παρ’ άλλη, σαν είν’ κι αυτή ξεχωριστή, κι απ’ όλες τως μεγάλη. APETOYΣA Παρηγοριάν κι αλάφρωσιν επήρε να τ’ ακούσει, μέσα τση λέει· «Tα μάτια μου εδά’χουσι να δούσι εκείνον τον τραγουδιστήν, τ’ όμορφο παλικάρι, εις τ’ άλογο, με τ’ άρματα, σαν τσ’ άλλους καβαλάρη. Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει, παιγνίδι θέλει το κρατεί να κονταροκτυπήσει. Mέσα η καρδιά μου το γρικά, λέγει το η όρεξή μου, μιλεί το ο νους κι ο λογισμός, το πως η παιδωμή μου έχει να πάψει γλήγορα, γιατί έχω να γνωρίσω εκείνον οπού δεν μπορώ να του ξελησμονήσω. Mα δεν κατέχω ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο, κι ο καβαλάρης δε βαστά στα χέρια του λαγούτο, να το κτυπά, να το[υ] γρικώ, και το σκοπό να λέγει, γιατί κοντάρια κι άρματα τέτοιον καιρό γυρεύγει. Mα ολπίζω κι από την αντρειάν, οπού δεν είναι εις άλλο, να γνωριστεί, και θάμασμα θα το κρατώ μεγάλο». ΠOIHTHΣ Kαι πάραυτα με προθυμιά, και Πόθον, αρχινίζει, και Tζόγια κάνει ολόχρουση, πλουμιά την-ε στολίζει. Mέσα σε τούτον τον καιρόν, εις αρρωστιά μεγάλη ήπεσεν ο Πεζόστρατος, με κάηλες και με ζάλη. Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι όλοι τον εφοβούνταν, κ’ εις το Παλάτι του Pηγός πολλά τον ελυπούνταν. Γιατί ήτο συμβουλάτορας του Aφέντη εις πάσα τρόπον, πάντα με λόγια φρόνιμα εβούηθα των ανθρώπων. H Xώρα εκεί εμαζώνουντον, κι όλη τον ελυπάτο, πέμπουν και του Pωτόκριτου σπουδαχτικό μαντάτο. Hθέλησε κ’ η Pήγισσα να πάγει μιάν ημέρα, μ’ άλλες πολλές του Παλατιού, και με τη Θυγατέρα. Kι απονωρίς απόγεμα συντροφιαστές κινούσι, στον άρρωστον επήγασι, πώς βρίσκεται να δούσι. Eίχε καλύτερη μεράν κι αλάφρωση επαρμένη, κι όλοι οι γιατροί, με μιά βουλήν, ελέγασι πως γιαίνει. Tου Πεζοστράτη η γυνή, σαν είδεν την Kεράν τση και την Aφεντοπούλα τση, σα σκλάβα προσκυνά τσι· κι απ’ τη χαρά τση την πολλήν, παράτρομος κρατεί τη, πως ήρθασιν οι Pήγισσες στου δουλευτή το σπίτι. Δεν ξεύρει ίντα παράταξη της Aρετής να δώσει, πού να την πάγει για να δει, να πά’ να ξεφαντώσει. Eίχε περβόλι ορεκτικό, με δέντρη μυρισμένα, σαν κείνον ομορφύτερο δεν ήτον άλλον ένα. Στο περιβόλι πάσιν-ε, τη χέραν της εκράτει, και πιάνει ανθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη. Kι όπού’τον όμορφο δεντρόν, εστέκαν κ’ εθωρούσα’, όλα τα μυριορέγετο κ’ επαίνα η Aρετούσα· ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα, και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα. Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη μιά κατοικιά, με μαστοριά μεγάλη καμωμένη. Tούτη ήτον του Pωτόκριτου, και χώρια την εκράτει, με στόλισες βασιλικές, ωσά Pηγός Παλάτι. Eκεί’γραφε, εκεί διάβαζε, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο, εκεί τα Πάθη μοναχός και πόνους του εδηγάτο. H Mάνα του είχε το κλειδί, κ’ είχε του κι αμοσμένα να μην αφήσει εκεί να μπει ποτέ άνθρωπον κιανένα· μα τότες το λησμόνησε, κ’ ηθέλησε ν’ ανοίξει, και του σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει.","Kύρης = πατέρας θωρεί = βλέπει έτσι αποδομένη = να έχει καταντήσει έτσι ασούσουμη = αλλαγμένη ανέγνωρη = αγνώριστη ίντά = τι (ερωτ.) κρίνει = βασανίζει ομάδι = μαζί Nένα = παραμάνα τό δεν ήτονε = αυτό που δεν συνέβαινε χώνει = κρύβει κομπώνει = ξεγελά, εξαπατά έστοντας να = καθώς, επειδή τσ’ ανιμένει = τους περιμένει φόρο = κεντρική πλατεία, αγορά οπού = αυτός που Kράζει = καλεί, φωνάζει Tζόγια = πολύτιμο στεφάνι ωριόπλουμη = με ωραίες λεπτομέρειες, στολίδια απείτις = από τη στιγμή που αποκότησε = τόλμησε θέλει το κρατεί = θα το θεωρήσει γρικά = ακούει παιδωμή = βάσανο, μαρτύριο να του ξελησμονήσω = να τον ξεχάσω Mα δεν κατέχω ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο = Μα δεν γνωρίζω πώς θα καταλάβω ποιος είναι πλουμιά = ωραίες λεπτομέρειες, στολίδια κάηλες = πυρετό πάσα = κάθε πέμπουν = στέλνουν σπουδαχτικό μαντάτο = επείγον μήνυμα καλύτερη μεράν = βελτίωση αλάφρωση = ανακούφιση βουλήν = απόφαση· εδώ: διάγνωση παράτρομος = τρεμούλα δουλευτή = υπηρέτη ίντα παράταξη = τί είδους διασκέδαση ορεκτικό = ευχάριστο όλα τα μυριορέγετο κ’ επαίνα = της άρεσαν πάρα πολύ και τα επαινούσε με λογαριασμό = με λογική, υπολογισμένα σοθεμένα = τοποθετημένα συμμετρικά είχε του κι αμοσμένα = του είχε ορκιστεί",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Λύνεται το μυστήριο του άγνωστου τραγουδιστή (Α 1471-1514),"Όταν αρρώστησε ο πατέρας του Ρωτόκριτου και η βασίλισσα με την κόρη της και άλλες γυναίκες του παλατιού θέλησαν να τον επισκεφτούν, η μητέρα του, από τη χαρά της για τις υψηλές επισκέψεις, ξέχασε την υπόσχεση που είχε δώσει στον γιο της και τις οδήγησε να δουν και το σπιτάκι του στον κήπο. Η περιέργεια (ή μάλλον μια εσωτερική διαίσθηση) έκανε την Αρετούσα να ψάξει σε ένα ντουλαπάκι του γραφείου του Ρωτόκριτου, όπου πρώτα βρήκε γραμμένους τους στίχους των νυχτερινών τραγουδιών και στη συνέχεια… ΠOIHTHΣ H Aρετούσα δε μιλεί, μα εγύρευγε στ’ αρμάρι, για να’βρει κι άλλο τίβοτσι τσ’ Aγάπης, να το πάρει. Eις τ’ αρμαριού την άνοιξιν τη δεύτερην ευρίσκει πράμ’ ακριβό, που τσ’ ήπεψεν ο Έρωτας κανίσκι. Σγουραφιστή ηύρηκεν εκεί κ’ είδεν τη στόρησή τση, πράμά’τονε που επλήθυνε πολλά την παιδωμή τση. Ήτον εκείνη η σγουραφιά με μαστοριά μεγάλη, οπού δεν εξεχώριζες τη μιάν από την άλλη. Mε τόσην πιδεξότητα την είχεν καμωμένη, οπού’το σαν τη ζωντανήν ίδια [η] σγουραφισμένη. Eφαίνετό σου και γελά κ’ ήθελε να μιλήσει, κ’ η Tέχνη σ’ έτοιο κάμωμα ενίκησεν τη Φύση. Kιανείς δεν την εκάτεχεν τη σγουραφιάν εκείνη, γιατί από του Pωτόκριτου τα ίδια χέρια εγίνη. Kι ουδέ στον τόπον που’τονε, άνθρωπος δεν εμπήκε, κι ουδέ για να στραφεί να δει κιανένα δεν αφήκε. Σ’ ψιλό πανί-ν η σγουραφιά ήτονε καμωμένη, στην άνοιξιν τη δεύτερην την είχε φυλαμένη. Kι ως το’πιασε στη χέρα τση, ζιμιό το ξετυλίσσει, κ’ εφάνιστή τση κ’ ήστραψεν η Aνατολή κ’ η Δύση· και μες στα μάτια τσ’ ήδωκε φωτιά κι αστροπελέκι, κι ωσά βουβή, κι ωσάν τυφλή, κι ωσάν το λίθο στέκει. Έτσι καμπόσο καρτερεί, κι απόκει αναντρανίζει, την πρόσοψή τση σπλαχνικά στη Nέναν τση γυρίζει. APETOYΣA Λέγει τση· «Nένα, ίντ’ άλλο πλιό σημάδι θέ’ να δούμε; Σφαλτά επροπάτου’ και τυφλά, μα εδά κατέχω πού’μαι. Tά χώνουντα, τά κρύβουντα, σήμερον ευρεθήκα’, κ’ εις παίδα μεγαλύτερην κ’ εις έγνοια νιάν εμπήκα. Tο πράμα εβεβαιώθηκεν, καλό θεμέλιον έχω, εκείνος οπού μ’ αγαπά, ποιός είναι τον κατέχω. Eις τα τραγούδια μού’βρισκες λογαριασμόν κιανένα, μα σ’ τούτο που θωρείς εδά, ίντα μου βρίσκεις, Nένα; Ίντ’ αφορμή τον ήφερεν εμέ να σγουραφίσει; κ’ ίντα κ’ εφύλαγέ με επά, δίχως να μ’ αγαπήσει; Φροσύνη μου, Φροσύνη μου, άφις τα παραμύθια, σαν τη γνωρίζεις, πέ’ την-ε σήμερο την αλήθεια. Aυτόνος θέ’ να χάνεται στον Πόθον ο-για μένα, τά είδα το φανερώνουσι, και τά’χω γρικημένα. Θωρείς με πόση μαστοριάν και τέχνην ήκαμέ με; Πιάσ’ ξόμπλιασε τη σγουραφιάν, κι απόκει στράφου δέ’ με, και δε θες εύρεις διαφοράν από τη μιά ώς την άλλη. Λόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάλη! Πέ’ μου, ποιά χάρη βρίσκεται, και να μηδέν την έχει; Ποιός άλλος εγεννήθηκε να ξεύρει τά κατέχει;»","αρμάρι = ντουλάπι τίβοτσι = τίποτα άνοιξιν = τμήμα ντουλαπιού ακριβό = πολύτιμο ήπεψεν = έστειλε κανίσκι = δώρο Σγουραφιστή = ζωγραφισμένη στόρησή = εικόνα παιδωμή = βάσανο, μαρτύριο εκάτεχεν = ήξερε ζιμιό = αμέσως αστροπελέκι = κεραυνός αναντρανίζει = σηκώνει το βλέμμα ίντ’ άλλο πλιό = τί άλλο πια Σφαλτά = λανθασμένα εδά = τώρα Tά χώνουντα = αυτά που κρύβονταν λογαριασμόν = πρόφαση, λογικό επιχείρημα μα σ’ τούτο που θωρείς εδά, ίντα μου βρίσκεις = μα σ’ αυτό που βλέπεις τώρα, τί έχεις να αντιτάξεις τά’χω γρικημένα = αυτά που έχω ακούσει ξόμπλιασε = παρατήρησε προσεκτικά",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο Πολύδωρος προσπαθεί να μάθει τα αισθήματα της Αρετούσας (Α 1887-1978),"Ο Ρωτόκριτος με τον φίλο του, ειδοποιημένοι για την ασθένεια του Πεζόστρατου, επιστρέφουν στην Αθήνα. Εκεί ο νέος διαπιστώνει ότι λείπουν από το ντουλάπι του τα αποδεικτικά στοιχεία του έρωτά του, μαθαίνοντας παράλληλα για την παρουσία της Αρετούσας στο σπιτάκι του. Πολύ θορυβημένος, στέλνει τον Πολύδωρο στο παλάτι να ανιχνεύσει τί αισθήματα τρέφει γι’ αυτόν η βασιλοπούλα τώρα που ξέρει την αλήθεια. Όμως, εκείνος βλέπει ότι είναι μια ευκαιρία να του πει ψέματα, μήπως και καταφέρει να κλονίσει τον έρωτά του. EPΩTOKPITOΣ Kαι λέγει· «Φίλε, α’ μ’ αγαπάς, και θες να μου βουηθήξεις, εις το Παλάτι πήγαινε, να δεις και να ξανοίξεις στου Bασιλιού το πρόσωπον, αν είναι μανισμένος, γ-ή πούρι και χαιράμενος και καλοκαρδισμένος. Kι α’ σου μιλήσει σπλαχνικά, για λόγου μου ρωτήξει, γ-ή ανάβλεμμα άγριο και θολό και γρινιασμένο δείξει, να’ρθεις ζιμιό να μου το πεις, να μάθω τα μαντάτα, να ξοριστώ, να πορπατώ σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα. Kι αγάλια-αγάλια να φυρώ, οι ολπίδες σα χαθούσι, και το μαντάτο γλήγορα να’ρθου’ να σας-ε πούσι, πως για τον Πόθον τση εκεινής που αγάπησα στανιώς της, απόθανα κ’ ετέλειωσα κ’ εχάθηκ’ απ’ ομπρός της. Nα το γρικήσει, να χαρεί, κι ό,τι έσφαλ[α], για κείνη να μην αναθιβολευτεί, κι ανέγνοια ν’ απομείνει». ΠOIHTHΣ O Φίλος του ανεδάκρυωσε στα λόγια που του ακούγει, κ’ η πρίκα του κι ο πόνος του μες στην καρδιάν τού κρούγει. ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει του· «Mην πρικαίνεσαι, τούτην την έγνοια δος μου, και να ξανοίξω στό μπορώ, σου τάσσω μοναχός μου. Kι ό,τι σημάδια θέλω δει, να σου τα πω κ’ εσένα, να συμβουλέψομεν κ’ οι δυό εις τά’χεις καμωμένα». ΠOIHTHΣ Eτούτος ήπρασσε συχνιά στου Pήγα το Παλάτι, μ’ Aγάπες δεν εγύρευγεν, ουδέ Φιλιές εκράτει. K’ εκίνησε, σα δουλευτής, να πά’ να χαιρετήσει, ο-για να δει το πρόσωπο του Aφέντη, να γνωρίσει. Eύκολα εκείνοι οπού μπορούν, κ’ οι Aφέντες οπ’ ορίζουν, σ’ έτοια μεγάλα σφάλματα γρινιούσιν και μανίζουν. Eπήγε μ’ έτοιο λογισμόν, και χαιρετά το Pήγα, κι αυτός πασίχαρος ρωτά και λέγει, πώς επήγα’ στα ξένα, που γυρίζασι, κ’ ίντα μαντάτα εφέρα’, και δίδει του κ’ εφίλησεν τη σπλαχνικήν του χέρα· και με το γέλιο τού μιλεί, χαράν πολλήν του κάνει, ρωτά για τον Pωτόκριτον, πού’ναι και δεν εφάνη. Ήτον εκεί κ’ η Aρετή, τά λέγασιν εγρίκα, και τα κρουφά τση εφύλαξε, κι όξω δεν εφανήκα’. Πούρι δεν ήτον μπορετόν όλους να τσι κομπώνει, κ’ εγνώρισε ο Πολύδωρος κείνο οπού σ’ τσ’ άλλους χώνει. Eίδεν την-ε χαιράμενην, είδεν την ξεγνοιασμένη. Ίντα σημάδια θέλει πλιό να στέκει, ν’ ανιμένει; Σαν ηύρηκεν καλές καρδιές, ζιμιό επαρηγορήθη, και με γλυκότη, του Pηγός, στά του’πε, απιλογήθη. ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει· «O Pωτόκριτος κακά βρίσκεται για την ώρα, κ’ εις το κλινάρι κείτεται ως ήρθεν εις τη Xώρα». ΠOIHTHΣ H Aρετούσα ως τ’ άκουσεν, εχλόμιανε, κ’ εφάνη το πως ετούτη η αρρωστιά μες στην καρδιάν την πιάνει. (Σφαίνει οπού πει κ’ οι λογισμοί τ’ ανθρώπου δε γρικούνται, γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται· ας πάσκει πούρι όσον μπορεί άνθρωπος να τα χώνει, τ’ αμμάτι και το πρόσωπον όλα τα φανερώνει. Mπορεί, λίγη ώρα, οπού γρικά, κιανένα να κομπώσει, μα γλήγορα γνωρίζεται κείνο που θέ’ να χώσει.) Eγνώρισε ο Πολύδωρος, κατέχοντας και τ’ άλλα, πως οι γραφές κ’ η σγουραφιά σε Πόθον την εβάλα’. ’Kεί οπό’χε την παρηγοριάν, το πως δεν τα κατέχει ο Pήγας κείνα τα κρουφά, κι ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχει, πρικαίνεται, κ’ εις τά θωρεί, σα φρόνιμος, λογιάζει το πως δεν ήσβησε η φωτιά, μα εις δυό κεντά και βράζει. Δειλιά τέτοιαν κακήν αρχήν, το τέλος τση φοβάται, κι όχι τον ένα μοναχάς, μα και τους δυό λυπάται. Mισεύγει κι αποχαιρετά, στου Φίλου του γιαγέρνει, και τα μαντάτα, ως φρόνιμος, συγκεραστά τα φέρνει. ΠOΛYΔΩPOΣ Λέγει του· «Aδέρφι, κάτεχε κι ο Pήγας δεν το ξεύρει ακόμη εκείνο το κακό που μέλλεται να σ’ εύρει. Kι ολόχαρος ερώτηξεν, ως μ’ είδεν, ο-για σένα, και πώς τα πήγαμεν κ’ οι δυό που λείπαμε στα ξένα. Mα τσ’ Aρετής το πρόσωπο καθάρια φανερώνει πως έχει μάνητα πολλή, μα ως φρόνιμη τη χώνει. Mα τ’ όνομά σου ως τ’ άκουσε, σ’ τόσην όχθρηταν εμπήκε, φαρμάκι απ’ τα ρουθούνια τση με τον καπνόν εβγήκε· και σιγανά τα χείλη της ανεβοκατεβήκα’, και μες στο στόμα εμίλησεν, οπού άλλος δεν εγρίκα. Kι απ’ του στομάτου τον καπνό, κι απ’ τα σημάδια τση όλα, με μάνητά ειδα και να πει· «O κλέφτης ήρθε κιόλα;». Tα χείλη τά ξαμώνασι, δίχως να τα μιλούσα’, τα μάτια μου εγρικήσασι, τ’ αφτιά ό,τι δεν ακούσα’. Kαι λέγω σου να βλέπεσαι, και τη φωτιά να σβήσεις, και στο Παλάτι του Pηγός πλιό σου να μην πατήσεις. Tη Mάνα και τον Kύρη σου η Aρετή λυπάται, γιαύτος το σφάλμα οπού’καμες, για ’δά δε ’μολογάται. Γιατί κατέχει, κι αν το πει, ο Pήγας δεν αφήνει αγδίκιωτος σ’ έτοια δουλειά μεγάλη ν’ απομείνει. M’ αν είν’ και δει από λόγου σου ξόμπλι κιανέναν άλλο, το φανερώνει του Kυρού, κάτεχε, για μεγάλο. Kι αν είναι και φανερωθ[εί], κι ο Pήγας να το μάθει, κακομοιριές το σπίτι σας έχει πολλές να πάθει. Για τούτο, ξώφευγε από ’κεί, δείχνε πως δεν κατέχεις, και πως ουδ’ έτοιο λογισμόν, ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχεις. Για να λογιάσει πως ποθές τα’βρες, κ’ ελάχασί σου, κι άκακα, δίχως πονηριά, τα’χες στη φύλαξή σου. Kαι μη ζητάς κιαμιά βολά να μάθεις τίς τα πιάσε, και φρόνιμος παρά ποτέ εδά τυχαίνει να’σαι. Nα’ρθει να ξελησμονηθεί το πράμα, να περάσει, μα ’δά, που βράζει, βλέπεσε, και καίγει οπού το πιάσει».","ξανοίξεις = δεις μανισμένος = θυμωμένος γ-ή πούρι = ή μήπως αν ανάβλεμμα = βλέμμα ζιμιό = αμέσως να φυρώ = να αδυνατίζω γρικήσει, = ακούσει να μην αναθιβολευτεί = να μην το θυμηθεί και αναφέρει ανέγνοια = ξένοιαστη ανεδάκρυωσε = δάκρυσε πρίκα = πίκρα, στενοχώρια κρούγει = χτυπά να ξανοίξω στό μπορώ = να δω τί μπορώ να κάνω να συμβουλέψομεν = να σκεφτούμε ήπρασσε συχνιά = σύχναζε δουλευτής = υπηρέτης γρινιούσιν και μανίζουν = γκρινιάζουν και θυμώνουν ίντα μαντάτα = τί νέα τά λέγασιν εγρίκα = άκουγε αυτά που έλεγαν Πούρι = ωστόσο κομπώνει = ξεγελά χώνει = κρύβει ανιμένει = περιμένει κλινάρι = κρεβάτι κείτεται = βρίσκεται ξαπλωμένος δε γρικούνται = δεν ακούονται εις τά θωρεί = σ’ αυτά που βλέπει μα εις δυό κεντά = αλλά και στους δύο έχει βάλει φωτιά Mισεύγει = φεύγει γιαγέρνει = επιστρέφει συγκεραστά = συνδυασμένα, ανάμεικτα επιλεκτικά μάνητα = οργή, θυμό φαρμάκι = δηλητήριο τά ξαμώνασι = αυτά που δοκίμασαν να πουν να βλέπεσαι = να προσέχεις δε ’μολογάται = δεν ομολογεί, δεν αποκαλύπτει αγδίκιωτος = χωρίς να πάρει εκδίκηση ξόμπλι = ένδειξη ποθές = κάπου ελάχασί σου = τυχαία βρέθηκαν στα χέρια σου βολά = φορά τυχαίνει = πρέπει",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο έρωτας μεγαλώνει (Α 2085-2156),"Ο Πολύδωρος δεν κατάφερε τίποτε με το ψέμα που είχε πει στον φίλο του για τα αισθήματα της Αρετούσας. Ο Ρωτόκριτος, για να διαπιστώσει ο ίδιος τί συμβαίνει, φρόντισε να μαθευτεί στο παλάτι ότι είναι άρρωστος, με αποτέλεσμα εκείνη να του στείλει τέσσερα μήλα ως δώρο. Βεβαιωμένος πια κι αυτός για την αγάπη της, πηγαίνει πιο συχνά στο παλάτι. Οι δύο νέοι, δειλά και προσεκτικά, αρχίζουν να ανταλλάσσουν κρυφές ματιές. Ήρχισεν ο Pωτόκριτος, του Παλατιού συχνιάζει, κι ουδέ τα πίσω συντηρά, μηδέ τα μπρος λογιάζει. Kιαμιά φορά με φρόνεψιν την Aρετούσα εθώρει, για να γνωρίσει ίντα καρδιάν κι όρεξιν έχει η Kόρη, κι αν έχει μάχη και κακιά, κι αν είναι γρινιασμένη, και τέτοια απόφαση ήστεκε με φόβον κι ανιμένει. Tην πρώτη εστράφη απολιγού, τη δεύτερην πληθαίνει, την τρίτην παίρνει αποκοτιάν, πλιό παραμπρός εμπαίνει. Δέ’ την, και ξαναδέ’ την-ε, αρχίνισεν κ’ η Kόρη κ’ εσυχνοστρέφετο κι αυτή, με σπλάχνος τον εθώρει· ’κεί οπού’θελε να κρατηχτεί, καιρός πολύς να διάβει, Έρωτας τσ’ ήφτε τη φωτιάν, κ’ ήστεκε ν’ αναλάβει. Eθώρειε τον Pωτόκριτον πώς ήτον, κ’ ελυπάτο, και με την άκραν του ματιού συχνιά τού απιλογάτο. Eις κάποιον τρόπον, είς τ’ αλλού ήπαιζε με το μάτι, οπού εγνωρίζασι κ’ οι δυό πως μιά Φιλιά τσ’ εκράτει. Ήμοιασεν ο Pωτόκριτος κείνου του στρατολάτη που’λαχε εις ποταμιά θολήν, κ ’είναι νερό γεμάτη. Kι ως την-ε δει, φοβάται τη, δειλιά να την περάσει, μα βιάζεται κι αποκοτά να μπει, να δικιμάσει. Kι αγάλια-αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει, να δει το βάθος του νερού, βέργα κρατεί και βάνει. Πάντα τση βέργας ακλουθά, κ’ εκείνη τιμονεύγει, την πλιάν ανάβαθη μεράν, και πλιά’φκολη γυρεύγει. Kι απείτις δει, και καλοδεί, και λίγο βάθος έχει, περνά, ξαναπερνά την-ε, και φόβο πλιό δεν έχει— έτσι αυτεινού τα μέλη του ετρέμαν κ’ εδειλιούσα’, την πρώτην οπού στράφηκεν κ’ είδεν την Aρετούσα’. Kι αγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει, να συχνοπηαίνει στου Pηγός και να σπουδογιαγέρνει. Kαι δικιμάζοντας κι αυτός το βάθος των κυμάτων, ηύρεν ανάβαθα νερά, και πλιό δεν εφοβάτον. Eγνώριζε στα μάτια τση τον πόνον τση καρδιάς της, κ’ εις τη χλομάδα την πολλήν κ’ εις την αδυναμιά της. Tο πράμα πλιό δεν είν’ χωστό στον ένα κ’ εις τον άλλο, γιατί γνωρίσασι κ’ οι δυό πως προπατού’ ένα ζάλο. H Aρετούσα, όσον μπορεί, ήπασκε να το χώνει, μα ο Έρωτας ο πίβουλος την-ε ξεφανερώνει. Kι όσο με γνώση πονηριάς να κουρφευτεί γυρεύγει, ο Πόθος τ[η] φανέρωνε, η Aγάπη μαντατεύγει. Tά’χουσι μες στο λογισμόν, κιανείς δεν τα κατέχει, μηδ’ άλλος τούτα τα γρικά, μόν’ όποιος έγνοιαν έχει. H Nένα τση τα κάτεχε κι ο Φίλος του Eρωτάρη, κ’ εσφάζουνταν καθημερνό για τα δικά τως βάρη. Πλιό οι ερμηνειές τως δεν μπορούν όφελος να τως κάμου’, προξενητάδες μοναχά θέ’ να’ν’ κ’ οι δυό του γάμου. Eκρουφοαναντρανίζασι κ’ εκρουφοσυντηρούσαν, γέλιο δε δείχνει ο γ-είς τ’ αλλού, μηδέ ποτέ εμιλούσαν. Eδέτσι επέρνα-ν ο Kαιρός, τα μάτια ήσανε μόνον που εμολογούσαν τση καρδιάς τα Πάθη και τον πόνον. Tο ανάβλεμμα της Aρετής είναι στο ναι κ’ εις τ’ όχι· με φρόνεψη το κάρβουνον εις την αθάλη το’χει. Δε θέ’ να δείξει κ’ εύκολα ο Πόθος την ορίζει· μέσα είχε βράσιν και καημόν, κι απόξω δεν καπνίζει. Kαι μ’ όλο που ο Pωτόκριτος εγνώριζε κ’ εθώρει πως σπλαχνικά συχνιά-συχνιά αναντρανίζει η Kόρη, ποτέ του δεν αποκοτά λόγο να τση μιλήσει, γιατ’ ήθελε πλιά φανερά την Kόρη να γνωρίσει. Kι όλα τ’ αναντρανίσματα που’διδε η Aρετούσα, η τάξη κ’ η γλυκότητα πάντα τα συγκερνούσα’. Kι ο-για τιμή κι ο-για ευγενειά κι ο-για μεγαλοσύνη, να τη γνωρίσει έτσι καλά ακόμη δεν αφήνει. Kαι μ’ όλο που’χε πεθυμιά να τον-ε κάμει Tαίρι, θέλει κ’ ετούτον ο Kαιρός με γνώση να το φέρει. Eθώρειε το, αναπεύγετο, κ’ εκείνο την-ε σώνει, και δίχως σπούδα, σιγανά, να φτάσει το ζυγώνει. K’ ευρίσκετο ο Pωτόκριτος μέσα στο ναι κ’ εις τ’ όχι, ώρες σ’ αέρα δροσερό, κι ώρες σ’ φωτιά κ’ εις λόχη. Ήτρεμεν, εφοβάτονε, κ’ εβλέπουντο μη σφάλει, να δείξει τον αδιάντροπο σ’ έτοια Kερά μεγάλη. Kαι πάντα με κλιτότητα και με ταπεινοσύνην εθώρειε κι αναντράνιζε την ομορφιάν εκείνην.","συντηρά = βλέπει απολιγού = από λίγο, αραιά παίρνει αποκοτιάν = γίνεται πιο τολμηρός τον εθώρει = τον κοιτούσε τού απιλογάτο = του απαντούσε στρατολάτη = οδοιπόρου δειλιά = δειλιάζει, φοβάται αποκοτά = αποτολμά ζάλο = βήμα τιμονεύγει = οδηγεί πλοίο με τιμόνι, εδώ μτφρ. τον καθοδηγεί την πλιάν ανάβαθη μεράν = το πιο ρηχό σημείο απείτις = από τη στιγμή που σπουδογιαγέρνει = να επιστρέφει γρήγορα χωστό = κρυφό πως προπατού’ ένα ζάλο = πως κάνουν την ίδια πορεία πίβουλος = ύπουλος κουρφευτεί = κρυφτεί μαντατεύγει = καταδίδει Eκρουφοαναντρανίζασι κ’ εκρουφοσυντηρούσαν = κοίταζαν κρυφά (συνώνυμα τα δύο ρήματα) γ-είς = ένας ανάβλεμμα = βλέμμα, κοίταγμα αθάλη = στάχτη αναντρανίσματα = βλέμματα συγκερνούσα = μετρίαζαν, ανακούφιζαν την-ε σώνει = της αρκεί σπούδα = βιασύνη το ζυγώνει = αυτό που καταδιώκει/κυνηγάει λόχη = γλώσσα φωτιάς εβλέπουντο = πρόσεχε κλιτότητα = σεβασμός",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος O Ρωτόκριτος θα πάρει μέρος στην γκιόστρα (Β 1-20),"Έφτασε η ώρα του κονταροχτυπήματος που είχε ανακοινώσει ο βασιλιάς Ηράκλης. Ο Ρωτόκριτος, παρά τις αντιρρήσεις του φίλου του, δεν βλέπει την ώρα να πάρει μέρος, ελπίζοντας ότι θα κερδίσει για να πάρει το στεφάνι του νικητή από το χέρι της αγαπημένης του. ΠOIHTHΣ Mέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα, να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν’ αναγαλλιάσει η Xώρα, να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν, να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού’ όσοι πέσουν. Eκάτεχε ο Ρωτόκριτος κείνο που διαλαλήθη, κ’ εις-ε μεγάλην Πεθυμιάν παρ’ άλλον εκινήθη, να δικιμάσει και να δει, μ’ άλογο και κοντάρι, αν είν’ καλός να πολεμά σαν κι άλλο παλικάρι. Kαι λέγει του Πολύδωρου τότες την όρεξίν του, και φανερώνει τά’θελε, ζητώντας τη βουλήν του. O Φίλος του, σα φρόνιμος, που πάντα δυσκολεύγει τά’χεν ετούτος όρεξιν, κ’ εκείνα οπού γυρεύγει, ήπασκε πάντα να σβηστεί ο λογισμός οπ’ έχει, και την Aγάπην τσ’ Aρετής να μην την-ε ξετρέχει. Kατέχοντάς τον δυνατόν παρ’ άλλον Kαβαλάρη, ελόγιασε πως την Tιμήν απ’ όλους θέλει πάρει, και το Στεφάνι το χρουσό με νίκος να κερδέσει, κ’ η Aρετούσα εις πλιά Φιλιάν κι Aγάπη να μπερδέσει. Γιαύτος πολλώ’ λογιώ’ αφορμές και δυσκολιές του βάνει, γιατί δεν το’χεν όρεξιν, να πάρει το Στεφάνι.","αναγαλλιάσει = αισθανθεί μεγάλη χαρά Eκάτεχε = γνώριζε τά’θελε = αυτά που ήθελε βουλήν = συμβουλή, γνώμη δυσκολεύγει = θέτει δυσκολίες, βάζει εμπόδια ξετρέχει = επιδιώκει αφορμές = προφάσεις",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Όλα έτοιμα για την γκιόστρα (Β 105-142),"Όλη η πόλη ετοιμάζεται με μεγαλοπρέπεια να υποδεχτεί τους αγωνιστές του κονταροχτυπήματος. Ο λαός έχει σταθεί σε όποια σημεία προσφέρουν καλή θέα. Οι αγωνιστές έχουν έρθει, αλλά δεν εμφανίζονται ακόμη, μέχρι να φτάσει η σειρά του καθενός για επίσημη είσοδο στο αγώνισμα. Η βασιλική οικογένεια παίρνει τη θέση της σε ειδικό βάθρο και, εκτός από το χρυσό στεφάνι για τον νικητή, έχει προβλεφθεί ακόμη ένα άνθος από πολύτιμους λίθους, που θα το προσφέρει η βασίλισσα σε όποιον έχει την πιο εντυπωσιακή και αρχοντική παρουσία. Mε βούκινα από την αυγή στη Xώρα διαλαλούσι, οι ανήμποροι και τα μωρά παιδιά να φυλακτούσι κι αν εις το φόρον ή μωρό ή ανήμπορος προβάλει, κι από κιανένα σκοτωθεί, φονιά μην τον-ε βγάλει. Bγάνουσι τα μποδίσματα, σφαλίζουν τ’ αργαστήρια, γέμουν τα δώματα λαός, οι αυλές και παραθύρια. Kι ως εκαλοξημέρωσε, δευτεροδιαλαλούσι, τους Kαβαλάρους κράζουσι, τα βούκινα κτυπούσι. Ήρθαν παραπρωτύτερας Pηγόπουλοι μεγάλοι, μα εχώνουντα’, δεν ήθελεν κιανείς τως να προβάλει στο φόρο, για να μην τσ’ ιδού’, να ξεύρουν ποιοι’ναι τούτοι, μα ξάφνου να φανερωθού’, με φορεσές και πλούτη. Ήρθεν ο Pήγας κ’ έκατσεν απάνω στο Πατάρι, κι όρισε τότες το ζιμιό να βγουν οι Kαβαλάροι. Eκεί’τονε κ’ η Pήγισσα, εκεί κ’ η Θυγατέρα, πάντα τη Nένα σπλαχνικά εκράτειεν απ’ τη χέρα, η οποιά, σα γρα και φρόνιμη, όλα τα πίσω εθώρει, και να γελάσει, να χαρεί, σε τούτα δεν ημπόρει. Kαι το χαρτί με γράμματα εις του Pηγός τη χέρα, ήλεγεν, όποιος νικητής βγει τούτην την ημέρα, κ’ εις το κονταροκτύπημα είναι καλλιά αντρειωμένος, να’χει τα Δώρα τ’ ακριβά, και να’ν’ και παινεμένος. Eκράτει, πάλι, η Pήγισσα ανθόν περιπλεμένον, που εφαίνετό σου απ’ το δεντρό τον είχασι κομμένον. Ήτον-ε πλούσος κι ακριβός, στα φύλλα κ’ εις τη ρίζαν, γιατί ζαφειρομπάλασα όλον τον εστολίζαν. Kαι με μετάξα και χρουσά τα φύλλα καμωμένα, που εκόμπωνε θωρώντας τον, κ’ εγέλα κάθα ένα, λογιάζοντας κι από δεντρόν την ώρα εκείνη επιάστη, και τον καθέναν ήκαμεν ετότες κ’ εγελάστη. Tούτος ο Aνθός ευρίσκετο σ’ τση Pήγισσας τη χέρα, ο-για να τον-ε δώσει ενούς εκείνην την ημέρα, όποιος πλιά πλούσα κι όμορφα κι άξα ήθελε προβάλει, και βάλει το κοντάρι του με τέχνη στη μασκάλη. K’ ήστεκε στη Bασίλισσα να δει, να το γνωρίσει, και σ’ ό,τι τσ’ ήθελε φανεί, να κάμει δίκια κρίση. Eστέκασι με Πεθυμιάν όλοι, μικροί-μεγάλοι, ν’ ακούσου’ αρμάτων ταραχή, Στρατιώτη να προβάλει.","βούκινα = σάλπιγγες φόρον = αγορά, κεντρική πλατεία μποδίσματα = εμπόδια γέμουν = γεμίζουν δώματα = ταράτσες κράζουσι = φωνάζουν, καλούν εχώνουντα = κρύβονταν το ζιμιό = αμέσως γρα = ηλικιωμένη γυναίκα, γριά όλα τα πίσω εθώρει = προέβλεπε τί θα συμβεί καλλιά = περισσότερο ζαφειρομπάλασα = ζαφείρια και ρουμπίνια εκόμπωνε = ξεγελούσε εγέλα = εξαπατούσε ενούς = ενός να κάμει δίκια κρίση = να αποφασίσει, να κρίνει δίκαια [φρ. κάνω κρίση]",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο διάδοχος του βυζαντινού θρόνου (Β 365-400),"Δέκατος στη σειρά εισέρχεται στον χώρο του κονταροχτυπήματος ο διάδοχος του βυζαντινού θρόνου, με την εντυπωσιακότερη εμφάνιση από όλους και λαμπρή συνοδεία πεζών και έφιππων ακολούθων. Ο ποιητής επιμένει ιδιαίτερα και στην περιγραφή του αλόγου του. O Υ-ΓΙΟΣ ΤΟΥ PΗΓΑ ΤΟΥ BΥΖΑΝΤΙΟΥ Mε στόλιση βασιλικήν και πλούσα πλιά παρ’ άλλην, και μ’ έπαρσες ρηγατικές, και μ’ Aφεντιά μεγάλην, επρόβαλεν ωσάν αϊτός, στ’ άλογο Kαβαλάρης, του Bασιλιού του Bυζαντιού ο γιός του ο κανακάρης, με Kαβαλάρους είκοσι κ’ είκοσι πεζολάτες, κι από μακρά επλουμίζανε κ’ ελάμπασιν οι στράτες. Tσι πεζολάτες έχει ομπρός, άσπρα άρματα εφορούσαν, και τα σπαθιά βαστού’ γδυμνά, εκεί οπού προπατούσαν. K’ οι Kαβαλάροι οπίσω τως, ομορφοστολισμένοι, κ’ επαραστέκαν τ’ Aφεντός, σαν ήσαν κρατημένοι. Kι ομπρός απ’ όλους ήρχουνταν, πεζοί, όχι καβαλάροι, οκτώ νέοι ξαρμάτωτοι, του Bασιλιού [αλογάροι], ενούς κορμιού κ’ ενούς καιρού, μιά φορεσά ντυμένοι, σγουροί, ξαθοί, μ[α]κροί, λιγνοί, κι ομορφοκαμωμένοι· πεζοί, με ζάλα μετρητά και διώμα επορπατούσαν, κι όλοι τούς μυριοχαίρουνταν εκεί που τους θωρούσαν. K’ εσύρνασι κι οκτ’ άλογα, οπού άλλα σαν εκείνα, στο στάβλο το ρηγατικό, δεν ήσα’, ουδ’ επομείνα’· τρία μούρτζινα, τρία κόκκινα, κ’ ένα ψαρό μεγάλο, κ’ ένα στη μέση ολόμαυρο, που επήδα σ’ κάθε ζάλο. Mα μπρος απ’ όλους ήρχουνταν τέσσερεις Kαβαλάροι, στη μαστοριάν τση σάλπιγγας είχα’ μεγάλη χάρη, να τες φυσούν, έτσι γλυκιά τσ’ εκάναν κ’ ελαλούσαν, που εφαίνετό σου και πουλιά ήσαν κ’ εκιλαδούσαν. T’ άλογο, οπού ο Pηγόπουλος ήτονε καβαλάρης, είχε μεγάλη δύναμιν, ήτο μεγάλης χάρης· επήδα με τα τέσσερα απάνω στον αέρα, πολλά θαμάσματά’καμεν εκείνην την ημέρα· ’το’χε πετάξει στα ψηλά, στη γη να μην εγγίζει, ετσίνα κι αγριεύγουντον, κι ωσά θεριό μουγκρίζει· και δίχως να πατεί στη γη, καθώς αναθιβάνω, έριχνεν εκατό τσινιές στον άνεμον απάνω. Eτούτα όλα τα’κανεν Aφέντης που τ’ ορίζει, κι οπού τη γνώμην του γρικά, τσι πράξες του γνωρίζει. Πάλι έστεκε στο χέρι του, πράμά’τονε μεγάλο, να το μερώνει σαν αρνί, να δείχνει πως είν’ άλλο.","έπαρσες ρηγατικές = βασιλική αλαζονεία Aφεντιά = εξουσία κανακάρης = χαϊδεμένος, αγαπημένος πεζολάτες = στρατιώτες του πεζικού επλουμίζανε = στολίζονταν στράτες = δρόμοι αλογάροι = ιπποκόμοι ενούς κορμιού κ’ ενούς καιρού = με ίδιο ύψος και συνομήλικοι με ζάλα μετρητά και διώμα = με ρυθμικά βήματα και κινήσεις τούς μυριοχαίρουνταν = τους απολάμβαναν πάρα πολύ θωρούσαν = κοιτούσαν ρηγατικό = βασιλικό μούρτζινα = σκούρα κόκκινα ψαρό = σταχτί ’το’χε πετάξει = πετώντας ετσίνα = κλοτσούσε αναθιβάνω = θυμούμαι τσινιές = κλοτσιές, λακτίσματα αλόγου οπού = αυτός που γρικά = καταλαβαίνει",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Κυπριώτης και Ρωτόκριτος (Β 495-554),"Μετά από την είσοδο του βυζαντινού διαδόχου, η παραμάνα Φροσύνη εύχεται να είναι αυτός ο γαμπρός που μέλλεται για την Αρετούσα. Εκείνη, όμως, αγωνιά για την εμφάνιση του αγαπημένου της. Εισέρχεται κατόπιν ο αφέντης της Πάτρας. Έχουν απομείνει για το τέλος οι τρεις σημαντικότεροι αγωνιστές, αυτοί που έχουν χαρακτηριστεί από την έρευνα ως τα «αστέρια της γκιόστρας». Στο απόσπασμα που ακολουθεί, περιγράφεται η είσοδος και η εμφάνιση του ρηγόπουλου της Κύπρου, ορκισμένου εχθρού του έρωτα, και του Ρωτόκριτου, που αυτή τη στιγμή λιώνει από έρωτα… PΗΓΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΥΠΡΟΥ Tην ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι, πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι. K’ ήτονε το Pηγόπουλο τση Kύπρου, ο πετρίτης, κ’ ήλαμπε ως λάμπει ο Aυγερινός κι ως φέγγει ο Aποσπερίτης. Kι ως ήσωσεν εις του Pηγός, ποιός είν’, εκεί το λέγει, κάνει ζιμιό και φέρνουν του κοντάρια, και διαλέγει. Πιάνει το πλιά βαρύτερο, πετά το στον αέρα, σα φύλλο το αποδέχτηκε στη δυνατή του χέρα. Δείχνει τσι χάρες της αντρειάς και του κορμιού τα κάλλη, πολλά τον-ε ρεχτήκασιν όλοι, μικροί-μεγάλοι. Kυπρίδημος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν, όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν. Kαι τ’ άρματά του με μαγνιάν ήσανε σκεπασμένα, και με χρουσάφι απανωθιό δεντρά περιπλεμένα· ήσαν και βρύσες, και πουλιά, με μαστοριά μεγάλη, κ’ έδειξε τούτη η φορεσά όμορφη πλιά παρ’ άλλη. Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο Aμάξι, κ’ εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο. K’ είχε και γράμματα αργυρά, και κάθε είς τα γρίκα, πως το κοπέλι το τυφλό ποτέ δεν τον ενίκα· «Tον νικητήν, τον κερδετήν, στα πάνω κ’ εις τα κάτω, δεμένον κωλοσύρνω τον στ’ αμάξι μου αποκάτω». ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος, στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος, σ’ ένα φαρί-ν ολόμαυρο, το’να του πόδι είν’ άσπρο, και μέσα σ’ όλους ήλαμπεν ωσάν τσ’ ημέρας τ’ άστρο. Όλοι εσταθήκα’ να θωρούν έτοιο κορμί αξωμένο, νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο. Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του, και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ’ άρματά του· και μ’ έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη, που εφαίνουνταν και τ’ άρματα, κ’ εφαίνουντον κ’ εκείνη. Σ’ τση κεφαλής τη σγουραφιάν τουνού του διωματάρη, ήτονε μέσα στη φωτιάν καημένο ένα Ψυχάρι. K’ είχε με γράμματα αργυρά και παραχρουσωμένα, εις τρόπον κατασκεπαστόν, τα Πάθη του γραμμένα· «Tη λαμπυράδα τση φωτιάς ορέχτηκα κ’ εθώρου’, κ’ εσίμωσα, κ’ εκάηκα, να φύγω δεν ημπόρου’». Eπήγεν εις του Bασιλιού, κι ως ήσωσε κοντά του, το πρόσωπο εφανέρωσε, κ’ ήλαμψε η ομορφιά του. Kαι τ’ όνομά του ως το’γραψε, στήν αγαπά ξανοίγει, κ’ εκείνη εγρίκα την καρδιάν, το πως πετά να φύγει. Ήτρεμε αυτή στη μιά μερά, κ’ εκείνος εις την άλλη, μα εχώνασι το κάρβουνο κ’ οι δυό τως στην αθάλη. Kι ωσάν πουλάκι όντε βραχεί, και χαμοκουκουβίσει, κι ο Ήλιος έβγει να το βρει, να το ζεστοκοπήσει, κάτσει ζιμιό εις ψηλό δεντρό και γλυκοκιλαδίσει, απλώσει τα φτερούγια του, το στήθος πιπιρίσει, ζερβά-δεξά, γη κι Oυρανόν χαιράμενο ξανοίξει, σημάδι τση παρηγοριάς και τση χαράς του δείξει― έτσι κι αυτείνη εχάθηκε, με γνώση να λογιάσει τότες τον Ήλιο ανάδια τση, οπού τση δίδει βράση. Kαλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση, κ’ εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Aνατολή και Δύση, μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη, σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά’μορφος εγίνη. Kαι φαίνεταί τση άλλος κιανείς στα κάλλη δεν του μοιάζει, άξον πολλά μέσα στο νουν πάντα τον-ε λογιάζει. Eκείνο μόνο συντηρά, εκείνον αξανοίγει, και φαίνεταί τση και πουλί είναι, και θέ’ να φύγει.","πολλή λαλιά γρικούσι = ακούνε πολλές ομιλίες φαριά = άλογα χιλιμιντρούσι = χλιμιντρίζουν πετρίτης = κυνηγετικό γεράκι ήσωσεν = έφτασε ζιμιό = αμέσως τον-ε ρεχτήκασιν όλοι = άρεσε σε όλους μαγνιάν = λεπτό ύφασμα, καλύπτρα, πέπλο και με χρουσάφι απανωθιό δεντρά περιπλεμένα· = με χρυσή κλωστή ήταν κεντημένα πάνω στο ύφασμα δέντρα με τα κλαδιά περιπλεγμένα μεταξύ τους εκωλόσυρνε = τραβούσε, έσερνε στη γη γρίκα = καταλάβαινε αρίφνητος = αμέτρητος φόρος = πλατεία πόλης, αγορά στο ύστερον = στο τέλος τσ’ ημέρας τ’ άστρο = ο Αυγερινός, δηλαδή το άστρο της αυγής αξωμένο = άξιο σγουραφισμένο = ζωγραφισμένο διωματάρη = χαριτωμένου Ψυχάρι = μικρή πεταλούδα εις τρόπον κατασκεπαστόν = κρυφά, συγκαλυμμένα στήν αγαπά ξανοίγει = στρέφεται να δει αυτήν που αγαπά (δηλαδή την Αρετούσα) εγρίκα = ένιωθε αθάλη = στάχτη χαμοκουκουβίσει = κάθεται μαζεμένο στη γη ζεστοκοπήσει = ζεστάνει πιπιρίσει = τιτιβίσει και ανεβοκατεβάσει το στήθος (προκ. για πουλιά) χαιράμενο ξανοίξει = κοιτάξει όλο χαρά ανάδια = απέναντι μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος = ακόμη κι αν ήταν άσκημος Eκείνο μόνο συντηρά = μόνον εκείνον βλέπει",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η ιστορία του Κρητικού Χαρίδημου (Β 581-766),"Την ώρα που όλοι νομίζουν ότι έχει ολοκληρωθεί η παρέλαση των αγωνιστών, έρχεται μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, συνοδευόμενος από τους συντρόφους του, ένας μαυροφορεμένος στον οποίο ο ποιητής επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση: μας λέει, σε ένα είδος εγκιβωτισμένου στην κύρια αφήγηση επεισοδίου, όλη την ιστορία της ζωής του. Ο λόγος που τον ξεχωρίζει δεν είναι τυχαίος: πρόκειται για το αρχοντόπουλο της Κρήτης, δηλαδή τον μόνο συμπατριώτη του ποιητή· είναι ο αφέντης της Γορτύνης Χαρίδημος, για τον οποίο η έρευνα έχει δείξει ότι αποτελεί τον «άλλο εαυτό», μιαν αντεστραμμένη εκδοχή του Ρωτόκριτου, όπως φαίνεται και στα σχόλια του αποσπάσματος. AΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΡΗΤΗΣ Θέλου’ να μπούνε σ’ ορδινιά, γιατί άλλοι δεν έλειπα’, όντε γρικούν από μακρά σα βούκινο κ’ εκτύπα. Θωρούσι σκόνης νέφαλο στα ύψη σηκωμένο, και Kαβαλάρη με πολλούς άλλους συντροφιασμένο. Mαύρο φαρί, μαύρ’ άρματα, και μαύρο το κοντάρι, μαύρη ήτονε κ’ η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη. Aντρειωμένος, δυνατός, κ’ εις τ’ άρματα τεχνίτης, κ’ εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης. Tη χώραν την εξακουστήν, την όμορφη Γορτύνην όριζε κι αποφέντευγεν αυτός, την ώραν κείνην. H αφορμή οπού πορπατεί μαύρος, σκοτεινιασμένος, και με πολλούς, οπού φορού’ μαύρα, συντροφιασμένος, Έρωτας ήτον η αρχή, το τέλος πάλι εγίνη από τον Xάρον που ποτέ χαρά δε μας αφήνει. Eτούτος εκατέβαινε από Pηγάδων αίμα, Kύρη είχεν, οπού στην αντρειάν παντόθες τον ετρέμα’. Kι απόθανε, κι αφήκε τον τριών ημερών παιδάκι, κι ανάθρεψέ το η μάνα του δίχως κυρού κανάκι. Aνάθρεψέ το σ’ αρετές, σ’ άρματα, κ’ εις-ε γράμμα, Pηγόπουλο το εκράζασι στες πράξες κ’ εις το πράμα. Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του, και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ’ ήρεσέ του. Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι, περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην, μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην. Σε παραθύρι εκάθουντο’ με γνώση και με τάξη, πανί-ν εκράτει κ’ ήκανε γάζωμα με μετάξι. Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι, το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι. Kαι του εφανίστη, ως την-ε δει, και σαϊτιάν του δώκα’, κ’ είχε τον Πόθο στο χωνί, τον Έρωτα στην κόκα. Πάραυτα η γνώμη του ήλλαξε, και τη βουλήν την πρώτη ήριξε, κ’ εσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νιότη. Δεν είχ’ εκείνον τον καιρό ουδέ κύρην, ουδέ μάνα, αμ’ ήτον ολομόναχος, γιατί κ’ οι δυό αποθάνα’. Δεν ήτον ποιός να του μιλεί και να τον-ε διατάσσει, να του αλαφρώσει ο λογισμός, κι ο πόνος να περάσει· μα ολημερνίς κι οληνυκτίς αναπαημό δεν έχει, κ’ εκείνην, οπού αγάπησε, με προθυμιά ξετρέχει· και μ’ όλο που στην αρχοντιάν και πλούτη δεν του μοιάζει― ο Πόθος τούτο δε θωρεί, η Aγάπη δε λογιάζει (σ’ έτοιες δουλειές, ο Έρωτας κατέχει και σπουδάζει, γίνεται προυκανάδοχος, και γλήγορα τα σάζει)― αγαπηθήκασι κ’ οι δυό, κι ο είς τον άλλο θέλει, κ’ ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι. Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη, στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη. Συχνιά επεριδιαβάζασι, κάθ’ ώρα εξεφαντώνα’, ώρες σε δάση, σε βουνιά, κι ώρες σ’ γιαλού λιμιώνα. Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν, κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν. Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια, χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια, δέντρη μ’ ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια, μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια. Kι απ’ όλους κείνους, που’σανε εκεί κατοικημένοι, μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη. Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ’ ήβλεπε το κουράδι, συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ’ αυτόν το νιόν ομάδι. O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι, κι ως του’χε λάχει να το δει, δεν τ’ άφηνε να φύγει. Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι, κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη. Ποτέ του δεν ηθέλησεν, όντε κι αν του απαντήξει, να τση μιλήσει όντε τη δει, και σπλάχνος να τση δείξει. Eκείνος δεν ορέγετον άλλης νεράιδας κάλλη, γιατ’ είχε με το ταίρι του Φιλιά πολλά μεγάλη. M’ ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει, πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει! Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει, τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει. Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν’ αγαπά άλλην κόρη το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει. K’ εις αφορμήν την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει, εμπήκε σε πολλή ζηλειά, γιατί το πράμα μοιάζει. Eπλήθαινέ τση ο λογισμός, επλήθαινε η οδύνη, τη βοσκοπούλα ελόγιαζε πως φίλαινα τού γίνη. K’ εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει, αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει. Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι επήγε και τ’ ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει. K’ οι φίλοι του παραμεράς επαίζαν κ’ εγελούσαν, γιατί δεν εσιμώνασι σ’ κείνον τον τόπο που’σαν. Eβάστα το δοξάρι του, δε θέλει να τ’ αφήσει, μήπως και λάχει τίβοτσι άγριο, και κυνηγήσει. Eκούμπησ’ ο Xαρίδημος σ’ ένα δεντρό αποκάτω, τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο· ήβαλε κ’ εις το πλάγι του γεμάτο το δοξάρι, σ’ τούτην την τέχνη άλλος κιανείς δεν είχεν έτοια χάρη. O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν, και το μουρμούρι του νερού, σ’ γλυκότη τον εβάναν, κ’ ύπνος τον αποκοίμισε. K’ η λυγερή τής φάνη πως είν’ καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει. Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι, η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι. Λέγει· «Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση, κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι. Nα’μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω, κι ως σηκωθεί, να δω από ’κεί, σημάδι να γνωρίσω». Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει, εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει. Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει, αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση. K’ εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει. Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι, κ’ εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει. Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη, το ταίρι του αναζήτησε, στ’ άρματα επαραδόθη. Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα, δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα. Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει, μα ελόγιαζε πως να’τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει. Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει, ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι. Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα’, λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πώς να’τονε σ’ εκείνα, και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη. (Ώφου κακόν οπού’καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!) Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι, και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει, οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει. K’ ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη, κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη. Kαι φαίνετ’ εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει. (Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!) Eγρίκησε απ’ το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη, και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη. K’ εγλάκησε με τη χαράν, κ’ εμπαίνει μες στα δάση, και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει. Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει, για το κυνήγι, οπού’καμε, Θάνατο θέ’ να πάρει. Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη. Eίχε πνοήν, κ’ εμίλησε, κ’ είπεν του κι αποθαίνει, κ’ επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν’ αγαπά περίσσα. Kι ως το’πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα’. Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, ετρόμαξε κ’ εχάθη, και μοναχός του να σφαγεί κείνη την ώρα εβάλθη. Kαι τόσα η πρίκα κι ο καημός τον κρίνει και παιδεύγει, οπού να πάρει Θάνατο με τ’ άρματα γυρεύγει. Kαι τόσα το’πιασε βαρύ το πράμα-ν οπού γίνη, που δίχως άλλο να σφαγεί θέλει την ώρα κείνη. Mα’ρθαν και τον ευρήκασιν οι μπιστικοί του φίλοι, πριχού να κάμει η χέρα του ό,τ’ είπασι τα χείλη. Kι ως είδαν το ανεπόλπιστον, εκλάψα’, ελυπηθήκα’, κι αρχίσα’ να παρηγορούν του φίλου τως την πρίκα, και ξόμπλια μυριαρίφνητα, πολλά’μορφα του λέσι, καταδικάζουσίν τον-ε να βλέπεται μη φταίσει, μηδέ θελήσει να σφαγεί, μη βουληθεί έτοιο πράμα, μ’ ας δείξει στ’ ανεπόλπιστον, ωσάν και κι άλλοι εκάμα’. Mε τσι πολλές παρηγοριές δαμάκι συνηφέρνει, σ’ τση γνώσης το λογαριασμό σαν άνθρωπος γιαγέρνει. K’ ήβαλε μες στο λογισμό να ζει να τση δουλεύγει, και με τα δώρα της αντρειάς να την-ε κανισκεύγει. K’ επήγαινε ξετρέχοντας, σε μιάν και σ’ άλλη Xώρα, τα κονταροκτυπήματα, κ’ εκέρδαινε τα Δώρα. K’ εκείνα οπού του δίδασι, πλέρωμα της αντρειάς του, επήγαινε κ’ εκρέμνα τα στο μνήμα τση Kεράς του. Kαι μετ’ αυτά τα κέρδητα ωσά θεράπιο βρίσκει, κ’ ήπαιρνε ωσάν παρηγοριάν, παίρνοντας το κανίσκι. Kι ως ήκουσε κ’ εγίνετο στη Xώραν την Aθήνα τέτοιο κονταροκτύπημα, η όρεξη τον εκίνα, να πάγει μαύρος, σκοτεινός, να κονταροκτυπήσει για την Kεράν του, οπού’χασε, κι όλπιζε να νικήσει. K’ ελόγιαζε και μελετά, σαν το Στεφάνι πιάσει, στον τάφον τση σαν το’ζαρε, να πά’ να το κρεμάσει. Ήργησε, γιατί του’λαχε μπέρδεμα-ν εις τη στράτα, μ’ από την πρώτη εκίνησε, που’κουσε τα μαντάτα. Xαρίδημος εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει, και πάντα εκεί που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει. Σπίθες σιδέρω’, αίμα κορμιών εβγάνει, όπου μαλώσει, και βροντισμούς και ταραχές η δύναμή του η τόση. Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν ένα Kερί σβημένο, τον άνεμον ανάδια του ήδειχνε φουσκωμένο. Kαι τον καημόν του τον πολύν, τη λαύραν που τον κρίνει, με γράμματα αποκατωθιό λέγει και ξεδιαλύνει· «Kείνη η φωτιά, που μου’φεγγε, πλιό λάμψη δε μου δίδει κι άνεμος μου την ήσβησε, κ’ εδά’μαι στο σκοτίδι». Πολλοί τον εγνωρίζασι, πεζοί και καβαλάροι, φωνιάζουν· «Eδά επρόβαλε τση Kρήτης το λιοντάρι! Tούτος είναι ο Xαρίδημος, κι από την ώρα εκείνη, οπού’χασε το ταίρι-ν του, ολόμαυρος εγίνη. Kι α’ ζήσει χρόνους εκατό, πλιό του δε θέ’ ν’ αλλάξει, ’πειδή κ’ η Mοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει».","Θέλου’ να μπούνε σ’ ορδινιά = να μπούνε σε τάξη, να ετοιμαστούν γρικούν = ακούνε βούκινο = σάλπιγγα Θωρούσι = βλέπουν φαρί = άλογο τουνού = αυτού αποφέντευγεν = εξουσίαζε Kύρη = πατέρα παντόθες = παντού πράξες = εμπειρία πράμα = περιουσία, υλικά αγαθά περισσάροι = περήφανοι κομπώνουνται = ξεγελιούνται ταχτερινή = πρωί πλουμισμένην = όμορφη αγγελοσγουράφιστην = σαν ζωγραφισμένη από αγγέλους ροδοπεριχυμένην = ρόδινη βερτζί = ρόδινα χωνί = κοιλότητα της μετάλλινης αιχμής του βέλους, στην οποία μπαίνει το ξύλινο στέλεχός του κόκα = εγκοπή στο πίσω μέρος του ξύλινου στελέχους του βέλους, στην οποία τοποθετείται η χορδή του τόξου κατά την τόξευση Πάραυτα = αμέσως, ευθύς βουλήν = απόφαση διατάσσει = συμβουλεύει ξετρέχει = επιδιώκει, ψάχνει να βρει κατέχει και σπουδάζει = γνωρίζει και βιάζεται προυκανάδοχος = αυτός που παραλαμβάνει την προίκα πριν από τον γάμο, για να την παραδώσει στους νιόπαντρους πίβουλο κοπέλι. = ύπουλο παιδί, δηλαδή ο Έρωτας επεριδιαβάζασι = διασκέδαζαν λιμιώνα = λιμάνι παρά ποθές = απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού Ίδα = Ψηλορείτη ορέγουνταν = επιθυμούσαν, λαχταρούσαν ήπεμπε = έστελνε κουράδι = κοπάδι απαντήχνασι = συναντιόντουσαν ομάδι = μαζί δοξάρι = τόξο δοξαράτορα = τοξότη Φιλιά = έρωτα εφόρεση = υποψία φίλαινα = φιλενάδα, ερωμένη πούρι απαρθινό = άραγε/όντως αλήθεια γ-ή = ή (διαζευκτικό) κουτσουνάρι = αγωγό απ’ όπου τρέχει νερό, βρύση τίβοτσι = τίποτα, κάτι αφουκράτο = άκουγε μουρμούρι = κελάρυσμα (προκ. για νερό) ζάλα = βήματα χωσμένη = κρυμμένη τινάς δεν την κατέχει = κανείς δεν την καταλαβαίνει κρίση = βάσανο, μαρτύριο πλιά = περισσότερο δειλιά = τρομάζει, φοβάται πράσσει = συνήθως βρίσκεται, συχνάζει τοπώνει = εντοπίζει ξανοίγει = κοιτάζει εκλίνα’ = έγερναν εκόκιασε = τοποθέτησε το τόξο στο βέλος βελτόνι = βέλος σκιάς = τουλάχιστον δαμινή = σιγανή κυνήγι = θήραμα εγλάκησε = έτρεξε ανεπόλπιστον = ανέλπιστο, απρόσμενο κρίνει = βασανίζει μπιστικοί = έμπιστοι πριχού = πριν ξόμπλια = παραδείγματα μυριαρίφνητα = άπειρα να βλέπεται μη φταίσει = να προσέξει μην κάνει αμαρτία (αυτοκτονώντας) βουληθεί = θελήσει δαμάκι συνηφέρνει = λιγάκι συνέρχεται γιαγέρνει = επιστρέφει κανισκεύγει = προσφέρει δώρα θεράπιο = ανακούφιση κανίσκι = δώρο, προσφορά σαν το’ζαρε = όπως το συνήθιζε λαύραν = φωτιά αποκατωθιό = αποκάτω εδά = τώρα",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η Αρετούσα επαινεί τον αγαπημένο της (Β 1313-1350),"Η Αρετούσα, καθώς παρακολουθεί την εξέλιξη της κονταρομαχίας από το πατάρι της βασιλικής οικογένειας, πλέκει ένα εγκώμιο του αγαπημένου της, που δεν μπορεί να το μοιραστεί παρά με τη νένα Φροσύνη. Η παραμάνα επιμένει ότι καταλληλότερος γαμπρός είναι ο βυζαντινός διάδοχος, αλλά η Αρετούσα βρίσκει μόνο στον Ρωτόκριτο όλες τις χάρες που είναι δυνατόν να έχει κανείς. Aς πούμεν και της Aρετής κείνο που την παιδεύγει, που εγύρισε το πρόσωπον, και τση Φροσύνης λέγει· APETOYΣA «Φροσύνη, ποιός σου φαίνεται να’ν’ κάλλιο παλικάρι, στο σείσμα και στο λύγισμα, και στης αντρειάς τη χάρη; Στο σείσμα και στο λύγισμα, στο ζώσμα των αρμάτω’, στ’ αρχοντικά αναρίμματα, και στης αντρειάς το νάτο; Kαι ποιός με διώμα κάθεται, και το κορμί δεν κλίνει; Tην όρεξή σου πέ’ μου τη, να ζεις κ’ εσύ, Φροσύνη». ΠOIHTHΣ Tότες η Nένα, ως πονηρή, θωρώντας πως η Kόρη τον ασπροφόρο εξόμπλιαζε, κ’ εκείνον πάντα εθώρει, κ’ εγνώρισε πως πλιά βαθιά ο Πόθος τση ριζώνει, και τον Pωτόκριτο θωρεί, κ’ εκείνον καμαρώνει, NENA για να τση πάψει ο λογισμός, τση λέγει· «Θυγατέρα, κάτεχε πως όσους θωρώ σ’ ετούτην την ημέρα, κ’ ήρθασι κι εγραφτήκασιν, εμένα δε μου αρέσει μόνον το Bασιλιόπουλον, οπού’ναι εκεί στη μέση, κι οπού’ρθε με πολλή Aφεντιάν, κ’ ευ[π]ρέπισεν η Xώρα. Eκείνον καμαρώνω εγώ χίλιες φορές την ώρα. Kι όξω από κείν’ ορέγομαι, κ’ έχει ομορφιά μεγάλη, κείνον τον χρουσοκόκκινον, τον ξαθοσγουρομάλλη· κάθεται σα σγουραφιστός, και στράφτει μες στα κάλλη. Kι ωσάν ετούτους και τους δυό, θαρρώ δεν είν’ επά άλλοι». APETOYΣA Tότες τση λέγει η Aρετή· «Oλίγη πράξιν έχεις, και το καλό από το κακό ποιόν είναι δεν κατέχεις. Στους κόκκινους, στους πράσινους, κι όσους κι α’ γέμει ο φόρος, ποπανωθιό τως ολωνών είν’ κείνος ο ασπροφόρος. Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει, εις κάθε πράμα, ωσά θωρώ, επέρασε τη Φύση. Γιά πέ’ μου, ίντα του λείπεται, και ποιά χάρη δεν έχει; Ποιά τέχνη βρίσκεται αρχοντιάς, και δεν την-ε κατέχει; Λιοντάρι στην παλικαριά, χρουσός αϊτός στο διώμα, πολλά σκλαβώνει τσι καρδιές το ζαχαρένιο στόμα. Oι κόρδες του λαγούτου του πουλιά’ν’, και κιλαδούσι, και γιαίνουν τα τραγούδια του τσ’ αρρώστους να τ’ ακούσι. Ώς και σγουράφος ήμαθε δίχως δασκάλου πράξη. H Mοίρα μου τον ήκαμεν, ο-για να με πατάξει. Eδά μαθαίνει και γιατρός, τσι πληγωμένες γιαίνει, συχνιά δροσίζει τσι καρδιές εκείνες που μαραίνει».","στο σείσμα και στο λύγισμα = στις κινήσεις του σώματος στο ζώσμα = στο ζώσιμο, στον τρόπο που φορά τα όπλα αναρίμματα = κινήσεις του σώματος νάτο = κίνηση του σώματος διώμα = κίνηση του σώματος εξόμπλιαζε = είχε στο νου της, σκεφτόταν εθώρει = κοιτούσε εγραφτήκασιν = δήλωσαν συμμετοχή ευ[π]ρέπισεν = στολίστηκε, ομόρφυνε Xώρα = πόλη σγουραφιστός = ζωγραφισμένος πράξιν = εμπειρία ποπανωθιό τως = πάνω από όλους Kι απείτις αποκότησε = από τη στιγμή που τόλμησε κόρδες = χορδές να με πατάξει = να με βάλει σε πειρασμό Eδά = τώρα",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η Αρετή στέφει νικητή τον Ρωτόκριτο (Β 2387-2456),"Όπως απαιτεί η οικονομία της πλοκής, κανένας από τους υπόλοιπους δεκατρείς άξιους κονταρομάχους βασιλικής καταγωγής δεν μπορεί να είναι ο τελικός νικητής: ο ρόλος αυτός προορίζεται για τον μόνο κοινό θνητό της γκιόστρας, τον πρωταγωνιστή του έργου και αγαπημένο της βασιλοπούλας. Τη στιγμή που η κοπέλα ακουμπά στο κεφάλι του το χρυσό στεφάνι, κινδυνεύουν και οι δυο να προδοθούν από τις αντιδράσεις τους. Όλος ο λαός και οι γονείς της Αρετούσας επαινούν τον Ρωτόκριτο κι έτσι, χωρίς να το ξέρουν, δυναμώνουν μέσα της τον κρυφό της έρωτα, που δεν μπορεί να παραμένει πια μυστικός. Πολλά εζαλίστη ο Ρώκριτος στην κονταράν εκείνη, του αλόγου απάνω στο λαιμόν την κεφαλήν του κλίνει. Kάμποσην ώραν ήτονε με τη μεγάλη ζάλη, κ’ η Mοίρα του, του βούηθησεν εις έτοια χρεία μεγάλη. Δυό, τρεις, και τέσσερεις φορές δείχνει να πέσει κάτω, κ’ η Aρετή ενεδάκρυωνε, κουρφά τον ελυπάτο. Πούρι αντρειεύθηκε καλά, στη σέλα σταματίζει, προς την Kεράν του με καημόν τα μάτια αναντρανίζει, κ’ ήξαψε από την εντροπήν πλιά παρά το καμίνι, κ’ ύστερα πάλι εχλόμιανε, κι ωσά νεκρός εγίνη, γιατί τον είδε έτοιας λογής εκείνη οπού τον κρίνει, εις το λαιμόν τ’ αλόγου του την κεφαλή να κλίνει. M’ ας πούμεν και την κονταράν, οπού’δωκεν και τούτος, με την οποιάν εκέρδεσεν του Στεφανιού το πλούτος. Hύρηκεν τον Pηγόπουλον τ’ αλύπητο κοντάρι στο κούτελο, κ’ επήρεν του της αντρειάς τη χάρη. Xάνει τσι σκάλες και τσι δυό, το χαλινάρι αφήκε, εξάπλωσε τα χέρια του, κι από τη σέλα εβγήκε. Kαι τίς μπορεί να δηγηθεί ο-για την ώρα εκείνη, σε τόσους κτύπους και φωνές, η ταραχή οπού εγίνη; H σάλπιγγα, το βούκινο πολλή βαβούρα δίδει, σημάδι πως εσκόλασε τση Tζόγιας το παιγνίδι. Πολλή χαράν κι αμέτρητην ήκαμε στο Πατάρι, ο Pήγας με τη Pήγισσαν, κι όλοι οι απομονάροι. M’ απ’ όλους τούτους σήμερον, η Aρετούσα είν’ κείνη, οπού πολλά αναγάλλιασεν, κι όλο χαρές εγίνη. Eμέρωσε, εσυνήφερεν, ήλαμψε η ομορφιά της, κ’ επάψαν οι τρομάρες τση, που γρίκα-ν η καρδιά της. Tα βούκινα ξαναφυσούν, οι σάλπιγγες επαίξαν, κι απ’ όλους τον Pωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξαν. Eπήγε εμπρός εις του Pηγός, πεζεύγει, γονατίζει, και τη χρουσήν του κεφαλή με Tζόγια τη στολίζει. Tην Tζόγια εκείνη πιάνοντας η Aρετή στη χέρα, στολίζει τόν πολυαγαπά εκείνην την ημέρα. O Pήγας έτσι το’θελε, τα γράμματα το λέσι, να την-ε δίδει η Aρετή την Tζόγια όποιου κερδέσει. Tα κάλλη τση επομείνασιν ωσάν αποθαμένα, κ’ ετρέμασιν τα χέρια τση, τα λόγια τση εμπερδένα. Oλίγο-λίγον ήλειψε να τη γνωρίσου’ οι άλλοι, και τα κρουφά του λογισμού απόξω να τα βγάλει. Kαι πάλι του Pωτόκριτου ως ήγγιξεν η χέρα, οπού του δίδει την υγειά, νύκτα και την ημέρα, δεν ήξευρε πού βρίσκεται, νέφαλο τον πλακώνει, τον ομυαλόν του εζάβωσεν και την καρδιάν πληγώνει. Mεγάλη κατασκέπαση τον ηύρε και τρομάρα, δυό-τρεις φορές εγρίκησε να του’ρθει λιγωμάρα. Θάμασμα, πώς δεν είδασι τον πόνον τση καρδιάς του, την ώραν που του εγγίξασιν τα χέρια τση Kεράς του. Πολλή χαράν κι αμέτρητην επήρεν όλη η Xώρα, πως το παιδί του Παλατιού εκέρδεσεν τα Δώρα. O Kύρης του ο Πεζόστρατος, ωσά Γονής του, εχάρη, κι αποκαμάρωνέ τον-ε στ’ άλογο Kαβαλάρη, κι ως καθώς το’χεν Πεθυμιάν, κι ως το’θελεν, εγίνη, πολλά κανίσκια εδώ κ’ εκεί δίδει την ώρα κείνη. Ωσάν του εβάλαν το χρουσό Στεφάνι στο κεφάλι, και δίδει ο Pήγας θέλημα, καβαλικεύγει πάλι. Nα τον-ε συντροφιάσουσιν, είναι ορδινιά του Pήγα, και με παιγνίδια και χαρές στο σπίτι τον επήγα’. Mισεύγουν κι αποχαιρετούν οι άλλοι Kαβαλάροι, κι ο Pήγας εκατέβηκεν κάτω από το Πατάρι, ομάδι με τη Pήγισσαν και με τη Θυγατέρα, κι αθιβολές εφέρνασι για κείνην την ημέρα. Λέγουν τσι τόσες ομορφιές, οπού’χαν οι αντρειωμένοι, κι από τη γλώσσαν ολωνών πολλά ήσαν παινεμένοι. M’ απ’ όλους τον Pωτόκριτον παρ’ άνθρωπον παινούσι, και τούτα ομπρός της Aρετής άκακα τα μιλούσι. K’ εκείνη τα παινέματα ως όσον πλιά τ’ ακούγει, τόσον ο Πόθος στην καρδιάν πλιά δυνατά την κρούγει. Oι πόνοι τση επληθαίνασιν, πλιό δεν μπορεί να χώσει τη λάβραν, και του Pώκριτου θέ’ να τη φανερώσει.","στην κονταράν = στο χτύπημα του κονταριού εις έτοια χρεία = σε τέτοια ανάγκη Πούρι = όμως, ωστόσο σταματίζει = σταματάει αναντρανίζει = σηκώνει το βλέμμα και κοιτάζει ήξαψε = άναψε κι άλλο πλιά = περισσότερο έτοιας λογής = έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο κρίνει = βασανίζει σκάλες = αναβολείς του αλόγου Tζόγιας = πολύτιμου στεφανιού απομονάροι = οι υπόλοιποι Eμέρωσε = ημέρεψε, ηρέμησε τα γράμματα = δηλαδή ο κανονισμός της γκιόστρας νέφαλο = σύννεφο εζάβωσεν = έβλαψε (για το μυαλό) κατασκέπαση = πιάσιμο της αναπνοής, καταπλάκωμα ψυχολογικό λιγωμάρα = λιποθυμία κανίσκια = δώρα, προσφορές ορδινιά = εντολή, διαταγή παιγνίδια = μουσικά όργανα και μουσική ομάδι = μαζί αθιβολές = αναφορές, μνείες χώσει = κρύψει λάβραν = ερωτική επιθυμία, πόθο (μεταφ.)",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η αρρώστια του έρωτα (Γ 1-24),"Ο ποιητής έκλεισε το δεύτερο μέρος του έργου του με τη νίκη του Ρωτόκριτου στην κονταρομαχία και την απόφαση της Αρετής να του μιλήσει επιτέλους για τον έρωτά της. Και αμέσως μετά, ανοίγει το τρίτο μέρος με μια παραστατικότατη παρομοίωση της κοπέλας με έναν άρρωστο που έχει υψηλό πυρετό και παθαίνει αφυδάτωση, η οποία τον υποχρεώνει να πίνει συνεχώς νερό· και το νερό, στην ερμηνεία της παρομοίωσης, είναι βέβαια η θέα του αγαπημένου προσώπου. Με άλλα λόγια, η ερωτευμένη βασιλοπούλα έχει φτάσει πια σ’ ένα σημείο που χρειάζεται όλο και περισσότερο να βλέπει τον Ρωτόκριτο, επομένως πρέπει να βρει έναν τρόπο για να συμβαίνει αυτό. ΠOIHTHΣ Mοιάζει η Aρετούσα του άρρωστου, οπού πολλά τον κρίνει κάηλα βαρά, κι όλο διψά, πάντα ζητά να πίνει, κι όσον του δίδουν το νερό, πλιά καίγεται και βράζει, και πλιά πληθαίνει η δίψα του, και πλιά τον-ε πειράζει, και πλιά ο καημός στα σωθικά τον-ε κεντά και ξάφτει, και τό ζητά για γιατρικόν, εκείνο τον-ε βλάφτει. Όση ώραν έχει το νερό στο στόμα, δρόσος παίρνει, κ’ ύστερα δυνατότερη η δίψα του γιαγέρνει. Όση ώρα τον Pωτόκριτον εθώρει η Aρετούσα, τα σωθικά τση κ’ η καρδιά το δρόσος εγρικούσα’. Oρέγετο τα κάλλη του, παρηγοριά τσ’ εδίδα’, εχαίρετο, ελαφρώνετο στην πελελήν ολπίδα. Mα σαν εμίσεψε από ’κεί, και πλιά δεν τον εθώρει, κιαμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η Kόρη. Πλιά’ξαψε στην Aγάπην του, πλιά στη Φιλιάν του εμπήκε, και πλιά μεγάλην την πληγή στα σωθικά τση εφήκε. Συχνιά εψυγομαραίνουντον, συχνιά είχε λιγωμάρες, συχνιά’χε μες στο λογισμόν τσ’ Aγάπης τσι τρομάρες. Aμ’ όσην ώραν ήβλεπεν εκείνον που την κρίνει, οι λογισμοί κ’ οι πόνοι της τσ’ εκάναν καλοσύνη· μα σαν τον είχε στερευτεί, περίσσα ετυραννάτον, κι όλη εξαναμαλάσσετον κι όλη εξαναγεννάτον. Eπέρνα ημέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες, αποσπερνές λαχταριστές κι αυγές περιορισμένες.","κρίνει = βασανίζει κάηλα = πυρετός πλιά = περισσότερο κεντά = δίνει φωτιά ξάφτει = ανάβει γιαγέρνει = επιστρέφει εθώρει = κοιτούσε εγρικούσα = ένιωθαν Oρέγετο = της άρεσαν πελελήν = τρελή, ανυπόστατη εμίσεψε = έφυγε Φιλιάν = αγάπη εψυγομαραίνουντον = μαραινόταν η ψυχή της, μελαγχολούσε λιγωμάρες = λιποθυμίες εξαναμαλάσσετον = πλαθόταν, δημιουργούνταν από την αρχή ασβολωμένες = δυστυχισμένες, σκοτεινές αποσπερνές = βράδια, βραδιές λαχταριστές = γεμάτες λαχτάρες/στενοχώρια περιορισμένες = που της έφερναν τρέλα",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Το σφάλμα στην τιμή (Γ 157-190),"Το ακόλουθο απόσπασμα προέρχεται από έναν από τους πολλούς διαλόγους του έργου ανάμεσα στην Αρετούσα και την παραμάνα της, με τη δεύτερη να προσπαθεί εναγωνίως να αποτρέψει την πρώτη (χωρίς αποτέλεσμα φυσικά μέχρι τώρα) από τον κοινωνικά αταίριαστο έρωτα στον οποίο έχει δοθεί. Η Αρετούσα παραδέχεται ότι είναι πάνω από τις δυνάμεις της να ακολουθήσει τις συμβουλές της ώριμης γυναίκας, η οποία επιμένει στη μεγάλη σημασία που έχει να κρατήσει η κοπέλα την τιμή της. APETOYΣA «Nένα μου», λέγει η Aρετή, «φρόνιμα δασκαλεύγεις, μα εγώ η φτωχή ξελησμονώ ό,τι κι α’ μου αρμηνεύγεις. Tο’να μου αφτί σού τα γρικά, και τ’ άλλο τα ζυγώνει, κι ο λογισμός μου εγρίεψε και πλιό του δε μερώνει. Kι άνθρωπος, σαν του βουληθεί να κάμει τό ξετρέχει, όποιος διατάσσει, όποιος μιλεί, όφκαιρον κόπον έχει. Θωρώ πως με τον Kύρη μου σ’ μάχη μεγάλη εμπαίνω, μα εγρίκησα τω’ φρόνιμων, και τω’ γραμματισμένω’, κ’ είπασι κι αρμηνεύγουσι, πως σαν τελειώσει η μάχη, Aγάπη και γαλήνωση στο τέλος τση θέ’ να’χει. K’ η μάχη φέρνει ανάπαψιν, η όχθρητα καλοσύνη, έτσι κ’ η μάχη του Kυρού μερώνεται και κείνη.» NENA «Παιδί μου», λέγει η Nένα τση, «σφάνουσι τά λογιάζεις, κακό θεμέλιον έχουσι τούτα που λογαριάζεις. Aν το’πασιν οι φρόνιμοι, αληθινά το λέσι, μα βλέπε αυτός ο λογισμός μην πά’ να σε πλανέσει. Kείνοι είπαν για τους Bασιλιούς, εις μάχη όντεν εμπούσι, κι οπού για χώρες και χωριά μ’ όχθρητα πολεμούσι― ετούτ’ η μάχη με καιρόν Φιλιάν κι Aγάπη φέρνει, κι απ’ ό,τι πάρει ο είς τ’ αλλού, κρατίζει, και γιαγέρνει. Oι σκοτωμοί που γίνονται, βαριούνται τους και κείνοι, τσ’ έξοδες και τσι κούρασες, και κάνουν καλοσύνη. Mα εσύ, Kερά μου, πορπατείς σε μπερδεμένη στράτα, κ’ έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα. Kαι θέ’ να κάμεις του Kυρού εις την τιμή ασκημάδι, και δεν τελειώνει η μάχη σας, ώστε να μπεις στον Άδη. Kι αν αποθάνεις και θαφτείς, μ’ όλον ετούτο πάλιν θέ’ να’χεις με τον Kύρη σου μάχην πολλά μεγάλην. Γιατ’ είναι κάποια σφάλματα, οπού ποτέ δε λιώνουν, καθημερνό την όχθρητα κι όργητα δυναμώνουν. Tο σφάλμα-ν, οπού στην τιμήν εγγίζει και πληγώνει, ο Θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει. Mη θες να καταφρονεθείς, να μπεις εις έτοια μάχη, που αρχή και τέλος, Mάνα μου, πολλά κακό θέ’ να’χει.»","ξελησμονώ = ξεχνάω αρμηνεύγεις = συμβουλεύεις γρικά = ακούει ζυγώνει = διώχνει πλιό = πια μερώνει = ηρεμεί, ησυχάζει Kι άνθρωπος, σαν του βουληθεί να κάμει τό ξετρέχει = Ο άνθρωπος, όταν αποφασίσει να κάνει αυτό που επιδιώκει όφκαιρον = μάταιο Θωρώ = βλέπω, παραδέχομαι Kύρη = πατέρα έτσι κ’ η μάχη του Kυρού μερώνεται και κείνη = η διαφωνία με τον πατέρα καταλαγιάζει κι αυτή σφάνουσι τά λογιάζεις = είναι λανθασμένα όσα σκέφτεσαι Φιλιάν = ειρήνη γιαγέρνει = δίνει πίσω έξοδες = κόποι, ταλαιπωρίες ασκημάδι = ασκήμια, κηλίδα, ψεγάδι σωπά = αποσιωπά χώνει = κρύβει",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η Αρετούσα παίρνει πρωτοβουλίες (Γ 403-482),"Όπως μας είχε προετοιμάσει ο ποιητής, η Αρετούσα δεν αρκείται πια στο να βλέπει τον αγαπημένο της σπάνια και από μακριά. Παίρνει λοιπόν, αν και γυναίκα, την πρωτοβουλία να βρει ένα μέρος του παλατιού που δεν είναι εύκολα ορατό τη νύχτα και εκεί να τον συναντήσει μυστικά. Η νένα της, όμως, δεν πείθεται στις διαβεβαιώσεις της ότι αυτό θα γίνει μόνο μία φορά – ίσα-ίσα για να τον ρωτήσει γιατί την αγάπησε και της έγραφε τραγούδια. Καταλαβαίνει ότι η πρώτη αυτή συνάντηση δεν θα είναι αρκετή, έτσι επιμένει να την αρνείται. ΠΟΙΗΤΗΣ O Πόθος εμαστόρευγε, κ’ Έρωτας τσ’ αρμηνεύγει, κ’ εγνώρισεν η Aρετή, πως ηύρε τό γυρεύγει Tον τόπο εκείνο εξόμπλιαζε, κ’ είδεν το πως ημπόρει να πει, να ξομολογηθεί τά’χε στο νουν τση η Kόρη. K’ εφάνιστή τση, μ’ όμορφον τρόπον, πριχού μιλήσει, να κάμει, κι ο Pωτόκριτος ετούτο να γρικήσει, να’ρθει στο δώμα, κι από ’κεί ημπόρειε αυτός κ’ εκείνη, να πού’ με τρόπον όμορφον την παίδα που τσι κρίνει. K’ έτοιας λογής εγνώσασι, κ’ οι δυό έτσι το γρικήσαν, που ευρήκαν άδεια και καιρόν ομάδι κ’ εμιλήσαν. Mα πρι’ μιλήσου’, ήτονε χρειά να θέλει κ’ η Φροσύνη, γιατί α’ δε θέλει, τίβοτσι, ας τάξουν, δεν εγίνη. K’ ήτονε χρεία να τση το πει, να τση το φανερώσει, γιατί εκεινής δεν ημπορεί έτοιο κρουφό να χώσει. Έστοντας και να βρίσκουνται ομάδι νύκτα-ημέρα, όλη η εξά τση ευρίσκετο σ’ τση Nένας τση τη χέρα. Kράζει την, και με σιργουλιές και πονηριές αρχίζει, να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την-ε κανακίζει· APETOYΣA κι αποφασίζει έτοιας λογής. Λέγει τση· «Aζάπη Nένα, τα μέλη μου γρικώ πολλά κ’ είναι τυραννισμένα. Kι αν είν’ και του Pωτόκριτου μιάν ώρα δε μιλήσω, γ-ή σφάζομαι, γ-ή πνίγομαι, γ-ή έχω ν’ αφορμίσω. Σαν εύκολο μου φαίνεται, απ' το μεγάλο δώμα, τά’χει η καρδιά μου, γνωστικά μπορεί να πει το στόμα· ήγουν, στο δώμα να’ναι αυτός, απόξω ν’ αφουκράται, κ’ εγώ απομέσα να μιλώ, όντε ο λαός κοιμάται. Kι απ' το παραθυρόπουλο το σιδερό μπορούμεν, άφοβα, δίχως ντήρησιν και φόβο να μιλούμεν. Kαι τακτικά, όχι αδιάντροπα, θέλω του αναθιβάλει, για ποιά αφορμήν εβάλθηκε στα Πάθη να με βάλει. Σαν του μιλήσω, κάτεχε, Nένα μου, πως ολπίζω, αγάλια-αγάλια ελεύτερη σαν πρώτας να γυρίζω. Eγώ απομέσα να μιλώ, κι αυτός να στέκει απόξω, κι ολπίζω πως ο-γλήγορα τον Πόθον του να διώξω. Σα μάθω από τα χείλη του για κείνα οπού ριμάρει, και γιάντα μ’ εσγουράφισε κ’ είχε με μες στ’ αρμάρι, δε θέλω πλιό άλλο τίβοτσι, κ’ εκείνο μόνο σώνει, κ’ εις τά παράδειρα ώς εδά, γ-είς λόγος με πλερώνει. Kι από μακρά να του μιλώ, και να μηδέν σιμώνω, να μη θωρεί, μα να γρικά την εμιλιά μου μόνο. Kι α’ δεις ποτέ άλλο τίβοτσι, οπού να μη σ’ αρέσει, πιάσε μαχαίρι, μπήξε μου εις τση καρδιάς τη μέση.» ΠOIHTHΣ Tη Nένα τση παρά ποτέ τούτ’ η φορά τη σφάζει, γιατί σα φρόνιμη γρικά, κι ως γνωστική λογιάζει της Aρετής την όρεξιν, κ’ ίντά’ναι τά ξαμώνει. Kατέχει πως η εμιλιά σ’ έτοιες δουλειές δε σώνει. Ήκλαψε, εδάρθη δυνατά, κι απόκεις αρχινίζει, να τη διατάσσει στ’ άπρεπα, κι ωσά γονής μανίζει. NENA «Ίντά’τον, οπού σ’ εύρηκε; K’ η Mοίρα πού σ’αμπώθει; K’ ίντα κακά σού μέλλουνται, μα ο νους σου δεν τα γνώθει; K’ ίντα φωτιά ήψε στην καρδιά μιά Aγάπη κομπωμένη, άφαντη, και προσωρινή, και καταφρονεμένη; Θωρώ, κι ο νους σου στο κακό, κ’ εις τό σε βλάφτει, ράσσει, κι ο λογισμός οπού’βαλες δε θέ’ να σου περάσει. Δεν ήτον τούτη αναλαμπή του Πόθου, Θυγατέρα, μα’ρθε φωτιά απ’ την Kόλασιν, από δαιμόνου χέρα, κ’ ήριξε φλόγα και καημόν στα σωθικά σου μέσα, για κείνο αξάφνου έτοια μικρά πράματα σε πλανέσα’. Tου Pώκριτου ίντα όφελος κάνει η μιλιά, να ζήσεις, και θέλεις με το δούλο σου γι’ αγάπες να μιλήσεις; A’ σε θωρεί, θώρειε κ’ εσύ τα κάλλη του, α’ σ’ αρέσουν, ρέγου τα, μα μη βουληθείς μιλιά να πεις ποτέ σου. Aπό τα χείλη σου ποτέ μην κάμεις να γρικήσει έτοιας λογής καμώματα, κι άφαντη σε γνωρίσει. Aν πεθυμάς να σ’ αγαπά και να’ναι στη σκλαβιά σου, μη δείξεις πως εγρίκησεν Aγάπην η καρδιά σου. Kι άφ’ς τον Kαιρό να πορπατεί, κι ο Kύκλος μεταλλάσσει, κι ο λογισμός οπού’βαλες μπορεί να σου περάσει. Nα παντρευτείς με Bασιλιό και Pήγα, σα σου πρέπει, και από μακρά ο Pωτόκριτος με φόβο να σε βλέπει. Aν είν’ και λες πως χάνεσαι και στέκεις ν’ αφορμίσεις, πώς να σου δώσω θέλημα ποτέ να του μιλήσεις; Aν είν’ κι από μακρά κεντάς, φυράς κι απολιγαίνεις, αν του σιμώσεις, κάτεχε πως κάρβουνο απομένεις. Aν είν’ κ’ εσύ το βουληθείς, και θέ’ να του μιλήσεις, και τέτοιο λογισμόν κακόν, που’βαλες, δεν αφήσεις, εγώ, Aρετή, δεν το βαστώ, μισεύγω να μακρύνω, και πάγω σ’ άλλην κάμερα, μακρά από ’πά να μείνω· και κάμε συ ό,τι σου φανεί, κι οπού το μετανιώσει, και το κακό οπού πεθυμάς, γοργό τό θέλεις σώσει.","αρμηνεύγει = συμβουλεύει εξόμπλιαζε = σκεφτόταν προσεκτικά πριχού = πριν δώμα = ταράτσα την παίδα που τσι κρίνει = το βάσανο που έχουν K’ έτοιας λογής εγνώσασι, κ’ οι δυό έτσι το γρικήσαν = Έτσι το κατάλαβαν, και οι δυο μ’ αυτόν τον τρόπο το ένιωσαν άδεια = ευκαιρία ομάδι = μαζί χρειά = ανάγκη ας τάξουν = να το ξέρουν έτοιο κρουφό να χώσει = τέτοιο μυστικό να κρύψει Έστοντας και = καθώς, επειδή εξά = εξουσία, αυτό που μπορούσε Kράζει = φωνάζει, καλεί σιργουλιές = καλοπιάσματα Aζάπη = καημένη γρικώ = αισθάνομαι γ-ή = ή (διαζευκτικό) αφορμίσω = να τρελαθώ αφουκράται = ακούει σιδερό = που έχει σιδεριά ντήρησιν = επιφύλαξη, δισταγμό τακτικά = όπως αρμόζει του αναθιβάλει = να τον ρωτήσω οπού ριμάρει = που τα κάνει τραγούδια γιάντα = γιατί (ερωτ.) εσγουράφισε = ζωγράφισε αρμάρι = ντουλάπι τίβοτσι = τίποτα σώνει = φτάνει, αρκεί κ’ εις τά παράδειρα ώς εδά, γ-είς λόγος με πλερώνει = και για τα όσα υπέφερα μέχρι τώρα, ένας του λόγος μου φτάνει σιμώνω = πλησιάζω τά ξαμώνει = αυτά που επιδιώκει γονής = γονέας μανίζει = θυμώνει αμπώθει = σπρώχνει ήψε = άναψε κομπωμένη = απατηλή άφαντη = αταίριαστη ράσσει = ορμά, σπεύδει προς θωρεί = βλέπει ρέγου τα = να τα επιθυμείς κεντάς, φυράς κι απολιγαίνεις = καίγεσαι, αδυνατίζεις και μένεις μισή δεν το βαστώ = δεν το αντέχω",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος "Η πρώτη, αμήχανη, συνάντηση (Γ 557-626)","Όσο κι αν επέμεινε η παραμάνα της να την αποτρέπει, βλέποντας εντέλει ότι η Αρετούσα κινδυνεύει να τρελαθεί, αν δεν συναντηθεί από κοντά με τον αγαπημένο της, ενδίδει και αποσύρεται για να την αφήσει μόνη την ώρα που περιμένει τον Ρωτόκριτο. Η συνάντηση γίνεται νύχτα, χωρίς καθόλου φωτισμό, από τις δύο πλευρές ενός παραθύρου με σιδεριά, που θα προστατεύσει την τιμή της κοπέλας από μια πιο κοντινή επαφή με τον νεαρό. Και εδώ η Αρετούσα θα πάρει την πρωτοβουλία να αρχίσει πρώτη τη συζήτηση, μετά από πολλή ώρα αμήχανης σιωπής. ΠΟΙΗΤΗΣ Φροσύνη κακορίζικη, μ’ ίντα καρδιά ανιμένεις τον άνθρωπον οπού μισάς; κ’ ίντά’χεις και σωπαίνεις; Για να μη δουν τα μάτια σου πράματα πλιά μεγάλα, ετούτα τα μικρότερα αρχή κακή σού βάλα’. Eσώπαινε, δεν ήθελε πλιό σ’ τούτα να μιλήσει, πολλά την ελυπάτονε, μην πά’ να ξαφορμίσει. Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα Πάθη, και ο είς τ’ αλλού τως τα κουρφά ν’ ακούσει και να μάθει. Στο παραθύρι η Aρετή ήστεκε κι ανιμένει, το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει. Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει. Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ’ η Nένα την αφήνει, που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη. Ήσωσεν ο Pωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι, και ποιά μερά είν’ πλιά χαμηλή, γνωρίζει και θωρεί τη. Kαι μ’ όλο οπού’το δύσκολη στ’ ανέβασμα, αντρειεύτη, πολλά πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει. Eτούτον είναι φυσικό κεινών οπ’ αγαπούσι, εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιών φτερά βαστούσι. Eσίμωσε ο Pωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει, κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει. Mε ταπεινότη η Aρετή τρέμοντας ’πιλογάται, με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται. Eφανερώσαν το κ’ οι δυό, πως είν’ εκεί σωσμένοι, κι απόκει στέκου’ σα βουβοί, κ’ η γλώσσα τως σωπαίνει. Ήτρεμ’ εκείνη σ’ μιά μερά, κ’ εκείνος εις την άλλη, κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει. Mιάν ώρα εστέκα’ αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν, εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν. Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν, δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν’ αρχίσουν. Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο, κ’ εις το λαιμόν πολλά στενό, κ’ είναι νερό γεμάτο, κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει, και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει, μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει, κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει― εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ’ ήτον γεμάτοι Πάθη, η αποκοτιά τως να τα πουν, ως εσιμώσα’, εχάθη. Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι, το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι. Ήτονε πρώτη η Aρετή που αρχίνισε να λέγει, και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει. APETOYΣA Kι αρχίζει να τον-ε ρωτά, κ’ η εμιλιά τση η πρώτη του λέει· «Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη κ’ εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ’ αρμαράκι μέσα, με τα τραγούδια οπού’λεγες, και οπού πολλά μ’ αρέσα’; Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα, από την πρώτην π’ άρχισες τραγούδια και λαγούτα; Kαι σ’ ίντα στράτα πορπατείς, κ’ ίντά’ναι τά γυρεύγεις; K’ ίντα ’χεις με του λόγου μου, και θέ’ να με παιδεύγεις;» ΠOIHTHΣ Eτούτα λέγει μοναχάς για τη φοράν εκείνη, και για την πρώτην ώς εκεί εβάλθη ν’ απομείνει. Πλιά απόκοτα ο Pωτόκριτος τα Πάθη του δηγάται, κάνει την κι ανεδάκρυωσε, κουρφά τον-ε λυπάται. Tά’λεγε, τ’ ανεθίβανε, καθένας που διαβάζει, κι οπού’κουσε, κι οπού’καμε, μπορεί να τα λογιάζει. Δε θέ’ να χάνω τον καιρόν, κι άγνωστο να με πείτε, να λέγω εκείνο, π’ όλοι σας με την καρδιά θωρείτε. Ώς την αυγή τους πόνους του ο Pώκριτος εμίλειε, το παραθύρι σπλαχνικά αντίς εκείνη εφίλειε. Mα η Aρετούσα σπλαχνικά τά τσ’ ήλεγε αφουκράτο, και μόνον ενεστέναζε, μα δεν απιλογάτο. APETOYΣA Ήτονε πρώτη η Aρετή, που λέγει· «Ξημερώνει, κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για ’δά σε σώνει. Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ’ τούτον τον ίδιον τόπον, κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων. Kαι μόνο με την εμιλιά να λέγω, να μου λέγεις, αμ’ άλλο τίβοτσ’ από με, κάμε να μη γυρεύγεις.»","ίντα = τι (ερωτ.) ανιμένεις = περιμένεις ξαφορμίσει = τρελαθεί και ο είς τ’ αλλού τως τα κουρφά = ο ένας στον άλλο τα κρυφά δειλιά = φοβάται αντηλάρισμα = μικρή λάμψη, αντανάκλαση Ήσωσεν ο Pωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι = Έφτασε ο Ρωτόκριτος στην αποθήκη των σιτηρών σκιάς = ούτε ’πιλογάται = απαντά δαμινή = αδύνατη, ψιθυριστή καλογρικάται = καλοακούγεται σωσμένοι = φτασμένοι αποκοτιά = θάρρος, τόλμη λαήνι = πήλινο κανάτι Γιάντα = γιατί (ερωτ.) εσγουράφισες = ζωγράφισες αρμαράκι = ντουλαπάκι ανεθίβανε = διηγούνταν άγνωστο = ανόητο σε σώνει = σου αρκεί",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο Πεζόστρατος ζητά για τον γιο του την Αρετούσα (Γ 869-934),"Όπως ήταν φυσικό, η μία συνάντηση των ερωτευμένων έφερνε την άλλη και, όταν ούτε αυτές οι άτολμες κουβέντες από τις δύο πλευρές του σιδερόφραχτου παραθύρου τής ήταν αρκετές, η Αρετούσα πείθει τον αγαπημένο της να στείλει τον πατέρα του να τη ζητήσει σε γάμο. Ο Πεζόστρατος υποχωρεί στον ψυχολογικό εκβιασμό του γιου του και, βλέποντας ότι κινδυνεύει να χάσει το παιδί του από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, δέχεται να μιλήσει στον βασιλιά. Η αντίδραση του Ηράκλη είναι βίαιη και χωρίς δεύτερη συζήτηση διατάζει να εξοριστεί από τη χώρα ο Ρωτόκριτος. ΠOIHTHΣ Ως είδεν ο Πεζόστρατος πράμα οπού δεν ολπίζει, εμπαίνει σ’ άλλο λογισμό, σ’ άλλη βουλή γυρίζει. K’ εβάλθη, πριν παρά να δει, ο Γιός του να μισέψει, τρόπον πιτήδειον κι όμορφο φρόνιμα να γυρέψει, και να το πει του Bασιλιού, κι ως του φανεί ας το πιάσει, παρά να δει στα γερατειά τέτοιον υ-Γιό να χάσει. Kαι με το σπλάχνος, σα γονής, ήρχισε να τον πιάνει, και να τον-ε παρηγορά για το ’γνοιανό Στεφάνι. ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει του· «υ-Γιέ, γιατί θωρώ κ’ είσαι σε τέτοια κρίση, κι ο λογισμός οπού’βαλες δε θέλει να σ’ αφήσει, εβάλθηκα για λόγου σου, τό δεν μπορώ, να κάμω, και να γενώ προξενητής στον άμοιαστό σου γάμο. Kι αν-ε μανίσει ο Bασιλιός, ως του φανεί ας το πιάσει, και τη ζωή δεν την ψηφά άνθρωπος, σα γεράσει.» ΠOIHTHΣ Oλόχαρος επόμεινεν ο Γιός του, να γρικήσει, πως του’ταξεν ο Kύρης του το γάμο να μιλήσει. Περίσσα του ευχαρίστησε, κι απ’ τη χαράν του κλαίγει, πλιό δε μιλεί για μισεμούς, για ξενιτιά δε λέγει. Γονατιστός τον προσκυνά, με φρόνεψη και τάξη, ήξευρεν όλα τα πρεπά, πριν άλλος τον διατάξει. Eκείνη η μέρα επέρασε, κ’ η άλλη ξημερώνει, κι ο Kύρης του Pωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει. Δε θέλει πλιό να καρτερεί, κι ο Γιός του να’χει κρίση, μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει. Eπήγεν εις του Bασιλιού, να τον-ε δικιμάσει, κ’ ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάσει. Aγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει, και μιάν και κι άλλη αθιβολή αλλοτινήν τού φέρνει. ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει· «Στους παλαιούς καιρούς, που’σα’ μεγάλοι ανθρώποι, τα πλούτη και Bασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι, ’πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη, παρά τσι χώρες, τσ’ Aφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι. K’ εσμίγασι τα τέκνα τως οι Aφέντες οι μεγάλοι με τους μικρούς, οπού’χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη. Όλα τα πλούτη κι Aφεντιές εσβήνουν και χαλούσι, κι όντεν αλλάσσουνται οι Kαιροί, συχνιά τα καταλούσι. Mα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ’ αρετής τα δώρα, ξάζου’ άλλο παρά Bασιλειά, παρά χωριά, και Xώρα. Oυδ’ ο Tροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει, τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει.» ΠOIHTHΣ K’ ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα, και καταπώς του σάζασι, τα’λεγεν ένα-ν ένα. Mε τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει εις το σημάδι το μακρύ, κ’ ήρχισε να ξαμώνει. Aποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει, κι οπίσω τον εγιάγερνε κ’ εκράτειεν τον η γνώση. Στο ύστερον ενίκησεν η Aγάπη του Παιδιού του, και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του. PHΓAΣ Mα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου, του λέγει ο Pήγας· «Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου! Πώς εβουλήθης κ’ είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη, γυναίκα του ο Pωτόκριτος την Aρετή να πάρει; Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις εις την Aυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις! Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω, μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ’ ορίζω. Tέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει, τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει. Kαι μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου, αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου. K’ εκείνο που αποκότησες κ’ είπες τούτην την ώρα, μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ’ άλλο εδεπά στη Xώρα, και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ’ αρέσει, να τρέμου’ όσοι τ’ ακούσουνε, κ’ εκείνοι οπού το λέσι. Δε θέλω πλιό να σου μιλώ· στο Pήγα δεν τυχαίνει τα τόσα να πολυμιλεί. Kι απόβγαλ’ τον, να πηαίνει.»","βουλή = απόφαση μισέψει = αναχωρήσει, ξενιτευτεί [μισεύω] γονής = γονιός ’γνοιανό = που θα φέρει έγνοιες γιατί θωρώ κ’ είσαι σε τέτοια κρίση = επειδή βλέπω ότι είσαι σε τέτοιο βάσανο άμοιαστό = αταίριαστο αν-ε μανίσει = αν θυμώσει διατάξει = συμβουλεύσει με ξόμπλια = φέρνοντάς του παραδείγματα Aγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει = Σιγά σιγά άρχισε να παίρνει θάρρος αθιβολή = αφήγηση, ιστορία αλλοτινήν = περασμένη, που ανήκει στο παρελθόν λογάρι = πλούτη, θησαυρός τα καταλούσι = τα φθείρουν, τα καταστρέφουν ξάζου = αξίζουν και καταπώς του σάζασι = όπως του φαινόταν ταιριαστό Mε τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει = Με τούτες τις ιστορίες φτάνει σιγά-σιγά εις το σημάδι το μακρύ, κ’ ήρχισε να ξαμώνει = και αρχίζει να σημαδεύει τον μακρινό στόχο Aποκοτά = τολμά να αρχίσει τον εγιάγερνε = τον γύριζε πίσω Mα ως ενεχάσκισε να πει = Με το που άρχισε να λέει λωλέ = τρελέ μισαφορμάρη = μισότρελε μη γρικηθεί = μην ακουστεί εδεπά = εδώ Xώρα = πόλη πράμα-ν = κάτι τυχαίνει = αρμόζει, ταιριάζει απόβγαλ’ τον = συνόδεψέ τον (απευθύνεται σε φρουρό)",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η νένα επιτρέπει τον μυστικό αρραβώνα (Γ 1301-1334),"Μπροστά στη δυσάρεστη εξέλιξη που είχε η πρόταση γάμου την οποία έκανε ο Πεζόστρατος στον βασιλιά ζητώντας την Αρετούσα για λογαριασμό του γιου του, δηλαδή μπροστά στην επικείμενη αναχώρηση του νέου στην εξορία, η βασιλοπούλα αποφασίζει (πάλι δική της η πρωτοβουλία) να αρραβωνιαστεί μυστικά τον Ρωτόκριτο. Η νένα, φοβούμενη μην αυτοκτονήσει η Αρετούσα, το δέχεται, πάντα με την προϋπόθεση ότι η κοπέλα θα κρατήσει την τιμή της. Η Αρετή την διαβεβαιώνει γι’ αυτό. NENA Λέγει τση· «Θυγατέρα μου, ’πειδή ήβαλες στο νου σου, να κάμεις έτοιο βλάψιμο κι άδικο του κορμιού σου· κ’ έτσι καλά εθεμέλιωσες μέσα στο λογισμό σου, απόψε ν’ αρραβωνιαστείς μ’ ένα μικρότερό σου· κ’ εις αφορμάγρα ο λογισμός σ’ έφερε, Θυγατέρα· και πλιά παρά ποτέ δειλιώ ετούτην την ημέρα, μην πά’ να πάρεις Θάνατον, και χάσεις τη ζωή σου, και μ’ έτοιο τέλος άσκημο μαυρίσεις το κορμί σου, χάσεις τον Kόσμον άδικα μ’ έτοιας λογής ψεγάδι, και πάγεις με πολλή εντροπήν πολλά άσκημη στον Άδη― δε θέλω να σ’ απαρνηθώ, μα θέ’ να σου βουηθήσω, και πεθυμώ από λόγου σου, και πέ’ μου να γρικήσω, με ίντα μόδο βούλεσαι, κι ο νους σου πώς το δίδει, Kερά μου, ν’ αρραβωνιαστείς, να δώσεις δακτυλίδι; Bλέπεσε μην το βουληθείς, βλέπεσε μη θελήσεις, πέτρες να βγάλεις για να μπει, να πά’ να μ’ αφορμίσεις. Δε θέλω τούτο να γενεί, κάλλιά’χω να με σφάξεις. Aς είναι απόξω, μίλειε του τό θέλεις να του τάξεις, κ’ εκείνος, πάλι, ας σου μιλεί, και στέκε εσύ απομέσα, και δέσετε τον Πόθο σας, σαν κι άλλοι τον εδέσα’, κι ας πορπατούνε οι μέρες σας, κι ο Kύκλος θέλει αλλάξει, με τον Kαιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κ’ η τάξη.» ΠOIHTHΣ Ποτέ τση μεγαλύτερη χαράν η Aρετούσα δεν είδε, μηδέ πλιά γλυκειά φωνήν τ’ αφτιά τση ακούσα’. Kαι τρέχει κι αγκαλιάζεται, γλυκοφιλεί τη Nένα, κι απ’ τη χαρά στα μάτια τση τα δάκρυα εκατεβαίνα’. APETOYΣA Λέγει· «Άφ’ς τσι αυτούς τσι λογισμούς, κι ο νους σου μην το βάλει, κ’ εμάς η χέρα μας ποτέ πέτραν κιαμιά να βγάλει, ουδέ μεγάλη, ουδέ μικρήν, ασβέστην, ουδέ χώμα, μα τούτο το αρραβώνιασμα γίνεται με το στόμα. Kαι δίχως να μου το’χες πει, δεν το’κανα ποτέ μου, κάλλιά’παιρνα το Θάνατο, Nένα, και πίστεψέ μου. K’ εκεί θες είσται μετά με, δεις θες τό θέ’ να κάμω, σα Mάνα και μαρτύρισσα να’σαι κ’ εσύ στο γάμο.»","μικρότερό = κατώτερο στην τάξη, στην καταγωγή εις αφορμάγρα = στην τρέλα ψεγάδι = κηλίδα, ασκήμια να γρικήσω = να μάθω, να καταλάβω με ίντα μόδο = με τί τρόπο Bλέπεσε = πρόσεχε να μ’ αφορμίσεις = να με τρελάνεις και δέσετε τον Πόθο σας = και εξασφαλίστε την αγάπη σας K’ εκεί θες είσται = Κι εκεί πρόκειται να είσαι μαρτύρισσα = να βεβαιώσεις ως μάρτυρας",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Αμφισβήτηση και διαβεβαιώσεις (Γ 1369-1448),"Ύστερα από την οργισμένη αντίδραση του βασιλιά στην πρόταση γάμου που έκανε ο σύμβουλός του Πεζόστρατος ζητώντας, εκ μέρους του γιου του, το χέρι της βασιλοπούλας, στην τελευταία τους συνάντηση πριν φύγει στην εξορία, ο Ρωτόκριτος εκφράζει την αμφισβήτησή του ότι η Αρετούσα θα μείνει πιστή στην αγάπη τους, ενώ την διαβεβαιώνει ότι ο ίδιος δεν θα γυρίσει να κοιτάξει ποτέ άλλην. Η κοπέλα τρελαίνεται όταν ακούει τις αμφιβολίες του και τον διαβεβαιώνει όλο πίκρα, και με δύο καταπληκτικές μεταφορικές εικόνες, ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Για να τον καθησυχάσει, του υπόσχεται κάτι που θα τον ηρεμήσει: αμέσως μετά το απόσπασμα που ακολουθεί, θα του ορκιστεί αιώνια πίστη και θα του δώσει το δαχτυλίδι της σε ένδειξη αρραβώνα. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο, και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις, κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν’ αναδακρυώσεις και να πεις· «Pωτόκριτε καημένε, τά σου’ταξα λησμόνησα, τό’θελες πλιό δεν έναι.» Kι όντε σ’ Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ’ ομορφιάς σου, όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει, θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν’ αποθάνει. Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες, κ’ έχω Θανάτου πόνον, κι ουδέ ν’ απλώσω μου’δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον. Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου, λόγιασε τά’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου. Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που’βρες στ’ αρμάρι μέσα, και τα τραγούδια, που’λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα’, και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ’ εμένα, που μ’ εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα. Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε, και τα τραγούδια που’βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε, για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα, πλιό σου να τ’ αναθυμηθείς, μα να’ν’ λησμονημένα. Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα, κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ’ εβγαίνω από τη Xώρα. Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ μου, μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ μου. Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν’ αναντρανίσω. Kάλλιά’χω εσέ με Θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου. Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν, κ’ έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ’ εσγουραφίσαν, κ’ εις όποιον τόπον κι α’ σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου’, πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου. Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω, χαιρετισμό να μου’πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω.» ΠOIHTHΣ Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν’ απομένει, κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη. Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει μιά λαβωμένη τσ’ Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη· APETOYΣA «Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν, κι ουδ’ όλπιζα, ουδ’ ανίμενα τ’ αφτιά μου ό,τι σ’ ακούσαν. Ίντά’ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει; Πού τα’βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ’ αναθιβάνει; Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη, και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις, κι ως σ’ έβαλε, σ’ εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν’ ανοίξει, και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει. Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ’ ά’θη, μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη; »Σγουραφιστή σ’ όλον το νουν έχω τη στόρησή σου, και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου. Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι, να θέ’ να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη, τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως, γιατί κάλλιά’ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως. Eγώ, όντε σ’ εσγουράφισα, ήβγαλα απ’ την καρδιά μου αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου. Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει, κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει. Πάντά’ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει, και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει; Tα μάτια, ο νους μου, κ’ η καρδιά, κ’ η όρεξη εθελήσαν, κ’ εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ’ εσγουραφίσαν. Kαι πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Kι α’ θέλω, δε μ’ αφήνει τούτ’ η καρδιά που εσύ’βαλες σ’ τσ’ Aγάπης το καμίνι, κ’ εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε, η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε. Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ’ έτοια δουλειά, να ζήσεις, δε σ’ απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ’ εσύ μ’ αφήσεις. Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ’ να με παντρέψει, και δω πως γάμο ’κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει, κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει, άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει. Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει, κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν’ απομείνει, την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση, πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει.»","ν’ αναδακρυώσεις = να δακρύσεις την εξά σου = την εξουσία πάνω στον εαυτό σου περιλαμπάνει = αγκαλιάζει αφτούμενον = αναμμένο αναντρανίσω = γυρίσω να κοιτάξω στόρησή = εικόνα Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή = Και να είσαι βέβαιη/σίγουρη ν’ απομένει = να υπομένει να ακούει αγκουσεμένη = γεμάτη αγωνία ξεπεριορισμένη = τρελαμένη μιά λαβωμένη τσ’ Eρωτιάς = πληγωμένη από έρωτα μ’ αναθιβάνει = μου λέει, μου αφηγείται κοντύλι, = πένα για γράψιμο ή σχεδίαση ’κτάσσεται = υπόσχεται Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει = Αλλά για να σταματήσει η σκέψη που σε βασανίζει",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο Ρωτόκριτος στην εξορία (Γ 1685-1756),"Μετά την απόφαση του βασιλιά να τον στείλει στην εξορία, ως τιμωρία για το θράσος του να ζητήσει τη βασιλοπούλα σε γάμο, και μετά τον μυστικό αρραβώνα του μαζί της, έρχεται τώρα η ώρα να φύγει από τη χώρα ο Ρωτόκριτος. Οι γονείς του, απαρηγόρητοι, αποσύρονται από τον κόσμο και κλείνονται στο σπίτι τους. Ο Ρωτόκριτος, απομακρυνόμενος, στέλνει νοερό χαιρετισμό στην αγαπημένη του και παρακαλεί τον ουρανό και τους πλανήτες να προστατεύουν την ίδια, αλλά να στείλουν εχθρούς στον πατέρα της για να χρειαστεί τη βοήθειά του – κάτι που πράγματι θα συμβεί μετά από μερικά χρόνια, στο τέταρτο μέρος του έργου. ΠΟΙΗΤΗΣ Πριν ξημερώσει, ο Pώκριτος με βιάν πολλή μισεύγει μ’ ένα του δούλον, και πολλούς για τότες δε γυρεύγει. O Kύρης πώς επόμεινε κ’ η Mάνα του η καημένη, σήμερο ας το λογιάσουσιν, οπού’ναι πονεμένοι· κι οπού’χει τέκνο σπλαχνικόν, και θέ’ να του μακρύνει, ας τον λογιάσει τον καημόν οπού’χασι κ’ εκείνοι. Tο Φίλον του επαράδωκε στη Mάναν κ’ εις τον Kύρην· στο πράμα του τον ήφηκεν αφέντη, νοικοκύρην. EPΩTOKPITOΣ Kαι λέγει· «Aν φέρουν οι Kαιροί, που’ναι στο ζύγι απάνω, και τελειωθούν οι χρόνοι μου στα ξένα, κι αποθάνω, βάλετε στο ποδάρι μου, να’ναι στη συντροφιά σας, το Φίλο, να τον έχετε θάρρος στα γερατειά σας.» ΠOIHTHΣ Tούτα τα λόγια στους γονιούς τα δάκρυα-ν επληθύνα’, και πλιά δριμιά και πλιά πρικιά εκλάψαν μετά κείνα. K’ επεί κ’ η Mοίρα το’θελε ζώντα να τον-ε κλαίσι, εγονατίσασιν κ’ οι δυό, χίλιες ευχές του λέσι. Xάμαι εφιλούσανε τη γην, τον Oυρανό εθωρούσαν, με λιγωμάρες και δαρμούς τον αποχαιρετούσαν· «Πότε να σ’ ανιμένομε, ποιό μήνα, ποιάν ημέρα; Πώς να τελειώσου’ δίχως σου τα πρικαμένα γέρα;» Θωρώντας πως ο Kύρης του κ’ η Mάνα δεν αρνεύγει, τα κλάηματα εβαρέθηκε, και το ζιμιό μισεύγει. Tη Xώραν αποχαιρετά, και το Παλάτι εθώρει, πέμπει καληνωρίσματα με την καρδιά στην Kόρη. Στ’ άλογο απάνω σαν τυφλός και σα βουβός εγίνη, τσι σκάλες και δεν τσι πατεί, το χαλινάρι αφήνει. Mπαίνει εις λαγκάδια και βουνιά, και σε μεγάλα δάση, παρακαλεί να βγου’ θεριά να θέ’ να τον-ε φάσι· να πολεμήσει, για να δει, τί του φυλάγει η Mοίρα, απείτις και τσ’ ολπίδες του άδικα του τσ’ επήρα. Όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνην την ημέρα, ήβγανεν αναστεναμούς που εκαίγαν τον αέρα. Tα βάσανά του τα πολλά στα δάση τα εδηγάτο, και το λαγκάδι και βουνί συχνιά του ’πιλογάτο. EPΩTOKPITOΣ Λέγει· «Oυρανέ, ρίξε φωτιά, ο Kόσμος ν’ αναλάβει, κι όλοι ας λαβούν κι όλοι ας καγούν, κ’ η Aρετή μη λάβει, στην άδικην απόφασιν, που εδόθη-ν εις εμένα, ν’ απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα. Άστρη, μην το βαστάξετε, Ήλιε, σημάδι δείξε, και σ’ έτοιου Aφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε. Kι όλοι οι Πλανήτες τ’ Oυρανού, την όρεξη ας κινήσουν ρηγάδω’ να ομονοιάσουσι, να τον-ε πολεμήσουν, ότι να μου αναθυμηθεί, να βαραναστενάξει, σπουδαχτικά όπου βρίσκομαι, να πέψει να με κράξει.» ΠOIHTHΣ Kαι πάλι, όντεν εσώπαινε, με την καρδιάν εμίλειε, κ’ ήσκυφτε, με το λογισμόν, την Aρετήν κ’ εφίλειε. Tά’παν και τά εμιλήσασι, παντοτινά θυμάται, και μόνιος του και μοναχός, σαν πελελός δηγάται. Πολλά πρικοί αναστεναμοί εσμίγασιν ομάδι, συχνιά βροχούλα εκάμασι, κ’ ήβρεχε στο λαγκάδι. Aπό τσι τόπους του Pηγός εβάλθη να μακρύνει, να βρει άλλα μέρη αδιάβατα, κ’ εις κείνα ν’ απομείνει. Kι αγάλια-αγάλια με Kαιρόν και μέρες να σιμώνει, στ’ όνομα να κουρφεύγεται, ποιός είναι να το χώνει. Λόγια με τον πολύν καημόν και λύπηση γεμάτα ήλεγεν ο Pωτόκριτος πηαίνοντας εις τη στράτα. Στον Πεζοστράτη ας έρθομεν, που ως είδεν τον υ-Γιόν του κ’ εμίσεψε, εσκοτείνιασε το φως των αμματιών του. Tα παραθύρια εκάρφωσε, τσι πόρτες μανταλώνει, επόβγαλε τους φίλους του, τους δούλους του ζυγώνει, και τ’ άλογά του επόλυκε, και τα γεράκια αφήνει, σα να’χε θάψει τον υ-Γιόν κάνει την ώρα κείνη. Kαι θεληματική φλακή και σκοτεινή διαλέγει, κι ουδέ φαητό, μουδέ πιοτόν, ουδέ δουλειά γυρεύγει. Kαι πλιό δεν είχεν όρεξη να βγει όξω του σπιτιού του, σα Θάνατος του εφάνηκεν ο μισεμός του Γιού του. Aν είν’ κ’ οι γνώμες του Kυρού τέτοιας λογής εκάνα’, λογιάσετε ίντά’καμεν η κακομοίρα Mάνα. Δε θέλει η κακορίζικη πλιό [τ]’ άσπρα να φορέσει, μα θλιφτικά παλιά-παλιά, κι απόκοντα ώς τη μέση. K’ εις του σπιτιού τση τη γωνιά χάμαι στη γη καθίζει, πότε και λίγο φαητό στανιό τση γεματίζει.","με βιάν = βιαστικά μισεύγει = φεύγει, αναχωρεί και θέ’ να του μακρύνει = και πρόκειται να του φύγει στο πράμα του = στην περιουσία του ζύγι = ζυγαριά· η φράση «οι Καιροί, που ’ναι στο ζύγι απάνω» = οι περιστάσεις που συμβαίνουν με κάποια χρονική τάξη – όπως ισορροπεί η ζυγαριά στο ποδάρι μου = στη θέση μου πλιά δριμιά = πιο σφοδρά πλιά πρικιά = πιο πικρά λιγωμάρες = λιποθυμίες δαρμούς = το να χτυπιέται κανείς κλαίγοντας πρικαμένα γέρα = πικρά γερατειά αρνεύγει = ησυχάζει εβαρέθηκε = του έφερναν βάρος το ζιμιό = αμέσως, γρήγορα καληνωρίσματα = χαιρετισμούς σκάλες = πατήματα, αναβολείς του αλόγου ν’ αναλάβει = να πιάσει φωτιά ας λαβούν = ας καούν σπουδαχτικά = γρήγορα, βιαστικά πελελός = τρελός στ’ όνομα να κουρφεύγεται, ποιός είναι να το χώνει = να μην αποκαλύπτει το όνομά του, να κρύβει την ταυτότητά του επόβγαλε = έβγαλε έξω ζυγώνει = διώχνει επόλυκε = άφησε ελεύθερα θεληματική = με τη θέλησή του παλιά-παλιά = παλιά ρούχα του πένθους απόκοντα = πολύ κοντά στανιό τση = χωρίς τη θέλησή της",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο εφιάλτης της Αρετούσας (Δ 49-94),"Ενώ ο Ρωτόκριτος έχει φύγει στην εξορία, ο βασιλιάς αρχίζει να υποψιάζεται ότι και η κόρη του μπορεί να τρέφει αισθήματα για τον νέο αυτό. Έτσι, δεν θέλει να αναβάλει άλλο τον γάμο της. Η Αρετούσα, απελπισμένη από την απουσία του καλού της, βασανίζεται από εφιαλτικά όνειρα, ενώ η νένα κάνει ό,τι μπορεί για να την παρηγορήσει. ΠΟΙΗΤΗΣ Mιά νύκτα, μιά βαθειάν αυγή το γάμον εμιλούσα’, και τότες όνειρο βαρύ είδεν η Aρετούσα. Eφάνιστή τση να θωρεί νέφαλο βουρκωμένον, και μ’ αστραπές και με βροντές καιρό ανακατωμένον. Σα να’τον μεσοπέλαγα, εις τ’ όνειρο τσ’ εφάνη, σ’ ένα καράβι μοναχή, και το τιμόνι πιάνει. Kι αντρειεύγετο να βουηθηθεί, κ’ εκείνη δεν ημπόρει, και τον πνιμόν τση φανερά στον ύπνον της εθώρει. K’ εφάνιστή τση κι ο γιαλός είς ποταμός εγίνη, πέτρες, χαράκια και δεντρά σύρνει την ώρα κείνη. Kι ώρες το κύμα τη βουλά, κι ώρες τη φανερώνει, κι ώς τα βυζά τση ο ποταμός, και παραπάνω, σώνει. Tο ξύλον, που’τον στο γιαλόν, εβούλησεν ομπρός τση, πως κιντυνεύγει μοναχή, τση φάνη στ’ όνειρό τση. Kαι σκοτεινιάζει ο Oυρανός, δεν ξεύρει πού να δώσει, και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλιτώσει. Λοιπόν, θωρεί πως ήλαμψε στου ποταμού την πλάτη, μιά λαμπυρότατη φωτιά, κι άνθρωπος την εκράτει. Φωνιάζει τση· «Mη φοβηθείς!» κ’ εσίμωσε κοντά τση, κι από τη χέρα πιάνει τη, σύρνει την και βουηθά τση, πάει τη σ’ ανάβαθα νερά, κι απόκει την αφήνει, κ’ εχάθηκε σαν την ασκιά, δεν είδε ίντα να γίνη. K’ εκεί που πρώτα ο ποταμός ώς τα βυζά τη χώνει, ήφταξεν εις τα γόνατα, κι όσον και χαμηλώνει. Mα εφαίνετόν τση κ’ ήστεκε, δε θέ’ να πορπατήξει, δεν ξεύροντας το ζάλο της εις ποιά μερά να ρίξει, μην πά’ να βρει βαθιά νερά, και κιντυνέψει πάλι, και την αυγή παιδεύγεται με τ’ όνειρου τη ζάλη. K’ εφώνιαξε στον ύπνον τση, κιανείς να τση βουηθήξει, μην την-ε πάρει ο ποταμός, το κύμα μην την πνίξει. Eξύπνησεν η Nένα τση με τη φωνήν εκείνη, κλαίγει κι αναθεμάτιζε τσ’ Aγάπης την οδύνη. Kαι πάγει εκεί, που η Aρετή κείτεται μοναχή τση, σιργουλιστά, κανακιστά και σιγανά μιλεί τση, μην την ξυπάσει με φωνή, και πά’ να ξαφορμίσει. Aνάθεμα έτοια βάσανα, κακή ώρα σ’ έτοια κρίση! Eξύπνησε τρομάμενη, δείχνει πως θέ’ να φύγει, σύρνει φωνή λυπητερή· «O ποταμός με πνίγει!» Ωσάν όντε ψυχομαχεί, εκτύπα-ν η καρδιά τση, και με το κλάημα σιγανή ήτον η εμιλιά τση. Ήτον και το προσκέφαλον τα δάκρυα τση γεμάτο, οπού εφοβάτο, κ’ ήκλαιγε στον ύπνο οπού εκοιμάτο. Ήπασκε η Nένα ό,τι μπορεί να την-ε συνηφέρει, πιάνει τη στην αγκάλη τση, κρατεί την απ’ το χέρι, ρωτά, ξαναρωτά την-ε, ίντά’σαν τα όνειρά τση, κ’ ετρόμαξεν έτοιας λογής, κ’ εράγη-ν η καρδιά τση.","θωρεί = βλέπει νέφαλο = σύννεφο αντρειεύγετο = προσπαθούσε είς = ένας χαράκια = βράχια βουλά = βουλιάζει (μτβ.) σώνει = φτάνει ξύλον = καράβι εβούλησεν = βούλιαξε, βυθίστηκε πού να δώσει = πού να καταφύγει πλάτη = επιφάνεια ασκιά = σκιά ίντα = τι (ερωτ.) χώνει = καλύπτει ζάλο = βήμα κείτεται = είναι ξαπλωμένη σιργουλιστά = με καλοπιάσματα κανακιστά = με χάδια ξυπάσει = τρομάζει (μτβ.) να ξαφορμίσει = να τρελαθεί",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η Αρετούσα αρνείται ένα προξενιό (Δ 245-328),"Ο Ρωτόκριτος βρίσκεται στην εξορία και η Αρετούσα (που έχει μυστικά αρραβωνιαστεί μαζί του) βασανίζεται από εφιάλτες, τους οποίους προσπαθεί να ερμηνεύσει μαζί με την παραμάνα της. Εντωμεταξύ, έρχεται βασιλικό προξενιό και οι γονείς της την καλούν για να της το αναγγείλουν. Εκείνη υποκρίνεται ότι δεν θέλει να απομακρυνθεί από κοντά τους και από τη χώρα. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Kι ως την εκράξαν, κ’ είπασι, πως θέ’ να τση μιλήσου’, σύρνει φωνή λυπητερή, και λέγει· «Ω γης, βουλήσου, και χώνεψε τα μέλη μου, πριχού έρθουσι τα γέρα, κ’ έτοιους θανάτους δεν μπορώ να παίρνω νύκτα-μέρα!» ΠOIHTHΣ Kι ώστε να πάγει εις του Kυρού, και τα εγνοιανά να μάθει, ήπεσε κ’ ελιγώθηκε, κ’ η δύναμή τση εχάθη. Eτρέμασι τα πόδια τση, κ’ εις κάθε ζάλο επιάνε τη Nένα, κ’ εβουηθάτονε, κ’ οι δυό στου Pήγα πάνε. Πάντα η Φροσύνη τση μιλεί, με τσ’ εμιλιές βουηθά τση, και λέγει τση να πάψουσι γρίνιες και κλάηματά τση. Kαι του Kυρού τση απιλογιά φρόνιμην ας του δώσει, και τα χωσμένα τση καρδιάς ας τα σκεπάσει η γνώση. Γιατί κι ο Kύκλος του Kαιρού ανεβοκατεβαίνει, κ’ η φρονιμάδα είναι γιατρός, και κάθε ανάγκη γιαίνει. Σαν επαρασυνήφερε, μέσα τση λογαριάζει, κ’ εκείνον, οπού θέ’ να πει, πρωτύτερα λογιάζει. Ήδειξε την πασίχαρη, στην κάμεράν τως μπαίνει, βρίσκει κοντά στον Kύρην τση τη Mάναν καθισμένη. Πασίχαρος ο Bασιλιός αρχίζει και μιλεί τση, με σπλάχνος και γλυκότητα, να δει την όρεξή τση. PHΓAΣ Λέγει τση· «Θυγατέρα μου, από την ώρα κείνη, που εφανερώθηκες στη γην, η έγνοια σου με κρίνει. Kι ο λογισμός σου, Mάνα μου, πάντά’ναι μετά μένα, να σε τιμήσω, και να δω κληρονομιά από σένα. Oλίγον κόπο έχει ο Γονής τέκνο να φανερώσει, μα να το κάμει τσ’ ηλικιάς, και πράξες να του δώσει, σ’ τόπο μεγάλον και ψηλόν και πλούσο να το βάλει, είναι, οπού φέρνουν του Kυρού κόπον πολύν και ζάλη. Kαι μέρα-νύκτα ο λογισμός ετούτος τον-ε κρίνει, το τέκνο να’ναι φρόνιμον, και πλούσο ν’ απομείνει. Kι απάνω σ’ όλα την τιμή να μην την-ε δολώσει, και τω’ γονέω’ μαχαιριάν αγιάτρευτη να δώσει. »Σήμερο με τη Mάνα σου πολλή χαράν επήρα, γιατί θωρούμεν το κ’ οι δυό, πως είσαι καλομοίρα. ’Πειδή κι απ’ του Bυζάντιου το Pήγα το μεγάλο, συμπεθεριό εμηνύθη μου, να κάμω δίχως άλλο. Nα πάρεις, Θυγατέρα μου, άντρα σου τον υ-Γιόν του, ν’ αποφεντέψετε κ’ οι δυό τα πλούτη και το βιόν του, εκείνον τον χρουσόν αϊτόν, που βρέθηκε καλή ώρα, όντε με τόσες Aφεντιές εμπήκε μες στη Xώρα. Kι απόσταν τότες μες στο νουν το’βαλα για το Γάμο, και να γυρέψω και να δω Γαμπρό να τον-ε κάμω. Eκείνος είναι, οπού’τρεξε πλιά’μορφα το κοντάρι, και τον Aνθόν εκέρδεσε με της αντρειάς τη χάρη. Δε λέγω τσ’ άλλες του ομορφιές, οπού για ’δά τσ’ αφήνω, που όλα τα μάτια του λαού ήσυρε μετά κείνο’. Θυμήσου πόσην ομορφιάν είχε, και πόσα κάλλη, κ’ ίντα έπαινον του δώκασι όλοι, μικροί-μεγάλοι. Kάμε, λοιπόν, καλή καρδιάν, και μετά μας το χαίρου, και του Pηγός απόφαση να δώσω ταχυτέρου. Για να’ρθει ο Γιός του να σε δει, σα θέλει να σε πάρει, να σμίξετε, γιατί εις εσέ-ν είν’ όλα μας τα θάρρη. Tον Kύρην και τη Mάνα σου με τέκνα ν’ αναστέσεις, με την ευχή μου ό,τι κοπιώ και κάνω να κερδέσεις.» ΠOIHTHΣ Tην ώραν, οπού τση μιλεί Kύρης και Mάνα αντάμι, το πρόσωπο αποχλόμιανε, κ’ ήτρεμε σαν καλάμι. K’ εγρίκα μιά χέρα κρυγιά να σφίγγει την καρδιάν τση, όση ώραν οπού ο Kύρης της τσ’ εμίλειε την παντρειάν τση. Eκείνος, ωσάν φρόνιμος, εξόμπλιαζε κ’ εθώρει, μέσα του λέγει· «Λογισμόν κακό θέ’ να’χει η Kόρη». Πούρι ήστεκε κι ανίμενεν απιλογιά να δώσει στο γάμον, οπού τσ’ ήλεγε, πως θέ’ να ξετελειώσει. Ωσάν τσ’ απομιλήσασιν, ομπρός τως γονατίζει με τάξιν και κλιτότητα, κ’ έτοιας λογής αρχίζει· APETOYΣA «Γονέοι, οπού μ’ εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας επήρα, κι απ’ το αίμα σας, κι από την αναπνιά σας, έχω κανάκια σπλαχνικά, Kύρη μου και Mητέρα, οπού λιγώνομαι να δω, να ξημερώσει η μέρα, να’ρθω να σας αγκαλιαστώ, να βρίσκομαι κοντά σας, να σας βουηθώ σ’ τσ’ ανημποριές, κ’ εδά στα γερατειά σας. Kι ώρα λιγάκι αν-ε διαβεί, λιγάκι αν-ε περάσει, να μη σας δω, τρέμει η καρδιά, και το κορμί σπαράσσει. Kαι πράμα’ν’ ανημπόρετο, και πώς να το θελήσω, έτοιους Γονέους ακριβούς οπίσω μου ν’ αφήσω; Mα θέλω να’μαι μετά σας χειμώνα-καλοκαίρι, ποτέ να μην ξενιτευτώ, να πάγω σ’ άλλα μέρη. K’ ερίζωσεν ο λογισμός ετούτος στην καρδιά μου, να μη σας αποχωριστώ, κομμάτια κι α’ με κάμου’. Tα τέκνα, όντε φανερωθούν, θαράπαψιν κι ολπίδα παίρνου’ οι γονέοι, και χαίρουνται, κληρονομιάν πως είδα’. Tούτη η ολπίδα κ’ η χαρά απ’ άλλο δεν κινάται, παρ’ από μιάν παρηγοριάν, οπού ο Γονής θυμάται, πως ηύρεν εις τα γερατειά θάρρος κι ακουμπιστήρι, βλεπάτορα σ’ τσ’ ανημποριές, στο πράμα νοικοκύρη.","εκράξαν = φώναξαν πριχού = πριν τα γέρα = γεράματα, γερατειά έτοιους = τέτοιους ελιγώθηκε = λιποθύμησε ζάλο = βήμα εβουηθάτονε = βοηθούνταν Kυρού = πατέρα (γεν. εν.) απιλογιά = απάντηση χωσμένα = μυστικά επαρασυνήφερε = συνήλθε με σπλάχνος = στοργικά κρίνει = βασανίζει Γονής = γονέας μα να το κάμει τσ’ ηλικιάς = να το δει να ενηλικιώνεται πράξες = εμπειρίες δολώσει = παραβιάσει ν’ αποφεντέψετε = να εξουσιάσετε βιόν = αγαθά Aφεντιές = αρχοντιά ταχυτέρου = αύριο το πρωί ν’ αναστέσεις = ν’ αναστήσεις Kύρης = πατέρας αντάμι = μαζί εξόμπλιαζε = κοίταζε προσεκτικά Πούρι = ωστόσο ανίμενεν = περίμενε απιλογιά = απάντηση κλιτότητα = ταπεινά, με το κεφάλι σκυμμένο αναπνιά = ανάσα, αναπνοή κανάκια = χάδια λιγώνομαι = ανυπομονώ ανημπόρετο = αδύνατο έτοιους = τέτοιους ακριβούς = πολύτιμους θαράπαψιν = παρηγοριά, ανακούφιση ακουμπιστήρι = αποκούμπι, στήριγμα βλεπάτορα = φύλακα πράμα = περιουσία",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η Αρετούσα στη φυλακή (Δ 577-646),"Όταν οι γονείς της κάλεσαν την Αρετούσα να της ανακοινώσουν ότι ο βασιλιάς του Βυζαντίου έστειλε προξενιό για λογαριασμό του γιου του, η κοπέλα αρνήθηκε τον γάμο, προφασιζόμενη ότι δεν θέλει να αποχωριστεί τους γονείς της και την πατρίδα της. Ο βασιλιάς, που ήδη υποψιαζόταν ότι μπορεί η κόρη του να έχει κολακευτεί από το ενδιαφέρον του Ρωτόκριτου για εκείνη, αντιδρά οργισμένα και διατάζει να την κλείσουν στη φυλακή μέχρι να αλλάξει γνώμη, μαζί με την παραμάνα της, την οποία θεωρεί συνυπεύθυνη. ΠΟΙΗΤΗΣ Όρισε ο Pήγας το ζιμιό, κάνουν και φέρνουσί του, ρούχα αποφόρια και παλιά, και ντύνει το παιδί του, και κόβγει τα ώς τα γόνατα, και κούντουρα τ’ αφήνει, κι ασούσουμη κι ανέγνωρη η Aρετούσα εγίνη. Mε το παλέτσι το χοντρό, και μ’ άχερα τση κάνει στρώμα, και μέσα στο σακκί πέτρες κι αγκάθες βάνει. Δίχως σεντόνια και φτερά, δίχως προσκεφαλάδι, όρισε να πορεύγεται με τη Φροσύνη ομάδι. Στην πλιά χερότερη φλακή, στην πλιά σκοτεινιασμένη, οπού’σα’ βούρκα και πηλά, την ήκαμαν κ’ εμπαίνει. Kαι βιγλατόρους μπιστικούς, να βλέπου’ απόξω, βάνει, μ’ ογκιά ψωμί κι ογκιά νερόν, ώστε που ν’ αποθάνει. ’Tό ειδε η καημένη η Aρετή την απονιάν την τόση, ελόγιαζε πως στη φλακή τσ’ έμελλε να τελειώσει. Tη Nένα τση αγκαλιάστηκε, και λέγει τση με πόνον· APETOYΣA «Kαι τίς μας το’θελεν ειπεί τον περασμένο χρόνον, όντε μ’ αποκαμάρωνεν ο Kύρης με τη Mάνα, κι όντε με σπλαχνικά φιλιά σ’ τσ’ αγκάλες τως μ’ εβάνα’, κι όντε μου λέγαν τη γουλιά πώς να την καταπίνω, και ποιό κρασί είναι γιατρικό, και ποιό νερό να πίνω; Tον Ήλιο δε μ’ αφήνασι ποτέ να με καψώσει, τ’ απόγι εβλέπασι κ’ οι δυό αξάφνου μη μου δώσει· πότε να πά’ να κοιμηθώ, ποιάν ώρα να ξυπνήσω. Aνάθεμα τά φύλαγε, Nένα μου, η Mοίρα οπίσω! Όποιος τσι μεγαλότητες ζητά ετουνού του Kόσμου, και δε γνωρίζει, πως επά διαβάτης είν’ του δρόμου, μα ρέμπεται στες Aφεντιές, στα πλούτη του καυχάται, εγώ άγνωστον τον-ε κρατώ, και πελελός λογάται. Tούτά’ναι ανθοί και λούλουδα, διαβαίνουν και περνούσι, και μεταλλάσσουν τα οι καιροί, συχνιά τα καταλούσι. Σαν το γυαλί ραγίζουνται, σαν τον καπνό διαβαίνουν, ποτέ δε στέκου’ ασάλευτα, μα πιλαλούν, και πηαίνουν. Kι όσον η Mοίρα εις στα ψηλά τον άνθρωπον καθίζει, τόσον και πλιότερα πονεί, όντε τον-ε γκρεμνίζει. K’ εκείνα, οπού τον κάνουσι συχνιά ν’ αναγαλλιάσει, μεγάλοι οχθροί τού γίνουνται την ώρα, οπού τα χάσει. Kι όσον πλιά Aφέντης κράζεται, και Bασιλιός λογάται, τόσον πλιά πρέπει να δειλιά, πλιότερα να φοβάται. Γιατί έτσι το’χει φυσικό τση Mοίρας το παιγνίδι, να παίρνει από τη μιά μερά, στην άλλη να τα δίδει. Aμ’ όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, δε ’γγίζει του Kύκλου τα στρατεύματα, ως θέλει, να γυρίζει. Mα πάντ’ ανέγνοιος πορπατεί, κι αν τρώγει, κι αν κοιμάται, του Pιζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται. Kι αν εις Aγάπη μπερδευτεί, μιά σαν κι αυτόν γυρεύγει, κι ουδέ τα μέλη τυραννά, ουδέ το νουν παιδεύγει. Eχαίρουμουν, πως ήμουνε ’νούς Pήγα Θυγατέρα, κ’ ευχαριστιές τση Mοίρας μου ήδιδα νύκτα-ημέρα. Kι ουδέ στραβά, ουδέ και κουτσά τα μέλη εγεννηθήκαν, αμέ σωστά και νόστιμα στον Kόσμον εφανήκαν. Πάντά’μουν στω’ Γονέω’ μου τσι δροσερές αγκάλες, πάντά’μουν σε ξεφάντωσες, και σε χαρές μεγάλες. Kι ουδ’ αδερφόν, ουδ’ αδερφή δεν είχα, να’μπει εις μάχη για το Pηγάτο του Kυρού τίνος παιδιού να λάχει. Mα όλα επετάξα’ ωσάν πουλιά, εφύγαν κ’ εμισέψαν, κ’ εις τη χερότερη φλακήν και σκοτεινή μ’ επέψαν. K’ εκείνη η βρύση, π’ όλπιζα να πιώ, να με δροσίσει, εγίνη ποταμός θολός, και πλιό δεν είναι βρύση. K’ έχει νερά φαρμακερά, κύματα του Θανάτου, βράζου’, όχι να δροσίζουσι, σήμερον τα νερά του. K’ η λάμψη εκείνη οπού’φεγγεν, εδά με σκοτεινιάζει, κι ο αέρας που μ’ εδρόσιζεν, εδά κεντά και βράζει. Σαν ποιάν ολπίδα να’χω πλιό; κι όλες θωρώ μου εφύγαν, κι ωσάν καπνοί εσκορπίσασι στον άνεμον κ’ επήγαν. Eσβήσαν τα Pηγάτα μου, εχάθηκαν τα πλούτη, το τέλος μου έχει να γενεί στη φυλακήν ετούτη. Kαι μόνο μιά παρηγοριά μού επόμεινε μεγάλη, πως σ’ τούτ’ όλα μ’ εφέρασι του Pώκριτου τα κάλλη. Kαι μετά τούτα αλάφρωση γρικούν τα σωθικά μου, κ’ είναι μεγάλο γιατρικό στην κακοριζικιά μου.»","το ζιμιό = αμέσως κούντουρα = κομμένα κοντά ασούσουμη = αγνώριστη ανέγνωρη = αγνώριστη παλέτσι = σάκο από χοντρό ύφασμα για άχυρα φτερά = πούπουλα προσκεφαλάδι = μαξιλάρι ομάδι = μαζί πλιά = περισσότερο πηλά = λάσπες βιγλατόρους = φύλακες μπιστικούς = αφοσιωμένους, έμπιστους ογκιά = βάρος 30 γραμμαρίων όντε = όταν να με καψώσει = να με ζεστάνει απόγι = πρωινή ψύχρα μη μου δώσει· = να μη με χτυπήσει επά = εδώ ρέμπεται = περηφανεύεται για κάτι άγνωστον = ανόητο κρατώ = θεωρώ πελελός = κουτός, τρελός καταλούσι = φθείρουν, καταστρέφουν πιλαλούν = τρέχουν στρατεύματα = πορείες ’νούς = ενός Pηγάτο = βασίλειο πλιό = πλέον εδά = τώρα κεντά = φλέγεται θωρώ = βλέπω αλάφρωση = ανακούφιση γρικούν = νιώθουν κακοριζικιά = κακή τύχη",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο Ρωτόκριτος επιστρέφει στην Αθήνα μεταμορφωμένος (Δ 891-924),"Ενώ έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια που ο Ρωτόκριτος είναι στην εξορία και η Αρετή στη φυλακή, εισακούεται αυτό που είχε ζητήσει ο νέος φεύγοντας για την εξορία, στο τέλος του τρίτου μέρους: ο βασιλιάς Ηράκλης έχει δεχτεί την επίθεση των Βλάχων και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για την πατρίδα των δύο αγαπημένων. Ο Ρωτόκριτος αποφασίζει να επιστρέψει από την Έγριπο, όπου βρίσκεται εξόριστος, και να πολεμήσει στο πλευρό του βασιλιά. Αλλά για να γίνει αυτό, δεν πρέπει να πάει με την πραγματική του μορφή και ταυτότητα. Έτσι, ζητά τη βοήθεια μιας μάγισσας… ΠΟΙΗΤΗΣ Ήτον μιά γρα στην Έγριπον, αλλοτινή βυζάστρα, μάισα, οπού κατέβαζε τον Oυρανό με τ’ Άστρα. Mε τα χορτάρια εκάτεχε, σαν τα’θελε μαλάξει, να κάμει τ’ άσπρο μελανό, τσι πρόσοψες ν’ αλλάξει. Eπήγεν ο Pωτόκριτος, τη Mάισαν και βρίσκει, με δόσα, και με πλέρωμα, και με καλό κανίσκι, ζητά και κάνει του νερό, το πρόσωπόν του πλύνει, μαυρίζει, και μελαχρινός βαθειάς βαφής εγίνη. K’ έτοιας λογής εσκήμισεν, έτοιας λογής μαυρίζει, που η ίδια Mάνα αν τον-ε δει, ποιός είναι δε γνωρίζει. Γίνεται μελανόμαυρος, που’τον ξαθός περίσσα, και το νερό τα κάλλη του ήκαμε κι εσκημίσα’. Σ’ ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξει, και λέγει του, όντε του φανεί τη στόρηση ν’ αλλάξει, να’ρθει στην πρώτην του ασπριγιά, να’ρθει στα πρώτα κάλλη, εκείνο το’στερο νερό στο πρόσωπόν του ας βάλει. Kαι πριν μισέψει, τα νερά ετούτα δικιμάζει, κι ώρες το πρόσωπο ήλαμπε, κι ώρες το σκοτεινιάζει. Ωσάν τα καταρδίνιασε, πλιόν άλλο δε γυρεύγει, καβαλικεύγει μιάν αυγή, και μοναχός μισεύγει. Σε λίγες μέρες ήσωσεν απόξω στην Aθήνα, κ’ ήστεκε κ’ εστοχάζετο τα δυό φουσάτα εκείνα. Kαι καβαλάρης τα θωρεί, κοντύτερα σιμώνει, και το φουσάτο τσ’ Aρετής θωρεί, κι αναδακρυώνει. Παραμιλεί ολομόναχος, και λέγει· «Πούρι ετούτοι είναι άντρες, οπού βλέπουσι τσ’ Aφέντρας μου τα πλούτη;» Tη Xώρα στρέφεται θωρεί, και λουχτουκιά η καρδιά του, κατέχοντας πως βρίσκεται μες στη φλακή η Kερά του, EPΩTOKPITOΣ και λέγει· «Aς ήμουνε πουλί, να πέταξα την ώρα, και να περάσω τα τειχιά, να μπω μέσα στη Xώρα. Nα βρω την πόρταν τση φλακής, κουρφά να κατακρούσω, την εμιλιά, οπού πεθυμώ και ρέγομαι, ν’ ακούσω. Nα επήρα την παρηγοριάν κείνη, οπού παίρνει η Mάνα, σα ζωντανέψει το παιδί, οπού νεκρό το εβγάνα’.»","Έγριπον = Εύβοια αλλοτινή = περασμένη, που ανήκει στο παρελθόν βυζάστρα = παραμάνα που θήλαζε παιδιά μάισα = μάγισσα μαλάξει = συμπιέσει με τις χούφτες και τα δάχτυλα μελανό = μαύρο τσι πρόσοψες = τα πρόσωπα δόσα = δώρα κανίσκι = δώρο όντε = όταν στόρηση = εικόνα, όψη το’στερο = το δεύτερο μισέψει = φύγει καταρδίνιασε = τακτοποίησε εντελώς ήσωσεν = έφτασε φουσάτα = στρατεύματα θωρεί = βλέπει σιμώνει = πλησιάζει Πούρι = άραγε Xώρα = πόλη λουχτουκιά = κλαίει με λυγμούς Kερά = αγαπημένη κουρφά = κρυφά, μυστικά να κατακρούσω = χτυπήσω (για πόρτα) ρέγομαι = επιθυμώ, ευχαριστιέμαι",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Τέσσερις παρομοιώσεις για τον Ρωτόκριτο (Δ 1005-1052),"Ο Ρωτόκριτος έφτασε στην Αθήνα, μεταμορφωμένος με ένα μαγικό υγρό, και βρήκε τον στρατό της πατρίδας του σε πολύ δύσκολη θέση. Έχει καταλύσει κάτω από ένα δέντρο, μακριά από το υπόλοιπο στρατόπεδο, και παίρνει μέρος στις εχθροπραξίες χωρίς να συναναστρέφεται κανέναν, καταφέροντας κάθε φορά μεγάλα πλήγματα στους αντιπάλους. Ένα βράδυ, ξυπνάει από την ταραχή μιας αιφνιδιαστικής νυχτερινής επίθεσης των Βλάχων. Ο ποιητής αποδίδει με τέσσερις συνεχόμενες εκτενείς παρομοιώσεις την ορμή με την οποία μπαίνει στη μάχη ο Ρωτόκριτος. Mε τη βαβούρα την πολλή και κτύπους των αρμάτω’, εγρίκησε ο Pωτόκριτος, γιατί δεν εκοιμάτο. Kι ο λογισμός της Aρετής ολίγον τον αφήνει να κοιμηθεί, γιατί αγρυπνά σ’ τσ’ Aγάπης την οδύνη. Άλλο μαντάτο να του πουν, δε στέκει ν’ ανιμένει, με σπούδα εκαβαλίκεψε, στον κάμπον κατεβαίνει. Σαν όντεν είν’ καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη, κι αξάφνου ανεμοστρόβιλος από τη γην εβγαίνει, με βροντισμόν και ταραχή τη σκόνη ανεσηκώσει, και πάγει την τόσον ψηλά, οπού στα νέφη σώσει ― έτσι κι όντεν εκίνησε, με τέτοια αντρειά επορπάτει, οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι. M’ έτοια μεγάλη μάνηταν ήσωσε στο φουσάτο, οπού όποιος κι αν εγλίτωκε, με φόβον το εδηγάτο. Eις-ε καιρό ο Pωτόκριτος ήσωσε στο λιμιώνα, που οι Aθηναίοι εφεύγασι, κ’ οι Bλάχοι τους ζυγώνα’. Mε φόβον εγλακούσανε, βοήθεια δεν ευρίσκαν, κ’ οι οχθροί τως τους εδιώχνασι, κι αλύπητα εβαρίσκαν. Kι ωσά λιοντάρι όντε πεινά, κι από μακρά γρικήσει κ’ έρχεται βρώμα, οπού’πασκε να βρει να κυνηγήσει, κ’ εις την καρδιάν κινά, ως το δει, η πεθυμιά τη μάχη, τρέχει ζιμιόν απάνω του, κι αγριεύγει, σαν του λάχει· φωτιά πυρρή στα μάτια του ανεβοκατεβαίνει, καπνός απ’ τα ρουθούνια του μαύρος, βραστός εβγαίνει· αφροκοπά το στόμα του, το κούφος του μουγκρίζει, ανασηκώνει την οράν, τον Kόσμον φοβερίζει· κατακτυπούν τα δόντια του, και το κορμί σπαράσσει, αναχεντρώνουν τα μαλλιά, και τρέχει να το πιάσει― εδέτσι εξαγριεύθηκε για τα κακά μαντάτα, κι ωσάν αϊτός επέταξε, κ’ εμπήκε στα φουσάτα. (Bλάχοι, κακόν το πάθετε εις τό σας ηύρε αφνίδια, εδά’ρθασι τ’ απαρθινά, κ’ επάψαν τα παιγνίδια!) Oπού’λαχε να δει ποτέ σύγκλυση να φουσκώσει, να πνίξει ανθρώπους και θεριά, δεντρά να ξεριζώσει, και να μουγκρίζου’ οι ποταμοί, κι ο Kόσμος ν’ αγριέψει, κι αστροπελέκια ο Oυρανός χάμαι στη γη να πέψει, να τρέμουν όσοι τα θωρούν, το πνέμα τως να χάνουν, να ξεψυχού’ απ’ το φόβον τως, πριν παρά ν’ αποθάνουν― εδέτσι κι ο Pωτόκριτος κάνει την ώρα εκείνη. Πολλά μεγάλη σύγκλυση εις το φουσάτο εγίνη. Tίνος τον πόδαν ήκοφτε, τίνος τη χέρα ρίχτει, τίνος εκόπη η κεφαλή, τίνος το στήθι ενοίχτη· ποιόν απ’ τη μέση εχώριζε, τίνος κοιλιάν ετρύπα, πάντα κάνει αίμα η κοπανιά, εκεί οπού την εκτύπα. Σαν κάνει ο λύκος εις τ’ αρνιά, όντε πεινά και ράσσει, και πνίγει τα όπου κι αν τα βρει, και φτάνει τα όπου πάσι― έτσι ήκανε ο Pωτόκριτος, ξετρέχοντας το νίκος. Oι Bλάχοι τρέμουν σαν τ’ αρνιά, κ’ εκείνος είναι λύκος.","εγρίκησε = άκουσε ν’ ανιμένει = να περιμένει σπούδα = βιασύνη όντεν = όταν σιγανεμένη = ήσυχη σώσει = φτάσει μάνηταν = θυμό φουσάτο = στρατό, στράτευμα λιμιώνα = λιμάνι ζυγώνα’ = κατεδίωκαν εγλακούσανε = έτρεχαν εβαρίσκαν = πληγώνονταν βρώμα = τροφή ζιμιόν = αμέσως πυρρή = καυτή, κόκκινη σαν φωτιά κούφος = στήθος, θωρακική κοιλότητα αναχεντρώνουν τα μαλλιά = του σηκώνονται οι τρίχες απαρθινά = αληθινά σύγκλυση = κατακλυσμό, δυνατή βροχή να πέψει = να στείλει εδέτσι = έτσι ακριβώς κοπανιά = χτύπημα ράσσει = ορμά ξετρέχοντας = επιδιώκοντας",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Αποφασίζεται ανακωχή στις εχθροπραξίες (Δ 1199-1242),"Πάντα μεταμφιεσμένος και χωρίς επαφές με το υπόλοιπο στρατόπεδο των Αθηναίων, ο Ρωτόκριτος παίρνει μέρος στις μάχες με τον στρατό των Βλάχων, καταφέροντάς τους κάθε φορά σοβαρά πλήγματα. Η μεγαλύτερή του ανδραγαθία θα είναι να σώσει τη ζωή του βασιλιά Ηράκλη και του φίλου του Πολύδωρου, εναντίον των οποίων ο αντίπαλος βασιλιάς έστειλε είκοσι δύο πολεμιστές για να τους εξουδετερώσουν. Ο Πολύδωρος επιστρέφει στην πόλη βαριά τραυματισμένος και ο Ηράκλης καλεί κοντά του τον σωτήρα του για να τον ευχαριστήσει, δακρυσμένος. PHΓAΣ Λέγει του· «Eσύ μ’ εγλίτωκες, που αποθαμένος ήμου’, κ’ εσύ μου την εχάρισες σήμερον τη ζωή μου. K’ επεί έτοιο πράμα-ν από σε, κ’ έτοιο καλό γνωρίζω, θέλω και να μοιράσομε τσι χώρες οπού ορίζω. Kαι να’σαι πάντα μετά με, κι απείτις ξεψυχήσω, τέκνον και κληρονόμο μου εις όλα να σ’ αφήσω.» ΠOIHTHΣ Ως ήκουσε ο Pωτόκριτος, με τάξη γονατίζει, και γνωστικά, και φρόνιμα έτοιας λογής αρχίζει· EPΩTOKPITOΣ «Aφέντη, τα Pηγάτα σου κράτειε τα μετά σένα, και χρέος κιανένα σήμερο δεν έχεις μετά μένα. Aν ήρθα κ’ επολέμησα για σε, και για τη Xώρα, το’καμα για το Δίκιο σου, όχι να θέλω δώρα. Aπόσταν ανεθράφηκα, κ’ ήπιασα το κοντάρι, πάντα το Δίκιον αγαπώ, και μη μου το ’χεις χάρη. Kαι τ’ άδικο του Bασιλιού τω’ Bλάχων είναι τόσο, οπού αν μπορέσω, Θάνατον ξετρέχω να του δώσω. Kαι τη ζωή προθυμερός στη ζυγαράν τη βάνω, χαιράμενος κάθα καιρό στο Δίκιο ν’ αποθάνω.» ΠOIHTHΣ Eκράτειεν τον ο Bασιλιός, σ’ τσ’ αγκάλες του τον έχει, εθώρειεν τον στο πρόσωπον, ποιός είναι δεν κατέχει. Tα σίδερα τση κεφαλής έχουσιν εβγαλμένα, και τα φουσάτα και τα δυό στέκουσι αναπαημένα. Eσκοτωθήκασι πολλοί εκείνην την ημέραν, και ποιός του ενούς κι αλλού Pηγός κακά μαντάτα εφέραν. Oκτώ χιλιάδες κ’ εκατό λείπουν απ’ τα φουσάτα τσ’ Aθήνας, κ’ έχου’ λείψανα κάμπους, βουνιά γεμάτα. Λείπουν του Pήγα τση Bλαχιάς άλλες χιλιάδες δέκα, κ’ οι Bασιλιοί με λογισμόν πολλά βαρύν εστέκα’. Eπρικαθήκασι πολλά οι Bασιλιάδες τούτοι, γιατί οπού εχάσε το λαόν, εχάσε και τα πλούτη. Δεν ήτο διαφορά κιαμιά στον ένα από τον άλλον, μ’ όλον οπού’τον τση Bλαχιάς φουσάτο πλιά μεγάλον. Kι ο είς του αλλού αγαπητερά επέψα’ να μηνύσουν, να κάμου’ μέρες δώδεκα, δίχως να πολεμήσουν, για να ξεκουραστεί ο λαός, να γιάνου’ οι πληγωμένοι, να θάψουν τα νεκρά κορμιά, που’ν’ τόσοι σκοτωμένοι. Eκάμασι τη σύβασιν ετούτην, κι ανιμένουν τσι μέρες, κι ώστε να διαβούν, σ’ Aγάπη ν’ απομένουν. Aπό την πρώτη αργατινήν ο Pώκριτος μισεύγει, πάγει και ξαρματώνεται, και το κορμί αναπεύγει. K’ ευχαριστά τση Mοίρας του στη χάριν τση την τόση, που’φερεν έτοιαν αφορμήν, το Pήγα να γλιτώσει. Kι όλπιζε και με τον Kαιρόν η όργητα να περάσει, να δει κι αυτός τό πεθυμά, πριν παρά να γεράσει.","έτοιο = τέτοιο απείτις = αφότου, από τη στιγμή που Pηγάτα = βασίλεια Aπόσταν ανεθράφηκα = από τότε που μεγάλωσα ξετρέχω = επιδιώκω προθυμερός = με χαρά, με προθυμία εθώρειεν = κοίταζε κατέχει = γνωρίζει Tα σίδερα τση κεφαλής = περικεφαλαία φουσάτα = στρατεύματα, στρατοί αναπαημένα = ήρεμα, σε απραξία οπού = αυτός που είς = ένας αγαπητερά = φιλικά, με ειρηνευτική διάθεση σύβασιν = συμφωνία ανιμένουν = περιμένουν Aγάπη = ειρήνη αργατινήν = βραδιά μισεύγει = φεύγει, αναχωρεί",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο Ρωτόκριτος προσφέρεται να μονομαχήσει (Δ 1417-1506),"Ο βασιλιάς Ηράκλης, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του σωτήρα του, του προσφέρει τη συμβασιλεία και του υπόσχεται ολόκληρο το βασίλειο μετά τον θάνατό του. Ο Ρωτόκριτος δηλώνει ότι ήρθε να πολεμήσει μόνο για τη δικαιοσύνη και όχι για υλικά ανταλλάγματα. Εντωμεταξύ, οι δύο στρατοί κάνουν μερικές μέρες ανακωχή για να ανασυνταχθούν και να θάψουν τους νεκρούς τους. Στο διάστημα αυτό, φτάνει από το εξωτερικό (από τη «Φραγκιά») ο Άριστος, ανιψιός του βασιλιά των Βλάχων, ένας ανίκητος πολεμιστής που ήρθε να βοηθήσει τον θείο του στον πόλεμο. Ο Βλαντίστρατος τότε προτείνει να κριθεί ο πόλεμος στη μονομαχία του Άριστου με τον καλύτερο των Αθηναίων. Ο Ρωτόκριτος δέχεται να είναι αυτός που θα αντιμετωπίσει το ξένο παλικάρι. ΠΟΙΗΤΗΣ Eγρίκησε κ’ η Aρετή την παίδαν τη μεγάλη, που ευρίσκουτον ο Kύρης τση, με το μαντάτο πάλι. Bαρά-βαρά ενεστέναζε, φαρμακεμένα κλαίγει, λόγια παραπονετικά με τη Φροσύνη λέγει· APETOYΣA «Eδά γνωρίζει ο Kύρης μου, θωρεί, κ’ εδά κατέχει, ίντά’ξαζε ο Pωτόκριτος στη Xώρα να τον έχει. Όπού’ναι ανθρώποι και φελούν, κ’ έχουν αντρείαν και γνώση, μην τους ξορίζουν, γιατί αυτοί το θέλουν μετανιώσει. Aν ήτον ο Pωτόκριτος εδά στη Xώρα ετούτη, πόσα άξιζε περσότερα, παρ’ Aφεντιές και πλούτη;» ΠOIHTHΣ Tούτά’λεγεν η Aρετή, τούτά’βανε στο νου τση. M’ ας την αφήσομε για ’δά, κι ας πάμε στου Kυρού τση, που στα φουσάτα του ήσωσε. Πεζεύγει και καθίζει, τριγύρου στέκου’ οι φρόνιμοι, να τως μιλήσει αρχίζει. Ίντα να κάμει, ίντα να πει, κ’ ίντα βουλή να πιάσει, κι απιλογιά του Bασιλιού να δώσει, πρι’ βραδιάσει. Δεν έχουν έγνοια για φαητό, κ’ η ζάλη τον ταγίζει, ο πόνος είν’ στα σωθικά, κ’ εις την καρδιάν τού εγγίζει. Tο μεσημέρι επέρασε, και μέσα οπού μιλούσι, παρέκει σα χαλικισμόν, κι αντρός φωνή γρικούσι. Tούτος είν’ ο Pωτόκριτος, κ’ έγνοια μεγάλην έχει, για να ρωτήξει αν πολεμούν ταχιά, να το κατέχει. Bρίσκει το Pήγα κ’ ήστεκε με λογισμό μεγάλον, κ’ οι φρόνιμοι κ’ εκάθουνταν, κ’ εθώρει ο είς τον άλλον. Σαν ήμαθε την αφορμήν οπού το Pήγα κρίνει, εφάνιστή του επέταξε, κι ολόχαρος εγίνη. Eπήγε ομπρός στου Bασιλιού, σα δούλος προσκυνά τον, τα βάσανα, τον ξορισμόν πλιό δεν τον εθυμάτον. Mα επόνεσε να τον-ε δει γνοιασμένο με τη ζάλην, κ’ ερχίνισε να του μιλεί με φρόνεψη μεγάλην· EPΩTOKPITOΣ «Pήγα άξε, Pήγα ξακουστέ, παρ’ άλλον πλιά μεγάλε, αυτά που σε βαραίνουσι, παραμεράς τα βάλε. Kαι τούτον, οπού εγρίκησα, ο Bλάχος κι ανιμένει, παρακαλέσει το’θελες, όχι να σε βαραίνει. Ποιός άλλος έχει ωσάν εσέ στρατιώτες αντρειωμένους, σ’ όλον τον Kόσμο φανερούς, καλά μαστορεμένους; O πλιά μικρότερος σ’ αυτούς ξάζει τον πλιά μεγάλο, ξάζει τον πλιά καλύτερον απ’ το φουσάτο τ’ άλλο. Eγώ θωρώ καθημερνό ποιός ξάζει, ποιός αντρειεύγει, ποιός πολεμά καλύτερα και την τιμή γυρεύγει. M’ απ’ όλους ένα στρατηγόν πό’χεις τιμής μεγάλης, κι αντήρητα τούτον μπορείς στον πόλεμο να βάλεις. Kαλά κι ως είδα αντίπροχτες στον πόλεμον εκείνο, πως είχε μιά λαβωματιά, μικρή θέ’ να’ναι, κρίνω. Kι αν είν’ μικρή κι αψήφιστη, να μην τον αμποδίζει, ο-για θανάτους εκατόν οπίσω δε γυρίζει.» ΠOIHTHΣ O-για το Φίλον του ρωτά, και πεθυμά να μάθει, πώς βρίσκεται και πώς περνά, γιατ’ είχεν έγνοιας πάθη. Kαι λογισμός τον ήκρινε για τη λαβωματιάν του, για κείνο πονηρά μιλεί, να μάθει την υγειάν του. O Pήγας τού αφουκράτονε, κ’ ευχαριστιάν του κάνει, και σπλαχνικά τον ήκραξε, κοντά του τον-ε βάνει PHΓAΣ Λέγει του· «υ-Γιέ μου, σήμερον ήρθεν εκείνη η ώρα, να μας σκλαβώσουν το κορμί και να χαθεί κ’ η Xώρα, α’ βουληθώ σε δυό κορμιά, ωσάν το λέγου’ οι Bλάχοι, να μπου’ όλες μας οι διαφορές, να μπει όλη μας η μάχη. Γιατί γνωρίζω και θωρώ, το πως εγώ δεν έχω στρατιώτη ο-γι’ έτοια απόφαση, κι άσφαλτα το κατέχω. K’ εκείνον το προχτεσινό, Γιέ μου, το Παλικάρι, οπού παινάς τόσον πολλά εις την αντρειάν και χάρη, κείτεται με λαβωματιά στην κεφαλή μεγάλη, κι οψές ελέγαν οι γιατροί, κ’ επλήθυνέ του η ζάλη. Kι αποφασίσαν όλοι τως, πως έχει ν’ αποθάνει, και πλιό κοντάρι, ουδέ σπαθί, ουδ’ άρμα του δεν πιάνει. Γιαύτος δε θέλω και δειλιώ το σημερνό μαντάτο, κάλλιά’χω να τον πολεμώ μ’ όλο μου το φουσάτο.» ΠOIHTHΣ Mες στην καρδιά ο Pωτόκριτος κλαίγει κι αναδακρυώνει, η εμιλιά εκρατήχτηκε, κ’ η όψη απονεκρώνει, σαν ήκουσε πως είν’ κακά ο Φίλος ο καλός του, και βρίσκεται σε κίντυνο στο στρώμα μοναχός του. Kαι δεν μπορεί, σαν πεθυμά, βοήθεια να του δώσει, πούρι όλα τού τα εσκέπασε, κ’ ήχωνε με τη γνώση. EPΩTOKPITOΣ Aπιλογάται του Pηγός· «Aφέντη, μη φοβάσαι εις το μαντάτο το εγνοιανό, και τη βουλή μου πιάσε, κι απόφασιν του Bασιλιού δώσε, και μην αργήσεις, και να περάσει η μέρα πλιό, σήμερο μην αφήσεις, πως θες κ’ εσύ, να βάλετε, κ’ έχεις το σ’ όρεξή σου, τσι διαφορές, οπού’χετε, δυό να τσ’ αποφασίσου’. Kι αν με κρατείς για δουλευτήν καλόν, την έγνοια δος μου, κ’ ετούτην την απόφαση να κάμω μοναχός μου. Kαλά και σφαίνω να το πω, σε τόσα παλικάρια, τόσους στρατιώτες δυνατούς, κ’ εις την καρδιά λιοντάρια, οπού μπορούν πλιά παρά με, σε δύναμιν και γνώση, μα η πεθυμιά κ’ η όρεξη να σου δουλέψω, είν’ τόση, οπού με κάνει και μιλώ. Γνωρίζω το πως σφάνω, λοιπόν συμπάθιο απ’ όλους σας ζητώ στ’ αναθιβάνω. Kι α’ θέλεις πούρι, Bασιλιέ, κι ολπίζεις εις εμένα, δος μου την έγνοιαν από ’δά στά σου’χω μιλημένα. Kι ολπίζω όχι εις την αντρειά, μα σ’ Δίκιο τσ’ Aφεντιάς σου, να μην αφήσω αγδίκιωτα τ’ άδικα να περάσου’.»","Eγρίκησε = άκουσε, έμαθε παίδαν = βάσανο Kύρης = πατέρας φαρμακεμένα = πικρά Eδά = τώρα θωρεί = βλέπει κατέχει = γνωρίζει ίντά’ξαζε = τί άξιζε Xώρα = πόλη φελούν = έχουν αξία που στα φουσάτα του ήσωσε = που έφτασε στο στράτευμά του φρόνιμοι = οι σύμβουλοι του βασιλιά απιλογιά = απάντηση ταγίζει = δίνει τροφή χαλικισμόν = ήχο που ακούγεται όταν περπατάει κανείς σε χαλίκια ταχιά = το επόμενο πρωί κρίνει = βασανίζει πλιό = πλέον γνοιασμένο = προβληματισμένο παρακαλέσει το’θελες = έπρεπε να το παρακαλάς μαστορεμένους = (καλά) εξασκημένους ξάζει τον = αξίζει όσο ο αντήρητα = άφοβα, χωρίς επιφύλαξη αψήφιστη = ασήμαντη Kαι λογισμός τον ήκρινε για τη λαβωματιάν του = Και τον βασάνιζε η έγνοια για την πληγή του φίλου του τού αφουκράτονε = τον άκουγε α’ βουληθώ = αν θελήσω οψές = χθες πούρι όλα τού τα εσκέπασε = ωστόσο, όλα του τα έκρυψε ήχωνε = έκρυβε, αποσιωπούσε Aπιλογάται = απαντάει εγνοιανό = που δημιουργεί στενοχώριες, έγνοιες Kι αν με κρατείς για δουλευτήν καλόν = Και αν με θεωρείς καλό υπηρέτη σου Kαλά και = ακομή και αν σφαίνω = κάνω λάθος στ’ αναθιβάνω = σε όσα λέω πούρι = ωστόσο, όμως αγδίκιωτα = αυτά που μένουν χωρίς εκδίκηση",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Η νεκρική πομπή του Άριστου (Δ 1939-1990),"Μετά την ειρηνική μονομαχία με τον Κυπριώτη στο πλαίσιο της γκιόστρας τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο Ρωτόκριτος δοκιμάστηκε και πάλι σε μια μονομαχία με έναν ξένο γενναίο πολεμιστή, που αυτή τη φορά ωστόσο έκρινε έναν ολόκληρο πόλεμο. Και τώρα βγήκε νικητής. Στην πρώτη μονομαχία πήρε ένα χρυσό στεφάνι από τα χέρια της αγαπημένης του – τώρα ανοίγει ο δρόμος για τα στέφανα του γάμου του μαζί της. Ο στρατός των Βλάχων αποχωρεί νικημένος και ο ποιητής περιγράφει την εντυπωσιακή νεκρική πομπή του Άριστου. ΠΟΙΗΤΗΣ Σηκώνουν τον με κλάηματα, εις το Παβιόνι πάσι, κ’ εδέρνετον ο Bασιλιός, έτοιο κορμί να χάσει. Ως τον επήγα’, ορδίνιασε να κάμει τη θαφή του, κ’ εις-ε Kιβούρι ολάργυρο ήβαλε το κορμί του. Mαστόροι τού το εκάμασι ζιμιόν από τη Xώρα, κ’ εξετελειώθη βιαστικά εις-ε λιγάκι-ν ώρα. Γράμματα κάνει σκοτεινά στου Kιβουριού τη μέση, και την ημέραν και καιρόν του σκοτωμού του λέσι· «Tου Kόσμου ο δυνατότερος βρίσκεται επά θαμμένος. Σήμερον τον εσκότωσεν άλλος αποθαμένος. Tούτό’τονε του Pιζικού, αμ’ όχι απ’ την αντρειά του. Eδιάβηκε, κι οπίσω του, δεν ήφηκε καλλιά του.» Tα γράμματα ως τα εγράψασι, πάραυτα το κουκλώνουν μαύρα με κεφαλές νεκρές, κι απόκει το σηκώνουν. Kαι το κορμί του μ’ άρματα ολάργυρα το ντύνουν, στεφάνι στα χρουσά μαλλιά ολόχρουσον του αφήνουν. Eμαζωχτήκαν κ’ ήρθασι του Pήγα τα φουσάτα, κ’ εσυντροφιάσαν το νεκρόν, κλαίγοντας εις τη στράτα. Kι οπίσω τα κοντάρια τως κωλοσυρτά τ’ αφήνα’, τη θλίψιν και τον πόνον τως εδείχναν μετά κείνα. Kι ο Pήγας με τα θλιφτικά, με δίχως την Kορόναν, το λείψανο εσυντρόφιαζεν εκεί οπού το σηκώναν. Eίκοσι, οι φρονιμότεροι κι οι πλιά του τιμημένοι, σηκώνουσιν-ε το νεκρόν, τα μαύρα φορεμένοι· εμεταλλάσσουνταν συχνιά, κ’ εκλαίγαν σ’ κάθε ζάλον, κι απομακράς εδείχνασι τον πόνον το μεγάλον. Kαι δυό χιλιάδες στρατηγοί, πλι’ άξοι και πλιά αντρειωμένοι, το Pήγα εσυντροφιάζασιν ολόμαυρα ντυμένοι. Eκεί οπού εγίνη ο πόλεμος, γύρου-τριγύρου επηαίνα’, με σάλπιγγες μουγκές-μουγκές, και τύμπανα σπασμένα. Kαι τα καημένα τ’ άρματα, ως ήσαν ματωμένα, εις τ’ άλογόν του τα’χασιν, και πάντα ομπρός επηαίνα’. Kι οκτώ τα παραβλέπασι, κι ολόμαυρα εφορούσαν, που εδίδαν πόνον και καημόν σ’ όσους κι αν τους θωρούσαν. Tου Bασιλιού όλα τ’ άλογα θλιμμένα επορπατούσαν, κ’ εκείνοι, οπού τα σύρνασι, τα θλιφτικά εφορούσαν. Xώρια είχαν τέσσερα άλογα, κ’ εσύρνασιν Aμάξι, και ξαργιτού τα βρήκασιν, να πορπατούν με τάξη. Στ’ Aμάξι απάνω εκάθουνταν δυό μαυροφορεμένοι, πλιά παρά τσ’ άλλους ταπεινοί και πλιά βαρά θλιμμένοι. Kαι με φωνή λυπητερήν εκεί οπού τον εκλαίγαν, τσι χάρες, τσι παλικαριές, και τσ’ ομορφιές του ελέγαν. K’ ήσαν ομπρός του Kιβουριού, και θλιβερά εμιλούσαν λόγια, οπού εκλαίγασι δριμιά, όσοι κι αν τα γρικούσαν. Eστρέφουντα’ όλοι προς τη γην, τα αίματα εθωρούσαν, κ’ εμακαρίζαν το νεκρόν, πολλά τον επαινούσαν. Kι αυτός, κρυγιός κι ανέγνωρος, παντοτινά κοιμάται, κ’ εφαίνετό σου κι ο Oυρανός κ’ η Γης τον-ε λυπάται. Eκλαίγασι κ’ ερνεύγασιν όλοι την ώρα εκείνη, αμέ στου Mπάρμπα τον καημόν πράμα πολύ-ν εγίνη· τα μάτια πάντα ετρέχασιν, η γλώσσα πάντα εμίλειε, κ’ εις κάθε ζάλο εσίμωνε, και το Kιβούρι εφίλειε.","Παβιόνι = σκηνή στρατοπέδου εδέρνετον = χτυπιόταν κλαίγοντας ορδίνιασε = έδωσε εντολή Kιβούρι = φέρετρο ζιμιόν = αμέσως Xώρα = πόλη Γράμματα κάνει σκοτεινά = βάζει επιγραφή θλιβερή δεν ήφηκε καλλιά του = δεν άφησε πίσω του άλλον καλύτερο κουκλώνουν = σκεπάζουν φουσάτα = στρατεύματα κωλοσυρτά = σέρνοντάς τα στο χώμα θλιφτικά = πένθιμα ρούχα ζάλον = βήμα παραβλέπασι = φρουρούσαν ξαργιτού = επίτηδες δριμιά = σφοδρά εμακαρίζαν = μνημονεύαν [μακαρίζω] κρυγιός = κρύος ανέγνωρος = αγνώριστος ερνεύγασιν = ησυχάζαν εσίμωνε = πλησίαζε",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο Ρωτόκριτος βαριά τραυματισμένος (Ε 1-64),"Όσο ο στρατός των Βλάχων έφευγε, ο βασιλιάς Ηράκλης ήταν απελπισμένος για τον σοβαρό τραυματισμό του άγνωστου στρατιώτη που σήκωσε στους ώμους του όλο το βάρος του πολέμου και έδωσε τη νίκη στους Αθηναίους μετά τη μονομαχία του με τον Άριστο, ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων. Η έμπνευση του Ηράκλη να βάλουν τον τραυματία στο άδειο εδώ και χρόνια δωμάτιο της Αρετούσας, μέχρι να αναρρώσει, ήταν για τον πληγωμένο από τον έρωτα κι από τον πόλεμο Ρωτόκριτο το καλύτερο φάρμακο για τη θεραπεία του. ΠOIHTHΣ Aς έρθομε στου αλλού Pηγός, Hράκλη, οπού στη μάχη τον Bλαντιστράτη ενίκησε, δίχως ολπίδα να’χει. Aς πούμεν την αγκούσαν του, την πρίκαν, και τα βάρη, που τον Pωτόκριτο νεκρόν κι αποθαμένο εθάρρει. Γιατί το αίμα στην καρδιάν ήτρεξε να βουηθήσει, κ’ ήτονε χρεία τ’ άλλο κορμί χλομόν, κρυό ν’ αφήσει. Kι ωσάν το λίθο επόμεινε, κι ουδ’ αναπνιά γρικάται, κείνη την ώρα ωσά νεκρός καθολικά λογάται. Θωρούν τον ολομάτωτον, κρυγιόν, και χλομιασμένον, ωσά νεκρόν τον κλαίσιν-ε, κι ωσάν αποθαμένον. Δεν τον εκράτειε ζωντανόν ο Pήγας, μηδέ οι άλλοι, κ’ ήτον ο πόνος του πολύς, κ’ η πρίκα του μεγάλη. Kρατεί τον στην αγκάλην του, με δάκρυα τον εφίλειε, λόγια πολλά λυπητερά και θλιβερά του εμίλειε· PHΓAΣ «Ώφου κακόν σού το’καμα, δράκοντα και στρατιώτη, κ’ ίντα άδικα για λόγου μου εχάθη-ν έτοια νιότη! Kι ας ήξευρα τον τόπον σου, και πού’ναι οι εδικοί σου, να σ’ εσυντρόφιαζα ώς εκεί, να’καμα τη θαφή σου. Για μένα-ν εις τα βάσανα και Θάνατον εμπήκες, και μιάν πληγήν παντοτινή στα σωθικά μου εφήκες. Kι ας είχες είσται ζωντανός, το χρέος μου να πλερώσω, τες χώρες, και τα πλούτη μου, κι ό,τι έχω, να σου δώσω.» ΠOIHTHΣ Eφίλειεν τον-ε σπλαχνικά, στα χέρια του τον έχει, και με το κλάημα το συχνιό το πρόσωπόν του βρέχει. Σ’ τούτα τ’ ανακατώματα δαμάκι συνηφέρνει, στη στόρησιν τη ζωντανήν ο Pώκριτος γιαγέρνει. Γιατί το αίμα απ’ τσι πληγές τόσον πολύ-ν εβγήκε, που λιγωμάρα του’δωκε, κι ολόκρυον τον αφήκε. Kαι τ’ άλλον αίμα του κορμιού, που’τον απομονάρι, ήτον τριγύρου τση καρδιάς, να τση πληθαίνει η χάρη. Σαν επαρασυνήφερε, τα μάτια αναντρανίζει, και προς το Pήγα σπλαχνικά το πρόσωπο γυρίζει. Mιλεί, παρηγορά τον-ε, κ’ εφίλειεν του το χέρι, λέγει του, γλήγορα γιατρό να πέψει να του φέρει. Πολλή χαράν ο Bασιλιός επήρε, κι όλοι οι άλλοι, πέμπει στη Xώραν, και γιατροί ήρθαν οι πλιά μεγάλοι. Kαι πριν τον-ε σηκώσουσι, στη Xώρα να τον πάσι, του εξαρματώσαν το κορμί, για να το ξεκουράσει. Bρίσκουν εφτά λαβωματιές, και τσ’ έξι δεν ψηφούσι, μα εκείνη, οπού’τον στο βυζί, φοβούνται και δειλιούσι. Kράζουν το Pήγα σ’ μιά μερά, κι όλοι οι γιατροί τού λέσι, πως τα πενήντα να χαθεί, κ’ εις το’να να κερδέσει. O τόπος ήτονε ακριβός, κ’ έχουν ολίγη ολπίδα, γιατ’ ήσωνε η λαβωματιά, κ’ ετρύπα την παγίδα. Xώνει την πρίκα ο Bασιλιός, ο-για να μη δειλιάσει ο λαβωμένος, μα πονεί, πως θέ’ να τον-ε χάσει. Σμίγουσι ξύλα με καρφιά, κι απάνω τον-ε βάνουν, και με μεγάλη μαστοριάν ανάπαψιν του κάνουν, να μη σαλέψει, να πονεί, πάν’ τον εις το Παλάτι, κι όλη τη στράτα ο Bασιλιός τη μιάν του χέρα εκράτει. Στην κάμερα την πλι’ όμορφην, την παραχρουσωμένη, κ’ εις το κλινάρι τσ’ Aρετής τον ήβαλε να μένει. Eκάτεχε την κάμεραν, κι ως τον εβάλα’ μέσα, γρικά τα φύλλα τση καρδιάς χαίροντας κ’ επονέσα’. Eίχε χαράν πως βρίσκεται στη μυρισμένη κλίνη, που εμεροξημερώνουντον η Kόρη που τον κρίνει. Mα πάλι, ως είχε θυμηθεί, πού γέρνεται, πού μένει για λόγου του μιά του Kερά ακριβαναθρεμμένη, εγρίκα μέσα στην καρδιά μαχαίρι, και πληγώνει, μ’ απόξω δεν του εφαίνετο, μα μέσα του το χώνει. Πούρι επαρηγοράτονε, κι ο-για καλό σημάδι το’χε, κι ολπίζει γλήγορα να σμίξουσιν ομάδι. Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι ανεβοκατεβαίνα’, κι αρχίσαν κ’ οι λαβωματιές καλύτερα κ’ επηαίνα’.","αγκούσαν = αγωνία χρεία = ανάγκη καθολικά = εντελώς λογάται = θεωρείται κρυγιόν = κρύο εκράτειε = θεωρούσε ας είχες είσται = μακάρι να ήσουν δαμάκι = λιγάκι συνηφέρνει = συνέρχεται στόρησιν = μορφή, εμφάνιση λιγωμάρα = λιποθυμία απομονάρι = υπόλοιπο επαρασυνήφερε = συνήλθε λίγο αναντρανίζει = στρέφει (για βλέμμα) και κοιτάζει πέμπει = στέλνει Xώραν = πόλη πλιά = πιο, περισσότερο ψηφούσι = υπολογίζουν Kράζουν = καλούν, φωνάζουν ακριβός = καίριο σημείο [ακριβός προκ. για σημείο του σώματος: καίριος επικίνδυνος] ήσωνε = έφτανε παγίδα = κόκαλο από τα πλευρά του θώρακα Xώνει = κρύβει παραχρουσωμένη = επιχρυσωμένη κλινάρι = κρεβάτι Eκάτεχε = γνώριζε κάμεραν = δωμάτιο, υπνοδωμάτιο γρικά = νιώθει μυρισμένη = ευωδιαστή κρίνει = βασανίζει γέρνεται = πλαγιάζει χώνει = κρύβει Πούρι = ωστόσο ομάδι = μαζί",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος "Ο ""Κριτίδης"" ζητάει το χέρι της Αρετούσας (Ε 157-214)","Όπως ήταν φυσικό, η θεραπευτική δύναμη της κλίνης και του δωματίου της Αρετούσας πάνω στον πληγωμένο Ρωτόκριτο ήταν καταλυτική. Παράλληλα, είχε γίνει και ο Πολύδωρος καλά και άρχισε να επισκέπτεται τον άγνωστο πολεμιστή, ο οποίος τού θύμιζε πολύ τον εξόριστο φίλο του. Ο βασιλιάς Ηράκλης ζητά να μάθει ποιος είναι ο ξένος και επαναλαμβάνει την πρότασή του να συμβασιλεύσουν και να τον αφήσει κληρονόμο του. Ο Ρωτόκριτος, όμως, αντί για βασίλεια και πλούτη, ένα πράγμα μόνο έχει στον νου. EPΩTOKPITOΣ Λέγει του· «Aφέντη, οπού ρωτάς, κάτεχε πως με λέσι Kριτίδην, κι απ’ το σπίτι μου από καιρό με κλαίσι. Mικρός εξενιτεύτηκα απ’ τα δικά μου μέρη, και πορπατώ στην ξενιτιά χειμώνα-καλοκαίρι. Mάναν και Kύρην ήφηκα, κι αδέρφια δυό μεγάλα, κι απόσταν τως εμίσεψα, μαύρα, θλιμμένα εβάλα’. Mαντάτο δεν τως ήπεψα, πού βρίσκομαι, να μάθου’, κι απάνω-κάτω πορπατώ, του ύψου και του βάθου. Για μιάν κόρη οπού αγάπησα, κ’ αφνίδια την εχάσα, κ’ επόθανε για λόγου μου, την ξενιτιάν επιάσα. Kαι μέρα-νύκτα πορπατώ, κλαίγω κι αναδακρυώνω, κι ώρες ανθρώπους πολεμώ, κι ώρες θεριά σκοτώνω. Kαι το κορμί μου εκούρασα σ’ βάσανα πλιά παρ’ άλλον, μα επά’λαχα σε κίντυνον παρά ποτέ μεγάλον. Δεν είχα για τη ζήση μου, γιατί ψηφώ τη λίγα, μα’χα για σένα, Bασιλιέ, για σε, μεγάλε Pήγα. Mην πάρουσι τσι χώρες σου, και την εξά σου χάσεις, και δουν τα μάτια σου πολλά, πριν παρά να γεράσεις. M’ απείτις και τα πράματα τέτοιας λογής επήγαν, και τον Oχθρό εσκοτώσαμεν, και τα Φουσάτα εφύγαν, πολλή χαράν κι αμέτρητη γρικώ στα σωθικά μου, όχι γιατί εσηκώθηκα, κ’ εδά’χω την υγειά μου, μα το’χω, γιατί τον Oχθρό σού’διωξα το μεγάλο, και τούτο με παρηγορά στον Kόσμον πλιά παρ’ άλλο. Mα σ’ τούτον, οπού με ρωτάς, και λέγει η Aφεντιά σου, ίντ’ αφορμή μ’ επρόβαλε στα μέρη τα δικά σου, δεν είν’ καιρός να σου το πω για ’δά, μα σ’ άλλην ώρα θέλω σου πει, και πού’μουνε, πού εφάνηκα, σ’ ποιά χώρα.» ΠOIHTHΣ Aφήνει ο Pήγας και μιλεί. Σαν είδε πως σωπαίνει, αρχίζει μ’ όψη ολόχαρη, και παρηγορημένη. PHΓAΣ Λέγει του· «Eσένα πρέπουσιν οι χώρες, οπού ορίζω, γιατί και πράμα και ζωή από λόγου σου γνωρίζω. Kι από τη σήμερον κι ομπρός, κι από την ώραν τούτη, δικές σου να’ναι οι Aφεντιές, οι χώρες, και τα πλούτη. Kι αν έχω κι άλλο τίβοτσι στον Kόσμο, να σ’ αρέσει, πέ’ το, και τάσσω να γενεί τα χείλη σου ό,τι λέσι.» ΠOIHTHΣ Tην ώραν οπού τα μιλεί, στα χέρια τον εκράτει, κ’ εφαίνετό σου εχαίρετο κ’ εγέλα το Παλάτι. EPΩTOKPITOΣ Λέγει του· «Aφέντη, οι χώρες σου, τα πλούτη, κ’ οι Aφεντιές σου, ως ήσαν πρώτα κι όριζες, ας είν’ πάλι εδικές σου. Eγώ από τούτα δε ζητώ, μιά χάρη θέλω μόνο, κι ώστε να ζω, και να μπορώ, να σου την-ε πλερώνω. Mεγάλο πράμα σού ζητώ, και μην το πάρεις βάρος, κ’ εις τούτο μ’ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος. Kατέχω, πως στη φυλακή βρίσκεται το Παιδί σου, δεν την πονείς, δεν την ψηφάς, δεν την κρατείς δική σου. Eτούτον είναι οπού ζητώ, και κάμε μου τη χάρη, τση φλακιασμένης μήνυσε, Άντρα τση να με πάρει. Λογιάζω να το συβαστεί, σαν τση το καλοπούσι, τη δούλεψιν, οπού’καμα για λόγου σας, ν’ ακούσει. Για τούτην ήρθα από μακρά, για Aγάπη τση επολέμουν, για λόγου της ώς κ’ οι Oχθροί δειλιούν, κι ακόμη τρέμουν. Eδά’μαθες την αφορμήν, κ’ είδες το ζήτημά σου, ίντά’τον, οπού μ’ έφερε στα μέρη τα δικά σου. Kι α’ ρέγεσαι να με θωρείς πάντα στη συντροφιά σου, και να με κάμεις Tέκνο σου, να σώνεσαι στη χρειά σου, κάμε τη να το συβαστεί, να το θεληματέψει, εμέ να κάμει Tαίρι τση, κι άλλο να μη γυρέψει.»","κάτεχε = γνώριζε, να ξέρεις Kύρην = πατέρα αφνίδια = αιφνίδια, ξαφνικά αναδακρυώνω = δακρύζω επά’λαχα = βρέθηκα εδώ τυχαία Δεν είχα για τη ζήση μου, γιατί ψηφώ τη λίγα = Δεν το έκανα για τη ζωή μου, γιατί της δίνω μικρή σημασία εξά = εξουσία τέτοιας λογής επήγαν = εξελίχθηκαν έτσι Φουσάτα = στρατεύματα γρικώ = νιώθω εδά = τώρα ίντ’ = τί είδους Aφεντιές = εξουσίες τίβοτσι = οτιδήποτε μην το πάρεις βάρος = μη δυσανασχετήσεις ψηφάς = υπολογίζεις κρατείς = θεωρείς φλακιασμένης = φυλακισμένης συβαστεί = δεχτεί ρέγεσαι = επιθυμείς θωρείς = βλέπεις να σώνεσαι στη χρειά σου = να βοηθιέσαι σε ό,τι έχεις ανάγκη να το θεληματέψει = να το κάνει με τη θέλησή της, να συγκατανεύσει",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο Ρωτόκριτος ξεκινάει για τη φυλακή (Ε 369-412),"Αντί για τα πλούτη και τη συμβασιλεία που του προσέφερε ως ανταμοιβή για τη νίκη που τους έδωσε στον πόλεμο, ο Ρωτόκριτος ζήτησε από τον βασιλιά να παντρευτεί τη φυλακισμένη κόρη του· και στην περίπτωση που αυτή δεν τον θελήσει, η μόνη χάρη που ήθελε ο άγνωστος ήταν η απελευθέρωσή της. Ο βασιλιάς συγκινείται, σκεπτόμενος πόσο έχει υποφέρει η κόρη του πέντε χρόνια τώρα στη φυλακή, και εύχεται να συγκατατεθεί σε αυτόν τον γάμο. Στέλνει δύο συμβούλους να της μεταφέρουν την πρόταση, αλλά προσκρούουν σε άλλη μια αρνητική απάντησή της. Ο Ρωτόκριτος, πολύ χαρούμενος γι’ αυτή την άρνηση, ξεκινάει ο ίδιος να επισκεφθεί την κοπέλα στη φυλακή. ΠΟΙΗΤΗΣ O Pήγας δεν κατέχει πλιό ίντα βουλή να δώσει, κ’ ελόγιασε, κ’ εβάλθηκε να την-ε θανατώσει. Aν είν’ και τσ’ άλλους ήδιωξε, για τόσο δεν το πιάνει, μα ετούτος, οπού εβάλθηκε για κείνον ν’ αποθάνει, να τον-ε διώχνει έτοιας λογής, να μη θέ’ να γρικήσει, την Προξενιά για το Γαμπρόν κιανείς να τση μιλήσει, σ’ τούτο δεν έχει απομονή, μα θέ’ να την τελειώσει, κι ομάδι με τη Nένα τση Θάνατο να τως δώσει. Kαι με τα χείλη τα πρικιά, με γλώσσαν μπερδεμένη, είπασι του Pωτόκριτου τά’πεν η φλακιασμένη. Xαρά μεγάλη μέσα του εγρίκα όντε του λέσι, μα όξω δεν εφανέρωνεν εκείνο που του αρέσει. Eγνώρισε της Aρετής την τόση εμπιστοσύνη, κουρφά επαρηγοράτονε, κι ολόχαρος εγίνη. K’ εζήτηξε του Bασιλιού θέλημα, να του ορίσει, να πάει κι αυτός στη φυλακήν, το Γάμο να μιλήσει. Kι αν τον-ε διώξει η Aρετή, σε βάρος δεν το παίρνει, μα ως πάρει την απόφαση, χαιράμενος γιαγέρνει. Σαν τση μιλήσει μιά φοράν, πολλές δεν την παιδεύγει, κι ως δει και δεν το συβαστεί, πλιόν άλλο δε γυρεύγει. Kεράν του να την-ε κρατεί, σ’ ό,τι καιρόν κι α’ ζήσει. Kι ο Kύρης τση γι’ αγάπην του λεύτερη ας την αφήσει. PHΓAΣ Aπιλογάται ο Bασιλιός, λέγει του· «Kαλογιέ μου, μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βούηθησέ μου. Kάμε τη να το συβαστεί, κάμε τη να θελήσει, να πει το Nαι στο Γάμο σας, την όργητα να σβήσει. Στον πόλεμο μου βούηθησες, κι α’ μου βουηθήσεις πάλι, χάρη πολλή κι αρίφνητη είναι κ’ η μιά κ’ η άλλη.» ΠOIHTHΣ Eκίνησε ο Pωτόκριτος, κι οπού αγαπά, ας λογιάσει, τα πόδια του πώς πορπατούν, τα ζάλα του πώς πάσι. Ξομπλιάζει, πώς να τση το πει, πώς να την-ε κομπώσει, πώς να μπορεί να κουρφευτεί, και πώς να τση το χώσει, να μην μπερδέσει η γλώσσα του, να βαραναστενάξει, κ’ η όψη του εκατό φορές, και πλιότερες ν’ αλλάξει. Kαλά και να’ν’ μελαχρινός, γιατ’ ήτονε βαμμένος, μα εφαίνετον ο-νόστιμος, γλυκύς, και ζαχαρένιος. M’ όλον που αφήκε τα μαλλιά τόσον κ’ εμεγαλώσαν, τσι νοστιμάδες κι ομορφιές ποτέ δεν του τσ’ ελιώσαν. Ήλλαξε και την εμιλιάν, κ’ εμίλειε μπουκωμένα, κ’ ετρέβλιζεν η γλώσσα του, κ’ εγέλα κάθα ένα. Σήμερον καλορίζικα, και δροσισμένα ζάλα, πάτε να βρείτε στη φλακήν το μέλι και το γάλα. Στον τόπον οπού εκρύβγετο των αμματιών του η λάμψη, κερί σβηστόν εφύλαγε, και πάγει εδά να τ’ άψει.","δεν κατέχει πλιό ίντα βουλή = δεν ξέρει πια τί απόφαση γρικήσει = ακούσει ομάδι = μαζί πρικιά = πικρά εγρίκα = ένιωθε όντε = όταν γιαγέρνει = επιστρέφει Kύρης = πατέρας Aπιλογάται = απαντά αρίφνητη = πολύ μεγάλη Eκίνησε = ξεκίνησε οπού αγαπά = όποιος αγαπά ζάλα = βήματα Ξομπλιάζει = σκέφτεται κομπώσει = ξεγελάσει κουρφευτεί = κρυφτεί χώσει = κρύψει ο-νόστιμος = χαριτωμένος",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Το δαχτυλίδι της αναγνώρισης (Ε 483-534),"Όταν φτάνει στη φυλακή, ο Ρωτόκριτος χάνει τα λόγια του μπροστά στο θέαμα της αγαπημένης του, που είναι ντυμένη με κουρέλια, αδύνατη και βρόμικη. Δεν της αποκαλύπτεται, όμως, θέλoντας να την υποβάλει σε μια ακόμη δοκιμασία. APETOYΣA «Σκόλασε, Aφέντη, τά μιλείς, πάψε τ’ αναθιβάνεις, γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνον τον κόπο χάνεις. Ήλιος πλιά γληγορύτερα, με δίχως λάμψης χάρη, και δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι, η θάλασσα δίχως νερά, γιαλός με δίχως άμμο, παρά να πω ποτέ το Nαι, και Παντρειά να κάμω. Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πέ’ το του Kυρού μου, πως κείνα που του εμίλησα, πάντά’χω μες στο νου μου. Kι αν είν’ κ’ εις έτοιον πόλεμον ήθελε να σε βάλει, ας κάμει πλούσα ανταμοιβήν και πλερωμή μεγάλη. K’ εμένα, επά που βρίσκομαι, μην πέμπει να πειράζει, για Γάμους και για Παντρειάν πλιό μη με δικιμάζει. K’ εγώ θανάτους εκατόν πλιά’φκολα θέλω πάρει, παρά να βάλω απάνω μου ποτέ μου Aντρός γομάρι. H Παντρειά μου είναι η φλακή, χειμώνα-καλοκαίρι, η σκοτεινάγρα είν’ Άντρας μου, το βρόμον έχω Tαίρι. Tο παραθύρι τση φλακής Xώρα μου κι Aφεντιά μου, τα βούρκα για παρηγοριά, τσ’ αράχνες συντροφιά μου. Tη ζήση μου χαιράμενη τέτοιας λογής τελειώνω, κ’ εις ό,τι κι αν μ’ ευρήκασι, γελώ και καμαρώνω. Kαι χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, και χίλιοι αν-ε περάσουν, πάντά’ναι σ’ ένα οι λογισμοί, δε στρέφνου’, μηδέ αλλάσσουν.» ΠOIHTHΣ Λογιάσετε, ο Pωτόκριτος μ’ ίντα καρδιά σωπαίνει, να δει μιά Aφέντραν και Kεράν ε-τόσα μπιστεμένη. Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί, και δύναμη δεν έχει, ο πόνος κ’ η πολλή χαρά ωσά ζαβόν τον έχει. Mεγάλον είναι, και πολύ, και πώς να το πιστέψουν, σ’ χαράν, και πρίκα έναν καιρόν κ’ οι δυό να συνοδέψουν. Mα τούτον είναι φανερόν, κι απαρθινόν εγίνη, χαρά και πρίκα ο Pώκριτος είχε την ώρα κείνη. Eίχε χαρά να τη γρικά, πως δεν τον απαρνάται, κ’ είχε την πρίκα, να θωρεί, πού θέτει, πού κοιμάται, σ’ ποιάν κατοικιάν πορεύγεται τες ατσαλιές γεμάτη, και τσ’ Aφεντιές αρνήθηκε, κ’ ήδιωξε το Παλάτι. Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί ο-για την ώρα κείνη, αποχαιρέτησέν την-ε, και κράζει τη Φροσύνη. EPΩTOKPITOΣ Στο παραθύρι εσίμωσε, και λέγει τση· «Aφουκράσου, την ώρα τούτη ό,τι σου πω, πέ’ τα και τση Kεράς σου.» ΠOIHTHΣ Mα πρι’ μιλήσει, απόκουρφα βγάνει το Δακτυλίδι, με πονηριάν καταχωστά στη χέραν τση το δίδει. EPΩTOKPITOΣ Λέγει τση· «Eγώ δε θέλω πλιό να στέκω να πειράζω, μιάν πρικαμένη σαν αυτή με λόγια να κουράζω. Tο Δακτυλίδι σού’δωκα, δος τση το να το πιάσει, κι ας δει ολημέρα σήμερον, κι ας το καλολογιάσει. Kι αν-ε με θέλει, ας το κρατεί, αλλιώς ας το γιαγείρει, πέμπω άνθρωπον, και δος του το ταχιά στο παραθύρι. Στανιό τση δεν την-ε ζητώ, κ’ η Φύση το μανίζει, τες έσμιξες τσι στανικές συχνιά τες αμποδίζει. Λοιπόν, μιλήσετε κ’ οι δυό, και δέτε το ολημέρα, κι ας το λογιάσει, οι γνώμες της εις ίντα την εφέρα’, κ’ ίντ’ όργητα οι Γονέοι τση, και μάχη τής βαστούσι, γιατί δε θέλει παντρειάς λόγον ποτέ ν’ ακούσει.»","Σκόλασε = πάψε, σταμάτησε αναθιβάνεις = λες εύκαιρα = άδικα, μάταια πειράζεσαι = βασανίζεσαι επά = εδώ πέμπει = στέλνει γομάρι = βάρος βρόμον = ακαθαρσίες, κακοσμία Aφεντιά = τόπος που εξουσιάζει κάποιος δε στρέφνου’ = δεν γυρίζουν, δεν αλλάζουν μπιστεμένη = πιστή συνοδέψουν = οδεύσουν μαζί απαρθινόν = αληθινό γρικά = ακούει θέτει = ξαπλώνει ατσαλιές = ακαθαρσίες Aφουκράσου = άκου απόκουρφα = κρυφά καταχωστά = μυστικά, κρυφά πλιό = πλέον καλολογιάσει = καλοσκεφτεί γιαγείρει = δώσει πίσω πέμπω = στέλνω ταχιά = το πρωί Στανιό τση = χωρίς τη θέλησή της μανίζει = εχθρεύεται",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο ποιητής επιπλήττει τον Ρωτόκριτο (Ε 703-744),"Φεύγοντας ο Ρωτόκριτος από τη φυλακή μετά την πρώτη του επίσκεψη, άφησε στη Φροσύνη το δαχτυλίδι που του είχε δώσει η Αρετούσα στον μυστικό αρραβώνα τους. Η κοπέλα το αναγνώρισε και ζήτησε όλο αγωνία να ξαναδεί τον γενναίο πολεμιστή που είχε αρνηθεί να παντρευτεί. Του είπε μια ψεύτικη ιστορία για το πώς το έχασε, ζητώντας του να μάθει πού το βρήκε αυτός. Ο Ρωτόκριτος, για δεύτερη φορά, δεν της αποκαλύπτεται και την αφήνει σε αγωνία μέχρι την επόμενη μέρα, προφασιζόμενος δυνατό πονοκέφαλο. Ο ποιητής θεωρεί αυτή τη συμπεριφορά του ήρωά του υπερβολική και απάνθρωπη και τον επιπλήττει. Kείνη τη νύκτα ο Pώκριτος ποσώς δεν εκοιμήθη, κι ως ξημερώσει, να το πει τσ’ Aφέντρας του εβουλήθη, πως είναι εκείνος ο πιστός σκλάβος και δουλευτής τση, να πάψουσιν οι πόνοι τση κ’ οι αναστεναμοί τση. Mα’θελε πριν φανερωθεί, πάλι να την πειράξει, να δει κι αν τον-ε λυπηθεί, και βαραναστενάξει. Nα βεβαιώσει πλιότερα την πίστιν τση την τόση, κ’ ενίμενε με προθυμιά, πότες να ξημερώσει. Mεγάλον ήτο να θωρεί, πώς ήτον μπιστεμένη για λόγου του, κ’ έτοιας λογής ήτον αποδομένη. Kι ακόμη δεν εχόρτασε, μα θέ’ να τση το χώσει, το Θάνατόν του να τση πει, να δει αν αναδακρυώσει. (Tούτά’ν’ τσ’ Aγάπης πωρικά, τούτά’ν’ του Πόθου οδύνη, έτοιας λογής, μ’ έτοιους καημούς τσ’ αγαπημένους κρίνει.) Πόσά’δεν ο Pωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει, εις τη φτωχήν την Aρετήν, πώς ήτον μπιστεμένη. Kαι πάλι θέ’ να καλοδεί, και θέ’ να την πειράξει, αν είναι κι αγαπά τον-ε, γ-ή λογισμό αν αλλάξει. Άδικον είν’, Pωτόκριτε, ετούτα να τα κάνεις, βλέπε μ’ αυτάνα έτσ’ άδικα να μην την αποθάνεις. Θωρείς την, πώς ευρίσκεται, μ’ ακόμη δεν πιστεύγεις; Ίντ’ άλλα μεγαλύτερα σημάδια τής γυρεύγεις; Tα πλούτη και την Aφεντιάν αρνήθηκε για σένα, πάντά’ν’ τα χείλη τση πρικιά, τα μάτια τση κλαημένα. Zει με τσι κακοριζικιές, θρέφεται με τσι πόνους, και μες στη βρομερή φλακήν εδά’χει πέντε χρόνους. Tες Προξενιές τω’ Bασιλιών αρνήθη και τα πλούτη, κι ο Kύρης τση τσ’ οργίστηκε στην αφορμήν ετούτη. Kι ακόμη θέ’ να την-ε δεις, και δεν την-ε κατέχεις; Aν την πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον έχεις. Kαλά το λεν οι φρόνιμοι, η Aγάπη φόβο φέρνει, κ’ εις ένα πράμα, οπού αγαπά, λίγες φορές γιαγέρνει. Xίλια σημάδια να θωρεί άνθρωπος, να κατέχει άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει. Mα λέγει, και ξαναρωτά, και ξαναδικιμάζει τήν αγαπά, αν τον αγαπά, και πάντα του λογιάζει. Oληνυκτίς σ’ τσ’ αγκάλες τση να μένει μετά κείνη, ’τό σηκωθεί, το βάσανον του Πόθου τον-ε κρίνει. Kαι φαίνεταί του χάνει την, και πως τον απαρνάται, κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται. Kαι πάντα ξόμπλι-ν εγνοιανό στήν αγαπά γυρεύγει, κ’ ετούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τον-ε παιδεύγει.","ποσώς = καθόλου Aφέντρας = αγαπημένης ενίμενε = περίμενε μπιστεμένη = πιστή, αφοσιωμένη έτοιας λογής = έτσι ήτον αποδομένη = είχε καταντήσει πωρικά = αποτελέσματα γ-ή = ή (διαζευκτικό) γιαγέρνει = επιστρέφει θωρεί = βλέπει κατέχει = ξέρει αναπαημό = ησυχία ’τό σηκωθεί = μόλις σηκωθεί κρίνει = βασανίζει ξόμπλι-ν εγνοιανό = ένδειξη που σε βάζει σε έγνοιες πελελή = τρελή",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Το μοιρολόι της Αρετούσας (Ε 981-1074),"Κατά την τρίτη του επίσκεψη στη φυλακή, ο Ρωτόκριτος, παρόλο που ο ποιητής τον είχε ήδη επιπλήξει για την απάνθρωπη συμπεριφορά του προς τη φυλακισμένη Αρετούσα, επιμένει να τη δοκιμάζει, αφηγούμενος μια ψεύτικη ιστορία για το πώς βρέθηκε στα χέρια του, αυτού του άγνωστου πολεμιστή, το δαχτυλίδι της. Η ιστορία περιλαμβάνει τον ""θάνατο"" του Ρωτόκριτου στην ξενιτιά. Στο άκουσμα αυτής της είδησης, η Αρετή παθαίνει ένα ισχυρό σοκ και κατόπιν ξεσπάει σε μοιρολόι. APETOYΣA «Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω; Ποιά ολπίδα πλιό μου ’πόμεινε, και θέλω ν’ ανιμένω; Δίχως σου πώς είν’ μπορετό στον Kόσμον πλιό να ζήσω; Aνάθεμα το Pιζικόν στά φύλαγεν οπίσω! Mε τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου’, τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου’ σαν ημπόρου’. Tον εαυτό μου αρνήθηκα, και μετά σένα-ν ήμου’, στο θέλημά σου ευρίσκετο Θάνατος και ζωή μου. Ξύπνου μου σ’ είχα μες στο νουν, κοιμώντας, στ’ όνειρό μου, κ’ ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου. Aρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Kύρην, και τη Mάνα, ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα’. Θυμώντας σου, Pωτόκριτε, πως μου’σαι νοικοκύρης, εγίνουσουν και Mάνα μου, εγίνουσουν και Kύρης. Mε το παλέτσι εντύθηκα, κ’ εις τ’ άχερα κοιμούμαι, και τη φτωχειά δεν την ψηφώ, τους πόνους δε βαριούμαι. Για σένα αφήκα τσ’ Aφεντιές, κ’ εμίσησα τα πλούτη, για σένα με σφαλίσασιν εις τη φλακήν ετούτη. Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους, για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους. Tες πρίκες δεν εγύρευγα, τους πόνους δεν εγρίκουν, με τη δική σου θύμησιν το Pιζικόν ενίκουν. Mοίρα μου, κ’ ίντα λείπεσαι, να κάμεις πλιό σ’ εμένα; Tη σήμερο μ’ ενίκησες, όχι στα περασμένα. Ό,τι κι αν είχα, επήρες τα, ίντ’ άλλο σου απομένει; K’ ίντ’ ανιμένει πλιό να δει ένας, οπού κερδαίνει; Eνίκησες τον πόλεμον, οπού’χες μετά μένα, και δε σ’ εψήφουν ώς εδά στά μου’χες καμωμένα. Πάντα επολέμου’ δυνατά, κι όλπιζα να νικήσω, μα σήμερο μ’ ενίκησες στά φύλαγες οπίσω. Kι ακόμη θέλεις με να ζω, όχι για να’χω ζήση, μα για να βασανίζομαι σ’ έτοια μεγάλη κρίση; Eγώ δε σε φοβούμαι πλιό, ουδ’ ο νους μου σε λογιάζει, γιατί η ολπίδα όπου βρεθεί, το φόβο συντροφιάζει. Mα εδά οπού εκείνη εμίσεψε, κι απ’ την καρδιά μου εχάθη, εγώ δεν τα φοβούμαι πλιό του Pιζικού τα Πάθη. Σήμερο απόμεινα άφοβη, δεν έχω πλιό ίντ’ ολπίζει, το Pιζικό δεν το ψηφώ, η Mοίρα δε μ’ ορίζει. Mοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α’ θέλεις κάμε, κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά’μαι. Kαι θέ’ να πάρω Θάνατον, κι απείτις αποθάνω, κάμε το πλιά χερότερον εις το κορμί μου απάνω. Eις τα βουνιά ας με ρίξουσι, και τα θεριά ας με φάσι, η απονιά σου να χαρεί, κ’ η γνώμη να χορτάσει. Zώντα μου μ’ εδυσκόλευγες τόν αγαπώ ν’ αφήσω, μα όλπιζα με το Θάνατον κ’ εγώ να σε νικήσω. Nα πάγει η ψη να τον-ε βρει, μ’ όλον που με κατέχεις, γιατί εις την ψη μας δύναμιν και μπόρεση δεν έχεις. Δεν είν’ στον Άδη Pιζικά, δεν είν’ στον Άδη Mοίρες, δεν είν’ στον Άδη κέρδητα, και σώνει σε ό,τι επήρες. Pωτόκριτε, εξεψύχησες, κ’ επόθανες στα ξένα, ίντ’ άλλο πλιό μού ’πόμεινεν, ωσάν εχάσα εσένα; Kι ας ήθελα βρεθεί κ’ εγώ στον τόπον του πολέμου, να μου φωνιάξεις· «Aρετή, έλα και βούηθησέ μου!», να τρέξω με τα τέσσερα, κι ως αστραπή να σώσω, και με τα μέλη μου, όχι αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω. Kι ως άνοιξε το στόμα του τ’ άγριο θεριό ν’ αράσσει, να βάλω εγώ το χέρι μου, κ’ εσέ να μη δαγκάσει. Mα’τονε κρίμα κι αδικιά, Pωτόκριτε, μεγάλη, μέσα στα δάση να χαθούν, να νεκρωθού’ έτοια κάλλη. Kι ας ήθελά’σται-ν η φτωχή εις τα προσκέφαλά σου, να σ’ ακλουθώ πρωτύτερα στ’ απομισέματά σου. Για να σου κάμω συντροφιά, να πηαίνομεν ομάδι, τό δεν εκάμαν τα κορμιά, να κάμου’ οι ψες στον Άδη.» ΠOIHTHΣ Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η εμιλιά δε σώνει, πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά, πλιά παρ’ από το χιόνι. Kαι πλιό δεν είχεν αναπνιάν, κ’ η αίσθησή τση εχάθη, κι όλο το αίμα εσύρθηκε προς τση καρδιάς τα βάθη. T’ άλλα τση μέλη ήσα’ νεκρά, μόνο η καρδιά σπαράσσει. Eτρόμαξε ο Pωτόκριτος μην πά’ και την-ε χάσει, ήσυρνε γένια και μαλλιά, τά’βαλε ο νους του ψέγει, επειδή κ’ έτοια πράματα ήθελε να τση λέγει. Eδέρνετον κ’ η Nένα τση, στα χέρια την εκράτει, λογιάζοντας πως είν’ νεκρή, φιλεί, αποχαιρετά τη, και μοιρολόγι θλιβερόν τσ’ ήλεγεν η καημένη, ελόγιαζε, κ’ εθάρρειε το, πως να’ναι αποθαμένη. Πούρι ήπλωσε στο στήθος τση, κ’ εσπάρασσε η καρδιά τση, μ’ ακόμη από το στόμα τση μακρά’το η εμιλιά τση. Ω, πόσον είναι βαρετό, και δυνατόν περίσσα, και πώς κατέχου’ να το πουν εκείνοι που αγαπήσα’! ’Tό’ρθει φωτιά στα μέλη τως, πόσον καημόν αφήνει, να το μιλήσου’ δεν μπορούν, κ[’η] γνώση να το κρίνει. Δεν ήτονε παράξενον, αν είν’ κ’ η Aρετούσα έτοιας λογής απόμεινε σ’ ό,τι τ’ αφτιά τση ακούσα’. Eξελιγώθη, στρέφεται, λέγει η γλυκειά τση γλώσσα· «Aπαρθινά, Pωτόκριτε, θεριά σε θανατώσα’;» Tα δάκρυα οπού’σαν άλλη μιά εις τα βαθιά χωσμένα, τόπον ευρήκασιν εδά κ’ ετρέχασι κ’ εβγαίνα’. Kαι σιγανά εκινήσασι, κι αρχίσαν κ’ επληθαίναν, σα ριγουλάκι λαμπυρόν, έτσι καθάρια εβγαίναν. Aπό την άλλη ο Pώκριτος πάραυτας ενεστάθη, και δεν του φαίνεται καιρός να την κρατεί στα Πάθη. EPΩTOKPITOΣ Λέγει· «Aρετή, τά μου’τασσες εξελησμονηθήκα’; Γιατ’ ήρθα από την ξενιτιάν, επήρες τόση πρίκα; Aλίμονο όποιος γελαστεί, να’χει εις γυναίκα ολπίδα! Kαι πού’ναι τα όσα μου’ταξες στη σιδερή θυρίδα;»","ίντα = τι (ερωτ.) πλιό = πλέον ανιμένω = περιμένω στά φύλαγεν οπίσω = σε αυτά που κρατούσε για αργότερα εθώρου’ = έβλεπα παλέτσι = χοντρό ύφασμα για σακιά ψηφώ = υπολογίζω βαριούμαι = έχω βάρος, βαρυγκομώ εγρίκουν = ένιωθα K’ ίντ’ ανιμένει πλιό να δει ένας = Και τί περιμένει να δει πια κάποιος εδά = τώρα επά = εδώ απείτις = από τη στιγμή που, αφότου σώνει σε = σου αρκεί να σώσω = να φτάσω αράσσει = ορμήσει απομισέματά = αναχώρηση ομάδι = μαζί ψες = ψυχή κρυγιά = κρύα βαρετό = (που) δίνει βάρος ’Tό’ρθει = όταν έρθει Eξελιγώθη = συνήλθε από τη λιποθυμία Aπαρθινά = αληθινά ριγουλάκι = μικρό ρυάκι λαμπυρόν = λαμπερό πάραυτας = αμέσως, ευθύς ενεστάθη = σηκώθηκε σιδερή θυρίδα = το παράθυρο με τη σιδεριά",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Το νέο του γάμου (Ε 1155-1178),"Αφού δοκίμασε την πίστη της Αρετούσας επανειλημμένα, φέρνοντάς την μέχρι το σημείο σχεδόν να χάσει τη ζωή της από τη στενοχώρια, ο Ρωτόκριτος τής αποκαλύφθηκε και σχεδίασαν μαζί τα επόμενα βήματα μέχρι τον γάμο τους. Ο Ρωτόκριτος μεταμφιέστηκε ξανά και η Αρετούσα δήλωσε ότι συμφωνεί στον γάμο της με τον άγνωστο πολεμιστή. ΠOIHTHΣ Xαρά μεγάλην και πολλήν οι Γέροντες επήρα’, και κράζουσι την Aρετή μεγάλην καλομοίρα. Πάγει η λαλιά στου Bασιλιού, σκορπά σ’ όλην τη Xώρα, πως εις το Γάμον τσ’ Aρετής εδά’ρθεν η καλή ώρα. Tίς πιλαλεί στη μιά μερά, και τίς γλακά στην άλλη, όλοι επεριοριστήκασι με τση χαράς τη ζάλη. Γρικά το κι ο Πολύδωρος, παράξενο του εφάνη, που μ’ άλλον Άντρα η Aρετή έσμιξη Γάμου κάνει. Ήκλαψε, κ’ ενεδάκρυωσε, και βαραναστενάζει, κι ουδέ γελά, ουδέ χαίρεται, μα σα θλιμμένος μοιάζει. Kαι πράμα που δεν όλπιζε, γρικά την ώρα εκείνη, κι ο-για το Φίλο ελόγιαζε, πού να’ναι, κ’ ίντα εγίνη. Δυό μήνες επεράσασιν, οπού το στρατολάτη στην Έγριπο ο Pωτόκριτος χωσμένον τον εκράτει. Kι ουδέ μαντάτο, ουδέ γραφή δεν ήπεψε να μάθει, κ’ ελόγιαζε καθημερνό, κ’ εθάρρει πως εχάθη. K’ ήτο Θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει, δεν ξεύροντας ο Φίλος του πού να’ναι κ’ ίντα εγίνη. Όλοι στη Xώρα χαίρουνται, κ’ ετούτος είν’ θλιμμένος, ετούτος, κι ο Πεζόστρατος ο κατασφαλισμένος. K’ οι δυό εγρικούσαν τσι χαρές του Γάμου, κι ό,τι εκάναν, και μαχαιρές αγιάτρευτες εις την καρδιάν εβάναν. Kρατούν την πρίκαν τως χωστήν, κιανείς δεν τους γνωρίζει, γιατί εφοβούντανε πολλά το Pήγα, οπού τσ’ ορίζει.","Γέροντες = οι σύμβουλοι του βασιλιά κράζουσι = χαρακτηρίζουν λαλιά = νέο, είδηση Tίς = άλλος πιλαλεί = τρέχει γλακά = τρέχει επεριοριστήκασι = τρελάθηκαν Γρικά = ακούει ενεδάκρυωσε = δάκρυσε στρατολάτη = μαντατοφόρο Έγριπο = Εύβοια χωσμένον = κρυμμένο η παίδα που τον κρίνει = αυτό που τον βασανίζει κατασφαλισμένος = περιορισμένος, φυλακισμένος πρίκαν = πίκρα, στενοχώρια",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο Ρωτόκριτος αποκαλύπτεται σε όλους (Ε 1351-1398),"Όλοι στο παλάτι γνωρίζουν ότι η Αρετούσα ενέδωσε τελικά να πάρει τον σωτήρα του πατέρα της και του βασιλείου τους. Η κοπέλα συμφιλιώθηκε με τους γονείς της και ανέκτησε την παλιά της μορφή βάζοντας όμορφα ρούχα. Πλήθος λαού έχει συγκεντρωθεί όλο χαρά για τον γάμο. Ο Ρωτόκριτος, με κάποια πρόφαση, έστειλε να καλέσουν και τον σύμβουλο Πεζόστρατο με τη γυναίκα του και, αφού περίμενε να έρθουν πρώτα αυτοί, οι γονείς του, αρχίζει να αποκαλύπτει μπροστά σε όλους την ταυτότητά του, απευθυνόμενος στον βασιλιά. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ »Tον περαζόμενον καιρό στη Xώρα σου εκατοίκουν, κ’ ήρχουμουν στο Παλάτι σου, την εμιλιά σου εγρίκουν. Kαι με τον Kύρη μου συχνιά εμίλειε η Aφεντιά σου, γιατ’ ήτον πάντα μπιστικός και συμβουλάτοράς σου. K’ η όχθρητά σου αν-ε κρατεί ακόμη, Bασιλιά μου, πέ’ μου το, να ξενιτευτώ, να μη φανεί η φανειά μου. Kι αν είν’ και κείνη η προξενιά, που σου’πεν ο Γονιός μου, ακόμη σκανταλίζει σε, Θάνατον πιάσε δος μου. Kι αν είν’ κ’ η Θυγατέρα σου, που ακόμη δεν κατέχει ποιός είμαι, σα μαθητευτώ, εις όχθρητά τση μ’ έχει, θέλω να ξοριστώ μακρά, όπου θωρούν τα μάτια, κι ας τάξω δεν εδούλεψα σε τούτα τα Παλάτια. Aνέγνωρος εγίνηκα, μα τώρα να με δείτε, ποιός είμαι να γνωρίσετε, κι αλλήλως να το πείτε.» ΠOIHTHΣ Tην ώρα εκείνη, που μιλεί, κι οπού τ’ αναθιβάνει, πάντά’χεν εις το πρόσωπον το μαγικό μελάνι. Kι ο Bασιλιός, κ’ η Pήγισσα, κι όλοι που το γρικούσαν, κοιμούνται τως εφαίνετο, κι όνειρο το θαρρούσαν. Kρατούσιν το για θάμασμα, πράμα πολλά μεγάλον, κ’ εις κάθε λόγο εστρέφουντον, κ’ εθώρειε γ-είς τον άλλον. Λογιάζουν, κι ο Pωτόκριτος πως βρίσκεται στα ξένα, και τούτα, οπού τως-ε μιλεί, του τα’χε εκεί ’πωμένα. Mα σαν επιάσε το νερό, το πρόσωπόν του πλύνει, τ’ απαρθινά εφανέρωσε, κι ο Pώκριτος εγίνη. Όλοι επομείνα’ ασάλευτοι, έτσι να τον-ε δούσι, δεν ξεύρου’ γ-ή ψοματινά, γ-ή αλήθεια το θωρούσι. Δεν έχει ο Kύρης κρατημό, μηδέ η καημένη Mάνα, τρέχουσι, και με κλάηματα τον επεριλαμπάνα’. Δεν εχορταίναν οι φτωχοί το σπλάχνος να του δείξουν, δεν το ελογιάζασιν-ε πλιό μ’ έτοιον υ-Γιό να σμίξουν. Φωνές μεγάλες στο λαό χαράς εγρικηθήκα’, η Xώρα όλη ενεγάλλιασε, ποθές δεν είχε πρίκα. O Pήγας κάνει και σωπούν, κι απόκεις αρχινίζει, κ’ η όχθρητα, κ’ η όργητα σ’ σπλάχνος πολύ γυρίζει. ΡΗΓΑΣ Λέγει του· «Γιέ μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα, γ-ή εγώ’σφαλα, γ-ή εσύ’σφαλες, ας είν’ συμπαθημένα. K’ επειδή οι χρόνοι κ’ οι καιροί τέλος καλόν εφέραν, ας τη χαρούμεν όλοι μας τη σημερνήν ημέραν. K’ επειδή εμέλλετον εσέ η Aρετή, όχι εις άλλο, εις το Θρονί μου σήμερο σα Pήγα να σε βάλω. Nα ορίζεις, σα σου φαίνεται, τσι χώρες και τα πλούτη, Γυναίκα σου και Tαίρι σου, σου δίδω να’ν’ και τούτη. Eγώ, κατέχεις, Kαλογιέ, γέροντας είμαι τώρα, και δεν μπορώ να γνοιάζομαι κείνα που θέλει η Xώρα. Kαι τα Pηγάτα κ’ οι Aφεντιές εσένα πρέπουν, Γιέ μου, κι ας τάξω πως δεν τ’ όριζα, μηδ’ είδα τα ποτέ μου. Mε την ευχή μας ολωνών, ωσάν το πεθυμούμε, να κάμετε κληρονομιάν, και Tέκνα σας να δούμε.»","περαζόμενον = περασμένο εγρίκουν = άκουγα Kύρη = πατέρα μπιστικός = έμπιστος να μη φανεί η φανειά μου = να μην ξαναφανεί ίχνος μου κατέχει = ξέρει θωρούν = βλέπουν ας τάξω = ας θεωρήσω Aνέγνωρος = αγνώριστος αλλήλως = μεταξύ σας αναθιβάνει = εξιστορεί τ’ απαρθινά = την αλήθεια γ-ή = ή (διαζευκτικό) επεριλαμπάνα’ = αγκάλιαζαν ελογιάζασιν-ε = υπολόγιζαν, περίμεναν έτοιον = τέτοιον ενεγάλλιασε = αγαλλίασε, ευχαριστήθηκε πολύ Pηγάτα = βασίλεια Aφεντιές = εξουσίες",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Αρετούσα και Πολύδωρος (Ε 1431-1454),"Όπως είχαν κανονίσει μέσα στη φυλακή, η Αρετούσα θα προσποιούνταν ότι δεν γνωρίζει ποιος είναι ο άγνωστος πολεμιστής, τον οποίο δέχτηκε να παντρευτεί, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο σωτήρας του πατέρα της και νικητής στον πόλεμο με τους Βλάχους. Έτσι, τώρα που ο βασιλιάς τής δίνει την ευχή του για τον γάμο, παρά την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Ρωτόκριτου, εκείνη προσποιείται την έκπληκτη, με μοναδική μαεστρία. Ανείπωτη είναι και η χαρά του Πολύδωρου για την επιστροφή του αγαπημένου του φίλου. ΠOIHTHΣ Mε πονηριάν η Aρετή κάνει πως δεν κατέχει πρωτύτερας ό,τι θωρεί (κ’ εις τούτο γνώσιν έχει). Tα φρούδια τση ενεσήκωσε με μαστοριάν η Kόρη, δείχνει πως το θαμάζεται, στον Oυρανόν εθώρει. Δείχνει πως ανεπόλπιστον είν’ κείνον, οπού βλέπει, κ’ εδάγκανε τα χείλη τση (σ’ τούτο έπαινος τση πρέπει). Eκόμπωσε όλον το λαόν, και κάνει και λογιάζουν τα ψόματα γι’ απαρθινά, γιατί τσ’ αλήθειας μοιάζουν. Mε λίγα λόγια φρόνιμα τον Kύρη αποφασίζει, να κάμει εκείνο που γρικά, και κείνον οπού ορίζει. Δε θέλει να πολυμιλεί, μη λάχει και μπερδέσει, και θέλοντας να βουηθηθεί, πεδουκλωθεί και πέσει. Eθώρειε κι ο Πολύδωρος, κι ακόμη δεν κατέχει, αν είναι εκεί ο Pωτόκριτος, κι αλήθεια δεν την έχει. Tόσον πολύ του εφάνηκε, που ακόμη δεν πιστεύγει, τον Ήλιο βλέπει, και φωτιά για να θωρεί γυρεύγει. Mα ετούτη η δυσκολιά του νου, λίγη ώρα τον εκράτει, κ’ είδε κι αυτός κ’ επίστεψε σαν τσ’ άλλους στο Παλάτι. Περιλαμπάνει και φιλεί, και δεν τον-ε χορταίνει το Φίλον του τον ακριβόν, και δάκρυα τον-ε ραίνει. Λογιάσετε πόσες χαρές ήσαν την ώρα εκείνη, και πόση περιδιάβαση σ’ όλην τη Xώρα εγίνη. Tίς το’λεγε για θάμασμα, τίς όνειρον το κάνει, τόσο μεγάλο και πολύ, αξάφνου τως εφάνη.","κατέχει = ξέρει, γνωρίζει θωρεί = βλέπει το θαμάζεται = της προκαλεί κατάπληξη ανεπόλπιστον = ανέλπιστο Eκόμπωσε = ξεγέλασε απαρθινά = αληθινά, αλήθεια τον Kύρη αποφασίζει = ανακοινώνει στον πατέρα την απόφασή της γρικά, = πιστεύει σωστό πεδουκλωθεί = μπερδέψει τα πόδια του Περιλαμπάνει = αγκαλιάζει ακριβόν = πολύτιμο, στενό περιδιάβαση = διασκέδαση Tίς = άλλος",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Ο ποιητής συμβουλεύει το κοινό και αυτοσυστήνεται (Ε 1511-1540),"Αφού η ιστορία είχε το ωραιότερο τέλος που μπορούσαν να φανταστούν και οι ερωτευμένοι και οι δικοί τους, ο ποιητής ενημερώνει για την εξέλιξη που είχε στο εξής η ζωή των νεονύμφων και στρέφεται προς το κοινό του για να το συμβουλεύσει να μη χάνει την ελπίδα του σε ό,τι κι αν συμβαίνει στη ζωή. Αμέσως μετά, τους ζητά να δουν με κατανόηση το έργο του, όχι σαν τους κακόπιστους κριτικούς, που κακολογούν ό,τι κι αν διαβάσουν. Στο τέλος, συστήνεται, δίνοντας το όνομα και λίγα αυτοβιογραφικά του στοιχεία. ΠΟΙΗΤΗΣ Για τούτο, οπού’ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη, το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ’ αγκάθι. Eτούτ’ η Aγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη, και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη. Kαι κάθε είς που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει, μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχει. K’ εκείνον, οπού εκόπιασεν, ας τον καληνωρίζουν, κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκείνα που γνωρίζουν. Eσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει, ήρθε σ’ ανάβαθα νερά, και πλιό δεν κιντυνεύγει. Θωρεί τον Oυρανό γελά, τη Γη και καμαρώνει, κ’ εις-ε λιμιώνα ανάπαψης ήραξε το τιμόνι. Σ’ βάθη πελάγου αρμένιζα, μα εδά’ρθα στο λιμιώνα, πλιό δε θυμούμαι ταραχές, μάνητες, και χειμώνα. Θωρώντας εχαρήκασι, κ’ εκουρφοκαμαρώσαν, κι όσοι εκλουθούσα’ από μακράν, εδά κοντά εσιμώσαν. H γης εβγάνει τη βοήν, ο αέρας και μουγκρίζει, και μιά βροντή στον Oυρανόν τσ’ οχθρούς μου φοβερίζει, εκείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ό,τι δούσι, κι απόκεις δεν κατέχουσι την Άλφα σκιάς να πούσι. Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ’ έχω το γρικημένα, να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ’ απανωγραμμένα. K’ εγώ δε θέ να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ’ έχουν, μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν. BITΣENTZOΣ είν’ ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ, που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος. Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί ήκαμε κ’ εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει. Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει.","οπού = αυτός που φρόνιμος = συνετός αθός = λουλούδι μπιστική = πιστή πλερωμή = αποζημίωση, ανταμοιβή κάθε είς = καθένας εδά = τώρα κατέχει = γνωρίζει ας τον καληνωρίζουν = ας του εύχονται να είναι καλά συμπαθούν = συγχωρούν ξύλο = καράβι ράξιμο = άραγμα (πλοίου) ανάβαθα = που δεν έχουν πολύ βάθος, αβαθή πλιό = πλέον λιμιώνα = λιμάνι μάνητες = θυμούς Άλφα = αλφαβήτα σκιάς = έστω, τουλάχιστον να κουρφευτώ = να κρυφτώ αγνώριστο = άγνωστο ακριμάτιστος = αναμάρτητος",,Ερωτόκριτος,Κορνάρος Βιτσέντζος Abstract,"Αξιόλογη συλλογή 112 σύντομων ερωτικών ποιημάτων του 15ου αιώνα που περιλαμβάνει την «Ερωτική αλφάβητο», τα «Εκατόλογα της αγάπης», ερωτικά δίστιχα και άσματα κ.ά. Μολονότι κάποιοι μελετητές έχουν υποστηρίξει τη ροδιακή προέλευση των ποιημάτων, τα τελευταία πιθανότατα προέρχονται από τον ευρύτερο νησιωτικό, ενδεχομένως τον δωδεκανησιακό, χώρο. Είναι έργο άγνωστου/ων ποιητή/ών και αποτελεί εξαίρετο δείγμα της πρώιμης λαϊκής και λαϊκότροπης νεοελληνικής ποίησης.",,,Ερωτοπαίγνια,Ανώνυμος Ερωτική Αλφάβητος (στ. 1-108),"Οι πρώτοι 108 στίχοι αποτελούν την ερωτική αλφάβητο (alphabet d’ amour), δηλαδή μια σειρά στροφών που τα αρχικά τους στοιχεία (γράμματα ή λέξεις) είναι τακτοποιημένα σε αλφαβητική σειρά (ακροστιχίδα). «Ἂν ἤξευρα, κυράτσα, μου, πότε θέλεις κινήσει καὶ πόθεν θέλεις διαβεῖ μὲ τὲς ἀρχοντοποῦλες, τὴν στράταν σου νὰ φύτεψα μηλὲς καὶ κυδωνίτσες καὶ νεραντζοῦλες καὶ κιτρὲς καὶ δάφνες καὶ μυρσίνες, τὸν δρόμον σου τριανταφυλλιές, νὰ μὴ σὲ πιάνῃ ὁ ἥλιος, καὶ ὅπου διαβαίνεις καὶ πατεῖς ἤθελα σπέρνει μόσχον, καὶ νὰ μυρίζῃ ἡ στράτα σου, κ’ ἐσὺ νὰ μὴ τὸ ξεύρῃς, νὰ μὴ μαυρίζῃ, λυγερή, στὸν ἥλιον ἡ ἐλικιά σου. Βουλὴν ἐπῆρα ταπεινός, κυρά, νὰ σὲ συντύχω, καὶ ἐντρέπομαι, κυράτσα μου, πολλὰ τὴν εὐγενειάν σου, διατὶ εἶσαι ἀκατάδεκτη, τὰ λόγια δὲν αὐκρᾶσαι, καὶ εἶμαι, κυρά, ξενούτσικον, δειλιῶ νὰ σὲ συντύχω.» Καὶ τότε πάλι ἡ λυγερὴ τὸν νεώτερον ἐλάλει· «Εἰπές, εἰπές, ἀφέντη μου, τί θὲς νὰ μὲ συντύχῃς, καὶ σύντυχέ με θαρρετά, τινὰν μηδὲν φοβᾶσαι. ─ Κυρά μου, νὰ σ’ ἐφίλησα, ἂν ἔν’ καὶ θέλημά σου, καὶ ἂν ἀγαπᾷς καὶ προθυμᾷς, νὰ ποίσωμεν φιλίαν. Τί σὲ φελᾷ, κυράτσα μου, νὰ μὲ κακοκαρδίζῃς, ἐσὺ νὰ διωματεύεσαι κ’ ἐμὲν νὰ θανατώνῃς; ἐσὺ ἔταξές μου τὸ φιλὶν καὶ δός με το, κουρτέσα.» «Γιὰ τὴν ἀγάπην σου εἰς ἐμέν, γλυκύτατέ μοι ἀφέντη, μηδὲν ἔρχεσαι νὰ φιλῇς κοντὰ στὴν γειτονιάν μου, νὰ σὲ θωρῶ, νὰ θλίβωμαι, νὰ βαρυαναστενάζω. Ἐσὺ θυμᾶσαι, ἀφέντη μου, τὸν ὅρκον τὸν μ’ ἐποίκες, πῶς ὤμοσες καὶ μὄλεγες ποτὲ μὴ μὲ ξαφήσῃς, κ’ ἐδὰ θωροῦν τὰ μάτια μου εἰς ἄλλην πόθον ἔχεις· χθὲς μετὰ κείνην ἔμεινες, μὲ κείνην ἐκοιμήθης, κ’ ἐμέναν ἦρτες καὶ εἶπες μου ὅτι στὴν βίγλαν ἤσουν· καὶ ἐγὼ ἐπῆγα κ’ ἐρώτησα ὅλους τοὺς βιγλατόρους, καὶ κεῖνοι ὤμοσαν καὶ εἴπασιν κανεὶς οὐδὲν σὲ εἶδεν· κ’ ἐπάτησες τὸν ὅρκον σου κ’ ἔχεις μεγάλον κρῖμα.» «Δεξιά μου στάσου, λυγερή, θέλω νὰ σὲ συντύχω, νὰ σὲ ῥωτήσω ῥώτημαν, νὰ σὲ παρακαλέσω· εἰπέ με, πόσα μὲ ἀγαπᾷς, τόσα νὰ σὲ ἀγαπήσω, μὴ σὲ ἀγαπήσω πλεώτερον κ’ ἐσὺ κενοδοξήσῃς· καὶ ἂν τύχῃ νὰ τὸ καυχισθῇς ὅτι παρακαλῶ σε, κ’ ἐγὼ ἔχω θάρρος εὶς ἐσὲν ἄλλος νὰ μὴ τὸ μάθῃ. Κ’ ἐσύ, κυρά μου, εἶπες με ἄλλον σὲ προξενοῦσιν. Μακάρι νὰ σὲ προξένησαν, ἄλλον ἄντραν νὰ πῆρες, κ’ ἐμὲν νὰ μὴ ἐλογάριαζες ποῦ μένω, ποῦ κοιμοῦμαι, εἰς ποίαν βλέμμαν ἔρριξα, μὲ ποίαν συντυχαίνω.» «Ἐσὺ γνωρίζεις, ἀφέντη μου, ποτὲ οὐκ ἤξευρά σε, οὐδἔξευρα οὐδὲ γνώριζα, ἀλλὰ οὐδὲ κάτεχά σε, οὐδὲ τὸ βλέμμα μου ἔρριξα ποτὲ στὴν ἐλικιάν σου· <ἐμέναν ἐγυρεύασιν γυναῖκαν νὰ μὲ πάρουν>, καὶ τώρα μὲ τὲς γνῶμες σου, μὲ τἄμορφά σου λόγια, καὶ τὸ γλυκύν σου ἀνάβλεμμαν, καὶ τὲς καλές σου τάξες, καὶ τὲς πιδεξιωσύνες σου ἐκατεδούλωσές με· τὸν νοῦν μου τὸν ἀδούλωτον ἐκατεδούλωσές τον, δουλεύτριαν μ’ ἐκατέστησες, ἀφέντη, τοῦ ὁρισμοῦ σου.» «Ζηλεύγουν τὴν ἀγάπην μας, κυρά μου, οἱ γείτονές σου, διατί κρατεῖται δυνατὴ ὡς πύργος σιδερένος· θωροῦν την ὅτι ἐπλέχτηκεν ὡς χρυσὸν ἀλυσίδιν, κ’ ἐφάνη τους πολὺν κακόν, θέλουν νὰ μᾶς χωρίσουν. Νὰ μὴ τὸ δοῦν τὰ μάτια τους, μὴ τὸ χαρῇ ἡ ψυχή των, ἀμμὴ τὸ θέλουν εἰς ἡμᾶς, ἀπάνω τους τὸ δοῦσιν, νὰ τὸ θλιβοῦν οἱ φίλοι τους, νὰ τὸ χαροῦν οἱ ἐχθροί των, διατὶ βουλὴν ἐδώκασιν νὰ μᾶς ἀποχωρίσουν, δίχως κανέναν πταίσιμον, δίχως κανένα δίκαιον.» «Ἡ ταπεινὴ καρδοῦλα μου πολὺν καλὸν σὲ θέλει, ἀφέντη τετραλύγιστε καὶ βεργαναλεμένε· νομίζω μάγια μ’ ἔκαμες καὶ πάντα σὲ θυμοῦμαι. Ποῦ μεὖρε, ποῦ μ’ ἐκόλλησεν ἡ περισσή σου ἀγάπη; ἐσέβην κ’ ἐτυλίχτηκεν στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς μου, ἐσέβην κ’ ἐρριζώθηκεν κ’ ἐγέμισεν τὰ φύλλα· καὶ ἤλθασιν οἱ γείτονες καὶ ἐσυμβούλευσάν με, καὶ ὅλοι βουλὴ μ’ ἐδώκασιν νὰ σὲ ἀπολησμονήσω. Κ’ ἐγὼ ἀπεκρίθην καὶ εἶπα τους καὶ κατηγόρησά τους· ἐσεῖς πολλ’ ἀγαπήσετε τὴν ἀποχωρισιά μας, δι’ αὐτὸ μὲ συμβουλεύετε νὰ τὸν ἐλησμονήσω· μαχαίρια καὶ ἂν μὲ κόφτουσιν, πριόνια καὶ ἂν μὲ πριονίζουν, ὥσποτε ζῶ καὶ φαίνομαι, τὸν ἀγαπῶ οὐκ ἀρνοῦμαι.» «Γυρεύουσιν, ἀφέντη μου, γυναῖκα νὰ μὲ πάρουν, κ’ ἐγώ, ἀφέντη μου, ὡς τὄκουσα, πολὺν κακὸν μ’ ἐφάνη, καὶ ἀπὸ καρδιᾶς ἐφώναξα καὶ ὁ κόσμος τὸ θαυμάστην, διατὶ οὐκ ἐσάλευσεν ἡ περισσή σου ἀγάπη, νὰ ῥίξω ἀλλοῦ τὸ βλέμμα μου κ’ ἐσὲν νὰ λησμονήσω. Καὶ πῶς ἐγὼ νὰ σὲ ἀρνιστῶ, ἀφέντη τοῦ κορμιοῦ μου καὶ νοικοκύρη ὁποῦ κρατεῖς στὰ χέρια σου τὸν νοῦν μου, καὶ γίνουσουν ἀσάλευτος, ἀφέντη, ἀπὸ τὸν νοῦν μου;» «Κυρά, διὰ τεἶντα διάφορον, κυρά, διὰ τεἶντα κέρδος νὰ χάσῃς τὸ ξενούτσικον καὶ ποθοπειρασμένον, νὰ χάσῃς τὸν καλλιώτερον, κυρά μου, ὁποῦ σὲ ἀγάπα; Κυρά μου, ἐρωτοδέσποινα, ποθοκρατόρισσά μου, ποῦ γέμουν τὰ ματάκια σου τοῦ κόσμου τὴν ἀγάπην, τοῦ Ἔρωτος τὰ χείλη σου πλέκτουσι τὸ ἁλυσίδιν. Νὰ πιχαρῇς, ὦ λυγερή, πέψε με ὀλίγον πόθον, ὅτι λιγώνομαι, κυρά, διὰ τὴν πολλήν σου ἀγάπην· ἐσὺ κρατεῖς τοὺς ἔρωτες καὶ δὸς ἐμὲν τὸν πόθον.» «Πολλά, κυρά, παρέδειρα νύκτες καὶ μεσημέρια, ἐμέναν ὠνειδίσασιν οἱ ἐδικοὶ καὶ ξένοι.» «Λέγεις, καλὲ νεώτερε, ἐμέναν ἔν’ τὸ πταῖσμα, καὶ ῥίκτεις μου κατηγοριὰν καὶ λέγεις ἔπταισά σου, διατὶ ἐκατεπιάστηκα καὶ ἦλθα εἰς θέλημά σου. Δουλεύτρες ἐστερήθηκα δι’ ἀγάπην ἐδικήν σου, κ’ ἐσὺ καυχούσουν κ’ ἔλεγες νὰ μὴ μὲ λησμονήσῃς, ἐμέναν νὰ μὴ ἀρνιστῇς, μηδ’ ἄλλην νὰ φιλήσῃς, οὐδὲ ἄλλην ἐμορφότερην ποτὲ νὰ τὴν συντύχῃς.» «Μῆναν οὐκ ἔχεις μετ’ ἐμὲν οὐδ’ ἕναν οὐδὲ δύο, μιὰν ἑβδομάδαν ἔκαμες καὶ ἤρχισες νὰ χολιάζῃς, καὶ νὰ κρατῇς ἀπάνω σου, κόρη, νὰ καμαρώνῃς. Οἱ γείτονές σου μἔπασιν τί πολλὰ μὲ ἀτιμάζεις, κ’ ἐγὼ, κυρά, ὡς τὄκουσα πολὺν κακὸν μ’ ἐφάνη, καὶ πέντε μέρες ἔκαμα νὰ μὴ σὲ χαιρετίσω, οὐδὲ κοντά σου νὰ διαβῶ ἀπὸ τὴν γειτονιάν σου καὶ ἔχω κατηγόρησιν ἀπὸ τὴν γειτονιάν σου, ὅτι οὐ καταδέχομαι τινὰν νὰ χαιρετίσω, καὶ ἂν μἔβρισες, κυράτσα μου, ἐποίκες μέγαν κρῖμα.»","κυράτσα = αγαπημένη, «καλή» θέλεις κινήσει = θα ξεκινήσεις, θα πορευθείς [κινώ ως αμτβ.] πόθεν = από πού, από ποιον τόπο (επίρρ.) θέλεις διαβεῖ = θα περάσεις, θα βαδίσεις, θα περπατήσεις [διαβαίνω] τὴν στράταν = τον δρόμο [η στράτα] μηλὲς = μηλιές [η μηλέα] μόσχον = προκειμένου για κάτι ιδιαίτερα ευωδιαστό λυγερή = ευλύγιστη και ωραία κοπέλα [επίθ. λυγερός, το θηλ. ως ουσ.] ἐλικιά = ευλύγιστη και ωραία κοπέλα [επίθ. λυγερός, το θηλ. ως ουσ.] Βουλὴν ἐπῆρα = αποφάσισα [φρ. παίρνω βουλή: αποφασίζω] ταπεινός = δυστυχής, κακόμοιρος· σε αναφορά με τη διάθεση: άτολμος, κατηφής, σκυθρωπός, λυπημένος (επίθ.) συντύχω = κουβεντιάσω, μιλήσω [συντυχαίνω] εὐγενειάν = περηφάνεια, αλαζονεία(;) αὐκρᾶσαι = ακούς [αφουκρούμαι] ξενούτσικον = ταλαίπωρος, δυστυχής [επίθ. ξενούτσικος· στο ουδ. χρησιμοποιείται με συμπάθεια] δειλιῶ = φοβούμαι, δειλιάζω τὸν νεώτερον = το παλικάρι, τον νεαρό άντρα ἐλάλει = μιλούσε, του απευθυνόταν με λόγο [λαλώ] τί = γιατί (ερωτ.) θαρρετά = με θάρρος (επίρρ.) τινὰν = κανέναν [αόρ. αντων. τις] ἔν’ = είναι θέλημά = επιθυμία προθυμᾷς = είσαι πρόθυμη [προθυμώ] νὰ ποίσωμεν = να συνάψουμε φιλίαν = ερωτική σχέση, σαρκική αγάπη (εδώ με αυτή την έννοια) φελᾷ = ωφελεί [φελώ] κακοκαρδίζῃς = δυσαρεστείς διωματεύεσαι = καμαρώνεις, υπερηφανεύεσαι [διωματεύομαι] κουρτέσα = νεαρή γυναίκα ευγενικής καταγωγής [επίθ. κουρτέσης· εδώ το θηλ. ως ουσ.] θωρῶ = βλέπω, αντικρίζω τὸν ὅρκον τὸν μ’ ἐποίκες = τον όρκο που μου έδωσες [φρ. ποιώ όρκον: δίνω όρκο, ορκίζομαι] ὤμοσες = ορκίστηκες [ομνύω] μὄλεγες = μου έλεγες ξαφήσῃς = εγκαταλείψεις, παρατήσεις ἐδὰ = τώρα (χρον. επίρρ.) μετὰ κείνην = μαζί με κείνη (πρόθ. μετά + αιτιατική) ἦρτες = ήρθες στὴν βίγλαν = στη σκοπιά, στο παρατηρητήριο τοὺς βιγλατόρους = τους φρουρούς, τους φύλακες [ο βιγλάτορος] ἐπάτησες τὸν ὅρκον = παρέβης, καταπάτησες τον όρκο σου [φρ. πατώ τον όρκον] κρῖμα = ηθικό παράπτωμα, αμάρτημα πόσα = πόσο τόσα = τόσο πλεώτερον = περισσότερο κενοδοξήσῃς = επαρθείς, γίνεις ματαιόδοξη [κενοδοξώ] ἔχω θάρρος εὶς ἐσὲν = ""στηρίζομαι"", υπολογίζω σε σένα προξενοῦσιν = προξενεύουν ἐλογάριαζες = σκεφτόσουν [λογαριάζω] οὐδἔξευρα = ούτε ήξερα κάτεχά = γνώριζα [κατέχω] ἐγυρεύασιν = ζητούσαν, επιδίωκαν [γυρεύω] τὲς γνῶμες = τους τρόπους, το ήθος, τον χαρακτήρα τἄμορφά σου = τα όμορφά σου ἀνάβλεμμαν = κοίταγμα, βλέμμα τάξες = την ιδιότητα, την κοινωνική θέση (μεταφ.) [η τάξις] τὲς πιδεξιωσύνες σου = τις χάρες σου ἐκατεδούλωσές = με έκανες δική σου, υποχείριό σου [καταδουλώνω, εδώ προκ. για ερωτ. πάθος] ἀδούλωτον = που δεν έχει υποδουλωθεί, ελεύθερο [επίθ. αδούλωτος] δουλεύτριαν = υπηρέτρια, δούλα τοῦ ὁρισμοῦ = της επιθυμίας, της διαταγής διατί = γιατί θωροῦν = βλέπουν ἀλυσίδιν = μικρή αλυσίδα των = τους ἀμμὴ = αλλά (μετά από αρνητ. πρόταση) τὸ = αυτό που δοῦσιν = δουν θλιβοῦν = λυπηθούν, στενοχωρηθούν [θλιβώ] βουλὴν ἐδώκασιν = αποφάσισαν [φρ. δίνω βουλήν] πταίσιμον = φταίξιμο δίχως κανένα δίκαιον = χωρίς καμιά δικαιολογία καλὸν = καλά (επίρρ.) τετραλύγιστε = κομψέ, ωραίε βεργαναλεμένε = ψηλέ και λυγερέ σαν βέργα [βεργαναλεμένος, μτχ. σε θέση επιθ.] θυμοῦμαι = σκέφτομαι, συλλογίζομαι μεὖρε = με βρήκε ἐκόλλησεν = κυρίευσε (προκ. για σκέψη ή συναίσθημα) ἐσέβην = εισήλθε [εισβαίνω] στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς μου = στα βάθη της καρδιάς, στις βαθύτερες περιοχές της ψυχής βουλὴ = συμβουλή ἀπολησμονήσω = ξεχάσω, λησμονήσω εντελώς (προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) ἀπεκρίθην = απάντησα [αποκρίνομαι] πολλ’ = πολύ (επίρρ.) ὥσποτε = όσο ὡς = όταν (χρον. σύνδ.) τὄκουσα = το άκουσα ἀπὸ καρδιᾶς = υπερβολικά (προκ. για αναστεναγμό, κλάμα, θρήνο, κ.τ.ό.) θαυμάστην = απόρησε [θαυμάζομαι] ἐσάλευσεν = κλονίστηκε [σαλεύω] ἀρνιστῶ = απαρνηθώ, ξεχάσω [αρνούμαι] νοικοκύρη = κύριε, αφέντη, εξουσιαστή ἀσάλευτος = αμετακίνητος (επίθ.) τεἶντα = πόσο μεγάλο, τί λογής [αντων. είντα] διάφορον = κέρδος, όφελος, συμφέρον ποθοπειρασμένον = που βασανίζεται από τον πόθο καλλιώτερον = καλό, αγαθό (ηθικά) [καλλιώτερος, συγκρ. βαθμός του επιθ. καλός] ἐρωτοδέσποινα = κυρά του έρωτα (ως προσφ. της αγαπημένης) ποθοκρατόρισσά = κυρίαρχη των πόθων γέμουν = γεμίζουν, είναι γεμάτα από πιχαρῇς = να χαρείς (ως ευχή) [επιχαίρω] πέψε = στείλε [πέμπω] ὅτι = γιατί (αιτιολ. σύνδ.) λιγώνομαι = φθείρομαι, φθίνω, λιώνω (εδώ μεταφ.) κρατεῖς = κυβερνάς, εξουσιάζεις δὸς = δώσε παρέδειρα = υπέφερα, βασανίστηκα [παραδέρνω] ὠνειδίσασιν = προσέβαλαν, έθιξαν [ονειδίζω] οἱ ἐδικοὶ = οι συγγενείς, οι οικείοι [επίθ. εδικός] ἐμέναν ἔν’ = δικό μου είναι πταῖσμα = σφάλμα, λάθος, παράπτωμα ῥίκτεις μου κατηγοριὰν = με κατηγορείς ἐκατεπιάστηκα = συνδέθηκα ερωτικά [καταπιάνομαι] εἰς θέλημά σου = στην υπηρεσία, στις προσταγές σου καυχούσουν = καυχιόσουν, κόμπαζες μετ’ ἐμὲν = μαζί με μένα χολιάζῃς = δυσανασχετείς, θυμώνεις [χολιάζω] νὰ κρατῇς ἀπάνω σου = υπερηφανεύεσαι [φρ. κρατώ απάνω μου] κόρη = κορίτσι, κοπέλα· αγαπημένη μἔπασιν = μου είπαν τί = ότι πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ἀτιμάζεις = κατηγορείς, βρίζεις διαβῶ = περάσω [διαβαίνω] κατηγόρησιν = κατηγορία, μομφή [η κατηγόρησις] τινὰν = κάποιον [τις, αόρ. αντων.] κρῖμα = αδικία, άδικο",,Ερωτοπαίγνια,Ανώνυμος Εκατόλογα της Αγάπης (στ. 153-258),"Οι στίχοι 140-330 αποτελούν τα «Εκατόλογα της Αγάπης» (les cent mots), δηλαδή ένα είδος δημώδους πολύστιχου ερωτικού τραγουδιού, του οποίου οι επιμέρους νοηματικές ενότητες αρχίζουν με την εκφώνηση, κατά σειρά, των αριθμών 1 ώς 10 και των δεκάδων 20 ώς 100. Στο παρόν απόσπασμα, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ενότητες ώς το 10, ο νέος προσπαθεί με τα ερωτικά του λόγια να πείσει την αγαπημένη του να συναινέσει στον έρωτά του. Οἱ ἔρωτες μὲ σφάζουσιν καὶ κόφτει με ἡ ἀγάπη, καὶ ἂς ἀρχίσω νὰ σὲ πῶ στίχους διὰ τὴν ἀγάπην, στιχοπλοκίδες θλιβερὲς τὲς ἔπλεξα διὰ σένα, καὶ οἱ στίχοι ἀνεσπάστησαν μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Ὡσὰν νὰ σπέρνῃς, λυγερή, βασιλικὰ στὴν γάστραν, καὶ βάλῃς τα εὶς τὸν κόρφον σου, καὶ ὁποῦ διαβῇς μυρίζεις, καὶ ὅσοι διαβοῦν καὶ βλέπουν τα τὴν μυρωδιὰν ἀκούσι, ἔτσε ἀνέσπασα κ’ ἐγὼ στίχους ἐκ τῆς καρδιᾶς μου· ὡς ἅλυσιν τοὺς ἔπλεξα διὰ λόγου ἐδικοῦ σου, καὶ ὡσὰν τοὺς γράψω, λυγερή, νὰ αὐκριστῇς τοὺς λόγους, καὶ νὰ ἀρχίσω νὰ σὲ πῶ τοὺς πόνους τῆς ἀγάπης. Ἕνας πανώραιος ἄγουρος ἀγαπᾷ ὡραίαν κόρην· χρόνους δυὸ τὸν ἐμάρανε τῆς κόρης ἡ ἀγάπη, καὶ μαραινόμενος ὁ νεὸς στῆς λυγερῆς τὸν πόθον, ἐμήνυσέ την μιὰν αὐγήν∙ «κυρά μου, ἀγαπῶ σε, κρυφά, κυρά μου, σὲ ἀγαπῶ, κ’ ἐσὺ οὐδὲν τὸ ξεύρεις, καὶ βασανίζομαι κρυφὰ καὶ φανερὰ πομένω.» Ὡς τὄκουσεν ἡ λυγερή, τὰ δάκρυα της ἐτρέξαν, μαντᾶτον τὸν ἀπόστειλε τὸ οὐκ ἤθελεν νἀκούσῃ· «Ἐσὺ μικρὸν καὶ ἀνήλικον, φιλιὰν οὐδὲν ἐξεύρεις, καὶ πῶς ἐξεστομάτισες καὶ εἶπες ὅτι ἀγαπᾷς με, καὶ ἐκόπησαν τὰ μέλη μου καὶ καρδιομάρανές με, καὶ ἂν τὄκουσαν οἱ γείτονες μεμφθεῖ μ’ ἐθέλαν ὅλοι;» Καὶ τότε πάλι ὁ νεώτερος τὴν λυγερὴν ἐλάλει· «Καὶ πῶς τὸ ξεύρεις, λυγερή, φιλιὰν οὐδὲν ἐξεύρω; πρῶτον ἂς μ’ ἐδοκίμαζες, κ’ ὕστερον ἂς μ’ ἐρώτας· νἆδες μικροῦ φιλήματα, μικροῦ πιδεξιωσύνες, πῶς κολακεύει τὸ φιλίν, πῶς κυβερνᾷ τὸν πόθον. Ὁ πεῦκος μέγα δένδρον ἔν’, ἀλλὰ καρπὸν οὐ κάμνει, τὸ στάχυν ἔν’ μικρούτσικον, εἶδες καρπὸν τὸν κάμνει; Πάλιν τὸ κλῆμα τὸ μικρὸν θωρεῖς καρπὸν τὸν κάμνει, τὸ καλοκαίριν ........ τρώσιν τὴν ἀγουρίδα καὶ τὸ κρασίν του πίνουν το [μέσα εἰς] τὸν χειμῶνα. καὶ ἂν δὲν πιστεύεις, λυγερή, καὶ ἂ δὲν πληροφορᾶσαι, βάλε τὸ φελλοκάλικον κ’ ἔμπα στὸ περιβόλιν, καὶ ἰδὲ καὶ τὲς μικρὲς μηλιές, ἰδὲ καὶ τὲς μεγάλες, πῶς δέχουνται τὸν ἄνεμον ὡσὰν καὶ τὲς μεγάλες.» Καὶ τότε πάλε ἡ λυγερὴ τὸν νεώτερον ἐλάλει· «Ἑκατὸν λόγια, νεώτερε, θέλω νὰ σὲ ῥωτήσω, καὶ ἂν τὰ διακρίνεις ἀσφαλῶς, φιλὶν νὰ σὲ χορτάσω.» Καὶ τότε πάλι ὁ νεώτερος τὴν λυγερὴν ἐλάλει· «Ἐγώ, κυρά, τὰ λόγια σου ποσῶς δὲν τὰ κατέχω, ὅμως νὰ στήσω λογισμὸν καὶ νὰ συλλάβω γνῶσιν· ἐσὺ τοὺς μέτρα, λυγερή, καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς διακρίνω.» «Μιὰν κόρην ἐνεντράνισα κ’ ἐπιάσε με εἰς τὰ βρόχια· στὰ ξόβεργά σου μὲ κρατεῖς, λησμονῶ τὰ ἐδικά μου· μόνον κ’ ἐσέν, βεργόλικη, ὁποῦ τὸν νοῦν μου ἐπῆρες, ὁποῦ καυχούμουν κ’ ἔλεγα νὰ μὴ πιαστῶ εἰς ἀγάπην· κ’ ἐσὺ μὲ τὰ πιδέξια σου ἐπιάσες με στὰ βρόχια κ’ ἐρρίζωσεν ἡ ἀγάπη σου ἀπέσω στὴν καρδιά μου.» «Δυὸ μάτια θλίβεις, λυγερή, καὶ δυὸ καρδιὲς μαραίνεις καὶ δυὸ στήθη φλογίζονται ἐκ τὴν πολλήν σου ἀγάπην, κ’ ἐσὺ ἔχεις πέτρινην καρδιὰν καὶ νοῦν ἐξαγριωμένον, καὶ σιδερένιον λογισμὸν καὶ χείλη σφαλισμένα, λόγον δὲ οὐκ ἔχασες ποτέ, γλυκιὰ νὰ μὲ συντύχῃς, καὶ νὰ μὲ παρηγόρησες, ποὖμαι πολλὰ θλιμμένος.» «Τρεῖς χρόνους καὶ ἂν μ’ ἐβάλασιν στὰ σίδερα δι’ ἐσένα, Τρεῖς ὦρες νὰ μ’ ἐφάνησαν ἐκ τὴν πολλήν σου ἀγάπην. Ὄχι, κυρά, διὰ φιλιὰν ἢ τίποτε ἄλλον φόβον ἢ νὰ εἰπῇς διὰ τὰ σίδερα νὰ σὲ ἐλησμονήσω· ὥσποτε ζῶ καὶ φαίνομαι, νὰ σ’ ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου, καὶ κάφτει με ἡ ἀγάπη σου, δὲν ἠμπορῶ πομένειν. «Πέντε φορὲς λιγοθυμῶ, κυρά μου, τὴν ἡμέραν· καὶ μηδὲν πῇς, λιγοθυμῶ, κυρά μου, δι’ ἐσένα. Καθημερὶς ψυχομαχῶ, πέντε θυμοῦμαι σένα· Μιὰν τὸ πουρνό, μιὰν [τὸ βραδὺ καὶ τρεῖς] τὸ μεσημέριν, καὶ πρὸς τὸ ἡλιοβασίλεμαν ὑπομονὴν δὲν ἔχω. «Ἔστεκα εἰς τὴν πόρτα σου, τὰ δυό σου μῆλα θώρουν, ἐλάμπασιν τὰ μέλη σου, τὰ πάντερπνά σου κάλλη· τὸν μόσχον καὶ τὸν ξυλαλᾶν μυρίζει ἡ ἐλικιά σου, ῥόδα γέμουν τὰ χείλη σου, τὰ φρύδια σου ζαμπέτιν, καὶ ἡ γλῶσσα σου ἡ γλυκόλαλος ζάχαριν μὲ τὸ μέλιν· τὴν ἡδονήν σου ἐχόρτασα κ’ ἐσὲν στερεύγομαί σε.» «Ἑπτὰ ψυχὲς καὶ ἂν ἔβαλεν ὁ πλάστης εἰς ἐμένα, καὶ τὲς ἑπτὰ μὲ ἀνέσπασεν ἡ περισσή σου ἀγάπη· καὶ δὲν μὲ παίρνει ὁ ἄγγελος ὡς μέλλει νἀποθάνω, ἀμμὲ ψυχομαχῶ διὰ σέν, δίχα ἀρρωστιὰν καὶ πόνον, καὶ ἂν ἠθελήσῃς, λυγερή, ἐγὼ δὲν ἀποθαίνω.» «Ἐννεὰ πέρδικες πέτουνταν στοὺς οὐρανοὺς ἀπάνω· ἡ μιὰ ἦτον χρυσοπτέρουγη κ’ ἐγὤλεγα τὶ ἐσ’ εἶσαι. Στέκω καὶ διαλογίζομαι ποιὸν περδίκιν νὰ πιάσω· θέτω τὰ βρόχια εἰς τὴν γῆν, καὶ πιάνω ὡραιὸν περδίκιν· ὁμοίαν σου, παρόμοιαν σου, ὡσὰν τὴν ἐλικιὰν σου. Λιγνὴ καὶ κοκκινόχειλη καὶ χαμοκιλαδοῦσα, ἄσπρη σὰν τὸ τριαντάφυλλον, κόκκινη οἱὸν τὸ ῥόδον, γλυκολαλοῦσα πέρδικα, πολλῶν καρδιὲς μαραίνεις.» «Δέκα κοντάρια ἐγκούπισες, κυρά, στὸ ὄνομά μου, στὸν ἐμαυτό μου τἄθεκες, ἐμένα θανατώνεις· δὲν τὰ ἔθεσες διὰ κάκωσιν οὐδὲ κακὸν κανένα, ὀδι’ ἀγάπην τἄθεκες κ’ ἐμένα κόφτει ὁ πόνος· μαραίνει με ἡ ἀγάπη σου, δὲν ἠμπορῶ ἀπομένει. Θυμοῦμαι σε, μαραίνομαι, θωρῶ σε καὶ χλωμαίνω, καὶ ἂν πέσω νἀποκοιμηθῶ ὕπνον οὐδὲν χορταίνω.» Καὶ τότε πάλε ἡ λυγερὴ τὸν νεώτερον ἐλάλει· «Ἐγὼ τὸ πρῶτον, οἶδα το, φιλὶν σὲ θέλω δώσει, ὁποῦ καυχούμουν κ’ ἔλεγα φιλὶν νὰ μὴ σὲ δώσω· κ’ ἐσὺ μὲ τὰ πιδέξια σου, μὲ τὲς καλές σου γνῶμες, τὸν νοῦν μου τὸν ἀδούλωτον ἐκατεδούλωσές τον. Στέργομαι τὴν ἀγάπην σου, ἔρχομαι εἰς θέλημάν σου, νὰ γένω στράτα νὰ πατῇς καὶ γῆς διὰ νὰ περάσῃς· δεκάτιζε τὰ λόγια σου, διὰ νὰ κόπτῃς στίχους, ὅτι τὸ γιόμα ἔρχεται, νὰ πάμε νὰ γευθοῦμεν, νὰ φέρω καὶ ποκάμισον, ὡσὰν γευτῇς νἀλλάξῃς, ὅτι τὰ ῥοῦχα τὰ φορεῖς πολλἆναι σκονισμένα, καὶ νὰ γλυκοφιλούμεθα, πρὶν νὰ μᾶς εὕρῃ γῆρας, καὶ λάβῃ μᾶς ὁ θάνατος καὶ φάγῃ μᾶς τὸ χῶμαν.»","στιχοπλοκίδες = στιχουργήματα, ποιήματα τὲς = τα οποία (ενν. τα ποιήματα) ἔπλεξα = συνέθεσα, έγραψα (μεταφ.) ἀνεσπάστησαν = ξεριζώθηκαν [ανασπάζομαι] Ὡσὰν = όπως, σαν βασιλικὰ = βασιλικούς (το καλλωπιστικό αρωματικό φυτό) γάστραν = πήλινο δοχείο, γλάστρα τὸν κόρφον = το στήθος, την αγκαλιά [ο κόρφος] διαβῇς = πας, περάσεις [διαβαίνω] ἀκούσι = οσφραίνονται, μυρίζουν (μτβ.) ἔτσε = έτσι, με τον ίδιο τρόπο ὡς = σαν, όπως ἅλυσιν = αλυσίδα [η άλυσις] διὰ λόγου ἐδικοῦ σου = για σένα, για χάρη σου ὡσὰν = όταν, μόλις (χρον. σύνδ.) αὐκριστῇς = ακούσεις (προσεκτικά) [αφουκρούμαι] πανώραιος = πολύ όμορφος, πανέμορφος (επίθ.) ἄγουρος = νέος, παλικάρι κόρην = κορίτσι, κοπέλα μαραινόμενος = μαραζωμένος ἐμήνυσέ = έστειλε μήνυμα, γνωστοποίησε [μηνύω] πομένω = υπομένω, αντιμετωπίζω με καρτερικότητα μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση τὄκουσεν = το άκουσε μαντᾶτον = παραγγελία, μήνυμα τὸ = το οποίο ἐξεστομάτισες = ξεστόμισες [ξεστοματίζω] ἐκόπησαν τὰ μέλη μου = κόπηκε η δύναμή μου, απόκαμα [φρ. κόβονται τα μέλη μου] καρδιομάρανές με = μου μάρανες την καρδιά, με λύπησες [καρδιομαραίνω] μεμφθεῖ = να κακολογήσουν, να κατακρίνουν [μέμφομαι] ἐλάλει = φώναξε, μίλησε [λαλώ] νἆδες = να έβλεπες κολακεύει = κάνει ευχάριστο ἔν’ = είναι κλῆμα = το αμπέλι, το φυτό που παράγει το σταφύλι θωρεῖς = βλέπεις τὴν ἀγουρίδα = τον άγουρο καρπό του αμπελιού ἂ = αν (υποθ. σύνδ.) πληροφορᾶσαι = έχεις πλήρη ικανοποίηση, βεβαιώνεσαι [πληροφορούμαι] φελλοκάλικον = είδος υποδήματος (καλίγιον ή καλίκι) από φελό ἔμπα = μπες ἰδὲ = δες ὡσὰν = όπως, σαν πάλε = πάλι (επίρρ.) διακρίνεις = ερμηνεύσεις, εξηγήσεις ἀσφαλῶς = αποτελεσματικά (επίρρ.) ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) κατέχω = γνωρίζω, ξέρω νὰ στήσω λογισμὸν = να βάλω σε σκέψη, σε συλλογισμό νὰ συλλάβω γνῶσιν = να εννοήσω, να καταλάβω ἐνεντράνισα = είδα, αντίκρισα [εντρανίζω] βρόχια = παγίδα∙ μτφρ. η λέξη δηλώνει τα θέλγητρα με τα οποία παγιδεύεται κάποιος [το βρόχι] λησμονῶ = παραμελώ, αδιαφορώ βεργόλικη = κοπέλα λυγερή και ωραία [επίθ. βεργόλικος, στο θηλ. ως ουσ.] καυχούμουν = καυχιόμουν, κόμπαζα [καυχούμαι] νὰ μὴ πιαστῶ εἰς ἀγάπην = κυριευτώ από την αγάπη [φρ. πιάνομαι εις αγάπην] μὲ τὰ πιδέξια σου = με τέχνη, με πονηρό τρόπο ἀπέσω = μέσα (επίρρ.) ἐξαγριωμένον = άγριο, σκληρό [εξαγριωμένος, μτχ. του εξαγριώνομαι, εδώ ως επίθ.] σιδερένιον λογισμὸν = σκληρή σκέψη σφαλισμένα = καλά κλεισμένα [σφαλισμένος, μτχ. παρακ. του σφαλίζομαι] γλυκιὰ = γλυκά, τρυφερά, με αγάπη (επίρρ.) συντύχῃς = μιλήσεις, κουβεντιάσεις [συντυχαίνω] ποὖμαι = που είμαι στὰ σίδερα = στα κάγκελα της φυλακής, στη φυλακή (λαϊκή έκφρ.) τίποτε ἄλλον = κανέναν άλλον ὥσποτε = όσο κάφτει = καίει, πυρπολεί (μεταφ.) πομένειν = να υπομένω Καθημερὶς = κάθε μέρα (επίρρ.) ψυχομαχῶ = παλεύω με τον θάνατο, ψυχορραγώ τὸ πουρνό = το πρωί (λαϊκότρ. και λογοτεχν. λέξη) μῆλα = τα μάγουλα, τα μέρη των παρειών που προεξέχουν θώρουν = έβλεπα, παρατηρούσα [θωρώ] μέλη = ολόκληρο το σώμα [το μέλος] πάντερπνά = πανέμορφα [επίθ. παντερπνός] τὸν ξυλαλᾶν = την ξυλαλόη, αρωματικό ξύλο από ινδικά δένδρα [ο ξυλαλάς] ἡ ἐλικιά = το κορμί ῥόδα = τριαντάφυλλα [το ρόδον] γέμουν = είναι γεμάτα [γέμω] ζαμπέτιν = αρωματική ουσία που παράγεται από το ζώο μοσχογαλή [το ζαμπέτιν] γλυκόλαλος = που μιλάει γλυκά, γλυκόλογη (επίθ.) ἡδονήν = ομορφιά, χάρη στερεύγομαί = στερούμαι ὁ πλάστης = ο Θεός ως δημιουργός του κόσμου, του σύμπαντος ἀνέσπασεν = ξερίζωσε [ανασπώ] περισσή = υπέρμετρη, υπερβολική [επίθ. περισσός] μέλλει = πρόκειται, είναι ""γραφτό"" ἀμμὲ = αλλά δίχα = χωρίς, δίχως (πρόθ.) πέτουνταν = πετούσαν χρυσοπτέρουγη = χρυσόφτερη, με χρυσά φτερά [επίθ. χρυσοπτέρυγος] τὶ = ότι (ειδ. σύνδ.) διαλογίζομαι = σκέφτομαι, συλλογίζομαι θέτω = βάζω, τοποθετώ ὡσὰν = όπως, σαν χαμοκιλαδοῦσα = που κελαηδά χάμω, στο έδαφος [χαμοκιλαδών, μτχ. του χαμοκιλαδώ] οἱὸν = όπως, σαν (επίρρ.) κοντάρια = δόρατα, ραβδιά ἐγκούπισες = ακούμπησες, έμπηξες τἄθεκες = τα έβαλες [θέτω] κάκωσιν = κακία, μίσος [η κάκωσις] ὀδι’ = για, εξαιτίας (αναγκαστικό αίτιο) ἀπομένει = να κάνω υπομονή χλωμαίνω = χλωμιάζω, ωχριώ τὸ πρῶτον = στην αρχή, αρχικά, πρώτα (ως επίρρ.) οἶδα = γνωρίζω, ξέρω ἀδούλωτον = που δεν έχει υποδουλωθεί, ελεύθερο [επίθ. αδούλωτος] ἐκατεδούλωσές = υποδούλωσες, έκανες δικό σου [καταδουλώνω] Στέργομαι = συγκατατίθεμαι, συναινώ εἰς θέλημάν σου = στις προσταγές σου στράτα = δρόμος, οδός δεκάτιζε = μέτρα ανά δέκα [δεκατίζω] ὅτι = γιατί, διότι (αιτιολ. σύνδ.) τὸ γιόμα = το μεσημέρι γευθοῦμεν = να φάμε ὡσὰν = όταν, αφού (χρον. σύνδ.) τὰ = τα οποία, που πολλἆναι = είναι πολύ γῆρας = η γεροντική ηλικία, τα γεράματα",,Ερωτοπαίγνια,Ανώνυμος Η εξαπάτηση της κοπέλας (στ. 317-330),"Στο τέλος, ο νέος καταφέρνει να εξαπατήσει την κοπέλα. Όταν αυτή συνειδητοποιεί την αλήθεια, ξεσπά σε κλάματα. Καὶ ἀπὲ τὸ χέρι τὴν κρατεῖ καὶ στὸ κλινάρι πάσιν, κ’ ἐχόρτασέν την τὸ φιλὶ ὡς τὸ πολλὰ πεθύμαν· καὶ ἀπότις τὴν ἐφίλησεν, στέκει καὶ ἀναγελᾷ την. Καὶ τότε πάλι ἡ λυγερὴ τὰ δάκρυα τὴν ἐπῆραν· «Ἂν τὄχα ξεύρειν, ἄγουρε, καὶ λιθοκάρδιος εἶσαι, καὶ ψεύστης καὶ ἀντιλογητὴς καὶ ὁποῦ φιλεῖς κομπώνεις, δὲν σἔχα δώσει τὸ φιλίν, νὰ εἶχες τοῦ ἡλιοῦ τὰ κάλλη.» Καὶ τότε πάλι ὁ νεώτερος τὴν λυγερὴν ἐλάλει· «Μηδὲν μὲ βρίζῃς, ἄσκημη, μηδὲν μὲ ξατιμάζῃς, πανάσχημη, χοντρόχειλη, χαμηλοφρύδα, μαύρη, στολίζεσαι καὶ εἶσαι ἄσκημος, νίβγεσαι καὶ μαυρίζεις, καὶ ὅταν ἐβγῇς ἐκ τὸ λουτρόν, ὁμοιάζεις ἀγριοκάτης.» Καὶ τότε πάλι ἡ λυγερὴ τὸν νεώτερον ἐλάλει· «Μηδὲν μὲ βρίζῃς, νεώτερε, μηδὲν μὲ ξατιμάζῃς.","ἀπὲ = από (πρόθ.) κλινάρι = μικρό κρεβάτι [υποκοριστικό του ουσ. κλίνη] πάσιν = πηγαίνουν ὡς = γιατί (αιτιολ. σύνδ.) πολλὰ = πολύ (επίρρ.) πεθύμαν = επιθυμούσε [πεθυμώ] ἀπότις = μόλις, όταν (χρον. σύνδ.) ἀναγελᾷ = περιγελά, κοροϊδεύει [αναγελώ] τὰ δάκρυα τὴν ἐπῆραν = άρχισε να κλαίει τὄχα ξεύρειν = ήξερα ἄγουρε = νέε, παλικάρι [ο άγουρος] λιθοκάρδιος = που έχεις πέτρινη καρδιά, άπονος (επίθ.) ψεύστης = ψεύτης, απατεώνας ἀντιλογητὴς = κακολόγος, συκοφάντης ὁποῦ = σε όποιο μέρος, οπουδήποτε (επίρρ.) κομπώνεις = εξαπατάς, ξεγελάς [κομπώνω] κάλλη = θέλγητρα ἐλάλει = μίλησε [λαλώ] ξατιμάζῃς = κατηγορείς, καταριέσαι [εξατιμάζω] νίβγεσαι = πλένεσαι, λούζεσαι [νίβγομαι] μαυρίζεις = φαίνεσαι μαύρη ἀγριοκάτης = αγριόγατος",,Ερωτοπαίγνια,Ανώνυμος Το γράμμα του νέου (στ. 331-340),"Ερωτικό άσμα: ο νέος εκφράζει τον έρωτά του και παρακαλεί την κοπέλα να διαβάσει το γράμμα που της στέλνει. Χαρτὶ σὲ πέμπω, μάτια μου· ψυχή μου, ἀνάγνωσέ το, μὴ σιχαθῇς τὰ γράμματα, μὴ ψέξῃς τὸ μελάνι, ὅτι ἐγὼ ὅταν τὄγραφα μετὰ πολλῶν δακρύων, ἡ χείρ μου ἐκράτειεν τὸ χαρτί καὶ ἡ ἄλλη τὸ κοντύλιν, καὶ ὁ νοῦς μου ἐδιαλογίζετον πῶς νὰ τὸ καταθέσω. Ἐσύ, ξανθή, ὑπέρξανθη καὶ σχυρομηλιγγάτη, ἀσπρομαρμαροτράχηλη καὶ κρουσταλλοχιονάτη, ποτήριν πορφυρόχειλον, γεμᾶτον τὴν ἀγάπην, καντήλα χρυσοκρέμαστη, ζώνη μὲ τὸν διαδέτην, νὰ σ’ ἐζωνόμην πάντοτε, νὰ μ’ ἔσφιγγες, κυρά μου.","Χαρτὶ = επιστολή πέμπω = στέλνω τὰ γράμματα = το γράψιμο ψέξῃς = κατηγορήσεις [ψέγω] ὅτι = γιατί (αιτιολ. σύνδ.) ἐκράτειεν = κρατούσε ἐδιαλογίζετον = σκεφτόταν, συλλογιζόταν [διαλογίζομαι] καταθέσω = διατυπώσω, εκφράσω σωστά ὑπέρξανθη = υπερβολικά ξανθή [επίθ. υπέρξανθος] σχυρομηλιγγάτη = που έχεις δυνατούς κροτάφους [επίθ. ισχυρομηλιγγάτος] ἀσπρομαρμαροτράχηλη = που έχεις λαιμό άσπρο σαν μάρμαρο [επίθ. ασπρομαρμαροτράχηλος] κρουσταλλοχιονάτη = που η σάρκα σου είναι λευκή σαν χιόνι και λαμπερή (ή δροσερή) σαν κρύσταλλο [επίθ. κρουσταλλοχιονάτος] πορφυρόχειλον = που έχει κόκκινα χείλη [επίθ. πορφυρόχειλος] χρυσοκρέμαστη = που κρέμεται από χρυσή αλυσίδα [επίθ. χρυσοκρέμαστος] ἐζωνόμην = φορούσα [ζώνομαι]",,Ερωτοπαίγνια,Ανώνυμος Η κοπέλα παρακαλά τον νέο να μην την ξεχάσει (στ. 360-379),"Ερωτικό άσμα: η νέα παρακαλά τον αγαπημένο της να μην την ξεχάσει τώρα που θα φύγει μακριά και να μην την απατήσει με άλλη. Ἐκίνησες, ἀφέντη μου, καὶ ὁ θεὸς καὶ οἱ ἁγιοὶ μετά σου, βασιλικὰ στὴν στράταν σου, βάρσαμα στὴν ὁδόν σου, καὶ κόκκινα τριαντάφυλλα τριγύρου τὰ μαλλιά σου. Ἐκεῖ ποῦ πάς, ἀφέντης μου, στὴν χώραν ὁποῦ ἐμπαίνεις, ἄλλην κόρη νὰ βρῇς περιλαμπάσειν καὶ φιλήσειν· ἀπάνω στὰ φιλήματα, ἀναστενάξειν θέλεις, καὶ ἡ κόρη, ἂν ἔναιν φρόνιμη, θέλει σὲ ἀναρωτήσει· «Τί ἔχεις, ἀφεντάκι μου, καὶ βαρυαναστενάζεις; ─ Ἐγὤλεγα, κυράτσα μου, μὴ μἔχες ἐρωτήσει, καὶ ἀφότις μὲ τὸ ῥώτησες, νὰ σὲ τὸ ὁμολογήσω· τὴν κόρην τὴν ἐφίλησα στὴν Ῥόδον τὴν ἐφῆκα, καὶ μὲ τἀστρίτσιν κάθεται καὶ μὲ τὸ φέγγος φέγγει, γυρεύει καὶ καταρωτᾷ, κυρά μου, δι’ ἐμένα· τί κάμνει τὸ ἀδόνι μου, τί κάμνει τὸ πουλί μου; τί κάμνει τὸ καλὸν πουλὶν καὶ οὐδὲν μὲ ἐθυμᾶται;» Παρακαλῶ σε, ἀφέντη μου, καὶ δεύτερον καὶ τρίτον, εἰπὲ τὲς καλωσύνες μου καὶ πὲ τὴν ἐλικιάν μου, τὴν ἀταξιὰν τὴν ἔκαμα μηδὲν τὴν μολογήσῃς· ἐγὼ καὶ ἄφρων ἔστρωσα καὶ ἄφρων ἐκοιμήθην καὶ ἄφρων ἐγλυκοφίλησα, διατὶ πολλὰ σὲ ἀγάπουν.","Ἐκίνησες = ξεκίνησες, αναχώρησες, έφυγες [κινώ, ως αμτβ.] μετά σου = μαζί σου (πρόθ. μετά + γενική) στὴν στράταν = στον δρόμο βάρσαμα = βαλσαμόδεντρα ή γενικά αρωματικά φυτά [το βάλσαμον] ἐμπαίνεις = εισέρχεσαι, πηγαίνεις κόρη = κοπέλα, αγαπημένη περιλαμπάσειν = να αγκαλιάσεις [περιλαμπάνω] ἔναιν = είναι φρόνιμη = συνετή, μυαλωμένη [επίθ. φρόνιμος] μὴ μἔχες = να μη με είχες ἀφότις = μια και, επειδή (αιτιολ. σύνδ.) τὴν = την οποία ἐφῆκα = εγκατέλειψα, άφησα τἀστρίτσιν = το άστρο φέγγος = φως, λάμψη και ιδίως το διάχυτο και αμυδρό φως του φεγγαριού και των άστρων γυρεύει = ψάχνει, αναζητά καταρωτᾷ = ζητά να μάθει [καταρωτώ] ἀδόνι = Wikimedia Commons] ""> [πηγή: Wikimedia Commons] αηδόνι δεύτερον = για δεύτερη φορά, ξανά (επίρρ.) τρίτον = για τρίτη φορά (επίρρ.) καλωσύνες = αρετές, χάρες ἐλικιάν = κορμοστασιά, ανάστημα ἀταξιὰν = απρέπεια, αταξία ἄφρων = ανόητη, ασύνετη (επίθ.) πολλὰ = πολύ (επίρρ.)",,Ερωτοπαίγνια,Ανώνυμος Τα παράπονα της κοπέλας (στ. 468-481),"Ερωτικό άσμα: η νέα εκφράζει στον αγαπημένο της τον έρωτά της και παραπονιέται πως η δική του αγάπη δεν είναι τόσο δυνατή όσο η δική της. Ἀφέντη μου πολύκαρπε, κοκκινομηλοφόρε, ἠθέλασιν τὰ μάτια μου πάντοτε νὰ σὲ βλέπουν, καὶ δυσκολᾷ με ἡ μάννα σου, οὐκ ἠμπορῶ θωρεῖ σε, κ’ ἐσὺ μὲ τὰ κολάκια σου καὶ μὲ τὴν φρόνεσίν σου ἐπιάσες με στὰ βρόχια σου καὶ οὐκ ἠμπορῶ πετάσειν. Καὶ ἂν εἶχες πόθον εἰς ἐμὲν ὡσὰν ἐγὼ σὲ σένα νὰ μἤτρωγες, νὰ μὴ ἔπινες καὶ νὰ μὴ ἐκοιμούσουν, πουλίτσιν ἤθελες γενεῖ νὰ κιλαδῇς τὰς νύκτας, καὶ νὰ κιλάδεις, νἄλεγες ὅλον διὰ τὴν ἀγάπην, καὶ νἆχα πόρταν εἰς πλευρὸν καὶ νἄνοιξες καὶ νἆδες, καὶ νἆδες τὴν καρδία μου πῶς κείτεται θλιμμένη. Καὶ ἂν δὲν πιστεύεις, ἄπιστε, καὶ ἂ δὲν πληροφορᾶσαι, ἔπαρ’ τὸν πόθον σου ἀπ’ ἐμὲ καὶ δός τον ὅπου θέλεις, κ’ ἐγὼ νὰ στέκω νὰ θωρῶ ὡς ξένη καὶ διαβάτρα.","πολύκαρπε = πλούσιε σε καρπούς [επίθ. πολύκαρπος] κοκκινομηλοφόρε = που έχεις τα μήλα του προσώπου κόκκινα, ροδομάγουλε [επίθ. κοκκινομηλοφόρος] δυσκολᾷ = εμποδίζει [δυσκολώ] θωρεῖ = να σε βλέπω [θωρώ] τὰ κολάκια = τα καλοπιάσματα, τις κολακείες [το κολάκιν] φρόνεσίν = σύνεση, σωφροσύνη [η φρόνεσις] πετάσειν = να πετάξω (μεταφ.) ὡσὰν = όπως, σαν μἤτρωγες = μην έτρωγες πουλίτσιν = πουλάκι (υποκοριστικό του «πουλί») ὅλον = συνεχώς, διαρκώς (επίρρ.) πλευρὸν = η πλευρά του κορμιού νἄνοιξες = να άνοιγες νἆδες = να έβλεπες κείτεται = κείται, βρίσκεται [κείτομαι] ἂ = αν (υποθ. σύνδ.) πληροφορᾶσαι = βεβαιώνεσαι, ικανοποιείσαι ἔπαρ’ = πάρε ξένη = αποξενωμένη [επίθ. ξένος] διαβάτρα = περαστική",,Ερωτοπαίγνια,Ανώνυμος Η ερωτική εξομολόγηση του νέου (στ. 549-580),"Ο νέος εκφράζει στην αγαπημένη του τον έρωτά του. Πάντα, κυρά μου, ἐγάπουν σε, κ’ ἐδ’ ἀγαπῶ σε πλέον· ἂν δὲν πιστεύεις, λυγερή, καὶ ἂν δὲν πληροφορᾶσαι, ἐρώτησε τοὺς ἔρωτες τοὺς καρδιοφλογιστάδες, ποῦ βάλαν κ’ ἐφυτεύσαν σε μέσα εἰς τὴν καρδιάν μου. Καταπατεῖς καὶ κόφτεις τα τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς μου, καὶ ὡς ἔν’ τὸ νύχι καὶ τὸ κρεάς, ἔτσε κ’ ἐγὼ μετά σου. Κυρά μου, ἐσ’ εἶσαι ὁ ποταμὸς ὁ χρυσομελιτάρης, ὁποῦ ἔχει κλώσματα πολλὰ μὲ σεῖσμαν καὶ μὲ διώμαν· ὅσοι διαβοῦν καὶ πίνουν το ποτὲ οὐκ ἐδιψοῦσιν, κ’ ἐγώ, κυρά, ὡς ἔπινα ποτὲ οὐκ ἐχόρτασά σε, πάντα διψῶ καὶ πεθυμῶ, κυρά μου, νὰ σὲ πίνω. Ἐσ’ εἶσαι κιόνιν πορφυρὸν ποῦ στέκει στὸ παλάτιν, ὅπου κουμπίζει ὁ βασιλεὺς καὶ κρίνει ὁ λογοθέτης, τῆς δέσποινας εἰκόνισμαν, τοῦ βασιλέως ἐγκόλφιν, καὶ τῶν ῥηγάδων ἡ τιμὴ καὶ δόξα τῶν ἀρχόντων. Ἐσ’ εἶσαι τῆς νυκτὸς δροσιὰ καὶ πάχνη τοῦ χειμῶνος καὶ φέγγος ἀποσπερινὸν καὶ ἥλιος τῆς ἡμέρας, καὶ τῆς αὐγῆς αὐγερινός, τοῦ παλατιοῦ κανδήλα. Ἐσ’ εἶσαι, τὸ ἄστρον τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ κάμπου τὸ λουλούδι, καὶ χώρα πολυζήλευτος μὲ τὸ πολὺν λογάριν· καὶ ἀπ’ τὸ κύκλωμα τοῦ ἡλιοῦ, ἡ μιὰ ἀκτίνα σ’ εἶσαι, καὶ ἀπὸ τ’ Ἀδάμου τὴν πλευρὰν ἡ μιὰ παγίδα ἐσ’ εἶσαι, καὶ ὁποῦ ἔκαψεν κ’ ἐμπύρισεν πολλῶν καρδιὲς ἐσ’ εἶσαι, καὶ ἀπὸ τἀδόνια τὰ λαλοῦν ἕναν πουλὶν ἐσ’ εἶσαι, καὶ ἂν πέσω νἀποκοιμηθῶ στὸν ὕπνον μου σὲ βλέπω, ἀκόμη καὶ οἱ ἔρωτες πολλὰ μὲ τυραννοῦσιν. Κυρά μου, ὅταν σὲ θυμηθῶ καὶ βάλω σε στὸν νοῦν μου, κλονίζεται ἡ καρδίτσα μου καὶ σειέται σὰν τὸ φύλλον, ἀναστενάζω ἐγκαρδιακά, δὲν ἠμπορῶ ἀπομένει. Ὅτι ἐσέβην ἡ ἀγάπη σου ἀπέσω στὴν καρδιά μου, ὡσὰν μαχαίρι δίστομον κόπτει τὰ σωθικά μου, τὸν λογισμόν μου δαπανᾷ καὶ ὅλα μου τὰ μέλη.","ἐγάπουν σε = σε αγαπούσα ἐδ’ = τώρα, αυτή τη στιγμή [εδά, χρον. επίρρ.] πλέον = περισσότερο (επίρρ. συγκρ. βαθμού) πληροφορᾶσαι = βεβαιώνεσαι, πιστεύεις [πληροφορούμαι] καρδιοφλογιστάδες = που φλογίζουν τις καρδιές, που εμπνέουν έρωτα [ο καρδιοφλογιστής] Καταπατεῖς = ποδοπατείς ὡς = όπως ἔν’ = είναι ἔτσε = έτσι, με τον ίδιο τρόπο μετά σου = μαζί σου (πρόθ. μετά + γενική) χρυσομελιτάρης = που έχεις την απόχρωση του χρυσίζοντος μελιού (επίθ.) ὁποῦ = ο οποίος κλώσματα = στριφογυρίσματα (προκ. για ποταμό) σεῖσμαν = χαριτωμένη ταλάντευση του σώματος κατά τη βάδιση διώμαν = καλή εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά/καμάρωμα διαβοῦν = περάσουν [διαβαίνω] ὡς = καθώς πεθυμῶ = επιθυμώ, θέλω κιόνιν = κίονας [το κιόνιν] πορφυρὸν = (με) βαθύ κόκκινο [επίθ. πορφυρός] κουμπίζει = στηρίζεται [ακουμπίζω] κρίνει = αποφασίζει τῆς δέσποινας = της συζύγου του βασιλιά, της βασίλισσας [η δέσποινα] ἐγκόλφιν = εγκόλπιο, φυλαχτό (βλ. περισσότερα στο σχόλιο) τῶν ῥηγάδων = των βασιλιάδων [ο ρήγας] πάχνη = πρωινή παγωμένη δροσιά φέγγος = φως, λάμψη [το φέγγος] ἀποσπερινὸν = βραδινό [επίθ. αποσπερινός] αὐγερινός = το άστρο που φαίνεται την αυγή κανδήλα = καντήλα, είδος λυχνίας, σκεύος φωτιστικό λογάριν = θησαυρό, περιουσία, πλούτο [το λογάριν] κύκλωμα = κύκλο, κυκλικό σχήμα παγίδα = κόκαλο του θώρακα, πλευρό ὁποῦ = αυτή που ἐμπύρισεν = έβαλε φωτιά, πυρπόλησε (μεταφ.) [εμπυρίζω] τὰ = τα οποία, που πολλὰ = πολύ (επίρρ.) καρδίτσα = ύπαρξη, ψυχή (με συμπάθεια) σειέται = τραντάζεται, κουνιέται πολύ δυνατά [σείομαι] ἐγκαρδιακά = από τα βάθη της καρδιάς (επίρρ.) ἀπομένει = να κάνω υπομονή ἐσέβην = εισήλθε [εισέρχομαι] ἀπέσω = μέσα (επίρρ.) ὡσὰν = σαν, όπως δίστομον = που έχει δύο κόψεις, δίκοπο [επίθ. δίστομος] δαπανᾷ = φθείρει, κατατρώγει (μεταφ.) τὰ μέλη = ολόκληρο το σώμα",,Ερωτοπαίγνια,Ανώνυμος Τα παράπονα του νέου (στ. 581-594),"Ο νέος εκφράζει στην αγαπημένη του τα παράπονά του. Ἂν ἤξευρες, βεργόλικη, τὸ πῶς ἀναστενάζω, τὸ πῶς καμμῶ τὰ μάτια μου καὶ τρέχουν τὸ φαρμάκι, πῶς τρέχουν τὰ ματίτσια μου δάκρυα ὡς τὸ ποτάμιν, ἂν εἶδες καὶ τὰ μέλη μου τὸ πῶς πηδοῦν καὶ φεύγουν, τὴν ὥραν νὰ λυπήθηκες, νὰ μ’ ἔγραψες πιττάκιν. Ψυχὴν εἶχα κ’ ἐπῆρες την, καρδιὰν καὶ ἀνέσπασές την· διχὼς ψυχήν, διχὼς καρδιάν, στὸν κόσμον πῶς νὰ ζήσω; μαραίνει με ἡ ἀγάπη σου, καίει με τὸ φίλημά σου, ὁ ἔρωτας τοῦ πόθου σου εἰς θάνατον μὲ ῥίκτει. Ἂν τὄχα ξεύρει, ἂν τὄλπιζα καὶ ἂν τὄβαλα στὸν νοῦν μου, ὅτι οὐκ ἐνθυμᾶσαι με οὐδὲ στὸν νοῦν σου μ’ ἔχεις, οὐδὲ ἀγαπᾷς με ἐγκαρδιακὰ ὡσὰν ἐγὼ ἐσένα, νὰ πῆγα καὶ νὰ γύρευσα βρύσιν τῆς ἀσπλαγχνίας, ὁποῦ ἀποπλύνουνται καρδιὲς καὶ λησμονοῦνται ἀγάπες.","βεργόλικη = λυγερή και ωραία κοπέλα [επίθ. βεργόλικος, το θηλ. ως ουσ.] καμμῶ = κλείνω [καμμύω και καμμώ] τρέχουν τὰ ματίτσια μου = κλαίνε τα ματάκια μου ὡς = σαν ἂν εἶδες = αν έβλεπες τὴν ὥραν = αμέσως, εγκαίρως (εδώ ως επίρρ.) πιττάκιν = γραπτό μήνυμα, επιστολή [το πιττάκιν] ἀνέσπασές = ξερίζωσες [ανασπώ] τὄλπιζα = το περίμενα ἐνθυμᾶσαι = συλλογίζεσαι [ενθυμούμαι] ἐγκαρδιακὰ = από τα βάθη της καρδιάς, αληθινά (επίρρ.) ὡσὰν = όπως, σαν γύρευσα = έψαχνα, αναζητούσα ἀσπλαγχνίας = αδιαφορίας ἀποπλύνουνται = ξεπλένονται (μεταφ.), αποκαθαίρονται",,Ερωτοπαίγνια,Ανώνυμος Abstract,"Πρόκειται για έμμετρη τραγωδία του Γεώργιου Χορτάτση, γραμμένη στα τέλη του 16ου αιώνα, η οποία διαδραματίζεται στην Αίγυπτο της προχριστιανικής εποχής. Ο κρυφός γάμος της βασιλοπούλας Ερωφίλης με έναν στρατηγό του πατέρα της πυροδοτεί την οργή του τελευταίου και το έργο τελειώνει με τον θάνατο των τριών κύριων προσώπων. Το έργο αποτελείται από πρόλογο, 5 πράξεις, 4 ιντερμέδια και 4 χορικά.",,,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Η προστασία ενός μαικήνα (Αφιέρωση 1-30),"Ο ποιητής αρχίζει την αφιέρωση του έργου, εξηγώντας ότι πρόκειται για πόνημα που προέκυψε από πόνους και βάσανα, γι’ αυτό και δεν επιθυμεί να το δώσει στο κοινό χωρίς να έχει την προστασία κάποιου σπουδαίου ανθρώπου, όπως κάνουν όλοι οι συγγραφείς. Η φήμη του ανθρώπου αυτού, που λέγεται Μούρμουρης και είναι ένας ενάρετος νομικός ευγενικής καταγωγής, θα προστατέψει τον ποιητή από την κακόβουλη κριτική και θα αποτελέσει ένα είδος διαφήμισης για το ίδιο το έργο. Πρὸς τὸν ἐκλαμπρότατον καὶ ὑψηλότατον κύριον Ἰωάννη τὸ Μούρμουρη ρήτορα ἀξιότατο Γεώργιος ὁ Χορτάτσης Καθὼς στολίζου μ’ ὄμορφο καὶ λαμπυρὸ χρουσάφι, σὰν ἀποξετελειώσουσι τσ’ εἰκόνες οἱ ζωγράφοι, καὶ τότε σ’ τόπο φανερὸ τσὶ πᾶσι καὶ κρεμοῦσι, κι ὅλοι ποὺ τσὶ θωρούσινε θαμάζου καὶ παινοῦσι, τέτοιας λογῆς πάσα καιρὸ κι’ ἐκεῖνοι ὁποὺ τελειώσου τοῦ νοῦ τως κόπο τίβοτας, πρὶν ὄξω τονὲ δώσου, μεγάλου ἀθρώπου κιανενὸς κι ἄξου τονὲ χαρίζου, καὶ τόσα μὲ τὴ χάρη του πλῆσα τονὲ στολίζου, π’ ὅλοι ἁποὺ τὸ γροικήσουσι, ποθοῦ νὰ τὸν ἀνοίξου, τσὶ στίχους του νὰ δούσινε, τὰ λέσι νὰ γροικήξου. Γιὰ τοῦτο, ἀπεὶς τὰ πάθη μου κ’ οἱ πόνοι μου οἱ περίσσοι τούτη κ’ ἐμένα ἐκάμασι τὸ νοῦ μου νὰ γεννήσει τὴν τραγωδιά, τὸ ποίημα τσῆ τύχης μου, ν’ ἀφήσω νά ’βγει ὄξω δὲν ἠθέλησα, πρίχου νὰ τὴ στολίσω μ’ ὄνομα εὐγενικότατο κι ἄξο, καθὼς τυχαίνει, πάσα καιρὸ ἀπὸ λόγου του νὰ στέκει βλεπημένη, κ’ ἡ εὐγενειὰ κ’ ἡ χάρη του νὰ προσκαλοῦ πάσ’ ἕνα νὰ τὴ θωρεῖ μετὰ χαρᾶς καὶ νὰ κρατεῖ δεμένα τὰ χείλη τῶν κακόγλωσσω, τὰ σφάνω νὰ σωποῦσι, κι οὐδέναν εἰσὲ ψέγωση λόγο ποτὲ νὰ ποῦσι. Κ’ ἔτσι ἀπὸ χίλια ξακουστὰ κορμιὰ χαριτωμένα μὲ γράμματα καὶ μ’ ἀρετὲς καὶ πλούτη στολισμένα, ποὺ λάμπου ὡς τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ σὲ μιὰ μερὰ κ’ εἰς ἄλλη τσῆ Κρήτης, καὶ τσὶ δόξες τση τσὶ πρωτινές τση πάλι τσῆ δίδου μὲ τσὶ χάρες τως, κι ὡς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τιμᾶται, ἁπού ’χε ἀφέντη τση τὸ βασιλιὸ τὸ Μίνω, σ’ ἐδιάλεξα, εὐγενέστατε Μούρμουρη ὑψηλοτάτε, ρήτορα ἀπ’ ὅλες τσ’ ἀρετὲς καὶ τσὶ τιμὲς γεμάτε, μὲ τ’ ὄνομά σου τοῦτο μου τὸν κόπο νὰ στολίσω καὶ χάρη ἀποὺ τσὶ χάρες σου πλήσα νὰ τοῦ χαρίσω.","Καθὼς = όπως σὰν ἀποξετελειώσουσι = όταν τελειώσουν εντελώς πᾶσι = πάνε (ενν. τις εικόνες) θωρούσινε = κοιτάζουν, βλέπουν τέτοιας λογῆς = έτσι, με τέτοιο τρόπο πάσα καιρὸ = κάθε φορά, πάντοτε τοῦ νοῦ τως κόπο = πνευματικό έργο ὄξω τονὲ δώσου = ενν. το τυπώσουν (βλ. και στ. 14 παρακάτω) πλῆσα = πολύ (επίρρ.) γροικήσουσι = ακούσουν τὰ λέσι = αυτά που λένε (ενν. οι στίχοι) ἀπεὶς = αφού, μιας και πρίχου = πριν νὰ στέκει βλεπημένη = να βρίσκεται υπό την προστασία τὰ σφάνω νὰ σωποῦσι = δηλαδή να αποσιωπούν τα ελαττώματα του έργου ψέγωση = ψόγο, μομφή, κατηγορία κορμιὰ = εδώ μετωνυμικά οι άνθρωποι, τα άτομα χαριτωμένα = στολισμένα με χάρες, αρετές",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Ο Χάρος συστήνεται στο κοινό (Πρόλογος 1-16),"Ο Χάρος εμφανίζεται στη σκηνή μέσα από ηχητικά και οπτικά εφέ και αυτοσυστήνεται στους θεατές, καλώντας τους να τον αναγνωρίσουν τόσο από το δρεπάνι που κρατάει και το κοστούμι του που απεικονίζει έναν σκελετό, όσο και από τους τρόπους με τους οποίους φέρεται στους ανθρώπους, όπως περιγράφει. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ὁ Χάρος κάνει τὸν πρόλογο βγαίνοντας ἀποὺ τὸν Ἅδη μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντὲς καὶ ταραχὴ μεγάλη ΧΑΡΟΣ Ἡ ἄγρια κι ἀνελύπητη καὶ σκοτεινὴ θωριά μου καὶ τὸ δραπάνι ὁποὺ βαστῶ, καὶ τοῦτα τὰ γδυμνά μου κόκκαλα, κ’ οἱ πολλὲς βροντὲς κ’ οἱ ἀστραπὲς ὁμάδι ὁποὺ τὴ γῆν ἀνοίξασι κ’ ἐβγῆκα ἀποὺ τὸν Ἅδη, ποιός εἶμαι μοναχά τωνε, δίχως μιλιά, μποροῦσι νὰ φανερώσου σήμερο σ’ ὅσους μὲ συντηροῦσι. Μ’ ὅλον ἐτοῦτο πεθυμῶ γιὰ πλιὰ θαράπεψή μου, ποιός εἶμαι νὰ σᾶς δηγηθῶ καὶ ποιά ’ναι ἡ μπόρεσή μου. Ἐγώ ’μαι ἐκεῖνος τὸ λοιπὸ ἁπ’ ὅλοι μὲ μισοῦσι καὶ σκυλοκάρδη καὶ τυφλὸ κι ἄπονο μὲ λαλοῦσι· ἐγώ ’μαι ἁποὺ τσὶ βασιλιοὺς τσὶ μπορεμένους οὕλους, τσὶ πλούσους καὶ τσ’ ἀνήμπορους, τσ’ ἀφέντες καὶ τσὶ δούλους, τσὶ νέους καὶ τσὶ γέροντες, μικροὺς καὶ τσὶ μεγάλους, τσὶ φρόνιμους καὶ τσὶ λολοὺς κι ὅλους τσ’ ἀθρώπους τσ’ ἄλλους, γιαμιὰ γιαμιά, ὅντε μοῦ φανεῖ, ρίχνω καὶ θανατώνω, κ’ εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως τσὶ χρόνους τως τελειώνω.","ἀνελύπητη = σκληρή, άσπλαχνη σκοτεινὴ = προφανώς αναφέρεται στο μαύρο χρώμα του κοστουμιού του θωριά = όψη, παρουσιαστικό ὁμάδι = μαζί μὲ συντηροῦσι = με βλέπουν πλιὰ θαράπεψή μου = για μεγαλύτερη ικανοποίησή μου μπόρεσή = δύναμη μὲ λαλοῦσι = με χαρακτηρίζουν τσὶ μπορεμένους = τους ισχυρούς φρόνιμους = συνετούς, σώφρονες λολοὺς = ανόητους γιαμιὰ γιαμιά = αμέσως, διαμιάς ὅντε = όταν εἰς τὸν ἀθὸ τσῆ νιότης τως = στην ακμή της νεότητάς τους",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Ο Χάρος αναφέρεται στην υπόθεση του έργου (Πρόλογος 93-114),"Ο Χάρος, λίγο πριν τελειώσει τον μονόλογό του, αναφέρεται αδρομερώς και χωρίς ονόματα ηρώων στην υπόθεση του έργου. Πρώτα καθησυχάζει το κοινό ότι δεν πρέπει να φοβάται, γιατί δεν ήρθε γι’ αυτούς στη σκηνή, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα ζήσουν πολύ, και κατόπιν αναφέρεται στους ανθρώπους που θα πάρει μαζί του, δηλαδή τους πρωταγωνιστές της τραγωδίας, καθώς και στην πόλη όπου διαδραματίζεται η πλοκή, τη «Μέμφη τσ’ Αίγυπτος». ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μ’ ὅλον ἐτοῦτο σήμερο μηδὲ μὲ φοβηθῆτε, ὅσους σᾶς ἔκαμεν ἐδῶ ἡ τύχη σας νὰ ’ρθῆτε, γιατὶ δὲ μ’ ἔστειλεν ὁ Ζεὺς τώρα συναφορμά σας, μηδὲ γιὰ τοὺς γονέους σας, μηδὲ γιὰ τὰ παιδιά σας· γραμμένον εἶναι σ’ τσ’ οὐρανοὺς χρόνους πολλοὺς νὰ ζῆτε, τιμὲς καὶ πλούτη νά ’χετε, χαρὲς πολλὲς νὰ δῆτε· μά ’ρθα σὲ τοῦτο τὸ ψηλὸ κ’ εὐγενικὸ παλάτι, ποὺ ὁ κόσμος καλορίζικο τόσα περίσσα ἐκράτει, γιὰ νὰ σκοτώσω, ὡς θέλετε δεῖ, πρὶν περάσει ἡ μέρα, τὸ βασιλιὸ ὁποὺ στέκει ἐδῶ, μὲ μιά του θυγατέρα, νὰ πάψουσιν οἱ δόξες του, κ’ ἡ ἐπαρχιά του ἡ τόση γιὰ τὰ πολλά του κρίματα σὲ χέρια ἀλλοῦ νὰ δώσει· κ’ ἕνα στρατιώτην ἀκομή, μόνο κ’ αὐτὸς κλωνάρι ξεριζωμένης βασιλειᾶς, στὸν κόσμο ἀπομονάρι, καθὼς νὰ κάμω μ’ ἔστειλε τοῦ Ζεὺ ἡ δικιοσύνη, ποὺ κάμωμαν ἀπλέρωτο στὸν κόσμο δὲν ἀφήνει. Λύπη ἀνιμένετε λοιπὸ νὰ πάρετε ὅλοι τώρα, μὲ δάκρυα νὰ γυρίσετε στὴν ἐδική σας χώρα. Λέγω στὴ χώρα σας, γιατὶ δὲν εἶστε, σὰ θαρρεῖτε, στὴν Κρήτη πλιό, μὰ τσ’ Αἴγυπτος τώρα τὴ γῆ πατεῖτε. Τούτή ’ναι ἡ Μέμφη ἡ ξακουστή, τόσα ’νοματισμένη γιὰ τσ’ ἄξες τση πυράμιδες σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη,","συναφορμά = για σας, εξαιτίας σας ἐκράτει = θεωρούσε στέκει = κατοικεί, μένει ἐπαρχιά = εξουσία, επικράτεια νὰ δώσει = να δοθεί ἀπομονάρι = απομεινάρι κάμωμαν ἀπλέρωτο = δηλαδή καμία κακή πράξη ατιμώρητη ἀνιμένετε = περιμένετε, προσδοκάτε χώρα = πόλη ’νοματισμένη = ένδοξη, ονομαστή",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Το μυστικό θα έρθει στο φως; (Α 72-90),"Απόσπασμα από την εκτενέστατη δεύτερη σκηνή (474 στίχοι) της πρώτης πράξης μεταξύ του Πανάρετου, στρατηγού του βασιλιά, και του φίλου του Καρπόφορου. Βρισκόμαστε λοιπόν στην αρχή του έργου, που ανήκει στην «Πρότασιν», το πρώτο από τα τρία μέρη της πλοκής ενός αναγεννησιακού δράματος, όπου γνωρίζουμε τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και μαθαίνουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Ο Καρπόφορος μπαίνει στη σκηνή και βρίσκει τον φίλο του πολύ στενοχωρημένο· έτσι, αποφασίζει να τον ρωτήσει τί συμβαίνει. ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Χίλια καλῶς ἀπόσωσε, φίλε μου, ἡ εὐγενειά σου. ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ Πανάρετε, ἂν ἡ ὄψη σου, μ’ ἀλήθεια, κ’ ἡ θωριά σου τῶν ἀμματιῶ μου δείχνουσι τὸ βάρος τσῆ καρδιᾶς σου, κρίνω τὸ πὼς νὰ βρίσκεσαι σὲ σκότιση μεγάλη, κ’ εἰσὲ περίσσα ταραχὴ παρὰ φορὰ κιαμιὰ ἄλλη. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Σὲ σκότισην ἀμέτρητη, σὲ βάσανο περίσσο, καθὼς μὲ βλέπεις βρίσκομαι, ἁποὺ νὰ τὸ μετρήσω δὲ μοῦ ’ναι μπορεζάμενο, κι ἀληθινὰ φοβοῦμαι μὲ τὸν πρικὺ μου θάνατο μὴν ἀποχωριστοῦμε. ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ Τόσο κακὸ μακρὰ ἀπὸ μᾶς, Πανάρετε ἀδερφέ μου, τόσο κακὸ μὴ δούσινε τὰ μάτια μου ποτέ μου! Μ’ ἀπεὶς γιὰ καλοσύνη σου καὶ χάρην ἐδική σου (καλὰ κ’ ἡ τύχη μου ποτὲ μὲ τὴ βασιλική σου τύχη δὲν ἔμοιασε) ἀδερφὸ καὶ φίλον ἔκαμές με, καὶ μπιστεμένον ὣς ἐδά, λογιάζω, ἐγνώρισές με, μὲ θάρρος, μὴν τὸ βαρεθεῖς, ἂν ἔν’ κι ἀποκοτήσω, τὴν ἀφορμὴ ποὺ σὲ κρατεῖ σὲ βάρος, νὰ ρωτήσω, γιὰ νὰ μπορέσω σὰν καλὸς φίλος νὰ σοῦ σηκώσω ὅσο μπορῶ ἐκ τὰ πάθη σου, νὰ σὲ παραλαφρώσω.","θωριά = εμφάνιση σκότιση = μεγάλη έγνοια, σκοτούρα μπορεζάμενο = μπορετό, δυνατόν πρικὺ = πικρό Μ’ ἀπεὶς = μα από τη στιγμή που καλὰ κ’ = αν και, μολονότι. μπιστεμένον = έμπιστο ἐδά = τώρα, αυτή τη στιγμή ἀποκοτήσω = τολμήσω",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Ένας εγκιβωτισμένος διάλογος Πανάρετου-Ερωφίλης (Α 281-340),"Ο Πανάρετος, μετά την παρακίνηση του αδελφικού του φίλου Καρπόφορου, του εξομολογήθηκε τον μυστικό δεσμό, ""γάμο"" του με την κόρη του βασιλιά Ερωφίλη. Στη συνέχεια, του αφηγείται διάφορα περιστατικά που δείχνουν το μέγεθος αυτής της αγάπης. Μεταξύ αυτών ένας μονόλογός του, όσο βρισκόταν σε πολεμικές επιχειρήσεις, και ένας διάλογός του με την Ερωφίλη, όταν πήγε να της ζητήσει την άδεια να πάρει μέρος σε ένα κονταροχτύπημα· και τα δύο τα παραθέτει σε ευθύ λόγο. ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Συχνιὰ πολλὰ ἀναστέναζα, καὶ μὲ περίσσα ζάλη τοῦτα τὰ λόγια ἡ γλώσσα μου τὰ πρικαμένα ἐλάλει: «Ἐλπίδα κάνει τσὶ γιωργοὺς κι ὁλημερνὶς δουλεύγου, καρποὺς νὰ σπέρνουσι στὴ γῆ, καὶ δέντρη νὰ φυτεύγου· ἐλπίδα βάνει στὸ γιαλὸ τσὶ ναῦτες καὶ κοπιοῦσι, καὶ κιντυνεύγουσι συχνιὰ μὲ φόβο νὰ πνιγοῦσι· ἐλπίδα καὶ τὸ δουλευτὴ κάνει καὶ παραδέρνει, κ’ ἐλπίδα καὶ τὸ στρατηγὸ στὴ μάχη τονὲ φέρνει· ἐλπίδα κάνει καὶ τσὶ νιοὺς τὲς κόρες ν’ ἀγαποῦσι, πιστὰ νὰ τῶς δουλεύγουσι, καὶ νὰ τὲς προσκυνοῦσι· κ’ ἐμὲ ποιά ἐλπίδα μὲ κρατεῖ, ποιό θάρρος σ’ τέτοια κρίση, καὶ δὲν ἀφήνει τὴ φωτιὰ τοῦ πόθου μου νὰ σβήσει;» Καὶ τότες βρύση ἐγίνουντα τὰ μάτια τὰ καημένα, καὶ ζωντανὰ τὰ μέλη μου στὸν Ἅδη ἐκατεβαῖνα. ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ Πόσους καημοὺς καὶ βάσανα χαρίζεις τῶν ἀθρώπω, πίβουλε πόθε, ὁλημερνὶς μ’ ἕνα καὶ μ’ ἄλλο τρόπο! ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Μ’ ἀπεὶς ἡ μάχη ἐσκόλασε, καὶ μὲ χαρὰ μεγάλη στὴ χώρα μας ἐστρέψαμε, καὶ τσῆ κερᾶς μου πάλι τὸ πρόσωπό ’δα τ’ ὄμορφο, κ’ ἡ σπλαχνικὴ θωριά τση μοῦ ’δειχνε πὼς ἐστέρευγε τὸν πόθον ἡ καρδιά τση, πόσα περίσσα ἐχάρηκα νὰ γνώσουσι μποροῦσι ὅσοι στὰ φυλλοκάρδια τως πόθου φωτιὰ βαστοῦσι. Μὰ θέλοντας νὰ μπῶ κ’ ἐγὼ τότες στὴ γκιόστρα κείνη, ἁπ’ ὅρισεν ὁ βασιλιὸς στὴ χώρα μας κ’ ἐγίνη γιατὶ μὲ νίκην ἤρθαμε καὶ μὲ τιμὴ μεγάλη καὶ δοξασμένον ὄνομα στὸν κόσμον εἶχε βγάλει, στὴν κάμερά τση ἐδιάβηκα κι ὀμπρός τση γονατίζω, καὶ ταπεινὰ νὰ τσῆ μιλῶ τοῦτα τὰ λόγια ἀρχίζω: «Βασιλιοπούλα μου ἀκριβὴ κι ὀμορφοκαμωμένη καὶ πλιὰ ἀποὺ τσ’ ἄλλες κορασὲς τοῦ κόσμου τιμημένη, καθὼς πάντά ’μου σκλάβος σου καὶ δοῦλος μπιστικός σου κι οὐδένα πράμαν ἔκαμα δίχως τὸν ὁρισμό σου, δὲν εἶν’ πρεπό, μοῦ φαίνεται, καὶ τώρα νὰ θελήσω νὰ μπῶ στὴ γκιόστρα, θέλημα δίχως νὰ σοῦ ζητήσω. Ἔτσι, βασιλιοπούλα μου, πολλὰ παρακαλῶ σε, θέλημα καὶ τὴ χάρη σου τὴν ἀκριβὴ μοῦ δῶσε, γιατὶ μὲ δίχως τση ἐκεινῆς δὲ μοῦ ’ναι μπορεμένο πράμα κιανένα, ὥστε νὰ ζῶ, νὰ κάμω τιμημένο». Σ’ τοῦτα τὰ λόγια συντηρῶ δυὸ τρεῖς φορὲς κι ἀλλάσσει τὸ πρόσωπό τση τ’ ὄμορφο, κι ἂν εἶδες τὸ θαλάσσι τὸ πῶς κτυπᾶ κιαμιὰ φορὰ κάτω στὸ περιγιάλι, ὅντά ’ναι δίχως ταραχὴ καὶ δίχως πείραξη ἄλλη, τέτοιας λογῆς τὸ στῆθος τση τὸ μοσκομυρισμένο δυὸ τρεῖς φορὲς ἐκτύπησε τοῦ πόθου πληγωμένο. ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ Καθὼς τὴ θάλασσα ἄνεμος δύνεται καὶ φουσκώνει καὶ θυμωμένα κύματα γιαμιὰ γιαμιὰ σηκώνει, τέτοιας λογῆς καὶ τσὶ καρδιές, τὰ λόγια ποὺ γροικοῦσι μὲ τάξη ἀποὺ τσ’ ἀγαφτικοὺς οἱ κορασές, κινοῦσι στὸν πόθο πλιὰ παρὰ ποτέ, περιτοπλιὰς πωμένα νά ’ναι μὲ τέχνη κι ὄμορφα περίσσα σοθεμένα. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Τέχνη δὲν ἔβανα κιαμιά, μὰ κεῖνο ἐλάλει ἡ γλώσσα ποὺ τσ’ ἀρμηνεῦγα μοναχὰς τὰ πάθη μου τὰ τόσα. Καὶ τότες ἀναστέναξε καὶ λέγει: «Δὲν τυχαίνει τὴ χάρην ὁποὺ μιὰ φορά, σὰν ξεύρεις, χαρισμένη σὄχω ἀποστὰ σ’ ἐγνώρισα, νὰ σοῦ ξαναχαρίσω, γιατ’ ἤθελ’ εἶσταιν ἄπρεπο κάμωμα καὶ περίσσο· μὰ ἂ μ’ ἀγαπᾶς, Πανάρετε, σ’ τούτη τὴ γκιόστραν ἄμε καὶ κατὰ τὸ συνήθι σου νά ’βγεις μὲ νίκη κάμε». Καὶ λέγοντάς το ἐσίμωσε κ’ ἐκ τὸ λαιμό τση βγάνει τοῦτο τὸ γκόλφι ὁποὺ βαστῶ κι ἀπάνω μου τὸ βάνει.","πρικαμένα = πικραμένα ἐλάλει = έλεγε κοπιοῦσι = κοπιάζουν, κουράζονται δουλευτὴ = α) υπηρέτη, δούλο, β) εργάτη (εδώ μάλλον με τη 2η σημασία) παραδέρνει = μοχθεί, κοπιάζει πίβουλε = ύπουλε ἀπεὶς = από τη στιγμή που, αφότου κερᾶς = αγαπημένης, δηλαδή αυτής που ορίζει τον νου και την καρδιά του ερωτευμένου ἡ σπλαχνικὴ θωριά = το γεμάτο ευσπλαχνία βλέμμα ἐστέρευγε = γέμιζε από, περιείχε γκιόστρα = μονομαχία εφίππων, κονταροκτύπημα κάμερά = δωμάτιο ἐδιάβηκα = πήγα κορασὲς = κοπέλες μπιστικός = πιστός, αφοσιωμένος συντηρῶ = βλέπω θαλάσσι = θάλασσα γιαμιὰ γιαμιὰ = αμέσως, διαμιάς γροικοῦσι = ακούνε ἀγαφτικοὺς = εραστές τσ’ ἀρμηνεῦγα = που της υποδείκνυαν τυχαίνει = πρέπει ἀποστὰ = από τότε που, αφότου ἤθελ’ εἶσταιν = θα ήταν ἄμε = πήγαινε ἐσίμωσε = πλησίασε γκόλφι = φυλαχτό",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Ένας έρωτας φωτιά (Α 467-494),"Λίγο πριν τελειώσει η εκτενέσταση, σχεδόν πεντακοσίων στίχων, σκηνή του διαλόγου Καρπόφορου – Πανάρετου, και αφού έχει ολοκληρωθεί η αναλυτική διήγηση του μεγάλου μυστικού του δεύτερου, οι δύο φίλοι συνεχίζουν την κουβέντα τους με σειρά μεταφορικών εικόνων για τον έρωτα, που ανθολογούνται εδώ για να καταδείξουν τη δύναμη και την ποιότητα της ποιητικής γραφής του Χορτάτση. ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ Ὅποιος γνωρίζει, μιὰ καρδιὰ τοῦ πόθου πληγωμένη πόσες φωτιὲς τὴν καίγουσι, πόσά ’ν τυραννισμένη, λογιάζω, ἂν ἔχει διάκριση, δὲ θέλει ἀποκοτήσει λόγο μηδένα σὲ κακὸ γιὰ σένα νὰ μιλήσει. Ἔτσι μηδὲν πρικαίνεσαι γιὰ πράμα καμωμένο, μὰ κάτεχε νὰ τὸ κρατεῖς, ὅσο μπορεῖς, χωσμένο. Ἄφησε, σὰν εὑρίσκεται, τὸ πράμα νὰ περάσει, γιατὶ ὁ καιρὸς τὰ πράματα καθημερνὸν ἀλλάσσει. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Ἐγὼ στὰ φύλλα τσῆ καρδιᾶς πάντα τὸ θέλω χώνει, ἀμ’ ὁ καιρὸς κάθε κουρφὸ εἶν’ ἁποὺ φανερώνει· μ’ ἀπείτις εἶναι ἀσύστατο τὸ ριζικό, φοβοῦμαι νὰ μὴ ζηλέψει στὴν πολλὴ καλομοιριὰν ἁπού ’μαι, καὶ ρίξει με σὲ βάσανο τόσον, ἁποὺ ποτέ μου νὰ μὴ μπορέσω νὰ γερθῶ, Καρπόφορε ἀδερφέ μου. Ὤ, πόσα καλορίζικος νὰ κράζεται τυχαίνει γεῖς ἁποὺ μιὰ καλομοιριὰ δὲν ἔχει γνωρισμένη, γιατὶ γνωρίζοντάς τηνε, στό ’στερο, σὰν τοῦ λείψει, νὰ στέκει πλιό του δὲ μπορεῖ δίχως καημὸ καὶ θλίψη. ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΣ Πέ μου, νὰ ζεῖς, Πανάρετε, μπορεῖς νὰ τὴν ἀφήσεις; Μπορεῖς ποτέ σου δίχως τση μιὰν ὥρα πλιὸ νὰ ζήσεις; ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Πῶς εἶναι μπορεζάμενο κορμὶ νὰ ξεχωρίσει ἀποὺ τὴν ἴδια του ψυχὴ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει; Δίχως ἀέρα τὸ πουλί, χωρὶς νερὸ τὸ ψάρι πῶς εἶναι δυνατό τωνε νά ’χουσι ζήσης χάρη, κ’ ἐμὲ πῶς εἶναι μπορετὸ μὲ δίχως τὴν κερά μου νὰ ζῶ στὸν κόσμο γὴ ποτὲ νά ’χω τὴ λευτεριά μου; Χίλια κομμάτια πλιὰ καλλιὰ τὰ μέλη μου ἂς γενοῦσι κι ὄχι ποτὲ τ’ ἀμμάτια μου νὰ τηνὲ στερευτοῦσι.","θέλει ἀποκοτήσει = θα τολμήσει πράμα καμωμένο = δηλαδή για κάτι που έχει ήδη γίνει χωσμένο = κρυφό κουρφὸ = κρυφό, μυστικό ἀπείτις = από τη στιγμή που ἀσύστατο = άστατο, ασταθές καλομοιριὰν = ευτυχία, καλή τύχη νὰ γερθῶ = να σηκωθώ νὰ κράζεται = να ονομάζεται, να χαρακτηρίζεται τυχαίνει = πρέπει γεῖς = ένας, κάποιος στό ’στερο = στο τέλος πλιό = πλέον μπορεζάμενο = μπορετό, δυνατόν γὴ = ή (διαζευκτικό)",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος "Ύμνος στην παντοδυναμία του Έρωτα (Α΄ Χορικό, στ. 585-605)","Η Ερωφίλη περιλαμβάνει τέσσερα χορικά τα οποία εκφωνούνται στο τέλος των τεσσάρων πρώτων πράξεων από τον χορό των κορασίδων της κεντρικής ηρωίδας. Στο πρώτο χορικό υμνείται η παντοδυναμία του Έρωτα σε 22 τρίστιχες στροφές με ενδεκασύλλαβους στίχους και πλεκτή ομοιοκαταληξία, από τις οποίες εδώ ανθολογούνται οι επτά πρώτες, που ανήκουν στην έκθεση του γενικού θέματος, πριν ο ποιητής περάσει να το συνδέσει με την υπόθεση του συγκεκριμένου έργου. Το χορικό αυτό επιτελεί δύο λειτουργίες: α) τη θεματολογική αντίστιξη με τον ζοφερό κόσμο της ματαιότητας που περιέγραψε ο Χάρος στον πρόλογο, και β) τη γεφύρωση ανάμεσα στην «έκθεση» των ανδρών (Πανάρετος-Καρπόφορος και βασιλιάς-σύμβουλος) στην Α΄ πράξη και την «έκθεση» των γυναικών (Ερωφίλη-νένα) που θα ακολουθήσει αμέσως στη Β΄ πράξη (Πούχνερ 2006, 44). ΧΟΡΟΣ Ἔρωτα, ποὺ συχνιὰ σ’ τσὶ πλιὰ μεγάλους κι ὄμορφους λογισμοὺς κατοικημένος βρίσκεσαι, τσὶ μικροὺς μισώντας τσ’ ἄλλους· κ’ ἔτσί ’σαι δυνατὸς καὶ μπορεμένος, καὶ τόση χάρην ἔχου τ’ ἄρματά σου, ποὺ βγαίνεις πάντα μ’ ὅλους κερδεμένος· μᾶλλιος τόσά ’ν’ τὰ βρόχια τὰ δικά σου γλυκιά, καὶ μετ’ αὐτὸ τόση ἔχου χάρη, π’ ὅποιο κι ἂν ἐμπερδέσα εὐχαριστᾶ σου. Κι ἄγριος ὡς θέλει νά ’ναι καὶ λιοντάρι πάσα κιανείς, συμπέφτει μετὰ σένα καὶ πεθυμᾶ πληγὴ ἀπὸ σὲ νὰ πάρει. Κι ὄχι οἱ ἀθρῶποι μόνο γνωρισμένα σ’ ἔχουσι τί μπορεῖς καὶ πόσα ξάζεις, μὰ τὰ βερτόνια αὐτὰ τ’ ἀκονισμένα στὸν οὐρανό, ὅντα θέλεις, ἀνεβάζεις μ’ ἀποκοτιὰ καὶ δύναμη μεγάλη, καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Ζεὺ τὴν ἴδια σφάζεις· καὶ τόση παιδωμὴ καὶ τόση ζάλη τοῦ δίδεις, ἁπ’ ἀφήνει τὸ θρονί του κ’ ἔρχεται ἐδῶ στὴ γῆ μὲ πρόσοψη ἄλλη.","λογισμοὺς = έγνοιες, σκέψεις μᾶλλιος = μάλλον βρόχια = παγίδες ξάζεις, = αξίζεις βερτόνια = βέλη ἀποκοτιὰ = τόλμη, παράτολμο θάρρος παιδωμὴ = βάσανο",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Το σφάλμα της Ερωφίλης (Β 23-60),"Αφού το κοινό έχει γνωρίσει στην πρώτη πράξη τον Πανάρετο και τον βασιλιά, σε διαφορετικές σκηνές, να εξομολογείται ο πρώτος στον φίλο του τον μυστικό δεσμό του με την Ερωφίλη και ο δεύτερος στον σύμβουλό του την επιθυμία του να παντρέψει την κόρη του με τον γιο ενός από τους δύο ισχυρούς βασιλιάδες που έχουν στείλει προξενιά, τώρα γνωρίζει την ίδια την πρωταγωνίστρια, συνοδευόμενη από τη νένα (την παραμάνα της), η οποία μάταια προσπαθεί να την πείσει να διακόψει αυτόν τον αταίριαστο κοινωνικά δεσμό με τον νεαρό στρατηγό του πατέρα της. Θα ακολουθήσουν τρία αποσπάσματα από την εκτενή σκηνή του διαλόγου της Ερωφίλης με την παραμάνα της, αφού η πρώτη έχει ήδη, εκτός σκηνής, εξομολογηθεί στη δεύτερη τα του μυστικού δεσμού της με τον Πανάρετο· γεγονότα που το κοινό τα γνωρίζει ήδη από την πρώτη πράξη και δεν χρειαζόταν να τα ξανακούσει εδώ. Στην αρχή της σκηνής αυτής οι δύο γυναίκες εμφανίζονται να συνεχίζουν την κουβέντα τους, που επικεντρώνεται στη διαφορετική αντίληψη που έχει καθεμιά για το τί είναι «σφάλμα» στον έρωτα και στην τιμή μιας κοπέλας. ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΕΝΑ ΚΑΙ ΕΡΩΦΙΛΗ ΝΕΝΑ Βασιλιοπούλα μου ἀκριβή , καλά ’χεις γροικημένο τὸ πράμα ποὺ σοῦ μίλησα, γιὰ κεῖνο δὲν ἐμπαίνω τώρα σὲ λόγια πλιότερα, μόνο, παρακαλῶ σε, τέλος, τὸ γληγορύτερο, τοῦ λογισμοῦ σου δῶσε. ΕΡΩΦΙΛΗ Νένα, δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ ξαναρχίσω, κρίνω, νὰ δηγηθῶ ποιές ἀφορμὲς καλλιὰ νὰ πάρω ἐκεῖνο γιὰ ταίρι μου μ’ ἐκάμασι παρὰ ἄθρωπο κιανένα, γιατὶ καλὰ τσ’ ἐγροίκησες σήμερον ἀπὸ μένα· κι ἂν τσ’ ἄκουσες καὶ ξεύρεις τσι, πολλὰ παρακαλῶ σε, γὴ θάνατο πρικότατο γὴ ἄλλη βουλὴ μοῦ δῶσε. ΝΕΝΑ Βουλὴ σοῦ δίδω, ἀφέντρα μου, πρὶ ὁ κόσμος τὸ γροικήσει, σὰ σπίθα δίχως δύναμη ν’ ἀφήσετε νὰ σβήσει, γιατὶ ἂν τὸ μάθει ὁ βασιλιός, ξεῦρε, πὼς δὲ μποροῦσι μηδ’ ὅσοι στέκου σ’ τσ’ οὐρανοὺς βοηθοί σας νὰ γενοῦσι. Ὅλοι οἱ ἀθρῶποι σφαίνουσι , μὰ ὁ φρόνιμος , σὰ σφάλει, τὸ σφάλμα μὲ τὴ γνώση του θωρεῖ νὰ σάσει πάλι. ΕΡΩΦΙΛΗ Σφάλμα ποτὲ δὲν ἔκαμα μὲ τέτοιο νιὸν ἀντάμι παντρειὰ νὰ κάμω, νένα μου, μὰ σφάλμα θέλω κάμει τὸ πράμα κεῖνο ὁπού ’ταξα, μιὰν ὥρα, νὰ χαρίσω, σὰν πελελὴ κι ἀσύστατη πάλι νὰ πάρω πίσω. ΝΕΝΑ Τὸ πράμα κεῖνο πού ’ταξες δὲν ἤτονε τσ’ ἐξᾶς σου, γιατὶ σ’ ὁρίζει ὁ κύρης σου κι ὄχι τὸ θέλημά σου· κ’ ἔτσι, κερά μου, νὰ συρθεῖς μπορεῖς μὲ τὴν τιμή σου, γιατὶ δὲν εἶσαι κατὰ πῶς τὸ θάρρειες ἀπατή σου , κι ἄδικον εἶναι καὶ κακὰ περίσσα καμωμένο νὰ τάξεις καὶ νὰ θὲς ἀλλοῦ νὰ δώσεις πράμα ξένο. ΕΡΩΦΙΛΗ Ὤφου, κακό μου ριζικό, κ’ ἴντά ’θελα τὰ πλούτη, κ’ ἴντά ’θελα νὰ γεννηθῶ στὴν ἀφεντιὰν ἐτούτη! Τί μὲ φελοῦνε οἱ ὀμορφιές, τί μὲ φελοῦν τὰ κάλλη, καὶ τσ’ ὄρεξής μου τὰ κλειδιὰ νὰ τὰ κρατοῦσιν ἄλλοι; Χῶρες νὰ ρίζω ἀρίφνητες , τόπους πολλοὺς καὶ δούλους, καὶ νὰ τιμοῦμαι σὰ θεὰ ἀποὺ τσ’ ἀθρώπους οὕλους, ποιάν ὀγιὰ τοῦτο δύνεται χαρὰ νὰ δεῖ ἡ καρδιά μου, δίχως σὰ θέλω μετὰ μὲ νά ’χω τὴ λευτεριά μου; Πάσα φτωχὴ κι ἀνήμπορη, καθὼς θωρῶ, τυχαίνει νά ’ναι ἀπὸ μένα σήμερο περίσσα ζηλεμένη, γιατὶ ἀνισῶς κι ὁρίζουσιν ἄλλοι τὴν ἐμαυτή μου, τὴ βασιλειὰ σκλαβιὰ κρατῶ , τὴν ἀφεντιὰ φλακή μου.","ἀκριβή = πολύτιμη καλά ’χεις γροικημένο = γνωρίζεις, αντιλαμβάνεσαι καλά καλλιὰ = καλύτερα ἐγροίκησες = άκουσες γὴ = ή (διαζευκτικό) βουλὴ = συμβουλή σφαίνουσι = κάνουν σφάλματα φρόνιμος = συνετός, μυαλωμένος ἀντάμι = μαζί πελελὴ = τρελή, ανόητη ἀσύστατη = ασταθή, ασυνεπή ἐξᾶς = εξουσίας κύρης = πατέρας τὸ θάρρειες ἀπατή σου = το νόμιζες εσύ η ίδια ἴντά = τι (ερωτ.) ἀφεντιὰν = εξουσία ρίζω = εξουσιάζω, κυβερνώ ἀρίφνητες = αμέτρητες κρατῶ = θεωρώ, νομίζω",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Οι εφιάλτες της Ερωφίλης (Β 109-124),"Ο διάλογος της Ερωφίλης με την παραμάνα της συνεχίζεται με την εξομολόγηση των φόβων που γεννούν στην κοπέλα οι εφιάλτες που βλέπει και τα σημάδια που παρατηρεί γύρω της, τα οποία θεωρεί όλα ως κακούς οιωνούς για την εξέλιξη της σχέσης της με τον Πανάρετο. ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΕΝΑ ΚΑΙ ΕΡΩΦΙΛΗ ΝΕΝΑ Ποιά ἄλλη ἀφορμὴ τὸ λοιπονὶς σὲ κάνει τώρα νά ’σαι τόσα κλιτὴ καὶ ταπεινὴ καὶ τόσα νὰ φοβᾶσαι; ΕΡΩΦΙΛΗ Φοβοῦμαι ἀσκιές, τρέμω ὄνειρα, δειλιῶ σημάδια πλῆσα, χίλιες φοβέρες τ’ οὐρανοῦ μὲ τυραννοῦσιν ἴσα· χίλια παρατηρήματα παλιὰ καὶ νιὰ στὸν Ἅδη μὲ βασανίζου, κι ἄμετρα πάθη μοῦ δίδου ὁμάδι· τοῦ ριζικοῦ ἀπονέματα χίλια μὲ φοβερίζου καὶ πάθη κι ἀναστεναμοὺς τὸ στῆθος μου γεμίζου· κι ἄγρια τὴ νύκτα μὲ ξυπνοῦ χίλιες θωριὲς κ’ ἐτούτη τὴ δοξεμένη μου καρδιὰ σκίζου καὶ σφάζου μού τη. Πὼς παίρνουσι τὸ ταίρι μου μέσ’ ἀποὺ τὴν ἀγκάλη τούτη, συχνιὰ μοῦ φαίνεται, καὶ μ’ ἀπονιὰ μεγάλη τὸ ρίχνουσι τῶ λιονταριῶ, πὼς σ’ μιὰ σκοτεινιασμένη στράτα θωρῶ κ’ εὑρίσκομαι μόνια μου σφαλισμένη, σὲ δέντρη, δάση πυκνερά, κι ἄγρια μὲ τριγυρίζου θεριὰ καὶ πὼς μὲ τρώσινε τάχα μὲ φοβερίζου.","κλιτὴ = φοβισμένη, κατηφής ἀσκιές = σκιές δειλιῶ = φοβάμαι πλῆσα = πολλά παρατηρήματα = προβλέψεις, οιωνοί ὁμάδι = μαζί, συγχρόνως ἀπονέματα = απειλές θωριὲς = πρόσωπα, βλέμματα στράτα = δρόμο θωρῶ = βλέπω",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Το προφητικό όνειρο (Β 143-162),"Προς το τέλος της συνομιλίας τους, η Ερωφίλη αφηγείται στην παραμάνα της ένα, προφητικό όπως θα αποδειχτεί, όνειρο που είδε την προηγούμενη νύχτα. Το όνειρο αυτό φαίνεται ότι έκανε μεγάλη εντύπωση στη συλλογική λαϊκή συνείδηση, ώστε έχει παρατηρηθεί ότι «Χαρακτηριστικά, όλες οι κρητικές δημοτικές παραλογές με θέμα την υπόθεση της τραγωδίας του Χορτάτση ξεκινούν με το όραμα της Ερωφίλης για τον τραγικό θάνατο των ερωτευμένων» (Πούχνερ 2006, 48). ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΕΝΑ ΚΑΙ ΕΡΩΦΙΛΗ ΕΡΩΦΙΛΗ Καὶ τὰ ὄνειρα πολλὲς φορές, σ’ ἕναν ἁποὺ παιδεύγου πρίκες καὶ πάθη, τά ’χουσι νὰ τὄρθου σημαδεύγου· καὶ γροίκησε ἕνα πού ’χα δεῖ τούτη τὴν περασμένη νύκτα, νὰ μείνεις μετὰ μὲ περίσσα πρικαμένη. Δυὸ περιστέρια πλουμιστὰ μοῦ φαίνετονε, νένα, σ’ ἕνα ψηλότατο δεντρὸ κ’ ἐθώρου φωλεμένα, κ’ ἐσμίγασι κανακιστὰ καὶ σπλαχνικὰ ἐφιλοῦσα, κ’ ἕνα τ’ ἀλλοῦ τὰ πάθη τως, σοῦ φαίνετο, ἐμιλοῦσα, μ’ ἀπάνω σ’ τσὶ χαρές τωνε γεῖς λούπης πεινασμένος σώνει στὴ μέση καὶ τῶ δυὸ περίσσα θυμωμένος, κι ἅρπαξε τό ’να ξαφνικὰ τ’ ἀλλοῦ ἀποὺ τὴν ἀγκάλη, κ’ ἐξέσκισέ το κ’ ἔφα το μ’ ἀχορταγιὰ μεγάλη. Καὶ τ’ ἄλλον ἁποὺ πόμεινε τόσα πολλὰ λυπήθη, ἁποὺ κ’ ἐκεῖνο νὰ μὴ ζεῖ μιὰν ὥραν ἐβουλήθη, καὶ τὸ ζιμιὸ τὴ μούρη του πρὸς τσῆ καρδιᾶς τὰ μέρη μπήχνει κι αὐτὸ καὶ σφάζεται γιὰ τ’ ἀκριβό του ταίρι. Κι ἀλύπητα μ’ ἐξύπνησε περίσσα ξαγριεμένη κι ὁλημερνὶς νὰ στέκομαι μὲ κάνει πρικαμένη· λούπης μὴν εἶν’ ὁ κύρης μου τρομάσσω καὶ φοβοῦμαι, κ’ ἐμεῖς τὰ περιστέρια αὐτὰ κι ὁμάδι σκοτωθοῦμε.","πρίκες = πίκρες, στενοχώριες τά ’χουσι = αυτά που πρόκειται νὰ τὄρθου = να του συμβούν σημαδεύγου = συμβολίζουν γροίκησε = άκουσε περίσσα = πολύ πλουμιστὰ = όμορφα νένα = παραμάνα ἐθώρου = έβλεπα κανακιστὰ = με χάδια ἐφιλοῦσα = φιλιόντουσαν γεῖς = ένας λούπης = αρπακτικό πτηνό, είδος γερακιού σώνει = φτάνει ἔφα = έφαγε ἐβουλήθη = θέλησε, αποφάσισε ζιμιὸ = αμέσως, γρήγορα μούρη = πρόσωπο ξαγριεμένη = αγριεμένη κύρης = πατέρας ὁμάδι = μαζί",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Μονόλογος του Πανάρετου (Β 305-334),"Μόλις έχει βγει από τη σκηνή η νένα, που, κάνοντας την ανήξερη, ήρθε να ειδοποιήσει τον Πανάρετο ότι η Ερωφίλη τού παραγγέλνει να πάει στο δωμάτιό της να συζητήσουν τάχα τα προξενιά που ήρθαν γι’ αυτήν. Εντωμεταξύ, και ο βασιλιάς τού έχει μηνύσει ότι θέλει να συναντηθούν για κάποιο θέμα και γι’ αυτό βρίσκεται στη σκηνή. Όταν μένει μόνος, εκφωνεί όλο απελπισία αυτόν τον μονόλογο, τη δομή του οποίου έχουν περιγράψει οι τελευταίοι εκδότες του έργου: «Αρχίζει με μια γενική αρχή (οδυνηρή όχι τόσο η στέρηση όσο η απώλεια ενός κεκτημένου αγαθού), προχωρεί στα παραδείγματα του πλούτου, της όρασης και του κρύου νερού (σειρά αντίστοιχων φράσεων που εισάγονται με το ποιος) και φτάνει στο κύριο θέμα, που είναι η απώλεια της αγαπημένης γυναίκας. Ακολουθεί η έκθεση της περασμένης ευτυχίας που ισοδυναμεί μεταφορικά με την κατοχή του πλούτου, του φωτός και της δροσιάς, και που τώρα κινδυνεύει να τη χάσει μένοντας φτωχός… τυφλός και διψασμένος, δηλαδή χωρίς την αγαπημένη του. Η μεταφορά και η γενική αρχή ξαναγυρίζουν άλλη μια φορά: καλύτερα θα ήταν να είχε στερηθεί πάντα το φως και τη δροσιά και τον έρωτα παρά να τα γνωρίσει και να τα χάσει. Προτιμότερος ο θάνατος από το μαρτύριο της μνήμης της χαμένης ευτυχίας. (Οι φράσεις εδώ εισάγονται, αντίστοιχα με τα ποιος που είδαμε, με μια σειρά από πότε). Η οργάνωση αυτή του σκεπτικού και του συμπεράσματος, η αυστηρή τήρηση των αντιστοιχιών, το σχήμα της επανάληψης, της παραλλαγής και της ερώτησης, όλα δείχνουν μια εξοικείωση με τη ρητορική τέχνη» (Αλεξίου & Αποσκίτη 1988, 55-56). ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ μοναχός ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Γεῖς ἁποὺ τὴν πλουσότητα δὲν ἔχει γνωρισμένη, μὲ τὴ φτωχειὰ περνᾶ ζωὴ καλὴ κι ἀναπαημένη. Γεῖς ἁποὺ γεννηθεῖ τυφλός, δὲν ἔχει χρειὰ στὸν ἥλιο τὸ λαμπυρὸ νὰ κάθεται γὴ σ’ μαυρισμένο σπήλιο. δὲν τὸ ζητᾶ στὴ δίψα του μηδὲ ποσῶς τὸ χρήζει· καὶ γεῖς ἁποὺ δὲν εἶχε μπεῖ σ’ μιᾶς κορασίδας χάρη, πρίκα νὰ πιάσει δὲ μπορεῖ, νιὸν ἄλλο ἂν ἔν’ καὶ πάρει. Μὰ ποιός νὰ πέσει σὲ φτωχειά, στὰ πλούτη μαθημένος, καὶ νὰ μὴν ἔχει βάσανα πάσα καιρὸ ὁ καημένος; Ποιός μὲ τὸ φῶς τῶν ἀμματιῶ στὴ γῆ ποτὲ γεννᾶται, κι ὥστε νὰ ζεῖ, σὰν τυφλωθεῖ, νὰ μὴν παραπονᾶται; Ποιός μὲ γλυκὺ καὶ κρύο νερὸ τὴ δίψα του νὰ σβήσει, καὶ νὰ τοῦ λείψει στό ’στερο, καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει; Γὴ ποιός μιᾶς κόρης ὄμορφης φιλιὰ κι ἀγάπη χάνει. καὶ νὰ μὴν ἔχει πεθυμιὰ πάραυτας ν’ ἀποθάνει; Πλοῦσος, φραμένος στὴ δροσιὰ καὶ χορτασμένος ἤμου καὶ πλῆσα καλορίζικον ἐκράτου τὸ κορμί μου· βρύση χιονάτη κρυότατο νερὸν ἐπότιζέ με, τὰ σωθικά μου ἐγιάτρευγε κι ὅλον ἐδρόσιζέ με. Δυὸ ἥλιοι σ’ ἕνα κούτελο βαλμένοι φῶς μοῦ δίδα, καὶ φωτερὲς τσὶ νύκτες μου σὰ μεσημέριν εἶδα. Μιὰ κορασίδα εὐγενικὴ παρὰ γυναίκαν ἄλλη, μὲ δίχως ταίρι σ’ τσ’ ὀμορφιὲς κ’ εἰς τὰ περίσσα κάλλη, τσ’ ἐλπίδες τση εἶχεν εἰς ἐμὲ κι ὅλη τση τὴν ἀγάπη, κι ὁλημερνὶς πασίχαρο μ’ ἐκράτειε τὸν ἀζάπη. Κ’ ἐδὰ σὲ πόσο κίντυνο στέκομαι καὶ τρομάσσω νὰ μὴ γυρίσει ἡ τύχη μου κι ὅλα γιαμιὰ τὰ χάσω, φτωχὸς νὰ μείνω τὸ ζιμιό, τυφλὸς καὶ διψασμένος, καὶ διχωστὰς τὴν κόρη μου τὴν ὄμορφη ὁ καημένος.","Γεῖς = κάποιος, ένας άνθρωπος που ἀναπαημένη = αναπαυμένη, ευχαριστημένη δὲν ἔχει χρειὰ = δεν έχει ανάγκη γὴ = ή (διαζευκτικό) ποσῶς = καθόλου τὸ χρήζει = το έχει ανάγκη κορασίδας = κοπέλας πρίκα = πίκρα στό ’στερο = στο τέλος πάραυτας = αμέσως, ευθύς φραμένος στὴ δροσιὰ = ευχαριστημένος από τη δροσιά ἐκράτου = θεωρούσα Δυὸ ἥλιοι = εννοεί τα δυο μάτια της αγαπημένης φωτερὲς = ηλιόλουστες ἀζάπη = καημένο ἐδὰ = τώρα γιαμιὰ = διαμιάς, αμέσως τὸ ζιμιό = αμέσως, γρήγορα κόρη = αγαπημένη",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Ο Πανάρετος προξενητής της γυναίκας του (Β 399-430),"Ο βασιλιάς έχει καλέσει τον έμπιστο στρατηγό του Πανάρετο, για να του ανακοινώσει την πρόθεσή του να παντρέψει την Ερωφίλη με έναν από τους δύο εχθρούς του βασιλείς, που έχουν στείλει προξενιά. Έτσι, θα συνάψει ειρήνη μαζί τους και θα ηρεμήσει από τους πολέμους. Στο απόσπασμα αυτού του διαλόγου τους, ο Πανάρετος προσπαθεί να τον πείσει να μην προχωρήσει σε έναν τέτοιο γάμο, αλλά ο βασιλιάς είναι ανένδοτος και του αναθέτει, σε μια σκληρή τραγική ειρωνεία, να πείσει τη βασιλοπούλα (δηλαδή την ίδια του τη γυναίκα) να παντρευτεί έναν από τους δύο με τη θέλησή της. ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΒΑΣΙΛΕΑΣ, ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τοῦτα λοιπὸ τὰ βάσανα κ’ οἱ ἔχθρητες νὰ πάψου γλήγορα ἐλπίζω μέσα μας, μὲ δίχως πλιὸ νὰ ξάψου, γιατὶ κ’ οἱ δυό, συβαστικοί, ξεῦρε, ἐμηνύσασί μου τοῦ ’νοὺς ἀποὺ τσὶ δυό τωνε νὰ δώσω τὸ παιδί μου γυναίκα του καὶ ταίρι του, καθὼς οἱ νόμοι ὁρίζου, καὶ τότες φίλο κ’ ἐδικὸ καλὸ νὰ μὲ γνωρίζου. Κ’ ἔτσι οἱ προξενητάδες τως σ’ ἐτούτη μας τὴ χώρα στέκου γιὰ τὴν ἀπόκριση τὴν ἐδική μου τώρα, κι ἀλλιῶς νὰ κάμω δὲ μπορῶ, παρὰ νὰ τηνε δώσω τοῦ ’νούς τωνε ν’ ἀλαφρωθῶ στὰ γέρα μου καμπόσο. Ἔτσι τσῆ τό ’πα σήμερο κι αὐτὴ ἄρχισε νὰ κλαίγει κι ἀποὺ τὸ πλάγι μου ποτὲ δὲ θέλει νά ’βγει, λέγει, γιὰ νά ’ναι σὰν παιδὶ καλὸ πάντα στὴ δούλεψή μου, ὥστε νὰ στέκει ζωντανὸ στὸν κόσμο τὸ κορμί μου. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Κάνει σὰν εἶναι τὰ παιδιὰ νὰ κάνου κρατημένα, περιτοπλιὰς γιατὶ ποτὲ δὲν ἔχει γνωρισμένα μάνα, καὶ τὴν ἀγάπη τση μόνο σ’ ἐσέναν ἔχει, καὶ φαίνεταί τση βαρετὸ μακρὰ ἀπὸ σὲ ν’ ἀπέχει. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ναῖσκε, μὰ νά ’χει ἀπομονὴ κι αὐτὴ ὡς ἐγὼ τυχαίνει, γιατὶ μὲ τέτοιους βασιλιοὺς καλά ’ναι παντρεμένη. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Δὲ βλέπω χρειὰ μηδὲ κιαμιὰ νὰ σφίγγει, τὸ παιδί σου ν’ ἀφήσεις νὰ τὸ κάμουσι ταίρι τως οἱ ἐχθροί σου. Μικρότεροί ’ναι παρὰ σέ, φοβοῦνται, τρέμουσί σε, γιὰ κεῖνο, ἀφέντη, γιὰ δικό, ξεῦρε, γυρεύγουσί σε. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Σώνει! Δὲ σ’ ἔκραξα ἐδεπὰ γιὰ νά ’χω τὴ βουλή σου, μὰ θέλω μόνο σήμερο σ’ τοῦτο τὴ δούλεψή σου: τὴ θυγατέρα μου ἄγωμε νὰ βρεῖς, νὰ τσῆ μιλήσεις, κι ὅσο μπορέσεις γύρεψε νὰ τηνὲ σιργουλίσεις νὰ συβαστεῖ νὰ παντρευτεῖ μ’ ὅποιο ἀπ’ αὐτοὺς θελήσει καὶ στανικῶς τση νὰ γενεῖ τὸ πράμα μὴν ἀφήσει. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Χρειά ’ναι τ’ ὁρίζεις νὰ γενεῖ μ’ ἕνα καὶ μ’ ἄλλο τρόπο. (Ὢ κακοριζικότατες ἐλπίδες τῶν ἀθρώπω!)","μέσα μας = ανάμεσά μας πλιὸ = πλέον νὰ ξάψου = να αναζωπυρωθούν συβαστικοί = σύμφωνοι τοῦ ’νοὺς = του ενός γέρα = γεράματα, γερατειά κρατημένα = υποχρεωμένα περιτοπλιὰς = κυρίως, προπαντός βαρετὸ = βαρύ, δυσάρεστο Ναῖσκε = ναι, βέβαια τυχαίνει = πρέπει Σώνει! = φτάνει! ἐδεπὰ = εδώ βουλή = γνώμη, συμβουλή ἄγωμε = πήγαινε νὰ τηνὲ σιργουλίσεις = να την καλοπιάσεις για να την πείσεις στανικῶς = με το ζόρι, με το στανιό Χρειά ’ναι = είναι ανάγκη",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Η μοναδική συνάντηση των ερωτευμένων επί σκηνής (Γ 47-78),"Στην αρχή περίπου της τρίτης πράξης, και ενώ στη σκηνή βρίσκεται ήδη η Ερωφίλη, που έχει εκφωνήσει έναν λυρικό μονόλογο για τον έρωτα, έρχεται ο Πανάρετος, ο οποίος δεν την βλέπει αμέσως και δηλώνει στον εαυτό του (και στο κοινό) ότι δεν θα αφήσει να χάσει τη ζωή του, χωρίς να προσπαθήσει να σωθεί. Όταν αντιλαμβάνεται την αγαπημένη του, απευθύνεται στον Έρωτα ευχαριστώντας τον για την ανακούφιση που του δίνει η θέα της κοπέλας. Το ίδιο κι εκείνη, του εκφράζει την ανακούφιση που νιώθει όποτε τον βλέπει. ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ, ΕΡΩΦΙΛΗ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Ὅντεν ἀστράφτει καὶ βροντᾶ κι ἀνεμικὲς φυσοῦσι, κ’ εἰς τὸ γιαλὸ τὰ κύματα τὰ θυμωμένα σκοῦσι, καὶ τὸ καράβι ἀμπώθουσι σὲ μιὰ μερὰ κ’ εἰς ἄλλη τσῆ φουσκωμένης θάλασσας, μὲ ταραχὴ μεγάλη, τότες γνωρίζεται ὁ καλὸς ναύκλερος, μόνο τότες τιμοῦνται οἱ κατεχάμενοι κι ἀδυνατοὶ ποδότες, γιατὶ μὲ τέχνη κι ὁ γιαλὸς πολλὲς φορὲς νικᾶται, κ’ ἐκεῖνος ἁποὺ κυβερνᾶ ψηλώνει καὶ τιμᾶται. Γιαῦτος κ’ ἐγὼ σ’ τσῆ τύχης μου τὴν ταραχὴ τὴν τόση, ἁποὺ ἔτσι ξάφνου μ’ εὕρηκε γιὰ νὰ μὲ θανατώσει, δὲ θὲ ν’ ἀφήσω νὰ χαθῶ δίχως νὰ δοκιμάσω στὸ δύνομαι νὰ βουηθηθῶ, πρὶν τὴ ζωή μου χάσω. ΕΡΩΦΙΛΗ Ὀϊμένα κ’ ἴντα τοῦ γροικῶ; Τάχα καινούργια πάλι κακομοιριὰ ν’ ἀπόσωσε νὰ σμίξει μὲ τὴν ἄλλη; ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Μὰ τὴν κερά μου συντηρῶ κ’ ἔρχεται πρὸς ἐμένα, κ’ ἔχει τὸ πρόσωπο κλιτό, τ’ ἀμμάτια θαμπωμένα. Ἔρωτα, μ’ ὅσα βάσανα μὲ κάνεις νὰ γροικήσω, τσῆ δύναμής σου δὲ μπορῶ παρὰ νὰ φχαριστήσω, γιατὶ μὲ μιὰ γλυκειὰ θωριὰ πλερώνει πάσα κρίση τούτη ἁπ’ ὡς ἥλιος δύνεται τὸν κόσμο νὰ στολίσει. Τὰ περιστέρια ὅντε νερὸ καὶ ταραχὴ γροικοῦσι, ἀποὺ τσὶ κάμπους μὲ σπουδὴ πρὸς τσὶ φωλιὲς πετοῦσι· κ’ ἐσύ, κερά, στὴν ταραχὴ τσῆ τόσης κακοσύνης τσῆ τύχη μας, γιὰ ποιά ἀφορμὴ τὴν κάμερά σου ἀφήνεις κ’ ἔρχεσαι σ’ τούτη τὴ μερά, κ’ ἡ θαμπωμένη σου ὄψη δύνεται τὴν καημένη μου καρδιὰ σὲ δυὸ νὰ κόψει; ΕΡΩΦΙΛΗ Σ’ πάσα πολύ μου βάσανο καὶ πρίκα μου μεγάλη, παρηγοριά, Πανάρετε, ποτὲ δὲν ηὕρηκα ἄλλη, παρὰ τὸ βγενικότατο πρόσωπο τὸ δικό σου, καθώς, θαρρῶ, πολλὰ καλὰ τὸ ξεύρεις ἀπατός σου. Γιὰ τοῦτον ἦρθα ὡς ἐδεπὰ μονάχας νὰ σὲ δοῦσι τ’ ἀμμάτια μου τσῆ ταπεινῆς, νὰ παραλαφρωθοῦσι.","Ὅντεν = όταν ἀνεμικὲς = θύελλες ἀμπώθουσι = σπρώχνουν ναύκλερος = κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος κατεχάμενοι = έμπειροι ποδότες = τιμονιέρηδες στὸ δύνομαι = όσο μπορώ κ’ ἴντα τοῦ γροικῶ = τί τον ακούω να λέει ἀπόσωσε = έφτασε κερά = αγαπημένη, «καλή» συντηρῶ = βλέπω κλιτό = σκυφτό, γερτό ἀμμάτια θαμπωμένα = προφανώς από το κλάμα θωριὰ = ματιά πλερώνει πάσα κρίση = ανακουφίζει κάθε βάσανο δύνεται = μπορεί σπουδὴ = βιασύνη Σ’ πάσα = σε κάθε πρίκα = πίκρα, στενοχώρια ἀπατός = (εσύ) ο ίδιος ἐδεπὰ = εδώ",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Αμοιβαίες διαβεβαιώσεις (Γ 129-176),"Καθώς συνεχίζεται ο μοναδικός διάλογος των δύο ερωτευμένων που γίνεται επί σκηνής και ο οποίος καθόλου τυχαία έχει τοποθετηθεί στο μέσον του έργου, ο Πανάρετος ζητά από την Ερωφίλη να μην τον προδώσει και εκείνη προκαλεί τον Έρωτα να την σκοτώσει για να αποδείξει στον δύσπιστο σύντροφο την αγάπη της. ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ, ΕΡΩΦΙΛΗ ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Τοῦτα τ’ ἀμμάτια, ἀφέντρα μου, καλὰ καὶ δὲ θωροῦσι πὼς στὴν καρδιά σου βρίσκομαι, τοῦ νοῦ τὸ συντηροῦσι τ’ ἀμμάτια, ἁπ’ ἔχου νὰ θωροῦ χάρη σγουραφισμένο τὸ πράμαν ἁποὺ βρίσκεται στὸν ὀφθαλμὸ χωσμένο. Μὰ δὲ μπορεῖ ἡ καημένη μου καρδιὰ νὰ μὴν τρομάσσει τὸ πράμα κεῖνο ποὺ ἀγαπᾶ τόσα πολλά, μὴ χάσει, κ’ είμαι σαν έναν ακριβό πόχει τσι θησαυρούς του χωσμένους σ’ τόπο ἀδυνατό, μ’ ὅλον ἐτοῦτο ὁ νοῦς του στέκει μὲ χίλιους λογισμούς, μ’ ἔγνοια πολλὰ μεγάλη μὴ λάχει νὰ τσὶ βρούσινε καὶ πάρουσί του τσι ἄλλοι. Ὀϊμέ, κι ἂν ἄλλος δὲ μπορεῖ, γι’ αψήφιστο λογάρι, σωστὴ στὸν κόσμο ἀνάπαψη ποτὲ κιαμιὰ νὰ πάρει, πῶς θὲς νὰ μὴ φοβοῦμαι ἐγώ, πῶς θὲς νὰ μὴν τρομάσσω, τὰ κάλλη σου τ’ ἀρίφνητα κιαμιὰ φορὰ μὴ χάσω; Στὸν ἥλιον ἔχω ντήρηση κ’ εἰς τ’ ἄστρα ποὺ περνοῦσι καὶ τσ’ ὀμορφιές σου, ἀφέντρα μου, κάτω στὴ γῆ θωροῦσι, μηδὲ χυθοῦ κι ἁρπάξου σε, κ’ ἐμένα τὸν καημένο παρ’ ἄλλον ἄθρωπο στὴ γῆ ν’ ἀφήσου πρικαμένο. ΕΡΩΦΙΛΗ Τόσες δὲν εἶναι οἱ ὀμορφιές, τόσα δὲν εἶν’ τὰ κάλλη, μά τοῦτο ἐκ τὴν ἀγάπη σου γεννᾶται τὴ μεγάλη. Μὰ γὴ ὄμορφή ’μαι γὴ ἄσκημη, Πανάρετε ψυχή μου, γιὰ σέναν ἐγεννήθηκε στὸν κόσμο τὸ κορμί μου. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Νερὸ δὲν ἔσβησε φωτιὰ ποτέ, βασίλισσα μου, καθὼς τὰ λόγια τὰ γροικῶ σβήνουσι τὴν πρικιά μου. Μ’ ὅλον ἐτοῦτο, ἀφέντρα μου, μὰ τὴν ἀγάπη ἐκείνη ποὺ μᾶς ἀνάθρεψε μικρὰ καὶ πλιὰ παρ’ ἄλλη ἐγίνη πιστὴ καὶ δυνατότατη σ’ ἐμένα κ’ εἰς ἐσένα καὶ τὰ κορμιά μας σ’ ἄμετρο πόθο κρατεῖ δεμένα, περίσσα σὲ παρακαλῶ ποτὲ νὰ μὴν ἀφήσεις νὰ σὲ νικήσει ὁ βασιλιός, νὰ μ’ ἀπολησμονήσεις. ΕΡΩΦΙΛΗ Ὀϊμένα, νά ’βρω δὲ μπορῶ ποιάν ἀφορμὴ ποτὲ μου σοῦ ’δωκα, στὴν ἀγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου, νὰ πιάνεις τόσα δυνατό, σὰ νὰ μηδὲ γνωρίζεις τὸ πὼς τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά μου ὁρίζεις. Ἔρωτα, ἀπεὶς τ’ ἀφέντη μου τ’ ἀμμάτια δὲ μποροῦσι πόσα πιστὰ καὶ σπλαχνικὰ τὸν ἀγαπῶ νὰ δοῦσι, μιὰν ἀποὺ τσὶ σαΐτες σου φαρμάκεψε καὶ ρίξε μέσα στὰ φυλλοκάρδια μου καὶ φανερὰ τοῦ δεῖξε μὲ τὸν πρικύ μου θάνατο πὼς ταίρι του ἀπομένω, καὶ μόνο πὼς γιὰ λόγου του στὸν Ἅδη κατεβαίνω. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Τοῦτο ἂς γενεῖ σ’ ἐμένα ὀμπρός, φόβο κιανένα ἂν ἔχω στὸν πόθο σου, νεράϊδα μου, γὴ ἂν ἔν’ καὶ δὲν κατέχω πὼς μηδὲ ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ κάμει νὰ σηκώσεις τὸν πόθο σου ἀπὸ λόγου μου κι ἀλλοῦ νὰ τονὲ δώσεις. Μὰ δὲν κατέχω ποιά ἀφορμὴ μὲ κάνει καὶ τρομάσσω, τὸ πράμα ποὺ στὸ χέρι μου κρατῶ σφικτὰ μὴ χάσω, κ’ ἐκεῖνο ἁποὺ παρηγοριὰ πρέπει νὰ μοῦ χαρίζει, τσ’ ἐλπίδες μου τσ’ ἀμέτρητες σὲ φόβο μοῦ γυρίζει.","καλὰ καὶ δὲ θωροῦσι = παρόλο που δεν βλέπουν συντηροῦσι = βλέπουν στὸν ὀφθαλμὸ χωσμένο = που δεν το βλέπει ο ανθρώπινος οφθαλμός, που είναι κρυφό ακριβό = τσιγκούνη χωσμένους σ’ τόπο ἀδυνατό = κρυμμένους σε τόπο αδύνατο να αποκαλυφθούν λογισμούς = έγνοιες, φροντίδες αψήφιστο = ασήμαντο, ανάξιο προσοχής λογάρι = θησαυρό ἀνάπαψη = ησυχία, ηρεμία ἀρίφνητα = αμέτρητα, αναρίθμητα ντήρηση = δείλιασμα, επιφύλαξη ἐκ = από (δηλώνει το ποιητικό αίτιο) γὴ = ή (διαζευκτικό) τὰ γροικῶ = τα οποία ακούω (αναφέρεται στα λόγια) πρικιά = πίκρα ἀπεὶς = αφού, από τη στιγμή που φαρμάκεψε = δηλητηρίασε, φαρμάκωσε λόγου του = για το χατίρι του, γι’ αυτόν κατέχω = ξέρω, γνωρίζω",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Η αλαζονεία του βασιλιά (Γ 333-370),"Μία μεταφυσική μορφή, το φάντασμα του αδελφού του βασιλιά, έχει κάνει την εμφάνισή της στη σκηνή, αφότου αποσύρθηκαν η Ερωφίλη πρώτα και ο Πανάρετος κατόπιν. Η «ασκιά» αυτή εξιστόρησε στο κοινό πώς θανάτωσε τον ίδιο και τα παιδιά του ο τωρινός βασιλιάς, με τον οποίο συγκυβερνούσαν, και πώς του πήρε τη γυναίκα, με την οποία απέκτησε το μοναχοπαίδι του Ερωφίλη. Έτσι, τώρα που το κοινό ακούει τον αλαζονικό μονόλογο του Φιλόγονου, και γνωρίζοντας την πέρα από κάθε ηθικό έρεισμα αμαρτωλή συμπεριφορά του, μπορεί να φανταστεί ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καθόλου καλά. Όταν ο Φιλόγονος αποσυρθεί, το φάντασμα του αδελφού του θα ζητήσει από τους θεούς τη γρήγορη τιμωρία του. ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΒΑΣΙΛΕΑΣ, ΑΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ἀπ’ ὅσες χάρες οὐρανὸς γὴ ἡ μπορεμένη φύση γιὰ στόλισην ἐβάλθηκε τ’ ἀθρώπου νὰ χαρίσει, πλιὰ ἄξα καὶ πλιὰ καλύτερη δὲν εἶναι σὰν ἐκείνη τσ’ ἀδύνατῆς ἀποκοτιᾶς, κρίνω σ’ ἀληθοσύνη, γιατὶ δὲν εἶναι μηδεμιὰ σὰν τούτη, νὰ ψηλώνει τσ’ ἀθρώπους γληγορύτερα καὶ νὰ τσὶ μεγαλώνει. Τούτη ἔκοψε κ’ ἐμάζωξε τὰ δέντρη κ’ ἔκαμέ τα καράβια, κ’ εἰς τσῆ θάλασσας τσὶ στράτες ἔβαλέ τα, τούτη τσὶ ποταμοὺς περνᾶ καὶ τὰ βουνιὰ ἀνεβαίνει, τούτη μὲ πλήσα δύναμη σ’ τσὶ ξένους τόπους μπαίνει, τούτη τὰ κάστρη πολεμᾶ, τούτη νικᾶ, καὶ τούτη μόνια τση δίδει τσὶ τιμὲς καὶ τὰ μεγάλα πλούτη. Τούτη τὸ φόβο δὲν ψηφᾶ, τὸν Ἅδη δὲ φοβᾶται κι ὅποιος τὴν ἔχει ζωντανός, μόνο, στὴ γῆ λογᾶται. Τούτη κ’ ἐμένα βασιλιὸ μ’ ἔκαμε, τούτη μόνο μ’ ἄξωσε κ’ εἰς τὴν κεφαλὴ στέμμα χρουσὸ σηκώνω, καὶ μὲ μεγάλη μου χαρὰ τὴν Αἴγυπτον ὁρίζω, κ’ ἴσα μου καλορίζικο κιανένα δὲ γνωρίζω. Νίκες καὶ πλούτη καὶ τιμὲς πάσ’ ὥρα μοῦ πληθαίνου, χαρὲς πολλὲς στὸ σπίτι μου κ’ εἰς τὴν καρδιά μου μπαίνου. Μιὰ μόνο μοῦ βασάνιζεν ἔγνοια τὸ λογισμό μου, τσῆ θυγατέρας μου ἡ παντρειά· τώρα τὸ ριζικό μου τηνὲ τελειώνει, σὰ θωρῶ, κ’ ἐτούτη πλιὰ ἀπὸ κεῖνο παρὰ ποὺ λόγιαζα καλλιά, γιὰ τοῦτο δίκια κρίνω πὼς οὐδεμιὰ καλομοιριὰ μὲ τὴ δική μου μοιάζει, μηδὲ τσῆ μπόρεσής μου πλιὸ μπόρεση δὲν ταιριάζει. Μὰ πάγω σ’ τσ’ Ἐρωφίλης μου, τ’ ἀμμάτια καὶ τὸ φῶς μου, γι’ αὐτὴ τὴν ἄξα τση παντρειὰ νὰ ξαναπῶ ἀπατός μου. ΑΣΚΙΑ Ζεῦ, ἁποὺ στέκεις σ’ τσ’ οὐρανοὺς κ’ ἐδῶ στὸν κόσμο κάτω τσ’ ἀθρώπους ὅλους συντηρᾶς, τὰ λόγια ποὺ καυχᾶτο καλὰ περίσσα ἐγροίκησες, καὶ κάμε δικιοσύνη γλήγορα· μὲ τὴν ἄργητα χειρότερος ἐγίνη! Καὶ πρίκες ἀποδὰ κι ὀμπρὸς τοῦ δῶσε τοῦ θανάτου, κι ἂς εἶν’ αὐτὲς οἱ προξενιὲς ἡ ὕστερη χαρά του. Κ’ ἐσὺ ἐκ τὸν Ἅδη, Πλούτωνα, πέψε φωτιὰ μεγάλη, σὰ μοῦ ’ταξες, κι ἂς ἅψουσι σὲ μιὰ μερὰ κ’ εἰς ἄλλη μάνητες, πρίκες, βάσανα, κλάηματα καὶ θανάτοι, κ’ ἔρημο ἂς μείνει σήμερον ἐτοῦτο τὸ παλάτι!","ΑΣΚΙΑ = σκιά, ίσκιος (εδώ ως φάντασμα) γὴ = ή (διαζευκτικό) μπορεμένη = δυνατή, ισχυρή τσ’ ἀδύνατῆς ἀποκοτιᾶς = δηλαδή της πολύ παράτολμης συμπεριφοράς μόνια τση = μόνη της ψηφᾶ = υπολογίζει, λογαριάζει λογᾶται = θεωρείται, λογαριάζεται ἄξωσε = αξίωσε πάσ’ = κάθε μπόρεσής = δύναμης ἀπατός = (εγώ) ο ίδιος ἄργητα = αργοπορία, καθυστέρηση πρίκες = πίκρα ἐκ = από (δηλώνει προέλευση) ἅψουσι = ανάψουν (μεταφορικά) μάνητες = κακίες, μίση",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος "Η καταδίκη του πλούτου και της φιλαργυρίας (Γ΄ χορικό, στ. 373-396)","Παίρνοντας αφορμή από τον μονόλογο του Φιλόγονου που προηγήθηκε, ο χορός των κορασίδων καταδικάζει την απληστία του ανθρώπου για πλούτο και δόξα ως προερχόμενη από τον Άδη, τον κόσμο του κακού. Στο απόσπασμα που ανθολογείται εδώ, περιέχονται οι οκτώ πρώτες στροφές του χορικού, οι οποίες επικεντρώνονται στη δύναμη που έχει η φιλαργυρία και η μανία για εξουσία να χωρίζουν τους ανθρώπους και να μην αφήνουν δύο που αγαπιούνται να ζήσουν χαρούμενοι. Και αυτό το χορικό δομείται σε τρίστιχες στροφές ενδεκασύλλαβων στίχων με πλεκτή ομοιοκαταληξία. ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΟΡΑΣΙΔΩ ἀποὺ τσὶ ὁποῖες ἡ μιὰ λέγει τοῦτα τὰ βέρσα. ΧΟΡΟΣ Τοῦ πλούτου ἀχορταγιά, τσῆ δόξας πείνα, τοῦ χρουσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη, πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ ἀπομεῖνα, πόσοι ἄδικοι πόλεμοι σηκωμένοι, πόσες συχνιὲς μαλιὲς συναφορμά σας γροικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἰκουμένη! Στὸν Ἅδην ἂς βουλήσει τ’ ὄνομά σας κι ὅξω στὴ γῆ μὴν ἔβγει νὰ παιδέψει νοῦ πλιὸν ἀθρωπινὸν ἡ ἀτυχιά σας. Γιατὶ, ὡς θωρῶ, ἀπὸ κεῖ σᾶς εἶχε πέψει κιανεὶς στὸν κόσμο δαίμονας νὰ ’ρθῆτε, τσ’ ἀθρώπους μετὰ σᾶς νὰ φαρμακέψει. Τὴ λύπηση μισᾶτε, καὶ κρατεῖτε μακρὰ τὴ δικιοσύνη ξορισμένη, κι οὐδὲ πρεπὸ μήδ’ ὄμορφο θωρεῖτε. Γιὰ σᾶς οἱ οὐρανοί ’ναι σφαλισμένοι κ’ ἐδῶ στὸν κόσμο κάτω δὲ μποροῦσι νὰ στέκουν οἱ ἀθρῶποι ἀναπαημένοι· μὲ τσ’ ἀδερφοὺς τ’ ἀδέρφια πολεμοῦσι κι οἱ φίλοι τσὶ φιλιές τωνε ἀπαρνοῦνται καὶ τὰ παιδιὰ τὸν κύρη τως μισοῦσι. Τοῦ πόθου τὰ χαρίσματα χαλοῦνται συχνιὰ συναφορμά σας, γιαῦτος τόσοι γροικοῦνται στεναγμοὶ σ’ δυὸ π’ ἀγαποῦνται.","ἀκριβειὰ = τσιγκουνιά, φιλαργυρία μαλιὲς = έριδες, συγκρούσεις συναφορμά σας = εξαιτίας σας γροικοῦνται = ακούγονται, μαθαίνονται ἂς βουλήσει = ας βουλιάξει, ας καταποντιστεί ἀτυχιά = κακία, πονηριά θωρῶ, = βλέπω σᾶς εἶχε πέψει = σας είχε στείλει φαρμακέψει = να δηλητηριάσει ξορισμένη, = εξόριστη πρεπὸ = σωστό ἀναπαημένοι = ασφαλείς κύρη = πατέρα Τοῦ πόθου τὰ χαρίσματα = αυτά που προσφέρει ο έρωτας, τα δώρα του έρωτα",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Μεγάλη αναστάτωση στο παλάτι (Δ 21-46),"Μπαίνει στη σκηνή η παραμάνα της Ερωφίλης, η νένα Χρυσόνομη, εκφράζοντας μια βαθιά λύπη και μεγάλο φόβο για το μέλλον της Ερωφίλης. Ταυτόχρονα μπαίνει και ο σύμβουλος του βασιλιά, που έχει μάθει ότι υπάρχει μεγάλη ταραχή στο παλάτι, αλλά δεν ξέρει γιατί. Η νένα τον ενημερώνει ότι ο Φιλόγονος έμαθε (άγνωστο ακόμη πώς) τον μυστικό δεσμό της κόρης του με τον Πανάρετο. ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΝΕΝΑ, ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Γιὰ ποιά ἀφορμή, Χρυσόνομη, κλαίγεις κι ἀναστενάζεις καὶ τσ’ Ἐρωφίλης τ’ ὄνομα στὰ κλαήματά σου κράζεις; ΝΕΝΑ Δὲν ξεύρεις ἴντα γίνηκε σ’ τοῦτο τὸ βουλισμένο σπίτι, μ’ ἀποὺ τὸ στόμα μου θέλεις τὸ πρικαμένο νὰ τὸ γροικήσεις, σύμβουλε, πάλι γιὰ νὰ καγοῦσι τὰ χείλη μου χειρότερα, ὅντε σοῦ τὸ μιλοῦσι; ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Δυὸ βασιλιάδω προξενιὲς πλούσω καὶ μπορεμένω πὼς μᾶς ἐφέρα σήμερο μόνο ἔχω γροικημένο γιὰ τσ’ Ἐρωφίλης τὴν παντρειά· μὰ τοῦτο νὰ σοῦ δώσει χαρά ’πρεπε κι ὄχι ποτὲ καημὸ καὶ πρίκα τόση. ΝΕΝΑ Πράμα ἄλλο μεγαλύτερο μὲ κάνει νὰ θρηνοῦμαι, καὶ τσ’ Ἐρωφίλης, σύμβουλε, τὸ θάνατο φοβοῦμαι. ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Σὲ χίλια μέρη μ’ ἔκαμες τὸ νοῦ μου νὰ σκορπίσω, μὰ τὴν ἀλήθεια δὲ μπορῶ νὰ βρῶ καὶ νὰ γροικήσω, γιὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, νὰ ζήσει τὸ κορμί σου, τὸ πράμα σὲ κοντολογιά, σὰ στέκει, μοῦ δηγήσου. ΝΕΝΑ Τὸ πράμα, ἁπού ’ναι φανερὸ στὸν κόσμον ἀπατό του, κουρφὸ νὰ τὸ κρατεῖ κιανεὶς δὲν πρέπει τῶ φιλῶ του. Πόθος μεγάλος καὶ πολὺς τὴν Ἐρωφίλη ἀντάμι μὲ τὸν Πανάρετο χωστὰ νὰ παντρευτεῖ εἶχε κάμει, καὶ σήμερον ὁ βασιλιός, δὲν ξεύρω σ’ ἴντα τρόπο, τὸ γροίκησε κ’ ἐκ τὸ θυμὸ μηδ’ εἰς κιανένα τόπο χωρεῖ, μὰ ὡς λιόντας πορπατεῖ καὶ μοναχὰς μουγκᾶται, καὶ θάνατο πολλὰ πρικὺ καὶ τῶν ἰδυὸ ἀπονᾶται. ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Ὀϊμένα, κ’ ἴντα σοῦ γροικῶ! Χρυσόνομη, ἔσφαξές μου μὲ τὸ μαντάτο τὴν καρδιάν, ἁπού ’ρθες κ’ ἔδωκές μου.","κράζεις = φωνάζεις ἴντα = τι (ερωτ.) βουλισμένο = καταραμένο γροικήσεις = ακούσεις γιὰ νὰ καγοῦσι = για να καούν ὅντε = όταν μπορεμένω = δυνατών, ισχυρών πρίκα = πίκρα, στενοχώρια σὲ κοντολογιά = με λίγα λόγια ἀπατό του = από μόνο του κουρφὸ = κρυφό, μυστικό τῶ φιλῶ του = από τους φίλους του ἀντάμι = μαζί χωστὰ = κρυφά μουγκᾶται = μουγκρίζει ἀπονᾶται = απειλεί",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Το θάρρος της Ερωφίλης (Δ 301-320),"Αφού ο βασιλιάς έχει ιδίοις όμμασι ανακαλύψει τον μυστικό δεσμό της κόρης του και κυκλοφορεί στο παλάτι αλλόφρων, η Ερωφίλη μπαίνει στη σκηνή με τις κοπέλες του χορού. Εκεί βρίσκεται ήδη ο βασιλιάς με τον σύμβουλό του, ο οποίος μάταια προσπαθούσε να τον κατευνάσει: ο Φιλόγονος τού ανήγγειλε την πρόθεσή του να εκδικηθεί το ζευγάρι, αλλά δέχεται να ακούσει την απολογία της κόρης του. Η Ερωφίλη, στο απόσπασμα που ακολουθεί, με πρωτοφανές θάρρος μπροστά στον έξαλλο πατέρα της, υπερασπίζεται την επιλογή της και αρνείται ότι έχει σφάλει στην επιλογή συζύγου. ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΡΩΦΙΛΗ, ΧΟΡΟΣ, ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ, ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΕΡΩΦΙΛΗ Σ’ ἴντά ’σφαλα τὸ λοιπονίς, ἂν ἔναι καὶ παρμένο ἔχω ἕνα νιὸν ὀγι’ ἄντρα μου τόσα χαριτωμένο; Γιατὶ δὲν εἶναι βασιλιός; Καὶ ποιός μᾶς ἀμποδίζει νὰ κάμομε ζιμιὸ ζιμιὸ τόπους πολλοὺς νὰ ρίζει; Κύρη, καλλιά ’ναι, κάτεχε, γεῖς χαμηλοβγαλμένος, μὲ πλῆσες διάξες κι ἀρετὲς καὶ χάρες στολισμένος, παρὰ πάσ’ ἕνα βασιλιὸ πλουσότατο ἀπὸ τόπους, κι ἀπ’ ἀρετὲς φτωχότερο παρὰ μικροὺς ἀθρώπους. Καλύτερά ’ναι, ἀφέντη μου, καλύτερά ’ναι τοῦτος ὁ νιὸς ἁπού ’καμα ἄντρα μου νά ’χει ἀστενειὰ ἀπὸ πλοῦτος, παρὰ τὰ πλούτη πὄχομε νὰ μείνου ἀστοχισμένα ἀπ’ ἄθρωπον ἁπού ’θελε μοῦ δώσει ἡ τύχης ἕνα μὲ τ’ ὄνομα τοῦ βασιλιοῦ μονάχας στολισμένο κι ἀπ’ ἀρετὲς καὶ φρόνεψη γδυμνὸ καὶ ρημασμένο, πράμα ποὺ πλιὸ νὰ φτιάσομε δὲν ἤτονε τσ’ ἐξᾶ μας, μὰ τ’ ἄλλο νὰ τὸ σάσομε στέκει στὸ θέλημά μας. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πέ μου, δὲν ἦτο πλιὰ καλλιὰ ἄντρα σου νά ’χες κάμει ἕναν ἁπὄχει κι ἀρετὲς καὶ βασιλειὰν ἀντάμι; Τοῦτοι ποὺ πέψαν προξενιὲς οἱ βασιλιοὶ γιὰ σένα, πὼς εἶναι δίχως ἀρετὲς τοὺς ἔχεις γροικημένα;","ἴντά = τι (ερωτ.) ζιμιὸ ζιμιὸ = αμέσως, γρήγορα ρίζει = κυβερνά, εξουσιάζει Κύρη, καλλιά ’ναι, κάτεχε, γεῖς χαμηλοβγαλμένος = Πατέρα, να ξέρεις ότι είναι προτιμότερος ένας από χαμηλή καταγωγή διάξες = καλή συμπεριφορά, καλούς τρόπους ἀστενειὰ ἀπὸ πλοῦτος = έλλειψη, αδυναμία πλούτου ἀστοχισμένα = παραμελημένα τσ’ ἐξᾶ μας = στη δύναμή μας νὰ τὸ σάσομε = να το διορθώσουμε, να το τακτοποιήσουμε ἀντάμι = μαζί, συγχρόνως",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Ο βασιλιάς αμετάπειστος (Δ 443-468),"Όταν η Ερωφίλη, ανήμπορη να μεταπείσει τον πατέρα της, φεύγει από τη σκηνή μαζί με τις κοπέλες του χορού, ο βασιλιάς μένει με τον σύμβουλο, που μάταια και αυτός παίρνει το μέρος της κοπέλας, προσπαθώντας να δείξει στον Φιλόγονο ότι θα είναι καταστροφικό να συμπεθεριάσει με τους εχθρούς του και να σκοτώσει τον πιο πιστό και άξιο στρατηγό του. Το ακόλουθο απόσπασμα προέρχεται από την αρχή της σκηνής αυτής, όπου ο σύμβουλος δεν έχει ακόμη αναπτύξει όλη την επιχειρηματολογία του, αλλά ο βασιλιάς δείχνει το μέγεθος του θυμού του, που προετοιμάζει το κοινό για το κακό τέλος. ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΒΑΣΙΛΕΑΣ, ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΒΑΣIΛΕΑΣ Σύμβουλε, πῶς σοῦ φαίνεται; Εἶδες ποτέ σου τόση σ’ ἄλλη γυναίκα ἀποκοτιά; ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Τόση δὲν εἶδα γνώση, λεύτερα θέλω νὰ τὸ πῶ, κι ἂς μοῦ τὸ συμπαθήσει ἡ ἀφεντιά σου· κι ἂ σταθεῖ λίγο νὰ μοῦ γροικήσει, θέλω τὴν κάμει νὰ τὸ πεῖ κ’ ἐκείνη μοναχή τση καὶ νὰ μὴν κάμει τίβοτας κακὸ τοῦ δουλευτῆ τση μηδὲ τσῆ θυγατέρας τση, μὰ νὰ θελήσει, κρίνω, νὰ συγκλιθεῖ τὴ σήμερο σ’ ὅλο τὸ πράμα κεῖνο ἁποὺ θελῆσαν οἱ θεοὶ κ’ ἐκάμασι στανιό τση, κι ὄχι γιὰ πλιὰ χειρότερο, μὰ γιὰ καλύτερό τση. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μηδὲ μὲ κάμεις, σύμβουλε, μὲ λόγια ψοματένια νὰ χάσω τὴν ἀπομονὴ τώρα καὶ μετὰ σένα. Τὴ νύκτα μέρα βούλεσαι, σὰ νά ’μου τυφλωμένος γὴ μονοτάρου δίχως νοῦ, λολὸς καὶ ξεπεσμένος, πὼς εἶναι νὰ μοῦ πεῖς κ’ ἐσύ. ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Τὴ φρόνεση τὴν τόση τῆς ἀφεντιᾶς σου ξεύρω τη καὶ τὴν περίσσα γνώση, κ’ ἐκείνη πάλι ξεύρει ἐμὲ περίσσα μπιστεμένο καὶ λόγον ὣς τὴ σήμερο, λογιάζω, ψοματένιο νὰ μὴ μοῦ γροίκησε ποτέ, κ’ ἔτσι νὰ χαλινώσει τὴ μάνητα καὶ τὸ θυμὸ κ’ εἰς τὸ θὰ πῶ νὰ δώσει τ’ ἀφτιὰ τηνὲ παρακαλῶ, γιατὶ ὁ θυμὸς τυφλώνει τὸ νοῦ κι ὡς ἄγρια θάλασσα χοχλάζει καὶ φουσκώνει. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Θυμὸ καὶ πλιότερην ὀργὴ καὶ μάνητα ἄλλη τόση τὸν οὐρανὸ παρακαλῶ σήμερο νὰ μοῦ δώσει, γιὰ νὰ μπορέσω, καταπῶς ζητᾶ τὸ θέλημά μου, γδίκια νὰ κάμω κ’ εἰς τσὶ δυο, ν’ ἀλαφρωθεῖ ἡ καρδιά μου.","ἀποκοτιά = παράτολμο θάρρος ἂ = αν γροικήσει = ακούσει τίβοτας = τίποτε, κανένα δουλευτῆ = υπηρέτη, δούλου νὰ συγκλιθεῖ = να δεχτεί ἐκάμασι στανιό τση = της έκαναν με το ζόρι, με το στανιό ψοματένια = ψεύτικα· εδώ με την έννοια ότι το επιχείρημα δεν ευσταθεί, είναι ανυπόστατο γὴ = ή (διαζευκτικό) μονοτάρου = αμέσως, μονομιάς λολὸς = τρελός, ανόητος χαλινώσει = χαλιναγωγήσει, περιορίσει μάνητα = οργή, θυμό καταπῶς = έτσι όπως, καθώς γδίκια = εκδίκηση",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Η απολογία του Πανάρετου (Δ 647-710),"Μπροστά στον βασιλιά, που δεν έχει φύγει καθόλου από τη σκηνή στο μέρος αυτό του έργου, φέρνουν τώρα αλυσοδεμένο τον Πανάρετο, τον οποίο εκείνος υποδέχεται όλο ειρωνεία, πριν αρχίσει να τον χαρακτηρίζει με υβριστικά λόγια. Ο Πανάρετος επικαλείται το τελευταίο επιχείρημα που ελπίζει να μεταπείσει τον Φιλόγονο: τη βασιλική του καταγωγή, την οποία είχε κρατήσει μυστική μέχρι τώρα, κάτι που δεν γίνεται πιστευτό από τον πατέρα της Ερωφίλης. Η σκηνή αυτή, και μαζί της ολόκληρη η τέταρτη πράξη, τελειώνει με την πρόβλεψη του χορού «τη ζωή τού παίρνει δίχως άλλο». ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ ΒΑΣΙΛΕΑΣ, ΧΟΡΟΣ, ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ ΚΑΔΕΝΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Καλῶς τὸν ἄξο μου γαμπρό, καλῶς τονε, νὰ κάμω καθὼς τυχαίνει σήμερο τὸν ὄμορφό του γάμο. Γιὰ ποιά ἀφορμὴ τ’ ἀμμάτια σου κρατεῖς χαμηλωμένα; Νὰ τὰ γυρίσεις ντρέπεσαι μὲ θάρρος πρὸς ἐμένα; Ἀνέγνωρε κι ἀδιάκριτε κι ἄτυχε, τὸ ψευτό σου σκῆμα κ’ ἡ ταπεινότητα δὲν εἶναι σ’ ὄφελός σου. Πέ μου· παιδὶ μικρότατο κι ἀπὸ μικροὺς ἀθρώπους σ’ ἀνάθρεψα στὸ σπίτι μου, κ’ εἰς ὅλους μου τσὶ τόπους σ’ ἔκαμα μεγαλύτερο παρὰ ἄθρωπο κιανένα γιὰ νά ’χω τὴν ἀντίμεψην ἐτούτην ἀπὸ σένα; ΧΟΡΟΣ Ζεῦ, δός του χάρη, ἀπόκριση φρόνιμη νὰ τοῦ δώσει, τὴν ἀγριεμένη του καρδιὰ ἂν τύχει νὰ μερώσει. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Στὰ χέρια σου μ’ ἀνάθρεψες, μεγάλον ἔκαμές με, πολλὲς κι ἀρίφνητες τιμές, ἀφέντη μου, ἄξωσές με, καὶ πάντα μου τὸ γνώριζα, πάντα εὐχαρίστησά σου καὶ μπιστικὰ στὸ δύνομαι πάντα μου ἐδούλεψά σου. Μά ’σφαλα, μολογῶ σου το, κ’ ἔμεινα νικημένος ἀποὺ τὸν πόθο καταπῶς πάντα συνηθισμένος εἶναι τσ’ ἀθρώπους νὰ νικᾶ· δὲν ἤμου μὲ τσ’ ἐχθρούς σου προδότης σου, δὲν ἔδωκα τσὶ τόπους τσ’ ἐδικούς σου τ’ ὀχθροῦ σου· νιότη κι ὀμορφιά, σπλάχνος καὶ καλοσύνη μοῦ κάμασίνε τὴν καρδιὰ στὸν πόθο νὰ συγκλίνει. Μ’ ἀπεὶς σ’ ἐτοῦτο μ’ ἔφερεν ἡ τύχη ἡ ἐδική μου, θὲ νὰ σοῦ πῶ τὴ σήμερο τίνος κυροῦ παιδί ’μου, γιὰ νὰ γνωρίσεις πὼς πολὺ δὲν ἤτονε ν’ ἀφήσει τὸν πόθο βασιλιοῦ παιδὶ τὸ νοῦ του νὰ νικήσει μ’ ἄλλο παιδὶ ’νοὺς βασιλιοῦ, στέκοντας πάντα ὁμάδι σ’ μιὰ κατοικιά, τόσους καιρούς, ἀπὸ ταχὺ ὣς τὸ βράδυ. Ξεῦρε λοιπὸ πὼς εἶμαι γιὸς τοῦ βασιλιοῦ τοῦ πλούσου τσῆ Τσέρτας, τοῦ Θρασύμαχου, τοῦ φίλου τοῦ δικοῦ σου. Μ’ ἀπεὶς ἡ τύχη ἠθέλησε κ’ ἔμεινε νικημένος ἀποὺ τσ’ ὀχθρούς σας καὶ τῶ δυὸ κ’ ὕστερα σκοτωμένος, μ’ ἔφερ’ ἐμὲ στὸ σπίτι σου κ’ εἰς τὴ δική σου χέρα, γιὰ ν’ ἀποθάνω, σὰ θωρῶ, τὴ σημερνὴ νἡμέρα. Μ’ ἀνίσως κ’ εἶσαι βασιλιός, σὰ σ’ ἔχω γνωρισμένο, καὶ τ’ ὄνομά σου βρίσκεται στὸν κόσμο ξαπλωμένο, κάμε ὅλο κεῖνο ἀπάνω μου ἁπού ’θελες θελήσει κ’ εἰς τὸ παιδί σου νὰ γενεῖ, ἂ σ’ εἴχασι νικήσει στὴ μάχη σὰν τὸν κύρη μου κ’ ἐσένα οἱ ὀχουθροί σου, κι ὡσὰν ἐμὲ σὲ χέρια ἀλλοῦ νὰ λάχει τὸ παιδί σου. ΧΟΡΟΣ Μεγάλο πράμα ἀκούγομε κι ἀλήθεια τὸ κρατοῦμε, γιατὶ πολλὰ βασιλικὲς τσὶ πράξες του θωροῦμε. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τοῦτον ὅσες φορὲς τὸ πεῖς, τὸ λέγεις ψόματά σου, μὰ σὲ ποτὲ δὲν ἤτονε βασιλικὴ ἡ γενιά σου. Μὰ μετ’ αὐτὰ τὰ ψόματα θὲς ἔχει κομπωμένη τὴν Ἐρωφίλην ἀκομή, τὴν τρισκαταραμένη. Μᾶλλιος λογιάζω πὼς παιδὶ θὲ νά ’σαι ’νοὺς ὀχθροῦ μου, ’νοὺς κακοθελητῆ πολλὰ κ’ ἐμὲ καὶ τοῦ παιδιοῦ μου, κι ὄφη μικρὸ σ’ ἀνάθρεψα, γιὰ νὰ μὲ φαρμακέψεις, καὶ πὼς ὀχθρὸς δὲ γίνεται φίλος νὰ μ’ ἀρμηνέψεις. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Τοῦτό ’ναι ἀλήθεια, βασιλιέ, κι ἂν ἔν’ καὶ θὲς σημάδι πὼς εἶμαι τοῦ Θρασύμαχου, καὶ μαρτυριὲς ὁμάδι, τό ’να καὶ τ’ ἄλλο σήμερο σοῦ τάσσω νὰ πλερώσω. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Καιρὸ στὴν τόση σου ἀτυχιὰ μιὰν ὥρα δὲ θὰ δώσω. ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ Θυμήσου κιάς, ἀφέντη μου, πὼς μοναχός μου ἐμπῆκα σ’ τόσους σου ὀχθροὺς πολλὲς φορὲς καὶ νικητὴς ἐβγῆκα. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πάσα σου δούλεψη καλὰ νὰ μείνει πλερωμένη σοῦ τάσσω, δίχως ἄργητα τώρα, καθὼς τυχαίνει. Κρατεῖτε τονε, στρατηγοί, κ’ ἐλᾶτε μετὰ μένα, διπλοῦ νὰ τοῦ ἀντιμέψομε τὰ μὄχει καμωμένα. ΧΟΡΟΣ Μὲ μάνηταν ἐμίσεψε καὶ μὲ θυμὸ μεγάλο, γιαῦτος, λογιάζω, τὴ ζωὴ τοῦ παίρνει δίχως ἄλλο. Θεέ μου, βούηθησέ του ἐσύ, γιατὶ ἄλλοι δὲ μποροῦσι, στὰ χέρια ἁποὺ τον ὲκρατοῦ, βουηθοί του νὰ γενοῦσι. ΤΕΛΟΣ ΤΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ","Ἀνέγνωρε = αχάριστε ἀδιάκριτε = αναιδή, αδιάντροπε ἄτυχε = ηθικά άθλιε, ελεεινέ ἀντίμεψην = ανταπόδοση, ένδειξη ευγνωμοσύνης φρόνιμη = συνετή, μυαλωμένη. ἀρίφνητες = αμέτρητες ἄξωσές με = με αξίωσες μπιστικὰ = έμπιστα στὸ δύνομαι = όσο μπορώ ἐδούλεψά = υπηρέτησα καταπῶς = έτσι όπως, καθώς νὰ συγκλίνει = να συγκατανεύσει ἀπεὶς = από τη στιγμή που, αφότου ὁμάδι = μαζί ταχὺ = πρωί ἀνίσως κ’ = αν και, μολονότι ξαπλωμένο = εξαπλωμένο, διαδεδομένο, γνωστό κομπωμένη = εξαπατημένη Μᾶλλιος = μάλλον ὄφη = φίδι· εδώ μεταφ. για άνθρωπο δολερό, ύπουλο φαρμακέψεις = δηλητηριάσεις ἀρμηνέψεις = συμβουλέψεις ὁμάδι = μαζί, συγχρόνως νὰ πλερώσω = να ικανοποιήσω κιάς = τουλάχιστον ἄργητα = αργοπορία, καθυστέρηση διπλοῦ = διπλά μάνηταν = οργή, θυμό ἐμίσεψε = έφυγε γιαῦτος = γι’ αυτόν τον λόγο",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Η θανάτωση του Πανάρετου (Ε 139-168),"Όπως στην αρχαία τραγωδία, έτσι και στην αναγεννησιακή, δεν επιτρεπόταν η αναπαράσταση φόνων επί σκηνής. Αυτοί λάμβαναν χώρα, υποτίθεται, στο εσωτερικό του παλατιού και υπήρχε ένας μαντατοφόρος για να πληροφορήσει τους υπόλοιπους ήρωες και κατ’ επέκταση το κοινό. Έτσι κι εδώ, ένας μαντατοφόρος έρχεται να αφηγηθεί στον χορό των κορασίδων πώς τον Πανάρετο, που τον πήραν από τη σκηνή στην τέταρτη πράξη αλυσοδεμένο και τον οδήγησαν στο υπόγειο του παλατιού, τον θανάτωσαν «υπηρέτες και δούλοι» με φριχτά βασανιστήρια, παρουσία του βασιλιά, ο οποίος του έδωσε τη χαριστική μαχαιριά στα σωθικά. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο μαντατοφόρος αφηγείται τις ύστατες στιγμές και τα τελευταία λόγια του Πανάρετου. ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Μαντατοφόρος ἁποὺ δηγᾶται τὸ θάνατο τοῦ Πανάρετου καὶ χορὸς τῶν κορασίδω ΧΟΡΟΣ Ὤφου, καρδιὰ σκληρότατη, κι ἄπονη, πῶς ἐμπόρειε τόση περίσσα παιδωμὴ σ’ τέτοιο κορμὶ κ’ ἐθώρειε; ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ Μὰ κεῖνος ἁποὺ ὁλοτενιὰς δὲν ἦτο ἀποθαμένος, μὰ ἀπὸ τσὶ πόνους τσὶ πολλούς, σὰν εἶπα, λιγωμένος, σ’ λιγάκιν ἐσυνήφερε καὶ λέγει: «Μὴν ἀφήσεις παρὰ νὰ δώσεις μετὰ μὲ τσ’ ἀλύπητής σου φύσης θροφή, καθὼς τὴν πεθυμᾶ· μ’ ἂν ἔναι δικιοσύνη στοὺς οὐρανούς, τὴ γδίκια μου κιὰς θέλου κάμει ἐκεῖνοι». Σ’ τοῦτο φωνιάζει ὁ βασιλιὸς μὲ πλιὰ θυμό, κι ἁρποῦσι τὴ γλώσσα του καὶ βγάνου τη καὶ χάμαι τὴν πατοῦσι· καὶ μετὰ τοῦτα τσ’ ἄκουσα τ’ ἀφτιὰ νὰ πεῖ «Ἐρωφίλη», τὴν ὥρα ποὺ τὴ ρίξασι στὴ γῆν ἐκεῖνοι οἱ σκύλοι· καὶ τότες καὶ τ’ ἀμμάτια του τοὺς ὅρισε κ’ ἐβγάλα κ’ εἰσὲ μιὰ κούπα ὁλόχρουση μέσα ζιμιὸ τὰ βάλα, καὶ μὲ μεγάλη του χαρὰ τὰ πιάνει καὶ θωρεῖ τα κι ἀπόκεις χάμαι τά ’ριξε στὸ χῶμα καὶ πατεῖ τα· καὶ πλιὰ ἄγριος μέσα στὴ χαρὰ τῶν ἔδειξε σημάδι καὶ τὰ καημένα χέρια του τοῦ κόψασιν ὁμάδι, κι ὡσὰν τὸν ἔκαμε καθὼς γροικᾶτε, τοῦ σιμώνει κι ὅσον ἐμπόρειε πλιὰ ψηλὰ τὰ χέρια του σηκώνει, καὶ τὸ μαχαίρι τ’ ἄπονο στὰ σωθικὰ τοῦ βάνει κι ἀλύπητα τὸν ἔσφαξε· μὰ πρίχου ν’ ἀποθάνει, σὰ λιόντας ἐμουγκίστηκε καὶ τὰ πρικιά του χείλη δυὸ τρεῖς φορὲς ἀνοίξασι νὰ ποῦσιν «Ἐρωφίλη» σ’ τσ’ ὕστερους ἀναστεναμούς, μὰ λείποντας ἡ γλώσσα τ’ ὄνομα μόνο τὸ γλυκὺ δίχως λαλιὰν ἐδῶσα· κι ὅσοί ’χα πόνο στὴν καρδιὰ κι ἀγάπην ἐγνωρίσα, πὼς «Ἐρωφίλη» ἐλέγασι καλότατα ἐγροικῆσα. ΧΟΡΟΣ Πέτρινην ἔχει τὴν καρδιὰ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἀκούσει καὶ τὸ ζιμιὸ τ’ ἀμμάτια του βρύσες νὰ μὴ γενοῦσι.","παιδωμὴ = βάσανο ἐθώρειε = έβλεπε ὁλοτενιὰς = εντελώς, τελείως λιγωμένος = λιπόθυμος, αναίσθητος ἐσυνήφερε = συνήλθε φύσης = χαρακτήρα, ιδιοσυγκρασίας γδίκια = εκδίκηση χάμαι = κάτω ζιμιὸ = αμέσως, γρήγορα ὁμάδι = μαζί γροικᾶτε = ακούτε σιμώνει = πλησιάζει πρίχου = πριν, προτού ἐμουγκίστηκε = μούγκρισε πρικιά = πικρά ποὺ ἀκούσει = όποιος ακούσει",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Η υποκρισία του Φιλόγονου (Ε 327-368),"Μετά την αναχώρηση του μαντατοφόρου, μπήκε στη σκηνή ο βασιλιάς με άντρες που βαστούσαν ένα καλάθι με «τα μέλη του Πανάρετου», όπως μας πληροφορούσε η σχετική σκηνική οδηγία, και εκφώνησε έναν μονόλογο όλο έπαρση για την εκδίκηση που πήρε. Διακόπτει όταν βλέπει να μπαίνει η κόρη του, συνοδευόμενη από τη νένα της. Στο απόσπασμα που ανθολογείται εδώ, ο βασιλιάς υποκρίνεται ότι συγχώρεσε το σφάλμα της Ερωφίλης και εκείνη τον πιστεύει, από τη στιγμή μάλιστα που της προσφέρει και ένα ""γαμήλιο δώρο"", το βατσέλι που είχαν αφήσει νωρίτερα στη σκηνή οι άνθρωποί του… ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΕΡΩΦΙΛΗ, ΝΕΝΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Καλῶς τὴ θυγατέρα μου τὴν πολυαγαπημένη, ὁποὺ ποτὲ ἐκ τὸν ὁρισμὸ τ’ ἀφέντη τση δὲ βγαίνει. Τόπο μᾶς δός, Χρυσόνομη, κ’ ἔλα σ’ λιγάκι πάλι, γιατὶ δὲ θέλω, τὸ θὰ πῶ, νὰ τὸ γροικήσουν ἄλλοι. ΕΡΩΦΙΛΗ Μισεύγει ἡ νένα μου ἀπὸ δῶ καὶ πλιότερα τρομάσσω, παρὰ νὰ σκοτεινιάζουμου μόνια μου σ’ ἄγριο δάσο. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Καλὰ καὶ ταραχὴ πολλὴ μὄδωκε, θυγατέρα, τὸ σφάλμα σου τ’ ἀμέτρητο τὴ σημερνὴν ἡμέρα, κι ὁ νοῦς μου νὰ σκοτείνιασε καὶ ν’ ἅψεν ἡ καρδιά μου, καὶ νά ’λεγα τὸ πὼς ποτὲ δὲν παύτει ἡ μάνητά μου, μ’ ὅλον ἐτοῦτο, βάνοντας στὸ λογισμό μου πάλι τὸν πόνο τὸν ἀξείκαστο, τὴν πρίκα τὴ μεγάλη ἁπού ’χα πάρει στό ’στερο, ἂ σ’ εἶχα θανατώσει, σὲ καλοσύνην ἔστρεψα τὴ μάνητα τὴν τόση, κι ἀγδίκιωτο ἀποφάσισα ν’ ἀφήσω τὸ θυμό μου, κ’ ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ ’φταιξε, νὰ κάμω καὶ γαμπρό μου· ἔτσι, ἐδεκεῖ ποὺ βρίσκετο κι ἀνίμενε νὰ σώσω, τυραννισμένο θάνατο κι ἄπονο νὰ τοῦ δώσω, ἐπῆγα κ’ ηὕρηκά τονε κ’ ἔκαμα νὰ γροικήσει, μὲ σπλάχνος μεγαλότατο πὼς τοῦ ’χα συμπαθήσει· κ’ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἤξευρα μηδ’ ἄκουσά το πλέα, πὼς εἶναι τοῦ Θρασύμαχου παιδὶ τοῦ βασιλέα, μοῦ ’πε, τὸ ποιό πρωτύτερας ἂν ἤθελα γροικήσει, τόσα περίσσα καὶ πολλὰ δὲν ἤθελα μανίσει. ΕΡΩΦΙΛΗ Μά τὴν ἀλήθεια, ἀφέντη μου, ποτέ του τέτοιο πράμα δὲ μοῦ ’πε, καὶ γροικώντας το τό ’χω μεγάλο θάμα, κι ὄχι γιατ’ εἶναι βασιλιοῦ παιδί, γιατὶ ἔτοια χάρη νά ’χει δὲν ἠμπορεῖ παρὰ βασιλικὸ κλωνάρι, μὰ μοναχὰς γιατὶ κουρφὸ τόσο καιρὸ τὸ κράτειε καὶ μὲ διχῶς περηφανειὰ στὸν κόσμον ἐπορπάτειε! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ἔτσ’ εἶναι, θυγατέρα μου, κ’ εὐχαριστῶ τὴ μοίρα, κιὰς ἁποὺ μ’ ἔκαμε παιδὶ ’νοὺς βασιλιοῦ κ’ ἐπῆρα. Γιὰ κεῖνον ἔκραξα κ’ ἐσέ, γιὰ νὰ σοῦ συμπαθήσω, σὰν κ’ ἐκεινοῦ ἐσυμπάθησα στὸ σφάλμα του τὸ πλῆσο. Τὸ πράμα ἁπού ’καμες λοιπὸ στανιῶς μου, συχωρῶ σου, κι ἄντρας ἂς εἶ ὁ Πανάρετος, σὰν τονὲ θές, δικός σου, κι ἂς εἶναι τ’ ὄχι θέλημα, κι ὄρεξη τὸ στανιό μου, προξενητὴς ὁ πόθος σας, βουηθὸς τὸ ριζικό μου. Κι ὀγιὰ νὰ γνώσεις πλιὰ καλλιὰ πὼς ἐσυμπάθησά σου, θέλω γι’ ἀγάπη μου ἀκομὴ νὰ πάρεις χάρισμά σου τὰ πράματα ἁποὺ βρίσκονται σ’ ἐτοῦτο τὸ βατσέλι· σίμωσε, δέ τα· χάρισμα πλῆσο φανῆ σου θέλει.","ἀφέντη = πατέρα τὸ θὰ πῶ = αυτό που θα πω γροικήσουν = ακούσουν Μισεύγει = φεύγει νένα = παραμάνα μόνια = μόνη Καλὰ καὶ = παρόλο που, αν και ἀμέτρητο = ασυλλόγιστο, ασύνετο μάνητά = οργή ἀξείκαστο = μεγάλο, χωρίς όμοιο πρίκα = πίκρα, στενοχώρια στό ’στερο = στο τέλος ἀγδίκιωτο = χωρίς εκδίκηση ἀνίμενε νὰ σώσω = περίμενε να φτάσω μανίσει = οργιστεί, θυμώσει κλωνάρι = γόνος (κυρίως ευγενούς καταγωγής), «βλαστάρι» κουρφὸ = κρυφό, μυστικό κιὰς = τουλάχιστον ἔκραξα = φώναξα συμπαθήσω = συγχωρήσω βατσέλι = δίσκο",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Το μοιρολόι της Ερωφίλης (Ε 435-524),"Το απόσπασμα αυτό περιλαμβάνει ολόκληρη τη σκηνή Ε4, που αποτελεί έναν θρηνητικό μονόλογο της Ερωφίλης μπροστά στα κομμένα μέλη του αγαπημένου της (καρδιά, χέρια και κεφάλι), τα οποία της πρόσφερε ο πατέρας της ως ""γαμήλιο δώρο"" μέσα σε ένα καλάθι. Ο βασιλιάς έφυγε από τη σκηνή όλο έπαρση και κακία και άφησε μόνη την κόρη του (είχε διώξει ήδη την παραμάνα) για να θρηνήσει περισσότερο, όπως γεμάτος ειρωνεία τής είπε. ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΡΩΦΙΛΗ μοναχὴ ΕΡΩΦΙΛΗ Ὢ κύρη μου, μὰ κύρη πλιὸ γιάντα νὰ σ’ ὀνομάζω κι ὄχι θεριὸν ἀλύπητο κι ἄπονο νὰ σὲ κράζω, πειδὴ περνᾶς στὴν ὄρεξη πάσα θεριὸ τοῦ δάσου, καὶ πλιὰ ἄγρια παρὰ λιονταριοῦ μοῦ ’δειξες τὴν καρδιά σου. Θεριὸ λοιπὸ ἀνελύπητο παρὰ θεριὸ κιανένα, γιὰ ποιά ἀφορμὴ δὲν ἔσφαξες τὴν ταπεινὴ κ’ ἐμένα; Μὰ κεῖνο ποὺ δὲν ἔκαμε τὸ χέρι τ’ ἄπονό σου θέλω τὸ κάμει μόνια μου κιὰς μὲ τὸ στανικό σου, γιατὶ δὲ μοῦ ’ναι μπορετό, μηδὲ ποτὲ τυχαίνει, μιὰν ὥρα ἀποὺ τὸ ταίρι μου νὰ ζῶ ξεχωρισμένη. Ταίρι ἀκριβό μου καὶ γλυκύ, φῶς καὶ παρηγοριά μου, καὶ πῶς σὲ βλέπου τσῆ φτωχῆς τὰ μάτια τὰ δικά μου, καὶ μ’ ὅλο τοῦτο δύνουνται τὰ μέλη μου καὶ ζιοῦσι, τ’ ἀμμάτια μου καὶ βλέπουσι, τὰ χείλη καὶ μιλοῦσι; Πάντα, ἀκριβέ μου, ταίρι μου, μ’ ἔθρεφεν ἡ θωριά σου· τώρα στὸν Ἅδη τὴ φτωχὴ μὲ βάνει ἡ ἀσκημιά σου, κι ἀλλοῦ τ’ ἀμμάτια μου, ὢχ ὀϊμέ, στανιό τως συντηροῦσι, γιατὶ ἔτσι σὰ σ’ ἐκάμασι τρέμου νὰ σὲ θωροῦσι. Πανάρετέ μου ἀφέντη μου, ποῦ ’ν’ τὰ πολλά σου κάλλη, ποῦ κείνη ἡ νόστιμη θωριὰ καὶ πάσα χάρη σου ἄλλη; Ποῦ ’ναι τὰ μάτια τὰ γλυκιά, ποιόν ἄπονο μαχαίρι σοῦ τά ’βγαλε κ’ ἐτύφλωσεν ἐμέ, ἀκριβό μου ταίρι; Στόμα μου νοστιμότατο καὶ μοσκομυρισμένο, βρύση ὁλωνῶ τῶν ἀρετῶ, ζαχαροζυμωμένο, γιάντα τὰ πλουμισμένα σου καὶ τὰ γλυκιά σου χείλη τὴ δούλη σου δὲν κράζουσιν, ὀϊμέ, τὴν Ἐρωφίλη; Γιάντα σωπᾶς στὸν πόνο μου, γιάντα στὰ κλαήματά μου δὲ συντυχαίνεις δυὸ μικρὰ λόγια σ’ παρηγοριά μου; Μὰ δίχως γλώσσα ἀπόμεινες καὶ πῶς νὰ μοῦ μιλήσεις, πῶς τὴν πολλὰ βαρόμοιρη νὰ μὲ παρηγορήσεις; Πῶς νὰ μοῦ παραπονεθεῖς, πῶς νὰ μοῦ πεῖς «ψυχή μου, γιὰ σένα μόνο θάνατον ἐπῆρε τὸ κορμί μου;» Κ’ ἐσᾶς, χεράκια μου ἀκριβά, ποιά χέρια ἀποκοτῆσα κι ἄπονα ἀποὺ τὸ δόλιο σας κορμὶ σᾶς ἐχωρίσα; Χέρια, ποὺ σᾶς ἐτύχαινε σκῆπτρο νὰ σᾶς βαραίνει καὶ μοναχὰ νὰ δίδετε νόμο στὴν οἰκουμένη! Γιὰ ποιά ἀφορμὴ δὲν πιάνετε τὰ χέρια τὰ δικά μου, γιάντα στὸ στῆθος σπλαχνικὰ κι ἀπάνω στὴν καρδιά μου δὲν γγίζετε, ν’ ἀλαφρωθεῖ, τσὶ πόνους τση νὰ χάσει, κ’ ἐτούτη τὴν τρομάρα τση τὴν τόση νὰ σκολάσει; Καὶ σύ, καρδιὰ ἀντρωμένη μου, τοῦ πόθου φυλαχτάρι, ποιόν ἦτο κεῖνο τ’ ἄπονο κι ἀγριότατο λιοντάρι ποὺ σ’ ἔβγαλε ἐκ τὸν τόπο σου κ’ αἱματοκυλισμένη τ’ ἀμμάτια μου νὰ σὲ θωροῦ μ’ ἔκαμε τὴν καημένη; Καρδιά μου ἀγαπημένη μου, γλυκότατη καρδιά μου, πόσα τοῦ πόθου βάσανα εἶχες γιὰ ὄνομά μου! Πάντά ’ζιες μ’ ἀναστεναμοὺς κ’ ἐθρέφουσου μὲ πρίκες, κ’ εἰς τό ’στερο ἀνασπάστηκες κ’ ἐκ τὸ κορμί σου βγῆκες, γιὰ νὰ μπορῶ τριγύρου σου νὰ δῶ πὼς εἶν’ γραμμένο τ’ ὄνομα τσ’ Ἐρωφίλης σου τὸ πολυαγαπημένο. Ὤφου, πρικύ μου ριζικὸ κι ἀντίδική μου μοίρα, πόσα γοργὸ μ’ ἐκάμετε νύφη γιαμιὰ καὶ χήρα! Μοίρα κακὴ γιὰ λόγου μου, κομπώτρα κι ὀχθρεμένη, σ’ ποιό τέλος μ’ ἐκατάφερες τὴν πολυπρικαμένη! Ποιό πράμα μ’ ἄξωσες νὰ δῶ, ποιά πρίκα νὰ γνωρίσω, ποιά παιδωμή, ποιό βάσανο, ποιόν πόνο νὰ γροικήσω! Ποῦ κεῖνα πού ’λεγες τοῦ νοῦ, ποῦ κεῖνα ποὺ ἀπὸ σένα τ’ ἀμμάτια μου ἀνιμένασι νὰ δοῦσι τὰ καημένα; Χαρὲς περίσσες μοῦ ’τασσες, καὶ πρίκες μὲ γεμώνεις· ζήση κι ἀνάπαψη πολλή, καὶ θάνατο μ’ ἀξώνεις. Λαμπρὸ τὸν ἥλιο μοῦ ’δειξες κ’ ἔλπιζα καλοσύνη, μὰ τὸ ζιμιὸ θαμπώθηκε κι ἄγριος καιρὸς ἐγίνη. Χρουσὸ στεφάνιν ἔβαλες ἀπάνω στὴν κορφή μου, κι ὄφης ἐγίνηκε ζιμιὸ κ’ ἐπῆρε τὴ ζωή μου· πολλὴ δροσὰ μ’ ἐπότισες, μά ’το φαρμακεμένη κι ὀλπίζοντας πὼς θρέφομαι, μένω θανατωμένη. Τὴν πόρτα τσῆ Παράδεισος μ’ ἄνοιξες, κι ἀπὸ κείνη στὴν Κόλαση μ’ ἐπέρασες κι ἀλύπητα μὲ κρίνει. Ψευτὸ καλὸ μοῦ χάρισες κι ὡς ὄνειρον ἐχάθη, σὰ χόρτον ἐξεράθηκε, σὰ ρόδον ἐμαράθη· σὰν ἀστραπὴ ἧψε κ’ ἔσβησε κ’ ἔλυσε σὰν τὸ χιόνι, σὰ νέφαλον ἐσκόρπισε στὸν ἄνεμο, σὰ σκόνη. Μὰ δὲ φυρᾶς τὰ πάθη μου, δὲ μοῦ λιγαίνεις πρίκα, κ’ οἱ κρίσες μου κ’ οἱ πόνοι μου παντοτινοὶ ἐγενῆκα· καὶ πλιότερη τὴν παιδωμὴ γιὰ νά ’χω καὶ τὰ βάρη, τὰ πάθη μου δὲν ἔχουσι νὰ μὲ σκοτώσου χάρη. Μὰ κεῖνο ποὺ δὲ δύνεται τόσος καημὸς νὰ κάμει, θέλει τὸ κάμει ἡ χέρα μου καὶ τὸ μαχαίρι ἀντάμι· στὸν Ἅδην ἂς μὲ πέψουσι, κι ὁ κύρης ἄπονός μου, τὴ βασιλειά του ἂς χαίρεται καὶ τσὶ χαρὲς τοῦ κόσμου. Στῆθος μου κακορίζικο, καρδιά μου πρικαμένη, πόσά ’τονε καλύτερο ποτέ μου γεννημένη στὸν κόσμο νὰ μὴν εἶχα ’σται, πόσά ’τονε καλλιά μου, λάμψη ἥλιου νὰ μὴ δούσινε τ’ ἀμμάτια τὰ δικά μου. Τὸ πνέμα σου, Πανάρετε, ταίρι γλυκότατό μου, παρακαλῶ σε νὰ δεχτεῖ τὸ πνέμα τὸ δικό μου, σ’ ἕνα νὰ στέκομέστανε τόπο, καὶ μιὰν ὁμάδι Κόλαση γὴ Παράδεισο νὰ γνώθομε στὸν Ἅδη. Πανάρετε, Πανάρετε, Πανάρετε, ψυχή μου, βούηθα μου τσῆ βαρόμοιρης καὶ δέξου τὸ κορμί μου. Ἐδῶ πιάνει τὸ μαχαίρι ὁποὺ ἤτονε στὸ βατσέλι καὶ σφάζεται καὶ πέφτει σκοτωμένη καὶ εἰς λιγάκιν ἔρχουνται οἱ κορασίδες τση γυρεύοντάς τηνε.","κύρη = πατέρα πλιὸ = πλέον γιάντα = γιατί (ερωτ.) κράζω = αποκαλώ, ονομάζω πάσα = κάθε ἀνελύπητο = χωρίς λύπηση, χωρίς έλεος, άσπλαχνο μόνια = μόνη κιὰς = έστω ἀκριβό = αγαπητό, προσφιλές θωριά = όψη, εμφάνιση ἀφέντη = σύζυγε, άντρα ἀποκοτῆσα = αποτόλμησαν εἰς τό ’στερο = στο τέλος ἀνασπάστηκες = ξεριζώθηκες ἀντίδική = εχθρική, δυσμενής πόσα γοργὸ = πολύ γρήγορα γιαμιὰ = αμέσως, μεμιάς κομπώτρα = αυτή που εξαπατά, απατεώνισσα παιδωμή = ταλαιπωρία γροικήσω = να νιώσω ἀνιμένασι = περίμεναν ζιμιὸ = αμέσως, γρήγορα ὄφης = φίδι κρίνει = με βασανίζει Ψευτὸ = ψεύτικο ἧψε = άναψε ἔλυσε = έλιωσε φυρᾶς = ελαττώνεις κρίσες = βάσανα δύνεται = μπορεί ἀντάμι = μαζί καλλιά = καλύτερα γὴ = ή (διαζευκτικό) γνώθομε = να νιώθουμε βατσέλι = δίσκο",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Το τέλος της τραγωδίας (Ε 607-674),"Μετά την αυτοκτονία της Ερωφίλης, μπήκαν στη σκηνή η νένα με τις κοπέλες του χορού και την βρήκαν αιμόφυρτη με το μαχαίρι στο χέρι και τα μέλη του Πανάρετου δίπλα της. Όταν τελειώνει η νένα το μοιρολόγι της, μπαίνει στη σκηνή ο βασιλιάς, αμετανόητος ακόμη και μπροστά στη θέα της νεκρής κόρης του, όπως φαίνεται στο απόσπασμα που ακολουθεί. Οι κοπέλες του χορού, για να αποδώσουν την πολυπόθητη σε όλο το έργο δικαιοσύνη, ορμούν πάνω του και τον σκοτώνουν. Εμφανίζεται τότε, για δεύτερη φορά, το φάντασμα του αδελφού του, ικανοποιημένο με την τελευταία αυτή εξέλιξη. Οι κορασίδες της Ερωφίλης παίρνουν το νεκρό σώμα της μέσα στο παλάτι για να το θρηνήσουν και οι γυναίκες του χορού, αφού πουν ένα σύντομο τελευταίο χορικό με το οποίο κλείνει το έργο, «σέρνου το βασιλιά μέσα και χάνεται», όπως υποδεικνύει η σκηνική οδηγία. ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΒΑΣΙΛΕΑΣ, ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ, ΝΕΝΑ, ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ Ἀφέντη, τὴν καημένη μας κερὰ τὴν πρικαμένη σὰν ἤθελεν ἡ μοίρα μας, βλέπομε σκοτωμένη ΒΑΣΙΛΕΑΣ Καὶ τίς τὴν ἐθανάτωσε; ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ Τοῦτα καὶ τὸ μαχαίρι τὴ θανατῶσα, ἀφέντη μου, μὲ τὸ δικό τση χέρι. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Κι ὀμπρός σας ἐσκοτώθηκε; ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ Χάμαι ξεψυχημένη τὴν ηὕραμε, ὅντεν ἤρθαμε. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Δὲν πρέπει ν’ ἀνιμένει γεῖς ἁπ’ ἐργάζεται κακά, παρὰ τὸ τέλος νά ’χει κακὸ περίσσσα κι ἄτυχο σ’ ὅποια μερὰ κι ἂ λάχει. Θλίβομαι καὶ πρικαίνομαι πὼς χάνω τὸ παιδί μου, μὰ πὼς τελειώνει μετ’ αὐτὴ σήμερο ἡ ἐντροπή μου χαίρομαι τόσο, ἁποὺ ποσῶς τὴν πρίκα αὐτὴ δὲ χρήζω, μάλλιοστας πλιὰ πασίχαρος παρὰ ποτὲ γυρίζω· γιατὶ μὲ διχωστὰς τιμὴ τὰ πλούτη δὲ φελοῦσι, κι ὅποιοι ἀπομένου μ’ ἐντροπὴ δὲν ἠμπορὰ κραχτοῦσι σ’ τοῦτο τὸν κόσμο ζωντανοί. ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ Τὸ πράμαν ἁποὺ κρίνει τῆς ἀφεντιᾶς σου ἡ φρόνεψη, μηδένας τ’ ἀντιτείνει· μηδὲ τυχαίνει, οὐδὲ μπορεῖ· μ’ ἄλλοι παρὰ παιδί σου τόση μεγάλη βασιλειὰ νὰ θὰ κλερονομήσου κρίμα πολὺ μοῦ φαίνεται, κ’ ἔχω καὶ γροικημένο πὼς τὸ συμπάθιο μοναχὰς στὸν κόσμο γεννημένο βρίσκεται ἀποὺ τὸ φταίσιμο, κι ἀλύπητους καλοῦσι τσ’ ἀθρώπους ἁποὺ φταίσιμο δὲ θὲ νὰ συμπαθοῦσι. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τοῦτο μπορέσειν ἤθελε νὰ λέγεται γιὰ τσ’ ἄλλους κι ὄχι ποτὲ γιὰ βασιλιοὺς τόσα στὴ γῆ μεγάλους. Μ’ ἂν ἔν’ καὶ κλερονόμος μου δὲ βρίσκεται παιδί μου, τ’ ὄνομα κλερονόμος μου θέλ’ εἶσται κ’ ἡ τιμή μου, καὶ σώπασε τὰ λόγια σου, γὴ τάσσω σου κ’ ἐσένα, γιατὶ ἦρθες τὴ δασκάλισσα νὰ κάμεις μετὰ μένα, πὼς τσῆ κερᾶς σου συντροφιὰ στὸν Ἅδη νὰ σὲ πέψω, κι ἄλλα νὰ λέγεις φρόνιμα λόγια νὰ σ’ ἀρμηνέψω. ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ Κλιτή, ὅσο μοῦ ’ναι μπορετό, στὰ πόδια τσ’ ἀφεντιᾶς σου πέφτω ἡ φτωχή, καὶ ταπεινὰ τὴν ὑψηλότητά σου παρακαλῶ στὰ μίλησα συμπάθιο νὰ μοῦ δώσει, γιατὶ σὲ τοῦτο μ’ ἔφερε μόνον ἡ πρίκα ἡ τόση. Εἰς τοῦτο γονατίζοντας κάμνει ἀτή τση πὼς ἀγκαλιάζει τὰ πόδια του νὰ τὰ φιλήσει κ’ ἐκείνη τὰ σφίγγει καὶ ρίχτει τονε χάμαι· ἀπέκεις κράζει ὅλες νὰ ράξουν γιὰ νὰ τονὲ σκοτώσουσι. ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ Γυναῖκες μου, ὅλες τρέξετε νὰ κάμομεν ὁμάδι τοῦτο τὸν ἀπονότατο νὰ κατεβεῖ στὸν Ἅδη. Ἐδῶ ράσσουσιν ὅλες καὶ κολοῦσι του. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Βουηθήσετέ μου, δοῦλοι μου, τρέξετε, στρατηγοί μου, κι ἄπονα μὲ πληγώνουσι καὶ παίρνου τὴ ζωή μου. Ἐδῶ τονὲ σκοτώνουσι κ’ εἰς τοῦτο βγαίνει ἡ ἀσκιὰ τοῦ ἀδερφοῦ του καὶ στένεται ἀπὸ πάνω του καὶ λέγει: ΑΣΚΙΑ Τοῦτον ἐστέκουμου νὰ δῶ τὸ τέλος στὸ κορμί σου· τώρα ἂς κατέβει μετὰ μὲ στὸν Ἅδην ἡ ψυχή σου, νά ’χει κ’ ἐκεῖ τσὶ παιδωμὲς πάντα, καθὼς τυχαίνει, τόση μεγάλη σου ἀτυχιὰ νὰ μείνει πλερωμένη. ΝΕΝΑ Γυναῖκες μου, τὴν ἀπονιὰ σκολάσετε τὴν τόση, τὸ θάνατο μὲ θάνατο σώνει σας νὰ πλερώσει. ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ Ἄπονος κι ἀνελύπητος εἶν’ ὅποιος τὸ κατέχει κ’ εἰς τοῦτον ἁποὺ κάμαμε λύπηση λίγην ἔχει. ΝΕΝΑ Ὢ βασιλιὲ κακότυχε, ὢ πλῆσα κακομοίρη, Παρὰ κιανέναν ἄθρωπο, παρὰ κιανένα κύρη· σήμερο ἐπέτας σ’ τσ’ οὐρανοὺς κ’ ἔβανες εἰς τὸ νοῦ σου χαρὲς καὶ καλοριζικιὲς ἐσὲ καὶ τοῦ παιδιοῦ σου, κ’ ἐσένα πρίκες σ’ ηὕρασι, θάνατοι σ’ ἐπλακῶσα καὶ τ’ ὄνομά σου ἐλειώσασι, τσὶ δόξες σου ἐτελειῶσα. ΚΟΡΑΣΙΔΕΣ Τί στέκομέστα πλιὸν ἐδῶ, τί καρτεροῦμε πλιά μας; Στὴν κάμερά τση ἂς πάγομε τὴ δόλια τὴν κερά μας, τὸ ξόδι τση νὰ κάμομε μὲ πόνο καὶ μὲ θλίψη, κι οὐδὲ κιαμιὰ ἀπὸ λόγου μας τιμὴ μηδὲ τσῆ λείψει· κ’ ἐτοῦτον ἂς ἀφήσομε τὸν ἄπονο, νὰ βγοῦσι σκύλοι, σὰν εἶναι τὸ πρεπό, νὰ τονὲ μοιραστοῦσι. Πιάστε τη, κορασίδες μου, πιδέξα ὅσο μπορεῖτε· μάτια μου κακορίζικα, κ’ἴντά ’ναι τὰ θωρεῖτε! Εἰς τοῦτο τὴ σηκώνουσιν οἱ κορασίδες τση καὶ πᾶσι μέσα μὲ τὴν νένα καὶ ὁ χορὸς τῶν γυναικῶν, ἀπομένοντας καὶ λέγοντας τὰ κατωγεγραμμένα βέρσα, σέρνου καὶ τὸ βασιλιὰ μέσα καὶ χάνεται. ΧΟΡΙΚΟ ΧΟΡΟΣ Ὤ, πόσα κακορίζικους, πόσα λολοὺς νὰ κράζου τυχαίνει κείνους ἁποὺ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ λογιάζου πὼς εἶναι καλορίζικοι κ’ εἰς τ’ ἄστρη πὼς πετοῦσι γιὰ πλοῦτος, δόξες καὶ τιμὲς ἁποὺ σ’ αὐτοὺς θωροῦσι! Γιατὶ ὅλες οἱ καλομοιριὲς τοῦ κόσμου καὶ τὰ πλούτη μιὰ μόνο ἀσκιά ’ναι στὴ ζωὴ τὴν πρικαμένη τούτη, μιὰ φουσκαλίδα τοῦ νεροῦ, μιὰ λάβρα ποὺ τελειώνει τόσα γοργὸ ὅσο πλιὰ ψηλὰ τσὶ λόχες τση σηκώνει. ΤΕΛΟΣ ΤΣΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ","κερὰ = αφέντρα, αρχόντισσα τίς = ποιος Τοῦτα = εννοεί τα μέλη του Πανάρετου μέσα στο βατσέλι Χάμαι = κάτω ἀνιμένει = περιμένει γεῖς = ένας, κάποιος ἐργάζεται = μηχανεύεται, μηχανορραφεί ποσῶς = καθόλου πρίκα = πίκρα, στενοχώρια μάλλιοστας = αντίθετα, απεναντίας ἀντιτείνει = εναντιώνεται νὰ θὰ = να ἔχω καὶ γροικημένο = έχω ακουστά, έχω ακούσει νὰ συμπαθοῦσι = να συγχωρέσουν γὴ = ή (διαζευκτικό) φρόνιμα = συνετά, γνωστικά ἀρμηνέψω = συμβουλέψω Κλιτή = σκυφτή, γονατιστή στὰ μίλησα συμπάθιο νὰ μοῦ δώσει = σε όσα είπα να μου δώσει συγχώρεση ἀπέκεις = έπειτα, κατόπιν κράζει = φωνάζει ράξουν = ορμήξουν ἀνελύπητος = άσπλαχνος, σκληρός κάμερά = δωμάτιο ξόδι = νεκρώσιμη ακολουθία, κηδεία ἴντά ’ναι τὰ θωρεῖτε = τί είναι αυτά που βλέπετε βέρσα = στίχους λολοὺς = τρελούς, ανόητους ἀσκιά = σκιά λάβρα = φωτιά λόχες = φλόγες",,Ερωφίλη,Χορτάτσης Γεώργιος Abstract,"Ποιμενικό ειδύλλιο, έργο ανώνυμου συγγραφέα, αποτελούμενο από 476 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, εξαίρετο δείγμα της ποιμενικής ποίησης στον ελληνικό χώρο. Αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Τοποθετείται χρονικά στην εποχή ακμής της κρητικής λογοτεχνίας (περ. 1580-1669), είναι γραμμένο στην κρητική διάλεκτο και αγαπήθηκε πολύ τόσο από τους λογίους όσο και από τον απλό λαό.",,,Η Βοσκοπούλα,Ανώνυμος Η πρώτη συνάντηση των δύο νέων (στ. 1-100),"Ο νεαρός βοσκός περιπλανιέται στα δάση με το κοπάδι του. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του μια όμορφη κόρη και μαγεύεται από τα κάλλη της. ’Σ μεγάλην ἐξοριά, σ’ ἕνα λαγκάδι, μιὰν ταχινὴν ἐπῆγα στὸ κουράδι, σὲ δέντρη, σὲ λειβάδια, σὲ ποτάμια, σὲ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ καλάμια. Μέσα στὰ δέντρη κεῖνα τ’ ἀθισμένα, ποὺ βόσκαν τὰ λαφάκια τὰ καημένα, στὴ γῆ τὴ δροσερή, στὰ χορταράκια, ποὺ γλυκοκιλαϊδοῦσαν τὰ πουλάκια, πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ὡραία στὰ θώρη, ἔβλεπε κάποια πρόβατα δικά τζη κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὀμορφιά τζη. Ξαθά ’σαν τὰ μαλλιὰ τσῆ κεφαλῆς τση, καμάρι καὶ στολίδι τὸ κορμί τζη, κ’ ἡ φορεσιά, ποὺ φόρειεν, ἦτον ἄσπρη κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρη. Στρέφομαι καὶ θωρῶ τη μὲς στὰ μάτια κ’ ἐρράγην ἡ καρδιά μου τρία κομμάτια, γιατὶ ἔρωτες εἶχαν κ’ ἐδοξεῦγα καὶ νὰ μὲ σαϊττέψουν ἐγυρεῦγα. Κι ὡς μ’ εἴδασιν οἱ ἔρωτες κοντά τως μὲ προθυμιὰν ἁπλῶσα στ’ ἄρματά τως καὶ πιάνουσι σαΐττες καὶ βερτόνια γιὰ νὰ μοῦ δώσουν κρίση τὴν αἰώνια. Καὶ στὴν καρδιὰ ἡ σαΐττα τως μὲ σώνει· εἶπα καὶ τὸ κορμί μου δὲ γλυτώνει· τὸ φῶς μου καὶ τὰ μάτια ἐθαμπωθῆκα καὶ σὲ καημὸν ἀρίφνητον ἐμπῆκα. Κι ὀμπρὸς στὴ βρύση πέφτω λιγωμένος κ’ ἡ κόρη ἐθάρρειε κ’ εἶμαι ἀποθαμένος. Λέγει: «Τῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια ἐθανατῶσαν τὸ βοσκὸν αἰφνίδια. Ἔρχεται πρὸς ἐμένα καὶ γνωρίζει πὼς εἶμαι λιγωμένος κι ἀρχινίζει νὰ παίρνη ὡσὰν καλὴ καρδιὰ κι ἀέρα ἡ πλουμιστή μου κι ἄσπρη περιστέρα. Καὶ παίρνει κρυὸ νερὸν ἀπὸ τὴ βρύση κ’ ἔρχεται πρὸς ἐμένα νὰ τὸ χύση· ραίνει καὶ λαντουρᾶ τὸ πρόσωπό μου λογιάζοντας πὼς νά ’ναι γιατρικό μου. Τὸ πρόσωπό μου ξαναρραίνει πάλι, ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρη ἀπὸ τὴ ζάλη. Μὲ τὸ νερὸν ἐκεῖνο μοῦ φανίστη τὸ πὼς ὁ λογισμός μου ἐξεζαλίστη. Κι ἀπὸ τὴ γῆν ἐμάζωξε γιὰ μένα βότανα καὶ λουλούδια μυρισμένα· τὰ λούλουδα κ’ οἱ ἀθοὶ μυρίζαν τόσα, νεκρὸν ἀπὸ τὸν Ἅδη <μ’> ἐσηκῶσα. Σ’ ἔγνοια πολλὴν ἐμπῆκα πῶς ν’ ἀρχίσω κ’ εἰς εἶντα μόδο νὰ τσῆ φχαριστήσω τὸ σπλάχνος τὸ πολύ, τὴν καλωσύνη, ὁπού ’δειξε σ’ ἐμὲ τὴν ὥρα κείνη. Λέγω τση: «Σ’ εἶντα μόδο νὰ γυρέψω τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ νὰ σ’ ἀντιμέψω; Καὶ πῶς νὰ διάξω ’ς τοῦτο τὸ γομάρι, ἀνέγνωρος νὰ μὴ φανῶ στὴ χάρη; Τὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου κι ἂ σοῦ δώσω, δὲν ἠμπορῶ τὸ χριός μου νὰ πλερώσω οὐδὲ τὴν καλωσύνη σου τὴν τόση ὁ λόγος μου μπορεῖ νὰ τὴν πλερώση.» Ἀπιλογᾶται τότες τὸ κοράσο, λέγει μου: «Τὸ κορμί σου ἐπὰ στὸ δάσο εὑρέθηκε σὲ κίντυνο περίσσο καὶ θέλεις νὰ τὸ δῶ νὰ μὴ βουηθήσω; Ποιὸς ἄθρωπος μοῦ τό ’θελε παινέσει καὶ ποιὸς θεὸς μοῦ τό ’χε συχωρέσει; Ποιὰ λυγερὴ δὲ μ’ εἶχε κατακρίνει, ἄσπλαχνη νὰ φανῶ τὴν ὥρα κείνη; Κ’ οἱ πέτρες μοῦ τὸ θέλασι γογγύσει, μὲ δίχως πλερωμὴ νὰ σ’ εἶχ’ ἀφήσει. Ὥς καὶ ἡ ἀσκιά μου μ’ ἤθελε μισήσει, ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση. Ἄσπλαχνη καὶ κακὴ μ’ ἤθελαν κράζει· ὅλοι μικροὶ μεγάλοι μ’ ἀτιμάζει· τὰ πρόβατά μου ἐθέλασινε φύγει κι οὐδ’ ἄθρωπος ποτὲ μοῦ ’θελε σμίγει. Δὲν ἧτο μπορετὸ κι ἀλλιῶς νὰ κάμω <καὶ> κάλλια βαλθῆν ἤθελα τὴν ἄμμο μὲ ἵδρωτα, μὲ πόθο νὰ μετρήσω, παρά τέτοιο βοσκὸ νὰ μὴ βουηθήσω. Γεῖς φρόνιμος βοσκὸς μ’ ὄμορφα κάλλη εὑρέθηκε σὲ παιδεμή μεγάλη κ’ ἤμουνε κρατημένη νὰ βουηθήσω, κόπο νὰ βάλω νὰ τὸν ἀναστήσω. Μ’ ἀποὺ τὴ φχαριστιά, βοσκέ, τὴν τόση, ἁποὺ μιλεῖς καὶ δίδεις μου μὲ γνώση, σ’ ἀγάπη περισσὴ βαλμένη μ’ ἔχεις κ’ εἰς τὰ θελήματά σου, νὰ κατέχης. Τσῆ ξᾶς μου μπλιὸ δὲν εἶν’ τὰ λογικά μου νὰ πάγω ν’ ἀκλουθῶ στὰ πρόβατά μου, μά ’χω χαρὰ νὰ στέκω στὸ λειβάδι, συντροφιασμένοι νά ’μεσταν ὁμάδι.» Ἀφήνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιάση, πόση χαρὰν ἐπῆρα κεῖ στὰ δάση μιλώντας τσὶ καημούς μου καὶ τὰ πάθη κ’ ἡ συνοδειά μου στὰ πεθύμου νά ’ρθη. Σὰν τί χαρά ’τον τότες ἡ δική μου καὶ τί δροσιάν, ὁπού ’δεν τὸ κορμί μου! Ἄλλος βοσκὸς στὸν κόσμο δὲν ἐχάρη οὐδὲ κ’ εἰς τὸ γιαλὸ χαίρεται ψάρι.","ἐξοριά = μακρινό και άξενο τόπο ταχινὴν = ένα πρωί [η ταχινή] κουράδι = κοπάδι, ποίμνιο καλάμια = καλαμιώνες, έκταση γεμάτη με καλαμιές [το καλάμιν] ἀθισμένα = ανθισμένα πανώρια = πανέμορφη [επίθ. πανωραίος ή πανώριος] λυγερή = νέα γυναίκα, κοπέλα ευλύγιστη (βλ. περισσότερα στο σχόλιο του ίδιου στ.) ὡσὰν = σαν, όπως στὰ θώρη = στην όψη, στη θωριά [το θώρι] ἔβλεπε κάποια πρόβατα = βοσκούσε κάποια πρόβατα [έκφρ. βλέπω πρόβατα: βοσκώ] τζη = της Ξαθά = ξανθά θωρῶ = βλέπω, κοιτάζω, αντικρίζω ἐρράγην ἡ καρδιά μου = με κυρίευσε σφοδρή λύπη [έκφρ. ραγίζεται η καρδιά μου] ἐδοξεῦγα = τόξευαν [δοξεύω] σαϊττέψουν = σημαδέψουν με σαΐτες, να (με) πλήξουν με ερωτικό βέλος (μεταφ.) ἐγυρεῦγα = επιδιώκαν, ήθελαν [γυρεύγω] τως = τους ἁπλῶσα = απλώσαν το χέρι, έπιασαν σαΐττες = βέλη τόξου [η σαΐτα] βερτόνια = βέλη τόξου [το βερτόνι] κρίση = μαρτύριο, βάσανο σώνει = φτάνει ἀρίφνητον = αμέτρητο [επίθ. αρίφνητος] λιγωμένος = λιπόθυμος, αναίσθητος [λιγωμένος, μτχ. του λιγώνομαι ως επίθ.] ἐθάρρειε = νόμιζε, πίστευε [θαρρώ] Τῶν ἀμματιῶ μου τὰ παιγνίδια = των ματιών μου τα νοήματα γνωρίζει = καταλαβαίνει, αντιλαμβάνεται νὰ παίρνη ὡσὰν καλὴ καρδιὰ = να ευχαριστιέται [έκφρ. παίρνω καλή καρδιά] ἀέρα = θάρρος (εννοεί να παίρνει θάρρος) πλουμιστή = στολισμένη [επίθ. πλουμιστός] ραίνει = περιβρέχει [ραίνω] λαντουρᾶ = ραντίζει [λαντουρώ] ὡγιὰ νὰ μὲ συφέρη = για να με συνεφέρει, να με κάνει να συνέλθω [συφέρνω] μοῦ φανίστη = μου φάνηκε ἐξεζαλίστη = έγινε ξεκάθαρος, νηφάλιος (προκ. για τον λογισμό, τον νου) [ξεζαλίζομαι] μυρισμένα = ευωδιαστά, μυρωδάτα [μυρισμένος, μτχ. παρακ. του μυρίζομαι ως επίθ.] ἀθοὶ = ανθοί, λουλούδια εἰς εἶντα μόδο = με ποιον τρόπο [ο μόδος: ο τρόπος] τὸ σπλάχνος = τη συμπόνια ἀντιμέψω = ανταμείψω νὰ διάξω = να ενεργήσω, να συμπεριφερθώ [διάγω] γομάρι = φορτίο (μεταφ.) ἀνέγνωρος = αχάριστος (επίθ.) χριός = χρέος Ἀπιλογᾶται = απαντά [απιλογούμαι] κοράσο = κορίτσι ἐπὰ = εδώ (επίρρ.) περίσσο = περίσσιο, πολύ μεγάλο μοῦ τό ’θελε παινέσει = θα μου το επιδοκίμαζε μοῦ τὸ θέλασι γογγύσει = θα μου το παραπονιόντουσαν [γογγύζω] πλερωμὴ = ανταμοιβή ἀσκιά = σκιά ἂ δὲν ἤθελα κάμει δίκια κρίση = αν δεν είχα αποφασίσει δίκαια [έκφρ. κάνω κρίση: αποφασίζω] μ’ ἤθελαν κράζει = θα με αποκαλούσαν μ’ ἀτιμάζει· = θα με κατηγορούσαν μοῦ ’θελε σμίγει = θα έσμιγε μαζί μου, θα με συναντούσε κάλλια βαλθῆν ἤθελα = καλύτερα να είχα βαλθεί/να είχα αποφασίσει Γεῖς = ένας φρόνιμος = συνετός, μυαλωμένος (επίθ.) παιδεμή = συμφορά, δυστυχία κρατημένη = υποχρεωμένη [κρατημένος, μτχ. εδώ ως επίθ.] ἁποὺ = που γνώση = φρονιμάδα, επιμέλεια τὰ θελήματά = τις επιθυμίες κατέχης = ξέρεις, γνωρίζεις ξᾶς = εξουσίας μπλιὸ = πλέον (επίρρ.) ὁμάδι = μαζί λογιάση = σκεφτεί [λογιάζω] συνοδειά = συντροφιά (μεταφορ.), η αγαπημένη στὰ πεθύμου = σ’ αυτά που επιθυμούσα δροσιάν = ευχαρίστηση, χαρά (μεταφορ.)",,Η Βοσκοπούλα,Ανώνυμος Ο έρωτας των δύο νέων και ο αποχωρισμός (στ. 217-320),"Η βοσκοπούλα προτείνει στον νέο να περάσουν τη νύχτα στη σπηλιά της, καθώς ο πατέρας της απουσιάζει. Ακολουθεί η περιγραφή πρώτα του εξωτερικού της σπηλιάς και έπειτα του εσωτερικού της. Οι δύο νέοι ετοιμάζονται να δειπνήσουν. Ἔπιαμε μιὰ καὶ δυό∙ συγκερασμένο ἤτονε τὸ πιοτό μας τὸ καημένο μὲ τὰ φιλιὰ στὸ δροσερὸν ἀέρα καὶ μὲ τὸ πιάσε ἑνοὺς τ’ ἀλλοῦ τὴ χέρα. Ὁ πρῶτος λόγος, ὁποὺ λέω στὴν κόρη: «Πολλά ’μαι κουρασμένος ’πὸ τὰ ὄρη κ’ ἤθελα νὰ μοῦ ἔκανες τὴ χάρη νὰ πήγαμε γοργὸν εἰς τὸ κλινάρι.» Προθυμερὰ σιμώνομε στὴν κλίνη θέτομε ἀγκαλιασμένοι ἐγὼ κ’ ἐκείνη· καὶ μὲ τὸ παῖξε - γέλασε ἀρχινίζει ὅλη ἡ ἀνατολὴ νὰ κοκκινίζη. Κ’ εἰς λίγην ὥρα βλέπομε τὸν ἥλιο κ’ ἐξάπλωνε τσ’ ἀκτῖνες του στὸ σπήλιο· περιλαμπὰς τὸν ἥλιο χαιρετοῦμε καὶ πάμε τὰ κουράδια μας νὰ βροῦμε. Καὶ πάλι τὸ βραδὺ στὸν ἴδιον τόπο εὑρίσκομέστα μὲ πιδέξιον τρόπο, π’ ἄθρωπος δὲν ἐμπόρει νὰ γνωρίση οὐδὲ ποσῶς νὰ μᾶσε μολοήση. Μά ’ρθεν ἐκείν’ ἡ ὥρα ἡ πρικαμένη, τὸ γέροντα τὸν κύρη τζη ἀνιμένει καὶ λέγει μου ἀποσπέρας ἡ κερά μου: «Ταχιά, βοσκέ, νὰ σέ ’χα συντροφιά μου! Τὸν κύρη μου ταχιὰ τὸν ἀνιμένω κι ἀπὸ τὸ σπήλιο οὐδὲ ποσῶς ἐβγαίνω· ἄμε καὶ σὺ στὴ μάντρα τὴ δική σου καὶ μὲς στὸ μῆνα πάλι μοῦ θυμήσου· ἐπὰ στὸν ἴδιον τόπο νὰ γυρίσης οὐδὲ ποτέ σου μὴ μ’ ἀλησμονήσης, γιατὶ τότες ὁ κύρης μου καὶ πάλι δουλειὰν ἔχει ἐδεκεῖ νὰ κάμη κι ἄλλη.» Τὴ νύκτα κείνη θέτω πρικαμένος μὲ λογισμὸ μεγάλον ὁ καημένος· τὸ Θεὸν ἐπαρακάλου νὰ μ’ ἀξιώση νὰ μὴ βιαστῆ γοργὸ νὰ ξημερώση. Μὰ λέγω τσ’ ἄχολης μου περιστέρας: «Πολλὰ βαραίνω πρὸς τὸ φῶς τσῆ μέρας, γιατὶ παρὰ ποτὲ τοῦτο τὸ βράδυ ἐβιάστη νὰ μὴ μείνωμεν ὁμάδι.» Καὶ πρὸς τὸν ἥλιο, πού ’χα πάντα θάρρος, κλαίω μὲ παραπόνεση καὶ βάρος: «Ὦ ἥλιε <μου>, πολλὴ χαρὰ ποὺ φέρνεις, γιὰ ποιὰ ἀφορμὴν ἐμένα τήνε παίρνεις;» Σκώνομ’ ἐγὼ πρωτύτερ’ ἀπὸ κείνη κι ἀφήνω την κ’ ἐκείτετο στὴν κλίνη· σιμώνω δὰ καὶ σκύφτω καὶ φιλῶ τη καὶ μ’ ἀναστεναγμὸ ποχαιρετῶ τη: «Γειὰ καὶ χαρὰ σ’ ἀφήνω νὰ τὴν ἔχης καὶ κάμε, πέρδικά μου, νὰ κατέχης κι ἂ ζήσω, μὲς στὸ μῆνα ἔρχομαι πάλι νὰ βρῶ τ’ ἀγγελικά, ὄμορφά σου κάλλη.» Στρέφεται καὶ θωρεῖ με κι ἀρχινίζει τὸ ριζικό τζη ν’ ἀναθεματίζη· τὰ δάκρυά της ἄρχισαν κ’ ἐτρέχα τὰ κοραλλένια χείλη της ἐβρέχα: «Ἀνάθεμά σε, μοῖρα μου καημένη, ποῦ μοῦ τὴν εἶχες τούτη φυλαμένη· ὡς ἧψα τὸ κερί, νὰ μοῦ τὸ σβήσης, σὲ μεγάλη σκοτάγρα νὰ μ’ ἀφήσης!» Σηκώνεται καὶ θὲ νὰ παραγγείλη κ’ ἐτρέμασι τὰ ζαχαρένια χείλη κι ἀπὸ τὰ δάκρυα πασανεὶς ἐγροίκα τὸ βάρος, ὁποὺ εἶχε καὶ τὴν πρίκα. Καὶ λέγει μου: «Βοσκέ, ἄμε, ποὺ νά ’χης καμάρι καὶ χαρές, ὅπου κι ἄ λάχης· κι ὅπου κι ἂν εἶσαι, ὁ νοῦς μου εἶ στὰ ξένα νὰ ζήσω, νὰ τελειώσω μετὰ σένα. Τσῆ ποθητῆς, ποὺ σ’ εἶχε σὰν τὸ φῶς τση κ’ ἐδιάλεξε νὰ σ’ ἔχη σύντροφό τζη, θυμήσου τση, μὴ τὴν ξαλησμονήσης καὶ κάμε το γοργὸ γιὰ νὰ γυρίσης.» ─ «Ὅνταν ἰδῆς τὸν κόρακα ν’ ἀσπρίση καὶ τὸν αὐγερινὸ ν’ ἀποσπερίση, κορμί δίχως ψυχή νὰ πορπατήση, τότες κ’ ἐγὼ θέλω σ’ ἀλησμονήσει. Πιὰ γλήγορα στὴ γῆ νὰ ζήση ψάρι κι ὁ ἔρωτας νὰ χάση τὸ δοξάρι κ’ ἡ νύκτα δίχως ἄστρα καὶ δροσούλα παρὰ ν’ ἀφήσω τέτοια βοσκοπούλα. Μ’ ἀπείτις μοῦ ’ναι τοῦ φτωχοῦ γραμμένο νὰ πορπατῶ ἀπὸ δῶ, μακρὰ νὰ πηαίνω παραγγελιὰ σ’ ἀφήνω νὰ θυμᾶσαι· πάντα στὸ νοῦ σου μετὰ μένα νά ’σαι.» Μὲ κλάματα κ’ ἐγὼ ἀπὸ κεῖ μισεύγω, πάγω τὰ πρόβατά μου νὰ γυρεύγω κι ἀγάλι - ἀγάλι μάκρυνα τὸν τόπο μὲ βάσανα, μὲ πρίκες καὶ μὲ κόπο. Μὰ πέρασεν ὁ μήνας, ἧρθ’ ἡ ὥρα νὰ πὰ νὰ βρῶ ἐκείνη τὴν πανώρια, μὰ θέλησεν ἡ μοῖρα μου τ’ ἀζάπη, τὸ ριζικό μου κ’ ἡ πολλή τζη ἀγάπη <κ’> ἔπεσ’ ἀρρωστημένος στὸ κλινάρι κ’ ἐλίγεψέ μου ἡ δύναμη κ’ ἡ χάρη, καὶ πρίχου γιάνω, νὰ καλοτερέψω, στράτα νὰ πορπατήσω πρὶν μπορέσω. Ἐπέρασεν ὁ μήνας πρὶ νὰ θέσω κ’ ἐδιάβη κι ἄλλος, <ὥστε> νὰ μπορέσω νὰ πορπατήσω, νὰ σαλευγουδίσω, νὰ πὰ νὰ τὴν εὑρῶ, νὰ τσῆ μιλήσω. Μὰ μέσα <’ς> τσὶ δυὸ μῆνες ἐγροικούμου τὴ δύναμη δαμάκι τοῦ κορμιοῦ μου· μὲ <πλήσια> προθυμιὰ κινῶ νὰ πάω κρατώντας τὸ ραβδάκι ν’ ἀκουμπάω.","καημένο = συμπαθητικό (;) [καημένος, μτχ. μέσου παρακ. του καίω ως επίθ.] Πολλά = πολύ (επίρρ.) γοργὸν = γρήγορα (επίρρ.) κλινάρι = κρεβάτι Προθυμερὰ = πρόθυμα (επίρρ.) σιμώνομε στὴν κλίνη = πλησιάζουμε στο κρεβάτι [σιμώνω] θέτομε = πλαγιάζουμε [θέτω] περιλαμπὰς = αγκαλιασμένοι (επίρρ.) κουράδια = κοπάδια εὑρίσκομέστα = βρισκόμασταν πιδέξιον = έξυπνο ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) μολοήση = φανερώσει, αποκαλύψει [μολογώ] πρικαμένη = πικραμένη (μτχ.) κύρη τζη = πατέρα της [ο κύρης] ἀνιμένει = περιμένει ἀποσπέρας = από το προηγούμενο βράδυ (επίρρ.) Ταχιά = αύριο (επίρρ.) ἄμε = πήγαινε μάντρα = στάνη, μαντρί ἐπὰ = εδώ (επίρρ.) ἀλησμονήσης = ξεχάσεις [αλησμονώ και ελησμονώ] ἐδεκεῖ = εκεί (επίρρ.) μὲ λογισμὸ μεγάλον = με μεγάλη έγνοια ἄχολης = άκακης [επίθ. άχολος] βαραίνω = αγανακτώ παρὰ ποτὲ = περισσότερο από ποτέ ἐβιάστη = έσπευσε [βιάζομαι] ὁμάδι = μαζί βάρος = παράπονο, πίκρα ἐκείτετο = ήταν ξαπλωμένη [κείτομαι] δὰ = εδώ, σ’ αυτή τη θέση [εδά] κατέχης = ξέρεις ἂ = αν θωρεῖ με = με βλέπει ἀναθεματίζη = καταριέται [αναθεματίζω] ἧψα = άναψα [άπτω ή άφτω] σκοτάγρα = σκοτάδι παραγγείλη = δώσει διαταγή, προσταγή [παραγγέλνω] πασανεὶς = καθένας ἐγροίκα = ένιωθε, καταλάβαινε [γροικώ] πρίκα = πίκρα καμάρι = χαρά ἄ λάχης = αν βρεθείς, αν είσαι [λαχαίνω] νὰ τελειώσω μετὰ σένα = να πεθάνω μαζί σου ξαλησμονήσης = ξεχάσεις [ξαλησμονώ] το γοργὸ = γρήγορα (επίρρ., εδώ έναρθρο) ν’ ἀποσπερίση = να εμφανιστεί το βράδυ [αποσπερίζω] θέλω σ’ ἀλησμονήσει = θα σε ξεχάσω δοξάρι = τόξο ἀπείτις = αφού (σύνδ.) φτωχοῦ = δύστυχου, άμοιρου [επίθ. φτωχός] γραμμένο = γραφτό, μοιραίο [γραμμένος, μτχ. μέσου παρακ. του γράφω, εδώ το ουδ. ως ουσ.] μισεύγω = φεύγω ἀγάλι - ἀγάλι = αργά (επίρρ.) μάκρυνα = απομακρύνθηκα από [μακραίνω] πανώρια = πολύ όμορφη, πανέμορφη [επίθ. πανωραίος] ἀζάπη = καημένου [επίθ. αζάπης] ἐλίγεψέ = λιγόστεψε, ελαττώθηκε [λιγεύω] χάρη = ικανότητα πρίχου = πριν νὰ θέσω = πέσω άρρωστος στο κρεβάτι ὥστε = ώσπου σαλευγουδίσω = περπατήσω αργά και με κόπο [σαλευγουδίζω] ἐγροικούμου = αισθανόμουν [γροικούμαι] δαμάκι = λίγο (επίρρ.) πλήσια = πολλή [επίθ. πλήσιος]",,Η Βοσκοπούλα,Ανώνυμος Ο θρήνος του βοσκού (στ. 341-476),"Άσχημα προαισθήματα καταλαμβάνουν την ψυχή του βοσκού, δεν μπορεί όμως να πάει στην αγαπημένη του, επειδή δεν έχει αναρρώσει ακόμη πλήρως. Όταν τελικά επιστρέφει μετά από καιρό, βρίσκει τη σπηλιά της βοσκοπούλας εγκαταλελειμμένη. Σ’ ἑνοὺς βουνοῦ κορφή, σ’ ἕνα χαράκι ξανοίγω καὶ θωρῶ ’να γεροντάκι κ’ ἔβλεπε κάποια πρόβατα <ὁ> καημένος, ἀδύναμος καὶ μαυροφορεμένος. Σφυρίζω καὶ φωνάζω, χαιρετῶ τον καὶ γιὰ τὴ βοσκοπούλ’ ἀναρωτῶ τον· μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο τοῦ δηγούμου καὶ τὰ δὲν ἤθελ’ ἄκουα κ’ ἐφουκρούμου. Γροικῶ τὸ γέρο ὀμπρὸς κι ἀναστενάζει, τὸ ριζικό, τὴ μοῖραν του ἀτιμάζει <καὶ> κλαίοντας μοῦ λέγει: «Ἡ πεθυμιά σου ἀπόθανε, δὲν εἶναι πλιὰ κοντά σου. Γι’ αὐτείνη, ποὺ ρωτᾶς, ἦτον παιδί μου, θάρρος μου τοῦ φτωχοῦ κι ἀπαντοχή μου, μὰ ὁ Χάρος τὴν ἐπῆρεν ἀπ’ ὀμπρός μου κ’ ἐθάμπωσε τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς μου. Καλόκαρδή τον πάντα καὶ χαρά μου, ἀνάπαψη πολλὴ στὰ γερατειά μου, μὰ ὁ λογισμός, ἁπού ’χε πᾶσα βράδυ, παράκαιρα τὴν ἔβαλε στὸν Ἅδη. Ὁλημερνὶς κι ὁληνυκτὶς νὰ κλαίγη, χίλια κακὰ τσῆ μοίρας τση νὰ λέγη, σὰν τὸ κερὶ ἐλίγαινε, ὅνταν ἅφτη, ὥστε ποὺ διάβην εἰς τὴ γῆ κ’ ἐθάφτη. Ποτὲ τὴ νύκτα δὲν ἐθώρειεν ὕπνο οὐδ’ ἔτρωγε τὸ γιόμα οὐδὲ τὸ δεῖπνο. Ἔδιωχνεν ἀπ’ ὀμπρός τση τὸ κουράδι, ποὺ τό ’χε συντροφιὰ κ’ ἦσαν ὁμάδι. Πολλὲς φορὲς στὸν ὕπνο τζη ἐξυπᾶτο, ἀμοναχή τζη ἐμίλειε κ’ ἐδηγᾶτο κι ὥρα τὴ μιὰ μερὰ κι ἄλλη νὰ πιάση ἕνα καλὸ βοσκό, πού ’χε στὰ δάση. Ἐξύπνουν τηνε τότες κ’ ἔλεγά τζη είντα πολλὰ βαρά <’ν> τὰ ὄνειρα τζη κ’ εἶντά ’ναι τὰ δηγᾶται καὶ τὰ λέγει καὶ πάραυτας ἀρχίνιζε νὰ κλαίγη: «Κύρη, μεγάλον ἄδικο μοῦ κάνεις νὰ μὲ ξυπνᾶς καὶ νὰ μ’ ἀναθιβάνης, τὴν ὥραν, ὅπου βλέπω στ’ ὄνειρό μου τὸν πολυαγαπημένο τὸ βοσκό μου.» Τὰ ’ννιάμερά τζη ἦσαν ὀψές, ὑγιέ μου. Τὴν ὥρα, ποὺ ξεψύχα, ἐμίλησέ μου· παραγγελιὰ μ’ ἀφῆκε: «Ἐπὰ στὰ δάση ἕνας καλὸς βοσκὸς θέλει περάσει, μελαχρινός, λιγνὸς καὶ γελασιάρης, νέος καὶ μαυρομάτης, διωματάρης, καὶ θέλει σὲ ρωτήξει, ὡγιὰ νὰ μάθη γιὰ κείνην, ὁποὺ ἀπόθανε κ’ ἐχάθη. Καὶ νὰ τοῦ πῆς πὼς εἶν’ ἀποθαμένη, μὰ δὲν τοῦ λησμονᾶ <ποτὲ> ἡ καημένη· κι ἄς τηνὲ λυπηθῆ κι ἄς τηνὲ κλάψη, τὰ ροῦχα του γιὰ λόγου τζη νὰ βάψη. Τὴν ἀφορμὴ τοῦ ’πέ, πὼς τὴν ἐχάσε, ὡσὰν εἶδε τὴ μέρα κ’ ἐπεράσε: ζιμιὸ ἀλησμόνησέ τη τὴν καημένη· γιὰ κεῖνο ἐθανατώθη πρικαμένη.» Καὶ ἀπὸ τὰ σουσούμια ἐκεῖνος εἶσαι καὶ κλαίγει σε ἡ καρδιά μου καὶ πονεῖ σε, γιατ’ ἤθελα παιδί μου νὰ σὲ κάμω κ’ εἴχαμε μιλημένα γιὰ τὸ γάμο.» Ἔκλαιγεν ἡ καρδιά μου κ’ ἐθρηνᾶτο, σὰν ἄκουσα τέτοιας λογῆς μαντᾶτο· οὐδ’ ἔβλεπα οὐδ’ ἄκουα οὐδ’ ἐθώρου· στὰ πόδια <μου> νὰ στέκω δὲν ἐμπόρου. Κι ἀρχίνισα τὴ μοῖρα μου νὰ βρίζω, τὸ ριζικό μου ν’ ἀναθεματίζω, τὸν ἔρωτα τὸν ψεύτη ν’ ἀτιμάζω καὶ μπλιὸ γιὰ τὴ ζωὴ νὰ μὴ λογιάζω: «Κύρη γονή, νὰ ζήσης, ἀφεντάκι, μὴ βαρεθῆς τὴ στράτα καμποσάκι νὰ πάμε στὸ μνημούρι τσῆ κερᾶς μου, νὰ κάμω τὸ κοντέντο τσῆ καρδιᾶς μου. Σὲ σπήλιο σκοτεινὸ νὰ κατοικήσω, ποτὲ παρηγοριὰ νὰ μὴ γροικήσω, μὰ πάντα μοναχός μου νὰ γυρίζω οὐδὲ νὰ δῶ οὐδὲ ν’ ἀναντρανίζω. Δίχως γαμπά, ξεπόδητος νὰ πηαίνω ’ς τόπον ἀγκαθερὸ καὶ χιονισμένο, νὰ μὲ θωροῦ γδυμνὸ κι ἀναμαλλιάρη κι ὅλοι νὰ μὲ κρατοῦσι δαιμονιάρη. Γιὰ σφάλμα καὶ γιὰ πάθητα δικά μου ἔβαλα εἰς τὸν Ἅδη τὴν κερά μου. Νά ’χα τη φτάξει ζωντανή, νὰ μάθη τὴν ἀρρωστιὰ καὶ τὰ πολλά μου πάθη! Τώρα θωρῶ κι ἀλήθια μ’ ἀπαρνήθης στ’ ἀραχνιασμένο στρῶμα, ποὺ κοιμήθης· καὶ δὲ μπορῶ <ὁ> φτωχὸς νὰ σὲ ξυπνήσω, νὰ μοῦ συντύχης καὶ νὰ σοῦ μιλήσω. Μάτια <μου>, ἀφόντ’ ἐχάσετε τὸ φῶς σας μπλιὸ λυγερὴ μηδὲν ἰδῆτε ὀμπρός σας· καὶ ποιὰ παρηγοριὰ μπορεῖ νὰ σώση, ἀλάφρωση <’ς> τσὶ πόνους μου νὰ δώση; Φίλους καὶ συγγενεῖς θέλω μισήσει. Δὲ θέλω νὰ σφαγῶ, μὰ θέλω ζήσει, γιὰ νά ’χω πόνους, πρίκες καὶ λαχτάρες, καθημερνὸ καημοὺς καὶ λιγωμάρες. Μὰ θὲ νὰ ζιῶ καὶ θὲ νὰ παραδέρνω, χίλιες φορὲς τὴν ὥρα νὰ ποθαίνω· τὰ ὄρη, τὰ χαράκια νὰ μὲ φάσι καὶ νά ’ναι ἡ κατοικιά μου μὲς στὰ δάση. Μέρα - νύχτα νὰ κλαίω, νὰ θρηνοῦμαι, τὰ πάθη μου στὰ ὄρη νὰ δηγοῦμαι· νὰ κάμω τὰ θεριὰ νὰ μ’ ἀκλουθοῦσι, νὰ κλαίου μετὰ μένα, νὰ πονοῦσι. Μπαντούρα νὰ μὴν παίξω οὐδὲ φιαμπόλι, ’ς λειβάδι νὰ μὴ μπῶ οὐδ’ εἰς περβόλι. Τὰ πρόβατά μου μπλιὸ νὰ μὴν ἀρμέξω, μὰ νὰ περνῶ κακὸν καιρὸ κι ἀδέξο. Τὸ προβατάκι τ’ ἄσπρο, τὸ μπολιάρι, ὁπού ’χα τσῆ κερᾶς μου ἀμπολιάρε ι, ἐκεῖνο μόνο νά ’χω μετὰ μένα, νὰ πηαίνωμε τὰ δυὸ συντροφιασμένα. Νὰ κλαίγη ἐμὲ τ’ ἀρνὶ κ’ ἐγὼ τὴν κόρη, νὰ πορπατοῦμε στὰ βουνά, στὰ ὄρη· στὴν ἀγκαλιά μου νὰ τ’ ἀποκοιμίζω, τὸ ριζικό μου τὸ κακὸ νὰ βρίζω. Κι ὅντε βροντᾶ κι ἀστράφτει καὶ χιονίζει, κανεὶς βοσκὸς στὰ ὄρη δὲ γυρίζει, τότες ἐγὼ στὰ βουνὰ καὶ στὰ ὄρη νὰ κλαίγω αὐτείνη τὴν πανώρια κόρη. Κι ὅντεν ὁ ἥλιος καίει πέτρες καὶ ξύλα, ὅλοι σιμώνου στοῦ δεντροῦ τὰ φύλλα, τότες πάγει ὁ βοσκός, δροσιὸ γυρεύγει, ἐγὼ νά ’μαι στὸν ἥλιο νὰ μὲ καίγη. Νὰ μὴν ἐβγῆ βοσκὸς ἀπὸ τὸ σπήλιο, τὰ νέφη νὰ σκεπάσουσι τὸν ἥλιο καὶ νὰ ψυγοῦν τὰ χόρτα στὸ λειβάδι κι ἀπὸ τὴ μάντρα νὰ μὴ βγῆ κουράδι. Οὐδὲ πουλὶ στὸ δάσο μὴν πετάξη καὶ τὴν αὐγὴν ὁ πετεινὸς μὴν κράξη· <καὶ> τ’ ἀηδονάκι μπλιὸ μὴν κελαϊδήση κι ἀετὸς ἄς τυφλαθῆ, μὴν κυνηγήση. Τὴ νύκτα μὴν προβάλη τὸ φεγγάρι· εἰς τὸ γιαλὸ νὰ μὴ βρεθῆ μπλιὸ ψάρι κι ἄς ἀποφρύξου βρύσες καὶ ποτάμια κι ἄς ξεραθοῦν τὰ τρυφερὰ καλάμια.»","χαράκι = βράχο ξανοίγω = κοιτάζω, παρατηρώ με προσοχή, προσέχω θωρῶ = βλέπω ἀναρωτῶ = εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ ἐφουκρούμου = άκουγα προσεκτικά [αφουκρούμαι] Γροικῶ = ακούω ὀμπρὸς = πρώτα, στην αρχή ἀτιμάζει = κατηγορεί, βρίζει [ατιμάζω] Ἡ πεθυμιά σου = αυτή που επιθυμείς, που ποθείς πλιὰ = πλέον (επίρρ.) ἀπαντοχή = (ηθικό) στήριγμα ἐθάμπωσε = θόλωσε, σκοτείνιασε ἀνάπαψη = ικανοποίηση, χαρά, ανακούφιση ἁπού = που παράκαιρα = όχι στην κατάλληλη ώρα, σε ακατάλληλο χρόνο (επίρρ.) ἐλίγαινε = έλιωνε (μεταφορ.) [(ο)λιγαίνω] ὅνταν ἅφτη = όταν ανάβει ποὺ διάβην εἰς τὴ γῆ = πέθανε [έκφρ. διαβαίνω εις την γην] δὲν ἐθώρειεν ὕπνο = δεν κοιμόταν (έκφρ.) γιόμα = γεύμα, μεσημβρινό φαγητό κουράδι = κοπάδι ὁμάδι = μαζί (επίρρ.) ἐξυπᾶτο = ταραζόταν, τρόμαζε (από όνειρο ή τύψεις) [ξυπώμαι] είντα = πόσο (με επίθετο και επίρρημα) πολλὰ βαρά = πολύ δυσβάστακτα/καταθλιπτικά [επίθ. βαρύς] εἶντά = τι (ερωτ.) πάραυτας = αμέσως (επίρρ.) Κύρη = πατέρα [ο κύρης] ἀναθιβάνης = μιλάς ὀψές = χθες (επίρρ.) Ἐπὰ = εδώ (επίρρ.) γελασιάρης = γελαστός (επίθ.) διωματάρης = χαριτωμένος δὲν τοῦ λησμονᾶ = δεν τον ξεχνά ὡσὰν = όταν (σύνδ.) ζιμιὸ = αμέσως (επίρρ.) πρικαμένη = πικραμένη (μτχ.) σουσούμια = χαρακτηριστικά μαντᾶτο = μήνυμα, πληροφορία ἀναθεματίζω = καταριέμαι ἀτιμάζω = κατηγορώ, βρίζω μπλιὸ = πια (επίρρ.) λογιάζω = υπολογίζω, σκέφτομαι ἀφεντάκι = πατέρα τὴ στράτα = τον δρόμο καμποσάκι = λίγο (επίρρ.) στὸ μνημούρι = στον τάφο τὸ κοντέντο = την ευχαρίστηση, την επιθυμία ἀναντρανίζω = κοιτάζω γαμπά = κάπα, πανωφόρι (συνήθως μάλλινο) [ο γαμπάς] ξεπόδητος = ξυπόλυτος (επίθ.) γδυμνὸ = Δε βρέθηκε ->Γ419α ἀναμαλλιάρη = γυμνό (επίθ.) νὰ μὲ κρατοῦσι δαιμονιάρη = να με θεωρούν παράφορο/τρελό [επίθ. δαιμονιάρης] πάθητα = αρρώστια, πάθηση Νά ’χα τη φτάξει = να την είχα προφτάσει/προλάβει μ’ ἀπαρνήθης = με αρνήθηκες εντελώς, με ξέχασες [απαρνούμαι] συντύχης = μιλήσεις [συντυχαίνω] ἀφόντ’ = αφότου ἀλάφρωση = ανακούφιση νὰ σφαγῶ = να αυτοκτονήσω λιγωμάρες = λιποθυμίες [η λιγωμάρα] παραδέρνω = υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι νὰ μὲ φάσι = να με φάνε μετὰ μένα = μαζί με μένα Μπαντούρα = είδος πνευστού μουσικού οργάνου, συγγενικού με τη φλογέρα [η μπαντούρα ή πανδούρα] φιαμπόλι = Σύλλογος Κρητών Αιγάλεω: Η Κρητική Αναγέννηση] ""> [πηγή: Σύλλογος Κρητών Αιγάλεω: Η Κρητική Αναγέννηση] είδος φλογέρας ἀδέξο = δυσάρεστο, κακό [επίθ. αδέξος] μπολιάρι = σημαδεμένο, ξεχωρισμένο [επίθ. αμπολιάρης] ἀμπολιάρε = ξεχωρίσει [αμπολιάρω] ὅντε = όταν (σύνδ.) πανώρια = πολύ όμορφη, πανέμορφη [επίθ. πανωραίος] σιμώνου = πλησιάζουν δροσιὸ = σκιερό, δροσερό τόπο [το δροσιό] ψυγοῦν = παγώσουν [ψύγομαι] ἄς ἀποφρύξου = ας ξεραθούν, ας στερέψουν [αποφρύσσω]",,Η Βοσκοπούλα,Ανώνυμος Abstract,"Θρησκευτικό δράμα, αποτελούμενο στην παρούσα έκδοση από 1.144 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του κρητικού θεάτρου. Γράφτηκε πιθανότατα στις αρχές του 17ου αιώνα, ενώ πολλοί μελετητές το αποδίδουν στον Βιτσέντζο Κορνάρο, ποιητή του Ερωτόκριτου. Η υπόθεση του δράματος είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο Θεός, θέλοντας να δοκιμάσει την πίστη του Αβραάμ, του ζητά να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του.",,,Η Θυσία του Αβραάμ,Ανώνυμος Διάλογος Αβραάμ-Σάρρας (στ. 129-194),"Για να δοκιμάσει την πίστη του Αβραάμ, ο Θεός στέλνει τη νύχτα άγγελο σ’ αυτόν και ζητά να του προσφέρει σε θυσία τον μονογενή του γιο, Ισαάκ. Ο Αβραάμ ξυπνά έντρομος και παρακαλά τον Θεό να του πάρει όλα του τα πλούτη, να πάρει αυτόν τον ίδιο, αλλά να αφήσει τον Ισαάκ. Καμία, όμως, απάντηση δεν έρχεται από τον ουρανό. Στο μεταξύ, ξυπνά η Σάρρα και με τις ερωτήσεις της επιτείνει την αγωνία του Αβραάμ. ΑΒΡΑΑΜ Ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ ζητᾶς καὶ πεθυμᾶς νὰ μάθεις, μάθεις το θὲς καὶ δεῖς το θές, καημένη, σὰν τὸ πάθεις· μὰ πρὶ γενεῖ, ἀποκοτιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ δὲν ἔχω, γιατὶ τὴ γνώμη σου γρικῶ, τσὶ πράξες σου κατέχω, καὶ θὲς νὰ κάμεις ταραχή, σὰ σοῦ τὸ μολογήσω, κι ὅντα βαλθῶ νὰ σοῦ τὸ πῶ, πάντα γυρίζω ὀπίσω. Τάξε μου καὶ νὰ μὴ σφαγεῖς καὶ κακοθανατίσεις καὶ μηδὲ νὰ σκανταλιστεῖς, εἰς ὅ,τι κι ἂ γρικήσεις· νὰ κάμεις πέτρα τὴν καρδιά, νὰ μὴ σοῦ δώσει πόνο, καὶ τότε νὰ σοῦ δηγηθῶ ἐκεῖνο ποὺ σοῦ χώνω. ΣΑΡΡΑ Μολόγησέ μου το κι ἐμέ, ἂν ἀγαπᾶς τὴ Σάρρα, πέ μου το καὶ μηδὲ δειλιᾶς κι ἂς πάψει αὐτὴ ἡ τρομάρα· καὶ νὰ μὲ δεῖς πολλὰ κλιτή, πολλὰ σιγανεμένη, ἂ μοῦ ’πες πὼς ὁ Ἰσαὰκ σήμερον ἀποθαίνει. ΑΒΡΑΑΜ Καημένη, κι ἐπροφήτεψες ὡς ἦρθες ἐκ τὸ στρῶμα κι ηὕρηκες τό ’χω στὴν καρδιά, πρὶ νὰ τὸ πεῖ τὸ στόμα. ΣΑΡΡΑ Δέ με, Ἀβραάμ, γονατιστὴ ποὺ σοῦ ζητῶ τὴ χάρη νὰ μοῦ τὸ πεῖς, καὶ τὴν καρδιὰ νὰ κάμω σὰ λιθάρι, ν’ ἀφουκραστῶ μ’ ἀπομονὴ κι εἰς ὅ,τι μοῦ μιλήσεις ποτὲ νὰ μὴν ἀντισταθῶ, μὰ νὰ γενεῖ τ’ ὁρίσεις. Ὅσο πλιὰ λὲς κι εἶναι βαρὺ ἐτοῦτο τὸ μαντάτο, ἐτόσο πλιὰ τὰ λογικὰ μοῦ βάνεις ἄνω κάτω, κι ἐτόσο πλιὰ αὐτὴ ἡ καρδιὰ μὲ ξεκινᾶ καὶ θέλει νὰ μάθω τί ’ναι τὸ βαρὺ κακὸν ὁποὺ μᾶς μέλλει. Μὴ στέκεις, σὲ παρακαλῶ, μὲ χείλη σωπασμένα, μά, νὰ χαρεῖς τὸν Ἰσαάκ, μολόγα το κι ἐμένα. ΑΒΡΑΑΜ Κάτεχε πὼς Ἀφέντης μας καὶ Πλάστης καὶ Θεός μας θυσίαν ἐπεθύμησε νὰ κάμω τὸν ὑγιό μας. Τὸν Ἰσαὰκ μοῦ ’ζήτηξε, κι ὅρισε δίχως ἄλλο νὰ τόνε σφάξω κι εἰς πυρρὴ φωτιὰ νὰ τόνε βάλω· καὶ θέλει μὲ τὴ χέρα μου ὅλα νὰ τὰ τελειώσω κι ἀπάνω σὲ ψηλὸ βουνὶ εὐκαριστιὰ νὰ δώσω. Λοιπὸ τὴν πρίκα, ὡς φρόνιμη, διῶξε ἀποὺ τὴν καρδιά σου, διῶξε καὶ πάσα σαρκικὴ λύπη ἀπὸ κοντά σου. Τοῦτη εἶναι ὀρδινιὰ Θεοῦ, ὁποὺ τὰ πάντα ὁρίζει, τσὶ δούλους του τσὶ μπιστικοὺς τέτοιας λογῆς γνωρίζει. Παρηγοροῦ, σὰ γνωστική, τίποτα μὴ βαραίνεις, μόνο φκαρίστα τὸν Θεὸ εἰς ὅ,τι κι ἂν παθαίνεις. Αὐτὸς ὁρίζει ἐσὲ κι ἐμὲ καὶ θέλει τὸν ὑγιό μας· τὸ θέλημά του νὰ γενεῖ, ἀμ’ ὄχι τὸ δικό μας. Τὸ τέκνο μας δὲν εἶναι ἐμᾶς, μόν’ εἶναι πλιὰ δικό του· τώρα τὸ θέλει· ποιὸς μπορεῖ νὰ βγεῖ ἐκ τὸν ὁρισμό του; ΣΑΡΡΑ Ὄφου μαντᾶτο, ὄφου φωνή, ὄφου καρδιᾶς λακτάρα, ὄφου φωτιὰ ποὺ μ’ ἔκαψε, ὄφου κορμιοῦ τρομάρα! Ὄφου μαχαίρια καὶ σπαθιά, ποὺ ’μπῆκαν στὴν καρδιά μου κι ἐκάμαν ἑκατὸ πληγὲς μέσα τὰ σωθικά μου! Μὲ ποιὰν ἀπομονὴ νὰ ζῶ, νὰ μὴν ἐβγεῖ ἡ ψυχή μου, ἀξάφνου μ’ ἔτοιο θάνατο νὰ χάσω τὸ παιδί μου; Κι ἂς ἤθελα γενεῖ κουφή, τυφλὴ στὰ γερατειά μου, νὰ μὴ θωροῦ τὰ μάτια μου, νὰ μὴ γρικοῦ τ’ αὐτιά μου· μὰ νὰ γρικῶ καὶ νὰ θωρῶ, ὑγιέ μου, πὼς σὲ χάνω, χίλιες πληγὲς εἰς τὴν καρδιὰ τούτη τὴν ὥρα βάνω. Πῶς νὰ τὸ πλεροφορεθῶ, νὰ μὴν παραλογίσω, καὶ τὸ μαντάτο τὸ πρικὺ τίνος νὰ τὸ γρικήσω; Ὦ μεγαλότατε Κριτή, καὶ πάψε τὸ θυμό σου, στὴ σημερνὴν ἀπόφαση ἄλλαξε τὸ σκοπό σου. Τσῆ δικιοσύνης τὸ σπαθὶ βάλε το στὸ φηκάρι καὶ πιάσ’ τσ’ ἐλεημοσύνης σου, ποὺ ἔχει μεγάλη χάρη· καὶ μετὰ κεῖνο κρίνε τα σήμερο τὰ κακά μας κι ἄφησ’ τὸ τέκνο μας νὰ ζεῖ τώρα στὰ γερατειά μας. Ἤ δῶσ’ μου ἐμένα θάνατο, πρὶ ν’ ἀποθάνει ἐκεῖνο, καὶ μὴν τ’ ὁρίσει ἡ χάρη σου δίχως του ν’ ἀπομείνω. Ἐχάθηκέ μου ἡ δύναμη, ἐκόπη ἡ καρδιά μου, ἡ ψή μου συμμαζώνεται κι ἦρθαν τὰ ὕστερά μου. Βοηθᾶτε μου, καὶ δὲ μπορῶ, γρικῶ κι ἐβγαίνει ἡ ψή μου, ἐτέλειωσαν τὰ ἔτη μου, ἐδιάβη ἡ ζωή μου.","πεθυμᾶς = επιθυμείς [πεθυμώ] σὰν = όταν (σύνδ.) πρὶ = πριν (σύνδ.) ἀποκοτιὰ = τόλμη, θάρρος γρικῶ = εννοώ, καταλαβαίνω κατέχω = γνωρίζω, ξέρω ὅντα = όταν (χρον. σύνδ.) βαλθῶ = επιχειρήσω [βάνομαι] Τάξε = υποσχέσου [τάσσω] κακοθανατίσεις = βρεις άσχημο θάνατο [κακοθανατίζω] σκανταλιστεῖς = μπεις σε πειρασμό, σε κακή σκέψη [σκανταλίζομαι] ἂ = αν (σύνδ.) γρικήσεις = ακούσεις [γρικώ] χώνω = κρύβω δειλιᾶς = δειλιάζεις, φοβάσαι [δειλιώ] πολλὰ = πολύ (επίρρ.) κλιτή = ταπεινή, κατηφή [επίθ. κλιτός] σιγανεμένη = ήρεμη, ήσυχη [σιγανεμένος, μτχ. του ρ. σιγανεύομαι] ὡς = ευθύς ως, μόλις (χρον. σύνδ.) καὶ τὴν καρδιὰ νὰ κάμω σὰ λιθάρι = να γίνω καρτερική, να πετρώσω (μεταφ.) ν’ ἀφουκραστῶ = να ακούσω [αφουκρούμαι] τ’ ὁρίσεις = αυτό που θα διατάξεις πλιὰ = περισσότερο, πιο (επίρρ. συγκρ. βαθμού) μαντάτο = νέο, είδηση ἐτόσο πλιὰ = τόσο περισσότερο ξεκινᾶ = παρακινεί, προτρέπει [ξεκινώ] Κάτεχε = γνώριζε, μάθε [κατέχω] ὅρισε = διέταξε [ορίζω] πυρρὴ φωτιὰ = φωτιά που καίει καλά εὐκαριστιὰ = ευχαριστήρια προσφορά φρόνιμη = συνετή, μυαλωμένη [επίθ. φρόνιμος] ὀρδινιὰ = παραγγελία, διαταγή ὁρίζει = εξουσιάζει, κυβερνά μπιστικοὺς = πιστούς, αφοσιωμένους [επίθ. μπιστικός] γνωρίζει = αναγνωρίζει γνωστική = συνετή, φρόνιμη [επίθ. γνωστικός] βαραίνεις = στενοχωριέσαι, αγανακτείς [βαραίνω] δὲν εἶναι ἐμᾶς = δεν είναι δικό μας νὰ βγεῖ ἐκ τὸν ὁρισμό του = να τον παρακούσει [φρ. βγαίνω εκ τον ορισμόν κάποιου: παρακούω, απειθώ σε κάποιον] Ὄφου = ώχου, αλίμονο (επιφ. που εκφράζει λύπη ή αγανάκτηση) μ’ ἔτοιο = με τέτοιον θωροῦ = βλέπουν [θωρώ] παραλογίσω = παραφρονήσω, τρελαθώ [παραλογίζομαι] πρικὺ = πικρό [επίθ. πικρύς] τίνος νὰ τὸ γρικήσω = ποιον να τον κάνω να το ακούσει σκοπό = επιθυμία, πρόθεση, επιδίωξη φηκάρι = θήκη του μαχαιριού ή του σπαθιού χάρη = δύναμη μετὰ κεῖνο = με εκείνο τὰ κακά = τις κακές πράξεις, τις αμαρτίες ἡ χάρη σου = αντί «Συ» (επί του Θεού) ἐκόπη ἡ καρδιά μου = εξαντλήθηκα [φρ. κόβεται η καρδιά μου: εξαντλούμαι, λιποθυμώ] ψή = ψυχή και συνεκδοχικά η ζωή συμμαζώνεται = περιστέλλεται, περιορίζεται [συμμαζώνομαι] τὰ ὕστερά = η τελευταία στιγμή, το τέλος γρικῶ = αισθάνομαι, νιώθω",,Η Θυσία του Αβραάμ,Ανώνυμος Ο Αβραάμ παρηγορεί τη Σάρρα (στ. 321-402),"Ο άγγελος εμφανίζεται για δεύτερη φορά, προκειμένου να υπενθυμίσει στον Αβραάμ το πρόσταγμα του Κυρίου. Ο Αβραάμ αποφασίζει να φύγει με τον Ισαάκ, πριν συνέλθει η Σάρρα από τη λιποθυμία. Διατάζει λοιπόν τους δούλους να κάνουν τις απαραίτητες ετοιμασίες. Ο ίδιος ζώνεται στη μέση το σπαθί που θα χρησιμεύσει στη θυσία, όταν μία από τις υπηρέτριες της Σάρρας έρχεται και του αναγγέλλει ότι η κυρία της συνήλθε από τη λιποθυμία και τον ζητά. Ο Αβραάμ πηγαίνει να την παρηγορήσει. * ΑΒΡΑΑΜ Πόνος παιδιοῦ, πόνος γυνῆς μὲ πολεμοῦν ὁμάδι, τσῆ Σάρρας θλίψη, δάκρυα μὲ βάνουν εἰς τὸν Ἅδη. Ἂς πάγω μέσα νὰ τὴ βρῶ, νὰ τὴν παρηγορήσω, νὰ σιγανέψει τσὶ φωνὲς, κι ὥρά ’ναι νὰ κινήσω. * ΣΑΡΡΑ Δὲν ἔχω πλιό μου νάκαρα, ἡ δύναμή μου ἐχάθη· ἐτοῦτα φέρνουν οἱ καημοί, τῶ σωθικῶ τὰ πάθη. Δὲν ἔχω πόδια νὰ σταθῶ, ζαλίζομαι νὰ πέσω, δὲν ἔχω νοῦ νὰ δέομαι καὶ νὰ παρακαλέσω. ΑΒΡΑΑΜ Ἠγαπημένη μου γυνή, μὴν κάνεις σὰν κοπέλι· τοῦτο ποὺ θὲ νὰ πάθομε Ἀφέντης μας τὸ θέλει. Σίμωσε, κάτσε μετὰ μέ, μὴν κλαίγεις, μὴ θρηνᾶσαι, μὲ κλάηματα καὶ μὲ δαρμούς, καημένη, δὲ φελᾶσαι. Τὸ τέκνον ὁποὺ ἐκάμαμε δὲν εἶν’ δική μας χάρη· ὁ Πλάστης μᾶς τὸ ’χάρισε, τώρα θὲ νὰ τὸ πάρει. Τί θέλεις, ὦ βαριόμοιρη, νὰ κλαίγεις, νὰ θρηνᾶσαι, καὶ τυραννᾶς με, τὸ φτωχό, κι ἐσὺ μηδὲ φελᾶσαι; Δὲν εἶν’ καιρὸς γιὰ κλάηματα, Σάρρα μου, θυγατέρα, εἶναι καιρὸς παρηγοριᾶς, ἀπομονῆς ἡμέρα. ΣΑΡΡΑ Ἴντα μυστήριο φρικτό, ἴντα καημὸς καὶ πάθος, ὅντα μοῦ ποῦσι, τέκνο μου, τὸ πὼς ἐγίνης ἄθος! Ὄφου, μὲ ποιὰν ἀποκοτιὰ νὰ δυναστεῖς νὰ σφάξεις τέτοιο κορμὶ ἀκριμάτιστο καὶ νὰ μηδὲν τρομάξεις; Θέλεις το νὰ σκοτεινιαστοῦ τὰ μάτια σου, τὸ φῶς σου, καὶ νὰ νεκρώσει τὸ παιδί, νὰ ξεψυχήσει ὀμπρός σου; Μὲ ποιᾶς καρδιᾶς ἀπομονὴ ν’ ἀκούσεις τὴ φωνή του, ὅντα ταράξει ὡσὰν ἀρνὶ ὀμπρός σου τὸ κορμί του; Ὄφου, παιδὶ τσ’ ἀπακοῆς, ποῦ μέλλεις νὰ στρατέψεις, ’ς ποιὸν τόπο σ’ ἐκαλέσασι νὰ πᾶς νὰ ταξιδέψεις; Κι ὣς πότε νὰ σὲ καρτερεῖ ὁ κύρης κι ἡ μητέρα, ποιὰν ἑβδομάδα, ποιὸν καιρό, ποιὸ μήνα, ποιὰν ἡμέρα; Ὄφου, τὰ φύλλα τσῆ καρδιᾶς καὶ πῶς νὰ μὴν τρομάσσου, ὅνταν εἰς ἀλλουνοῦ παιδὶ ἀκούσω τ’ ὄνομά σου; Τέκνο μου, πῶς νὰ δυναστῶ τὴν ἀποχώρισή σου, πῶς νὰ γρικήσω ἀλλοῦ φωνή κι ὄχι τὴν ἐδική σου; Τέκνο μου, καὶ γιατὶ ’θελες νὰ λείψεις ἀπὸ μένα; Ἐγίνης τόσα φρόνιμο παρὰ παιδί κιανένα! Τάσσω μου, ὑγιέ μου, τὸν καιρὸ ποὺ θέλω ἀκόμη ζήσει, νὰ μὴν ἀφήσω κοπελιοῦ γλώσσα νὰ μοῦ μιλήσει, καὶ νὰ θωροῦ τὰ μάτια μου πάντα στσῆ γῆς τὸν πάτο καὶ νὰ θυμοῦμαι πάντοτε τὸ σημερνὸ μαντᾶτο. ΑΒΡΑΑΜ Σάρρα, μὴ δίδεις πλιὰ καημὸ καὶ πάθος τσῆ καρδιάς μου καὶ κάμεις με ἀνυπόληφτο δοῦλο στὰ γερατειά μου. Μὴ μοῦ δειλιᾶς τὴν ὄρεξη, νὰ μὴ γιαγείρω ὀπίσω, πιάσω μαχαίρι καὶ σφαγῶ καὶ κακοθανατίσω. Τὸ λογισμὸ συνήφερε, τὰ σφάλματά σου φτιάσε, καὶ δὲν ἀρέσου τοῦ Θεοῦ ἐτοῦτα τὰ δηγᾶσαι. Καὶ τίνος ἀντιστένεσαι, κλαίγεις καὶ δὲν ἀρνεύγεις καὶ τοῦ Θεοῦ τοὺς ὁρισμοὺς κάθεσαι καὶ γυρεύγεις; Τὸ τέκνο μας, ἡ σάρκα μας, ἐμεῖς καὶ τὰ καλά μας, ὅλα ’ν’ τοῦ πλάστη πελελή, δὲν εἶναι ἐμᾶς δικά μας. Ποῦρι νὰ πέψει ἡ χάρη του, σὰν πάει στὸ πρόσωπό του τούτη ἡ θυσία ποὺ μελετῶ, νὰ πάψει τὸ θυμό του. Δὲ θέλω πλιὸ νὰ καρτερῶ, δὲ θέλω ν’ ἀνιμένω, πά νὰ ξυπνήσω τὸ παιδί, νὰ σηκωθεῖ, νὰ πηαίνω. * ΣΑΡΡΑ Ἐννιὰ μῆνες σ’ ἐβάσταξα, τέκνο μου, κανακάρη, ’ς τοῦτο τὸ κακορίζικο καὶ σκοτεινὸ κουφάρι. Τρεῖς χρόνους, γιέ μου, σοῦ ’διδα τὸ γάλα τῶ βυζώ μου, κι ἐσύ ’σουνε τὰ μάτια μου κι ἐσύ ’σουνε τὸ φῶς μου. Ἐθώρου κι ἐμεγάλωνες ὡσὰ δεντροῦ κλωνάρι κι ἐπλήθαινες στὲς ἀρετὲς, στὴ γνώση καὶ στὴ χάρη. Καὶ τώρα, πέ μου, ποιὰ χαρὰ βούλεσαι νὰ μοῦ δώσεις; Ὡσὰ βροντή, σὰν ἀστραπὴ θὲ νὰ χαθεῖς, νὰ λιώσεις. Κι ἐγὼ πῶς εἶναι μπορετὸ δίχως σου πλιὸ νὰ ζήσω; Ποιὸ θάρρος ἔχω, ποιὰ δροσά, στὰ γέρα μου τὰ ὀπίσω; Πόση χαρὰ τ’ ἀντρόγυνον ἐπήραμεν ἀντάμι, ὅντα μᾶς εἶπεν ὁ Θεὸς τὸ πὼς σὲ θέλω κάμει! Καημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ, πόσες χαρὲς ἐξώθης, παιδάκι μου, ὅντα σ’ ἔκαμα στὴ γῆ κι ἐφανερώθης! Πῶς ἐγυρίσαν οἱ χαρὲς σὲ θλῖψη ’ς μιὰν ἡμέρα, πῶς ἐσκορπίσα σὰν καπνὸς, σὰ νέφη στὸν ἀέρα! ΑΒΡΑΑΜ Μὴν τὰ λογιάζομεν αὐτά, μέλλει του ν’ ἀποθάνει, οὐδ’ ὄφελος μηδὲ καλὸ τὸ κλάημα σου τοῦ κάνει. Μόνο βαραίνεις τὸ Θεὸ καὶ χάρη δὲ μᾶς ἔχει εἰς τὴ θυσία τὴν κάνομε, γιατὶ ὅλα τὰ κατέχει. Ζύγωξε τσ’ ἀναστεναγμούς, ζύγωξε καὶ τὴν πρίκα, καὶ τὸ Θεὸ φκαρίστησε εἰς ὅ,τι μᾶς εὑρῆκα. ΣΑΡΡΑ Ἄγομε, νοικοκύρη μου, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸ θέλει· ἄμε καὶ νά ’ναι ἡ στράτα σας γάλα, δροσὲς καὶ μέλι· ἄμε ποὺ νὰ σ’ ἀφουκραστεῖ ὁ Θεός, νὰ σ’ ἀπακούσει, γλυκιὰ φωνὴ εἰς τὸ βουνὶ σήμερο νὰ σοῦ ποῦσι· κι ἂς τάξω, δὲν τὸ ’γέννησα, μηδ’ εἰδέ ’δα το ποτέ μου, μὰ ἕνα κερὶν ἀφτούμενον ἐκράτου κι ἤσβησέ μου.","ὁμάδι = μαζί (επίρρ.) σιγανέψει = χαμηλώσει την ένταση, να ησυχάσει [σιγανεύω] κινήσω = ξεκινήσω, αναχωρήσω [κινώ, ως αμτβ.] νάκαρα = σωματική δύναμη, κουράγιο δέομαι = προσεύχομαι κοπέλι = παιδί Ἀφέντης μας = ο Θεός Σίμωσε = πλησίασε, προσέγγισε [σιμώνω] μετὰ μέ = μαζί με μένα δαρμούς = θρήνους, οδυρμούς φελᾶσαι = ωφελείσαι [φελούμαι] Πλάστης = ο Θεός, ως δημιουργός του κόσμου βαριόμοιρη = κακόμοιρη, δυστυχισμένη [επίθ. βαριόμοιρος] φτωχό = δύστυχο, άμοιρο θυγατέρα = αγαπημένη, καλή (ως προσφώνηση) Ἴντα = τι, τι λογής (ερωτημ. αντων.) μυστήριο = ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού πάθος = συμφορά ὅντα = όταν (χρον. σύνδ.) ἄθος = κρύα στάχτη ἀποκοτιὰ = τόλμη, θάρρος δυναστεῖς = μπορέσεις ἀκριμάτιστο = που δεν έχει κρίματα, αναμάρτητο, αθώο [επίθ. ακριμάτιστος] ταράξει = σπαράξει [ταράσσω] μέλλεις = πρόκειται να, είσαι προορισμένο από τη μοίρα να στρατέψεις = περπατήσεις, οδοιπορήσεις [στρατεύω] καρτερεῖ = περιμένει κύρης = πατέρας δυναστῶ = υπομείνω, αντέξω [δυνάζομαι] φρόνιμο = συνετό, μυαλωμένο [επίθ. φρόνιμος] παρὰ = περισσότερο από [παρά + αιτιατική: δηλώνει σύγκριση] Τάσσω = υπόσχομαι θωροῦ = βλέπουν ἀνυπόληφτο = ανάξιο να με εκτιμούν [επίθ. ανυπόληφτος] Μὴ μοῦ δειλιᾶς τὴν ὄρεξη = μη με κάνεις να δειλιάσω (έκφρ.) γιαγείρω = γυρίσω πίσω, επιστρέψω κακοθανατίσω = βρω άσχημο θάνατο [κακοθανατίζω] συνήφερε = επανάφερε [συνηφέρνω] φτιάσε = επανόρθωσε, διόρθωσε τὰ = τα οποία ἀντιστένεσαι = αντιστέκεσαι, εναντιώνεσαι [αντιστένομαι + γεν.] ἀρνεύγεις = ειρηνεύεις, ησυχάζεις γυρεύγεις = εξετάζεις, ερευνάς τὰ καλά = υπάρχοντα, περιουσία, αγαθά Ποῦρι = αρκεί μόνο, φτάνει να μελετῶ = «δουλεύω» στο μυαλό μου, έχω κατά νου, (προ)ετοιμάζω ἀνιμένω = περιμένω ἐβάσταξα = κυοφόρησα (προκ. για έγκυο γυναίκα) κανακάρη = χαϊδεμένε, αγαπητέ σκοτεινὸ = δυστυχισμένο (εδώ μεταφορικά) κουφάρι = σώμα Ἐθώρου = έβλεπα, παρατηρούσα [θωρώ] ἐπλήθαινες = αυξανόσουν, μεγάλωνες [πληθαίνω] βούλεσαι = θέλεις, επιθυμείς μπορετὸ = δυνατό, κατορθωτό [επίθ. μπορετός] δροσά = ευχαρίστηση, χαρά (μεταφορ.) γέρα = γερατιά, γεράματα ἀντάμι = μαζί ἐξώθης = αξιώθηκες [αξιώνομαι] ἐγυρίσαν = μεταστράφηκαν νέφη = σύννεφα λογιάζομεν = σκεφτόμαστε, λογαριάζουμε [λογιάζω] βαραίνεις = στενοχωρείς χάρη = ευχαριστία, ευγνωμοσύνη κατέχει = γνωρίζει, ξέρει Ζύγωξε = διώξε [ζυγώνω] πρίκα = πίκρα Ἄγομε = πήγαινε, άμε [β΄ εν. προστ. του άγω] νοικοκύρη = οικοκύρη (ως προσφώνηση συζύγου) στράτα = δρόμος ἀπακούσει = εισακούσει [απακούω] βουνὶ = βουνό τάξω = θεωρήσω, λογαριάσω [τάσσω] ἀφτούμενον = αναμμένο [μτχ. του ρ. άφτομαι ή άπτομαι]",,Η Θυσία του Αβραάμ,Ανώνυμος Διάλογος Αβραάμ-δούλων (στ. 635-738),"Ο Αβραάμ συγκρατεί τον πόνο του και προσπαθεί να πείσει τη Σάρρα να υποταχθεί και αυτή στο θέλημα του Θεού. Όταν πηγαίνουν να ξυπνήσουν τον Ισαάκ, η Σάρρα δεν μπορεί να συγκρατήσει τον πόνο της και αρχίζει το μοιρολόι. Ο Αβραάμ τής ζητά επίμονα να απομακρυνθεί, μήπως με τα κλάματά της ξυπνήσει το παιδί, και αυτή αποσύρεται στο διπλανό δωμάτιο. Ο ίδιος ξυπνά με δυσκολία τον γιο του και λίγο πριν ξεκινήσουν για το βουνό ο Ισαάκ ζητά να αποχαιρετήσει τη μητέρα του. Ακολουθεί μία από τις πλέον συγκινητικές σκηνές του έργου, ο αποχωρισμός μάνας και παιδιού. Κατά την πορεία προς το βουνό, ο Ισαάκ παρατηρεί τη λύπη του πατέρα του και ζητά να μάθει την αιτία της. Την ίδια ερώτηση του υποβάλλουν κατόπιν οι δύο δούλοι που τους συνοδεύουν, ο Σοφέρ και ο Σιμπάν. Για να μπορέσει να τους μιλήσει, ο Αβραάμ στρώνει κάτω από ένα δέντρο το «ρούχο» του για να αναπαυθεί ο Ισαάκ και κατόπιν αποκαλύπτει στους δούλους την προσταγή του Θεού. * ΑΒΡΑΑΜ Δοῦλοι καλοὶ καὶ μπιστικοί, τὸ πράμα τὸ ζητᾶτε, νὰ σᾶς τὸ πῶ, γιατὶ θωρῶ μὲ πόθο καὶ ρωτᾶτε. Ἀπόψε τὸ μεσάνυκτο ἀπὸ φωνὴν ἀγγέλου ἤκουσα πὼς τὸ τέκνο μου εἰς τσ’ ὀρανοὺς τὸ θέλου. Τὸ τέλος του ἔχει νὰ γενεῖ μ’ ἔτοιο βαρὺ κανόνα ὁποὺ δὲν ἐγρικήθηκεν ἀκόμη στὸν αἰώνα. Ὅρισε κι εἶπεν ὁ Θεός ἡ χέρα μου νὰ πιάσει, νὰ σφάξει, κάψει τὸ παιδί καὶ νὰ τὸ θυσιάσει. Κι οὐδ’ εἶναι πλιὸ μετανιωμός, γιατὶ τοῦ Ποιητῆ μου θυσίαν ἄξα σήμερο τοῦ κάμω τὸ παιδί μου. Ἐμάθετέ τα τὰ κουρφὰ καὶ πλιὸ μὴ μὲ ρωτᾶτε, γιατὶ μὲ σκανταλίζετε, κι ὄχι νὰ μὲ φελᾶτε. ΣΙΜΠΑΝ Ἀπεὶς δὲν εἶ μετανιωμός, δὲν εἶναι δικιοσύνη! Πράμα μᾶς λές ὁποὺ ποτὲ στὸν κόσμο δὲν ἐγίνη, νὰ σφάξει ὁ κύρης τὸ παιδί, τὸ πλιὰ ἀκριβὸ ποὺ νά ’χει καὶ νὰ τοῦ δώσει θάνατο δίχως κακιὰ καὶ μάχη. Μεγάλον εἶναι καὶ βαρύ, κι ὅσοι τὸ θέλου ἀκούσει μεγάλη καταδίκαση γιὰ σένα θὲ νὰ ποῦσι. ΑΒΡΑΑΜ Δὲν εἶναι ἐπὰ μετανιωμός κι Ἀφέντης μου τὸ θέλει, ’ς τόπον ἀρνιοῦ, ’ς τόπο ριφιοῦ νὰ σφάξω τὸ κοπέλι. ΣΟΦΕΡ Ἀφέντη, λόγιασε καλά, ἴντά ’ν’ αὐτά τὰ κάνεις καὶ τὸ παιδάκι ἄδικα μὴ θὲς νὰ τ’ ἀποθάνεις. Δὲς κι ἂν ἐπαραγρίκησες, συνήφερε τὸ νοῦ σου, κι ἐτοῦτον εἶναι φάντασμα, πείραξη τ’ ὄνειρού σου. Ὄνειρο ἦτον, Ἀβραάμ, ὄχι φωνὴ ἀγγέλου, καὶ τὰ ’νειροφαντάσματα νὰ σὲ πειράξου θέλου. Πῶς εἶναι τοῦτο μπορετό, ὁ Πλάστης νὰ θελήσει τέτοιο μυστήριο νὰ γενεῖ, ποὺ κάνει δίκια κρίση; Ἡ ζυγαρὰ ἡ ἄσφαλτος, ὁποὺ τὰ δίκια κρίνει, πῶς εἶναι μπορετὸν ἐδὰ νὰ σφάλει καὶ νὰ κλίνει; Παιδιὰ κι ἐγγόνια σοῦ ’ταξεν ὁ Κύριος νὰ σοῦ δώσει, κι ἐδὰ πῶς εἶναι μπορετὸ τὸ τάσσιμο νὰ λιώσει; Ἡ Σάρρα, πού ’τον ἄκαρπη καὶ γρὰ κατὰ τὴ φύση μηδ’ ἦτο γιὰ νὰ γαστρωθεῖ καὶ τέκνο νὰ ποιήσει, ὁ Κύριος τὴν εὐλόγησε, καὶ μετὰ σένα ὁμάδι τὸν Ἰσαὰκ ἐσπείρετε κι ἐκάμετε ὁμάδι. Κι ἡ φύσις πούρι ἐτρόμαξε νὰ δεῖ τοῦτο τὸ θάμα, κι ἐδά ’πε νὰ τὸ κάψετε; Δὲν εἶναι τέτοιο πράμα. Θυμᾶσαι πὼς σοῦ ἤταξεν ὁ Θεὸς τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ σπέρμα του, τοῦ Ἰσαὰκ, σὰν τ’ ἄστρα νὰ πληθύνει καὶ ὅλοι νὰ τὸν προσκυνοῦ, μεγάλο νὰ τὸν ἔχου, τὰ νέφαλα γιὰ λόγου του πάντα δροσὲς νὰ βρέχου; Κι ἐδὰ λογιάζεις ὁ Θεὸς τόνε ζητᾶ θυσία, στὰ γέρα σας κι ἀνημποριές, ὁποὺ σᾶς κάνει χρεία; Ἄσ’ το αὐτὸ τὸ μελετᾶς, ἔβγαλ’ το ἀποὺ τὸ νοῦ σου, μὴ θὲς νὰ καταδικαστεῖς, ὁπού ’σαι τοῦ καιροῦ σου. Πάψε τσ’ αὐτοὺς τσὶ λογισμούς, διῶξε τσ’ ἀπὸ σιμά σου, μὴ βγάλεις τέτοιον ὄνομα ἐδὰ στὰ γερατειά σου· μὴν τὸ φονέψεις τὸ παιδὶ μὲ δίχως νὰ σοῦ φταίσει, κύρη ἄπονο κι ἀλύπητο μὴν κάμεις νὰ σὲ λέσι. Ξένοι, δικοὶ τὸ ρέγονται τὸ τέκνο, ὅσοι τὸ δοῦσι, γιατὶ περίσσα γνωστικὸ παρὰ ἄλλο τὸ κρατοῦσι, ὄμορφο, ἀξαζόμενο, ἀπ’ ἀρετὲς γεμᾶτο, ἀφέντης ἔχει νὰ γενεῖ εἰσὲ πολὺ φουσάτο. Κι ἐσὺ πῶς εἶναι μπορετὸ νὰ τὸ ματοκυλήσεις καὶ τὴν κερά μας εἰς πολλὴ κακομοιριὰ ν’ ἀφήσεις, καὶ πάντα μετὰ λόγου σου βαρὰ καρδία νά ’χει; Ἀφέντη, μὴν τὸ βουληθεῖς νὰ μπεῖς εἰς τέτοια μάχη. Μὴν ἔμπεις ’ς τέτοιο πόλεμο μὲ τὴν κερὰ τὴ Σάρρα, μὴν κάμεις, ὅντα σοῦ γρικᾶ, νὰ τσῆ κολλᾶ τρομάρα, ἄπονο κύρη μὴ σὲ πεῖ κι ἀγρίκητο στὸν πόνο· τὴ στράτα τὴν περιπατεῖς ἄλλαξε καὶ τὸ δρόμο. ΑΒΡΑΑΜ Σοφέρ, εἰς τοῦτα τὰ μιλεῖς τὴν ψή σου κριματίζεις καὶ τὰ δηγᾶσαι δὲ γρικᾶς, τὰ λέγεις δὲ γνωρίζεις. Σφάνεις νὰ λὲς πὼς ἤτονε ὀνειροφαντασμάτου τ’ Ἀφέντη μου οἱ παραγγελιὲς καὶ τὰ θελήματά του. Καὶ τίς μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ εἰς ὅ,τι μᾶς ὁρίσει; καὶ τὰ κουρφά του ποιὸς μπορεῖ ποτὲ νὰ τὰ γρικήσει; Στὸ ὑψηλότατο θρονὶ ὅ,τι ἀποφασίσει, ἄθρωπος δὲν τήνε γρικᾶ τὴ φοβερή του κρίση. Ἀπὸ κακὸ βγάνει καλό, χαρὰ ἀποὺ τὴ θλίψη, κι ἀπ’ ὅ,τι ὁρίσει κι ὅ,τι πεῖ ἄθρωπος μὴν τοῦ λείψει. Τὸ τέκνον ὁποὺ ’ζήτηξε, πράμα δικό του θέλει· σκλάβος του ἐγώ, ἡ μάνα του, σκλάβος καὶ τὸ κοπέλι. Κιανένα πόνο δὲ γρικῶ, μά ’χω χαρὰ μεγάλη πὼς μ’ ἐσπλαχνίστη ὁ Θεὸς στὰ γερατειά μου πάλι. Πλιὰ ἄξον ἐδιάλεξεν ἐμὲ παρὰ κιανέναν ἄλλο εἰς τὸ κανίσκι τὸ ζητᾶ, καὶ θέλεις νὰ τοῦ σφάλω; Ἡ σάρκα ἂν εἶναι καὶ πονεῖ, ἀπομονὴν ἂς ἔχει· γρικᾶ το ὁ λογαριασμός, ὁποὺ καλλιὰ κατέχει. Ἄπονο κύρη ἂς μὲ ποῦν οἱ γλῶσσες τῶν ἀθρώπω κι ἂς κάμω τό ’πεν ὁ Θεὸς μὲ μπιστεμένο τρόπο. Τσῆ μάνας ἂν κακοφανεῖ, ἂ λυπηθεῖ, ἂν κλάψει, πάλι μὲ μέρες καὶ καιρὸ ἡ θλῖψη θέλει πάψει. Κλάηματα, πόνους δὲ θωρῶ, δὲ βάνω τα στὸ νοῦ μου, γιατὶ ἔχω πάντα πεθυμιὰ ν’ ἀρέσω τοῦ Θεοῦ μου. Τσὶ δούλους του τσὶ μπιστικοὺς ἔτσι ἀναγυρεύει ὁ εὑρισκόμενος παντοῦ, ὁποὺ ὅλους περισσεύει. Ποιὸς νοῦς, ποιὰ γνώση δύνεται ποτὲ νὰ λογαριάσει τὰ τοῦ Θεοῦ μυστήρια κι ἔτσι ψηλὰ νὰ φτάσει; Καὶ πεθυμήσει τό ’θελα μόνος καὶ μοναχός μου τὸ ζήτημα ποὺ μοῦ ’καμεν ὁ Βασιλεὺς τοῦ κόσμου. Κι ἐσύ, Σοφέρ, τώρα μοῦ λὲς ὀπίσω νὰ γυρίσω καὶ τὴ θυσία τὴ μελετῶ ἀκάμωτη ν’ ἀφήσω; Βάλε ἄλλο νοῦ καὶ λογισμὸ, κι ἐγὼ δὲν ἔχω πόνο, μὰ τ’ ὅρισεν Ἀφέντης μου γλήγορα ξετελειώνω. Τσῆ σάρκας τὰ πλανέματα ὀπίσω μου τ’ ἀφήνω, πάντα λογιάζω στὸν Κριτή, πάντά ’μαι μετὰ κεῖνο. Καὶ κάθου ἐδῶ μὲ τὸ Σιμπὰν, κι ἐγὼ μὲ τὸ κοπέλι πᾶμεν ἀπάνω στὸ βουνί, καθὼς ὁ Θεὸς τὸ θέλει· κι ἐκεῖ τὸ σφάζω νὰ καγεῖ, εὐκαριστιὰ νὰ δώσω, καλόκαρδος κι ὁλόχαρος τὸ χρέος μου νὰ πλερώσω. Πὰ νὰ ξυπνήσω τὸ παιδί, θωρῶ το καὶ σαλεύγει καὶ πασπατεύγει νὰ μὲ βρεῖ, καμμυῶντας μὲ γυρεύγει.","μπιστικοί = πιστοί, αφοσιωμένοι [επίθ. μπιστικός] θωρῶ = νομίζω, βλέπω μ’ ἔτοιο βαρὺ κανόνα = με τέτοια βαριά τιμωρία [κανόνας (εκκλ.): τιμωρία] ἐγρικήθηκεν = ακούστηκε [γρικούμαι] Ὅρισε = διέταξε [ορίζω] πλιὸ = πλέον, πια (επίρρ. συγκρ. βαθμού) μετανιωμός = δεν επιδέχεται μετάνοια, είναι οριστικό Ποιητῆ = δημιουργού, πλάστη ἄξα = άξια [επίθ. άξος] κουρφὰ = κρυφά [επίθ. κουρφός] σκανταλίζετε = βάζετε σε πειρασμό, σε πονηρή σκέψη φελᾶτε = ωφελείτε, βοηθάτε [φελώ] Ἀπεὶς = αφού, επειδή (σύνδ.) κύρης = πατέρας ἀκριβὸ = αγαπητό, προσφιλές κακιὰ = οργή, έχθρα, μίσος καταδίκαση = κατηγορία, κατάκριση ἐπὰ = εδώ (επίρρ.) Ἀφέντης = κύριος, άρχοντας/ο Θεός ’ς τόπον = στη θέση κάποιου, αντί κάποιου [φρ. εις τόπον] ριφιοῦ = κατσικιού [το ερίφιον] λόγιασε = σκέψου, λογάριασε [λογιάζω] ἴντά = τι (ερωτ.) ἐπαραγρίκησες = παρανόησες [παραγρικώ] φάντασμα = ενύπνιο, όνειρο πείραξη = δοκιμασία ’νειροφαντάσματα = φαντασιώσεις, παραισθήσεις [το ονειροφάντασμα] εἶναι τοῦτο μπορετό = είναι αυτό δυνατό μυστήριο = μυστική τελετή, ιεροτελεστία ζυγαρὰ = ζυγαριά ἄσφαλτος = αλάνθαστη [επίθ. άσφαλτος] ἐδὰ = τώρα (επίρρ.) κλίνει = εκτρέπεται, παρεκκλίνει τάσσιμο = τάξιμο, υπόσχεση λιώσει = αθετήσει, αναιρέσει [λειώνω] ἄκαρπη = στείρα (μεταφορ.) γρὰ = γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, γριά μετὰ σένα ὁμάδι = μαζί με σένα πούρι = βέβαια, μάλιστα ἤταξεν = υποσχέθηκε [τάσσω] νέφαλα = σύννεφα γέρα = γερατειά, γεράματα χρεία = ανάγκη τὸ μελετᾶς = που σχεδιάζεις ’σαι τοῦ καιροῦ σου = είσαι προχωρημένης ηλικίας, είσαι γέρος λογισμούς = σκέψεις, έγνοιες νὰ σὲ λέσι = να σε λένε ρέγονται = καμαρώνουν, θαυμάζουν [ορέγομαι] περίσσα γνωστικὸ παρὰ ἄλλο τὸ κρατοῦσι = το θεωρούν πάρα πολύ συνετό, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ἀξαζόμενο = άξιο, ικανό [αξαζόμενος, μτχ. του αξάζομαι ως επίθ.] φουσάτο = στράτευμα ματοκυλήσεις = κάνεις να κυλισθεί στο αίμα, σφάξεις [αιματοκυλώ] κερά = αρχόντισσα, αφέντρα μετὰ λόγου σου = με σένα βαρὰ = θλιμμένη, πικραμένη [επίθ. βαρύς] βουληθεῖς = αποφασίσεις [βούλομαι] ὅντα = όταν (χρον. σύνδ.) σοῦ γρικᾶ = σε ακούει κολλᾶ = κυριεύει (το νου ή την καρδιά) ἀγρίκητο = αναίσθητο [επίθ. αγρίκητος] τὴν = που, την οποία ψή = ψυχή κριματίζεις = κάνεις να αμαρτήσει, κολάζεις δὲ γρικᾶς = δεν καταλαβαίνεις Σφάνεις = κάνεις λάθος, αμαρτάνεις Ἀφέντη = του Κυρίου, Θεού κουρφά = μυστικά [επίθ. κουρφός, εδώ ως ουσ.] κρίση = απόφαση κοπέλι = παιδί Κιανένα = κανέναν δὲ γρικῶ = δεν αισθάνομαι, δεν νιώθω ἐσπλαχνίστη = λυπήθηκε [ευσπλαχνίζομαι] Πλιὰ = περισσότερο, πιο (επίρρ. συγκρ. βαθμού) κανίσκι = δώρο, χάρισμα λογαριασμός = λογισμός, σκέψη καλλιὰ κατέχει = καλύτερα γνωρίζει μπιστεμένο = πιστό, έμπιστο [μτχ. μπιστεμένος του εμπιστεύομαι ως επίθ.] ἂ = αν (υποθ. σύνδ.) δὲ θωρῶ = δεν υπολογίζω, δεν σκέφτομαι ἀναγυρεύει = δοκιμάζει περισσεύει = ξεπερνά, υπερτερεί δύνεται = μπορεί [δύνομαι] ζήτημα = εντολή (προκ. για τον Θεό) ἀκάμωτη = ανεκτέλεστη [επίθ. ακάμωτος] Βάλε ἄλλο νοῦ = άλλαξε γνώμη [φρ. βάνω άλλον νου: αναθεωρώ τις απόψεις μου, αλλάζω γνώμη] τ’ = αυτό που [το, αντων.] ξετελειώνω = τελειώνω, φέρνω σε πέρας τὰ πλανέματα = τις πλάνες, τις απάτες Κριτή = προσωνύμιο του Θεού εὐκαριστιὰ = ευχαριστήρια προσφορά θωρῶ = βλέπω πασπατεύγει = ψάχνει διά της αφής, ψαχουλεύει καμμυῶντας = μισοκλείνοντας τα μάτια [καμμυώ]",,Η Θυσία του Αβραάμ,Ανώνυμος Ο θρήνος του Ισαάκ (στ. 869-934),"Ο Αβραάμ διατάζει τους δούλους να μείνουν πίσω και να τους περιμένουν, ενώ ο ίδιος, μαζί με τον Ισαάκ, συνεχίζει την ανάβαση στο βουνό. Μετά από οδοιπορία τριών ημερών φτάνουν στον τόπο της θυσίας. Ο Ισαάκ, για να ξεκουράσει τον πατέρα του, κατασκευάζει ο ίδιος το θυσιαστήριο και, όταν ο πατέρας του τού αποκαλύπτει την αλήθεια, προσπαθεί με παρακλήσεις και δάκρυα να μεταβάλει την απόφασή του. Όταν, όμως, μαθαίνει ότι είναι σύμφωνη και η μητέρα του, τότε πλέον υποτάσσεται και αυτός, ζητώντας την ευλογία του πατέρα του. Ἀόρατε, λυπήσου με, ἄναρχε, πόνεσέ με, καὶ πολυέλεε Θεέ, τώρα ἐλευθέρωσέ με· σπλαχνίσου τοὺς γονέους μου ἐδὰ στὰ γερατειά τως, δῶσ’ μου ζωὴ νὰ τὼς βοηθῶ εἰς τὴν ἀνημποριά τως. Μ’ ἄν ἔν’ καὶ σὰν ἁμαρτωλοὶ δὲ μᾶσε πρέπει χάρη, πέψε τσῆ φύσης θάνατο πάραυτας νὰ μὲ πάρει, νὰ μοῦ σφαλίσει ὁ κύρης μου τὰ μάτια καὶ τὸ στόμα, νὰ κάμει λάκκο τοῦ κορμιοῦ, νὰ τὸ σκεπάσει χῶμα· νὰ μὴ γρικήσω τὸ σπαθὶ νὰ κόψει τὸ λαιμό μου, μηδὲ τρομάρα φοβερὴ κι ἄγρια στὸ θάνατό μου. Δὲν εἶναι πλιὸ μετάθεση, δὲν εἶναι ἐλεημοσύνη; Ἀπείτις ἔτσι τ’ ὅρισεν ὁ Κύριος ὁποὺ κρίνει, μιὰ χάρη μόνο σοῦ ζητῶ στὸν ἀποχωρισμό μου: νὰ μὴ θελήσεις ἄπονα νὰ κόψεις τὸ λαιμό μου· μὰ σφάξε με κανακιστά, σιργουλιστὰ κι ἀγάλια, γιὰ νὰ θωρεῖς τὰ δάκρυα, ν’ ἀκοῦς τὰ παρακάλια· νὰ σὲ θωρῶ, νὰ μὲ θωρεῖς, νὰ δῶ ἀνὲ λακταρίζεις καὶ τὸ φτωχὸ τὸν Ἰσαὰκ γιὰ τέκνο ἂ γνωρίζεις. Καὶ ὡσὰν ταράξω, νὰ μὲ δεῖς σὰν πρόβατον ὀμπρός σου, ἁπάλυνε τὴν ὄρεξη καὶ πάψε τὸ θυμό σου. Καὶ μὴ θελήσεις ἄπονα κι ἄλλο κακὸ νὰ πάθω: μηδὲ μὲ βάλεις στὴ φωτιά, μηδὲ μὲ κάμεις ἄθο· ὡσὰ μὲ σφάξεις, μὴν καγῶ, μὴν κάμεις τέτοια κρίση, νὰ μὴν τὸ μάθει ἡ μάνα μου καὶ κακοθανατίσει. Τὸ σφάμα καὶ τὸ σκότωμα πούρι βαστάξει θέλει, μὰ τῆς φωτιᾶς ἡ μάχαιρα νεκρώνει της τὰ μέλη. Μάνα μου, καὶ νὰ ’πρόβαινες, νὰ μ’ ἔβλεπες δεμένο καὶ νὰ σοῦ σύρω τὴ φωνὴ καὶ νὰ σοῦ πῶ «ἀποθαίνω!»· συμπάθιο νὰ σοῦ ’ζήτουνα, νὰ σὲ γλυκοφιλήσω καὶ νὰ σὲ σφικταγκαλιαστῶ, νὰ σ’ ἀποχαιρετήσω. Μάνα μου, πλιὸ δὲν ἔρχεσαι στὸ στρῶμα νὰ μὲ ντύσεις, νὰ μὲ ξυπνήσεις σπλαχνικὰ καὶ νὰ μὲ κανακίσεις. Μισεύγω σου καὶ χάνεις με σὰ χιόνι ὅντα λύσει κι ὡσὰν ὅντα κρατεῖς κερὶ κι ἄνεμος σοῦ τὸ σβήσει. Ἐκεῖνος ὁποὺ τ’ ὅρισε νά ’ναι παρηγοριά σου καὶ πέτρα τῆς ἀπομονῆς νὰ κάμει τὴν καρδιά σου. Κύρη μου, ἀνὲ κιαμιὰ φορὰ σοῦ ’φταιξα ὡσὰν κοπέλι, συμπάθησε τοῦ Ἰσαάκ, καὶ νὰ μισέψει θέλει· καὶ φίλησέ με σπλαχνικὰ καὶ δῶσ’ μου τὴν εὐκή σου καὶ τάξε πὼς κιαμιὰ φορὰ ἤμου κι ἐγὼ παιδί σου. Πῶς νὰ τὸ κάμει ἡ χέρα σου νὰ κόψει τὸ λαιμό μου καὶ πῶς νὰ τόνε δυναστεῖς τὸν ἀποχωρισμό μου; Τὴ χάρη ὁποὺ σοῦ ’ζήτηξα σήμερο κάμε μού τη, ἐπάκουσε τοῦ Ἰσαὰκ σκιὰς τὴ βολὰν ἐτούτη: ἀνάδια μου, νὰ σὲ θωρῶ, ἔβγαλε τὸ μαχαίρι καὶ σίμωσέ μου το κοντά, νὰ σὲ φιλῶ στὸ χέρι. Κύρη, μὴ σφίγγεις τὸ σκοινί, ἄσ’ το ἀχαμνὸ δαμάκι καὶ μὴ μὲ βιάζεις κι ἄσι με ν’ ἀκροσταθῶ λιγάκι. Ἐκείνη ἡ χέρα, ὁποὺ πολλὰ μέ ’χε κανακεμένο, τὰ μοῦ τὰ κάνει σήμερο δὲ μέ ’χει μαθημένο. Γιὰ νὰ θυμᾶσαι ὅ,τι σοῦ ’πῶ, γλυκὺ φιλὶ σοῦ δίδω: σήμερο τὴ μητέρα μου ἐσὲ τὴν παραδίδω. Μίλειε τση, παρηγόρα τη, ἂς εἶστε πάντα ὁμάδι, καὶ πέ τση πὼς ὁλόχαρος πάγω νὰ βρῶ τὸν Ἅδη. Ὅ,τι ἐδικό μου εὑρίσκεται στὰ μέσα τοῦ σπιτιοῦ μας δῶσε τα τοῦ Ἐλισεέκ, τοῦ γειτονόπουλού μας, τὰ ροῦχα μου καὶ τὰ χαρτιά, ἄγραφα καὶ γραμμένα, καὶ τὸ σεπέτι τὸ μικρό μ’ ὅ,τι ἔχει πράμα ἐμένα, γιατὶ εἶναι συνομήλικος καὶ συνανάθροφός μου, φίλο καλὸ καὶ σπλαχνικὸ τὸν ηὗρα στὸ σκολειό μου· καὶ κάμε νὰ τὸ δυναστεῖς, κάμε νὰ τὸ βαστάξεις, εἰς τὸ ποδάρι τοῦ παιδιοῦ τὸν Ἐλισεὲκ νὰ τάξεις. Ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σοῦ πῶ καὶ νὰ σοῦ παραγγείλω, μόνο πὼς ἀποχαιρετῶ πᾶσα ἐδικὸ καὶ φίλο. Κύρη μου, ὁποὺ μ’ ἔσπειρες, καὶ πῶς δὲ μὲ λυπᾶσαι; Ὦ Πλάστη μου, βοήθα μου! Μάνα μου, καὶ ποῦ νά ’σαι;","ἄναρχε = που δεν έχεις αρχή (προκ. για τον Θεό) [επίθ. άναρχος] πολυέλεε = πολυεύσπλαχνε, πονετικέ (συνήθως ως επίθ. που προσδιορίζει τον Θεό) σπλαχνίσου = λυπήσου [σπλαχνίζομαι] ἐδὰ = τώρα (επίρρ.) ἀνημποριά = αδυναμία σωματική ἔν’ = είναι χάρη = βοήθεια που προσφέρει η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο για τη σωτηρία της ψυχής του πάραυτας = αμέσως (επίρρ.) σφαλίσει = κλείσει [σφαλίζω] κύρης = πατέρας γρικήσω = αισθανθώ, νιώσω [γρικώ] πλιὸ = πια, πλέον μετάθεση = μεταβολή, αλλαγή Ἀπείτις = αφού, επειδή (σύνδ.) κρίνει = αποφασίζει ἄπονα = άσπλαχνα, χωρίς οίκτο (επίρρ.) κανακιστά = χαϊδευτικά, με μαλακό/τρυφερό τρόπο (επίρρ.) σιργουλιστὰ = χαϊδευτικά (επίρρ.) ἀγάλια = τρυφερά (επίρρ.) θωρεῖς = βλέπεις ἀνὲ λακταρίζεις = αν συνταράζεσαι/συγκλονίζεσαι (από αγωνία, λύπη, πόνο, συγκίνηση) φτωχὸ = δυστυχή, άμοιρο ἂ = αν (υποθ. σύνδ.) ταράξω = σπαράξω, σφαδάξω [ταράσσω] ἁπάλυνε τὴν ὄρεξη = μετρίασε την επιθυμία ἄθο = κρύα στάχτη [ο άθος] κακοθανατίσει = βρει άσχημο θάνατο σφάμα = σφάξιμο, σφαγή πούρι = βέβαια, μάλιστα βαστάξει θέλει = θα υπομείνει, θα υποφέρει νὰ ’πρόβαινες = να πρόβαλλες νὰ σοῦ σύρω τὴ φωνὴ = να σου φωνάξω συμπάθιο = συγνώμη, συγχώρεση [το συμπάθιο] νὰ σοῦ ’ζήτουνα = να σου ζητούσα κανακίσεις = χαϊδέψεις [κανακίζω] Μισεύγω = φεύγω, απομακρύνομαι· αναχωρώ από τη ζωή, πεθαίνω (μεταφορ.) λύσει = λιώσει κιαμιὰ = καμιά κοπέλι = παιδί τάξε = θεώρησε, λογάριασε [τάσσω] σκιὰς = τουλάχιστον (επίρρ.) τὴ βολὰν = φορά [η βολά] ἀνάδια = αντίκρυ, απέναντι (επίρρ.) σίμωσέ = πλησίασε [σιμώνω] ἀχαμνὸ = χαλαρό [επίθ. αχαμνός] δαμάκι = λιγάκι (επίρρ.) ἀκροσταθῶ = μείνω ήσυχος [ακροσταίνομαι] πολλὰ = πολύ (επίρρ.) τὰ = αυτά που ὁμάδι = μαζί (επίρρ.) σεπέτι = σεντούκι, ξύλινο μπαούλο συνανάθροφός = μεγαλωμένος μαζί (επίθ.) δυναστεῖς = υπομείνεις, αντέξεις [δυνάζομαι] εἰς τὸ ποδάρι = στη θέση του, αντικαταστάτη [φρ. εις το ποδάρι] τάξεις = θεωρήσεις, λογαριάσεις [τάσσω] πᾶσα = κάθε (αντων. ίδια και στα τρία γένη) Πλάστη = δημιουργέ (προκ. για τον Θεό)",,Η Θυσία του Αβραάμ,Ανώνυμος Το τέλος του δράματος (στ. 941-984),"Ο Αβραάμ είναι έτοιμος τελέσει τη θυσία, όταν ξαφνικά παρουσιάζεται ο άγγελος και συγκρατεί το χέρι του. * Ο ΑΓΓΕΛΟΣ Ὦ Ἀβραάμ, τὴ μάχαιρα γιάγειρε στὸ φηκάρι· τσ’ ἀγγέλους ἐπερίσσεψεν ἡ ἐδική σου χάρη. Χαρὰ σ’ ἐσένα, Ἀβραάμ, κι εἰς τ’ ἄσφαλτό σου ζάλο μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σου, ποὺ δὲν εὑρέθη εἰς ἄλλο. Ἀβραάμ, μεγάλη ἡ πίστη σου, μεγάλη ἡ ὄρεξή σου, σήμερο ἐστεφανώθηκες ἐσὺ καὶ τὸ παιδί σου· μεγάλη νίκην ἔκαμες στὸν πόλεμο ὁποὺ ’μπῆκες, νὰ σὲ πλανέσου τὰ φθαρτὰ τοῦ κόσμου δὲν ἀφῆκες. Λύσε του τὰ δεματικά, λύτρωσε τὸ κοπέλι, καὶ τὴ θυσία ποὺ μελετᾶς Ἀφέντης πλιὸ δὲ θέλει. Δοῦλε πιστέ, δοῦλε καλέ, ἄντρα χαριτωμένε, εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πύργε ξετελειωμένε, ἐγνώρισεν ὁ Κύριος κι εἶδε τὴν ὄρεξή σου· εὐλογημένος νά ’σαι ἐσύ, τὸ τέκνο κι ἡ γυνή σου. Ὅσά ’ναι τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ, φύλλα στὰ δέντρη ἀντάμι, τόση σπορὰ τὸ τέκνο σου, παιδόγγονα νὰ κάμει. Ἐθώρειεν την ὁ Ποιητὴς τὴν πίστη σου τὴν τόση, μά ’θελε καὶ τῶν ἀλλωνῶ νὰ τήνε φανερώσει, γιατὶ χωστὸ γὴ ἀπόκρυφο τὸν Κύριο δὲν κομπώνει· κατέχει καθανὸς καρδιὰ κι εἰς πάσα τόπο σώνει. Κι ἐτοῦτον ὁποὺ σ’ ὅρισε τὴν περασμένη σκόλη ἦτο γιὰ νὰ μαρτυρηθεῖς, νὰ σὲ γνωρίσουν ὅλοι, νὰ παίρνου ξόμπλιν ἀπὸ σέ, τὸν Πλάστη νὰ δοξάζου, νὰ βάνουν πόθο κι ὄρεξη στσὶ πράξες νὰ σοῦ μοιάζου. * ΑΒΡΑΑΜ Ὦ Βασιλεῦ τῶν οὐρανῶν, ὁποὺ τὰ πάντα ὁρίζεις καὶ τῶν ἀθρώπω τσ’ ὄρεξες καὶ τσὶ καρδιὲς γνωρίζεις, μεγάλο σπλάχνος σήμερον ἤδειξες εἰς ἐμένα· ὅ,τι ἤσφαλα τσῆ χάρης σου ἂς εἶν’ συμπαθημένα. Ἂν εἶν’ κι ἐπαραδείλιασα στὸ σφάμα τοῦ παιδιοῦ μου, τσῆ σάρκας εἶν’ τὸ φταίσιμο, ὄχι τοῦ λογισμοῦ μου. Κι ἂν ἐλυπήθη κι ἤκλαψεν ἡ μάνα ἡ καημένη, σὰν ἄθρωπος ἐπόνεσε, κι ἂς εἶν’ συμπαθημένη. Καὶ τὸ σκοινὶ, ὁπού ’δεσα, γλήγορα νὰ τὸ λύσω καὶ τὸ παιδὶ, ποὺ ’σκότωνα, νὰ τὸ γλυκοφιλήσω! Τέκνο μου, ἐδὰ ποὺ σ’ ἔλυσα, ἄμε νὰ φκαριστήσεις σ’ ἐκεῖνον ποὺ σ’ εὐκήθηκε ν’ ἀθεῖς καὶ νὰ καρπίσεις. Φίλειε τὴ γῆ γονατιστός, τὸν Πλάστη παρακάλει, που ὅρισε κι ἐμετάθεκε τέτοια δουλειὰ μεγάλη. Κι ἐγὼ θωρῶ μέσ’ στὰ κλαδιὰ καὶ στέκει ἕνα κριάρι· ἀντὶς γιὰ σένα τό ’πεψεν ἡ ἐδική του χάρη· ὁ Πλάστης μᾶς τὸ ’χάρισε σὲ τούτη μας τὴ χρεία, μὴν κατεβοῦμε ἐκ τὸ βουνὶ μὲ δίχως τὴ θυσία. Κι ἐδὰ κινῶ χαιράμενος καὶ πάγω νὰ τὸ πιάσω, ’ς τόπον ἐσένα γλήγορα νὰ τοῦ τὸ θυσιάσω.","γιάγειρε = τοποθέτησε στὸ φηκάρι = στη θήκη (μαχαιριού ή σπαθιού) ἐπερίσσεψεν = ξεπέρασε [περισσεύω] ἄσφαλτό = αλάνθαστο, σταθερό [επίθ. άσφαλτος] ζάλο = βήμα [το ζάλο] ἐστεφανώθηκες = δοξάστηκες, τιμήθηκες [στεφανώνομαι, εδώ μεταφ.] στὸν πόλεμο = στη σύγκρουση, στον ""αγώνα"" (μεταφορ.) πλανέσου = παραπλανήσουν, ξεγελάσουν [πλανεύω] φθαρτὰ = τα υλικά αγαθά δεματικά = τα δεσμά κοπέλι = παιδί μελετᾶς = έχεις κατά νου, σχεδιάζεις πλιὸ = πλέον, πια (επίρρ.) χαριτωμένε = ευνοημένε [μτχ. χαριτωμένος] ξετελειωμένε = στερεωμένε (εδώ μεταφ.) [ξετελειωμένος, μτχ. του ξετελειώνομαι] ἐγνώρισεν = βεβαιώθηκε, πείστηκε ὄρεξή = αφοσίωση, πίστη ἀντάμι = μαζί (επίρρ.) τόση σπορὰ = τόσους απογόνους παιδόγγονα = παιδιά και εγγόνια Ἐθώρειεν = έβλεπε [θωρώ] χωστὸ = κρυφό, μυστικό [επίθ. χωστός] γὴ = ή (διαζευκτικός σύνδ.) κομπώνει = ξεγελά, εξαπατά [κομπώνω] κατέχει = γνωρίζει, ξέρει εἰς πάσα τόπο σώνει = σε κάθε τόπο/μέρος φτάνει σκόλη = γιορτή, ημέρα αργίας μαρτυρηθεῖς = αποκαλυφθείς, γίνεις φανερός [μαρτυρούμαι] ξόμπλιν = παράδειγμα ὁρίζεις = εξουσιάζεις, κυβερνάς ὄρεξες = επιθυμίες, διαθέσεις ἤσφαλα = έκανα λάθος, αμάρτησα [σφάλλω] συμπαθημένα = συγχωρημένα [συμπαθισμένος, μτχ. του συμπαθούμαι] σφάμα = σφάξιμο, σφαγή ἐδὰ = τώρα (επίρρ.) ἄμε = πήγαινε [β΄ εν. πρόσωπ. προστ. του άγω] καρπίσεις = φέρεις καρπούς [καρπίζω, εδώ μεταφ.] ἐμετάθεκε = μετέβαλε, άλλαξε θωρῶ = βλέπω χρεία = ανάγκη ἐκ = από (πρόθεση + αιτιατική) ’ς τόπον ἐσένα = στη θέση σου, αντί για σένα (έκφρ.)",,Η Θυσία του Αβραάμ,Ανώνυμος Abstract,"Πρόκειται για δίτομη έκδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης. Ο συγγραφέας θέλησε να μεταφράσει το έργο αυτό, που είναι ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια του χριστιανισμού, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να το διαβάσουν όλοι και, κυρίως, ο απλός λαός. Η μετάφραση έγινε στη δημώδη νεοελληνική γλώσσα το 1629-1630 και στην αρχή υπάρχει ένας επαινετικός πρόλογος που έχει γραφτεί από τον πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι. Το έργο, ωστόσο, πολεμήθηκε ως αιρετικό και εντέλει απαγορεύτηκε η ανάγνωσή του με συνοδικές επιστολές.",,,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. Α΄","Η διήγηση του Ευαγγελίου του Ματθαίου αρχικά παραθέτει τη γενεαλογία του Ιησού Χριστού, ξεκινώντας από τον Αβραάμ. Καὶ ἡ γέννησις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τέτοιας λογῆς ἔγινεν: Ἐπειδὴ ἡ μητέρα του ἡ Μαρία ἀρρεβωνιάσθη τὸν Ἰωσήφ, προτοῦ νὰ ἔλθουν μαζὶ εὑρέθη ἐγκαστρωμένη ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἄνδρας της, μὲ τὸ νὰ εἶναι δίκαιος, μὴ θέλοντας νὰ τὴν φανερώσει, ἠθέλησε κρυφὰ νὰ τὴν ἀφήσει. Καὶ τοῦτα αὐτὸς ἔχοντας εἰς τὸν νοῦν του, παρευ- θὺς ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἐφάνη εἰς τὸ ὄνειρόν του καὶ λέ- γει τον: «Ἰωσήφ, υἱὲ τοῦ Δαβίδ, μὴν φοβηθεῖς νὰ πάρεις τὴν Μαριὰμ τὴν γυναίκα σου· διατὶ ἐκεῖνο ὁποὺ ἐσυλλή- φθη εἰς αὐτὴν εἶναι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Καὶ θέλει γεννήσει υἱόν, καὶ θέλεις τὸν ἐβγάλει τὸ ὄνομά τοῦ Ἰησοῦν· διατὶ αὐτὸς θέλει σώσει τὸν λαόν του ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας τους». Καὶ τοῦτο ὅλον ἔγινε, διὰ νὰ τελειωθεῖ ἐκεῖνο ὁποὺ ἐλαλήθη ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ μέσου τοῦ προφήτου, λέγον- τας ὅτι «Νά, ἡ παρθένος θέλει ἐγκαστρωθεῖ καὶ θέλει γεννήσει υἱόν, καὶ θέλουσι καλέσει τὸ ὄνομά του Ἐμμα- νουήλ», τὸ ὁποῖον ἑρμηνεύεται «Μετ’ ἐμᾶς ὁ Θεός». Καὶ ὁ Ἰωσήφ, σηκώνοντας ἀπὸ τὸν ὕπνον, ἔκαμε καθὼς τὸν ἐπρόσταξεν ὁ ἄγγελος Κυρίου. Καὶ ἐπῆρε τὴν γυναίκα του. Καὶ δὲν τὴν ἐγνώριζεν ἕως ὁποὺ ἐγέννησε τὸν υἱόν της τὸν πρωτότοκον καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομά του Ἰησοῦν.",παρευ = αμέσως [επίρρ. παρευθύς],,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. Γ΄","Στο παραλειπόμενο κεφάλαιο Β΄ γίνεται αναφορά στην αναζήτηση του νεογέννητου Χριστού τόσο από τον Ηρώδη όσο και από τους μάγους που επιθυμούν να τον προσκυνήσουν. Έπειτα, παρουσιάζεται το όνειρο που είδε ο Ιωσήφ, λαμβάνοντας το μήνυμα ότι έπρεπε να απομακρύνει τη Θεοτόκο και τον νεογέννητο Ιησού από τη Βηθλεέμ. Ο Ηρώδης, μόλις κατάλαβε ότι οι τρεις μάγοι τον ξεγέλασαν, διέταξε να σφάξουν όλα τα νήπια που βρίσκονταν στην πόλη. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Καὶ ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες ἔρχεται ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς κηρύττοντας εἰς τὴν ἔρημον τῆς Ἰουδαίας καὶ λέγοντας: «Μετανοεῖτε, ὅτι ἐσίμωσεν ἡ βασι- λεία τῶν οὐρανῶν». Ἐτοῦτος εἶναι ἐκεῖνος ὁποὺ ἐλαλήθη ἀπὸ τὸν Ἡ- σαΐαν τὸν προφήτην, λέγοντα: «Φωνὴ ἐκείνου ὁποὺ βοᾶ μέσα εἰς τὴν ἔρημον: ἑτοιμάσετε τὴν στράτα τοῦ Κυρίου· κάμετε ἴσες τὲς στράτες του». Ἐτοῦτος ὁ Ἰωάννης ἐφόρει ροῦχον ἀπὸ μαλλὶ τῆς καμήλας· καὶ ζωνάρι πετσένιον ἦτον ζωσμένος· καὶ τὸ φαγί του ἦτον ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον. Τότε ἐπήγαινεν ἔξω ἡ Ἱερουσαλὴμ εἰς αὐτόν, καὶ ὅλη ἡ Ἰουδαία, καὶ ὅλα τὰ περίχωρα τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ ἐβαπτίζουνταν εἰς τὸν Ἰορδάνην ἀπ’ αὐτόν, ἐ- ξομολογούμενοι τὲς ἁμαρτίες τους. Καὶ ὡσὰν εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους καὶ ἀπὸ τοὺς Σαδδουκαίους ὁποὺ ἔρχουνταν εἰς τὸ βάπτισμά τους, τοὺς ἔλεγε: «Γεννήματα τῶν ὀχέντρων, τίς σᾶς ἐδί- δαξε νὰ φύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴν ὁποὺ μέλλει νὰ ἔλθει; Κάμετε λοιπὸν καρποὺς ἄξιους μετανοίας. Καὶ μὴν σᾶς φαίνεται νὰ λέγετε μέσα σας: “Ἐμεῖς ἔχομεν πατέρα τὸν Ἀβραάμ”· διατὶ σᾶς λέγω ὅτι ὁ Θεὸς δύνεται καὶ ἀπὸ τὲς πέτρες ἐτοῦτες νὰ σηκώσει παιδία τὸν Ἀβραάμ. Καὶ γιά, τὸ τσεκούρι εἰς τὴν ρίζαν τοῦ δένδρου κεῖται. Κάθε δένδρον λοιπὸν ὁποὺ δὲν κάμει καλὸν καρ- πὸν κόπτεται καὶ βάλλεται εἰς τὴν φωτίαν. Ἐγὼ σᾶς βαπτίζω μὲ τὸ νερὸν εἰς μετάνοιαν, ἀ- μὴ ἐκεῖνος ὁποὺ ἔρχεται καταπόδι μου εἶναι δυνατότερός μου· τοῦ ὁποίου ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σηκώσω τὰ πα- πούτσια του. Αὐτὸς θέλει σᾶς βαπτίσει μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ μὲ φωτία. Εἰς τοῦ ὁποίου τὸ χέρι εἶναι τὸ φτυάρι του καὶ θέλει καθαρίσει τὸ ἁλώνι του καὶ θέλει μαζώξει τὸ σιτά- ρι του εἰς τὰ ἀμπάρια του. Ἀμὴ τὸ ἄχυρον θέλει τὸ καύ- σει μὲ φωτία ὁποὺ δὲν σβεῖ ποτέ». Τότε ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸν Ἰορδάνην εἰς τὸν Ἰωάννην, νὰ βαπτισθεῖ ἀπ’ αὐτόν. Ἀμὴ ὁ Ἰωάννης τὸν ἐμπόδιζε, λέγοντας: «Ἐγὼ ἔχω χρείαν νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ ἐσένα –καὶ ἐσὺ ἔρχεσαι εἰς ἐμένα;» Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγει τον: «Ἄφησ’ τώρα· διατὶ ἔτσι πρέπει ἐμᾶς, νὰ τελειώσομεν κάθε λογῆς δικαι- οσύνην». Τότε τὸν ἄφησεν. Καὶ ἔστοντας νὰ βαπτισθεῖ ὁ Ἰησοῦς, εὐθὺς ἀνέ- βη ἀπὸ τὸ νερόν· καὶ νά καὶ τοῦ ἀνοίχθησαν οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὁποὺ ἐκατέβαινεν ὡσὰν περιστέρι καὶ ἤρχετον ἀπάνου του. Καὶ εὐθὺς φωνὴ ἀκούσθη ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁποὺ ἔλεγεν: «Ἐτοῦτος εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἠγαπημένος εἰς τὸν ὁποῖον ἀναπαύθηκα».","ὅτι = γιατί πετσένιον = φτιαγμένο από δέρμα [επίθ. πετσένιος] ὀχέντρων = φιδιών δύνεται = μπορεί ἀ = αλλά, όμως [σύνδ. αμή ή αμέ] σβεῖ = σβήνει χρείαν = ανάγκη ἔστοντας = καθώς στεκόταν",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. ΣΤ΄","Στα κεφάλαια Δ΄ και Ε΄ μνημονεύονται τα εξής γεγονότα: η παραμονή του Ιησού στην έρημο για σαράντα ημέρες, οι πειρασμοί που του έστελνε ο διάβολος αλλά και η αρχή της συγκέντρωσης των μαθητών του, καθώς αναφέρεται η γνωριμία του με τον Πέτρο και τον Ανδρέα. Επίσης, δίνεται ένα κήρυγμα που ο Ιησούς έκανε σε συγκεντρωμένο πλήθος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ϛ΄ Προσέχετε νὰ μὴν κάμετε τὴν ἐλεημοσύνην σας μπροστὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ φανεῖτε εἰς αὐτούς· εἰδεμή, δὲν ἔχετε μισθὸν σιμὰ εἰς τὸν Πατέρα τους ὁποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. Ὅταν κάμεις τὸ λοιπὸν ἐλεημοσύνην, μὴν δια- λαλήσεις ὀμπροστά σου, καθὼς κάμουσιν οἱ ὑποκριταὶ εἰς τὰ συναγώγια τους καὶ εἰς τὲς ρύμνες διὰ νὰ δο- ξασθοῦσιν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Βέβαια σᾶς λέγω ὅτι παίρ- νουσι τὴν πληρωμήν τους. Ἀμὴ ἐσύ, ὅταν κάμεις ἐλεημοσύνην, ἂς μὴν ἠξεύ- ρει ἡ ζερβή σου μερέα τί κάμει ἡ δεξιά σου, διὰ νὰ εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη σου εἰς τὸ κρυφόν. Καὶ ὁ Πατήρ σου ὁποὺ βλέπει εἰς τὸ κρυφόν, αὐτὸς θέλει σὲ ἀποδώσει εἰς τὸ φανερόν. Καὶ ὅταν προσεύχεσαι, νὰ μὴν εἶσαι ὡσὰν τοὺς ὑποκριτάδες· ὅτι ἀγαποῦσιν νὰ προσεύχονται στεκόμε- νοι εἰς τὰ συναγώγια καὶ εἰς τὲς γωνίες τῶν πλατωμά- των, διὰ νὰ φανοῦσιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ἀληθινὰ σᾶς λέγω ὅτι παίρνουσι τὴν πληρωμήν τους. Ἀμὴ ἐσύ, ὅταν προσεύχεσαι, ἔμπα μέσα εἰς τὸ κε- λί σου καὶ κλεῖσε τὴν πόρτα σου καὶ προσευχήθησε τὸν Πατέρα σου ὁποὺ εἶναι εἰς τὸ κρυφόν. Καὶ ὁ Πατέρας σου ὁποὺ βλέπει εἰς τὸ κρυφὸν θέλει σὲ ἀποδώσει εἰς τὸ φανερόν. Καὶ ὅταν προσεύχεσθε, μὴν περισσολογεῖτε ὡσὰν οἱ ἐθνικοί· διατὶ ἐκεῖνοι λογιάζουσιν ὅτι εἰς τὴν πολυλο- γίαν τους θέλουσιν ἀκουσθεῖ. Μὴν ὁμοιάσετε λοιπὸν ἐκείνους· διατὶ ὁ Πατέρας σας ἠξεύρει ποῖα χρειάζεσθε πρωτύτερα παρὰ νὰ τὸν ζη- τήσετε. Τέτοιας λογῆς λοιπὸν νὰ προσεύχεσθε ἐσεῖς: «Ὦ Πατέρα μας ὁποὺ εἶσαι εἰς τοὺς οὐρανούς, ἂς ἁγιασθεῖ τὸ ὄνομά σου. Ἂς ἔλθει ἡ βασιλεία σου. Ἂς γένει τὸ θέλημά σου –καθὼς εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ εἰς τὴν γῆν. Τὸ ψωμί μας τὸ καθημερινὸν δῶσ’ μας το σή- μερον. Καὶ συγχώρησέ μας τὰ χρέη μας, καθὼς καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμεν τοὺς χρεοφειλέτας μας. Καὶ μὴν μᾶς φέρεις εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ἐλευθέ- ρωσέ μας ἀπὸ τὸν Πονηρόν. Ὅτι ἐδική σου εἶναι ἡ βα- σιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας· ἀμήν».","εἰδεμή = αλλιώς τὲς ρύμνες = τα στενά [η ρύμνη] ζερβή = αριστερή (ενν. πλευρά) πλατωμά = των εκτεταμένων επίπεδων εκτάσεων, κυρίως σε υψώματα [το πλάτωμα] περισσολογεῖτε = μιλάτε για περιττά πράγματα",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. Η΄","Στο κεφάλαιο Ζ΄ γίνεται αναφορά σε κήρυγμα που ο Ιησούς έκανε σε συγκεντρωμένο πλήθος πιστών Του. Στο κεφάλαιο Η΄ γίνεται αναφορά σε θαύματα που πραγματοποίησε ο Ιησούς, όπως η ενέργειά του να γαληνέψει τη θάλασσα, η θεραπεία των δαιμονισμένων και η θεραπεία του παράλυτου που περπάτησε. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄ Καὶ ὡσὰν ἐκατέβη ἀπὸ τὸ ὄρος, τὸν ἀκολούθαν πο- λὺς ὄχλος. Καὶ παρευθὺς ἦλθεν ἕνας λεπρὸς καὶ τὸν ἐπροσκύ- να· καὶ ἔλεγεν: «Αὐθέντη, ἐὰν θέλεις, ἠμπορεῖς νὰ μὲ κα- θαρίσεις». Καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν ἐπία- σε· καὶ εἶπε: «Θέλω –καθαρίσθητι!» Καὶ παρευθὺς ἐκα- θαρίσθη ἡ λέπρα ἀπ’ αὐτόν. Καὶ λέγει τον ὁ Ἰησοῦς: «Ἔβλεπε νὰ μὴν τὸ εἰ- πεῖς τινός. Ἀλλὰ σύρε καὶ δεῖξε τοῦ λόγου σου τὸν ἱερέα. Καὶ πρόσφερε καὶ τὸ δῶρον ὁποὺ ἐπρόσταξεν ὁ Μωυσῆς διὰ μαρτυρίαν εἰς αὐτούς». Καὶ ὡσὰν ἐμπῆκεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Καπερνα- ούμ, ἦλθεν εἰς αὐτὸν ἕνας ἑκατόνταρχος παρακαλώντας τον καὶ λέγοντας: «Αὐθέντη, τὸ παιδί μου κεῖται εἰς τὸ σπίτι παράλυτον καὶ τιμωρᾶται κακά». Καὶ λέγει τον ὁ Ἰησοῦς: «Ἐγὼ θέλει ἔλθει νὰ τὸν ἰατρεύσω». Καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἑκατόνταρχος καὶ εἶπεν: «Αὐθέν- τη, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἔλθεις εἰς τὸ σπίτι μου, ἀλλὰ εἰπὲ μοναχὰ λόγον καὶ θέλει ἰατρευθεῖ τὸ παιδί μου. Διατὶ καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀποκάτω εἰς ἐξου- σίαν καὶ ἔχω ἀποκάτω μου στρατιώτας. Καὶ λέγω τοῦ- τον “Σύρε” –καὶ παγαίνει· καὶ ἄλλον “Ἔλα” –καὶ ἔρ- χεται. Καὶ τὸν δοῦλον μου “Κάμε τοῦτο” –καὶ τὸ κά- μει». Καὶ ἀκούοντας ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπεν ἐ- κείνους ὁποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν: «Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, οὐ- δὲ εἰς τὸν Ἰσραὴλ δὲν εὕρηκα τόσην μεγάλην πίστιν. Καὶ λέγω σας ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν καὶ ἀπὸ τὴν Δύσιν θέλουσιν ἔλθει καὶ θέλουσι ἀκουμπήσει μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Καὶ οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας θέλουσιν ἐβγαλθεῖ ἔξω εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ θέλει εἶσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἑκατόνταρχον: «Πάγαι- νε, καὶ καθὼς ἐπίστευσες νὰ σοῦ γένει». Καὶ ἰατρεύθη τὸ παιδί του τὴν ὥραν ἐκείνην. Καὶ πηγαίνοντας ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ σπίτι τοῦ Πέ- τρου, εἶδε τὴν πενθεράν του κοιτάμενην ὁποὺ ἐθερμαί- νουνταν. Καὶ ἐπίασε τὸ χέρι της, καὶ ἄφησέν την ἡ θέρμη. Καὶ ἐσηκώθη καὶ τοὺς ὑπηρέταν. Καὶ ὡσὰν ἐβράδιασε, τὸν ἔφεραν πολλοὺς δαιμο- νισμένους, καὶ μὲ λόγον ἐδίωξε τὰ πνεύματα. Καὶ ὅλους τοὺς ἀρρωστημένους τοὺς ἰάτρευσε· διὰ νὰ τελειωθεῖ ἡ προφητεία τοῦ προφήτου Ἡ- σαΐου ὁποὺ λέγει: «Αὐτὸς ἐπῆρε τὲς ἀσθένειές μας, καὶ τὲς ἀρρωστίες μας ἐσήκωσε».","ἑκατόνταρχος = στρατιωτικό αξίωμα ἐξώτερον· = πολύ μακρινό κλαυθμὸς = θρήνος βρυγμὸς = τρίξιμο κοιτάμενην = ξαπλωμένη ἐθερμαί = είχε πυρετό [θερμαίνομαι]",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. Ι΄","Στο κεφάλαιο Θ΄ γίνεται αναφορά σε θαύματα του Ιησού. Το κεφάλαιο Ι΄ εστιάζει στην απόφαση του Ιησού να δώσει θεραπευτική δύναμη στους δώδεκα μαθητές του, τα ονόματα των οποίων μνημονεύονται στο απόσπασμα. Ακολουθεί το κήρυγμά του στους μαθητές για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να δράσουν εξ ονόματός του, προκειμένου να κηρύξουν τον λόγο του σε όλη την οικουμένη. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄ Καὶ ἐπροσκάλεσε τοὺς δώδεκα μαθητάδες, καὶ τοὺς ἔδωσεν ἐξουσίαν ἐναντίον τῶν πνευμάτων τῶν ἀ- καθάρτων νὰ τὰ ἐβγάνουν καὶ νὰ ἰατρεύουσι κάθε λογῆς ἀρρωστίαν καὶ κάθε λογῆς ἀχαμνοσύνην. Καὶ τῶν δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματα εἶναι ἐτοῦτα: Πρῶτος εἶναι ὁ Σίμων, ὁποὺ λέγεται Πέτρος· καὶ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφός του· Ἰάκωβος, ὁ υἱὸς τοῦ Ζεβε- δαίου· καὶ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφός του· Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος· Θωμᾶς καὶ Ματ- θαῖος, ὁ τελώνης· Ἰάκωβος, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου, καὶ Λε- βαῖος, ὁ ὁποῖος ἐπονοματίσθη Θαδδαῖος· Σίμων ὁ Κανανίτης· καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁποὺ τὸν ἐπαράδωσε κιόλα. Ἐτούτους τοὺς δώδεκα τοὺς ἔστειλεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς ἐπαράγγειλε λέγοντας: «Εἰς τὴν στράταν τῶν ἐθνῶν νὰ μὴν πᾶτε· καὶ εἰς τὴν πόλιν τῶν Σαμαρειτῶν νὰ μὴν ἐμπεῖτε. Ἀλλὰ περισσότερον νὰ πηγαίνετε εἰς τὰ πρόβα- τα τὰ χαμένα τοῦ σπιτίου τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ πηγαίνοντες κηρύττετε, λέγοντες ὅτι ἐσίμω- σεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τοὺς ἀσθενημένους ἰατρεύετε, τοὺς λεπροὺς καθα- ρίζετε, τοὺς νεκροὺς ἀναστήνετε. Τὰ δαιμόνια ἐβγάνετε. Χάρισμα τὸ ἐπήρετε, χάρισμα τὸ δίδετε. Νὰ μὴν ἀποκτήσετε ποτὲ χρυσάφι μηδὲ ἀσήμι μηδὲ χάλκωμα εἰς τὰ ζουνάρια σας· μηδὲ σακούλι εἰς τὴν στράταν· μηδὲ δύο ροῦ- χα, μηδὲ παπουτσία, μηδὲ ραβδί· διατὶ ὁ ἐργάτης εἶναι ἄξιος διὰ τὸ φαγί του. Καὶ εἰς ὅποιαν πόλιν ἢ χώραν ἐμπεῖτε, ἐξετά- ξετε τίς εἶναι εἰς αὐτὴν ἄξιος· καὶ ἐκεῖ μείνατε ἕως ὁ- ποὺ νὰ ἐβγεῖτε. Καὶ ὅταν ἐμπεῖτε μέσα εἰς τὸ σπίτι, νὰ τὸ χαι- ρετᾶτε λέγοντας: «Εἰρήνη εἰς τὸ σπίτι τοῦτο». Καὶ ἂν εἶναι τὸ σπίτι ἄξιον, ἂς ἔλθει ἡ εἰρήνη σας εἰς αὐτό. Ἂν δὲν εἶ- ναι ἄξιον, ἡ εἰρήνη σας νὰ γυρίσει εἰς ἐσᾶς. Καὶ ὅποιος δὲν σᾶς δεχθεῖ μηδὲ ἀκούσει τὰ λό- για σας, ὅταν ἐβγεῖτε ἀπὸ τὸ σπίτι ἢ ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην, τινάξετε τὸν κορνιοκτὸν τῶν ποδαριῶν σας. Βέβαια σᾶς λέγω, πλέον συμπάθιον θέλει εἶσται εἰς τὴν γῆν τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων εἰς τὴν ἡμέ- ραν τῆς κρίσεως παρὰ εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην. Αὔτου ὁποὺ σᾶς πέμπω ὡσὰν πρόβατα μέσα εἰς τοὺς λύκους. Γενεῖτε τὸ λοιπὸν φρόνιμοι ὡσὰν τὰ φίδια καὶ ἁπλοὶ ὡσὰν τὰ περιστέρια. Καὶ ἔχετε τὸν νοῦν σας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· διατὶ θέλουν σᾶς παραδώσει εἰς τὰ δικαστήρια· καὶ μέ- σα εἰς τὲς συναγωγές τους θέλουν σᾶς δείρει. Καὶ θέλετε φερθεῖ ὀμπροστὰ εἰς αὐθεντάδες καὶ βασιλεῖς διὰ λόγου μου· διὰ μαρτυρίαν εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τὰ ἔθνη. Καὶ ὅταν σᾶς παραδίδουν, μὴν ἐννοιασθεῖτε πῶς ἢ τί θέλετε λαλήσει· διατὶ θέλει σᾶς δοθεῖ εἰς ἐκείνην τὴν ὥραν τί θέλετε λαλήσει. Διατὶ δὲν εἶστε ἐσεῖς ὁποὺ λαλεῖτε, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρός σας ὁποὺ λαλεῖ εἰς ἐσᾶς. Καὶ ἀδελφὸς ἀδελφὸν θέλει παραδώσει εἰς θά- νατον· καὶ ὁ πατὴρ τὸ παιδί του· καὶ θέλουν σηκωθεῖ τὰ παιδία ἀπάνου εἰς τοὺς γονεῖς τους, καὶ θέλουν τοὺς θανα- τώσει. Καὶ θέλετε εἶσται μισημένοι ἀπὸ ὅλους διὰ τὸ ὄνομά μου. Ἀμὴ ὅποιος ὑπομείνει ἕως εἰς τὸ τέλος, θέλει σωθεῖ. Καὶ ὅταν σᾶς διώκουν εἰς τούτην τὴν πόλιν, φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην· διατὶ βέβαια σᾶς λέγω δὲν θέλετε τελειώσει τὰς πόλεις τοῦ Ἰσραὴλ ἕως ὁποὺ νὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι μαθητὴς περισσότερος ἀπὸ τὸν διδά- σκαλόν του· οὐδὲ δουλευτὴς ἀπὸ τὸν αὐθέντην του. Φθάνει εἰς τὸν μαθητὴν νὰ γένει ὡσὰν τὸν δι- δάσκαλόν του· καὶ ὁ δουλευτής, ὡσὰν τὸν αὐθέντην του. Ἂν τὸν αὐθέντην τοῦ ὀσπιτίου ἐκάλεσαν Βεελζεβούλ, πό- σο μᾶλλον τοὺς ἐδικούς του; Μὴν τοὺς φοβηθεῖτε λοιπόν· διατὶ δὲν εἶναι κα- νένα σκεπασμένον ὁποὺ νὰ μὴν ξεσκεπαστεῖ, καὶ κρυφὸν ὁποὺ νὰ μὴν γνωρισθεῖ. Ἐτοῦτο ὁποὺ σᾶς λέγω εἰς τὸ σκοτάδι, νὰ τὸ εἰπεῖτε εἰς τὸ φῶς. Καὶ τοῦτο ὁποὺ ἀκούετε κρυφὰ εἰς τὸ αὐτί, νὰ τὸ κηρύξετε ἀπάνου εἰς τὰ δώματα. Καὶ μὴν φοβηθεῖτε ἀπ’ ἐκείνους ὁποὺ φονεύουν τὸ κορμί, καὶ τὴν ψυχὴν δὲν δύνουνται νὰ τὴν φονεύσουν· ἀλλὰ περισσότερον πρέπει νὰ φοβηθεῖτε ἐκεῖνον ὁποὺ δύ- νεται νὰ χαλάσει καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ κορμὶ εἰς τὴν γέ- ενναν.","ἀ = μολυσμένων [επίθ. ακάθαρτος] ἀχαμνοσύνην = αδυναμία, εξασθένηση τελώνης = επιχειρηματίας που εκμίσθωνε φόρους και δασμούς χάλκωμα = χάλκινα νομίσματα κορνιοκτὸν = σκόνη Βεελζεβούλ = ο Σατανάς εἰς τὰ δώματα = στις ταράτσες, στις επίπεδες στέγες των σπιτιών [το δώμα]",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. ΙΔ΄","Στα κεφάλαια ΙΑ΄-ΙΓ΄ γίνεται αναφορά σε διδάγματα και κηρύγματα του Ιησού. Το κεφάλαιο ΙΔ΄ περιστρέφεται γύρω από τη σύλληψη του Ιωάννη Προδρόμου από τον Ηρώδη για χάρη της Ηρωδιάδας. Μετά τον αποκεφαλισμό του, οι μαθητές του Ιησού θάβουν το σώμα του Προδρόμου. Μόλις πληροφορείται την είδηση ο Ιησούς, αποχωρεί από το μέρος που βρισκόταν και συνεχίζει τη δράση του. Γίνεται, επίσης, αναφορά στο θαύμα που έκανε, πολλαπλασιάζοντας τους άρτους και στο ότι περπάτησε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄ Εἰς ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἄκουσεν ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρ- χης τὴν φήμην τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπε τοὺς ὑπηρέτας του: «Ἐτοῦτος εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής· αὐτὸς ἀνεστάθη ἀπὸ τοὺς νε- κρούς, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν εἰς αὐτόν». Διατὶ ὁ Ἡρώδης, πιάνοντας τὸν Ἰωάννην, τὸν ἔ- δεσε καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακήν, διὰ τὴν Ἡρωδιά- δα, τὴν γυναίκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ του· διατὶ τὸν ἔλεγεν ὁ Ἰωάννης: «Δὲν ἔχεις ἐξουσίαν νὰ τὴν ἔχεις». Καὶ θέλοντας [ὁ Ἡρώδης] νὰ τὸν φονεύσει, ἐφο- βήθη τὸν ὄχλον· ὅτι τὸν εἶχαν ὡσὰν προφήτην. Καὶ ὅταν ἑορτάζουνταν τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρώδου, ἐχόρεψεν ἡ θυγατέρα τῆς Ἡρωδιάδος εἰς τὴν μέσην καὶ ἄρεσε τὸν Ἡρώδην. Διὰ τοῦτο ὁμολόγησε μὲ ὅρκον νὰ τὴν δώσει ὅ,τι πράγμα τοῦ ζητήσει. Καὶ ἔστοντας νὰ παρακινηθεῖ ἐκείνη ἀπὸ τὴν μά- να της, λέγει: « Δῶσ’ με ἐδῶ εἰς ἕνα πινάκι τὴν κεφαλὴν τοῦ ’Ιωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ». Καὶ ὁ βασιλεὺς ἐλυπήθη· ἀμὴ διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς καθεζομένους μαζί, ἐπρόσταξε νὰ δοθεῖ. Καὶ πέμποντας, ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ ἐφέρθη τὸ κεφάλι τους εἰς πινάκι καὶ ἐδόθη τοῦ κοριτσίου, καὶ τὸ ἐπῆγε τῆς μάνας της. Καὶ πηγαίνοντας οἱ μαθητάδες τοῦ Ἰωάννου, ἐ- σήκωσαν τὸ κορμί του καὶ τὸ ἔθαψαν. Καὶ ἐπῆγαν καὶ εἶπαν το τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὡσὰν τὸ ἤκουσεν, ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ μὲ καράβι ξεχωριστὰ εἰς ἕνα ἔρημον τόπον. Καὶ οἱ ὄχλοι, ὡσὰν τὸ ἔμαθαν, τὸν ἀκολούθησαν πεζοὶ ἀπὸ τὲς πόλες. Καὶ ἐβγαίνοντας ἔξω ὁ Ἰησοῦς, εἶδε πολὺν λα- ὸν καὶ τὸν ἐσπλαγχνίσθη· καὶ ἰάτρευσε τοὺς ἀρρώστους τους. Καὶ ὡσὰν ἐβράδιασεν, ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ λέγουν τον: «Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος, καὶ ἡ ὥρα ὀραμάγι ἐπέρασεν· ἀπόλυσε τὸν λαόν, νὰ πᾶσιν εἰς τὰ χωρία νὰ ἀγοράσουν διὰ λόγου τους φαγητά». Λέγει τους ὁ Ἰησοῦς: «Δὲν κάμει χρεία νὰ πᾶσι· δότε τους ἐσεῖς νὰ φᾶσιν». Καὶ ἐκεῖνοι τὸν εἶπαν: «Ἐμεῖς δὲν ἔχομεν ἐδῶ παρὰ πέντε ψωμία καὶ δύο ψάρια». Καὶ λέγει τους: «Φέρετέ τα ἐδῶ». Καὶ ἐπρόσταξε τὸν λαὸν νὰ καθίσουν ἀπάνου εἰς τὰ χορτάρια. Καὶ παίρνοντας τὰ πέντε ψωμία καὶ τὰ δύο ψάρια ἀναντράνισεν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εὐλόγησε· καὶ κόπτοντας τὰ ψωμία, τὰ ἔδωκε τοὺς μαθητάδες, καὶ οἱ μαθητάδες τὸν λαόν. Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν, καὶ ἐσήκωσαν τὰ κομμάτια ὁποὺ ἐπερίσσευσαν –δώδεκα κοφίνια γε- μάτα. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἔφαγαν ἦταν ἕως πέντε χιλιά- δες ἄνδρες, χωρὶς γυναῖκες καὶ παιδία. Καὶ παρευθὺς ἀνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθη- τάς του νὰ ἐμποῦσιν εἰς τὸ καράβι νὰ περάσουν πρωτύ- τερα πέρα, ἕως οὗ νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους. Καὶ ὡσὰν ἀπόλυσε τοὺς ὄχλους, ἀνέβη εἰς τὸ ὄ- ρος κατὰ μόνας νὰ προσευχηθεῖ. Καὶ ἔστοντας νὰ βρα- διάσει, ἦτον μοναχὸς ἐκεῖ. Καὶ τὸ καράβι ὀραμάγι ἦτον μεσοπέλαγα καὶ ἐπειράζετον ἀπὸ τὰ κύματα· διατὶ ἦτον ἄνεμος ἐναν- τίος. Καὶ εἰς τὴν τετάρτην βίγλαν τῆς νυκτὸς ἐπῆ- γεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητὰς περιπατώντας ἀπάνου εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ ὡσὰν τὸν εἶδαν οἱ μαθηταὶ ὁποὺ ἐπεριπάτει ἀπάνου εἰς τὴν θάλασσαν, ἐσυγχύσθησαν καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι φάντασμα· καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τους ἔσκουξαν. Καὶ παρευθὺς τοὺς ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, λέγον- τας: «Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβάσθε». Καὶ ὁ Πέτρος τὸν ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν: «Κύριε, ἂν εἶσαι ἐσύ, πρόσταξέ με νὰ ἔλθω εἰς ἐσένα ἀπάνου εἰς τὰ νερά». Καὶ ἐκεῖνος τὸν εἶπεν: «Ἔλα!» Kαὶ ἔστοντας νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ καράβι ὁ Πέτρος, ἐπεριπάτησεν ἀ- πάνου εἰς τὰ νερά, νὰ ἔλθει εἰς τὸν Ἰησοῦν. Ἀμὴ βλέποντας τὸν ἄνεμον δυνατόν, ἐφοβήθη· καὶ ἀρχίζοντας νὰ βουλᾶ, ἔκραξε λέγοντας: «Αὐθέντη, σῶ- σε με!» Καὶ παρευθὺς ὁ Ἰησοῦς, ἁπλώνοντας τὸ χέρι του, ἐπίασέ τον καὶ λέγει τον: «Ὦ ὀλιγόπιστε, διατί ἀμφί- βάλλες;» Καὶ ἐμπαίνοντας αὐτοὶ μέσα εἰς τὸ καράβι, ὁ ἄνεμος ἔπεσε. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἦταν μέσα εἰς τὸ καράβι ἦλθαν καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν· καὶ ἔλεγαν: «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶσαι».","τετράρ = στρατιωτικό αξίωμα: ο διοικητής μιας ρωμαϊκής τετραρχίας πινάκι = πιάτο από ξύλο ή πηλό ὀραμάγι = ήδη πια κάμει χρεία = είναι ανάγκη ἀναντράνισεν = σήκωσε το βλέμμα (και κοίταξε) κοφίνια = καλάθια βίγλαν = φρουρά ἔσκουξαν = τσίριξαν",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. ΚΑ΄","Στα κεφάλαια ΙΕ΄-Κ΄ γίνεται αναφορά σε μία από τις πολλές λεκτικές διαμάχες που υπήρξαν μεταξύ του Ιησού και των Φαρισαίων, οι οποίοι τον αμφισβητούσαν. Επίσης, αναφέρεται το θαύμα της θεραπείας της κόρης της Χαναναίας αλλά και το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ψαριών, για να φάει το πλήθος των πιστών που τον ακολουθούσε. Αναφέρεται, ακόμη, η μεταμόρφωση του Ιησού στο όρος Θαβώρ μπροστά σε τρεις από τους μαθητές του, καθώς και κάποια από τα διδάγματά του προς αυτούς. Στο κεφάλαιο ΚΑ΄ γίνεται αναφορά στα γεγονότα της σύλληψής Του και στη σταύρωση, καθώς ο Ιησούς φτάνει στα Ιεροσόλυμα και προετοιμάζει τους μαθητές Του για όσα θα ακολουθήσουν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ΄ Καὶ ὅταν ἐσίμωσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἦλθαν ἰς τὴν Βηθσφαγή, εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε δύο μαθητάδες, λέγον- τάς τους: «Σύρτε εἰς τὴν χώραν τὴν ἀναντίαν σας, καὶ παρευθὺς θέλετε ἔβρει μίαν ὄνον δεμένην καὶ ἕνα πουλά- ρι μαζὶ μετ’ αὐτήν, λύσετε καὶ φέρετέ με τα. Καὶ ἂν σᾶς εἰπεῖ τινὰς τίποτες, θέλετε εἰπεῖ ὅτι «“Ὁ Αὐθέντης τὰ χρειάζεται καὶ παρευθὺς θέλει τὰ στείλει”». Καὶ τοῦτο ὅλον ἔγινε διὰ νὰ πληρωθεῖ ἐκεῖνο ὁποὺ ἐλαλήθη διὰ τοῦ προφήτου ὁποὺ λέγει: «Εἶπατε τὴν θυγατέρα τῆς Σιών: Νά ὁ βασιλεύς σου ὁποὺ σοῦ ἔρχεται ἱλαρὸς καὶ καβαλάρης ἀπάνου εἰς τὴν ὄνον καὶ εἰς τὸ πουλάρι, τὸ παιδὶ τοῦ ὑποζυγίου». Καὶ παγαίνοντας οἱ μαθηταί, ἔκαμαν καθὼς τοὺς ἐπρόσταξεν ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἤφεραν τὴν ὄνον καὶ τὸ πουλάρι, καὶ ἔβαλαν ἀπάνου τὰ ροῦχα τους· καὶ ἐκάθισεν ἀπάνου τους. Καὶ ὁ περισσότερος ὄχλος ἔστρωσαν τὰ ροῦχα τους εἰς τὴν στράτα· καὶ ἄλλοι ἔκοπταν κλαδία ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ ἔστρωναν εἰς τὴν στράτα. Καὶ οἱ ὄχλοι ὁποὺ ἐπάγαιναν ὀμπροστὰ καὶ ἐκεῖ- νοι ὁποὺ ἀκολουθοῦσαν ἔκραζαν λέγοντες: «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαβίδ, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις». Καὶ ὅταν ἐμπῆκε μέσα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐ- σείσθη ὅλη ἡ πόλις καὶ ἔλεγε: «Ποῖος εἶναι ἐτοῦτος;» Καὶ οἱ ὄχλοι ἔλεγαν: «Ἐτοῦτος εἶναι Ἰησοῦς ὁ προφήτης, ὁποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας». Καὶ ἐμπῆκε μέσα ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θε- οῦ, καὶ ἔβγαλεν ἔξω ὅλους ἐκείνους ὁποὺ ἐπουλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν εἰς τὸ ἱερόν· καὶ τὲς τράπεζες τῶν σαράφηδων ἐγύρισεν ἄνω κάτω καὶ τὰ σκαμνία ἐκεινῶν ὁποὺ ἐπου- λοῦσαν τὰ περιστέρια. Καὶ λέγει τους: «Εἶναι γεγραμμένον –«Τὸ σπίτι μου θέλει καλεσθεῖ σπίτι τῆς προσευχῆς»· καὶ ἐσεῖς τὸ ἐκάμετε “Σπήλαιον τῶν ληστῶν”».","ἀναντίαν = απέναντι ἱλαρὸς = χαρούμενος τῶν σαράφηδων = των αργυραμοιβών, αυτών δηλαδή που πουλάνε και αγοράζουν με κέρδος ξένα νομίσματα [ο σαράφης]",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, κεφ. ΚΣΤ΄","Στα κεφάλαια ΚΒ΄-ΚΕ΄ αναφέρονται ξανά διδάγματα και παραβολές του Ιησού. Επίσης, κυριαρχεί η ανοιχτή πλέον σύγκρουση που υπήρχε μεταξύ του Χριστού και των Φαρισαίων, η οποία θα οδηγήσει και στη σύλληψή Του. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚϚ΄ Καὶ ἔγινεν –ὅταν ἐτελείωσεν ὁ Ἰησοῦς ὅλους τούτους τοὺς λόγους, εἶπε τοὺς μαθητάς του: «Ἠξεύρετε ὅτι ὕστερα ἀπὸ δύο ἡμέρας γίνεται τὸ Πάσχα· καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται νὰ σταυ- ρωθεῖ». Τότε ἐμαζώχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμμα- τεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ἀρ- χιερέως ὁποὺ ἐλέγετον Καϊάφας. Καὶ ἐσυμβουλεύθηκαν νὰ πιάσουν τὸν Ἰησοῦν μὲ δόλον νὰ τὸν σκοτώσουν. Καὶ ἔλεγαν: «Μὴν τὸ κάμομεν εἰς τὴν ἑορτήν, διὰ νὰ μὴν γένει σύγχυσις εἰς τὸν λαόν». Καὶ ὅταν ἐπῆγεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Βηθανίαν, εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, ἐπῆγεν εἰς αὐτὸν μία γυναίκα ὁποὺ εἶχεν ἕνα κα- νὶ μύρον πολύτιμον καὶ τὸ ἔχυσεν ἀπάνου εἰς τὸ κεφάλι του ἐκεῖ ὁποὺ ἐκάθετον. Ὡσὰν τὸ εἶδαν οἱ μαθηταί του, ἀδημόνησαν καὶ εἶπαν: «Διατί ἔγινεν ὁ χαλασμὸς ἐτοῦτος; ὁποὺ ἠμπόρειεν ἐτοῦτο τὸ μύρον νὰ πουληθεῖ πολ- λὰ καὶ νὰ δοθεῖ εἰς τοὺς πτωχούς». Καὶ γνωρίζοντάς το ὁ Ἰησοῦς, λέγει τους: «Τί κοπιάζετε τὴν γυναίκα; –ὁποὺ ἔκαμε καλὸν ἔργον εἰς ἐ- μένα. Διατὶ τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντα μὲ τοῦ λό- γου σας, ἀμὴ ἐμένα πάντα δὲν μὲ ἔχετε. Διατὶ ἐτούτη ὁποὺ ἔχυσεν ἐτοῦτο τὸ μύρον εἰς τὸ κορμί μου, διὰ τὴν ταφήν μου τὸ ἔκαμε. Λέγω σας βέβαια, ὅπου κηρυχθεῖ ἐτοῦτο τὸ εὐ- αγγέλιον εἰς ὅλον τὸν κόσμον, θέλει λαληθεῖ καὶ ἐτοῦτο ὁποὺ ἔκαμεν αὐτή, εἰς μνημόσυνόν της». Τότε ἐπῆγεν ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁποὺ ἐλέγε- τον Ἰούδας Ἰσκαριώτης, εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς· καὶ εἶπεν: «Τί θέλετε νὰ μὲ δώσετε, καὶ ἐγὼ νὰ σᾶς τὸν παραδώσω;» Καὶ ἐκεῖνοι ἔταξαν νὰ τὸν δώσουν τριάντα ἀργύρια. Καὶ ἀπὸ τότε ἐγύρευε εὐκολίαν νὰ τὸν παραδώ- σει. Καὶ εἰς τὴν πρώτην τῶν Ἀζύμων ἐπῆγαν οἱ μα- θηταὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ λέγουν τον: «Ποῦ θέλεις νὰ σὲ ἑτοιμάσομεν νὰ φάγεις τὸ Πάσχα;» Καὶ ἐκεῖνος εἶπε: «Σύρτε εἰς τὴν πόλιν εἰς τὸν δείνα καὶ εἰπεῖτε τον: “Ὁ διδάσκαλος λέγει: –Ὁ καιρός μου εἶναι κοντά, εἰς ἐσένα θέλω νὰ κάμω τὸ Πάσχα μὲ τοὺς μαθητάδες μου”». Καὶ ἔκαμαν οἱ μαθηταί του καθὼς τοὺς ὀρδινία- σεν ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑτοίμασαν τὸ Πάσχα. Ὡσὰν ἐβράδιασεν, ἐκάθετον μὲ τοὺς δώδεκα. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ ἐτρώγασι, λέγει: «Βέβαια σᾶς λέ- γω, ὅτι ἕνας ἀπὸ ἐσᾶς θέλει μὲ παραδώσει». Καὶ αὐτοί, λυπημένοι πολλά, ἄρχισαν κάθε ἕνας νὰ τὸν λέγει: «Μήνα εἶμαι ἐγώ, Αὐθέντη;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπεν: «Ἐκεῖνος ὁποὺ βουτᾶ μετὰ μένα τὸ χέρι του εἰς τὸ πινάκι, ἐκεῖνος θέλει μὲ παραδώσει. Καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς εἶναι γε- γραμμένον διὰ λόγου του· ἀμὴ ἀλίμονον εἰς τὸν ἄνθρω- πον ἐκεῖνον, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλύτερόν του ἦτον νὰ μὴν ἤθελε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος». Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰούδας ὁποὺ τὸν ἐπαράδιδε καὶ εἶπε: «Μήνα ἐγὼ εἶμαι, Διδάσκαλε;» Λέγει τον: «Ἐσὺ τὸ εἶπες». Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ ἔτρωγαν, ἐπῆρεν ὁ Ἰησοῦς τὸ ψω- μί, καὶ ὡσὰν εὐχαρίστησε, τὸ ἔκοψε καὶ τὸ ἔδιδε τοὺς μαθητάδες καὶ εἶπεν: «Ἐπάρετε φάγετε, τοῦτο εἶναι τὸ κορμί μου». Καὶ παίρνοντας τὸ ποτήριον, καὶ ὡσὰν εὐχαρί- στησε, ἔδωκέν τους λέγοντας: «Πίετε ἀπ’ αὐτὸ ὅλοι· διατὶ τοῦτο εἶναι τὸ αἷμα μου τῆς καινούριας διαθήκης ὁποὺ χύνεται διὰ τοὺς πολλοὺς εἰς συγχώρησιν ἁμαρτιῶν. Καὶ λέγω σας, ἀπὸ τώρα καὶ ὀμπρὸς δὲν θέλω πίει ἀπὸ τοῦτο τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου, ἕως τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὅταν αὐτὸ πίνω μαζί σας νέον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Πατρός μου». Καὶ ἔστοντας νὰ ὑμνήσουν, ἐβγῆκαν εἰς τὸ ὄ- ρος τῶν Ἐλαιῶν. Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς: « Ἐτούτην τὴν νύκτα ὅλοι ἐσεῖς θέλετε σκανδαλισθεῖ εἰς ἐμένα· διατὶ εἶναι γε- γραμμένον ὅτι “Θέλω κτυπήσει τὸν ποιμένα, καὶ θέλουν σκορπισθεῖ τὰ πρόβατα τῆς μάνδρας”. Καὶ ὕστερα ἀφόντις ἀνασταθῶ, θέλω πάγει ἐγὼ πρωτύτερα ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν». Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος καὶ εἶπε τον: «Ἂν καὶ ὅλοι σκανδαλισθοῦσιν εἰς ἐσένα, ἀμὴ ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω σκανδαλισθεῖ». Λέγει τον ὁ Ἰησοῦς: «Βέβαια σὲ λέγω, ὅτι ἐτού- την τὴν νύκτα, προτοῦ νὰ φωνάξει ὁ πετεινός, τρεῖς φο- ρὲς θέλεις μὲ ἀρνηθεῖ». Λέγει τον ὁ Πέτρος: «Ἂν καὶ κάμει χρεία, νὰ ἀποθάνω μαζί σου· νὰ μὴν σὲ ἀρνηθῶ». Μιᾶς λογῆς εἶ- παν καὶ ὅλοι οἱ μαθηταί. Τότε ἐπῆγεν ὁ Ἰησοῦς μετ’ αὐτοὺς εἰς ἕνα χω- ρίον ὁποὺ τὸ ἔλεγαν Γεθσημανή· καὶ λέγει τοὺς μαθητάς του: «Καθίσετε αὐτοῦ, ἕως ὁποὺ νὰ πάγω ἐκεινὰ νὰ προ- σευχηθῶ». Καὶ ἐπῆρε τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄρχισε νὰ λυπεῖται καὶ νὰ ἀδημονεῖ. Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Πολλὰ λυπᾶται ἡ ψυχή μου μέχρι θανάτου· ἀπομείνετε ἐδῶ καὶ ἀγρυπνᾶ- τε μαζί μου». Καὶ ἐπῆγεν ὀμπρὸς καμπόσον, καὶ ἔπεσε πρού- μυτα καὶ ἐπροσεύχετον καὶ ἔλεγεν: «Ὦ Πάτερ μου, ἂν εἶ- ναι δυνατὸν ἂς περάσει ἐτοῦτο τὸ ποτήρι ἀπὸ λόγου μου. Ὅμως ὄχι καθὼς θέλω ἐγώ, ἀλλὰ καθὼς θέλεις ἐσύ». Καὶ ἔρχεται εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ εὑρίσκει τους ὁποὺ ἐκοιμοῦνταν. Καὶ λέγει τὸν Πέτρον: «Τόσον δὲν ἐ- δυνηθήκετε μίαν ὥραν νὰ ἀγρυπνήσετε μετὰ μένα; Ἀγρυπνᾶτε καὶ προσεύχεσθε νὰ μὴν ἐμπεῖτε εἰς πειρασμόν. Τὸ πνεῦμα εἶναι πρόθυμον, ἀμὴ ἡ σάρκα εἶ- ναι ἀσθενής». Πάλιν δεύτερον ἐπῆγε καὶ ἐπροσευχήθη, λέγον- τας: «Ὦ Πατέρα μου, ἂν δὲν εἶναι δυνατὸν ἐτοῦτο τὸ πο- τήριον νὰ περάσει ἀπὸ μένα ἂν δὲν τὸ πίω, ἂς γένει τὸ θέλημά σου». Καὶ ἦλθε πάλιν καὶ τοὺς ἐβρῆκεν ὁποὺ ἐκοιμοῦν- ταν, διατὶ ἦταν τὰ μάτια τους βαρεμένα. Καὶ ἀφήνοντάς τους πάλιν, ἐπῆγε καὶ ἐπροσευ- χήθηκε τρίτον, λέγοντας τὸν αὐτὸν λόγον. Τότε ἦλθεν εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ λέγει τους: «Κοιμάσθε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπεύεσθε· νά ὁποὺ ἐσίμω- σεν ἡ ὥρα· καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χέ- ρια ἁμαρτωλῶν. Σηκῶτε, πᾶμεν ἀπ’ ἐδῶ· νά ὁποὺ ἐσίμωσε ἐκεῖ- νος ὁποὺ μέλλει νὰ μὲ παραδώσει». Καὶ ἀκόμη τὸ ἔλεγε –καὶ νά καὶ ὁ Ἰούδας, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἔφθασε· καὶ μετ’ αὐτὸν πολὺ πλῆθος μὲ σπαθία καὶ μὲ ξύλα ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς πρεσβυ- τέρους τοῦ λαοῦ. Καὶ ἐκεῖνος ὁποὺ τὸν ἐπαράδιδε τοὺς ἔδωκε ση- μάδι, λέγοντας: «Ἐκεῖνον ὁποὺ ἐγὼ φιλήσω, ἐκεῖνος εἶ- ναι –πιάτε τον». Καὶ παρευθὺς ἐπῆγε κοντὰ εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπε: «Χαῖρε, Διδάσκαλε»· καὶ τὸν ἐφίλησε. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν λέγει: «Ὦ φίλε, διατί ἦλθες ἐδῶ;» Τότε ἐπῆγαν κοντὰ εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια τους ἀπάνου του καὶ ἐπίασάν τον. Καὶ νά ἕνας ἀπ’ ἐκείνους ὁποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν, ἁπλώνοντας τὸ χέρι του, ἔβγαλεν τὸ σπαθί του καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ Ἀρχιερέως καὶ ἔκοψε τὸ αὐτί του. Τότε τὸν εἶπεν ὁ Ἰησοῦς: «Γύρισε τὸ σπαθί σου εἰς τὸν τόπον του· διατὶ ὅσοι κτυπήσουν μὲ σπαθί, μὲ σπαθί θέλουν χαλασθεῖ. Ἢ λογιάζεις ὅτι δὲν δύνομαι τώρα νὰ παρακαλέ- σω τὸν Πατέρα μου, καὶ θέλει μὲ παραστήσει περισσό- τερους παρὰ δώδεκα λεγεώνας ἀγγέλων. Πῶς τὸ λοιπὸν θέλουσι τελειωθεῖ αἱ γραφαί, ὅτι τέτοιας λογῆς πρέπει νὰ γένει;» Εἰς ἐκείνην τὴν ὥραν εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τὸν λαόν: «Ὡσὰν εἰς ληστὴν ἐβγήκετε καὶ ἤλθετε μὲ σπαθία καὶ μὲ ξύλα νὰ μὲ πιάσετε; Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκάθουμουν με- τὰ σᾶς, διδάσκοντας εἰς τὸ ἱερόν –καὶ δὲν μὲ ἐπιάνετε;» Καὶ τοῦτο ὅλον ἔγινε διὰ νὰ τελειωθοῦσιν αἱ γρα- φαὶ τῶν προφητῶν. Τότε τὸν ἄφησαν οἱ μαθητάδες ὅλοι καὶ ἔφυγαν. Καὶ ἐκεῖνοι, πιάνοντες τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐπῆγαν εἰς τὸν Καϊάφα τὸν Ἀρχιερέα, ἐκεῖ ὁποὺ ἦταν οἱ γραμ- ματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι μαζωμένοι. Καὶ ὁ Πέτρος τὸν ἀκολούθαν ἀπὸ μακρά, ἕως εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ἀρχιερέως· καὶ μπαίνοντας μέσα, ἐκά- θισε μαζὶ μὲ τοὺς δουλευτάδες, νὰ ἰδεῖ τὸ τέλος. Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ ὅλη ἡ σύναξις ἐγύρευαν ψευδομαρτυρίαν ἐναντία τοῦ Ἰησοῦ, διὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Ἀμὴ καὶ δὲν εὑρῆκαν, ἀγκαλὰ καὶ πολλοὶ ψευ- δομάρτυρες ἦλθαν· ὅμως δὲν εὑρῆκαν. Ἀμὴ ὕστερα ἦλ- θαν δύο ψευδομάρτυρες καὶ εἶπαν: «Ἐτοῦτος εἶπεν “Ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ χαλάσω τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρες νὰ τὸν κτίσω”». Καὶ ἐσηκώθη ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ λέγει τον: «Δὲν ἀποκρίνεσαι; Τί εἶναι ἐτοῦτα ὁποὺ μαρτυροῦν ἐνάντιά σου;» Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐσιώπαινε. Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἀρ- χιερεὺς καὶ εἶπε τον: «Ἐξορκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα νὰ μᾶς εἰπεῖς ἂν εἶσαι ἐσὺ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Λέγει τον ὁ Ἰησοῦς: «Ἐσὺ τὸ εἶπες. Ὅμως λέγω σας, ἀπὸ τώρα καὶ ὀμπροστὰ θέλετε ἰδεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ κάθεται ἀπὸ τὴν δεξιὰν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ· καὶ νὰ ἔρχεται ἀπάνου εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐ- ρανοῦ». Τότε ὁ Ἀρχιερεὺς ἔσχισε τὰ ροῦχα του καὶ εἶ- πεν ὅτι ἐβλασφήμησε. «Τί χρεία μᾶς κάμουσι πλέον μάρ- τυρες; Νά ὁποὺ ἀκούσετε τώρα πὼς ἐβλασφήμησε. Τί σᾶς φαίνεται;» Καὶ ἐκεῖνοι ἀπεκρίθηκαν καὶ εἶπαν: «Ἄξιος εἶναι θανάτου». Τότε τὸν ἔπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον· καὶ τὸν ἐ- πάτσισαν· καὶ ἄλλοι τὸν ἐκτυποῦσαν μὲ ραβδία καὶ τὸν ἔλεγαν: «Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποῖος εἶναι ὁποὺ σὲ ἐκτύπησε». Καὶ ὁ Πέτρος ἐκάθουντον ἔξω εἰς τὴν αὐλήν, καὶ ἔρχεται μία κοπέλα καὶ λέγει τον: «Καὶ σὺ μαζὶ ἤσουν μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Γαλιλαῖον;» Καὶ αὐτὸς ἀρνήθηκε μπροστὰ εἰς ὅλους καὶ ἔλε- γε: «Δὲν ἠξεύρω τί λέγεις». Καὶ ἐβγαίνοντας ἔξω εἰς τὴν πόρταν, τὸν εἶδεν ἄλλη, καὶ λέγει ἐκείνους ὁποὺ ἦταν ἐκεῖ: «Καὶ ἐτοῦτος μαζὶ ἦτον μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον». Καὶ πάλιν ἀρνήθηκε μὲ ὅρκον ὅτι «Δὲν ἠξεύρω τὸν ἄνθρωπον». Καὶ περνώντας ὀλίγον, ἐπῆγαν κοντά του ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐστέκουνταν ἐκεῖ, καὶ λέγουν τὸν Πέτρον: «Ἀλή- θεια, καὶ σὺ ἀπ’ αὐτουνοὺς εἶσαι· διατὶ ἡ συντυχιά σου σὲ φανερώνει». Τότε ἄρχισε νὰ ἀναθεματίζει τοῦ λόγου του καὶ νὰ ὀμόνει ὅτι «Δὲν τὸν ἠξεύρω τὸν ἄνθρωπον». Καὶ πα- ρευθὺς ἐλάλησεν ὁ πετεινός. Καὶ ὁ Πέτρος ἐθυμήθη τὸν λόγον τοῦ Ἰησοῦ ὁ- ποὺ τὸν εἶπεν ὅτι “Προτοῦ νὰ λαλήσει ὁ πετεινός, τρεῖς φορὲς θέλεις μὲ ἀρνηθεῖ”. Καὶ ἐβγῆκεν ἔξω καὶ ἔκλαυσε πικρά.","κα = ραντιστήρι που χρησιμοποιείται ως εκκλησιαστικό σκεύος ἀδημόνησαν = αγανάκτησαν ὀρδινία = διέταξε [ορδινιάζω] θέλετε σκανδαλισθεῖ = θα μπείτε σε πειρασμό ἀφόντις = αφότου αὐτὸν = ίδιο ἐ = χτύπησαν συντυχιά = ομιλία ὀμόνει = ορκίζεται",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, κεφ. ΚΖ΄","Στο απόσπασμα αυτό γίνεται αναφορά στη σύλληψη και την παράδοση του Ιησού στον Πόντιο Πιλάτο, προκειμένου να τον δικάσει για όσα αδικήματα του καταλογίζονταν από τους Φαρισαίους. Στο μεταξύ, ο Ιούδας, μετανιωμένος για την πράξη του, επιστρέφει τα τριάντα αργύρια και κρεμιέται. Μετά την καταδίκη του από τον Πιλάτο, ο Ιησούς οδηγείται στο πραιτώριο, οπού του τοποθετείται το αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι εν μέσω χλευασμών. Γίνεται, επίσης, αναφορά στην σταύρωσή Του αλλά και στην αποκαθήλωση του σώματός Του. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ΄ Ὡσὰν ἐξημέρωσεν, ἐσυμβουλεύθηκαν ὅλοι οἱ ἀρχιε- ρεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ ἐναντία τοῦ Ἰησοῦ νὰ τὸν θανατώσουν. Καὶ ἔστοντας νὰ τὸν δέσουν, ἐπῆραν καὶ ἐπῆγαν τον καὶ τὸν ἐπαράδωκαν τὸν Πόντιον Πιλάτον τὸν ἡγε- μόνα. Τότε, ὡσὰν εἶδεν ὁ Ἰούδας ὁποὺ τὸν ἐπαράδωκεν ὅτι ἐκατεκρίθη, ἐμετανόησε καὶ ἐγύρισεν ὀπίσω τὰ τριάν- τα ἀργύρια τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, λέγοντας: «Ἔσφαλα καὶ ἐπαράδωκα αἷμα ὁποὺ δὲν ἔπταιεν». Καὶ ἐκεῖνοι εἶπαν: «Τί μᾶς κόπτει ἐμᾶς; σὺ ὄψει». Καὶ ἔριξε τὰ ἀργύρια μέσα εἰς τὸν ναὸν καὶ ἀνε- χώρησε· καὶ ἐπῆγε καὶ ἐκρεμάσθη. Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐπῆραν τὰ ἀργύρια καὶ εἶπαν: «Δεν πρέπει νὰ τὰ βάλομεν αὐτὰ εἰς τὸ θησαυροφυλά- κιον τῆς ἐκκλησίας· διατὶ εἶναι τιμὴ αἵματος». Καὶ ὡσὰν ἐσυμβουλεύθηκαν, ἀγόρασαν μετ’ ἐ- κεῖνα τὸ «χωράφι τοῦ κεραμέως», νὰ θάπτουν τοὺς ξέ- νους· διὰ τοῦτο ἐκαλέσθη τὸ χωράφι ἐκεῖνο «Χωράφι αἵματος», ἕως τὴν σήμερον. Τότε ἐτελειώθη ἐκεῖνο ὁποὺ ἐλαλήθη διὰ τοῦ προ- φήτου, λέγοντας: «Καὶ ἐπῆραν τὰ τριάντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, τὸν ὁποῖον ἐτίμησαν ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἰσραήλ· καὶ ἔδωκάν τα εἰς τὸ χωράφι τοῦ κεραμέως, κα- θὼς μὲ ἐπαράγγειλεν ὁ Κύριος». Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐστάθη ὀμπροστὰ εἰς τὸν ἡγεμό- να. Καὶ ἐρώτησέν τον ὁ ἡγεμὼν λέγοντας: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν λέγει: «Σὺ εἶπας». Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ τὸν κατηγοροῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι δὲν ἀπεκρίθηκε τίποτες. Τότε τὸν λέγει ὁ Πιλάτος: «Δὲν ἀκούεις πόσα μαρτυροῦν ἐναντία σου;» Καὶ δὲν τοῦ ἀπεκρίθη καθόλου, εἰς κανένα λό- γον· τόσον ὁποὺ ἐθαύμασεν ὁ ἡγεμὼν πολλά. Καὶ εἰς τὴν ἑορτὴν εἶχαν συνήθεια νὰ ἐλευθερώνει ὁ ἡγεμὼν ἕνα ἄνθρωπον ἀπὸ τοὺς δεμένους διὰ τὸν ὄχλον, ὅποιον ἤθελαν. Καὶ τότε εἶχαν δεμένον κάποιον ὀνομαστὸν ὁποὺ ἐλέγασι Βαραββάν. Ὅταν λοιπὸν ἦταν μαζωμένοι, λέγει τους ὁ Πι- λάτος: «Ποῖον θέλετε νὰ σᾶς ἀπολύσω; τὸν Βαραββάν, ἢ τὸν Ἰησοῦν ὁποὺ λέγεται Χριστός;» Διατὶ ἤξευρεν ὅτι ἀπὸ τὸν φθόνον τους τὸν ἐπα- ράδωκαν [οἱ ἀρχιερεῖς]. Καὶ καθεζόμενος αὐτὸς εἰς τὸ κριτήριόν του, τὸν ἐμήνυσεν ἡ γυναίκα του καὶ τὸν λέγει: «Νὰ μὴν ἔχεις ἐσὺ νὰ κάμεις μὲ τὸν δίκαιον ἐκεῖνον· διατὶ ἐγὼ ἔπαθα πολλὰ σήμερον εἰς τὸ ὄνειρόν μου διὰ αὐτόν». Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἐκατάπεισαν τὸν λαὸν νὰ ζητήσουν τὸν Βαραββάν, καὶ τὸν Ἰησοῦν νὰ χαλάσουν. Τότε ἀπεκρίθη ὁ ἡγεμὼν καὶ τοὺς ἐρώτησε: «Ποῖον θέλετε ἀπὸ τοὺς δύο νὰ σᾶς ἀπολύσω;» Καὶ ἐκεῖ- νοι εἶπαν: «Τὸν Βαραββάν». Λέγει τους ὁ Πιλάτος: «Ἀμὴ τὸν Ἰησοῦν ὁποὺ λέγουν Χριστόν, τί νὰ τὸν κάμω;» Λέγουν τον ὅλοι: «Ἂς σταυρωθεῖ». Καὶ ὁ ἡγεμὼν εἶπε: «Καὶ τί κακὸν ἔκαμε;» Καὶ ἐκεῖνοι ἔσκουξαν περισσά: «Ἂς σταυρωθεῖ». Ὡσὰν εἶδεν ὁ Πιλάτος ὅτι δὲν κάμει τίποτες διά- φορον ἀλλὰ περισσότερον γίνεται σύγχυσις, ἐπῆρε νερὸν καὶ ἔνιψε τὰ χέρια του μπροστὰ εἰς τὸν λαόν, λέγοντας: «Καθαρὸς εἶμαι ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου ἐτούτου· ἐσεῖ ὄψεσθε». Καὶ ἀπεκρίθη ὅλος ὁ λαὸς καὶ εἶπε: «Τὸ αἷμα αὐτουνοῦ ἂς εἶναι ἀπάνου εἰς ἐμᾶς καὶ εἰς τὰ παιδιά μας». Τότε τοὺς ἀπόλυσε τὸν Βαραββάν· καὶ τὸν Ἰη- σοῦν ἔδειρε καὶ τοὺς τὸν ἐπαράδωκε νὰ σταυρωθεῖ. Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος ἐπῆραν τὸν Ἰ- ησοῦν εἰς τὸ πραιτόριον· καὶ ἐμάζωξαν ἐκεῖ εἰς αὐτὸν ὅλον τὸ τάγμα τῶν στρατιωτῶν. Καὶ ἔγδυσάν τον καὶ τὸν ἔβαλαν κόκκινον ροῦ- χον. Καὶ ἔπλεξαν καὶ ἕνα στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια καὶ ἔβαλαν ἀπάνου εἰς τὸ κεφάλι του, καὶ εἰς τὸ δεξιόν του χέρι τὸν ἔδωκαν ἕνα καλάμι· καὶ ἐγονάτιζαν ὀμπροστά του καὶ τὸν ἔπαιζαν καὶ τὸν ἔλεγαν: «Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Καὶ πτύοντάς τον, ἐπῆραν καλάμι καὶ τὸν ἐκτυ- ποῦσαν εἰς τὸ κεφάλι. Καὶ ὡσὰν τὸν ἔπαιξαν, τὸν ἔγδυσαν τὸ κόκκινον ροῦχον· καὶ τὸν ἔντυσαν πάλιν τὰ ροῦχα του· καὶ τὸν ἐπάγαιναν νὰ τὸν σταυρώσουν. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ ἔβγαιναν ἔξω, ἐβρῆκαν ἕνα ἄν- θρωπον Κυρηναῖον, τὸ ὄνομά του Σίμωνα· ἐτοῦτον ἐγγά- ρευσαν νὰ σηκώσει τὸν σταυρόν του. Καὶ ὡσὰν ἦλθαν εἰς τὸν τόπον ὁποὺ ἐλέγασι Γολ- γοθά, τὸ ὁποῖον θέλει νὰ εἰπεῖ «Κρανίου τόπος», τὸν ἔδωκαν νὰ πιεῖ ξίδι ἀνακατωμένον μὲ χολήν· καὶ ὡσὰν τὸ ἐγεμάτισε, δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιεῖ. Καὶ ὡσὰν τὸν ἐσταύρωσαν, ἐμοίρασαν τὰ ροῦ- χα του ρίχνοντες κλήρους· διὰ νὰ τελειωθεῖ ἐκεῖνο ὁποὺ ἐλαλήθη διὰ τοῦ προφήτου: «Ἐδιαμοιράσθηκαν τὰ ροῦχα μου εἰς τοῦ λόγου τους· καὶ εἰς τὴν φορεσιάν μου ἔρι- ξαν λαχνούς». Καὶ ἐκάθουνταν καὶ τὸν ἐφύλαγαν ἐκεῖ. Καὶ ἔβαλαν ἀπάνου εἰς τὸ κεφάλι του τὴν ἀφορ- μὴν τοῦ ἐγκλήματος γεγραμμένην: «Ἐτοῦτος εἶναι ὁ Ἰη- σοῦς, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Τότε ἐσταυρώθηκαν μαζὶ μετ’ αὐτὸν δύο ληστά- δες, ἕνας ἀπὸ τὴν δεξιάν του καὶ ἄλλος ἀπὸ τὴν ἀριστεράν. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐπερνοῦσαν εἰς τὴν στράτα τὸν ἐβλασφημοῦσαν, κουνοῦντες τὰ κεφάλια τους καὶ λέγοντες: «Ἐσὺ ὁποὺ χαλνᾶς τὸν ναὸν καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρες τὸν οἰκοδομεῖς, σῶσε τοῦ λόγου σου· ἂν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, κατίβα ἀπὸ τὸν σταυρόν». Ἔτσι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, παίζοντές τον μαζὶ μὲ τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ Φαρισαίους, ἔλεγον: «Ἄλλους ἔσωσε, καὶ τὸν ἑαυτόν του δὲν δύνεται νὰ σώσει. Ἂν εἶναι βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ἂς κατίβει ἀπὸ τὸν σταυρὸν τώρα, καὶ θέλομεν τὸν πιστεύσει. Εἰς τὸν Θεὸν ἔχει τὸ θάρρος του –τώρα ἂς τὸν γλιτώσει, ἂν τὸν ἀγαπᾶ· διατὶ αὐτὸς εἶπε πὼς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Τὰ ὅμοια τὸν ὀνείδιζαν καὶ οἱ ληστάδες ὁποὺ ἐ- σταυρώθηκαν μαζί του. Καὶ ἀπὸ ἕκτην ὥραν ἔγινε σκότος εἰς ὅλην τὴν γῆν ἕως τὴν ἐνάτην. Καὶ τριγύρω εἰς τὴν ἐνάτην ὥραν ἐβόησεν ὁ Ἰη- σοῦς μὲ μεγάλην φωνήν· καὶ εἶπε: «Ἠλί, ἠλί, λαμὰ σα- βαχθανί;» τουτέστι: «Θεέ μου, Θεέ μου, διατί μὲ ἐγκατέ- λιπες;» Καὶ κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ ἐστέκουνταν ἐ- κεῖ, ὡσὰν τὸ ἤκουσαν, ἔλεγαν ὅτι ἐτοῦτος τὸν Ἠλίαν φωνάζει. Καὶ παρευθὺς ἔτρεξεν ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἐπῆ- ρεν ἕνα σφουγγάρι καὶ ἐγέμισέν το ξίδι καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς ἕνα καλάμι καὶ τὸν ἐπότιζεν. Καὶ οἱ ἄλλοι ἔλεγαν: «Ἀφῆτε νὰ ἰδοῦμεν ἂν ἔρ- χεται ὁ Ἠλίας νὰ τὸν γλιτώσει». Καὶ ὁ Ἰησοῦς πάλιν ἔστοντας νὰ κράξει μὲ με- γάλην φωνήν, ἀφῆκε τὸ πνεῦμα του. Καὶ παρευθὺς τὸ καταπετάσμα τοῦ ναοῦ ἐσχί- σθη δύο κομμάτια, ἀπὸ πάνου ἕως κάτω· καὶ ἡ γῆ ἐσεί- σθη· καὶ οἱ πέτρες ἐσχίσθηκαν. Καὶ τὰ μνημόρια ἄνοιξαν, καὶ πολλὰ κορμία τῶν ἀπεθαμένων ἁγίων ἀναστάθηκαν. καὶ ἐβγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὰ μνήματα ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ· καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐφάνηκαν εἰς πολλούς. Καὶ ὁ ἑκατόνταρχος καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἦταν μαζί του ὁποὺ ἐφύλαγαν τὸν Ἰησοῦν, βλέποντες τὸν σεισμὸν καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ ἐγίνουνταν ἐφοβήθηκαν κατὰ πολλὰ καὶ εἶπαν: «Ἀληθινὰ Θεοῦ Υἱὸς ἦτον ἐτοῦτος». Καὶ ἦταν καὶ γυναῖκες ἐκεῖ πολλὲς ὁποὺ ἔβλε- παν ἀπὸ μακρά· οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν. Ἀνάμεσα εἰς τὲς ὁποῖες ἦτον ἡ Μαρία ἡ Μα- γδαληνή, καὶ Μαρία ἡ μήτηρ τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰω- σῆ, καὶ ἡ μητέρα τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου. Καὶ ὡσὰν ἐβράδιασεν, ἦλθεν ἕνας ἄνθρωπος πλού- σιος ἀπὸ τὴν Ἀριμαθέμ, τὸ ὄνομά του Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἦτον καὶ αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ. Ἐτοῦτος ἐπῆγεν εἰς τὸν Πιλάτον καὶ ἐζήτησε τὸ κορμὶ τοῦ Ἰησοῦ. Τότε ὁ Πιλάτος ἐπρόσταξε νὰ τὸν δώ- σουν τὸ κορμί του. Καὶ παίρνοντας τὸ κορμί, ὁ Ἰωσὴφ τὸ ἐτύλιξε μὲ σεντόνι καθαρὸν καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς καινούριόν του μνῆμα, τὸ ὁ- ποῖον τὸ ἔσκαψεν εἰς τὴν πέτρα· καὶ ἔστοντας νὰ κυλήσει μίαν πέτραν μεγάλην εἰς τὸ στόμα τοῦ μνημείου, ἐδιέβη Καὶ ἦταν ἐκεῖ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καὶ ἐκάθουνταν ἀγνάντια τοῦ τάφου. Καὶ εἰς τὴν αὐρινήν, ἡ ὁποία εἶναι ὕστερα ἀπὸ τὴν Παρασκευήν, ἐμαζώχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φα- ρισαῖοι εἰς τὸν Πιλάτον, λέγοντες: «Αὐθέντη, ἐθυμηθήκαμεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος, ἀκόμη ζώντας, εἶπεν: “Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέ- ρες ἀναστήνομαι”. Πρόσταξε λοιπὸν νὰ σιγουραρισθεῖ ὁ τάφος ἕως τὴν τρίτην ἡμέραν· μήπως καὶ οἱ μαθηταί του ἔλθουν τὴν νύκτα καὶ τὸν ἐκλέψουν, καὶ εἰποῦσιν εἰς τὸν λαόν: “Ἀ- νεστάθη ἀπὸ τοὺς νεκρούς”. Καὶ θέλει εἶσται ἡ ὑστερινὴ πλάνη χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτην». Λέγει τους ὁ Πιλάτος: «Ἔχετε φύλακας, σύρτε σιγουράρετέ τον καθὼς ἠξεύρετε». Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν καὶ ἐσιγούραραν τὸν τάφον, βουλώνοντας τὸν λίθον, μαζὶ μὲ τοὺς φύλακας.","ὄψει = δες το αυτό κριτήριόν = το δικαστήριο εἰς τὸ πραιτόριον = στο παλάτι ἔπαιζαν = περιέπαιζαν, κορόιδευαν πτύοντάς = φτύνοντας ἐγεμάτισε = δοκίμασε κατίβα = κατέβα τὸ καταπετάσμα = το ύφασμα που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό τὰ μνημόρια = οι τάφοι, τα μνήματα [το μνημόριο] σιγουραρισθεῖ = ασφαλισθεί",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, κεφ. ΚΗ΄","Στο απόσπασμα αυτό γίνεται αναφορά στα γεγονότα της ανάστασης του Ιησού από τον τάφο και στην εμφάνισή Του μπροστά στους μαθητές. Ο Ιησούς τούς δίνει την εντολή να διδάξουν τον λόγο Του σε όλα τα έθνη. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΗ΄ Καὶ εἰς τὸ τέλος τῆς ἑβδομάδος, ὅταν ἄρχισε νὰ χα- ράζει ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἦλθεν ἡ Μα- ρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία νὰ ἰδοῦν τὸν τάφον. Καὶ νά ὁποὺ ἔγινε μεγάλος σεισμός· διατὶ ἄγγε- λος Κυρίου ἐκατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπῆγε καὶ ἐ- κύλησε τὸν λίθον ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μνημείου καὶ ἐκά- θουντον ἀπάνου εἰς τὴν πέτραν. Καὶ ἦτον ἡ ὄψις του ὡσὰν τὴν ἀστραπήν· καὶ τὸ ροῦχον του ἄσπρον ὡσὰν τὸ χιόνι. Καὶ ἀπὸ τὸν φόβον αὐτουνοῦ ἐτρόμαξαν ἐκεῖνοι ὁ- ποὺ ἐφύλαγαν τὸν τάφον καὶ ἐγένηκαν ὡσὰν ἀπεθαμένοι. Καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἄγγελος καὶ εἶπε τὲς γυναῖκες: «Μὴ φοβάσθε ἐσεῖς· διατὶ ἠξεύρω ὅτι τὸν Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητᾶτε. Δὲν εἶναι ἐδῶ· διατὶ ἀνεστάθη, καθὼς εἶπεν. Ἐ- λᾶτε νὰ ἰδεῖτε καὶ τὸν τόπον ὁποὺ ἐκείτετον ὁ Κύριος. Καὶ γλήγορα σύρτε καὶ εἰπέτε τοὺς μαθητάς του ὅτι ἀνέστη ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Καὶ νά ὁποὺ πάγει πρω- τύτερα ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ θέλετε τὸν ἰδεῖ. Νὰ ὁποὺ σᾶς τὸ εἶπα». Καὶ ἐβγῆκαν γλήγορα ἀπὸ τὸ μνῆμα μὲ φόβον καὶ μὲ μεγάλην χαράν, καὶ ἔτρεξαν νὰ τὸ εἰποῦσι τοὺς μαθη- τάς του. Καὶ καθὼς ἐπήγαιναν νὰ τὸ εἰποῦν τοὺς μαθητάς του, νά καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ τὲς ἀπάντησε καὶ τὲς εἶπε: «Χαίρεσθε». Καὶ ἐκεῖνες ἐπῆγαν κοντὰ καὶ ἐπιάσαν τὰ ποδάρια του καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν. Τότε τὲς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς: «Μὴν φοβάσθε· σύρτε εἰπεῖτε το τοὺς ἀδελφούς μου νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Γαλιλαί- αν, καὶ ἐκεῖ θέλουν μὲ ἰδεῖ.» Καὶ πηγαίνοντας αὗται εἰς τὴν πόλιν, νά καὶ κά- ποιοι ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ὁποὺ ἐφύλαγαν ἐπῆγαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπαν τοὺς ἀρχιερεῖς ὅλα τὰ γενόμενα. Καὶ ἐκεῖνοι ἐμαζώχθησαν μὲ τοὺς πρεσβυτέ- ρους καὶ ἐσυμβουλεύθηκαν· καὶ ἔδωκαν ἀρκετὰ ἄσπρα τοὺς στρατιώτας, λέγοντάς τους: «Εἰπέτε ὅτι οἱ μαθηταί του ἦλ- θαν τὴν νύκτα ὅταν ἐκοιμούμασταν καὶ τὸν ἔκλεψαν. Καὶ ἐὰν ἀκουσθεῖ τοῦτο εἰς τὸν ἡγεμόνα, ἐμεῖς θέλομεν τὸν καταπείσει, καὶ ἐσᾶς θέλομεν κάμει ἀμερί- μνους». Καὶ ἐκεῖνοι, παίρνοντες τὰ ἄσπρα, ἔκαμαν καθὼς τοὺς ἐδίδαξαν· καὶ διευφημίσθη ἐτοῦτος ὁ λόγος εἰς τοὺς Ἰουδαίους ἕως τὴν σήμερον. Καὶ οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος ὁποὺ τοὺς ἐπαράγγειλεν ὁ Ἰησοῦς. Καὶ αὐτοί, ὡσὰν τὸν εἶδαν, τὸν ἐπροσκύνησαν· ἀ- κόμην κάποιοι ἀμφίβαλαν. Καὶ ἔστοντας νὰ πάγει κοντὰ ὁ Ἰησοῦς, τοὺς ἐ- σύντυχε καὶ τοὺς εἶπεν: «Ἐδόθη μοι κάθε ἐξουσία εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν. Σύρτε λοιπὸν διδάξετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁ- γίου Πνεύματος, διδάσκοντές τους νὰ φυλάττουν ὅλα ὅσα σᾶς ἐ- παράγγειλα. Καὶ νά ἐγὼ ὁποὺ εἶμαι μαζὶ μετ’ ἐσᾶς ὅλον τὸν καιρὸν ἕως τὸ τέλος τοῦ κόσμου». Ἀμήν.",ἄσπρα = νομίσματα (μικρής αξίας),,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. Α΄","Οι Πράξεις των Αποστόλων είναι το πέμπτο κατά σειρά βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Πιστεύεται ότι γράφτηκε από τον ευαγγελιστή Λουκά και φαίνεται να απευθύνεται σε κάποιον Θεόφιλο, ενώ σε αυτό παρουσιάζονται τα γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως μετά την ανάσταση του Ιησού, καθώς και η δράση των αποστόλων. Στο απόσπασμα Α΄ γίνεται αναφορά στην απόφαση των έντεκα πλέον μαθητών του Ιησού να επιλέξουν κάποιον από τον στενό κύκλο των ανθρώπων που πίστευαν και ακολουθούσαν τον Ιησού, προκειμένου να πάρει την θέση του Ιούδα Ισκαριώτη και να γίνουν πάλι δώδεκα, όπως έλεγαν οι Γραφές. Καὶ εἰς τὲς ἡμέρες τοῦτες, ἐσηκώθη ὁ Πέτρος εἰς τὴν μέσην τῶν μαθητῶν καὶ εἶπε (καὶ ἦτον πλῆθος εἰς μίαν μερέαν, ὣς ἑκατὸν εἴκοσι νομάτοι): «Ὦ ἄνδρες ἀδελφοί, ἔκαμνε χρεία νὰ πληρωθεῖ ἡ γραφὴ ἐτούτη, τὴν ὁποίαν ἐπροεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅ- γιον διὰ στόματος τοῦ Δαβὶδ διὰ τὸν Ἰούδα, ὁποὺ ἔγι- νεν ὁδηγὸς εἰς ἐκείνους ὁποὺ ἐπίασαν τὸν Ἰησοῦν· διατὶ ἦτον λογαριασμένος μετ’ ἐμᾶς καὶ ἐπῆρε τὸν λαχνὸν τῆς ὑπηρεσίας ἐτούτης. Ἐτοῦτος λοιπὸν ἀπέκτησεν ἕνα χωράφι ἀπὸ τὴν πληρωμὴν τῆς ἀδικίας· καὶ ἔπεσε προύμυτα, καὶ ἔσκασεν εἰς τὴν μέσην, καὶ ἐχύθηκαν ἔξω ὅλα τὰ ἔγκατά του. Καὶ τοῦτο ἐγνωρίσθη εἰς ὅλους ὁποὺ κατοικοῦν τὴν Ἱερουσαλήμ· τόσον ὁποὺ ἐκαλέσθη τὸ χωράφι ἐκεῖ- νο, εἰς τὴν γλῶσσαν τὴν ἐδικήν τους, Ἀκελδαμά· ὡσὰν νὰ εἰπεῖς, Χωράφι Αἵματος. Διατὶ εἶναι γραμμένον εἰς τὸ βιβλίον τῶν Ψαλ- μῶν: «Ἂς γένει ἡ κατοικία του ἔρημος, καὶ ἂς μὴν εἶναι κανένας ὁποὺ νὰ κατοικεῖ εἰς αὐτήν»· καὶ «Τὴν ἐπισκο- πήν του ἂς τὴν πάρει ἄλλος». Κάμνει χρεία λοιπόν, ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἄνδρας ὁποὺ ἦλθαν μετ’ ἐμᾶς εἰς ὅλον τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐμπῆκε καὶ ἐβγῆκεν εἰς ἐμᾶς ὁ Αὐθέντης ὁ Ἰησοῦς, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἕως τὴν ἡμέραν ὁποὺ ἀνελήφθη ἀπὸ μᾶς, ἕνας ἀπὸ τούτους μαζὶ μετ’ ἐμᾶς νὰ γένει μάρτυρας τῆς ἀναστάσεώς του. Καὶ ἔβαλαν δύο, τὸν Ἰωσὴφ ὁποὺ ἐκαλεῖτον Βαρ- σαββὰς –ὁ ὁποῖος ὀνομάζετον Ἰοῦστος– καὶ τὸν Ματ- θίαν. Καὶ ἔστοντας νὰ προσευχηθοῦσιν, εἶπαν: «Ἐσύ, ὦ Αὐθέντη, ὁποὺ ἐγνωρίζεις τὲς καρδίες ὁλωνῶν, φανέ- ρωσε ἐκεῖνον ὁποὺ ἐδιάλεξες ἀπὸ τούτους τοὺς δύο τὸν ἕνα, νὰ πάρει τὸν λαχνὸν τῆς ὑπηρεσίας ἐτούτης καὶ τῆς ἀποστολῆς, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπαρέβη ὁ Ἰούδας, νὰ πάγει εἰς τὸν τόπον του τὸν ἴδιον. Καὶ ἔριξαν λαχνούς, καὶ ἔπεσεν ὁ λαχνὸς εἰς τὸν Ματθίαν, καὶ ἐλογαριάσθη μαζὶ μὲ τοὺς ἕνδεκα ἀποστό- λους.",νομάτοι = άτομα,,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. Β΄","Το απόσπασμα αναφέρεται στα γεγονότα της Πεντηκοστής, κατά τη διάρκεια της οποίας οι μαθητές, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, άρχισαν να μιλούν διάφορες γλώσσες. Μόλις το πλήθος άκουσε τους μαθητές να μιλούν στη γλώσσα του καθενός, έμειναν έκπληκτοι με το θαύμα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅ- λοι μαζωμένοι ὁμοψύχως εἰς ἕνα τόπον. Καὶ παρευθὺς ἔγινε μία βοὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὡσὰν νὰ ἤρχουντον φυσηματία δυνατή, καὶ ἐγέμισε τὸ σπίτι ἐκεῖ ὁποῦ ἐκάθουνταν· καὶ τοὺς ἐφάνηκαν γλῶσσες διαμοιρασμένες ὡσὰν φωτία καὶ ἐκάθισεν ἀπάνου εἰς κάθε ἕνα ἀπ’ αὐτούς· καὶ ἐγέμισαν ὅλοι Πνεῦμα Ἅγιον, καὶ ἄρχισαν νὰ λαλοῦν ξένες γλῶσσες, καθὼς τὸ Πνεῦμα τοὺς ἔδιδε νὰ λαλοῦν. Καὶ ἐκατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἄνδρες Ἰ- ουδαῖοι εὐλαβεῖς, ἀπὸ κάθε λογῆς ἔθνος ὁποὺ εἶναι ἀπο- κάτω εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ὡσὰν ἔγινεν ἡ φωνὴ ἐκείνη, ἐμαζώχθη τὸ πλῆθος καὶ ἐσυγχύσθη, ὅτι ἄκουε κάθα ἕνας ὁποὺ ἐσυντυ- χαῖναν τὴν γλώσσαν του. Καὶ ἐτρόμαζαν ὅλοι καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν ἕ- νας τὸν ἄλλον: «Νά, δὲν εἶναι ὅλοι ἐτοῦτοι ὁποὺ συντυ- χαῖναν Γαλιλαῖοι; Καὶ πῶς ἐμεῖς τοὺς ἀκούομεν πάσα ἕνας τὴν ἐ- δικήν μας γλώτταν εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννηθήκαμεν; Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμίται, καὶ ἐκεῖνοι ὁ- ποὺ κατοικοῦσι τὴν Μεσοποταμίαν, τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, τὴν Φρυγίαν καὶ Παμφυλίαν, τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης ὁποὺ εἶναι ἀγνάντια εἰς τὴν Κυρή- νην· καὶ οἱ Ρωμαῖοι οἱ ξένοι, Ἰουδαῖοι τε καὶ προσήλυ- τοι, Κρητικοὶ καὶ Ἀράπηδες, ἐγρικοῦμεν ὁποὺ λέ- γουν αὐτοί, μὲ τὲς γλῶσσες τὲς ἐδικές μας, τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὅλοι ἐθαύμαζαν περισσὰ καὶ ἀποροῦσαν, λέ- γοντες ἕνας τὸν ἄλλον: «Τί θέλει νὰ εἶναι ἐτοῦτο;» Καὶ ἄλλοι, ἀναμπαίζοντες, ἔλεγον ὅτι εἶναι χορ- τάτοι ἀπὸ κρασὶ γλυκόν.","φυσηματία = πνοή ανέμου ἔδιδε = έδινε τη δυνατότητα ἐσυντυ = μιλούσαν [συντυχαίνω] ἀγνάντια = απέναντι προσήλυ = που έχουν προσηλυτιστεί ἀναμπαίζοντες = κοροϊδεύοντας",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. Γ΄","Στο απόσπασμα Γ΄ των Πράξεων, περιγράφεται ένα από τα πρώτα θαύματα που επιτέλεσαν οι μαθητές του Ιησού. Συγκεκριμένα, ο Πέτρος θεράπευσε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν μπορούσε να περπατήσει. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἀνέβαινον ὁμοῦ εἰς τὸ ἱερόν, εἰς τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην. Καὶ κάποιος ἄνθρωπος ὁποὺ ἦτον κουτσὸς ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μάνας του, τὸν ἐσήκωναν, τὸν ὁποῖον τὸν ἔβαναν κάθε ἡμέραν εἰς τὴν πόρταν τοῦ ἱεροῦ ὁποὺ ἐλέγαν Ὡραίαν, νὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνην ἀπ’ ἐκείνους ὁποὺ ἐμπαίνασιν εἰς τὸ ἱερόν· ὁ ὁποῖος, ὡσὰν εἶδε τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην ὁποὺ ἐμέλλασι νὰ ἐμποῦσιν εἰς τὸ ἱερόν, ἐζήτα ἐλεημοσύνην. Καὶ ὁ Πέτρος ἀνατράνισεν εἰς αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπε: «Γιά ἰδέ μας». Καὶ ἐκεῖνος εἶχε τὰ μάτια του εἰς αὐτούς, ἀναμέ- νοντας νὰ πάρει τίποτες ἀπ’ αὐτούς. Καὶ ὁ Πέτρος εἶπεν: «Ἀσήμι καὶ χρυσάφι δὲν ἔχω· ἀμὴ ἐκεῖνο ὁποὺ ἔχω, ἐκεῖνο σὲ δίδω. Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, σήκω ἀπάνω καὶ πε- ριπάτει». Καὶ πιάνοντάς τον ἀπὸ τὸ δεξιὸν χέρι τὸν ἐσή- κωσε. Καὶ παρευθὺς ἐστερεώθησαν οἱ πατοῦνες του καὶ οἱ ἀστραγκάλοι του· καὶ πηδώντας ἐστάθη καὶ ἐπεριπάτει· καὶ ἐμπῆκε μαζὶ μετ’ αὐτοὺς εἰς τὸ ἱερόν, περιπατώντας καὶ πηδών- τας καὶ ὑμνῶν τὸν Θεόν· Καὶ ὅλος ὁ λαὸς τὸν εἶδεν ὁποὺ ἐπεριπάτει καὶ ὕμνει τὸν Θεόν· καὶ τὸν ἐγνώριζαν πὼς ἦτον ἐτοῦτος ὁποὺ ἐκά- θουνταν εἰς τὴν Ὡραίαν πύλην τοῦ ἱεροῦ ζητώντας ἐλεη- μοσύνην· καὶ πολλὰ ἐθαύμασαν καὶ ἔγιναν ἐκστατικοὶ εἰς ἐκεῖνο ὁποὺ τοῦ ἐσυνέβη. Καὶ ὁ κουτσὸς ὁποὺ ἰατρεύθη ἔμεινεν ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην, καὶ ὁ λαὸς ὅλος, ὄντας ἐκ- πεπληγμένος, ἔτρεξεν εἰς αὐτοὺς εἰς τὴν καμάραν ὁποὺ ἐ- κράζετον τοῦ Σολομῶντος.","ὁμοῦ = μαζί ἐμέλλασι = επρόκειτο ἀνατράνισεν = κοίταξε πατοῦνες = πατούσες",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. Ε΄","Το κεφάλαιο Δ΄ εστιάζει στη σύλληψη του Πέτρου και του Ιωάννη από τους αρχιερείς, λόγω του θαύματος που πραγματοποίησαν. Αφέθηκαν, όμως, ελεύθεροι λίγο αργότερα, αφού δεν μπορούσαν να καταλογίσουν κάτι εναντίον τους. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄ Καὶ κάποιος ἄνθρωπος, τὸ ὄνομά του Ἀνανίας, μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του τὴν Σαπφείρα, ἐπούλησε χω- ράφι· καὶ ἐχώρισε διὰ λόγου του μερικὰ ἄσπρα ἀπὸ τὴν τιμήν του, καὶ τὸ ἤξευρεν καὶ ἡ γυναίκα του, καὶ ἔφερεν ἕνα μέρος καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὰ ποδάρια τῶν ἀπο- στόλων. Καὶ ὁ Πέτρος τὸν εἶπεν: «Ἀνανία, διατί ἐγέμι- σεν ὁ Σατανὰς τὴν καρδίαν σου, νὰ εἰπεῖς ψέματα εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νὰ ξεχωρίσεις διὰ λόγου σου ἀπὸ τὴν τιμὴν τοῦ χωραφίου; Ἂν τὸ ἐκράτεις, δὲν ἦτον εἰς ἐσένα; Καὶ ὡσὰν ἐ- πουλήθη, δὲν ἦτον εἰς τὴν ἐξουσίαν σου; Διατί ἔβαλες τοῦτο τὸ πράγμα μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου; Δὲν ἐγέλα- σες ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸν Θεόν». Καὶ ὁ Ἀνανίας, ὡσὰν ἄκουσεν ἐτοῦτα τὰ λόγια, ἔπεσε καὶ ἐξεψύχησε· καὶ ἔγινε μεγάλος φόβος εἰς ὅλους ἐκείνους ὁποὺ τὰ ἄκουσαν. Καὶ ἐσηκώθηκαν οἱ νέοι καὶ τὸν ἐσυμάζωξαν, καὶ ἔβγαλαν καὶ ἐπῆγαν καὶ ἔθαψάν τον. Καὶ ἐπέρασαν ἕως τρεῖς ὧρες, καὶ ἡ γυναίκα του, μὴ ἠξεύροντας ἐκεῖνο ὁποὺ ἔγινεν, ἐμπῆκε μέσα. Καὶ ὁ Πέτρος τὴν εἶπεν: «Εἰπέ με, ἂν ἐπουλήσετε τὸ χωράφι τόσα ἄσπρα;» Καὶ ἐκείνη εἶπε: «Ναί, τόσα». Καὶ ὁ Πέτρος τὴν εἶπε: «Διατί ἐσυμφωνήσετε ἐσεῖς νὰ πειράξετε τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου; Νά τὰ ποδά- ρια ἐκεινῶν ὁποὺ ἔθαψαν τὸν ἄνδρα σου εἰς τὴν πόρταν, καὶ θέλουσιν ἐβγάλει καὶ ἐσένα». Καὶ παρευθὺς ἔπεσεν εἰς τὰ ποδάρια του καὶ ἐξε- ψύχησε. Καὶ ὡσὰν ἐμπῆκαν μέσα οἱ νέοι, τὴν εὑρῆκαν ἀπεθαμένην, καὶ ἔβγαλαν καὶ ἐκείνην καὶ τὴν ἔθαψαν κον- τὰ εἰς τὸν ἄνδρα της. Καὶ ἔγινε φόβος μεγάλος εἰς ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ εἰς ὅλους ἐκείνους ὁποὺ ἀκοῦαν ἐτοῦτα.",ἄσπρα = βυζαντινά και τουρκικά νομίσματα μικρής αξίας,,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. Θ΄","Στο κεφάλαιο ΣΤ΄ γίνεται αναφορά στην απόφαση που πήραν οι δώδεκα μαθητές να διαλέξουν επτά άνδρες που ανήκαν στην ακολουθία τους, ώστε να ενταχθούν πλέον στην υπηρεσία του Ιησού και να διδάσκουν και αυτοί τον λόγο Του. Στη συνέχεια, γίνεται ειδική αναφορά στον Στέφανο, που ήταν ένας από τους επτά και ο οποίος έκανε πολλά θαύματα και για τον λόγο αυτό συνελήφθη. Στο κεφάλαιο Ζ΄ γίνεται αναφορά στη δίκη του Στέφανου, που ακολούθησε αμέσως μετά τη σύλληψή του. Δίνεται ο λόγος που εκφώνησε ο Στέφανος μπροστά στο δικαστήριο και έπειτα αναφέρεται ότι βρήκε τον θάνατο διά λιθοβολισμού και έτσι έγινε ο πρώτος μάρτυρας. Στο κεφάλαιο Η΄ αναφέρεται το όνομα του Σαύλου, του μετέπειτα Απόστολου Παύλου, ο οποίος το διάστημα αυτό ήταν μέγας διώκτης των χριστιανών και ένας από αυτούς που σκότωσαν τον Στέφανο, πρωταγωνιστώντας στον διωγμό των χριστιανών από την Ιερουσαλήμ. Οι δώδεκα μαθητές αναγκάστηκαν να χωριστούν και δίδασκαν τον λόγο του Κυρίου σε διάφορα σημεία του κόσμου. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄ Καὶ ὁ Σαῦλος, ἀκόμη πνέοντας φοβερισμοὺς καὶ φό- νους ἐναντία τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ἐπῆγεν εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ ἐζήτησεν ἀπ’ αὐτὸν ἐπιστολὰς εἰς τὰ συναγώ- για ὁποὺ ἦταν εἰς τὴν Δαμασκόν, ἂν εὕρει ἐκεῖ τινὰς ὁποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν αἵρεσιν αὐτὴν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ τοὺς φέρει δεμένους εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ παγαίνοντας, ἐκεῖ ὁποὺ ἐσίμωνεν εἰς τὴν Δα- μασκόν, ἐξαίφνης ἔστραψε τριγύρω του ἕνα φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανόν· καὶ πέφτοντας εἰς τὴν γῆν, ἄκουσε φωνὴν ὁποὺ τὸν ἔλεγε: «Σαούλ, Σαούλ, τί μὲ διώχνεις;» Καὶ αὐτὸς εἶπε: «Ποῖος εἶσαι ἐσύ, Αὐθέντη;» Καὶ ὁ Κύριος τὸν εἶπεν: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς ὁποὺ ἐσὺ κα- τατρέχεις· κακὸν ἐδικόν σου εἶναι νὰ κλοτσᾶς εἰς τὰ κεν- τρίδια». Καὶ ὁ Σαούλ, τρέμοντας καὶ θαμπωμένος, εἶπεν: «Αὐθέντη, τί μὲ ὁρίζεις νὰ κάμω;» Καὶ ὁ Κύριος τὸν εἶπε: «Σήκω καὶ ἔμπα μέσα εἰς τὴν πόλιν, καὶ θέλει σὲ λαληθεῖ τί κάμει χρεία νὰ κάμεις». Καὶ οἱ ἄνθρωποι ὁποὺ τὸν ἐσυνόδευαν ἐστέκουν- ταν [ἐξεστηκότες καὶ] ἄφωνοι, ἔστοντας νὰ ἀκούουσι φω- νὴν καὶ κανένα νὰ μὴν βλέπουσι. Καὶ ὁ Σαῦλος ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν γῆν· καὶ εἶχε τὰ μάτια του ἀνοικτά, ἀμὴ κανένα ἄνθρωπον δὲν ἔβλεπε· καὶ οἱ σύντροφοί του, βαστῶντες τον ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἔμπα- σαν μέσα εἰς τὴν Δαμασκόν. Καὶ ἔκαμε τρεῖς ἡμέρες ὁποὺ δὲν ἔβλεπε, καὶ μη- δὲ ἔφαγε μηδὲ ἔπιε. Καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν Δαμασκὸν ἦτον ἕνας μαθητής, τὸ ὄνομά του Ἀνανίας· καὶ εἶπε τον ὁ Κύριος δι’ ὁράμα- τος: «Ὦ Ἀνανία». Καὶ ἐτοῦτος εἶπεν: «Νά με ἐδῶ, Αὐ- θέντη». Καὶ λέγει τον ὁ Κύριος: «Σήκω καὶ σύρε εἰς τὴν στράταν ὁποὺ κράζεται Ἴσα, καὶ ζήτησε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰούδα κάποιον, τὸ ὄνομά του Σαῦλον [ὁποὺ εἶναι Ταρ- σεύς]· διατὶ τούτην τὴν ὥραν προσεύχεται» – καὶ ὁ Σαῦλος εἶδε διὰ μέσου ὁράματος ἕναν ἄν- νθρωπον, τὸ ὄνομά του Ἀνανίαν, ὁποὺ ἐμπῆκε μέσα καὶ ἔβαλεν ἀπάνου του τὸ χέρι του, διὰ νὰ ξαναβλέψει. Καὶ ὁ Ἀνανίας ἀπεκρίθη: «Αὐθέντη, ἤκουσα ἀπὸ πολλοὺς διὰ τὸν ἄνδρα τοῦτον –πόσα κακὰ ἔκαμε τοὺς ἁγίους σου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἐδῶ ἔχει ἐξουσίαν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ δέ- σει ὅλους ὅσους ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά σου». Καὶ ὁ Κύριος τὸν εἶπε: «Σύρε, ὅτι ἐτοῦτος εἶναι ἀγγεῖον μου διαλεμένον, νὰ βαστάξει τὸ ὄνομά μου μπρο- στὰ εἰς τὰ ἔθνη καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς καὶ εἰς τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἰσραήλ· διατὶ ἐγὼ θέλω τὸν δείξει ὅσα πρέπει νὰ πάθει αὐτὸς διὰ τὸ ὄνομά μου». Καὶ ὁ Ἀνανίας ἐδιέβη καὶ ἐμπῆκε μέσα εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο, καὶ ἔστοντας νὰ βάλει τὰ χέρια του ἀπάνω εἰς αὐτόν, εἶπε: «Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ὁ Ἰησοῦς ὁποὺ σοῦ ἐφάνη εἰς τὴν στράταν ὁποὺ ἤρχουσουν, μὲ ἔστειλεν διὰ νὰ ξαναβλέψεις καὶ νὰ γεμισθεῖς Πνεῦμα Ἅγιον». Καὶ παρευθὺς ἔπεσαν κάτω ἀπὸ τὰ μάτια του ὡσὰν λέπια, καὶ ἐκείνην τὴν ὥραν ἐμεταείδε. Καὶ ὡσὰν ἐσηκώθη, ἐβαπτίσθη· καὶ ἔστοντας νὰ πάρει φαγί, ἐδυνάμωσε τοῦ λό- γου του. Καὶ ἔκαμε κάμποσες ἡμέρες ὁ Σαῦλος ἐκεῖ μὲ τοὺς μαθητὰς ὁποὺ ἦταν εἰς τὴν Δαμασκόν· καὶ παρευθὺς μέσα εἰς τὰ συναγώγια ἐκήρυττε τὸν Χριστόν, ὅτι ἐτοῦτος εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν ἄκουαν ἐθαυμάζουνταν καὶ ἔ- λεγαν: «Δὲν εἶναι ἐτοῦτος ὁποὺ ἐκούρσευεν εἰς τὴν Ἱε- ρουσαλὴμ ἐκείνους ὁποὺ ἐπικαλοῦνταν τὸ ὄνομα ἐτοῦτο, καὶ διὰ τοῦτο ἦλθε καὶ ἐδῶ, διὰ νὰ τοὺς πάγει δεμένους εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς;» Καὶ ὁ Σαῦλος περισσότερον ἐδυναμώνετον καὶ ἐ- σύγχυζε τοὺς Ἰουδαίους ὁποὺ ἐκάθουνταν εἰς τὴν Δαμα- σκόν, βεβαιώνοντας ὅτι ἐτοῦτος εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ ὡσὰν ἐπέρασαν ἡμέρες πολλές, ἐσυμβουλεύ- θηκαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ τὸν σκοτώσουν – ἀμὴ ὁ Σαῦλος ἔμαθε τὴν ἐπιβουλήν τους. Καὶ πα- ραφυλάγαν τὲς πόρτες μέρα καὶ νύκτα, διὰ νὰ τὸν σκο- τώσουν. Οἱ μαθηταὶ λοιπὸν τὸν ἐπῆραν τὴν νύκτα καὶ τὸν ἔβαλαν εἰς ἕνα ζεμπίλι, καὶ τὸν ἐκατέβασαν ἀπὸ τὸ τει- χιό. Καὶ ὡσὰν ἐπῆγεν ὁ Σαῦλος εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐδοκίμαζε νὰ κολλήσει μὲ τοὺς μαθητάς· καὶ ὅλοι τὸν ἐ- φοβοῦνταν, διατὶ δὲν ἐπίστευαν ὅτι εἶναι μαθητής. Ἀμὴ ὁ Βαρνάβας, παίρνοντάς τον, τὸν ἐπῆγεν εἰς τοὺς ἀποστόλους, καὶ τοὺς ἐδιηγήθη πῶς εἰς τὴν στράταν εἶδε τὸν Κύριον καὶ ὅτι ἐσύντυχε μετ’ αὐτόν, καὶ πῶς εἰς τὴν Δαμασκὸν ἐπαρρησιάσθη εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἐσυναναστρέφετον μετ’ αὐτοὺς εἰς τὴν Ἱε- ρουσαλήμ· καὶ ἐπαρρησιάζετον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰη- σοῦ, καὶ ἐλάλει καὶ ἐφιλονίκα μὲ τοὺς Ἑβραίους ὁποὺ ἑλ- λήνιζαν· καὶ ἐκεῖνοι ἐδοκίμαζαν νὰ τὸν ἐσκοτώσουν. Ἀμὴ οἱ ἀδελφοί, ὡσὰν τὸ ἐγνώρισαν, τὸν ἔφε- ραν εἰς τὴν Καισάρειαν· καὶ ἀπ’ ἐκεῖ τὸν ἔστειλαν εἰς τὴν Ταρσόν. Αἱ ἐκκλησίαι λοιπὸν ὁποὺ ἦτον εἰς ὅλην τὴν Ἰου- δαίαν καὶ εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ εἰς τὴν Σαμάρειαν εἶχαν εἰρήνην καὶ οἰκοδομοῦνταν καὶ ἐπάγαιναν μὲ τὸν φόβον τοῦ Κυρίου, καὶ μὲ τὴν παρηγορίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύμα- τος ἐπληθύνουνταν. Καὶ περνώντας ὁ Πέτρος διὰ μέσου ὁλωνῶν, ἐ- κατέβη καὶ εἰς τοὺς ἁγίους ὁποὺ ἐκατοικοῦσαν εἰς τὴν Λύδδαν. Καὶ ἐκεῖ εὑρῆκεν ἕνα ἄνθρωπον, τὸ ὄνομά του Αἰνέαν, ὁποὺ ἐκείτετον ἀπὸ ὀκτὼ χρόνους εἰς τὸ κρεβά- τι καὶ ἦτον παράλυτος. Καὶ εἶπε τον ὁ Πέτρος: «Αἰνέα, ὁ Ἰησοῦς Χρι- στὸς σὲ ἰατρεύει· σήκω ἀπάνου καὶ στρῶσε τὸ κρεβάτι σου». Καὶ παρευθὺς ἐσηκώθη. Καὶ εἶδαν τον ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐκατοικοῦσαν τὴν Λύδδαν καὶ τὸν Ἀσσάρωνα, οἱ ὁποῖοι ἐγύρισαν εἰς τὸν Κύριον. Καὶ εἰς τὴν Ἰόππην ἦτον κάποια μαθήτρια, τὸ ὄνομά της Ταβιθά (ἡ ὁποία μεταγλωττιζομένη λέγεται Λαφίνα)· ἐτούτη ἦτον γεμάτη ἀπὸ καλὰ ἔργα καὶ ἀπὸ ἐλεημοσύνες ὁποὺ ἔκαμε. Καὶ τὲς ἡμέρες ἐκεῖνες ἐσυνέβη καὶ ἀσθένησε καὶ ἀπέθανε· καὶ ὡσὰν τὴν ἔλουσαν, τὴν ἔβαλαν εἰς τὸ ἀνώγι. Καὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι σιμὰ εἰς τὴν Ἰόππην ἡ Λύδ- δα, οἱ μαθηταί, ὡσὰν ἄκουσαν ὅτι ὁ Πέτρος εἶναι [εἰς τὴν Λύδδα], ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας εἰς αὐτὸν παρακα- λοῦντες τον νὰ μὴν ὀκνήσει νὰ ἔλθει ἕως εἰς αὐτούς. Καὶ ὁ Πέτρος ἐσηκώθη καὶ ἦλθε μαζὶ μετ’ αὐ- τούς· ὁ ὁποῖος ὡσὰν ἦλθε, τὸν ἀνέβασαν εἰς τὸ ἀνώγι, καὶ ἐστάθηκαν τριγύρω του ὅλες οἱ χῆρες καὶ ἔκλαιαν, καὶ τὸν ἔδειχναν τὰ πουκάμισα καὶ τὰ ροῦχα ὁποὺ ἔκα- με ὅταν ἦταν μετ’ αὐτὲς ἡ Λαφίνα. Καὶ ὁ Πέτρος τοὺς ἔβγαλεν ὅλους ἔξω καὶ ἔβα- λε τὰ γόνατά του κάτω καὶ ἐπροσευχήθη, καὶ ἐγύρισεν εἰς τὸ κορμὶ καὶ εἶπεν: «Ταβιθά, σήκω ἀπάνω». Καὶ ἐ- κείνη ἄνοιξε τὰ μάτια της, καὶ ὡσὰν εἶδε τὸν Πέτρον, ἀ- νεκάθισε. Καὶ δίδοντάς την τὸ χέρι του τὴν ἐσήκωσε, καὶ ἐλάλησε τοὺς ἁγίους καὶ τὲς χῆρες καὶ τοὺς τὴν ἐπαρά- στησε ζωντανήν. Καὶ ἐμαθητεύθη ἐτοῦτο εἰς ὅλην τὴν Ἰόππην, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Κύριον. Καὶ αὐτὸς ἀνέμεινεν ἀρκετὲς ἡμέρες εἰς τὴν Ἰόπ- πην, σιμὰ εἰς κάποιον Σίμωνα, ταμπάκην.","κεν = κεντριά [το κεντρίδιον] ἔστοντας = επειδή συνέβαινε να ἐμεταείδε = ξαναείδε ζεμπίλι = κοφίνι ἐπαρρησιάσθη = μίλησε ἀνώγι = το επάνω πάτωμα διώροφου σπιτιού ὀκνήσει = αμελήσει, καθυστερήσει ταμπάκην = βυρσοδέψη [ο ταμπάκης]",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΙΒ΄","Στο κεφάλαιο Ι΄ γίνεται αναφορά στον εκατόνταρχο Κορνήλιο, ο οποίος πίστεψε στον Ιησού και βαπτίστηκε χριστιανός από τον Απόστολο Πέτρο. Στο κεφάλαιο ΙΒ΄ γίνεται αναφορά στην ενέργεια του βασιλιά Ηρώδη να θανατώσει τον Ιάκωβο, τον αδερφό του Ιωάννη. Συνέλαβε, επίσης, και τον Πέτρο, ο οποίος, όπως αναφέρεται, με θαυματουργό τρόπο διέφυγε από το κελί στο οποίο τον φύλαγαν 16 στρατιώτες. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄ Εἰς ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ἔβαλε τὰ χέρια του ὁ Ἡρώ- δης ὁ βασιλεὺς νὰ κακοποιήσει μερικοὺς ἀπὸ ἐκεί- νους ὁποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ μὲ τὸ σπαθὶ ἐφόνευσε τὸν Ἰάκωβον, τὸν ἀδελ- φὸν τοῦ Ἰωάννου. Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὅτι ἐτοῦτο ἀρέσει τοὺς Ἰουδαίους, ἐπρόσθεσε καὶ τοῦτο, νὰ πιάσει καὶ τὸν Πέτρον (καὶ ἔλα- χαν καὶ ἦταν ἡμέρες τῶν Ἀζύμων)· τὸν ὁποῖον, ὡσὰν τὸν ἔπιασε, τὸν ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακήν, παραδίδοντάς τον εἰς δεκαέξι στρατιώτας νὰ τὸν φυλάγουσι· θέλοντας, ὕστερα ἀπὸ τὸ Πάσχα, νὰ τὸν φέ- ρει ἔξω εἰς τὸν λαόν. Ὁ Πέτρος λοιπὸν ἐφυλάττετον εἰς τὴν φυλακήν· καὶ ἡ ἐκκλησία ἐπροσεύχετον κατὰ πολλὰ πάντοτε τὸν Θεὸν διὰ λόγου του. Καὶ ὁπόταν ὁ Ἡρώδης ἔμελλε νὰ τὸν πάγει εἰς τὸν λαόν, τὴν νύκτα ἐκείνην ὁ Πέτρος ἐκοιμᾶτον ἀνάμεσα σὲ δύο στρατιῶτες, δεμένος μὲ δύο ἁλυσίδες· καὶ ἐφύλα- γαν καὶ φυλακάτορες μπροστὰ εἰς τὴν πόρταν τῆς φυ- λακῆς. Καὶ νά καὶ ἦλθεν ἄγγελος Κυρίου, καὶ φῶς ἔλαμ- ψε ἐκεῖ ὁποὺ ἐκάθετον· καὶ ἐκτύπησε τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου καὶ τὸν ἐσήκωσε καὶ εἶπε: «Σήκω γλήγορα». Καὶ οἱ ἁλυσίδες ἔπεσαν ἀπὸ τὰ χέρια του. Καὶ εἶπε τον ὁ ἄγγελος: «Ζώσου καὶ βάλε τὰ πα- πούτσια σου». Καὶ ἔκαμεν ἔτσι. Καὶ λέγει τον: «Βάλε τὸ ροῦχον σου καὶ ἀκολούθει μοι». Καὶ ἐβγῆκεν ἔξω καὶ τὸν ἀκολούθαν, καὶ δὲν ἐγνώ- ριζε ὅτι εἶναι ἀληθινὸν ἐκεῖνο ὁποὺ ἐγίνετον ἀπὸ τὸν ἄγ- γελον, ἀλλὰ τὸν ἐφαίνετον νὰ βλέπει ὅραμα. Καὶ ὡσὰν ἐπέρασαν τὴν πρώτην φύλαξιν καὶ τὴν δεύτερην, ἔφθασαν εἰς τὴν πόρταν τὴν σιδερένιαν ὁποὺ πάγει εἰς τὴν πόλιν, ἡ ὁποία μοναχή της τὼς ἀνοίχθη· καὶ ὡσὰν ἐβγῆκαν, ἐπῆγαν ὀμπροστὰ μίαν στράταν, καὶ παρευθὺς ὁ ἄγγελος ἐδιέβη ἀπ’ αὐτόν. Καὶ ὁ Πέτρος, ὡσὰν ἦλθεν εἰς τοῦ λόγου του, εἶπε: «Τώρα ἠξεύρω ἀληθινὰ ὅτι ὁ Κύριος ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελόν του καὶ μὲ ἐλευθέρωσεν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἡρώδου καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν ἐλπίδα τοῦ λαοῦ τῶν Ἰου- δαίων. Καὶ ὡσὰν ἐγνώρισεν, ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι τῆς Μα- ρίας, τῆς μάνας τοῦ Ἰωάννου ὁ ὁποῖος ἐκράζετον Μάρ- κος, ἐκεῖ ὁποὺ ἦταν καὶ ἀρκετοὶ ἀδελφοὶ μαζωμένοι καὶ ἐπροσεύχουνταν. Καὶ ὡσὰν ἐκτύπησεν ὁ Πέτρος τὴν πόρταν τοῦ προαυλίου, ἐπῆγε μία κοπέλα, τὸ ὄνομά της Ρόδη, νὰ ἀ- κούσει κρυφά τίς εἶναι. Καὶ ἔστοντας νὰ ἐγνωρίσει τὴν φωνὴν τοῦ Πέ- τρου, ἀπὸ τὴν χαράν της δὲν ἄνοιξε τὸ προαύλιον, ἀμὴ ἔδραμε μέσα καὶ εἶπε πὼς στέκεται ὁ Πέτρος μπροστὰ εἰς τὸ προαύλιον. Καὶ ἐκεῖνοι τὴν εἶπαν: «Λωλὴ εἶσαι;» Καὶ ἐκεί- νη τὸ ἐβεβαίωνε νὰ εἶναι τέτοιας λογῆς. Καὶ ἐκεῖνοι ἔλε- γαν: «Ὁ ἄγγελός του εἶναι». Καὶ ὁ Πέτρος ἐστέκετον καὶ ἐκτύπαν. Καὶ ὡσὰν ἄνοιξαν καὶ τὸν εἶδαν, ἐξεπλάγησαν. Καὶ μὲ τὸ χέρι του τοὺς ἔσεισε νὰ σωπάσουν καὶ τοὺς ἐδιηγήθη πῶς ὁ Κύριος τὸν ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν φυ- λακήν· καὶ τοὺς εἶπε: «Εἰπέτε ἐτοῦτα τὸν Ἰάκωβον καὶ τοὺς ἀδελφούς». Καὶ ἐβγῆκεν ἔξω καὶ ἐδιέβη εἰς ἄλλον τόπον. Ὡσὰν ἐξημέρωσεν, ἔγινε μεγάλη σύγχυσις εἰς τοὺς στρατιώτας –τὸ τί νὰ ἔγινεν ὁ Πέτρος. Καὶ ὁ Ἡρώδης τὸν ἐζήτησε, καὶ ὡσὰν δὲν τὸν ηὗρεν, ἐξέταζε τοὺς φυλακάτορας καὶ ἐπρόσταξε νὰ πᾶσιν νὰ τοὺς χαλάσουν. Καὶ αὐτὸς ὁ Ἡρώδης, καταβαίνοντας ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Καισάρειαν [[καὶ]] ἐκεῖ διέ- τριβε.",ἔλα = έτυχε [λαχαίνω ή λαγχάνω],,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΙΔ΄","Τα κεφάλαια ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αναφέρουν τα ταξίδια που πραγματοποίησαν ο Παύλος και ο Βαρνάβας, προκειμένου να διδάξουν τον λόγο του Ιησού. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄ Καὶ ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Κόνιαν, ὁμοίως ἐπῆγαν εἰς τὸ συναγώγι τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐλάλησαν τέτοιας λογῆς, ὁποὺ πολὺ πλῆθος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ Ἕλ- ληνας νὰ πιστεύσουν. Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ὁποὺ δὲν ἐπείστηκαν ἐπαρακίνη- σαν εἰς κακὸν τὰς ψυχὰς τῶν ἐθνῶν ἐναντία τῶν ἀδελ- φῶν. Καὶ αὐτοὶ λοιπὸν διέτριψαν ἐκεῖ ἀρκετὸν καιρόν, καὶ ἐπαρρησιάζουνταν μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου, ὁποὺ ἐμαρτύραν τὸν λόγον τῆς χάριτός του καὶ ἔδιδε νὰ γί- νουνται σημεῖα καὶ τέρατα διὰ μέσου τῶν χειρῶν αὐτω- νῶν. Καὶ τὸ πλῆθος τῆς πόλεως ἐσχίσθη· καὶ μερικοὶ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἄλλοι ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. Καὶ ὡσὰν ἔγινεν ἡ ὁρμὴ τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν Ἰου- δαίων, μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντας αὐτῶν, νὰ ὑβρίσουν τοὺς ἀποστόλους καὶ νὰ τοὺς λιθοβολήσουν, ὡσὰν τὸ εἶδαν οἱ ἀπόστολοι ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας, εἰς τὴν Λύστραν καὶ εἰς τὴν Δέρβην καὶ εἰς τὰ περίχωρα· καὶ ἐκεῖ εὐαγγέλιζαν. Καὶ κάποιος ἄνθρωπος εἰς τὴν Λύστραν, ἀδύνα- τος εἰς τὰ ποδάρια, ἐκάθουντον· ὁ ὁποῖος ἦτον κουτσὸς ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μάνας του καὶ ποτὲ δὲν ἐπεριπάτησε. Ἐτοῦτος ἄκουε τὸν Παῦλον ὁποὺ ἐλάλει, ὁ ὁποῖος, ὡσὰν τὸν ἀνατράνισε καὶ τὸν εἶδεν ὅτι ἔχει πίστιν νὰ σωθεῖ, εἶπε μὲ μεγάλην φωνήν: «Σήκω ὀρθὸς ἀπάνου εἰς τὰ ποδάρια σου». Καὶ ἐκεῖνος ἐπήδησε καὶ ἐπεριπάτει. Καὶ τὸ πλῆθος, ὡσὰν εἶδαν ἐκεῖνο ὁποὺ ἔκαμεν ὁ Παῦλος, ἐσήκωσαν τὴν φωνήν τους λυκαονιστὶ καὶ εἶ- παν: «Οἱ θεοὶ ὁμοιώθηκαν μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐκατέ- βηκαν εἰς ἐμᾶς. Καὶ ἔκραζαν τὸν Βαρνάβαν Δία, καὶ τὸν Παῦ- λον τὸν ἔκραζαν Ἑρμῆν· ἐπειδὴ αὐτὸς ἦτον ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου. Καὶ ὁ ἱερεὺς τοῦ Διός, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἦτον μπροστὰ εἰς τὴν πόλιν, ἔφερε ταύρους καὶ στεφάνια εἰς τὸν πρόαυλον μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος καὶ ἤθελε νὰ θυσιάσει. Ἀμὴ οἱ ἀπόστολοι ὁ Βαρνάβας καὶ ὁ Παῦλος, ὡσὰν τὸ ἤκουσαν, ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἐπήδηξαν μέσα εἰς τὸ πλῆθος καὶ ἔκραζαν, καὶ ἔλεγαν: «Ὦ ἄνδρες, διατί κάμνετε ἐτοῦτα; Καὶ ἐμεῖς ἄνθρωποι ὁμοιοπαθεῖς εἴμεστε ὡσὰν καὶ ἐσεῖς, καὶ σᾶς εὐαγγελίζομεν νὰ γυρίσετε ἀπὸ τοῦτα τὰ ψεύ- τικα εἰς τὸν Θεὸν τὸν ζωντανόν, ὁποὺ ἔκαμε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ὅλα ὅσα εἶναι μέσα εἰς αὐτά. Ὁ ὁποῖος εἰς τὲς ἀπερασμένες γενεὲς ἄφησεν ὅλα τὰ ἔθνη νὰ περιπατοῦν τὲς στράτες τους· ἀγκαλὰ καὶ δὲν ἄφηκεν ἀμαρτύρητον τοῦ λόγου του, κάμνοντας καλοσύνες καὶ δίδοντάς μας ἀπὸ τὸν οὐ- ρανὸν βροχὲς καὶ καιροὺς καρποφόρους, χορταίνοντας φα- γητὰ καὶ εὐφροσύνην τὲς καρδίες μας». Καὶ λέγοντες ἐτοῦτα, μόλις ἐκατάπαυσαν τὸ πλῆ- θος νὰ μὴν τοὺς θυσιάσουν. Καὶ ἦλθαν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ τὴν Κόνιαν Ἰουδαῖοι καὶ ἐκατάπεισαν τὸ πλῆθος, καὶ ἐλιθοβόλησαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν λογιά- ζοντές τον νὰ ἀπόθανε. Ἀμὴ ὡσὰν τὸν ἐτριγύρισαν οἱ μαθηταί, ἐσηκώθη καὶ ἦλθε μέσα εἰς τὴν πόλιν· καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐβγῆ- κε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Δέρβην.","ἐπαρρησιάζουνταν = μιλούσαν λυκαονιστὶ = λέγοντας στη διάλεκτο της Λακωνίας",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΙΣΤ΄","Στο κεφάλαιο ΙΣΤ΄ αναφέρεται ότι το Άγιο Πνεύμα εμπόδισε τους μαθητές να κατευθυνθούν προς την Ασία. Τότε, ο απόστολος Παύλος, μέσω ονείρου, παίρνει την εντολή να περάσει στη Μακεδονία και να διδάξει εκεί τον λόγο του Θεού. Τα γεγονότα της δράσης του στην περιοχή αυτή αναφέρονται στο απόσπασμα που ακολουθεί. Αἱ ἐκκλησίαι λοιπὸν ἐστερεώνουνταν εἰς τὴν πί- στιν, καὶ πάσα ἡμέρα ἐπερίσσευαν εἰς τὸν λογαριασμόν. Καὶ ὡσὰν ἐπέρασαν τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν χώραν τὴν Γαλατικήν, ἐμποδίσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ λαλήσουσι τὸν λόγον εἰς τὴν Ἀσίαν. Καὶ ὡσὰν ἤλθασιν εἰς τὴν Μυσίαν, ἐδοκίμαζαν νὰ πᾶσιν εἰς τὴν Βιθυνίαν· ἀμὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Ἰησοῦ δὲν τοὺς ἄφησε. Καὶ ὡσὰν ἀπέρασαν τὴν Μυσίαν, ἐκατέβηκαν εἰς τὴν Τρωάδα. Καὶ ἐφάνη τὴν νύκτα εἰς τὸν Παῦλον ἕνα ὅραμα: Ἐστέκετον ἕνας ἄνθρωπος Μακεδών, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπα- ρακάλειε, λέγοντας: «Πέρασε εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ βο- ήθησέ μας». Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Παῦλος τὸ ὅραμα, παρευθὺς ἐζητήσαμεν νὰ πᾶμεν εἰς τὴν Μακεδονίαν, σημαδεύοντες ἀπὸ τοῦτο πὼς μᾶς ἐκάλεσεν ὁ Κύριος νὰ τοὺς εὐαγγελί- σομεν. Ἐμισέψαμε λοιπὸν μὲ καράβι ἀπὸ τὴν Τρωάδα καὶ ἐπήγαμεν ἴσα εἰς τὴν Σαμοθράκην, καὶ τὴν ἄλλην ἡ- μέραν εἰς τὴν Νεάπολιν· καὶ ἀπ’ ἐκεῖ εἰς τοὺς Φιλίππους, ἡ ὁποία εἶναι πρώτη πόλις τῆς μερίας τῆς Μακεδονίας, καὶ εἶναι κο- λωνία. Καὶ ἤμεσταν εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν καὶ ἐκάμαμεν κάμποσες ἡμέρες· καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἐβγήκαμεν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν εἰς τὸ παραπόταμον, εἰς ἕνα τόπον ὁποὺ ἦτον συνήθεια νὰ προσεύχονται· καὶ ὡσὰν ἐκαθίσαμεν, ἐ- συντυχαίναμεν μὲ τὲς γυναῖκες ὁποὺ ἐμαζώχθησαν. Καὶ κάποια γυναίκα, τὸ ὄνομά της Λυδία, ὁποὺ ἐπραγματεύετον πορφυρὰ πανία ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Θυ- ατείρων καὶ ἐσέβετον τὸν Θεόν, ἄκουε τὸν λόγον· τῆς ὁ- ποίας τὴν καρδίαν ἄνοιξεν ὁ Κύριος, νὰ ἔχει τὸν νοῦν της εἰς ἐκεῖνα ὁποὺ ἐλάλειεν ὁ Παῦλος. Καὶ ὡσὰν ἐβαπτίσθη αὐτὴ καὶ ἡ φαμελία της ὅλη, τοὺς ἐπαρακάλεσε καὶ εἶπεν: «Ἂν μὲ κρίνετε πὼς εἶμαι πιστὴ εἰς τὸν Κύριον, ἐλᾶτε νὰ μείνετε εἰς τὸ σπίτι μου». Καὶ μᾶς ἐβίασε. Καὶ ὅταν ἐπηγαίναμεν εἰς τὴν προσευχήν, μᾶς ἀπάντησε μία σκλαβοπούλα ὁποὺ εἶχε πνεῦμα πύθωνος, ἡ ὁποία, μαντεύοντας, ἔδιδε πολὺ διάφορον τοὺς αὐθεν- τάδες της. Ἐτούτη ἀκολούθησε τὸν Παῦλον καὶ ἐμᾶς, καὶ ἔ- κραζε λέγουσα: «Ἐτοῦτοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι δουλευτά- δες τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, οἱ ὁποῖοι σᾶς διδάσκουσι στράταν τῆς σωτηρίας». Καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμεν πολλὲς ἡμέρες. Καὶ ἔστον- τας νὰ κακοφανεῖ τοῦ Παύλου, γυρίζοντας εἶπεν εἰς τὸ πνεῦμα: «Προστάζω σε, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χρι- στοῦ, νὰ ἔβγεις ἀπ’ αὐτήν». Καὶ ἐκείνην τὴν ὥραν ἐβγῆ- κεν. Καὶ ὡσὰν εἶδαν οἱ αὐθεντάδες της ὅτι ἔχασαν τὴν ἐλπίδα τοῦ κέρδους τους, ἔπιασαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν καὶ τοὺς ἔσυραν εἰς τὸ κριτήριον εἰς τοὺς ἄρ- χοντας. Καὶ ὡσὰν τοὺς ἐπῆγαν εἰς τοὺς στρατηγούς, εἶ- παν: «Ἐτοῦτοι οἱ ἄνθρωποι συγχύζουν τὴν πόλιν μας, ὄντας Ἰουδαῖοι· καὶ μᾶς λέγουν τάξες τὲς ὁποῖες δὲν πρέπει νὰ τὲς δεχόμεσθεν, μηδὲ νὰ τὲς κάμομεν ἐμεῖς ὁποὺ εἴμεστε Ρωμαῖοι». Καὶ τὸ πλῆθος ἐμαζώχθη καὶ ἐσηκώθηκαν ἐναν- τία αὐτωνῶν· καὶ οἱ στρατηγοὶ ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἐπρόσταζαν νὰ τοὺς δέρνουν. Καὶ ἔστοντας νὰ τοὺς δώσουν πολλὲς ραβδίες, τοὺς ἔβαλαν εἰς τὴν φυλακήν· καὶ ἐπαράγγειλαν ἐκεῖνον ὁποὺ ἐφύλαγε τοὺς δεμένους, νὰ τοὺς φυλάγει σιγούρα. Ὁ ὁποῖος, ὡσὰν ἐπῆρε τέτοιαν παραγγελίαν, τοὺς ἔβαλεν εἰς τὴν μέσα φυλακὴν καὶ τὰ ποδάρια τους τὰ ἔ- βαλεν εἰς τὸ ξύλον. Καὶ τὰ μεσάνυκτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας ἐπρο- σεύχουνταν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Θεόν, καὶ τοὺς ἄκουαν ἐ- κεῖνοι ὁποὺ ἦταν δεμένοι. Καὶ παρευθὺς ἔγινε μεγάλος σεισμός, τόσον ὁποὺ ἐσαλεύθησαν τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς· καὶ παρευθὺς ἄ- νοιξαν οἱ πόρτες ὅλες, καὶ τὰ δεσίματα ὁλωνῶν ἐλύθησαν. Καὶ ἐκεῖνος ὁποὺ ἐφύλαγε τοὺς δεμένους ἐξύ- πνησε, καὶ ὡσὰν εἶδε τὲς πόρτες τῆς φυλακῆς ἀνοικτές, ἔβγαλε τὸ μαχαίρι νὰ σκοτώσει τοῦ λόγου του, λογιά- ζοντας πὼς ἔφυγαν ἐκεῖνοι ὁποὺ ἦταν δεμένοι. Ἀμὴ ὁ Παῦλος τὸν ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνήν, καὶ εἶπε: «Μὴν κάμεις τίποτες κακὸν τοῦ λόγου σου· διατὶ ἐμεῖς ὅλοι εἴμεστεν ἐδῶ». Καὶ ἐζήτησε φῶς καὶ ἐπήδηξε μέσα, καὶ τρομα- σμένος ἔπεσεν εἰς τὰ ποδάρια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα. Καὶ ἔβγαλέ τους ἔξω καὶ εἶπεν: «Αὐθέντες, τί κάμει χρεία νὰ κάμω νὰ σωθῶ;» Καὶ ἐκεῖνοι τὸν εἶπαν: «Πίστευσε εἰς τὸν Κύρι- ον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ θέλεις σωθεῖ ἐσὺ καὶ τὸ σπίτι σου». Καὶ τὸν ἐλάλησαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ὅ- λους ὅσους ἦταν μέσα εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ τοὺς ἐπῆρεν ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς νύκτας, καὶ τοὺς ἔλουσεν ἀπὸ τὲς ραβδιές, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ ἐδικοί του ὅλοι παρευθύς. Καὶ τοὺς ἀνέβασεν εἰς τὸ σπίτι του καὶ τοὺς ἔβαλεν ὀμπροστὰ τραπέζι, καὶ εὐφράνθη μὲ ὅλον του τὸ σπίτι πὼς ἐπίστευσεν εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ὡσὰν ἐξημέρωσεν, οἱ στρατηγοὶ ἔστειλαν τοὺς ραβδούχους, καὶ ἔλεγαν: «Ἀπόλυσε τοὺς ἀνθρώ- πους ἐκείνους». Καὶ ὁ δεσμοφύλαξ εἶπεν τὰ λόγια ἐτοῦτα τὸν Παῦλον, ὅτι «Ἔστειλαν οἱ στρατηγοὶ νὰ σᾶς ἀπολύκο- μεν· τώρα λοιπόν, ἐβγαίνοντας, σύρτε εἰς τὸ καλόν.» Καὶ ὁ Παῦλος τοὺς εἶπεν: «Ἀφόντις μᾶς ἔδει- ραν κοινὰ χωρὶς κρίσιν, ὁποὺ εἴμεστεν ἄνθρωποι Ρω- μαῖοι, καὶ μᾶς ἔβαλαν εἰς τὴν φυλακήν –τώρα μᾶς ἐβγά- ζουν κρυφά; [Δὲν γίνεται] τοῦτο ἔτσι· ἀλλὰ ἂς ἔλθουν αὐτοὶ καὶ ἂς μᾶς ἐβγάλουσι». Καὶ οἱ ραβδοῦχοι ἐπῆγαν καὶ εἶπαν τὰ λόγια ἐ- τοῦτα τοὺς στρατηγούς· καὶ οἱ στρατηγοί, ὡσὰν ἄκουσαν πὼς εἶναι Ρωμαῖοι, ἐφοβήθηκαν. Καὶ ὡσὰν ἦλθαν, τοὺς ἐπαρηγόρησαν καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἔξω καὶ τοὺς ἐπαρακάλεσαν νὰ ἔβγουν ἀπὸ τὴν πόλιν τους. Καὶ ὡσὰν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν φυλακήν, ἐπῆγαν μέ- σα εἰς τὸ σπίτι τῆς Λυδίας, καὶ ὡσὰν εἶδαν τοὺς ἀδελ- φούς, τοὺς ἐνουθέτησαν, καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἐδιέβησαν.","κο = αποικία [η κολωνία] ἐβίασε = υποχρέωσε, εξανάγκασε διάφορον = κέρδος κριτήριον = δικαστήριο",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΙΖ΄","Στο κεφάλαιο ΙΖ΄ αναφέρεται ότι ο Παύλος μετακινήθηκε στην Αθήνα συνεχίζοντας τη δράση του. Μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος από τον Άρειο Πάγο και τους δίδαξε για τον Θεό των χριστιανών, με αποτέλεσμα κάποιοι να πιστέψουν στο κήρυγμά του. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐχρεωστοῦσαν νὰ φυλάξουν καὶ νὰ πᾶσιν τὸν Παῦλον σιγοῦρον, τὸν ἐπῆγαν ἕως εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ παίρνοντες παραγγελίαν ἀπ’ αὐτὸν διὰ τὸν Σίλαν καὶ διὰ τὸν Τιμόθεον νὰ ἔλθουσι πολλὰ γλήγορα εἰς αὐτόν, ἐβγῆκαν. Καὶ εἰς τοῦτο τὸ μέσον ὁποὺ ὁ Παῦλος τοὺς ἐκ- δέχετον εἰς τὰς Ἀθήνας, ἐπικραίνετον μέσα τὸ πνεῦμα του, βλέποντας τὴν πόλιν ὁποὺ ἦτον ὅλη γεμάτη εἴδωλα. Καὶ ἐσυντύχαινεν εἰς τὴν συναγωγὴν τοὺς Ἰου- δαίους καὶ ἐκείνους ὁποὺ ἦταν εὐσεβεῖς εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς τὴν ἀγορὰν ἐδίδασκε κάθε ἡμέρα ὅσους ἤθελεν εὕρει. Καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐπικουρείους καὶ ἀπὸ τοὺς στωικοὺς φιλοσόφους ἐδιαλέγουνταν μετ’ αὐτόν· καὶ κά- ποιοι ἔλεγον: «Τί τάχα θέλει νὰ εἰπεῖ ἐτοῦτος ὁ σπερμο- λόγος;» Καὶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Φαίνεται νὰ εἶναι μηνυτὴς ξένων θεῶν» –διατὶ τοὺς εὐαγγέλιζε τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν. Καὶ πιάνοντές τον, τὸν ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἄρειον Πάγον καὶ εἶπαν: «[Τάχα] ἠμποροῦμεν νὰ μάθομεν ποία εἶναι ἐτούτη ἡ καινούρια διδαχὴ ὁποὺ λέγεις ἐσύ; Διατὶ φέρνεις κάποια παράξενα πράγματα εἰς τὰ αὐτία μας· καὶ θέλομεν λοιπὸν νὰ μάθομεν τί θέλει νὰ εἶναι αὐτά». Καὶ ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ ξένοι ὁποὺ ἐκατοι- κοῦσαν ἐκεῖ, εἰς ἄλλο τίποτες δὲν ἐσπούδαζαν παρὰ νὰ λέγουν καὶ νὰ ἀκούουν τίποτες καινούριον. Καὶ ὁ Παῦλος ἐστάθη εἰς τὴν μέσην τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ εἶπεν: «Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐγὼ καθολικὰ σᾶς βλέπω πὼς εἶστε εἰς κάποιον τρόπον εὐλαβεῖς πε- ρισσότερον ἀπ’ ἐκεῖνο ὁποὺ πρέπει. Διατὶ ἀπερνώντας καὶ βλέποντας τὰ σεβάσματά σας, εὑρῆκα καὶ βωμὸν εἰς τὸν ὁποῖον ἦτον ἀπανωγε- γραμμένον «Ἀγνώστῳ Θεῷ». Ἐτοῦτον τὸν Θεὸν τὸν ὁ- ποῖον ἐσεῖς μὴ ἠξεύροντες λατρεύετε, ἐτοῦτον ἐγὼ σᾶς καταγγέλλω. Ὁ Θεὸς ὁποὺ ἔκαμε τὸν κόσμον καὶ ὅλα ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι μέσα εἰς αὐτόν, ἐτοῦτος, ἔστοντας νὰ εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δὲν κατοικεῖ εἰς ναοὺς ὁποὺ γίνονται μὲ χέρια. Οὐδὲ λατρεύεται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, ὡσὰν νὰ χρειάζεται τίποτες, δίδοντας αὐτὸς εἰς ὅλα τὴν ζωὴν καὶ τὴν πνοὴν καὶ τὰ ὅλα. Καὶ ἀπὸ ἕνα αἷμα ἔκαμεν ὅλα τὰ ἔθνη τῶν ἀν- θρώπων νὰ κατοικοῦσιν ἀπάνω εἰς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς· καὶ ἐχώρισε καιροὺς [διορισμένους] καὶ τὰ ὁροθέσια τῆς κατοικίας των, νὰ ζητοῦσι τὸν Κύριον, ἐὰν εἰς κάποιον τρόπον ψηλαφῶντες θέλουσι τὸν εὕρει· ἀγκαλὰ καὶ δὲν εἶναι μα- κρὰ ἀπὸ κάθε ἕνα ἀπὸ ἐμᾶς. Διατὶ εἰς αὐτὸν ζοῦμεν καὶ κινούμεθα καὶ εἴμε- στε· καθὼς καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς σας τοὺς ποιη- τὰς εἴπασι ὅτι «Τοῦ Θεοῦ γένος εἴμεστε». Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμεστε γένος τοῦ Θεοῦ, δὲν χρε- ωστοῦμεν νὰ λογιάζομεν πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὅμοιος χρυ- σάφι ἢ ἀσήμι ἢ πέτρες ἢ τὰ χαράγματα ὁποὺ εἶναι ἔργα τῆς τέχνης καὶ τῆς ἐπινοίας τοῦ ἀνθρώπου. Διατὶ τοὺς χρόνους τῆς ἀγνωσίας ὁ Θεός, ἔστον- τας καὶ νὰ τοὺς παραβλέψει, τώρα παραγγέλλει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ πανταχοῦ νὰ μετανοήσουν· διατὶ ἐδιόρισε μίαν ἡμέραν εἰς τὴν ὁποίαν μέλ- λει νὰ κρίνει τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, διὰ μέσου ἀνδρὸς τὸν ὁποῖον ὅρισε· καὶ τοῦτο τὸ ἐπίστωσε φανερὰ εἰς ὅλους, ἔστοντας νὰ τὸν ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν». Καὶ ὡσὰν ἄκουσαν ἀνάστασιν νεκρῶν, ἄλλοι τὸν ἐμασκάρεψαν, ἄλλοι εἶπαν: «Θέλομεν σὲ ἀκούσει πάλιν διὰ τοῦτο τὸ πράγμα». Καὶ τέτοιας λογῆς ὁ Παῦλος ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν μέσην τους. Καὶ κάποιοι ἄνδρες τὸν ἐκολλήθηκαν καὶ ἐπί- στευσαν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ὁποίους ἦτον ἕνας καὶ ὁ Διο- νύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης· καὶ γυναίκα, τὸ ὄνομά της Δά- μαρις· καὶ ἄλλοι μαζὶ μετ’ αὐτούς.","ἐδιαλέγουνταν = συζητούσαν σπερμο = που διαδίδει κακόβουλες φήμες καθολικὰ = γενικά, συνολικά σεβάσματά = εννοούνται τα είδωλα, οι βωμοί και οι ναοί ὁροθέσια = σύνορα ἐμασκάρεψαν = έκαναν να έχει παράξενη/γελοία εμφάνιση",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΚΑ΄","Στα κεφάλαια ΙΗ΄-Κ΄ γίνεται αναφορά στα ταξίδια που έκανε ο Απόστολος Παύλος, κηρύττοντας τον λόγο του Ιησού στην Ελλάδα, την Έφεσο και άλλες περιοχές, ενώ δίνεται έμφαση στην αντιμετώπιση που είχε από τον λαό σε κάθε περιοχή. Καὶ ὡσὰν εὑρισκόμασταν ἐκεῖ πολλὲς ἡμέρες, κατέβη κάποιος ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν προφήτης, τὸ ὄνομά του Ἄγαβος. Καὶ ἦλθεν εἰς ἐμᾶς, καὶ ἐπῆρε τὸ ζουνάρι τοῦ Παύλου καὶ ἔδεσε τὰ χέρια του καὶ τὰ ποδάρια του, καὶ εἶπεν: «Ἐτοῦτα λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· ὅτι ἔτσι θέλουν δέσει οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν ἄνδρα τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ζώνη ἐτούτη, καὶ θέλουν τὸν παραδώσει εἰς τὰ χέρια τῶν ἐθνῶν». Καὶ ἐμεῖς, ὡσὰν τὰ ἀκούσαμεν, τὸν ἐπαρακαλού- σαμεν καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ ἐντόπιοι νὰ μὴν ἀνέβει εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀμὴ ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: «Τί κάμετε ὡσὰν κλαίετε καὶ συντρίβετε τὴν καρδίαν μου; Ἐγὼ εἶ- μαι ἕτοιμος ὄχι μόνον νὰ δεθῶ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποθάνω εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ». Καὶ ὡσὰν δὲν μᾶς ἄκουεν, ἐσιωπήσαμεν καὶ εἴ- παμεν: «Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἂς γένει.» Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ἔστοντας νὰ πάρομεν τὰ ροῦχα μας, ἀναβαίναμεν εἰς τὴν Ἱερουσα- λήμ. Καὶ ἦλθαν κάποιοι μαθητάδες ἀπὸ τὴν Καισά- ρειαν μαζὶ μετ’ ἐμᾶς, καὶ ἔφεραν καὶ ἕνα ἄνθρωπον εἰς τὸν ὁποῖον ἔκαμε χρεία νὰ κονέψομεν, τὸ ὄνομά του Μνά- σων, Κυπριώτης, παλαιὸς μαθητής. Καὶ ὡσὰν ἐπήγαμεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, οἱ ἀ- δελφοὶ μᾶς ἐδέχθηκαν μὲ χαράν. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐμπῆκεν ὁ Παῦλος μαζὶ μετ’ ἐμᾶς εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἦταν παρὼν καὶ ὅλοι οἱ πρεσβύτεροι. Καὶ ὡσὰν τοὺς ἐχαιρέτησε, τοὺς ἐδιηγοῦντον κα- θένα ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς εἰς τὰ ἔθνη διὰ μέ- σου τῆς διακονίας του. Καὶ ἐκεῖνοι, ὡσὰν τὸ ἄκουσαν, ἐδόξασαν τὸν Κύ- ριον καὶ εἶπαν τὸν Παῦλον: «Βλέπεις, ἀδελφέ, πόσες μυ- ριάδες εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὁποὺ ἐπίστευσαν, καὶ ὅ- λοι εἶναι ζηλωταὶ τοῦ Νόμου. Καὶ ἔμαθαν διὰ λόγου σου ὅτι διδάσκεις ὅλους τοὺς Ἰουδαίους ὁποὺ εἶναι εἰς τὰ ἔθνη καὶ λέγεις νὰ χω- ρίσουν ἀπὸ τὸν Μωυσῆν καὶ νὰ μὴν περιτέμνουν τὰ παι- δία τους, μηδὲ νὰ περιπατοῦσι κατὰ τὲς συνήθειες. Τί λοιπόν; Βέβαια κάμει χρεία νὰ μαζωχθοῦσι πλῆθος· διατὶ θέλουν τὸ ἀκούσει πὼς ἦλθες. Ἐτοῦτο λοιπὸν κάμε ὁποὺ σὲ λέγομεν· ἐδῶ εἶναι τέσσαρες ἄνδρες ὁποὺ ἔχουν ἀπάνου τους τάξιμον [ναζιραίων]. Ἔπαρέ τους τούτους καὶ καθαρίσου μαζὶ μετ’ αὐτούς· καὶ ξόδιασε εἰς αὐτοὺς νὰ ξυρίσουν τὴν κεφα- λήν τους· καὶ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ἐκεῖνα ὁποὺ ἄκου- σαν διὰ λόγου σου δὲν εἶναι τίποτες, ἀλλὰ περιπατεῖς καὶ ἐσὺ φυλάττοντας τὸν Νόμον. Καὶ διὰ τὰ ἔθνη ὁποὺ ἐπίστευσαν, ἐμεῖς ἐγρά- ψαμεν καὶ ἀποφασίσαμεν νὰ μὴν φυλάττουν κανένα πράγ- μα τέτοιας λογῆς, παρὰ μοναχὰ νὰ φυλάγουνται αὐτοὶ ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, καὶ τὸ αἷμα, καὶ τὸ πνικτόν, καὶ τὴν πορνείαν». Τότε ὁ Παῦλος ἐπῆρε τοὺς ἄνδρας, καὶ τὴν ἄλ- λην ἡμέραν ἐκαθαρίσθη μετ’ αὐτοὺς καὶ ἐμπῆκεν εἰς τὸ ἱερόν, λέγοντας φανερὰ τὴν τελείωσιν τῶν ἡμερῶν τοῦ καθαρισμοῦ, ἕως ὁποὺ ἐφέρθη διὰ κάθε ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς προσφορά. Καὶ ὡσὰν ἔμελλαν νὰ τελειωθοῦν οἱ ἑπτὰ ἡμέ- ρες, οἱ Ἰουδαῖοι ὁποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀσίαν, ὡσὰν τὸν εἶδαν εἰς τὸ ἱερόν, ἐσύγχυσαν ὅλον τὸ πλῆθος καὶ ἅπλω- σαν τὰ χέρια τους ἀπάνω του· καὶ ἔκραζαν: «Ὦ ἄνδρες Ἰσραηλίται, βοηθᾶτε· ἐτοῦτος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ διδάσκει ὅλους εἰς κάθε τόπον ἐναντία τοῦ λαοῦ ἐτούτου καὶ τοῦ Νόμου καὶ τοῦ τόπου· καὶ ἀκόμη ἔμπασεν Ἕλληνας μέσα εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐμαγάρισε τὸν ἅγιον ἐτοῦτον τόπον». (Διατὶ εἴδασι πρωτύτερα τὸν Τρόφιμον ὁποὺ ἦ- ταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσον μέσα εἰς τὴν πόλιν μαζὶ μετ’ αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἐλόγιαζαν ὅτι ὁ Παῦλος τὸν ἔμπασεν εἰς τὸ ἱερόν.) Καὶ ἐκινήθη ὅλη ἡ πόλις, καὶ ἔγινε σύναξις τοῦ λαοῦ, καὶ ἔπιασαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερόν, καὶ παρευθὺς ἐσφάλισαν οἱ πόρτες. Καὶ ἐγύρευαν νὰ τὸν σκοτώσουν, καὶ ἀνέβη ὁ λό- γος εἰς τὸν χιλίαρχον τοῦ στρατεύματος, ὅτι «Ὅλη ἡ Ἱε- ρουσαλὴμ ἐσυγχύσθη»· ὁ ὁποῖος παρευθὺς ἐπῆρε στρατιώτας καὶ ἑκα- τοντάρχους, καὶ ἔτρεξεν ἀπάνω τους. Καὶ ἐκεῖνοι, ὡσὰν εἶδαν τὸν χιλίαρχον καὶ τοὺς στρατιώτας, ἔπαυσαν νὰ δέρνουν τὸν Παῦλον. Τότε ἐσίμωσεν ὁ χιλίαρχος καὶ τὸν ἔπιασε, καὶ ἐπρόσταξε νὰ δεθεῖ μὲ δύο ἁλυσίδες· καὶ ἐρώτησε ποῖος εἶναι καὶ τί ἔκαμε. Καὶ ἄλλοι ἔσκουζαν ἄλλο, καὶ ἄλλοι ἄλλο μέσα εἰς τὸ πλῆθος· καὶ μὴ ἠμπορώντας ὁ χιλίαρχος ἀπὸ τὴν σύγχυσιν νὰ μάθει τὸ σιγοῦρον, ἐπρόσταξε νὰ τὸν πᾶσιν εἰς τὸ κάστρον. Καὶ ὅταν ὁ Παῦλος ἔφθασεν εἰς τὴν σκάλα –ἀπὸ τὴν βίαν τοῦ ὄχλου, τὸν ἐσήκωναν οἱ στρατιῶται· διατὶ ἀκολούθαν τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ ἔκρα- ζον: «Ἔβγαλέ τον ἀπὸ τὴν μέσην».","νὰ κονέψομεν = να μείνουμε προσωρινά ζηλωταὶ = ένθερμοι και αφοσιωμένοι οπαδοί [ο ζηλωτής] ναζιραίων = χριστιανών ασκητών, μοναχών ξόδιασε = κάνε (;) τὰ εἰδωλόθυτα = τα κρέατα που απομένουν μετά τη θυσία",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΚΒ΄","Στο κεφάλαιο ΚΒ΄ γίνεται αναφορά στη σύλληψη του Απόστολου Παύλου. Αυτός, δηλώνοντας ότι είναι ρωμαίος πολίτης, ανατρέπει την κατάσταση, καθώς δεν είχαν δικαίωμα να τον βασανίσουν, χωρίς να δικαστεί πρώτα. Έτσι, μεταφέρεται ώστε να δικαστεί ως ρωμαίος πολίτης. Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἕως εἰς τοῦτον τὸν λόγον ἄκουαν τὸν Παῦλον, καὶ ἀπέκει ἐσήκωσαν τὴν φωνήν τους καὶ εἶπαν: «Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν γῆν τὸν τέτοιον [ἄνθρωπον], διατὶ δὲν πρέπει νὰ ζεῖ». Καὶ σκούζοντας ἐκεῖνοι καὶ ρίχνοντας τὰ ροῦχα τους καὶ βάλλοντες κονιορκτὸν εἰς τὸν ἀέρα, ἐπρόσταξεν ὁ χιλίαρχος νὰ πᾶσιν τὸν Παῦλον εἰς τὸ κάστρον· καὶ εἶπε νὰ τὸν ξετάξουν μὲ τὲς κορπα- τσιές, διὰ νὰ ἐγνωρίσει διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἔσκουζαν τέ- τοιας λογῆς ἐναντία του. Καὶ ὡσὰν τὸν ἐξάπλωσαν καὶ τὸν ἔδεσαν μὲ τὰ λουρία νὰ τὸν δείρουν, εἶπεν ὁ Παῦλος πρὸς τὸν ἑκατόν- ταρχον ὁποὺ ἐστέκουντον ἐκεῖ, «Ἂν ἔχετε ἐσεῖς ἐξου- σίαν νὰ δέρνετε ἄνθρωπον Ρωμαῖον χωρὶς κρίσιν». Καὶ ὁ ἑκατόνταρχος, ὡσὰν τὸ ἄκουσεν, ἐπῆγε καὶ τὸ εἶπε τὸν χιλίαρχον, λέγοντας: «Βλέπε τί μέλλεις νὰ κάμεις, διατὶ ὁ ἄνθρωπος ἐτοῦτος εἶναι Ρωμαῖος». Καὶ ὁ χιλίαρχος ἐπῆγε κοντὰ εἰς τὸν Παῦλον καὶ λέγει τον: «Λέγε μοι, ἂν ἐσὺ εἶσαι Ρωμαῖος». Καὶ ὁ Παῦλος εἶπε: «Ναί». Ἀπεκρίθη ὁ χιλίαρχος καὶ εἶπεν: «Ἐγὼ ἀπέκτη- σα ἐτούτην τὴν πολιτείαν μὲ πολλὴν ἔξοδον». Καὶ ὁ Παῦ- λος εἶπε: «Ἀμὴ ἐγὼ εἶμαι πολίτης [τῆς Ρώμης] ἀπὸ γεννήσεως». Καὶ παρευθὺς ἐδιέβησαν ἀπ’ αὐτὸν ἐκεῖνοι ὁποὺ ἔμελλαν νὰ τὸν ξετάζουν· καὶ ὁ χιλίαρχος, ὡσὰν ἔμαθε πὼς εἶναι Ρωμαῖος, ἐφοβήθη ὅτι τὸν ἔδεσε. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν, θέλοντας νὰ γνωρίσει τὸ βέβαιον, τὸ τί κατηγορεῖται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, τὸν ἔ- λυσεν ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ ἐπρόσταξε νὰ ἔλθουν οἱ ἀρχιε- ρεῖς καὶ ὅλη ἡ σύναξίς τους· καὶ ἐκατέβασε τὸν Παῦλον καὶ τὸν ἔστησεν εἰς αὐτούς.","ξετάξουν = ανακρίνουν κορπα = χτυπήματα [η κορπατσιά] ἔξοδον = κόπο",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος "Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ΚΗ΄","Τα κεφάλαια ΚΓ΄-ΚΖ΄ αναφέρονται στη σύλληψη και τη δίκη του Απόστολου Παύλου. Κάποιοι προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, αλλά το σχέδιό τους απέτυχε. Παρ’ όλα αυτά, ο Απόστολος Παύλος δεν απελευθερώθηκε και στάλθηκε αιχμάλωτος στην Ιταλία. Καὶ ὅταν ἐπήγαμεν εἰς τὴν Ρώμην, ὁ ἑκατόνταρ- χος ἐπαράδωκεν ὅλους τοὺς δεμένους τὸν μέγαν στρα- τηγόν. Ἀμὴ ὁ Παῦλος ἐσυγχωρέθη νὰ εὑρίσκεται ξε- χωριστά του, μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτη ὁποὺ τὸν ἐφύ- λαγε. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ὁ Παῦλος ἐκάλε- σε τοὺς πρώτους τῶν Ἰουδαίων, καὶ ὡσὰν ἐμαζώχθη- σαν, τοὺς ἔλεγεν ὁ Παῦλος: «Ἐγώ, ὦ ἄνδρες ἀδελφοί, δὲν ἔκαμα κανένα ἐναντίον εἰς τὸν λαὸν ἢ εἰς τὰς τάξεις τὰς πατρικάς, καὶ μὲ παράδωκαν δεμένον ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυ- μα εἰς τὰ χέρια τῶν Ρωμαίων· οἱ ὁποῖοι, ἔστοντας νὰ μὲ ἐξετάξουν, ἤθελαν νὰ μὲ ἀπολύσουν, διατὶ δὲν ἦτον καμία ἀφορμὴ θανάτου εἰς ἐμένα. Καὶ ἔστοντας νὰ ἐναντιοῦνται οἱ Ἰουδαῖοι, ἀναγ- κάσθηκα νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Καίσαρα –ὄχι ἔχοντας νὰ κατηγορήσω τίποτες τὸ ἔθνος μας. Διὰ ταύτην λοιπὸν τὴν ἀφορμὴν ἐζήτησα νὰ σᾶς ἰδῶ καὶ νὰ σᾶς ἐσυντύχω· διατὶ ἐγὼ διὰ τὴν ἐλπίδα τοῦ Ἰσραὴλ εἶμαι δεμένος ἐτούτην τὴν ἁλυσίδα». Καὶ ἐκεῖνοι τὸν εἶπαν: «Ἐμεῖς οὐδὲ γράμματα ἐδεχθήκαμεν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν διὰ λόγου σου, οὐδὲ ἦλθε κανένας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ὁποὺ νὰ λαλήσει ἢ νὰ εἰπεῖ τίποτες κακὸν διὰ λόγου σου. Καὶ παρακαλοῦμεν νὰ ἀκούσομεν ἀπὸ λόγου σου τί γνώμην ἔχεις· διατὶ διὰ τὴν αἵρεσιν ἐτούτην ἠξεύρο- μεν ὅτι παντοῦ ἐναντιεῖται». Καὶ ἔστοντας νὰ τοῦ διορίσουν μίαν ἡμέραν, οἱ περισσότεροι ἤλθασιν εἰς τὸ σπίτι του, τοὺς ὁποίους ἐ- δίδασκε μαρτυρώντας τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ κα- ταπείθοντάς τους τὰ πράγματα τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Νό- μον τοῦ Μωυσέως καὶ τῶν Προφητῶν, ἀπὸ τὸ ταχὺ ἕως βράδυ. Καὶ ἄλλοι ἐκαταπείθουνταν εἰς ἐκεῖνα ὁποὺ ἔ- λεγεν, ἄλλοι ἀπιστοῦσαν. Καὶ διὰ νὰ μὴν συμφωνοῦν ἀνάμεσά τους, ἐσκο- μίζουνταν, μὲ τὸ νὰ εἰπεῖ ὁ Παῦλος ἕνα λόγον ὅτι «Καλὰ εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου εἰς τοὺς πατέρας μας, λέγοντας: “Σύρε εἰς τὸν λαὸν τοῦτον καὶ εἰπέ –μὲ τὴν ἀκοὴν θέλετε ἀκούσει, καὶ δὲν θέλετε γρικήσει· καὶ μὲ τὰ μάτια θέλετε βλέπει, καὶ δὲν θέλετε ἰδεῖ. Διατὶ ἐπαχύνθη ἡ καρδία τοῦ λαοῦ ἐτούτου, καὶ μὲ τὰ αὐτία τους βαρέα ἤκουσαν, καὶ τὰ μάτια τους ἐσφά- λισαν –μήπως καὶ ἰδοῦσι μὲ τὰ μάτια τους, καὶ μὲ τὰ αὐτία τους ἀκούσουν, καὶ μὲ τὴν καρδίαν τους γρικήσουν, καὶ γυρίσουν, καὶ τοὺς ἰατρεύσω”. Ἐγνωρίζετε λοιπὸν ὅτι εἰς τὰ ἔθνη ἀπεστάλη ἡ σωτηρία τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτοὶ θέλουν τὴν ἀκούσει». Καὶ ὡσὰν εἶπεν ἐτοῦτα ὁ Παῦλος, ἐδιέβησαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἔχοντες πολλὴν φιλονικίαν ἀνάμεσά τους. Καὶ ὁ Παῦλος ἔμεινε ἐκεῖ δύο χρόνους σωστοὺς εἰς ἕνα σπίτι ὁποὺ τὸ ἐπλήρωνε ἀπὸ λόγου του· καὶ ἐδέ- χετον ὅλους ἐκείνους ὁποὺ ἐπάγαιναν εἰς αὐτόν, κηρύττοντας τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ διδά- σκοντας τὰ πράγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ κάθε λογῆς παρρησίαν, χωρὶς κανένα ἐμπόδιον.",,,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος Παύλου του Αποστόλου. Η προς Τίτον επιστολή,"Το βιβλίο Επιστολαί των Αγίων Αποστόλων αποτελείται από τις επιστολές του Απόστολου Παύλου και τις Καθολικές επιστολές. Οι επιστολές του Παύλου είναι περιστασιακά κείμενα που γράφτηκαν προκειμένου να λυθούν απορίες των νεοϊδρυθέντων εκκλησιών. Οι επιστολές που σώζονται είναι δεκατέσσερις. Οι Α΄ και Β΄ Επιστολές προς Θεσσαλονικείς γράφτηκαν στην Κόρινθο περίπου το 50-52 μ.Χ. Η Επιστολή προς Φιλιππησίους γράφτηκε στην Έφεσο γύρω στο 52-56 ή, κατ’ άλλους, στη Ρώμη γύρω στο 60-62 μ.Χ. Η Επιστολή προς Γαλάτες γράφτηκε στην Έφεσο κάπου ανάμεσα στο 52 και το 55 μ.Χ. Οι Επιστολές Α΄ και Β΄ προς Κορινθίους, γράφτηκαν στην Έφεσο και στη Μακεδονία ή στους Φιλίππους ή στην Έφεσο αντίστοιχα, περίπου το 55-57 μ.Χ. Η Επιστολή προς Ρωμαίους γράφτηκε στην Κόρινθο το 57 μ.Χ. Η Επιστολή προς Κολοσσαείς γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ. Η Επιστολή προς Φιλήμονα γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ. Η Επιστολή προς Εφεσίους γράφτηκε στην Έφεσο το 54-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ. Οι Α΄ και Β΄ επιστολές προς Τιμόθεον γράφτηκαν στη Μακεδονία ή στη Νικόπολη (63-64 μ.Χ.) και στη Ρώμη (65-67 μ.Χ.) αντίστοιχα. Η επιστολή προς Τίτον γράφτηκε στους Φιλίππους το 63-64 μ.Χ. Οι επιστολές του Παύλου μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ανάλογα με τους παραλήπτες τους ως εξής, α) Επιστολές που απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη εκκλησία (Α΄-Β΄ Κορινθίους, Α΄-Β΄ Θεσσαλονικείς, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς) β) Επιστολές που απευθύνονται σε μια ομάδα εκκλησιών και ονομάζονται «εγκύκλιες επιστολές» (Εφεσίους, και ίσως η Προς Ρωμαίους) γ) Επιστολές που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (Α΄-Β΄ Τιμόθεον, Τίτον, Φιλήμονα). δ) Επιστολές οι οποίες γράφτηκαν τον καιρό που ο Παύλος ήταν φυλακισμένος, Αυτές είναι οι τέσσερις «επιστολές της αιχμαλωσίας» (Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα) και η Β΄ Τιμόθεον. ε) Οι τρεις επιστολές Α΄- Β΄ Τιμόθεον και Τίτον, που απευθύνονται σε ποιμένες των εκκλησιών και ονομάζονται, από τον 18ο αιώνα και έπειτα, «ποιμαντικές». Οι καθολικές επιστολές είναι οι επιστολές Ιακώβου, Α΄ Πέτρου, Β΄ Πέτρου, Α΄ Ιωάννου, Β΄ Ιωάννου, Γ΄ Ιωάννου και η Επιστολή Ιούδα. Ονομάζονται «καθολικές», επειδή απευθύνονται όχι προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή σε κάποιο συγκεκριμένο κύκλο παραληπτών, αλλά επειδή το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε όλη την Εκκλησία ως σύνολο. Από τον προσδιορισμό αυτό εξαιρούνται οι Β΄ Ιωάννου και Γ΄ Ιωάννου, επειδή απευθύνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Επιστολή Απόστολου Παύλου προς Τίτον Η επιστολή προς Τίτον γράφτηκε στους Φιλίππους το 63-64 μ.Χ. και απευθύνεται προς τον Τίτο, ο οποίος, μαζί με τον Τιμόθεο, ανήκε στους πιο στενούς συνεργάτες του Παύλου. Ο Τίτος, σύμφωνα με πληροφορίες που αντλούνται από την επιστολή, προέρχεται από εθνική οικογένεια, έχει παραμένει απερίτμητος, συνόδεψε τον Παύλο μαζί με τον Βαρνάβα στην Αποστολική Σύνοδο (Γαλ. 2, 1-3) και ανέλαβε να συμφιλιώσει τους Κορινθίους με τον Παύλο στα γεγονότα που μεσολάβησαν ανάμεσα στις δύο προς Κορινθίους επιστολές. Επίσης, πήρε μέρος στον έρανο για τους χριστιανούς των Ιεροσολύμων. Στη δεύτερη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη βρίσκεται μάλλον κοντά του και από εκεί φεύγει για τη Δαλματία. Πριν από τη φυλάκιση αυτή, του ανατίθεται από τον Παύλο η διαποίμανση της Εκκλησίας της Κρήτης. Ο Παύλος υπενθυμίζει στον Τίτο ότι τον εγκατέστησε ποιμένα στην Κρήτη για να συνεχίσει να διορθώνει τις ελλείψεις και να εγκαταστήσει σε κάθε πόλη πρεσβυτέρους (1,5), απαριθμώντας τα προσόντα που πρέπει αυτοί να έχουν (1,6-9). Περιγράφει κατόπιν τους αιρετικούς ψευδοδιδασκάλους (1,10-16) και υπενθυμίζει στον Τίτο τα ποιμαντικά του καθήκοντα, αναφέροντας συνάμα τις αρετές που πρέπει να κοσμούν τους ηλικιωμένους άντρες και γυναίκες, τους νεαρούς και τους δούλους (2,1-15). Επίσης, προτρέπει τον Τίτο να θυμίζει στα μέλη της Εκκλησίας την υποχρέωση τους μετά το βάπτισμα της αναγέννησης και της ανανέωσης που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα, να διάγουν ζωή πλήρη έργων αγάπης. ΠΑΥΛΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Η ΠΡΟΣ ΤΙΤΟΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ Παῦλος, δοῦλος Θεοῦ, καὶ ἀπό- στολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν πίστιν τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, ὁ- ποὺ εἶναι κατὰ τὴν εὐσέβειαν, εἰς τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζω- ῆς, τὴν ὁποίαν ἔταξεν ὁ ἀψευδὴς Θεὸς πρωτύτερα ἀπὸ χρόνους αἰωνίους, καὶ τὴν ἐφανέ- ρωσεν εἰς καιροὺς διορισμένους, ἤγουν τὸν λόγον του εἰς τὸ κήρυγμα τὸ ὁποῖον τὸ ἐμπιστεύθηκα ἐγώ, μὲ πρόσταξιν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ· εἰς τὸν Τίτον, τὸ γνήσιον τέκνον κατὰ τὴν κοινὴν πίστιν, ἂς εἶναι χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. Διὰ τούτην τὴν ἀφορμὴν σὲ ἄφησα εἰς τὴν Κρή- την, διὰ νὰ διορθώσεις ἐκεῖνα ὁποὺ λείπουσι καὶ νὰ κατα- στήσεις εἰς κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, καθὼς ἐγὼ σὲ ὀρδί- νιασα, ἐὰν εἶναι κανένας ἀκατηγόρητος, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρας, καὶ ἔχει τέκνα πιστά, ὄχι κατηγορημένα ἀσωτεί- ας ἢ ἀνυπότακτα. Διατὶ ἀναγκαῖον εἶναι ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκα- τηγόρητος, ὡσὰν οἰκονόμος τοῦ Θεοῦ· νὰ μὴν ἀρέσκει τοῦ λόγου του, νὰ μὴν εἶναι ὀξύθυμος, νὰ μὴν εἶναι ὑβριστής, νὰ μὴν κτυπᾶ, νὰ μὴν ἀγαπᾶ κακὰ κέρδη· ἀλλὰ νὰ ἀγαπᾶ τοὺς ξένους, νὰ ἀγαπᾶ τὸ καλόν, νὰ εἶναι σώφρων, δίκαιος, ὅσιος, ἐγκρατής· νὰ κρατεῖ τὸν πιστὸν λόγον τῆς διδαχῆς, διὰ νὰ δύνεται καὶ νὰ νουθετᾶ τοὺς ἄλλους μὲ τὴν διδασκαλίαν τὴν ὑγιὴ καὶ νὰ ἐλέγχει ἐκείνους ὁποὺ ἐναντιοῦνται. Διατὶ εἶναι πολλοὶ ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι καὶ ὁποὺ ἀπατοῦσι τοὺς λογισμούς, μάλιστα ἐκεῖνοι ὁποὺ εἶ- ναι ἀπὸ τὴν περιτομήν, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ τοὺς ἀποστομώνομεν· οἱ ὁποῖοι ὁλάκερα σπίτια γυρίζουσιν ἄνω κάτω, ἔστοντας νὰ διδάσκουσιν ἐκεῖνα ὁποὺ δὲν πρέπει, διὰ ἄσχημον κέρ- δος. Κάποιος ἀπ’ αὐτούς, ἴδιός τους προφήτης, εἶ- πεν: «Οἱ Κρητικοὶ πάντα εἶναι ψεῦστες, κακὰ θηρία, κοι- λίες ἀκαμάτρες». Ἡ μαρτυρία ἐτούτη εἶναι ἀληθινή· διὰ τοῦτο ἔ- λεγχέ τους σκληρά, διὰ νὰ εἶναι γεροὶ εἰς τὴν πίστιν· νὰ μὴν ἔχουν τὸν νοῦν τους εἰς μύθους ἰουδαϊκοὺς καὶ παραγγελίες ἀνθρώπων ὁποὺ ἀποστρέφονται τὴν ἀλή- θειαν. Ὅλα εἶναι καθαρὰ εἰς τοὺς καθαρούς· ἀμὴ εἰς τοὺς μεμιασμένους καὶ ἀπίστους δὲν εἶναι κανένα [πράγ- μα] καθαρόν, ἀλλὰ εἶναι μεμιασμένος καὶ ὁ νοῦς τους καὶ ἡ συνείδησίς τους. Ὁμολογοῦν νὰ ἐγνωρίζουν τὸν Θεόν, ἀμὴ μὲ τὰ ἔργα τὸν ἀρνοῦνται, ἔστοντας νὰ εἶναι σιχαντοὶ καὶ ἀπει- θεῖς καὶ εἰς κάθε ἔργον ἀγαθὸν ἀνεπιτήδειοι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ Ἀμὴ ἐσὺ λάλει ἐκεῖνα ὁποὺ πρέπουσι τὴν ὑγιὴ διδα- σκαλίαν. Οἱ γέροντες νὰ εἶναι ἀμέθυσ<τ>οι, νὰ εἶναι τιμη- μένοι, σώφρονες, ὑγιεῖς εἰς τὴν πίστιν, εἰς τὴν ἀγάπην, εἰς τὴν ὑπομονήν. Ὁμοίως καὶ τὰς γερόντισσας νὰ εἶναι μὲ ἐνδύματα ὁποὺ νὰ πρέπει τὴν ἁγιοσύνην, νὰ μὴν εἶναι καταλαλῆ- τρες, νὰ μὴν δουλώνουνται εἰς πολὺν κρασί, νὰ εἶναι δι- δάσκαλοι τῆς καλοσύνης, διὰ νὰ σωφρονίζουν τὰς νέας, νὰ ἀγαποῦσι τοὺς ἄν- δρες τους καὶ τὰ παιδιά τους, νὰ εἶναι σωφρονισμένες, καθαρές, νὰ φυλάγουν τὸ σπίτι, νὰ εἶναι ἀγαθές, νὰ ὑποτάσσονται εἰς τοὺς ἰδί- ους τους ἄνδρας, διὰ νὰ μὴν βλασφημεῖται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τὸν αὐτὸν τρόπον νουθέτα καὶ τοὺς νεοτέρους νὰ σωφρονοῦσι, εἰς ὅλα δίδε τοῦ λόγου σου ξόμπλι τῶν καλῶν ἔρ- γων, [ὄντας] εἰς τὴν διδασκαλίαν ἀδιάφθορος καὶ σεμνός, καὶ ἔχοντας λόγον ὑγιὴ καὶ ἀκατάγνωστον· διὰ νὰ ἐντραπεῖ ὁ ἐναντίος νὰ μὴν ἔχει νὰ λέγει τίποτες κακὸν διὰ λόγου σας. Οἱ δοῦλοι νὰ ὑποτάσσονται τοὺς ἰδίους τους αὐ- θεντάδες, εἰς ὅλα νὰ εἶναι εὐάρεστοι, νὰ μὴν ἀντιλέγουσι· νὰ μὴν κλέπτουν, ἀλλὰ νὰ δείχνουσι κάθε λογῆς πίστιν καλήν, διὰ νὰ στολίζουσιν εἰς ὅλα τὴν διδασκαλίαν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ. Διατὶ ἐφανερώθη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, ὁποὺ μᾶς διδάσκει διὰ νὰ ἀρνηθοῦμεν τὴν ἀσέ- βειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας καὶ νὰ ζοῦμεν σωφρό- νως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς εἰς τοῦτον τὸν αἰώνα, ἀπαντεχαίνοντες τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφά- νειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰ- ησοῦ Χριστοῦ· ὁ ὁποῖος ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του διὰ λόγου μας, διὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσει ἀπὸ κάθε λογῆς ἀνομίαν καὶ νὰ καθαρίσει εἰς τοῦ λόγου του λαὸν ἐδικόν του ὁποὺ νὰ σπουδάζει τὰ καλὰ ἔργα. Ἐτοῦτα λάλει καὶ νουθέτα καὶ ἔλεγχε μὲ κάθε λογῆς ἐξουσίαν· καὶ κανένας ἂς μὴν σὲ καταφρονᾶ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Ἀναθύμιζέ τους νὰ ὑποτάσσονται εἰς τὲς ἀρχὲς καὶ τὲς ἐξουσίες, νὰ ὑπακούουσι, νὰ εἶναι ἕτοιμοι εἰς κάθε ἔργον καλόν· κανένα νὰ μὴν βλασφημοῦσι, νὰ εἶναι ἄμαχοι, ἱ- λαροί, δείχνοντας κάθε πραότητα εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώ- πους. Διατὶ καὶ ἐμεῖς ἕνα καιρὸν ἤμεσταν ἀνόητοι, ἀπει- θεῖς, πλανώμενοι, καὶ ἐδουλεύαμεν τὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡ- δονὲς πολλῶν λογιῶν, ἀπερνῶντες εἰς κακίαν καὶ φθόνον, μισημένοι καὶ μισοῦντες ἕνας τὸν ἄλλον. Ἀμὴ ὅταν ἐφανερώθη ἡ καλοσύνη καὶ ἡ φιλαν- θρωπία τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, ὄχι ἀπὸ ἔργα δίκαια ὁποὺ ἐκάμαμεν ἐμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐλεημοσύνην του, μᾶς ἔσωσε διὰ μέσου τοῦ λου- σίματος τῆς ἐξαναγεννήσεως καὶ τῆς ἀνακαινώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἔχυσεν εἰς ἐμᾶς πλουσίως, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν· διὰ νὰ γενοῦμεν κληρονόμοι, κατὰ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς, μὲ τὸ νὰ ἐδικαιώθημεν μὲ τὴν χάριν ἐκεί- νου. Ὁ λόγος ἐτοῦτος εἶναι πιστός· καὶ ἐτοῦτα θέλω νὰ τὰ βεβαιώνεις, διὰ νὰ φροντίζουσι νὰ ὑπερέχουσιν εἰς τὰ καλὰ ἔργα ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐπίστευσαν εἰς τὸν Θεόν· ἐτοῦτα εἶναι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ἀμὴ τὰ μωρὰ ζητήματα καὶ τὰς γενεαλογίας καὶ τὲς φιλονικίες καὶ τὲς μάχες τὲς νομικές, ἀποστρέφου τες· διατὶ εἶναι ἀνωφελεῖς καὶ μάταιες. Τὸν ἄνθρωπον τὸν αἱρετικόν, ὕστερα ἀπὸ μίαν καὶ δεύτερην νουθεσίαν, ἄφηνέ τον, ἠξεύροντας ὅτι ὁ τοιοῦτος εἶναι διεστραμμένος καὶ ἁμαρτάνει, ὄντας αὐτοκατάκριτος. Ὅταν πέμψω εἰς ἐσένα τὸν Ἀρτεμᾶν ἢ τὸν Τυ- χικόν, σπούδασε νὰ ἔλθεις εἰς ἐμένα εἰς τὴν Νικόπολιν, διατὶ ἐκεῖ ἀποφάσισα νὰ ξεχειμάσω. Τὸν Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ τὸν Ἀπολλὼ παρά- βγαλέ τους, φροντίζοντας νὰ μὴν τοὺς λείψει τίποτες. Καὶ ἂς μαθαίνουσι καὶ οἱ ἐδικοί μας νὰ ὑπερέχου- σιν εἰς τὰ καλὰ ἔργα, διὰ τὲς ἀναγκαῖες χρεῖες, διὰ νὰ μὴν εἶναι ἄκαρποι. Ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποὺ εἶναι μαζί μου σὲ χαιρετοῦσι. Χαιρέτισε ἐκείνους ὁποὺ μᾶς ἀγαποῦσι μὲ πίστιν. Ἡ χά- ρις ἂς εἶναι μὲ ὅλους σας· ἀμήν. Πρὸς Τίτον, τῆς τῶν Κρητῶν ἐκκλησίας πρῶτον ἐπίσκοπον χειρο- τονηθέντα, ἐγράφη ἀπὸ Νικοπόλεως τῆς Μακεδονίας.","ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) ὀρδί = συμβούλευσα [ορδινιάζω] ἀκαμάτρες = τεμπέλικες ἀνεπιτήδειοι = ακατάλληλοι καταλαλῆ = συκοφάντισσες [η καταλαλήτρα] νουθέτα = συμβούλευε ξόμπλι = παράδειγμα ἀκατάγνωστον = που δεν επιδέχεται κατηγορία ἀπαντεχαίνοντες = περιμένοντας ἱ = χαρούμενοι ἐξαναγεννήσεως = αναγέννησης μωρὰ = ανόητα ξεχειμάσω = περάσω τον χειμώνα",,Η Καινή Διαθήκη,Καλλιουπολίτης Μάξιμος Abstract,"Η Κοσμογέννησις του Κρητικού Γεώργιου Χούμνου αποτελεί έμμετρη παράφραση των δύο πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεσις και Έξοδος), όπως αυτά παρουσιάζονται στη βυζαντινή Ιστορία του Παλαιού. Χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, αποτελείται από 2.832 ομοιοκατάληκτους, ζευγαρωτούς, δεκαπεντασύλλαβους στίχους και είναι γραμμένη σε γλώσσα δημώδη, εμπλουτισμένη με στοιχεία της κρητικής διαλέκτου και της εκκλησιαστικής ρητορικής.",,,Η Κοσμογέννησις,Χούμνος Γεώργιος Εισαγωγή (στ. 1-62),"Στην εισαγωγή που ακολουθεί, ο ποιητής απευθύνει μια σύντομη τυπική επίκληση στον Θεό και κατόπιν περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου και των πρωτόπλαστων. Δέομαι, τρισυπόστατε Κύριε καὶ Πατέρα, τὴν χάριν σου μ’ ἀπόστειλε ἐτούτην τὴν ἡμέρα, καὶ φώτισόν μου τὴν καρδιάν, τὸν νοῦν καὶ τὴν κοιλίαν, νὰ ξηγηθῶ τοῦ Μωϋσῆ τὴν θείαν ὀμιλίαν· τὰ ἔργα τὰ εἰκοσιδυὸ τῆς ὁλονῆς τῆς κτίσης, στὰ ποῖα ἀναθιβάνεται ἡ τῶν ἀγγέλων φύσις, σ’ ὅλην τὴν κοσμογέννησιν καὶ πλάσιν τῶν ἀνθρώπων, τὸ πῶς ἐπλάστην ὁ Ἀδὰμ ἐκ τῆς Ἐδὲμ τὸν τόπον, ὁπ’ ὥρισεν ὁ Ποιητὴς νὰ ἔχη ἀθανασίαν, καὶ νά ’χη εἰς τὸν παράδεισον μεγάλην ἐξουσίαν. Ἦτον ὁ κόσμος σκοτεινὸς καὶ τὰ νερὰ γεμᾶτος, σ’ αὐτὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἦτον ἀπὸ κοντά τως. Καὶ ὥρισεν ὁ ἄναρχος αὐτὰ νὰ χωριστοῦσιν· ἡ γῆς χωρὶς ἐφάνηκε καὶ τὰ νερὰ κινοῦσιν. Λοιπὸν αὐτὰ ’κινήσασιν καὶ γίνουνται νομάδα κ’ ἡ γῆς εὐθὺς ἐφάνηκε τὴν πρώτην ἑβδομάδα. Τὸ φῶς τὸ πρῶτον ἔκαμεν κι ὠνόμασέν το ἡμέραν, δεύτερον δι’ ἀνάπαυσιν ἔποικεν τὴν ἑσπέραν. Τοὺς οὐρανοὺς τοὺς θαυμαστοὺς ὥρισεν κ’ ἐγενῆκαν, ἄστρη, φεγγάριν κ’ ἥλιος τότες εὐθὺς ἐβγῆκαν. Δένδρη μεγάλα κ’ ἑρπετά κι ἄλλα θηριὰ τῆς φύσης, πετούμενα, συρνάμενα, ἐγέμισεν ἡ κτίσις. Θάλασσαν τὴν εὐρύχωρον ἔκαμεν μετὰ ψάρια, ποτάμια, βρύσες ἔποικε μετὰ νερὰ καθάρια. Καὶ δέκα τάγματά ’καμεν, ἀγγελικὴν τὴν φύσιν, καὶ ἀπείτις ἐξετέλειωσεν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν, τὸ τάγμα τὸ λαμπρότερον, αὐτὸς ὁ Ἑωσφόρος, εἶδεν τὸν οὐρανὸν λαμπρὸν κ’ ἐξέστηκεν ἀπόρως. Κ’ ἠθέλησεν τοῦ Ποιητοῦ νὰ γένη ὡμοιωμένος κ’ εὐθύς, ὡς τὸ’θυμήθηκεν, εὑρέθην γκρεμνισμένος. Ἐκ τὰ ψηλὰ στὴν ἄβυσσον γίνεται ἡ κατοικιά του καὶ σύρνει καὶ πολλοὺς μ’ αὐτὸν ὁπού ’σα συντροφιά του. Καὶ θέλοντα ὁ Κύριος τὸν θρόνον ν’ ἀνασώση, τὸ χάρισμαν τοῦ πονηροῦ ἄλλου διὰ νὰ δώση, εἶπεν: «Ἂς κάμωμε[ν] ἄνθρωπον, διατὶ ἡ κτίσις τὸ βιάζει, κ’ εἰς ὁμοιότηταν ἐμᾶς κ’ εἰκόνα νὰ μᾶς μοιάζη». Καὶ ἐκ τὸ χῶμαν ἔλαβεν, ’κ τὰ τέσσαρα τὰ μέρη, στὲς ἕξ ἡμέρες τὸν Ἀδάμ ἔπλασε δίχως ταίρι. Καὶ διὰ τ’ Ἀδὰμ τὴν συντροφιὰν ὁ Κύριος ἐθυμήθην, κ’ ἐνύσταξεν τότες αὐτὸς κ’ ὕπνον ἐποκοιμήθην. Κ’ ἐκ τὴν πλευράν του τὴν ζερβὴν τοῦ βγάνει τὴν παγίδα, γυναῖκα ἐκείνην ἔκαμεν ἡ τοῦ Θεοῦ σφραγῖδα. Κι ἀφότου αὐτὸς ἐξύπνησεν, στοχάζεται τὴν Εὔα κι ἀπὸ τὸ χέριν πιάνει την καὶ μὲ χαρὰν ὡδεῦα. «Κόκκαλο ἐκ τῶν κοκκάλων μου, ἐσὺ νά ’σαι γυνή μου καὶ μὲ μεγάλην προσοχὴν ἐσὺ νά ’σαι βουλή μου». «Λάβε» τοῦ λέγει ὁ Κύριος «σύζυγο[ν] εὐλογημένην, αὐξάνεστε, πληθύνεστε, νά ’στε χαριτωμένοι». Παράδεισον τὸν πάντερπνον καὶ ὡραῖον τοῦ χαρίζει, δένδρη, καρποὺς μὲ τοὺς ἀνθούς, ἐκεῖ νὰ τὰ ὁρίζῃ. Ἕν’ ἀπ’ ἐκεῖνα τὰ δενδρὰ ἐκ τοῦ καρποῦ ν’ ἀπέχη καὶ μὲ μεγάλον ὁρισμὸν κάμνει τον νὰ κατέχη. Οἵαν δὲ ὥραν θυμηθῆ, ἀπλώση διὰ νὰ φάγη, σ’ αὐτὸν νὰ πέψη θάνατον κ’ εἰς τὴν φθορὰν νὰ πάγη. Ἀκόμη ἐκ τὸν παράδεισον τέσσαρες ἐκινῆσαν οἱ ποταμοὶ τσ’ Ἀνατολῆς, νὰ τοὺς εἰπῶ τὸ ποιοί ’σαν. Φεισών, Γεὼν γὰρ τρέχουσι στὴν Δύσιν νὰ μετέχου, καὶ Τίγρις καὶ Εὐφράτιος σ’ Ἀνατολὴν νὰ τρέχου. Ἐκάλεσ’ ὁ πρωτόπλαστος Ἀδὰμ ὅλα τὰ κτήνη, συρνάμενα, πετούμενα, οὐδ’ ἕνα δὲν ἀφήνει, καὶ ὀνόματα τῶν κάλεσε τοῦ καθενὸς νὰ κράζουν, κατὰ τὴν ὁμοιότητα καὶ γένος νὰ ὀνομάζουν.","ἀναθιβάνεται = αναφέρεται, μνημονεύεται ἀπείτις = όταν, μόλις ἀπόρως = με απορία, με αμηχανία παγίδα = πλευρό πάντερπνον = ευχάριστο, απολαυστικό Οἵαν = οποιαδήποτε",,Η Κοσμογέννησις,Χούμνος Γεώργιος Ο κατακλυσμός του Νώε (στ. 437-482),"Μετά την εισαγωγή, η αφήγηση συνεχίζει με τον πειρασμό του πονηρού όφεως και την κατάρα του Θεού προς τους πρωτόπλαστους, την εκδίωξη από τον Παράδεισο, την ιστορία του Κάιν και του Άβελ, καθώς και αυτές του Λάμεχ, του Σηθ και του Ενώχ. Εδώ παρουσιάζεται το επεισόδιο του κατακλυσμού του Νώε. Κι ὁ Κύριος μὲ κατακλυσμὸν θέλει ν’ ἀναφανίση τοὺς γίγαντες διὰ τσ’ ἀνομιές, νὰ τοὺς καταποντίση. Πέμπει τὸν Νῶεν ὁ Θεός, αὐτούνους νὰ διδάξη, νὰ πέσουν εἰς μετάνοιαν, ταδὲ νὰ τοὺς πατάξη. Καὶ στένει ὁ Νῶε κιβωτόν, αὐτὴν διὰ νὰ κτίση, τριακόσες νάν’ τὸ μάκρος της πῆχες, διὰ ν’ ἀκουμπίση. Σαράντα νά ’ν’ τὸ ὕψος της, πενήντα νά ’ν’ τὸ πλάτος, καὶ δυὸ καὶ τριὰ περίπατα νὰ κτίση ἀποκοντά τως. Ἡ πόρτα νά ’ν’ στὸ πλάγιν της, τὰ ζὰ διὰ νὰ βάλη, ὥστε νὰ ’ρίση ὁ Κύριος, αὐτὰ πάλι νὰ βγάλη. Τετράποδα, συρνάμενα, πᾶσα θεριὸν τῆς κτίσης καὶ ἀπ’ ὅλα τὰ πετούμενα, ὅσα καὶ ἂν ἔχη ἡ φύσις. Νὰ βάλη ἑπτὰ ζευγαρωτά, λέγω, ἀπὸ πᾶσα γένος καὶ αὐτὸς κ’ ἡ φαμελία του νά ’ναι εὐλογημένος. Καὶ αὐτὴν νὰ κτίση εἰς ἐκατὸν χρόνους καὶ δύο δεκάδες, διὰ νὰ μετανοήσουσιν οἱ πονηρὲς ὁμάδες. Ὁ Νῶε τοὺς ἐδίδασκε καὶ αὐτοῦνοι τὸν γελοῦσι· λέ’ τως «Μετανοήσατε», καὶ ἄκω τί τοῦ μιλοῦσι: «Νῶε, πολλὰ παράξενε, τί ’ναι αὐτά, τὰ κάμνεις, εὔκαιρον κόπον κ’ ἔξοδον, ὦ πελελὲ, νὰ χάνης;». Καὶ ἀπείν ἐδιάβησα ἑκατὸν καὶ ἄλλοι εἴκοσι χρόνοι, ἡ ἀνομιὰ οὐκ ἔπαυε μάλιστα νὰ φυτρώνη. Καὶ ὥρισεν ὁ Κύριος τοῦ Νῶε νὰ βρη βρῶσιν διὰ ’κεῖνον καὶ τὴν φαμελιάν, στὰ ζῶα διὰ νὰ δώση. Νά ’ρδινιαστῆ ἡ γυναῖκα του κ’ οἱ υἱοί του κ’ οἱ νυφάδες, νὰ μποῦσιν εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ νὰ βαστοῦν λαμπάδες. Ἀρχίζουν τὰ τετράποδα καὶ τὰ ’ρπετὰ κινοῦσι, πετούμενα, συρνάμενα, στὴν κιβωτὸν νὰ μποῦσι. Ἐμπαίνει ὁ Νῶες μετ’ αὐτὰ καὶ μὲ τὴν φαμελιάν του, τὴν πόρτα ἀπέσω ἐσφάλισε νὰ πάγη τὴν δουλειάν του, κ’ οἱ καταρράκτες τ’ οὐρανοῦ σποῦσι νερὸν καὶ χύνουν κι ἄβυσσος ἐκοχλάκησε καὶ ὁμάδι καταντήνουν. Καὶ τὸ νερὸν ὑψώθηκεν πλέα ’κ τὰ ψηλὰ τὰ ὄρη, κ’ἡ κιβωτὸς σηκώθηκεν καὶ ὁ Νῶες οὐκ ἐθώρει. Ἐγίνετον ἡ συμφορὰ ’ς κατακλυσμὸν μεγάλον, κ’ ἐπνίγοντα οἱ γίγαντες κ’ ἐθώρει εἷς τὸν ἄλλον. Ζῶα, ἑρπετά, τετράποδα, πετούμενα κ’ ἐκεῖνοι, δὲν ἄφηκεν ὁ Κύριος κανένα ν’ ἀπομείνη. Σαράντα μέρες ἔκαμεν κατακλυσμὸν ὁ Κύριος, μέσα σ’ αὐτὲς ἐπνίγηκε πολὺς λαὸς καὶ μύριος. Καὶ αὐτὸ τὸ ὕψος τοῦ νεροῦ στὴν γῆν ἐκράτει μέρες, πενήντα, λέγω, κ’ ἑκατὸν κι ἄλλες τόσες ἑσπέρες. Ὁ Κύριος ἐθυμήθηκε τὸν Νῶε ν’ ἀναπάψη καὶ τὸ νερὸν ἐκ τὰ ψηλὰ στὴν γῆν κάτω νὰ θάψη. Λοιπὸν αὐτὸ χαμήλωσε κ’ ἡ κιβωτὸς ἐγγίζει, στοῦ Ἀραρὰτ τὰ ὑψηλὰ τὰ ὄρη ἀκουμπίζει.","ἀναφανίση = αφανίσει, καταστρέψει ταδὲ = αλλιώς, σε αντίθετη περίπτωση στένει = στήνει περίπατα = καταστρώματα, ορόφους γελοῦσι = περιγελούν, εμπαίζουν πελελὲ = τρελέ ἀπείν = αφού ρδινιαστῆ = ετοιμαστεί καταντήνουν = φτάνουν",,Η Κοσμογέννησις,Χούμνος Γεώργιος Η θυσία του Αβραάμ (στ. 1237-1282),"Ολοκληρώνεται η αφήγηση σχετικά με την κιβωτό του Νώε και τη μετέπειτα ζωή αυτού και της οικογένειάς του. Η αφήγηση συνεχίζει με τον Αβραάμ και τα του οίκου του, καθώς και με την ιστορία του Λωτ και την καταστροφή των Σοδόμων. Ακολουθεί η περιγραφή της θυσίας του Αβραάμ. Ἐγίνετον ὁ Ἰσαὰκ στοὺς χρόνους δεκοκτάρι, ἐμπιστεμένος στὸν Θεὸν κ’ εἶχε μεγάλην χάριν. Μὲ δοκιμὴν ὁ Κύριος τὸν Ἀβραὰμ πειράζει, «Ἀβραάμ, Αβραάμ», τοῦ σύντυχε, σύντομα τονε κράζει, «θέλω αὐτὸν τὸν Ἰσαὰκ θυσίαν νὰ τὸν κάμης, σ’ ἐκεῖνο τὸ ὄρος, τὸ σοῦ πῶ, γοργὸν ἐκεῖ νὰ δράμης». Ὡς τό ’κουσεν ὁ Ἀβραάμ, τὴν ὄνον ἑτοιμάζει, τὰ ξύλα τσ’ ὁλοκάρπωσης, τὴν στίαν ὀρδινιάζει. Τὴν μάχαιραν ἐκόνισε, στὸ πλάγιν του τὴν βάνει, τὸν Ἰσαὰκ ἐκάλεσε καὶ ἄκω τι ἀναθιβάνει: «Τέκνον μου ποθεινότατον, βούλομαι νὰ κοπιάσω στὸν τόπον ὁποὺ ὁρίζει ὁ Θεός, ἐκεῖ νὰ θυσιάσω». Παραλαμβάνει μετ’ αὐτὸν τοὺς δυό του δουλευτάδες κ’ ἐπῆρε καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ ὄχι ἄλλον ’κ τοὺς τινάδες. Καὶ πορπατῶντα σώνουσιν ἀνάντια στὴν θυσίαν· ἐπαίρνει αὐτὸν τὸν Ἰσαὰκ, τὰ ξύλα καὶ τὴν στίαν. Λέγει τῶν δουλευτάδων του: «Πάγω νὰ προσκυνήσω ὁμάδι μὲ τὸν Ἰσαὰκ κ’ ἔρχομαι ὀμπρὸς ὀπίσω». Τοῦ Ἰσαὰκ τὰ ’φόρτωσε καὶ ὁμάδι πορπατοῦσι καὶ παίρνουν τ’ ἀναβάσταμαν εἰς τ’ ὄρος ν’ ἀνεβοῦσι. Καὶ ἀφήνει ἐκεῖ τοὺς δούλους του ἀντάμα μὲ τὴν ὄνον, τὰ μάτια του γεμώνουσιν ἐκ τὸν μεγάλον πόνον. Καὶ πορπατῶντα ὁ Ἰσαὰκ τοῦ Ἀβραάμη λέγει, ὁποὺ τὰ σπλάγχνα κ’ ἡ ψυχὴ διὰ τὸ τέκνον φλέγει: «Ἰδοὺ τὰ ξύλα καὶ τὸ πῦρ, τὰ μέλλει διὰ νὰ πιάσης, μὰ πὄν’ αὐτὸ τὸ πρόβατον, τὸ θὲς νὰ θυσιάσης;». «Ὁ Θεὸς ἐμᾶς, παιδάκι μου, πρόβατον θέλει στείλει, αὐτὸ νὰ θυσιάσωμεν ὡς δοῦλοι του καὶ φίλοι». Κι αὐτοῦ ἀφοῦ ἐσώσασι, τοῦ λέγει τὴν αἰτίαν, τὰ ξύλα ἐκονομήσασι, ἅπτουσι τὴν ἱστίαν. Φιλεῖ, περιλαμβάνει τον, τ’ ἅγιον παλληκαράκι, σύντομα τὸ μαχαίριν του βγάνει ’κ τὸ φηκαράκι. Ἐσήκωσεν τὰ χέρια του, αὐτοῦνον διὰ νὰ σφάξη, καὶ πέμπει ὁ Θεὸς τὸν ἄγγελον, αὐτὸν νὰ κατατάξη. Καὶ τρεῖς φορὲς τοῦ ’λάλησεν, «Ἀβράμ, Ἀβρὰμ» τοῦ λέγει, τὰ μάτια του ἐγεμώσασι, φαρμακεμένα κλαίγει. «Βάλε στὴν θήκην τὸ σπαθίν, δὲν θέλω ἐγὼ νὰ σφάξης, καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ τέκνου σου διὰ μένα νὰ πατάξης. Κ’ἐδὰ θωρῶ σε, δοῦλε μου, καὶ τὸν Θεὸν φοβεῖσαι, νύκτα καὶ μέρα μετὰ σὲ θέλώ ’σταιν ὅπου εἶσαι, καὶ μ’εὐλογιὰν καὶ χάρισμαν να ‘σαι ευλογημένος, σ’ όλα τα έθνη και λαόν νά ’σαι χαριτωμένος». Ἐσήκωσεν τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἄσπρον ὡς γάλα ἕνα κριάριν παχουλὸν μὲ κέρατα μεγάλα. Αὐτὸ εἰς ὁλοκάρπωσιν τὸν Κύριον ἁγιάζει, ἀντὶ Ἰσαὰκ τοῦ τέκνου του τὸν Κύριον θυσιάζει.","πειράζει = βάζει σε πειρασμό ὁλοκάρπωσης = θυσίας σε φωτιά στίαν = φωτιά ὀρδινιάζει = ετοιμάζει ἀναθιβάνει = λέει τινάδες = υπόλοιπους, άλλους ἀνάντια = απέναντι, αντίκρυ ἀναβάσταμαν = ανηφοριά ἐσώσασι = έφτασαν ἐκονομήσασι = ετοίμασαν, προμηθεύτηκαν ἱστίαν = φωτιά περιλαμβάνει = αγκαλιάζει φηκαράκι = μικρή θήκη κατατάξη = γαληνέψει, ηρεμήσει ἐδὰ = τώρα, ιδού ὁλοκάρπωσιν = θυσία σε φωτιά",,Η Κοσμογέννησις,Χούμνος Γεώργιος Η γέννηση του Μωυσή (στ. 2031-2054),"Ολοκληρώνεται η αναφορά στον οίκο του Αβραάμ και αρχίζει η ιστορία του Ιακώβ και του οίκου του, καθώς και η περιγραφή της παραμονής του Ιωσήφ στην Αίγυπτο. Ακολουθεί η γέννηση του Μωυσή. Καὶ ὡσὰν ἠθέλησε ὁ Θεὸς τὸ γένος νὰ λυτρώση τοῦ Ἰσραήλ, ἐκ τὴν σκλαβιὰν αὐτούνους νὰ ’λαφρώση, ἕνα παιδὶν γεννήθηκε, πολλά ’τον γελατσάρι, Μωσῆς ἐπωνομάστηκε κ’ εἶχεν μεγάλην χάριν. Δὲν ἔκλαιγεν ὡς νήπιον, ὡσὰν τὸ θέλει ἡ τάξη, μὰ ’γέλαν κ’ ἐχαχάριζεν , ἔμελλε νὰ πατάξη τὸν Φαραὼ μὲ τσ’ ἄρχοντες καὶ συντροφιὰν μεγάλην διὰ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ἔμελλε νὰ βγάλη. Τὸ λοιπὸν οἱ γονέοι του βάνουν το εἰς κασέλλα, καλαφατίζουν, φτιάνουν την καὶ αὐτοῦνος μέσα ’γέλα. Καὶ ρίκτουν την στὸν ποταμόν. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα τοῦ Φαραὼ εἰς ξεφάντωσιν ἐδιάβη <ἡ> θυγατέρα. Καὶ κατεβαίνει στὸν γιαλὸν μὲ συντροφιὰν μεγάλην καὶ τ’ ὅρμημαν τοῦ ποταμοῦ αὐτ’ ἤφερε νὰ βγάλη· καὶ μὲ τὰ χέρια τσ’ ἔπιασε κ’ ἤνοιξε τὴν κασέλλα καὶ τὸ παιδάκι ἐρήνευε, κι ἀντὶς νὰ κλαίγη ἐγέλα. Καὶ ὡς εἶδε τὸ παράξενον, θαύμασμαν τὸ μεγάλον, λέγει πρὸς τὲς ἀρχόντισσες: «Μωσῆν νὰ τὸν ἐβγάλω». Τ’ ὄνομαν ἐξεδιάλυνεν “ἐκ τὰ νερὰ ἐβγαλμένος’’ στὴν γλῶσσαν τὴν αἰγυπτικὴν κ’ ἦτον εὐλογημένος. Αὐτείνη τὸν παρέλαβεν υἱὸν ἠγαπημένον, καὶ μὲ παράταξες πολλὲς τὸν εἶχε βλεπημένον, κι ἀπὸ τὸ περιτόμημαν ἑβρόπουλον ἐφάνη· χώνει το διὰ τὸν Φαραώ, ὡγιὰ νὰ μὴ ἀποθάνη.","γελατσάρι = γελαστό ἐχαχάριζεν = χαχάνιζε, γελούσε καλαφατίζουν = επισκευάζουν ἐρήνευε = καθόταν ήσυχο ἐξεδιάλυνεν = σήμαινε, ερμηνευόταν παράταξες = περιποιήσεις, φροντίδες βλεπημένον = προφυλαγμένο, προστατευμένο χώνει = κρύβει",,Η Κοσμογέννησις,Χούμνος Γεώργιος Η φλεγόμενη βάτος (στ. 2141-2172),"Προηγούνται η ενηλικίωση του Μωυσή, η φυγή του από την Αίγυπτο και ο γάμος του με τη Σεπφόρα. Ακολουθεί το επεισόδιο της φλεγόμενης βάτου. Ποιμαίνοντα τὰ πρόβατα ἐστράφην πρὸς τὸ ὄρος, θαύμασμαν εἶδε φοβερὸν κ’ ἐξέστηκεν ἀπόρως. Εἶδε φωτιὰν εἰς τὸ βουνὶν περίσσαν ἁφτουμένην· στὴν βάτον μέσα ἡ φλόγα της ἦτον περιμπλεμένη, καὶ οὐδεποσῶς τὴν ἔκαψε, μάλιστα τὴν δροσίζει, σὰν νὰ ’χε τρέχειν βρυσικὸν νερὸν νὰ τὴν ποτίζη. Καὶ ὡς εἶδε αὐτὸ τὸ θαύμασμαν, τρέχει, σ’ ἐκείνην πάγει, βρίσκει τὴν βάτον μὲ βλαστούς, πούπετας δὲν ἐκάη. Βγαίνει φωνὴ ἐκ τὴν φωτιάν, τὸν Μωϋσῆν ἐκάλει, καὶ ἀπιλογήθην ὁ Μωσῆς: «Τί θές; ἐδῶ ’μαι. λάλει». «Λῦσε τὰ ὑποδήματα, δίχως αὐτοῦνα στάσου, διατὶ ἡ γῆς, τήνε πατεῖς, ἅγιά ’ναι, ἀνασκεπάσου». Θαυμάζεται πρὸς τὴν φωτιάν, διατὶ ποσῶς δὲν φλέγει, κ’ ἐλάλησεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ λέγει: «Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μοῦ μιλεῖς καὶ αὐτὰ τὰ λόγια λέγεις, τὴν βάτον ἅπτεις δυνατὰ καὶ οὐδεποσῶς τὴν φλέγεις;». Καὶ ἀπιλογήθην ὁ Θεός, τοῦ Μωϋσῆ ἐλάλει καὶ δευτερώνει του φωνὴ ἀπὸ τὴν βάτον πάλι: «Εἶμ’ ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ οὐρανοῦ ὁ κτίστης, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ, τῆς ἀληθοῦς τῆς πίστης, καὶ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ θέλω νὰ ἐλαφρώσω, ἐκ τὴν σκλαβιὰν τοῦ Φαραὼ αὐτοὺς γιὰ νὰ λυτρώσω· διατὶ μὲ τοὺς πατέρας τους ἤμουν πολλῆς φιλίας, τὸ σπέρμαν τους ἐσύνταξα στὴν γῆν τσ’ Ἐπαγγελίας. Μέλι καὶ γάλα καὶ ἀγαθὰ τὴν ἔχω φορτωμένη, διατὶ διὰ σᾶς τὴν ’διάλεξα κ’ ἔναι εὐλογημένη. Καὶ σῦρε, ’πὲ τοῦ Φαραώ, αὐτοὺς νὰ ἀπολύση, μὰ λέγω σέ το, κάτεχε, αὐτὸς δὲ θὲ θελήσει. Πληθύνει θέλω παίδευσες ἀπάνω στὸν λαόν του, διὰ νὰ λυτρώσω τὸν λαόν, νὰ πάρω καὶ τὸν βιόν του. Κ’ ἐγὼ θέλώ ’σται μετὰ σὲ καὶ αὐτοῦνον μὴ φοβᾶσαι, εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ πρῶτον τους ἔποικά σε.","ἁφτουμένην = αναμμένη περιμπλεμένη = τυλιγμένη, πλεγμένη πούπετας = πουθενά ἀνασκεπάσου = ξεσκεπάσου ἀπολύση = απελευθερώσει",,Η Κοσμογέννησις,Χούμνος Γεώργιος Η πρώτη πληγή του Φαραώ (στ. 2269-2288),"Ολοκληρώνεται το επεισόδιο της φλεγόμενης βάτου με τις οδηγίες του Θεού προς τον Μωυσή σχετικά με την απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τον Φαραώ και περιγράφονται οι μάταιες προσπάθειες του Μωυσή να πείσει τον Φαραώ να συναινέσει στην απελευθέρωση αυτή. Ακολουθεί η περιγραφή της πρώτης πληγής του Φαραώ. Λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Μωϋσῆ: «Ἄμε νὰ πᾶς στὸ χεῖλος, στὸν ποταμὸν τῆς Αἴγυπτος, τὸν κατεβάζει ὁ Νεῖλος, καὶ βάστα κ’ εἰς τὸ χέρι σου αὐτοῦνον τὸ ραβδάκιν, ὁποὺ βαστᾶ τὸ χάρισμαν καὶ γίνεται ὀφιδάκιν. Καὶ λάλησε τοῦ Φαραώ: «Ἅμα δὲν θὲς ν’ ἀφήσης, ἀπὸ τὴν δίψα οἱ ἄνδρες σου κ’ ἐσὺ νὰ ξεψυχήσης’’, καὶ ρῖψε, βάρει εἰς τὸ νερόν, αἷμα θέλει ἀπομείνει, ἡ Αἴγυπτος καὶ ὁ Φαραὼ νὰ μὴν μπορῆ νὰ πίνη». Ρίπτει καὶ κρούγει εἰς τὸ νερὸν καὶ αἷμαν ἀπομένει καὶ ἀπὸ τὴν δίψα ἡ Αἴγυπτος ἦσαν ξεγλωσσισμένοι. Μέρες ἑπτὰ ἐδιάβησαν, νερὸν διὰ νὰ πιοῦσι, τὰ ψάρια ἐκ τὸν ποταμὸν ἐβγαίνου καὶ ψοφοῦσι. Οἱ Ἑβραῖοι ἐπαῖρναν τὸ νερὸν αὐτὸ τὸ ματωμένον, σ’ αὐτοὺς καθάριο εὑρίσκετο καὶ νόστιμον πιωμένον. Λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Μωϋσῆ πάλι διὰ νὰ λαλήση τοῦ Φαραώ διὰ τὸν λαόν, σύντομα ν’ ἀπολύση. «Καὶ τοῦτο λέγω, κάτεχε, καὶ αὐτό <ἂ> δὲν θέλη κάμει, θέλω τοῦ πέψει παίδευσιν νὰ τρέμη σὰν καλάμι». Καὶ πᾶν καὶ λὲν τοῦ Φαραώ, τὸν Ἰσραὴλ ν’ ἀφήση καὶ αὐτοῦνος ἐσκληρύνθηκε, δὲν θὲ νὰ τσ’ ἀπολύση.","κρούγει = χτυπά ἀπολύση = απελευθερώσει",,Η Κοσμογέννησις,Χούμνος Γεώργιος Η διάβαση της Ερυθράς θάλασσας (στ. 2497-2518),"Περιγραφή των υπόλοιπων εννιά πληγών του Φαραώ και της καταδίωξης του λαού του Ισραήλ από τα φαραωνικά στρατεύματα μέχρι την Ερυθρά θάλασσα. Ακολουθεί το επεισόδιο της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. Κ’ εἶπ’ ὁ Θεὸς τοῦ Μωϋσῆ νὰ ρίξη τὸ ραβδίν του ἀνάμεσα τῆς θάλασσας, νὰ ’δοῦν τὴν δύναμίν του: «Διὰ νὰ σχιστῆ ἡ Ἐρυθρά, εἰς δυὸ νὰ τὴν μοιράσης, καὶ μέσα μ’ ὅλον τὸν λαὸν αὐτούνην νὰ περάσης. Θέλω σκληρύνει τὴν καρδιὰν τοῦ Φαραὼ νὰ ὁδεύγη ἀνάμεσα τῆς θάλασσας καὶ οὐδεποσῶς νὰ μὴ ἔβγη». Ρίκτει τὴν ράβδον ὁ Μωσῆς κ’ εἰς δύο τὴν μοιράζει, καὶ τὰ νερὰ τραφώνουσι καὶ τὸν λαόν του κράζει. Βρίσκουνται Ἑβραῖοι στὴν ξηρὰν καὶ ὅλοι τως πορπατοῦσι καὶ τρέχουν κ’ οἱ Αἰγύπτιοι μέσα σ’ αὐτὴν νὰ μποῦσι. Ἐμπῆκαν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ὁ Φαραὼς στὴν μέσην, τὴν ράβδον λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Μωϋσῆ νὰ θέση ἀνάμεσα τῆς θάλασσας, οἱ Ἑβραῖοι διὰ νὰ βγοῦσι καὶ αὐτούνων τῶν Αἰγύπτιων τὸ μέρος νὰ πνιγοῦσι. Τὴν ράβδον ρίκτει ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Φαραὼς βουλᾶται, ἀνάμεσα τῆς θάλασσας μ’ ὅλους του συντελᾶται. Τοὺς ἀναβάτας Φαραὼ ὁ Θεὸς καταποντίζει, στὴν πέρασιν τοῦ Ἰσραὴλ οὐδέναν ἐμποδίζει. Καὶ δὲν ἐγλύτωσ’ ἀπ’ αὐτοὺς τινὰς φαραωνίτης καὶ οὐδεποσῶς ἐχάθηκεν τινὰς Ἰσραηλίτης. Λοιπὸν ἐκεῖ ἐδοξάστηκεν ὁ Θεὸς καὶ μέγας Κύριος, διατὶ δι’ αὐτοὺς ἐπνίγηκεν πολὺς λαὸς καὶ μύριος.","τραφώνουσι = δημιουργούν τάφρο συντελᾶται = εξαφανίζεται",,Η Κοσμογέννησις,Χούμνος Γεώργιος Οι Δέκα Εντολές (στ. 2679-2700),"Προηγείται η περιγραφή της πορείας των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο, των ταλαιπωριών τους και των θεϊκών θαυμάτων, της ανάβασης του Μωυσή στο όρος Σινά και της εκεί συνομιλίας του με τον Θεό. Ακολουθεί η διατύπωση των Δέκα Εντολών. «Καὶ νόμον μὲ παραγγελιὰν βούλομαι ἐγὼ ν’ ἀφήσω, εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ θέλω νὰ διαθήσω. Πρώτη ἐντολὴ Κάμε τὸν ἕνα Κύριον Θεόν σου ν’ ἀγαπήσης καὶ μὲ ψυχὴν καὶ μὲ κορμὶν αὐτὸν νὰ προσκυνήσης. Δευτέρα ἐντολὴ Καὶ τ’ ὄνομάν μου, λέγω σου, στὸ ψόμαν μὴν ὀμόσης, εἰς τἄφκαιρα ἀπαθίβολα κανένα μὴν κομπώσης. Τρίτη ἐντολὴ Τὸ Σάββατόν σου ἁγίαζε, κάμε νὰ τὸ σχολάζης, καμιὰν δουλειὰν καὶ ἀργόχειρον βλέπεσε μὴν κοπιάζης. Τετάρτη ἐντολὴ Τίμησε τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα ὁμάδι, ταδ’ ἔξευρε καὶ ὁ θάνατος σὲ θέλει κάμ’ ὀρμάδι. Πέμπτη ἐντολὴ Ἀκόμη παραγγέλλω σου, βλέπεσε μὴ φονεύσης, ταδὲ ’ς αὐτὸν τὸν θάνατον μέλλει νὰ πλημμελεύσης. Ἔκτη ἐντολὴ Κανέναν ἄνθρωπον ποτὲ μηδὲν καταλαλήσης, ταδ’ ἔξευρέ το θαρρετά, συζώντανος νὰ λύσης. Ἑβδόμη ἐντολὴ Καὶ ξένα πράματα ποτὲ μηδὲν βαλθῆς νὰ κλέψης, διατ’ ἔναι χρειαζόμενον στανιό σου νὰ τὰ στρέψης. Ὀγδόη ἐντολὴ Μηδὲν σὲ λάθη ὁ λογισμός νὰ ψευδομαρτυρήσης, διατὶ τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ συντηρήσης. Ἐνάτη ἐντολὴ Τὸν γείτονά σου ἀγάπησε ἴσα μὲ τὸ κορμίν σου καὶ τὴν τιμήν του πρόσεχε, σὰν νὰ ’τον ἐδική σου. Δεκάτη ἐντολὴ Γυναῖκα δούλην, πράγματα ξένα μὴν πεθυμήσης, ταδὲ μ’ ἀναστενάματα ’ς πτωχειὰν νὰ καταντήσης».","διαθήσω = αφήσω διαθήκη, κληρονομιά ψόμαν = ψέμα ὀμόσης = ορκιστείς τἄφκαιρα = τα μάταια, τα άσκοπα, τα άχρηστα [τα εύκαιρα] ἀπαθίβολα = λόγια κομπώσης = εξαπατήσεις, ξεγελάσεις βλέπεσε = πρόσεχε ὀρμάδι = ρημάδι πλημμελεύσης = σφάλλεις, αμαρτήσεις καταλαλήσης = κακολογήσεις, συκοφαντήσεις στανιό = παρά τη θέλησή σου, με το ζόρι λάθη = παραπλανήσει",,Η Κοσμογέννησις,Χούμνος Γεώργιος Abstract,"Πεζή διασκευή, πρωτοτυπωμένη τον 17ο αιώνα, που ανάγεται σε χαμένο σήμερα πρότυπο του 14ου αιώνα, το οποίο με τη σειρά του βασίζεται σε παλαιότερες έμμετρες διασκευές του ελληνιστικού μυθιστορήματος του Ψευδο-Καλλισθένη (3ος αι. μ.Χ.). Αυτό το ιδιαίτερα δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα της Τουρκοκρατίας περιέχει διηγήσεις και κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, συνδυάζοντας πραγματικά περιστατικά με φανταστικούς άθλους και περιπέτειες.",,,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Πρόλογος (5),"Ο εκδότης του 1750 εισάγει τους «φιλίστορας ευμενείς αναγνώστας» στο κείμενο, προτάσσοντας ένα «Προοίμιον της ιστορίας», στο οποίο τους ενημερώνει για τον σκοπό συγγραφής και το περιεχόμενο του έργου. Το έργο ξεκινά με τον πρόλογο. ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ἡ Μακεδονία εἶναι μία ἐπαρχία μεγάλη τῆς Εὐρώπης, ὁποὺ συνορεύει ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ βορέως μὲ τὴν Δαλματίαν, Σερβίαν, Βουλγαρίαν και Θράκην, ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς μὲ τὸ Αἰγαῖον Πέλαγος, ἀπὸ μεσημβρίας μὲ τὴν Ἤπειρον // καὶ Θεσσαλίαν καὶ ἀπὸ δύσιν μὲ τὸ Ἰόνιον Πέλαγος. Αὐτὴ ποτὲ καιρὸν ἔφθασεν εἰς ἄκρον βαθμὸν τῆς μεγαλειότητος διὰ πολλῶν βασιλέων ὁποὺ ἔλαβεν, καὶ μάλιστα διὰ Φιλίππου καὶ Ἀλεξάνδρου, πατρὸς καὶ υἱοῦ. Καὶ πρῶτον μὲν ἔλαβεν τὴν ἀρχὴν τῆς φήμης ἀπὸ τὸν Φίλιππον διὰ τοὺς πολλοὺς πολέμους ὁποὺ ἔκαμεν ἐναντίον τῶν Ὀλυνθίων καὶ ἄλλων δημοκρα- τιῶν τῆς Ἑλλάδος· ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν εἰς τοὺς πέντε χιλιάδες καὶ ἑκατὸν τριάκοντα ἕξη χρόνους ἀπὸ κτίσεως κόσμου. Καὶ εἰς τὸν δέκατον ἕκτον χρόνον τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἔδωσεν εἰς τὸ φῶς ἡ Ὀλυμπιάς, ἡ γυνή του, τὸν μέγαν καὶ θαυμαστὸν Ἀλέξανδρον, ὁ ὁποῖος δὲν ἦτον σπέρμα τοῦ αὐτοῦ Φιλίππου, ἀλλὰ ἦτον τοῦ Ἐκτε- ναβοῦ, βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, θαυμαστοῦ ἀστρονόμου καὶ μάγου, ὡς θέλετε τὸ ἀγροικήσει καταλεπτῶς εἰς τὴν ἀκόλουθον διήγησιν. //","ὁποὺ = που, η οποία (αναφορ. αντων.) τοῦ βορέως = του βορρά, του βορεινού σημείου του ορίζοντα μεσημβρίας = νότου [η μεσημβρία] ποτὲ καιρὸν = κάποτε εἰς ἄκρον βαθμὸν = σε πάρα πολύ μεγάλο, σε υπερβολικό βαθμό μεγαλειότητος = μεγαλοπρέπειας, λαμπρότητας, υπεροχής [η μεγαλειότης] διὰ = εξαιτίας (πρόθ.) ὡς = όπως (σύνδ.) θέλετε τὸ ἀγροικήσει = θα το ακούσετε [αγροικώ] καταλεπτῶς = λεπτομερειακά, με πληρότητα (επίρρ.)",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Γέννηση και ανατροφή του Αλεξάνδρου (11-12),"Η Ολυμπιάδα, γυναίκα του Φιλίππου, βασιλιά της Μακεδονίας, δεν μπορεί να του χαρίσει έναν διάδοχο και φοβάται πως αυτός θα την εγκαταλείψει. Ο Εκτεναβός, βασιλιάς της Αιγύπτου που έχει καταφύγει στη Μακεδονία, της υπόσχεται πως με τη βοήθεια του θεού Άμμωνα θα καταφέρει να κάνει αρσενικό παιδί και την αφήνει έγκυο εξαπατώντας την. Περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ἀναθροφῆς του. Ὁπόταν δὲ ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ γέννηση ἡ Ὀλυμπιάδα αὐτὸ τὸ θαυμαστὸν παιδίον, ἐκινδύνεψε πολύ. Καὶ ὡσὰν ἐγεννήθη τὸ παι- δίον, ἔγιναν παρευθὺς βροντὲς καὶ ἄνεμος καὶ ἦλθε κοντά της μία ἀντάρα καὶ τὴν ἐπερικύκλωσεν. Καὶ ἐφοβήθησαν ἐκείνην τὴν ἡμέ- ραν μικροὶ μεγάλοι. Ὁ δὲ Φίλιππος ἐχάρη κατὰ πολλὰ καὶ ἔ- δωσεν ὀρδινιὰ εἰς ὅλες τὲς χῶρες του νὰ κάμουν μεγάλες χαρὲς ὅλοι διὰ τὴν γέννησιν τοῦ παιδίου του. Τὸ δὲ παιδίον ἀνετράφη καὶ ἐσύντυχε. Καὶ ὅταν ἦλθεν εἰς ἡλικίαν τεσσάρων χρονῶν, ἔκραξεν ὁ Φίλιππος τὸν μέγαν Ἀριστοτέλην, τὸν διδάσκαλον, καὶ τοῦ ἐπα- ρέδωσεν τὸν Ἀλέξανδρον διὰ νὰ τὸν μάθη τὰ γράμματα. Ὁ δὲ Ἀλέ- ξανδρος εἰς ὀλίγους χρόνους ἔμαθε γραμματικήν, ρητορικήν, ποιη- τικήν καὶ φιλοσοφίαν καὶ ἐπρόκοπτε καλά· τὰ δὲ ἄλλα παιδιὰ // τοῦ σχολείου τὸν ἐφθονοῦσαν καὶ τὸν ἐζήλευαν. Μίαν ἡμέραν λέγει τῆς μητρός του ὁ Ἀλέξανδρος: Μητέρα μου, ποθῶ νὰ μάθω τὴν ἀστρονομίαν τῶν Αἰγυπτίων, καὶ παράδωσέ με εἰς τὸν Ἐκτεναβόν, ὅτι ἔμαθα πὼς εἶναι πολλὰ ἄξιος εἰς τὰ ἀστρονομικὰ καὶ μαγικά. Ἡ δὲ Ὀλυμπιάδα ἔκραξε τὸν Ἐκτεναβὸν καὶ τοῦ ἐπαρέδωσεν τὸν Ἀλέξανδρον διὰ νὰ τὸν μάθη τὲς ἐπιστῆμες του. Καὶ τὸν ἐπῆρε ὁ Ἐκτεναβὸς καὶ τὸν ἐμάθαινε τὲς ἐπιστῆμες του. Καὶ ἀπὸ τὸ ταχὺ ἕως τὸ γεῦμα ἐπήγαινεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸν Ἀριστοτέλην καὶ ἐμάθαινε, καὶ ἀπὸ τὸ γεῦμα ἕως τὸ βράδυ ἐπήγαινεν εἰς τὸν πονηρὸν Ἐκτεναβόν. Μίαν τῶν ἡμερῶν ἐσύναξε τὰ παιδία ὁ Ἀριστοτέλης ὁποὺ εἶχεν εἰς τὸ σχολεῖον του, ὅλα συνομήλικα τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ τὰ ἔβαλεν εἰς δύο τάξες. Εἰς τὴν μίαν τάξιν ἔβαλε τὸν Ἀλέξαν- δρον πρωτοστάτορα, εἰς δὲ τὴν ἄλλην ἔβαλε τὸν Πτολεμαῖον. Καὶ τὰ ἀράδιασεν ὅλα κατὰ τάξιν καὶ τοὺς ἔδωσεν ἀπὸ ἕνα ξύλον εἰς τὸ χέρι ὁλουνῶν καὶ τὰ ἐπρόσταξεν νὰ πολεμήσουν // τὸ ἕνα μέρος μὲ τὸ ἄλλο. Καὶ ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐμπῆκε εἰς τὴν μέσην τους καὶ τὰ ἐκατατζάκισε καὶ τὰ ἐνίκησεν ὅλα καὶ τὰ ἤφερεν εἰς τὸ μέρος του. Καὶ ὡσὰν εἶδε τοῦτο ὁ Ἀριστοτέλης, ἐθαύμαξε καὶ εἶπεν: Ποταπὸς θέλει γένει ὁ Ἀλέξανδρος! Καὶ ἐπῆγε καὶ τὸν ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπεν: Ἀλέξανδρε, ἀνίσως καὶ γένης βασιλεὺς καὶ ὁρίσης τὸν κόσμον ὅλον, τί καλὸν θέλεις μοῦ κάμει; Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀποκρίθη καὶ τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, ἀνίσως καὶ γένη αὐτὸ ὁποὺ λὲς καὶ γένω αὐτοκράτωρ τοῦ κόσμου ὅλου, ἐσένα θέλω σὲ κάμει μέγαν ἄνθρωπον καὶ νὰ εἶσαι πάντα μετ’ ἐμένα. Καὶ ὁ Ἀριστοτέλης τοῦ εἶπε: Χαῖρε λοιπόν, Ἀλέξανδρε αὐτοκρά- τορ, ὅτι εἰς ἐσένα θέλει ἔλθει τὸ βασίλειον, νὰ ἐξουσιάσης ὅλον τὸν κόσμον. //","Ὁπόταν = όταν (χρον. σύνδ.) ὡσὰν = όταν, μόλις (χρον. σύνδ.) παρευθὺς = ευθύς αμέσως, την ίδια (σχεδόν) στιγμή (χρον. επίρρ.) ἀντάρα = θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά κατὰ πολλὰ = πάρα πολύ ὀρδινιὰ = διαταγή, εντολή [η ορδινιά] διὰ = για (πρόθ.) ἐσύντυχε = μίλησε [συντυχαίνω] ἔκραξεν = κάλεσε, προσκάλεσε [κράζω] ρητορικήν = την τέχνη του ρήτορα, την ικανότητα να αγορεύει δημόσια [η ρητορική] ποιη- = την τέχνη της σύνθεσης ποιημάτων [η ποιητική] ἐπρόκοπτε = προόδευε [προκόπτω] ὅτι = γιατί, διότι (αιτιολ. σύνδ.) πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ταχὺ = πρωί πονηρὸν = κακό, πανούργο, δόλιο (επίθ., με ηθική σημασία) ἐσύναξε = συγκέντρωσε [συνάζω] τάξες = παρατάξεις, ομάδες [η τάξις] πρωτοστάτορα = αρχηγό [ο πρωτοστάτορας] ἀράδιασεν = έβαλε στη σειρά [αραδιάζω] κατὰ τάξιν = σε διάταξη ἐκατατζάκισε = έδειρε, ξυλοκόπησε [κατατσακίζω] ἐθαύμαξε = θαύμασε, έμεινε έκπληκτος [θαυμάζω] Ποταπὸς = τί είδους, τί λογής ἀνίσως = αν τυχόν, αν συμβεί να (υποθ. σύνδ. με επόμ. το και) ὁρίσης = εξουσιάσεις, κυβερνήσεις [ορίζω] μετ’ ἐμένα = μαζί με μένα, μαζί μου",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Επιστολή Δαρείου (24),"Ο Αλέξανδρος σκοτώνει τον Εκτεναβό και αυτός, λίγο πριν ξεψυχήσει, του αποκαλύπτει πως είναι ο αληθινός του πατέρας. Στη συνέχεια, ο ήρωας εξημερώνει τον Βουκεφάλα· καταφέρνει με σκληρή εξάσκηση να γίνει εξαιρετικός πολεμιστής· πηγαίνει στους Ολυμπιακούς Αγώνες και σκοτώνει τον γιο του Δαρείου, Νικόλαο, σε μονομαχία· νικά και υποτάσσει τους Κουμάνους. Ο Φίλιππος πεθαίνει και ο Αλέξανδρος ονομάζεται αυτοκράτορας. Αλέξανδρος και Δαρείος ανταλλάσσουν επιστολές. Ἐπιστολὴ Δαρείου. «Δάρειος, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ τῆς Περσίας θεός, εἰς τὸ παιδίον μου τὸν Ἀλέξανδρον // χαίρειν. Ἂς μὴν σὲ φαίνεται οὕτως εἰς ἐμένα καὶ σοῦ ἐκακοφάνη, Ἀλέξανδρε, εἰς τὴν πρώτην μου ἐπιστολὴν πὼς σοῦ ἔγραφα νὰ μὲ δουλεύης, ὅτι διὰ γνῶσιν σου ἤθελεν εἶσται. Καὶ αὐτοῦ ὁποὺ σοῦ ἔστειλα ἕνα παιγνίδιον καὶ μίαν βίτζαν νὰ τὸ κτυπᾶς νὰ γυρίζη, νὰ παίζης μετ’ αὐτό, καὶ δύο σεντού- κια εὔκαιρα καὶ δύο σακκία σιναπόσπορον. Καὶ τὰ σεντούκια νὰ τὰ γεμίσης τριῶν χρονῶν δόσιμον καὶ τὸν σιναπόσπορον ἐὰν ἠμ- πορέσης νὰ τὸν μετρήσης, τόσον φουσάτον ἔχω. Καὶ στεῖλε μου χαράτζιον καὶ φουσάτον εἰς δούλευσίν μου, ὡσὰν τὸ ἔδιδε καὶ ὁ πατέ- ρας σου· εἰ δὲ μή, δεμένον σὲ θέλουν φέρει ὀμπρός μου καὶ συμπά- θειον δὲν θέλεις ἔχει πλέον ἀπὸ ἐμένα». Ὁ Κλητευούσης ἤφερε τὴν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἐπροσκύνησέ τον. Ἤφερεν καὶ τὰ σεντούκια καὶ τὸν σιναπό- σπορον καὶ τὴν ξύλινην γουργούραν καὶ τὰ ἔβαλεν ἔμπροσθέν του. Καὶ εἶδεν ὁ Κλητευούσης τὸ παλάτι καὶ ἐπάρθη ὁ νοῦς του. Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀ//λέξανδρος καὶ ἀνάγνωσαν τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἔσεισε τὸ κεφάλι του καὶ εἶπεν: Ὁ παράφρων καὶ ὑπερήφανος Δάρειος ὡσὰν θεὸς ὀνομάζεται καὶ ὡς ἄνθρωπος θέλει πέσει κάτω ὁ ἄτυχος. Αὐτὸς ἕως τὸν οὐρανόν ὑψώνεται, ἀμὴ ἕως τὸν ἅδην θέλει κατεβα- σθῆ. Καὶ ἐσύντριψε τὰ σεντούκια καὶ τὸν σιναπόσπορον ἐμάσησε καὶ ὅρισε καὶ ἔγραψαν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Δάρειον.","χαίρειν = χαίρε (το απρμφ. χρησιμοποιείται εδώ ως προστ.) δουλεύης = είσαι υπόδουλος, υπηρετείς [δουλεύω] ὅτι = γιατί, διότι (αιτιολ. σύνδ.) διὰ γνῶσιν σου = εν γνώσει σου (για κάτι που είναι γνωστό) αὐτοῦ = να, ιδού (δεικτ. μόριο) βίτζαν = βέργα σεντού- = μικρά ξύλινα μπαούλα [το σεντούκι] εὔκαιρα = άδεια, κενά [επίθ. εύκαιρος] δόσιμον = φόρο [το δόσιμον] φουσάτον = στράτευμα, στρατό [το φουσάτον] χαράτζιον = βαριά αναγκαστική εισφορά [το χαράτζιον] δούλευσίν = υπηρεσία [η δούλευσις] ὡσὰν = όπως εἰ δὲ μή = αλλιώς, ειδάλλως (σύνδ.) συμπά = συγγνώμη, συγχώρεση [το συμπάθειον] ἐπάρθη ὁ νοῦς του = αναστατώθηκε, τα έχασε [φρ. παίρνεται ο νους] ὅρισεν = διέταξε [ορίζω] παράφρων = που έχει απωλέσει τη διανοητική και ψυχική του ισορροπία, τρελός (επίθ.) ἀμὴ = όμως, αλλ’ όμως, μολαταύτα (σύνδ.) ἐσύντριψε = κατέστρεψε εντελώς, έκανε κομμάτια [συντρίβω]",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Επιστολή Αλεξάνδρου (24-25),"Η επιστολή-απάντηση του Αλέξανδρου στον Δαρείο. Ἐπιστολὴ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὸν Δάρειον. «Ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος τῶν Μακεδόνων, εἰς τὸν Δάρειον τὸν βασιλέα τῆς Περσίας χαίρειν. Τόσην τιμὴν καὶ αὔξησιν ἔκαμες εἰς ἐμένα καὶ ἔστειλές μου γουργούραν νὰ παίζω μετ’ ἐκείνην! Πολ- λὰ ὑπερηφανεύεσαι, ἀμὴ ἕως τὸ ὕστερον θέλεις πέσει κάτω. Καλὸν σημεῖον μοῦ ἔστειλες, ὡς φαίνεται τὸ πράγμα· διατὶ, ὡσὰν γυρί- ζει ἡ γουργούρα, ἔτζι θέλω γυρίσει τὸν κόσμον ὅλον· καὶ θέλω τὸν πάρει καὶ εἰς ἐσένα θέ//λω ἔλθει· καὶ ὡσὰν ἐμάσησα τὸν σιναπό- σπορο καὶ τὸν ἔπτυσα, οὕτως καὶ τὰ φουσάτα σου θέλω τζακίσει καὶ χαλάσει μὲ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ Κυρίου Σαβαώθ· καὶ τὰ σεντούκια τὰ ἐδέχθηκα ὡς μέγα δῶρον, ὡσὰν τὰ κάστρη ὁποὺ θέλω πάρει. Ἀμὴ λέγω, σώνει σου ἡ Ἀνατολὴ μὲ τὸ περσικὸν μέρος τὸ σκιαζάρικον νὰ ὁρίζης, καὶ ἀπὸ τὴν Δύσιν νὰ ἀπέχης». Καὶ ἔδω- κε τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Κλητευούση καὶ ἔστειλέ τον ὀπίσω καὶ ἔδω- κέ του καὶ δῶρα νὰ ὑπάγη τοῦ Δαρείου, πιπέρι ἕνα μόδι, καὶ εἶπε: Εἶδες ἔμπροσθέν σου πῶς ἐμάσησα τὸν σιναπόσπορον καὶ ἔπτυσά τον; Ἔτζι ἔχει καὶ τὴν δύναμίν σας ἡ δύναμίς μου· ἡ δύναμίς μου ἐμένα εἶναι ὡσὰν τὸ πιπέρι, καὶ ἂς ἰδῆ ὁ αὐθέντης σου ὁ Δάρειος πόσα σπυρία σιναπόσπορος τυχαίνει εἰς ἕναν τόπον πιπέρεος· ἔτζι εἶναι καὶ τὰ φουσάτα μου, καὶ ἂς μὲ καρτερῆ. Καὶ ἐδιάβη ὁ ἀπο- κρισάρης εἰς τὸν Δάρειον.//","αὔξησιν = ωφέλεια [η αύξησις] Πολ = πολύ (επίρρ.) ἀμὴ = όμως, αλλ’ όμως, μολαταύτα (σύνδ.) ἕως τὸ ὕστερον = αργότερα, έπειτα, κατόπιν, ακολούθως σημεῖον = σύμβολο ἔπτυσα = έφτυσα [πτύω] θέλω τζακίσει = θα καταστρέψω [τζακίζω] σώνει σου = σου φτάνει, σου είναι αρκετή σκιαζάρικον = φοβιτσιάρικο, δειλό [επίθ. σκιαζάρικος ή σκιαζάρης] ὁρίζης = κυβερνάς, εξουσιάζεις [ορίζω] καρτερῆ = περιμένει [καρτερώ] ἀπο = απεσταλμένος [ο αποκρισάρης]",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Φήμη των Ρωμαίων (34-35),"Ο Αλέξανδρος συγκεντρώνει τα στρατεύματά του και κατευθύνεται προς την Αθήνα· συγκρούεται με τους Αθηναίους και τελικά καταφέρνει να τους νικήσει· στη συνέχεια, κατευθύνεται προς τη Ρώμη, όπου τον υποδέχονται με τιμές. Φήμη τῶν Ρωμαίων. Καὶ ἐζύγωσαν οἱ πρωτοκαβαλλαραῖοι τῆς Ρώμης καὶ ἐπροσκύ- νησαν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶπαν ὅλοι μίαν φωνήν: Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ Ἀλεξάνδρου, τοῦ υἱοῦ τοῦ Φιλίππου καὶ τῆς Ὀλυμπιάδος τῆς βασίλισσας. Καὶ ἦλθαν τὰ κοράσια καὶ ἐπροσκύνησάν τον καὶ εὐφή- μισάν τον καὶ ἐδιάβηκαν // παράμερα. Καὶ ἦλθαν καὶ τὰ ἀρχοντό- πουλα καὶ αὐτὰ ὁμοίως τὸν εὐφήμισαν καὶ ἐδιάβηκαν καὶ αὐτὰ κατὰ μέρος. Καὶ ἦλθαν οἱ γέροντες καὶ οἱ στρατιῶται ὅλοι καὶ ἐπροσκύ- νησάν τον καὶ οὕτως τὸν εὐφήμισαν καὶ ἐδιάβησαν καὶ αὐτοὶ εἰς ἕνα μέρος. Καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτοὺς ἦλθαν οἱ ἱερεῖς μετὰ λαμπάδων καὶ θυμιατῶν καὶ ἐθυμίασαν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶπαν: Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου.","ἐζύγωσαν = πλησίασαν [ζυγώνω] πρωτοκαβαλλαραῖοι = ιππείς, έφιπποι [ο καβαλλάριος] κοράσια = κορίτσια, ανύπαντρες γυναίκες [το κοράσιον] εὐφή = ύμνησαν, εξύμνησαν, επαίνεσαν [ευφημίζω] παράμερα = κατά μέρος, πιο πέρα (επίρρ.) κατὰ = παράμερα, πιο πέρα [κατά μέρος] θυμιατῶν = με λιβανιστήρια [μετά θυμιατών] ἐθυμίασαν = θυμιάτισαν [θυμιάζω]",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Ο Αλέξανδρος στη Ρώμη (35),"Ο Αλέξανδρος εισέρχεται στη Ρώμη. Πῶς εἰσέβη ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Ρώμην. Καὶ εἰσέβη ὁ Ἀλέξανδρος ὁμοῦ μὲ αὐτοὺς εἰς τὸ κάστρον τῆς Ρώμης καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ μεγάλου θεοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος. Καὶ ἐπροσκύνησεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐδώρισε τοῦ Ἀλεξάνδρου ὁ ἱερεὺς τῶν Ἑλλήνων σμύρναν καὶ λίβανον, βασιλικὰ δωρήματα, καὶ ἔβγαλεν ἕνα βιβλίον καὶ ἔδωκέν το εἰς τὰ χέρια // τοῦ Ἀλεξάν- δρου. Καὶ ἔγραφεν οὕτως: «Χρησμός. Ἐν ἔτει πεντάκις χιλιοστῶ θέλει ἐξέβη τράγος μονόκερος καὶ θέλει διώξει τοὺς πάρδους τῆς Δύσεως ὅλης, ὁποὺ μάχονται εἷς μὲ τὸν ἄλλον, καὶ πρὸς τὸν Νότον θέλει ὑπάγει καὶ εἰς τὴν Ἀνατολήν, καὶ θέλει εὕρει τὸν κριὸν τὸν θαυμαστόν, ὁποὺ ἔχει τὰ κέρατα ἐξαπλωμένα — τὸ ἕνα κέρατον φθάνει ἕως τὸν Νότον, τὸ δὲ ἄλλο ἕως εἰς τὸν Βορέα. Καὶ θέλει κτυπήσει ὁ μονόκερος τράγος τὸν κριὸν τὸν θαυμαστὸν εἰς τὴν καρδίαν νὰ τὸν σφάξη, καὶ ἀπὸ τοῦτο θέλουν τρομάξει ὅλοι τῆς Ἀ- νατολῆς οἱ βασιλεῖς καὶ γλῶσσες καὶ θέλουν τζακισθῆ τὰ σπαθία τῆς Περσίας ὅλης καὶ θέλει ἔλθει εἰς τὴν μεγάλην Ρώμην καὶ θέλει ὀνομασθῆ ἄξιος βασιλεὺς τῆς οἰκουμένης ὅλης». //","ὁμοῦ = μαζί, από κοινού (επίρρ.) δωρήματα = δώρα, χαρίσματα [το δώρημα] πάρδους = αιλουροειδή σαρκοβόρα θηλαστικά ζώα [ο πάρδος] θέλει ὑπάγει = θα πάει, πρόκειται να πάει ἐξαπλωμένα = απλωμένα [εξαπλωμένος, μτχ. του εξαπλώνομαι] θέλουν τζακισθῆ = θα κομματιαστούν, θα καταστραφούν [τζακίζομαι]",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Εξήγηση του βιβλίου (35-36),"Οι φιλόσοφοι ερμηνεύουν τον χρησμό. Ἐξήγησις τοῦ βιβλίου. Καὶ ἔδωκεν ὁ Ἀλέξανδρος τὸ βιβλίον τῶν φιλοσόφων, καὶ ἀνά- γνωσαν τὴν ἐπιγραφὴν καὶ εἶπαν: Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, εἴδαμεν εἰς τὴν ὅρασιν τοῦ προφήτου Δανιήλ, τὰ βασίλεια τῆς Δύσεως τὰ ὀνο- μάζει Πάρδους καὶ τοῦ Νότου τὰ ὀνομάζει Λέοντες καὶ τῆς Ἀνατολῆς Δίκερον Κριόν, ἤγουν τῶν Μήδων καὶ τῶν Φοινίκων, καί ὁ Τράγος ὁ Μονόκερος εἶναι τό βασίλειον τῶν Μακεδόνων. Καὶ ὡσὰν μᾶς φαίνεται ὅτι τὰ σπαθία τὰ ἀκονισμένα, ὁποὺ λέγει νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ρώμην, ὅτι νὰ εἶσαι ἐσύ, βασιλεῦ Ἀλέξανδρε. Καὶ ὡς ἤκουσεν τοὺς λόγους τούτους ὁ Ἀλέξανδρος, ἐχάρη χαρὰν μεγάλην καὶ εἶπεν: Ὡς θέλει ὁ Θεός, οὕτως θέλει γένει. Καὶ ἐχάρηκαν τὰ φουσάτα τῆς Μακεδονίας ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄρχοντας τῆς Ρώμης. Καὶ ἦλθαν τὰ βασίλεια ὅλης τῆς Δύσεως καὶ ἐπρο//σκύνη- σάν τον καὶ δῶρα πολλά τοῦ ἤφεραν καὶ ἐπαρακάλεσάν τον νὰ τοὺς δώση καὶ νὰ τοὺς ἀφήση καλὰς τάξεις καὶ τὸν τόπον τους. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐλυπήθη τους καὶ ἄφηκέν τους καλὲς τάξες, ὡσὰν ἤθελαν. Καὶ ἔδωκάν τον δώδεκα χρόνων χαράτζιον καὶ φουσάτον καὶ ἐπροσκύνησάν τον καὶ ἐδιάβησαν. Καὶ ἄφηκεν αὐθέντην εἰς τὴν Ρώμην κάποιον ἐγκαρδιακόν του φίλον Ταλαμεδόν.","τὴν ἐπιγραφὴν = τον τίτλο συγγραφής [η επιγραφή] τὴν ὅρασιν = το όραμα, την αποκάλυψη/προφητεία [η όρασις] Δίκερον = δικέρατο, που έχει δύο κέρατα [επίθ. δίκερος] ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) ἀκονισμένα = τροχισμένα, κοφτερά φουσάτα = στρατεύματα [το φουσάτον] ὁμοῦ = μαζί, από κοινού (επίρρ.) καλὰς τάξεις = ομαλή κατάσταση, ευνομία χαράτζιον = βαριά αναγκαστική εισφορά [το χαράτζιον] αὐθέντην = άρχοντα, ηγεμόνα/διοικητή [ο αυθέντης]",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Πόλεμος Αλεξάνδρου-Περσών (65-66),"Ο Αλέξανδρος κατασκευάζει μεγάλα πλοία· επιστρέφει στη Μακεδονία και αναδιοργανώνει τα στρατεύματά του· στη συνέχεια, κατευθύνεται προς την Ανατολή· ανταλλάσσει επιστολές με τον Δαρείο· επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ· επιτίθεται στην Αίγυπτο και καταφέρνει να την κατακτήσει. Ο Δαρείος έρχεται με το στράτευμά του στον ποταμό Ευφράτη για να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο. Ακολουθεί σκληρή μάχη Μακεδόνων και Περσών. Οι Πέρσες τρέπονται σε φυγή. Ο Αλέξανδρος κατακτά τη Βαβυλώνα· πηγαίνει μεταμφιεσμένος στον Δαρείο για να του παραδώσει μια επιστολή και καταφέρνει να γλιτώσει την τελευταία στιγμή. Ο βασιλιάς την Ινδίας Πώρος στέλνει βοήθεια στον Δαρείο. Πόλεμος Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν Περσῶν. Καὶ μόνον ὅτι ἐσμίχθησαν τὰ φουσάτα καὶ ἐκτυπήθησαν μὲ τὰ κοντάρια, ἔσυρεν ἄνεμος καὶ ἐσηκώθη ὁ κονιορτὸς τόσον, ὁποὺ ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε. Καὶ ἀκούονταν ὁ κτύπος τῶν κονταρίων καὶ τῶν σκουταρίων εἰς πολὺν τόπον. Καὶ αὐτὴν τὴν ὥραν δὲν ἐγνωρί- ζετο τίς εἶναι Πέρσης ἢ Ἴνδης ἢ Μακεδών. Καὶ ἔσυρναν τὰ σπαθία τους οἱ Μακεδόνες ὡσὰν οἱ καλοὶ θερισταὶ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ θέ- //ρους εἰς δασέα χωράφια καὶ ἐκατάσφαξαν πολλοὺς ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Καὶ ὡσὰν ἐνύκτωσεν, ἐφοβήθησαν οἱ Ἰνδοὶ καὶ οἱ Πέρσαι καὶ ἄρχισαν νὰ φύγουν. Καὶ τὴν αὐγὴν ἦλθαν εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι ἐγύρισαν οἱ Ἴνδαι, δὲν ἠμπόρεσε νὰ βαστάξη, μόνον εἰσέβη εἰς τὸ στράτευμα τῆς Ἰνδίας μὲ τὸ τάγμα του, ἑκατὸν χιλιάδες, ὁποὺ ἦσαν ὅλοι διαλεκτοί, καὶ ἔκαμε μεγάλους φόνους καὶ πολλούς. Καὶ οἱ Ἴνδαι, ὡσὰν εἶδαν τὸν Ἀλέξανδρον, ἔδωκαν νὰ φεύγουν.","ἐσμίχθησαν = συγκρούστηκαν (εδώ) [σμίγομαι] φουσάτα = στρατεύματα [το φουσάτον] κοντάρια = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Σύγχρονα αντίγραφα διάφορων μεσαιωνικών δοράτων[πηγή: Wikimedia Commons] δόρατα [το κοντάρι] κονιορτὸς = σκόνη, σύννεφο σκόνης τῶν σκουταρίων = των ασπίδων [το σκουτάρι] ὡσὰν = όπως (για παρομοίωση) θερισταὶ = αυτοί που θερίζουν τα χωράφια με δρεπάνι [ο θεριστής] δασέα = πυκνόφυλλα, πυκνά [επίθ. δασύς] ὡσὰν = όταν, μόλις (χρον. σύνδ.) νὰ βαστάξη = να περιμένει, να συγκρατηθεί [βαστάζω] ἔδωκαν = όρμησαν, κατευθύνθηκαν [δίδω]",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Φυγή των Ινδών (66),"Οι Ινδοί και οι Πέρσες τρέπονται σε φυγή. Φυγὴ τῶν Ἰνδῶν. Καὶ ὡσὰν εἶδαν οἱ Πέρσαι τὰ φουσάτα τῆς Ἰνδίας πὼς φεύγουν, ἄρχισαν καὶ αὐτοὶ νὰ φεύγουν, μὲ τὸ νὰ μὴν δύνωνται νὰ πολεμοῦν. Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Δάρειος πὼς φεύγουν τὰ φουσάτα του, ἐξέχασε καὶ ἔγινεν ἐκστατικὸς καὶ ἄρχισε καὶ αὐτὸς νὰ φεύγη ὁ ἄθλιος. Καὶ φεύ//γοντας ἔλεγε: Ὧ ἐγὼ ὁ ἄγνωστος Δάρειος, ὁποὺ ὑψωνό- μουν ἕως τὸν οὐρανὸν καὶ τώρα οὐδὲ εἰς τὴν γῆν δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ζήσω καὶ νὰ σταθῶ. Καὶ οἱ Πέρσαι ὅλοι ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ κάστρον τῆς Περσίας.","νὰ μὴν δύνωνται = να μην μπορούν, να μην είναι ικανοί [δύνομαι ή δύναμαι] ἐκστατικὸς = έκπληκτος (επίθ.) ἄθλιος = ελεεινός, απαίσιος (επίθ.) ἄγνωστος = ανόητος, μωρός, απερίσκεπτος (επίθ.)",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Θάνατος Δαρείου (66-67),"Ο Δαρείος σκοτώνεται από δύο άνδρες του ενώ προσπαθεί να διαφύγει. Θάνατος Δαρείου. Καὶ τότε δύο ἠγαπημένοι τοῦ Δαρείου, ὁ Κανταρκούσης καὶ ὁ Ἀριοβαρζάνης, ἔδραμαν καὶ ἐκτύπησαν τὸν Δάρειον ἐκεῖ ὁποῦ ἔ- φευγε, ὁ ἕνας ἀπὸ τὴν μίαν μερέαν καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν ἄλλην, καὶ ἐπλήγωσάν τον. Καὶ τὸν ἐκατέβασαν ἀπὸ τὸ ἄλογον καὶ ἔριξάν τον κάτω καὶ ἔγδυσαν τὴν φορεσιάν του καὶ ἐπῆραν την. Καὶ ὁ Δάρειος ἀπέμεινε γυμνὸς καὶ μὲ ὀλίγην ψυχήν. Καὶ μανθάνοντας ὁ Ἀλέξαν- δρος τὸν σκοτωμὸν τοῦ Δαρείου ἔστειλεν εὐθὺς μερικοὺς στρατιώ- τας καὶ εἶπεν τους: Σύρτε καὶ εἰπέτε τῶν Περσῶν νὰ μὴ φεύγουν, ὅτι ὁ Δάρειος ἐσκοτώθηκε· εἰ δὲ καὶ φεύγουν, τὴν σή//μερον θέλουν ἀποθάνει ὅλοι ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Μακεδόνων. Ἔστειλε καὶ τὸν Φι- λόνην εἰς τὸ φουσάτον τῆς Ἰνδίας νὰ πάρη τὰ ἄλογά τους καὶ αὐτου- νοὺς νὰ τοὺς ἀφήση νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν αὐθέντην τους τὸν Πῶρον. Καὶ ὑπῆγεν ὁ Φιλόνης καὶ εἶπε τὸν ὁρισμὸν τοῦ Ἀλεξάνδρου εἰς τοὺς Ἰνδούς. Καὶ πάραυτα ὅλοι ἐπέζευσαν ἀπὸ τὰ ἄλογά τους καὶ ἐπροσκύνησάν τον καὶ παρέδωκαν τὰ φλάμπουρα καὶ τὰ ἄλογά τους καὶ τὰ ἄρματά τους ὅλα καὶ ἐπῆραν συμπάθειον καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν αὐθέντην τους τὸν Πῶρον γυμνοί. Καὶ ἐπαράγγειλέ τους ὁ Φιλόνης νὰ εἰποῦν τοῦ βασιλέως Πώρου νὰ κάθεται εἰς τὸ βασίλειόν του νὰ φυλάγη τὸν τόπον του καὶ ἀλλουνοῦ δύναμιν νὰ μὴν δίδη· καὶ νὰ ἠξεύρη πώς: Ἐγώ, ὁ Φιλόνης, μὲ θέλημα τοῦ αὐθεντός μου τοῦ Ἀ- λεξάνδρου εἶμαι αὐθέντης ὅλης τῆς Περσίας. Καὶ οἱ Πέρσαι ἐξε- χωρίσθηκαν ἀπὸ τὰ φουσάτα τῆς Ἰνδίας καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Φι- λόνην καὶ ἦλθαν εἰς μίξιν μὲ τὰ φουσάτα τῆς //Μακεδονίας. Καὶ ἐχάρηκαν χαρὰν μεγάλην, πὼς ἠξιώθηκαν νὰ δουλεύουν τὸν Ἀλέ- ξανδρον.","ἔδραμαν = έτρεξαν [δράμω] μερέαν = πλευρά, μεριά [η μερέα] μὲ ὀλίγην ψυχήν = λίγο πριν ξεψυχήσει Σύρτε = σπεύστε, τρέξτε τὴν σή//μερον = ενν. ημέρα (χρησιμοποιείται για να τονίσουμε την έννοια του παρόντος χρόνου) τὸ φουσάτον = το στράτευμα, τον στρατό [το φουσάτον] αὐθέντην = άρχοντα, ηγεμόνα, αρχηγό [ο αυθέντης] ὁρισμὸν = διαταγή, εντολή [ο ορισμός] πάραυτα = αμέσως, ευθύς, αυτοστιγμεί (επίρρ.) τὰ φλάμπουρα = τις πολεμικές σημαίες [το φλάμπουρο] ἄρματά = όπλα (κάθε είδους) [το άρμα] συμπάθειον = συγγνώμη, συγχώρεση [το συμπάθειον] ἐπαράγγειλέ = έδωσε εντολή [παραγγέλνω] θέλημα = συγκατάθεση, εντολή ἦλθαν εἰς μίξιν = αναμείχθηκαν, ενώθηκαν ἠξιώθηκαν = αξιώθηκαν [αξιώνομαι] δουλεύουν = υπηρετούν [δουλεύω]",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Θάνατος Αλεξάνδρου (114-115),"Ο Αλέξανδρος παντρεύεται την κόρη του Δαρείου, Ροξάνδρα· φτάνει ώς την άκρη του κόσμου και συναντά άγριους ανθρώπους· φτάνει στο νησί των Μακάρων· συγκρούεται με τον βασιλιά της Ινδίας Πώρο· ανταλλάσσει επιστολές με τις Αμαζόνες· επισκέπτεται το βασίλειο της Κανδάκης στη γη των Αμαστριδών· κάνει κατάδυση στον βυθό της θάλασσας. Ο Βρυονούσης δηλητηριάζει τον Αλέξανδρο, ο οποίος, πριν πεθάνει, κάνει τη διαθήκη του και δίνει εντολές στους μεγιστάνες και τους φίλους του. Θάνατος Ἀλέξανδρου. Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι ἦτον εἰς τὴν ὑστερνὴν ὥραν τοῦ θανάτου, ἔκραξεν ὅλους τοὺς ἄρχοντας καὶ προεστοὺς τῶν φου- σάτων καὶ τοὺς ἐφίλησεν ἀπὸ ἕναν-ἕναν καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε λέ- γοντας: Ἠγαπημένοι μου αὐθέντες, ἡγεμόνες, πρωτοκαβαλλαραῖοι καὶ λοιποὶ Μακεδόνες, ἠξεύρετε καλὰ ὁποὺ ἐγυρίσαμεν ὅλην τὴν οἰκου- μένην καὶ κοντὰ εἰς τὸν Παράδεισον // ἐπήγαμεν καὶ εἰς τὴν ἄκραν τῆς γῆς. Ἀκόμη καὶ εἰς τὴν θάλασσαν ἐμπήκαμεν καὶ ὅλα τὰ εἴδα- μεν καὶ τὰ ἀριθμήσαμεν καὶ ἐκάμναμεν πράγματα ὥσπερ νὰ ἤμα- σθεν ἀθάνατοι, χωρὶς νὰ στοχασθοῦμεν τὸν θάνατον. Καὶ ἰδοὺ τώρα ὁποὺ ἀποθνήσκω καὶ τίποτες ἀπὸ ὅσα ἔκαμα δὲν παίρνω μαζί μου. Καὶ ὑπάγω εἰς τὸν ἅδην, ἐκεῖ ὁποὺ εἶναι ὅλοι οἱ ἀποθαμένοι ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Καὶ ἐσᾶς σᾶς ἀφήνω ὑγείαν, ἀγάπην, ὁμόνοιαν καὶ δι- καιοσύνην διὰ νὰ κρίνετε τὸν κόσμον. Καὶ ἄλλον Ἀλέξανδρον δὲν θέλετε μεταϊδεῖ μὲ τὰ ὀμμάτια σας. Καὶ σᾶς περικαλῶ, φέρετέ μου καὶ τὸ ἄλογόν μου, τὸν Βουκέφαλον, νὰ τὸ ἀποχαιρετήσω καὶ αὐτό. Καὶ παρευθὺς τὸ ἤφεραν. Καὶ αὐτό, ὡσὰν εἶδεν τὸν αὐθέντη του τὸν Ἀλέξανδρον ὁποὺ ἀπόθνησκε, ἄρχισε νὰ δακρύση ὡσὰν ἄν- θρωπος καὶ νὰ ἀναστενάξη καὶ νὰ χλιμιτρᾶ φοβερά. Καὶ ἐπῆγεν κοντὰ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὸν ἐκαταφίλει καὶ δὲν ἐτόλμα // κανεὶς νὰ τὸ πιάση. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τὸ ἔπιασεν ἀπὸ τὸ αὐτὶ καὶ τοῦ εἶπε θλιβερά: Ὦ ἠγαπημένον μου ἄλογον, ἀπὸ τὴν σήμερον ἄλλος Ἀλέξανδρος δὲν θέλει σὲ καβαλλικεύσει. Καὶ ἐκεῖ ἐστέκετο ὁ Βρυονούσης, ὁ φονέας, δεμένος. Καὶ λέγει του ὁ Ἀλεξανδρος: Δὲν ἠξεύρεις πόσον καλὸν σοῦ ἔκαμα, ὁποὺ σὲ ἀνάθρεψα καὶ σὲ ἐτίμησα; Διὰ τί κακὸν μοῦ ἔδωσες τὸ φαρμάκι καὶ ἔχασες τὸν ἀ- δελφόν σου καὶ τοῦ λόγου σου καὶ ἐμένα, τὸν βασιλέα τοῦ κόσμου ὅλου, καὶ δὲν μὲ ἐλυπήθης; Ἀμὴ τὸ ποτήρι ὁποὺ μὲ ἐκέρασες, νὰ τὸ πίης καὶ ἐσύ, πρὶν ἀποθάνω. Καὶ ὡς ἀγροίκησεν ὁ Βουκέφαλος τὸν φονέα, εὐθὺς ἀπήδησεν ἀπάνου του καὶ τὸν ἐπίασεν μὲ τὰ ὀδόντια καὶ τὸν ἐτίναξε καὶ μὲ τὰ ποδάρια τὸν ἐκαταπάτησεν καὶ τὸν ἔκαμε κομμάτια. Καὶ ἐπρόσταξεν ὁ Πτολεμαῖος καὶ τὸν ἔκοψαν καὶ τὸν ἔριψαν τῶν σκυλίων· τὸ δὲ ἄλογον τὸ ἐπῆγαν εἰς τὸν σταῦλον του. Καὶ ἐκείνην τὴν ὥραν εἶδαν ἕναν ἀξάρα ὁποὺ ἐκατέβαινεν ἀ//πὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπήγαινεν εἰς τῆς θάλασσας τὰ μέρη, καὶ ἕνας ἀε- τὸς ὁποὺ τὸν ἀκολουθοῦσεν. Καὶ ὁπόταν ἔφθασεν εἰς τὴν θάλασσαν, εὐθὺς ἐξεψύχησεν ὁ ἀνδρειωμένος καὶ δικαιοκρίτης Ἀλέξανδρος. Καὶ ἔγινεν ἐκείνην τὴν ἡμέραν θρῆνος μέγας καὶ κλαυθμὸς πολὺς ἀπὸ ὅλον του τὸ φουσάτον, ὁποὺ ποτὲ εἰς ὅλον τὸν κόσμον δὲν ἔ- γινεν παρόμοιος. Καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖνος ὁποὺ ἐδούλευεν τὸν Βουκέ- φαλον μέσα εἰς τὸν σταῦλον καὶ τοῦ λέγει: Ὦ Βουκέφαλε, ἐσὺ ζῆς, μὰ ὁ ἀφέντης σου, ὁποὺ σὲ ἐκαβαλλίκευεν, ἀπέθανε, καὶ ἔχασες τὴν τιμήν σου. Καὶ τὸ ἄλογον, ὥσπερ νοητόν, ἀγροίκησεν ἐκεῖνα ὁποὺ τοῦ εἶπεν. Καὶ εὐθὺς ἐχλιμίτριξεν καὶ ἔβρυξεν ὥσπερ λέων καὶ τῆς ὥρας ἔσκασεν ἐκεῖ μέσα εἰς τὸν σταῦλον. Καὶ ὅλοι ἐθαύμαξαν εἰς ἐκεῖνο τὸ ζῶον τὸ ἠγαπημένον, ὁποὺ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ αὐθεντός του ἔσκασε καὶ αὐτό.//","ὡσὰν = όταν, μόλις (χρον. σύνδ.) ὑστερνὴν = τελευταία, στερνή [λογοτ. επίθ. υστερνός] ἔκραξεν = φώναξε, κάλεσε [κράζω] προεστοὺς = αρχηγούς [ο προεστός, από το προΐσταμαι] φου = στρατευμάτων [το φουσάτον] αὐθέντες = άρχοντες, διοικητές [ο αυθέντης] πρωτοκαβαλλαραῖοι = ιππείς, έφιπποι ἄκραν = άκρο, τέλος ἀριθμήσαμεν = μετρήσαμε, υπολογίσαμε [αριθμώ] κρίνετε = ασκείτε εξουσία ως κυβερνήτες [κρίνω] μεταϊδεῖ = ξαναδεί [μεταβλέπω] παρευθὺς = ευθύς αμέσως, την ίδια (σχεδόν) στιγμή (χρον. επίρρ.) ἐκαταφίλει = φιλούσε με πάθος [καταφιλώ] Ἀμὴ = όμως, αλλ’ όμως, μολαταύτα (σύνδ.) ἀγροίκησεν = κατάλαβε, αντιλήφθηκε [αγροικώ] ἀξάρα = διάττοντα αστέρα, πεφταστέρι [ο αξάρας] δικαιοκρίτης = δίκαιος κριτής κλαυθμὸς = κλάμα, θρήνος ἐδούλευεν = υπηρετούσε [δουλεύω] ὥσπερ = σαν (για παρομοίωση) νοητόν = νοήμον, με αντίληψη [επίθ. νοητός] ἔβρυξεν = βρυχήθηκε, μούγκρισε [βρυχώμαι] τῆς ὥρας = την ίδια στιγμή",,Η Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου,Ανώνυμος Abstract,"Ο Θησαυρός αποτελεί μία συλλογή κηρυγμάτων, και είναι το πρώτο έργο του Θεσσαλονικέα Δαμασκηνού Στουδίτη, που το συνέγραψε κατά το πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα που μιλούσαν την εποχή αυτή στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη, με εξαίρεση τον πρόλογό του, ο οποίος είναι συνταγμένος στην αρχαία αττική διάλεκτο.",,,Θησαυρός,Στουδίτης Δαμασκηνός Η σημασία της προαίρεσης του ανθρώπου,"Το απόσπασμα είναι αντλημένο από τον πρώτο λόγο του έργου, που είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό. Ο Στουδίτης, αφού περιέγραψε την υπόθεση της εορτής, έθεσε ως πρώτο ζήτημα προς επίλυση τη σημασία της συναίνεσης της Θεοτόκου για την ενσάρκωση του Θεού. Προαίρεσιν θέλει ὁ Θεὸς τοῦ καλοῦ. κανένα δὲν βιάζει νὰ κάμῃ τὸ καλόν. ὅτι δὲν κράζει ὁ Θεὸς τὸν καθ’ ἕνα ἄνθρωπον εἰς βάσανα, καὶ εἰς τιμωρίαις, καὶ εἰς κό- λασιν, ἀλλὰ εἰς ἀνάπαυσιν, καὶ χαρὰν καὶ βασιλείαν οὐράνιον. διατοῦτο δὲν ἀναγ- κάζει ὁ Θεὸς τὴν προαίρεσιν τῶν ἀνθρώπων. ἐπειδὴ γοῦν τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου μόνον θέλει ὁ Θεὸς, διατοῦτο ἔστειλε καὶ τὸν Γαβριὴλ, νὰ πάρῃ τὸ θέλημα τῆς παρ- ένου Μαρίας. διότι στανέως, ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ γεννηθῇ ἀπὸ τὴν ἁγίαν Θεοτό- κον. ἤξευρεν ὁ Θεὸς τὸν σκοπὸν τῆς παρθένου. ἀλλὰ διὰ ἐδικόν μας παράδειγ- μα, νὰ ἀκούωμεν καὶ νὰ καταλαμβάνωμεν, ὅτι ἡ προαίρεσις τῶν ἀνθρώπων κατορ- θώνει τὸ καλόν. τὸ θέλημα τοῦ καθ’ ἑνὸς, τελειώνει τὰς ἀρετάς. ποῖος ἄνθρωπος εὐεργετᾷ τινὰν στανέως; ποῖος βιαστικὰ χαρίζει δωρεάν; τοιουτοτρόπως καὶ ὁ Θεὸς, χωρὶς προαίρεσιν, κανέναν δὲν σώνει, διατοῦτο ἔκαμε καὶ τὸν Ἀδὰμ αὐτεξούσιον, αὐτοπροαίρετον, αὐτοθέλητον, αὐτοβούλητον, αὐτόγνωμον, νὰ ἔχῃ τὸ θέλημά του, νὰ ἔχῃ τὴν ἐξουσίαν του, νὰ ὁρίζῃ τὸ θέλημά του, καὶ εἴτι βουληθῇ, κᾂν καλὸν ἀγαπήσῃ, κᾂν κακὸν ἐπιθυμήσῃ, εἰς αὐτὸν νὰ εἶναι ὁ Θεὸς ἀναίτιος. διότι εἰς τὸ καλὸν ὁ Θεὸς εἶναι ἀφορμή. εἰς δὲ τὸ κακὸν, ἡ προαίρεσις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ προσβολὴ τοῦ δαίμονος, εἶναι αἰτία. διὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς ὁρίζει εἰς τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν εὐαγγέλιον, Εἴτις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν. κανένα δὲν βιάζω, κανένα δὲν ἀναγκάζω εἰς τὸ καλόν. κανένα δὲν τραβίζω εἰς τὸ ἀγαθόν. ἀλλὰ εἴτις ζητᾷ τὸ καλὸν, εὑρίσκει το. ὁποῦ θέλει, κάμνει καὶ τὴν ἀρετήν. εἴτις θέλει λοι- πὸν, ἂς ἔλθῃ καταπόδι μου, ὁ Χριστὸς ὁρίζει. διατοῦτο γοῦν ὁ Γαβριὴλ εὐαγγελί- ζει, καὶ ἡ παρθένος δέχεται τὸ μήνυμα. ὁ στρατιώτης ὑπηρετεῖ, καὶ ἡ βασίλισσα ὑπηρετεῖται. ὁ δοῦλος λειτουργεῖ, καὶ ἡ κυρία λειτουργεῖται. ὁ ἀσώματος παραστέ- κεται τὴν γήινον, ὁ ἄφθαρτος, τὴν φθαρτήν. ὁ ἀόρατος, τὴν ὁρατήν. ὁ ἄυλος τὴν ὑλικήν. Ἄγγελος, τὸν ἄνθρωπον. ὁ Γαβριὴλ λέγω, τὴν Μαρίαν τὴν παρθέ- νον. διατοῦτο στέλλεται ὁ ἀρχιστράτηγος νὰ ὑπηρετήσῃ μυστήριον. καὶ τοιοῦτο μυστή- ριον, ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι τὸ θαυμάζουν καὶ ἀποροῦν. μυστήριον κεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων, καὶ σήμερον φανερούμενον. μυστήριον θαυμαστόν. τὸ ὁποῖον οἱ προφῆται προεκήρυττον, καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἐβεβαίωσαν, οἱ μάρτυρες ὀμολόγη- σαν, ἡ γραφαῖς ἐμαρτύρησαν, οἱ Διδάσκαλοι ἐστερέωσαν, καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὸ ἐδέχθη. μυστήριον ἔνδοξον, τὸ ὁποῖον ἄγγελοι δοξάζουσιν. ἄνθρωποι ὑμνοῦσι. γένη καὶ ἔθνη ὑποτεταγμένα εἰς τὸν Θεὸν τὸ προσκυνοῦσιν. εἰς τοιοῦτον μυστήριον, ἀπεστάλη ὁ Γαβριὴλ ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν παρθένον. ἀπὸ τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν βασίλισσαν, ἀπὸ τὰ ὕψη, εἰς τὴν Ναζαρέτ. ἀπὸ τὸ τάγμα, εἰς τὸ σπῆτι τοῦ Ἰωσήφ. ἀπὸ τὸν ὕμνον, εἰς τὸν εὐαγ- γελισμόν. ἀπὸ τὸν φόβον εἰς δειλίαν. ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Θεοῦ, εἰς ὑπη- ρεσίαν τῆς παρθένου. μάλιστα δὲ εἰς ἐκεῖνο, ὁποῦ τὸν ἒστειλαν.","Προαίρεσιν = ελεύθερη εκλογή πράγματος αντί για κάποιο άλλο, επιθυμία, βούληση [η προαίρεσις] βιάζει = υποχρεώνει, εξαναγκάζει κράζει = καλεί, προσκαλεί εἰς = σε (πρόθ.) κό- = παιδεμό, ταλαιπωρία, τιμωρία [η κόλασις] ἀνάπαυσιν = ειρηνικό βίο, ευημερία, μεταθανάτια/μακάρια ζωή διατοῦτο = γι’ αυτό γοῦν = λοιπόν (μόριο που ενέχει συμπερασματική σημασία) θέλημα = συγκατάθεση, συναίνεση στανέως = καταναγκαστικά, με το ζόρι (επίρρ.) ἐδικόν μας = δικό μας [επίθ. εδικός με την προσωπ. αντων. μου, ως κτητ. αντων.] καταλαμβάνωμεν = κατανοούμε, αντιλαμβανόμαστε [καταλαμβάνω] τελειώνει = τελειοποιεί τινὰν = κάποιον (αόρ. αντων.) βιαστικὰ = εσπευσμένα, γρήγορα (επίρρ.) τοιουτοτρόπως = κατ’ αυτόν τον τρόπο (επίρρ.) αὐτεξούσιον = ελεύθερο, ανεξάρτητο, που αποφασίζει κατά τη δική του κρίση[επίθ. αυτεξούσιος] αὐτοπροαίρετον = που ενεργεί με δική του προαίρεση [επίθ. αυτοπροαίρετος] αὐτοθέλητον = που πράττει με δική του θέληση, αυτόβουλο [επίθ. αυτοθέλητος] αὐτοβούλητον = αυτόβουλο, που ενεργεί με δική του βούληση [επίθ. αυτοβούλητος] αὐτόγνωμον = που έχει δική του γνώμη και ενεργεί σύμφωνα με αυτή [επίθ. αυτόγνωμος] ὁρίζῃ = διαχειρίζεται, καθορίζει εἴτι = ό,τι (αντων.) βουληθῇ = επιθυμήσει, αποφασίσει [βούλομαι] κᾂν = είτε (σύνδ.) ἀναίτιος = αθώος (επίθ.) ἀφορμή = αιτία, λόγος προσβολὴ = επίθεση δαίμονος = πονηρού/ακάθαρτου πνεύματος, διαβόλου [ο δαίμων] θεῖον = θεϊκό [επίθ. θείος] Εἴτις = όποιος (αντων.) τραβίζω = έλκω, σύρω ἀγαθόν = καθετί καλό, ωραίο, χρήσιμο [επίθ. αγαθός, εδώ ουσιαστικοποιημένο το ουδ.] ὁποῦ = αυτός που (αναφ. αντων.) καταπόδι = κατόπι, μαζί (επίρρ.) εὐαγγελί = φέρνει καλές αγγελίες, χαρμόσυνο μήνυμα λειτουργεῖ = υπηρετεί ἀσώματος = που δεν έχει υλική υπόσταση, σώμα ανθρώπινο (επίθ.) παραστέ = βοηθά, στέκεται πλησίον προς υπεράσπιση ή εξυπηρέτηση ἄυλος = που δεν αποτελείται από ύλη (επίθ.) ὑλικήν = που αποτελείται από ύλη, που έχει σωματική υπόσταση [επίθ. υλικός] ἀρχιστράτηγος = ανώτερος στρατηγός, συνήθ. για τον αρχάγγελο Μιχαήλ (εδώ για τον Γαβριήλ) ὑπηρετήσῃ = εκτελέσει μυστήριον = θρησκευτική αλήθεια που αποκαλύπτεται από τον Θεό, παράδοξο και ανεξήγητο γεγονός κεκρυμμένον = κρυφό, μυστικό [κεκρυμμένος, μτχ. παρακ. του κρύπτομαι ως επίθ.] ἐβεβαίωσαν = επιβεβαίωσαν ἡ γραφαῖς = σύνολο ιερών βιβλίων, Αγία Γραφή ἐμαρτύρησαν = έδωσαν μαρτυρία ή απόδειξη, επιβεβαίωσαν Διδάσκαλοι = εξηγητές του θείου λόγου, ιεροκήρυκες ἐστερέωσαν = ενίσχυσαν, ενδυνάμωσαν [στερεόω, -ώ και στερεώνω] ἐδέχθη = δέχτηκε [δέχομαι] δοξάζουσιν = εξυμνούν, τιμούν, δοξολογούν βασιλέως = τον βασιλιά· εδώ αναφέρεται στον Θεό τάγμα = σύνολο αφοσιωμένο στην επιδίωξη ορισμένου σκοπού μάλιστα = ιδίως, κυρίως (επίρρ.)",,Θησαυρός,Στουδίτης Δαμασκηνός Το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς,"Το απόσπασμα είναι από τον τρίτο λόγο του Θησαυρού, που είναι αφιερωμένος στα Θεοφάνεια. Ο συγγραφέας, αφού περιέγραψε την εορτή, έθεσε ως τέταρτο ζήτημα προς επίλυση γιατί το Άγιο Πνεύμα εμφανίστηκε στη Βάπτιση εν είδει περιστεράς. Ακολουθεί η επίλυση του ζητήματος. [...] πλὴν ἂς διαλύσω καὶ τὸ τέ- ταρτον ζήτημα. Εἶναι δὲ, διατί ἐκατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον εἰς εἶδος περιστερᾶς; καὶ λέγομεν εἰς αὐτὸ ἱστορίαν μίαν τῆς παλαιᾶς Διαθήκης, ὁποῦ ὅλοι σας τὴν ἠξεύρετε, πλὴν ὅσον μόνον διὰ ἐνθύμησιν, τόσον νὰ εἰποῦμεν. εἰς τοῦ Νῶε τὸν καιρὸν ἦταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἄτυχοι καὶ ἁμαρτωλοὶ, καὶ οὐδὲ ποσῶς Θεὸν δὲν ὠνόμαζαν οἱ πε- πλανεμένοι ἐκεῖνοι. μόνον ὀκτὼ ψυχαῖς ὁποῦ ἦταν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν Κόσμον ὅλον, ὁ Νῶε, καὶ ἡ γυναῖκά του, καὶ τὰ τρία του παιδία. ὁ Σὴμ, ὁ Χὰμ, καὶ ὁ Ἰάφεθ, καὶ αἱ τρεῖς γυναῖκες τῶν παιδίων του. λοιπὸν ὁ Θεὸς ἐβαρέθη ταῖς ἁμαρτίαις τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, καὶ ἠθέλησε νὰ τοὺς καταποντίσῃ, καὶ εἶπε πρὸς τὸν Νῶε. κάμε μίαν κιβωτὸν, ἤγουν ἄρκλαν μεγάλην, καὶ σέβα μέσα ἐσὺ, καὶ ἡ γυναῖκά σου, καὶ ᾑ γυναῖκες τῶν παιδίων σου, καὶ τὰ παιδία σου. ὅτι θέλω νὰ χαλάσω τὸν Κόσμον ὅλον. ἔκαμε γοῦν ὁ Νῶε μίαν ἄρκλαν μεγάλην, καὶ ἐσέβασε μέσα τὴν γυναῖκα του καὶ τὴν συνοδίαν του ὅλην, καὶ ἐπῆρε καὶ ἀπὸ πᾶσα γενεᾶς ζῶα δύο ἀνδρόγυνα ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα, ἀπὸ δὲ τὰ καθαρὰ, ἐπῆρεν ἑπτὰ ζευγάρια. καὶ ὅταν ἐσέβη μέσα, ἔκλεισε τὴν θύραν. καὶ πα- ρευθὺς ὁ Θεὸς ἔβρεξε τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας. τόσον ὁποῦ ἐπνίγηκαν τὰ ζῶα ὅλα καὶ τὰ θηρία, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι. ἡ δὲ ἄρκλα ἐκείνη ἔπλεεν ἀπάνω εἰς τὸ νερόν. τόσον ὁποῦ ἐκατήντησεν εἰς ἕνα βουνὸν, ὁποῦ ὀνομάζετο Ἀραράτ. ἀφότις γοῦν ἔπαυσεν ἡ βροχὴ ἡ περισσὴ, ἔστειλεν ὁ Νῶε ἕνα κόρακα διὰ νὰ ἰδῇ, ἂν ἔπαυσεν ὁ κατακλυσμὸς, ἡ ὄχι; καὶ ὁ κόραξ ὡσὰν ὑπῆγε, καὶ ηὗρε τὰ ψόφια ἀπὸ τὰ ζῶα καὶ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἐγύρι- σε, νὰ δείξῃ τίποτε σημάδι, πῶς ἔπαυσεν ὁ κατακλυσμός. ἔστειλεν ἄλ- λον ἕνα κόρακα, καὶ μηδὲ ἐκεῖνος ἐγύρισεν. ἐκαρτέρησε γοῦν ἑπτὰ ἡμέρας, καὶ στέλλει μίαν περιστεράν. καὶ ἡ περιστερὰ ὡς καθαρὴ, ὁποῦ εἶναι, δὲν ἤθε- λε νὰ καθήσῃ εἰς τὴν λάσπην, ἀμὴ ἐπῆρεν ἕνα κλονάρι ἀπὸ ἐλαίαν, καὶ ὑπῆγε πάλιν ὀπίσω εἰς τὴν κιβωτόν. τότε ἐγνώρισεν ὁ Νῶε, ὅτι ἐκατέπαυ- σεν ὁ κατακλυσμός. ὡσὰν γοῦν ἐκείνη ἡ περιστερὰ ἔδειξεν, ὅτι ἔπαυσεν ὁ κατακλυσμὸς, ἔτζι καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα ὁποῦ ἐφάνη εἰς εἶδος περιστερᾶς ἀπάνω τῆς κεφαλῆς τοῦ Κυρίου, ἔδειξεν, ὅτι ἔπαυσεν ὁ μέγας καὶ πολὺς κα- τακλυσμὸς τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων. καὶ ὅτι ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ὁποῦ ἐχρί- σθηκεν ἀπὸ τοῦ Πατρὸς μὲ τὸ λάδι τῆς ἀγαλλιάσεως, καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ Δαβὶδ, αὐτὸς βαπτίζεται, μέλλουσιν οἱ μὲν δαίμονες οἱ ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀφανισθοῦν ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν, ἤγουν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου. οἱ δὲ δίκαιοι νὰ φυλαχθοῦν, καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ ταῖς ἁμαρτίαις των ταῖς πολλαῖς, ὡσὰν ὁ Νῶε ἐγλύτωσε μὲ ὅλον του τὸ σπῆτι ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν μὲ τὴν κι- βωτὸν ἐκείνην. Διὰ ταὐτὸ γοῦν, εὐλογημένοι χριστιανοὶ, ἐφάνη τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον εἰς εἶ- δος περιστερᾶς. καὶ ἄλλο πάλιν, ὅτι ἡ περιστερὰ εἶναι ἀκέραια, ἤγουν ἄκα- κη, ἀπὸ τὰ πετόμενα, καθὼς τὸ ὁρίζει καὶ τὸ ἅγιον εὐαγγέλιον, ὅτι Γί- νεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις, καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. ἤγουν, τὸ ὀφίδι ἔχει συνήθειαν, ὅταν τὸ κτυποῦσι, τὸ μὲν κορμὶ ὅλον τὸ ἀφίνει εἰς θάνα- τον, μόνον τὸ κεφάλι του ὁποῦ κρύβει. ἔτζι καὶ ἡμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ εἴμεσθεν φρόνιμοι, τὰ πλούτη μας ὅλα, καὶ τὸ κορμί μας νὰ δίδωμεν εἰς θάνατον διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, μόνον τὴν πίστιν μας νὰ φυλάγωμεν ἀπὸ ὅλα περισ- σότερον, καὶ νὰ εἴμεσθεν ὡς τὴν περιστερὰν κατὰ πάντα ἄκακοι, νὰ μὴν κρατοῦ- μεν κάκιταν καὶ ἔχθραν μὲ τινὰ χριστιανόν. μηδὲ νὰ πονηρευώμεσθεν πᾶσα ἑνοῦ λόγον, καὶ νὰ τὸν ῥίχνωμεν εἰς κακὸν λογισμόν. ἐπειδὴ γοῦν ἡ περιστερὰ εἶναι ἀπὸ ὅλα τὰ πετεινὰ καθαρώτερη καὶ ἄκακη, διὰ τοῦτο ἐφάνη τὸ ἅγιον Πνεῦ- μα εἰς εἶδος περιστερᾶς. Ἠκούσετε, εὐλογημένοι χριστιανοὶ, τὸ τέταρτον ζήτη- μα; λοιπὸν ἂς εἰποῦμεν καὶ τὸ πέμπτον. καὶ ἐνθυμᾶσθε ποῖον εἶναι; ἢ ἀπὸ τὴν πυκνότητα τοῦ λόγου τὸ ἀστοχήσετε; θαῤῥῶ ὀλίγοι τὸ ἐνθυμᾶσθε. πλὴν, νὰ σᾶς τὸ ἐνθυμήσω.","πλὴν = όμως, αλλά (σύνδ., χρησιμεύει για να διακόψει κάποιος τον λόγο για κάποιο πράγμα και να μιλήσει για άλλο) διαλύσω = ερμηνεύσω, ξεδιαλύνω [διαλύω] διατί = γιατί, για ποιον λόγο (σύνδ.) εἰς εἶδος = με μορφή εἰς αὐτὸ = σχετικά με αυτό ὅσον μόνον = τόσο μόνο (για να δηλώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό) ἐνθύμησιν = υπενθύμιση ἄτυχοι = ανέντιμοι [επίθ. άτυχος] οὐδὲ ποσῶς = καθόλου ὠνόμαζαν = αναγνώριζαν, ομολογούσαν [ονομάζω] πε = ξεγελασμένοι, που είχαν σχηματίσει εσφαλμένη αντίληψη [πεπλανεμένος, μτχ. παρακ. του πλανώμαι] ψυχαῖς = ψυχές, ανθρώπους ἐβαρέθη = στενοχωρέθηκε, οργίστηκε [βαρύνομαι] ταῖς ἁμαρτίαις = με τις αμαρτίες κιβωτὸν = Η Κιβωτός του Νώε (1846), Μουσείο Τέχνης, Φιλαδέλφεια-ΗΠΑ[πηγή: Wikimedia Commons] ""> Edward Hicks, Η Κιβωτός του Νώε (1846), Μουσείο Τέχνης, Φιλαδέλφεια-ΗΠΑ[πηγή: Wikimedia Commons] μεγάλο ξύλινο πλοίο (εδώ) ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) ἄρκλαν = κιβώτιο, Κιβωτό [η άρκλα] σέβα = μπες [β΄ εν. προστ. του σεβαίνω] ᾑ = οι (αντί αι) ὅτι = γιατί, επειδή (αιτιολ. σύνδ.) γοῦν = λοιπόν (συμπερ. σύνδ.) ἐσέβασε = έβαλε [σεβάζω] συνοδίαν = συντροφιά, οικογένεια πᾶσα = κάθε (αντων.) γενεᾶς = είδος, ράτσα ἀκάθαρτα = που δεν τρώγεται το κρέας τους [επίθ. ακάθαρτος] καθαρὰ = φυτοφάγα (προκ. για ζώα) [επίθ. καθαρός] πα = αμέσως [επίρρ. παρευθύς] τεσσαράκοντα = σαράντα (αριθμ.) ὁποῦ = ώστε (αποτελ. σύνδ.) ἐκατήντησεν = έφτασε [καταντώ] ἀφότις = αφότου, όταν πια (σύνδ.) περισσὴ = πάρα πολλή, υπερβολική [επίθ. περισσός] διὰ = για (πρόθ.) ὡσὰν = όταν (σύνδ.) ηὗρε = βρήκε [γ΄ εν. οριστ. αορ. β΄ του ευρίσκω] τίποτε = κανένα (αντων.) μηδὲ = ούτε (σύνδ.) ἐκαρτέρησε = περίμενε, έκανε υπομονή [καρτερώ] ἀμὴ = αλλά (σύνδ.) ἐκατέπαυ = σταμάτησε [καταπαύω] ὡσὰν = όπως (σύνδ.) ἔτζι = έτσι (επίρρ.) ἐχρί = αλείφτηκε [γ΄ εν. οριστ. παθ. αορ. α΄ του χρίομαι] ἀγαλλιάσεως = πνευματικής ευφροσύνης που δίνει η απαλλαγή από την αμαρτία, χαράς [η αγαλλίασις] μέλλουσιν = πρόκειται να μὲν = από τη μία πλευρά (ο σύνδ. μεν ακολουθείται από το δε, για να δηλωθεί αντίθεση) δαίμονες = πονηρά πνεύματα [ο δαίμων] ἀκέραια = αγνή [επίθ. ακέραιος] πετόμενα = πτηνά, πουλιά φρόνιμοι = συνετοί, σώφρονες [επίθ. φρόνιμος] ὡς = όπως (σύνδ.) οἱ ὄφεις = τα φίδια [ο όφις, γεν. του όφεως] ὀφίδι = φίδι εἴμεσθεν = είμαστε κατὰ πάντα = σε όλα κάκιταν = οργή, θυμό, εχθρότητα [η κάκιτα και κάκητα] ἑνοῦ = καθενός [φρ. πάσα ενού] ῥίχνωμεν εἰς κακὸν λογισμόν = σκεφτόμαστε άσχημα [φρ. ρίχνω λογισμόν: σκέφτομαι] πετεινὰ = πτηνά, πουλιά [ουδ. του επιθ. πετεινός ως ουσ.] πυκνότητα = περιεκτικότητα νοημάτων ἀστοχήσετε = ξεχάσατε, λησμονήσατε [αστοχώ] θαῤῥῶ = νομίζω",,Θησαυρός,Στουδίτης Δαμασκηνός Μέριμνα για σωτηρία της ψυχής,"Το απόσπασμα προέρχεται από τον δέκατο πέμπτο λόγο του Θησαυρού, τον οποίο εκφώνησε ο Στουδίτης με αφορμή την κηδεία κάποιου άρχοντα. Ο λόγος επιγράφεται «Περί του μη σφοδρώς θρηνείν τους τελευτώντας». Καὶ λοιπὸν, εὐλογημένοι χριστιανοὶ, μὴν στεκόμεσθεν μόνον ἕως αὐτοῦ, ἀλλὰ ἂς ἰδοῦμεν καὶ παρέκει. ἂς συλλογισθοῦμεν πῶς ἀναστένεται ὁ νεκρός. αὐτὸς ὁποῦ κείτεται τῶρα, πάλιν μέλλει νὰ ἀναστηθῇ. αὐτὸς ὁποῦ σιωπᾷ, πάλιν μέλ- λει νὰ συντύχῃ. καὶ πότε; ὅταν ἔλθῃ ἡ φοβερὰ ἡμέρα τῆς κρίσεως. ὅταν κα- θίσῃ ὁ κριτὴς νὰ κρίνῃ τὸν Κόσμον. ὅταν παρασταθοῦσι χιλιάδες καὶ μύριαι μυριάδες. ὅταν ὁ Οὐρανὸς τυλίγεται ὡς χαρτίον. ὅταν τὰ μνήματα ἀνοίγον- ται. ὅταν ᾑ βρύσαις ξηραίνουνται. οἱ ἄβυσσοι σαλεύονται, ἡ γῆ τρομάσσει, τὰ ὄρη σείονται. ποταποὶ μᾶς πρέπει τότε νὰ εἴμεσθεν; διὰ τὰ ἔργα μας, διὰ τὰς πράξεις μας, διὰ τοὺς ἀργοὺς λογισμοὺς, διὰ τὰ ἄσχημα νεύματα, διὰ ὅσα κάμνομεν νυκτὸς καὶ ἡμέρας; διὰ ὅσα κάμνομεν θεληματικῶς καὶ μὴ θέλοντας; ἀλήμονον, ἀδελφοί μου, ποταπὸς εἶναι ὁ τόπος ἐκεῖνος, ὅπου ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὁποῦ καλεῖται τάρταρος; τὸν ὁποῖον τόπον καὶ αὐτὸς ὁ διάβολος φρίσσει βλέπωντάς τον. ἀλήμονον, ποταπὴ εἶναι ἡ γέεννα τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου, ὁποῦ καίει καὶ ποτὲ δὲν φωτίζει; ἀλήμονον, ποταπὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ σκωλίκια τῆς κολάσεως, ὁποῦ ποτὲ δὲν ἀποπαύουσι τρώγοντας τοὺς ἁμαρτω- λούς; ἀλήμονον, ποταποὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ δαίμονες, ὁποῦ τὸν θέλουσι τυραν- νῇ; τότε θέλομεν κράζῃ, καὶ κανεὶς δὲ μᾶς θέλει ἀκούῃ. κλαίῃ θέλομεν, καὶ κανεὶς δὲν μᾶς λυπᾶται. ἀλήμονον εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς. ὅταν οἱ δίκαιοι στέκον- ται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνοι λυποῦνται. ὅταν οἱ ἁμαρτωλοὶ κλαίουσι, καὶ οἱ δίκαιοι χαίρονται. ὅταν οἱ δίκαιοι χορεύουσι, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ δέρνουνται. ὅταν οἱ δίκαιοι εἶναι εἰς κατάψυχον, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν φοβερὸν χειμῶνα. ἀλήμονον εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς. ὅτι ἂν οἱ δίκαιοι δοξάζουνται, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ καταδικάζουνται. ἀλήμονον εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς, ὅταν οἱ δίκαιοι θέλουσιν ἔχῃ πᾶσα ἀγαθὸν, καὶ ἐκεῖνοι θέλουσι βλέπῃ, νὰ λυποῦνται. ὅταν οἱ δίκαιοι τιμοῦνται, ἐκεῖνοι ὀνειδίζονται. ὅταν οἱ δίκαιοι χαίρουνται, ἐκεῖνοι λυποῦνται. ὅταν ψάλλουσιν οἱ δίκαιοι, ἐκεῖνοι κλαίουσιν. οἱ δίκαιοι θέλουν εἶσται εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον. οἱ δίκαιοι χαίρουνται εἰς τοὺς Οὐρανοὺς, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ βασανίζονται εἰς τὴν κόλασιν. οἱ δίκαιοι γνωρίζουσι ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ οἱ κολασμένοι οὐδένα βλέπουσιν. οἱ δίκαιοι λαμπρύνουνται, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ σκοτίζονται. οἱ δίκαιοι ἀσπρίζου- σι, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ μαυρίζουσιν. οἱ δίκαιοι εἶναι χορτασμένοι, καὶ οἱ ἁμαρτω- λοί πεινασμένοι. οἱ δίκαιοι εἶναι εἰς Παράδεισον, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς κόλασιν οἱ δίκαιοι εἶναι εἰς περιβόλια εὔμορφα, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς λάκκους σκοτεινούς. οἱ δίκαιοι μὲ τοὺς ἀγγέλους, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ μὲ τοὺς διαβόλους. οἱ δίκαιοι εἰς χα- ραῖς, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς λύπαις. οἱ δίκαιοι στεφανώνουται, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ὀνειδίζουνται. οἱ δίκαιοι ἀπάνω, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ κάτω. οἱ δίκαιοι εἰς τὸν Οὐρανὸν, οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν ἄβυσσον. Διὰ ταῦτα πρέπει, εὐλογημένοι χριστιανοὶ, νὰ θρηνοῦμεν. διὰ ταῦτα πρέπει νὰ κλαίωμεν. αὐτὰ πρέπει νὰ ἐνθυμούμεσθεν, νὰ μὴν μὰς λείπῃ ποτὲ τὸ δά- κρυον. ἄκου, ὁποῦ ζῇς πενῆντα ἢ ἑκατὸν χρόνους καὶ πλουτένεις, καὶ τεκνοποιεῖς, καὶ προικίζεις υἱοὺς καὶ θυγατέρας, καὶ βασιλεύεις, καὶ ἐξουσιάζεις, ἔπειτα τὸ τέλος τί; θάνατος. καὶ μετά θάνατον; κρίσις, ὁποῦ δὲν ἔχει τέλος, καὶ με- τάνοιαν. διὰ τοῦτο ἐπαινοῦμεν τὰ μικρὰ παιδία, ὅτι ἀπέθαναν ἀναμάρτητα. διατοῦτο λέγομεν καὶ ἡμεῖς πολλαῖς φοραῖς, πῶς δὲν ἀπεθάναμεν μικροὶ, ὅ- ταν ἤμεσθαν παιδία; καὶ λοιπὸν ἀδελφοί μου, αὐτὸ ὁποῦ ἐπαινοῦμεν, καὶ ἀγα- ποῦμεν νὰ τὸ ἐπαθέναμεν ἡμεῖς, ὅταν τὸ βλέπομεν εἰς τὰ μικρὰ παιδία, ἂς μὴν τὸ κλαίωμεν. ἀλλὰ λέγουσι τινὲς, υἱὸν εἶχα μονογενῆ, φρόνιμον, τί- μιον, ὡραῖον, νὰ μὲ γεροθροφήσῃ, νὰ μὲ κιτάξῃ εἰς τὴν ἀσθένειάν μου, καὶ τῶρα ἀπέθανε, καὶ νὰ μὴν κλαίω; πόσα νὰ εἰπῶ, καὶ νὰ μὴν κλαύσῃ ὁ ἄνθρωπος; εὐλογημένοι χριστιανοί. δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν θρηνήσῃ τι- νάς. ἠξεύρω το καὶ ἐγὼ, ὅτι μιᾶς φύσεως εἴμεσθεν. γνωρίζω το καὶ ἐγὼ, ὅτι κλαίω. ἀλλὰ δὲν λέγω νὰ μὴν δακρύσῃς οὐδεποσῶς. δάκρυσον, κλαῦσον, εὐχαρίστησε καὶ τὸν Θεόν. ὅτι καὶ ὁ Κύριος δείχνωντας τὸ φιλάνθρωπον, ἔκλαυσεν ὡς ἄνθρωπος, καὶ ἐδάκρυσε. τόσον μόνον κλαῦσε, ὅσον σὲ σύρνει τὸ φυσι- κόν. μὴν σύρῃς τὰ μαλιά σου, μὴ δὲ λυπηθῇς ἄχρι θανάτου. μὴν περιπατῇς ὡς ἔξω τοῦ νοός σου ἀπὸ τὴν λύπην σου. πολλάκις δὲ τινὲς ὡς ἄγνωστοι καὶ μωροὶ, μηδὲ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὁποῦ ἐθάπτη ὁ ἐδικός τους ὑπάγουσι. τί ἄλλο ἀπρε- πώτερον; τί ἄλλο ἐθνικώτερον; τί ἄλλο ἔξω τῆς χριστιανικῆς τάξεως; μὲ τὸν Θεὸν κρατεῖς ἔχθραν, μὲ τὸν βασιλέα ἔχεις μάχην, ἀμὴ μὲ τίναν νὰ ἔχῃς ἀγάπην; ὁ Θεὸς τὸν ἐπῆρε, καὶ ἐσὺ γογγίζεις; ὥς τε δὲν ἠξεύρει ὁ Θεὸς τί κάμνει; δὲν γνωρίζει ὁ μόνος καρδιογνώστης, τί ποιεῖ; ὅταν ἰδῆς θάνατον τοῦ υἱοῦ σου, εἰπὲ ὡς ὁ Ἰὼβ, ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο. ὅτι καὶ ἐκεῖνος δώδεκα υἱοὺς εἶχε, καὶ ἀπέθαναν εἰς μίαν ἡμέραν, ἀλλὰ δὲν ἐβλασφήμησε, μηδὲ εἶπεν ἄπρεπον λόγον ἀπὸ τὸ στόμα του, ὡσὰν τινὲς ἄγνωσταις καὶ μωραῖς γυναῖκες, ὁποῦ λέγουσι, ὄχι Θεέ μου, καὶ διατί ἔκαμες ἔτζι; Ἐὰν εἶχες γυναῖκα καὶ ἐκοιμήθη, δόξασε τὸν Θεὸν, ὁποῦ σὲ ἀντάμωσε μετ’ αὐτὴν, καὶ πάλιν σὲ ἐχώρησεν ἀπ’ αὐτὴν, ἢ ὅτι ἦτον ἄτυχη καὶ σὲ ἐξέννοιασεν ὁ Θεὸς ἀπ’ αὐτήν. ἢ ὅτι ἦτον καλὴ, καὶ ἀγάπησέν την ὁ Θεὸς καλλίτερα. ὁμοίως καὶ ἡ γυνὴ οὕτως νὰ εὐχαριστῇ τὸν Θεὸν διὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρό της. μὴν βλασ- φημήσῃ, μὴν γογγίζῃ, μὴν εἰπῇ ἄσχημον λόγον ἀπὸ τὸ στόμα της. ἐὰν θέ- λεις νὰ κάμῃς καλὸν διὰ τὸν ἀποθαμένον, κάμε ἐλεημοσύνην διὰ ταυτόν. δὸς τοὺς πτωχοὺς ὀρφανοὺς, τοὺς ξένους, τοὺς φυλακωμένους, τοὺς ἱερεῖς, νὰ εὐχηθοῦν διὰ ταυτὸν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ μνημονεύεται. ἐὰν θέλεις νὰ κάμῃς καλὸν τὸν ἀποθαμένον, κάμε τὰ τρίμερά του, τὰ ἔννατά του, τὰ σαράντα, τὰ χρόνια του. τὴν ἀκολουθίαν του ὅλην κάμε λειτουργίας ὅσας δυνηθῇς, καὶ μὴν κιτάξῃς νὰ τὸν θάψῃς εἰς τόπον ὄμορφον καὶ καλόν. ὅπου τὸν βάλῃς, δὲν βλάβεται. ἐὰν τὸν θάψῃς εἰς τὸ μέσον τῆς ἐκκλησίας, τίποτε δὲν ὠφελεῖται ἀπ’ αὐτό. ἐὰν τὸν κηδεύσῃς ἔξω, τίποτε δὲν βλάβεται ἡ ψυχή του. μόνον ἂς εἶναι καλὴ, καὶ ἀξία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. ἄναψε κερὶ εἰς τὸν τάφον του. ἐὰν δύνεσαι, καὶ κανδύλην κρέμασαι, νὰ καίῃ εἰς τὰς ἑορτὰς, καὶ ταῖς Κυριακαῖς. εἰς αὐτὰ μόνον ἐξόδιασε. τὰ δὲ πολλὰ καὶ μεγάλα φαντάσματα, βλάβη εἶναι εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀποθαμένου. ποῖα; νὰ μὴν τὸν θάψῃς μὲ ἀσίμια, μὲ στολίδια, μὲ ἄλλαις ἄπρεπαις φαντασίαις. ἐκεῖνα ὅλα δός τα εἰς ἐκκλησίας. δός τα εἰς ταῖς ὀρφαναῖς, εἰς ταῖς πτωχαῖς νὰ συγχωροῦν. δός τα τὸν ἱερέα νὰ τὸν μνη- μονεύῃ, εἰ ὅπου θέλεις δός τα, μόνον εἰς τὸν τάφον μὴν τὰ βάλῃς, ὅτι τίποτες δὲν ὀφελᾶται ἀπ’ ἐκεῖνα ὁ ἀποθαμένος. τὸ λοιπὸν, ἄρχοντες εὐλογημένοι, ὅσοι ἠκούσατε, ποῖα εἶναι τῆς χριστιανικῆς τάξεως τὰ ἔργα, κάμνετέ τα κιό- λας, ἵνα καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀναπαύσῃ τὴν ψυχὴν τοῦ νῦν κοι- μηθέντος, εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ, καὶ εἰς τὴν Βασιλείαν του. αὐτῷ ἡ δόξα εἰς αἰῶνας, Ἀμήν.","στεκόμεσθεν = στεκόμαστε αὐτοῦ = εδώ (επίρρ.) παρέκει = πιο πέρα (επίρρ.) ὁποῦ = ο οποίος (αναφ. αντων. άκλ.) κείτεται = είναι νεκρός μέλλει = πρόκειται να συντύχῃ = μιλήσει [συντυχαίνω] παρασταθοῦσι = σταθούν μπροστά [παραστέκομαι] μύριαι = άπειρες, αναρίθμητες [επίθ. μύριος] μυριάδες = δέκα χιλιάδες, συνεκδ. αναρίθμητο πλήθος [η μυριάς] ἄβυσσοι = θάλασσες [η άβυσσος] σαλεύονται = κλονίζονται, κινούνται άνω κάτω τρομάσσει = τρέμει σείονται = ανακινούνται, ταλαντεύονται ποταποὶ = τί είδους, τί λογής [ερωτ. αντων. ποταπός] ἀργοὺς = μάταιους [επίθ. αργός] ἄσχημα = απρεπή, αισχρά [επίθ. άσχημος] νεύματα = γνεψίματα, αδικήματα [το νεύμα] νυκτὸς καὶ ἡμέρας = τη νύχτα και την ημέρα κλαυθμὸς = κλάμα, θρήνος, θλίψη βρυγμὸς = βρυχηθμός, τρίξιμο ὀδόντων = των δοντιών [ο οδούς, γεν. του οδόντος] τάρταρος = ο Κάτω Κόσμος, ο τόπος των κολασμένων, κόλαση φρίσσει = ριγεί υπό την επίδραση καταθλιπτικού συναισθήματος γέεννα = τόπος της μελλοντικής τιμωρίας των αμαρτωλών, η κόλαση ἀσβέστου = που δεν σβήνει [επίθ. άσβεστος] ἀποπαύουσι = σταματούν [αποπαύω] θέλουσι τυραν = θα τυραννούν, βασανίζουν [θέλω + απαρέμφ. ή αλλοιωμένο απαρεμφατικό τ. ή άκλ. + ρ. = θα (βοηθητικό για δήλ. μέλλ. ή σε δυνητική χρ.)] θέλομεν κράζῃ = θα φωνάζουμε θέλει ἀκούῃ = θα ακούει κλαίῃ θέλομεν = θα κλαίμε δέρνουνται = οδύρονται, θρηνούν [δέρνομαι] κατάψυχον = σκιερό και δροσερό τόπο [το κατάψυχον] χειμῶνα = δεινές συμφορές (μεταφ.) θέλουσιν ἔχῃ = θα έχουν πᾶσα = κάθε θέλουσι βλέπῃ = θα βλέπουν ὀνειδίζονται = ντροπιάζονται θέλουν εἶσται = θα είναι κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ = στον Παράδεισο [ο κόλπος: αγκαλιά· φρ. οι κόλποι του Αβραάμ: ο Παράδεισος] εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον = στην κόλαση (φρ.) [το σκότος: το σκοτάδι] γνωρίζουσι = αναγνωρίζουν κολασμένοι = καταδικασμένοι μετά θάνατον στην κόλαση [κολασμένος, μτχ. παρακ. του κολάζομαι] οὐδένα = κανέναν [αόρ. αντων. ουδείς] λαμπρύνουνται = φωτίζονται σκοτίζονται = βρίσκονται στο σκοτάδι ἀσπρίζου = παρουσιάζονται λαμπεροί μαυρίζουσιν = φαίνονται μαύροι, ασχημίζουν εὔμορφα = όμορφα [επίθ. εύμορφος] στεφανώνουται = τιμώνται [στεφανώνομαι] Διὰ ταῦτα = γι’ αυτά (εμπρόθ. επιρρ. προσδ. της αιτίας) πλουτένεις = αποκτάς πλούτη, πλουτίζεις [πλουταίνω] κρίσις = τιμωρία ἐπαινοῦμεν = μακαρίζουμε διατοῦτο = γι’ αυτό τινὲς = κάποιοι [αόρ. αντων. τις, γεν. τινός] μονογενῆ = που είναι το μοναδικό παιδί [επίθ. μονογενής] γεροθροφήσῃ = γηροκομήσει, περιποιηθεί στα γεράματα [γεροθροφώ και γηροθροφώ] κιτάξῃ = φροντίσει κλαύσῃ = κλάψει οὐδεποσῶς = καθόλου (επίρρ.) δάκρυσον = δάκρυσε [β΄ εν. προστ. αορ. του δακρύζω] κλαῦσον = κλάψε [β΄ εν. προστ. αορ. του κλαίω] τὸ φιλάνθρωπον = την αγάπη για τους ανθρώπους, τη φιλανθρωπία [ουδ. του επιθ. φιλάνθρωπος ως ουσ.] σύρνει = έλκει, τραβά, παρασύρει φυσι- = η φυσική ιδιότητα, η ιδιοσυγκρασία [ουδ. του επιθ. φυσικός, εδώ ως ουσ.] σύρῃς = τραβήξεις μὴ δὲ = ούτε να ἄχρι = μέχρι (σύνδ.) περιπατῇς = παραφρονείς [φρ. περιπατώ ως έξω του νοός μου] πολλάκις = πολλές φορές (επίρρ.) ἄγνωστοι = ανόητοι, απερίσκεπτοι, που έχουν περιορισμένη εμπειρία [επίθ. άγνωστος] μωροὶ = ανόητοι, που δεν έχουν επίγνωση του αληθινού Θεού [επίθ. μωρός] ἐθάπτη = ενταφιάστηκε [θάπτομαι] ὑπάγουσι = πηγαίνουν ἐθνικώτερον = πιο ειδωλολατρικό [συγκρ. βαθμός του επιθ. εθνικός] τάξεως = κανόνα κρατεῖς ἔχθραν = τηρείς εχθρική στάση, θυμώνεις ἀμὴ = αλλά (σύνδ.) γογγίζεις = δυσανασχετείς, παραπονιέσαι [γογγίζω και γογγύζω] καρδιογνώστης = αυτός που γνωρίζει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής ἀφείλετο = αποστέρεσε, απέσπασε [γ΄ εν. οριστ. αορ. β΄ του αφαιρούμαι] ἐκοιμήθη = πέθανε ἀντάμωσε = ένωσε με γάμο [ανταμώνω] μετ’ = με, μαζί με [πρόθ. μετά + αιτιατ.] ἄτυχη = δύστροπη [επίθ. άτυχος] ἐξέννοιασεν = απάλλαξε [ξεν(ν)οιάζω] καλλίτερα = περισσότερο [συγκρ. βαθμός του επίρρ. καλά, καλώς] ὁμοίως = με τον ίδιο τρόπο, παρομοίως (επίρρ.) γυνὴ = γυναίκα οὕτως = έτσι (επίρρ.) ταυτόν = αυτόν [αντων. ταυτός] ξένους = ξενιτεμένους [επιθ. ξένος, εδώ χρησιμοποιείται ως ουσ.] φυλακωμένους = φυλακισμένους μνημονεύεται = τελείται το μνημόσυνό του ἀκολουθίαν = τελετή της εκκλησίας με ορισμένο τυπικό λειτουργίας = λατρευτικές τελέσεις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας δυνηθῇς = μπορέσεις [δύνομαι και δύναμαι] βλάβεται = ενοχλείται, ζημιώνεται [βλάβομαι] κανδύλην = φωτιστικό σκεύος, κρεμαστή λυχνία [το κανδύλην ή κανδήλι(ν)] ἐξόδιασε = ξόδεψε, κάνε έξοδα [εξοδιάζω] φαντάσματα = φανταστικά, που υπάρχουν μόνο στη φαντασία φαντασίαις = επάρσεις, αλαζονίες ταῖς ὀρφαναῖς = τις ορφανές ταῖς πτωχαῖς = τις φτωχές εἰ = αν (σύνδ.) ὀφελᾶται = ωφελείται τὸ λοιπὸν = λοιπόν, τέλος πάντων ἵνα = για να (σύνδ.) κοι = πεθαμένου, νεκρού [κοιμηθείς, μτχ. παθ. αορ. του κοιμούμαι] αὐτῷ = σε αυτόν εἰς αἰῶνας = πάντοτε",,Θησαυρός,Στουδίτης Δαμασκηνός Ερμηνεία της Κυριακής Προσευχής,"Η εξήγηση του «Πάτερ ημών» έχει προστεθεί ως τελευταίο κεφάλαιο στο βιβλίο του Θησαυρού και είναι μάλλον άγνωστου συγγραφέα. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς. πῶς νὰ ὁμολογῇ τινὰς τὸν Χριστὸν, νὰ τὸν κράξῃ Πατέρα, καλὸν εἶναι. διότι αὐτὸς εἶπεν διὰ τοῦ προφήτου Δα- βίδ. ἐγὼ εἶπα θεοὶ ἐστὲ, καὶ Υἱοὶ ὑψίστου πάντες. ἀλλ’ ὅστις θέλει νὰ παρα- καλῇ τὸν Θεὸν ὡς πατέρα, τυχαίνει νὰ κάνῃ καὶ ὅλα ἐκεῖνα, ὁποῦ θέλει ὁ Πατήρ. διότι ἐὰν ὁ Υἱὸς δὲν κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς, ὁ Πατὴρ δὲν τὸν ἀγαπᾷ. Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου. πῶς νὰ ἁγιασθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ; ὅτι δὲν εἶναι ἅγιον, καὶ ὑπεράγιον, καὶ δίκαιον; ναί. ἀμὴ πῶς ἁγιάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ; πῶς; ὅταν ἡμεῖς κάνωμεν τὰ ἀρεστὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ θελήματα αὐτοῦ, ἁγιάζεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἀφ’ ἡμῶν. ὁπόταν ἡμεῖς κάνωμεν καλὰ, δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου. ἡ ψυχὴ παρακαλεῖ τὸν Θεὸν, νὰ στείλῃ τὴν Βασιλείαν του, ἤγουν τὴν βοήθειάν του νὰ τὴν βοηθήσῃ ἀπὸ τοὺς διαβόλους, ὁποῦ τὴν ἔχουν περιπλεμμένην. ὥσπερ μία χώρα ὁποῦ εἶναι ἀποκλεισμένη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς, παρακαλεῖ τὸν βασιλέα, νὰ ἔλθῃ νὰ κόψῃ τοὺς ἐχθροὺς, καὶ νὰ γλύσῃ τὴν χώ- ραν, ἔτζι καὶ ἡ ψυχὴ παρακαλεῖ τὸν βασιλέα τῶν Οὐρανῶν, νὰ στείλῃ τὴν βοήθειαν αὑτοῦ, νὰ διώξῃ τοὺς κακοὺς λογισμοὺς τοῦ διαβόλου, ὁποῦ τὴν ἔχουν πε- ριπλεμμένην. Γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν Οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. ἤγουν, καθὼς εἰς τοὺς Οὐρανοὺς εἶναι οἱ Ἄγγελοι εἰρηνεμένοι καὶ ἀτάραχοι, καὶ μόνον εἶ- ναι εἰς δόξαν καὶ ὕμνον τοῦ Θεοῦ, παρακαλεῖ καὶ ἡ ψυχὴ, νὰ γένῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν γῆν αὐτὴν, ὥσπερ εἶναι καὶ εἰς τοὺς Οὐρανοὺς οἱ Ἄγγελοι ἥσυ- χοι, ἀτάραχοι, καὶ δίχως ὀργὴν καὶ κακίαν. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον. Ἄρτος ἡμῖν ἐπιούσιος λέγεται εἰς τρία. ὁ πρῶτος λέγεται, ἡ ἁγία Δωρεὰ τῶν θείων ἀχράντων καὶ φρικτῶν Μυστηρίων, νὰ μᾶς τὸν δώσῃ καθ’ ἑκάστην, νὰ τὸν μεταλαμβάνωμεν ὅλαις ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς ἡμῶν. καὶ ὁ δεύτερος λέγεται, ὅτι νὰ μᾶς στείλῃ τὸν ἄρτον τοῦτον, ὅνπερ ἔχομεν χρείαν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ὁποῦ ζοῦμεν ὅλοι μας. καὶ τρίτος λέγεται, νὰ μᾶς στεί- λῃ τὸν ἄρτον τὸν ἐπουράνιον, ἤγουν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, νὰ μᾶς θρέψῃ ψυχῇ τε και σώματι. διότι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη, ὁποῦ θρέφει καὶ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς καθὼς λέγει. Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐν παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ. Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν. Ἐδὼ γυρεύομεν καὶ εὐχὴν καὶ κατάραν. εὐχὴν μὲν, διότι λέγομεν, Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, καὶ καλὰ γυρεύομεν, ὅτι νὰ μᾶς ἀφήσῃ τὰς ἁμαρτίας μας. ἀμὴ λέγομεν, νὰ μᾶς ταῖς ἀφήσῃ ἔτζι, ὥσπερ συγχωροῦμεν καὶ ἡμεῖς τοὺς ἐχθρούς μας. καὶ ἡμεῖς οἱ ἄθλιοι, ποῖον ἐχθρὸν συγχωροῦμεν, ὡς πρέπει; λοιπὸν, αὐτοῦ ὁποῦ γυρεύομεν κατάραν, καὶ ὄχι εὐλογίαν. διατοῦτο ἂς βάλωμεν εἰς τὸν νοῦν μας αὐτὸν τὸν λόγον, ὁποῦ γυρεύομεν ἀπὸ τὸν Θεόν. καὶ ὥσπερ γυ- ρεύομεν νὰ μᾶς συγχωρέσῃ αὐτὸς ἀπὸ ταῖς ἁμαρτίαις μας, ἔτζι καὶ ἡμεῖς ἂς συγχωρήσωμεν τοὺς ἐχθρούς μας, διὰ νὰ εἶναι ἡ προσευχή μας εὐπρόσδεκτος πρὸς τὸν Θεὸν, καὶ νὰ ἀφήσῃ καὶ τὰς ἡμῶν ἁμαρτίας. Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμὸν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. γυρεύομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν, ὅτι νὰ μηδὲν μᾶς δώσῃ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου, νὰ μᾶς πειράζῃ. καὶ ὄχι ὅτι πῶς παρακαλοῦμεν, νὰ μὴ δὲν λάβωμεν τέλειον πειρασμὸν, ἀλλὰ νὰ μὴν μᾶς ἀ- φήσῃ τελείως, καὶ μᾶς πειράζῃ ἕως τέλος. διότι μὲ πολλὰ κακὰ καὶ μὲ πολλαῖς θλίψαις θέλομεν νὰ ὑπᾶμεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. καὶ εἴτις ἐκεῖνος δὲν παθαίνει εἰς τοῦτον τὸν Κόσμον καμίαν θλίψιν καὶ ἀνάγκην, ἂς ἠξεύρῃ, ὅτι δὲν ἔχει μετοχὴν μὲ τὸν Θεόν. καθὼς λέγει. τίς ἐστὶ πατὴρ, ὃς οὐ παιδεύει Υἱόν; εἰ δὲ χωρὶς ἐστὲ παιδείας, ἄρα νόθοι ἐστὲ, καὶ οὐχ Υἱοί. ὁ καλὸς πατὴρ, ὁποῦ ἀ- γαπᾷ τὸν Υἱόν του, τὸν παιδεύει, διὰ νὰ σωφρονησθῇ. καὶ καλὰ καὶ τὸν παιδεύει, ἀγαπᾷ τον. ἀμὴ ἐκεῖνον τὸν Υἱὸν, ὁποῦ δὲν παιδεύει, δὲν τὸν ἀγαπᾷ, ἀλλ’ ἔχει τον ὥσπερ μπαστάρδον. καὶ εἴτι καὶ ἂν κάνῃ, δὲν τοῦ λέγει τίποτε. διατί; διότι δὲν τὸν ἀγαπᾷ. ἀλλ’ ὁ Πατὴρ, ὁποῦ ἀγαπᾷ τὸν Υἱόν του καλὰ, καὶ θέλει, ὅτι νὰ γένῃ καλὸς ἄνθρωπος, διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὸν βίον του, τὸν ἀναισχυντᾷ καθεκάστην. καὶ ὁπόταν τὸν ἰδῇ καὶ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὰ κακὰ, ὁποῦ κάνει, καὶ εἰς τὸν παιδεμὸν ὁποῦ τοῦ κάνει, δὲν ἀντιλογᾶται, τότες τὸν παίρνει εἰς τὸ σπῆτί του. καὶ βάνει τον, καὶ καθίζει καὶ σιμά του, καὶ τρώγει, ἀπὸ εἴτι τρώγει ὁ πατέρας του. καὶ εἰς τὴν θανήν του, τὸν κάνει κληρονόμον. τὸν αὐτὸν τρόπον κάνει καὶ ὁ Πατὴρ ἡ- μῶν ὁ Οὐράνιος εἰς ἡμᾶς. ὁπόταν μας παιδεύει, καὶ ἡμεῖς δὲν βλασφημοῦμεν εἰς τὰ κακὰ, ἅπερ μᾶς ἔρχονται, ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστοῦμεν τὸν Θεὸν ὁλοψύ- χως, τότες μᾶς δίδει τὸν ἄρτον τὸν Οὐράνιον. καὶ ὅταν ἀποθάνομεν, μᾶς κάνει κληρονόμους τῆς βασιλείας αὐτοῦ. λοιπὸν παρακαλοῦμεν, ὅτι νὰ μᾶς παιδεύσῃ ὅσον αὐτὸς θέλει. ἀμὴ νὰ μή μας ἀφήσῃ παντελῶς εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. διότι αὐτὸς εἶναι δυνατὸς, νὰ μὰς λυτρώσῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Ὅτι σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία, καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν, καὶ ᾀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. καὶ ὁμοίως ὁ ἱερεὺς εὔχεται πρὸς τὸν Θεὸν τὴν εὐχὴν, καὶ λέγει. ὅτι ἐσένα πρέπει, νὰ ζητοῦσιν ὅλοι, καὶ νὰ σὲ γυ- ρεύουν, διότι ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς ὁ δυνατὸς, περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς δυ- νατοὺς βασιλεῖς, ἔστωντας καὶ νὰ εἶσαι δύναμις, καὶ δόξα. ἔστωντας καὶ νὰ δοξάζῃς ἐκείνους, ὁποῦ ἀκολουθοῦσι τὰ θελήματά σου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι, ὡς φαίνεται εἰς ἐτούτην τὴν προσευχὴν, τὸ νὰ ἀφήνῃ τινὰς τὰ πταίσματα τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ χριστιανοῦ. καὶ τότε εἰς τὸ τέλος, λέγει ἡ προσευχὴ, Ἀμήν. θέλωντας νὰ φανερώ- σῃ πῶς βεβαία καὶ ἀληθινὴ τιμὴ καὶ δόξα δὲν εἶναι ἄλλη, παρὰ ἡ θεωρία τοῦ προσώπου τοῦ ἐδικοῦ σου, ἤγουν, ἡ θεωρία ἐσένα τῆς ἁγίας Τριάδος, λέγω τοῦ Πατρὸς, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος. αὐτὴ λοιπὸν ἡ Προσευχὴ διδάσκεται εἰς ἡμᾶς, καθὼς ἐδιδάχθη καὶ ἀπὸ τὸν Χριστὸν εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, διὰ νὰ γενοῦμεν ἅγιοι καὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν καὶ ἐκείνους, ὁποῦ ἐπεριπατοῦσαν ὀπίσω τοῦ Χριστοῦ. καὶ ὅταν γενοῦμεν ἅγιοι, νὰ εἴμεσθεν καὶ ἐπιτήδειοι, νὰ λαμ- βάνωμεν τὸν ἄρτον τὸν Οὐράνιον, λέγω ἐκεῖνον, ὁποῦ στέκεται ὁ ἱερεὺς εἰς τὰς θύρας τοῦ ἁγίου Βήματος, καὶ λέγει. τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις. μὴν ἔχοντες κατά τινος ἔχθραν, μηδὲ τινὰς νὰ μὴν εἶναι εἰς τὴν ἁμαρτίαν. μηδὲ τινὰς νὰ ἔχῃ κακὸν λογισμὸν πρὸς τινὰ, καὶ πάλιν λέγει. Ὀρθοὶ μεταλαβόντες τῶν θείων ἁγίων ἀχράντων. ἤγουν, ἂς ἔχωμεν ὀρθόδοξον πίστιν, καὶ ἂς πιστεύωμεν ὀρθὰ καὶ καλὰ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. καὶ ὅτι αὐτὸ ἐκεῖνο εἶναι τὸ Σῶμα, καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὄχι ἄλλο, ἢ εἰς τύπον αὐτοῦ, ἀλλὰ καθολικὰ αὐτὰ, ὥσπερ εἶπεν. τοῦτο ἐστὶ τὸ Σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. καὶ ὁμοίως τοῦτο ἐστὶ τὸ Αἷμά μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. δὲν εἶπε τοῦτο εἶναι εἰς τύπον τοῦ σώματός μου, ἢ τοῦ αἵματός μου, ἀλλὰ τοῦτο ἔστιν, ἤγουν, τοῦτο εἶναι. διατοῦτο καὶ ὁ Ἱερεὺς λέγει, ὀρθὰ καὶ πιστὰ πιστεύετε, καὶ ἔτζι τὸ λαμ- βάνετε οἱ καλοὶ, καὶ οἱ δίκαιοι, ὥσπερ αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. καὶ δίδει δοξολογίαν τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ, τῷ ἀξιώσαντι ἡμᾶς μεταλαβεῖν τῶν ἀχράντων αὐτοῦ Μυστηρίων. ἔπειτα λέγει. Εὐλογία Κυ- ρίου ἔσται ἐφ’ ὑμᾶς, τῇ αὐτοῦ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ, πάντοτε νῦν καὶ ᾀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. ἤγουν, νὰ εἶναι πάντοτε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ εὐλο- γία μὲ τὸν λαόν. καὶ ὁ λαὸς βεβαιώνει τὸν λόγον τοῦ Ἱερέως, καὶ λέγει. Ἀμὴν, νὰ γένῃ ἔτζι, ὥσπερ λέγεις ἐσὺ, Δέσποτα. ΔΟ΄ΞΑ ΤΩι ΘΕΩι. ΑΜΗΝ.","ΠΕΡΙ = σχετικά με, αναφορικά με (πρόθ. που δηλώνει αναφορά + γενική) ἐν τοῖς Οὐρανοῖς = που βρίσκεσαι στους Ουρανούς (εμπρόθ. επιρρ. προσδ. του τόπου) ὁμολογῇ = παραδέχεται ως αληθινό τινὰς = κάποιος (αόρ. αντων.) κράξῃ = αποκαλέσει [κράζω] διὰ = μέσω (πρόθ. + γενική) ἐστὲ = είστε ὑψίστου = του ευρισκόμενου στα ύψη/στον ουρανό, του Θεού πάντες = όλοι ὅστις = όποιος (αναφ. αντων.) ὁποῦ = τα οποία (αναφ. αντων.) Ἁγιασθήτω = να καθαγιαστεί [γ΄ εν. προστ. παθ. αορ. α΄ του αγιάζομαι] ὑπεράγιον = υπερβολικά άγιο [επίθ. υπεράγιος] ἀμὴ = αλλά, όμως (αντιθ. σύνδ.) ἀφ’ ἡμῶν = από εμάς ὁπόταν = κάθε φορά που (χρον. σύνδ.) Ἐλθέτω = ας έλθει [γ΄ εν. προστ. αορ. β΄ του έρχομαι] ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) περιπλεμμένην = έχουν περιτυλίξει [έχουν περιπλεμμένην] ὥσπερ = όπως ακριβώς (σύνδ.) κόψῃ = σφάξει, θανατώσει [κόπτω] γλύσῃ = σώσει, γλιτώσει [γλύω ή εγλύω] Γενηθήτω = να γίνει [γ΄ εν. προστ. παθ. αορ. α΄ του γίγνομαι] ὡς = όπως ἐπὶ = επάνω σε (πρόθ.) εἰρηνεμένοι = γαλήνιοι, συμφιλιωμένοι [ειρηνεμένος, μτχ. παρακ. του ειρηνεύομαι ως επίθ.] ἀτάραχοι = γαλήνιοι, ήσυχοι [επίθ. ατάραχος] ἐπιούσιον = επαρκή για την ημέρα, αναγκαίο, καθημερινό [επίθ. επιούσιος] εἰς τρία = για τρία θείων = θεϊκών, καθαγιασμένων [επίθ. θείος] ἀχράντων = άσπιλων, αμόλυντων, ιερών [επίθ. άχραντος] φρικτῶν = που προκαλούν δέος, έκσταση, έκπληξη [επίθ. φρικτός] καθ’ ἑκάστην = κάθε μέρα ὅνπερ = τον οποίο [αναφ. αντων. όσπερ] χρείαν = ανάγκη ἐπουράνιον = ουράνιο [επίθ. επουράνιος· φρ. άρτος επουράνιος: ευλογία του Θεού] τε = και (εγκλιτικό μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδεσμος και τίθεται πριν από το συμπλεκτικό και) σώματι = στο σώμα ζωογονεῖ = δίνει ζωή Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται = ο άνθρωπος δεν θα ζήσει μόνο με άρτο ἀλλ’ ἐν παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ = αλλά με κάθε λόγο που προέρχεται από το στόμα του Θεού ἄφες = συγχώρησε, δώσε άφεση [β΄ εν. προστ. αορ. του αφίημι] τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν = σε αυτούς που μας είναι υπόχρεοι [ο οφειλέτης] τὰ ὀφειλήματα = τις αμαρτίες, τα χρέη [το οφείλημα] ὅτι = ο σύνδ. ότι πριν από τη βουλητική πρόταση τίθεται πλεοναστικά ταῖς = τις αὐτοῦ = εδώ (επίρρ.) διατοῦτο = γι’ αυτό βάλωμεν = συλλογιστούμε [φρ. βάλωμεν εις τον νουν μας] εἰσενέγκῃς = υποβάλεις [β΄ εν. υποτ. αορ. β΄ του εισφέρω] πειρασμὸν = δοκιμασία ῥῦσαι = σώσε [β΄ εν. προστ. αορ. του ρύομαι] νὰ μηδὲν = να μη πειράζῃ = αποπλανεί προς αμαρτία ὅτι πῶς = πως· ο σύνδ. ότι τίθεται πλεοναστικά νὰ μὴ δὲν = να μη θέλομεν νὰ ὑπᾶμεν = θα πάμε εἴτις = όποιος (αντων.) ἀνάγκην = δύσκολη περίσταση, στενοχώρια, θλίψη μετοχὴν = συμμετοχή, ενότητα, σχέση τίς = ποιος (ερωτ. αντων.) ὃς = ο οποίος (αναφ. αντων.) οὐ παιδεύει = δεν εκπαιδεύει/σωφρονίζει εἰ = αν (υποθ. σύνδ.) ἐστὲ = είστε παιδείας = εκπαίδευση νόθοι = μη γνήσιοι [επίθ. νόθος] καλὰ καὶ = αν και, μολονότι εἴτι = ό,τι (αντων.) βίον = περιουσία, θησαυρό ἀναισχυντᾷ = επιπλήττει [αναισχυντώ] καθεκάστην = κάθε μέρα ὁπόταν = όταν (σύνδ.) παιδεμὸν = ταλαιπωρία, κακοπάθεια ἀντιλογᾶται = δίνει απάντηση [αντιλογούμαι] σιμά = κοντά (επίρρ.) θανήν = θάνατο αὐτὸν = τον ίδιο [αντων. ο αυτός] ἅπερ = τα οποία ακριβώς [αναφ. αντων. όσπερ] παντελῶς = εντελώς, τελείως (επίρρ.) Ὅτι = επειδή, διότι (αιτιολ. σύνδ.) νῦν = (επίρρ.) τώρα ᾀεὶ = πάντα (επίρρ.) εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων = πάντοτε, στην αιωνιότητα ἔστωντας = επειδή, διότι (ακλ. λέξη που χρησιμοποιείται ως αιτιολ. ή εναντιωματικός σύνδεσμος) πταίσματα = σφάλματα [το πταίσμα] Ἀμήν = είθε, γένοιτο (επιφ.) θεωρία = θέα, όψη, ομορφιά λέγω = εννοώ εἴμεσθεν = είμαστε ἐπιτήδειοι = ικανοί [επίθ. επιτήδειος] κατά τινος = εναντίον κάποιου πρὸς τινὰ = εναντίον κάποιου ὀρθόδοξον = που ανήκει στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη [επίθ. ορθόδοξος] καθολικὰ = συνολικά, ολοκληρωτικά (επίρρ.) κλώμενον = κομμένο σε κομμάτια [κλώμενος, μτχ. ενεστ. του κλάομαι -ώμαι] εἰς ἄφεσιν = σε συγχώρεση [η άφεσις] ἐκχυνόμενον = που χύνεται [εκχυνόμενος, μτχ. ενεστ. του εκχύνομαι] τῷ ἀξιώσαντι = σε αυτόν που κατέστησε άξιους μεταλαβεῖν = να κοινωνήσουμε, να μεταλάβουμε [τελ. απρμφ. αορ. β΄ του μεταλαμβάνω] ἔσται = θα είναι ἐφ’ ὑμᾶς = σε εσάς (εμπρόθ. προσδ.) τῇ αὐτοῦ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ = με τη χάρη και φιλανθρωπία Του (ενν. του Θεού)",,Θησαυρός,Στουδίτης Δαμασκηνός Abstract,"Το ποίημα (404 στίχοι) είναι ένας δραματικά ανεπτυγμένος θρήνος της Παναγίας, τελευταίο έργο του Μαρίνου Φαλιέρου, γραμμένο στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα. Εντάσσεται αφηγηματικά σε μια συζήτηση ανάμεσα σε δύο άτομα (τον ποιητή/αφηγητή και τον Εβραίο Τζαδόκ) που παρατηρούν μια ζωγραφική απεικόνιση της Σταύρωσης. Τα πρόσωπα του πίνακα (Θεοτόκος, Ιωάννης, Μαρία η Μαγδαληνή, Μάρθα, Χριστός) διαλέγονται στα εβραϊκά και ο Τζαδόκ μεταφράζει τα λόγια τους στον αφηγητή. Πυρήνας του έργου είναι η σπαραχτική έκφραση ψυχικού πόνου από τη Θεοτόκο, που θρηνεί και δέχεται παρηγορητικά λόγια.",,,Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,Φαλιέρος Μαρίνος Πρόλογος με το πλαίσιο του Θρήνου. Η θλίψη της Θεοτόκου και οι προσπάθειες να την παρηγορήσουν (στ. 1-72),"Το θρησκευτικό ποίημα του Φαλιέρου Θρήνος Εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού αρχίζει με έναν πρόλογο, όπου δίνεται το πλαίσιο του θρήνου της Θεοτόκου (στ. 1-12). Στους στίχους 1-10 ο Χριστόφιλος (πιθανότατα ένα προσωπείο του ποιητή) αφηγείται πώς βρέθηκε με κάποιους φίλους μπροστά σε έναν πίνακα της Σταύρωσης και ζήτησε από τον Εβραίο Τσαδόκ να τους μεταφράσει τα εβραϊκά λόγια του πίνακα. Οι στίχοι 11-12 μας εισάγουν στον λόγο της Θεοτόκου, κι έτσι από εδώ ξεκινά ο θρήνος της και ο δραματικός διάλογός της με τη Μάρθα και τον Ιωάννη (στ. 13-72). Η θλίψη της Παναγίας είναι ανεκδιήγητη και οι προσπάθειες να την παρηγορήσουν μένουν άκαρπες. Τα δύο παρηγορούντα πρόσωπα εκφράζουν τη βαθιά συμπόνια τους για τον πόνο της μητέρας, δίχως όμως να μερώνουν την ψυχική και σωματική οδύνη της. ΘΡΗΝΟΣ Εἰς τὰ Πάθη καὶ τὴν Σταύρωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ποιηθεὶς παρὰ τοῦ εὐγενεστάτου ἄρχοντος κυροῦ Μαρίνου τοῦ Φαλιέρου Ὁ Χριστόφιλος Κι ὁ νοῦς ἀναγυρίζοντα ὁμάδι μὲ τ’ ἀμάτι τοῦ Ἰησοῦ τὴν σταύρωσιν, εἰς ἄδειο τόπο κάτι τὴν εἴδαμε ζωγραφιστὴ μαζὶ μὲ τοὺς ληστάδες κι ὀμπρὸς εἶχε τὴ μάναν του κι ἀπὸ τοὺς μαθητάδες, τὴ Μάρθα, τὴ Μαγδαληνή, κι ἄλλες ’κεῖ πέρα ’στέκα· καὶ τὰ ’δηγᾶτον πασαεὶς ἦσαν μὲ λόγια ’βραῖκα, κι ἐφαίνετον κι ἐβγαίνασιν ἀπὸ τὰ στόματά των, ἴτις ὀκ’ ἔδειχνε κάθεὶς ἐκεῖνα τὰ ’δηγᾶτον· καὶ τὸν Τσαδὸκ ἐβάλαμε νὰ μᾶς τὰ ξεδιαλύνη κι ἐποῖκε το μετὰ χαρᾶς, μὲ φιλικὴν εἰρήνη. Κι οἱ πρῶτοι λόγοι ἐβγαίνασιν ἀπὸ τὴν ἄθλια μάνα μὲ δάκρυα, μ’ ἀναστεναγμούς, ὁπ’ ὅλους ἐπικράνα. *** Ἡ Θεοτόκος Ἐλᾶτε πάντες, κλάψετε καὶ μετὰ μὲ θλιβῆτε καὶ τὸν υἱό μου στὸ σταυρὸ τὸν ἔχουν λυπηθῆτε. Πονέσετε τὸν ἀγαθὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν τόση κακοπαθειὰν ὁπὄλαβεν ὀγιὰ νὰ σᾶς γλυτώση. Ἀλίμονο, συγκλάψετε καμπόσο μετὰ μένα, ὅτι στὸν πόνο μου βουθὸ δὲν ηὕρηκα κανένα. Τοὺς Φαρισαίους καὶ γραμματεῖς κι αὐτεῖνο τὸν Πιλάτο, τὸν Ἄννα καὶ τὸν Κάιαφα μ’ ὅλον τους τὸ φουσάτο ὥσπερ θεριὰ τοὺς συντηρῶ τοῦ υἱοῦ μου καταπάνω κι ὡς μάνα του γλυκότατη τὰ λογικά μου χάνω. Ὅλους θωρῶ κακοθελεῖς κι ὅλους χολικεμένους κι ἀπὸ τοὺς μαθητάδες του μοίρα σκανταλισμένους. Μόνον ἐγώ ’μαι μοναχὴ καὶ μέσα ’ς τόση κρίση, ἀλίμονον, ἡ ταπεινὴ μάνα καὶ τί νὰ ποίση; Ἀλίμονο, τὸν ἄπιαστο θωρώντα τον πιασμένο κι αὐτὸν τὸν μέγα βασιλιὰ κλιτὸ καὶ σκλαβωμένο, καὶ τὸν Χριστὸ τὸν ἄφταιστο τόσα κατακριμένο κι ὅλο τ’ ἀγιότατο κορμὶ ἄθλιο καὶ πληγωμένο! Ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴ λύπηση μὲ πικροβασανίζει κι ἀπὸ τὸν πόνο τὴν καρδιὰ γρικῶ νὰ λακταρίζη. Ἡ Μάρθα Κυρία μου, παρηγοροῦ κι εἰρήνεψε δαμάκι, ρίξ’ ἀπὸ σέν, Πανάχραντε, τῆς θλίψης τὸ φαρμάκι. Ἀλίμονο, θωρώντα σε τὸ πῶς κακοπαθίζεις, τὰ μέλη μου φλογίζεις τα καὶ τὴν καρδιά μου σκίζεις. Ἡ Θεοτόκος Ὦ ἀδελφάδες μου γλυκές, εἰς τὲς ἀρχὲς τοῦ πόνου, διαπὰς εἰς τοῦ ἐγκαρδιακοῦ, παρηγοριὲς δὲ σώνου. Μ’ ἂν ἔν’ κι ἐσεῖς συνθλίβεστε, οἱ ξένες, καὶ συγκλαῖτε, πῶς ἔναι μπορεζάμενο κι ἡ μάνα ν’ ἀναπέται; Ὅντ’ ἔναι ἡ θλίψη σύνωρη, παρηγοριὲς δὲ θέλει, γιατὶ δὲν ἔχει ποῦ δεκτεῖ ζάχαριν οὐδὲ μέλι. Ὅλα τῆς φαίνονται πικρὰ κι ὥσπερ φαρμάκι τά ’χει, ὥστε νὰ πάψη ἡ γνώση μας κι ἡ σάρκα ἀπὸ τὴ μάχη. Υἱέ μου, πάσα σου πληγὴ πληγώνει τὴν καρδιά μου καὶ τὰ καρφιὰ διαπερνοῦν μέσα τὰ σωθικά μου κι οἱ στάξες τῶν αἱμάτων σου στάσσουν τὸ πρόσωπό μου κι ἡ τζόια σου φλοβοτομᾶ μέσα τὸν ὀμυαλό μου. Πάσα σου πόνος διπλοτριπλὸς στρέφεται πρὸς ἐμένα, ἀλίμονον, καὶ πάλι ζοῦν τὰ μέλη τὰ καημένα. Ὦ μάνες, συμπονέσετε τὸ τέκνο καὶ τὴ μάνα, διαπὰς γνωρίζοντα γιατί καὶ πῶς τὸν ἐποθάνα! Βουθήσετέ με, ἀλίμονο, πριχοῦ νὰ βγῆ ἡ ψυχή μου, νὰ πιάσω νὰ τ’ ἀναδεκτῶ καμπόσο τὸ παιδί μου, τὰ μέλη του τ’ ἁγιότατα νὰ τὰ γλυκοφιλήσω κι ἀπέκει εἰσμιὸν ὀπίσω του κι ἐγὼ νὰ ξεψυχήσω. Ὁ Ἰωάννης Ὦ Κύρια καὶ Δασκάλισσα, μέρωσε τὴν καρδιά σου κι ὡς φρόνιμη κι ἁγιότατη σβῆσε τη τὴν πικριά σου. Ἀνάπαψε κι ἐσὲ κι ἐμᾶς, ὅτι, καθὼς νοοῦμε, σωστὸν οὐκ ἔναι βότανο ἄλλο νὰ γιατρευτοῦμε. Κι ἡ μαρτυριὰ κι ἡ σύλληψις κι ἡ θαυμαστή σου γέννα †τὰ μολογᾶ† γιὰ νὰ βρεθῆς μητέρα καὶ παρθένα. Ἡ Θεοτόκος Ἰωάννη μου, καλὰ λαλεῖς, μ’ ἂν ἔν’ κι αὐτὸς παθίζει κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ὁποὺ τὰ πάντα ’ρίζει, πῶς τόσον πλιὰ ἡ σάρκα μου δὲν πρέπει νά ’ν’ δοσμένη τοῦ πόνου καὶ γοργότερα ἄθλια καὶ πικραμένη; Ὁ Ἰωάννης Κυρά μου, ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ βαστάζει τὸ βοτάνι κι ὀγιὰ τὴ ζήση τῆς ψυχῆς, γιαταῦτο τὰ παθάνει. Κι ἴτις λοιπὸν ἐδόθηκε νὰ πάθη αὐτὰ τὰ πάθη, γιὰ νὰ φτιαστοῦν μὲ θεϊκὴ χάρη τὰ πρῶτα λάθη. Καὶ τὸ λοιπὸν παρηγοροῦ κι ἔχε το γιὰ καμάρι αὐτὸν τὸν ἅγιο θάνατον ὁπού ’κλινε νὰ πάρη.","ἀναγυρίζοντα = παρατηρώντας προσεκτικά, περιεργαζόμενος [αναγυρίζω] ὁμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) ἀμάτι = μάτι κάτι = κάποιον [αντων. κάτι και οκάτι, με αρσ. και θηλ.] ’στέκα· = έστεκαν τὰ ’δηγᾶτον = όσα διηγούνταν πασαεὶς = καθένας (αντων.) ’βραῖκα = εβραϊκά ἴτις ὀκ’ = έτσι ώστε [ίτις (τροπ. επίρρ.): έτσι] ξεδιαλύνη = ερμηνεύσει ἐποῖκε = έκανε [ποιώ] κακοπαθειὰν = ταλαιπωρία, δυστυχία, κακουχία [η κακοπαθειά] βουθὸ = βοηθό φουσάτο = στράτευμα, στρατιά, πλήθος [το φουσάτο, από την υστερολατ. λέξη fossat(um): στρατόπεδο] συντηρῶ = βλέπω, κοιτάζω κακοθελεῖς = κακοπροαίρετους [επίθ. κακοθελής] χολικεμένους = πικραμένους, κακιωμένους μοίρα = μερικοί, ένα μέρος (εδώ το ουσ. ως επίρρ.) σκανταλισμένους = πειραγμένους κλιτὸ = ταπεινό, θλιμμένο [επίθ. κλιτός] ἄφταιστο = αθώο, άδολο, αγνό [επίθ. άφταιστος] κατακριμένο = καταδικαστέο, αξιοκατάκριτο [κατακριμένος, μτχ. παρακ. του κατακρίνω ως επίθ.] γρικῶ = νιώθω, αισθάνομαι λακταρίζη = τρέμει, συνταράζεται, συγκλονίζεται δαμάκι = λιγάκι (ποσοτ. επίρ.) κακοπαθίζεις = βασανίζεσαι, υποφέρεις διαπὰς = ιδίως, προπάντων (επίρρ.) ἐγκαρδιακοῦ = αληθινού, γνήσιου, πραγματικού [επίθ. εγκαρδιακός] σώνου = φτάνουν, αρκούν ξένες = που δεν έχετε δεσμό συγγένειας (ενν. με τον Χριστό) ἔναι = είναι μπορεζάμενο = δυνατό [μπορεζάμενος, μτχ. του μπορώ, το ουδ. εδώ ως ουσ.] ἀναπέται = μένει ήσυχη [αναπεύομαι] Ὅντ’ = όταν (χρον. σύνδ.) σύνωρη = πρόσφατη [επίθ. σύνωρος] δὲν ἔχει ποῦ = δεν μπορεί τῆς = δηλαδή της σύνωρης (= πρόσφατης) θλίψης ὥστε νὰ = ώσπου να στάξες = σταγόνες [η στάξα] τζόια = το ακάνθινο στεφάνι φλοβοτομᾶ = ανοίγει τη φλέβα καὶ πάλι = και όμως πριχοῦ = πριν (χρον. σύνδ.) ἀναδεκτῶ = δεχτώ στην αγκαλιά μου [αναδέχομαι] ἀπέκει = έπειτα, κατόπιν (χρον. επίρρ.) εἰσμιὸν = μεμιάς, αμέσως, γρήγορα (χρον./τροπ. επίρρ.) μέρωσε = ημέρωσε, ησύχασε Κι ἡ μαρτυριὰ κι ἡ σύλληψις κι ἡ θαυμαστή σου γέννα = Και ο ευαγγελισμός, η σύλληψη και ο θαυμαστός σου τοκετός †τὰ μολογᾶ† γιὰ νὰ βρεθῆς μητέρα καὶ παρθένα = εξηγούν γιατί/ότι βρέθηκες μητέρα και παρθένα παθίζει = πάσχει, υποφέρει(;) κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα = σύμφωνα με/με βάση την ανθρώπινη πλευρά της φύσης του ’ρίζει = ορίζει, κανονίζει πλιὰ = περισσότερο (ποσοτ. επίρρ.) ὀγιὰ = για γιαταῦτο = γι’ αυτό ἴτις = έτσι (τροπ. επίρρ.) ’κλινε = συμφώνησε, συγκατάνευσε [κλίνω]",,Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,Φαλιέρος Μαρίνος Δραματικός διάλογος της Θεοτόκου με τη Μαγδαληνή και τον Ιωάννη. Ο τρίτος λόγος του Χριστού (στ. 73-124),"Στο απόσπασμα αυτό συνεχίζεται ο θρήνος της Θεοτόκου που είχε ξεκινήσει στον στίχο 13. Μέσα στα ξεσπάσματα του μοιρολογιού της εκφράζει την ανάγκη να τιμωρηθούν οι Εβραίοι για τον πόνο που προκάλεσαν. Η Μαρία η Μαγδαληνή προσπαθεί, όπως και προηγουμένως, να την παρηγορήσει. Στους στίχους 95-96 ακούμε για πρώτη φορά στο ποίημα λόγια του Χριστού – ο Χριστός θα μιλήσει άλλες έξι φορές. Απευθύνεται στη μητέρα του και τον Ιωάννη και τους ζητά να συμφωνήσουν σε μια ανταλλαγή που θα μαλακώσει τον πόνο τους, να έχουν στο εξής σχέση μάνας-γιου. Το κείμενο συνεχίζεται με τον δραματικό διάλογο της Θεοτόκου με τον Ιωάννη (στ. 97-124). Οι δυο τους δείχνουν ξαφνιασμένοι με τη δήλωση του Κυρίου, αλλά δέχονται ταπεινά να εκπληρώσουν το θέλημά Του. * Ἡ Θεοτόκος Ὦ Γεροσόλυμα πτωχόν, ὦ σπίτι τοῦ Θεοῦ μου, τοῦτο τὸ μέγα φταίσιμο τὸ ’ποῖκες πρὸς τοῦ υἱοῦ μου εἰς πόση καταχώρεση καὶ χάλαση μεγάλη σᾶς θέλει φέρει μιὰ γενιὰ κακὴ καὶ ξένη ἄλλη! Κι ἐσεῖς ὁποὺ ’πληγώθητε καὶ φαίνεται καὶ ζεῖτε μὲ τὸ μαχαίρι τὸ πικρὸ τῆς θλίψης, σωρευτῆτε· κι ἐσεῖς κι ἐγὼ τοὺς πόνους μου ἂς κλαίγωμεν ἀμάδι καὶ τούτη τὴν πικρὰν ζωὴν ἂς ἔχωμεν ὡς Ἅδη. Μαρία ἡ Μαγδαληνή Ὦ Ρήγισσα τῶν οὐρανῶν, Δέσποινα τοῖς ἀγγέλοις, ὅλους μας ἔχεις δούλους σου κι ὅριζε τί ἔν’ τὸ θέλεις. Κι ἂν ἔν’ καὶ μὲ τὰ κλάηματα, μὲ πόνους καὶ μὲ θρήνη ἐδύνετον κι ὁ πόνος σου κι ἡ θλίψη ν’ ἀλαφρύνη, ὀγιὰ νὰ δώσωμε κι ἐσὲν κι ἐμᾶς παραμυθία, ἄλλο νὰ κάμωμε εἴχαμε μὲ τόση πεθυμία; Ἡ Θεοτόκος Ὦ Μάρθα μου γλυκότατη κι ἐσύ, Μαγδαληνή μου, κι ἐσεῖς οἱ πρόλοιπες Μαριές, ὁπού ’στε εἰς συνδρομή μου, ἐχάσετε τὸ δάσκαλο τὸν πολυαγαπημένο κι ἐγώ, ἡ πτωχή, τὸν Κύριο μου τὸν εἶχα γεννημένο· ὅλες ὀρφανιστήκαμε, μὰ ’γὼ περίσσια, ἡ μάνα, γιατὶ ὅλες μου γιὰ μιὰ φορὰ οἱ δόξες μοῦ ’λιγάνα, ὥστε ν’ ἀνέβωμε κι ἐμεῖς στῶν οὐρανῶν τὰ πλούτη. Κι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ ἐβγαῖνα οἱ λόγοι τοῦτοι: Ὁ Χριστός Γυνή, αὐτοῦ ’ν’ τὸ τέκνο σου, κι ἔπαρ’κι ἐσύ, Ἰωάννη, αὐτείνην ὀγιὰ μάνα σου νὰ σ’ἔχη ὀγιὰ βοτάνι. Ἡ Θεοτόκος Ἐβὲ σ’ ἐμέν, τὴν ἄτυχον, καὶ τί ’ν’ αὐτὰ τὰ λέγει ὁ υἱός μου πρὸς τὴ μάναν του θωρώντα νὰ κλαίγη! Κύριε, πολλὰ παράξενη κατάλλαξιν ἐβλέπω κι ὅλη μὲ κάμνει τὴν πτωχὴ μάνα καὶ παρατρέπω. Δοῦλο στὸν τόπο τ’ἀφεντὸς μοῦ δίδεις καὶ θαυμάζω καὶ μαθητὴ γιὰ δάσκαλο, πράμα τὸ δὲν ξεικάζω, πλάσμα γιὰ Πλάστη κι ἄνθρωπον εἰς τόπον τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸν ἐξάδελφο γιὰ υἱὸ κι ἐβγαίνω ἀπὸ τὸ νοῦ μου. Μ’ ἀπείτις θέλεις νὰ γενῆ, στέργω τὸν ὁρισμό σου, καλὰ καὶ νά ’χω νὰ πονῶ γιὰ ’δῶ τὸ στερεμό σου. Υἱέ, κι ἂν ἔν’ καὶ μ’ ἔκραξες γυναίκα κι ὄχι μάνα, γι’ αὐτὸ οὐκ ἐπληθύνασιν οἱ πόνοι οὐδ’ ἐλιγάνα, γιατὶ γρικῶ κι ἐφάνη σου μὲ σπλάγχνος νά ’χα πάρει, ἀλίμονον, ἡ μάνα σου, βαρύτερο γομάρι. Ἔλα λοιπόν, Ἰωάννη μου, νὰ σ’ἔχω γιὰ παιδί μου κι ὀγιὰ βουθὸ καὶ συντροφιὰ καὶ παρηγόρησή μου, καὶ κάμε σ’ὅσον ἠμπορεῖς κοντὰ νὰ μὲ σιμώσης πρὸς τὸ σταυρό, τοὺς πόνους μου ἂν θέλης ν’ ἀλαφρώσης. Καὶ πιάστε με νὰ πηαίνωμε κι ἡ δύναμή μου ’χάθη, ἀλίμονον, κυράδες μου, ἀπὸ τὰ τόσα πάθη. Ὁ Ἰωάννης Ὦ Κύριε μου πανάγαθε, πάτερ καὶ δάσκαλέ μου, τοῦτο τὸ σπλάγχνος ἔν’ πολὺ ὁπού ’πραξες μετ’ ἔμου κι οὐκ ἐμπορέσειν ἤθελα νὰ σοῦ τὸ εὐχαριστήσω, ἀλλὰ τὰ ’ρίζεις προσκυνῶ καὶ θέλω νὰ τὰ ποίσω. Κι ἐσύ, Κυρά μου, δέξαι με κι ἔχε με σὰν ὁρίζεις, ὀκαὶ τὸ νοῦ μου καὶ καρδιὰ δική σου τὴ γνωρίζεις, κι αὐτὲς τὲς πρίκες λίγανε, ὅτι γοργὸν θὲς ἔχει μαντάτα πὼς ἐγέρθηκε καὶ πὼς μᾶς ἀπαντέχει. *","’ποῖκες = έκανες [ποιώ] καταχώρεση = κακομεταχείριση, ταπείνωση, στεναχώρια χάλαση = καταστροφή, φθορά σωρευτῆτε = μαζευτείτε, συγκεντρωθείτε ἀμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) ὡς Ἅδη = σαν την Κόλαση Ρήγισσα = βασίλισσα ἐδύνετον = μπορούσε [δύνομαι και δυνούμαι] ὀγιὰ νὰ = για να (τελ. σύνδ.) παραμυθία = παρηγοριά, ανακούφιση ἄλλο νὰ κάμωμε εἴχαμε = κάτι άλλο θα κάναμε(;) πρόλοιπες = υπόλοιπες [επίθ. πρόλοιπος] συνδρομή = συμπαράσταση περίσσια = περισσότερο (ποσοτ. επίρρ.) ’λιγάνα = λιγόστεψαν, ελαττώθηκαν [(ο)λιγαίνω ως αμτβ.] στῶν οὐρανῶν τὰ πλούτη = στον πραγματικό πνευματικό πλούτο των ουρανών, στον παράδεισο βοτάνι = θεραπευτικό βότανο, γιατρικό Ἐβὲ = οϊμέ, αλίμονο (επιφών.) κατάλλαξιν = ανταλλαγή [η κατάλλαξις] παρατρέπω = χάνω τα λογικά μου (χρησιμοποιείται στην ενεργητική φωνή αντί για τη μέση: παρατρέπομαι) θαυμάζω = απορώ, εκπλήσσομαι, διερωτώμαι πράμα = καθόλου, τίποτα (κρητικός ιδιωματισμός) ξεικάζω = κατανοώ, καταλαβαίνω ἀπείτις = αφού, μιας και (αιτιολ. σύνδ.) στέργω = συμφωνώ, παραδέχομαι ὁρισμό = διαταγή γιὰ ’δῶ = εδώ στον κόσμο στερεμό = στέρηση, αποχωρισμό γρικῶ = νιώθω, καταλαβαίνω γομάρι = φορτίο, φόρτωμα βουθὸ = βοηθό σιμώσης = πλησιάσεις [σιμώνω] σπλάγχνος = η ευσπλαχνία ’ρίζεις = διατάζεις, αποφασίζεις [ορίζω] πρίκες = πίκρες λίγανε = λιγόστεψε, ελάττωσε γοργὸν = γρήγορα (τροπ. επίρρ.) μαντάτα = ειδήσεις, νέα [το μαντάτο] ἐγέρθηκε = σηκώθηκε από τον τάφο, αναστήθηκε [εγείρομαι] ἀπαντέχει = περιμένει",,Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,Φαλιέρος Μαρίνος Επίλογος της Θεοτόκου. Καταληκτική σκηνή διαλόγου μεταξύ Χριστόφιλου και Τσαδόκ (στ. 299-330),"Στο παρακάτω απόσπασμα διαβάζουμε τους τελευταίους στίχους του Θρήνου του Φαλιέρου (οι 103 στίχοι που ακολουθούν είναι, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου, μεταγενέστερη προσθήκη ενός διασκευαστή). Το ποίημα κλείνει με τον καταληκτικό λόγο της Θεοτόκου (στ. 299-312), η οποία, αφού θρήνησε σπαραξικάρδια τον Υιό της και παρηγορήθηκε από τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, ήρθε η ώρα να απευθύνει τον λόγο στους Εβραίους, καθώς και σε όλους τους θεατές του πίνακα. Προτρέπει τους Εβραίους να μετανοήσουν και παρακινεί όλους τους ανθρώπους να δοξάζουν και να ευχαριστούν τον Θεό. Μετά τον επίλογο της Θεοτόκου, τον λόγο παίρνει ο Χριστόφιλος που είχε προλογίσει το ποίημα. Αυτός ήταν που ζήτησε αρχικά από τον Τσαδόκ να μεταφράσει τα εβραϊκά λόγια και τώρα του ζητά διακριτικά να μοιραστεί τον πόνο των χριστιανών, μετανοώντας για τις αμαρτίες των Εβραίων. Η καταληκτική σκηνή ολοκληρώνεται με τον Τσαδόκ, που παραδέχεται την αλήθεια όσων διάβασε και δηλώνει με μεγαλοψυχία ότι συμπάσχει με τους χριστιανούς στο Θείο Δράμα (στ. 323-330). Ἡ Θεοτόκος Ὦ κόσμε, κόσμε ἀνέγνωρε κι ἄνθρωποι δίχως πίστη, γιά πιάστε, μελετήσετε τὸν ἀγαθὸν τὸν Κτίστη μὲ πόσους τρόπους, καὶ καινούς, σᾶς ἔχει χαρισμένα καὶ πόσα ἀξείκαστα καλά, κι ἐσεῖς ποτὲ ’ς κανένα οὐδὲν ἐδώκετε καμιὰ ’δε σκιὰν εὐχαριστία: τόσα ’ν’ ἡ γνώμη σας κακὴ μετὰ τὴν ἀπιστία! Σότα ’ν’ καιρὸς ἐπάρετε φωτιά, ἀναβλεπτῆτε, τὴ στράτα τῆς Θεότητος ἂν θέλετε νὰ βρῆτε, κι ἐτοῦτος ἔν’ ὁ ὕστερος ἥλιος μὲ τόση γνώση ὁπού ’ρθε τ’ ἀπολείποντα ὅλα νὰ τ’ ἀποσώση. Λοιπὸν ὑμνεῖτε τὸ Θεὸ ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, καὶ μὲ καρδιὰ καὶ μὲ ψυχὴ καὶ καθαρούσα λάλη, εὐχαριστεῖτε τὸ Θεό, δοξάζετε τὸν Κύριο, ὁποὺ σᾶς ἐφανέρωσε τέτοιο ψηλὸ μυστήριο. * Ὁ Ἰωάννης Ὦ Κύρια μου, δὲν ἔν’ καιρὸς τὰ ’δῶ νὰ στέκης πλέα κι ὅντε τὸν κατεβάσουσιν, ἐτότες ἔν’ καλλέα νά ’ρθουμε τὸν Ἀφέντη μας γιὰ νὰ τόνε δεκτοῦμε καὶ νὰ τὸν περιλάβωμε καὶ ν’ ἀποχωριστοῦμε. Ἡ Θεοτόκος Ἂς γένη ἀπεὶ σᾶς φαίνεται, στὸ σπίτιν ἂς στραφοῦμε κι ὅντε τὸν κατεβάσουσι, κάμετε νὰ βρεθοῦμε, γιατὶ δὲ μοῦ ’θελε φανεῖ νά ’γιανα τὰ κακά μου, ἂν δὲ μοῦ τὸν ἐθέσετε δουμὶ στὰ γόνατά μου, νὰ πιάσω τὸν Ἀφέντη μου, νὰ τὸν γλυκοφιλήσω κι ὅλον νὰ τὸν περιπλεκτῶ· τότες νὰ τὸν ἀφήσω. *** Ὁ Χριστόφιλος Τσαδόκ, πολλὰ ’κολάστηκες, καθὼς καὶ ν’ ἀναγνώθης τὰ τόσα πάθη τοῦ Χριστοῦ, κι ἂν ἔν’ κι ἐταπεινώθης, θαρρῶ γιὰ καλοσύνη σου νὰ τόνε συμπονέσης, γιατί, καθὼς γνωρίζομε, δὲν ἔν’ αὐτὸς τῆς φταίσης. Ὁ Τσαδόκ Μά τὴν ἀλήθεια ἀρέσει μου νὰ τά ’χω γνωρισμένα κι ὡς δείχνει ὁμοιάζουν νά ’ν’ καλά, εἶναι κακὰ κριμένα. Γιὰ ’μὲν πονεῖ ἡ καρδίτσα μου καὶ μετ’ αὐτὰ συγκλαίγω καὶ τὲς ἀλύπητες καρδιὲς γιὰ ’γὼ πολλὰ τὲς ψέγω.","ἀνέγνωρε = αχάριστε [επίθ. ανέγνωρος] καινούς = καινούριους [επίθ. καινός] ἀξείκαστα = απερίγραπτα, απέραντα [επίθ. αξείκαστος] σκιὰν = τουλάχιστον μετὰ τὴν ἀπιστία = ύστερα από/μαζί με την απιστία Σότα = όσο (χρον. σύνδ.) φωτιά = φως ἀναβλεπτῆτε = συνέλθετε [αναβλέπομαι] ἀποσώση = περατώσει, τελειώσει λάλη = λαλιά, γλώσσα, ομιλία πλέα = πια (χρον. επίρρ.) ὅντε = όταν (χρον. σύνδ.) καλλέα = καλύτερα (επίρρ.) ἀπεὶ = αφού, μιας και (αιτιολ. σύνδ.) δουμὶ = λίγο (ποσοτ. επίρρ.) περιπλεκτῶ· = αγκαλιάσω [περιπλέκομαι] ’κολάστηκες = παιδεύτηκες, ταλαιπωρήθηκες [κολάζομαι] δὲν ἔν’ αὐτὸς τῆς φταίσης = δεν είναι ένοχος αυτός κι ὡς δείχνει ὁμοιάζουν νά ’ν’ καλά, εἶναι κακὰ κριμένα = όπως φαίνεται, μοιάζουν να είναι σωστά αυτά που διάβασα, έχει γίνει όμως κακή κρίση (ενν. από τους ομόθρησκους προγόνους μου) συγκλαίγω = κλαίω, θρηνώ από κοινού με κάποιον ψέγω = επικρίνω",,Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,Φαλιέρος Μαρίνος Abstract,"Το ποίημα απαρτίζεται από 192 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, γράφτηκε από τον κρητικό (φιλενωτικό) ιερέα Ιωάννη Πλουσιαδηνό στα τέλη του 15ου αιώνα και φαίνεται πως μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τα δημοτικά τραγούδια (μοιρολόγια) της ίδιας εποχής. Το κείμενο έχει τη μορφή ενός θρήνου της Θεοτόκου για τα Πάθη του Χριστού.",,,Θρήνος της Θεοτόκου,Πλουσιαδηνός Ιωάννης Η Θεοτόκος απευθύνεται στον Χριστό για πρώτη φορά (στ. 1-26),"Το ποίημα αρχίζει με τα τρυφερά λόγια της Θεοτόκου, η οποία θρηνεί εδώ όχι τόσο ως Μητέρα Θεού όσο ως μητέρα θνητού. Τα λόγια της έχουν εντονη συναισθηματική φόρτιση, ενώ εναλλάσσονται οι προσφωνήσεις «υιέ μου» και «τέκνον μου». Οἴμοι, γλυκύτατε υἱέ, οἴμοι, τὸ φῶς τοῦ κόσμου, Οἴμοι, φωσφόρε βασιλεῦ, οἴμοι, γλυκιά μου ἀγάπη, τέκνον μου ποθεινότατον, τέκνον ἠγαπημένον! Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου, ὦ τέκνον μου γλυκύτατον, ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, ὁμίλησόν μοι, τέκνον μου, τῆς ταπεινῆς σου μάνας! Μήνα κοιμᾶσαι, τέκνον μου, ὕπνον βαθὺν καὶ μέγαν, κ’ ἐκλείσασιν οἱ ὀφθαλμοὶ κ’ ἐσώπασεν τὸ στόμα; Τὸ στόμα τὸ σοφώτατον κατέπαυσεν, υἱέ μου, κ’ ἡ γλώσσα ἡ γλυκύτατη μὲ τὰ γλυκέα της λόγια, οἱ ὀφθαλμοί σου, δέσποτα, καὶ αὐτοὶ κεκαλυμμένοι!... Οἴμοι, υἱέ μου Ἰησοῦ, ποῦ σου ἡ ὡραιότης, ποῦ σου τὸ κάλλος, τέκνον μου, καὶ ποῦ οἱ ὀμορφιές σου; Ἄπνουν σὲ βλέπω, τέκνον μου, τὸν ποιητὴν τοῦ κόσμου, νεκρόν, γυμνόν, ἀνίδεον, ἄδικα σταυρωμένον καὶ πληγωμένον, τέκνον μου, καὶ τὸ κορμὶν δαρμένον, τὰ ἐμπτύσματα τὸ πρόσωπον γεμάτον καὶ τὰ γέλια καὶ τὸ κεφάλιν τ’ ὄμορφον τριγύρου ματωμένον, μὲ τὲς ἀκάνθες τὲς πικρές, φεῦ μοι, στεφανωμένον· τὰς χεῖρας ὁποὺ ἔπλασαν τὸν ἄνθρωπον στὸν κόσμον ἐξηπλωμένας στὸν σταυρὸν βλέπω καὶ τρυπημένας, μὲ τὰ καρφία τὰ δολερὰ ἔχουσι καρφωμένας· οἱ πόδες οἱ ἀμόλυντοι καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ καρφία προσηλωμένοι φαίνονται· ἀλλὰ τῇ σῇ σοφίᾳ οὐ χωρισμένους ἔστησας, ἀλλὰ ὁμοῦ τοὺς δύο, ἵνα ἑνώσης ἐν μιᾷ πίστει λαοὺς τοὺς δύο.","Οἴμοι = αλίμονο φωσφόρε = που φέρνεις το φως, φωτοδότη ποθεινότατον = πολύ ποθητό Μήνα = μήπως κατέπαυσεν = σταμάτησε, έπαψε εντελώς/οριστικά Ἄπνουν = χωρίς αναπνοή ἀνίδεον = αλλοιωμένο, παραμορφωμένο ἐμπτύσματα = φτυσίματα ἀκάνθες = αγκάθια προσηλωμένοι = καρφωμένοι ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.)",,Θρήνος της Θεοτόκου,Πλουσιαδηνός Ιωάννης Η Θεοτόκος απευθύνεται στον Χριστό για δεύτερη φορά (στ. 101-111),"Μετά το πρώτο τμήμα, στο οποίο η Θεοτόκος απευθύνεται στον Χριστό, μεσολαβεί ένα ρητορικό ερώτημα (στ. 27-29) και κατόπιν αρχίζει ένα εκτενές χωρίο, όπου απευθύνεται στους Ιουδαίους (στ. 30-83). Το τμήμα αυτό περιέχει πρώτα μια προσφώνηση στην πόλη του Ισραήλ (στ. 30-32), ύστερα στους Ιουδαίους (στίχ. 33-35) και, τέλος, σε ολόκληρο το γένος (στ. 36-83). Η Θεοτόκος ρίχνει όλο το φταίξιμο για τον χαμό του γιού της στους Ιουδαίους και μέσω μερικών ερωτήσεων προσπαθεί να δείξει το μέγεθος της αδικίας που εκείνοι έχουν διαπράξει. Ακολουθούν διαδοχικά οι προσφωνήσεις στον ήλιο, στον ουρανό, στη σελήνη, στα αστέρια, στη γη, στη θάλασσα, στα βουνά, στα όρη και στα λαγκάδια (στ. 84-100), και παρεμβάλλεται μια σχετικά σύντομη αποστροφή στον Χριστό (στ. 101-111), στην οποία ο νοηματικός πυρήνας φαίνεται πως είναι η επιθυμία της Θεοτόκου να κατέβει ζωντανή στον Άδη. Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου, πῶς νὰ σὲ θέσω, τέκνον μου, στὸ μνῆμα, νὰ μισέψω, ἢ πῶς <ἐγὼ> χωρὶς ἐσὲν στὸ σπίτιν νὰ γυρίσω, πῶς νὰ γυρίσω ἡ ταπεινὴ ξένη καὶ πονεμένη, ἢ πῶς νὰ ζήσω, τέκνον μου, ἡ παραπονεμένη; Λέγω νὰ μπῶ στὸ μνῆμα σου, νά ’μαι μ’ ἐσὲν ὁμάδι, καὶ νὰ κατέβω σύψυχη, συζώντανη στὸν Ἅδην, νὰ δείρω ’κεῖ τὰ στήθη μου εἰς τοὺς προπάτοράς μου, τὴν Εὔαν καὶ εἰς τὸν Ἀδάμ, ὁπού ’σαν πρόγονοί μου, νὰ λυπηθῶ καὶ νὰ δαρθῶ, ὀδυνηρὰ νὰ κλάψω καὶ νὰ βοήσω θλιβερὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς νὰ κράξω:","μισέψω = απομακρυνθώ, φύγω ὁμάδι = μαζί (επίρρ.) σύψυχη = ολόψυχη βοήσω = φωνάξω",,Θρήνος της Θεοτόκου,Πλουσιαδηνός Ιωάννης Η παράκληση των Χριστιανών και η απόκριση του Χριστού (στ. 154-192),"Αφού απευθύνθηκε πρώτα στα επίγεια (ουρανό, γη κ.τ.ό.) και εξέφρασε την επιθυμία της να κατέβει κάτω στον Άδη για να δείξει τον πόνο της, η Θεοτόκος απευθύνεται τώρα στους προγόνους: στον Αδάμ (στ. 112-115), στον Κάιν (στ. 116-118), στον Αβραάμ (στ. 119-128), στον Ιακώβ (στ. 129-135) και στον Μωυσή (στ. 136-144). Αμέσως μετά ακολουθεί η αποστροφή στους χριστιανούς (στ. 145-153), τους οποίους παρακινεί να προσκυνήσουν για να λυτρωθούν, δεόμενοι για τη σωτηρία των ψυχών τους. Έπεται η δέηση των χριστιανών (στ. 154-182), στην οποία ""απαντά"" ο Χριστός ευλογώντας τους πιστούς (στ. 182-192) και στην κατακλείδα αυτή εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τον ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα όλου του ποιήματος. «Χριστέ, ὁποὺ ἐποῖκες οὐρανὸν κ’ ἐθεμελίωσες κόσμον, καὶ ὁποὺ ’πλασες τὸν ἄνθρωπον μὲ τὰ ἴδια σου χέρια, καὶ τώρα τὰ ἐξάπλωσες εἰς τὸν σταυρὸν ἀπάνω, καὶ ἐπληγώθης, Δέσποτα, πέντε πληγαῖς τὸ σῶμα, χεῖρας καὶ πόδας, βασιλεῦ, καὶ τὴν πλευράν, Χριστέ μου, διὰ νὰ σώσης, εὔσπλαγχνε, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, συγχώρησον, ἐξάλειψον ἡμῶν τὰς ἁμαρτίας, ὁποὺ πιστεύομεν εἰς σὲ καὶ ὅλοι ὁμολογοῦμεν τὴν γέννησιν, τὴν βάπτισιν, τὴν σταύρωσίν σου ταύτην, πιστεύομεν καὶ τὴν ταφὴν καὶ τὴν ἀνάστασίν σου καὶ τὴν φρικτὴν ἀνάληψιν εἰς οὐρανοὺς ἀπάνω, κἀκεῖθεν ἀναμένομεν δεύτερον νὰ σὲ δοῦμεν κριτὴν φρικτὸν καὶ φοβερὸν μετὰ μεγάλης δόξης, ὁποίαν ὀνομάζομεν δευτέραν παρουσίαν, οἱ ἄγγελοι νὰ τρέχουσιν, τοὺς τόπους νὰ ἑτοιμάζουν. Εἰς τόπον τοῦτον, βασιλεῦ, εἰς τοῦ Δαυὶδ τοὺς οἴκους, θέλεις καθίσειν, ὕψιστε, κριτὴς ὅλου τοῦ κόσμου, οἱ ἄγγελοι νὰ τρέχουσιν δεξὰ καὶ ἀριστερά σου, εἰς τὴν κοιλάδα τὴν φρικτήν, λέγω, τὴν τοῦ κλαυθμῶνος, τὰ ἔθνη ὅλα νά ’λθουσιν, τὰ γόνατα κλιμένα, ἐσὲν νὰ προσκυνήσουσιν ὡς ποιητὴν τοῦ κόσμου, οἱ δίκαιοι νὰ ἔλθουσιν μὲ παρρησίαν μεγάλην στὴν δεξιάν σου νὰ σταθοῦν, νὰ χαίρωνται μετά σου, οἱ ἄθλιοι ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν ἀριστεράν σου μὲ στεναγμοὺς νὰ ἐκδέχωνται καὶ τὴν ἀπόφασίν σου. Τότε, Χριστὲ παμβασιλεῦ καὶ ποιητὰ καὶ κτίστα, ἡμᾶς, ὁποὺ δακρύσαμεν τώρα τὴν σταύρωσίν σου, θεράπευσον ὡς εὔσπλαγχνος μὲ τὴν γλυκεῖαν φωνήν σου, ἐκείνην τὴν πανθαύμαστον: Δεῦτε, εὐλογημένοι τοῦ ἀοράτου μου πατρὸς κἀμοῦ τοῦ σταυρωθέντος, ἔλθατε ὅλοι σήμερον, ἐγὼ νὰ σᾶς πληρώσω τὰ δάκρυα ὁποὺ ἐχύσετε δριμέα στὴν σταύρωσίν μου· τὴν βασιλείαν δίδω σας καὶ τὸν παράδεισόν μου καὶ τὴν οὐράνιον χαρὰν μὲ ὅλους τοὺς ἀγγέλους νὰ χαίρεσθε, ν’ ἀγάλλεσθε καὶ νὰ κληρονομῆτε, ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου, τὸ ἅγιον μου πνεῦμα, Τριάδα νὰ λατρεύετε καὶ νὰ δοξολογῆτε ἀθάνατον, ἀΐδιον Θεὸν καὶ βασιλέα, καὶ μετὰ μᾶς νὰ χαίρεσθε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας’».","ἐποῖκες = έφτιαξες, δημιούργησες κἀκεῖθεν = κι από εκεί δεύτερον = για δεύτερη φορά, ξανά (επίρρ.) τοῦ κλαυθμῶνος = του θρήνου κλιμένα = λυγισμένα παρρησίαν = θάρρος κἀμοῦ = και εμένα ἀΐδιον = αιώνιον",,Θρήνος της Θεοτόκου,Πλουσιαδηνός Ιωάννης Abstract,"Ο Θρήνος της Κρήτης είναι ποίημα που συνέθεσε ο Γεράσιμος Παλλαδάς, πατριάρχης Αλεξανδρείας. Σε αυτό περιγράφει τον Κρητικό Πόλεμο (1645-1669), στοιχείο που συνηγορεί στον προσδιορισμό του χρόνου σύνθεσής του στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Αποτελείται από 210 στίχους γραμμένους σε σπάνιο μέτρο, ενώ η γλώσσα του είναι η δημώδης με κάποιες λόγιες επιδράσεις.",,,Θρήνος της Κρήτης,Παλλαδάς Γεράσιμος Θρήνος της Κρήτης,"Ο Θρήνος της Κρήτης είναι ποίημα γραμμένο από τον Γεράσιμο Παλλαδά, ο οποίος διετέλεσε πατριάρχης Αλεξανδρείας. Αποτελείται από 210 στίχους σε σπάνιο μέτρο και γράφτηκε μετά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους, δηλαδή κατά το β΄ μισό του 17ου αιώνα. Η γλώσσα του είναι δημώδης, αλλά εντοπίζονται και λόγιες επιδράσεις. Το έργο, που έχει εκδοθεί από τον Χρήστο Μ. Πέτρου-Μεσογείτη, περιγράφει τις περιπέτειες των Κρητικών, πολλοί από τους οποίους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες, αλλά και τις λεηλασίες που υπέστη ο τόπος τους. Από την περιγραφή διακρίνεται η φιλοπατρία του συγγραφέα του στιχουργήματος. 1 Ὤ πῶς ἀλλάσσουν τὰ πράγματα, σὰν ποταμοῦ τὰ περάματα, ὅπου πηγαίνουν καὶ δὲν γιαγέρνουν σὰν τῆς βροχῆς τὰ σταλάγματα ! 2 Σὰν τὰ λουλούδια ἀνθίζουσι, σὰν ξερὰ φύλλα ξεπέ(φ)τουσι κάτω στὰ βάθη καὶ εἰς τ’ ἀκάνθι ὅπου, σὰν πέσουν, σαπίζουσι. 3 Ἔτζι εἶν’ οἱ δόξες καὶ πλούτη του καὶ οἱ τιμὲς καὶ τὰ κάλλη του τοῦ πλανεμένου καὶ σκοτισμένου κόσμου καὶ ὅλα τὰ θάρρη του. 4 Τὰ ἄνω κάτω παγαίνουσι, τὰ δεξιὰ ’πογυρίζουσι κ’ οἱ καλωσύνες εἰς κακωσύνε<ς> ἀλλοίμονον, ἐπιστρέφουσιν. 5 Τὸ σκότος φῶς ἀπογίνεται, κι’ ὅλον τὸ φῶς ἀποσβήνεται, καὶ ἡ χαρά μας καὶ ἡ καρδιά μας σὰν τὸ κερὶ ἀναλίσκεται. 6 Κι’ ἄλλον σὰν ξόμπλι μὴν πάρετε, μόνον στὸ νοῦν σας νὰ βάνετε τὴν δυστυχίαν καὶ τὴν μωρίαν τῆς Κρήτης καὶ νὰ τὴν κλάψετε. 7 Ποὺ σὰν ἀνθὸς ἐλουλούδιζε, καὶ ὡσὰν ἥλιος ἐφώτιζε τὴν πᾶσαν πόλιν καὶ τὴν γῆν ὅλην, κι’ ὅλον τὸν κόσμον ἐστόλιζε. 8 Ἀπὸ καρποὺς ὄχι σώματος, μ’ ἀπὸ στολίσματα πνεύματος κάθε σοφίας, κάθε ἁγνείας καὶ κάθε ἄλλου χαρίσματος. 9 Μὰ τώρα σὰν πύργος ἔπεσε[ν], σὰν φῶς ἀπ’ ἄνεμον ἔσβησε ἀπὸ μπροστά μας κι’ ἀπὸ σιμά μας καὶ σὰν νεκρὸς ἐξεψύχησε. 10 Σὰν βρύσι ἀποξηράθηκε σὰ δένδρον ἀπομαράθηκε, ὤχω ἡ καρδιά μου, τὰ σωθικά μου, ὤ τί κακὸν μᾶς ἐφέρθηκε! 11 Κρήτης, πατρίς μου, τὰ τέκνα σου, τ’ ἀνεθρεμμένα πουλάκια σου ἐχωρισθῆκαν καὶ ’σκοτωθῆκαν στὰ πυρωμένα χαντάκια σου. 12 Πόσοι πτωχοί, πόσοι ἄρχοντες, πόσοι μικροί, πόσοι γίγαντες ἐσκοτωθῆκαν καὶ κατεβῆκαν, στὸν ᾍδην «δάκρυα χέοντες»! 13 Ἀπὸ μακρὰ πόσ<οι> ἤλθασι στὸν πόλεμον, καὶ τὸν εἴδασιν τὸν θάνατόν τους καὶ τὸ κακόν τους, καὶ οὐδ’ ὀπίσω γιαγείρασι! 14 Ἀμ’ ἄλλους ἔ(β)λεπες κ’ ἔπε(φ)ταν ἀπὸ φωτιές, καὶ τοὺς ἔβλεπαν θανατωμένους καὶ κεκαυμένους, κι’ οὐδὲ ποσῶς τοὺς ἐσίμωναν 15 Κι’ αὐτό ’τον τὸ περισσότερον κι’ ἀπὸ τὰ πάντα χειρότερον, ἀπὸ μπροστ(ά σου) κι’ ἀπό σιμά σου ἔβλεπες τὸ δυσκολώτερον. 16 Ὁ ἀδελφὸς νὰ σκοτώνεται, κι’ ἀπάνω πάλι νὰ στέκεται ὁ ἀδελφός του, γιὰ ξάδελφός του, νὰ καρτερῇ καὶ νὰ δέχεται. 17 Νὰ καρτερῇ τὰ κτυπήματα καὶ τῶν ἐχθρῶν τὰ βαρήματα, κι’ αὐτὸς νὰ πέσῃ, ἐκεῖ στὴ μέση, στοῦ ἀδελφοῦ του τὰ μνήματα. 18 Ποῦ φίλοι ’κεῖ, καὶ ποῦ συ[ν]γενεῖς; ποῦ ἐδικοί, καὶ ποῦ οἱ γονεῖς; ὦ πόνος, πόνος καὶ Θ(εο)ῦ φόβος, ἔλα σύ, μάννα, ποὺ τοὺς πονεῖς! 19 Καὶ μάννα ποῦ ἀποφαίνετον; Καὶ κύρις ποῦ ἐγνωρίζετον στὸ τόσον αἷμα, ὅπου σὰν ῥεῦμα στὸν κόσμον ὅλον εὑρ<ύ>νετον; 20 Γίνου, σὺ Κρήτης, ἡ μάννα τους, ἡ λυπημένη πατρίδα τους, γιὰ νὰ τοὺς κλάψῃς, γιὰ νὰ τοὺς θάψῃς, σὰν σ’ ἀγαπούσασι πάντα τους. 21 Κλάψε, θρηνήσου, πατρίδα μου, κι’ ἀποχωρίσου, μανίτζα μου, τὴν γλυκιὰ γέννα, ὅπου γιὰ σένα θανατωθῆκαν, ’δελφίτζα μου. 22 Σ’ ἐσένα πάνω ἐχύσασι τὰ αἵματά τους καὶ τρέξασι σὰν τὸ ποτάμι καὶ σὰν σησάμι οἱ σάρκες τους ἐτρυπήσασι. 23 Ἔτσι τὰ τέκνα σου πάθασι καὶ μὲ τὰ αἵματα μάθασι νὰ σὲ στολίζουν, νὰ σὲ πλουμίζουν μὲ τοὺς θανάτους, ποὺ πήρασι. 24 Ἀλλ’ ἀπὸ λόγου σου ἔφυγαν καὶ θλιβερώτατα ἔκλαψαν τὸν χωρισμόν σου καὶ τὸν καημόν σου καὶ «ὤχω-μεν σὲ μᾶς» ἔλεγαν. 25 Ποιὸς ἄλλος τόπος νὰ μᾶς δεχθῇ; ποιὰ καλωσύνη νὰ μᾶς ἐλθῇ; ὤχου, Χριστέ μου καὶ πλαστουργέ μου, θάνατος μόνο νὰ μᾶς φερθῇ! 26 Ποιὸς νά ’χε βλέπει ποὺ σχίζετον ἡ θάλασσα, κ’ ἐβυθίζετον κάθε καράβι κάτω στὸν ᾍδη κ’ ἡ βοὴ μόνον ἠκούετον; 27 Παιδὶ τὴ μάννα, ’γκαλιάζετον, καὶ μὲ φωνὲς ἐγνωρίζετον, γιὰ νὰ γλυτώσῃ, πρὶν θανατώσῃ ἡ θάλασσα, ποὺ βρυχίζετον. 28 Ποιὸς φοβερὰ καταρήστηκε κι’ ἀπὸ Θ(εο)ῦ ἐπακούστηκε, κ’ ἔκαμε κρίσι, θανάτου ῥῆσι, ὅπου σ’ ἐμᾶς καταστήθηκε; 29 Ἂν ἐγλυτώσασι μερικοί, σὲ ξένους τόπους σὰν ξενικοί, ἐσκορπισθῆκαν κι’ ἐσκλαβωθῆκαν καὶ πλιὰ δὲν λέγονται ἐδικοί. 30 Τοὺς ξένους μάθε, πῶς ἔχουσι στὴν ξενητειὰν καὶ τοὺς παίζουσι, τοὺς τιμωροῦσι καὶ περγελοῦσι κι’ ὁλότελα τοὺς-ε γδύνουσι 31 Σὲ σπίτι δὲν τοὺς-ε βάνουσι, ἀλλὰ τὰ νοίκια σπουδάζουσι διπλᾶ νὰ παίρνουν καὶ νὰ τοὺς γδέρνουν, καὶ ἕνα σὲ τόσους μοιράζουσι. 32 Αὐτὰ τὰ ὅμοια πάθασιν οἱ Κρητικοὶ σὰν ἐπήγασιν εἰς ξένους τόπους μὲ πολλοὺς κόπους, γιὰ ταῦτ(α) πάλι γιαγείρασι. 33 Πάλιν στὴν Κρήτην στραφήκασι καὶ παρευθὺς ὡσὰν ἤλθασι οἱ μαυρισμένοι καὶ πεινασμένοι εἰς τὴν σκλαβιὰν ἐγραφθήκασι. 34 Λογιάσετέ το καθένας σας καὶ βάλετέ το στὴν φρένα σας, ὦ ἀδελφοί μου καὶ συγγενεῖς μου, καὶ μὴ λανθάνῃ οὐδένα σας! 35 Ὅταν συβαῖναν κ’ ἐβλέπασιν τὴν Κρήτην, ὤχ πῶς <ἐ>κλαίγασιν! κι’ ἀνεστενάζαν καὶ ἀνέκραζαν καὶ τὴν καρδιάν τους μα(υ)ρίζασιν. 36 Τὲς ἐκκλη<σί>ες καὶ κτήρια, τοὺς τάφους καὶ κοιμητήρια τὰ μεταλλάξαν, τὰ μεταπλάσαν τῆς πλάνης κατοικητήρια. 37 Τῶν ἀδελφῶν μας τὰ κόκκαλα καὶ τῶν κυρούδων τὰ λείψανα τὰ συμμαζῶξαντὰ συμμαζῶξαν καὶ τὰ διῶξαν ὄξω μακρὰν σὰν τὰ σκύβαλα. 38 Καὶ μηδὲ κἂν νὰ τὰ κλάψωμεν τολμοῦμεν καὶ νὰ τὰ θάψωμεν ὦ Θ(εο)ῦ φόβος, ὦ πολὺς τρόμος, ἀλλ’ οὔτε κἂν δὲν τὰ ψάλλομεν. 39 Μικρές ’κκλησὲς ἀπομένουσι καὶ σταύλους τοὺς κατασταίνουσι. Κρίνε, Θεέ μου, δημιουργέ μου, τὰ σπίτια σου, πῶς τὰ παίζουσι! 40 Ἄλλες λουτρά, γιὰ νὰ πλύνωνται καὶ τὰ κορμιά τους νὰ λούζουνται ξύπνα, κριτά μου καὶ ποιητά μου, πῶς οἱ ναοὶ κατασταίνουνται! 41 Πῶς μᾶς ὠργίσθης, ἀφέντη μου, δημιουργὲ καὶ δεσπότη μου; Ὤ τί νὰ λέγω; μόνο νὰ κλαίγω, σὰν ἔκαν’ ἀπὸ τὴν πρώτην μου. 42 Καὶ πιὰ πατρίδα δὲν ἔχομεν, καὶ σπίτι δὲν παντεχαίνομεν. Ὤ καταδίκη καὶ Θ(εο)ῦ δίκη, σὲ τί κακὸν εἰσεβαίνομεν!","περάματα = τόπους στο ποτάμι κατάλληλους για διαπεραίωση στο απέναντι μέρος [το πέραμα] γιαγέρνουν = γυρνούν πίσω, επιστρέφουν [γιαγέρνω ως αμτβ.] τὰ σταλάγματα = τις σταλαγματιές, τις σταγόνες ξεπέ(φ)τουσι = πέφτουν κάτω [ξεπέφτω] ἀκάνθι = αγκάθι σὰν = όταν, μόλις (σύνδ.) Ἔτζι = έτσι (επίρρ.) σκοτισμένου = που ασχολείται με πράγματα ενοχλητικά, που βρίσκεται σε σύγχυση [σκοτισμένος, μτχ. παρακ. του σκοτίζομαι] τὰ θάρρη = οι ελπίδες, τα ""στηρίγματα"" ’πογυρίζουσι = στρέφονται προς άλλο μέρος [απογυρίζω] κακωσύνε<ς> = κακίες, έχθρες ἀπογίνεται = καταλήγει ἀποσβήνεται = εξαφανίζεται ἀναλίσκεται = αφανίζεται, ξοδεύεται [αναλίσκομαι] ξόμπλι = παράδειγμα [το ξόπλι] στὸ νοῦν σας νὰ βάνετε = θυμάστε [φρ. βάνω στο νουν μου] μωρίαν = ανοησία, αφροσύνη ὡσὰν = σαν πᾶσαν = κάθε [επίθ. πας] στολίσματα = στολίδια ἁγνείας = καθαρότητας, σωφροσύνης [η αγνεία] σιμά = κοντά (επίρρ.) ἀποξηράθηκε = έμεινε ξερή, χωρίς ""ζωή"" [αποξηραίνομαι] ἀπομαράθηκε = μαράθηκε εντελώς [απομαραίνομαι] ὤχω = επιφώνημα προς έκφραση λύπης, δυσφορίας σωθικά = σπλάχνα ἐφέρθηκε = ήλθε, προκλήθηκε ἀνεθρεμμένα = μεγαλωμένα πυρωμένα = φλεγόμενα [πυρωμένος, μτχ. παρακ. του πυρώνομαι] χέοντες = χύνοντας οὐδ’ = ούτε καν (σύνδ.) Ἀμ’ = αλλά ακόμη, αλλά επιπροσθέτως (σύνδ.) κεκαυμένους = καμμένους, πυρπολημένους [κεκαυμένος, μτχ. παρακ. του καίομαι] ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) ἐσίμωναν = πλησίαζαν [σιμώνω] ’τον = ήταν γιὰ = ή (σύνδ. διαζευκτ.) καρτερῇ = περιμένει, κάνει υπομονή δέχεται = ανέχεται, υπομένει βαρήματα = τα βάρη, τις ενοχλήσεις [το βάρημα] ἐδικοί = οικείοι, συγγενείς [επίθ. εδικός] ἀποφαίνετον = φαινόταν κύρις = πατέρας ἐγνωρίζετον = αναγνωριζόταν ὅπου = το οποίο ῥεῦμα = ρυάκι εὑρ<ύ>νετον = εκτεινόταν [ευρύνομαι] Γίνου = γίνε σὰν = όπως μανίτζα = μανούλα (υποκορ. του μάνα) γέννα = το σύνολο των παιδιών, των απογόνων ’δελφίτζα = αδελφούλα [αδελφίτζα, υποκορ. του αδελφή] σησάμι = σουσάμι πάθασι = έπαθαν πλουμίζουν = διακοσμούν, στολίζουν ἀπὸ λόγου σου = από εσένα ὤχω-μεν = επιφωνηματική φράση για έκφραση πόνου, οδύνης δεχθῇ = φιλοξενήσει, υποδεχθεί πλαστουργέ = που έπλασες τον κόσμο (ενν. τον Θεό) σχίζετον = σχιζόταν βοὴ = κραυγή (ιδίως θρηνητική) ’γκαλιάζετον = αγκάλιαζε βρυχίζετον = ηχούσε με βοή, μούγκριζε [βρυχίζομαι] καταρήστηκε = ευχήθηκε να συμβεί κακό, καταράστηκε [καταρούμαι και καταριέμαι] ἐπακούστηκε = εισακούστηκε ἔκαμε κρίσι = έκρινε, αποφάσισε [φρ. κάμω κρίσιν] ῥῆσι = απόφαση ξενικοί = ξένοι, που κατάγονται από άλλη χώρα [επιθ. ξενικός και ως ουσ.] πλιὰ = πια, πλέον (επίρρ.) παίζουσι = πειράζουν, ενοχλούν, περιπαίζουν περγελοῦσι = περιγελούν τοὺς-ε γδύνουσι = τους απογυμνώνουν, τους ληστεύουν σπουδάζουσι = ενδιαφέρονται γδέρνουν = εκμεταλλεύονται οικονομικά (μεταφ.) σὰν = όταν (σύνδ.) παρευθὺς = αμέσως (επίρρ.) ὡσὰν = όταν, μόλις (σύνδ.) μαυρισμένοι = θλιβεροί, λυπημένοι (μεταφ.) ἐγραφθήκασι = εγγράφηκαν, πολιτογραφήθηκαν Λογιάσετέ = συλλογιστείτε, σκεφτείτε [λογιάζω] στὴν φρένα = στο μυαλό [η φρην, γεν. της φρενός] λανθάνῃ = διαφεύγει την προσοχή οὐδένα = κανενός [αόρ. αντων. ουδείς -ενός] ἀνέκραζαν = φώναζαν [ανακράζω] μα(υ)ρίζασιν = έθλιβαν υπερβολικά (μεταφ.) Τὲς = τις μεταλλάξαν = μετέβαλαν, μετέτρεψαν [μεταλάσσω] μεταπλάσαν = μετέτρεψαν [μεταπλάθω] κατοικητήρια = τόπους διαμονής [το κατοικητήριον] κυρούδων = πατέρων [ο κύρης, πληθ. κυρούδες] ὄξω = έξω (επίρρ.) σκύβαλα = απόβλητα [το σκύβαλον] μηδὲ κἂν = ούτε καν (σύνδ.) ’κκλησὲς = εκκλησίες ἀπομένουσι = διατηρούνται κατασταίνουσι = μεταβάλλουν [κατασταίνω] παίζουσι = γελοιοποιούν ποιητά = δημιουργέ (προσφ. του Θεού) κατασταίνουνται = γίνονται ὠργίσθης = οργίστηκες δεσπότη = προσφ. του Θεού παντεχαίνομεν = περιμένουμε, προσδοκάμε [απαντεχαίνω και παντεχαίνω] δίκη = κρίση, απόφαση εἰσεβαίνομεν = εισερχόμαστε, μπαίνουμε [εισβαίνω]",,Θρήνος της Κρήτης,Παλλαδάς Γεράσιμος Abstract,Ο Θρήνος της Κωνσταντινούπολης είναι ένα πεζό κείμενο το οποίο παραδίδεται ανώνυμο. O χρόνος της συγγραφής του τοποθετείται μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η γλώσσα του είναι ένας συνδυασμός από δημώδη και αρχαΐζοντα στοιχεία.,,,Θρήνος της Κωνσταντινούπολης,Ανώνυμος Θρήνος της Κωνσταντινούπολης,"Ο Θρήνος της Κωνσταντινούπολης είναι ένα πεζό κείμενο το οποίο διασώζεται σε δύο χειρόγραφα, τον κώδικα του Παρισίου (συντ. κριτ. υπομνήματος: Π) και τον κώδικα Πολλάνη (συντ. κριτ. υπομνήματος: Α). Ο συγγραφέας του δεν μας είναι γνωστός, ενώ ο χρόνος συγγραφής εικάζεται ότι είναι το διάστημα μετά την άλωση της Πόλης. Η γλώσσα του είναι ένα μείγμα από δημώδεις και αρχαΐζοντες τύπους. Όσον αφορά στο θέμα του, αναφέρεται στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, η οποία δηλώνεται ότι προήλθε από τα αμαρτήματα του λαού. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι διασώζει μια παράδοση για τον αυτοκράτορα που δεν είναι γνωστή από αλλού. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι ο βασιλιάς παραδίδει το στέμμα και το σκήπτρο στην Παναγία, η οποία θα τα φυλάξει, μέχρι να έρθει κάποιος άλλος να τα παραλάβει. Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μάχεται με τους Τούρκους και χάνει το κεφάλι του, κάτι που ικανοποιεί ιδιαίτερα τον σουλτάνο. Νὰ εἰπῶ καὶ ἐγὼ τὸν λόγον τοῦ θείου Δαυίδ ὁποῦ ἐθρήνει τὴν Ἱερουσαλὴμ «Ὁ θεὸς ἔλθοσαν ἔθνη εἰς τὴν κληρονομίαν σου· ἐμίαναν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου· ἔθεντο Ἱερουσαλὴμ ὡς ὀπωροφυλάκιον· ἔθεντο τὰ θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τὰς σάρκας τῶν ὀσίων σοι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς» καὶ νὰ εἰπῶ τῶν τριῶν παίδων τὴν ᾠδὴν, «Ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν οἶς ἐποίησας ἡμῖν· καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθίστων ἀνόμων ἀποστατῶν καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν διὰ τὰς ἀμαρτίας ἡμῶν». Πῶς οὖν τὸ ἐκαταδέχθη ἡ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ θεοῦ Λόγου κτισθεῖσα Σοφία νὰ γένῃ ναὸς τῶν Ἰσμαηλιτῶν; Φρίξον, ἥλιε, στέναξον, ἡ γῆ, καὶ κλονουμένη βόησον Ἀκατάληπτε Κύριε, δόξα σοι. Ὁ δὲ ἐλεεινὸς βασιλεὺς Κωνσταντῖνος, καθὼς ἐμπῆκαν οἱ Τοῦρκοι τὸ μέρος τοῦ Ἀγίου Ῥωμανοῦ, ἐπεριπάτει ἀπὸ τὰ τείχη καὶ ἔβλεπε διὰ τοὺς ἐχθρούς. Εἶχε καὶ μετ’ αὐτοῦ με- ρικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας καὶ πρὸς τὸ δεξιὸν μέρος ἦτον ἕνας ναός τῆς Ὑπεραγίας, καὶ θεωρεῖ ὁ βασιλεὺς μίαν βασίλισσαν ὁποῦ ἔρχονταν ἀπὸ ἔξω μὲ πολλοὺς εὐνούχους καὶ ἐμπῆκε μέσα εἰς τὸν ναόν. Ὑπῆγε γοῦν καὶ ὁ βασιλεὺς μὲ τοὺς ἄρχοντας νὰ ἰδοῦν τί βασίλισσα ἦτον ἐκείνη ὁποῦ ἐμπῆκεν εἰς τὸν ναὸν ἐκεῖνον, καὶ ἐμπῆκαν μέσα. Ἡ δὲ βασίλισσα ἄνοιξε τὴν ὡραίαν πύλην καὶ ἐμπῆκε μέσα, καὶ ἐκάθησεν εἰς τὸ ἱερὸν σύνθρονον καὶ ἔδειξε σχῆμα λυπητικόν. Τότε ἄνοιξε τὸ ὑπεράγιον αὐτῆς στόμα καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· «Ἀφόντις μοῦ ἐπαράδοσαν ταύτην τὴν ταλαίπωρον Πόλιν, πολλαῖς φοραῖς τὴν ἐγλύτωσα ἀπὸ ὀργαῖς θεϊκαῖς· ἀλλὰ καὶ τώρα ἐπαρακάλεσα τὸν υἱόν μου καὶ θεὸν, καὶ ὅμως ἔγινε ἀπόφασις, ὅτι νὰ παραδοθῆτε εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀλλοτρίων, διότι αἱ ἀμαρτίαι τοῦ λαοῦ ἄναψαν τὸν θυμὸν τοῦ θεοῦ. Καὶ λοιπὸν ἄφες τὸ στέμμα τῆς βασιλείας ἐδῶ νὰ τὸ φυλάγω, ἕως νὰ εὐδοκήσῃ ὁ θεὸς νὰ ἔλθῃ ἄλλος νὰ τὸ παραλάβῃ, καὶ σὺ ὕπαγε νὰ ἀποθάνῃς, ὅτι ἔτζι ὤρισεν ὁ θεός». Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς, ἔγινε περίλυπος, καὶ ἔβγαλε τὸ στέμμα τῆς βασιλείας καὶ τὸ σκῆπτρον ὁποῦ ἐβάστα εἰς τὸ χέρι, καὶ τὰ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὴν ἁγίαν τράπεζαν· καὶ ἐστάθη μετὰ δακρύων καὶ εἶπεν· «Ὦ δέσποινά μου, ἐπειδή διὰ τὰς ἁμαρτίας μου ἐξεγυμνώθηκα τὴν τιμὴν τῆς βασιλείας καὶ χάνω καὶ τὴν ζωήν μου, ἰδοὺ παραδίδωμι καὶ τὴν ψυχήν μου εἰς χεῖράς σου, καθώς σε ἐπαρέδωκα καὶ τὸ στέφος τῆς βασιλείας». Τότε ἀπεκρίθη ἡ κυρία τῶν ἀγγέλων· «Κύριος ὁ θεὸς νὰ ἀναπαύσῃ τὴν ψυχήν σου μετὰ τῶν ἁγίων αὐτοῦ». Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔβαλε μετάνοιαν, καὶ ὑπῆγε νὰ φιλήσῃ τὸ γόνυ αὐτῆς, καὶ ἐκείνη ἔγινεν ἄφαντος μετὰ τῶν εὐνούχων, οἵτινες ἦσαν οἱ ἄγγελοι. Ἀλλὰ οὐδὲ τὸ στέμμα οὐδὲ τὸ σκῆπτρον εὑρέθησαν ἐκεῖ ὁποῦ τὸ ἄφησε, διότι τὸ ἐπῆρεν ἡ κυρία Θεοτόκος νὰ τὸ φυλάγῃ ἕως οὗ νὰ γένῃ ἔλεος εἰς τὸ ταλαίπωρον γένος τῶν Χριστιανῶν. Ταῦτα ἐξηγήθησάν τινες Χριστιανοὶ ὕστερον, παρόντες ἐκεῖ ὅπου εἶδαν τὸ θαῦμα. Τότε ἐβγῆκε ὁ βασιλεὺς γεγυμνωμένος τῆς βασιλείας, καὶ ὑπῆγε μετὰ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ, βλέποντες ἀπὸ τὰ τείχη τοὺς ἐχθρούς· καὶ ἐσύνα- ξαν καὶ ἐσυναπαντήθη μὲ μερικοὺς Τούρκους, καὶ, δώσας πόλεμον μετ’ αὐτῶν, ἐνικήθη, καὶ ἔκοψαν αὐτὸν ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄρχοντας αὐ- τοῦ, καὶ ἤφεραν τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐλεεινοῦ βασιλέως εἰς τὸν σουλτά- νον καὶ ἐχάρη μεγάλως.","θείου = ευσεβούς, αγίου [επίθ. θείος] θεὸς = Θεέ (ο συγγρ. χρησιμοποιεί ον. αντί για κλητική) ἔλθοσαν = ήλθαν εἰς τὴν κληρονομίαν σου = στον θρησκευόμενο λαό, στους πιστούς ἐμίαναν = βεβήλωσαν, μόλυναν [μιαίνω] ἔθεντο = θεώρησαν [γ΄ πληθ. οριστ. αορ. του τίθεμαι] ὀπωροφυλάκιον = αποθήκη οπωρικών, φρούτων θνησιμαῖα = νεκρά πτώματα [ουδ. του επιθ. θνησιμαίος ως ουσ.] βρώματα = τροφές [το βρώμα] τοῖς πετεινοῖς = στα πτηνά, στα πουλιά [δοτ. πληθ. του ουσ. το πετεινόν] ὀσίων = ενάρετων, σεβαστών, αγίων [επίθ. όσιος] σοι = σου τοῖς θηρίοις = στα άγρια ζώα, στα αγρίμια [δοτ. πληθ. του ουσ. το θηρίον] ᾠδὴν = το άσμα, το τραγούδι, το τροπάριο εἶ = είσαι ἐπὶ πᾶσιν = σε όλα, αναφορικά με όλα οἶς = τα οποία [δοτ. πληθ. ουδ. της αναφ. αντων. ος] ἐποίησας = έκανες ἡμῖν = σε εμάς [δοτ. πληθ. της προσωπ. αντων. εγώ] ἐχθίστων = πολύ μισητών [επίθ. έχθιστος] ἀνόμων = παράνομων, που δεν σέβονται τον νόμο του Χριστού (έτσι χαρακτηρίζονται συχνά οι Τούρκοι) [επίθ. άνομος] ἀποστατῶν = αρνησίθρησκων [ο αποστάτης] βασιλεῖ = σε βασιλιά [δοτ. εν. του ουσ. ο βασιλεύς] παρὰ πᾶσαν = σε ολόκληρη διὰ τὰς ἀμαρτίας ἡμῶν = εξαιτίας των αμαρτιών μας οὖν = λοιπόν (συμπερ. σύνδ.) κτισθεῖσα = που χτίστηκε [κτισθείς, μτχ. παθ. αορ. του κτίζομαι] Φρίξον = ρίγησε, ανατρίχιασε [β΄ εν. προστ. αορ. του φρίσσω] κλονουμένη = καθώς κλονίζεσαι βόησον = φώναξε, κραύγασε [β΄ εν. προστ. αορ. του βοώ] Ἀκατάληπτε = ασύλληπτε, ακατανόητε (προκ. για τον Θεό) [επίθ. ακατάληπτος] ἐλεεινὸς = αξιολύπητος, ταλαίπωρος, άθλιος (επίθ.) ἐπεριπάτει = περπατούσε [περιπατώ] μετ’ αὐτοῦ = μαζί του [η πρόθ. μετά συντασσόμενη με γεν. δηλώνει συνοδεία] θεωρεῖ = βλέπει, παρατηρεί εὐνούχους = συνοδούς, ακόλουθους (γυναικών) [ο ευνούχος] γοῦν = λοιπόν (χρησ. ως εισαγωγικό παραδείγματος ή γεγονότος) δὲ = χρησ. ως μεταβατικός σύνδ. και έχει την έννοια του και ὡραίαν πύλην = κεντρική, μεσαία, πύλη του Αγίου Βήματος των ορθοδόξων χριστιανικών ναών σύνθρονον = θρόνο πατριάρχου ή επισκόπου [το σύνθρονον] σχῆμα = μορφή, εξωτερική όψη λυπητικόν = που φανερώνει λύπη [επίθ. λυπητικός] Ἀφόντις = αφότου, από τότε που (σύνδ. χρον.) ἔγινε ἀπόφασις = αποφασίστηκε ὅτι νὰ = να (ο σύνδ. ότι τίθεται πλεοναστικά) ἀλλοτρίων = ανάξιων [επίθ. αλλότριος] ἄφες = άφησε [β΄ εν. προστ. αορ. του αφίημι] εὐδοκήσῃ = δώσει συγκατάθεση, συμφωνήσει [ευδοκώ] ὕπαγε = πήγαινε [β΄ εν. προστ. αορ. του υπαγαίνω] ὡς = μόλις (χρον. σύνδ.) σκῆπτρον = ράβδος που χρησιμεύει ως έμβλημα αξιώματος ή αρχής (λ.χ. βασιλική, ηγεμονική ράβδος) ὁποῦ = το οποίο (αναφ. αντων.) ἐβάστα = κρατούσε [βαστώ] ἐξεγυμνώθηκα = στερήθηκα, έχασα [ξεγυμνώνομαι] ἰδοὺ = να [β΄ εν. προστ. προστ. αορ. του ορώμαι, εδώ ως επίρρ.] στέφος = στέμμα ἀπεκρίθη = απάντησε, αποκρίθηκε [αποκρίνομαι] γόνυ = γόνατο ἔγινεν ἄφαντος = εξαφανίστηκε οἵτινες = οι οποίοι [αναφ. αντων. όστις] ἕως οὗ = μέχρι (χρον. σύνδ.) γένῃ = γίνει ἔλεος = ευσπλαχνία, βοήθεια ἐξηγήθησάν = διηγήθηκαν, περιέγραψαν [εξηγούμαι] τινες = κάποιοι [αόρ. αντων. τις, γεν. τινός] γεγυμνωμένος = έχοντας στερηθεί (μτχ. παρακ. του γυμνώνομαι) ἐσύνα- = συνάθροισαν, μάζεψαν, συγκέντρωσαν [συνάζω και συνάγω] ἐσυναπαντήθη = συναντήθηκε τυχαία [συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι] δώσας πόλεμον = αφού πολέμησε ἔκοψαν = θανάτωσαν, έσφαξαν [κόπτω] ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.) μεγάλως = πολύ, υπερβολικά (επίρρ.)",,Θρήνος της Κωνσταντινούπολης,Ανώνυμος Abstract,"Αποτέλεσμα συνδυασμού της λαϊκής σοφίας με ποικίλα παραϊατρικά και παραθρησκευτικά κείμενα φαίνεται να είναι τα ευφάνταστα, κατά τα άλλα, δημώδη, κατά βάση, Ιατροσόφια κάποιου Ιωάννη Σταφιδά, συγγραφέα ή απλώς αντιγραφέα τους στα 1384 και οπωσδήποτε φορέα και συνεχιστή μιας μακρότατης παράδοσης, η οποία, διαμέσου (και) της (υστερο)βυζαντινής γραμματείας, επέζησε στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα.",,,Ιατροσόφια,Σταφιδάς Ιωάννης "Ιατροσόφια, Της γυλλούς","Τῆς γυλλοῦς. (Ms 2316, ff. 432a - 433 a) Ὡς ἐκατήρχετο ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἀρχάγγελος Μιχαὴλ, ὑπήντησεν αὐτῷ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα, ἔχουσα τρίχας ἕως τῶν πτερνῶν αὐτῆς καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς πεπυρωμένους. Καὶ λέγει αὐτὴν ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ: «Πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ ὑπάγεις;». Ἀπεκρίθη ἡ μιαρὰ, λέγει αὐτῷ·: «Ἐγὼ ἀπέρχο[μαι] εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον ὡς ὄφις, ὡς δράκων, ὡς ἑρπετὸν, τετράποδα ἐξαλείψω· ἐγὼ ὑπάγω ποιῆσαι γυναικῶν πληγὰς, ἐγὼ ποιῶ αὐτὰς καρδίαν πονέσαι, γάλα σφῖξαι, νήπια πνῖξαι, καὶ πάλιν ποιῶ τα μένειν καὶ τότε ἀποκτενῶ αὐτά· τὸ γὰρ ὄνομά μου Παζαρέα καλοῦμαι· ὅτε γὰρ ἔτεκεν ἡ ἁγία Μαρία τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ἀπῆλθον αὐτὴν πλανῆσαι καὶ εὑρέθην πλανημένη». Καὶ πιάσας αὐτὴν ὁ ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἐκ τῶν δεξιῶν αὐτῆς πλοκά- μων, καὶ λέγει αὐτὴν Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος: «Ἀνάγγειλόν μοι τὰ δώδεκά σου ὀνόματα». Καὶ λέγει: «Τὸ πρῶτον ὄνομα Γελλοῦ καλοῦμαι, τὸ δεύτερον Μορφοὺς, τὸ τρίτον Καρανιχοὺς, τὸ τέταρτον Ἀμιξοὺς, τὸ πέμπτον Ἀμι- δαζοὺ, τὸ ἕκτον Μαρμαλὰτ, τὸ ἕβδομον Καράνη, τὸ ὄγδοον Σεληνοὺς, τὸ ἔννατον Ἀβυζὰ, τὸ δέκατον Ἀριανὴ, τὸ ἑνδέκατον Μαρανὴ, τὸ δωδέ- κατον Μαρμαλὰτ, ὅπου εἰσὶν τὰ δώδεκά μου ὀνόματα. Καὶ τὸ ὄνομά σου, ἀρχάγγελε Μιχαὴλ, καὶ τὸ ὄνομά σου, Σισίνιε καὶ Συνόδωρε, οὐ μὴ εἰσέλθω εἰς τὸν οἶκον τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ δεῖνος, ἐπὶ ὀνόματος Πατρὸς, Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ κτλ.».","μιαρὰ = βρόμικη, μολυσμένη ἀποκτενῶ = σκοτώνω πλοκά = πλεξίδων",,Ιατροσόφια,Σταφιδάς Ιωάννης "Ιατροσόφια, Προσευχή του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου","Προσευχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου. (Ms. 2316) «Χαίροις, Γρηγόριε, θεράπων Κυρίου Θεοῦ Παντοκράτορος· εἰσήκουσεν [ὁ] κύριος τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς σου· καὶ νῦν ἐπικάλεσε αὐτὸν τὸν ἐπάνω τῆς κτίσεως καθήμενον κύριον, καὶ γὰρ ἡ κτίσις πᾶσα σωθήσεται καὶ οὐρανοὶ ἀνοιχθήσονται, καὶ κατελθὼν Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγ- γελος τῆς δόξης κυρίου καὶ αὐτὸς σὲ ἀποκαλύψει πάντα.» Καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ ἀρχάγγελος ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν, καὶ εὐθέως ἐγένοντο ἀστρα- παὶ καὶ βρονταὶ καὶ σεισμὸς τῆς γῆς. Καὶ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπέστη ὁ ἀρχάγ- γελος λέγων αὐτῷ: «Χαῖρε, Γρηγόριε, θεράπων κυρίου, εὐφραίνου καὶ ἀγάλλου, ὅτι ἀπέστειλέ με Κύριος ἀποκαλύψαί σοι τοὺς ἀγγέλους τῆς εἰρήνης, πρὸς ὠφέλειαν καὶ ὑγείαν τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ νῦν ὅπερ βούλει λέξον καὶ ἐγὼ ἀναγγέλλω σοι». Ὁ δὲ ἅγιος πεσὼν εἰς τὸ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς μετὰ φόβου καὶ τρόμου εἶπεν πρὸς αὐτόν: «Κύριε, εἰ θεράποντα μὲ ἐκάλεσας, αὐτὸς μὲ ἀποκάλυψον τὸν ἄγγελον τὸν ἐπὶ τῶν ὀρέων ἔχοντα τὴν ἐξουσίαν. »Καὶ εἶπέ μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νασαὴλ καλεῖται. Ὅταν οὖν διαβαίνῃς εἰς ὄρος, ἐπικαλοῦ αὐτὸν καὶ ἐπιδώσει σοι χεῖρα βοηθείας, καὶ οὐ μὴ σὲ ἅψηται κακόν”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τοῦ ποταμοῦ”. »Καὶ εἶπέ μοι· Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαμαὴλ καλεῖται· ὅταν διαβαίνῃς ποταμὸν, ἐπικαλοῦ αὐτὸν, καὶ διασώζει σε. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τοῦ οἴκου”. »Καὶ εἶπέ μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀφεμεὴλ καλεῖται· στῆσον οὖν σταυρὸν εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ γράψον τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς σὲ ἀποδιώξει πᾶν πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον πνεῦμα”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τοῦ ῥιγοπυρέτου ”. »Καὶ εἶπέν μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Συκαὴλ καλεῖται. Γράψον οὖν τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ φόρει το, καὶ οὐ μὴ σὲ ἅψηται ἀσθένεια”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τοῦ ὕπνου”. »Καὶ εἶπέ μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωὴλ καλεῖται. Γράψον οὖν τὸ ὄνομα αὐτοῦ εἰς ἐλαίας φύλλον καὶ θές το εἰς τὸν ἀσθενοῦντα καὶ κοιμᾶται”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τὸν ἐπὶ τῶν βοῶν καὶ τῶν προβάτων καὶ τῶν αἰγιδίων ”. »Καὶ εἶπέ μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ῥαγουὴλ καλεῖται. Γράψον οὖν τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ θὲς αὐτὸ εἰς τὰ κτήνη σου, καὶ πληθύνει σου ὁ θεὸς αὐτά”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τοῦ ποταμοῦ καὶ τῶν φρεάτων ”. »Καὶ εἶπέ μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μελχισεδὲκ καλεῖται· ὅταν οὖν πίνῃς ὕδωρ ἐν τῇ νυκτὶ, ἐπικάλεσε αὐτὸν καὶ οὐ μὴ σοὶ ἅψηται πειρασμὸς ἢ φαρμακεία· πρῶτον λέγε ἐκ τρίτου· φωνὴ κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τῆς νίκης καὶ τῆς χαρᾶς”. »Καὶ εἶπέ μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀγαθοὴλ καλεῖται. Γράψον τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ φόρει το, καὶ [εἰς] τὸ δικαστήριον νικᾷς καὶ τοὺς ἀντιδίκους σου”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τὸν ἐπὶ τῆς βροντῆς καὶ τῆς χαλάζης ἔχοντα τὴν ἐξουσίαν”. »Καὶ εἶπέ μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Φλογοθεὴλ καλεῖται· ὅταν βροντᾷ καὶ ἀστραπῇ ἢ χαλαζόνῃ, ἐπικαλοῦ αὐτὸν καὶ σώζει σε”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τὸν ἐπὶ τῆς κλίνης”. »Καὶ εἶπέ μοι: “[Τὸ ὄνομα αὐτοῦ] Φαρμαχαὴλ καλεῖται· ὅταν θέλῃς ὑπνῶσαι, ἐπικαλοῦ αὐτὸν καὶ διαφυλάττει σε”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τὸν ἐπὶ τῆς εἰρήνης καὶ ἡμέρας καὶ τῆς νυκτός”. »Καὶ εἶπέ μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαρισαὴλ καλεῖται· ὅταν ὁδεύῃς, ἐπι- καλοῦ αὐτὸν καὶ κατευοδεῖ σε”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τὸν ἄγγελον τὸν ἐπὶ τῶν ἀσθενούντων καὶ ὀδυνομένων ἔχοντα τὴν ἐξουσίαν”. »Καί εἶπέ μοι: “Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐχθρουσαὴλ καλεῖται· γράψον τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῆς οἰκίας σου, καὶ οὔτε ἀσθένεια, οὔτε ὀδύνη εἰσελεύσεται ἐν αὐτῇ”. »Καὶ εἶπον: “Κύριε, δεῖξόν μοι τοὺς ἀγγέλους τοὺς παρεστῶτας ἐνώπιον τοῦ θεοῦ τοῦ παντοκράτορος”. »Καὶ εἶπέ μοι τὰ ἅγια ὀνόματα αὐτῶν: Μιχαὴλ, Γαβριὴλ, Οὐριὴλ καὶ Ῥαφαὴλ. Οὗτοι εἰσὶν οἱ παρεστῶτες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νυκτὸς καὶ ἡμέρας κράζοντες καὶ λέγοντες: “ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος κύριος Σαβαὼθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου, σῶσον, ἐλέησον τοὺς δούλους σου δεῖνας, τοὺς ἔχοντας τὸ φυλακτήριον τοῦ Θεοῦ τοῦτο, καὶ τὴν ἁγίαν ταύτην προσ- ευχὴν, καὶ φύλαξον αὐτοὺς ἀπὸ παντὸς κακοῦ, καὶ πλήθυνον τὸν οἶκον αὐτῶν ἀπὸ καρποὺς σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου, πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν”. Καὶ ἐγένετο μετὰ ῥήματα ταῦτα εἶδον τὸν ἄγγελον τὸν λαλοῦντα ἀνερχόμενον εἰς τὸν οὐρανὸν, καὶ ὡς εἶδον ἐγὼ ἔπεσα ἀπὸ τοῦ φόβου μου ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ προσεκάλεσα τὸν Θεὸν τὸν ὕψιστον, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν, τὸν υἱὸν τοῦ ἀοράτου πατρὸς, καὶ τὴν ἄχραντον αὐτοῦ μητέρα μεγάλως ηὐχαρίστησα, τὴν δέσποιναν ἡμῶν Θεοτόκον, ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις».","ἅψηται = βλάπτει, προκαλείται, δημιουργείται ῥιγοπυρέτου = πυρετός με ρίγος αἰγιδίων = κατσικιών φρεάτων = πηγαδιών φαρμακεία· = δηλητηρίαση (;) ὀδυνομένων = όσων πονούν (σωματικά ή/και ψυχικά) ῥήματα = λόγια, διαλόγους ἄχραντον = αγνή, αμόλυντη",,Ιατροσόφια,Σταφιδάς Ιωάννης "Ιατροσόφια, Περί εσωχάδων","Περὶ ἐσωχάδων. (Ms 2316, f. 361 b) Ὁ ἔχων ἐσωχάδας: ἔρχεται ὁ ἀσθενῶν καὶ προσπίπτει ἐπὶ ἀνατολὰς, καὶ πατεῖ τοῦτον ὁ ἱερεὺς μὲ τὸν δεξιὸν αὐτοῦ πόδα, [καὶ] ἐπεύχεται οὕτως: «Χαῖρε, σελήνη, γ΄, χαιρετίζω σε, σελήνη· ὁρκίζω σε εἰς τὸν κελεύσαντά σε γεννηθῆναι, καὶ τὸν ἀναστάντα κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεὸν, ὁρκίζω σε εἰς τὸ δρέπανον τοῦ Ζαχαρίου· ὁρκίζω σε εἰς τὸ ὠμοφόριον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἵνα ψύξῃς ἐσωχάδαις, ἐξωχάδαις αἱματώδεις καὶ ἐντεροχάδας καὶ τὸ ῥοχίν. Ἐγὼ εὔχομαι καὶ ὁ Χριστὸς τὴν ὑγείαν παρέχει. Πλάκα ἡ χώρα, ἄμμος ὁ σπόρος, κάμπος τὸ ζεῦγος· ὡς οὐκ ἂν ἐβλάστησεν καρπὸν ἐκ τῆς πλάκας ὁ ἄμμος, μηδὲ ὦδε ἐσωχάδας ἢ ἐξωχάδας αἱματώδεις καὶ ἐντεροχάδαις καὶ τὸ ῥοχὶν ἀναφύει ἐκ τοῦ στόματος τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ δεῖνος· ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς [τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν]».","ἐσωχάδων = αιμορροΐδων ὠμοφόριον = πλατιά και επιμηκής ταινία που φοριέται από τον ιερέα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ἐντεροχάδας = αιμορροΐδες ῥοχίν = ροχάλισμα",,Ιατροσόφια,Σταφιδάς Ιωάννης "Ιατροσόφια, Περί δεδεμένους ανθρώπους","Περὶ δεδεμένους ἀνθρώπους. (Ms 2316, f. 363 a) Ἔπαρον δὲ βελόνιν καὶ διάβαζε εἰς τὸ λουρὶν αὐτοῦ, καὶ φέρε τοῦ ἑνὸς τὴν μύτιν καὶ διάβαζε εἰς τοῦ ἑτέρου τὸν κῶλον, καὶ ζῶσον αὐτόν. Ἔπαρον τζουκκάλιν καινούργιον καὶ ἐλαφινὸν λουρὶν καὶ μαυρο- μάνικον μαχαίριν καὶ δακτυλίδιν ἀργυρὸν καὶ ὕπαγε, ἔπαρον ἄλαλον νερὸν εἰς μαστραπᾶν εἰς ἀπόχυσιν φεγγαρίου καὶ βάρε τὸ νερὸν εἰς τὸ τζουκκ- άλιν, καὶ λέγε οὕτως: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.». Ἔπαρον τὸ λουρὶν καὶ λέγε οὕτως: «Ἔρχεται ἡ ἁγία Βαρβάρα ἀπὸ [τὰ] ἐννέα βουνὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐννέα κάμπους, σὺν τῷ δούλῳ τοῦ Θεοῦ δεῖνι λῦσαι τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν μυελὸν, λῦσαι τὸ στερνὶν αὐτοῦ, λῦσαι τὰ γόνατα, λῦσαι τοὺς ἁρμοὺς αὐτοῦ. Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου.» Λέγε αὐτὸ καὶ ἐκ τρίτου, καὶ ὑγιαίνει.","δεδεμένους = μαγεμένους/τρελούς(;) λουρὶν = ζώνη/δέρμα/είδος ενδύματος μαυρο = που έχει μαύρη λαβή μαστραπᾶν = μεγάλο μεταλλικό ποτήρι ή δοχείο με λαβή ἀπόχυσιν = η συρρίκνωση του δίσκου της σελήνης δεῖνι = τάδε στερνὶν = στέρνο, στήθος ἁρμοὺς = αρθρώσεις, κλειδώσεις",,Ιατροσόφια,Σταφιδάς Ιωάννης Abstract,"Το ποίημα (758 στίχοι) χρονολογείται γύρω στα 1418, και είναι η αφήγηση ενός ονείρου του ήρωα/αφηγητή. Πρόκειται για δραματοποιημένη διήγηση, αποτελούμενη από θεατρικούς διαλόγους που τους συνδέει μεταξύ τους ο αφηγητής. Ο ήρωας ονειρεύεται μια ερωτική συνάντηση με την αγαπημένη του και πυρήνας του έργου είναι ο διάλογος των δύο ερωτευμένων στο παράθυρο. Τα κύρια (αφηγητής, Αθούσα) και τα δευτερεύοντα (Μοίρα, Ποθούλα) πρόσωπα του έργου διαλέγονται, μέχρι να διακοπεί το όνειρο την αυγή από το τσίμπημα ενός ψύλλου.",,,Ιστορία και όνειρο,Φαλιέρος Μαρίνος Εισαγωγή. Αρχή της πρώτης σκηνής: ο ποιητής συνομιλεί με τη Μοίρα του (στ. 1-80),"Οι στίχοι 1-8 αποτελούν την εισαγωγή του ποιήματος. Αφού πληροφορήσει τους αναγνώστες του για τα πρόσωπα του έργου, ο Φαλιέρος μάς εισάγει στο θέμα του ποιήματος: το ερωτικό όνειρο τον επισκέφθηκε σε μια στιγμή που οι καημοί του έρωτα τον έριξαν σε έναν βαθύ και βασανισμένο από ερωτικά παράπονα ύπνο. Μετά την εισαγωγή, ξεκινά η περιγραφή του ονείρου με κάθε λεπτομέρεια. Από τον στίχο εννιά, αρχίζει η πρώτη σκηνή του έργου με τον ποιητή και τη Μοίρα να συζητούν στο δωμάτιό του. Η προσωπική Μοίρα του ποιητή εμφανίζεται στον ύπνο του και του φέρνει το ευχάριστο μήνυμα πως η αγαπημένη του αρχίζει να ενδίδει. Η Μοίρα δείχνει μητρική φροντίδα για τον Φαλιέρο, που ανυπομονεί να σιγουρευτεί για την καλή είδηση και δεν σταματά να παραπονιέται για την οδύνη του ερωτικού πόθου. Από τον στίχο 80 και μέχρι να τελειώσει η πρώτη σκηνή (στ. 172), η Μοίρα αγανακτεί με τα παράπονά του και τον βεβαιώνει ότι και η ίδια υποφέρει για χατίρι του και δεν είναι όσο παντοδύναμη και άτρωτη νομίζει ο Φαλιέρος. Την αδυναμία της την εξηγεί με αναφορά στην Τριάδα: Ριζικό, Τύχη, Μοίρα, τρία πρόσωπα με μία φύση, που συχνά βρίσκουν αφορμές για διενέξεις και μπελάδες. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ τοῦ εὐγενεστάτου ἄρχοντος κυρίου Μαρίνου Φαλιέρου Ὅπου θωρεῖς Φ μιλεῖ ὁ Φαλιέρος καὶ ὅπου θωρεῖς Μ μιλεῖ ἡ Μοίρα καὶ ὅπου θωρεῖς Α μιλεῖ ἡ Ἀθούσα καὶ ὅπου θωρεῖς Π μιλεῖ ἡ Ποθούλα. Φ. Τῶν φαμελίτων, ἀδελφοί, τῆς Ἐρωτοκρατίας καθὼς ἐδόθη μὲ πικριὲς τέτοιας γλυκιᾶς αἰτίας νὰ πέφτουν ἀπὸ πόθου τους ἄθλιοι καὶ πονεμένοι, διαπὰς μὲ παραπόνεσιν ἔστοντας βυθισμένοι, ἴτις ἐγίνη πρὸς ἐμὲν κι ἔπεσα βυθισμένος, ἄθλιος εἰς τὴν κλίνη μου καὶ παραπονεμένος· κι οἱ μέριμνες τοῦ πόθου μου τόσα ποὺ μ’ ἐσκοτίσαν, γιὰ νά ’ν’ πολλὲς καὶ δυνατές, εἰσμιὸν μ’ ἀποκοιμίσαν. Κι ἐφάνη μου στὸν ὕπνο μου κι ἦλθε τὸ Ριζικό μου καὶ ἀπὸ τὸν φόβον νὰ τὸ πῶ τίποτις δὲν ἐτρόμου, δὲν ἀποκότου νὰ τὸ πῶ τὰ ρέγουμουν ποθώντα, ὁ νοῦς μου στὰ φερνάμενα ποτάποια νά ’ν’ φοβώντα, μ’ ἀπόμεινα μὲ λογισμὸν δύσκολος κι ἐκειτάμη καὶ μετὰ πόθου καὶ χαρᾶς ἄρχισα κι ἐτρεμάμη. Καὶ ἀπάνω ὅνταν ἐβούλουμου νὰ τοῦ ζητήσω ἐκεῖνο τὸ δὲν ἠμπόρου νὰ βαστῶ οὐδὲ νὰ τ’ ἀπομείνω, διαπὰς ἀπεὶ μ’ ἐβύθισε εἰς λογισμὸν μεγάλο ὁπ’ ὧρες τοῦτο μ’ ἔφερνε, ὧρες ἐκεῖνον τ’ ἄλλο, τὸ Ριζικό μου τὴν χαρὰ τὴν εἴχενε φερμένη, γνωρίζοντα τὴν κόπιδα τὴν ἔχει ὁπ’ ἀνεμένει καὶ ἀπεὶ μὀσίμωσε κοντὰ κι εἶδεν κι εἰς τὰ λαλήση δὲν ἔν’ τινὰς διὰ μέσου μας διὰ νὰ μᾶς σκανδαλίση, μὲ πρόσωπον πασίχαρο ἤρχισε ν’ ἀναφέρνη, οὐδὲν τοῦ φαίνοντα καιρὸς πλέο νὰ παραδέρνη. Κι εἶπε μου: Μ. Πούρι ὁ σταλαγμὸς τοῦ πόθου βάρει βάρει νὰ τρύπησε τὸ μάρμαρο, νά ’λυσε τὸ λιθάρι; Τ’ ἄγριο θεριὸν ἐσύμπεσε νὰ σὲ ψυχοπονᾶται καὶ μετὰ τό ’χεν ὄργητα ἄρχισε ν’ ἀγαπᾶται. Πέσε, σκεπάσου, τέκνο μου. Τί ἔχεις καὶ ἀνακατώθης; Γιὰ τὴν χαρὰν τὴν ἔλαβες βλέπω τὸ κρυὸ δὲ γνώθεις. Φ. Ὦ Μοίρα μου γλυκότατη, κάθισ’ ἐδῶ κοντά μου, χίλια καλῶς ἀπέσωσεν τὸ παρηγόρημά μου. Ἀλίμονον, ἀπέθαινα ἂν ἤθελεν ἀργήσει ἄλλο δαμὶ ὁ πόθος σου νὰ μὲ παρηγορήση. Μ. Γιαταῦτος ἐπροθύμεψα, γιὰ νὰ ’χω γνωρισμένο τὸν πόθον πόσα δύνεται πρὸς τὸν ἐμπιστεμένο. Δόξα σοι ὁ Θιὸς καὶ βλέπω σε ὅλη ἀναγαλλιασμένη· χίλια καλῶς ἀπέσωσεν ἡ ἀναζητημένη! Μ. Κι ἐγὼ καλῶς τὸν ηὕρηκα τὸν πολυπαθημένο. Φ. Λὲς τὴν ἀλήθεια καὶ καλὰ τό ’χεις ἐγνωρισμένο, μά ’θελα νὰ τὸ γνώριζε ἴτις καλὰ κι ἐκείνη ὁποὺ κατὰ τὴν ὄρεξιν τὴν ἐδικήν της κρίνει. Μ. Χαίρου καὶ χαίρομαι κι ἐγώ, καὶ ἂ λάχη ὁ Θιὸς νὰ πέψη στράτα γοργὸ τὰ κόπια μας τὰ τόσα ν’ ἀντιμέψη. Φ. Καὶ πότε νά ’ρθε τὸ καλὸ ἐτοῦτο τὸ βοτάνι, ἡ χρεία τῆς ἀγάπης μου, ὁ χρόνος νὰ μὲ γιάνη; Μ. Πίστεψε καὶ ἀγαπῶ πολλὰ νά ’χης τὴν ὄρεξή σου, γιατὶ ἔχω ἀκριβότατη φιλότριαν τὴ ζωή σου. Φ. Ἐσὺ γρικᾶς τὰ πάθη μου κι ἡ κρίση ἐσὲν ἐδόθη, ὅτι ὁποὺ κρίνει μέλλεται τὰ κρίνει νὰ τὰ γνώθη. Καὶ ἂν ἔναι ἀλήθεια καὶ ἀγαπᾶς νὰ γλυκαθῆ ἡ πικριά μου, τώρα τὸ θέλω στοχαστῆ μὲ δοκιμὴ στὴν χρειά μου. Μ. Πίστεψε, τὴν ἀγάπη σου θέλω καὶ τὴ ζωή σου· ἀμ’ ἤθελα νὰ σκέπαζες καμπόσο τὸ κορμί σου! Φ. Ὀιμέ, ψυχή μου, τί ἔν’ τὸ λές; Τί ἔν’ τὸ γλυκὺ μαντάτο; Τὴν προθυμιὰν τῆς νιότης μου μοῦ λὲς νὰ βάλω κάτω; Ἐγὼ γρικῶ τὰ μέλη μου καὶ πάσχου νὰ πλαντάξου κι ἐσὺ μοῦ λές: Εἰς τὴν ἰστιὰν ἔμπα γοργό, φυλάξου! Μ. Βλέπου, σοῦ λέγω. Φ. Βλέπομαι καὶ ἄσι μ’ ἐδά, κυρά μου, ἄσι μ’ ἐδὰ καὶ χαίρομαι σότά ’ρθεν ἡ χαρά μου. Μ. Κλέψει σὲ θέλει τὸ κακό, πράμα τὸ δὲ σ’ ἀρέσει, καὶ ἀπείτις κρυάν’ ἡ θέρμη σου, στανιό σου θέλεις πέσει. Φ. Ἀπείτις τὸ κακὸ θεριὸ τ’ ὡριὸ πουλὶν ἐφάνη, ὁπὄχει πόθο μέσα του πῶς ἠμπορεῖ νὰ κρυάνη; Μὰ πέ μου πούρι: Ἐμέρωσε τ’ ἄγριο θεριὸν ἐκεῖνο; Μ. Ἔχω καμπόσα νὰ σοῦ πῶ καὶ νὰ σοῦ ξεδιαλύνω Φ. Ὀιμὲ καὶ πέ μου τίποτες· τὸ θέλω ἐγὼ δὲ γνώθεις; Μ. Δὲν ἔν’ καιρός, μὰ γνώθω το. Τί ἔχεις καὶ ἀνακατώθης; Πρῶτας ἐντύσου κι ὕστερα θέλομε συντυχαίνει. Φ. Καὶ αὐτεῖνο ὁποὺ σοῦ φαίνεται τὸ λοιπονὶς ἂς γένη. Μ. Μὰ πιάσ’ τὰ ροῦχα σου γοργό. Φ. ῎Εδε ποὺ μὲ λυπᾶσαι! Μ. Πονεῖ μου, πίστεψε, πολλά, ὡσὰν τὸ χιόνι νά ’σαι. Φ. Τ’ ἄκρη μου μνοιάζει νά ’ναι κρυά, μ’ ἅφτουν τὰ σωθικά μου· ἅπλωσ’ ἐδῶ καὶ θὲς ἰδεῖ πῶς λακταρεῖ ἡ καρδιά μου. Μ. Ὁ φόβος τῆς ἀγάπης σου καὶ τῆς ἐπεθυμνιᾶς σου κάμνουν ζεστὰ τὰ μέλη σου καὶ τρέμεται ἡ καρδιά σου. Φ. Ποτάποιο νά ’ν’ τὸ ἔλα σου δειλιώντα ἐκαταλυούμου. Μ. Πιστεύγω το· κι ἐγὼ γι’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐφοβούμου. Φ. Ὅλος τρομάσσω, σὰν θωρεῖς. Μ. Βλέπω σε καὶ λυποῦμαι, μ’ ἂ θέλει ὁ Θιός, παρηγοριὰ θαρρῶ γοργὸ νὰ δοῦμε.","φαμελίτων = υπηρετών, δούλων, υποτακτικών [ο φαμελίτης] Ἐρωτοκρατίας = του Κράτους του Έρωτα διαπὰς = ιδίως όταν, προπάντων (επίρρ.) ἔστοντας = όντας (μτχ. αρσ. του ρ. ειμί) βυθισμένοι = ναρκωμένοι [βυθισμένος, μτχ. παρακ. του βυθίζομαι] ἴτις = έτσι (τροπ. επίρρ.) κλίνη = κρεβάτι ἐσκοτίσαν = ζαλίσαν, θόλωσαν το μυαλό [σκοτίζω] γιὰ νά = επειδή (αιτιολογ. σύνδ.) εἰσμιὸν = μεμιάς, αμέσως, γρήγορα (χρον./τροπ. επίρ.) ἐτρόμου = τολμούσα [τρομώ] ἀποκότου = τολμούσα, επιχειρούσα [αποκοτώ] ρέγουμουν = επιθυμούσα, ποθούσα [(ο)ρέγομαι] ὁ νοῦς μου στὰ φερνάμενα ποτάποια νά ’ν’ φοβώντα = ενώ αναρωτιόμουν με αγωνία για αυτά που είχε μαζί της τί είδους να ήταν (αν δηλ. ήταν ευχάριστα ή όχι) μὲ λογισμὸν = γεμάτος στεναχώρια δύσκολος = σε άσχημη κατάσταση (επίθ.) ἐκειτάμη = ήμουν ξαπλωμένος [κείτομαι] ἀπομείνω = υπομείνω ἀπεὶ = επειδή (αιτιολ. σύνδ.) λογισμὸν = στεναχώρια κόπιδα = ανησυχία, ταραχή (πιθανότατα από τη λ. κοπίς -ίδος, που σημαίνει μαχαίρι) ὁπ’ = όποιος [αναφορ. αντων. οπού] ἀνεμένει = περιμένει μὀσίμωσε = με πλησίασε [φρ. μου εσίμωσε] εἰς τὰ λαλήση = σχετικά μ’ αυτά που πρόκειται να πει σκανδαλίση = πειράξει πλέο = πια παραδέρνη = υποφέρει, βασανίζεται [παραδέρνω ως αμτβ.] Πούρι = πράγματι, αλήθεια (επίρρ.) σταλαγμὸς = στάξιμο βάρει βάρει = χτύπα χτύπα [β΄ εν. προστ. ενεστ. του βαρώ] ’λυσε = έφθειρε ἐσύμπεσε = συμφώνησε [συμπέφτω] μετὰ τό ’χεν ὄργητα = αυτό με το οποίο ήταν θυμωμένη [η όργητα: οργή, μίσος] ἀγαπᾶται = αγαπά ἀνακατώθης = αναστατώθηκες [ανακατώνομαι] ἀπέσωσεν = έφτασε, ήρθε [αποσώνω] ἂν ἤθελεν ἀργήσει = θα πέθαινα αν αργούσες δαμὶ = λίγο (ποσοτ. επίρ.) ἐμπιστεμένο = πιστό, αφοσιωμένο [εμπιστεμένος, μτχ. παρακ. του εμπιστεύομαι ως επίθ.] πολυπαθημένο = πολυπαθή, πολυβασανισμένο ἴτις = τόσο (ποσοτ. επίρρ.) πέψη = στείλει [πέμπω] στράτα = μέσο, τρόπο γοργὸ = γρήγορα (τροπ. επίρρ.) ἀντιμέψη = ανταμείψει, ανταποδώσει [αντιμεύω] πότε νά ’ρθε τὸ καλὸ ἐτοῦτο τὸ βοτάνι = πότε θα ερχόταν το καλό το φάρμακο αυτό ἡ χρεία τῆς ἀγάπης μου = εκείνο που χρειάζεται η αγάπη μου φιλότριαν = όχι αλλότρια, σαν δική μου [επίθ. φιλότριος] γρικᾶς = γνωρίζεις, καταλαβαίνεις ὅτι ὁποὺ κρίνει μέλλεται τὰ κρίνει νὰ τὰ γνώθη = όποιος κρίνει πρέπει να ξέρει τα πράγματα για τα οποία κρίνει δοκιμὴ = εμπειρία, δοκιμασία χρειά = ανάγκη μαντάτο = νέο, είδηση (από τη λατινική λέξη mandatum) πάσχου = προσπαθούν πλαντάξου = σκάσουν ἰστιὰν = φωτιά [η ιστιά ή στια] Βλέπομαι = φυλάγομαι, προσέχω ἄσι = άσε ἐδά = τώρα (χρον. επίρρ.) σότά = τώρα που (χρον. σύνδ.) Κλέψει σὲ θέλει τὸ κακό = θα σ’ αρπάξει η αρρώστια (δηλ. θα κρυώσεις) ἀπείτις = όταν (χρον. σύνδ.) στανιό σου = με το ζόρι, θες δεν θες (τροπ. επίρρ.) Ἀπείτις τὸ κακὸ θεριὸ τ’ ὡριὸ πουλὶν ἐφάνη = Αφού το κακό θεριό αποδείχτηκε ωραίο πουλί πούρι = τουλάχιστον, αλήθεια, ωστόσο (σύνδ., από το ιταλ. pure) θέλομε συντυχαίνει = θα κουβεντιάσουμε [συντυχαίνω] τὸ λοιπονὶς = έπειτα, στο εξής (χρον. επίρρ.) γοργό = γρήγορα (τροπ. επίρρ.) Εδε = να, ιδού (επιφων.) ἅφτουν = ανάβουν, καίγονται (μεταφ.) μέλη = τα μέλη του καθαυτό κορμιού, το κορμί (και όχι τα άκρα) Ποτάποιο νά ’ν’ τὸ ἔλα σου δειλιώντα ἐκαταλυούμου = Πέθαινα από την αγωνία να μάθω τί σήμαινε ο ερχομός σου [καταλυούμαι: πεθαίνω, αφανίζομαι]",,Ιστορία και όνειρο,Φαλιέρος Μαρίνος Αρχή της δεύτερης σκηνής: ο ποιητής συνομιλεί με τη Μοίρα και την Ποθούλα πριν την εμφάνιση της αγαπημένης του (στ. 173-296),"Από τον στίχο 173 αρχίζει η δεύτερη σκηνή του ποιήματος, όπου ο Φαλιέρος συζητά με τη Μοίρα και την Ποθούλα στην πίσω πόρτα του σπιτιού της αγαπημένης του. Κι ενώ στην πρώτη σκηνή τα πρόσωπα που διαλέγονταν ήταν δύο, ο ποιητής και η Μοίρα, τώρα εμφανίζεται στο όνειρο και η Ποθούλα, η υπηρέτρια της κοπέλας, που ενθαρρύνει κι αυτή τον ερωτευμένο νέο. Η Μοίρα οδηγεί τον Φαλιέρο στο σπίτι της αγαπημένης του και ανοίγει μια μυστική πόρτα, απ’ όπου προβάλλει η Ποθούλα. Ο Φαλιέρος λιποθυμά από την αγωνία του δύο φορές και τελικά η πόρτα κλείνει μπροστά του. Στον στίχο 297 ο ποιητής αρχίζει να συνέρχεται και μέχρι το τέλος της δεύτερης σκηνής (στ. 394) δέχεται τα ενθαρρυντικά λόγια της Μοίρας, ενώ εντωμεταξύ η Ποθούλα επωμίζεται την ευθύνη να πείσει την αγαπημένη του να δεχτεί στο σπίτι της τον ερωτοχτυπημένο Φαλιέρο. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 173-296 Φ. Καὶ μετ’ αὐτὴν ὥσπερ τυφλὸ σύρνοντα ἀπὸ τὴ χέρα ἐπαίρνει με καὶ βγάνει με στὸ νυκτικὸν ἀέρα καὶ ὁ νοῦς μου ἐδιαλογίζετο τὸ τέλος νά ’ν’ ποτάποιο. Μὲ τῶν ἀστέρων τὴν φωτιὰ ἔπαιρνα σὰν θαράπιο κι ἐδῶ κι ἐκεῖ παγαίνοντας μὲ τὴν πιδεξιοσύνη μὲ κόπον ἀποσώσαμε καὶ μὲ ἀγαλοσύνη εἰς θύραν ἀπερίκοπην, παλιὰ καὶ ἀραχνιασμένη, πολλὰ στριφνιὰ καὶ δυνατὰ ὁπού ’τον σφαλισμένη. Λέγει μου: Μ. Τί ἔχεις; Βλέπεις την; Γνωρίζεις την ἀκόμη; Φ. Κι ἐγὼ γιὰ τότες καὶ δειλιὸς καὶ ἄφρονος ἐγενόμη κι ἐσώπασα, δὲν ἤξευρα ἀπιλογιὰ νὰ δώσω. Κι ἐκείνη ὁποὺ τὰ γνώριζε τὰ σωθικά μου ἀπόσω, Μ. Τούτη ἔναι ὁποὺ σ’ ἀντίσταινε, μοῦ λέγει, ὁπὀπολέμα, τούτη ἔναι ὁποὺ σοῦ κόπιαζε τὸ λεύτερό σου πνέμα. Μὰ ’δὰ σοῦ θέλει ἀντιμευτῆ πλιὸ παρὰ ποὺ κοπιάζεις, ὁπὄβανε ψυχή, κορμὶ γιαταῦτο νὰ πειράζης. Κι ἡ πόρτα τούτη μὲ κρουφὸ τρόπον ὀγιὰ ν’ ἀνοίγη, πίστεψε, καὶ γιὰ νά ’ν’ στενή, τὴν ξεύρουσιν ὀλίγοι. Φ. Καὶ μέσα ’ς τοῦτον ἥπλωσε, μιὰ φινοκάλα πιάνει, λέγει μου: Μ. Ἐδῶ καὶ ὁ πόθος σου· Φ. καὶ τὲς ἀράχνες βγάνει μέσα ἐκ τὴν πόρταν, ἔπασκε ὅλη νὰ τὴν παστρεύγη κι ἐσκόπουν κι ἐθαυμάζουμου τὸ τίντα νὰ γυρεύγη. Δεύτερον πιάνει τὸ κλειδί, λέγει μου: Μ. Ἐδῶ κι ἡ πίστη ὁπὄδωσε τὴν δύναμη τοῦ πόθου σου κι ἐκτίστη. Φ. Καὶ τρίτον πιάνει μιὰ βαριὰ καὶ κόφτει τοὺς περάτες τοὺς εἶχα στὴν ἀνάγκη μου καθημερνοὺς πειράκτες. Λέγει μου: Μ. Ἐδῶ κι ἡ πίστη σου κι ἡ χάρη τῆς καρδιᾶς σου, ἐδῶ κι ἡ ταπεινότητα, ἔ κι ἡ καλογνωμιά σου. Βλέπεις πῶς κόφτου σίδερα, ξύλα, καὶ λυοῦν τὴν πέτρα; Τοῦτο τὸ μέσο μ’ ἔφερε στὰ σημερνὰ τὰ μέτρα. Κι ἐχάρηκα κι ἐδάκρυσα στὰ καλοσυνεμένα, τὴν κρίσιν καὶ τὸ δίκιο μου τό ’βλεπα εἰς ἐμένα, κι ἐδόξαζα τὸν Ἔρωτα πρῶτον ὡς δουλευτής του κι ἐκείνη καὶ τὲς πρόλοιπες φίλαινες εὐχαρίστου κι εἰσμιὸν μὀκίνησε γλυκιὰ μέριμνα νὰ μοῦ μπαίνη. Τότες ἀνοίγει καὶ θωρῶ τρυγόνι καὶ προβαίνει. Καὶ ὁ νοῦς μου νὰ συχαίρεται τὴν τύχη μου σκοπώντα, διαπὰς χλωρὸν κλαδὶν ἐλιᾶς στὸ στόμαν του βαστώντα. Καὶ ὁ σπλαχνικότατος βοηθὸς πρὸς τὸν τσιγαρισμένο μὲ πρόσωπον πασίχαρο καὶ καλοσυνεμένο μοῦ λέγει: Π. Χαίροις, ἀδελφέ, πῶς εἶσαι; Πῶς δοικᾶσαι; Ἀκόμη δὲν ἐσώπασες νὰ κλαίγης, νὰ θρηνᾶσαι; Ἀγάλλου κι ἔχεις τοὺς βοηθοὺς ὀμπρὸς εἰς τὴν κυρά σου: τὸν πόθο σου, τὴν πίστη σου καὶ τὴν ἁπλότητά σου. Κι ἦτον ἀνάγκη νά ’ν’ κι οἱ τρεῖς ὁμάδι ὀκαὶ νὰ σμίξου, ὅτι γιὰ νὰ μπορέσουσιν ἔμπασμα νὰ σ’ ἀνοίξου. Φ. Ἀκόντα τίντα μὄλεγε τὸ σπλαχνικὸν τρυγόνι ἐκ τὴν χαρὰν ἐκίνησε τὸ φῶς μου νὰ δακρυώνη καὶ ἀπείτις τὸν χαιρετισμὸν ἔδωκε πληρωμένο, τοῦτο τῆς ἀπεκρίθηκα μὲ σχῆμα τιμημένο: «Ὁποὺ πονεῖ δὲν ἔν’ καλὰ καὶ ὁπ’ ἀστενεῖ δὲ γιαίνει καὶ δίχως κόπιδα καμιὰ δὲν στέκει ὁπ’ ἀνιμένει καὶ ὁποὺ βοηθᾶ τ’ ἀνήμπορου καὶ τῶν ἀπολπισμένω ἔργον πιτήδειον πολεμᾶ καὶ πολυπαινεμένο. Καὶ εὐχαριστῶ κι ἐσὲν πολλὰ καὶ τὴ γλυκιά μου Μοίρα καὶ αὐτὸν τὸν Θιὸν ὁπ’ ἄνοιξεν τὴν τρίζινην τὴν θύρα». Καὶ μέσα ’ς τούτην τὴ λαλιὰ ἄρχιζε σὰν ἡμέρα νὰ διαφωτίζη, νά ’ρχεται μ’ ἕναν γλυκὺν ἀέρα, κι ἐγὼ φοβώντας μή ’ν’ αὐγὴ – ἢ καὶ πουρνὸ κρατώντα – καὶ πέσω εἰσὲ πειρασμὸν γὴ ἀδέξιο μελετώντα λέγω τῆς Μοίρας μου: «Γοργό, σπούδαξε νὰ στραφοῦμε», καὶ αὐτὴ γρικώντας καὶ τὸ πῶς κι ἔγνωθε πῶς φοβοῦμαι ἀρχίζει νὰ συχνογελᾶ κι ἐμένα πλιὰ τρομάρα μ’ ἀνέβαινε θωρώντα τη, νά ’ρθω εἰς λιγωμάρα. Λέγει μου: Μ. Ἀκόμη πὄναι αὐγή; Νύκτα ’ν’ πολλὴ καὶ κάθισ’. Τί ἔχεις καὶ δίχως σκάνδαλο δειλιαστικὸς ἐχάθης; Αὐτὴ ἡ λάμψη τὴν θωρεῖς δὲν ἔναι τοῦ πλανήτη, οὐδ’ ἀπολπίσει θὲς ἐσὺ πριχοῦ νὰ βγῆς ’κ τὸ σπίτι, ἀμ’ ἔν’ αὐγὴ τῆς μαρτυριᾶς, τὸ φῶς τῆς γῆς τοῦ ἡλίου καὶ σύρνεται ἀνατέλλοντα στὴ στράτα τοῦ πουλίου καὶ ἔχει σῶμα σαρκικό, ἔχει καὶ ἀνθρώπου πνέμα καὶ αὐτή ’ναι ἥλιος καὶ ἄνθρωπος, οἱ δυό, κατὰ τὸ βλέμμα. Φ. Καὶ ἀπάνω ὅντεν ἐκίνησα νὰ πῶ τοῦ Ριζικοῦ μου νὰ συβουλέψη, νὰ μοῦ πῆ εἰς τέτοιαν χρειὰν ὁπού ’μου, τότε μοῦ λέγει: Μ. Γύρισε, ἔν τηνε ποὺ προβάνει, ἔ καὶ ὁ γιατρὸς τοῦ πόθου σου ὁποὺ σὲ θέλει γιάνει. Κι ἐγὼ τ’ ἀκούσειν ἔτρεμα καὶ ἀγάλλουμου ποθώντα μοίραν ἀπὸ τὰ πράματα ὁπού ’χα συντηρώντα καὶ ἀπόμεινα μὲ μία χροιὰ καὶ μ’ ἕνα τέτοιον σχῆμα ὁπού ’τον νὰ μὲ δῆ τινὰς λύπηση κι ἕνα κρίμα. Καὶ ὡς ἦλθε καὶ ὡς ἐπρόβαλε κι ἐφάνην ἡ κυρά μου, λέγει μου: Μ. Ἀνεντρανίσου την. Φ. Καὶ μ’ ὅλην τὴν καρδιά μου ξαμώνω νὰ τὴν στοχαστῶ κι ἐμέναν ἡ φωτιά της, ὥσπερ ἡ λάμψη τοῦ ἡλιοῦ ὅντ’ ἔναι στὰ ψηλά της θαμπώνει ὅσοι τὸν ἰδοῦ κι εἰσμιὸν τὸ φῶς τους σβήνει, ἔτσι κι ἐμέναν ἔποικε ἡ λάμψη της ἐκείνη. Κι ἤσβησε κι ἐσκοτείνιασε ἴτις πολλὰ τὸ φῶς μου ’τι δὲν ἐξεκαθάριζα καθόλου τί ἔναι ὀμπρός μου. Καὶ ὡς ἦτον ἀγαθότατη, ἴδιον καὶ φυσικόν της τὸν ξένο πόνο νὰ πονῆ ὡσὰν τὸν ἐδικόν της, ἐγρίκησα τὴ Μοίρα μου μαζὶ μὲ τὸ τρυγόνι ὀκ’ ἐλυπήθηκε πολλά, κι εἰσμιὸν τὴν ὥρα ἁπλώνει τὸ Ριζικὸ στὸ χέρι μου καὶ σφίγγει καὶ κρατεῖ με καὶ ὡς φρόνιμη γνωρίζοντα τοὺς πόνους μου πονεῖ με: Μ. Τί ἔχεις, παιδί μου, μὲ λαλεῖ, κι ἐχάθης καὶ φοβᾶσαι; Τώρα τυχαίνει ἀπόκοτος κατὰ τοῦ πόθου νά ’σαι. Εἰς τόσο λίγο τίποτις τρομάσσεις καὶ ἀποθαίνεις! Πῶς θὲς γενῆ μὲ τὸ πουλὶ ἐκεῖνο τ’ ἀνιμένεις; Ἄντρεψε τὴν καρδίτσα σου, συνήφερε τὸ νοῦ σου καὶ στάσου μὲ τὴν συμβουλὴ γιὰ ’δὰ τοῦ Ριζικοῦ σου. Βλέπω την καὶ κοντεύγεται κι ἔλα γοργὸ νὰ δοῦμε, ὀκ’ ἐδεπὰ δὲν ἔν’ καιρὸς νὰ στέκωμε ν’ ἀργοῦμε. Φ. Ὅντεν ὁ νοῦς μ’ ἐδιάτασσε κι ἑρμήνευέ με ἡ φύση τό ’τι ’τον χρειὰ ν’ ἀποκοτᾶ νὰ πιάση καὶ ν’ ἀφήση, ἀπάνω ὅνταν ἐμπαίναμε στὴν πόρταν, ἀφικροῦμαι, ἀκῶ μιὰ σκλόπα κι ἔκραζε καὶ ἀρχίζω νὰ φοβοῦμαι καὶ ’ς τοῦτον ἐξεσύρθηκα καὶ ὁ πόρος ἐσφαλίστη κι ἐγὼ τὴν ὥρα ἐκ τὴν πικριὰν ἔπεσα κι ἐζαλίστη κι ἐγρίκου νὰ μαζώνεται πρὸς τὴν καρδιὰ τὸ αἷμα καὶ ἀγάλια ἀγάλια νὰ ζητᾶ νὰ βγῆ ἀπὸ μὲν τὸ πνέμα. Κι ἐκείνη ὁποὺ μ’ ἐκήδευγε, θωρώντα με πῶς ἤμου, μὲ τὸ ψυχρόν της φύσισμα ἐκράτειε τὴν πνοή μου καὶ μὲ τὸ μαντιλάκιν της ὧρες καὶ μὲ τὴ χέρα μ’ ἐσφόγγιζε κι ἐχάριζε παρηγοριὰ καὶ ἀέρα καὶ μὄλεγε: Μ. Μηδὲ δειλιᾶς, μηδὲν κακοκαρδίζης, μηδὲ γι’ αὐτεῖνο τὸ θαρρεῖς θελήσης ν’ ἀπολπίζης. Τέτοια συχνιὰ συγέρνουσι πρὸς τοὺς ποθοκρατοῦντας. Καὶ τίς τὸ ξεύρει κάλλια σου μὲς στοὺς πολυπαθοῦντας; Φέρε, σηκώσου καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια σου, παιδί μου, γιατ’ εἶδα καὶ πολλὲς φορὲς ἦλθεν εἰς ἀκοή μου ἐκεῖνον ὁποὺ φαίνεται καὶ μάχει καὶ ἀντιτείνει ν’ ἀλλάξη καὶ πολλὰ γοργὸ νὰ στρέψη εἰς καλοσύνη καὶ τὸ κακὸ νὰ γίνεται πολλὲς βολὲς βοτάνι κι ἐκεῖνον τὸν κρατοῦν νεκρὸν ν’ ἀνασταθῆ, νὰ γιάνη.","μετ’ αὐτὴν = μαζί της νυκτικὸν = νυχτερινό (επίθ.) ποτάποιο = τί είδους, ποιο (ερωτημ. αντων.) θαράπιο = παρηγοριά [το θαράπ(ε)ιο] πιδεξιοσύνη = ικανότητα, επιδεξιότητα ἀποσώσαμε = φτάσαμε, ήλθαμε [αποσώνω] ἀγαλοσύνη = δυσκολία, βραδύτητα ἀπερίκοπην = απόμακρη, παράμερη [επίθ. απερίκοπος] στριφνιὰ = σφιχτά (τροπ. επίρρ.) ἄφρονος = ανόητος, ασύνετος (επίθ.) ἀπιλογιὰ = απάντηση ἀπόσω = μέσα (τοπ. επίρρ.) ἔναι = είναι ἀντίσταινε = αντιστεκόταν [αντισταίνω] κόπιαζε = κούραζε, βασάνιζε, ταλαιπωρούσε ἀντιμευτῆ = θα ανταμειφθείς [αντιμεύομαι] πλιὸ = περισσότερο (ποσοτ. επίρρ.) ὁπὄβανε ψυχή, κορμὶ γιαταῦτο νὰ = το οποίο (δηλ. το κόπιασμα) σε έκανε και βασάνιζες την ψυχή και το κορμί σου [πειράζω: παιδεύω, βασανίζω] φινοκάλα = σκούπα από χόρτο (βλ. και την ιδιωματική λέξη «φουκάλι») ἔπασκε = προσπαθούσε (βλ. νεοελληνική λέξη «πασχίζω») παστρεύγη = καθαρίζει τίντα = τι (ερωτημ. αντων.) βαριὰ = μεγάλο και βαρύ σιδερένιο σφυρί περάτες = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Φωτογραφία μάνταλου[πηγή: Wikimedia Commons] τα μάνταλα, τις αμπάρες [ο περάτης] πειράκτες = πειραχτήρια καλογνωμιά = ευγένεια λυοῦν = φθείρουν καλοσυνεμένα = ευχάριστα, πρόσχαρα [καλοσυνεμένος, μτχ. μέσου παρακ. του καλοσυνεύω ως επίθ.] δουλευτής = υπηρέτης, δούλος πρόλοιπες = υπόλοιπες [επίθ. πρόλοιπος] φίλαινες = φίλες [η φίλαινα] εἰσμιὸν = μεμιάς, αμέσως, γρήγορα (χρον./τροπ. επίρ.) τρυγόνι = είδος αγριοπερίστερου, αλλά και θωπευτική ονομασία κοριτσιού συχαίρεται = αναγαλλιάζει, ευφραίνεται [συχαίρομαι] σκοπώντα = βλέποντας (μτχ.) διαπὰς = ιδίως, προπάντων (επίρρ.) τσιγαρισμένο = βασανισμένο, ταλαιπωρημένο [τσιγαρισμένος, μτχ. του τσιγαρίζομαι] καλοσυνεμένο = καλόκαρδο δοικᾶσαι = ζεις, περνάς τον καιρό σου [δοικούμαι] Ἀγάλλου = απόλαυσε, ευφράνσου (προστ. του ρ. αγάλλομαι) ὁμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) ἔμπασμα = είσοδο, πόρτα [το έμπασμα] Ἀκόντα = ακούγοντας (μτχ. του ρ. ακούω) τίντα = τι (ερωτημ. αντων.) φῶς = τα μάτια ἀπείτις = όταν (χρον. σύνδ.) ἔδωκε πληρωμένο = είχε τελειώσει ἀστενεῖ = είναι άρρωστος, υποφέρει κόπιδα = ανησυχία, ταραχή ἀνιμένει = περιμένει πιτήδειον = επιδέξιο [επίθ. επιτήδειος] τρίζινην = που τρίζει [επίθ. τρίζινος] πουρνὸ = πρωί γὴ = ή (διαζευκτ. σύνδ) ἀδέξιο = αναποδιά, κακό (ουδ. ουσιαστικοποιημένο επίθετο) Γοργό = γρήγορα (τροπ. επίρρ.) σπούδαξε = βιάσου, κάνε γρήγορα [σπουδάζω] καὶ αὐτὴ γρικώντας καὶ τὸ πῶς κι ἔγνωθε πῶς φοβοῦμαι = και εκείνη καταλαβαίνοντας και το γιατί (δηλ. τον λόγο του φόβου μου), κατάλαβε γιατί φοβάμαι λιγωμάρα = λιποθυμία σκάνδαλο = αφορμή ἀπολπίσει θὲς = θα χάσεις την ελπίδα, θα απογοητευτείς πριχοῦ = πριν (χρον. σύνδ.) στὴ στράτα τοῦ πουλίου = όπως το πουλί [η στράτα: εδώ ο τρόπος] ὅντεν = όταν (χρον. σύνδ.) χρειὰν = ανάγκη ἔν τηνε = να την προβάνει = βγαίνει, προβάλλει τ’ ἀκούσειν ἔτρεμα = όταν άκουσα, έτρεμα (απρμφ. με σημασία χρονικής πρότασης) μοίραν = μέρος, μερίδιο ’χα συντηρώντα = είχα δει [συντηρώ: βλέπω κοιτάζω· εδώ κρητ. τύπος παρακ. με μτχ. ενεστώτα] χροιὰ = χρώμα σχῆμα = έκφραση Ἀνεντρανίσου = κοίταξε ξαμώνω = προσπαθώ, επιχειρώ εἰσμιὸν = μεμιάς, αμέσως, γρήγορα (χρον./τροπ. επίρρ.) ἴτις = έτσι (τροπ. επίρρ.) ἴδιον = χαρακτηριστικό [επίθ. ίδιος] ὀκ’ = και φρόνιμη = συνετή, μυαλωμένη [επίθ. φρόνιμος] ἀπόκοτος = τολμηρός, γενναίος, θαρραλέος (επίθ.) ἀνιμένεις = περιμένεις, ελπίζεις, προσδοκάς Ἄντρεψε = ενθάρρυνε, δώσε κουράγιο [αντρεύω ως μτβ.] κοντεύγεται = κοντεύει, πλησιάζει γοργὸ = γρήγορα (τροπ. επίρρ.) ἐδεπὰ = εδώ (τοπ. επίρρ.) Ὅντεν = όταν (χρον. σύνδ.) νὰ πιάση καὶ ν’ ἀφήση = να πιάνει το ένα, να αφήνει το άλλο/να το πάρει απόφαση ἀφικροῦμαι = ακούω ἀκῶ = ακούω σκλόπα = κουκουβάγια (κρητικό ιδίωμα) ἐξεσύρθηκα = σύρθηκα έξω [εκσύρομαι] πόρος = πόρτα, είσοδος, πέρασμα πικριὰν = πίκρα ἐγρίκου = ένιωθα [γρικώ] ἀγάλια ἀγάλια = σιγά, ήρεμα, λίγο λίγο (τροπ. επίρρ.) ἐκήδευγε = περιποιούνταν, φρόντιζε [κηδεύω] κακοκαρδίζης = στεναχωριέσαι ἀπολπίζης = χάσεις την ελπίδα συγέρνουσι = συμβαίνουν ποθοκρατοῦντας = ερωτευμένους [ποθοκρατών -ούντος, μτχ. του ποθοκρατώ] κάλλια = καλύτερα (επίρρ.) ἀντιτείνει = Δε βρέθηκε ->Γ239α βολὲς = φορές βοτάνι = γιατρικό, θεραπευτικό βότανο",,Ιστορία και όνειρο,Φαλιέρος Μαρίνος Αρχή της τρίτης σκηνής: ο ποιητής εκστασιασμένος από την εμφάνιση της αγαπημένης (στ. 395-422),"Η τρίτη –και τελευταία– σκηνή του έργου ξεκινάει από τον στίχο 395. Στη σκηνή αυτή εμφανίζονται όλα τα πρόσωπα (Φαλιέρος, Αθούσα, Μοίρα, Ποθούλα) και συνομιλούν μπροστά σ’ ένα παράθυρο, στο σπίτι της Αθούσας. Αποτελεί το σημαντικότερο μέρος του ποιήματος, μιας και πρόκειται για τον ερωτικό διάλογο του ποιητή με την αγαπημένη του. Στους στίχους 395-422 ο Φαλιέρος αντικρίζει την καλή του και, αποσβολωμένος από την ομορφιά της, χωρίς όμως να χάνει χρόνο, εκδηλώνει την ερωτική του επιθυμία. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 395-422 Φ. Καὶ οὐκ εἶχε λέγοντα σωστὸν καὶ βλέπω μιὰ λαμπάδα χιονάτη καὶ γλυκότατη ἦλθε μὲ μιὰ γλυκάδα ἀξείκαστη κι ἐστάθηκε τὴν ἐρωτιὰ γεμάτη κι ἕναν ἀπίδιν ὄμορφο, βασιλικὸν ἐκράτει κι ἔδειχνε μὲ τὸ χέριν της κι ἐλάλειε κι ἐσυγέλα, καὶ ὡς ἔγνωθα καὶ τὸ ’θελα κι ἐκεῖνες πὼς τὸ θέλα, μὲ φόβον καὶ ντροπὴν πολλὴ καὶ ἀποκοτιὰν καὶ ἀγάπη, καλὰ καὶ μὲ τὰ πάθη αὐτὰ ὅλα νὰ παρατράπη, καὶ ἀπείτις τῆς ἐσίμωσα κι εἶδα την καὶ θωρεῖ με κι ἐγνώρισα μὲ τ’ ἄλλον της σημάδι καὶ πονεῖ με, μὲ γλώσσα καὶ μὲ πρόσωπον γλυκὺ καὶ ἀγαπημένο τὸ ρόδο μου ἐχαιρέτησα τὸ πολυζητημένο, παινώντα τὴν ἀγάπην της καὶ τὴν καλογνωμιάν της καὶ εὐχαριστώντα την πολλὰ μετὰ τὴν συντροφιάν της: «Ὦ πολυζητημένη μου, ὦ φῶς μου καὶ ψυχή μου, καὶ ποιὰ καρδιὰ νὰ δηγηθῆ τὴν ἀναγάλλιασή μου! Δόξα σοι ὁ Θιὸς κι ἐπίτυχε ὁ δοῦλος τὴν κυράν του νὰ τὴν θωρῆ καλόγνωμη κατὰ τὴν πεθυμνιάν του. Δόξα σοι ὁ Θιὸς ὀκαὶ ὁ καιρὸς καὶ ὁ τόπος προξενοῦσι· ἀλίμονον ὁπ’ ἀγαποῦν νὰ σκύφτου νὰ φιλοῦσι! Μὰ τοῦτο τὸ μεσότοιχο, λέγω, τὸ σιδερένο εὑρίσκω νά ’ναι ὀγιὰ ἐχθρὸς καὶ νά ’ν’ κατακριμένο. Ὦ Λουλουδούσα, τί ἔν’ τ’ ἀργεῖς; Κάμε ν’ ἀναγαλλιάσω, βεργέτα με τὸ χέρι σου δουμάκι νὰ τὸ πιάσω, χαιρέτησέ με σπλαχνικὰ καὶ μετὰ μὲ θαρρέψου, ἔπαρ’ κι ἐσὺ καὶ δῶσ’ κι ἐμὲ δρόσος καὶ θαραπέψου. Μηδὲν ὀκνῆς καὶ κάμε το, ὅτι ὁ καιρὸς τὸ δίδει νὰ φᾶμε μὲ γλυκότητα τοῦ πόθου μας τ’ ἀπίδι.","εἶχε λέγοντα = είχε πει (κρητ. τύπος υπερσυντ. με μτχ. ενεστώτα) χιονάτη = λευκή σαν χιόνι [επίθ. χιονάτος] ἀξείκαστη = αφάνταστη, απερίγραπτη, απέραντη [επίθ. αξείκαστος] ἀπίδιν = αχλάδι ἐλάλειε = μιλούσε [λαλώ] ἐσυγέλα = χαμογελούσε [συγελώ] καὶ ὡς ἔγνωθα καὶ τὸ ’θελα κι ἐκεῖνες πὼς τὸ θέλα = και επειδή ένιωθα πως αυτό που ήθελα το ήθελαν κι εκείνες ἀποκοτιὰν = τόλμη, θάρρος παρατράπη = έχασε τα λογικά της [παρατρέπομαι] ἀπείτις = όταν (χρον. σύνδ.) ἐσίμωσα = πλησίασα [σιμώνω] παινώντα = επαινώντας (μτχ.) καλογνωμιάν = ευγένεια, καλοσύνη, καλή διάθεση ἀναγάλλιασή = χαρά, ευφροσύνη, ικανοποίηση καλόγνωμη = φιλική, ευγενική, καλοσυνάτη [επίθ. καλόγνωμος] πεθυμνιάν = επιθυμία προξενοῦσι = ευνοούν/διευκολύνουν την ένωση των ερωτευμένων, κάνουν προξενιό [προξεν(ευ)ώ] ἀλίμονον ὁπ’ ἀγαποῦν νὰ σκύφτου νὰ φιλοῦσι = αλίμονο στους ερωτευμένους που είναι υποχρεωμένοι να φιλιούνται σκυμμένοι! ὀγιὰ = ως (σε δήλωση ιδιότητας) κατακριμένο = αξιοκατάκριτο, καταδικαστέο [κατακριμένος, μτχ. παρακ. του κατακρίνομαι ως επίθ.] ἀναγαλλιάσω = χαρώ βεργέτα = χάρισε, δώρισε [προστ. του ρ. βεργετώ] δουμάκι = λίγο (ποσοτ. επίρρ.) σπλαχνικὰ = συμπονετικά, καλοπροαίρετα (τροπ. επίρρ.) δρόσος = δροσιά, ανακούφιση (μεταφ.) ὀκνῆς = αμελείς, καθυστερείς ὁ καιρὸς τὸ δίδει = το επιβάλλει η ευκαιρία/η στιγμή",,Ιστορία και όνειρο,Φαλιέρος Μαρίνος Ερωτικός διάλογος στο παράθυρο ανάμεσα στον ποιητή και την αγαπημένη (στ. 455-534),"Η τρίτη –και τελευταία– σκηνή του έργου ξεκινάει από τον στίχο 395. Στη σκηνή αυτή εμφανίζονται όλα τα πρόσωπα (Φαλιέρος, Αθούσα, Μοίρα, Ποθούλα) και συνομιλούν μπροστά σ’ ένα παράθυρο στο σπίτι της Αθούσας. Αποτελεί το σημαντικότερο μέρος του ποιήματος, μιας και πρόκειται για τον ερωτικό διάλογο του ποιητή με την αγαπημένη του. Στους στίχους 455-534 –κι ενώ στο μεταξύ η Μοίρα και η Ποθούλα μεσολαβούν για να πείσουν την Αθούσα να ενδώσει– η κόρη παρουσιάζεται επιφυλακτική και αντιστέκεται στην ορμή του ποιητή. Τον αναγκάζει να περιοριστεί μόνο στα λόγια, αν θέλει να αποδείξει ότι η αγάπη του είναι ειλικρινής. Τα δύο πρόσωπα ανταλλάσσουν σκέψεις για τον έρωτα και τη σχέση των δύο φύλων, με τον Φαλιέρο να μετέρχεται κάθε λεκτικό δόλωμα (τρυφερές προσφωνήσεις, γλαφυρές διαβεβαιώσεις) για να την κερδίσει. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 455-534 Α. Ἄσι με κι ἔχεις ὣς ἐδὰ πλιὰ παρὰ ποὺ τυχαίνει, ὅτι πολλάκις δείχνει ὁ νοῦς ἕναν καὶ ἀλλέως βγαίνει. Ὅλοι γιὰ τὴν ξεφάντωσιν τοῦ πόθου λιγωρᾶτε καὶ σὰν σᾶς τήνε δώσουσιν οὐδὲν τήνε ψηφᾶτε. Φ. Ὡς ἄγρια νύμφη μὄδειξες, σῶπα, ἄσι με τὴν ὥρα, βλέπω σε νὰ διανεύεσαι μὲ θαυμαστὴν ἐγνώρα. Καὶ ἀρέσει μου ν’ ἀποκοτᾶς, νὰ δείχνης καὶ φοβᾶσαι, μετὰ τὴν ξεκαθάριση πλιὰ θαρρετὴ γιὰ νά ’σαι. Α. Νά ’ναι ποτὲ νὰ μ’ ἀγαπᾶς ἴσα κι ἐμπιστεμένα ἐσὺ ποὺ δείχνεις καὶ ψοφᾶς καὶ λιγωρᾶς γιὰ μένα; Νά ’ναι ποτὲ νὰ μὲ λαλῆς μ’ ἀλήθεια καὶ μὲ φύση ἢ σὰν αὐτὸν ὁποὺ χαλᾶ τὰ πάσκει, ἀφεὶν τὰ κτίση; Φ. Κι ἐγὼ ὁ πτωχὸς ἐστέναξα κι ἐδάκρυσεν τὸ φῶς μου ἀκόντα τέτοιο ρώτημα παράξενον ὀμπρός μου· φιλώντα τὰ ματάκια της καὶ τά ’μνοστά της χείλη ἐπέφτασιν τὰ δάκρυα μου στ’ ὡριόν της τὸ τραχήλι. Γλυκιά, μὲ παραπόνεση, πολλὰ τῆς ἀπεκρίθη: Τί ἔν’ τὸ παράξενον αὐτὸ στὸ νοῦ σου ὁπὀγεννήθη, ὦ σπλαχνικό μου σκάνδαλο, γλυκὺ καὶ πειρασμέ μου, ἴντα δηγᾶσαι, τί ἔν’ τὸ λὲς στὲς ἀναγάλλιασές μου; Ρωτᾶς με ἂν ἔν’ καὶ σ’ ἀγαπῶ μὲ δίχως δολοσύνη; Ἄλλην οὐκ ἔχω παρὰ σέν. Τίς νὰ τὸ ξεδιαλύνη καὶ τέτοιον πράγμα μὲ λαλεῖς; Ἄδικον μέγαν ἔχεις νὰ θὲς νὰ δείχνης ἄγνωρη σ’ ἐκεῖνο τὸ κατέχεις. Τόσος καιρὸς δὲν σ’ ἔσωσεν οὐδὲ τὰ τόσα πάθη, ὁ νοῦς σου τὴν ἀγάπη μου ἀκόμη νὰ τὴ μάθη; Δὲ μὲ θωρεῖς, δὲν τ’ ἄκουσες μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη τὸ πὼς τὸν πόθο σου βαστῶ μ’ ὅλην τὴ δικιοσύνη; Ἀλίμονον, Ἀθούσα μου, σφάζεις με νὰ σ’ ἀκούγω καὶ ἀπὸ τὴν κάψα βλέπεις με ἐμὲν κι ἐσὲ νὰ λούγω. Α. Δὲν ἔν’ κακὸ ὁπὄχει νοῦν τ’ ἀνάντιο νὰ ντηρᾶται· ’ς τοῦτον ἂς εἶσαι θαρρετός: ὁπ’ ἀγαπᾶ φοβᾶται. Ἐμεῖς κρατοῦμε μετὰ σᾶς νά ’χωμε δικιοσύνη καὶ ὡσὰν θωρῶ δὲν ἔχετε σ’ ἐμᾶς ἐλεημοσύνη κι ἐσεῖς εἰς ὅ,τι φταίσετε ὅλα εἶν’ συμπαθημένα καὶ τὰ δικά μας ἔχετε πάντα κατακριμένα. Ὅλα σ’ ἐμᾶς τῶν ἄτυχων συμπέφτουσιν τὰ βάρη κι ἐκεῖνα τά ’χομε ντροπὴ ἔχετ’ ἐσεῖς καμάρι. Φ. Καὶ δὲ μὲ σώνει ὁ μποδισμὸς καὶ ὁ σφάκτης τῶν σιδέρω, μὰ μὲ τὲς δυσκολιὲς αὐτὲς μὲ κάμνεις ν’ ἀναφέρω τέτοιον καιρὸν τὸ δίκιο μου ὁπὄχω νὰ γυρεύγω ψυχούλα μου, νὰ σὲ φιλῶ καὶ νὰ σὲ κολακεύγω. Δὲν ξεύρεις καὶ ὅντε τρῶ τινὰς δὲν πρέπει νὰ δηγᾶται; Εἰς κάθεν λόγον μιὰ γουλιὰ χάνει καὶ δὲ γρικᾶται. Πῶς δὲ νοᾶς τὴν προτιμὴν τ’ ἀντρὸς κατὰ τὴν φύση καὶ κατὰ τὴν συνήθισιν, τὴν σαρκικὴν τὴν κρίση; Μὲ δίκιο πρέπει τὸ λοιπὸν νά ’ν’ τῆς ἀρσενικότης κυριότατον τὸ θέλημα, παρὰ τῆς γυναικότης. Ἀμ’ ἕνα πράμα τὰ κινᾶ: ὁπὄχει πλιὰ τὸν πόθο γοργότερα συγκλίνεται, ὅσο γρικῶ καὶ γνώθω. Α. Καλὰ λαλεῖς, ἀμ’ ἔπρεπε κριτὴς σ’ ἀλλότρια φύση ἢ θηλυκὸς γὴ ἀρσενικὸς θέλοντα νὰ τ’ ἀρτύση. Φ. Φρόνιμα λές, μὰ μέσα μας ἡ φιλεμένη κρίση ἂς γίνεται καὶ τῶν ἀλλῶν καθεεὶς ἂς ἀφήση. Ὦ πωρικό μου ἀχόρταγο καὶ τῆς καρδιᾶς μου τ’ ἄθος, μηδὲ φοβᾶσαι καὶ ἀπὸ μὲ νά ’ρθης ποτέ σου εἰς λάθος. Στὸν ἄνθρωπον τὸν ἄχρηστον τινὰς μὴ δώση θάρρη, σ’ αὐτὸ νὰ πῶ, ὀκαὶ τινὰς δὲν ἔχει τί νὰ πάρη. Ἴτις τὸ δὲν ἠξεύρομε ὡσὰν τὸ δὲ θωροῦμε ἐμᾶς τὸ γένος φυσικὰ μᾶς κάμνει ν’ ἀγαποῦμε. Κι ἐσὺ ὁπού ’σαι ὀμορφιά, στολίδι τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁπού ’σαι ὁμάδι μετὰ μὲν ’ς Κάστρον καὶ σ’ ἕναν τόπον, ὁπὄχεις τὸ κουφάρι μου τώρα γιαπὰς γεμάτο μοίραν ἀπὸ τοῦ πόθου μας τ’ ἀχόρταγο δροσάτο καὶ ὁποὺ κρατῶ καὶ ὁποὺ φιλῶ καὶ ὁποὺ περιλαμπάνω καὶ ὁπὄχω ἐλπίδα στὲς πικριὲς ὅλες μου νὰ γλυκάνω –καὶ περιπλιὸ τ’ ἀπόκρυφο καὶ πολυαγαπημένο, ἐκεῖνο τό ’χω πλιὰ ἀκριβὸ νὰ στέκω ν’ ἀνιμένω, καὶ ἄλλα πολλὰ τὰ δὲ μπορῶ, γλυκότατό μου ταίρι, ἔχει νὰ πῆ ἡ γλώσσα μου καὶ ὁ νοῦς μου ν’ ἀναφέρη– πῶς θέλει νὰ μηδὲν κρατῶ καὶ νὰ μηδὲν φυλάσσω μὲ πίστιν τὴν ἀγάπη μας τὴν τρέμομαι νὰ χάσω θυμώντας μὴ ἔρθω εἰς δυσκολιά, σ’ ἐκείνη τὴ βανία, καὶ πέσω στὴν ἀζιγανιά, ντηροῦμαι μὴ ἔν’ ἐννοία; Μ’ ἂν ἔναι νὰ φοβούμεστε καὶ τὴν τιμή σου ἐπῆρα, σοῦ φέρνω τὴν καλόγνωμην αὐτὴν τὴν ἴδια Μοίρα. Καὶ αὐτὸν τὸ μέσον ἔν’ καλὸ καὶ πρέπει νὰ κρατοῦμε καὶ τὸ λοιπὸν μηδὲν ἐβγῆς, κυρά μου: νὰ φιλοῦμε! Π. Καλὰ σοῦ λέγει· καὶ γιὰ ’γὼ δὲν ἔχω ν’ ἀπιστήσω, ἀφήνω σας καὶ πὰ νὰ δῶ καὶ πάλι νὰ γυρίσω.","Ἄσι = άσε [προστ. αορ. του ρ. αφήνω] ἐδὰ = τώρα (χρον. επίρρ.) πλιὰ = περισσότερο (ποσοτ. επίρρ.) τυχαίνει = ταιριάζει, πρέπει λιγωρᾶτε = ""πεθαίνετε"" από επιθυμία, υποφέρετε [ολιγωρώ] ψηφᾶτε = λογαριάζετε, υπολογίζετε διανεύεσαι = συμπεριφέρεσαι ἐγνώρα = γνώση ἀποκοτᾶς = τολμάς [αποκοτώ] Νά ’ναι ποτὲ = είναι άραγε δυνατό/μπορεί να είναι αλήθεια ψοφᾶς = ποθείς σφοδρά, πεθαίνεις από πόθο λιγωρᾶς = λιποθυμάς τὰ πάσκει = αυτά που προσπαθεί ἀφεὶν = αφού, όταν (χρον. σύνδ.) κτίση = αποκτήσει [κτίζω] φῶς = τα μάτια ἀκόντα = ακούγοντας (μτχ.) ’μνοστά = νόστιμα [επίθ. έμνοστος ή εύνοστος] ὡριόν = ωραίο τραχήλι = λαιμό σπλαχνικό = καλόψυχο, πονόψυχο [επίθ. σπλαχνικός] σκάνδαλο = πειρασμέ ἴντα = τι (ερωτημ. αντων.) ἀναγάλλιασές = χαρές, ευφροσύνες δολοσύνη = δόλο, πανουργία ξεδιαλύνη = διευκρινίσει, εξηγήσει ἄγνωρη = αχάριστη [επίθ. άγνωρος] κατέχεις = ξέρεις, γνωρίζεις κάψα = ζωηρό πόθο/έξαψη (μεταφ.) λούγω = λούζω ἀνάντιο = αντίθετο (ουδ. ουσιαστικοποιημένο επίθετο) ντηρᾶται = φοβάται, διστάζει [(ε)ντηρούμαι] συμπαθημένα = συγχωρεμένα κατακριμένα = καταδικαστέα, αξιοκατάκριτα [κατακριμένος, μτχ. παρακ. του κατακρίνομαι ως επίθ.] μποδισμὸς = εμπόδιο, παρεμπόδιση σφάκτης = δυνατός πόνος (συνήθως στα πλευρά) μὲ κάμνεις ν’ ἀναφέρω = με αναγκάζεις να μιλήσω τέτοιον καιρὸν τὸ δίκιο μου ὁπὄχω νὰ γυρεύγω = την ώρα που ασχολούμαι με το να γυρεύω το δίκιο μου κολακεύγω = χαϊδεύω, καλοπιάνω μιὰ γουλιὰ = μια μπουκιά, λίγο γρικᾶται = καταλαβαίνει [γρικώμαι] προτιμὴν = προτίμηση, ανωτερότητα τὴν σαρκικὴν τὴν κρίση = από σωματική άποψη θέλημα = ερωτική επιθυμία Ἀμ’ ἕνα πράμα τὰ κινᾶ = αυτό (δηλ. το δόγμα της αντρικής υπεροχής) αναιρείται από ένα πράγμα ὁπὄχει πλιὰ τὸν πόθο = όποιος αγαπάει πιο πολύ συγκλίνεται = υποχωρεί, συγκατανεύει, συμφωνεί σ’ ἀλλότρια φύση = ούτε άντρας ούτε γυναίκα ἀρτύση = τακτοποιήσει, κανονίσει [αρτύνω] φιλεμένη = αγαπημένη (μτχ.) πωρικό = φρούτο, οπώρα (ως προσφών. αγαπημένου προσώπου) ἄθος = λουλούδι, ομορφιά/στολίδι (μεταφ.) σ’ αὐτὸ νὰ πῶ = μ’ αυτή την έννοια το λέω, γι’ αυτό θέλω να πω Ἴτις = τόσο… όσο [ίτις... ωσάν] ἐμᾶς τὸ γένος φυσικὰ μᾶς κάμνει ν’ ἀγαποῦμε = μας προκαλεί την αγάπη ὁμάδι = μαζί (τροπ. επίρ.) Κάστρον = η πρωτεύουσα της Κρήτης, το Ηράκλειο κουφάρι = στήθος, κορμί, σώμα γιαπὰς = ιδίως, προπάντων (επίρρ.) περιλαμπάνω = αγκαλιάζω περιπλιὸ = ιδίως, επιπλέον (επίρρ.) ἀνιμένω = περιμένω, ελπίζω θυμώντας μὴ = φοβούμενος/σκεπτόμενος μήπως βανία = συκοφαντική κατηγορία για μοιχεία ἀζιγανιά = απάτη, δόλο ντηροῦμαι = φοβάμαι, διστάζω, δειλιάζω ἐννοία = σκοτούρα, μέριμνα καλόγνωμην = φιλική, ευνοϊκή [επίθ. καλόγνωμος]",,Ιστορία και όνειρο,Φαλιέρος Μαρίνος Η Αθούσα συγκρατημένη απέναντι στην ερωτική ορμή του ποιητή (στ. 599-614),"Η Αθούσα, που και στους προηγούμενους στίχους αντιστέκεται στην ερωτική ορμή του Φαλιέρου, συνεχίζει κι εδώ να είναι συγκρατημένη και επιφυλακτική. Το ακόλουθο απόσπασμα δείχνει πώς αντιδρά με σύνεση και λογική απέναντι στις υπερβολές του ποιητή. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 599-614 Α. Ὢ πόσο πρέπει ν’ ἀγαπᾶ τινὰς τὴν ἐδικήν του …. Φ. Ὅντε τὴν βλέπει φρόνιμη καὶ ὀρθὴ στὴν ὄρεξίν του. Α. Καὶ αὐτὸ τυχαίνει νὰ γενῆ γιὰ μιὰ μεριὰ καὶ γι’ ἄλλη καὶ ὁποὺ τοῦ λείπει τίβοτες κλωνάρι, νὰ τὸ βάλη. Φ. Ὦ πειρασμὲ τοῦ πόθου μου καὶ διώκτη τοῦ καλοῦ μου καὶ τὸ σκουλήκι τῆς καρδιᾶς καὶ ὁ ξηλωμός τοῦ νοῦ μου, τέτοιαν ἀγάπην δυνατὴ κι ἔτις ἐμπιστεμένη ’ς τοῦτον τὸν κόσμον, πίστεψε, δὲν ἔναι γεννημένη. Καὶ αὐτό, κυρά μου, τὸ πολὺ καὶ τὸ γλυκὺ τὸ ζῆλος μὲ μαρτυρᾶ μὲ πλιὰ καρδιά: τὴν ἔχομεν ἀλλήλως. Καὶ τὸ λοιπὸν καταλλακτὰ βαστάζομεν τὸν πόθο καὶ διακριμένη μετ’ αὐτὸ τὴν διαφορά μας γνώθω. Μά τὴν ἀλήθειαν ἔπρεπε, κυρά μου, ἀπὸ δικοῦ σου νὰ μ’ ἐσπλαχνίστης μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ κάλλη τοῦ κορμιοῦ σου. Ἂν ἔν’ καὶ μ’ ἐκοπιάσασι ὅλα μὲ δικιοσύνη, τυχαίνει τώρα πρὸς ἐμὲ νά ’ρθουν μὲ καλοσύνη.","Ὅντε = όταν (χρον. σύνδ.) καὶ ὁποὺ τοῦ λείπει τίβοτες κλωνάρι, νὰ τὸ βάλη = και όποιος υπολείπεται στο ελάχιστο, πρέπει να το προσθέσει/διορθώσει ξηλωμός = εμπόδιο, διάλυση, ματαίωση ἔτις = τόσο (ποσοτ. επίρρ.) ζῆλος = διακαής πόθος μὲ πλιὰ καρδιά = με περισσότερη καρδιά, πιο πρόθυμα καταλλακτὰ = αμοιβαία, εξίσου (τροπ. επίρρ.) ἐσπλαχνίστης = συμπονέσεις [σπλαχνίζομαι] ἐκοπιάσασι = κούρασαν, βασάνισαν [κοπιάζω]",,Ιστορία και όνειρο,Φαλιέρος Μαρίνος Η Αθούσα είναι επιφυλακτική και ζητά τη συνδρομή της Μοίρας και της Ποθούλας (στ. 657-680),"Η Αθούσα, που και στους προηγούμενους στίχους αντιστέκεται στην ερωτική ορμή του Φαλιέρου, συνεχίζει κι εδώ να είναι συγκρατημένη και επιφυλακτική. Στις υπερβολές του ποιητή, αντιδρά με σύνεση και λογική. Ομολογεί ότι φοβάται να πιστέψει τις ανδρικές υποσχέσεις και ζητά τη συνδρομή της Μοίρας και της Ποθούλας, προκειμένου να αποφασίσει σωστά για το ερωτικό της μέλλον. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 657-680 Φ. Καὶ ὁπ’ ἀγαποῦνται μετ’ αὐτὰ πληγώνουνται καὶ γιαίνου, ζοῦσι, κυρά, καὶ χαίρουνται καὶ δίχως φὰ χορταίνου. Α. Πολλὰ κατέχεις καὶ ἄφησ’ με. Φ. Θὲς πούρι νὰ σ’ ἀφήσω; Καὶ ἀπόκεις, συνοδούλα μου, δίχως σου πῶς νὰ ζήσω; Α. Μαγεύγου με τὰ λόγια σου καὶ πέφτω καὶ πλανοῦμαι, μὰ μ’ ὅλα αὐτεῖνα τοῦ ἀντρὸς τὲς δυσκολιὲς φοβοῦμαι. Φ. Ἤθελα νά ’χα τόσο νοῦ κι ἔτσι πιτήδεια γλώσσα ὡς ὅσον δίκιον ἔχουσι τὰ πάθη μου τὰ τόσα, ὅτι θαρρέσειν ἤθελα νὰ σὲ καταπονέσω καὶ μ’ ἕναν ἀχαμνὸ σκοινὶ νὰ πιάσω νὰ σὲ δέσω. Μὰ δὲ μπορῶ ν’ ἀντισταθῶ φοβώντα τὴ ζωή μου στὰ χέρια σου πολλὰ κλιτὴ τόσον καιρόν, ψυχή μου. Γιὰ ’γὼ καλλιά ’χω νὰ κρατῶ τὰ πάσχω σωπασμένα καὶ μ’ ἔργο πλιὰ γοργότερο νά ’ναι μαρτυρημένα. Α. Κι ἐγὼ πολλὰ τὸ ρέγομαι καὶ οὐδ’ ἄλλο θέλω τρόπον καὶ ἂς ἔρθωμεν στὴ μαρτυριὰ κι ἐμεῖς τῶν δυῶν ἀνθρώπων, σότα ’ν’ ἐδῶ κι ἡ θαρρετή, καὶ ἂς ἔν’ καὶ πλιὰ δική σου, καὶ ἂς ποῦν τὸ δίκιον πασανὸς καὶ ἂς ποῦσι τὰ γρικήσου. Π. Κι οἱ δυό σας δίκιον ἔχετε καὶ πασαεὶς κρατώντα τὸ δίκιον του καλύτερο δικάζεται ποθώντα. Ξύπνα κι ἐσὺ καὶ λάλησε. Μ. Ἄκουσα τὰ δηγᾶται καὶ ὁπὄχει δίκιο φαίνεται καὶ ποθομολογᾶται. Φ. Ἄκο τί λέγει, τὸ λοιπὸν μὲ χείλι καὶ μὲ μάτι, ἀλίμονον, Ἀθούσα μου, δεῖξε κι ἐσὺ κομμάτι.","γιαίνου = θεραπεύονται, γίνονται καλά [γιαίνω ως αμτβ.] φὰ = φαγητό κατέχεις = κρατάς στα χέρια σου, συγκρατείς, εμποδίζεις πούρι = πράγματι, αλήθεια (σύνδ., από την ιταλική λέξη pure) ἀπόκεις = από εκεί και πέρα, έπειτα, κατόπιν (χρον. επίρρ.) συνοδούλα = συντρόφισσα, συνοδοιπόρισσα(;) (η λέξη δεν απαντάται σε λεξικά) πλανοῦμαι = αποπλανούμαι αὐτεῖνα = αυτά [προσ. αντων. αυτείνος] πιτήδεια = ικανή, επιδέξια [επίθ. επιτήδειος] καταπονέσω = καταβάλω, νικήσω [καταπονώ] ἀχαμνὸ = χαλαρό, αδύνατο [επίθ. αχαμνός] κλιτὴ = σκυφτή, υπάκουη, ταπεινή [επίθ. κλιτός] ρέγομαι = επιθυμώ ποῦσι = πουν, λένε πασαεὶς = καθένας κομμάτι = κάτι, κατιτί, λίγο",,Ιστορία και όνειρο,Φαλιέρος Μαρίνος Το τέλος του ονείρου (στ. 713-757),"Όπως είδαμε στα προηγούμενα αποσπάσματα, η Αθούσα αντιστέκεται στην ερωτική ορμή του Φαλιέρου, όντας συγκρατημένη κι επιφυλακτική. Στις υπερβολές του ποιητή, αντιδρά με σύνεση και λογική. Ομολογεί ότι φοβάται να πιστέψει τις ανδρικές υποσχέσεις και ζητά τη συνδρομή της Μοίρας και της Ποθούλας, προκειμένου να αποφασίσει σωστά για το ερωτικό της μέλλον. Τελικά, στους στίχους 713-757 –και αφού η διαχυτική συμπεριφορά του Φαλιέρου δεν την πείθει για την ειλικρίνεια των αισθημάτων του– του ζητά να ορκιστούν σε ένα εικόνισμα και μόνο τότε αρχίζει να ενδίδει. Τη στιγμή που ετοιμάζεται να του ανοίξει την πόρτα, ο ποιητής ξυπνά από το τσίμπημα ενός ψύλλου και έτσι το όνειρο χάνεται άδοξα. Στριφογυρίζει ψάχνοντας να ξαναβρεί το όνειρό του, αλλά η ανατολή του ήλιου διώχνει κάθε ελπίδα. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ στ. 713-757 Φ. Ὁ τόπος καὶ ὁ σωστὸς καιρὸς μὲ τὴν πιδεξοσύνη δύνονται νὰ κατασαστοῦν μὲ διχωστὰς ὀδύνη. Σ’ ἐσένα στέκει καὶ ἄνοιξε. Σώνεις κι ἐσὲν κι ἐμένα, καὶ κάμε το, ψυχούλα μου, γοργὸ καὶ ἀγαπημένα. Καὶ ἂν ἔχεις πρὸς τὴν πίστη μου δειλίασιν καμία, θέλω σοῦ μόσει μὲ ψυχὴν καθάρια τώρα ’ς μία τὸ πὼς μὲ λόγον καὶ καρδιά, μὲ ὅλα μου τὰ ἤθη οὐδέποτέ μου μετὰ μέ, ψυχή μου, νὰ σ’ ἀρνήθη, οὐδέποτέ μου βούλομαι ’τι νὰ σ’ ἀζιγανέψω, μὰ πλιὰ παρὰ ποὺ τάσσομαι ὀλπίζω νὰ στερέψω. Α. Καλὰ καὶ νὰ κρατῶ τὰ λὲς νά ’ρχωνται ἀπ’ ἀγάπης καὶ ἀπὸ στεριότητα ψυχῆς, ἀπεὶν ἐποδιαντράπης, θέλω, γιὰ νά ’χωμεν καὶ αὐτὸν τὸν ὅρκο μαρτυρία, νὰ μόσης πρῶτα στὸν Χριστόν, δεύτερο στὴν Κυρία, ὅτι νὰ σὄναι ἡ τιμὴ γι’ ἀγάπη φυλαμένη καὶ ὁ εἷς τ’ ἀλλοῦ μας νὰ βαστᾶ ψυχὴν ἐμπιστεμένη. Φ. Οὐδ’ ἄλλο θέλω νὰ γενῆ. Κι ἐσὺ λοιπόν, Ποθούλα, φέρε γοργὸν τὸ κόνισμα, Χριστιανῶν τὴ βούλα, τύπωσε τὰ ’ρκωμοτικὰ ὅλα καὶ βούλωσέ τα καὶ μέσα στὸ σεντούκι σου βάλε καὶ κλείδωσέ τα. Π. Τώρα θωρῶ καὶ θὲ κοπῆ πᾶσα σας δυσκολία καὶ θέλετ’ ἔρθει ἀνέγνοιαστοι στοῦ πόθου τὴ φιλία. Α. Γονάτισε καὶ βάλ’ ἐδῶ τὴν χέρα σου καὶ μόσε. Φ. Μετὰ χαρᾶς· καὶ ἂν κάμνει χρειά, καὶ πλιότερα μοῦ δῶσε. «Μνέγω σου πρῶτα στὸν Χριστὸν καὶ στὴν Κυρὰ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ πάρη τὴν ζωὴν τούτην ὁ θάνατός μου, ν’ ἀποκρατῶ τὸν πόθο σου στεριὸν κι ἐμπιστεμένα». Μὰ ἤθελα καὶ ἀπὸ σὲ νὰ δῶ τὸ τάσσεσαι μοσμένα. Α. Κι ἐγὼ αὐτὸν τὸν ἔποικες ὅρκο μνέγω καὶ τάσσω ὄξω ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας ἄλλο νὰ μὴ λογιάσω. Φ. Ὦ Λουλουδούσα μου γλυκιά, ὦ τῆς καρδιᾶς μου πώρα, ἔχεις τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδιὰ ἀναπαημένη τώρα; Α. Οἱ δυσκολιὲς ἐκόπησαν καὶ ὁ φόβος ἀπορρίκτη καὶ ἡ ἀγάπη ἡμέρωσεν κι ἐδείκτησεν κι ἐσφίκτη. Φ. Καὶ μετ’ αὐτεῖνον τὸν σκοπὸν τὸ φίλημα, κυρά μου! Ὕπα ν’ ἀνοίξης κι ἔρχομαι μὲ τὴν ἐπεθυμνιά μου. Καὶ μέσα ’ς τούτην τὴν χαρὰν τὴν δὲ μπορῶ ξεικάσω, γιατ’ εἶχα τῶν πολλῶν χρονῶν τὴν πείναν νὰ χορτάσω, ἦλθεν εἷς ψύλλος ἄπονος κι ἐκαρδιοδάκασέ με καὶ ἀπὸ τὴν ἐξεφάντωσιν τὴν εἶχα ἐξύπνησέ με. Καὶ μεταφνίδιο ξύπνησα ὡσὰν παρατρεμμένος, ἐχώνουμουν κι ἐκρύβγουμου ὡσὰν ἀστοχισμένος. Κι ἐδῶθεν κεῖθ’ ἐγύριζα τάχατες νὰ γυρίση τ’ ὄνειρο πάλι πρὸς ἐμὲ νὰ μὲ παρηγορήση. Καὶ μὲ τὸ ξανακύλισμα ὁ ἥλιος ἐβγῆκε καὶ τοῦτο ὅλο τ’ ἄδικο ὁ ψύλλος μοῦ τὸ ποῖκε.","πιδεξοσύνη = επιδεξιότητα, ικανότητα κατασαστοῦν = κανονιστούν, τακτοποιηθούν [κατασάζομαι] μὲ διχωστὰς = χωρίς Σ’ ἐσένα στέκει = από εσένα εξαρτάται γοργὸ = γρήγορα (τροπ. επίρρ.) δειλίασιν = δισταγμό, αμφιβολία [η δειλίασις] θέλω σοῦ μόσει = θα σου ορκιστώ [(ο)μόνω: ορκίζομαι] ἤθη = συμπεριφορά, διάθεση, ψυχική δύναμη μετὰ μέ = θεληματικά, συνειδητά ἀζιγανέψω = εξαπατήσω [αζιγανε(γ)ύω] τάσσομαι = υπόσχομαι για τον εαυτό μου στερέψω = κρατήσω, φυλάξω ἀπεὶν = επειδή (αιτιολ. σύνδ.) ἐποδιαντράπης = φέρθηκες αδιάντροπα [αποδιαντρέπομαι] μόσης = ορκιστείς ἐμπιστεμένη = πιστή, έμπιστη, αφοσιωμένη [εμπιστεμένος, μτχ. παρακ. του εμπιστεύομαι ως επίθ.] κόνισμα = εικόνα βούλα = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Βουλοκέρι και σφραγίδα[πηγή: Wikimedia Commons] βουλοκέρι, σφραγίδα ’ρκωμοτικὰ = έγγραφα που επιβεβαιώνουν την παροχή όρκου, ένορκες γραπτές υποσχέσεις βούλωσέ = σφράγισε, κλείσε με βουλοκέρι σεντούκι = κασέλα, μπαούλο μόσε = ορκίσου κάμνει χρειά = χρειάζεται Μνέγω = ορκίζομαι Κυρὰ τοῦ κόσμου = η Παναγία στεριὸν = στέρεο, δυνατό [επίθ. στεριός] ἐμπιστεμένα = πιστά, αφοσιωμένα (τροπ. επίρρ.) τὸ τάσσεσαι μοσμένα = αυτό που έχεις ορκιστεί μνέγω καὶ τάσσω = ορκίζομαι και υπόσχομαι λογιάσω = σκεφτώ, λογαριάσω πώρα = οπώρα, φρούτο (εδώ ως προσφών. αγαπημένου προσώπου) ἀπορρίκτη = απομακρύνθηκε [απορίχνομαι] ἐδείκτησεν = αποδείχθηκε, αναδείχθηκε Ὕπα = πήγαινε [προστ. του υπάγω] ξεικάσω = περιγράψω εἷς = ένας ἐκαρδιοδάκασέ = δάγκωσε δυνατά [καρδιοδαγκάνω] ἐξεφάντωσιν = απόλαυση, ηδονή [η εξεφάντωσις] μεταφνίδιο = ξαφνικά (τροπ. επίρρ.) παρατρεμμένος = έχοντας χάσει τα λογικά μου ἀστοχισμένος = κακότυχος, κακομοίρης, άθλιος μὲ τὸ ξανακύλισμα = γυρίζοντας από δω κι από κει/στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι/ξαναπέφτοντας ποῖκε = έκανε, προκάλεσε [ποιώ]",,Ιστορία και όνειρο,Φαλιέρος Μαρίνος Abstract,"Ποίημα γραμμένο από τον Ιάκωβο Τριβώλη, κερκυραίο ποιητή, και τυπωμένο για πρώτη φορά το 1528 στη Βενετία. Εκτείνεται σε 313 τροχαϊκούς, κυρίως, οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και γράφτηκε για να εξυμνήσει τον Giovani Antonio Tagliapietra, τριήραρχο του βενετικού στόλου, που το 1520 προστάτευσε την Κέρκυρα από πειρατική επιδρομή.",,,Ιστορία του Ταγιαπιέρα,Τριβώλης Ιάκωβος Ο ηρωικός Βενετσιάνος (στ. 1-94),"Το ποίημα δημιουργήθηκε για να τιμήσει τη γενναιότητα του Βενετού Giovani Antonio Tagliapietra, ο οποίος το 1520 προστάτευσε την Κέρκυρα από πειρατική επίθεση. Εδώ ο ποιητής επαινεί τις πολεμικές ικανότητες του τριήραρχου του βενετικού ναυτικού και στη συνέχεια παρουσιάζει τα γεγονότα που έδωσαν την αφορμή για τη ναυμαχία. Ὦ Χριστὲ καὶ ποιητή μου, Ὁπωδῶσες τὴν ζωή μου, Χάρισαί μου καὶ τὴν χάρι Νὰ παινέσω τὸ λειοντάρι, Τὸν εὐγενῆ καὶ ἀνδρειωμένον. Φρόνιμον καὶ παινεμένον, Τοῦ κονσέγιου διαλεμένον, Σοπρακόμιν ἀξιωμένον Πὤχει τὴν ψυχὴν ὡς πάρδος, Καὶ τοῦ πρέπει ἔνας στεντάρδος Ὡς γιὰ τὴν ἀποκοτία Καὶ τὴν πρόθυμον καρδία, Πὤχει μέσα στὸ κορμί του Δὲν στιμάρει τὴν ζωή του. Οὐδὲ χρήζει αὐτὸς λουμπάρδαις Τούρκους μὲ ἀνακαράδες. Δὲν ψηφάει ταὶς σαΐταις, Σὰν ὁ φούρναρης ταὶς πήτταις, Ἀλλὰ οὐδὲ τὰ σκουτάρια, Μουσουλμάνων τὰ κοντάρια. Μόνον μέσα ὡς φαλκόνι Καὶ τοὺς Τούρκους θανατώνει. Ὅποιον σώσει τὸ σπαθί του Νὰ τοῦ πέρνῃ τὴν ζωή του. Ποίος τὸν εἶδε νὰ πολεμῇ Καὶ νὰ μὴ τὸν ἐπαινῇ; Μὲ τὸ εὐγενικὸν τὸ ἦθος Καὶ μὲ τὸ πλατὺ τὸ στῆθος, Τὸ πρόσωπο τ’ ἀγγελικὸ Τὸ ἔμορφο, τὸ ρωτικό; Μνέγω σας τὴν Παναγία, Χριστιανῶν τὴν μεσιτεία, Καὶ τὸν ἅγιον Νικόλα, Πὦνε βοηθὸς εἰς ὅλα· Καὶ Σπυρίδωνα τὸν μέγαν. Καθὼς ἤκουσα πὠλέγαν Κάλλιος ἔν’ παρ’ Ἀχιλλέας Καὶ ὁ ἀνδρειωμένος Αἴας. Τί ὁ Ἕκτωρ τῆς Τρωάδος, Ἢ ἐκεῖνος ὁ Ῥενάλδος; Τί Ὀρλάνδος ἄκουσμένος, Ποῦ ’τον ’ξ ὅλους διαλεμένος; Καῖ ὁ νοῦς μου ὅλος τρομάσει, Ποῦ νὰ τόνε σοὺσουμιάσῃ. Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα Σὰν αὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα Ποίος μπορεὶ νὰ πολεμήσῃ Τόσους Τούρκους ν’ ἀφανίσῃ. Καὶ ὁπου ’σαν εὐγαλμένοι Ξὲ δυὸ κάστρη διαλεμένοι; Διακόσιους Μουσουλμάνους, Σὰν ἐκείνους Καραμάνους, Νὰ τοὺς κόψῃ γιὰ μίαν ὥρα, Νὰ τοὺς πέψῃ στὴν κακὴ ὥρα. Ἔξω τὴν Ἀρβανιτία, Κ’ ἦτον ἄνεμος, εὐδία, Κ’ ἔρχοτον ’κ τὴν Σκλαβουνία Γιὰ τῆς ἀφεντείας τὴν χρεία, Βρέσκει ξύλο κουρσεμένο, Τὸ κατάρτι του παρμένο, Πῆράν του κ’ ἕνα παιδάκι Ἐδ’ ἐκεῖ στὸ καβολάκι Καὶ ῥωτάει τὸν θλιμμένον· Τίς τὸν ἔχει κουρσευμένον; Λέγει του ὁ Μόρος ἀσεβὴς Κ’ εἰς τὴ Δουράτσο νὰ τὸν βρῇς. Τότε στὸ Δουράτσο πάει Καὶ γιὰ τὸ παιδὶ ῤωτάει Καὶ ὡς τὸν εἶδαν ἐκ τὴν χώρα Ὅλοι εἰς μίο αὐτὴν τὴν ὥρα Ἄρπαξαν τὰ ἄρματά τους, Καὶ τὸν Μόρον συντροφιά τους. Καὶ ἀπὸ τὴν πολλή τους βία, Τὴν μεγάλην βιγωρία, Ξυπόλητοι οἱ ὠργισμένοι Ἐσεβαῖναν οἱ καϋμένοι. Ὡς καὶ ἕνας Μπαρζακάνος Μόρος, ποῦ ’τονε Σουριάνος Πῆγε μ’ ὅλη του τὴν γνῶσιν Κατεργάρους ν’ ἀγοράσῃ. Λέγει ὁ Μόρος· ἂν τοὺς πιάσω Ὅλους θέλω νὰ τοὺς κρεμάσω, Ὡς γιατὶ ὁ Μεεμέτης Γιὰ Χριστιανοὺς μᾶς γράφει ἐδ’ ἔτις, Εἴ τις σκοτώσει Χριστιανὸν Τὸν ἔχει φίλον ἐμπιστινόν. Καὶ ἂν ἑμᾶς σκοτώσουν πάλι Γινομέσθ’ ἅγιοι μεγάλοι. Καὶ γιὰ ταῦτο ἂς ἀνδρευθοῦμε Ἀπάνω τους νὰ βρεθοῦμε Χωρὶς πόλεμον καὶ σπαθὶ Ὁ καθείς τους νὰ χαθῇ. Ἔχω χιλίους πνιμένους Καὶ μυρίους σκοτωμένους.","κονσέγιου = συμβουλίου [το κονσέγιο] Σοπρακόμιν = τίτλος του βενετικού ναυτικού [ο σοπρακόμης] πάρδος = πάνθηρας στεντάρδος = λάβαρο, σημαία τὴν ἀποκοτία = την τόλμη, το θάρρος [η αποκοτιά] Δὲν στιμάρει = δεν υπολογίζει, δεν λογαριάζει [στιμάρω] λουμπάρδαις = κανόνια, ολμοβόλα [η λουμπάρδα] ἀνακαράδες = πολεμικά τύμπανα [ο ανακαράς] πήτταις = πίτες τὰ σκουτάρια = τις ασπίδες [το σκουτάριν] φαλκόνι = γεράκι σώσει = φτάσει, πλησιάσει [σώνω] Μνέγω = ορκίζομαι πὠλέγαν = που έλεγαν Κάλλιος = καλύτερος (επίθ.) ’ξ = από [πρόθ. εκ] σοὺσουμιάσῃ = προσομοιάσει [σουσουμιάζω] Ξὲ = από (πρόθ.) κόψῃ = σφάξει, θανατώσει (κόπτω) Ἀρβανιτία = Αλβανία εὐδία = καλοκαιρία, αιθρία Γιὰ τῆς ἀφεντείας τὴν χρεία = για την ανάγκη της εξουσίας, δηλ. της βενετικής δημοκρατίας ξύλο = πλοίο, καράβι [το ξύλον] κουρσεμένο = λεηλατημένο, ληστεμένο [κουρσεμένος, μτχ. μέσου παρακ. του κουρσεύω ως επίθ.] καβολάκι = ακρωτήρι ἀσεβὴς = αλλόθρησκος, που δεν είναι χριστιανός (επίθ.) εἰς τὴ Δουράτσο = στο Δυρράχιο ἐκ τὴν χώρα = από την πόλη εἰς μίο = μεμιάς, αμέσως, γρήγορα [επίρρ. εισμιόν ή ζιμιό] τὰ ἄρματά = τα όπλα (κάθε είδους) [το άρμα] βία = βιασύνη, σπουδή [η βία] βιγωρία = ορμή, ενέργεια Μπαρζακάνος = έμπορος Μόρος = Άραβας και γενικά Βορειοαφρικανός Σουριάνος = Σύριος Κατεργάρους = σκλάβους οι οποίοι κωπηλατούσαν στις γαλέρες, τα λεγόμενα κάτεργα [ο κατεργάρης] Μεεμέτης = τούρκικο όνομα ταυτόσημο με το αραβικό Μωάμεθ. Εδώ εννοεί τον προφήτη Μωάμεθ ἐδ’ ἔτις = έτσι ακριβώς (επίρρ.) ἐμπιστινόν = πιστό, αφοσιωμένο [επίθ. εμπιστινός] μυρίους = άπειρους, αναρίθμητους [επίθ. μυρίος]",,Ιστορία του Ταγιαπιέρα,Τριβώλης Ιάκωβος Ο Ταγιαπιέρα κατατροπώνει τους πειρατές (στ. 95-200),"Αφού ο ποιητής έπλεξε το εγκώμιο του Ταγιαπιέρα και έδωσε το στίγμα των γεγονότων που οδήγησαν στη συμπλοκή, στο ακόλουθο απόσπασμα περιγράφει με ιδιαίτερη θεατρικότητα τη ναυμαχία. Νὰ σᾶς ’πῶ καὶ ἄλλο πάλι Ὅτι ἡ φούστα ’νε μεγάλη. Ἔνε εἴκοσι δυὸ παγκῶν Καὶ τί φοβᾶστε τῶν Φραγκῶν; Καὶ εἰς μία ὅσοι κι’ ἂν ἦσαν Ὅλοι ἐσαλαβατίσαν, Καὶ ἀσηκῶσαν τὰ σαντσάκια, Καὶ βαροδέσαν τὰ τουμπάκια. Καὶ φωνάζασι μεγάλα, Λέγοντας ἐτοῦτα κι’ ἄλλα: «Καρτερεῖτε δὰ, Φραγκάκια, Μὲ τὰ κούντουρα βρακάκια.» Κ’ ἔδραμαν μὲ βιγωρία Ὡσάν τ’ ἄγρια θηρία. Καὶ ὁ λέων ὡς τοὺς εἶδε Μὲ τοὺς ἐδικούς του ἐμίλειε· ─« Ὦ Ῥωμαῖοί μου ἀνδρειωμένοι, «Τοῦ πολέμου μαθημένοι, «Σήμερον ἂς ἀνδρευθοῦμε, «Ὅλοι μας νὰ τιμηθοῦμε, «Σὰν ἐκάμναν οἱ παλαῖοι «Ἄνδρες οἱ ὠνομασμένοι, «Ὁποῦ διὰ τὴν τιμή τους «Δὲν ψηφοῦσαν τὴν ζωή τους. «Δίδει μου καὶ ἡ ψυχή μου «Ὅτι φούστα ’νε δική μου. «Μόνον μὲ ἀποκοτία «Νὰ τοὺς δώσωμε γιαμία. «Πρῶτος εἶμαι ν’ ἀπηδήσω «Τοὺς μισοὺς νὰ ἀφανίσω. «Νὰ ἰδῆτε τὸν Ταγιαπιέρα «Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα «Πῶς ξεύρει νὰ πολεμίζῃ, «Καὶ τοὺς Τούρκους ν’ ἀφανίζῃ. «Μόν’ καὶ σεῖς ὅλοι, ἀδελφοί μου, «Καὶ συντρόφοι ἐδικοί μου, «Κάμετε ὡς ἀνδρειωμένοι «Νὰ βρεθοῦμε κερδεμένοι «Ὅλοι ἀπὸ μίαν γνώμη, «Ἀρχινῶντας ἐκ τὸν κόμη.─» Εἶπαν: «εἰς τὸν ὁρισμό σου Ν’ ἀποθάνωμεν ὀμπρός σου.» Τότες ἔδειξε τὶ φεύγει Κ’ εἰς τὸ πέλαγος ἐδιέβη. Καὶ ὡς τὸν εἶδαν τὰ Τουρκάκια Τὶ χαραὶς μὲ τὰ τουμπάκια, Καὶ, καστὶ καοὺρ, φωνάζαν, Καὶ ξοπίσω τοῦ χουγιάζαν Καὶ εἰς μία ’ς αὐτοὺς γυρίζει Καὶ τὸν πόλεμον ἀρχίζει. Τίς πορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ Τὸν πόλεμον νὰ μετρήσῃ Πὤκαμεν ὁ Ταγιαπιέρας Τὸ ταχὺ ὥς τῆς ἐσπέρας. Πρῶτον δίδει τὴν λουμπάρδα Καὶ τῆς πέρνει τὴν μία μπάντα· Καὶ εἰς μία τὴν βιστιρία Καὶ τῆς πέρνει τὰ κουπία. Καὶ οἱ Τούρκοι ὡς παλληκάρια Ἐμαλώναν μὲ δοξάρια, Λέγω καὶ μὲ τὰ σκεπέτα Π’ ἀπερνοῦσαν τὰ ἐλμέτα. Τότες ὁ λέωντας ἐβρυχίστη Τοὺς συντρόφους του ὠργίστη· Λέγει τούς. «Τί καρτερεῖτε; Τί στέκετε καὶ θωρεῖτε; Μέσα ὅλοι σὰν λειοντάρια Νὰ τοὺς πάρω σὰν γομάρια.» Καὶ εἰς μίο πρῶτος εἰσεβαίνει, Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς σκοτώνῃ· Τὸν ἀδελφὸν τοῦ Μπουταλᾶ Εἰς μίο τῷ χύσε τὰ μυαλὰ Καὶ τὸν Μπουταλὰ Ῥαΐζη Μέσα εἰς δύο τόνε θερίζει. Εἶδαν τ’ ἄδικο οἱ κουμπάνοι Ποῦ κατεργοκύρης κάμνει. Πέρνουν τόσην βιγωρία Τ’ εἰσεβαίνουν σὰν θηρία. Καὶ οἱ Τούρκοι ποῦ ’σαν μέσα Ὅλοι ἔφριξαν καὶ ’τρομάσα. Λέγω κείνην τὴν ἡμέρα Μηδενεὶς ἐκ τὸν Ταγιαπιέρα Τὶς μπορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ Τὸ αἷμα πὤτρεξεν ὡς βρύσι, Καὶ τοῦ πολέμου ταὶς σπαθιαὶς Ποῦ δὲν ἐγίνηκαν ποτές. Δὲν εἶν’ τούτα μὲ φωτία, Μὰ χέρια μὲ τὰ σπαθία, Ποῦ τὸ εἶδεν μὲ τὰ μάτια Πῶς τοὺς ἔκαμεν κομμάτια. Κεφαλαὶς, χέρια, καὶ πόδια Νὰ χωρίζῃ ἐκ τὰ καράδια. Τότ’ οἱ Τούρκοι ἐτσακιστῆκαν, Καὶ στὰ ἄρμενα ἐμπῆκαν Γιὰ νὰ φύγουν οἱ καϋμένοι, Λαβωμένοι, σκοτωμένοι. Κ’ ἕνας ἀπὸ τοὺς κουμπάνους Πά, καὶ κόφτει τους τοὺς μάντους, Καὶ τὰ ἄρμενα ἐπέσαν Καὶ τοὺς Τούρκους ἐπλακῶσαν Κ’ ἐδ’ ἐκεῖ ἐκατέσφαξάν τους Ὅλους, καὶ θανάτωσάν τους. Τότες μίο τὴν φούστα δένει, Κ’ ἐξοπίσω τοῦ τὴν σέρνει. Καὶ οἱ Τούρκοι πὠκαρτεροῦσαν Στὸ Δουράτσο, καὶ θωροῦσαν","ἐσαλαβατίσαν = μαρτύρησαν την πίστη τους σαντσάκια = λάβαρα, πολεμικές σημαίες [το σαντσάκι ή σαντζάκι] τουμπάκια = ταμπούρλα, τύμπανα μεγάλα = δυνατά, με παρρησία (επίρρ.) κούντουρα = κοντά [επίθ. κούντουρος] ἔδραμαν = έτρεχαν ὡς = μόλις, όταν (χρον. σύνδ.) Δὲν ψηφοῦσαν = δεν λογάριαζαν, δεν υπολόγιζαν [ψηφώ] ἀποκοτία = τόλμη, θάρρος [η αποκοτιά] Νὰ τοὺς δώσωμε = να τους επιτεθούμε, να τους χτυπήσουμε γιαμία = διαμιάς, αμέσως (επίρρ.) ἀπὸ μίαν γνώμη = με μία διάθεση/ψυχική κατάσταση ἐκ τὸν κόμη = από τον κυβερνήτη του πλοίου (ο Ταγιαπιέρα ενν. τον εαυτό του) [ο κόμης] τὶ = ότι τουμπάκια = ταμπούρλα, τύμπανα καστὶ καοὺρ = φράση που σημαίνει περίπου «τρέξτε, γκιαούρηδες» πορεῖ = μπορεί ταχὺ = πρωί ὥς τῆς ἐσπέρας = μέχρι το βράδυ δίδει τὴν λουμπάρδα = ρίχνει κανονιά, κανονιοβολεί [φρ. δίδω λουμπάρδες· η λουμπάρδα: κανόνι, ολμοβόλο] μπάντα = πλευρά του πλοίου βιστιρία = χτύπημα, ιδίως σε σύγκρουση πλοίων [η βιστιρία] δοξάρια = τόξα [το δοξάριν] σκεπέτα = τουφέκια ἐλμέτα = κράνη [το ελμέττο] καρτερεῖτε = περιμένετε [καρτερώ] θωρεῖτε = βλέπετε [θωρώ] γομάρια = όνους, γαϊδούρια [το γομάρι] τ’ ἄδικο = τη ζημιά, τη βλάβη κουμπάνοι = σύντροφοι [ο κουμπάνος ή κομπάνιος] κατεργοκύρης = κυβερνήτης πλοίου βιγωρία = ορμή, δύναμη καράδια = καβάδια, ανδρικό ένδυμα στα χρόνια της τουρκοκρατίας, σαν καφτάνι [το καβάδιν] στὰ ἄρμενα ἐμπῆκαν = έκαναν πανιά, «αποπλεύσαν» [το άρμενον: ιστίο, πανί πλοίου] τοὺς μάντους = τα στηρίγματα για τα πανιά [ο μάντος (ναυτ.)] μίο = αμέσως, γρήγορα [επίρρ. (ζι)μιό] Δουράτσο = Δυρράχιο (βλ. και σχόλιο στον στ. 66, 1ο απόσπ.)",,Ιστορία του Ταγιαπιέρα,Τριβώλης Ιάκωβος Νίκη και έπαινοι (στ. 201-300),"Ο Ταγιαπιέρας κατατροπώνει τους αντιπάλους του μετά από σφοδρή μάχη. Ο ποιητής, για ακόμη μια φορά, εξαίρει τις ικανότητες και τα κατορθώματα του βενετού ναυάρχου και προτρέπει τις αρχές της Βενετίας να τον τιμήσουν με ανάλογα αξιώματα. Παράλληλα, δίνει και το χρονικό στίγμα των γεγονότων: το έτος 1520. Πῶς τὸ κάτεργον νὰ πάρουν Στὸ Δουράτσο νὰ τὸ φέρουν, Βλέποντας πῶς τὴν ἐπῆρε Κ’ ἐκ τὴν πρύμνην τὴν ἐσύρε, Ἄρχισαν τὸ βάϊ βάϊ, Νἄχουν καὶ τὸ καταλάει. Γι’ αὐτὸ, ἀφένταις Βενετσιάνοι, Ποῦ βαστᾶτε τὸ στεφάνι Κ’ ἦστεν στὴν χριστιανοσύνη, Ζύγι στὴν δικαιοσύνη, Ὅλοι σήμερον χαρῆτε, Τὸν θεὸν εὐχαριστεῖτε, Πὤχετε τέτοιο λειοντάρι, Εἰς τὸν κόσμον γία καμάρι. Ὦ μεγάλη ἡ ἀφεντεία, Λαμπροτάτη Βενετία, Δότε του τιμὴν καὶ πλούτη Γιὰ τὴν νίκην τὴν ἐτούτη. Π’ αὐτὸς πρέπει ν’ ἀρματώνῃ, Ποῦ ’σεβαίνει σὰν φαλκόνι, Καὶ συντρίβει καὶ χαλάει Τούρκους ’ς ἕνα ’ς ἄλλο πλάϊ. Καπετάνο δὲ βεντούρα Κάμετέ τον διὰ τὴν ὥρα, Καὶ νὰ ἰδῆτε τί νὰ κάμῃ Τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἀποθάνῃ. Καὶ μικροί τε καὶ μεγάλοι Γιὰ νὰ σᾶς τρομάξουν ὅλοι. Ν’ ἀφανίσῃ τοὺς κουρσάρους, Τούρκους καὶ τοὺς Κατελάνους, Ὁποῦ ὡς μέσα στὸ Κασσώπη ’Χμαλωτίζονται οἱ ἀνθρῶποι. Θέλεις ἀπὸ Μεσσηνέζους, Καὶ γαϊδάρους Καλαβρέζους, Ὥς καὶ ἀπὸ τὴν Χιμάρα Πᾶσα μέρα τὴν ἀντάρα. Ἂς ἀφήσωμεν Ἀρτινιώταις, Στὴν στερῃὰ τοὺς Ἀρβανίταις, Ἕως τὸ Κοντυλονῆσι Τίς ν’ ἀκούσῃ νὰ μὴν φρίσσῃ; Καὶ τινὰς δὲν συντυχαίνει Εἰς ἐκεῖνα τὸ συμβαίνει. Ὦ θεόργιστοι Καλαβρέζοι, Καὶ ἀνταμό σας οἱ Πουλιέζοι, Ἀμπρουτσάνοι καὶ Ἀσκουλάνοι, Καὶ γαϊδάροι Μαρκεζάνοι, Μαζωχθῆτε, προσκυνεῖτε, Τὸν θεὸν παρακαλεῖτε Νὰ βοηθάῃ τὸ λειοντάρι Ποῦ σᾶς ἔκαμε τὴν χάρι Ποῦ σᾶς ἔγλυσε ἐκ τοῦ Μόρου, Τοῦ ἀνόμου τοῦ κουρσάρου. Ὁποῦ τώρα ἂν εἶχε γλύσει Ὀξ’ ἐσᾶς δὲν εἶχε ἀφήσει. Καὶ γυναίκαις καὶ παιδία Ἔπερνε στὴν Βαρβαρία Καὶ ὅσοι εἶστεν στὸν Ἀγκῶνα Ἤφερέ σας στὸν Αὐλῶνα. Γι’ αὐτὸ ὅλοι μαζωχθῆτε Καὶ ζωγράφο νὰ εὑρῆτε Νὰ σᾶς κάμῃ μίαν εἰκόνα Νὰ τὸ λέτε εἰς τὸν αἰῶνα. Γράφετε καὶ τ’ ὄνομά του Καὶ τὰ κατορθώματά του, Πῶς εἰς χρόνους τοὺς χιλίους Εἴκοσι πεντακοσίους, Ἄν ἔλειπε ὁ Ταγιαπιέρας, Εἶστεν ὅλοι τῆς κακῆς ὥρας, Εἶστεν ὅλοι ἀποθαμένοι, Καὶ ὡς σκλάβοι πουλημένοι. Καὶ ἡμεῖς ἐκ τὴν Κερκύρα Γιὰ ταὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα Τὸν θεὸν παρακαλοῦμε· Σὲ τιμὴν νὰ τὸν ἰδοῦμε Ὡς ὀρέγετ’ ἀπατός του Καὶ νὰ σπάσῃ ὁ ἐχθρός του Νἄχῃ πάντοτε ὑγεία, Πλοῦτον καὶ εὐημερία. Νὰ χαρῇ καὶ ν’ ἀφεντέψῃ, Τοὺς ἐχθρούς του νὰ παιδέψῃ Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἐπαινέσει, Κακὸν θάνατον νὰ δώσῃ. Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἀγαπάει, Φάγουσα νὰ τόνε φάῃ. Κάμειν ἤθελα καὶ ἄλλα Ποῦ τοῦ πρέπουσι μεγάλα, Ἀμὴ ὁ νοῦς ἦν συγχισμένος Στὴν τοᾶναν ἔνε βαλμένος. Καὶ καλὸ τὸ γύρισμά του Νὰ γενῇ στὸ θέλημά του Μὲ δεκαπέντε συλλαβαίς, Ποῦ ’νε ἔμορφαις καὶ ἀκριβαίς. Ἄλλο τίποτε γιὰ τώρα Δὲν γράφω κατὰ τήν ὥρα. Ὁ θεὸς νὰ τοῦ δώσῃ χρόνους, Καὶ χίλιαις χιλιάδες θρόνους· Νὰ τὸν ’δῶ καὶ προβεδόρο, Ὡσὰν εἶδα καὶ τὸν Μόρο, Λέγω τὸν μισὲρ Μπαστία Πὦνε δὰ στὴν Βενετία.","κάτεργον = πολεμικό πλοίο, γαλέρα Δουράτσο = Δυρράχιο (βλ. και σχόλιο στον στ. 66, 1ο απόσπ.) βάϊ βάϊ, = επιφώνημα θλίψης, έκπληξης ή και χαράς/ευχαρίστησης καταλάει = καταλάγιασμα, κατευνασμό [το καταλλάγι] ἀφένταις = άρχοντες (ως προσφ. τιμής ή σεβασμού) ἀφεντεία = βενετική δημοκρατία φαλκόνι = γεράκι κουρσάρους = πειρατές, ληστές [ο κουρσάρος] Κατελάνους = Καταλανούς, κατοίκους της Καταλωνίας στην Ισπανία Πᾶσα = κάθε (αντων., όμοια και στα τρία γένη) ἀντάρα = αναταραχή Ἀρβανίταις = Αλβανούς, κατοίκους της Αλβανίας [ο Αρβανίτης] φρίσσῃ = νιώθει φρίκη δὲν συντυχαίνει = δεν μιλάει, δεν λέει [συντυχαίνω] ἀνταμό = μαζί (επίρρ.) ἔγλυσε = γλίτωσε, έσωσε [γλύω ή εγλύω] Ὡς ὀρέγετ’ = όπως επιθυμεί [ορέγομαι] ἀπατός του = αυτός ο ίδιος [αντων. απα(υ)τός] ν’ ἀφεντέψῃ = να εξουσιάσει, να κυβερνήσει [αυθεντεύω] ὁποῦ = όποιος (αναφ. αντων.) Φάγουσα = έλκος, γάγγραινα Ἀμὴ = αλλά, όμως (αντιθ. σύνδ.) Στὴν τοᾶναν = στο τελωνείο ἀκριβαίς = α) προσφιλείς, αγαπημένες ή β) ακριβείς, λεπτολόγες [επίθ. ακριβός] θρόνους = εδώ μάλλον ενν. αξιώματα",,Ιστορία του Ταγιαπιέρα,Τριβώλης Ιάκωβος Ο Τριβώλης δίνει το παράδειγμα (στ. 301-312),"Ο ποιητής ως επίλογο δηλώνει ευθαρσώς και δημόσια την προτίμησή του στην καθομιλουμένη γλώσσα. ─Ἀπὸ μένα τὸν Τριβώλη Ἐγεννήθη ἡ ῥήμα ὅλη, Κ’ εἰ τινὸς οὐδὲν ἀρέσει, Ἄλλη ἂς κάμῃ κι’ ἂς παινέσῃ. Ἔγραψα καὶ τύπωσά το Κ’ εἰσὲ ῥήμαν ἔβαλά το, Νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἀνδρωμένοι, Τοῦ πολέμου οἱ μαθημένοι, Καὶ νὰ τυπαίνουν καὶ αὐτῆνοι. Οἱ ἀνήξευροι μεσχίνοι, Εἰς τὸν πόλεμον λειοντάρια Ἄνδρες τε καὶ παλληκάρια.","ῥήμα = ομοιοκατάληκτο ποίημα [η ρίμα] εἰ τινὸς = αν σε κάποιον ῥήμαν = εδώ η ομοιοκαταληξία ἀνήξευροι = αδαείς, άπειροι [επίθ. ανήξευρος] μεσχίνοι = οι ταλαίπωροι άνθρωποι, οι δυστυχείς [επίθ. μεσχίνος, εδώ ως ουσ.]",,Ιστορία του Ταγιαπιέρα,Τριβώλης Ιάκωβος Abstract,"Είναι ένα από τα τρία σωζόμενα θεατρικά έργα του Χορτάτση (τέλη του 16ου αιώνα), επίσης έμμετρο, και ανήκει στο είδος της κωμωδίας, που αντλεί τα μοτίβα της πλοκής του και την πλούσια πινακοθήκη των ηρώων του από την ιταλική commedia erudita. Το ερωτευμένο ζευγάρι αντιμετωπίζει το εμπόδιο του γέρου Αρμένη που θέλει να απολαύσει ερωτικά την κοπέλα, αλλά στο τέλος αποδεικνύεται πατέρας της και το έργο τελειώνει μέσα σε γενική χαρά.",,,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Πρωινή καντάδα στην αγαπημένη (A 1-30),"Στην αρχή του έργου παίρνουμε τις πρώτες πληροφορίες για τον τόπο και τον χρόνο της υπόθεσης: βρισκόμαστε έξω από το σπίτι της αγαπημένης ενός νέου, ο οποίος εμφανίζεται μαζί με τον υπηρέτη του, και είναι νωρίς το πρωί, σύμφωνα με τις επιταγές της αναγεννησιακής θεωρίας του θεάτρου. Ήδη από τους πρώτους αυτούς στίχους καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για έναν σοβαρό ερωτευμένο που ήρθε να κάνει καντάδα στην καλή του, συνοδευόμενος από τον κοιλιόδουλο και γελοίο δούλο του. ΑΤΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΕΝΑ ΠΡΩΤΗ Νικολὸς καὶ Κατζάραπος μὲ τὴν κιτάρα. ΝΙΚΟΛΟΣ Ἔ μας ἐπά, Κατζάραπε, στὸ σπίτι τῆς κερᾶς μου, κι’ ἄν ἤξερες πῶς ἅφτουσι τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς μου καὶ πῶς τρέμουν τὰ μέλη μου, κρίνω πὼς μ’ εἶχες κλαίγει κι’ ἀλύπητη τὴ μοίρα μου κι’ ἄπονη εἶχες λέγει, γιατὶ δὲ βλέπω τά ’μορφα καὶ πλουμιστά της κάλλη τὴ σκότιση νὰ διώξουσι τοῦ νοῦ μου τὴ μεγάλη. Ποῦ ’σαι, Κασσάντρα μου ἀκριβή, ποῦ ’σαι καὶ δὲν προβαίνεις νὰ σβήσης τσῆ καημένης μου καρδιᾶς τσῆ πληγωμένης τὴ λαύρα κι’ ὅλους τοὺς καημοὺς μόνο μὲ τὴ θωριά σου; κι’ ὁ νοῦς μου ὁ φοβιζάμενος, γρικώντας τ’ ὄνομά σου, νὰ διώξη τὴν τρομάρα μου, κι’ ἀπὸ ’δεπὰ μὲ πλήσο δρόσος καὶ περιδιάβαση σπίτι μας νὰ γυρίσω; Σονάροντας τὴν κιτάρα. Ρίμες. Πρόβαλε, κορασίδα μου, πρόβαλε νὰ σὲ ἰδοῦσι τὰ μάτια μου τοῦ ταπεινοῦ νὰ παρηγορηθοῦσι, πρόβαλε, δῶσ’ τωνε τὸ φῶς, σὰν ἤσου μαθημένη, μὲ τὴ γλυκιά σου τὴ θωριά, ψυχή μου ἀγαπημένη. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Πρόβαλε, ναῖσκε, πρόβαλε, μηδὲν ἀργῆς, κερά μου — τοῦτα τὰ λόγια τ’ ἄνοστα πῶς τὰ μισᾶ ἡ κοιλιά μου! Κοιμᾶσται θέλει ἀληθινά, γιὰ κεῖνο δὲν προβαίνει· δὲν ἐκαλοξημέρωσε καὶ θές τη σηκωμένη νὰ στέκη νὰ σὲ καρτερῆ νὰ ἰδῆ τὸ πρόσωπό σου, σὰ νὰ μὴν εἶχε λογισμὸ παρὰ τὸν ἐδικό σου; Τούτη τὴν ὥρα κάθεεἶς γλυκότατα κοιμᾶται κι’ ἀναπαμένος μηδεμιὰ δουλειά του σκιὰς θυμᾶται, κι’ ἐμεῖς ἐσηκωθήκαμε σύναυγα σὰ χαλκιάδες κι’ ἐπὰ στὴ ρούγα ἦρθαμε νὰ λέμε πελελάδες. Σκιὰς κολατσιὸ ἄς εἴχαμε κάμει, μὰ τ’ ἄντερά μου βουρβουρακιάζουν καὶ πονοῦν, καὶ μάχετ’ ἡ κοιλιά μου. Τοῦτες δὲν εἶν’ καλὲς δουλειές, μηδεποσῶς μ’ ἀρέσου· βλέπεσε, μὴν τὶς κάμης πλιό, ἂ μ’ ἀγαπᾶς ποτέ σου.","κερᾶς = αγαπημένης, «καλής» ἅφτουσι = ανάβουν κρίνω = θεωρώ, νομίζω εἶχες κλαίγει = θα με έκλαιγες σκότιση = ζάλη θωριά = εμφάνιση ’δεπὰ = εδώ πλήσο = πολύ δρόσος = ευχαρίστηση περιδιάβαση = ψυχαγωγία, διασκέδαση Σονάροντας = παίζοντας ναῖσκε = ναι, βέβαια Κοιμᾶσται θέλει = θα κοιμάται λογισμὸ = έγνοια, σκέψη κάθεεἶς = καθένας σκιὰς = καν, τουλάχιστον σύναυγα = πολύ νωρίς, με την αυγή χαλκιάδες = τεχνίτες του χαλκού ρούγα = α) δρόμος, σοκάκι, β) συνοικία, γειτονιά πελελάδες = τρέλες, ανοησίες Σκιὰς = τουλάχιστον, έστω κολατσιὸ = πρόγευμα βουρβουρακιάζουν = γουργουρίζουν βλέπεσε = πρόσεχε",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Η παρωδία μιας καντάδας (A 115-144),"Πρόκειται για το τέλος της πρώτης σκηνής του έργου, από την οποία έχουμε δει και τους τριάντα πρώτους στίχους. Ο Νικολός έχει πια περιγράψει στον υπηρέτη του Κατσάραπο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στον αμοιβαίο έρωτά του με την Κασσάντρα εξαιτίας της φιλαργυρίας της μητέρας της, που θέλει να την δώσει στον πλούσιο γέρο Αρμένη, και απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει, αν ο Κατσάραπος δεν επιστρατεύσει όλες του «τις πονηριές» και τη «φρόνεψη» για να τον βοηθήσει (στ. 113-114). Στρέφεται, στη συνέχεια, στο παράθυρο της κοπέλας, για να κάνει την καντάδα του, την οποία παρωδεί συγχρόνως ο υπηρέτης. Εἰς τοῦτο στέκει ὁ Κατζάραπος καὶ πενσάρει, κι’ ἀπόκεις λέγει: ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Ἐμένα, ἀφέντη, φαίνεται στὸ σπίτι μας νὰ πᾶμε νὰ βροῦμε τίβοτας καλὸ ὁλονομπρὸς νὰ φᾶμε κι’ ὕστερα, σὰ χορτάσωμε, τς ἀναπαγῆς μας πάλι ρεμέδιο ’ς τούτη τὴ δουλειὰ θέλομε βρεῖ τὴν ἄλλη. ΝΙΚΟΛΟΣ Καλύτερη ἀπόκριση δὲν ὄλπιζ’ ἀπὸ σένα, φαγὰ καὶ κακορίζικε. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Στὸ λογισμό μου ἐμένα, στράτα καλὴν ἀληθινὰ ποιός ἄνθρωπος νὰ γνώση πεινώντας δύνεται, ἢ βουλὴ τινὸς ἀλλοῦ νὰ δώση; Μὰ κάμε σὰ σοῦ φαίνεται. ΝΙΚΟΛΟΣ Λίγο νὰ τραγουδήσω θέλω σὲ τοῦτο τὸ στενό, μήπως νὰ τὴν ξυπνήσω, στὸ παραθύρι της νὰ βγῆ νὰ μὲ παρηγορήση καὶ τῆς καημένης μου καρδιᾶς τὸν ὀφανὸ νὰ σβήση. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Κάμε καθὼς σοῦ φαίνεται, κι’ ἐγώ, στὸ μέσο τοῦτο, θέλω συρθῆ σὲ μιὰ μεριὰ νὰ παίζω τὸ φιαοῦτο μ’ ἕνα κομμάτι ποὺ βαστῶ μέσα εἰς τὴν μπουζνάρα ἀπόχτιν ἀγριμερικό. Χτύπα την τὴν κιτάρα, μὰ πλιὰ καλλιά σου νά ’θελες τρώγει κι’ ἐσύ, καημένε, γιατὶ ἄλλο σὰν τὸ φαγητὸ πράμα γλυκὺ δὲν ἔναι. Εἰς τοῦτο τραγουδεῖ ὁ Νικολὸς παίζοντας τὴν κιτάρα, καὶ λέγει ἐτοῦτα τὰ τραγούδια: ΝΙΚΟΛΟΣ Μὲ τὸ γλυκὺ κιλαδισμὸ τὸν ἥλιο προσκαλοῦσι κάθε πουρνὸ ὅλα τὰ πουλιὰ νά ’βγη νὰ τόνε δοῦσι, — ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Μὲ τὸ μοσκάτο τὸ γλυκὺ καὶ μ’ ὄμορφη λογάδα κάθε πουρνὸ οἱ φρόνιμοι διώχνουσι τὴν κρυάδα, — ΝΙΚΟΛΟΣ νὰ πάρουν φῶς τὰ μάτια τους καὶ λάμψη ἀπὸ κεῖνο, τὰ ταίρια τους γιὰ νὰ μποροῦ ν’ ἀνταμωθοῦσι, κρίνω. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ νὰ πάρουσι τὰ μέλη τους δύναμη, νὰ βαστοῦσι τσὶ κόπους καὶ τσὶ λογισμοὺς ὁποὺ τσὶ τυραννοῦσι. ΝΙΚΟΛΟΣ Γιαῦτος μὲ τὸ τραγούδι μου κι’ ἐγώ, γλυκιὰ κερά μου, σὲ κράζω νά ’βγης νὰ σὲ ἰδοῦν τὰ μάτια τὰ δικά μου. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Γιαῦτος κι’ ἐγώ ’χα πεθυμιὰ σήμερα νά ’χα χάρη σ’ ἕνα βουτσὶ νὰ βρίσκουμου γὴ πούρι σὲ πιθάρι.","πενσάρει = σκέφτεται τίβοτας = κάτι ὁλονομπρὸς = πριν απ’ όλα τς ἀναπαγῆς μας = με την ησυχία μας, με την άνεσή μας ρεμέδιο = γιατρικό στράτα = δρόμο· μτφρ. λύση, τρόπο, μέσο δύνεται = μπορεί βουλὴ = γνώμη, συμβουλή ὀφανὸ = φωτιά, φλόγα φιαοῦτο = φλογέρα, φλάουτο μπουζνάρα = (μεγάλη) τσέπη ἀπόχτιν = παστό κρέας ἀγριμερικό = από αγρίμι πουρνὸ = πρωί μοσκάτο = είδος κρασιού λογάδα = είδος κρασιού που παράγεται από διάφορα είδη σταφυλιών φρόνιμοι = συνετοί άνθρωποι Γιαῦτος = γι’ αυτό κράζω = καλώ, φωνάζω βουτσὶ = βαρέλι (για διατήρηση κυρίως κρασιού) γὴ πούρι = ή μάλλον",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Πρώτη γνωριμία με τον κύκλο των ελαφρών γυναικών (A 215-239),"Βρισκόμαστε στη δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης και γνωρίζουμε τώρα τη χήρα Πουλισένα, επικεφαλής ενός κύκλου γυναικών ελαφρών ηθών, που δίνει το στίγμα του στην κωμωδία του Χορτάτση, αποτελούμενος από ρουφιάνες-πολιτικές και νεαρές ζωηρές υπηρέτριες. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, από τον διάλογο της Πουλισένας με την υπηρέτριά της Αννούσα μαθαίνουμε κάτι που ήδη γνωρίζουμε (ότι ετοιμάζουν την αγαπημένη του Νικολού Κασσάντρα για ερωμένη του γέρου Αρμένη) και κάτι καινούριο, το οποίο θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην αίσια έκβαση του έργου: το γεγονός ότι η Κασσάντρα δεν είναι πραγματική παρά θετή κόρη της Πουλισένας. ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Ἀννούσα, βλέπω κουζουλὴ πὼς εἶσαι, μηδὲ πλιό σου γνώση, καημένη, σὰ θωρῶ, βάνεις στὸ καύκαλό σου. Δὲ μὲ στοχάζοσου τὸ πὼς τό ’κανα ὀμπρός τους μόνο, μὲ τέχνη, πὼς τοὺς ἀγαπῶ τάχα, νὰ τσὶ κομπώνω; Πουτάνα δίχως πονηριά, δίχως ὀνύχια ἡ γάτα, ρουφιάνα δίχως ψόματα, κακά τωνε μαντάτα! ΑΝΝΟΥΣΑ Στὸ νοῦ σου βάνεις το, λοιπόν, ν’ ἀφήσης τὴν Κασσάντρα τὴ νιότη της τὴ δροσερὴ νὰ χάση δίχως ἄντρα; ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Τοῦτο ποτὲ δὲν ἔβαλα στὸ λογισμό μου μέσα· γυρεύγω μόνο ὅσο μπορῶ νά ’βρω πολλὰ τορνέσα. Γιὰ κεῖνο πάγω ’ς τς Ἀρκολιᾶς, νὰ δῶ ἀνισῶς κι’ Ἁρμένης μοῦ δίδει αὐτὰ ποὺ μὄταξε. ΑΝΝΟΥΣΑ Καλλιά ’ναι ν’ ἀνιμένης νά ’ρθη ἐκεῖνος σπίτι σου. ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Ἀλλὰ νὰ πάγω πάλι — θέλω νὰ πάγω στὸ σκολειὸ γιὰ κάποια χρεία μ’ ἄλλη. ΑΝΝΟΥΣΑ Κατέχω ἴντα θὲς ἐκεῖ· μὰ πῶς τὸ θέλ’ ἡ ψή σου ’νοῦς γέρου κακοπόδαρου νὰ δώσης τὸ παιδί σου; ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Δὲν εἶναι θυγατέρα μου, σὰν πασαεῖς κρατεῖ τη, Ἀννούσα, τούτ’ ἡ κοπελιὰ δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν Κρήτη, Εἰς τὴν Ἀξιὰ ἐγεννήθηκε κι’ ἐπιάστη σκλαβοπούλα ἀντάμα μὲ τὸν κύρη τση καὶ μὲ τ’ ἀδέρφια τς οὗλα, κι’ ἅντρας μου τὴν ἀγόρασε καὶ σπίτι του ἔφερέ τη, καὶ σπλαχνικά, σὰ νά ’χε ’σται παιδί του, ἀνάθρεψέ τη. Κι’ ἀπεὶς ἀπόθανε αὐτός, στὴ χέρα τὴ δική μου τὴν ἄφησε, ὡσὰν θωρεῖς, κι’ ἔχω τη σὰν παιδί μου. Μ’ ἄς πηαίνωμε, κι’ ὀγλήγορα ἡ μέρα ξεπλαταίνει.","κουζουλὴ = τρελή, ανόητη καύκαλό = κρανίο, κεφάλι κομπώνω = εξαπατώ, ξεγελώ ρουφιάνα = μεσίτρια ερωτικών υποθέσεων τορνέσα = είδος νομίσματος ἀνισῶς = αν Καλλιά = καλύτερα ἀνιμένης = περιμένεις χρεία = ανάγκη Κατέχω = γνωρίζω, ξέρω ἴντα = τι (ερωτ.) ψή = ψυχή κακοπόδαρου = άτυχου, άθλιου πασαεῖς = καθένας κρατεῖ = θεωρεί, νομίζει Ἀξιὰ = Νάξο ἀντάμα = μαζί κύρη = πατέρα ἀπεὶς = από τη στιγμή που, αφότου ξεπλαταίνει = προχωράει, κυλά (προκ. για τη μέρα)",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Ένας ερωτευμένος γέρος! (A 247-288),"Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στην πρώτη πράξη, το μέρος όπου, σύμφωνα με την αναγεννησιακή θεωρία του θεάτρου, εκτίθεται η υπόθεση του έργου και γνωρίζουμε τους περισσότερους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες. Μέχρι την τρίτη σκηνή, που αρχίζει εδώ, έχουμε δει αφενός τον ερωτευμένο νεαρό Νικολό να εξιστορεί στον υπηρέτη του Κατζάραπο τα εμπόδια που συναντά στον έρωτά του με την Κασσάντρα, αφετέρου τη χήρα Πουλισένα να συζητά με τη δική της υπηρέτρια Αννούσα το σχέδιό της να δώσει την Κασσάντρα στον γέρο Αρμένη – εκεί ακούσαμε για πρώτη φορά ότι η κοπέλα δεν είναι πραγματική κόρη της Πουλισένας. Τώρα είναι σειρά να δούμε τον ίδιο τον Αρμένη, ο οποίος βγαίνει στη σκηνή με τη νυχτερινή του ενδυμασία, συνοδευόμενος από τον δούλο του Μούστρουχο. ΣΕΝΑ ΤΡΙΤΗ Ἀρμένης καὶ Μούστρουχος. ΑΡΜΕΝΗΣ Σφούγγιξε τὰ παπούτσα μου, σιάξ’ το τὸ τζαμπουρλί μου, γιὰ νὰ μὲ δῆ νὰ μὲ ρεχτῆ τούτ’ ἡ ἀγαφτική μου. ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΟΣ Ποιά σου παπούτσα; τσὶ φελλοὺς φορεῖς τσὶ νυχτικούς σου. Τούτ’ ἡ ἀγάπη, σὰν θωρῶ, ἐπῆρε τον τὸ νοῦ σου! ΑΡΜΕΝΗΣ Γιά, τσὶ φελλοὺς φορῶ, νὰ ζῶ! Δὲν εἶν’ πολὺ ἀνὲ σφάνω· θαμάζομαι πῶς ἔχω νοῦ τσὶ βράκες μου καὶ βάνω. Τοῦτος ὁ πόθος μοῦ κρατεῖ τὸ νοῦ διασκορπισμένο, σὰν εἶναι τῶν ἀγαφτικῶν τὸ φυσικὸ δοσμένο. Μὰ τοῦτο δὲν εἶν’ τίβοτσι σιμὰ σὲ σφάλματ’ ἄλλα ὁποὺ μὲ κάνει ὁλημερνὶς καὶ κάνω πλιὸ μεγάλα: σφάνω τορνέσια ὅντε μετρῶ, σκαρτσούνια μου δὲ δένω, σὰν ἀφορμάρης περπατῶ ’ς τσὶ στράτες ποὺ πηγαίνω, τὴν ἐμιλιὰ ὁποὺ μιλῶ κα - πα - κι - στὰ τὴ βγάνω, στὴν κεφαλή μου πὰ ξυστῶ, κι’ ἐγὼ τ’ ἀτζί μου πιάνω, κι’ ἐκεῖνο πού ’ναι πλιότερο, δὲν ἠμπορῶ νὰ φάγω, μηδὲ στὴ σέκια δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα πάγω· τὴ νύχτα ψίχα δὲν μπορῶ μιὰν ὥρα νὰ τὰ κλείσω τὰ μάτια μου νὰ κοιμηθῶ· θαμάζομαι, νὰ ζήσω, πῶς ζῶ σὲ τόση παιδομή. Τούτη τὴ νύχτα εἶχα περίσσια ἀδέξια καὶ κακή· δὲν ἔλειψε μιὰ τρίχα νά ’βγω ὀχ τὸ νοῦ μου, κάτεχε, ὥστε νὰ ξημερώση, νὰ δῶ ἀνισῶς κι’ ἡ μάνα τση θέλει νὰ μοῦ τὴ δώση, σὰ μοῦ ’ταξεν ὀψὲς ἀργά. ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΟΣ Ἂν τά ’χετε σιασμένα, πῶς θές, πλερώνοντάς τηνε, νὰ μὴν τὴ δώση ἐσένα; Ἀληθινὰ θαμάζομαι, τώρα στὰ γερατειά σου, ὁπὄπρεπε στὰ χέρια σου νά ’χης τὰ πατερμά σου, ν’ ἀφήσης τέτοια παιδομὴ νὰ πιάση τὸ κορμί σου, δίχως νὰ βλέπης ποῦ μπορεῖ νὰ φτάξη ἡ δύναμή σου. ΑΡΜΕΝΗΣ Πότες ἐγίνης δάσκαλος, Μούστρουχε, κι’ ἀρμηνεύγεις; Καὶ σώνει, ὅντες σ’ ὁρίζουνε, γάιδαρε, νὰ δουλεύγης καὶ νὰ σωπᾶς. Πῶς μὲ κρατεῖς καὶ λὲς «στὰ γερατειά μου»; Νὰ πὰ τὸ λάχη νὰ τὸ πῆς κι’ ὀμπρὸς εἰς τὴν κερά μου, νὰ τὸν πιστέψη ἀληθινὰ τὸ λόγο καὶ νὰ μάθη, κι’ ὕστερα, ἀπὸ τὸ στόμα σου νὰ μείνω ’γὼ στὰ πάθη. ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΟΣ Μά τὴν ἀλήθεια, δὲ θωρεῖ τὰ γένια τὰ ψαρά σου, δὲ σὲ θωρεῖ, ὅντες περπατεῖς, πῶς τρέμουσι τ’ ἀτζιά σου; ΑΡΜΕΝΗΣ Μούστρουχε, μασκαρεύγεσαι· ἐγώ, μά τὴν ἀλήθεια, δὲν τ’ ἀγαπῶ τοσοσταλὰ τοῦτα τὰ παραμύθια. ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΟΣ Δὲ μασκαρεύγομαι, ἀλλά, μά τὴν ἀλήθεια, λέγω πὼς θὰ σὲ γδάρου οἱ πολτικὲς —γιαῦτος δίκια σὲ κλαίγω. ΑΡΜΕΝΗΣ Σώπα τσὶ κουζουλάδες σου! ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΟΣ Ἤθελα νὰ γρικήσω ἄν ἔναι κι’ ἀγαπᾶς τηνε ἀπὸ καιρὸ περίσσο.","Σφούγγιξε = καθάρισε, σκούπισε τζαμπουρλί = μακρύ ένδυμα για την κρεβατοκάμαρα νὰ μὲ ρεχτῆ = να με επιθυμήσει Γιά = να, για δες φελλοὺς = ελαφρά υποδήματα, τσόκαρα [οι φελλοί] σφάνω = σφάλλω θαμάζομαι = απορώ, εκπλήσσομαι βράκες = ανδρικό ένδυμα (είδος παντελονιού) ἀγαφτικῶν = ερωτευμένων τίβοτσι = τίποτε τορνέσια = είδος νομισμάτων σκαρτσούνια = κάλτσες ἀφορμάρης = τρελός κα - πα - κι - στὰ = συλλαβιστά ἀτζί = κνήμη σέκια = δοχείο αποπατήσεως ψίχα = καθόλου παιδομή = ταλαιπωρία, βάσανο δὲν ἔλειψε μιὰ τρίχα = κόντεψε σιασμένα = κανονισμένα πατερμά = κομποσκοίνι ἀρμηνεύγεις = συμβουλεύεις σώνει = αρκεί κερά = αγαπημένη, «καλή» μασκαρεύγεσαι = αστειεύεσαι τοσοσταλὰ = καθόλου οἱ πολτικὲς = κοινές γυναίκες δίκια = δικαιολογημένα κουζουλάδες = τρέλες, ανοησίες γρικήσω = να ακούσω",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Ο ψευτοπαλικαράς στρατιωτικός (Β 1-14 ),"Καθώς αρχίζει η δεύτερη πράξη, γνωρίζουμε έναν από τους δευτερεύοντες, αλλά σημαντικούς για τον κωμικό χαρακτήρα του έργου, στερεότυπους χαρακτήρες μιας αναγεννησιακής κωμωδίας: τον ψευτοπαλικαρά στρατιωτικό, που εδώ ονομάζεται Κουστουλιέρης και συνοδεύεται πάντα από τον δούλο του Κατζούρμπο. Στο απόσπασμα αυτό κάνει την εντυπωσιακή του είσοδο με τον καθιερωμένο μονόλογο της πρώτης εμφάνισης στη σκηνή, απαριθμώντας όλες τις παλικαριές που είναι σε θέση να επιτελέσει, ενώ ο δούλος του σπεύδει να ενημερώσει το κοινό ότι η πραγματικότητα ως προς τον χαρακτήρα του αφέντη του είναι τελείως διαφορετική. Σχεδόν ολόκληρη η σκηνή αυτή (Β 1-92) σώζεται και σε μια δεύτερη εκδοχή στο ίδιο χειρόγραφο, ως ένα από τα ιντερμέδια της Πανώριας, και σε μια τρίτη, ως ιντερμέδιο του αιγαιοπελαγίτικου θεατρικού Τραγέδια του Αγίου Δημητρίου (1723)· φαίνεται δηλαδή ότι κάποια στιγμή, λόγω του αυτόνομου, θεαματικού και κωμικού χαρακτήρα της, αποσπάστηκε από το έργο του Χορτάτση και ακολούθησε δική της πορεία ως ιντερμέδιο σε θεατρικές παραστάσεις διάφορων έργων. ΑΤΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΕΝΑ ΠΡΩΤΗ Κουστουλιέρης καὶ Κατζοῦρμπος. ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σὰ δὲ μοῦ λάχου δυὸ καὶ τρεῖς, νὰ τσὶ παραστελιάση, σὰ δὲ ζουγλάνη ἑφτὰ κι’ ὀχτώ, σὰ δὲν ὁλοδιαβάση πέντ’ ἕξε ἡ χέρα μου κορμιά, ἐτοῦτο τ’ ἀντρειωμένο σπαθὶ πομένει τὸ ζιμιὸ σὰν παραπονεμένο. Μὰ μετὰ ποιόν, στὴν πίστη σας, θὲ νὰ μαλώσω πλιό μου, ἀνὲν καὶ ζωντανὸ ποθὲς δὲν ἄφησα ὀχτρό μου, ἀνὲν κι’ ὅλοι μὲ τρέμουσι κι’ ἀναμερίζουσί με, κι’ ὅλοι μὲ προσκυνούσινε καὶ κανισκεύουσί με; Τρομάσσει με ἡ μιλίτσια, κι’ οἱ τζάφοι ὅντα μὲ δοῦσι ἀπὸ τὸ φόβο τὸν πολὺ τσὶ βράκες τως τσιρλοῦσι. ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Τοῦτο τὸ λέγει ἀπαρθινά, προχτὲς ἀργὰ τὸν πιάσα δυὸ σὰν κατσίκι μοναχάς, κι’ ἂν δὲν τὸν ἐφλακιάσα, σκιὰς τ’ ἄρματα τοῦ πήρασι κι’ ἀπόκεις τὸν ἀφῆκα· κι’ ἐδὰ τὰ τόσα ψόματα καὶ καύχησές του γρίκα!","λάχου = τύχουν παραστελιάση = κατακόψει ζουγλάνη = κόψει τα χέρια, ακρωτηριάσει ὁλοδιαβάση = διαπεράσει πέρα ώς πέρα ζιμιὸ = αμέσως ἀναμερίζουσί = αποφεύγουν, κάνουν χώρο να περάσει κάποιος κανισκεύουσί = μου στέλνουν δώρα (για να με καλοπιάσουν) μιλίτσια = στρατός, στρατιώτες τζάφοι = αστυνόμοι τσιρλοῦσι = κάνουν διάρροια ἀπαρθινά = αληθινά, πραγματικά (επίρρ.) ἐφλακιάσα = έβαλαν στη φυλακή σκιὰς = τουλάχιστον ἀπόκεις = μετά απ’ αυτό, έπειτα ἐδὰ = τώρα γρίκα = άκου",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Ένα αποτυχημένο μάθημα ξιφασκίας (Β 61-88),"Στη διάρκεια της δεύτερης σκηνής της πρώτης πράξης, διαδραματίζεται το χιουμοριστικό επεισόδιο του μαθήματος ξιφασκίας από τον κομπορρήμονα μπράβο Κουστουλιέρη προς τον ανεπίδεκτο μαθήσεως δούλο του Κατζούρμπο. Πρόκειται για μία απ’ αυτές τις σκηνές των αναγεννησιακών κωμωδιών, που δεν προσφέρουν κάτι στην εξέλιξη της πλοκής, αλλά συμβάλλουν μόνο στην ενίσχυση του κωμικού χαρακτήρα των έργων. ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Κατζοῦρμπο, γύρισ’ ἐδεπά, ξεσπάθωσε. ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Νὰ ζήσης, μὴ μὲ πειράζης, κι’ ἄσι με. ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Μὴ θὲς νὰ μὲ μανίσης! ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς; μετὰ σένα ἐστοίχισα γιὰ νὰ μὲ ξεκοιλιάσης; Δὲ θὰ μαλώσω, δὲ φελῶ, κι’ ἄσι με, μὴ μὲ σκάσης! ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ θέλω νὰ μαλώσω ἐγώ, γάιδαρε· μετὰ σένα τὰ βάνω ἐγώ, π’ ἀνὲ στραφῶ μὲ μάτια θυμωμένα, μονάχα νὰ σὲ στοχαστῶ, χέζεσαι; ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Τρῶς με, ἂν ἤμου σὰν ἕναν πύργο δυνατός. Μὰ γιάντα τὸ σπαθί μου θέλεις νὰ βγάλω τὸ λοιπόν; ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δυὸ πόντους τῆς σκριμίδας θὰ σ’ ἀρμηνέψω. ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Ἐπ’ ἄσ’ ἐδά! ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ξεσπάθωσε! Ἂν ἐπήδας σὰν τράγος, θέλω σήμερον νὰ μάθης νὰ μαλώνης. Ξεσπάθωσε! (Τονὲ χτυπᾶ μὲ τὸ σπαθί). ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Ἄσι με, καλέ, για ἴντα μὲ σκοτώνεις; ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Νὰ μάθης θέλω, ἂ λάχωμε ποθές, ἂ μ’ ἀσσαλτάρη μιὰ κομπανία σολδαδῶν, νὰ κάμης σὰ λιοντάρι. ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Πλιὰ ντάνο, εἰς τὴν πίστη μου, σοῦ θέλω δώσει μόνο. Βλέπε μὴν ἀφιδαριστῆς σὲ μένα.—Ξεσπαθώνω! ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στάσου σὰ μὲ θωρεῖς ἐμέ, ἔχ’ ἔτσι τὸ σπαθί σου, κράτει ψηλὰ τὴν πόντα σου, σύγκλινε τὸ κορμί σου, στάσου στὴ βάρδια τουτηνέ, κι’ ἂ λάχη κι’ ἔρθη ὁχθρός σου μ’ ἕνα μαντρέτο, τὸ λοιπὸ κι’ ὁ πόδας ὁ δικός σου κάμε λιγάκι νὰ συρθῆ, κι’ ἡ χέρα σου ἂς καλάρη μ’ ἕνα ροβέρσο ἀδυνατὸ τὸν πόδα νὰ τοῦ πάρη. ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Πῶς, ἔτσι; ἔ; (Τοῦ βαρεῖ τὸν πόδα μὲ τὸ σπαθί). ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ὀιμένα, ὀιμέ! σκύλε, στὸν πόδα κάτω μοῦ βάρηκες! ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Πούρι πλιὰ ὀμπρὸς σοῦ ’δωκα τὸ μαντάτο, πὼς πλιὰ κακὸ παρὰ καλὸ θὲς ἔχεις ἀπὸ μένα. Δὲ σ’ ἔκοψα, καὶ τὸ σπαθὶ δὲν εἶχ’ ἀκονισμένα. ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Δὲ μ’ ἔκοψες, μὰ ἐπόνεσα. Πρέπει μου τούτη κι’ ἄλλη, γιατὶ σκριμίδα ἐβάλθηκα νὰ μάθω ἕνα βουβάλι.","ἐδεπά = εδώ μανίσης = θυμώσεις (κάποιον άλλο, μτβ.) ἐστοίχισα = υπηρέτησα με μισθό φελῶ = είμαι χρήσιμος, αξίζω γιάντα = γιατί (ερωτημ.) σκριμίδας = ξιφομαχίας ἀρμηνέψω = διδάξω, συμβουλεύσω ἂ λάχωμε ποθές = αν τύχουμε κάπου ἀσσαλτάρη = επιτεθεί κομπανία = ομάδα, συντροφιά σολδαδῶν = στρατιωτών Πλιὰ ντάνο = μεγαλύτερη ζημιά ἀφιδαριστῆς = εμπιστευτείς πόντα = αιχμή σύγκλινε = κάμψε το κορμί βάρδια = αμυντική στάση (εδώ) μαντρέτο = χτύπημα με το σπαθί καλάρη = κατεβάσει, χαμηλώσει ροβέρσο = ανάστροφο χτύπημα βαρεῖ = χτυπά Πούρι = ωστόσο Πρέπει μου = μου αξίζει",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Ο σχολαστικός δάσκαλος (Β 209-226),"Κατά την πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή, ο δάσκαλος του Νικολού, που εκπροσωπεί τον στερεότυπο κωμικό τύπο του σχολαστικού λογίου, εισέρχεται εκφωνώντας έναν μονόλογο όπου εκθειάζει τις ικανότητές του στα γράμματα. Μιλάει σε γλώσσα με ανάμεικτα στοιχεία λατινικών και σύγχρονων ιταλικών. Στον μονόλογο υπάρχουν και υπονοούμενα για την ομοφυλοφιλία του. Όταν βλέπει τον Νικολό να μπαίνει στη σκηνή, διακόπτει τον λόγο του και υποψιαζόμαστε ότι αποτραβιέται στην άκρη για να δει τί θα κάνει ο μαθητής του. ΑΤΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΕΝΑ ΠΕΜΠΤΗ Δάσκαλος, Κασσάντρα καὶ Νικολέτος. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Cum, conciossiacosachè tutte le discipline νὰ χάθησαν, γιατὶ κιανεὶς στὴν Κρήτη πλιὸ δὲν εἶναι νά ’χη τὸ νοῦ μὲ τς ἀρετές, τὴν φρόνεσιν ornato, m’a tutti varii vizii lo tengon’applicato, propterea nudi πορπατοῦν τὴν σήμερο οἱ δασκάλοι· οἱ adulatores μοναχὰς ἔχουν τιμὴ μεγάλη! Μολονετοῦτο durum est ποτὲ κιανεὶς ν’ ἀφήση l’instinto ὁποὺ τοῦ χάρισε ἀπὸ τς ἀρχῆς ἡ φύση. Κι’ ἐγὼ ποὺ βλέπω πὼς βαστῶ μεγάλο naturale, κι’ ὅλοι μὲ μαρτυρούσινε τὴν σήμερο γιὰ tale, non lasciarò παρὰ καλὰ νὰ τὸ ἐζερτσιτάρω μὲ τὰ κοπέλια ποὺ κρατῶ, κι’ ὅντε τὰ ζαμινάρω θὰ τοὺςε δίδω πάντα μου τὴ ζάμινα ἀπὸ πίσω, latin di stretta regola, γιὰ νὰ τὰ ξεσκολίσω. Μὰ ’δῶ θωρῶ τὸ Νικολὸ μόνο καὶ σουλατσάρει, καὶ φαίνεταί σου τίβοτας στὸ λογισμὸ τρατάρει. Vere τὸν ἀκουζάρασι πὼς εἶν’ ξετρουμισμένος μὲ μιὰ κοπέλα ἐδεπά, κι’ ὅλος ξελωλαμένος.","Cum, conciossiacosachè tutte le discipline = Αφού, επειδή όλα τα είδη μάθησης ornato = κοσμημένη m’a tutti varii vizii lo tengon’applicato = μα τον κρατούν προσκολλημένο σε όλων των ειδών τα ελαττώματα adulatores = κόλακες durum est = είναι σκληρό l’instinto = το ένστικτο βαστῶ μεγάλο naturale = είμαι ιδιοφυΐα γιὰ tale = για τέτοιο non lasciarò = δεν θα αφήσω, δεν θα εγκαταλείψω τη φροντίδα ἐζερτσιτάρω = να το ασκώ/εφαρμόζω μὲ τὰ κοπέλια ποὺ κρατῶ = στους μαθητές που έχω (εννοεί να ασκώ την ιδιοφυΐα μου) ζαμινάρω = εξετάζω ζάμινα = εξέταση (προκ. για μαθητή. Εδώ σεξουαλικό υπονοούμενο) latin di stretta regola = λατινικά με πολύ αυστηρούς κανόνες ξεσκολίσω = να τα εκπαιδεύσω (στο πλαίσιο του παραπάνω υπονοούμενου) σουλατσάρει = πηγαίνει πάνω κάτω τίβοτας = κάτι τρατάρει = επεξεργάζεται, δουλεύει Vere = στ’ αλήθεια τὸν ἀκουζάρασι = τον κατηγόρησαν ξετρουμισμένος = ξεμωραμένος ξελωλαμένος = ξετρελαμένος",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Ένα μάθημα για την τέχνη της πορνείας (Β 313-382),"Στη σκηνή αυτή, και ενώ η υπόθεση δεν έχει προωθηθεί ιδιαίτερα, γνωρίζουμε ένα ακόμη από τα περιφερειακά πρόσωπα της δράσης: τη γριά ρουφιάνα, δηλαδή μεσίτρια ερωτικών υποθέσεων, Αρκολιά, η οποία μπαίνει στη σκηνή εκφωνώντας τον καθιερωμένο μονόλογο κάθε πρωτοεισερχόμενου χαρακτήρα. Μετά τον μονόλογο αυτό, η Αννούσα την εκθειάζει ως «δασκάλισσα» της τέχνης της πορνείας. Έχουμε εδώ το δεύτερο από τα τρία «μαθήματα για την τέχνη της ρουφιανιάς και της πορνείας» που υπάρχουν στο έργο (τα άλλα δύο είναι στις σκηνές Α2 και Γ3). Η Αρκολιά δασκαλεύει την Πουλισένα, και κατ’ επέκταση την παρούσα υπηρέτριά της Αννούσα (που την ακούει ενθουσιασμένη), για το πώς να χειρίζεται τους άντρες αγαπητικούς, ώστε να έχει μεγαλύτερο κέρδος. ΑΤΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΕΝΑ ΕΒΔΟΜΗ Ἀρκολιά, Πουλισένα καὶ Ἀννούσα. ΑΡΚΟΛΙΑ Πάντα μου σ’ εἶχα γνωστική, μὲ φρόνεση μεγάλη, μὰ τώρα φρονιμότερη παρὰ γυναίκα ἄλλη, γιατὶ σὲ στράτα, σὰ θωρῶ, θὰ βάλης τὸ παιδί σου, κέρδος νὰ κάμη, καταπὼς τό ’καμες κι’ ἀπατή σου. Κεράτσα Πουλισένα μου, μὴ στέκης ν’ ἀνιμένης φεύγει ὁ καιρὸς καὶ ὕστερα τίβοτας δὲν ξεστένεις· μαγάρι καὶ πρωτύτερας νά ’θελες μοῦ γρικήσει, ὅντε τὴ ζήτα ὁ Μπρετζαλδῆς νὰ σοῦ την ὲπροικίση. Μὰ τοῦτο θέλω μοναχὰς πάντα σου νὰ θυμᾶσαι· μ’ ὅσους σοῦ λάχου, σπλαχνικιά, σὰ θέλει ἡ τέχνη νά ’σαι. Βλέπεσε μὴ μοῦ τὴν κρατῆς, εἰς τὴν τιμή, τ’ Ἀρμένη, γιατὶ θὰ δῆς στὸ ὕστερο πὼς μένεις κομπωμένη· οὐδὲ ’ς τς ἀρχές σου μὴ ζητᾶς τσὶ πληρωμὲς μεγάλες, νὰ μὴ σοῦ φεύγου σὰν πουλιὰ νὰ πηαίνουσι στὶς ἄλλες. Κάλλιο τὸ λίγο καὶ συχνὸ γεμίζει τὸ σακούλι, καὶ στὴ φτηνειὰ κατέχεις το τὸ πὼς γλακοῦσιν οὗλοι. Κάνε καλὴ θωριὰ ὁλωνῶν, κι’ ὅσο μπορεῖς τοὺς γέλα, μὲ γρίνια μὴν ἰδῆ κιανεὶς ποτέ σου τὴν κοπέλα, κι’ ὅσο μπορεῖς ἀγαφτικοὺς τὴν κάμε πάντα νά ’χη, γιατὶ κακὸ μὲ τοὺς πολλοὺς δὲν ἠμπορεῖ νὰ λάχη· τὸ πράμα ὁπὄνας μοναχὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμη ξεῦρε πὼς κάνουσι οἱ πολλοὶ γὴ χώρια τους γὴ ἀντάμι. Ποιὸς εἶν’ καλὸς γιὰ δούλεψη, ποιὸς ὀγιὰ νὰ χαρίζη, καὶ ποιὸς μὲ τὴν παλληκαριὰ τς ἐχθροὺς νὰ φοβερίζη· γιαῦτος λωλάγρα τὴν κρατῶ καὶ γι’ ἀγνωσιὰ μεγάλη ὅντες ἀκούσω πὼς κιαμιὰ κιανέναν ἀποβγάλη. ΑΝΝΟΥΣΑ Δασκάλισσά ’σαι ἀληθινὰ μὲ δίκιο μοναχή σου, κορόνα εἰς τὴν τέχνη μας πρέπει τσῆ κεφαλῆς σου· τοῦτα τὰ δασκαλέματα κιαμι’ ἄλλη δὲν κατέχει· φίλαινα καὶ μαστόρισσα χαρά στην ὅποια σ’ ἔχει. ΑΡΚΟΛΙΑ Στὴν κάμαρα ἂς εἶν’ ὁ εἷς κι’ ἄλλος εἰς τὴν αὐλή σου, κι’ ἄλλος ἀπ’ ὄξω τοῦ στενοῦ, κι’ ὅλη τὴ δύναμή σου βάνε τσι νὰ ζηλεύουσι ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο, γιατὶ σοῦ τάσσω διάφορο νά ’χης πολλὰ μεγάλο. Μὰ πάνω σ’ ὅλα βλέπεσε, κεράτσα Πουλισένα, νὰ σᾶςε βαρεθῆ ποτὲ μὴν κάμετε κιανένα· πάντα ἂς μισεύγουν ἀπ’ αὐτὴ κι’ ἂς μὴν πολυχορταίνου, γιατὶ ἀνοστίζει τὸ πολὺ φιλὶ καὶ δὲ γιαγέρνου. Ὤ, ἡ καημέν’ ἡ μάνα μου, ἅγια τὰ κόκαλά της, κι’ ἴντα πολλὰ καλά ’τανε τὰ δασκαλέματά της! Θυμοῦμαι τηνε μιὰ φορὰ νὰ θὰ διαβῆ στὸν Ἁδη, μόνο γιατὶ ὁλονύχτισα μ’ ἕνα μου φίλο ὁμάδι. ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Κατέχεις το πολλὰ καλά, θαρρῶ, κερὰ Ἀρκολιά μου, τὸ πὼς σ’ ἐκράτου πάντα μου ὡς γιὰ δασκάλισσά μου, κι’ οὐδένα πράμα ἔκαμα λείποντας ἡ βουλή σου ἀφόντις σὲ ἐγνώρισα, κατέχεις το ἀπατή σου. Τὰ μαῦρα ἐσύ ’σουν ἀφορμὴ κι’ ἔριξα, σὰ θυμᾶσαι, καὶ πάντα μου εὐχαρίστου σου κι’ ἐπολυχρόνιζά σε, γιατὶ τὰ μάτια μ’ ἄνοιξες, κι’ ἀπὸ φτωχὴ καὶ χήρα διάφορα καὶ ξεφάντωσες χίλιες τοῦ κόσμου ἐπῆρα. Γιὰ τοῦτο τὰ μοῦ λὲς ἐδά, κάτεχε, θέλω κάμει· τάσσω σου τὴν Κασσάντρα μου νὰ τηνὲ σμίξω ἀντάμι μ’ ὅσους κι’ ἂν εἶναι βολετό· καλά ’μαι βοδωμένη νὰ κάθεται νὰ χαίρεται μόνο μὲ τὸν Ἀρμένη! Σὰ βάλη χέρα στὸ πουγγί, κι’ ὅποιος τορνέσια φέρνει κρασὶ μὲ δίχως διαφορὰ τάσσω σου πὼς νὰ παίρνη. Ἡ κερ’ Ἀννέζα τοῦ στενοῦ θυμοῦμαι μιὰν ἡμέρα νὰ μὲ διατάσση σπλαχνικά, νὰ λέγη: θυγατέρα, τὰ ροῦχα σου κι’ ἀγαφτικοὺς πάντα νὰ συχναλλάζης, ὅσο μπορεῖς στὰ βρόχια σου πλιότερους γιὰ νὰ μπάζης· μὰ βλέπε μόνο, μὄλεγε, μὴν ἀγαπᾶς κιανένα, κι’ ὀλίγο θάρρος ὅλοι τους ἂς ἔχουν ἀπὸ σένα. Κάμε συχνὰ νὰ τσὶ κρατῆς σὲ φόβο καὶ σ’ ὀλπίδα— κακὸ σ’ ἐκείνη ποὺ καλὰ δὲν ξεύρει τὴ σκριμίδα! ΑΡΚΟΛΙΑ Καλότατο δασκάλεμα σοῦ ’δωκε, καὶ θυμοῦ το, καὶ μὲ τὴ θυγατέρα σου σὲ τάξη βάλε μού το. Θυμᾶσαι το, πόσες φορὲς σοῦ τά ’πα στὴν ἀρχή σου κι’ ἐσένα ἀλλότες τοῦτα δά, γιατὶ πολλὰ ’λαφρή ’σου, κι’ ὅποιος στὸ σπίτι σου ἔμπαινε δυὸ μῆνες ἔτρωγέ σε, κι’ ὡσὰ ζουρλὴ ὁπού ’σουνα ἐκωλογύριζέ σε.","γνωστική = μυαλωμένη φρόνεση = φρόνηση, σύνεση ἀπατή σου = εσύ η ίδια ἀνιμένης = περιμένεις τίβοτας = τίποτα ξεστένεις = πετυχαίνεις γρικήσει = ακούσει ὅντε = όταν Βλέπεσε = πρόσεχε στὸ ὕστερο = στο τέλος κομπωμένη = ξεγελασμένη, εξαπατημένη γλακοῦσιν = τρέχουν Κάνε καλὴ θωριὰ = κάνε τα γλυκά μάτια, δείχνε καλή συμπεριφορά τοὺς γέλα = να τους ξεγελάς, να τους εξαπατάς ἀγαφτικοὺς = εραστές νὰ λάχη = να τύχει γὴ χώρια τους γὴ ἀντάμι = ή καθένας μόνος του ή όλοι μαζί Ποιὸς = άλλος γιαῦτος = γι’ αυτόν τον λόγο λωλάγρα = τρέλα, αφροσύνη ἀγνωσιὰ = ανοησία ἀποβγάλη = διώξει κατέχει = γνωρίζει φίλαινα = φίλη διάφορο = κέρδος, όφελος μισεύγουν = φεύγουν γιαγέρνου = επιστρέφουν νὰ θὰ = επρόκειτο να, κόντεψε να ἐκράτου = θεωρούσα λείποντας ἡ βουλή σου = χωρίς τη συμβουλή, συναίνεσή σου ἀφόντις = από τότε που ἀπατή σου = εσύ η ίδια κι’ ἔριξα = σταμάτησα να φορώ ξεφάντωσες = χαρές, διασκεδάσεις ἐδά = τώρα θέλω κάμει = θα κάνω (θέλω + απρμφ. : για μέλλοντα ή δηνητική χρήση) βολετό = εύκολο, κατορθωτό βοδωμένη = τακτοποιημένη, ήσυχη (ειρωνική χρήση) τορνέσια = είδος νομίσματος μὲ δίχως διαφορὰ = δηλαδή χωρίς να κάνω διάκριση, χωρίς να εξετάζω ποιος είναι βρόχια = δίχτυα (με την έννοια της παγίδας) σκριμίδα = ξιφομαχία ’λαφρή = ελαφρόμυαλη ζουρλὴ = ανόητη, τρελή",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Ο γιος της… Πισπορδίτης! (Γ 23-96),"Το απόσπασμα αρχίζει με τη δεύτερη σκηνή της τρίτης πράξης, η οποία αποτελεί έναν μονόλογο του Νικολού για τα αντικρουόμενα συναισθήματα που του προκαλεί ο γεμάτος δυσκολίες έρωτάς του για την Κασσάντρα, και συνεχίζεται με την τρίτη σκηνή, όπου μπαίνει τρέχοντας και ζητώντας βοήθεια ο υπηρέτης του Κατσάραπος, ο οποίος παρωδεί τη μεταφορική εικόνα που είχε χρησιμοποιήσει στην πρώτη πράξη ο αφέντης του για τον γιο της Αφροδίτης που τοξεύει τις καρδιές με τα βέλη του: τον μονίμως πεινασμένο δούλο τώρα έχει τοξέψει στο στομάχι ο γιος της… Πισπορδίτης, προξενώντας του το αίσθημα της πείνας! ΑΤΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Νικολέτος μοναχός. Μά τὴν ἀλήθεια, δὲ θωρῶ σ’ ἄθρωπο πλιὸ νὰ λάχη γιαμιά γιαμιά μὲ τὴ χαρὰ καὶ πλήσια πρίκα νά ’χη, καὶ νὰ γρικᾶ σ’ ἕναν καιρὸ δροσιὰ νὰ τοῦ ποτίζη μέσα τὰ φυλλοκάρδια του, φωτιὰ νὰ τὰ φλογίζη· γιατ’ εἶναι πράμα ποὺ μαζὶ νὰ στέκου δὲ μποροῦσι, μηδὲ ποτὲ σὲ μιὰ καρδιὰ σμιχτὰ νὰ κατοικοῦσι. Μολονετοῦτο, ἀντίδικα τσῆ φύσης, μετὰ μένα, δὲν ξεύρω μ’ ἴντα θάμασμα, στέκουν κατοικημένα. Γιαῦτος περίσσια χαίρομαι, καὶ μέσα στὴ χαρά μου πρίκα μεγάλη καὶ καημὸς φλογίζει τὴν καρδιά μου, καὶ κλαίγω ὁμάδι καὶ γελῶ, καὶ καλοκαρδισμένου τ’ ὀιμένα ἀπὸ τὰ χείλη μου δὲ λείπει τοῦ καημένου. Πηδῶ κι’ εἰς βάθητα βουλῶ, πέφτω κι’ εἰς στράτα σώνω, γλακῶ κι’ ὀπίσω βρίσκομαι, φτάνω μὰ δὲ σιμώνω. Μέσά ’μαι στὴν παράδεισο καὶ βρίσκομαι στὸν Ἅδη, φῶς ἔχουνε τὰ μάτια μου καὶ σκοτεινάγρα ὁμάδι, κι’ ἐκεῖνο πού ’ναι πλιότερο, μοίρα ἀσύστατή μου, τὸ θάνατό μου πιθυμῶ καὶ θέλω τὴ ζωή μου. Τό ’να, ἡ γιαγάπη ὁποὺ βαστᾶ σὲ μένα ἡ κερά μου τόσα μεγάλη καὶ πιστή, μὲ τὴν καρδιὰ βοηθᾶ μου, καὶ τ’ ἄλλο, τὰ μποδίσματα τῆς Πουλισένας πάλι — ὀιμέ, καὶ πῶς μπορῶ νὰ ζῶ ’ς τέτοια φωτιὰ μεγάλη! ΣΕΝΑ ΤΡΙΤΗ Κατζάραπος φωνάζοντας καὶ κρατώντας τὴν κοιλιά του, καὶ Νικολέτος. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Ὀιμέ, ὀιμένα, ἡ κοιλιά! Βοηθᾶτε μου, βοηθᾶτε, γιὰ τὸ Θεό, βοηθᾶτε μου, γιὰ τὸ Θεό, γλακᾶτε! ΝΙΚΟΛΟΣ Ποιός εἶναι ποὺ φωνιάζει ἐπά; Κατζάραπέ μου, τί ἔχεις κι’ ἐπὰ κι’ ἐκεῖ φωνιάζοντας σὰ βουρλισμένος τρέχεις; ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Βοήθα μου, ἀφέντη Νικολό, γιατ’ εἶμαι ἀποθαμένος! Ἴντά ’χεις; ποιός σοῦ βάρηκε; καὶ ποῦ ’σαι λαβωμένος; ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Ἕνα κοπέλι τὴν κοιλιὰ μοῦ ’σφαξε τὴν καημένη. ΝΙΚΟΛΟΣ Σὲ ποιά μεριά; καὶ δὲ θωρῶ αἷμα ποσῶς νὰ βγαίνη. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Μέσα την έχω την πληγή, και πάγει στο στομάχι. Ὀιμένα ὁ κακόμοιρος, μάτι’ ἂς μὴν ἤθελά ’χει! Ποιόν ἦτον τὸ κοπέλι αὐτό; ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Ὁ γιὸς τῆς Πισπορδίτης! Ποιᾶς Πισπορδίτης; ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Γεῖς γυμνὸς κακὸς <…> ψειρίτης. ΝΙΚΟΛΟΣ Δὲν τὸ γνωρίζω ἀληθινά, οὐδ’ εἶδα το ποτέ μου. Μὰ ποιά ’φορμὴ τὸν ἔκαμε κι’ ἐβάρηκέ σου, πέ μου. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Δίχως αἰτιὰ μοῦ βάρηκε, σὰν εἶναι μαθημένο νὰ κρούγη δίχως ἀφορμή, τὸ τρισκαταραμένο. Πούρ’ εἶπες μου πολλὲς φορὲς πὼς σ’ ἔσφαξε κι’ ἐσένα. ΝΙΚΟΛΟΣ Δὲν τὸ θυμοῦμαι ἀληθινά, οὐδ’ ἔχω το ’πωμένα. Μὰ πές μου πῶς ἐπέρασε τὸ πράμα, μήπως κι’ ἔχει δίκιο, καὶ δίχως ἀφορμὴ μοῦ τὸν ἤθελες λέχει. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Ἀφέντη, ἁφέντης μ’ ἔπεψε νά ’ρθω νὰ σὲ γυρέψω, γιὰ νὰ γευτῆτε γλήγορα στὸ σπίτι νὰ σὲ πέψω. Κι’ ἐγώ, π’ ἀκόμη τίβοτας δὲν εἶχα φαγωμένα, ἀγάλι ἀγάλι ἐσάλευγα μὲ χείλη πρικαμένα, κι’ ἐκεῖ ποὺ γρίκου μυρωδιὰ ψητοῦ γὴ ἄλλου πραμάτου τ’ ἀρθούνια μου ἐσυχνάνοιγα, σὰν τοῦ κατουρημάτου γαϊδάρας κάνει ὁ γάιδαρος — τιμή σου, ἀφέντη, κιόλα· κι’ ἔστοντας γιόμα νά ’τονε, καὶ τὰ στενὰ ἦσαν ὅλα γεμάτα τσίκνες, λόγιασε τὴν παιδωμὴ τὴν εἶχα, μόνο ἐξεροκατάπινα κι’ ἔβηχα δίχως βήχα. ΝΙΚΟΛΟΣ Ἴντα ’ν’ αὐτὴ ἡ ἀθιβολή; Πέ μου, ποὺ νὰ μὴ σώσης, ποιός ἦταν ποὺ σοῦ βάρηκε; ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Πῶς ἠμπορεῖς νὰ γνώσης τὸ πράμα, ἂ δὲν τὸ δηγηθῶ σωστά; κι’ ἀγρίκησέ μου, γιὰ τὸ Θεό, μ’ ἀπομονή, κι’ ὕστερα βοήθησέ μου. Ἔτσι, κοντὰ σὰν ἔσωσα στὰ μαλεκουζινάτα κι’ εἶδα δυὸ τριὰ χαλκώματα κριὰς ὄμορφο γεμάτα — ΝΙΚΟΛΟΣ Λογιάζω τίβοτά ’κλεψες, γιὰ κεῖνο σοῦ βαρῆκα. ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Δὲν τό ’κλεψα, μὰ τό ’βλεπα, γιαῦτος μὲ τρώ’ ἡ πρίκα. Μὰ στέκοντας καὶ βλέποντας τὰ ξίγκια τὰ περίσσα καὶ τς ὀμορφιὲς ὁπού ’χασι, τὰ σάλια μὀκινῆσα, γιατ’ εἶδα δυὸ κομμάτια κριὰς ὄμορφα μέσα στ’ ἄλλα, τόσα παχιά, τόσα καλά, τόσα πολλὰ μεγάλα, π’ ὅλος ἐξαναστάθηκα, κι’ αὐτὸ τὸ κοπελάκι, τῆς Πισπορδίτης τὸ παιδί, σύρνει τὸ δοξαράκι κι’ εἰς τὴν κοιλιὰ μ’ ἐδόξεψε, καὶ λέγει μου: δὲ γιαίνεις ποτὲ ἀπὸ ’υτήνη τὴν πληγή, καημένε, μὰ ποθαίνεις, ἀνὲν κι’ αὐτὰ τὰ φαγητὰ δὲ φάγης νὰ χορτάσης. Κι’ ἂ θὲς νὰ γιάνω, ἀφέντη μου, ἔλα μοῦ τ’ ἀγοράσης! ΝΙΚΟΛΟΣ Γιὰ δέτε τίνος ἤθελα νὰ στέκω ν’ ἀφουκροῦμαι! Μιὰν ὥρα κόβω σού τηνε τὴ μύτη σου, φοβοῦμαι. Ἐγώ ’λεγα κι’ ἐγύρεψες στράτα νὰ μὲ γλιτώσης, κι’ ἐσύ ’ρθες πάλι σήμερο σάλια νὰ μὲ γεμώσης.","θωρῶ = βλέπω γιαμιά γιαμιά = συγχρόνως πλήσια = πολλή πρίκα = πίκρα, στενοχώρια γρικᾶ = νιώθει σ’ ἕναν καιρὸ = ταυτόχρονα ἀντίδικα τσῆ φύσης = παρά φύσιν (αντίθετα στους νόμους της φύσης) ἴντα = τί λογής, τί είδους θάμασμα = θαύμα, θαυμαστό πράγμα Γιαῦτος = γι’ αυτόν τον λόγο ὁμάδι = μαζί, ταυτόχρονα βάθητα = βάθη βουλῶ = βουλιάζω, βυθίζομαι σώνω = φτάνω γλακῶ = τρέχω ἀσύστατή = ασταθή, ευμετάβλητη τὰ μποδίσματα τῆς Πουλισένας = τα εμπόδια που θέτει η Πουλισένα βουρλισμένος = τρελός, εξαγριωμένος Ἴντά = τι (ερωτ.) κοπέλι = παιδί, αγόρι ψειρίτης = γεμάτος ψείρες, άθλιος κρούγη = χτυπά Πούρ’ = ωστόσο, όμως οὐδ’ ἔχω το ’πωμένα = δεν το έχω πει πῶς ἐπέρασε τὸ πράμα = πώς έχει η υπόθεση τίβοτας = τίποτε ἀγάλι ἀγάλι = σιγά σιγά ἐσάλευγα = πήγαινα, προχωρούσα γρίκου = ένιωθα γὴ = ή (διαζευκτικό) κατουρημάτου = ούρων ἔστοντας = με το να είναι [έστοντας νά ’τονε] γιόμα = μεσημέρι παιδωμὴ = ταλαιπωρία, βάσανο ἀθιβολή; = εξιστόρηση ποὺ νὰ μὴ σώσης = που να μην προλάβεις (ενν. να τελειώσεις αυτό που λες)· λέγεται σαν κατάρα χαλκώματα = χάλκινα σκεύη κουζίνας ἐξαναστάθηκα, = τα έχασα ἀφουκροῦμαι! = ακούω",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος "Το ""επάγγελμα"" της ρουφιάνας (Γ 281-312)","Πρώτη εμφάνιση της «γριάς ρουφιάνας» Αννέζας του στενού, μιας ακόμη από τις γυναίκες του κύκλου των «πολιτικών» της κωμωδίας αυτής. Είναι αντίζηλος της Αρκολιάς. Μπαίνοντας στη σκηνή, εκφωνεί, όπως είναι καθιερωμένο στην πρώτη εμφάνιση ενός χαρακτήρα, τον μονόλογο με τον οποίο αυτοσυστήνεται στο κοινό για το είδος της δουλειάς της (επ’ αμοιβή μεσίτρια σε παράνομες συνήθως ερωτικές υποθέσεις) και τα χαρακτηριστικά της: απαιτεί ευγλωττία, ενέχει κινδύνους και εξευτελισμούς, ενώ δεν είναι πλέον τόσο επικερδής. ΑΤΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΕΝΑ ΕΧΤΗ Ἀννούσα καὶ Ἀννέζα τοῦ στενοῦ. ΑΝΝΕZA Μά τὴν ἀλήθεια, μηδεγεῖς δὲν πρέπει νὰ πιστεύγη τὰ λόγια οὐδεκανενός, πιστὰ νὰ τοῦ δουλεύγη, γιατὶ σὰν κάμη πασαεῖς, σὰ θέλει, τὴ δουλειά του, σκιὰς νὰ στραφῆ νὰ μᾶς ἰδῆ δὲν ἔχει πλιὸ τὴ βιά του. Τοῦ κολονέλου ἐδούλεψα, κι’ ἡ χάρη ἡ ἐδική σου μοῦ βόηθησε, ἅγια Παρασκή, μὰ νὰ μὲ γεβεντίσου σ’ ὅλη τὴ χώρα ἐλόγιαζα. Πούρι καλὰ τελειώθη τὸ πράμα μὲ τὴν τέχνη μου κι’ ἄθρωπος δὲν τὸ γνώθει· κι’ ἐδὰ θὰ πηαίνω νά ’ρχωμαι στὸ σπίτι του ὁλημέρα νὰ βγάλω δυὸ κακόλιτρες ὀχ τὴ δική του χέρα. Ἀνάθεμά τονε κι’ αὐτὸν κι’ ὅσοι μᾶςε κρατίζου τὸν κόπο καὶ τὸν ἵδρο μας, καὶ τ’ ἄλλα δὲ γνωρίζου, σὲ πόσα χίλια βάσανα μπαίνομε οἱ καημένες μὲ φόβο ν’ ἀπομείνωμε μιὰν ὥρα ντροπιασμένες, καὶ πὼς τούτή ’ν’ ἡ τέχνη μας, τούτή ’ν’ ἡ ἐσοδειά μας καὶ τ’ ἀργαστήρι ὁποὺ ζῆ κι’ ἐμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας. Ἀργόχερο δὲν ἔχομε, μόνο τὴ δόλια γλώσσα καὶ τὰ καημένα ψόματα, κι’ ὁλημερνὶς τὰ τόσα κίντυνα ποὺ μᾶς βάνουσι, ὁπ’ ὅλες μας μποροῦμε νὰ διακονιζομέστανε καλλιά ’τανε νὰ ποῦμε· περιτοπλιὰς τὴν σήμερον, ἁπ’ ὅπου κι’ ἂν περάσης χίλια κοράσια συντηρᾶς κι’ ὅπου κι’ ἂ θέλης ράσσεις. Δὲν εἶν’ ὁ κόσμος σήμερον σὰν ἤτανε κι’ ἀλλότες, ὁποὺ γυναίκα στὸ στενὸ δὲν ἤβλεπες ἐτότες, κι’ ὁπού ’χεν ἀγαπᾶ κιαμιά, χρείά ’τον σὲ ρουφιάνες μέρα καὶ νύχτα νὰ γλακᾶ κι’ εἰς ἄλλες παραμάνες· χρείά ’τον τὸ σακούλι του νὰ τρέχη σὰν τὴ βρύση, γιὰ νὰ μπορέση μιὰ φορὰ μόνο νὰ τῆς μιλήση. Και τότες εἴχαμε κι’ ἐμεῖς διάφορα οἱ καημένες, τότες κι’ ἐμεῖς ἀξίζαμε κι’ ἤμαστε γυρεμένες· μὰ τώρα πᾶνε οἱ πολτικὲς τέσσαρες στὸ τορνέσι, κι’ ἡ τέχνη μας ἐχάθηκε καὶ πρέπει νὰ μᾶς κλαῖσι.","μηδεγεῖς = κανείς πασαεῖς = καθένας σκιὰς = τουλάχιστον δὲν ἔχει πλιὸ τὴ βιά του = δεν τον απασχολεί πια κολονέλου = συνταγματάρχη γεβεντίσου = εξευτελίσουν, διαπομπεύσουν Πούρι = ωστόσο κακόλιτρες = παλιόλιτρες (λίτρα = είδος νομίσματος) ἵδρο = ιδρώτα ἐσοδειά = πηγή εσόδων, εισόδημα διακονιζομέστανε = ζητιανεύαμε περιτοπλιὰς = κυρίως, ειδικά κοράσια = κοπέλες, κορίτσια συντηρᾶς = κοιτάζεις, βλέπεις ράσσεις = ορμάς, επιτίθεσαι ὁπού = αυτός που ρουφιάνες = μεσίτριες ερωτικών υποθέσεων γλακᾶ = τρέχει χρείά ’τον = έπρεπε, ήταν ανάγκη διάφορα = κέρδη, οφέλη ἤμαστε γυρεμένες = μας γύρευαν, είχαν την ανάγκη μας πολτικὲς = αγοραίες γυναίκες, πόρνες τορνέσι = είδος νομίσματος",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Η Αννέζα μαθαίνει το σχέδιο εξαπάτησης του Αρμένη (Γ 357-394),"Η Αννούσα, που βρισκόταν ήδη στη σκηνή όταν μπήκε η Αννέζα του στενού και εξιστόρησε τα βάσανα του ""επαγγέλματός"" της, ζητά τώρα από την ηλικιωμένη ρουφιάνα να μεσολαβήσει να τα ξαναβρούν με τον αγαπητικό της. Ταυτόχρονα, της εξιστορεί την πλεκτάνη που έχει στήσει η Πουλισένα, ώστε να εκμεταλλευτεί και τη θετή της κόρη Κασσάντρα και την ίδια (την Αννούσα) για να βγάλει κέρδος και από τους δύο ενδιαφερόμενους άντρες: τον Αρμένη και τον Νικολό. Έτσι, το κοινό ακούει ξανά τη βασική ίντριγκα του έργου και η Αννέζα μαθαίνει τις πληροφορίες που θα καταδώσει στη συνέχεια στους δύο εξαπατώμενους, τον πατέρα του Νικολού και τη γυναίκα του Αρμένη, και η πλοκή θα πάρει νέα ώθηση. ΑΤΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΕΝΑ ΕΧΤΗ Ἀννούσα και Ἀννέζα τοῦ στενοῦ ΑΝΝΟΥΣΑ Δὲ μοῦ βολεῖ, συμπάθησ’ μου, νὰ πὰ τονὲ ξετρέχω· παρὰ ποτέ μου σήμερο δουλειὲς μεγάλες ἔχω. ΑΝΝΕΖΑ Κι’ ἴντα δουλειὲς σ’ εὑρήκασι; ΑΝΝΟΥΣΑ Μὲ μιά τζη θυγατέρα δυὸ γάμους ἐβουλήθηκε νὰ κάμη ’ς μιὰν ἡμέρα ἀντάμι μὲ τὴν Ἀρκολιὰ ἡ πίβουλ’ ἡ κερά μου, κι’ ὅντα τὸ θέλω θυμηθῶ τρέμουν τὰ σωθικά μου. ΑΝΝΕΖΑ Τ’ Ἀρμένη ἐπαραγρίκησα τὴν ἄλλη ἀπὸ σένα πὼς νὰ τὴ δώση ἐλόγιαζε. ΑΝΝΟΥΣΑ Εἶπα σου πὼς ταμένα εἶχε τὴν κακορίζικη ἐτούτη νὰ τοῦ δώση, ἀνὲν κι’ ὡς πάντα τσῆ ’τασσε καλὰ νὰ τὴν πλερώση. ΑΝΝΕΖΑ Τοῦτο ἀγρίκησά σου το. ΑΝΝΟΥΣΑ Σήμερο—μὰ, νὰ ζήσης, τοῦτο ποὺ θέλω νὰ σοῦ πῶ ἄλλης μὴν τὸ μιλήσης — πενήντα τσῆ ’δωκε χρυσὰ τσεκίνια καὶ δυὸ κότες ὄμορφες, σὰν τσὶ ζάρανε στὴ χώρα μας ἀλλότες. Λογιάζω τὸ φαμέγιο του ἤβαλε κι’ ἔκλεψέ τζι καὶ ’ς τς Ἀρκολιᾶς, ἁπού ’μαστε, χωστὰ ἐκεῖ ’φερέ τζι. ΑΝΝΕΖΑ Πῶς ἔκλεψέ τζι κι’ ἀπὸ ποῦ; ΑΝΝΟΥΣΑ Μέσ’ ἀπὸ τὸ δικό του σπίτι. ΑΝΝΕΖΑ Καὶ δὲν ἐντράπηκε; ὀγούι στὸ ριζικό του! ΑΝΝΟΥΣΑ Γρίκησ’ ἐδὰ τὸ πλιότερο·δὲ θὲ νὰ τοῦ τὴ δώση, μὰ’νοῦς ἀλλοῦ τὴν ἔταξε, κι’ ἐκεῖνον νὰ κομπώση. ΑΝΝΕΖΑ Τίνος ἀλλοῦ; ΑΝΝΟΥΣΑ Τοῦ Νικολό, ἁπού ’θελες γρικήσει πὼς ἀπὸ τὴν ἀγάπη της στέκει νὰ ξεψυχήση· γιατὶ κι’ ἐκεῖνος ηὕρηκε σαράντα κι’ ἤπεψέ τζη τσεκίνια, δὲν κατέχω πῶς, κι’ ἐκαλοκάρδισέ τζη. ΑΝΝΕΖΑ Καημένε μισὲρ Γιάκουμε, τορνέσι στὸ πουγγί σου θαρρῶ το πὼς δὲ σ’ ἄφηκε σήμερον τὸ παιδί σου! Μά μ’ ἴντα μόδο βούλεται τοῦτα νὰ τὰ ’ρδινιάση; ΑΝΝΟΥΣΑ Μόνο νὰ τονὲ στοχαστῶ, τὰ μέλη μοῦ τρομάσσει. Μὰ βιάζομαι καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ τὰ ξετελειώσω, μ’ ἄλλη φορὰ ξεφάντωση σοῦ τάσσω νὰ σοῦ δώσω, Τὸ Νικολὸ μ’ ἐπέψασι νὰ πάω νὰ ξεδράμω, γιὰ νὰ κατέχη νά ’ρθη ἀργὰ νὰ κάμωμε τὸ γάμο. ΑΝΝΕΖΑ Στάσου δαμάκι, πέ μου σκιάς, Ἀννούσα, στὸ Θεό σου, ἀπὸ τσὶ γάμους ὁποὺ λές, ποιὸ εἶναι τὸ δικό σου κέρδος; ΑΝΝΟΥΣΑ Κεράτσα Ἀννέζα μου, τοῦτο, νὰ ζήσω, μόνο μοῦ χάρισε ὁ Νικολός. ΑΝΝΕΖΑ Δὲν εἶν’ κακὸ κι’ αὐτόνο. ΑΝΝΟΥΣΑ Δὲν εἶν’ κακό, καὶ κράτει το καλὰ νὰ ξαρρωστήσης, μὰ κάτεχε, τοῦ Κωνσταντῆ γιὰ μένα νὰ μιλήσης.","Δὲ μοῦ βολεῖ = δεν με βολεύει νὰ πὰ τονὲ ξετρέχω = να πάω να τον ψάχνω ἀντάμι = μαζί πίβουλ’ = ύπουλη ἐπαραγρίκησα = πήρε το αυτί μου, άκουσα τυχαία ἀγρίκησά σου = άκουσα από σένα τσεκίνια = είδος νομίσματος κότες = φορέματα ζάρανε = συνηθίζανε Λογιάζω = υποθέτω, υπολογίζω φαμέγιο = υπηρέτη χωστὰ = κρυφά ὀγούι = αλίμονο, ουαί Γρίκησ’ = άκου ἐδὰ = τώρα κομπώση = να εξαπατήσει στέκει νὰ = πρόκειται να, είναι στο σημείο να κατέχω = ξέρω, γνωρίζω τορνέσι = είδος νομίσματος μόδο = τρόπο βούλεται = θέλει ’ρδινιάση = να τα ρυθμίσει ξεφάντωση = χαρά, διασκέδαση ξεδράμω = να ψάξω να βρω δαμάκι = λιγάκι σκιάς = τουλάχιστον ξαρρωστήσης = να γιατρευτείς",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Η Αννέζα εκδικείται (Δ 25-56),"Βρισκόμαστε στην αρχή της τέταρτης πράξης και η Αννέζα του στενού έχει βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της να καταδώσει στον Γιάκουμο τον γιο του και στην Αρμένισσα τον άντρα της, για όσα έχουν κανονίσει με την Πουλισένα. Έτσι, το έργο ευθυγραμμίζεται με τις επιταγές της αναγεννησιακής θεωρίας του θεάτρου, που απαιτούσε στην τέταρτη πράξη να περιπλέκεται η υπόθεση, ώστε να απαιτείται κατόπιν η «λύση» της στην πέμπτη πράξη. Στον μονόλογό της στη δεύτερη σκηνή η Αννέζα ενημερώνει το κοινό ότι ο Γιάκουμος τώρα ετοιμάζεται να έρθει να κάνει μεγάλη φασαρία στο σπίτι της Πουλισένας, ενώ στην τρίτη σκηνή χτυπά την πόρτα του Αρμένη για να μιλήσει με τη γυναίκα του. ΑΤΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Ἀννέζα τοῦ στενοῦ μοναχή. Ἐμπόρειε ἡ κερ’ Ἀρκολιὰ κι’ ἡ κερὰ Πουλισένα στὴ συντροφιά τους σήμερο νὰ πάρουσι κι’ ἐμένα, γιατὶ δὲν εἶχ’ εἶσται κακὴ κι’ ἐμένα ἡ βουλή μου· μ’ ἀπείτις δὲν ἠθέλασι, ἂς εἶν’ μὲ τὴν εὐχή μου. Τὸν κύρη εὕρηκα ἐδὰ τοῦ Νικολὸ πρὸς κάτω στὴν Ὀβριακή, καὶ τὸ ζιμιὸ τοῦ ’δωκα τὸ μαντάτο, κι’ ὡς τό ’κουσε ἐτρόμαξε κι’ ἐπῆγε στὸ σκολειόν του, κι’ ἂν ἔναι κι’ εὕρη τον ἐκεῖ, ἀλὶ τὸ ριζικόν του. Ὅπου κι’ ἂν εἶναι ἐδεπὰ θέλει ἔρθει δίχως ἄλλο νὰ κάμη ταραχὴ πολλὴ καὶ σάλαγο μεγάλο, γιὰ νὰ τοὺς πάρη τὸ ζιμιό, σὰ λέγει, τὰ τορνέσα, κι’ ὅλους φωνιάζει στὴ φλακὴ πὼς θὰ τοὺς βάλη μέσα. Ἐδά ’ρθα πάλι ξαργιτοῦ ’ς τς Ἀρμένισσας νὰ πάγω, γιὰ νὰ τσῆ πῶ τί τσ’ ἔκλεψε ἅντρα τση καὶ νὰ φάγω τσὶ σάρκες μου, ἀνισῶς καὶ δὲν τὴν κάμω νὰ γλακήση τσῆ Πουλισένας τὸ ζιμιὸ τὴν πόρτα νὰ τσακίση. ΣΕΝΑΤΡΙΤΗ Ἀννέζα τοῦ στενοῦ χτυπᾶ τὴν πόρτα τῆς Ἀρμένισσας. Ἀρμένισσα καὶ Ἀννέζα τοῦ στενοῦ. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Ποιός εἶναι ἀτοῦ; ποιός μοῦ χτυπᾶ; ΑΝΝΕΖΑ Κερά, ἄνοιξε, νὰ ζήσης, γιατὶ ἕνα λόγο θὰ σοῦ πῶ. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Στάσου. ΑΝΝΕΣΑ Μηδὲν ἀργήσης. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Καλῶς τὴν κερ’ Ἀννέζα μου. Ἴντα γυρεύεις, πέ μου. ΑΝΝΕΣΑ Κερά, στὸ σπίτι ἂς ἔμπωμε, κι’ ἀπόκεις γρίκησέ μου, γιατ’ ἦρθα μόνο ὡς ἐδεπὰ σήμερο γιὰ καλό σου, μαντάτο ἀκριβότατο κάτεχε πὼς βαστῶ σου. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Κι’ ἂς ἦτον σκιάς, Ἀννέζα μου, ὡς γιὰ τὴ θυγατέρα, ὁποὺ μοῦ πῆρα στὴν Ἀξὰ οἱ Τοῦρκοι μιὰν ἡμέρα! ΑΝΝΕΣΑ Τοῦτο ποτὲ δὲν τ’ ἄκουσα, μουδ’ ἀπ’ αὐτὰ ξετρέχω, μὰ τίβοτσι ἔχασες, κι’ ἐγὼ ποῦ βρίσκεται κατέχω, κι’ ἦρθα ἐδεπὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ, τίβοτας νὰ μοῦ δώσης — κι’ ἔμπα λοιπὸν στὸ σπίτι σου, ἂ θέλης νὰ τὸ γνώσης. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Ἂς πᾶμε μέσα τὸ λοιπόν, κι’ ἐχτύπησε ἡ καρδιά μου, σὰν ἤκουσα τὸ ἀκριβὸ μαντάτο πὼς βαστᾶς μου. Ζιμιὸ στὴ θυγατέρα μου ἤτρεξε ὁ λογισμός μου κι’ ἐξανακαινουργιώθηκε ὁ πόνος ὁ δικός μου.","δὲν εἶχ’ εἶσται κακὴ = δεν θα ήταν κακή βουλή = συμβουλή ἀπείτις = απ’ τη στιγμή που κύρη = πατέρα ἐδὰ = τώρα τὸ ζιμιὸ = αμέσως ἀλὶ = αλίμονο, κρίμα ἐδεπὰ = εδώ πέρα σάλαγο = φασαρία τὰ τορνέσα = είδος νομίσματος ξαργιτοῦ = επίτηδες, σκόπιμα γλακήση = να τρέξει ἀτοῦ = εκεί Ἴντα = τι (ερωτ.) κάτεχε = να ξέρεις σκιάς = τουλάχιστον Ἀξὰ = Νάξο ξετρέχω = επιδιώκω τίβοτσι = κάτι ἐξανακαινουργιώθηκε = ανανεώθηκε, ξαναδημιουργήθηκε",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Ο δάσκαλος συναντά τον Κουστουλιέρη και τον υπηρέτη του (Δ 269-303),"Απόσπασμα από μία εκτενή σκηνή, όπου συμμετέχουν οι τρεις κατεξοχήν κωμικοί τύποι του έργου: ο σχολαστικός δάσκαλος, ο μπράβος Κουστουλιέρης και ο δούλος του τελευταίου Κατζούρμπος. Πρόκειται για μία από τις σκηνές εκείνες που δεν προωθούν την υπόθεση του έργου, παρά υπηρετούν τον κωμικό του χαρακτήρα λειτουργώντας ως γέφυρα μεταξύ σκηνών όπου εκτυλίσσεται η πλοκή ή παρατείνουν την εξέλιξή της προς τη λύση, δρώντας ως τρόπος εκτόνωσης του κοινού από την αγωνία. Στη χρονική στιγμή όπου βρισκόμαστε, ο πατέρας του Νικολού, ο οποίος έχει πληροφορηθεί από την Αννέζα τα σχέδια της Πουλισένας που εμπλέκουν τον γιο του, έχει μόλις βγει από τη σκηνή έξαλλος για να καταγγείλει το συμβάν στον δούκα της Κρήτης, ενώ η Αννέζα βρίσκεται τώρα μέσα στο σπίτι του Αρμένη και ενημερώνει τη γυναίκα του για τη δική του ανάμειξη στις δουλειές της Πουλισένας. Και αυτής της σκηνής ένα τμήμα (στ. 269-316) αυτονομείται στο χειρόγραφο και λειτουργεί ως δεύτερο ιντερμέδιο της Πανώριας. ΑΤΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΕΝΑ ΟΓΔΟΗ Κουστουλιέρης, Κατζοῦρμπος καὶ Δάσκαλος. ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἂς ἔρθου, ἂν εἶναι βολετό, χίλια φουσάτα τώρα, ἂς ἔρθουν ὅσοι βρίσκονται μπράβοι ἐδεπὰ στὴ χώρα, ἂς ἔρθουσιν οἱ τσέρνιδες, ἂς ἔρθουν οἱ σολδάδοι τσῆ χώρας, νὰ μαλώσωμε τούτη τὴν ὥρα ὁμάδι! ΔΑΣΚΑΛΟΣ At, at, quid est hic? Homines d’eximinia forza! Parmi d’Aiace l’ombra in verità in quelle lucid’armi. ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ὦ Πουλισένα πολτική, κατέβα νὰ σὲ σφάξω, γὴ νὰ σοῦ δώσω μιὰ κλοτσιὰ στὴ Ντία νὰ σὲ πετάξω! ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Βλέπεσε, κακορίζικε, βλέπεσε, κι’ ὀσταρία δὲν εἶν’ στὴ στράτα μουδεμιὰ νὰ μπῆς ἂν κάμη χρεία. ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Κατζοῦρμπο, κάμε σ’ ὀρδινιὰ νὰ βάλης τ’ ἄρματά σου, γιατὶ θὰ δείξης, κάτεχε, σήμερον τὴν ἀντρειά σου. ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Μὴν ἔχης ἔγνοια, ὀγιατὶ καλά ’μαι ὀρδινιασμένος· δέ με, σὰ νά ’μου ἀληθινὰ στὴ μάχη ἀναθρεμμένος. ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Κι’ ἴντά ’ν’ αὐτάνα ποὺ βαστᾶς; ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Σούβλα μὲ κριὰς καμπόσο, κι’ ἕνα φλασκάκι μὲ κρασί. Θὲς λίγο νὰ σοῦ δώσω; ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Κι’ ἴντα τὰ θέλεις, γάιδαρε; πῶς; σὲ περβόλι πᾶμε γὴ σ’ ἄλλον τόπο, ξέγνοιαστα νὰ κάτσωμε νὰ φᾶμε; ΚΑΤΖΟΥΜΠΟΣ Ἡ βιτουβάρια ἤκουσα πὼς κάνει χρειὰ στὴ μάχη γεῖς καπετάνιος ξάκουστος πάντα σιμά του νά ’χη. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Prudenter! KOYΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Σύρσου ’ς μιὰ μεριά, κι’ ἕνα θωρῶ σιμά μας· νὰ πὰ τοῦ δείξωμε ζιμιὸ τί ἀξίζουν τ’ ἄρματά μας. ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ Γιά, ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φορεῖ θαρρῶ ’ναι διακονιάρης. ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἀλήθιο λές! Βαριόμοιρε, τί σοῦ ’μελλε νὰ πάρης! ΔΑΣΚΑΛΟΣ Quid mirum ? Τὸ πρεπὸ ζητᾶ νὰ τούςε χαιρετήσω· sed qualis verbis? Con parlar latino θὲν’ ἀρχίσω. Quamvis suspectus, domine, temeritatis ero, o miles praestantissime, tibi fortasse in vero — ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Ἄμε ’ς καλό, καὶ δὲ βαστῶ τορνέσια γιὰ τὴν ὥρα. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Hic non arrexit aures. Non mi conosce ancora? Voglio cum verbis aliis reiterar saluto. Tantos honores! — ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ Στὸ καλὸ νὰ πάγης εἶπα σού το. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Τοῦτος δὲν ἐστουδιάρισε ποτὲ filosofia, ἀπείτις δὲ μ’ ἐγνώρισε ἐχ τὴ fisonomia, κι’ εἶναι μου χρειὰ in vernacula lingua νὰ τοῦ μιλήσω.","βολετό = εύκολο, κατορθωτό φουσάτα = στρατεύματα μπράβοι = στρατιωτικοί που προσφέρουν υπηρεσίες σωματοφύλακα ή ακόλουθου οἱ τσέρνιδες = φρουρές, αστυνομία [η τσέρνιδα] σολδάδοι = στρατιώτες At, at, quid est hic? Homines d’eximinia forza! Parmi = Μπα, μπα, τί γίνεται εδώ; Κάτι άνθρωποι μ’ εξαιρετική δύναμη! d’Aiace l’ombra in verità in quelle lucid’armi = Θαρρώ στ’ αλήθεια πως είναι (του ίδιου) του Αίαντα η σκιά (το είδωλο) σ’ εκείνα τα λαμπερά όπλα. πολτική = πόρνη γὴ = ή (διαζευκτικό) Βλέπεσε = πρόσεχε ὀσταρία = πανδοχείο, χάνι ἂν κάμη χρεία = αν παραστεί ανάγκη ὀρδινιὰ = τάξη ὀρδινιασμένος = οργανωμένος, τακτοποιημένος βιτουβάρια = τα τρόφιμα Prudenter = σωστά ζιμιὸ = αμέσως Γιά = για δες, κοίτα διακονιάρης = ζητιάνος Quid mirum = Τί παράξενο! sed qualis verbis? Con parlar latino θὲν’ ἀρχίσω = αλλά με τί λόγια; Θα ξεκινήσω μιλώντας λατινικά. Quamvis suspectus, domine, temeritatis ero = Όσο κι αν φανώ, κύριε, ύποπτος προπετείας, o miles praestantissime, tibi fortasse in vero = ω εξοχότατε στρατιώτη, απέναντι σου πιθανόν, αλήθεια… τορνέσια = είδος νομίσματος Hic non arrexit aures. Non mi conosce ancora? = Αυτός δεν στήλωσε τα αυτιά του. Δεν με γνωρίζει ακόμα; Voglio cum verbis aliis reiterar saluto. = Θέλω με άλλα λόγια να ξανακάμω τον χαιρετισμό. Tantos honores! = Άπειρες τιμές! ἐστουδιάρισε = μελέτησε ἀπείτις = αφού, μιας και εἶναι μου χρειὰ in vernacula lingua = είναι ανάγκη, χρειάζεται σε απλή γλώσσα...",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Η χαμένη κόρη της Αρμένισσας (Δ 407-446),"Στην τελευταία σκηνή της τέταρτης πράξης, εκεί όπου σύμφωνα με την αναγεννησιακή θεωρία του θεάτρου πρέπει να ενταθούν οι περιπλοκές της υπόθεσης ώστε να αρχίσει η πορεία προς τη λύση (που θα έρθει στην πέμπτη πράξη), η Αρμένισσα διηγείται στην υπηρέτριά της Αννίτσα τη θλιβερή ιστορία της κόρης που τους πήραν αιχμάλωτη οι Τούρκοι και την πούλησαν στον Χάνδακα (Κάστρο). Το κοινό τώρα μπορεί να συνδυάσει αυτή την πληροφορία με όσα έχει αναφέρει η Πουλισένα στην πρώτη πράξη για την ιστορία της θετής της κόρης Κασσάντρας. ΑΤΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΕΝΑ ΔΕΚΑΤΗ Ἀννίτσα, καὶ Ἀρμένισσα ποὺ κλαίγει. ΑΝΝΙΤΣΑ Μὴν κλαῖς, νὰ ζήσης, σκόλασε τὰ κλάματα, κερά μου, τὰ δάκρυά σου βλέποντας κινοῦσι τὰ δικά μου. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Ἄσε με, Ἀννίτσα, δὲν μπορῶ πλιὸ νὰ τὸν ἀπομένω τὸ γέρο τὸν πελέλακα καὶ τὸν ξετρουμισμένο. Λόγιασε σ’ ἴντα βρίσκεται καὶ πόσους πόνους ἔχει, καὶ τὴν ἡμέρα τὴν καλὴ ποτέ του δὲν κατέχει· μολονετοῦτο τὶς κακὲς στράτες δὲ θὲ ν’ ἀφήση γιὰ τὴν κακή του ὄρεξη, γιὰ τὴν κακή του φύση. Εγώ ’λεγα κι’ ἐγύρεψε, ὀιμένα ἡ καημένη, νὰ βρῆ τὴ θυγατέρα μου τὴν κακομοιριασμένη. Ἂν εἶχεν εἶσται ἄθρωπος, βρεμένη ἦτον ὡς τώρα· πούρ’ εἴπασί μας μιὰ φορὰ πὼς γεῖς ἀπὸ τὴ χώρα τούτη τὴν ἐξαγόρασε, μ’ αὐτὸς δὲν τὴν ξετρέχει, μήδ’ ἄλλο παρὰ πουτανῶν μόνον τὴν ἔγνοια ἔχει. ΑΝΝΙΤΣΑ Καλέ, πῶς τὴν ἐχάσετε; ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Μαθές, δὲν τὸ κατέχεις, γιατί ἕνα μήνα μοναχὰς ’ς τοῦτο τὸ σπίτι ἔχεις. Ἐμεῖς εἴμαστ’ ὀχ τὴν Ἀξά, καὶ Τοῦρκοι μᾶς ἐπιάσα, κι’ ἀλλήλως τως, σὰν κάνουσι, ὅλους μᾶς ἐμοιράσα, κι’ ἐμᾶς ἐφέρανε ἐπὰ στὴν Κρήτη κι’ ἐπουλῆσα, κι’ ἕνας μᾶς ἐξαγόρασε μὲ στάμενα περίσσα, κι’ εἶχε μας σὰν ἀδέρφια του, κι’ ὡς κι’ εἰς τὸ θάνατό του μᾶς ἄφηκε γιὰ ψυχικὸ τὸ πράμα τὸ δικό του, καὶ ζοῦμε καταπῶς θωρεῖς. Μ’ αὐτὴ τὴ θυγατέρα πὼς ἐπουλήσανε στὴ Χιὸ μᾶς εἶπαν μιὰν ἡμέρα, κι’ ἐπέψαμε πολλὲς φορὲς, καὶ δὲν μπορὰ τὴ βροῦμε, μὰ πὼς τὴν ἐξαγόρασε γεῖς Κρητικὸς γρικοῦμε, κι’ ὡς κι’ ἐδεπὰ γυρέψαμε, κι’ ἄθρωπος δὲν κατέχει γιὰ λόγου της νὰ μᾶς εἰπῆ ποιὸ σπίτι νὰ τὴν ἔχη. ΑΝΝΙΤΣΑ Κερά, λογιάζω γλήγορα τὴ βρίσκεις· στὸ Θεό μου, τὸ πὼς εὑρέθη ἐθώρουν τη ἀπόψε στ’ ὄνειρό μου. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Μαγάρι νὰ ξεδιάλιενε σήμερο τ’ ὄνειρό σου! Ἀννίτσα, ἂ λάχη νὰ βρεθῆ, χαρὰ στὸ ριζικό σου! Σάρτζα καὶ σκέπη καὶ φελοὺς θέλω νὰ σοῦ χαρίσω, κι’ ἂν εἶν’ καὶ θὲς νὰ παντρευτῆς, τάσσω νὰ σὲ προικίσω. ΑΝΝΙΤΣΑ Φανέρωσέ τη, ἁγιὰ Σοφιά, καὶ σεῖς τρεῖς Μάρτυροί μου, γιατί θωρῶ πὼς εἶν’ αὐτὴ ἡ μοίρα ἡ δική μου. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Ὡς καὶ τοῦ Μούστρουχό ’δωκα λόγο νὰ τὴ γυρέψη, μὰ κεῖνος ἄλλο δὲ θωρεῖ, παρὴ νὰ βρῆ νὰ κλέψη. Μ’ ἄς μποῦμε μέσα, Ἀννίτσα μου, κι’ εἰς λίγην ὥρα πάλι γι’ αὐτὸ τὸ γέρο τὸ λωλὸ θέλω μεταπροβάλει. Τέλος τοῦ τέταρτου ἄττου.","σκόλασε = σταμάτησε κινοῦσι = προκαλούν πλιὸ = πλέον ἀπομένω = υπομένω, ανέχομαι πελέλακα = τρελό ξετρουμισμένο = ανόητο, ξεμωραμένο ἴντα = τι (ερωτ.) εἶχεν εἶσται = αν ήταν βρεμένη ἦτον = θα είχε βρεθεί πούρ = επειδή γεῖς = κάποιος, ένας ξετρέχει = ψάχνει Μαθές = αληθινά, βέβαια κατέχεις = γνωρίζεις ὀχ = από (δηλώνει προέλευση) Ἀξά = Νάξο ἀλλήλως τως = μεταξύ τους ἐπὰ = εδώ στάμενα = είδος νομίσματος πράμα = περιουσία ἐπέψαμε = στείλαμε γιὰ λόγου της = γι’ αυτήν ξεδιάλιενε = να ξεκαθάριζε Σάρτζα = μάλλινο χρωματιστό ύφασμα ως σκέπασμα κρεβατιού σκέπη = λεπτό ύφασμα, κάλυμμα του κεφαλιού φελοὺς = ελαφρά υποδήματα, αυτό που λέμε σήμερα τσόκαρο παρὴ = παρά, εκτός από λωλὸ = τρελό, ανόητο θέλω μεταπροβάλει = θα ξαναπροβάλω, θα εμφανιστώ πάλι",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Το πάθημα του Αρμένη (Ε 1-32),"Η πέμπτη πράξη αρχίζει με μία σκηνή οπτικού χιούμορ, καθώς ο ανύποπτος Αρμένης φτάνει όλο λαχτάρα να χτυπήσει την πόρτα της Πουλισένας, όταν πετιέται και αρχίζει να τον βρίζει η γυναίκα του, που τον παραφύλαγε μέσα από το σπίτι και σχολίαζε ειρωνικά κάθε του λόγο όσο αυτός νόμιζε ότι ήταν μόνος στον δρόμο. Ίσως δεν είναι χωρίς σημασία η αναφορά του σε δύο «ξεχασμένους Χιώτες» που τον καθυστέρησαν στον δρόμο και οι οποίοι ενδεχομένως να αποτελούσαν, στην αυθεντική μορφή του έργου, το κλειδί για την αναγνώριση της χαμένης κόρης του Αρμένη. ΑΤΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΣΕΝΑ ΠΡΩΤΗ Ἀρμένης, Ἀρμένισσα ἀπὸ μέσα, καὶ Ἀννίτσα, μὰ δὲ μιλεῖ. ΑΡΜΕΝΗΣ Πάντα ὅντα βιάζεται κιανείς, σοῦ φαίνεται, λαχαίνει σ’ ἀμπόδιστρα ἀνόλπιστα, κι’ ὅλος καταμπερδένει. Μὲ βιὰ περίσσια ἤρχουμου καὶ πεθυμιὰ μεγάλη γιὰ νά ’μπω ’ς τσῆ Κασσάντρας μου τὴ μυρισμένη ἀγκάλη, κι’ ἐμένα μ’ ἀπαντήξασι δυὸ ξεχασμένοι Χιῶτες, ὁποὺ ἐγνωριζόμαστε κι’ ἤμαστε φίλοι ἀλλότες, κι’ ἀθιβολὲς τοῦ κὺρ Λουνὸ μὀφέρασιν ὁμάδι, τόσο ποὺ μ’ ἐκρατήσασι κι’ ἐσίμωσε τὸ βράδυ. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Δὲν ἦταν μηδετίβοτας τ’ ἀμπόδιστρο αὐτόνο, μὰ τὸ δικό μου στὴν καρδιὰ θέλει σοῦ δώσει πόνο. ΑΡΜΕΝΗΣ Μ’ ἀπείτις ἔφταξα ἐδεπά, θὰ πάγω νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα νὰ μ’ ἀνοίξουσι, νὰ μπῶ γιὰ νὰ φιλήσω τὰ κάλλη τῆς Κασσάντρας μου, στὸ στρῶμα ν’ ἀνεβοῦμε, γλυκὰ νὰ ξεφαντώσωμε, γλυκὰ ν’ ἀνταμωθοῦμε. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Πρικὺ νὰ σὄβγη ἀνάλαιμα, γέρο λωλέ, σοῦ τάσσω, γιατὶ τσὶ βέστες μου ποτὲ δὲ θέλω νὰ τσὶ χάσω. ΑΡΜΕΝΗΣ Μὰ γιάντα ἀργῶ καὶ δὲ χτυπῶ κιανείς τως νὰ προβάλη, ν’ ἀνοίξη τὴν Παράδεισο καὶ μέσα νὰ μὲ βάλη; ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Δὲ θέλεις ἔμπει, κάτεχε, μ’ ἀντὶς τοῦ Παραδείσου κόλαση πλήσια ὀγιὰ σὲ θέλει ἔχει τὸ κορμί σου. ΑΡΜΕΝΗΣ Ὦ πόρτα μαρμαρένια μου, ὁπὄχεις σφαλισμένη τὴν κόρη μου τὴν ὄμορφη καὶ τὴ χαριτωμένη, ὦ τοῖχοι ποὺ στραγγίζετε τὸ μέλι καὶ τὸ γάλα, ὦ καλοριζικότατη καὶ πλουμισμένη σκάλα, δῶτε μου τόπο ν’ ἀνεβῶ, σὰν εἶν’ ἡ πεθυμιά μου, νὰ βάλω τὴν Κασσάντρα μου μέσα στὴν ἀγκαλιά μου. Εἰς τοῦτο ἡ Ἀρμένισσα ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ βγαίνει ὄξω. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Ὦ γέρο κακορίζικε, λωλὲ καὶ ξεπεσμένε, κακόβιε, κακοπόδαρε καὶ κακομοιριασμένε ἴντα γυρεύεις ἐδεπά; ΑΡΜΕΝΗΣ Ὀιμέναν ὁ καημένος, τώρα λογοῦμαι ἀληθινὰ καθάρια κομπωμένος! Στὰ χέρια μου εἶχα πωρικό, κι’ ὥστε νὰ τὸ δαγκάσω, μοῦ ’πεσε μέσα στὰ πηλά, καὶ πρέπει μου νὰ σκάσω.","ὅντα = όταν λαχαίνει = τυχαίνει ἀμπόδιστρα = εμπόδια ἀνόλπιστα = απρόσμενα βιὰ = βιασύνη ἀθιβολὲς = κουβέντες ὁμάδι = μαζί μηδετίβοτας = τίποτε απολύτως ἀπείτις = από τη στιγμή που, αφότου ἐδεπά = εδώ νὰ σὄβγη ἀνάλαιμα = να σου βγει ξινό, να σου βγει σε κακό βέστες = φορέματα γιάντα = γιατί (ερωτ.) πλουμισμένη = στολισμένη κακόβιε = άθλιε κακοπόδαρε = άτυχε, άθλιε λογοῦμαι = θεωρούμαι, λογαριάζομαι κομπωμένος = εξαπατημένος πωρικό = φρούτο, καρπό πηλά = λάσπες, βρομιές",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Βρέθηκε η χαμένη κόρη! (Ε 147-188),"Καθώς πλησιάζουμε προς το τέλος της κωμωδίας, ο υπηρέτης του Αρμένη Μούστρουχος έμαθε (άγνωστο πώς, τουλάχιστον στη σωζόμενη εκδοχή του έργου – βλ. σχόλια στον στ. Ε 5) ότι η Κασσάντρα είναι η χαμένη κόρη του Αρμένη, έχει ήδη ενημερώσει σχετικά τον αφέντη του και την Αρμένισσα και τώρα βγαίνουν όλοι μαζί από το σπίτι στον δρόμο, όπου θα συναντήσουν τη γειτόνισσά τους Πουλισένα, για να διασταυρώσουν και να επαληθεύσουν τις πληροφορίες για την τύχη της κοπέλας και την πραγματική καταγωγή της. ΑΤΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΣΕΝΑ EXTH Ἀρμένης, Ἀρμένισσα, Μούστρουχος καὶ Πουλισένα. ΑΡΜΕΝΗΣ Βλέπεσε μόνο, Μούστρουχε, ψόματα μὴ δηγᾶσαι καὶ ’ς τσὶ πληγές μας τσὶ παλιὲς καινούργιος πόνος νά ’σαι. ΑΡΜEΝΙΣΣΑ Μούστρουχε, ἂν εἶναι ἀληθινά, σήμερο σὲ χρουσώνω· ἀπὸ τὴν τόση μου χαρὰ λογιάζω πὼς δὲ σώνω νὰ τὴν ἰδοῦν τὰ μάτια μου. ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΟΣ Κερά μου, τὸ παιδί σας θέλετε δεῖ ὀγλήγορα, σὰν πεθυμᾶ ἡ ψή σας. Τὴν Πουλισένα συντηρῶ· σιμώσετε σ’ ἐκείνη, καλύτερα νὰ μάθετε τὴν ἴδια ἀληθοσύνη. ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Τοῦτοι μὲ δείχνου καὶ μιλοῦν, θαρρῶ νὰ συβαστῆκα τ’ ἄμπιτα νὰ μοῦ πάρουσι· γιὰ κεῖνο μαζωχτῆκα κι’ ἐφέρασι τὸ Μούστρουχο, γιατὶ τά ’χε κλεμμένα, ὁποὺ στὸ σπίτι τς Ἀρκολιᾶς μοῦ τά ’φερεν ἐμένα. Μ’ ἀνὲν καὶ τὰ γυρέψουνε, πῶς ἔχω νὰ τελειώσω; τὸ μόδο δὲν μπορῶ νὰ βρῶ ἀπόκριση νὰ δώσω. Μὰ βλέπω τὴν Ἀρμένισσα κι’ ἔρχεται πρὸς ἐμένα· τάχα νὰ σ’ εὕρη τὸ κακό, καημένη Πουλισένα; ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Χίλια καλῶς ποὺ σ’ εὕρηκα, κεράτσα Πουλισένα, κι’ ἀπόστα ἦρθα ἐδεπὰ νὰ σὲ ρωτήσω ἐσένα. ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Καλῶς ἦρθες, κεράτσα μου, καὶ τί ’ν’ τὸ θέλημά σου; Ὅ,τι ὁρίζεις ρώτα με, νὰ λέγω τς ἀφεντιᾶς σου. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Νὰ σὲ ρωτήσω ἐβάλθηκα, νὰ ζήση τὸ κορμί σου, ἐκείνη πὄχεις σπίτι σου, ἀνίσως κι’ εἶν’ παιδί σου. ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Δὲν εἶν’ παιδί μου, Ἀρμένισσα, ἀπὸ τὰ σωθικά μου, μ’ ἀνάθρεψά τη ἀπὸ μικρὴ μέσα στὴν ἀγκαλιά μου. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Γιὰ πές μου ποῦ τὴν ηὕρηκες, νὰ ζήση τὸ κορμί σου, κι’ ἀνάθρεψές τη σπίτι σου κι’ ἔχεις τη σὰν παιδί σου; ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Αὐτήνη ἦτον ὀχ τὴν Ἀξὰ κι’ ἐπιάστη σκλαβοπούλα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της καὶ μὲ τ’ ἀδέρφια τση οὗλα, κι’ ἅντρας μου τὴν ἀγόρασε γιὰ τὴν κυβέρνησή μου κι’ ἀνάθρεψά τη ἀπὸ μικρὴ κι’ ἔχω τη σὰν παιδί μου. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Πέ μου, ποῦ τὴν ἀγόρασε, σὲ τίνος κόσμου μέρη, καὶ πῶς ἐκαπιτάρισε εἰς τὸ δικό σου χέρι; ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Στὴ Χιὸ τὴν ἐπουλήσανε κάποιοι πραματευτάδες κι’ ἀγόρασέ την ἅντρας μου κι’ ἔδωκε δυὸ χιλιάδες πέρπερα ὁλομετρητά, κάνου ἑκατὸ τσεκίνια, καὶ ἄλλα τόσα ἔδωσα καὶ τσ’ ἔκαμα μανίνια. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Πῶς τῆςε λένε τ’ ὄνομα, ρωτῶ σε μ’ ὄρεξή μου. ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Κασσάντρα τηνὲ κράζουνε. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Ἀμὰ εἶναι τὸ παιδί μου! Ὄφουν τί καλοριζικιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα λαβαίνω ἂ σ’ εὕρω σήμερο, γλυκιά μου θυγατέρα! Μὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ ἄμε καὶ ξέταξέ τη, κι’ ἀνὲ θυμᾶται ἀπὸ γονιοὺς τίποτες ρώτηξέ τη. Εἰς τοῦτο μισεύει ἡ Πουλισένα καὶ μπαίνει σπίτι της.","Βλέπεσε = πρόσεχε χρουσώνω = σε γεμίζω χρυσάφι δὲ σώνω = δεν θα προφτάσω συντηρῶ = βλέπω ἄμπιτα = φόρεματα μόδο = τρόπο ἀπόστα = επίτηδες ὀχ = από (δηλώνει προέλευση) Ἀξὰ = Νάξο κυβέρνησή = εξυπηρέτηση ἐκαπιτάρισε = έφτασε, κατέληξε πέρπερα = είδος νομίσματος ὁλομετρητά = σωστά μετρημένα τσεκίνια = είδος νομίσματος μανίνια = βραχιόλια μισεύει = φεύγει",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Το αίσιο τέλος (Ε 439-474),"Η τελευταία σκηνή μιας αναγεννησιακής κωμωδίας, όπως αυτή στην οποία βρισκόμαστε τώρα, είναι συνήθως μια πολυπρόσωπη σκηνή, όπου συμμετέχουν όλοι ή σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες που πήραν μέρος στο έργο. Έτσι κι εδώ, με την εξαίρεση των δύο ηλικιωμένων ρουφιάνων (ίσως σε μία προσπάθεια ηθικής ""εξυγίανσης"" του ευτυχισμένου τέλους, καθώς η αποκάλυψη της χαμένης κόρης του Αρμένη χάλασε τα σχέδιά τους για κέρδος) όλοι οι υπόλοιποι συγκεντρώνονται για να προχωρήσουν στον γάμο του Νικολού με την Κασσάντρα. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Αρμένης και η γυναίκα του, ανακουφισμένοι και με ευφρόσυνη διάθεση, στρέφονται γεμάτοι λατρεία στην κόρη και τον γαμπρό τους, αλλά μέσα στη χαρά τους δεν ξεχνούν να τάξουν γάμο και στους υπηρέτες τους. ΑΤΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΣΕΝΑ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ Ἀρμένης, Ἀρμένισσα, Κασσάντρα, Δάσκαλος, Πουλισένα, Γιάκουμος, Νικολέτος, Ἀννίτσα, Ἀννούσα, Μούστρουχος καὶ Κατζάραπος ΔΑΣΚΑΛΟΣ Μεγάλα πράματα γρικῶ, μὰ πέτε μου κι’ ἐμένα τοῦτο τὸ πράμα πῶς περνᾶ. ΓΙΑΚΟΥΜΟΣ Σὰ μποῦμε μέσα, ὡς ἕνα θέλομε ὅλα σοῦ τὰ πεῖ· μὰ τώρα γιὰ νοδάρο, νὰ γράψης τούτη τὴ δουλειά, ἔπεψα νὰ σὲ πάρω. ΑΡΜΕΝΗΣ Σπίτι μου πὰ νὰ γράψωμε, καὶ σπίτι μου τὸ γάμο θέλω τῆς θυγατέρας μου τῆς ἀκριβῆς νὰ κάμω. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Δίκιο, ἄς δώσουνε κι’ οἱ δυὸ τὰ χέρια τωνε μόνο, τ’ ἄλλα, σὰν ἔμπω σπίτι τους, ὅλα τοὺς τὰ τελειώνω. ΑΡΜΕΝΗΣ Δῶσ’ τσῆ Κασσάντρας τὸ λοιπὸν τὸ χέρι σου, παιδί μου· φιλήσετε, παιδάκια μου, κι’ ἔχετε τὴν εὐχή μου. Κόρη μου ἠγαπημένη μου, Κασσάντρα μου ψυχή μου, κι’ ἴντα καλομοιριὰ θωρῶ σήμερον στὸ κορμί μου! ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Κασσάντρα, θυγατέρα μου, κι’ ἴντα χαρὰ γρικοῦσι τὰ σωθικά μου σήμερον! ΑΡΜΕΝΗΣ Νὰ στέκου δὲ μποροῦσι τὰ μάτια μου ἀπὸ τὴ χαρά. Ἀφέντη, Γιάκουμέ μου, ἔλα φιλήσωμε κι’ ἐμεῖς, ἄξιε συμπέθερέ μου. Τάσσω σου, πλούσιο γίνεται σήμερον τὸ παιδί σου. ΑΝΝΙΤΣΑ Κερά, ὅντε σοῦ ’πα τ’ ὄνειρο, τὸ μοῦ ’ταξες θυμήσου! ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Θυμοῦμαι το, καὶ τάσσω σου πὼς θὲ νὰ σοῦ τὸ κάμω. Ἂν εἶν’ καὶ θέλη ὁ Μούστρουχος, τὸν ἐδικό σου γάμο νὰ κάμω σήμερον κι’ ἐσέ, Ἀννίτσα, μετὰ κεῖνο. ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΟΣ Θέλω, κερά, καὶ πεθυμῶ. ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ Τὸ λόγο μου σᾶς δίνω τὸ πὼς ταχιὰ σᾶς εὐλογῶ. ΑΝΝΙΤΣΑ Θέλω κι’ ἐγώ, κερά μου, κι’ ἀπεὶς μὲ θέλεις, Μούστρουχε, σίμωσ’ ἐπὰ κοντά μου. ΑΝΝΟΥΣΑ Κι’ ἐμέ, κερά, τί δίνετε, ὁποὺ κατέχετ’ ὅλοι πῶς τὴν Κασσάντρα ἤβλεπα καματερὴ καὶ σκόλη; ΓΙΑΚΟΥΜΟΣ Ἔπαρε τὸν Κατζάραπο κι’ ἐσύ, ἂ θέλης, γι’ ἄντρα, γιατί ἀναθραφήκετε μαζὶ μὲ τὴν Κασσάντρα. ΑΝΝΙΤΣΑ Θέλω. ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ Δὲν τηνὲ θέλω ’γώ! δῶτε τη τοῦ δασκάλου! —’νοῦς τράγου βουληθήκασι δερμάτι νὰ μοῦ βάλου! ΔΑΣΚΑΛΟΣ Absit, absit a saeculo! Melius est penare. Digna est ista mulier farmi ζιμιὸ peccare! ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ Μὴ στεκομέστα πλιὸ ’δεπά, γιατὶ ντροπή ’ναι τώρα τὸ μεσημέρι στὸ στενὸ νὰ μᾶς θωρῆ ὅλ’ ἡ χώρα. ΑΡΜΕΝΗΣ Ἂς πηαίνωμε στὸ σπίτι μας. Παιδάκια μου, ’κλουθᾶτε, περάσετ’ ὅλοι τὸ στενό, ἐλᾶτε, μέσα, ἐλᾶτε!","γρικῶ = ακούω, μαθαίνω ὡς ἕνα = με λεπτομέρειες νοδάρο = συμβολαιογράφο ἔπεψα = έστειλα πὰ = πάμε ἀκριβῆς = πολύτιμης, αγαπημένης φιλήσετε = φιληθείτε ἴντα = τι (ενν. πόσο μεγάλη) γρικοῦσι = νιώθουν Νὰ στέκου δὲ μποροῦσι = δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα τὸ μοῦ ’ταξες = αυτό που μου υποσχέθηκες ταχιὰ = αύριο το πρωί σίμωσ’ = πλησίασε καματερὴ = εργάσιμη ημέρα, καθημερινή σκόλη = ημέρα αργίας ’νοῦς = ενός δερμάτι = δέρμα ζώου Absit, absit a saeculo! Melius est penare = Μακριά, μακριά από το γένος (ενν. των γυναικών)! Καλύτερα είναι να υποφέρω. Digna est ista mulier farmi ζιμιὸ peccare = Αυτή η γυναίκα είναι ικανή να με κάνει αμέσως να αμαρτήσω! Μὴ στεκομέστα πλιὸ ’δεπά = ας μην στεκόμαστε άλλο εδώ πέρα θωρῆ = να μας κοιτάζει χώρα = πόλη",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Επίλογος (Ε 515-526),"Αφού όλοι οι χαρακτήρες που παίρνουν μέρος στην τελευταία σκηνή του έργου αποσυρθούν στο σπίτι του Αρμένη για τον γάμο των ερωτευμένων νέων, μένει στη σκηνή ο Κατσάραπος, προκειμένου να χαιρετήσει το κοινό και να το προτρέψει να χειροκροτήσει, με λίγους στίχους που λειτουργούν ως επίλογος της κωμωδίας. ΑΤΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΣΕΝΑ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ Εἰς τοῦτο μπαίνουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι τ’ Ἀρμένη καὶ μένει ὁ Κατζάραπος στὴ σένα καὶ λέγει: KAΤΖΑΡΑΠΟΣ Τὸ γάμο πὰ νὰ κάμωμε μέσα, κι’ ὡσὰν τυχαίνει, νὰ τηνὲ ξεδιπλώσωμε, ἄρχοντες τιμημένοι, καὶ μὴ μᾶς ἀνιμένετε νὰ βγοῦμε πλιό, μὰ ἐλᾶτε κι’ ἐσεῖς, ἂ θέλετε, σ’ αὐτὸ τὸ γάμο, μὰ βαστᾶτε τίβοτας κιόλας μετὰ σᾶς, γιατὶ ἀπὸ τὸν Ἀρμένη τόσα περίσσια πράματα κιανεὶς μὴν ἀνιμένη. Μ’ ἀπείτις δὲ σηκώνεστε νὰ ρθῆτε ἀφήνομέ σας νυχτιὰ καλή, καὶ φχαριστιὲς περίσσιες δίδομέ σας, γιατὶ ἐκαταδεχτήκετε τόση ὥρα νὰ σταθῆτε στὴν κωμεδία μας σήμερο νὰ μᾶς ἀφουκραστῆτε, παρακαλώντας σας πολλὰ νὰ κάμετ’ ὅλοι ὁμάδι, ἂν ἔναι καὶ σᾶς ἄρεσε, κάποιο μικρὸ σημάδι. Τέλος τῆς κωμεδίας τοῦ Κατζούρμπου.","ὡσὰν τυχαίνει = όπως ταιριάζει, όπως είναι πρέπον τηνὲ ξεδιπλώσωμε = να χορτάσουμε [φρ. την ξεδιπλώνω (ενν. την κοιλιά): χορταίνω] ἀνιμένετε = περιμένετε πλιό = πλέον βαστᾶτε = κρατάτε (στο χέρι) τίβοτας = κάτι ἀπείτις = από τη στιγμή που ἀφουκραστῆτε = ακούσετε ὁμάδι = μαζί",,Κατζούρμπος,Χορτάτσης Γεώργιος Abstract,"Πρόθεση του συγγραφέα είναι να γράψει ένα έργο εγκωμιαστικό για την Παναγία την οποία συμβολίζει, κατά τους ερμηνευτές, η «Κλίνη του Σολομώντος» στο Άσμα Ασμάτων. Το έργο, γραμμένο στο διάστημα 1593-1599, εκτείνεται σε εξήντα θεωρητικά κεφάλαια, όπου ερμηνεύονται οι ισάριθμες ιδιότητες της Θεοτόκου με τη διήγηση ενός θαύματος για την καθεμία. Στις αφηγήσεις παρεμβάλλονται διδακτικά σχόλια και ανάλογες προς το θέμα νουθεσίες.",,,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης "Πρόλογος, κεφ. 1-2","Στον πρόλογο του έργου του, ο οποίος συνολικά καταλαμβάνει δεκατέσσερις σελίδες, ο Μορεζήνος εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν να γράψει ένα βιβλίο για τα θαύματα της Θεοτόκου. Σε αυτό το αρχικό μέρος της εισαγωγής του (κεφάλαιο 1 & 2), διαβάζουμε πως, για να μπορέσει να εκπληρώσει αυτό το χρέος του, επικαλείται τη βοήθειά της και ότι η αφορμή για τη συγγραφή του έργου στάθηκε ένα θανατικό που έπληξε κάποτε την πατρίδα του Κρήτη. Με την πίστη ότι η Παναγία τον γλίτωσε από τον βέβαιο θάνατο της επιδημίας, συνθέτει ένα εγκώμιο της χάρης της. Επίσης, εδώ σπεύδει να αιτιολογήσει τον τίτλο του έργου Κλίνη Σολομώντος, που δανείστηκε από το βιβλίο του Σολομώντα Άσμα Ασμάτων. Κάνει εντύπωση στον αναγνώστη το επίθετο «αμαρτωλός», που στην πρώτη σειρά αποδίδει στον εαυτό του, πιθανότατα ως ένδειξη της ταπεινότητας και αχρειότητάς του μπροστά στο μεγαλείο της αγιότητας της Θεοτόκου. Ἰωάννου Μορεζήνου, ἁμαρτωλοῦ ἱερέως, ἐγκώμια τῆς ἀειπαρθέ- νου Μαρίας ἐκ πάσης τῆς ἁγίας Γραφῆς συλλεχθέντα, ἔχοντα ὑπόθεσιν ἢ θεμέλιον τὸ ρητὸν τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος τὸ κείμενον παρὰ τῷ Ἄσματι τῶν Ἀσμάτων τὸ «Ἰδοὺ ἡ κλίνη τοῦ Σο- λομῶντος, ἑξήκοντα δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ δυνατῶν υἱῶν Ἰσραήλ· πάντες κατέχοντες ρομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον». Πρόλογος {Τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τὴν πρόξενον, τῆς σωτηρίας τὴν αἰτίαν, τὴν ρίζαν τῆς χαρᾶς, τῆς ἀγαλλιάσεως τὸ πλήρωμα, τὴν σκάλαν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν πύλην τῆς Παραδείσου, τῶν προπατόρων τὸ καύ- χημα, τῶν πατριαρχῶν τὸ σεμνολόγημα, τῶν προφητῶν τὸ διή- γημα, τῶν δικαίων τὴν εὐφροσύνην, τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν μεσί- τριαν, τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα,} τῶν διδασκάλων τὴν ὑπόθε- σιν, τοῦ κόσμου τὴν βοήθειαν, τὴν καταφυγὴν τῶν χριστιανῶν, τὴν μητέρα καὶ παρθένον Θεοτόκον, τὴν εὐλογημένην Μαρία, ἐπικαλοῦμαι εἰς βοήθειαν τῆς παρούσης μου πραγματείας, ἵνα δυ- νηθῶ διὰ τοῦ λόγου της νὰ πληρώσω τὸ χρέος μου διηγώντας τὰ ἐδικά της ἐγκώμια, / ἐπειδὴ ἄλλην ἀμοιβὴν δὲν δύνομαι νὰ κάμω τῆς χάριτός της εἰς ὅσον ἐγνώρισα καὶ γνωρίζω ἀπὸ λόγου της, καὶ μάλιστα εἰς τὸν καιρὸν ἁποὺ ἔκαιγεν τὴν πατρίδα μου, τὴν περίφημον Κρήτην, τὸ λυπητερὸν πῦρ τοῦ θανατικοῦ, τὸ ὁποῖον ὅλα τὰ ὀσπίτια τὰ ἐμαύρισε καὶ ὁλωνῶν τὲς καρδίες ἔκαυσε. Τό- τε αὐτὴν τὴν Κυρίαν μου ἐπικαλούμην καί, καθὼς μοῦ ἔταξεν ἐν ὁράματι τὸ «μάστιξ οὐκ ἐγγιεῖ ἐν τῷ σκηνώματί μου», οὕτως καὶ ἔγινεν, καὶ ὄχι μόνον εἰς ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν της λάτρην, ἀλλὰ εἰς ὅλους ὅσους τὴν ἐζήτουν βοηθὸν ἐξ ὅλης καρδίας. Τότε ἐκινήθηκα νὰ κάμω τὸ παρὸν βιβλίον, τοῦ ὁποίου ὄνομα δίδω νὰ κράζεται «Κλίνη», ἐπειδὴ ὅλη του ἡ ὑπόθεσις εἶναι τὸ ρητὸν ἁποὺ λέγει ὁ Σολομὼν ὁ προφήτης εἰς τὸ βιβλίον τὸ ὀνομαζό- μενον «Ἆσμα Ἀσμάτων», τὸ ὁποῖον ἐπροετέθη εἰς τὴν ἀρχήν. Λοιπὸν παρακαλῶ πᾶσα τινὰ ἁποὺ τὸ λάβει εἰς τὰς χεῖρας του, ἂν εἶναι φίλος τῆς Παρθένου Μαρίας, νὰ τῆς εἰπεῖ τὸν ἀρχαγγελικὸν ἀσπασμὸν μὲ ὅσην εὐλάβειαν δύνεται καὶ τότε νὰ κινήσει τὴν ἀνάγνωσιν, ὀδιὰ νὰ τόνε χαριτώσει ἡ δεδοξασμένη Παρθένος νὰ ἀποδεκτεῖ ὁ νοῦς του μὲ πίστη τὰ μεγάλα της θαυμάσια, τὰ ὁποῖα εὑρήκαμε εἰς πολλὰ βιβλία ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἱστορικὰ καὶ ἐπεζεύσαμέν τα ὀδιὰ νὰ τὰ γρικᾶ πᾶσα ἕνας· καὶ ὅποιος τὰ γρικήσει μὲ πίστιν, ἀληθινὰ θέλει ἁγιάσει τὴν ψυ- χήν του, πληθαίνον / τάς του / {ἡ ἀνάγνωσις τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν κεχαριτωμένην Δέσποινα. Ζητῶ ἀκόμη συγχώριον ἀπὸ πᾶσα ἕναν ἁποὺ ἐσπούδαξε τὴν ἁγίαν Γραφὴν καὶ εἶδε τὰ μεγαλεῖα τῆς Κυρίας, νὰ μὴν λογιάσει πὼς ὀδιὰ νὰ ἀποκτήσω ὄνομα ἐπαράδειρα εἰς τοῦτο, διότις αὐτήνη ἡ Κυρία τοῦ κόσμου γνωρίζει πὼς δὲν εἶναι τοῦτος ὁ σκο- πός μου μόνον εἶναι νὰ πληρώσω τὸ χρέος μου γράφοντας ὅ,τι εἶδα καὶ ὅ,τι δύνομαι εἰς ἐγκώμιον ἐδικόν της. Καὶ δέομαι τῆς χάριτός της νὰ δεκτεῖ τὴν καλήν μου ὄρεξιν, καὶ ἂ δὲν φτάνω νὰ εἰπῶ ὅσα τῆς πρέπουσι δὲν εἶναι θαυμαστόν, διότις οὐδὲ οἱ ἄγγε- λοι δύνουνται νὰ τὴν ἐγκωμιάσουν ὅσον τῆς ἐγγίζει, πλὴν δὲ καὶ αὐτῆνοι κάνουσι τὸ δυνατόν, καὶ ἐτοῦτον κάμνοντας καὶ ἐγὼ μὴν ἔχω καταδίκη, διὰ τοῦ λόγου της.}","συλλεχθέντα = που συλλέχθηκαν [συλλεχθείς, μτχ. αορ. του ρ. συλλέγομαι] κύκλῳ = κυκλικά, ολόγυρα, γύρω γύρω [δοτική ουσ. ο κύκλος, εδώ με επιρρ. σημασία] ρομφαίαν = σπαθί, ξίφος [η ρομφαία] πρόξενον = αιτία, αυτή που προξενεί ἀγαλλιάσεως = χαράς, ευφροσύνης [η αγαλλίασις] πλήρωμα = ολοκλήρωση, εκπλήρωση καύ- = καμάρι, αφορμή περηφάνιας [το καύχημα] σεμνολόγημα = καμάρι, κάτι για το οποίο μπορεί κάποιος να καυχηθεί εὐφροσύνην = χαρά, ευχαρίστηση μεσί- = απεσταλμένη, μεσολαβήτρια [η μεσίτρια] καταφυγὴν = καταφύγιο όπου προστρέχει κανείς για προστασία ή βοήθεια πραγματείας = γραπτής εργασίας, έργου, δημιουργήματος πληρώσω = εκπληρώσω, πραγματοποιήσω θανατικοῦ = θανατηφόρας επιδημίας, πανούκλας [το θανατικόν] μάστιξ = μάστιγα, συμφορά [η μάστιξ, γεν. της μάστιγος] ἐγγιεῖ = θα πλησιάσει/φτάσει/ακουμπήσει [μέλλ. του ρ. εγγίζω] σκηνώματί = στο λείψανο, στο νεκρό σώμα [το σκήνωμα] κράζεται = ονομάζεται [κράζομαι] ἀσπασμὸν = φίλημα, αγκάλιασμα χαριτώσει = δώσει χάρη, ευλογία, χάρισμα θεϊκό [χαριτώνω] θαυμάσια = θαύματα [επίθ. θαυμάσιος, εδώ το ουδ. ως ουσ.] ἐπεζεύσαμέν = μεταφέραμε σε πεζό, απλό λόγο [πεζεύω] ὀδιὰ = για (πρόθεση) γρικᾶ = καταλαβαίνει, ακούει, πληροφορείται συγχώριον = συγγνώμη, συγχώρεση ἐσπούδαξε = μελέτησε [σπουδάζω] λογιάσει = σκεφτεί, νομίσει, θεωρήσει [λογιάζω] ἐπαράδειρα = κόπιασα [παραδέρνω] ὄρεξιν = εσωτερική διάθεση, επιθυμία ἐγγίζει = ταιριάζει, αξίζει καταδίκη = καταφρόνεση",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης "Πρόλογος, κεφ. 6","Στον πρόλογο του έργου του ο Ιωάννης Μορεζήνος εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στη συγγραφή του έργου και πλέκει το εγκώμιο της Θεοτόκου, που θα ολοκληρωθεί στο κύριο μέρος του βιβλίου, την εξιστόρηση των θαυμάτων της. Στο έκτο κεφάλαιο δηλώνει την αδυναμία του να φανεί αντάξιος της θεϊκής της χάρης, αν και αυτή μετριάζεται από την αντίστοιχη αποτυχία προηγουμένων διδασκάλων της Εκκλησίας αλλά και προφητών. Ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει πάντα στον νου του ότι οι «χάριτες» και τα «θαυμάσια» της Παναγίας είναι αναρίθμητα και ανεκδιήγητα, οπότε και να δικαιολογήσει την ανθρώπινη αδυναμία για αποτύπωσή τους. Μόνο ο Θεός, που της έδωσε τις χάρες, μπορεί να φτάσει στο βάθος της ομορφιάς και του μυστηρίου της, όπως διατείνεται ο ιερέας και συγγραφέας του έργου Μορεζήνος. [Πρόλογος, κεφ. 6] Διὰ τοῦτο ὅποιος βούλεται νὰ ἀριθμεῖ τὲς ἀξίες της καὶ τὰ θαυμαστά της ἐγκώμια ἂς ἠξεύρει πὼς εὐκολότερον ἤθελε με- τρήσει τὰ ἄστρη καὶ τὲς σταλαματιὲς τῆς βροχῆς, παρὰ νὰ ἀριθμήσει τὰ θαυμάσιά της καὶ νὰ μετρήσει τὲς χάριτές της· διό- τις, ἐπειδὴ αὐτὴν ἐδιάλεξεν ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἀπὸ ὅλες τὲς γε- νεὲς / {νὰ} τὴν κάμει τοῦ μονογενοῦς του Υἱοῦ μητέρα, καὶ αὐτή- νη ξεχωριστὰ ἐστόλισε {τὸ} Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ὀρδίνιασέν τη- νε εἰς τὴν ὑποδοχὴν τοῦ Λόγου τοῦ {Θεοῦ}, ἀκόλουθον καὶ ἄλλη νὰ μὴν εἶναι ἴσα της, καὶ τίς θέλει δυνηθεῖ νὰ τῆς δώσει τὰ ἐγκώμια ἁποὺ τῆς πρέπει; Ὅμως κάνοντας καὶ ἐγὼ τὸ δυνατόν μου, ὀλπίζω νὰ μὴν ἔχω καταδίκη, καὶ μάλιστα διότις ξεύρω πὼς καὶ οἱ διδάσκα- λοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ τελείως θεολόγοι, εἴπασι πολλὰ ὀδιὰ λό- γου της, ἀλλὰ οὐδετινὰς δὲν ἔφταξεν νὰ τῆς εἰπεῖ ὅ,τι τῆς ἐπρέ- πει, ἀλλὰ πᾶσα ἕνας δὲν ἔλειψεν τὸ κατὰ τὴν δύναμίν του, καὶ ἔτις θέλω κάμει καὶ ἐγὼ ὀδιὰ νὰ πληρώσω τὸ χρέος μου. Καὶ κατέχω ἀληθινὰ πὼς θέλω ἀπομείνει πολλὰ ὀπίσω, ὅμως βλέπω πὼς καὶ οἱ θεῖοι προφῆται πολλὰ εἴπασι ὀδιὰ τοῦ λό- γου της, / ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ διηγηθοῦσιν ὅλα της τὰ χαρίσματα, τὰ ὁποῖα τὰ ἐμαρτύρησε ὁ ἀρχάγγελος λέγο- ντάς τηνε «κεχαριτωμένη» καὶ ὅτι εὗρε χάριν παρὰ τῷ Θεῷ, ὡσὰν τὴν ὁποίαν τινὰς ποτὲ δὲν εὗρεν. Διότις ἐτούτην μοναχὴν ξεχωριστὰ ἐθαυμάστωσεν καὶ ἐχαρίτωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἐτούτην ἐζωγράφισεν μέσα εἰς ἐκείνην τὴν ἀκατάληπτόν του γνώραν, καὶ κατὰ τοὺς καιροὺς ἐφανέρωνεν ὅ,τι τίποτας ὀδιὰ τοῦ λόγου της, ὡσὰν ἕνας καλὸς ζωγράφος ἁποὺ εἰκονίζει ὀμπρὸς εἰς τὸν νοῦν του τὴν εἰκονογραφίαν ἁποὺ ἔχει νὰ κάμει κα, ὡσὰν τήνε γεμίσει ὁ νοῦς του, πιάνει ὀμπρός του τὸ σανίδι καὶ σχηματίζει καὶ κάμνει ντεσένιον καὶ κατὰ τοὺς καιροὺς ἁποὺ τοῦ φαίνε- ται βάνει τὰ χρώματα, ὥστε νὰ τὸ τελειώσει νὰ τὸ ξανοίξουν οἱ ἄλλοι τελειωμένον, ἐκεῖνον ἁποὺ ὁ νοῦς του μέσα εἶχεν ὡσὰν τέλειον καὶ ἤξευρεν ἴντα ἔχει νὰ κάμει αὐτὸς καὶ ὄχι ἄλλος. Οὕτως ἤκαμε καὶ ὁ θαυμαστότατος ζωγράφος τοῦ μυστηρίου τῆς Παρθένου Μαρίας, ὁ ἄναρχος Θεός· ἤξευρεν αὐτὸς εἰς τὴν τελείαν του γνώραν τὴν ὡραιότην καὶ τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς Παρθένου, καὶ διὰ τοῦτο ἐσχημάτιζεν τὸ πράγμα εἰς πολ- λοὺς τρόπους καὶ ὡσὰν χρώματα ἔβανε τοὺς τύπους, ἕως τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἁποὺ τοῦ ἐφάνηκεν νὰ τελειώσει τὸ θαυ- μαστόν του ἔργον, ἁποὺ περισσεύγει ὅλα ὅσα ἐθαυμαστώθησαν ἀπ’ αὐτόνον τὸν ὑπερθαύ/μαστον Θεὸν καὶ Πατέρα, ἤγουν τὴν σάρκωσιν τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου του.","θαυμάσιά = θαύματα [επίθ. θαυμάσιος, εδώ το ουδ. ως ουσ.] ὀρδίνιασέν = διόρισε, χειροτόνησε [ορδινιάζω] καταδίκη = καταφρόνεση ὀδιὰ = για (πρόθεση) οὐδετινὰς = κανένας, ούτε ένας (αντων.) ἔτις = έτσι (τροπ. επίρρ.) κατέχω = ξέρω, γνωρίζω θέλω ἀπομείνει = θα παραμείνω, θα μείνω ἐθαυμάστωσεν = έκανε θαυματουργή, έδωσε τη δύναμη να κάνει θαύματα (ενν. η Παναγία) [θαυμαστώνω] ἐχαρίτωσεν = έδωσε χάρη/ευλογία/χάρισμα θεϊκό [χαριτώνω] ἀκατάληπτόν = ακατανόητη, ασύλληπτη [επίθ. ακατάληπτος] γνώραν = γνώση ντεσένιον = σχέδιο ἴντα = τι (ερωτημ. αντων.) ἄναρχος = που δεν έχει αρχή (επίθ.) τύπους = ίχνη, σημάδια",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης "Πρόλογος, κεφ. 8-10","Στον πρόλογο του έργου του ο Μορεζήνος εισάγει τον αναγνώστη στα θαυμαστά μυστήρια της Θεοτόκου, πριν ξεκινήσει την εξιστόρηση των θαυμάτων της. Επανειλημμένα δηλώνει σε αυτό το εισαγωγικό μέρος του βιβλίου την αδυναμία του να φανεί αντάξιος της θεϊκής της χάρης και ζητά την επιείκεια των αναγνωστών γι’ αυτήν την ανθρώπινη αδυναμία. Στα κεφάλαια 8 έως 10, και αφού έχει προηγηθεί μια σύντομη αναφορά στους γονείς της Παναγίας, ο Μορεζήνος βεβαιώνει πως από την παιδική της ηλικία ήταν φανερή η μεγαλοσύνη και το θαυμαστό της μυστήριο. Γι’ αυτό και της επιτρεπόταν να μπαίνει στο μέρος του ιερού, όπου βρίσκονται τα Άγια των Αγίων. Επίσης, στην ενότητα αυτή αποκαλύπτεται πώς το Άγιο Πνεύμα, διά μέσου της αγίας ράβδου, υπαγόρευσε στον Ιωσήφ να γίνει ο σύντροφος της Θεοτόκου. [Πρόλογος, κεφ. 8-10] Διὰ τοῦτο ἐθαρρέψασι καί, ἀπόσταν ἤτονε τριῶν χρονῶν, θυ- μώντας τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου, θεωρώντας καὶ τὲς ἀρετὲς τὲς με- γάλες ἁποὺ ἐδείχνασιν εἰς τὸ μικρόν της κορμί, ἔχοντας αἰτίαν καὶ τὸ τάσσιμόν τως, ἔκριναν πὼς αὐτὸς ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι πρέπον νὰ ἀνατρέφεται εἰς σπίτι ἀνθρώπου, μὰ εἶναι δί- καιον νὰ πάγει εἰς τὸ Ἱερὸν νὰ καθέζεται εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, μέσα ἐκεῖ ἁποὺ ἤσανε ἐκεῖνα ἁποὺ τὴν ἐσημαδεύγα- σι, καὶ ἔτις τὸ ἐκάμασι. Καὶ πηγαίνοντάς τηνε συντροφιαστὴν μὲ φωτιὲς καὶ μὲ παρθένες, ὡς τὴν εἶδεν ὁ προφήτης Ζαχαρίας, ὡσὰν προφήτης, μὲ τὰ ἀμμάτια τὰ σαρκικὰ τὸ κάλλος τοῦ σώ- ματος καὶ τὲς παρθένες καὶ τὲς λαμπάδες ἁποὺ τὴν ἐσυντροφιά- ζαν, μὰ ἐξάνοιγεν εἰς τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς της καὶ εἰς τὸ φῶς / ἁποὺ εἶχε νὰ λάμψει ἀπὸ τὴν παρθενίαν της καὶ ἐξενίζετονε καὶ εἰς τοὺς ἀγγέλους ἁποὺ τὴν ἐμεγάλυναν ἀοράτως, διὰ τοῦτο μὲ τὴν γλώσσα τὴν ἐμακάριζεν καὶ ἐγκωμίαζέν τηνε ὅσον ἐδύ- νετονε καὶ μὲ τὰ χέρια τὴν ἐδέχετονε πλέον παρὰ ὅλα τὰ ἄλλα δῶρα καὶ θυσίες ἁποὺ ἤρχουντανε εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἤδειχνέν της νὰ ἐμπεῖ ἐκεῖ μέσα, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὡσὰν ὑπεραγία, καὶ ἐκεῖ μέσα ἤσανε ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ἁποὺ ἐβλάστησεν, ἡ στάμνος ἡ χρυσὴ ἁποὺ εἶχεν τὸ μάννα, αἱ πλάκες τῆς Διαθή- κης ἁποὺ ἤσανε γραμμένες ἀπάνω οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὸ θυ- μιατήριον τὸ χρυσοῦν ἁποὺ ἐθυμία μίαν φορὰν ὁ ἱερεύς. Ἐκεῖ μέ- σα τῆς ἤδειχνε νὰ πάγει, ὄχι νὰ τὴν πάγει αὐτὸς, διότις αὐτὸς μόνο μίαν φορὰν ἐπήγαινε τὸν χρόνον ἐκεῖ μέσα καὶ ἐθυμίαζε, καὶ τότες μὲ πολὺν φόβον. Μὰ αὐτήνην ἔπεμπε νὰ ἐμπεῖ, διό- τις ὡσὰν προφήτης ἐθεώρει ἴντα / μυστηρίον ἔχει νὰ γένει εἰς αὐτήνην καὶ ἔκρινε πὼς ἐκεῖ ἁποὺ εἶναι ἐκεῖνα ἁποὺ τὴν ἐση- μαδεύγασι πρέπει νὰ εἶναι καὶ αὐτήνη καὶ ὅτι καὶ τὸ μοναχόν του ἔμπασμα ἄλλον δὲν σημαδεύγει, μόνον τὸ μόνον ἔμπασμα τοῦ μεγάλου καὶ μόνου Ἀρχιερέως, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι- στοῦ, εἰς αὐτήνην ἁποὺ ἤτονε τὸ θαυμαστὸν θυσιαστήριον· καὶ εἶχεν ἀκουστὰ καὶ τοῦ προφήτου Δαβὶδ πὼς ἐτοῦτο τῆς προεφή- τευεν λέγοντάς της νὰ ἀφήσει τὸ σπίτι τοῦ πατρός της καὶ νὰ κατοικήσει εἰς τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, ὀδιατὶ θέλει ὁ Βασιλεὺς τοῦ παντὸς νὰ ἐπεθυμήσει τὸ κάλλος τῆς παρθενίας της, / ἤγουν ἐκείνην τὴν ἐπεθυμίαν ἁποὺ ἔχει νὰ λυτρώσει τὸ πλάσμαν του ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πλάνου, διὰ τοῦ λόγου της θέλει τὴν τελειώ- σει. Διὰ τοῦτο λοιπὸν τῆς ἤδωκεν ἄδειαν νὰ ἔμπει μέσα εἰς τὰ φρικτὰ καὶ φοβερὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτήνη ἤτονε ἁγιοτέρα ἀπ’ αὐτάνα καὶ τὸ μυστήριόν της φρικτότερον καὶ φο- βερότερον παρὰ ὅλα ἐκεῖνα, χωρὶς καμίαν ἐντήρησιν ἐμπῆκεν ἐκεῖ καὶ ἐκεῖ ἐπόμεινε ὥστε ἁποὺ ἔγινε δεκαπέντε χρονῶν, καὶ ἐκεῖ εἶχε καὶ τροφὴν καὶ συντροφίαν ἀγγελικήν. Ἀλλὰ ὅταν ἐσίμωνε ὁ καιρός, ἤτονε χρεία νὰ παραδοθεῖ τινὸς πρεσβύτου, ὁ ὁποῖος νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν φυλὴν τὴν ἐδικήν της κατὰ τὴν παραγγελιὰν τοῦ νόμου. Καὶ εὑρέθην ὁ Ἰωσήφ, ἁποὺ ἤτο- νε τὸ γένος του ἀπὸ βασιλικὴν καὶ ἱερατικὴν φυλήν, καθὼς ἤτο- νε καὶ τῆς Παρθένου, καὶ ὀδιατὶ ἤτονε δίκαιος καὶ πρεσβύτης ἐνάρετος καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, αὐτουνοῦ ἐδόθη. Καὶ ὄχι νὰ τόνε μαρτυρήσει ἄνθρωπος πὼς θέλει εἶσται αὐτὸς ἄξιος νὰ τὴν φυλάγει αὐτὴν τὴν καθέδρα τὴν θεϊκήν, μὰ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τὸν ἤδειξεν μὲ τὴν ράβδον του, ἡ ὁποία ἐβλάστησεν ὡσὰν τοῦ Ἀαρών, διότις ὁ προφήτης ἐδειλοσκοπάτονε τίνος νὰ δώσει ἔτοιον θησαυρόν, τίς νὰ εἶναι ἄξιος νὰ παραλάβει ἔτοιαν βασίλισ- σα. Καὶ ὀδιὰ νὰ μὴν σφάλει τοῦ Θεοῦ, ἐπαρακάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τοῦ δείξει τὸν ἄξιόν της φύλακα. Καὶ τότε μαζώνει ὅλους τοὺς ἐνα- ρέτους πρεσβύτας ἁποὺ ἤσανε / καὶ λέγειν τως πὼς αὐτή- νη / ἡ Παρθένος φυλάγεται ὀδιὰ μεγάλον καὶ παράδοξον μυστή- ριον καὶ ὅτινος ἡ ράβδος βλαστήσει ἐκεῖνος νὰ τὴν πάρει νὰ τὴν φυλάγει ἕως τὸν καιρὸν τοῦ μυστηρίου. Καὶ ἀλλοῦ δὲν ἐβλά- στησε, μόνον αὐτουνοῦ τοῦ θαυμαστοῦ πρεσβύτου, τοῦ μακαρίου Ἰωσήφ, καὶ αὐτὸς τότε τὴν ἔλαβεν εἰς τὸ τίμιόν του σπίτι, ἕως τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἁποὺ ὅρισεν ὁ οὐράνιος Πατὴρ νὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος νὰ λάβει σάρκα ἀπὸ λόγου της διὰ Πνεύματος ἁγίου. Λοιπὸν ἐξαρχῆς ἤσανε τὰ ἔνδοξά της μεγάλα καὶ περίσσα παρὰ πᾶσα νοῦν ἀνθρώπινον, διὰ τοῦτο δειλιῶ νὰ ἔλθω εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν ἐγκωμίων της, πλὴν δὲ ὀδιὰ νὰ πληρώσω τὴν ἐπι- θυμίαν μου παρακαλῶ τὴν ἀμέτρητόν της χάριν νὰ μοῦ δώσει δύ- ναμιν ἀπὸ λόγου της νὰ δυνηθῶ νὰ εἰπῶ ἀπὸ τὰ ἐδικά της καὶ ὀλπίζω νὰ μὴν μὲ στερήσει τῆς ἐπιθυμίας μου, μὰ καθὼς μοῦ ἤκουσε καὶ ἤδωκέ μου τὴν βοήθειάν της καὶ ἐλύτρωσέ με ἀπὸ τὸ κακὸν τῆς πληγῆς τῆς ἀνιάτου τοῦ θανατικοῦ, ἔτις νὰ μοῦ βοη- θήσει καὶ ἐδὰ νὰ τελειώσω τὸ τάσσιμό μου, νὰ μὲ ἐνδυναμώσει νὰ μαζώξω ἀπὸ τὰ πολλὰ ἄνθη τοῦ περιβολιοῦ της νὰ κάμω ἐτούτην τὴν ροδαρά, τὴν ὁποίαν ὅποιος τὴν μυρίζεται καὶ νὰ μὴν εἶναι συναχωμένος ἀπὸ κακοπιστίας λογισμόν, θέλει εὐφραίνε- σται πολλά.","ἀπόσταν = από τότε που, αφότου (χρον. σύνδ.) τάσσιμόν = υπόσχεση, τάξιμο, τάμα καθέζεται = κάθεται, μένει ἀμμάτια = μάτια [το αμμάτι] ἐξάνοιγεν = έβλεπε, πρόσεχε, αναγνώριζε ἐξενίζετονε = παραξενευόταν, θαύμαζε, απορούσε [ξενίζομαι] ἐμεγάλυναν = δοξολογούσαν, υμνούσαν [μεγαλύνω] ἐμακάριζεν = ευγνωμονούσε ή θεωρούσε ευλογημένη [μακαρίζω] ράβδος = ραβδί στάμνος = στάμνα μάννα = Οι Εβραίοι μαζεύουν το μάννα στην έρημο (μετ. 1637-1639), Μουσείο Λούβρου, Παρίσι[πηγή: Wikimedia Commons] ""> Nicolas Poussin, Οι Εβραίοι μαζεύουν το μάννα στην έρημο (μετ. 1637-1639), Μουσείο Λούβρου, Παρίσι[πηγή: Wikimedia Commons] η θεόπεμπτη τροφή των Εβραίων στην έρημο ἔμπασμα = είσοδο πλάνου = απατεώνα [επίθ. πλάνος] ἐντήρησιν = δισταγμό, δειλία, επιφύλαξη [η εντήρησις] πρεσβύτου = γέρου καθέδρα = έδρα, θέση ἐδειλοσκοπάτονε = σκεφτόταν, δίσταζε, ταλαντευόταν [δειλοσκοπούμαι] ἔνδοξά = οι δόξες [επίθ. ένδοξος, το ουδ. εδώ ως ουσ.] τάσσιμό = τάξιμο, τάμα, υπόσχεση μαζώξω = συγκεντρώσω, μαζέψω ροδαρά = ανθοδέσμη, ανθόκηπο συναχωμένος = αυτός που έχει κλειστή μύτη (μτχ. του ρ. συναχώνομαι)",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης "Πρόλογος, κεφ. 15-16","Οι παράγραφοι 15 και 16 είναι οι προτελευταίες του προλόγου της Κλίνης Σολομώντος. Συνεχίζεται και εδώ, όπως σε όλο τον πρόλογο, το εγκώμιο της Θεοτόκου. Στο πρώτο μισό του παρακάτω αποσπάσματος δίνεται μια λεπτομερής ερμηνεία του τίτλου: η κλίνη, τα τέσσερα πόδια της, οι τάβλες συνθέτουν μια αλληγορική εικόνα για την Παναγία. Αλλά και οι εξήντα δυνατοί που την περιφρουρούν, αντιστοιχούν στα ισάριθμα θαύματά της που στολίζουν την Αγία Γραφή. Ο συγγραφέας ζητά από τους αναγνώστες του να διαβάσουν με πίστη –ακόμη καλύτερα, ευπιστία, αθωότητα– όσα γράφει και να μην το κάνουν με «πολυπραγμοσύνη», δηλαδή να μην τα πολυεξετάσουν. Μάλιστα, για να ενισχύσει την αναγκαιότητα της προτροπής, δίνει παραδείγματα ανθρώπων που τιμωρήθηκαν, επειδή πλησίασαν με αυθάδεια το μυστήριο της Θεοτόκου. [Πρόλογος, κεφ. 15-16] Ὤ θαυμαστὴ καὶ ἁγία / κλίνη ἐτούτη, καὶ ποῖον ἄλλον εἶναι ἐνδοξότερόν της ἢ θαυμαστότερόν της! Ἀντὶς τέσσερα ποδά- ρια ἁποὺ τὴν κρατοῦσι ἔχει τοὺς τέσσαρις Εὐαγγελιστὰς ἁποὺ τήνε μεγαλύνουσι, ἀντὶς ἄλλες τάβλες ἔχει τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ἀντὶς ροῦχα ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἁποὺ τὴν ἐρδίνιασεν καὶ ἐπισκιάζοντας εἰς αὐτήνην καὶ ἔστρωσέν τηνε τὰ χαρίσματά του καὶ ἤκαμέν τηνε ἀξίαν εἰς τὴν ὑποδοχὴν τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, διὰ στόμα- τος τοῦ Προφήτου, πὼς τὴν ἐτριγυρίζουν ἑξήκοντα δυνατοί, ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι ὅλοι κρατοῦσι μαχαίρας πολεμικάς, καὶ ἐτοῦτοι εἴπαμεν πὼς εἶναι οἱ πατριάρχαι, οἱ προφῆται, οἱ προπάτορες, ὅσοι εὐαρεστήσασι τοῦ Θεοῦ, ὡσὰν τοὺς ὁποίους δυνατότερους εἰς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ δὲν ἐφάνησαν· οἱ ὁποῖοι βαστοῦσι τὰς ρομφαίας, ἤγουν τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Πνεύ- ματος, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ θεῖος Παῦλος: «Ἡ μάχαιρα ἡ πνευμα- τικὴ εἶναι τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ». Καὶ εἰς αὐτοὺς ἤτονε τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτόνο λέγει ἡ προφητεία πὼς κρατοῦσι καὶ μετ’ αὐτό- νο κατέκοψαν κάθα κακὸν λογισμὸν καὶ ἄπιστον γνώμην. Αὐτῆνοι εἶναι λοιπὸν οἱ δυνατοὶ ἁποὺ τὴν ἐτριγυρίζουν τούτην τὴν θαυμαστὴν κλίνην καὶ δὲν ἀφήνουσι τινὰ ἄπιστον νὰ τῆς κλέ- ψει τὲς χάριτές της / οὐδὲ τινὰ ψευδῆ συλλογισμὸν νὰ τῆς κατακυ- ριεύσει, ἀλλὰ μάλιστα ὅλοι μαρτυροῦσι τὴν ἀλήθειαν τοῦ μυστηρί- ου της καὶ στολίζουν τηνε μὲ τὰ λόγια τως καὶ μὲ τὰ ὀνόματα ἁποὺ τῆς δίδουσι καὶ μὲ τὲς θεωρίες ἁποὺ μαρτυροῦσι πὼς ἐξανοίξασι ὀδιὰ λόγου της, τὰ ὁποῖα εἶναι πολλὰ δυνατὰ καὶ ἀχάλαστα. Καὶ ἴντα δυνατότερον πράγμαν ὡσὰν τὴν μαρτυρίαν τὴν προφητικήν, ὡσὰν τὴν ἀλήθειαν τῆς ἁγίας Γραφῆς: Καὶ αὐτὰ τρι- γυρίζουν τὴν ἁγίαν κλίνην ἐτούτην, διὰ τοῦτο ὅποιος σιμώσει μὲ πίστιν φωτίζεται, εὐφραίνεται, καὶ ἁγιάζεται· μὰ ἐανίσως καὶ ἔχει ἀπιστίαν, παρευθὺς αἱ μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς ἁποὺ τριγυρίζουν τούτην τὴν ἁγίαν κλίνην κατασφάζουν τὸν νοῦν του καὶ αὐτὸς γίνεται τῆς αἰωνίου κολάσεως ἄξιος. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ πᾶσα ἕνα ἁποὺ διαβάζει τὸ βιβλίον ἐτοῦτο νὰ τὸ διαβάζει μὲ πίστιν, φοβούμενος τὴν ποινὴν τῆς ἀπιστίας, ἡ ὁποία εἶναι αἰώνιος κόλασις, καὶ θεωρώντας / ἑξήκοντα ρήσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς ἁποὺ ἔχει καὶ μαρτυροῦσι τὴν ἁγίαν Παρθένον Μα- ρίαν, καὶ ἀκούοντας τὰ θαυμάσιά της, μὴν ἀπιστεῖ οὐδὲ μὴ πο- λυπραγμονεῖ τὸ μυστήριόν της ὀδιὰ νὰ μὴν κινδυνεύσει. Διότις ἐανί- σως καὶ εἰς τὴν κλίνην τοῦ καθενὸς βασιλέως δὲν ἀποκοτᾶ τινὰς νὰ σιμώνει χωρὶς ἐντήρησιν οὐδὲ πάγει νὰ τὴν ἐξετάζει, ὀδιατὶ φο- βεῖται τοὺς ὑπηρέτας του μὴν τόνε τιμωρήσουν ὡσὰν αὐθάδη, πόσον θέλει κινδυνεύσει ἐκεῖνος ἁποὺ θέλει σιμώσει / εἰς τὴν κλίνην ἐτούτην τοῦ οὐρανίου Βασιλέως μὲ πολυπραγμοσύνην; Ἀληθινὰ ἄξιος εἶναι πολλῆς τιμωρίας, καὶ ἐανίσως καὶ ἐκόπησαν αἱ χεῖρες ἐκεῖνου τοῦ Ἑβραίου ἁποὺ ἐσίμωσε μὲ αὐθάδεια εἰς τὸ κλινάρι ἁποὺ εἶχε νεκρὸν τὸ σῶμα τῆς Παρθένου Μαρίας, ὅταν τὸ ἐπηγαίνασιν οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὸ χωρίον Γεσθημανὴ κατὰ τὴν παραγγελίαν της νὰ τὸ ἐνταφιάσουν, καὶ ὄχι μόνον ἐκείνου ἁποὺ ἐσίμωσε χωρὶς πίστιν ἐκόπησαν αἱ χεῖρες, μὰ καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι Ἰου- δαῖοι, ὅσοι δὲν ἐξανοῖγαν εἰς τὸ ἅγιόν της σῶμα μὲ πίστιν, ἐτυφλώ- θησαν, πόσον κακὸν λογιάζεται νὰ πάρει ἐκεῖνος ἁποὺ τὰ μιλήματα ἁποὺ εἶναι ὀδιὰ λόγου της δὲν θέλει ἀποδεκτεῖ μὲ πίστιν, μὰ πο- λυπραγμονεῖ τὴν κλίνην τοῦ Θεοῦ; Ἀληθινὰ τυφλώνουνται τὰ ὀμμά- τια τοῦ νοός του καὶ κουτσοχερίζεται εἰς τὲς ἐργασίες τῶν ἀγαθῶν ἔργων, καθὼς τὸ ἔπαθεν ἐκεῖνος ὁ θεοκατάρατος Νεστόριος, ὁ ὁποῖος, ὀδιὰ νὰ μὴν ξανοίγει μὲ πίστιν εἰς τούτην τὴν θείαν κλίνην μὰ νὰ θέλει νὰ πολυπραγμονεῖ τὸ μυστήριόν της, ἐτυφλώθη, ἐχα- λάστη, καὶ μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἔγινε ὕλη τῆς αἰωνίου κολάσεως.","κλίνη = κρεβάτι μεγαλύνουσι = δοξολογούν, εξυμνούν [μεγαλύνω] ἐρδίνιασεν = στόλισε [ορδινιάζω] προπάτορες = γενάρχες, πρόγονοι, πατριάρχες εὐαρεστήσασι = ευχαρίστησαν [ευαρεστώ] ρομφαίας = [πηγή: Orthodox Wiki] ""> Ο αρχάγγελος Μιχαήλ με τη «ρομφαία» του[πηγή: Orthodox Wiki] σπαθιά, ξίφη ρῆμα = λόγος, φράση ἀχάλαστα = που δεν προσβάλλονται/καταστρέφονται [επίθ. αχάλαστος] ἐανίσως = αν τυχόν πο- = πολυεξετάζει, μελετά με προσοχή [πολυπραγμονώ] ἀποκοτᾶ = τολμά, αποτολμά [αποκοτώ] ἐντήρησιν = δισταγμό, φόβο, δειλία, επιφύλαξη [η εντήρησις] πολυπραγμοσύνην = ενασχόληση με αλλότρια ή πολλά πράγματα κλινάρι = κρεβάτι μιλήματα = τις ομιλίες, κουβέντες κουτσοχερίζεται = του κόβονται τα χέρια [κουτσοχερίζομαι] ἐχα- = καταστράφηκε [χαλώμαι]",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα Β΄ (Πηγή),"Η Κλίνη Σολομώντος περιλαμβάνει εξήντα διηγήσεις θαυμάτων της Παναγίας. Καθένα από αυτά σχετίζεται με μία ιδιότητά της. Το δεύτερο θαύμα της Θεοτόκου έχει σχέση με την επονομασία της ως Πηγή. Ο Μορεζήνος διηγείται ένα συμβάν με πρωταγωνιστή έναν βασιλιά της Κωνσταντινούπολης με το όνομα Λέων ο Μακέλλης. Κάποτε ο άνθρωπος αυτός, πριν γίνει βασιλιάς, βρέθηκε σ’ ένα δάσος και θέλησε να βοηθήσει έναν τυφλό άνθρωπο. Τότε άκουσε τη φωνή της Παναγίας να του υπαγορεύει να πλύνει τα μάτια του τυφλού με το νερό που βρισκόταν σε μια λακκούβα. Η Θεοτόκος ζητά ως αντάλλαγμα έναν ναό που θα χτίσει στη χάρη της, για να βρίσκουν εκεί σωτηρία από τις αρρώστιες όλοι οι πιστοί. Το θαύμα έγινε, ο τυφλός βρήκε το φως του και ο Λέων έχτισε τον ναό της «Ζωοδόχου Πηγής» στην Κωνσταντινούπολη. Το κεφάλαιο κλείνει με την προτροπή να πιστεύουμε στη Θεοτόκο για να γλιτώσουμε από τις αμαρτίες μας. ΘΑΥΜΑ Β΄ (Πηγὴ) ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ ἐβασίλευσεν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἕνας βασιλεύς, τὸ ὄνομάν του Λέων καὶ τὸ παρανόμιν του Μα- κέλλης, ὁ ὁποῖος ἤτονε πρὶν βασιλεύσει στρατιώτης καὶ ἤτονε καλὸς χριστιανός. Μέσα εἰς τὲς ἄλλε<ς> του ἀρετὲς ἤτονε καὶ εὔσπλαγχνος πολλὰ καὶ ὀδιὰ τὴν εὔσπλαγχνόν του γνώμην τὸν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγινε βασιλεύς. Αὐτὸς λοιπόν, ὅταν ἤτονε στρατιώτης, ἔτυχε καὶ ἐπήγαινεν ἔξω εἰς δουλείαν του καὶ ἐκα- τήντησεν εἰς ἕνα δάσος / εἰς τὸ ὁποῖον εἶδεν ἕναν ἄνθρωπον τυ- φλόν, ὁ ὁποῖος ὡσὰν τυφλὸς ἐσκόνταπτεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καὶ μάλι- στα εἰς τὸ δάσος ἴντα ἤθελεν νὰ κάμει ἕνας τυφλός; Καὶ ὁ Λέων, ὡσὰν εὔσπλαγχνος ἄνθρωπος ἁποὺ ἤτονε, τὸν ἐλυπήθηκε καὶ γί- νεταί του χειραγωγὸς καὶ ἤσυρνέν τονε. Καὶ ὁ τυφλὸς ἤτονε τόσα κουρασμένος καὶ τόσα διψασμένος, ἁποὺ εἰς ὀλίγην ὥραν ἁποὺ τὸν ἔσυρνεν ὁ Λέων πέφτει χάμαι καὶ δὲν ἐδύνετονε πλέο νὰ πε- ριπατήσει καὶ δίδει του καὶ μία λιποθυμία ἀπὸ τὴν πολλὴν δίψαν ἁποὺ εἶχεν καὶ τὴν καῦσιν τοῦ ἡλίου, καὶ ὁ Λέων θεωρώντας το- νε οὕτως νὰ ἀγωνιᾶ ἐλυπήθη περίσσα καὶ ἀρχίζει εἰς τὸ δάσος ἐκεῖνο νὰ γυρίζει νὰ γυρεύειμήπως καὶ εὕρει νερὸν νὰ τοῦ δώσει νὰ μὴν ἀποθάνει. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εὕρισκεν, εἶχεν πολλὴν τὴν λύπη καὶ ἔστρεφε καὶ ἐθώρει / τὸν τυφλὸν πῶς πάγει καὶ πάλιν ἐγύ- ριζεν εἰς τὸ δάσος καὶ ἐγύρευεν, διότις τοῦ ἐφαίνετονε πὼς ἂ δὲν τοῦ εὕρει νερὸν νὰ τὸν ἀναζήσει, πὼς αὐτὸς εἶναι φονέας του. Διὰ τοῦτο δὲν ὄκνευεν νὰ γυρεύγει, μάλιστα ἐπικραίνετονε πολλὰ πῶς δὲν εὕρισκεν, καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν λύπην του τὴν μεγάλην γρικᾶ μίαν φωνὴν καὶ λέγει του: «Ὦ Λέων, μὴν πικραίνεσαι, καὶ αὐτοῦ σιμά σου εἶναι τὸ νερὸν καὶ πίε ἀπ’ αὐτόνο καὶ πότισε καὶ τὸν τυφλόν, καὶ ὡσὰν πιεῖ βάλε καὶ εἰς τὰ ἀμμάτια του, νὰ γνωρίσεις τὴν δύ- ναμίν μου ἁποὺ εὑρίσκεται εἰς τοῦτο τὸ νερόν, καὶ ἐσένα μέλλει νὰ βασιλεύσεις, / καὶ ὅταν γένεις βασιλεὺς ἐνθυμοῦ νὰ μοῦ κάμεις ἐδῶ ἕναν ναὸν νὰ κατοικῶ εἰς αὐτόνο καὶ νὰ ἔρχουνται ἐδῶ ὅσοι χρει- άζουνται τὴν βοήθειάν μου νὰ εὑρίσκουν τὴν σωτηρίαν τως καὶ νὰ λυτρώνουνται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὲς ἀρρωστιές τως». Τούτην τὴν φωνὴν ὡς τὴν ἤκουσεν ὁ Λέων, ὅλος ἐμετεστάθη και εἶχεν καὶ πολὺν φόβον καὶ μεγάλην χαράν, ὄχι μόνον ὀδιὰ τὴν θαράπαυσιν καὶ θεραπείαν τοῦ τυφλοῦ, μὰ καὶ ὀδιατὶ τοῦ ἐδόθη ἔτοιον σημεῖον καὶ ὀδιατὶ ἤκουσε πὼς ἔχει νὰ βασιλεύσει, καὶ ἤσανε τὰ εὑρέσιμά του θαυμαστὰ καὶ τριπλά, καὶ ζιμιὸ δύο ζά- λα καὶ εὑρίσκει ἕνα γουργούθι νερὸν δροσερὸν καὶ πίνει καὶ γρικᾶ μέσα του μίαν μεγάλην εὐφροσύνην καὶ δύναμιν, καὶ παίρ- νει καὶ δίδει τοῦ τυφλοῦ καὶ συνηφέρνει, καὶ τότες βάνει καὶ εἰς τὰ ἀμμάτια του τὰ τυφλὰ καὶ παρευθὺς ἀναβλέπει, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἁποὺ ἐνίμενε νὰ χάσει τὴν ζωήν του ἀπὸ τὴν δίψαν, εὗρε καὶ τὸ φῶς του ἀπὸ τὸ νερὸν ἁποὺ ἔδειξεν ἡ μακαρία Παρθένος Μαρία, τὸ ὁποῖον καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους ἔγινε μεγάλη βοήθεια. Καὶ εἰς ὀλίγον καιρὸν ἐνέβην ὁ Λέων εἰς τὸν θρόνον τῆς βασι- λείας καὶ παρευθὺς πέμπει καὶ κάνει ἕναν ναὸν τῆς Θεομήτο- ρος ἐκεῖ ἁποὺ ἐγνώρισεν ἐκεῖνο τὸ μέγα θαῦμα, καθὼς τοῦ ἐπώ- θηκεν, καὶ δίδει του τὴν ὀνομασίαν ἡ «Ζωοδόχος Πηγή», διότις ὅταν τοῦ ἦλθεν ἡ φωνὴ τότες τοῦ εἶπεν / πὼς εἶναι χάρισμα τῆς Παρθένου Μαρίας τὸ νερὸν ἐκεῖνον, διὰ τοῦτο εἰς τὸ ὄνομάν της ἔκαμεν τὸν ναόν, καὶ ἐκεῖ ὅποιος ἐπήγαινε εὕρισκε λύσιν τῶν βασάνων ἁποὺ εἶχεν, καὶ ὅσα θαυμάσια ἤκαμε τὸ νερὸν ἐκεῖνον τίς δύνεται νὰ διηγηθεῖ; Ἐπειδὴ ἤτονε χαριτωμένον τὸ νερὸν ἐκεῖνον ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς, τὴν πανάχραντον Μαρίαν τὴν Θεοτόκον, ἡ ὁποία ἐδέκτηκε μέσα της τὸ ὕδωρ τὸ ζωντανόν, ἤγουν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ τοῦτο πάντοτες ἐθαυματο / ποίει, καὶ ἀρχιερεῖς καὶ βασιλεῖς καὶ μοναχοὶ καὶ ἄρχο- ντες καὶ πᾶσα γένος ἀνθρώπων, ὅλοι ἐγνωρίσασιν ἀποὺ τὰ θαυ- μάσια τῆς πηγῆς ἐκείνης, ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον ἐτρέχασιν οἱ ἀναγκεμένοι καὶ ἐπαγαίνασιν ἐκεῖ καὶ εὑρίσκασι βοήθειαν καὶ ἰατρείαν τῶν ἀναγκῶν τως. Καὶ αὐτήνη ἡ χάρις ἤτονε πάντα καὶ ἤθελεν δίδεσται καὶ τὴν σήμερον, μὰ ἔστοντας καὶ νὰ βρίσκε- ται ἡ Πόλις εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀπίστων Ἀγαρηνῶν, ὀδιὰ νὰ μὴν φθονεῖται ἡ χάρις τῆς Παρθένου Μαρίας καὶ διὰ τοῦ φθόνου τῶν ἀπίστων νὰ κινδυνεύουν οἱ χριστιανοί, διὰ τοῦτο ἔπαυσε. Μὰ ὅταν θέλομεν θυμηθεῖ νὰ ζητήξομεν τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ νὰ εὐσπλαγχνιστεῖ τὸ γένος μας, νὰ σηκώσει κέρας σωτηρίας νὰ ἔλθει πάλι ἡ Κωνσταντινούπολις εἰς τὰ πρῶτα της, τότες ὀλπί- ζω καὶ ἡ πηγὴ ἐκείνη νὰ ἀνοίξει νὰ εἶναι ἰατρεῖον ἄμισθον τῶν πολλῶν, καθὼς ἤτονε τότες, διότις δὲν ἐλίγανεν ἡ χάρις τῆς Παρθένου Μαρίας οὐδὲ ἔπαυσε νὰ μὴν εἶναι αὐτήνη ἡ ζωοπά- ροχος πηγή, / μὰ ἔτις πιστεύεται καὶ οὕτως ὁμολογεῖται πὼς εἶναι, καθὼς εἶναι, πηγὴ ἁποὺ ποτίζει καὶ δροσίζει τὰς διανοίας καὶ τὰς καρδίας τῶν πιστῶν. Μὰ καθὼς τῆς βρύσης τὸ νερὸν δὲν τὸ γρικᾶς ἂ δὲν τὸ πιά- σεις νὰ τὸ πίεις, ἔτσι καὶ τὴν χάριν καὶ τὴν δύναμιν τῆς Παρ- θένου Μαρίας δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὴν ἔχομε παρὰ νὰ τῆς σιμώ- σομεν, ἐβγάνοντας τὴν χάριν τὴν κοινὴν ἁποὺ ἤδωκεν εἰς ὅλους, καὶ ὅλον τὸν κόσμον ἐδρόσισε σβήνοντας τὴν φλόγα τῆς προπα- τορικῆς ἁμαρτίας. Μὰ πᾶσα ἑνὸς ἰδικὴν δροσίαν δὲν θέλει δώ- σει, ἂ δὲν τῆς σιμώνομε μὲ πίστιν καὶ μὲ εὐλάβειαν, καὶ εἶναι δίκαιον νὰ τῆς προσπίπτομεν καὶ νὰ ζητοῦμεν ἐξ ὅλης καρδίας τὴν βοήθειαν καὶ τὴν δροσίαν της, μάλιστα τώρα ἁποὺ εἴμεστα- νε ὅλοι διψοκαημένοι ἀπὸ τὰ πολλὰ κάρβουνα τὰ ἁφτούμενα τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὰ ὁποῖα ἄλλη δὲν δύνεται νὰ μᾶς τὰ σβήσει, μόνο ἡ χάρις της, ἡ ὁποία δύνεται καὶ ἐδῶ νὰ μᾶς δροσίσει καὶ δύνεται καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει καὶ εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της, εἰς τὴν ὁποίαν ἄμποτες νὰ ἀξιωθεῖ πᾶσα χριστιανός. Ἀμήν.","εὔσπλαγχνος = πονόψυχος, συμπονετικός, ελεήμων (επίθ.) ἐκα- = έφτασε [καταντώ] χειραγωγὸς = καθοδηγητής ἀναζήσει = δώσει ξανά ζωή, ξαναζωντανεύσει ὄκνευεν = δίσταζε, καθυστερούσε [οκνεύω] γρικᾶ = ακούει ἀμμάτια = μάτια [το αμμάτιν] ἐμετεστάθη = αναστατώθηκε, ταράχθηκε [μετασταίνομαι] εὑρέσιμά = ευρήματα [το ευρέσιμον] ζιμιὸ = αμέσως, μεμιάς, γρήγορα (επίρρ.) ζά- = βήματα [το ζάλο(ν)] γουργούθι = λακκούβα, λάκκος, γούρνα ἐνίμενε = περίμενε [ανιμένω] ἀναγκεμένοι = που έχουν προσβληθεί από σοβαρή ασθένεια [αναγκεμένος, μτχ. παρακ. του αναγκεύω ως επίθ.] κέρας = παράταξη, σύνολο, γένος, εξουσία ἄμισθον = που δεν παίρνει αμοιβή, δωρεάν [επίθ. άμισθος] ἐλίγανεν = λιγόστεψε, ελαττώθηκε [λιγαίνω ως αμτβ.] διανοίας = τα μυαλά διψοκαημένοι = καμμένοι από τη δίψα, πολύ διψασμένοι (μεταφ.) ἁφτούμενα = αναμμένα [αφτούμενος, μτχ. του ρ. άπτομαι] ἄμποτες = είθε, μακάρι (επιφώνημα)",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα Δ΄ (Ζωή),"Το τέταρτο θαύμα της Θεοτόκου που εξιστορείται στην Κλίνη Σολομώντος αφορά τη ζωοποιό χάρη της Παρθένου. Κάποιος, που ταξίδευε για να προσκυνήσει τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Κωνσταντινούπολη, πέθανε από ασθένεια κατά το θαλασσινό ταξίδι, όμως αναστήθηκε με τη βοήθεια της Παναγίας. Για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, έκτοτε, μόνασε στον ναό εκείνο. ΘΑΥΜΑ Δ΄ (Ζωὴ) ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ἤθελεν κινήσει ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην μὲ μεγάλην εὐλάβειαν νὰ πάγει εἰς τὴν Κωνστα- ντινούπολιν νὰ προσκυνήσει εἰς τὸν ναὸν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τὸν ὁποῖον ἔκτισεν ὁ Λέων ὁ βασιλεύς, διότι εὗρεν ἐκεῖ τὸ νερὸν μὲ τὸ ὁποῖον ἤκαμε τοῦ τυφλοῦ τὰ ἀμμάτια, εἰς τὸν ὁποῖον ναὸν ἐγίνουντανε πολλὰ καὶ μεγάλα θαυ- μάσια, τὰ ὁποῖα ἀκούγοντας καὶ αὐτὸς ὁ Θεσσαλονικεὺς εἶχεν μεγάλην τὴν εὐλάβειαν / νὰ πάγει ἐκεῖ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ πί- ει καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ ζωοπάροχον ὕδωρ, νὰ δροσίσει τὴν πολλὴν καῦσιν τῆς μεγάλης του ἐπεθυμίας· καὶ ἐπειδὴ ἤτονε πλούσιος, ἐπῆρε πολὺν ἀπὸ τὸν πλοῦτον του νὰ κάμει μεγάλα δωρήματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν εἰς ἐκεῖνον τὸν ἅγιον ναόν. Ἐμπῆκε λοιπὸν εἰς ἕναν καράβιν μὲ τὸν πλοῦτον του νὰ κάμει τὸ ταξίδι, ἀλλὰ πλέοντας τοῦ ἐσίμωσεν ὁ θάνατος πρωτύτερας παρὰ νὰ φτάξει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὸν ὁποῖον ἐγνώρισεν ἀπὸ τὴν μεγά- λην ἀρρωστίαν ἁποὺ τοῦ ἤδωκεν, καὶ διὰ τοῦτο κράζει τὸν καραβοκύρην καὶ λέγει του: «Ἐγὼ ἀποθαίνω τώρα καὶ λογιάζω πὼς δὲν ἤμουνα ἄξιος νὰ πάγω νὰ προσκυνήσω εἰς τὸν ναὸν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς οὐδέ νὰ πίω ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ ἁγιότατον νερόν, καὶ ἐπειδὴ αἱ ἁμαρτίες μου μὲ ἐμποδίσαν νὰ μὴν πάγω ζωντα- νός, ὁρκίζω σε εἰς τὸ ὄνομαν τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου νὰ μὴν μὲ ρίξεις εἰς τὸν αἰγιαλόν, μὰ νὰ μὲ βάλεις μέσα εἰς μίαν κασέλαν νὰ μὲ πάγεις εἰς ἐκεῖνον τὸν ἅγιον ναόν, νὰ μὲ θάψεις ἐκεῖ καὶ κάνοντάς το θὲς ἔχει τὴν Παρθένον Μαρίαν βοηθόν, καὶ ἀφήνω σου καὶ ἐγὼ ἀποὺ τὸ ἔχει μου ἑκατὸν χρυσία, τὸ δὲ ἐπίλοιπόν μου πράγμα ἁποὺ βαστῶ, νὰ τὸ δώσεις εἰς ἐκεῖνον τὸν ἅγιον τόπον ὀδιὰ δῶρα τῆς Κυρίας μου καὶ ὀδιὰ μνημόσυνον ἐδικό μου, νὰ εὑρεῖ ἡ ταλαίπω/ρός μου ψυχὴ ζωή, ἐπειδὴ τὸ κορμί μου παραδίδεται τοῦ θανάτου». Τοῦτα ἐπαράγγειλεν αὐτὸς ὁ Θεσσαλονικεὺς καὶ ἤκαμε τὸν καραβοκύρην καὶ ἤτα- ξέν του μεθ’ ὅρκου καὶ ἐπληροφορήθη ὅτι πὼς πάγει τὸ σῶμαν του νὰ θαφτεῖ ἐκεῖ ἁποὺ ἐπεθύμα καὶ μετὰ τοῦτο παρέδωκεν τὸ πνεῦμα του. Καὶ τότε ὁ καραβοκύρης μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ κα/ραβίου ἐκάμασιν καθὼς τοῦ ἔταξαν καὶ ἐσφαλίσασίν τονε μέσα εἰς μίαν κασέλαν καὶ ἐβάλασίν τονε εἰς μίαν μερὰν τοῦ ξύλου, καὶ διὰ τῆς χάριτος τῆς Παρθένου Μα- ρίας ἐπήρασιν καλὸν καιρὸν καὶ ὀδιὰ τρεῖς ἡμέρες ἐπήγασιν ἐκεῖ ἁποῦ ἤθελαν. Καὶ τὴν ἡμέραν ἁποὺ ἐφτάξασιν, ἐβγάνουσι τὸ λείψανον νὰ τὸ πάσινε νὰ τὸ θάψουν εἰς τὴν Κυρίαν τὴν Χρυσοπηγήν, ἐκεῖ ἁποὺ ἔβγαινεν ἐκεῖνον τὸ ἁγιότατον νερόν, καὶ ἐπειδὴ ἤτονε πλούσιος ἐκεῖνος ὁ Θεσσαλός, ὀδιὰ νὰ τόνε τιμήσει ὁ καραβοκύ- ριος, ἐπῆρεν ὅλον τὸ τσοῦρμα τοῦ καραβίου καὶ ἐσυντρόφιασεν τὸ λείψανον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν ναὸν τῆς Κυρίας καὶ ἐβαστούσα- σι καὶ τὰ δῶρα τοῦ νεκροῦ, ἁποὺ ἐφῆκεν ἐκεῖ ὀδιὰ τὴν ψυχή του καὶ κράζουσι τοὺς ἱερεῖς νὰ τόνε ψάλουν κατὰ τὴν τάξιν τῶν χριστιανῶν. Καὶ καλὰ καὶ ἤσανε τέσσερις ἡμέρες ἁποὺ ἤτονε ἀποθαμένος, / ὅμως ἔστοντας καὶ νὰ ἀποθάνει εἰς τὸ κα- ράβιν καὶ ἐκεῖ νὰ μὴν εἶναι ἱερέας, δὲν τὸν ἔψαλαν καὶ ὀδιὰ τοῦτο σταλάρουσιν οἱ ἱερεῖς νὰ τὸν ψάλουσι, καὶ τῇ χάριτι τῆς Παρθένου Μαρίας τὸ λείψανον ἐκεῖνον δὲν ἔβγανεν βρόμον ὡσὰν ἀνθρώπινον κορμὶν ἁποὺ ἤτονε. Διὰ τοῦτο φαίνεται τοῦ ἐφημερεύοντος ἱερέως νὰ ἀνοίξει τὸ κιβούριον νὰ τοῦ χύσει μέ- σα τὸν πηλόν, ἁποὺ ἔχει συνήθειαν ἡ Ἑκκλησία τῶν χρι- στιανῶν καὶ περεχᾶ τοὺς νεκρούς, δείχνοντας πὼς ἀπὸ πηλὸν ἐπλάστην ὁ ἄνθρωπος καὶ εἰς πηλὸν τελειώνει· τοῦτον θέλοντας νὰ κάμει ὁ ἱερέας, ὁρίζει καὶ ἀνοίγουσι τὸ κιβούριον καὶ χύνει τὸν πηλόν, καὶ τότες ἕνας ἀπὸ τοὺς συντρόφους πιάνει ἕναν κάδον καὶ γεμίζει τονε νερὸν καὶ σιμώνει εἰς τὸν νεκρὸν καὶ λέγει τοῦτα τὰ λόγια: «Ἔ πτωχέ, καὶ πόσην ἐπιθυμίαν καὶ εὐλά- βειαν εἶχες νὰ ἔλθεις νὰ πίεις ἀποὺ τὸ νερὸν τοῦτον καὶ δὲν ἔσωσες, ἀλλὰ καὶ ὡς εἶσαι νεκρὸς δέξου το», καὶ μὲ τὸν λόγον χύνει ὅλον τὸν κάδον εἰς τὸν νεκρὸν ἀπάνω. Ὤ τῶν θαυμα- σίων σου, ζωοπάροχε Δέσποινα! Ὡς ἐπερέχυσε τὸ κορμὶ τὸ νεκρὸν μὲ τὸ ζωντανὸν νερὸν ἐκεῖνο, ἐσηκώθην ὁ νεκρὸς καὶ ἐκά- θησεν καὶ ἐσήκωσε τὰ χέρια του δοξάζοντας τὸν Θεὸν καὶ τὴν μακαρίαν Παρθένον. Καὶ τίς δὲν ἐθαύμαξεν ἀκούοντάς το ἐτοῦτο, καὶ ἐκεῖνοι ἁποὺ τὸ εἴδασι, ἴντα δόξαν ἐδώκασιν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Δε- σποίνης Θεοτόκου / καὶ ἴντα μεγαλύτερον ἐμπορούσανε νὰ ἰδοῦσι ποτὲς ἢ ἄλλο τινὰς ὡσὰν ἐτοῦτο!Ἐκεῖνον ἁποὺ ἐσφα- λίσασιν τὰ χέρια τως νεκρὸν μέσα εἰς τὸ κιβούριν καὶ ἁποὺ εἴδασι μὲ τ’ ἀμμάτια τως νεκρὸν κατὰ ἀλήθειαν, νὰ τὸν ἰδοῦσι παραχρῆμα νὰ σηκωθεῖ / νὰ ὁμιλεῖ! Πόσην ἀγαλλίασιν ἐθέλασιν πάρει, καὶ ὁ νεκρὸς ὁμοίως, νὰ συρθεῖ ἡ ψυχή του ἀπὸ ἐκεῖ ἁποὺ ἤτονε νὰ γυρίσει εἰς τὸ κορμίν του, νὰ γενεῖ δεύτερος Λάζαρος τετραήμερος, ἴντα ἤθελεν κάμει; Ἐδιάλεξεν τὸν τόπον αὐτόνον τὸν ἅγιον ὀδιὰ κατοικίαν του καὶ δὲν ἐμίσεψεν ἀποδεκεῖ, μὰ ἐμόνασε καὶ ἐπέρασεν ἐκεῖ ἄλλους εἴκοσι χρόνους καὶ ὑπη- ρέτει εἰς τὸν ἅγιον ναὸν ἐκεῖνον, καὶ ἀπὸ πολλοὺς τόπους ἐπγαί- νασιν ὀδιὰ νὰ τὸν ἰδοῦσιν, ἀλλὰ οὐδ’ αὐτόνος δὲν ἤλεγεν τίβο- τας, ὡσὰν οὐδὲ ὁ Λάζαρος, πούρι ὅλοι τὸ ἐκατέχασι πὼς αὐτὸς ἤτονε ὁ ἀνασταθείς. Ἔτσι λοιπὸν φανερὰ ἔδειξεν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος πὼς χαρί- ζει τὴν ζωήν, πὼς εἶναι ζωοπάροχος ὡσὰν ζωοδόχος, καὶ ὄχι μόνον τὴν αἰωνίαν ζωὴν ὀλπίζει πᾶσα χριστιανὸς ὀδιὰ λόγου της, μὰ καὶ τὴν ζωὴν ἐτούτην διὰ τοῦ λόγου της δύνεται πᾶσα πιστὸς νὰ τὴν μακρύνει· πούρι νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὴν περάσει ἀρεστὴ τοῦ Θεοῦ, διότις εἰς ἔτοιες γνῶμες μακραίνει ἡ ζωή, μὰ εἰς ἐκείνους ἁποὺ / θέλουσι τὴν ζωὴν νὰ ζοῦσι ὀδιὰ νὰ κάνου- σι πλιότερα σφάλματα, αὐτουνῶν δὲν τῶς ἀκούγει ἡ ζωοδόχος Παρθένος νὰ τῶς τὴν μακρύνει, ὀδιὰ νὰ μὴν τῶς γενεῖ ἀφορμὴ νὰ κάνουσι πλιότερα κακὰ εἰς τὸ μάκρεμαν τῆς ζωῆς τως, νὰ ἀνιμένουσι καὶ πλιότερην τὴν κόλασιν. Ὅσοι λοιπὸν ὀρέγουνται καὶ τὴν ζωὴν ἐτούτην, ἂς ἔχουσι τὴν γνώμην τως εἰς τὸ κα- λόν, καὶ τότες ἂς τρέχουσι εἰς τὴν ζωοπάροχον Πάρθενον καὶ θέ- λουσι τὴν ἔχει, διότις αὐτήνη εἶναι μία βρύση ἁποὺ πηγάζει ὅλον ζωὴν καὶ πάντα ἐβγάνει καὶ ποτὲς δὲν ξαγλιέται, καὶ τό- σην ζωὴν δίδει ὅσην θέλει, καὶ τόσην θέλει ὅση εἶναι ὀδιὰ ὠφέ- λεια ἐκεινοῦ ἁποὺ τοῦ τὴν δίδει. Καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν ζωὴν ἐτού- την τὴν ἐπλουτιστήκαμεν τῆς ζωῆς μας ζωή, καὶ ἂς μὴν τῆς μακραίνομεν μὲ ἔργα θανατερά, μὰ ἂς τῆς σιμώνομε μὲ καμώ- ματα ζωοποιά, ὀδιὰ νὰ ἀξιωθοῦμεν διὰ τοῦ λόγου της εἰς ἐκείνην τὴν χώραν τῶν ζώντων, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ τύχομεν ὅλοι ὀδιὰ τοῦ λόγου της. Ἀμήν.","ἤθελεν κινήσει = θα ξεκινούσε, θα αναχωρούσε ἀμμάτια = μάτια [το αμμάτι(ν)] θαυ- = θαύματα [επίθ. θαυμάσιος, το ουδ. εδώ ως ουσ.] ζωοπάροχον = που παρέχει ζωή [επίθ. ζωοπάροχος] φτάξει = φτάσει καραβοκύρην = καπετάνιο αἰγιαλόν = θάλασσα κασέλαν = φέρετρο, κάσα (από τη βεν. λέξη cassela) χρυσία = χρυσά νομίσματα ἐπίλοιπόν = υπόλοιπο [επίθ. επίλοιπος] ἐσφαλίσασίν = έκλεισαν, έθαψαν [σφαλίζω] λείψανον = πτώμα, νεκρό σώμα τσοῦρμα = πλήρωμα τάξιν = συνήθεια, οργάνωση σταλάρουσιν = στέκονται, σταματούν [σταλάρω] βρόμον = άσχημη μυρωδιά, δυσωδία [ο βρόμος] κιβούριον = φέρετρο περεχᾶ = περιχύνει κάδον = δοχείο για υγρά ἔσωσες = πρόφτασες παραχρῆμα = αμέσως, ευθύς (χρον. επίρρ.) ἀγαλλίασιν = συναίσθημα βαθιάς και ήρεμης χαράς, ψυχική ευφορία ἐμίσεψεν = έφυγε, απομακρύνθηκε [μισεύω] τίβο- = τίποτα (αντων.) πούρι = αλλά, όμως (από το ιταλ. pure) ἐκατέχασι = ήξεραν, γνώριζαν [κατέχω] πλιότερα = περισσότερα ὀρέγουνται = επιθυμούν, επιδοκιμάζουν [ορέγομαι] ξαγλιέται = εξαντλείται, αδειάζει [ξαγλιέμαι] ζωοποιά = που παρέχουν ζωή [επίθ. ζωοποιός]",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα Ε΄ (Νεφέλη),"Το πέμπτο κατά σειρά θαύμα της Θεοτόκου που εξιστορείται στην Κλίνη Σολομώντος αφορά την ιδιότητά της να μετουσιώνεται σε νεφέλη, δηλαδή σύννεφο, όταν πρόκειται να σώσει κάποιον. Ο Μορεζήνος αναφέρεται σε έναν μεγάλο σεισμό που έγινε στην Κρήτη το 1508 και διηγείται την ιστορία δύο μικρών υποδηματοποιών που, χάρη στη συνδρομή της Παναγίας, γλίτωσαν από βέβαιο θάνατο. Η Θεοτόκος πήρε τη μορφή νεφέλης και έτσι, λειτουργώντας ως στέγη που κρατούσε τα γκρεμίσματα, βοήθησε τα παιδιά να σωθούν. ΘΑΥΜΑ Ε΄ (Νεφέλη) ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΙΛΙΟΥΣ ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΟΥΣ ΟΚΤΩ, τὸν Μάιον μήναν, ἔγινεν εἰς τὴν Κρήτην ἕνας μεγαλότατος σεισμός, ὁ ὁποῖος ἐχάλα- σεν πολλὰ ὀσπίτια. Τότες ἤτονε εἰς τὸν τόπον τοῦ Ἔξω Φόρου, ἐκεῖ ἁποὺ εἶναι τώρα ὁ ναὸς τῆς Κυρίας ἁποὺ ὀνομάζεται τοῦ Φόρου, κάποια ἐργαστήρια εἰς τὰ ὁποῖα ἤσανε τεχνίται τῶν πετσῶν καὶ ἐπουλούσασι τὴν τέχνην τως τὲς καλίκωσες τῶν ἀνθρώπων. / Ἐκεῖ σιμὰ τοῦ φόρου εἰς τὸ ἕνα ἐργαστήριον ἤθελεν εἶσται εἰς τὸν τοῖχον ζωγραφισμένη μία εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἰς τὴν ὁποίαν εἴχασι ὅλοι τοῦ ἐργαστηρίου καὶ ὁ μάστορας καὶ οἱ λαβορέντες του πολλὴν εὐλάβειαν. Καὶ πᾶσα ἀργὰ ἥφτασι ὀμπροστά το κηρία καὶ ἐθυμίαζάν τηνε καὶ ἐπροσκυνούσανε, καὶ τότες ἐμισεύανε καὶ ἐφή- νασι δύο κοπέλια μικρὰ, τὰ ὁποῖα ἐσφαλίζασι μέσα ὀδιὰ νὰ βλέπουσι τὸ ἐργαστήριον κατὰ τὴν συνήθειαν ἁποὺ ἔχουσιν οἱ τεχνίται. Τὴν νύκταν λοιπὸν ἐκείνην ἁποὺ ἔγινεν ἐκεῖνος ὁ φοβερὸς σεισμός, τρέχει ὁ μάστορας νὰ πάγει νὰ ἀνοίξει τὸ ἐργαστήριο, τὸ ὁποῖον εἶχεν κλειδωμένον ἀπόξω, νὰ ἐβγοῦσιν τὰ κοπέλια, καὶ βλέπει τὸ ἐργαστήριον καὶ εἶχεν το χαλασμένον ὁ σεισμός. Το- τες αὐτὸς ἀρχίζει νὰ κλαίγει πικρὰ λογιάζοντας πὼς τὰ κοπέ- λια του ἐπλακώθησαν, καὶ ἐλόγιαζε πὼς αὐτὸς ἤτονε ἀφορμή, διότις εἶχεν κλειδωμένα ἀπόξω καὶ δὲν ἐμποροῦσαν ν’ ἀνοίξουν νὰ δώσουν ὄξω, μὰ ἐπομεῖναν μέσα καὶ ἐπλακώθησαν. Διὰ τοῦτο ἔκλαιγε πολλά. Καὶ μὲ τὴν τόσην λύπην ἤρχιζε νὰ ἀναχώ- νει τὰ χαλάσματα ἁμάδι μὲ ἄλλους ὀδιὰ νὰ εὕρει τὰ λείψανα τῶν κοπελιῶν νὰ τὰ θάψει κατὰ τὴν τάξιν τῶν χριστιανῶν. Ἐβγάνα- σι λοιπὸν τὲς πέτρες τῶν τοιχῶν τῶν χαλασμένων καὶ τὰ ξύλα ἁποὺ ἤσανε στεγωμένα, καὶ ὅλα ἤσανε τσακισμένα / καὶ ὅλοι οἱ τοῖχοι πεσμένοι· μόνον ὁ τοῖχος ἐκεῖνος ἁποὺ ἤτονε ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἔστεκεν. Καὶ ὅταν ἐνεχῶσαν καὶ εἴδασι τὴν εἰκό- να, γρικοῦσι καὶ ἐμιλὲς ἀποκάτω εἰς τὰ χώματα πολλὰ ἀγαλι- νές διότις ἤσανε ἀπάνω τῶν κοπελιῶν πολλὲς πέτρες καὶ ξύλα. Πούρι, ὡσὰν ἐγρικήσασι πὼς ἀληθινὰ ζωντανὰ εἶναι τὰ κοπέ- λια, διὰ τοῦτο σπουδάζουσι πλιότερον καὶ ἐβγάνουσιν ὅλα ὅσα ἤσανε ἀπάνω τῶν κοπελιῶνε καὶ εὑρίσκουσίν τα γερά, ζωντανά, χωρὶς κανένα βλάψιμον, χωρὶς καμίαν πληγήν. Καὶ ὅλοι ἐθαυμά- ζουντανε καὶ ἐξενίζουνταν πῶς ἐγλύτωκαν, ἁποὺ ἤτονε ἀπάνω τως τόσα χαλάσματα. Καὶ αὐτάνα λέγουσιν τοῦ λαοῦ ἁποὺ ἔστεκεν / ἐκεῖ νὰ σωπάσουν νὰ ἀκούσουν τὸ θαυμάσιον τὸ μεγαλότατον τῆς Κυρίας τοῦ κόσμου. Καὶ λέγουσιν ὅτι πὼς τὴν ἀργατινὴν ἐκείνην ἁποὺ τὰ ἐκλεί- δωσεν ὁ μάστοράς τως, ἐστάθησαν καὶ ἐπροσκυνῆσαν τὴν εἰκό- ναν τῆς δεδοξασμένης Θεοτόκου καὶ παρεδόθησαν εἰς τὴν μεγά- λην της χάριν· καὶ τὴν νύκταν, ὡς ἐκίνησεν ὁ σεισμὸς καὶ ἐγρικῆσαν τονε, ἐσηκώθησαν καὶ εἴδασιν τοὺς τοίχους πὼς ἐρχί- σασι καὶ ἐχαλούσανε καὶ αὐτάνα δὲν ἐξεῦραν ἴντα νὰ κά- μουν, ὀδιατὶ ἤτονε ἡ πόρτα σφαλισμένη. Καὶ δὲν ἔχοντας ποῦ ρά- ξει ἐσύρθησαν πρὸς / τὸν τοῖχον ἁποὺ ἤτονε ἡ εἰκόνα τῆς Θε- οτόκου, ὁ ὁποῖος τοῖχος τῶς ἐφαίνετονε πὼς ἔστεκεν καλά, ἀλλὰ ἀπήτις ἤρχισε καὶ ἡ στέγωσις καὶ ἐχάλα καὶ ἔδειχνε πὼς ἔχει νὰ πέσει ἀπάνω τως, μὲ δάκρυα ἐφωνιάξασι: «Δέσποινα Θεοτό- κε, βοήθησέ δε, καὶ ἄλλην σκέπην καὶ βοήθειαν δὲν ἔχομεν, παρὰ ἐσένα!» Τοῦτο λέγοντας καὶ κλαίοντας ὀμπροστὰ εἰς τὴν εἰκόνα τῆς Κυρίας τοῦ κόσμου, βλέπουσινε ἀπὸ τὴν εἰκόνα καὶ ἐβγαίνει ὡσὰν ἕνα νέφαλον καὶ στένεται ἀποπάνω τως καὶ γί- νεταί τως τὸ νέφος ἐκεῖνο ὡσὰν ἄλλην στέγωσιν. Καὶ ἐπέφτα- σιν ἀπάνω εἰς ἐκεῖνο καὶ οἱ τοῖχοι καὶ ἡ στέγωσις, οἱ πέτρες καὶ ὅλα τὰ χώματα, καὶ ἀπάνω τως αὐτουνῶν δὲν ἔγγιζε τίβοτας, διότις ἤσανε ἀποκατωθιὸν τοῦ νέφους, τὸ ὁποῖον τῶς ἔγινεν ὡσὰν μίαν σκηνὴ καὶ εἶχεν δε μέσα καὶ ἐφαίνετόν τως καὶ ἡ Δέ- σποινα καθὼς εἶναι ζωγραφισμένη καὶ ἔλεγέν τως νὰ μὴν φο- βοῦνται, διότις αὐτήνη τοὺς σκέπει καὶ δὲν φοβοῦνται νὰ πά- θουσιν τίβοτας βλάβην· καὶ ἐθεωροῦσαν την ὣς τὴν ὥραν ἁποὺ τὰ ἐνεχῶσαν, καὶ τότες ἐμίσεψεν καὶ ἔλειψέν τως καὶ τὸ νέφος. Καὶ οὕτως διὰ τῆς χάριτος τῆς γλυκυτάτης Παρθένου ἐγλυτῶκαν. Τοῦτα ἀκούγοντας ὅλοι ἐθαυμάζαν καὶ ἐδοξάζαν τὴν δε- δοξασμένην Παρθένον, καὶ τότες ὅρισεν καὶ ἡ ἐκλαμπροτάτη αὐθεντία / καὶ καθαρίζουν τὸν τόπον ἐκεῖνο καὶ κάνουσιν ἐκεῖ μίαν ἐκκλησίαν τῆς Θεοτόκου, καθὼς φαίνεται τὴν σή- μερον εἰς τὸν Ὄξω Φόρον τῆς Κρήτης. Καὶ ἀπομένει ἡ θαυ- μαστὴ εἰκόνα ἐκείνη μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ὀνομάζεται ὁ ναὸς ἐκεῖνος τῆς Κυρίας τοῦ Φόρου καὶ ἑορτάζεται τῇ θ΄ τοῦ Μαΐου μηνός. Καὶ ἐκεῖ ἐνεργεῖ καθημερνὸν ἡ χάρις τῆς Παρ- θένου Μαρίας καὶ γίνουνται πολλὰ θαυμάσια, καὶ πολλοὶ πολλὲς χάριτες ἐγνωρίσασι καὶ γνωρίζουν ἀπὸ τὴν χαριτωμένην εἰκό- να / ἐκείνη τῆς Δεσποίνης Θεοτόκου, ὀδιὰ τὴν εὐλάβειαν τὴν πολλὴν ἁποὺ ἔχουσιν. Καὶ φαίνουνται ἐκεῖ μέσα εἰς τὸν ναὸν ἐκεῖνον τόσες ζωγρα- φιὲς εἰς μικρὰ σανίδια, τὰ θαυμάσια ἁποὺ κάμνει καθημερνὸν καὶ σκέπει καὶ φυλάττει τὸν κόσμον μας. Καὶ καθὼς ὀνομάζεται νεφέλη, ἔτσι ἐσκέπασε καὶ τὰ παιδία ἐκεῖνα καὶ ἔτις σκε- πάζει καὶ πᾶσα ἕναν, πούρι νὰ πιστεύει τὸ μυστήριόν της καὶ νὰ τὴν κράζει ἐξ ὅλης τῆς καρδίας. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία τῶν χριστιανῶν τὴν ἐπαινεῖ εἰς τοὺς Οἴκους, λέγο- ντάς της «Χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης», καὶ ἀληθινὰ αὐτήνη σκέπει τὸν κόσμον ὅλον καὶ εἶναι πλέον μεγα- λύτερη / καὶ πλατύτερη παρὰ ὅλα τὰ νέφη, διότις ὅλα τὰ νέφη δὲν φτάνουσι νὰ σκεπάσουν ὅλον τὸν κόσμον ἀλλὰ οὐδὲ εἶναι εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ἀλλὰ αὐτήνη εἰς ὅλον τὸν κόσμον εἶναι καὶ ὅλον τὸν κόσμον σκεπάζει καὶ ὅλοι εἴμεστανε ἀποκατωθιόν της καὶ εἰς τὴν σκέπην της ἐλπίζομεν καὶ αὐτὴ ὅλους μᾶς σκέπει καὶ ὁλωνῶν βοηθεῖ καὶ εἰς ὅλους βρέχει τὲς δροσές της καὶ τὲς πλουσίες της χάριτες, ὄχι μόνον ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον ἐτοῦτον, μὰ καὶ εἰς τὸν ἄλλον, τὸν αἰώνιον, διὰ τοῦ λόγου της ἐλπίζομεν νὰ εὕρει δροσίαν ἡ ψυχή μας, βοηθώντας μας ἡ δυνατή της πρεσβεία νὰ μὴν μᾶς κολάσουν τὰ πολλά μας ἁμαρτήματα. Ἀμήν.","πετσῶν = δερμάτων καλίκωσες = υποδήματα, παπούτσια [η καλίκωση] σιμὰ = κοντά (τοπικ. επίρρ.) τοῦ φόρου = στην αγορά, στην πλατεία [ο φόρος] λαβορέντες = εργάτες, τεχνίτες [ο λαβορέντης, από το ιταλ. lavorente] κηρία = κεριά [το κηρίον] ἐμισεύανε = έφευγαν, αποχωρούσαν [μισεύω] ἀναχώ- = ξεχώνει, ανοίγει [αναχώνω] ἁμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) τάξιν = συνήθεια, οργάνωση στεγωμένα = στεγασμένα, σκεπασμένα με στέγη ἐνεχῶσαν = άνοιξαν, ξέχωσαν [αναχώνω] γρικοῦσι = ακούνε [γρικώ] ἐμιλὲς = ομιλίες, φωνές [η εμιλιά] ἀγαλι- = σιγανές, χαμηλόφωνες [επίθ. αγαλινός] σπουδάζουσι = βιάζονται, κάνουν γρήγορα ἐξενίζουνταν = παραξενεύονταν, απορούσαν [ξενίζομαι] ἀργατινὴν = βραδιά, εσπέρα ρά- = να καταφύγουν [(α)ράζω] ἀπήτις = όταν (χρον. σύνδ.) στέγωσις = στέγη νέφαλον = συννεφάκι, νέφος τίβοτας = τίποτα (αντων.) ἀποκατωθιὸν = κάτω από (τοπ. επίρρ.) βλάβην = ζημιά, καταστροφή αὐθεντία = αρχή, εξουσία θαυμάσια = θαύματα [επίθ. θαυμάσιος, εδώ το ουδ. ως ουσ.] πούρι = λοιπόν, αλλά, όμως (σύνδ., από το ιταλ. pure) πρεσβεία = μεσολάβηση",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα Ζ΄ (Γη Αγία),"Στο έβδομο θαύμα του βιβλίου του ο Μορεζήνος διηγείται την ιστορία ενός μοναχού που, χάρη στην ιδιαίτερη λατρεία που είχε για τη Θεοτόκο, μετά τον θάνατό του, δέχτηκε το δώρο της μεγαλοσύνης της· όχι μόνο ευωδίαζε το λείψανό του, αλλά και είχε βλαστήσει στην καρδιά του ένας θαυμαστός κρίνος. Το έδαφος, δηλαδή η «γη», έγινε «αγία», επειδή η καρδιά του πιστού ανθρώπου ήταν αφιερωμένη στην αγάπη για τη Θεοτόκο. Η αφήγηση, όπως σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου, κλείνει με την προτροπή για πίστη στην Παναγία και προσμονή του Παραδείσου. ΘΑΥΜΑ Ζ΄ (Γῆ ἁγία) ΕΙΣ ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΡΩΜΗΣ ἤτονε ἕνας ἄνθρωπος ὀνό- ματι Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχεν πολὺν πλοῦτον, μὰ εἶχεν τὸν νοῦν πολλὰ δύσκολον, ἁποὺ δὲν ἐδυνήθην ποτὲ νὰ μάθει οὔτε γράμ- ματα οὔτε τίποτας ψαλμὸν νὰ τόνε λέγει εἰς τὴν προσευχήν του. Καὶ ἐβάλασίν τονε οἱ γονεῖς του ὅταν ἤτονε παιδὶν εἰς σχολεῖον νὰ μάθει, ἀλλὰ αὐτὸς ποτὲ δὲν ἐδύνετονε νὰ ξεπάρει τίβοτας, / τό- σον ἁποὺ ἐνετράφη ἀμαθὴς καὶ ἀγράμματος καὶ ἐλυπάτονε πολ- λὰ πὼς δὲν ἐκάτεχε νὰ λέγει εἰς τὴν προσευχήν του ἢ ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβὶδ ἢ ἄλλον τίποτας ὕμνον ἀπὸ ἐκείνους ἁποὺ εἶναι κρατημένοι οἱ χριστιανοὶ νὰ λέγουσιν εἰς τὲς προσευχές τως νὰ δοξάζουσι τὸν Θεόν. Αὐτὸς, ἔστοντας καὶ νὰ μὴν κατέχει τίβο- τας, ἤτονε ἀναγελασμένος / ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ καταδικασμέ- νος πὼς οὐδεκὰν τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἤλεγε. Καὶ ἔχοντας πολλὴν λύπην ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του ἕναν καλὸν λογισμόν, νὰ πάγει εἰς ἕνα μοναστήριον νὰ βάλει ἐκεῖ ὅλον του τὸν βίον, νὰ γένει μοναχός, καὶ ἐκεί εἰς τὸ μοναστήριον νὰ εἶναι ἡμέραν καὶ νύκταν, νὰ λεί- πει ἀπὸ τὴν καταδίκην τοῦ λαοῦ, καὶ ἴσως καὶ νὰ ξεπάρει ἐκεῖ νὰ λέγει ὅ,τι τίβοτας, νὰ εἶναι εἰς τιμὴν καὶ σωτηρίαν του. Ἐτοῦτον τὸν καλὸν λογισμὸν ἔβαλεν εἰς τέλος καὶ ἐπῆγε εἰς ἕναν κοινό- βιον, καὶ ἐπειδὴ εἴδασιν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ἁποὺ ἤσανε ἐκεῖ τὸν κα- λόν του σκοπόν, ὅλοι τόνε ’ποδεχθῆκαν ἀσπασίως καὶ ἐπροσέχα- σίν τονε καὶ ἐκάνασίν του καλὴν συντροφιάν, καὶ μάλιστα ὀδιὰ τὸν πολὺν πλοῦτον ἁποὺ ἤδωκεν εἰς τὸ μοναστήριον, καὶ αὐτὸς ἄλλον δὲν ἐζήτα, μόνο νὰ τόνε μάθουσι νὰ λέγει τίποτας ψαλ- μόν. Καὶ ἐτοῦτο τοὺς ἐπαρακάλειε πάντα καὶ δὲν ὄκνευεν νὰ παγαίνει νύκταν καὶ ἡμέραν εἰς τὲς σύναξες, ἀλλὰ τίποτας νὰ ξεπάρει δὲν ἤτονε δυνατόν του καὶ ὅλοι τοῦ ἑρμηνεύγασιν, ἄλλος ψαλμόν, ἄλλος εὐχήν, ἄλλος ὕμνον, καὶ τίποτας νὰ μάθει δὲν ἐδύ- νετονε. Μὲ τὲς πολλὲς ἡμέρες λέγει τοῦ ἡγουμένου ἕνας γέρο- ντας: «Ἅγιε ἡγούμενε, μεγάλη καταδίκη εἶναι καὶ ἐμᾶς ὁλωνῶν καὶ τοῦ μοναστηρίου μας τόσον καιρὸν νὰ μὴν μάθομεν τὸν μοναχὸν τὸν Ἰωάννην τίποτας νὰ λέγει, μάλιστα ἁποὺ ἔχει τόσον τὸν πόθον». / Λέγει ὁ ἡγούμενος τοῦ γέροντος: «Κατέ- χεις καὶ ἐσὺ πόσον ἐκοπίασαν ὅλοι οἱ ἱερομονάχοι νὰ τόνε μά- θουσι καὶ δὲν ἐδυνήθησαν· μὰ ἔπαρέ τονε ἐσὺ καὶ κάμε προ- σευχὴν πρὸς τὸν Θεὸν νὰ τόνε φωτίσει νὰ μάθει ὅ,τι τίποτας». Παίρνει τόνε ὁ γέροντας καὶ ἀρχίζει καὶ ἀναγνώθει του ὅλους τοὺς ψαλμοὺς καὶ ὅλες τὲς εὐχὲς καὶ προσευχὲς ἁποὺ ἤλεγεν ὁ γέρων καὶ ἁποὺ ἀναγνώθουνται εἰς τὴν ἁγίαν ἐκκλησίαν, καὶ ἀκού- γει τες ὅλες, καὶ τότε τοῦ / λέγει ὁ γέρων: «Ἀπὸ τοῦτα ὅλα ἁποὺ ἤκουσες ποῖον ὀρέγεσαι νὰ μάθεις;» Λέγει του: «Ὅλα εἶναι, πα- τέρα μου, καλὰ καὶ ἅγια, μὰ ἐγὼ ὀρέγομαι πλιότερον ἐκεῖνον ἁποὺ λέγομεν εἰς τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ἑσπερινοῦ, τὸ Χαῖρε Μαρία». Τότε ἔκρινεν ὁ γέροντας πὼς θέλει τὸ «Θεοτόκε Παρθένε» καὶ ἀρχίζει νὰ τοῦ τὸ λέγει πολλὲς φορές, καὶ μὲ μεγάλην βίαν τὸ ἤμαθεν μὲ τὲς πολλὲς ἡμέρες. Καὶ ἀπὴν τὸ ἤμαθε ἐπῆρε τόσην πολλὴν χαράν, πλέον παρὰ νὰ ἤθελεν κερδίσει ὅλον τὸν κόσμον, καὶ δὲν ἔπαυτε οὔδε ἡμέραν οὔδε νύκταν νὰ μὴν τὸ λέγει, καὶ ὅ,τι καὶ ἂν ἤκαμνε, ἢ ἔτρωγεν ἢ ἔπινεν ἢ ἐπεριπάτει ἢ ὅ,τι ἤκανεν, πά- ντα ἤλεγεν αὐτὸν τὸν ἅγιον λόγον. Ἀκομὴ καὶ ὅταν ἤθελεν νὰ χαιρετήσει τινά, ἄλλον χαιρετισμὸν δὲ τοῦ ἤλεγεν, μόνον ἀντὶ τοῦ χαιρετισμοῦ τοῦ συνηθισμένου / αὐτὸς καὶ ταχύτερον καὶ αὔριον ἤλεγεν πᾶσα ἑνὸς «Χαῖρε Μαρία» καὶ οὐδεμίαν ἀπαθι- βολὴ ἐκίνα νὰ εἰπεῖ, παρὰ νὰ ἀρχίζει ἀποὺ τὸ «Χαῖρε Μαρία», καὶ οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ἐφήκασιν τὸ ὄνομάν του καὶ ἐκράζαν τονε ὁ «Χαῖρε Μαρίας», καὶ αὐτὴν τὴν ὀνομασίαν τὴν ἐδέχετονε αὐτὸς ὡσὰν μεγάλον στεφάνι καὶ ἔλεγεν ὅτι ἐκέρδισεν μεγάλον κέρδος νὰ ἀποκτήσει ἔτοιαν ὀνομασίαν· καὶ ἀπατός του, ὅταν τὸν ἐθέλα- σιν ἐρωτήσει πῶς λέγεται, ἄλλον ὄνομα δὲν ἤλεγεν πὼς ἀκού- γει, μόνον «Χαῖρε Μαρίας»· καὶ ὅταν τὸ ἔλεγε, τοῦ ἐφαίνετονε πὼς ἐγρίκα μίαν χαρὰν πολλὴν ὡσὰν νὰ εἶχεν εἶσται ἁμάδι μὲ τὴν Παρθένον Μαρίαν, νὰ τὴν ἤθελεν βλέπει νὰ τῆς τὸ λέγει, καὶ ἔτις ἐπέρνα ὅλον του τὸν καιρόν, ὥστε ἁποὺ ἦλθε τὸ τέλος του. Καὶ τὴν ὥραν ἁποὺ εἶχε νὰ πληρώσει τὸ χρέος ἁποὺ χρεω- στοῦμεν ὅλοι τοῦ θανάτου, λέγοντας τὸν ἅγιον λόγον ἐτοῦτον, τὸ «Χαῖρε Μαρία», μὲ μεγάλην χαρὰν παρέδωκεν τὴν ψυχήν του, καὶ ὅλοι ἐθαύμαζαν τὴν εὐφροσύνην καὶ τὴν ἀγαλλίασιν ἁποὺ ἤδει- χνεν πὼς εἶχεν εἰς ἐκείνην τὴν φοβερὰν ὥραν τοῦ θανάτου, καὶ ἤδειχνε ἀληθινὰ πὼς βλέπει τὴν Παρθένον Μαρίαν ὀμπροστά του καὶ μὲ μεγάλην χαρὰν τῆς παρέδωκε τὴν ψυχήν του. Τότε, κατὰ τὴν τάξιν τῶν μοναχῶν, τὸν ἐκήδεψαν εἰς ἕνα ξε- χωριστὸν τόπον, / διότις ὅλοι ἐκρίνασι πὼς εἶναι ἅγιος, μάλιστα ὀδιατὶ ἤβγαινεν ἀποὺ τὸ ἅγιόν του λείψανον μεγάλη εὐωδία, ἡ ὁποία δὲν ἐλίγαίνεν οὐδὲ ἀπὴν τὸν ἐσφα/λίσαν μέσα εἰς τὴν γῆν. Διὰ τοῦτο ἐπηαίνασι ὅλοι οἱ μοναχοὶ πᾶσα ἡμέρα ἀποπάνω τοῦ τάφου του καὶ ἐκαθίζαν νὰ γρικοῦσι τὴν εὐωδίαν ἐκείνην ἁποὺ ἔβγαινεν. Καὶ τὲς ἐννέα ἡμέρες ἁποὺ ἐπήγασιν κατὰ τὴν συνήθειαν νὰ τόνε μνημονέψουσιν, βλέπουσι ἕναν παράδοξον θαῦμα ἁποὺ ἐξέστησαν ὅλοι, διότις εἴδασινε ἀποπάνω τοῦ τάφου του ἕναν ὡραιότατον κρίνον ξεφυτρωμένον καὶ εἰς ὅλα τὰ φύλλα τοῦ κρίνου γραμμένα γράμματα καὶ ἐλέγασιν «Χαῖρε Μαρία», καὶ τὸ χρῶμα τῶν γραμμάτων εἰς χρῶμα χρυσαφίου καὶ ἡ εὐω- δία τοῦ κρίνου τόσα πολλή, ἁποὺ δὲν ἐδύνετονε νὰ τὴν ὁμοιώ- σουν μὲ οὐδεμίαν ἄλλην ἀπὸ ὅσες εἶναι εἰς τὸν κόσμον, καὶ ὅλοι ἐξενίζουντανε νὰ βλέπουσι ἐκεῖνο τὸ θαυμάσιον φυτόν. Τότε ὁ ἡγούμενος λέγει: «Ἀδελφοί, φανερὰ φαίνεται ἡ ἁγιοσύνη ἐτουνοῦ τοῦ μακαρίου ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀγάπη ἁποὺ εἶχεν εἰς τὴν Παρθέ- νον Μαρίαν. Μὰ φαίνεταί μου δίκαιον νὰ ἀνοίξομεν τὸν τάφον νὰ ἰδοῦμεν τὴν ρίζαν ἐτουνοῦ τοῦ θαυμαστοῦ κρίνου, ὀδιὰ νὰ γνωρί- σετε ὅλοι πόσον χαριτώνεται ὁ ἄνθρωπος ἁποὺ ἀγαπᾶ τὴν Παρ- θένον Μαρίαν ἐξ ὅλης του τῆς ψυχῆς». / Σκάπτουσι λοιπὸν τὴν ὥραν ἐκείνην τὸν τάφον του καὶ εὑρίσκουσι τὸ ἅγιον λείψανον ἐκεῖνον καὶ βλέπουσι πὼς ἔβγαινεν ἐκεῖνο τὸ κρίνον ἀπὸ μέσα ἀποὺ τὸ στόμαν του, καὶ τὸ θαῦμα ὅλοι ἐθαυμάζαν. Μὰ ὁ ἡγούμενος ἀκομὴ ἠθέλησε νὰ δείξει τὸ θαῦμα μεγαλύτερον, καὶ κινούμενος ἀπὸ τὴν χάριν τῆς Παρθένου Μαρίας λέγει: «Ἐγὼ θέλω νὰ ἰδῶ τὴν ρίζαν τοῦ θαυμαστοῦ φυτοῦ ἐτουνοῦ», καὶ ὁρίζει καὶ σκίζουσι τὸ ἅγιον λείψανον ἐκεῖνον καὶ θεωροῦσιν πὼς εἶχεν τὲς ρίζες του εἰς τὴν καρδιάν του, καὶ ἡ καρδιά του εἶχεν ζωγραφισμένη τὴν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ ἐτοῦτο τις νὰ μὴν τὸ εἶχεν θαυμάσει καὶ νὰ μὴν μεγαλύνει τὴν μακα- ρίαν Παρθένον καὶ νὰ μὴν μακαρίσει καὶ αὐτὸν τὸν μακάριον ἄνθρωπον, ἁποὺ ἠξιώθη εἰς τόσην χάριν μόνον ὀδιὰ τὸν πόθον ἁποὺ εἶχεν εἰς τὴν Κυρίαν τοῦ κόσμου, τὴν ἁγιοτέραν πάσης τῆς κτίσεως, τὴν Γῆν τὴν ἁγίαν, ἡ ὁποία ἡγίασε καὶ τὸ σῶμαν του αὐτουνοῦ τοῦ ἀνθρώπου;Καὶ ἐπήρασίν το μὲ λιτήν, μὲ ὕμνους καὶ μὲ φωτιές, καὶ ἐπήγασίν το καὶ ἐθέκαν το μὲ τὰ ἄλλα ἅγια λείψανα ἁποὺ ἤσανε εἰς ἐκεῖνον τὸ μοναστήριον / καὶ ὅλοι τὸ ἐτιμούσασι πλιότερον ὀδιὰ τὴν ἀγάπην τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐτοῦτο φανερὰ ἀπόδειξις πὼς ἡ ἁγία Παρθένος, ἡ ἁγιότα- τη Γῆς, τιμᾶ καὶ ἁγιάζει ἐκείνους ἁποὺ τὴν ἀγαποῦσι, καὶ καθὼς αὐτήνη / ἤτονε ἀπὸ τὴν φύσιν τὴν ἐδικήν μας καὶ αὐτή- νη ἐπερίσσεψεν εἰς τὴν ἁγιοσύνην καὶ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα, ἔτις καὶ ἐκείνους ἁποὺ τῆς ἔχουσι τὴν ἀγάπην τελείαν καὶ τιμοῦσιν τηνε, ὄχι ὅσον τῆς πρέπει μὰ ὅσον τῶς εἶναι δυνατόν, αὐτοὺς τιμᾶ μεγάλα καὶ ἁγιάζει τους. Καὶ καθὼς αὐτήνη εἶναι ἡ γῆς ἡ τελεία εἰς τὴν ἁγιότητα, ἔτις καὶ τὸν πᾶσαν της πιστὸν δοῦλον τόνε ἀναδείχνει γῆν ἁγίαν, καὶ ἀνκαλὰ καὶ νὰ εἶναι γήινος, ἀλλά διὰ τῆς χάριτός της γίνεται ἅγιος. Καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἐλευθε- ρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπάτην τοῦ κόσμου καὶ τῆς γῆς ἐτουνῆς ἁποὺ κατοικοῦμεν, δὲν εὑρίσκει εὐκολοτέραν στράταν, ὡσὰν νὰ ἁγια- σθεῖ μὲ τὴν ἀγάπην ἁποὺ θέλει βάλει εἰς τὴν ὑπεραγίαν Παρ- θένον, καὶ καλὰ νὰ φορεῖ σάρκα καμωμένην ἀπὸ τὴν γῆν, ἀλλὰ ἡ χάρη τῆς Παρθένου τὴν ἁγιάζει καὶ κάνει τηνε πράγμα ἅγιον, καθὼς ἤκαμε καὶ τὸν ἄνωθεν μοναχόν, τοῦ ὁποίου τὸ λείψανον ἤκαμε καὶ εὐωδίαζε καὶ τὴν καρδίαν του καὶ ἐβλάστησεν κρί- νον εὐωδέστατον, διότις τὴν εἶχεν τὴν καρδίαν του ὅλην δοσμέ- νην εἰς τὴν ἀγάπην τῆς Ὑπεραγίας καὶ ὅλον του τὸν πόθον, καὶ ἐπειδὴ εἶχεν τὴν καρδίαν του ὅλην δοσμένην τῆς ἁγίας Γῆς, ἐβλάστησεν καὶ ἁγίους καρπούς. Εἶναι λοιπὸν ἡ ἁγία Παρθένος ἡ ἀληθινὴ γῆς ἡ παναγιοτάτη καὶ διὰ τοῦ λόγου της ἐνοίκτηκεν καὶ ἡ ἁγία γῆς / τοῦ ἐν Ἐδὲμ Παραδείσου, διότις ἀπὸ ὅλα τὰ μερτικὰ τῆς γῆς τὸ πλέα ἅγιον εἶναι ἡ Ἐδέμ, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἐμφυτεμένος ὁ θεοφύτευτος Παράδεισος, ὁ ὁποῖος ἤτονε σφαλιστός, ὥστε ἁποὺ ἐφάνηκεν αὐτήνη ἡ ὑπεραγία Γῆς, ἡ ὁποία ἐβλάστησεν τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ τοῦ ὁποίου ἔνοιξεν ἡ πόρτα τοῦ Παραδείσου καὶ ἐλπίζομεν, ὅσοι τὸν ὁμολογοῦμεν τέ- λειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον, τέλειον Υἱὸν μοναχὸν τοῦ ἀνάρ- χου καὶ ἀκαταλήπτου Θεοῦ καὶ Πατρός καὶ τέλειον καὶ μοναχὸν βλαστὸν τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, νὰ εὕρομεν τὴν κατοικίαν τὴν πεποθημένην, τὴν ὁποίαν μᾶς ἐχάρισε διὰ λόγου τῆς ἁγίας Γῆς, τῆς μητρός του τῆς ἀχράντου, ἡ ὁποία ἔστοντας καὶ νὰ εἶναι / ὡσὰν τὴν γῆν τὴν ἐδικήν μας, ἤγουν σαρκοφόρος, πᾶσα γηίνου ἀπὸ λόγου μας προξενᾶ τὴν ἁγίαν κατοικίαν τοῦ θεοφυ- τεύτου Παραδείσου, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ μᾶς ἀξιώσεις ἐσύ, Δέσποι- να καὶ Κυρία, ἁγία Παρθένε Μαρία, ἁγία καὶ ὑπεραγία καὶ ἁγιο- τέρα πάσης τῆς κτίσεως. Ἀμήν.","δύσκολον = ιδιότροπο, δύστροπο, στρυφνό [επίθ. δύσκολος] ξεπάρει = αντιληφθεί, ""αρπάξει"", μάθει [ξεπαίρνω] τίβοτας = τίποτα (αντων.) ἐκάτεχε = ήξερε, γνώριζε [κατέχω] ἀναγελασμένος = περιγελασμένος, κοροϊδεμένος (μτχ. του αναγελώμαι) οὐδεκὰν = καθόλου (μόριο) ἀσπασίως = ευχαρίστως, μετά χαράς (τροπ. επίρρ.) ὄκνευεν = απέφευγε, αδρανούσε [οκνεύω] σύναξες = συγκεντρώσεις, ακολουθίες της μονής [η σύναξις] ἑρμηνεύγασιν = δίδασκαν, εξηγούσαν [ερμηνεύ(γ)ω] ὅ,τι τίποτας = κάτι ἀναγνώθει = διαβάζει (φωναχτά) ὀρέγεσαι = επιθυμείς, ποθείς, προτιμάς ἀπόλυσιν = τελευταία ευχή, δηλαδή το τέλος της ιερής ακολουθίας [η απόλυσις] ἔπαυτε = έπαυε, σταματούσε ἀπαθι- = κουβέντα, λόγο [η απαθιβολή] ἐκίνα = ξεκινούσε [κινώ] ἐφήκασιν = άφησαν κατά μέρος ἀπατός = αυτός ο ίδιος (αντων.) ἐγρίκα = αισθανόταν, ένιωθε [γρικώ] ἁμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) πληρώσει = εκπληρώσει, πραγματοποιήσει εὐφροσύνην = ήρεμη και βαθιά χαρά ἀγαλλίασιν = βαθιά και ήρεμη χαρά, ευφροσύνη τάξιν = συνήθεια, οργάνωση ἐλίγαίνεν = λιγόστευε, μειωνόταν [λιγαίνω ως αμτβ.] ἀπὴν = όταν, αφού (χρον. σύνδ.) γρικοῦσι = μυρίζουν μνημονέψουσιν = κάνουν μνημόσυνο [μνημονεύω] ὁμοιώ- = εξομοιώσουν [ομοιώνω] ἐξενίζουντανε = παραξενεύονταν, απορούσαν [ξενίζομαι] μακαρίου = ευλογημένου, ευτυχισμένου [επίθ. μακάριος] χαριτώνεται = έχει θεϊκά χαρίσματα/χάρες/ευλογίες μεγαλύνει = δοξολογεί, εξυμνεί, δοξάζει λιτήν = λιτανεία ἐθέκαν = έβαλαν, τοποθέτησαν [θέτω] ἔτις = έτσι (τροπ. επίρρ.) ἀνκαλὰ καὶ = αν και, μολονότι (εναντιωμ. σύνδεσμος) ἐνοίκτηκεν = ανοίχτηκε μερτικὰ = μέρη, τμήματα, τόπους [το μερτικόν] ἀνάρ- = χωρίς αρχή [επίθ. άναρχος] ἀκαταλήπτου = ακατανόητου, ασύλληπτου [επίθ. ακατάληπτος] πεποθημένην = ποθητή [πεποθημένος, μτχ. παρακ. του ρ. ποθούμαι] ἀχράντου = αμόλυντης, ιερής, άσπιλης [επίθ. άχραντος] ἔστοντας = όντας (μτχ. του ρ. ειμί) σαρκοφόρος = που έχει σάρκα, γήινη [επίθ. σαρκοφόρος]",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα Ις΄ (Λουτήρ),"Το θαύμα με τον τίτλο «Λουτήρ» είναι το δέκατο έκτο του βιβλίου Κλίνη Σολομώντος. Ο Μορεζήνος διηγείται σε αυτό την ιστορία ενός ζωγράφου που πάντοτε, με ιδιαίτερη φροντίδα και μεράκι, ζωγράφιζε την εικόνα της Θεοτόκου και της απέδιδε κάθε ομορφιά, ενώ αντίθετα ζωγράφιζε άσχημο τον διάβολο. Ο τελευταίος, νιώθοντας φθόνο, προσπάθησε να σκοτώσει τον ζωγράφο, ρίχνοντάς τον από τη σκαλωσιά την ώρα που ζωγράφιζε την Παρθένο. Όμως, η Θεοτόκος ζωντάνεψε από τη ζωγραφιά και απλώνοντας το χέρι της τον κράτησε να μην πέσει. Έτσι, η πίστη του τον έσωσε από την κακότητα του σατανά. Αυτό προτρέπει ο συγγραφέας να κάνουν όλοι για να αξιωθούν τη Βασιλεία του Παραδείσου. Η Παναγία επονομάζεται εδώ «Λουτήρ», επειδή είναι πρότυπο καθαρότητας και βοηθά και τους ανθρώπους να ""ξεπλύνουν"" τη συνείδησή τους. ΘΑΥΜΑ Ις΄ (Λουτὴρ) ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ ΗΤΟΝΕ ἕνας ζωγράφος ὀνό- ματι Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἤτονε πολλὰ εὐλαβὴς καὶ εἶχεν μεγά- λην ἀγάπην εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ μὲ μεγάλην / εὐλά- βειαν καὶ πίστιν ἐζωγράφιζε πάντα, καὶ ἐσπούδαζε ὅσον ἤτονε ἡ δύναμίς του ὅταν ἐζωγράφιζε τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου νὰ τήνε κάνει πολλὰ ὡραία, πλέον παρὰ τινὰ ἄλλον, τόσον ἁποὺ ἐθαυ- μάζασιν ὅλοι εἰς τὴν ὡραιότητα ἁποὺ ἤκανε εἰς τὲς εἰκόνες τῆς Θεοτόκου, τὲς ὁποῖες ἐστόλιζε μὲ πᾶσα λογῆς τρόπον καὶ τέχνην ἁποὺ ἐδύνετονε, τὲς ὁποῖες εἰκόνες τὲς ἐχαλάσασι οἱ εἰκονομά- χοι οἱ μαγαρισμένοι, μὰ ὅταν ἐστέκασιν ἐθεώρει ἁποὺ τὲς ἔβλε- πεν θαυμαστὴν στολισίαν εἰς τὰ Θεοτοκία, καὶ πάλι, ὅταν ἤθελεν τύχει νὰ ζωγραφίσει τὸν ἐχθρὸν ἢ εἰς τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν καθὼς τόνε ζωγραφίζουσι καὶ πατεῖ τονε ὁ Χριστός μας ἢ εἰς τὴν δευτέραν Παρουσίαν ἢ ἀλλοῦ ποθές, τὸν ἐζωγράφιζε τόσα ἄσχη- μον, ὅσον δὲν ἐμπόρει νὰ ἰδεῖ τινὰς ἀσχημότερον πράγμα, καὶ ἐτοῦτο τὸ ἤκανεν δικαίως. Καθὼς ὡράιζε μὲ τὴν τέχνην του τὴν Δέσποιναν ἁποὺ ἐστόλισε τὴν ἀνθρώπινον φύσιν, ἔτις ἐσχήμι- ζεν τὸν ἐχθρὸν ἁποὺ τὴν ἀσχήμωσεν τὴν ἀνθρωπότητα ἐξαρ- χῆς καὶ ἁποὺ σπουδάζει πάντα εἰς τοῦτο, διὰ τοῦτο ἔτις αὐτὸς ὁ ζωγράφος ἔκανε. Καὶ μακαρίζω τὴν καλήν του τέχνην καὶ τὴν θεάρεστον γνώμην, ἀλλὰ τοῦτο τοῦ ἐχθροῦ τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ κακοῦ, τοῦ παμπονήρου διαβόλου δὲν ἤρεσε, / διὰ τοῦτο ἐγύ- ρευεν καιρὸν νὰ τόνε ἀποκτείνει, καὶ ὄχι τόσον νὰ τοῦ ὀχθρεύ- εται πὼς τὸν ἤκανεν ἐκεῖνον ἄσχημον, διότις ἐκάτεχε πὼς τοῦ ἔπρεπεν, ὅσον ἐφθόνει εἰς τὴν ὡραιότητα τῆς Παρθένου. Καὶ καλὰ καὶ νὰ ἐκάτεχεν πὼς ἔπρεπεν ἡ ὡραιότης τῆς Παρθένου, ὅμως ἐφθόνειεν καὶ περισσότερον ἐτήκετονε, ὀδιατὶ ἐθεώρει πὼς μὲ τὴν ὡραιότην ἁποὺ ἤκανε τῆς εἰκόνος ἐπαρακίνα τὸν λαὸν εἰς πλιότερην εὐλάβειαν, διὰ τοῦτο ἐσπούδαζε νὰ τόνε ἀποκτείνει. Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐθέλασι κτίσει ἕναν ναὸν ὑψηλὸν καὶ ἐθε- λήσασιν, κατὰ τὴν συνήθειαν ἁποὺ εἴχασι τὴν ἁγίαν, νὰ τόνε ζω- γραφίσουν ὅλον καὶ κράζουσι τὸν ζωγράφον ἐτοῦτον τὸν Ἰωάννην νὰ τόνε ζωγραφίσει. Ἤρχισε λοιπὸν ὁ ζωγράφος, καὶ ἐπειδὴ ἤτο- νε ὑψηλὸς ὁ ναός, ἤρχισε ἀπὸ πάνω μὲ ὑψηλὲς σκαλωσὲς καὶ ἤθελε πρῶτον νὰ ζωγραφίσει τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου. Καὶ ὅταν ἐκίνησε νὰ ντεσενιάρει τὴν Θεοτόκον, θεωρεῖ ὀμπροστά του ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὴν σκαλωσὰν τὸν διάβολον καὶ λέγει του: «Ἀπὸ ἐδῶ δὲν ἠμπορεῖς νὰ μοῦ φύγεις, μὰ νὰ σὲ κρημνίσω, ὀδιατὶ ὣς καὶ ἐδῶ εἰς τὰ ὕψη τοῦ ναοῦθέλεις νὰ κάμεις τὴν εἰκόνα ὄμορφην», καὶ μὲ τὸν λόγον σηκώνει τὴν μίαν μερὰν τῆς σκα- λωσᾶς / καὶ χαλᾶ τηνε, ὀδιὰ νὰ πέσει ὁ ζωγράφος νὰ ξεκου- μπιστεῖ. Καὶ ὁ ζωγράφος ἁπλώνει τὰ χέρια του εἰς τὸν τοῖχον δὲν ἔχοντας ποῦ πιάσει νὰ βοηθηθεῖ. Ὤ θαῦμα ἐξαίσιον! Τοῦ ντεσέ- νιου ἐκείνου ἁποὺ εἶχεν καμωμένον, μίαν χείρα ξαπλώνει καὶ / πιάνει τὸ χέριν του καὶ ἐκράτειεν τονε καὶ δίδει κάτω καὶ χαλᾶ ὅλη ἡ σκαλωσὰ καὶ ἐκεῖνος ἐκρατιέτονε ἐκεῖ καλὰ καὶ δὲν ἔπεφτεν οὐδὲ τίποτας δὲν ἐβλάβετονε, ὥστε ἁποὺ ἐπήγασιν ἄνθρωποι καὶ ἐβάλασίν του σκάλα καὶ ἐκατέβηκεν καλὰ χωρὶς τίποτας βλάψιμον, καὶ ὅλοι ἐθαύμαζαν, ὅμως πῶς ἔγινεν δὲν ἐκά- τεχαν, ὥστε ἁποὺ αὐτὸς ἐξηγήθη τὸ πράγμα πῶς ἔγινεν. Ἀπὸ τότε ὁ ἐχθρὸς δὲν ἐγύρευγε πλέον νὰ τόνε βλάψει, μὰ ὁ λαὸς εἶχεν πλιότερην εὐλάβειαν εἰς τὲς εἰκόνες τοῦ ζωγράφου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἁποὺ ἐλόγιαζεν ὁ ἐχθρὸς νὰ τόνε ἀφανίσει, τοῦ ἤκαμε μεγάλην τὴν φήμην, διότις ὅλοι τὸν ἐτίμουν πλιότερον ὡσὰν ἐγνωρίσασι τὸ μυστήριον ἁποὺ ἤδειξεν ἡ Παρθένος εἰς αὐτόνον ὀδιὰ τὴν εὐλάβειάν του. Ἔτις λοιπὸν ἐφύλαξε καὶ φυλάγει ἡ Δέσποινα τοὺς πιστούς της δούλους καὶ στολίζει τους μεγάλες τιμὲς καὶ ἀξιώνει τους καὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Υἱοῦ της, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ ἀξιωθοῦμεν καὶ ἡμεῖς τιμώντας καὶ δοξάζοντας τὸν πανάχραντόν της τόκον ἁποὺ μᾶς ἤγδυσε τὰ παλαιὰ ράσα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἤντυσέ μας τὴν χιονοφεγγόφωτον στολὴν τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ὅτι αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.","Λουτὴρ = λουτρό· κάθαρση, εξαγνισμός (μεταφ.) εὐλαβὴς = ευσεβής, θεοσεβής (επίθ.) ἐσπούδαζε = ασχολούνταν σοβαρά, φρόντιζε με επιμέλεια [σπουδάζω] ἐχαλάσασι = κατέστρεψαν [χαλώ] μαγαρισμένοι = αμαρτωλοί, ανήθικοι, μιαροί [μαγαρισμένος, μτχ. παρακ. του ρ. μαγαρίζομαι ως επίθ.] μακαρίζω = θεωρώ ευλογημένη/αξιοζήλευτη ἀποκτείνει = σκοτώσει ἐκάτεχεν = ήξερε, γνώριζε [κατέχω] ἐτήκετονε = έλιωνε [τήκομαι] κράζουσι = φωνάζουν, καλούν σκαλωσὲς = σκαλωσιές, προσωρινές κατασκευές από δοκούς και σανίδες, που στήνονται για να διευκολυνθούν οι επισκευές ή το βάψιμο ενός κτιρίου ντεσενιάρει = ζωγραφίζει [ντεσενιάρω, από την ιταλ. λέξη disegnare] κρημνίσω = γκρεμίσω ξεκου- = τσακιστεί, σκοτωθεί [ξεκουμπίζομαι] ντεσέ- = σχεδίου [το ντεσένιον, από την ιταλ. λέξη disegno] βλάψιμον = βλάβη, ζημιά ἐκά- = ήξεραν, γνώριζαν [κατέχω] ἐλόγιαζεν = σκεφτόταν, συλλογιζόταν [λογιάζω] ἀξιώνει = θεωρεί άξιους ἀξιωθοῦμεν = γίνουμε άξιοι, κατορθώσουμε [αξιώνομαι] πανάχραντόν = αμόλυντο, ιερό, άσπιλο [επίθ. πανάχραντος] τόκον = γέννημα, δημιούργημα χιονοφεγγόφωτον = που λάμπει σαν το χιόνι [επίθ. χιονοφεγγόφωτος]",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα Κ΄ (Πόκος Γεδεών),"Το εικοστό θαύμα της Θεοτόκου στο βιβλίο του Μορεζήνου σχετίζεται με την επονομασία της ως «Πόκος Γεδεών». Έτσι προσφωνείται η Παναγία στον Ακάθιστο Ύμνο, ως δροσιά που έπεσε πάνω στην ξηρασία του ακατέργαστου μαλλιού. Ο Μορεζήνος διηγείται εδώ την ιστορία της βασίλισσας Θεοφανώς, συζύγου του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα, η οποία ήταν βαθιά θρησκευόμενη και ζούσε σαν ασκήτρια. Κάποτε που προσβλήθηκε από σοβαρό πυρετό, κι αφού δεν βρισκόταν θεραπεία να τη γλιτώσει, ήπιε το θαυμαστό νερό της Ζωοδόχου Πηγής και θεραπεύθηκε. Ο συγγραφέας κλείνει την αφήγηση, παρακινώντας τον αναγνώστη να πιστεύει στη Θεοτόκο για να δροσιστεί από τη φλόγα των αμαρτημάτων του. ΘΑΥΜΑ Κ΄ (Πόκος Γεδεὼν) ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΣ Πηγῆς πὼς τὸν καιρὸν τοῦ Λέοντος τοῦ δεσπότου ἤκαμεν πολλὰ καὶ μεγά- λα θαυμάσια ἐκεῖνον τὸ ἁγιότατον ὕδωρ καὶ εἰς αὐτόνον τὸν ἴδιον βασιλέα / καὶ εἰς τὴν ἀξιωμένην του βασίλισσαν τὴν Θεοφανώ, ἡ ὁποία ἀποὺ τὰ γήινα βασίλεια ἁποὺ ἤτονε ἐπραγματεύετονε τὴν οὐράνιον Βασιλείαν. Δατὶ δὲν ἐπέρναν ὡσὰν βασίλισσαν, μὰ ἐπέρνα ὡσὰν ἀσκήτρια, καὶ ἂν ἐφαίνετονε πὼς ἐφόρειεν ἀπ’ ὄξω τὰ βασιλικὰ ροῦχα ὀδιὰ θαράπειον τοῦ βασιλέως της, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα ἤτονε ἐνδυμένη κατάσαρκα ράσα τρίχινα ὀδιὰ εὐαρέστησιν τοῦ οὐρανίου βασιλέως. Καὶ τὲς νηστεῖες της καὶ τὲς ἀγρυπνίες καὶ προσευχὲς ἁποὺ ἤκανε καὶ τὰ ἄλλα καλὰ τὰ ἐμαρτύρησεν τὸ ἅγιόν της λείψανον, τὸ ὁποῖον τὸ εὑρήκασιν ἁγιότατον καὶ ἤκαμεν καὶ ἄλλα πολλὰ θαυμάσια, εἰς τὴν ὁποίαν χάριν ἐτούτην, ἀνκαλὰ καὶ νὰ ἤτονε αἰτία ἡ ἀγαθή της καὶ θεάρεστος γνώμη, ὅμως καὶ ἡ χάρις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τὴν ἐπαρακίνησεν καὶ ἐνδυνάμωσέν τηνε καὶ ἐτελείωσεν τὴν καλὴν στράταν. Διότις αὐτηνῆς τῆς θαυμαστῆς βασίλισσας εἰς κάποιον καιρὸν τῆς ἤδω- κεν μία ἀρρωστία τόσα βαρά, ἁποὺ τὴν ἐβίαζε νὰ τὴν πέψει εἰς τὸν θάνατον, διότις ἤτονε ὁ πυρετὸς ἁποὺ εἶχεν τόσα πολύς, ἁποὺ ὅλα τὰ νερὰ τῶν βρυσῶν δὲν ἐδύνουντανε νὰ τῆς τόνε σβή- σουν, καὶ ὅσον ἤπινε τόσον ἐκαίγετονε. Ὡσὰν βασίλισσα μεγάλη ἁποὺ ἤτονε, ὅλοι οἱ ἰατροὶ ἐσύντρε- χαν καὶ ὅλα τὰ ρεμέντια / τῆς ἐκάνασιν καὶ βοήθειαν τινὰ δὲν ἐδύνουντανε νὰ τῆς δώσουν, διότις ἐβλέπασιν τὸ κακὸν / περίσ- σον. Καὶ ὡσὰν δὲν εἴχασι πλέον ἐλπίδα ζωῆς εἰς αὐτήνην, λέ- γουσι τοῦ βασιλέως: «Δέσποτα βασιλεῦ, ἡ βασίλισσα εἶναι εἰς δύο στενά: νὰ μὴν τῆς δίδομεν νὰ πίνει, ἡ καῦσις της εἶναι τόσα πολ- λὴ ἁποὺ τήνε θέλει θανατώσει, πάλι νὰ τῆς δώσομεν θέλημα νὰ πίνει ὅσον θέλει, καὶ αὐτόνο χειρότερον. Ἐμεῖς εἰς τοῦτο δὲν εὑρί- σκομεν ρεμέντιον, μὰ ἡ γαληνότης σου, ὡσὰν σοφὸς ἁποὺ εἶσαι, εὗρε τὸν μόδον». Λέγει ὁ βασιλεύς: «Τοὺς θανατεροὺς πυρετοὺς ἄλλον δὲν δύνεται νὰ τοὺς σβήσει, μόνον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπειδὴ φανερὰ πολλὲς φορὲς ἐγνωρίσαμεν πὼς ἡ χάρις ἡ θεία ἐνεργεῖ τὸ νερὸν ἐκεῖνον τὸ θαυμαστὸν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, νὰ πέψω νὰ πάρω ἀπ’ αὐτόνο καὶ θέλω τῆς δίδει, καὶ ἂς πίνει ὅσον θέλει καὶ ἴσως καὶ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος νὰ θελήσει νὰ τῆς δώσει τὴν χάριν της νὰ τῆς σβήσει ἡ τόση καῦσις». Λέγει ἕνας ἰατρός: «Καλὸν εἶναι, δέσποτα βασιλεῦ, μὰ νὰ τῆς τὸ δίδει ὡσὰν ἰατρικόν, ἤγουν ὀλίγον, νὰ μὴν τὸ ἀφήσεις εἰς τὴν ἐξουσίαν της καὶ πιεῖ πολύ, καὶ ὡς καὶ ἂν εἶναι νερὸν χαριτωμένον, ἀλλὰ νερὸν εἶναι». Λέγει ὁ βασιλεύς: «Ἐγὼ θέλω νὰ πέψω νὰ πάρω ἕνα γομάριν νὰ τῆς τὸ δώσω εἰς τὴν ἐξουσίαν της καὶ ἂς πίει ὅσον θέλει, καὶ δὲν δύνομαι νὰ βλέπω τὴν τόσην της καῦσιν». Ἔτις τὸ εἶπεν καὶ ἔτις τὸ ἤκαμεν, καὶ πέμπει καὶ παίρνει καὶ δίδει της καὶ πίνει τόσον ὅσον ἤθελεν. Θαυμαστὰ τὰ χαρίσματα τῆς ὑπε- ραγίας Παρθένου! / Ἔτις ἔσβηνεν ἡ καύσις, ὡσὰν νὰ ἤθελε χύνει τὸ νερὸν εἰς τὴν φωτιὰν καὶ τὴν ἴδιαν ὥραν ἐκείνην τῆς σβήνει ὅλη ἡ καΐλα καὶ ἰατρεύεται τὸ θανατερὸν νόσημα, καὶ γυρίζουν οἱ ἰατροὶ καὶ εὑρίσκουν τηνε καλά. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοῦ ἐφανί- στην πὼς νὰ ἤτονε ἡ ἰατρεία φυσική, ὄχι διὰ τῆς χάριτος τῆς Θε- οτόκου, καὶ ἀρχίζει νὰ λέγει πὼς τὸ νερόν, ὡσὰν ψυχρόν, ἔσβη- σεν ἐκείνην τὴν πολλὴν καῦσιν, καὶ αὐτὸς λέγοντάς το τόνε κυ- κλώνει τόση καῦσις, ἁπού, ἂ δὲν ἤθελεν ἔχειν καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιον βοτάνιν, ἤθελεν τελειώσειν. Μὰ τὸ ζιμιὸν ὡς ἐγνώρισεν τὸ σφάλμαν του καὶ ἐπίστευσεν πὼς ἀπὸ τὴν χάριν τῆς Παναγίας ἔσβησεν ὁ πυρετὸς τῆς βασιλίσσης καὶ ὁμολόγησεν καὶ ἐζήτη- ξεν καὶ ἤπιεν το καὶ αὐτὸς μὲ πίστιν, ζιμιὸν ἰατρεύτη. Καὶ τοῦτο φανερότατον σημάδιν πὼς αὐτήνη εἶναι ἡ δροσίζουσα τὰ πά- ντα, τὸ δροσερότατον νερόν, ἡ οὐράνιος σταλαματιά, ἡ χαριτωμέ- νη βροχὴ ἡ προτυπωθεῖσα εἰς τοῦ Γεδεὼν τὸν πόκον. Καὶ καθὼς ὁ Υἱός της εἶναι καὶ λέγεται ζωντανὸν καὶ δροσερὸν νερόν, ἔτις καὶ αὐτήνη, καὶ διὰ τοῦτο ἀνυμνεῖται εἰς πολλὰ ἐγκώμια τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας καὶ λέγεται «ὡς πόκῳ γαστρὶ παρθενικῇ κατέβης ὑετός, Χριστέ». Εἰς τοῦτον τὸν θαυμαστὸν πόκον, εἰς τὴν δρο- σερὴν / γούρναν, ἂς τρέξομεν ὅλοι καὶ ἂς πίομεν ἀποὺ τὸ δροσερόν της νερὸν νὰ δροσίσομεν τὴν καημένην καρδίαν, τὴν ὁποίαν ἐκα- τακαύσασι καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ οἱ πρίκες ἁποὺ μᾶς ἐφέρασιν αὐτάνα, / ἀποὺ τὰ ὁποῖα δύνομέστανε νὰ λυτρωθοῦμεν τρέχοντας μὲ πίστιν πρὸς αὐτήνην τὴν δροσὰν καὶ χαρὰν τοῦ κόσμου καὶ διὰ τοῦ λόγου της θέλομεν λυτρωθεῖ καὶ ἀπὸ ἐκείνην τὴν φλόγα τῆς αἰωνίου Κολάσεως. Ἀμήν.","Πόκος = ακατέργαστο μαλλί προβάτου/κουβάρι από μαλλί ἐπραγματεύετονε = επιδίωκε, ασχολούνταν με [πραγματεύομαι] Δατὶ = γιατί, επειδή (αιτιολ. σύνδ.) ἐπέρναν = θεωρούνταν (λανθασμένα) [περνώ] ἀσκήτρια = ερημίτισσα θαράπειον = ανακούφιση, ικανοποίηση [το θεράπειο ή θαράπειο] ἀνκαλὰ καὶ = ακόμη και αν (παραχωρ. σύνδ.) στράταν = πορεία (από τη λατ. λέξη strata) βαρά = βαριά, σοβαρή ἐσύντρε- = έδιναν βοήθεια/αρωγή/συνδρομή [συντρέχω] ρεμέντια = φάρμακα, θεραπείες [το ρεμέντιον, από την ιταλ. λέξη rimedio] καῦσις = πυρετός, μεγάλη θερμότητα γαληνότης = τιμητικός τίτλος για τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου μόδον = τρόπο [ο μόδος, από το λατ. modus] πέψω = στείλω [πέμπω] γομάριν = βάρος, φορτίο Ἔτις = έτσι (τροπ. επίρρ.) καΐλα = κάψιμο, φλόγωση, πυρετός ζιμιὸν = αμέσως, μεμιάς, γρήγορα (επίρρ.) ὑετός = βροχή καημένην = ταλαιπωρημένη, δυστυχισμένη πρίκες = πίκρες, λύπες [η πρίκα]",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα Λ΄ (Κρίνος),"Το τριακοστό θαύμα της Θεοτόκου το αντλεί ο συγγραφέας από την οικογενειακή του ιστορία. Αφορά έναν κρίνο που ο ιερέας παππούς του είχε τοποθετήσει μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και παρέμενε ανθισμένος μήνες χωρίς καθόλου νερό. Ο Μορεζήνος ερμηνεύει και αυτό το θαύμα ως απόρροια της θείας Χάρης της Παρθένου. ΘΑΥΜΑ Λ΄ (Κρίνος) / ΑΠΟΠΙΣΩ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τῆς ὀνομαζομένης κυρίας Φανερω- μένης εἶναι ἕνα περιβόλιν καὶ ἐκεῖ παλαιὰ ἤσανε πολλὰ ἄνθη καὶ ἤσανε καὶ κρίνοι. Καὶ εἶχεν συνήθειαν ὁ παπὰς ἁποὺ ἐφημέριζεν ἐκεῖ, ὁ ὁποῖος ἤτονε πάππος μου, καὶ τὸν αον ἐκεῖνον ἁποὺ ἤθε- λεν ἰδεῖν νὰ ξεφουντώνει τὸ ἔκοπτεν καὶ ἤβανέν το ὀμπροστὰ εἰς τὴν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἔτις ἕνα χρόνον, ὡς ἐξε- φούντωσεν τὸ αον βαβούλιν τοῦ κρίνου, τὸν κόβγει καὶ ἤθελεν νὰ τόνε βάλει εἰς τὸ νερὸν νὰ ξεφουντώσουν καὶ τὰ ἄλλα ἕξι βαβού- λια ἁποὺ εἶχεν, καὶ τότες ἐλόγιασεν νὰ τὸν βάλει εἰς τὴν εἰκό- να τῆς Θεοτόκου, καθὼς ἔκαμνεν πάντα. Καὶ βάνει τονε, καὶ ὡς τὸν ἔβαλεν, χωρὶς νερὸν ξεφουντώνουσιν ὅλα του τὰ βαβούλια, καὶ ἤτονε ὅλα ἑπτά, καὶ ἤτονε μία θεωρία ὀμορφότατη καὶ μία μυρωδία πολλή, καὶ ἐνίμενεν ἀπὸ ἡμέραν ὡς ἡμέραν νὰ ἀρχίσουν νὰ ψύγουνται, καθὼς παθαίνει πάντα καὶ ὁ κρίνος καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἄνθη, καὶ αὐτὸς ἐκράτει πάντα δροσερὸς χωρὶς νερόν, χωρὶς καμίαν ἀνάδοσιν ἐμπηκτὸς εἰς τὸ ξύλον, καὶ ἤτονε ἕνα θαῦμα με- γάλον νὰ μὴν ξεραίνεται. Καὶ περνᾶ ὅλος ὁ Μάιος, ἁποὺ τὸν ἤβα- λεν τὸν αὐτὸν Μάιον εἰς τὴν εἰκόνα, καὶ ὅλος ὁ Ἰούνιος καὶ Ἰούλιος καὶ Αὔγουστος, καὶ πάντα ἐκράτειεν δροσερὸς καὶ ὅλοι ἐτρέχασιν καὶ ἐξανοίγασίν τονε / καὶ ἐθαυμάζασιν. Καὶ τὴν ἡμέραν τῆς Κοιμήσεώς της εἰς τὰς ιε΄ τοῦ αὐτοῦ Αὐγούστου, εἶχεν συνήθειαν κάποιος χριστιανός, λεγόμενος Ἀνδρέας Κουρκουμέλης καὶ ἤκαμνεν μεγάλην πανήγυριν εἰς τὴν αὐτὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐκάλειεν / ὅλους τοὺς ἀφεντάδες καὶ ὅλους τοὺς ψαλτάδες καὶ δὲν ἐπόμενεν τινὰς ἁποὺ δὲν ἐπήγαινεν εἰς τὴν πανήγυριν τῆς αὐτῆς ἐκκλησίας. Καὶ τότες δὲν ἠξεύρω πῶς τὸν ἐπιάσασιν ἀπὸ ὀμπροστὰ τῆς εἰκόνος καὶ ἐδιαμοιράστησάν τονε, μὰ λογιάζω καὶ εἶχεν κρατεῖν δροσερὸς ἀκομή, διότις ἡ χάρις τῆς Παρθένου ἁποὺ τὸν ἐκράτειεν δροσερὸν τέσσερις μῆνες ἐδύνετονε νὰ τόνε κρατεῖ καὶ πάντα. Ἔτις εἶναι τὰ θαυμάσια τῆς Παρθένου Μαρίας σπαρμένα εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ οἱ χάριτές της ἀμέτρητες, διὰ τῆς ὁποίας νὰ ἐξιωθοῦμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Ἀμήν.","ἐφημέριζεν = ήταν εφημέριος του ναού [εφημερίζω] βαβούλιν = μπουμπούκι ἐλόγιασεν = σκέφτηκε [λογιάζω] θεωρία = όψη, θέαμα ἐνίμενεν = περίμενε [ανιμένω] ψύγουνται = ελαττώνονται, μειώνονται [ψύγομαι] ἀνάδοσιν = υγρασία [η ανάδοσις] ἐμπηκτὸς = μπηγμένη, σφηνωμένη ἐξανοίγασίν = έβλεπαν, αντίκριζαν [εξανοίγω] ἐδιαμοιράστησάν = κομματιάσαν, έσκισαν [διαμοιράζω]",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα Λς΄ (Τόμος),"Το τριακοστό έκτο θαύμα του βιβλίου Κλίνη Σολομώντος αφορά την ιστορία του Ρωμανού του Μελωδού, του φημισμένου υμνογράφου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο δημιουργός των πιο γνωστών κοντακίων της εκκλησιαστικής παράδοσης, σύμφωνα με τη διήγηση του Μορεζήνου, έλαβε το χάρισμα της ποιητικής και μουσικής σύνθεσης, όταν ένα βράδυ παρουσιάστηκε στον ύπνο του η Θεοτόκος και εναπόθεσε στο στόμα του έναν τόμο, δηλαδή ένα δέμα χαρτιών. Από τότε, ο Ρωμανός ο Μελωδός άρχισε να συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, από τους οποίους ίσως ο πιο γνωστός είναι ο Ακάθιστος Ύμνος. ΘΑΥΜΑ Λς΄ (Τόμος) ΕΙΣ ΤΑΣ ΔΥΟ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΜΗΝΟΣ ἑορτάζεται ὁ ἅγιος Ρωμανός, ὁ λεγόμενος Μελωδός, ὁ ὁποῖος ἤτονε ἐκ τῆς πόλεως Ἐμεσηνῶν, ὅπου ἐγεννήθη καὶ ἐνετράφη καὶ ἐπέρνα ζωὴν καλὴν καὶ ἀρεστὴν τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν Ἐμεσηνῶν χώραν τοῦ φαίνεται καὶ μισεύγει καὶ πάγει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὀδιὰ τὴν εὐλά- βειαν ἁποὺ εἶχεν εἰς τὸν ναὸν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τὸν ἐν Βλαχέρναις, ὅπου ἤτονε ἡ τιμία ζώνη / καὶ τὸ ἅγιον ροῦχον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὸ ὁποῖον ἐτίμουν ὅλοι μὲ μεγάλην εὐλάβειαν, ἐπειδὴ τὸ κορμίν της ἐπάρθηκε τὴν τρίτην ἡμέραν / ἀπὸ τῆς κοι- μήσεώς της καὶ μόνον τὸ ροῦχον ἔμεινεν εἰς τὸν τάφον της καὶ ἡ ζώνη της, τὴν ὁποίαν ἤδωκεν τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, καθὼς εἰς ἄλλον Δυνατὸν εἴδαμεν. Αὐτάνα λοιπὸν ὅλοι τὰ ἐσέβουντα δικαίως, καὶ μάλιστα ὀδιατὶ ἐκάνασι πολλὰ θαυμάσια, τὰ ὁποῖα ὀδιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ ὁ ἅγιος Ρωμανὸς ἐφῆκεν τὴν πατρίδαν του καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Πόλιν καὶ ἐπροσκύνησέν τα. Καὶ ὀδιὰ νὰ τὰ προ- σκυνᾶ πάντα ἠθέλησε καὶ ἐπόμεινεν εἰς τὴν Πόλιν καὶ δὲν ἠθέλη- σεν νὰ κατοικήσει ἀλλοῦ παρὰ εἰς ναὸν πάλιν τῆς Θεοτόκου. Καὶ εὑρίσκει ἕνα μοναστηράκι λεγόμενον «ἡ Θεοτόκος ἐν τοῖς Κύρου». Καὶ καλὰ καὶ ἐκεῖ ἤτονε τὸ κελίον του, ἀλλὰ συχνάκις ἐπήγαι- νεν εἰς τὸν ἐν Βλαχέρναις ναὸν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἐκεῖ ἤκανεν ὁλονύκτιον ψάλλοντας καὶ προσεύχοντας, καὶ ἐκεῖ ἐδέκτη- κε καὶ τὸ χάρισμα τῆς ποιήσεως τῶν κοντακίων καὶ ἤκαμεν πλέ- ον παρὰ τὰ χίλια, καὶ πῶς τοῦ ἐδόθηκεν θέλομέν το εἰπεῖν. Τὴν νύκταν τῶν Χριστουγέννων ἐγρύπνησε κατὰ τὸ δυνατόν του μεγαλύνοντας τὸ μυστήριον τῆς Παρθένου Μαρίας, καὶ ὀδιὰ νὰ δώσει καὶ ὀλίγην ἀνάπαυσιν τῆς σαρκὸς ὀδιὰ νὰ ἠμπορεῖ πά- λιν τὴν αὐγὴν νὰ ψάλει, δίδεται εἰς ὀλίγον ὕπνον καὶ ἐκεῖ τοῦ φαί- νεται / ἡ δέσποινα Θεοτόκος καὶ ἐβάσταν ἕναν τόμον χάρτην ἤγουν ἕνα χαρτί, καὶ λέγει του «ἄνοιξε τὸ στόμα σου νὰ δεκτεῖς τὴν χάριν μου», καὶ φαίνεταί του πὼς ἀνοίγει τὸ στόμαν του καὶ βάνει του ἡ Παρθένος τὸν τόμον καὶ καταπίνει τονε. Καὶ μετ’ αὐτόνον ἐγέρνεται καὶ ἀνεβαίνει εἰς τὸν ἄμβωνα καὶ ἀρχίζει μὲ μεγάλην μελωδίαν τὸ κοντάκιον τῆς ἑορτῆς, τὸ Ἡ Παρθένος σή- μερον τὸν Ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι, μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, καὶ ὅλοι τὸν ἐθαύμασαν ἔτις εἰς τὰ λόγια ὡσὰν καὶ εἰς τὸ μέλος, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὀμπρὸς ἤρχισε καὶ ἤκαμεν τὰ τόσα κοντάκια, τὰ ὁποῖα τὰ ἐποδέκτηκεν ἡ ἁγία Ἐκκλησία καὶ ψάλλει τα εἰς τοὺς τόπουςκαὶ εἰς τοὺς ἁγίους καὶ εἰς τὰς ἑορ- τάς, καθὼς τὰ ἔκαμεν αὐτὸς ὁ ἅγιος. Καὶ ὅλοι τὸν ἐτίμουν καὶ αὐτὸς ἐπερίσσευγεν τὴν ἀγάπην τῆς Ὑπεραγίας καὶ ἤτονε δο- σμένος καὶ εἰς τὰ ἔργα ἁποὺ τῆς ἄρεσαν, διὰ τοῦτο ἠξιώθη καὶ καλοῦ τέλους καὶ εὑρέθη καὶ τὸ σῶμα του ἅγιον καὶ ἑορ- τάζει τονε ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία. Βλέπομεν λοιπὸν πῶς αὐτὸς διὰ τῆς χάριτος τοῦ μεγάλου καὶ καινούργιου τόμου / τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἠξιώθη εἰς τόσα χαρίσματα. Ἔτις ἂς πο/θήσομεν καὶ ἡμεῖς νὰ εὑρίσκομέ- στανε εἰς τὴν χάριν καὶ εἰς τὴν ἀγάπην της, τὴν ὁποίαν ἔχοντας θέλομεν τιμηθεῖν καὶ ἐδῶ καὶ θέλομεν γένειν καὶ ἄξιοι τῆς Βασι- λείας τοῦ Υἱοῦ της, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ τύχομεν ὅλοι διὰ πρεσβειῶν καὶ δεήσεων αὐτῆς τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν, ἧς πρέπει πᾶσα τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.","θαυμάσια = θαύματα [επίθ. θαυμάσιος, εδώ το ουδ. ως ουσ.] κοντακίων = εκκλησιαστικών ύμνων [το κοντάκιον] μεγαλύνοντας = δοξολογώντας, εξυμνώντας τόμον = χοντρό δέμα χαρτιού ἐγέρνεται = σηκώνεται [εγέρνομαι] ἄμβωνα = βήμα χριστιανικού ναού [ο άμβων, γεν. του άμβωνος] τίκτει = γεννά μέλος = μελωδία, μουσική ἐπερίσσευγεν = είχε περισσότερο [περισσεύω] διὰ πρεσβειῶν = με τη μεσολάβηση",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα Λθ' (Πόλις),"Ο Ιωάννης Μορεζήνος ονομάζει το τριακοστό ένατο θαύμα της Θεοτόκου «Πόλις» και διηγείται σε αυτό την ιστορία της ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τη διήγησή του, η Θεοτόκος υπαγόρευσε στον Μέγα Κωνσταντίνο να χτίσει την Πόλη στο Βυζάντιο, και όχι στην περιοχή της Τρωάδας που αρχικά εκείνος είχε επιλέξει. Η Παναγία προστάτευε από τότε το μέρος αυτό, σταμάτησε όμως να δείχνει την εύνοιά της από τον καιρό του αυτοκράτορα Λέοντα του εικονομάχου. Για τον Μορεζήνο, οι άπιστοι εικονομάχοι βασιλείς του Βυζαντίου είναι και η αιτία που η Κωνσταντινούπολη έπεσε αργότερα στα χέρια των Οθωμανών, στερημένη τη θεία χάρη της Θεοτόκου. ΘΑΥΜΑ ΛΘ΄ (Πόλις) Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ τοῦ ἐφανίστηκεν νὰ κτίσει χώραν εἰς τὸ ὄνομάν του καὶ ἀφήνει τὴν παλαιὰν Ρώμην καὶ κατεβαίνει εἰς τὴν Τρωάδα καὶ ἐκεῖ / τοῦ ἐφανίστην ὁ τόπος ἐπιτήδειος καὶ ἀρχίζει νὰ κόβγει τὴν οἰκοδομήν. Ἡ πανάχραντος Μαρία, ἁποὺ ἐκάτεχεν πὼς τὴν πόλιν αὐτήνην ἔχει νὰ τῆς τήνε παραδώσει αὐτηνῆς, καθὼς ἤκαμεν ἀπὴν ἐτελείωσε τὴν πρώτην Σύνοδον, εἰς τὴν ὁποίαν ἦσαν τιη΄ πατέρες καὶ ὀμπροστά τως ὁλωνῶν τὴν ἤκαμεν τὴν χώραν του χάρισμα τῆς Δεσποίνης τοῦ κόσμου, καὶ ὀδιὰ τοῦτο ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἡ Δέσποινα, κατέχοντας τὴν γνώμην τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως, ἀπόσταν ἤθελε νὰ τήνε θεμε- λιώσει, τῆς ἐπρονοείτονε ἡ Δέσποινα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τῆς ἐφαίνε- τονε ὁ τόπος ἐπιτήδειος ἐκεῖ ἁποὺ ἐλόγιαζεν ὁ Κωνσταντίνος, ἐφαί- νουντανε κάποιοι ἀετοὶ καὶ ἐσηκώνασι τὰ σίδερα τῶν μαστόρων καὶ ἐπηαῖναν τα / εἰς τὸ Βυζάντιον ὅπου ἤτονε ὁ ὁρισμὸς τῆς Δεσποίνης νὰ γένει, καὶ ἐτοῦτο τὸ ἐκάμασι οἱ ἀετοὶ τρεῖς φορές. Καὶ ὀδιὰ πλέον καθαρὸν γνώρισμα ἕνα μεσημέριν φαίνουνται δύο ἄγγελοι εἰς ὁμοιότητα στρατιωτῶν καὶ λέγουσιν τῶν μαστόρων πὼς δὲν εἶναι ὁρισμὸς τοῦ βασιλέως νὰ γενεῖ ἐκεῖ ἡ πόλις, μὰ νὰ πάσινε ὅλοι εἰς τὸ Βυζάντιον ὅπου ἐπηαίνασιν καὶ / οἱ ἀετοὶ τὰ σύνεργά τως καὶ ἐκεῖ νὰ κτίζουν, διότις ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος ἐπιτη- δειότερος. Ἔτις ἐκάμασι, καὶ ὁ βασιλεύς, ὡσὰν φρόνιμος καὶ πι- στότατος ἁποὺ ἤτονε, ἐπίστευσεν πὼς ὁ Θεὸς θέλει νὰ γένει εἰς τὸ Βυζάντιον καὶ ὄχι εἰς τὴν Τρωάδα καὶ ἐτελείωσε τοῦ Θεοῦ τὴν βουλήν. Καὶ ὁ Θεὸς ἐνδυνάμωσεν καὶ ἔγινεν ἡ πόλις ἐκείνη τόσα θαυμαστή, ὅσον μαρτυρεῖ πᾶσα ἕνας ἁποὺ τήνε βλέπει ἕως τὴν σήμερον, καλὰ καὶ τὰ κάλλη το καὶ οἱ οἰκοδομές το, ὅσες τῆς ἤκαμεν ὁ Κωνσταντίνος, ὁ καιρὸς καὶ οἱ τόσοι πολέμοι νὰ τῆς ἐχάλασαν, πούρι ἀκόμη φαίνουνται τὰ προτερήματά της. Αὐτήνην τὴν πόλιν πολλὲς καὶ πολλὲς φορὲς ἡ Παρθένος Μαρία ἐλύτρωσεν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς το, καὶ ἀναγνώσετε τὸν τρίτον Δυ- νατὸν νὰ ἰδεῖτε μετὰ ἴντα δύναμιν τὴν ἐλύτρωσεν τὸν καιρὸν τοῦ χιλιαρμένου, καὶ πολλὲς ἄλλες φορές τῆς ἐβοήθησεν. Καὶ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν ἤδωκεν ἡ δέσποινα Θεοτόκος καὶ ἐκεῖνο τὸ ἁγιό- τατον νερὸν τὸ κραζόμενον ἡ Ζωοδόχος Πηγή, τὸ ὁποῖον ἤκανε τό- σα ἀμέτρητα θαύματα ὅσον δὲν δύνεται τινὰς νὰ τὰ γράψει. Καὶ ἔτσι / ἐγίνουντανε ὥστε ἁποὺ οἱ βασιλεῖς ἤσανε ὀρθόδοξοι, μὰ ὅταν οἱ βασιλεῖς ἔγιναν ἀσεβεῖς καὶ εἰκονομάχοι, τότες καὶ ἡ χάρις τῆς δε- σποίνης Θεοτόκου τὴν ἀφῆκεν τὴν πόλιν ταύτην καὶ ἐπήγαινεν ἀπὸ κακὸν εἰς χειρότερον. Καὶ φανερὸν εἶναι πὼς τὴν ἐξαφῆκεν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δέσποινα Θεοτόκος ἐμίσεψεν ἀποκεῖ, διότις ἂν τῆς εἶχεν βοηθεῖν, δὲν εἶχεν εἶσταιν εἰς τὰ χέρια τῶν ἀπίστων. Μὰ ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Μελετίου τοῦ Πατριάρχου ἔφυγεν ἡ χάρις τῆς Θεο- τόκου ἀποκεῖ, καθὼς φαίνεται εἰς τὰ ἱστορικὰ τῆς Ἐκκλησίας πὼς ὅταν ὁ ἀσεβέστατος Λέων ὁ εἰκονομάχος εἶπεν τοῦ Πατριάρχου νὰ ἐβγάλει τὲς ἁγίες εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν καὶ ὁ Πατριάρχης τοῦ ἐναντιώθη καὶ δὲν ἤθελεν ποτὲ νὰ τοῦ κάμει τὸ θέλημάν του, τότες αὐτὸς ὁ ἀσεβὴς βασιλεὺς ἐβγάνει τὸν μακάριον Πατριάρχην καὶ βά- νει ἄλλον ὅμοιον τῆς γνώμης του. Τότες ὁ ὀρθόδοξος Πατριάρχης πιάνει μίαν εἰκόνα τῆς δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ γράφει μίαν γραφὴν καὶ δένει τηνε εἰς τὴν εἰκόνα καὶ ἔγραφεν εἰς τὴν γραφὴν τὴν λύσσαν ἁποὺ ἐκίνησεν ὁ μιαρὸς βασιλεὺς εἰς τὰς ἁγίας εἰκόνας. Καὶ τότες παίρνει τὴν εἰκόνα μὲ τὴν γραφὴν καὶ βάνει την / εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἡ εἰκόνα μὲ τὴν γραφὴν πάγει εἰς τὴν Ρώμην καὶ φαί/νεται τοῦ ἀρχιερέως καὶ κατεβαίνει εἰς τὸν ποταμὸν ἁποὺ ἤτο- νε καὶ πιάνει τηνε καὶ μανθάνει τὴν μεγάλην ἀσέβειαν ἁποὺ ἐκίνη- σεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπὸ τὴν γραφήν, καὶ τὴν εἰκόνα παίρνει μὲ μεγάλην λιτὴν καὶ εὐλάβειαν καὶ βάνει τηνε εἰς τὸν ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ἤκανεν πολλὰ θαυμάσια, καὶ τίς διηγή- σεται τὴν εὐλάβειαν ἁποὺ εἴχασιν εἰς τὴν ἁγίαν εἰκόναν ἐκείνην; Καὶ ἀποστότες καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις ἔχασεν τὴν βοήθειαν ἁποὺ τῆς ἤδιδεν ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ, ἤγουν ἡ πανάχραντος Παρθένος Μαρία ἡ Θεοτόκος, διὰ τοῦτο ἐδόθηκεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀθέων Ἀγαρηνῶν. Ἀλλὰ πάλιν ἐλπίζομεν ὀδιὰ τὴν ἐδικήν της χάριν καὶ τὴν βοήθειαν νὰ ἔλθει πάλι εἰς τὰ πρῶτα της αὐτήνη ἡ Κωνστα- ντινούπολις νὰ γένει πάλι χριστιανική, ὀδιὰ νὰ παρρησιαστεῖ πάλιν καὶ ἐκεῖνο τὸ ὄνομα καὶ ἡ δύναμις τῆς παναχράντου Θεοτόκου. Καὶ τότες πάλι καὶ τὸ ἅγιον νερὸν ἐκεῖνον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς θέλει ἀναφραγεῖ καὶ θέλει κάνει τὰ θαυμαστὰ ἁποὺ ἤκανε πρωτύτερας, καὶ τότες ὅλες αἱ ἁγίες ἐκκλησίαι θέλουν πάρειν τὴν εὐπρέπειάν τως. Καὶ τοῦτο ἀληθινὰ ἀνιμένομεν νὰ γένει ὀδιὰ τὴν χάριν / τῆς Παρθένου Μαρίας, ἡ ὁποία δὲν θέλει ἀφήσειν τὴν ἐδικήν της χώ- ραν εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν της, μὰ θέλει σπλαγχνιστεῖν τὸ γέ- νος τῶν χριστιανῶν, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει ἄλλην βοήθειαν οὐδὲ ἄλλην ἐλπίδα, μόνον αὐτήνην, καὶ ὀδιὰ λόγου της ἐλπίζει νὰ εὕρει καὶ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἀμήν.","ἐπιτήδειος = κατάλληλος, καλός (επίθ.) κόβγει τὴν οἰκοδομήν = ορίζει/παραγγέλλει την οικοδόμηση/οχύρωση πανάχραντος = αμόλυντη, άσπιλη, πάναγνη (επίθ.) κατέχοντας = ξέροντας, γνωρίζοντας ἀπόσταν = όταν, αφότου (χρον. σύνδ.) πάσινε = πάνε βουλήν = επιθυμία, θέληση οἰκοδομές = οχυρώσεις πούρι = λοιπόν, αλλά, όμως (σύνδ., από την ιταλ. λέξη pure) ἴντα = τι (ερωτημ. αντων.) χιλιαρμένου = επίθεσης από τη θάλασσα [το χιλιάρμενο] ἐμίσεψεν = έφυγε [μισεύω] δὲν εἶχεν εἶσταιν = δεν θα είχε βρεθεί μιαρὸς = αχρείος, απεχθής, δόλιος (επίθ.) λιτὴν = λιτανεία, θρησκευτική πομπή θαυμάσια = θαύματα [επίθ. θαυμάσιος, εδώ το ουδ. ως ουσ.] ἀποστότες = από τότε (χρον. επίρρ.) Ἀγαρηνῶν = Οθωμανών Τούρκων, μουσουλμάνων [ο Αγαρηνός] παρρησιαστεῖ = εκφραστεί με παρρησία/θάρρος και ειλικρίνεια [παρρησιάζομαι] ἀναφραγεῖ = θα αναβλύσει [αναφράσσομαι· εδώ η φρ. θέλει αναφραγεί] εὐπρέπειάν = ομορφιά, μεγαλοπρέπεια ἀνιμένομεν = περιμένουμε, προσδοκούμε, ελπίζουμε θέλει σπλαγχνιστεῖν = θα νιώσει συμπόνια [σπλαγχνίζομαι]",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα ΜΕ΄ (Όρος),"Ο Μορεζήνος δίνει στο τεσσαρακοστό πέμπτο θαύμα του βιβλίου του τον τίτλο «Όρος» και αναφέρεται στο Άγιο Όρος. Σύμφωνα με τη διήγησή του, η Θεοτόκος γλίτωσε τα μοναστήρια από το μένος του αγαρηνού βασιλιά που αρμάτωσε πολεμικά πλοία για να τα καταστρέψει, στρέφοντας τα καιρικά φαινόμενα εναντίον του άπιστου Οθωμανού. Η θύελλα και η θαλασσοταραχή τσάκισαν τα πλοία και έπνιξαν το πλήρωμα, πριν προλάβουν να αφανίσουν τους μοναχούς και να κατακλέψουν τα θεία πλούτη του Όρους. Ο άγιος αυτός τόπος προστατεύεται από τη Θεοτόκο και η χάρη της αποκρούει θαυματουργά κάθε κακό. ΘΑΥΜΑ ΜΕ΄ (Ὄρος) Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΓΑΡΗΝΟΣ ἁποὺ ἐκάθησεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἔμαθεν πὼς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ὅλοι οἱ βα- σιλεῖς οἱ χριστιανοὶ ἐκάνασιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος μοναστήρια, τὰ ὁποῖα τὰ ἐπλούτυναν καὶ μὲ εἰσοδήματα καὶ μὲ σκεύη, καὶ καθη- μερνὸν ἐφεύγασιν οἱ πλέον πρῶτοι ἀπὸ τὴν βασιλείαν του, ὄχι μόνον χριστιανοί, μὰ καὶ πολλοὶ Ἀγαρηνοὶ ἐπηαίνασιν καὶ ἐμονά- ζασιν καὶ ὀδιὰ τὴν ὡραιότητα καὶ καλοσύνην τοῦ τόπου καὶ ὀδιὰ νὰ σώσουν τὴν ψυχήν τως. Τοῦτο ὡσὰν τὸ εἴπασιν τοῦ Τοῦρκο, / πολλὰ τοῦ ἐκακοφάνην καὶ ὡσὰν ἀσεβὴς ἔτσι ἐποκότησεν νὰ κά- μει, καὶ ἀρματώνει τριάντα κάτεργα καλὰ μὲ πολλὴν ἀρτιλαρίαν νὰ πάγει νὰ χαλάσει ὄχι μόνον τὰ μοναστήρια, μὰ καὶ τὸ Ὄρος ὅλον ἂν εἶν’ μόδος νὰ τὸ ἀφανίσει, καὶ τοὺς μοναχοὺς ἄλλους νὰ κό- ψει, ἄλλους νὰ τουρκέψει καὶ ἄλλους νὰ σκλαβώσει, καὶ τὰ σκεύη ὅλα νὰ τῶς πάρει καὶ τὰ εἰσοδήματα. Ἔτσι ἐλόγι/ασεν ὁ δυσσεβής, ἀλλὰ ἐψεύσθη ὁ δείλαιος καὶ ἐκεῖνο ἁποὺ ἐλόγιασε νὰ κάμει τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἤπαθεν ἡ ἀρμάδα ἡ ἐδική του. Διότις τὴν νύκταν ἐκείνην ἁποὺ ἐφτάξασιν τὰ κάτεργα εἰς τὸν λιμιώνα ἁποὺ εἶναι ἐκεῖ σιμά, θεωρεῖ ὁ μπασὰς μίαν γυναίκα καὶ λέγει του: «Ἴντα ἤλθετε νὰ κάμετε ἐδῶ; Μήνα θέλετε νὰ χαλάσετε τὸ ὄρος μου, νὰ ξηράνετε τὸ περιβόλι μου, νὰ ἀφανίσετε τοὺς δούλους μου; Ἐσεῖς νὰ ἀφανισθεῖτε μὲ τὴν ἀρμάδα σας». Ὤ τοῦ θαύματος! Τὴν νύκταν ἐκείνην ἁποὺ ἐλέγουντανε τὰ λόγια ἐκεῖνα εἰς τὸν ὕπνον τοῦ μπασᾶ, σηκώνεται ἕνας ἄνε- μος καὶ ἀγριεύγεται ἡ θάλασσα. Καὶ τὰ κάτεργα ἄλλα ἐτσακί- στησαν, ἄλλα ἐξορίστησαν, ἄλλα ἐπνίγησαν, καὶ ὅλοι ἐπνιγήκα- σιν καὶ ἐπῆγαν κακὴν κακῶς, μόνον ὁ μπασὰς ἁποὺ ἐγλύ- τωκεν καὶ ἐδιηγήθην τὸ θαυμάσιον. Καὶ ἀποστότε πλέον οὐδὲ ὁ ἀφέντης ἐκεῖνος οὐδὲ ἄλλος, ἁποὺ εἶναι τόσοι ἀφεντάδες γινο- μένοι, οὐδένας ἐποκότησε πλέον νὰ κάμει τίποτας βλάψιμον εἰς τὸν ἅγιον τόπον ἐκεῖνον, μὰ φυλάγεται ἕως τὴν σήμερον τὸ Ὄρος ἐκεῖνον ἔτις πολλὰ στολισμένον μὲ τόσην ἁγίαν συντροφιάν, ὅσον ἀλλοῦ ποθὲς ἔτις δὲν εἶναι. Καὶ λογιάζω / πὼς οἱ ἀκολουθίες καὶ τὰ ἔργα τὰ θεϊκὰ ἁποὺ γίνουνται ἐκεῖ, ἁποὺ εὐφραίνουσι τὸν φιλάνθρωπον, νὰ κρατοῦν ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ ὅποιος ἐπῆγεν ἐγνώρισεν τὴν ἀλήθειαν πλέον παρὰ ἁποὺ τήνε δείχνει ὁ λόγος, διότις ὁ τόπος ἐκεῖνος εἶναι φυλαμένος ἀπὸ τὴν πανάχραντον Μα- ρίαν, ἐπειδὴ ἐκεῖ πολλὰ ἐγκωμιάζεται καὶ ὅλες της οἱ ἑορτὲς τε λειώνουνται μὲ ἀγρυπνίες ὁλονυκτίς. Καὶ ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον λογιάζω νὰ παίρνει ὁ Παράδεισος πολλούς, ὁ ὁποῖος ἄμποτες νὰ γένει καὶ ἐμᾶς κατοικία, νὰ ἀξιωθοῦμεν νὰ μᾶς ἀποδεκτεῖ ἐκεῖνο τὸ ὄρος τὸ νοητόν, τὸ ὑψηλὸν καὶ θαυμαστόν, διὰ τῆς χάριτος τοῦ κατασκίου καὶ δασέος ὄρους τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεο- τόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἀμήν.","ΑΓΑΡΗΝΟΣ = Οθωμανός Τούρκος, μουσουλμάνος [ο Αγαρηνός] σκεύη = κινητή περιουσία (το ουσ. συν. στον πληθ.) ἐποκότησεν = τόλμησε [αποκοτώ] κάτεργα = πολεμικά πλοία, γαλέρες [το κάτεργον] ἀρτιλαρίαν = πυροβολικό (από τη λατ. λέξη artilleria) χαλάσει = καταστρέψει μόδος = τρόπος, μέθοδος [ο μόδος, από τη λατινική λέξη modus] κό- = σφάξει, θανατώσει [κόπτω] δυσσεβής = ασεβής, άθεος (επίθ.) δείλαιος = δειλός (επίθ.) ἐλόγιασε = σκέφτηκε [λογιάζω] ἀρμάδα = στόλος (από την ιταλ. λέξη armada) λιμιώνα = λιμάνι μπασὰς = πασάς, ανώτατος τίτλος στην οθωμανική διοικητική και στρατιωτική ιεραρχία Ἴντα = τι (ερωτημ. αντων.) Μήνα = μήπως (ερωτημ. μόριο) ἐξορίστησαν = βγήκαν στη στεριά [εξορίζομαι] ἀποστότε = από τότε (χρον. επίρ.) ποθὲς = πουθενά (τοπ. επίρρ.) ἔτις = έτσι (τροπ. επίρρ.) ἄμποτες = μακάρι, είθε (επιφών.) νοητόν = που γίνεται αντιληπτό μόνο με τον νου [επίθ. νοητός] κατασκίου = πολύ σκιερού [επίθ. κατάσκιος]",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Θαύμα ΝΗ΄ (Ποταμός),"Στο πεντηκοστό όγδοο θαύμα του βιβλίου του ο Μορεζήνος διηγείται την ιστορία ενός δικαστή στην περιοχή της Ρώμης, που πίστευε βαθιά στη χάρη της Παναγίας. Η ευλάβειά του τον έσωσε, όταν κάποια μέρα περνούσε με το άλογό του ένα ποτάμι και κινδύνευσε να πνιγεί. Έπειτα από το θαύμα αυτό, ο άνθρωπος που σώθηκε μετανόησε για τις αμαρτίες του, εγκατέλειψε τα πλούτη και τις ηδονές και έγινε μοναχός. Η διήγηση κλείνει με την προτροπή του Μορεζήνου να πιστεύουμε στη Θεοτόκο, που σαν θαυμαστό ποτάμι μάς ευφραίνει και μας δροσίζει. ΘΑΥΜΑ ΝΗ΄ (Ποταμὸς) ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΜΕΓΑΛΟΙ τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἐκίνησαν κάποιον καιρὸν νὰ πᾶσιν εἰς ξεφάντωσιν καὶ εἴχασι νὰ διαβοῦσιν διὰ τοῦ μεγάλου ποταμοῦ ἁποὺ εἶναι εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα. Μέσα εἰς τὴν συντροφιὰν αὐτῶν ἤτονε καὶ ἕνας κριτὴς τινὸς καστελί- ου, ὁ ὁποῖος καλὰ καὶ νὰ μὴν ἐπέρνα ἐνάρετως, μὰ νὰ τὸν ἐπλά- ναν ὁ ἐχθρός, νὰ τὸν εἶχεν ριμμένον εἰς μεγάλους ἐγκρεμνοὺς τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, ὅμως εἶχεν πολλὴν καὶ μεγάλην εὐλάβειαν εἰς τὴν Παρθένον Μαρίαν καὶ πάντοτε τὴν ἐχαιρέταν καὶ εἰς τὲς ἑορ- τές της ἤκανεν μεγάλην ἐλεημοσύνην ὀδιὰ ἀγάπην της καὶ ποτὲ δὲν ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ σπίτιν του, παρὰ νὰ σταθεῖ ὀμπροστὰ εἰς μίαν εἰκόναν ἁποὺ εἶχεν εἰς τὴν κάμεράν του τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ τῆς εἰπεῖ τὸν ἀρχαγγελικὸν ἀσπασμὸν καὶ νὰ πα- ραδοθεῖ εἰς τὴν χάριν της τὴν μεγάλην. Ἔτις ἤκαμεν καὶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἁποὺ ἐδιάβην μὲ τοὺς ἄλλους ἄρχοντας εἰς ξε- φάντωσιν, ἀλλὰ ὁ πονηρὸς διάβολος / πολλὰ τοῦ ἐχθρεύατον, διότις ἀνκαλὰ καὶ νὰ τὸν εὔφραινεν μὲ τὰ / ἄλλα του ἔργα τὰ ἀρεστά του αὐτουνοῦ τοῦ μισοκάλου, ἀλλὰ ἐπίκραινέντονε πολ- λὰ μὲ τὴν καλὴν συνήθειαν ἁποὺ εἶχε νὰ προσκυνᾶ καὶ νὰ εὐλαβεῖται τόσον τὴν Παρθένον Μαρίαν καὶ νὰ παραδίδεται εἰς τὴν μεγάλην της βοήθειαν καὶ χάριν. Καὶ καλὰ καὶ νὰ ἐγύρευγεν καιρὸν νὰ τὸν ἀποκτείνει, καθὼς κάνει τῶν φιλῶν του, ὅμως δὲν ἐμπόρειεν οὐδὲ ἐδύνετονε νὰ τόνε φέρει εἰς κακὸν τέλος νὰ τόνε κερδίσει ὁ μισάνθρωπος, ὀδιατὶ τὸν ἐμπόδιζεν ἡ προσευχὴ ἁποὺ ἤκανεν πᾶσαν ἡμέραν εἰς τὴν Παρθένον Μαρίαν. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἁποὺ ἐπήγαινεν μὲ τοὺς ἄρχοντας, περ- νώντας τὸν ποταμὸν ἀγριεύεται τὸ ἄλογόν του καὶ ρίκτει τονε μέ- σα εἰς τόπον βαθύν, ἁποὺ δὲν ἤτονε νὰ γλυτώσει, καὶ ὅλοι του οἱ συντρόφοι εἴδασι πὼς ἔδωκεν εἰς τὸ φοῦντος, διότις τὸ ἄλογόν του ξαγριεμένον ἐγλάκησε καὶ ἐμπῆκεν καὶ ἔπεσεν εἰς τὸν τό- πον ἐκεῖνον τοῦ ποταμοῦ ἁποὺ δὲν ἤτονε οὐδεμίας σωτηρίας ἐλπὶς εἰς ἐκεῖνον.Διὰ τοῦτο ἐλυπήθησαν πολλὰ καὶ ἐγύρισαν εἰς τὴν χώραν καὶ ἔκραξαν τοὺς ἱερεῖς νὰ ψάλουσινε τὴν ἀκολουθίαν τοῦ νεκροῦ εἰς τὸ ὄνομάν του / ὀδιὰ τὴν ψυχήν του. Καὶ ἐτοῦτο τὸ ἐκάμασιν ὀδιατὶ μὲ τὰ ἀμμάτια τως τὸν εἴδασιν πὼς τὸν ἐπῆρεν ὁ ποταμὸς καὶ δὲν ἤτονε νὰ τοῦ βοηθήσει τινὰς καὶ οὐδε- κὰν τὸ λείψανόν του ἤτονε μόδος νὰ εὕρουσιν, ὀδιατὶ εἴδασι πὼς τὸ ἔσυρεν ὁ ποταμός. Ἀλλὰ ἡ πανυπερθαύμαστος κόρη, ἡ Παρ- θένος Μαρία, ὁ καλὸς ποταμὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τὰ δύνεται ὅλα, ὁ κοινὸς μέγας βοηθὸς τῶν χριστιανῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ με- σίτρια, ἤδωκεν τὴν μεγάλην της βοήθειαν εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρω- πον, ὀδιὰ νὰ μὴν τόνε κερδίσει ὁ ἐχθρός. Καὶ ὄχι μόνον ἁποὺ δὲν τὸν ἔπνιξεν ὁ ποταμός, μὰ ἤδωκέν του καὶ ἀφορμὴ νὰ ἀφήσει τὲς κακὲς στράτες νὰ ἐπιστρέψει πρὸς τὸν Θεόν, νὰ μὴν χαθεῖ, καὶ γλυτώνει τονε μὲ θαυμαστότατον τρόπον καὶ εὑρίσκεται ἀπὸ τὸν ποταμὸν εἰς τὸ ὀσπίτιόν του, καὶ οἱ συντρόφοι του τὸν ἐμνη- μόνευαν εἰς τὴν χώραν τως τὴν Ρώμην, καὶ αὐτὸν τὸν εἶχεν ἡ ὑπερθαύμαστος Μαρία παγωμένον εἰς τὸ ὀσπίτιόν του. Καὶ ὀδιὰ νὰ κηρυκτεῖ τὸ θαῦμα τῆς ὑπεραγίας καὶ εἰς τὴν Ρώμην, κινᾶ καὶ πάγει μοναχός του ἐδεκεῖ νὰ τὸν ἰδοῦσιν οἱ συντρόφοι του, διότις ὅσοι τῶς τὸ ἐθέλασιν εἰπεῖ ποτὲ δὲν τὸ ἐπίστευαν. Διὰ τοῦτο πάγει ἀτός του, / καὶ ὅταν τὸν εἴδασιν οἱ συντρόφοι του ἐθαύμαζαν καὶ ἐλόγιαζαν πὼς εἶναι φάντασμα καὶ ἐκάνασιν τὸν σταυρόν τως, ἀλλὰ αὐτὸς ἔλεγεν πὼς κατὰ ἀλήθειαν εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἁποὺ εἴδασι πὼς ἐπῆρεν ὁ ποταμός. Καὶ τότε αὐτῆνοι τὸν ἐρώτησαν νὰ τῶς εἰπεῖ μὲ ὅρκον ἂν εἶναι αὐτὸς καὶ πῶς ἐγλύ- τωκεν ἁποὺ τὸν εἴδασιν πνιμένον. Τότε αὐτὸς λέγει: «Δόξα νὰ ἔχει ὁ Θεὸς / ἁποὺ ἤδωκεν τόσην χάριν τῆς Παρθένου Μα- ρίας καὶ ἐγλύτωκέ με», διότις αὐτὸς εἶναι ὁ ἴδιος ἁποὺ ἤπεσεν μέσα, καὶ ὡς ἐπῆγεν κάτω εἰς τὸ φοῦντος τοῦ ποταμοῦ τὸν ἕρπα- ξεν ἡ δεδοξασμένη Παρθένος κρατώντας τονε μὲ τὴν ἁγίαν της δε- ξιὰν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του καὶ παρευθὺς τὸν ἐπῆγεν εἰς τὸ ὀσπίτιόν του. Καὶ ὅσοι ἤσανε εἰς τὸ σπίτιν του ἐθαύμαζαν νὰ τὸν ἰδοῦσιν εἰς τὸ μέσον ὁλόγρον καὶ μεσαποθαμένον, ἁποὺ ἐγα- νάκτησεν νὰ συνηφέρει νὰ γνωρίσει ποῦ εἶναι καὶ νὰ εἰπεῖ πῶς ἐκεῖ εὑρέθηκε, καὶ ὅλοι ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παρθένον Μαρίαν. Ἐτούτο τὸ θαυμάσιον ἠκούσθην εἰς ὅλην τὴν Ρώμην καὶ ὅλοι ἐμεγαλύνασι τὴν Παρθένον Μαρίαν, καὶ ὁ μακαριότατος πάπας ὅρισε / καὶ ὅλοι ἐμαζώκτησαν εἰς ἕναν ναὸν τῆς Θεοτόκου καὶ ἐκά- μασινε μεγάλην ἑορτὴν καὶ ἐδώκασι καὶ μεγάλην εὐχαριστίαν τῆς Παρθένου Μαρίας. Καὶ αὐτὸς ἁποὺ ἐγλύτωκεν ἀποὺ τὸν πνιμὸν δὲν ἐγύρισε πλέον οὔτε εἰς τὲς στράτες του οὔτε εἰς τὰ πλούτη του οὔτε εἰς τὸ ὀσπίτιόν του, μὰ ἐπῆγεν εἰς ἕναν μοναστήριον ἁποὺ ὀνομάζεντονε εἰς τὸ ὄνομαν τῆς ὑπεραγίας Μαρίας καὶ ἔγινεν μοναχὸς καὶ ἐκεῖ ἐπέρασεν ὅλην του τὴν ζωὴν δουλεύοντας τοῦ Θεοῦ καὶ μεγαλύνοντας τὴν Παρθένον Μαρίαν, καὶ ἐκράτειεν τὴν στράταν τῆς σωτηρίας του, τὴν ὁποίαν εὗρεν διὰ τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἔτις λοιπὸν βοηθεῖ ὁλωνῶν ἡ Παρθένος, ὅσων τὴν κράζου- σιν μὲ πίστιν καὶ παραδίδουνται εἰς τὴν χάριν της, καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἁποὺ πλέγομεν εἰς τὸν ποταμὸν τῆς ζωῆς ἐτουνῆς καὶ ἔχομεν τὲςπολλὲς φουρτοῦνες τοῦ κόσμου ἐτουνοῦ, δὲν ἔχομεν ἄλλην βοήθειαν καὶ ἄλλην ἐλπίδα, μόνον τὴν χάριν τῆς Παρθένου Μαρίας, τὴν ὁποίαν, καθὼς ὁ Δυνατὸς ἔδειξεν, τὴν ἤκαμεν ὁ Κύριος ἕνα θαυμαστὸν ποταμὸν νὰ μᾶς ποτίζει καὶ νὰ μᾶς εὐφραίνει καὶ νὰ μᾶς δροσίζει, νὰ μᾶς σύρνει νὰ μᾶς παγαίνει εἰς καλὸν ὅρμον καὶ καλὸν λιμιώνα, / καὶ ἐδῶ εἰς τὴν ζωὴν ἐτού- την νὰ ἔχομεν τὲς δροσὲς καὶ τὰ φροῦτα τοῦ μεγάλου ποταμοῦ ἐτουνοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ γεμάτου τὰ καλὰ καὶ γλυκιὰ νερά. Ἂς σπουδάζομεν λοιπὸν ὅλοι νὰ γένομεν πόλις τοῦ Θεοῦ, ἤγουν κα- τοικία τοῦ Θεοῦ, ὀδιὰ νὰ μᾶς εὐφραίνουσι τὰ ὁρμήματα ἐτουνοῦ τοῦ ποταμοῦ καὶ νὰ μᾶς σύρνουσι εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Κυρίου, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ τύχομεν διὰ τῆς Θεοτόκου. Ἀμήν.","κριτὴς = δικαστής καστελί- = κάστρου, φρουρίου, τειχισμένου οικισμού [το καστέλιν, από τη λατ. λέξη castellum] καλὰ καὶ = αν και, μολονότι (εναντιωμ. σύνδ.) ἐνάρετως = με αρετή (τροπ. επίρρ.) ἐγκρεμνοὺς = γκρεμούς, κακοτοπιές [ο εγκρεμνός] κάμεράν = δωμάτιο ἀσπασμὸν = φίλημα, αγκάλιασμα ἐχθρεύατον = μισούσε, αποστρεφόταν [εχθρεύομαι] ἀνκαλὰ καὶ = αν και, μολονότι (εναντιωμ. σύνδ.) εὔφραινεν = προκαλούσε χαρά, ευφροσύνη [ευφραίνω] μισοκάλου = κακού, φθονερού, του διαβόλου [επίθ. μισόκαλος] ἀποκτείνει = σκοτώσει φοῦντος = βυθό, πυθμένα [το φούντος] ἐγλάκησε = έτρεξε [γλακώ] οὐδε- = καθόλου [μόριο ουδεκάν] μόδος = τρόπος [ο μόδος, από τη λατ. λέξη modus] με- = μεσολαβήτρια, απεσταλμένη· εδώ η Παναγία [η μεσίτρια] στράτες = δρόμους (εδώ μεταφ.) [η στράτα, από τη λατ. λέξη strada] παγωμένον = μεταφερμένο [παγωμένος, μτχ. του υπάγομαι] ἐδεκεῖ = εκεί ακριβώς (τοπ. επίρρ.) ὁλόγρον = μουσκεμένο [επίθ. ολόγρος] πνιμὸν = πνιγμό πλέγομεν = πλέουμε ὅρμον = καταφύγιο, λιμάνι [ο όρμος] λιμιώνα = λιμάνι [ο λιμιώνας]",,Κλίνη Σολομώντος,Μορεζήνος Ιωάννης Abstract,"Με τον συμβατικό τίτλο «Λαϊκές αφηγήσεις» αναφερόμαστε σε δύο σύντομα πεζά κείμενα που εντοπίστηκαν στον κώδικα Neap. gr. III B 27. Τα κείμενα παραδίδονται άτιτλα και ανώνυμα, ενώ βάσει παλαιογραφικών ενδείξεων χρονολογούνται στο β΄ μισό του 16ου-αρχές 17ου αιώνα. Μολονότι περιέχουν κάποια σποραδικά κρητικά ιδιωματικά στοιχεία, η έρευνα τα τοποθετεί στον ευρύτερο βενετοκρατούμενο/δυτικοκρατούμενο χώρο. Οι σύντομες αυτές ιστορίες φαίνεται ότι ανήκουν στην παράδοση των λαϊκών αφηγήσεων/ανεκδότων που ενίοτε καταγράφονταν· η πρώτη εκφράζει περισσότερο το άσεμνο πνεύμα των φλωρεντινικών «νοβελιστικών» διηγήσεων (14ος αι.), ενώ στη χιουμοριστική δεύτερη είναι περισσότερο ευδιάκριτα τα ίχνη της παράδοσης των παραμυθιών.",,,Λαϊκές αφηγήσεις,Ανώνυμος Διαμάχη πατέρα – γιου και συμφιλίωση,"Στην πρώτη ιστορία γίνεται λόγος για μια διαμάχη μεταξύ ενός πατέρα και του γιου του. Ο πατέρας, όντας δεύτερη φορά παντρεμένος, κάποια στιγμή μαθαίνει ότι ο γιος του κοιμήθηκε με τη μητριά του, δηλαδή με τη (νέα) του σύζυγο. Οι δύο άντρες διαπληκτίζονται, ενώ μάρτυρας είναι ο αδερφός της πρώτης συζύγου και θείος του παιδιού. Ο νέος δικαιολογείται και, αφού ο θείος υπόσχεται ότι δεν θα μαρτυρήσει τίποτα για όσα άκουσε, πατέρας και γιος συμφιλιώνονται. Ἕνας εἶχε μητριὰ κ’ ἐκράτειε την. Λοιπὸν ἦλθε ὁ πατέρας του κ’ ηὗρε τον κ’ ἐχέρισε νὰ βγάνη τὰ γένια του καὶ νὰ φωνάζη πρὸς αὐ- τὸν τί ’τον τὸ κακὸ ὁποὺ τὄκαμε. Λοιπὸν ἐγροίκησε ἕνας θεῖος τοῦ παιδίου τὶς φωνὲς καὶ τὴν ἀντάρα ὁπὄκανε ὁ πατέρας μὲ τὸ παιδὶ κ’ ἦλθε τρέχοντας ἐκεῖ καὶ βρέσκει τον κ’ ἐτράβιζε τὰ γένια του. Λοιπὸ ρωτᾶ τον ὁ θεῖος τοῦ παιδίου, ὁποὺ ’τον ἀδελφὸς τῆς μάνας τοῦ παιδίου, καὶ λέγει του· “Κουνιάδε, τί ἔναι τοῦτο;” Ἐκεῖνος δὲν τοῦ ἀποκρίθη τίποτας, μόνο ἐπήγαινε κ’ ἔρχετον κ’ ἐτράβιζε τὰ γένια του. Πάλι ματαρωτᾶ τον, κι αὐτὸς χειρότερα, μόνο ἐδέρνετον κ’ ἔκλαιγε κ’ ἔλεγε· ”Ὄχου κακὸ ποὺ μὄκαμε κ’ ἐντροπὴ ποὺ μ’ ἐντρόπιασε!” Τότεσον ἀποκρένεται τὸ παιδὶ μὲ μεγάλη παραπόνεση καὶ λέγει· ”Ἐσὺ μ’ ἐντρόπιαζες τόσους χρόνους, κ’ ἐγάμειες τὴ μάνα μου καὶ ποτέ μου δὲ σοῦ εἶπα τίποτας. Κ’ ἐσύ, γιὰ μία βολὰ ποὺ ἐγάμη- σα τὴ γυναίκα σου, κάνεις ἔτσι; Ἰδέ, μπάρμπα, τί διάκρισης ἄθρωπος ἔναι, ὅτι ἐγὼ ἐβάστουνα τόσους χρόνους καὶ ρώτησέ τον ἂν τοῦ εἶπα τίποτας ποτέ!” Λοιπὸν ὁ μπάρμπας τοῦ παιδίου ὠνείδισε τὸν γέρον κ’ εἶπε του· ”Γνωρίζεις τὴν φιλίαν καὶ τὴν χάρην ὁποὺ εἶχες ἀπὸ τὸν ἀνοψιό μου. Ὅτι ἄρχισε, ἐμένα ποτὲ δὲ μοῦ τὸ ἐμολόγησε!” Κ’ ἔτσι ἀγκαλιάστη κ’ ἐφίλησε τὸ παιδί του κ’ ἔμειναν ἀγαπημένοι.","ἐχέρισε = ξεκίνησε ἐγροίκησε = άκουσε ἀντάρα = φασαρία, αναστάστωση, αναταραχή (μεταφορ.) βρέσκει = βρίσκει ἐτράβιζε = τραβούσε ματαρωτᾶ τον, = τον ξαναρωτά Τότεσον = τότε ἀποκρένεται = απαντά βολὰ = φορά ἐβάστουνα = άντεχα ὠνείδισε = κατηγόρησε ἀνοψιό = ανιψιό",,Λαϊκές αφηγήσεις,Ανώνυμος Ο πανδοχέας και το πάθημα του Χάρου,"Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένας πανδοχέας, ο οποίος καταφέρνει να ξεγελάσει τον Χάρο που έρχεται να τον πάρει και έτσι κερδίζει τη ζωή του. Η ιστορία έχει ως εξής: το πανδοχείο του επισκέπτονται κάποια στιγμή ο Χριστός και οι μαθητές του. Ο πανδοχέας δεν τους αφήνει να πληρώσουν και οι μαθητές, για να τον ανταμείψουν για την καλή του πράξη, τον προτρέπουν να ζητήσει μια χάρη από τον Χριστό. Ο ίδιος ζητά να κάνει κάτι ο Χριστός, ώστε να μην κλέβουν τους καρπούς από την απιδιά (αχλαδιά) του· ο Ιησούς τού λέει ότι όποιος ανεβαίνει πάνω στο δέντρο δεν θα μπορεί να κατέβει, αν δεν του δώσει ο ίδιος ο πανδοχέας την άδεια. Κάποια στιγμή συναντά τον Χάρο, ο οποίος έρχεται να τον πάρει. Ο πανδοχέας τότε του ζητά να τον αφήσει πρώτα να χαιρετήσει την οικογένειά του. O Χάρος δέχεται και πηγαίνει μαζί του. Σε ανύποπτο χρόνο ο πανδοχέας προτρέπει τον Χάρο να ανέβει στην απιδιά για να δει πόσο ωραίοι είναι οι καρποί. Ανυποψίαστος ο Χάρος ανεβαίνει και παγιδεύεται εκεί. Ο πανδοχέας τον αφήνει να περιμένει για πολύ καιρό και ο Χάρος, απελπισμένος, αναγκάζεται να κάνει συμφωνία μαζί του: αν τον αφήσει να κατέβει, δεν θα τον πάρει μαζί του, αλλά θα τον κάνει σύντροφό του και θα παίρνει όποιον του υποδεικνύει εκείνος. Ἦτον ἕνας ὄστος κ’ εἶχε ὀσταρία. Ἔτσι ἐπῆγε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς Ἀποστόλους του εἰς τ’ ὀσταρίο αὐτὸ κ’ ἠθέλησε νὰ κάμη κελάτσιο μὲ τοὺς μαθητάδες του. Ἀπήτις ἔκαμε τὸ κελάτσιο ἠθέλησα νὰ πληρώσου. Λοιπὸν ὁ ὄστος δὲν ἠθέλησε νὰ πληρωθῆ. “ Ἄμε!”, εἶπε. “Πὼς ἔχω τάξη πᾶσα ἡμέρα ἐκεῖνοι ποὺ πρωτοφάγουν εἰς τ’ ὀσταρίο μου νὰ πηγαί- νουν ἀπλήρωτοι, λοιπὸ κ’ εἰς ἐσᾶς δὲ θέλω τίποτα· μόνο, σύρε πηγαίνε- τε.” Ἐβλέποντας οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ τὴ καλὴν ἀρετὴ ὁποὺ ἐκρά- τειε ὁ ὄστος ἐτοῦτος, εἶπαν του· “Ζήτησε τίποτα χάρη ἀπὸ τὸ Χριστόν, ὅτι αὐτός, εἴτι τοῦ ζητήσης, δύνεται νὰ σ’ τὸ κάμη”. Ἔτσι ἐζήτησε τοῦ Χριστοῦ, σὰν ἐγροίκησε ὅτι ἔχει τὴ χάρην αὐτή. Λέγει του κι ὁ Χριστός· “Ζήτησε εἴτι θέλεις, διὰ τὴ καλή σου ἀρετὴ νὰ τὄχης”. Λέγει· “Δὲ θέλω ἄλλη χάρη ἀπὸ σένα, μόνο τὴν ἀπιδέαν ἐτούτη, ποὺ ἔχω ἐδεπὰ στ’ ὀσταρίο, ποτέ μου ἀπίδι δὲν ἔφαγα ὀξ αὐτή, μόνο πᾶσα χρόνοι μοῦ τὰ κλέφτουν ὅλα καὶ μοῦ τὰ τρώγουν”. Ἔτσι ὥρισε ὁ Χριστὸς ὅτι, εἴτις ἤθελε ἀνέβη εἰς αὐτὴν τὴν ἀπιδέα νὰ πάρη ἀπίδια, νὰ μὴν μπορῆ νὰ κατέβη ποτέ του, ἂ δὲν ἤθελε ἔλθη ὁ ὄστος νὰ τοῦ πῆ: κατέβα. Ἔτσι τοῦ ἐχάρισε κι ἄλλη μία χάρη, ὅτι, ὅταν θελήση ὁ Χάρος νὰ πάρη τὴν ψυχή του, νὰ μὴν μπορῆ νὰ τοῦ τὴν πάρη, ἂ δὲν τοῦ τὸ εἰπῆ. Ἔτσι μία βολὰ ἐπήγαινε καβελάρης ὁ ὄστος εἰσὲ στράτα· λοιπόν, ἐκεῖ τὸν ἀπάντησε ὁ Χάρος καὶ λέγει του· “Ποῦ πάγεις, ὄστο; Ἐγὼ ἐρχόμουν διὰ νὰ σοῦ πῶ νὰ ’ρδινιαστῆς, ὅτι ἦρθε καιρὸς νὰ σὲ πάρω. Λοιπόν, ἅμα σὲ ἀπάντησα ἐδῶ, κάνει χρεία νὰ σὲ πάρω.”. Ὁ ὄστος τοῦ λέγει· “Παρεκαλῶ σε, Χάρο, κάμε μου μία χάρη: ἔλα νὰ πᾶμε εἰς τὸ σπίτι μου, νὰ σταθῆς νὰ ’ρδινιάσω τὰ παιδιά μου, τὸ σπίτι μου, καταπῶς ἔναι ἡ τάξη, κι ἀπ’ ἐκεῖ μὲ ἔπαρε.” Ἔτσι ἄκουσέ τον ὁ Χάρος κ’ ἐκίνησε κ’ ἦλθε μὲ δαῦτον. Ὅταν ἧλθε εἰς τὸ σπίτι του, ἤγουν εἰς τ’ ὀσταρίο, λέγει τῆς γυναικός του καὶ τῶν παιδιῶ του· “Ὀρδινιάσετε ὄξω στὴν αὐλή, στρώσετε τάβλα ἀπουκάτου εἰς τὴν ἀπιδέα, νὰ φάω, νὰ πιῶ μὲ τὸ Χάροντα, ναὑχηθῶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ τοὺς μερίσω καὶ τὰ ροῦχα μου.” Ἐν τῷ ἅμα ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του ἔδραμαν κ’ ἔκαμαν ὡς καθὼς τοὺς εἶπε. Λοιπὸν ἐκάθησε μὲ τὸν Χάρον ἀπουκάτου εἰς τὴν ἀπι- δέα κ’ ἔτρωγαν κ’ ἔπιναν κ’ ἐχαίρετον ὁ Χάρος μὲ δαῦτον, πὼς ἔστεκε νὰ πάρη τὴν ψυχή του. Λοιπόν, τρώγοντας, λέγει του ὁ ὄστος· “Ἔβλεπε τὴν ἀπιδέαν ἐτούτην: τέτοια ὄμορφα ἀπίδια κάνει, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦλθε μὲ τοὺς μαθητάδες του κ’ ἔφαγε ὄξ αὐτά. Λοιπόν, ἐγὼ εἶ- μαι ἀδύνατος καὶ δὲν ἠπορῶ ν’ ἀνέβω νὰ σώσω ὀξ αὐτά, κι ἀνέβα, ἔπαρε νὰ ἴδης τί ἐπάρματα εἶναι.” Ἔτσι ὁ Χάρος τρέχοντας σηκώνεται κι ἀνεβαίνει ἀπάνω καὶ κόφ- τει ὀξ αὐτὰ καὶ, ὅταν ἔρχεται νὰ κατέβη, δὲν ἠπόρει νὰ κατέβη, μόνο ἐκόλλησε ἐκεῖ. Ἔτσι ὁ ὄστος τοῦ λέγει· “Χάρο, στέκε ἐσὺ ἐτοῦ ἀπάνω κ’ ἐγὼ <θ> ὰ νὰ εἶμαι στ’ ὀσταρίο μου κ’ εἰς τὰ παιδιά μου!” Ἐβλέποντας ὁ Χάρος ὅτι ἔκαμε ἕνα μήναν εἰς τὴν ἀπιδέα, καὶ δὲν ἔναι τρόπος νὰ κατέβη, ἔπεσε εἰσὲ πάτους μὲ δαύτονε. Ἔτη σ’ ἔτη πολλὰ δὲν ἦτον τρόπος ποτὲ ὁ ὄστος νὰ τοῦ πῆ νὰ κατέβη. Λοιπὸν μία ἡμέρα τοῦ τάσσει κι ὀμνύει ὅρκους φρικτοὺς ὅτι· “Κατέβασέ με καὶ μὴν τρομά <ξης> νὰ σὲ ’γγίξω, ἄμε νὰ σὲ κάμω σύντροφο.” Λέγει του ὁ ὄστος· “Καὶ τί συντροφιὰ νὰ κάμω ἐγὼ μ’ ἐσένα;” Λέγει του· “ὅτι νὰ μὴν τρομῶ νὰ παίρνω ἄθρωπο ἀπὲ τὸ <ν> κόσμο ἂ δὲν παγένης ἐσὺ πρῶτα εἰς αὐτόν, κ’ ἐκεῖνον ὅποιον μοῦ εἰπεῖς ὅτι νὰ πάρω, ἐκεῖνο <ν> νὰ πάρω, κ’ ἐμὲ νὰ λέγουν Χάρο κ’ ἐσέ.”","ὄστος = πανδοχέας, ταβερνιάρης [ιταλ., βεν. osto] ὀσταρία = πανδοχείο, ταβέρνα ὀσταρίο = πανδοχείο, ταβέρνα κάμη κελάτσιο = καταλύσει [το κελάτσιο: δωμάτιο· φρ. κάνω κελάτσιο: σταθμεύω, καταλύω]· γευματίσει [κατά μία άλλη άποψη, από το κελάτσιο(ν): κολατσιό, πρόγευμα] Ἄμε = πήγαινε εἴτι = οτιδήποτε ἀπιδέαν = αχλαδιά ἐδεπὰ = εδώ (επίρρ.) ὀξ = από (πρόθ.) βολὰ = φορά ’ρδινιαστῆς = ετοιμαστείς κάνει χρεία = είναι ανάγκη τάβλα = τραπέζι μερίσω = μοιράσω Ἐν τῷ ἅμα = σύντομα, αμέσως (επιρρ. έκφρ.) ἔδραμαν = έτρεξαν σώσω = φτάσω ἐπάρματα = λεία/αποκτήματα ἔπεσε εἰσὲ πάτους = διαπραγματεύτηκε (έκφρ.) ὀμνύει = ορκίζεται τρομῶ = τολμώ",,Λαϊκές αφηγήσεις,Ανώνυμος Abstract,"Έμμετρη ιστορική αφήγηση με θέμα την εισβολή του τουρκικού στόλου στο κυκλαδίτικο νησί. Παραδίδεται ανώνυμα και χρονολογείται λίγο μετά τα αναπαριστώμενα γεγονότα που συνέβησαν στις 19 Μαΐου 1668, κατά την τελική φάση του Κρητικού Πολέμου. Στους 672 σωζόμενους στίχους ο ανώνυμος ποιητής παρουσιάζει, στην καθομιλουμένη κρητική διάλεκτο της εποχής και σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, τα τραγικά συμβάντα που κορυφώνονται με τον θρήνο των αιχμαλώτων για την απώλεια της πατρίδας τους.",,,Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου,Ανώνυμος Οι προετοιμασίες του βεζίρη για την πολιορκία του Κάστρου/Ηράκλειου (στ. 1-40),"Ο βεζίρης καταφθάνει στην Κρήτη για να εποπτεύσει ο ίδιος τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Βενετών και διατάζει τον καπουδάν πασά (= ναύαρχο) Καπλάν-Μουσταφά να στρατολογήσει άντρες από την Ανατολή. Ο καπουδάν πασάς επιστρέφει με ενισχύσεις και το τουρκικό στράτευμα είναι έτοιμο να συμμετάσχει στην πολιορκία του Κάστρου/Χάνδακα (στ. 1-40). Στὸ πόρτο μέσα νά ’μπουσι ἐφοβοῦντα καὶ τῆς Παρκιᾶς μὲ μάνιτα ἀπονοῦντα καημοὺς πολλοὺς καὶ πάθη νὰ τσῆ δώσου, τσ’ ἀνθρώπους τση νὰ πιάσου νὰ σκλαβώσου. Καὶ ἔτσι τὸ ριζικὸ τὸ ἀσβολωμένο ἤθελε τῶν ἀνθρώπων τῶν καημένω: Ὁ πόλεμος τῆς Κρήτης νὰ ἀρχινίσῃ, γυρεύγοντας ὁ Τοῦρκος νὰ νικήσῃ. Καὶ ἐπῆγεν ὁ βιζίρης μὲ φουσσᾶτα καὶ εἶχεν τὰ κάτεργά του ὅλα γεμᾶτα. Καὶ φθάνει στὰ Χανιὰ καὶ ντεσμπαρκάρει καὶ ἐκεῖ τὸ ἀσκέριν του ὅλο ρεποσσάρει. Καὶ πάραυτας μὲ γράμμα τοῦ βιζίρη τὸν καπετὰν-πασᾶ τότες σπιδίρει τὰ κάτεργα νὰ τὰ ξαναφορτώσῃ λαό, εἰς τὰ Χανιὰ πάλι νὰ σώσῃ. Καὶ ὁ Μουσταφᾶς-Καπλὰν σὰν προκομμένος, τσῆ μάχης ξακουστὸς καὶ παινεμένος, μισσεύει ἀπ’ τὰ Χανιὰ μὲ τὴν ἀρμάδα καὶ κάνει δίχως ἄργιτα λεβάδα. Καὶ εἰς τῆς Ἀνατολῆς τὰ μέρη ἐδράμα, καθὼς ἐξεκαθάριζε τὸ γράμμα. Λαὸ ξαναφορτώνει καὶ γυρίζει στὸν τόπον, ποὺ ὁ βιζίρης τὸν ὁρίζει. Καὶ ἀπῆτις ἐκουβάλησε τὸ ἀσκέρι καὶ ἐπλάκωσε καιρός τὸ καλοκαίρι, πάραυτας ὁ βιζίρης τσ’ ὁρισμούς του ξαπλώνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ στοὺς ἐδικούς του. Καὶ διαλαλεῖ νά ’ναι ὅλοι ὀρδινιασμένοι, μικροί, μεγάλοι τ’ ἄρματα ζωσμένοι, διατί εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ κινήσῃ στὸ Κάστρο διὰ νὰ πάῃ νὰ πολεμήσῃ. Καὶ εὐθὺς ἐμαζωκτήκασιν οἱ Τοῦρκοι. Τὴ νιάκαρην ἐπαίζαν καὶ ταμπούκι, ξυπνῶντας πᾶσα ἕνα παλληκάρι, ἔτσι πεζὸν ὡσὰν καὶ καβαλλάρι. Ποιὸς νά ’χε στοχασθῆ τὸ τόσον πλῆθος καὶ νὰ μὴ φρίξῃ, νὰ γενῇ σὰν λίθος, τὴν ταραχὴν τὴν τόσην τοῦ φουσσάτου καὶ τὰ σημάδια ἐκεῖνα τοῦ θανάτου!","πόρτο = λιμάνι (η λ. σήμερα παρωχημένη, διαδεδομένη στη ναυτική ορολογία· από το ιταλ. porto) μάνιτα = α) θυμό, οργή, β) μίσος, κακία [η μάνητα] ἀπονοῦντα = απειλούσαν [απονούμαι ως μτβ.] ἀσβολωμένο = άτυχο, δυστυχισμένο [ασβολωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ρ. ασβολώνω ως επίθ.] βιζίρης = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Πορτρέτο μεγάλου βεζίρη (ίσως του Χεκίμογλου Αλή Πασά), φιλοτεχνημένο από τον Jean-Etienne Liotard, στην Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου[πηγή: Wikimedia Commons] ανώτατος οθωμανός αξιωματούχος με στρατιωτική και διοικητική εξουσία [ο βεζίρης ή βιζίρης, από το τουρκ. vezîr] φουσσᾶτα = στρατεύματα, πλήθος ενόπλων [μεσαιων. το φουσάτον και φοσσάτον, από το υστερολατ. fossat(um): στρατόπεδο] κάτεργά = Το «Reale» επιστρέφει στο λιμάνι, ελαιογραφία άγνωστου καλλιτέχνη (περ. 1694), Εθνικό Ναυτικό Μουσείο, Παρίσι [πηγή: Wikimedia Commons]""> Το «Reale» επιστρέφει στο λιμάνι, ελαιογραφία άγνωστου καλλιτέχνη (περ. 1694), Εθνικό Ναυτικό Μουσείο, Παρίσι [πηγή: Wikimedia Commons]μεγάλα πολεμικά πλοία, γαλέρες [το κάτεργον] ντεσμπαρκάρει = αποβιβάζεται, ξεμπαρκάρει [ντεσμπαρκάρω, από το βεν. desbarcar] ἀσκέριν = Ο στρατός του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς κατά τη διάρκεια της μάχης του Μοχάτς (1526), μικρογραφία του Lokman, 1588 [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Ο στρατός του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς κατά τη διάρκεια της μάχης του Μοχάτς (1526), μικρογραφία του Lokman, 1588 [πηγή: Wikimedia Commons] ο (οθωμανικός) στρατός (από το τουρκ. asker) ρεποσσάρει = αναπαύεται, ξεκουράζεται [ρεποσσάρω ως αμτβ., από το βεν. repossar] καπετὰν-πασᾶ = αρχηγό του τουρκικού στόλου, αρχιναύαρχο [ο καπετάν (ή καπουδάν) πασάς· βλ. τουρκ. kapudan paşa και βεν. capitan pascia] σπιδίρει = στέλνει [σπιδίρω ή σπεδίρω, από το ιταλ. spedire] νὰ σώσῃ = να φτάσει [σώνω] μισσεύει = φεύγει, αναχωρεί ἀρμάδα = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Η οθωμανική αρμάδα ανοιχτά του Ινδικού Ωκεανού (16ος αι.), έργο ανώνυμου ζωγράφου[πηγή: Wikimedia Commons] ναυτική δύναμη, στόλο [η αρμάδα, από το ιταλ. armata] ἄργιτα = αργοπορία, καθυστέρηση [η άργιτα] λεβάδα = αποπλέει [φρ. κάνει λεβάδα· η λεβάδα: ανοιχτό λιμάνι, από το βεν. levada] ἐξεκαθάριζε = όριζε, διάταζε ἀπῆτις = από τη στιγμή που, αφότου (σύνδ. χρον.) πάραυτας = αμέσως, ευθύς (επίρρ.) διαλαλεῖ = διακηρύσσει, ανακοινώνει δημόσια [διαλαλώ] ὀρδινιασμένοι = προετοιμασμένοι, έτοιμοι [ορδινιασμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ορδινιάζω ως επίθ.] ἄρματα ζωσμένοι = φορώντας τα όπλα τους νιάκαρην = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Ζουρνάς ή νιάκαρη[πηγή: Wikimedia Commons] είδος πνευστού, σάλπιγγα [η νιάκαρη, από το βεν. gnacara και το ιταλ. gnacchera] ταμπούκι = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Φωτογραφία νακαρά από το Αζερμπαϊτζάν[πηγή: Wikimedia Commons] τύμπανο, ταμπούρλο [το ταμπούκι, αλλιώς ο (α)νακαράς]",,Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου,Ανώνυμος Η ξαφνική επίθεση του Καπλάν-Μουσταφά σε κυκλαδίτικα νησιά και η απόφασή του να λεηλατήσει την Παροικιά (στ. 69-156),"Στους στίχους που παραλείπονται, περιγράφεται λεπτομερώς το μεγάλο πλήθος του τουρκικού στρατού και γίνεται αναφορά στη διαίρεση της ναυτικής δύναμης από τον καπουδάν πασά σε δύο τμήματα (στ. 41-68). Το ακόλουθο απόσπασμα εστιάζει στην ξαφνική επίθεσή του σε γειτονικά κυκλαδίτικα νησιά (Φολέγανδρος, Σίκινος, Ίος). Ο καπουδάν πασάς προτίθεται να λεηλατήσει και να ερημώσει τη Σίφνο, όμως μεταπείθεται και στρέφεται εναντίον της Παροικιάς της Πάρου (στ. 69-156). Καὶ ἔστοντας νὰ ἀπομείνῃ ἀλαφρωμένος, διατὶ ἦτον ὁ βιζίρης μισσεμένος, ἤβαλε γνώμη στὰ νησὰ ν’ ἀράξῃ καὶ ξέχωρα τὴν Πάρο νὰ ρημάξῃ. Καὶ φεύγει ἀπ’ τὰ Χανιὰ καὶ ξεπορτίζει, τὰ κάτεργά του ὅλα ξαρμπουρίζει. Πρῶτο νησί, ὁπού ’βρηκε νὰ πιάσῃ, ἤτονε στὴ<ν> Πολύκανδρο καὶ ’ράσσει. Κ’ οἱ γέροντες ὡς εἶδα τέτοιον πρᾶμα, μὲ τὸ κανίσκι πάραυτας ἐδράμα. Καὶ τὸν Καπλὰν-πασᾶ ὅλοι προσκυνοῦσι καὶ θέλημα ἐζητήσασι νὰ βγοῦσι. Μὰ αὐτόνος σὰν ἐδέχθη τὸ κανίσκι, πρόφασι τῶ γερόντω τοὺς εὑρίσκει, πὼς θέλει τὰ χαράτσια ὁποὺ χρωστοῦσι, ἀλλέως στὴν καδένα ὅλοι νὰ μποῦσι. Καὶ μὲ τὸ λόγο ἤπαιξε λεβάδα, δίδουν οἱ σκλάβοι δυνατὴ παλλάδα. Καὶ τόμου ἀπ’ τὴν Πολύκανδρο μισσεύγει, σὰν τὸ λεοντάρι ξάφτει καὶ ἀγριεύγει, θέλοντας ’ς κάθε τόπον διὰ νὰ σώσῃ, πάθη τῶν Χριστιανῶν πολλὰ νὰ δώσῃ. Σπεδίρει δύο κάτεργα μὲ βία καὶ ἤδωκε καὶ τῶν μπέηδων ἐξουσία νὰ πάσιν εἰς τὴν Σίκινο καὶ τότες τσὶ γέροντες νὰ πάρουν καὶ τσὶ Νιῶτες· καὶ ἀπῆτις τσὶ σηκώσουσι, νὰ ’ρθοῦσι εἰς τὸ Δεσποτικὸ νὰ τὸν εὑροῦσι. Μισσεύγει τὸ λοιπὸ ὁ πασᾶς καὶ πιάνει εἰς τὸ Δεσποτικὸ καὶ ἄλλο δὲν κάνει. Μονάχα τὸν Κιοσὲ πάραυτα κράζει νὰ πάρῃ τὴν βουλήν του ’ς τὰ λογιάζει. Λέγει του: «Εἶντα μοῦ λές ’ς τοῦτο νὰ κάμω; Ἐγώ ’λεγα στὴ Σίφινο νὰ δράμω, μὲ ἀπόφασι νὰ τήνε ξεμπιτάρω, γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ ἄνδρες νὰ πάρω· γιατὶ ἔχω γροικητὰ –καὶ κάτεχέ το– τὸ πλοῦτος ἐκεινοῦ τοῦ Μιχελέττο· καὶ ἐμένα τὰ χαράτσα μου κρατίζει καὶ χαρανιὰ καὶ τσόχες μὲ στολίζει. Καὶ ὄξω ἀπὸ τοῦτο πέμπει καὶ μεγάλα σοκκόρσα εἰς τὸ Κάστ<ρ>ο πλιὰ παρ’ ἄλλα καὶ τσ’ ὁρισμοὺς ποτὲ δὲν ὀμπιδίρει, μηδὲ καὶ ἐμέ, μηδὲ καὶ τοῦ βιζίρη. Μὰ τοῦ Κιοσὲ πολλὰ τοῦ ντεσπιαζέρει καὶ τοῦ Καπλὰν-πασᾶ φιλεῖ τὸ χέρι, πάσχοντας τὴν βουλήν του νὰ γυρίσῃ καὶ ἀκούρσευτη τὴν Σίφινο νὰ ἀφήσῃ, γιατὶ ἤτονε περίσσα φιλεμένος, μὲ αὐτὸν τὸν Μιχελέττο ἀγαπημένος. Καὶ ἤπασχε μὲ τὰ λόγια νὰ μαλάξῃ τὴ γνώμη τοῦ πασᾶ νὰ τὴν ἀλλάξῃ. Λέγει του: «Διὰ τὴν ὥρα μὴ γυρέψῃς τὴ Σίφινο νὰ πάγῃς νὰ κουρσέψῃς. Καὶ γροίκησε τὰ λόγια τὰ δικά μου, σὰ δοῦλός <σου> πιστὸς πού ’μαι, πασᾶ μου. Καὶ ἐγὼ σοῦ βρίσκω χώρα νὰ πατήσῃς, τὴν Παροικιά, ὁποὺ νὰ εὐχαριστήσῃς, πρᾶγμα πολὺ καὶ ἀνθρώπους να τσῆ πάρῃς καὶ ὁλότελα νὰ τήνε ξε<μ>πιτάρῃς. Καὶ ἄ θές νὰ ’δῇς, πασᾶ μου, τὴν ἀλήθεια, ’δὲ τῶ Φραγκῶ ποιοὶ δίδουσι βοήθεια. Μόνο ἀπὸ τὴν Παρκιὰ τῶς κουβαλοῦσι σοκκόρσο διὰ νὰ μᾶσ<ε> πολεμοῦσι. Καὶ δὲν ψηφοῦν τὸ γράμμα τοῦ βιζίρη, μηδὲ κανείς τως δὲν μᾶς ὀμπιδίρει· καὶ εἶναι καθολικὰ χαϊνεμένοι καὶ μὲ τοὺς Φράγκους εἶναι ὅλοι δοσμένοι. ’Σ κοντολογιὰ ὅσους καὶ ἂν ἔχῃ ἡ Πάρος πέτουνται μὲ τσὶ Φράγκους καὶ ἔχου θάρρος. Σμίγουσι μετ’ αὐτοὺς καὶ χαϊνετεύγου καὶ ἐμᾶς δὲν μᾶς ψηφοῦν, μηδὲ γυρεύγου. Νὰ ’δῇς ξεχωριστὰ τσὶ μαγατζᾶδες, πὄχουν οἱ προεστοὶ πραγματευτᾶδες, γεμάτους τσὶ καφέδες καὶ ληνάρια, τυριὰ καὶ ρύζα, λάδια καὶ σιτάρια, σίδερα καὶ σχοινιά, τάβλες καὶ τράβες. Καὶ σκλάβους ἀγοράζουσι καὶ σκλάβες ἀπὸ τσὶ Μουσουλμάνους τσὶ ἐδικούς μας· γιὰ ταῦτα δὲν ψηφοῦν τοὺς ὁρισμούς μας. Τοῦτά ’λεγε ὁ Κιοσὲς σὰν καταδότης τσῆ Παροικιᾶς καὶ ’πίβουλος προδότης. Καὶ ἤκαμε τὸν πασᾶ καὶ ἐπίστευσέν του καὶ εἰς ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ ζήτα ἐπήκουσέν του. Βάνει βουλὴν κακὴν καὶ ἀποφασίζει, φουσκώνει δυνατὰ καὶ ξαφορμίζει. Δίδει ὀρδινιὰ νὰ στέκουν ἀπαρκιᾶδοι οἱ μπέηδες νὰ φύγουσι τὸ βράδυ.","ἔστοντας = επειδή συνέβαινε/συνέβη να (μτχ. αορ. του ρ. είμαι σε θέση αιτιολ. συνδ.) μισσεμένος = φευγάτος, αυτός που έχει αναχωρήσει [μτχ. μέσου παρακ. του μισεύω ως επίθ.] ξέχωρα = ιδιαιτέρως, με ιδιαίτερη ένταση (επίρρ.) ξεπορτίζει = βγαίνει από το λιμάνι κάτεργά = πολεμικά πλοία, γαλέρες [το κάτεργον] ’ράσσει = προσορμίζεται, αγκυροβολεί [αράσσω ή αράζω] οἱ γέροντες = προεστοί, δημογέροντες (βλ. και το σχόλιο του στ. 142) κανίσκι = δώρο (εδώ) ἐδράμα = έτρεξαν [δράμω και τρέχω] στὴν καδένα ὅλοι νὰ μποῦσι = θα μπουν όλοι στη φυλακή [έκφρ. μπαίνω στην καδένα: φυλακίζομαι· καδένα: αλυσίδα, από το βεν. cadena] ἤπαιξε λεβάδα = σήμανε τον απόπλου [έκφρ. παίζω λεβάδα· η λεβάδα: ανοιχτό λιμάνι, από το βεν. levada] παλλάδα = το συγχρονισμένο κτύπημα των κουπιών στο νερό [η παλάδα, από το βεν. palada και ιταλ. palata] τόμου = μόλις (χρον. επίρρ.) ξάφτει = ""ανάβει"" (μεταφ.), θυμώνει [ξάφτω ή εξάφτω ως αμτβ.] Σπεδίρει = στέλνει μπέηδων = τιμητικός τίτλος για αξιωματούχους της οθωμανικής αυτοκρατορίας [ο μπέ(γ)ης, από το τουρκ. bey] κράζει = φωνάζει, καλεί βουλήν = γνώμη, συμβουλή Εἶντα = τι (ερωτημ. αντων.) ξεμπιτάρω = ερημώσω απομακρύνοντας με τη βία τους κατοίκους της γροικητὰ = ακουστά (επίρρ.) κάτεχέ = γνώριζε, ξέρε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του κατέχω] σοκκόρσα = βοήθειες [το σοκκόρσο, από το ιταλ. soccorso] Κάστ<ρ>ο = η πρωτεύουσα της Κρήτης, το Ηράκλειο (βλ. και σχόλιο στον στ. 32, 1ο απόσπ.) ὀμπιδίρει = υπακούει (από το ιταλ. obbedire και obbidire) τοῦ ντεσπιαζέρει = τον δυσαρεστεί, δεν του αρέσει [ντισπιαζέρω, από το ιταλ. dispiagere] μαλάξῃ = ηρεμήσει, γαληνεύσει, καταπραΰνει [μαλάσσω ως μτβ.] κουρσέψῃς = κάνεις ληστρική ή πειρατική επιδρομή, λεηλατήσεις [κουρσεύω ως μτβ.] νὰ εὐχαριστήσῃς = να ευχαριστηθείς, να ικανοποιηθείς εἶναι καθολικὰ χαϊνεμένοι = είναι πραγματικά αποστάτες/προδότες [χαϊνετεύγω: προδίδω, γίνομαι προδότης] ’Σ κοντολογιὰ = με λίγα λόγια [έκφρ. εις κοντολογίαν] πέτουνται = υπερηφανεύονται, κομπορρημονούν μαγατζᾶδες = αποθήκες, καταστήματα, εργαστήρια [ο μαγατζάς] πραγματευτᾶδες = έμποροι [ο πρα(γ)ματευτής· σήμερα η λ. παρωχ. σημαίνει τον πλανόδιο έμπορο, τον γυρολόγο] ’πίβουλος = δόλιος, ύπουλος, που σκέπτεται κακό εναντίον κάποιου (επίθ.) ξαφορμίζει = χάνει τα λογικά του, τρελαίνεται [ξαφορμίζω] ὀρδινιὰ = διαταγή, εντολή [η ορδινιά] ἀπαρκιᾶδοι = έτοιμοι [επίθ. απαρκιάδος]",,Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου,Ανώνυμος Οι διαδοχικοί τουρκικοί αντιπερισπασμοί και η εισβολή στην παριανή πρωτεύουσα (στ. 229-312),"Στους στίχους που παραλείπονται, οι Αντιπαριώτες επιβεβαιώνουν τους Παροικιώτες ότι στόχος του Καπλάν-Μουσταφά είναι η Σίφνος. Παρ’ όλα αυτά, ο οθωμανικός στόλος εισέρχεται στο λιμάνι της Πάρου (στ. 157-228). Στο ανθολογούμενο απόσπασμα, οι Παροικιώτες εγκαταλείπουν τις εστίες τους, ενώ ο Καπλάν-Μουσταφάς, με νέο αντιπερισπασμό, δέχεται δύο προεστούς αντιπροσώπους στο καράβι του· όμως, η τουρκική δύναμη εισβάλλει αστραπιαία στο νησί (στ. 229-312). Ἀπόξω ἀπὸ τὶς Πόρτες ἐφανῆκα, τὴν Κυριακὴ ταχὺ ἐξημερωθῆκα. Θωροῦν τα οἱ Παροικιῶτες καὶ ἐτρομάξα καὶ διὰ βοηθὸ τὴν Παναγία ἐκράξα. Σύρνουν φωνή, μαζώνουνται οἱ ἀνθρῶποι, γεμώνουν τὰ στενά, πήζουν οἱ τόποι. Τρέμουσι ἀπὸ τὸ φόβο καὶ δειλιοῦσι, τὰ κάτεργα ξανοίγουν καὶ μετροῦσι. Καὶ ἀπῆτις ἀραδιάσαν καὶ εἴδασίν τα καὶ σαράντα ἑπτὰ ἐμετρήσασίν τα, ἐτότες τὸ λογιάσα ὅσοι εἶχαν γνῶσι, πὼς ἦρθεν ὁ πασᾶς νὰ τσὶ σκλαβώσῃ. Ἀρχίζουν οἱ γυναῖκες οἱ καημένες, περιττοπλιὰς οἱ Κρητικὲς οἱ ξένες, νὰ κλαίσι, νὰ θρηνοῦνται τὴ σκλαβιάν τως, τὴν κακορριζικιὰν καὶ τὴν ξενιάν τως, λέγοντας μοιρολόγια, ὁποὺ κάνα τσ’ ἀνθρώπους μαῦρα δάκρυα καὶ ἐβγάνα. Δὲν ξεύροντας εἰς τοῦτο πῶς νὰ διάξου, τὰ ροῦχά ντως ’ς ποιὸν τόπο νὰ φυλάξου, κλαίσι τὴν συμφορά τως καὶ τοὺς πόνους, ποὺ τσ’ ἤξωσεν ἡ μοῖρα τόσους χρόνους ἀπὸ τσὶ Τούρκους νά ’χουσι τρομάρες, καημοὺς καὶ πάθη, βάσανα καὶ ἀντάρες. Δὲν ξεύρου εἶντα νὰ ’ποῦν καὶ ποῦ νὰ δώσουν ἀπὸ τὸ φόβο κεῖνο νὰ γλυτώσουν, γιατὶ καμμιὰ δὲν εἴδασι βοήθεια ἀπ’ ἄνθρωπον † γιὰ † μὰ τὴν ἀλήθεια· στοχάζουνται στὸ μέσος τὴ μεγάλη σύγχυσι, ὁποὺ γροικᾶτο πλιὰ παρ’ ἄλλη στὸ θλιβερὸ ποὺ σκόρπα τὸ μαντᾶτο. Καὶ ὅλοι τὸν νοῦντως εἶχαν ἄνω κάτω, φεύγου καὶ ἀ<μ>παντονάρου τὰ δικά τως, σπίτια καὶ ροῦχα καὶ ὅλα τὰ καλά τως· καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ὅλοι ἐπαραδῶσαν στὴν τόσην ταραχή, ὁποὺ τσὶ πλακῶσαν. Τσὶ δέκα ἐννιά ’τον τότες τοῦ Μαΐου, πρὶ δώσουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, πού ’δασιν τὴν ἀρμάδα οἱ Παροικιῶτες πὼς ἦτον μαζωμένη ὄξω <’ς> τὲς Πόρτες. Ἀμ’ ὁ πασᾶς μὲ πονηριὰ μεγάλη ἔκανε πὼς μισσεύει ἀγάλη-γάλη μὲ κόμπωμα νὰ μηδὲ φοβηθοῦσι οἱ ἄνδρες, οἱ γυναῖκες νὰ σκιακτοῦσι. Ἐπέρασε λοιπὸν καὶ ἀποκολώνει στὸ Ἅϊ-Φωκὰ καὶ ὅλους τσὶ κομπώνει. Δύο κάτεργα σπεδίρου, μπαίνου μέσα καὶ ἄσπρη παντιέρα στὸ κατάρτι ἐστέσα. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ μὲ πόδια κουρασμένα, μὲ ἱδρῶτες καὶ μὲ στήθια ματωμένα τσὶ στράτες καὶ γκρεμνὰ ἐπερπατοῦσα καὶ εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἀνάπλαγα ἐκρατοῦσα. Ποιὸς ἀπ’ τὸ φόβο, πού ’χε τοῦ θανάτου, μηδὲ παιδιῶ ἐθυμᾶτο οὐδὲ πραγμάτου. Μὲ κλάηματα οἱ γυναῖκες ἀποβγάνα τσ’ ἄνδρες τως καὶ πολὺ καημὸν ἐπιάνα. Ἐδέτσι τὰ παιδιὰ καὶ τσὶ ἀδελφούς τως, τὰ ’γγόνια τως καὶ τσὶ ἄλλους ἐδικούς τως μὲ λύπη, μὲ λακτάρα πλιὰ παρ’ ἄλλη, σύγχυσι καὶ κακομοιριὰ μεγάλη. Ἀφήνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιάσῃ –νὰ τὸ γροικήσῃ ποιὸς νὰ μὴ θαυμάσῃ!– τὸ φόβο τὸν πολύ, πού ’χαν ἐτότες γιὰ τὴν ἀρμάδα ἐκεῖνοι οἱ Παροικιῶτες. Δίδουν βουλὴν νὰ πά συναπαντήξου τὰ κάτεργα, τσὶ μπέηδες νὰ σμίξου, νὰ γνώσουν ὁ πασᾶς τως εἶντα θέλει γὴ ἀνὲ ζωὴ γὴ θάνατος τοὺς μέλλει. Καὶ τὸν Πρωτόδικο ἐτότες κράζου τὸ Νικολό, καλὰ τὸν ὀρδινιάζου. Σὰ γέροντας ὁπού ’τονε τῆς χώρας, δίδουν του καὶ ἄλλο σύντροφο τῆς ὥρας. Γιαννάκι Βυτσαρᾶ τὸν ὀνομάζου καὶ τῆς κερὰ-Μαρίνας τόνε κράζου. Κινοῦσιν καὶ οἱ δύο συντροφιασμένοι, τὴ βάρκα πά νὰ δοῦν, ποὺ τσ’ ἀνεμένει. Μὰ αὐτεῖνοι ὡστὲ νὰ ὀρδινιαστοῦσι, εὐθὺς τὸν καπετὰν-πασᾶ θωροῦσι καὶ ἤρχετο μέσα μὲ ὅλη τὴν ἀρμάδα, μὲ δυνατὴ καὶ μὲ φρικτὴ παλλάδα. Καὶ οἱ σάλπιγγες ἐπαίζαν καὶ ἐλαλοῦσαν καὶ ἄλλα πολλὰ παιγνίδια ὁποὺ βαστοῦσαν. Καὶ μιὰν ἀναμιγὴ τόση ἐγροικᾶτο, ὁποὺ ἡ Παροικιὰ ὅλη ἐμουγκᾶτο.","ταχὺ = πρωί [το ταχύ, εύχρ. μόνο στην ον. και αιτ. εν.] Θωροῦν = βλέπουν, αντικρίζουν ἐκράξα = ζήτησαν με φωνές, επικαλέστηκαν [κράζω ως μτβ.] τὰ κάτεργα = τα πολεμικά πλοία, τις γαλέρες [το κάτεργον] ξανοίγουν = βλέπουν, αντικρίζουν ἀπῆτις = από τη στιγμή που, αφότου (σύνδ.) ἀραδιάσαν = προσορμίστηκαν, αγκυροβόλησαν (υποκ. τα κάτεργα) περιττοπλιὰς = και μάλιστα, προ πάντων (επίρρ.) ξενιάν = την ξενιτιά, εδώ με την έννοια της προσφυγιάς νὰ διάξου = να πράξουν, να ενεργήσουν [διάγω] ἤξωσεν = προκάλεσε, προξένησε [αξιώνω] ἀντάρες = στενοχώριες, σκοτούρες [η αντάρα] εἶντα = τι (ερωτημ. αντων.) νὰ δώσουν = να πάνε, να κατευθυνθούν στὸ μέσος = εντωμεταξύ (έκφρ.) ἀ<μ>παντονάρου = εγκαταλείπουν (από το ιταλ. abbandonare) τὴν ἀρμάδα = τον στόλο (από το βεν. armada) μισσεύει = φεύγει, αναχωρεί [μισεύω] ἀγάλη-γάλη = αργά και σταθερά, βαθμιαία (επίρρ.) κόμπωμα = πονηριά, πλάνη, απάτη [το κόμπωμα] ἀποκολώνει = οπισθοχωρεί τσὶ κομπώνει = τους παραπλανά, τους ξεγελά [κομπώνω] σπεδίρου = στέλνουν [σπεδίρω] παντιέρα = σημαία (από το ιταλ. bandiera) ἀνάπλαγα = πλαγιές βουνού [το ανάπλαγον] ἀποβγάνα = αποχαιρέτιζαν, ξεπροβόδιζαν [αποβγάνω] Ἐδέτσι = έτσι ακριβώς (επίρρ.) θαυμάσῃ = απορήσει, μείνει κατάπληκτος (μτβ.) Δίδουν βουλὴν = αποφασίζουν [έκφρ. δίδω βουλή] γὴ = ή (διαζευκτ. σύνδ.) κράζου = φωνάζουν, καλούν ὀρδινιάζου = συμβουλεύουν, καθοδηγούν [ορδινιάζω] γέροντας = προεστός, δημογέροντας (βλ. σχόλιο στον στ. 142, 2ο απόσπ.) ὡστὲ νὰ ὀρδινιαστοῦσι = μέχρι να ετοιμαστούν παλλάδα = το συγχρονισμένο κτύπημα των κουπιών παιγνίδια = πολεμικά μουσικά οργάνα (εδώ) ἀναμιγὴ = θόρυβος, αναταραχή ἐμουγκᾶτο = έβγαζε άγριες φωνές ή βογγητά [μουγκούμαι]",,Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου,Ανώνυμος Η λεηλασία της Παροικιάς και ο θρήνος των αιχμαλώτων χριστιανών (στ. 469-636),"Στους στίχους που μεσολαβούν μεταξύ των επιλεγμένων αποσπασμάτων, περιγράφεται η αιχμαλωσία προεστών, γερόντων και ιερέων· γίνεται, επίσης, αναφορά στο θαύμα της Παναγίας της Καταπολιανής, χάρη στην οποία ελευθερώνεται και επιστρέφει μετά από καιρό ο γιος του Μακρή Κοντύλη (στ. 313-468). Στο παρακάτω απόσπασμα οικίες λεηλατούνται και πυρπολούνται, ενώ από το τουρκικό μένος δεν γλιτώνει ούτε η εκκλησία της Καταπολιανής. Το σωτήριο τέχνασμα ενός τουρκοθρεμμένου νέου Έλληνα επισπεύδει την τουρκική αποχώρηση, καθώς οι αιχμάλωτοι χριστιανοί θρηνούν για την απώλεια της πατρίδας τους (στ. 469-636). Καὶ ἀπῆτις ἐσκλαβῶσαν τοὺς ἀνθρώπους τρέχοντας μὲ θυμὸ σὲ ὅλους τσὶ τόπους, ἐβάλαν εἰς τὸ νοῦν καὶ ἄλλη ἀσωτία, νὰ πάν νὰ γδύσουν καὶ τὴν Παναγία. Καὶ τρέχουσιν καὶ πάσιν θυμωμένοι καὶ βλέπουν τὴν εἰκόνα σκεπασμένη μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι καὶ λιθάρια καὶ μὲ πολλῶ λογιῶ μαργαριτάρια. Ἔτσι καὶ τοῦ Χριστοῦ ἦτον γεμισμένη ἡ εἰκόνα του ἡ ἁγία ἀσημωμένη. Καὶ μὲ ἀφοβιὰ μεγάλη ὅσοι καὶ ἂν ἢσαν ἐκεῖνες τὲς εἰκόνες τὲς ἐγδύσαν. Σὰν τσὶ λῃστᾶδες ’ράσσου θυμωμένοι καὶ δὲ νοοῦν τὸ κρῖμα οἱ ὠργισμένοι νὰ μὴν κρατοῦν τιμὴν στὴν ἐκκλησία, μηδὲ καὶ νοιώθου εἶντά ’ναι ἡ Παναγία. Καὶ ἀπῆς τ’ ἀσήμια ἐπῆραν καὶ τὰ ἄλλα ποὺ βρίσκουνταν καὶ εἰκόνες πλιὰ παρ’ ἄλλα καὶ δύο λαμπάδες ἄσπρες, ὁποὺ ἄλλες ὡσὰν αὐτὲς δὲν ἤτανε μεγάλες καὶ τὰ φανάρια ἐκεῖνα τὰ γυαλένια, ὁπού ’σανε στὴ μέση κρεμασμένα, ἐπῆράν τα καὶ αὐτὰ τὴν ὥραν κείνη, γιατὶ οὐδεμιὰ δὲν ἔχου ’μπιστοσύνη. Καὶ ἕνας λεβέντης βλέποντας τὸ κάλλος, ὁπού ’χε ὁ Σταυρωμένος ὁ μεγάλος, ποὺ στ’ Ἅγιον Βῆμα ἀπάνω εἶναι βαλμένος καὶ ὅλος ἀπάνω κάτω εἶν’ χρυσωμένος, καὶ δὲ μπορῶντας στὰ ψηλὰ νὰ σώσῃ καὶ μὲ τὰ χέρια ἀπάνω του ν’ ἁπλώσῃ ἔσυρε μία πετριὰ καὶ ἐκτύπησέν του καὶ ἀπ’ τὸ πτερὸ κομμάτι ἐτσάκισέν του. Καὶ ὅσα κακὰ ἐμπορέσα ὅλα τὰ κάμα ὅσοι στὴν ἐκκλησιὰ τότες ἐδράμα. Καὶ ἡ Καταπολιανὴ ἡ εὐλογημένη ἐπόμεινε καὶ αὐτείνη κουρσευμένη. Τότες ὁ καπετὰν-πασᾶς ἐβγαίνει ἀπὸ τὸ κάτεργό του καὶ παγαίνει εἰς τοῦ Σκληροῦ τὰ σπίτια καὶ σιμά του ἤσυρνε τὸν Κιοσὲ γιὰ συντροφιά του. Καὶ τὸν Ἀπτὶ-Κατὶρ-πασᾶ ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸν εἶχε μὲ σπουδὴ μεγάλη. Καὶ ἀπῆς ἀνέβη ἀπάνω καὶ καθίζει, ἐτότες ὁ Κιοσὲς πάλι ἀρχινίζει. Τὰ περασμένα λόγια ξαναλέγει καὶ τὸ Σκληρὸ καταφρονᾷ καὶ λέγει τὸ πῶς ραγιᾶς δὲν εἶναι ἐδικός τως, μάλιστα ἐχρὸς καὶ ἀντίδικός τως καὶ πὼς δὲν τσὶ ψηφᾷ τσὶ Μουσουλμάνους, ἀμμὲ παρτολογᾷ τσὶ Βενετσάνους. Κανίσκι οὐδὲ χαράτσι δὲν πλερώνει, μονάχα σὰν χαΐνης μᾶς κομπώνει. Καὶ ὅσοι ’ναι στὴν ἀρμάδα τόνε ζάρου καὶ ἔρχουνται οἱ ἀφεντᾶδες καὶ λοντζάρου στὰ σπίτια τοῦτα, ποὺ θωρεῖς, πασᾶ μου, καὶ πίστευε στὰ λόγια τὰ δικά μου. Βρίσκουνται καὶ ἄλλοι ἐδῶ κατοικημένοι ξένοι, πτωχοὶ καὶ πλούσιοι πανδρεμένοι, μὰ πείθουνται <σ’ ἐμᾶς> καὶ μᾶς τιμοῦσι καὶ τσὶ ὁρισμούς μας ὅλοι προσκυνοῦσι. Ἀμμὴ αὐτὸς δὲν πρέπει νά ’χη ζῆσι καὶ πρᾶμα οὐδὲ κανεὶς νὰ μὴν τ’ ἀφήσῃ. Πρέπει λοιπόν, πασᾶ μου, νὰ τοῦ κάψῃς τὰ σπίτια του, πολλὰ νὰ τόνε βλάψῃς. ’Δὲ τὸ στολίδι, πού ’χει τούτη ἡ σάλλα, καὶ ὅλα τὰ σπίτια τοῦτα τὰ μεγάλα καὶ τσὶ κασέλλες τως τσὶ καρυδένιες, βενέτικες καδέγλες μπομαδένιες. Ἔμπα στὴν κάμαράν του νὰ ξανοίξῃς τί στολισμὸ τῆς ἔχει γιὰ νὰ φρίξῃς: τὸ στρῶμά του μὲ σιδηρὴ καριόλα καὶ τὸ ρετράτο, ὁπού ’χει ἀπάνω σ’ ὅλα. Γροικῶντάς τα ὁ Καπλὰν ἅφτει καὶ σβήνει τὰ σωθικά του βράζου σὰν καμίνι. Καὶ τῶ λεβέντω εὐθὺς λέγει νὰ ξάψου φωτιὰ καὶ αὐτὰ τὰ σπίτια <του> νὰ κάψου. Μαζώνουσι τὰ σκάννια καὶ καδέγλες καὶ τάβλες καὶ ὅσες ἤτανε κασέλλες. Σιμώνει καὶ ὁ πασᾶς καὶ ἀτός του πιάνει καὶ τὸ ρετράτο στὴν φωτιὰ τὸ βάνει. Καὶ τότες κατεβαίνου ἀπὸ τὴ σκάλα καὶ ἐχαίρετο ὁ Κιοσὲς τὸ πὼς ἐβάλα φωτιά, γιατὶ πολλά ’τον ἐχθρεμένος μὲ τὸ Σκληρὸ καὶ πλήσα κακιωμένος. Καὶ ὥστε νὰ καλοκατεβοῦν τὴν σκάλα ἤπιασεν ἡ φωτιὰ σ’ ὅλην τὴ σάλλα. Καὶ ἡ κάμαρη ἡ μεγάλη ὡς καὶ αὐτείνη ἐκάγηκε γιὰ μιὰ τὴν ὥρα κείνη. Μέσα στὴν καταδίκη καὶ τὴ ζάλη, πού ’χαν οἱ Χριστιανοί, μικροὶ μεγάλοι, ἔλαβε ἀποκοτιὰ ἕνα παλληκάρι γιὰ θαύμασμα τσῆ Παναγιᾶς καὶ χάρι, γιατὶ ἦτον στὴν Τουρκία μαθημένος κ’ ἤτονε καὶ εἰς τὴν γλῶσσαν παιδεμένος. Βλέποντας τὸ κακό, ὁποὺ στὴ χώρα ἐκάνασιν οἱ Τοῦρκοι αὐτὴν τὴν ὥρα, σοφίζεται καὶ πάγει ἐκεῖ, ὁπού ’σα οἱ Τοῦρκοι καὶ τὰ ροῦχα ἐκουβαλοῦσα. Ράσσει καὶ αὐτὸς λεβέντικα ντυμένος κ’ ἤτονε καὶ αὐτὸς συντροφιασμένος. Βγάνει τὰ πασουμάκια του, σαλτάρει στὴ θάλασσα, πὼς τάχα τσὶ ἀιδάρει. Καὶ ἡ γλῶσσά του καὶ ἡ φορεσὰ ποὺ φόρειε τινὰς νὰ τὸν γνωρίσῃ δὲν ἐμπόρειε. Καὶ μὲ τὴ θάλασσά ’γρανε τσὶ βράκες ποὺ φόρειε ἐκεῖ ποὺ στέκουντο κ’ οἱ βάρκες. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ στρέφετο ὁ Καπλὰν μὲ τσ’ ἄλλους ἐκείνους τσὶ πασᾶδες τσὶ μεγάλους, πάγει ὀμπροστὰ εὐθὺς τὸ παλληκάρι καὶ τοῦ πασᾶ ἀρχινᾷ νὰ ροζονάρῃ πὼς εἶδε ἡ βίγλα <τώρᾳ> ἕνα γαλιόνι καὶ ὅπου καὶ ἂν εἶναι ἐδῶ μᾶς ἀποσώνει. Καὶ ἔρχεται ὁ ντουναλμᾶς ἀπὸ τὴ Μῆλο καὶ Ἀπτὶ-Κατὶρ-πασᾶς πιάνει ἕνα ξύλο. Στὸ χέρι τοῦ τὸ δίνει διὰ νὰ δράμῃ ὅλους τσοὶ Τούρκους νὰ μαζώξῃ ἀντάμι. Δίδει του καὶ ἕνα Τοῦρκο νὰ παγαίνῃ μαζί του, νά ’ν’ καὶ οἱ δύο συντροφιασμένοι. Καὶ αὐτόνος νά ’χῃ τὴν ἐξιὰ νὰ δέρνῃ τσὶ Τούρκους εἰς τὰ κάτεργα νὰ παίρνῃ. Καὶ ὡς ἤλαβε ἐξουσία τὸ παλληκάρι τσὶ Τούρκους γιὰ νὰ πάγῃ νὰ μπαρκάρῃ, τρέχει μὲ τὸ ραβδὶ ἀπάνω κάτω καὶ τῶ λεβέντω ἐσκόρπα τὸ μαντᾶτο. Τρέχοντας τὸ λοιπὸν μὲ προκοσύνη κανένα ἀπ’ τσὶ λεβέντες δὲν ἀφήνει, μὰ ὅσοι τὸν ἀπαντῆξαν ἤδερνέν τους καὶ νὰ μπαρκαριστοῦσιν ἔβιαζέν τους. Καὶ ὅσοι ἀπὸ τσὶ λεβέντες ἐβαστοῦσα ροῦχα καὶ μὲς στὴ στράτα ἐπαρατοῦσα, τσ’ ἤδερνε δυνατὰ καὶ ἀπ’ τὴν τρομάρα ὅ,τι καὶ ἂν ἐβαστοῦσα χάμαι τ’ ἀμμολλάρα. Καὶ ὅσοι εἶχαν ριζικὸ τότες τὰ παῖρνα καὶ τῶ νοικοκυρῶ δὲν τὰ γιαγέρνα, γιατὶ σὲ τέτοια μέτρα ἄλλοι πτωχένουν καὶ ἄλλοι, ποὺ δὲν ἔχουσι, πλουτένουν. Καὶ ἐδέτσι μ’ ἔτοιον τρόπον ἐσυρθῆκαν, στὰ κάτεργα οἱ λεβέντες ὅλοι ἐμπῆκαν. Καὶ αὐτὸ τὸ παλληκάρι μὲς στὴ χώρα ἐκρύφθηκε ζιμιὸ κείνη τὴν ὥρα. Καὶ πάραυτα ὁ πασᾶς κάνει λεβάδα. Σηκώνεται ὀξοπίσω ὅλ’ ἡ ἀρμάδα καὶ φεύγει ἀπὸ τὸ πόρτο ὅλη τότες καὶ ἐκλαίγασιν οἱ σκλάβοι οἱ Παροικιῶτες. Ἄλλο στὸ μισσεμὸ δὲν ἐγροικοῦντα παρὰ τῶν γυναικῶν, ὁποὺ θρηνοῦντα. Καὶ σὰν ἐξεπορτίσα καὶ ἐμακρύνα, τὰ πάθη τως πλιὰ τότες ἐπληθύνα. Ποιὸς νά ’χε στοχασθῆ τσὶ Παροικιῶτες, ποὺ κλαῖγαν τὴν σκλαβιάν τως ὅλοι τότες καὶ ἐστέκουντα πικριὰ ὅλοι καὶ ἐθωροῦσα, τὴν χώραν τως κλιτὰ ἀποχαιρετοῦσα. Σὰν τὴ<ν> ψυχὴ πονοῦμε, ὅντε<ν> ἀφήσῃ ἔρημο τὸ κορμὶ καὶ νὰ χωρίσῃ, ἔτσι μᾶς δίδει θλῖψι ὁ κουρσεμός σου, πατρίδα μας γλυκειά, ἀποχωρισμός σου, γιατὶ καλλιά ’ν’ ὁ θάνατος ’ς καθένα παρὰ ζωὴ κριμένη καὶ εἰς τὰ ξένα, ἀπῆτις τὴν πατρίδα τὴ γλυκειά του χάσῃ καὶ ξορισθῇ ἀπ’ τὰ γονικά του. Πῶς νά ’χωμε τὴ ζῆσι διχωστά σου καὶ ν’ ἀποχωριστοῦμε ἀπὸ κοντά σου; Νὰ χάσωμε τὸ ἔχει μας ’ς μιὰν ὥρα καὶ ἔρημη νὰ ἀπομείνῃ ὅλη ἡ χώρα; Πόσες πτωχὲς ἐκακομοιριαστῆκα ξεχωριστὰ ’ποὺ τσ’ ἄνδρες, ποὺ πιαστῆκα. Τὸ πόρτο τσῆ Παρκιᾶς ὅλο ἐμουγκήθη ἀπ’ τὸ περίσσο δάκρυο ποὺ χύθη.","ἀπῆτις = από τη στιγμή που, αφότου (σύνδ.) νὰ γδύσουν = να ληστέψουν, να λεηλατήσουν ’ράσσου = ορμούν, χυμούν [αράσσω ως αμτβ.] τὸ κρῖμα = ηθικό παράπτωμα, αμαρτία εἶντά = τι (ερωτημ. αντων.) νὰ σώσῃ = να φτάσει ἐδράμα = έτρεξαν [δράμω και τρέχω] κουρσευμένη = λεηλατημένη, ληστεμένη [κουρσε(υ)μένος, μτχ. μέσου παρακ. του κουρσεύω ως επίθ.] καπετὰν-πασᾶς = αρχηγός του τουρκικού στόλου, αρχιναύαρχος τὸ κάτεργό = πολεμικό πλοίο, γαλέρα ἀπῆς = αφού, από τη στιγμή που (χρον. σύνδ.) ραγιᾶς = ο χριστιανός υπήκοος (υποτελής-σκλάβος) του σουλτάνου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας παρτολογᾷ = μεροληπτεί υπέρ, υποστηρίζει [παρτολογώ] Κανίσκι = εδώ σημαίνει ένα είδος φορολογικής εισφοράς χαΐνης = προδότης (από το τουρκ. hain) κομπώνει = ξεγελά, εξαπατά ζάρου = συμπαθούν [(ου)ζάρω (μεσαιων.), από το ιταλ. usare] λοντζάρου = καταλύουν, διαμένουν (από το βεν. lozar) Ἀμμὴ = αλλά, όμως (σύνδ.) σάλλα = το σαλόνι, ο χώρος υποδοχής των επισκεπτών, το μεγαλύτερο και συνήθως το ωραιότερο δωμάτιο του σπιτιού (ιταλ. sala) κασέλλες = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Αγγλικό μπαούλο του 16ου αιώνα, φτιαγμένο από δρυ (βελανιδιά), Ακαδημία Τεχνών, Χονολουλού[πηγή: Wikimedia Commons] κιβώτια, σεντούκια [η κασέλα, από το βεν. cassela] καδέγλες = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Ξύλινη καρέκλα από καρυδιά, τέλη 16ου αιώνα [πηγή: Wikimedia Commons] καρέκλες [η καδέγλα και καρέκλα, από το παλαιότ. βεν. charegla] μπομαδένιες = λουστραρισμένες [επίθ. μπομαδένιος(;) άγνωστης ετυμολογίας] νὰ ξανοίξῃς = να δεις, να αντικρίσεις [ξανοίγω] καριόλα = βάση, σκελετός κρεβατιού [η καριόλα, από το ιταλ. carriola] ρετράτο = πορτρέτο, η προσωπογραφία (ιταλ. ritratto) Γροικῶντάς = ακούγοντας τὰ σκάννια = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Επιχρυσωμένο γραφείο (περ. 1680), φτιαγμένο από έβενο, τριανταφυλλιά και κασσίτερο, Μουσείο της Λεγεώνας της Τιμής, Σαν Φραντσίσκο, Καλιφόρνια[πηγή: Wikimedia Commons] θρανία, γραφεία [το σκάνι(ο), από το ιταλ. scanno] τάβλες = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Ξύλινα πτυσσόμενα τραπέζια του 17ου αιώνα, Αγγλία, εποχή Καρόλου Β΄ [πηγή: Wikimedia Commons] τραπέζια [η τάβλα, από το λατ. tabula] γιὰ μιὰ = αμέσως, διαμιάς (επίρρ.) ἀποκοτιὰ = θάρρος, τόλμη [η αποκοτιά] λεβέντικα = όμοια με τούρκο πεζοναύτη (επίρρ.) πασουμάκια = είδος υποδήματος [το πασουμάκι, από το τουρκ. paşmak] σαλτάρει = πηδάει, κάνει σάλτο (ιταλ. saltare) ἀιδάρει = βοηθάει [αϊδάρω, από το βεν. aidar] νὰ ροζονάρῃ = να κουβεντιάζει βίγλα = σκοπιά, φρουρά (από το λατ. vigilia ή vigiliae) γαλιόνι = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Βενετικό γαλιόνι του 16ου αιώνα, ξύλινο μοντέλο στο Μουσείο Ναυτικής Ιστορίας, Βενετία[πηγή: Wikimedia Commons] μεγάλο πολεμικό και μεταγωγικό πλοίο με τέσσερα κατάρτια (βεν. galion) ἀποσώνει = προφταίνει ντουναλμᾶς = Η ισπανική αρμάδα στις αγγλικές όχθες. Ελαιογραφία σε καμβά, περ. 1620-1625. Μουσείο Ρέικς, Άμστερνταμ.[πηγή: Wikimedia Commons] ""> Cornelis Claesz van Wieringen, Η ισπανική αρμάδα στις αγγλικές όχθες. Ελαιογραφία σε καμβά, περ. 1620-1625. Μουσείο Ρέικς, Άμστερνταμ.[πηγή: Wikimedia Commons] (τουρκικός) στόλος [ο ντονανμάς ή ντουναλμάς, από το τουρκ. donanma] δράμῃ = τρέξει, σπεύσει να βοηθήσει ἀντάμι = μαζί (επίρρ.) ἐξιὰ = εξουσία ἀπαντῆξαν = συνάντησαν [απανταίνω] μπαρκαριστοῦσιν = επιβιβαστούν σε πλοίο [μπαρκαρίζομαι, από το ιταλ. imbarcare] ἀμμολλάρα = άφηναν να πέσουν κάτω [αμολάρω, από το ιταλ. mollare ή ammollare] μέτρα = κατάσταση, περίσταση [το μέτρον (στον εν. και πληθ.)] ζιμιὸ = αμέσως, μεμιάς, γρήγορα (επίρρ.) κάνει λεβάδα = αποπλέει [έκφρ. κάνω λεβάδα] ὀξοπίσω = από πίσω, στο πίσω μέρος (επίρρ.) πόρτο = λιμάνι πλιὰ = περισσότερο (επίρρ.) κλιτὰ = ταπεινά, με συντριβή (επίρρ.) κουρσεμός = λεηλασία καλλιά = καλύτερα (επίρρ.) κριμένη = βασανιστική [κριμένος, μτχ. παρακ. του κρίνομαι ως επίθ.] γονικά = α) οικογένεια, γονείς, ""σπίτι"", β) πατρίδα [ουδ. του επιθ. γονικός ως ουσ., εδώ στον πληθ.] ἔχει = περιουσία [απρμφ. του έχω ως ουσ.] ἐκακομοιριαστῆκα = έγιναν δυστυχισμένες [κακομοιριάζομαι] ἐμουγκήθη = αντήχησε (προκ. για δυνατό θόρυβο, ήχο, φασαρία) [μουγκούμαι]",,Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου,Ανώνυμος Abstract,"Το στιχούργημα Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν του Ζακύνθιου Μάρκου Δεφαράνα είναι έργο με ηθικοδιδακτικό-παραινετικό περιεχόμενο. Γράφτηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, απαρτίζεται από 788 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και ουσιαστικά αποτελεί συμπίλημα αποσπασμάτων από άλλα έργα. Η γλώσσα του συνιστά ένα συνονθύλευμα από κρητικούς ιδιωματικούς τύπους και αρχαΐζοντα στοιχεία.",,,Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν,Δεφαράνας Μάρκος Σεβασμός προς τον Θεό (στ. 1-44),"Ο πατέρας δηλώνει ότι με τη βοήθεια του Θεού θα παράσχει συμβουλές στον γιο του, από τις οποίες η πρώτη είναι ο σεβασμός και η υπακοή στο θέλημα του Θεού. Πᾶσα ἀγαθὴ διδασκαλιὰ κι ἀρχὴ καλοῦ πραγμάτου πορεύεται ἀπὸ πατρός, υἱοῦ κι ἁγιοῦ πνευμάτου. Δὲν ἔν’ νὰ κράζω τὸ λοιπὸν τὲς Μοῦζες τῶν Ἐλλήνω(ν) μὰ ’ς τὴν Τριάδα τὴν ἁγιὰν τὴν κεφαλήν μου κλίνω, διὰ νὰ μοῦ δώκῃ χάριταν εἰς νοῦν καὶ εἰς κονδύλι, νὰ γράψω καὶ νὰ δηγηθῶ μὲ τὰ δικά μου χείλη, ὅτι τὸν μοναχὸν υἱὸν καὶ ἀκριβὸν τὸν ἔχω νὰ βάλω στράταν κι ἀρετὴν βούλομαι καὶ ξετρέχω. Διατὶ ὁ νεὸς τὰ μέλλοντα καὶ κεῖνα τὰ δὲν πράξῃ σὰν ὄνειρο τοῦ φαίνονται, ἄλλος νὰ τὰ διατάξῃ. Δι’ αὐτὸ ἐγὼ ὁ πολυπαθής, τέκνον μου ἠγαπημένον, τὰ ἔμαθα μὲ πολλὴ πικριὰ εἰς καιρὸν ἀπερασμένον, νὰ σὲ διδάξω βούλομαι κι ὀλπίζω νὰ πιστέψῃς τοὺς λόγους ποῦ σοῦ θέλω εἰπεῖ καὶ νὰ μηδὲν ὀκνέψῃς. Καθημερνὰ νὰ μελετᾷς καὶ νὰ κρατῇς ἀλήθεια καὶ τοῦτες οἱ διδασκαλιὲς δὲν εἶναι παραμύθια. Λοιπὸν ἡ πρώτη δασκαλιὰ εἰς τὸν Θεὸν τὸν κτίστη καὶ τοῦ παντὸς δημιουργὸ νὰ σέβεσαι μὲ πίστι. Κι αὐτὰ τὰ ὁρίζει ἡ ἐκκλησιὰ ὅλα νὰ τὰ προσέχῃς καὶ <ἀπὸ> τὴν καλὴν βουλὴν καὶ λόγον μὴν ἀπέχῃς. Διατὶ εἰς αὐτὰ ὑποτάσσονται οἱ νόμοι κ’ οἱ προφῆτες κι ὅσοι δὲν τὰ προσέχονται κράζονται Ἀραβῖτες. Μ’ ἀλήθεια ὁ νόμος τῶν ἀρχαιῶν ἦτον αὐτὸς τῆς φύσης καὶ λέγει: «τὸ δὲν θὲς ἐσὺ μηδ’ ἀλλουνοῦ τὸ ποίσῃς». Καὶ μετ’ αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι <χρόνια> πολλὰ ἐζοῦσαν. Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μωϋσῆ, ὅπου τοῦ ἀκλουθοῦσαν μὲ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ δώδεκα σκῆπτρα ὁμάδι, ἐπέρασαν τὴν ἔρημον, κι ὁ Θεὸς διὰ σημάδι τοὺς ἔδωκε δέκα πλακιὰ νὰ τὸν ὑμνολογοῦσι, ὡς ποιητὴν καὶ πλάστην τους νὰ τὸν δοξολογοῦσι. Κ’ ἦτον λαὸς ἀδίδακτος καθόλου δίχως γνῶσι(ν), δι’ αὖτο ἦρθε ὁ Θεὸς τὸν νόμον νὰ ξαπλώσῃ. Κι ἀφήτις ἦλθε ὁ Χριστός, ἐφώτισε κ’ ἐσιάσε, τὴν στράταν ἐκαθάρισε καὶ τὴν γραφὴν ἐφτειάσε. Ὅσοι τὴν στράταν τοῦ Χριστοῦ ὀρέγονται νὰ ὁδεύγουν ἀπ’ ὅ,τι ὁρίζει ἡ ἐκκλησιὰ ἂς βλέπουν νὰ μὴν ἔβγουν. Καὶ ἂς εἶναι τῆς ὑπακοῆς ’ς τῆς ἐκκλησιᾶς τὴν ζέσιν, μὴν πάθουν το ὡς τὸν Ἀδὰμ κ’ εἰς ᾍδην νὰ ξεπέσιν. Ὅτι δὲν ἔν’ πλεὸν λύτρωσις, ἀμὴ ὁ Χριστὸς ἂν ἔλθῃ, τοὺς δίκαιους βάνει εἰς καλόν, τοὺς δὲ κακοὺς εἰς πάθη. Τούτη ἔναι ἡ διδασκαλιά, υἱέ, ποῦ σὲ διδάσκω, νὰ ἔχῃς τὸν φόβον τοῦ Χριστοῦ παρὰ τὰ πάντα πάσχω, καθὼς τὸ λέγει ὁ Σολομὼν εἰς τὰς παραβολάς του: «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» εἰς τὰς ἀπακουάς του.","Πᾶσα = κάθε πραγμάτου = πράγματος πορεύεται = πηγάζει πατρός = τον πατέρα, εδώ ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας υἱοῦ = τον γιο, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας (Χριστός) πνευμάτου = το Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. ἔν’ = είναι κράζω = κάνω επίκληση τὸ λοιπὸν = επομένως Μοῦζες = Μούσες (ιταλ. επίδραση) τὴν κεφαλήν μου κλίνω = σκύβω το κεφάλι μου χάριταν = ό,τι δίνεται ως δώρο από τον Θεό [η χάρις -ιτος] κονδύλι = όργανο γραφής, γραφίδα [το κοντύλιν] μοναχὸν = μοναδικό (επίθ.) ἀκριβὸν = αγαπητό, προσφιλή [επίθ. ακριβός] τὸν = τον οποίο (αναφ. αντων.) στράταν = σωστό τρόπο ζωής (εδώ) [η στράτα: δρόμος, πορεία] βούλομαι = θέλω, επιθυμώ, λογαριάζω, σκέπτομαι ξετρέχω = επιδιώκω, προσπαθώ να κάνω μέλλοντα = αυτά που πρόκειται να συμβούν [μέλλων, μτχ. ενεργ. ενεστ. του μέλλω] τὰ = τα οποία (αναφ. αντων.) διατάξῃ = καθορίσει [διατάσσω] πολυπαθής = πολύπαθος, που έχει υποστεί πολλές δοκιμασίες (επίθ.) ἀπερασμένον = περασμένο, παρελθοντικό ὀκνέψῃς = αμελήσεις, αδιαφορήσεις [οκνώ και οκνεύω] κρατῇς = υπερασπίζεσαι δασκαλιὰ = διδαχή βουλὴν = γνώμη, συμβουλή ἀπέχῃς = απομακρύνεσαι προσέχονται = προσέχουν (αντί προσέχουσι) κράζονται = ονομάζονται, αποκαλούνται [κράζομαι] Ἀραβῖτες = Άραβες, κάτοικοι της Αραβίας [ο Αραβίτης] Μ’ = όμως (σύνδ.) ἀλλουνοῦ = σε άλλον ποίσῃς = κάνεις ὅπου = όταν ὁμάδι = συνολικά, μαζί (επίρρ.) πλακιὰ = πλάκες [το πλακίον, υποκορ. του η πλαξ] καθόλου = εντελώς, πλήρως (επίρρ.) ξαπλώσῃ = διαδώσει, εξαπλώσει ἀφήτις = αφού (σύνδ.) γραφὴν = σύνολο ιερών βιβλίων, Αγία Γραφή ὀρέγονται = ποθούν, επιθυμούν ὁδεύγουν = προχωρούν, βαδίζουν ἔβγουν = παρεκκλίνουν ζέσιν = εξαιρετικό ζήλο [η ζέσις] πάθουν το = το πάθουν ξεπέσιν = ξεπέσουν ἔν’ = είναι, υπάρχει ἀμὴ = αλλά, παρά (σύνδ.) ἔναι = είναι παρὰ τὰ πάντα = περισσότερο από όλα πάσχω = προσπαθώ (εδώ) παραβολάς = το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Παροιμίαι ἀπακουάς = υπακοές [αντί υπακουάς, όπως απομονή αντί υπομονή]",,Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν,Δεφαράνας Μάρκος "Ταπείνωση, υπομονή, αγάπη (στ. 48-70)","Ανάμεσα στις αρετές που ο πατέρας προτρέπει τον νέο να επιδιώκει, είναι η υπομονή, η ταπείνωση και η αγάπη. Ἂς εἶσαι πάντα ταπεινὸς κ’ ὑπομονῆς μεγάλης. Διατ’ <εἶν’> αὐτὴ ἡ ταπείνωσις κ’ ἡ ’πομονὴ ἐκείνη, ὁποῦ ἐστεφανοφόρεσε τὴν ἅγιαν τὴν Μαρίνη, τὸν ἅγιον τὸν φοβερὸν μάρτυρα τὸν Νικήτα, υἱὸν τοῦ Ἰουλιανοῦ [τοῦ] παράνομου ἀποστάτα. Κι ἄλλοι πολλοὶ <’ς> τοὺς οὐρανούς, λαμπάδ’ ὀμπρός τους ἅφτει, μόνον διὰ τὴν ταπείνωσιν κι ὑπομονὴν τοσαύτη(ν). Ἀγάπα πᾶσα ἄνθρωπον νὰ σ’ ἀγαποῦν καὶ σένα καὶ νἄχῃς ὅλα τ’ ἀγαθὰ πάντα ξεδουλωμένα. Διατὶ ἡ ἀγάπη ἔν’ μερτικὸν τῆς ἅγιας Τριάδος, πατρός, υἱοῦ <καὶ> πνεύματος καὶ τῶν ἁγίων μυριάδος· ὅτι ἀγαπῶντα ὁ πατὴρ μὲ τὸν υἱὸν ἀλλήλως, πορεύεται ἐκ τοῦ πατρὸς τὸ ἅγιον πνεῦμα στύλος. Διὰ ταῦτα ὁ Κύριος ἡμῶν πάντων τὰ ἑρμηνεύγει, ’ς τοὺς ἀποστόλους καὶ λαὸν «εἰρήνη πᾶσιν» λέγει. Ὅπου ἔναι ἀγάπη δὲν μπορεῖ σκανδάλισι νὰ πέσῃ, διατὶ δὲν ἀποπλέκεται σὰν τῆς Τριάδος δέσι[ν]. Καὶ μ’ ὅσους καὶ ἂν πορευθῇς <εὐ> σπλαγχνικὸς ἂς εἶσαι καὶ μὴν ὀχλιάζεσαι ποτὲ καὶ μὴ χολομανῆσαι. Ἀπάνω εἰς τὴν ταπείνωσιν ἔχε καὶ τὴν ἀγάπην, γιατὶ θερμαίνει τὴν καρδιάν, ὡσὰν ἡ στιὰ τὴν ῥάπην. Διατὶ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ εἶπε νὰ βασιλεύουν ὅλην τὴν γῆν οἱ ἀγαθοὶ καὶ νὰ τὴν ἀφεντεύουν.","’πομονὴ = υπομονή ἐστεφανοφόρεσε = φόρεσε στεφάνι [στεφανηφορώ και στεφανοφορώ] ἀποστάτα = αρνησίθρησκου [ο αποστάτης] ὀμπρός = μπροστά (επίρρ.) ἅφτει = ανάβει τοσαύτη(ν) = την τόση (δεικτ. αντων.) πᾶσα = κάθε (αντων.) νἄχῃς = να έχεις ξεδουλωμένα = αδέσμευτα [ξεδουλωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ξεδουλώνω και εκδουλώνω ως επίθ.] ἔν’ = είναι μερτικὸν = συστατικό μέρος, στοιχείο μυριάδος = δέκα χιλιάδων, (συνεκδ.) αναρίθμητου πλήθους [η μυριάς -άδος] ἀγαπῶντα = αγαπιούνται ἀλλήλως = αμοιβαία, μεταξύ τους (επίρρ.) στύλος = ισχυρό έρεισμα, στήριγμα ἑρμηνεύγει = εξηγεί, διδάσκει ’ς = σε [πρόθ. εις, πριν από σύμφωνο ’ς] ἀποπλέκεται = λύνεται, ξεμπλέκεται δέσι[ν] = ενότητα, σύνδεσμο [η δέσις] ὀχλιάζεσαι = ενοχλείσαι, θυμώνεις, δυσανασχετείς [οχλιάζομαι και χολιάζομαι (με αμοιβαία αλλαγή της θέσης των δύο πρώτων γραμμάτων)] χολομανῆσαι = κατέχεσαι από σφοδρή οργή [χολομανούμαι] Ἀπάνω = εκτός από, μαζί (επίρρ.) στιὰ = φωτιά ῥάπην = το φυτό τύφη η στενόφυλος ἀφεντεύουν = εξουσιάζουν",,Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν,Δεφαράνας Μάρκος Ελεημοσύνη. Επιλογή φίλων (στ. 135-156),"Στους στίχους που παραλείπονται, ο ποιητής συμβούλευσε τον γιο του να αποφεύγει τις νυχτερινές εξόδους. Στο ακόλουθο απόσπασμα τον προτρέπει να προσφέρει βοήθεια στους ενδεείς, τους φτωχούς ανθρώπους. Δίδε ἀπὸ τὸ ἔχει σου εἰς τοὺς θυλακωμένους, ’ς αὐτείνους τοὺς ἀμπόρετους καὶ τοὺς ἐλυπημένους. Ἔβγαλ’ ἀπὸ τὰ ῥοῦχα σου κατὰ τὴν μπόρεσί σου, καὶ δῶσ’ πτωχῶν χρειαζόμενων κι ἂς ἔν’ διὰ τὴν ψυχή(ν) σου. Φάγε καὶ πιὲ μὲ τοὺς πτωχοὺς σὰν νἆταν ἀδελφοί σου, συντρόφευε κι ἀγάπα τους, σὰν νἆταν ἐδικοί σου. Ἂν λάχῃ ξένος εἰς ἐσέ, βλέπε μὴ τὸν ’νειδίσῃς, ἂν ἔν’ γυμνὸς χρειαζόμενος, αὐτεῖνον νὰ τὸν ντύσῃς. Ῥωμαιό, ἄλλο γένος κι ἂν εἰπῇς, μόν’ χριστιανὸς ἂς ἔναι, ὅ,τι κι ἂν δώσῃς διὰ τὸν Χριστόν, διὰ τὴν ψυχήν σου ἔναι. Ἂν δώσῃς ἕνα, ἑκατὸν εἶπ’ ὁ Χριστὸς νὰ εὕρῃ, μ’ ἂς ἔν’ κρυφὴ ἡ ἔδοσις, κανεὶς νὰ μὴν τὸ ξεύρῃ. Ναῦτες πτωχοὺς κι ἀμάλωτα, αὐτείνους νἄχῃς φίλους, νὰ μπῇς εἰς τὴν Παράδεισον μὲ τοὺς ἁγιοὺς ἀλλήλως. Ἂν ἀγαπάῃς τὸν Χριστόν, βλέπε νὰ μηδὲν σφάλλῃς, κι ἀπὸ τὴν στράταν τὴν καλὴν κανεὶν νὰ μὴν ἐβγάλλῃς. Σμίγε μὲ γέροντας καλούς, ἀνθρώπους ἀξιωμένους, μὲ ἄρχοντας εὐγενικούς, αὐτοὺς τοὺς τιμημένους. Αὐτοὺς (ὁ)ποῦ θέλουν τὸ κρασί, κάνε νὰ τοὺς ἀφήσῃς, κι ἂν πέσῃς εἰς χαροκοπιά, βλέπε νὰ μὴν μεθύσῃς. Καὶ μὴ θελήσῃς συντροφιὰ ποῦ νἆναι ἐντροπή σου, νὰ μὴν σὲ πάρουν ’ς ὄχθρητα ξένοι καὶ ἐδικοί σου.","τὸ ἔχει = την περιουσία θυλακωμένους = επαίτες, ζητιάνους [θυλακωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του θυλακώνω: θέτω στην τσέπη μου] αὐτείνους = αυτούς [δεικτ. αντων. αυτείνος] ἀμπόρετους = αδύναμους, ανήμπορους, ανίσχυρους [επίθ. αμπόρετος] κατὰ τὴν μπόρεσί = κατά τη δυνατότητα δῶσ’ πτωχῶν = δώσε στους πτωχούς χρειαζόμενων = που έχουν ανάγκη [χρειαζόμενος, μτχ. ενεστ. του χρειάζομαι] λάχῃ = τύχει, βρεθεί τυχαία [λαγχάνω] ’νειδίσῃς = κακολογήσεις [ονειδίζω] γυμνὸς = στερημένος από κάτι, αβοήθητος (επίθ.) γένος = φυλή, έθνος ἔδοσις = δόσιμο, ελεημοσύνη ἀμάλωτα = αιχμαλώτους, κρατούμενους ἀλλήλως = μαζί (επίρρ.) νὰ μηδὲν = να μην κανεὶν = κανένα (η λέξη είναι σε χρήση στη Μικρά Ασία) ἀξιωμένους = άξιους, σπουδαίους, σημαντικούς κάνε = προσπάθησε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του κάμνω ή κάνω: δημώδης τύπος] χαροκοπιά = διασκέδαση, αγάπη για τις διασκεδάσεις ὄχθρητα = έχθρα, μίσος [η όχθρητα και έχθρητα]",,Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν,Δεφαράνας Μάρκος Συμβουλές προς νυμφευμένους (στ. 287-324),"Αφού ο ποιητής έδωσε διάφορες συμβουλές (προσευχή, εγκράτεια, εργατικότητα) στον γιο του, τονίζει πως ο άνθρωπος έχει δύο επιλογές για να διάγει τον βίο του: είτε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο είτε να νυμφευθεί. Εδώ τον νουθετεί σχετικά με το δεύτερο. Καὶ λέγω σου διδασκαλιά, ὅταν θελήσ’ ἡ χάρις τοῦ ἁγιοῦ Πνευμάτου, ν’ ἀξιωθῇς ἀρχόντισσα νὰ πάρῃς. Ἀπάν’ ἀπ’ ὅλα εὐγενικὴν γύρεψε νὰ τὴν εὕρῃς, διατὶ ἔναι δύσκολον καὶ αὐτό, κάμε νὰ τὸ ἠξεύρῃς. Ἰδὲς τὰ ἔργα τῶν γονεῶν κι ὅλην τὴν πολιτείαν, κ’ ἔπαρε ξόμπλι ἀπ’ αὐτοὺς ὡς γιὰ τὴν κορασίαν. Μὴ λιμπιθῇς πλουσότητα νὰ σ’ ἀγοράσ’ ἡ κόρη, ἀμὴ τὰ ἔργα τὰ καλὰ καὶ τὸ κορμί της θώρει. Καὶ ἀπήτης τὴν εὐλογηθῇς καὶ μετὰ σέναν ἔρθη, ἂν κάθεται καὶ κράζεις την πέ της εἰς μιὸ νὰ ἔρθῃ, νὰ στέκῃ νὰ σ’ ἀφικραστῇ κατὰ τὴ χρεία πὄναι. Κολάκευε καὶ ἀγάπα την καὶ τὴν καρδιάν σου χῶνε, μήπως καὶ πάρῃ θάρρισμα καὶ κάμῃ κ’ ἔργο σὰν τὸ ζὸ διατ’ εἶν’ ἀποτυχία. Ὅλα ἂς κρατῇ εἰς τὰ χέρια της καὶ ἂς ἔχῃ τὰ κλειδία καὶ σέν’ ἂς δίδῃ τὴν τιμὴν νἄχῃς καλὴν καρδία. Ἂς ἔν’ κυρὰ εἰς τὴν μασαριάν, εἰς ὅλα π’ ἔχει χρείαν, νὰ βλέπῃ ἐκειὸ τὸ σέβεσαι νἄχῃ πλεροφορίαν. Ὁ λόγος σου ἀποκρουστικὸς μὴν ἔν(αι) ποτὲ σ’ ἐκείνη(ν) καὶ τῆς γυναίκας τὴν καρδιὰν ἡ εὐσπλαγχνιὰ τὴν κλίνει. Ὅτι κάλλιον νὰ σ’ ἀγαπᾷ παρὰ νὰ σὲ φοβᾶται, διατὶ ἀπὸ φόβον ὄργητα ’ς τὸν ἄνθρωπον γεννᾶται. Καὶ ἂν σὲ ἀγαπάῃ βλέπεται ποτὲ νὰ μὴ σοῦ σφάλλῃ καὶ ἂν ἀσκοντάψῃ μιὰν φοράν, προσέχεται τὴν ἄλλην. Καὶ τὲς γυναῖκες τοῦ σπιτιοῦ ἐκεῖνη ἂς τὲς διατάσσῃ καὶ μὴν ψηφᾷς ἐσὺ ποτὲ αὐτὲς τὸ τί θὰ φᾶσι. Τὰ ψώνια ἂς εἶναι πλούσια, ὅλους νὰ τοὺς χορταίνουν, νὰ εὐχαριστοῦν τὴν τάβλα σου καὶ νὰ τῆς ἀπομένουν. Δὲν λέγω πετεινόπουλα οὐδὲ παχεὰ γουρούνια, ἀμὴ κατὰ τὴν τάξιν τους ἂς εἶν’ καὶ τὰ μπουκούνια. Καὶ τὲς λαμπρὲς καὶ ἑορτὲς καλύτερα καὶ πλήσια, διατὶ εἶν’ ἡμέρες καὶ [οἱ] ἑορτές, δὲν εἶναι ὅλες ἴσια. ’Σ τὴν φορεσιὰν τῶν γυναικῶν, ἂς τὸ θυμίζῃ ἐκείνη, καὶ ἐνέργα τί νὰ γίνεται νἄχετε καλωσύνην. Καὶ τοὺς φαμέγιους τοῦ σπιτιοῦ ἐσὺ τοὺς ὀρδινιάζε κι ἂν ἔναι φταίσιμον ’ς αὐτοὺς συγκεραστὰ τοὺς σάζε: Δὲν ἔν’ δοσμένο [τῆς] γυναικὸς τοὺς ἄνδρες νὰ διατάσῃ καὶ δίδαξέ τους σπλαχνικά, καλὸς λόγος [ἂς] τοὺς φθειάσει.","διδασκαλιά = διδαχή χάρις = η συνδρομή του Αγίου Πνεύματος, που παρέχεται δωρεάν στους ανθρώπους ἀρχόντισσα = σύζυγο Ἀπάν’ = περισσότερο, κυρίως (επίρρ.) πολιτείαν = τον βίο (του πολίτου) ξόμπλι = παράδειγμα, πρότυπο [το ξόμπλι] ὡς = έτσι (επίρρ.) κορασίαν = κοπέλα, κορίτσι λιμπιθῇς = επιθυμήσεις πολύ, λαχταρήσεις [λιμπούμαι και λιμπίζομαι] πλουσότητα = πλούτο ἀμὴ = αλλά (σύνδ.) θώρει = βλέπε, πρόσεχε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του θωρώ ή θεωρώ] ἀπήτης = από τη στιγμή που (σύνδ.) εὐλογηθῇς = παντρευτείς [ευλογούμαι] κράζεις = φωνάζεις (δυνατά) εἰς μιὸ = αμέσως (επίρρ.) ἀφικραστῇ = ακούσει προσεκτικά, υπακούσει [αφουκρούμαι] χρεία = ανάγκη πὄναι = που είναι, που υπάρχει ζὸ = ζώο μασαριάν = νοικοκυριό [μασαρεύω: στολίζω το σπίτι] ἐκειὸ = εκείνο (δεικτ. αντων.) νἄχῃ πλεροφορίαν = να πληροφορηθεί, να ενημερωθεί ἀποκρουστικὸς = δυσάρεστος (επίθ.) εὐσπλαγχνιὰ = αγάπη κλίνει = κάνει υποχωρητική κάλλιον = καλύτερα (επίρρ.) ὄργητα = οργή, μίσος γεννᾶται = προκαλείται [γεννώμαι] βλέπεται = βλέπει, προσέχει ἀσκοντάψῃ = υποπέσει σε σφάλμα ψηφᾷς = δίνεις σημασία, υπολογίζεις/λογαριάζεις [ψηφώ] φᾶσι = φάνε τάβλα = τραπέζι [η τάβλα, από το λατ. tabula: το u ανάμεσα στα δύο σύμφωνα αποβάλλεται] μπουκούνια = μπουκιές [το μπουκούνι, από την ιταλ. λέξη boccone] λαμπρὲς = γιορτές του Πάσχα πλήσια = πλούσια, σε αφθονία ἡμέρες = εργάσιμες ημέρες ἐνέργα = κάνε ενέργειες [β΄ εν. προστ. ενεστ. του ενεργώ] καλωσύνην = όφελος, αγάπη φαμέγιους = οικιακούς υπηρέτες [ο φαμέλιος και φαμέγιος] ὀρδινιάζε = πρόσταζε, όριζε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του ορδινιάζω] συγκεραστὰ = ανάμεικτα, με μετριοπάθεια (επίρρ.) σάζε = σωφρόνιζε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του (ι)σάζω] δοσμένο = καθορισμένο (από τον Θεό ή από τη φύση), επιτρεπτό, καθιερωμένο· [φρ. δοσμένο γυναικός: επιτρεπτό στη γυναίκα] φθειάσει = διορθώσει",φταίξιμο,Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν,Δεφαράνας Μάρκος Ανατροφή τέκνων (στ. 519-546),"Ο ποιητής παρέχει κάποιες συμβουλές για την ανατροφή των τέκνων, σε περίπτωση που ο νέος επιλέξει τον έγγαμο βίο και αποκτήσει παιδιά. Ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἔχεις παιδιά, πολλὰ ἢ λίγα ἂν εἶναι, ’ς τὸ ἔχει σου μηδὲν θαρρῇς ἀμὴ ’ς τὸ νοῦ σου κρῖνε, ὅτι πλεὸ ἀξίζει μιὰ ἀρετὴ παρὰ καβαλαρίαν, κάμε νὰ μάθουν γράμματα, νἄχῃς εὐχαριστίαν. Γνώρισε καὶ τὴν φύσιν τους καὶ καθ’ ἑνός του δῶσε, νὰ ’ργάσῃ αὐτὴν ’σὰν ῥέγεται καὶ τὴν βουλήν σου σῶσε. Διατὶ ὅποιος ἔχει γράμματα ἢ μάθημα ἢ πρᾶξι, τιμὲς οὐδὲ τοῦ λείπουνται ἢ πλούτη νὰ ’ποτάξῃ. Καὶ τὰ δικά σου πράγματα ἔχε καὶ ’πότασσέ τα, ὥστε νὰ ζῇς, τ’ ἀφέντευγε κ’ ὕστερα μοίρασέ τα. Μὴ στοχαστῇς τὰ μετρικὰ διὰ νὰ εἶναι ὅλα ἴσια, ἀμὴ ὅποιος λείπεται ἀρετήν, δός του τὴν μοῖρα πλήσια. Ἀλήθεια δός του ὀρδινιὰ ἀπὸ παιδιὰ ὡς παιδιά του καὶ ἂν ἀποθάνῃ, νὰ στραφοῦν εἰς τὰ συγγενικά του. Τοὺς ἄλλους αὐτεξούσιους ἄφες τὸ μετρικό τους ὅπου γνωρίζῃς καὶ νοοῦν νὰ βλέπουν τὸ δικό τους. Ἂν λάχῃ νἄχῃς θηλυκὰ κ’ εἰς δέκα χρόνους ἔρθουν, ἀντάμα ἂς θέτουν μετὰ σὲ καὶ ὕστερα ἂς ’γέρθουν. Εἰς τὸν καιρόν τους γύρευε ἄνδρες νὰ τοὺς ἐδώσῃς, στενέψου ἀπὸ τὸ ἔχει σου καλὰ νὰ τὲς παντρέψῃς Γαμβροὺς μελέτησε νὰ βρῇς νἄχουν κορμιὰ ἀκέραια, παρὰ νὰ λείπουν ἀρετὲς καὶ νἄχουσι δηνέρια. Ἂν ἔτυχε ν’ ἀπόθανε ἡ πρώτη σου γυναῖκα καὶ νὰ σοῦ δώσουσι προικιὸν καβαλαρίες δέκα, μὴν παντρευτῇς διὰ τὰ παιδιά, μὴν τὰ παραπονέσῃς, πρόσεχε κι ἀποκράτα τα διὰ νὰ τ’ ἡλικιώσῃς. Ὅτι οἱ μητρυιὲς μὲ τὰ παιδιὰ ἄπειρες πρίκες φέρνουν καὶ τοῦ κυροῦ τους τὴν καρδιὰ πολλὰ μαγκλάβια δέρνουν.","δώσῃ = επιτρέψει ’ς τὸ ἔχει σου μηδὲν θαρρῇς = να μην υπολογίζεις στην περιουσία σου κρῖνε = σχημάτισε γνώμη [β΄ εν. προστ. ενεστ. του κρίνω] πλεὸ = περισσότερο (επίρρ. συγκρ. βαθμού του πολύ) καβαλαρίαν = κτήμα, περιουσία κάμε = φρόντισε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του κάμνω, κάνω] εὐχαριστίαν = ευγνωμοσύνη φύσιν = το σύνολο των φυσικών ιδιοτήτων της διανοίας ή της ψυχής ’ργάσῃ = χρησιμοποιήσει [εργάζω και ’ργάζω] ’σὰν = όπως ῥέγεται = επιθυμεί [ορέγομαι] βουλήν = συμβουλή στοχαστῇς = σκεφτείς [στοχάζομαι] μετρικὰ = μερτικά, μερίδια ἀρετήν = ικανότητα, επιτηδειότητα τὴν μοῖρα = το μερίδιο, τον κλήρο ὀρδινιὰ = εφόδια, χρειώδη ἀπὸ παιδιὰ ὡς παιδιά του = για να έχουν και τα παιδιά των παιδιών του στραφοῦν = μεταφερθούν αὐτεξούσιους = ελεύθερους, ανεξάρτητους [επίθ. αυτεξούσιος] νοοῦν = έχουν λογικό, καταλαβαίνουν βλέπουν = φροντίζουν εἰς δέκα χρόνους ἔρθουν = γίνουν δέκα χρόνων ἀντάμα = μαζί, συγχρόνως (επίρρ.) θέτουν = ξαπλώνουν, πλαγιάζουν ’γέρθουν = σηκωθούν [εγείρομαι] καιρόν = κατάλληλη στιγμή [φρ. (ει)ς καιρόν: στο μέλλον] στενέψου = κάνε οικονομία [β΄ εν. προστ. αορ. του στενεύομαι] ἀκέραια = τίμια, αγνά [επίθ. ακέραιος] δηνέρια = χρήμα, λεφτά (στον πληθ.) [το δηνέριον ή δηνάριον] ἀποκράτα = φρόντιζε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του αποκρατώ] ἡλικιώσῃς = μεγαλώσεις, αναθρέψεις [ηλικιώνω και ηλικιώ] πρίκες = στενοχώριες [η πρίκα] κυροῦ = πατέρα [ο κύρης] μαγκλάβια = βάσανα, μαρτύρια (μεταφ.) [το μαγκλάβιον: ρόπαλο, ραβδισμός, ραβδί (κυριολ.)] δέρνουν = ταλαιπωρούν",,Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν,Δεφαράνας Μάρκος Παραδείγματα δόλιων γυναικών (στ. 581-650),"Ο ποιητής, αφού συμβούλευσε τον γιο του να είναι προσεκτικός στην επιλογή συζύγου, αναφέρει παραδείγματα γυναικών που αποδείχτηκαν πανούργες. Καὶ ἰδὲς τὴν Εὔαν τί ἔκαμε, ὀκ τὴν ἐντολήν ἐβγῆκε καὶ ὡς διὰ τὴν παρακοὴν χίλια καλὰ ἀφῆκε. Καὶ τὸν πρωτόπλαστον Ἀδὰμ ’κ τὴν ἐντολὴν ἐβγάνει καὶ τὴν Παράδεισον εἰς μιὸ αὐτείνη τὴν ἐχάνει. Μ’ αὐτείν’ ἦτον ἡ ἀφορμὴ τῆς πίκρας πᾶσα πρᾶγμα καὶ κοίταξέ το αὐτὸ καλὰ καὶ νὰ τὸ βρῇς ’στὸ γράμμα. Ἡ Μέδαια διὰ τὸν Γιασὸν τὸ τί πρᾶγμα ἐποῖκε, τ’ ἀδέλφι της ἐσκότωσε, τὴν μάνα της ἀφῆκε. Καὶ αὐτείνη ἡ θεόργιστη ἀφήνει τὰ καλά της κ’ ἔλειψε ἀπὸ τὸν τόπο της καὶ ἀπὸ τὰ γονικά της, καὶ μετ’ αὐτεῖνον τὸν Γιασὸν ἔκαμε δυὸ παιδάκια, χαριτωμένα ἤτανε τὰ δυὸ παλληκαράκια. Μὰ ὁ Γιασὸς τὴν ἄφηκε, σ’ αὐτείνην δὲν γυρίζει, μ’ αὐτείνην ἐσιχάθηκε, πολλὰ τὴν ὀνειδίζει. Καὶ ἡ Μέδαια ἀπὸ τὴν πικριὰ τὰ δυὸ παιδιὰ σκοτώνει καὶ διὰ νὰ μὴν τὰ ἰδῇ κανείς παράμερα τὰ χώνει. Καὶ τότες πιάνει ἀνάπτει στιὰ καὶ τὰ παιδιά της βάνει καὶ πόλβερη τὰ ἔκαμε καὶ τότες τὰ ἐβγάνει. Καὶ ὡσὰν γιατρὸς ἐγίνηκε κι ἀποδεκεῖθες βγαίνει, τὴν στράτα αὐτείνη περπατεῖ κ’ εἰς τὸν Γιασὸν πηγαίνει. Ηὗρε αὐτεῖνον τὸν Γιασὸν κι ἔναι ἀρρωστημένος, στὴν κλίνη ἀπάνω ἔστεκε ὡσὰν ἀποθαμένος. Ἔδειξε αὐτείνη ὡσὰν γιατρός, ὡς διὰ νὰ τὸν γιατρέψῃ καὶ κάμνει γνέψι πῶς ὑπᾷ βοτάνι νὰ γυρέψῃ. Καὶ πιάνει ὀκ τὸ σακοῦλι της, ’κ τὴν πόλβερην ἐβγάνει καὶ δίδει του διὰ νὰ τὸ φά’, λέγει του θέλει γιάνει. Αὐτὸς εἰς μιὸ τὸ ἔφαγε διὰ νἄχῃ τὴν ὑγειά του καὶ δὲν γνωρίζει ὁ ἄτυχος ὅτ’ εἶναι τὰ παιδιά του. Κι ἀφότις τὸν ἐτάγισε, παράμερα γυρίζει καὶ λέει διὰ τὴν ἀσθένεια του, καλὰ τὴν ἐγνωρίζει. Καὶ τότε λέγει ἀργὰ ’δεπὰ θέλω διὰ ν’ ἀπομείνω, διὰ νὰ τοῦ δώσω ἄλλο νὰ φά’ βοτάνι τὄχω φίνο. Κι αὐτοῦνοι τὴν παρακαλοῦν μὲ τὴν καλὴ καρδία καὶ δίδουν της μιὰν κάμαρα νἄχῃ πᾶσα ἀδεία. Καὶ αὐτείνη τὸ μεσάνυχτο ἄκου τὸ τί ἐποῖκε, στὴν κάμαρά της ’νάφτει ’στιὰ κι ἀποδεκεῖθες βγῆκε. Καὶ καίγει τότες τὸν Γιασὸν καὶ ὅλα τὰ μεγαλειά του καὶ κεῖνον καὶ τὴν μάνα του καὶ ὅλην τὴν φαμελιά του. Καὶ τότ’ αὐτείνη ἔφυγε σὰν νἆτον ἀναράδα καὶ ὀκ τὴν πολλή της τὴν πικριὰ χάνει τὴν εὐμορφάδα. Καὶ ἰδὲς ἐκεῖνο πὄκαμε ἡ Ἑλένη τοῦ Μενελάου, πόσον κακὸν ἐγίνηκε, ὅσο νὰ τὴν ἐπάρου(ν). Καὶ ἡ Τρωάδα ἐχάλασε δι’ αὐτείνην τὴν αἰτία, ποὔτουν μεγάλη καὶ πολλὴ αὐτόν’ ἡ αὐθεντία. Ὁ Πάρις εἰς τὴν Κυθηριὰ ἐδιάβη νὰ τὴν πάρῃ, διατ’ ἤτουν νέος εὔμορφος κ’ ἤτονε παλληκάρι. Μὰ οἱ Ἕλληνες τὴν ἐντροπὴν ποσῶς δὲν τὴν ἐθέλα(ν) καὶ τῶν Τρωγιάδων ἡ ἀντρειὰ αὐτείνους δὲν ἐφέλα. Κ’ ἰδὲς ἀκόμη γνώρισε αὐτείνη τὴν Ἀντριάνα<ν> πόσοι ’στὴ βρύσι ἐπήγασι ἀντάμα κι ἀποθάναν. Σὰν ὁ Θεσέος ἔσωσε καὶ βάστα τὸ κοντάρι καὶ βρίσκει τὸ φατζόλι της, σκοτώνει τὸ λιοντάρι. Ἰδὲς ἀκόμη τί (ἔ)καμε ἡ Βερσαβὲ ἡ Ἑβραία ἀπὸ τὴν τόσην εὐμορφιά, ἤτουν πολλὰ ὡραία, καὶ ὁ Δαυῒδ ἠθέλησε αὐτείνην ν’ ἀγαπήσῃ καὶ τὄχε αὐτούνου ἡ ὄρεξι μὲ δαύτην νὰ ποιήσῃ. Μ’ αὐτείνη ἤτουν ἡ ἀφορμὴ τὸν ἄνδρα τ’ς νὰ σκοτώσουν καὶ κάμνει γράφουν του χαρτὶ αὐτούνου νὰ τὸ δώσουν. Καὶ ἰδὲς ἀκόμα τὸ Σαμψὼν πῶς τὸν δημηγερτέψαν καὶ πῶς ὀκ τὴν κεφάλην του τὰ μάλλια ἐκουρέψαν. Διατὶ σ’ αὐτεῖνα τὰ μαλλιὰ εἶχε μεγάλην χάριν, τὴν ἔβλεψιν καὶ παίδευσιν κ’ ἤτονε παλληκάρι<ν>. Καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ἀφορμὴν ἐχάσε τὴν ζωή του, ὁποῦ μεγάλην δύναμιν ἐβάστα τὸ κορμί του. Καὶ τὴν κολώνα ἔσυρε καὶ πιάνει καὶ χαλᾷ τη καὶ τότες ἐπλακώθησαν μέσα εἰς τὸ παλάτι. Καὶ ἰδὲς ἐκεῖνο τὄκαμε τοῦ Ἡρώδη ἡ θυγατέρα, τ’ Ἁγιοῦ Γιαννιοῦ τὴν κεφαλὴν νὰ κόψουν μὲ μαχαίρα. Καὶ ἡ μάνα τ’ς ἤτονε ἀφορμὴ νὰ φέρουν ’ς τὴ λεκάνη, νὰ κόψουνε τὴν κεφαλὴν τοῦ μέγα Ἰωάννη.","ὀκ = από (πρόθ.) ἐβγῆκε = απομακρύνθηκε διὰ τὴν παρακοὴν = εξαιτίας της παρακοής αὐτείνη = αυτή (δεικτ. αντων.) θεόργιστη = καταραμένη από τον Θεό [επίθ. θεόργιστος] τὰ καλά της = τα υλικά αγαθά της, τα πλούτη της ἔλειψε = αποχώρησε, έφυγε γονικά = οικογένεια, γονείς, ""σπίτι"" (στον πληθ.) [το γονικόν] ἄφηκε = εγκατέλειψε πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ὀνειδίζει = κατηγορεί, μέμφεται πιάνει = αρχίζει· τίθεται πλεοναστικά με την έννοια του εκτελώ κάτι αποφασιστικά ἀνάπτει = ανάβει πόλβερη = σκόνη, στάχτη [η πόλβερη και πούλβερη, από το ιταλ. polvere] ἀποδεκεῖθες = από εκεί, από εκείνο το μέρος (επίρρ.) κλίνη = κρεβάτι ἔστεκε = στεκόταν Ἔδειξε = παρουσιάστηκε, έδωσε την εντύπωση ὡς διὰ νὰ τὸν = δήθεν για να γνέψι = νεύμα, γνέψιμο [η γνέψις] ὑπᾷ = πηγαίνει ’κ = από (πρόθ.) διὰ νὰ τὸ φά’ = για να το φάει θέλει γιάνει = θα θεραπευτεί, θα γίνει καλά [θέλω + απρμφ. ή αλλοιωμένο απαρεμφατικό τ. ή άκλ. + ρ. = θα (βοηθητικό για δήλ. μέλλ. ή σε δυνητική χρ.)] ἀφότις = αφού (σύνδ.) ἐτάγισε = τάισε ’δεπὰ = εδώ κάπου κοντά (επίρρ.) ἀπομείνω = μείνω, καταλύσω τὄχω = το οποίο έχω φίνο = εξαιρετικό, εκλεκτής ποιότητας [επίθ. φίνος] αὐτοῦνοι = αυτοί (δεικτ. αντων.) ἀδεία = άνεση χώρου, ευρυχωρία ἐποῖκε = έκανε ’νάφτει = ανάβει [ανάφτω και ανάπτω] μεγαλειά = μεγάλα και θαυμαστά έργα (στον πληθ.) φαμελιά = οικογένεια ἀναράδα = νεράιδα εὐμορφάδα = ομορφιά πὄκαμε = που έκανε ὅσο = ώσπου, έως ότου (επίρρ.) ἐχάλασε = καταστράφηκε ποὔτουν = που ήταν αὐθεντία = εξουσία Κυθηριὰ = επίθ. της θεάς Αφροδίτης ἐδιάβη = πέρασε, πήγε [διαβαίνω] ἤτουν = ήταν ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) Τρωγιάδων = Τρώων ἀντάμα = μαζί (επίρρ.) Σὰν = όταν (σύνδ.) Θεσέος = Θησέας βάστα = κρατούσε με το χέρι φατζόλι = είδος κεφαλόδεσμου πολλὰ = πολύ (επίρρ.) τὄχε = το είχε ὄρεξι = ερωτική επιθυμία δαύτην = αυτή (αντων.) τ’ς = της δημηγερτέψαν = εξαπατήσαν [δημηγερτεύω και δημεγερτεύω] χάριν = δύναμη ἔβλεψιν = προσοχή, γνώση ἀφορμὴν = αιτία, λόγο ἐβάστα = διέθετε [βαστώ] τὄκαμε = που έκανε μαχαίρα = μεγάλο μαχαίρι, σπαθί μέγα = μεγάλου",,Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν,Δεφαράνας Μάρκος Παραδείγματα ενάρετων γυναικών. Η Παναγία (στ. 719-788),"Ο συγγραφέας καταλήγει ότι υπάρχουν και ενάρετες γυναίκες, τα ονόματα των οποίων παραθέτει. Εξέχουσα θέση έχει η Παναγία. Μ’ αὐτοὶ ποῦ λέγουσι κακὸν ἔχουν μεγάλο κρῖμα, διατὶ ὅλες δὲν ὁμοιάζουσι οὐδ’ ὅλαι εἶν’ ἕνα κτῆμα. Μὰ κεῖνες ποὖναι ἄτιμες ἂς ἔχουν τὴν κατάραν ἀπὸ τὸν Κύριον τὸν Θεόν, τὸν ἅγιον τὸν πατέρα. Διατὶ εἶναι κρῖμα καὶ ἁμαρτιὰ νὰ λὲς κακὸν διὰ κεῖνες, ὁποῦναι ἄξιες καὶ καλὲς καὶ εἰς τὴν τιμήν τους φίνες. Δὲν ἔν’ λογάρι θησαυρὸς κόρη νὰ ξαγοράσῃ, γυναῖκα ὅπου βρίσκεται εἰσὲ τιμὴν νὰ γεράσῃ. Τὶς ἔχει νοῦν καὶ λογισμὸν αὐτεῖνες νὰ ’παινέσῃ, τὲς ἅγιες ὅπου βρίσκονται ’ς τοῦ οὐρανοῦ τὴν μέση(ν) ! Κ’ ἰδὲς τὸ πῶς εὑρίσκονται καὶ αὐτὲς ἐμαρτυρῆσαν καὶ πόσες (ἐ)κόψαν μὲ σπαθὶ [καὶ] μὲ ῥόδαν ἐγυρίσαν. Αὐτείνην τὴν μαρτύρισσαν, τὴν ἅγιαν Καταιρίνην, τὴν ἄλλην τὴν ἁγιώτατη, τὴν ἅγιαν τὴν Ἐρήνην. Καὶ ἄλλες πολλὲς καὶ ἀμέτρητες αὐτεῖνες ἐφονέψαν καὶ τὴν αἰώνιον ζωὴν αὐτεῖνες ἐγυρέψαν. Ὅλες ἀφήνω εἰς μιὰν μεριὰν καὶ θέλω νὰ γυρίσω μὲ προσευχὴν καὶ δάκρυον σ’ αὐτείνη νὰ μιλήσω. Μὲ προσευχὴν καὶ δάκρυον καὶ μὲ ταπεινοσύνη ’ξ αὐτὴν γυρεύω συμπάθειο [μὲ] μεγάλη ἐλεημοσύνη. Βρισκόμενος ἁμαρτωλὸς καὶ μὲ μεγάλο κρῖμα καὶ πῶς νὰ γράψω ’ς τὸ χαρτὶ καὶ νὰ τὸ βάλω εἰς ῥίμα. Σὲ τὴν μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ὀλπίδα μου καὶ φῶς μου, ὀλπίδα τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ σωτηριὰ τοῦ κόσμου, δέομαι καὶ παρακαλῶ βοήθεια νὰ μοῦ δώσῃς, τὴν προσευχή μου νὰ εἰπῶ, χάρι νὰ μ’ ἀξιώσῃς. Δέσποινα πάντων Δέσποινα, Κυρία χαριτωμένη, ὀλπίδα τῶν ἁμαρτωλῶν, μήτηρ εὐλογημένη. Ὅποιος ἐσὲ παρακαλεῖ εἰς τὴν χάριν σου ἔχει ὀλπίδα καὶ κράζει σε ἀπὸ καρδιᾶς : «νύχτα καὶ ἡμέρα σ’ εἶδα». Ὁπόσους ἀπὸ τὸν πνιμὸν τοὺς ἔχεις λυτρωμένους καὶ πόσους ὀκ τὴν κόλασιν τοὺς ἔχεις ἐβγαλμένους. ’Σ τοὺς ξένους τοὺς ἀγνώριμους εἶσαι ἡ προστασία καὶ αὐτοὺς ὅπου φλογίζονται τοὺς δίδεις τὴν δροσία(ν) ’Σ τὲς χῆρες καὶ εἰς τὰ ὀρφανὰ εἶσαι ἡ προμηθεία, ’ς τοὺς πειρασμοὺς καὶ κόλασες εἶσαι ἡ ἐλευθερία. Τὸ δρόσος εἶσαι τὸ λοιπόν, ἡ σωτηρία, τὸ ἄνθος, ἀπελπισμένων ἡ ἐλπὶς καὶ τῶν πτωχῶν τὸ φράνθος. Τῶν αἰχμαλώτων λυτρωτὴς καὶ τῶν πιστῶν τὸ κράτος, τῶν ἀσθενούντων ἰατρὸς καὶ τῶν στενῶν τὸ πλάτος. Τῶν ὀρθοδόξων καύχημα εἶσαι πολλ’ ἀκουσμένη, τῶν ἱερέων ἡ καλλονή, κυρὰ χαριτωμένη. Δόξα εἶσαι τῶν μοναχῶν, μεγάλη Πλατυτέρα, καὶ τῶν ναυτῶν (εἰ)ς τὸ πέλαγος εἶσαι πάντων μητέρα. Ὁπόσους ἐκ τὸν κίνδυνον τοὺς ἔχεις λυτρωμένους κ’ εἰσὲ καλὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοὺς ἔχεις ἀφερμένους. Καὶ ὅποιος ἐξ ὅλης του ψυχῆς μὲ καθαρὴν καρδίαν τὴν χάρι της παρακαλεῖ εὑρίσκει βοηθείαν. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ ὅλους μὲ σπλαγχνοσύνη, κράζετέ την βοήθειαν, κανείς σας μὴ ἀπομείνῃ. Ὅλοι σας μὲ τὴν προσευχὴν καὶ μὲ [τὴν] ταπεινοσύνη παρακαλέσετέ τηνε διὰ νὰ μᾶς δίδῃ εἰρήνη. Λοιπὸν ὅσο ποῦ στέκεσαι ’ς τὸν κόσμον καὶ ἀπερνάῃς, πρόσεχε ὀκ τὲς ἀδικιὲς ἀπάνω σου μὴ βάνῃς. Εἰς τέτοια πάθη θέλεις ζῇ καὶ τότε νὰ γεράσῃς, χρειά ’ναι τὸ τέλος σου νὰ ’ρθῇ, ’ς τὸν κόσμο νὰ περάσῃς. Ἀτός σου μὲ τὰ χέρια σου δὸς διὰ τὴν ψυχήν σου, νὰ μὴ ἀποθάνῃς καὶ νὰ πῇς, νὰ δώσουν οἱ δικοί σου. Ἀμὴ κατὰ τὸ ἔχει σου δὸς τοῦ Χριστοῦ τὴν μοῖρα, νὰ πᾶν ὀμπρὸς τὰ δῶρα σου ν’ ἀνοίξουσι τὴν θύρα(ν), νὰ μπῇς εἰς τὴν Παράδεισον μὲ τοὺς ἁγιοὺς νὰ ψάλῃς, νὰ λὲς τὸ ἀλληλούϊα, ποτὲ νὰ μὴν τὸ σφάλῃς. Στίχοι τριακόσοι ἐννενῆντα τρεῖς εἶναι ἐπὰ γραμμένοι, ὅλοι εἶναι λόγοι διδακτικοί, ὁποῦ εἶναι ἐπὰ βαλμένοι. Καὶ κεῖνος ὁποῦ τἄκαμε στὴν Βενετιὰ τιμήθη, τὰ γονικά του λέγουσι ’ς τὴν Ζάκυνθο γεννήθη. ’Σ τὸν ξῆντα ἕνα στίχον ἄρχισε ὡς τοὺς ’βδομῆντα πέντε, νὰ βρῇς τὸ πῶς τὸν κράζουσι καὶ τὄνομά του ποιόναι. Τὸ πρῶτον γράμμα ἔπαιρνε ξεπᾶσα ἕνα στίχον, τοῦ τὄδωκα τοῦ καθενός, δὲν βάνω εἰς τὸν ἦχον, ΤΕΛΟΣ","κρῖμα = ηθικό παράπτωμα, αμάρτημα ὅλαι = όλες κτῆμα = πράγμα ὁποῦναι = οι οποίες είναι λογάρι = χρήματα, πλούτος ξαγοράσῃ = εξαγοράσει ὅπου = η οποία (αναφ. αντων.) εἰσὲ = σε (πρόθ.) Τὶς = ποιος (ερωτ. αντων.) λογισμὸν = μυαλό, λογικό ’παινέσῃ = επαινέσει τὴν μέση(ν) = το κέντρο ἐμαρτυρῆσαν = θανατώθηκαν με βασανιστήρια [γ΄ πληθ. οριστ. αορ. του μαρτυρώ] (ἐ)κόψαν = θανάτωσαν [κόπτω] ῥόδαν = τροχό ἐγυρίσαν = περιέστρεψαν, έθεσαν σε κυκλική κίνηση ἐφονέψαν = φόνευσαν ἐγυρέψαν = επιδίωξαν, προσπάθησαν να πετύχουν εἰς μιὰν μεριὰν = παράμερα, κατά μέρος ’ξ = από [πρόθ. εκ (ἐξ, όταν ακολουθεί λέξη που αρχίζει από φωνήεν)] συμπάθειο = συμπάθεια, συγχώρεση Βρισκόμενος = καθώς είμαι ῥίμα = ομοιοκαταληξία δέομαι = παρακαλώ Δέσποινα = κυρία, αφέντρα, η Παναγία χαριτωμένη = που είσαι γεμάτη από τη θεία χάρη μήτηρ = μητέρα· χρησιμοποιείται για την Παναγία, που θεωρείται μητέρα όλων των χριστιανών χάριν = βοήθεια κράζει σε = σε επικαλείται Ὁπόσους = πόσους [αντων. οπόσος] πνιμὸν = πνιγμό ἔχεις ἐβγαλμένους = έχεις βγάλει ξένους = ξενιτεμένους ἀγνώριμους = που δεν αναγνωρίζονται ύστερα από την αλλοίωσή τους, που έχασαν την προηγούμενη μορφή τους [επίθ. αγνώριμος και ανεγνώριμος] φλογίζονται = καίγονται (μεταφορική χρήση εδώ) δροσία(ν) = δροσιά· χάρη, συμπαράσταση, ανακούφιση, παρηγοριά (προκ. για την Παναγία) προμηθεία = πρόνοια κόλασες = παιδεμούς, ταλαιπωρίες [η κόλασις] δρόσος = ανακούφιση, χαρά, ευχαρίστηση (προκ. για την Παναγία) φράνθος = αυτό που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά (πιθ. σημασία) κράτος = στήριγμα, ενίσχυση (προκ. για την Παναγία) καύχημα = αιτία δόξας, αγαλλίασης ἀκουσμένη = φημισμένη καλλονή = ωραιότητα, ομορφιά ἀνάπαυσιν = ησυχία, ηρεμία, ειρηνικό βίο ἔχεις ἀφερμένους = έχεις φέρει, έχεις οδηγήσει ἐξ ὅλης του ψυχῆς = με όλη του την ψυχή καθαρὴν = άδολη, ειλικρινή σπλαγχνοσύνη = ευσπλαχνία ὅσο ποῦ = μέχρις ότου (επίρρ.) ἀπερνάῃς = περνάς θέλεις ζῇ = θα ζεις νὰ = αν (σύνδ., εδώ εισάγει υποθετ. δευτ.) χρειά ’ναι = είναι ανάγκη Ἀτός σου = ο ίδιος, μόνος σου (αντων.) δὸς τοῦ Χριστοῦ τὴν μοῖρα = κάνε ελεημοσύνη [φρ. δίνω του Χριστού τη μοίρα] ἀλληλούϊα = χρησιμοποιείται ως εφύμνιο ορισμένων ψαλμών (εκκλ.) ἐπὰ = εδώ (επίρρ.) βαλμένοι = τοποθετημένοι τἄκαμε = που τους δημιούργησε τιμήθη = τιμήθηκε, απόλαυσε τιμές γονικά = γονείς κράζουσι = ονομάζουν, καλούν [κράζω] τὄδωκα = το έδωσα",,Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν,Δεφαράνας Μάρκος Abstract,"Ανώνυμο αφηγηματικό ποίημα του 14ου αιώνα, γραμμένο πιθανότατα στο νησί της Κρήτης. Πρόκειται για αλληγορικό και ηθικολογικό κείμενο στο οποίο συγχωνεύονται παραμυθικά και κυρίως μυθιστορ(ηματ)ικά μοτίβα. Παραδίδεται σε δύο χειρόγραφα/παραλλαγές και πραγματεύεται το αγαπητό εκείνη την εποχή θέμα της μεταστροφής της τύχης και, κατ’ επέκταση, το απρόβλεπτο της ανθρώπινης κατάστασης.",,,Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας,Ανώνυμος Πρόλογος (στ. 1-42),"Ο αφηγητής της ιστορίας καλεί τόσο τους ευτυχισμένους όσο και τους δυστυχισμένους ανθρώπους να συγκεντρωθούν για να ακούσουν αυτά που θα εξιστορήσει. Πρωταγωνιστής είναι ένας ανώνυμος νέος, ο οποίος ζει μέσα στη δυστυχία όλη του τη ζωή. Για τον λόγο αυτό, παίρνει την απόφαση να αναζητήσει τη Δυστυχία και να μάθει γιατί ταλαιπωρείται. Λόγος παρηγορητικὸς περὶ Δυστυχίας καὶ Εὐτυχίας Ὅσους ἑκατεπίκρανεν ἡ Δυστυχοτυχία, ὅσους ἐκατεδάμασεν ὁ ἀσύστατος ὁ Χρόνος, ὅσους ἐποῖκεν νὰ θλιβοῦν καὶ νὰ κακοπαθήσουν, ὅσοις φαρμάκιν ἔδωκεν ἡ Τύχη νὰ ῥουφήσουν, ὅσους ἐκατεχόρτασεν καὶ ἐγέμισεν ὁ Χρόνος ἐκ τὸ μιαρὸν κακόβουλον τῆς Κακοδυστυχίας πόνους, γομάρια φοβερὰ καὶ θλίψες ἀμετρήτους, καὶ πάλιν ὅσοις ἔποικε πολλὴν τιμὴν ἡ Τύχη, ὅσους ἐκατεγλύκανε ἐκ τὸ διακριτικόν της, ὅσους ἐποῖκεν νὰ χαροῦν ἐκ τὸ ἀσυνείδητόν της, ὅσους ἐκατεχόρτασεν ἀμέτρητα καλά της καὶ ὅσους ἐλευθέρωσεν ἀπὸ τὴν Δυστυχίαν, ὅσοις ἔδωκε πρόσχαρον ἡμέραν νὰ τὴν ἔχουν, δεῦτε σμίχθητε σήμερον, ἐλᾶτε μετ’ ἐμένα καὶ νά σας ἀφηγήσωμαι τῆς Δυστυχίας τοὺς πόνους τοὺς ἄλλος ἀφηγήσατο μυριονειδισμένος. Καὶ ἀφ’ οὗ σας ἀφηγήσωμαι τὸ τί ἔπαθεν ἐκεῖνος, οἱ μὲν εὐχαριστήσατε τὴν Εὐτυχοτυχίαν, ὅσοι καλά της εἴδατε, ἔχετε γλυκασμούς της, οἱ δὲ ἀπὸ πόνου ὑβρίσατε πάλιν τὴν Δυστυχίαν, ὅσοι κακά της ἔχετε καὶ ἐπίετε πικρασμούς της. Ἄλλος ὁκάτις δυστυχὴς ἀφ’ ὅτης ἐγεννήθη τοὺς χρόνους ὅσους ἔζησεν ποτὲ νὰ μὴ εὐτυχήσῃ ἦλθε μὲ τὰς πικρίας της τῆς ἀσυστάτου τύχης νὰ ξενωθῇ ἐκ τὴν χώραν του καὶ ἐκ τὰ γονικά του. Φροντίδα τὸν εἰσέβηκε καὶ μέριμνα καὶ ὀδύνη νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὴν πατρίδαν του καὶ ἐκ τοὺς συγγενεῖς του, νὰ ψηλαφήσῃ ὡς δύνεται τὸ ἀφήγημαν τοῦ κόσμου, τῆς γῆς τὸ τέλος νὰ διαβῇ, νὰ μὴ ἀφήσῃ τόπον, ὥς πότε ζῇ νὰ περπατῇ· πεῖσμαν ἁπλῶς ἐθέκεν γῆν νὰ μὴ ἀφήσῃ πούπετε τὸ νὰ μὴ τὴν γυρεύσῃ. Ἦλθεν εἰς τέτοιαν μέριμνα νὰ κοσμοψηλαφήσῃ μὴ νὰ ’πετύχῃ πούπετες τῆς Δυστυχίας τὸ κάστρον, νὰ τὴν εὑρῇ, νὰ τὴν ἰδῇ ποταπή ἔνε καὶ ποία καὶ ἔχει τοσούτην δύναμιν νὰ θανατόνῃ ἀνθρώπους. Καὶ μίαν ἐν ὅσῳ ἐκάθετον σηκόνεται ἀπὸ λύπης, ἐβγαίνει ἀπὸ τὴν χώραν του, κινᾷ ἐκ τὰ γονικά του, καὶ νὰ ζητῇ ἐπεχείρησε τῆς Δυστυχίας τὸ κάστρον, νὰ μὴ τὴν εὕρῃ πούπετες μετὰ πολλῆς ὀδύνης. Μῆναν ἐπεριπάτησεν, ἐσέβηκεν τοὺς δύο, τόπους δυσβάτους ἤρξατο νὰ ποδοπεριτρέχῃ, ὅρη τὰ οὐκ ἦτον δυνατὸς κανεὶς νὰ περπατήσῃ.","ἀσύστατος = ασταθής, άστατος ἐποῖκεν = έκανε σμίχθητε = μαζευτείτε, ενωθείτε μυριονειδισμένος = καταγέλαστος, κατεξευτελισμένος γλυκασμούς = γλυκιά γεύση, ευχαρίστηση ὁκάτις = κάποιος εἰσέβηκε = έπιασε, έπληξε πούπετε = ποτέ κοσμοψηλαφήσῃ = γυρίσει τον τόπο ψάχνοντας",,Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας,Ανώνυμος Συνάντηση του νέου με τον Χρόνο (στ. 49-118),"Ο νέος, λοιπόν, της ιστορίας μας ξεκινά αποφασισμένος για να πάει στο κάστρο της Δυστυχίας, ώστε να την συναντήσει. Περιφέρεται αρκετό καιρό σε δύσβατα μέρη, μέχρι που κάποια στιγμή συναντά έναν άγνωστο και αποφασίζει να τον πλησιάσει και να του μιλήσει. Ο άγνωστος αυτός είναι ο Χρόνος, ο οποίος εντέλει στέκεται αρωγός του, δίνοντας οδηγίες για τη συνέχεια του ταξιδιού του. Καὶ εἰς ἕνα τόπον δύσβατον εἰς οὐρανοὺς νὰ ἐγγίσῃ, εἰς ἄγριαν στράταν καὶ κακὴν, λιθοπετροστρωμένην τὸν Χρόνον ἐσυνάντησεν τοιοῦτον, ὡς ἐφηγεῖτον· ἄνδραν μακρύν, ἀσκέπαστον, τὰ χέρια γυμνωμένα, ῥοῦχον ἐφόρει κόκκινον, μόνον ὁμπρὸς ’ς τὸ στῆθος νὰ σκέπεται τὸ σῶμάν του μέχρι καὶ τῶν γονάτων. Ἄλλης θωρίας, καλόκοπος, ἀγένειον παλληκάριν· ζωσμένος ἦτον ἄρματα καὶ εἰς τὸ ἕνα χέριν χαρτὶ εἶχε κατάστιχον γραμμένον ἐκ τὴν Τύχην τὸ ποίους νὰ ποίσῃ τὸ καλὸν καὶ ποίους νὰ δυστυχίσῃ. | Καὶ ἐκεῖνος ὥς τον ηὕρηκε οὕτως ἀρματωμένον, ἐξαίφνης ὑπεσέβηκε φόβος εἰς τὴν ψυχήν του νὰ μὴ τοῦ τόπου ἡ μόνασις φύλακαν ἔχῃ ἐκείνη καὶ φονευθῇ ἐκ τὰς χεῖράς του καὶ λείψῃ ἀπὸ τὸν κόσμον, καὶ εἰς δάσος ὑπεσέβηκε νὰ κρουφθῇ ἀπ’ ἐκεῖνον. Ὅταν δὲ εἰς νοῦν του ἔβαλεν τῆς Δυστυχίας τοὺς πόνους, ἀτός του εἶπεν εἰς αὑτόν· «Ἂς δράμω, ἂς τὸν λαλήσω· καὶ εἰ μὲν κακός, ἂς φονευθῶ καὶ ἂς λείψω ἀπὸ τὸν κόσμον, εἰ δὲ καλός, νὰ τὸν ἰδῶ, νὰ ὑπάγω νὰ τὸν συντύχω μὴν νὰ γνωρίζῃ πούπετες τῆς Δυστυχίας τὸ κάστρον, νὰ πέσω εἰς τὰ πόδια του καὶ νὰ μὲ τὸ ἑρμηνεύσῃ». | Ἐξέβην ἐκ τὸ δάσωμαν καὶ ὑπάγω πρὸς ἐκεῖνον. Ἀπὸ μακρέα στριγγίζω τον· «Πόθεν ὑπάγεις, ξένε; Πόθεν ὑπάγεις, ἄνθρωπε; Τίς εἶσαι; Πόθεν εἶσαι»; Ὁ Χρόνος, ὡς τὸν ἤκουσεν, ἠκούμπησεν εἰς δένδρον, νεύει τον μὲ τὸ χέριν του νὰ ὑπάγῃ πρὸς ἐκεῖνον. Καὶ ἐκεῖνος, ὡς τὸν ἤκουσεν, ὐπάγει πρὸς τὸν Χρόνον. Καὶ τότε ὁ Χρόνος λέγει τον· «Τίς εἶσαι; Πόθεν εἶσαι»; «Ξένος ἐγὼ καὶ δυστυχής», λέγει τον, «καὶ θλιμμένος, κακομυριοκατάδαρτος ἀπὸ τὴν Δυστυχίαν». «Πόθεν ὑπάγεις, ἀδελφέ; λέγει του πάλε ὁ Χρόνος. | Ὁ ξένος ἀπεκρίθην τον· «Ἀφ’ ὅτου ἐγὼ ἐγεννήθην ἔχω τὴν Τύχην κατ’ ἐμοῦ πικραίνουσαν καθ’ ὥραν, ἡμέραν εὐτυχήματος ποτὲ νὰ μή με δείξῃ. Καὶ ἐξέβην ἀπὸ λύπης μου καὶ κοσμοαναγυρεύω μὴ νὰ ἐπετύχω πούπετις τῆς Δυστυχίας τὸ κάστρον, νὰ τὴν εὑρῶ, νὰ τὴν ἰδῶ, νὰ τὴν παρακαλέσω νὰ μὲ λυτρώσῃ ἐκ τὰ κακὰ τὰ πάσχω καὶ παθάνω». Καὶ ὁ Χρόνος ἀνεστέναξεν καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον· «Ἀϊλοὶ τὸν γράψουν ἄτυχον τῆς Δυστυχίας τὰ χέρια!» Καὶ τότε πάλιν λέγει τον· «Λέγε με πῶς ἀκούεις καὶ ποῖον ἔνι τὸ κάστρον σου καὶ τίνες οἱ γονεῖς σου»; Ὁ ξένος ὀλοπρόθυμα λέγει τον τ’ ὄνομάν του καὶ πόθεν ἦν καὶ ποταπὸς καὶ ποῖ’ ἦσαν οἱ γονεῖς του. Καὶ τῷ ἀκούσειν τὸ ὄνομαν ὁ Χρόνος ἐκ τὸν ξένον, ὥσπερ ἐκράτει τὸ χαρτίν, γοργὸν τὸ ἀποτυλίσσει καὶ βλέπει, ἀναψηλαφᾷ, εὑρίσκει τον ἐκεῖνον νὰ κεῖται εἰς τὸ πρόγραφον τῆς Κακοδυστυχίας. Καὶ πάλιν ἀνεστέναξεν, τοιούτως τὸν ἐλάλει· «Ἐσύ, ἀδελφέ, εἰς τὰ γράμματα κείτεσαι τῆς ὀδύνης γραμμένος ἐκ τὰ χέρια της, μάθε, τῆς Δυστυχίας καὶ ὥς πότε ζῇς, βεβαιώθησε καὶ γνώριζε ἀπ’ ἐμέναν, τῆς Τύχης τὸ κακόγνωμον οὐ θέλεις ἀποφύγειν». Ὁ ξένος ὡς τὸ ἤκουσεν στήκεται κ’ ἐρωτᾷ τον· | «Σὺ δὲ τίς εἶσαι, ἄνθρωπε; Βέβαιον τὸ ἐγνωρίζεις ὅτι ποτὲ ἐκ τὸ δύστυχον μεταλλαγὴν οὐκ ἔχω»; Καὶ αὐτὸς ἀπηλογήθη τον, τοιοῦτον λόγον λέγει· «Ἐγώ εἰμαι ὁ Χρόνος, ἀδελφέ, τὸν ὑποτάσσει ἡ Τύχη». «Ἐσύ ’σαι ὁ Χρόνος, ἀδελφὲ, τὸν ὑποτάσσει ἡ Τύχη»; «Ἐγώ εἰμαι, λέγει, ἀδελφέ· μή με τὸ ἀπιστήσῃς· καὶ εἰς κόσμον με προσέταξεν τοῦ νὰ ὑπάγω ἡ Τύχη, τοῦ νὰ ποιήσω ἐναλλαγὴν, γνώριζε, τῶν πραγμάτων, νὰ ἴδω τίνες εὐτυχοῦν καὶ ποῖοι ἀτυχοῦσιν, τοὺς ἀχαρίστους εὐτυχεῖς νὰ πραγματοαλλάξω καὶ ἄλλους νὰ στήσω δυστυχεῖς εἰς τὸ σκαλὶν ἐκεῖνων, ὅσους εὕρω ὅτι εὐχαριστοῦν τὴν Τύχην καὶ ἐπαινοῦσιν». Ἐγὼ δέ, Χρόνε, τί λέγεις ἐναλλαγὴν οὐκ ἔχω»; «Οὐκ ἔχεις − λέγει τον αὐτός − ἐναλλαγὴν οὐδόλως, ὅτι, ἀδελφέ μου, μάθε το, δι’ ἐσὲν ἠρώτησά την ἀπότε τὴν προσείδησιν μ’ ἐδῶκε τῶν ἀνθρώπων».","ἐγγίσῃ = πλησιάσει, φτάσει καλόκοπος = καλοκαμωμένος (επίθ.) ὑπεσέβηκε = (τον) έπιασε, κατέκλυσε μόνασις = ερημιά στριγγίζω = φωνάζω παθάνω = παθαίνω πρόγραφον = διάταγμα/έγγραφο προσέταξεν = διέταξε προσείδησιν = επιβεβαίωση",,Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας,Ανώνυμος Ο νέος στο κάστρο του Χρόνου (στ. 450-506),"Στους στίχους 119-449, ο περιπλανώμενος νέος συνεχίζει τη συζήτησή του με τον Χρόνο και παίρνει τις απαραίτητες πληροφορίες για να φτάσει στο κάστρο της Δυστυχίας. Ακολουθεί τη μοναχική του πορεία και κάποια στιγμή συναντά μια γριά η οποία είναι στην υπηρεσία της Δυστυχίας, γι’ αυτό συνομιλεί μαζί της. Εκείνη τον συμβουλεύει τί είναι καλό να κάνει στη συνέχεια του ταξιδιού του και τον αποχαιρετά. Κατόπιν, συναντά και τρίτο άτομο, την κόρη της Ευτυχίας και, αφού συνομιλεί και με αυτήν, συνεχίζει το ταξίδι του και βλέπει μπροστά του τον ποθητό προορισμό. Το μονοπάτι προς το κάστρο είναι γεμάτο δυσκολίες, ενώ στη διαδρομή πέφτει πάνω σε κάποιον που από ευτυχισμένος έγινε δυστυχισμένος, εξαιτίας της αλαζονείας του. Αφήνοντάς τον, συνεχίζει την πορεία του και φτάνει επιτέλους στο κάστρο του Χρόνου. Η συζήτησή του με τον τελευταίο αποτελεί το θέμα του αποσπάσματος. Ἀνέβην, ἐπροσκύνησεν ὁ δυστυχὴς τὸν Χρόνον. Εἶδεν τὸ πῶς ἐκάθητον καὶ ἀπ’ ἔδω του καὶ ἀπ’ ἔκει οἱ μῆνες τὸν παρέστεκαν οἱ δώδεκα τοῦ χρόνου· καὶ ἄλλαις γυναῖκες περισσαῖς εἱστέκασιν ὀπίσω καὶ, ὥσπερ ἔλεγεν αὐτός, ἦσαν οἱ ἑβδομάδες. Καὶ ἅμα τῷ ἀνέβειν εἷδέν τον καθήμενον εἰς θρόνον, δένει τὰς χεῖράς του σφικτά, πίπτει εἰς γῆν ὀμπρός του καὶ ἤρξατο ἀπὸ πόνου του τὰ τίτοια νά τον λέγῃ· «Χρόνε, τοῦ κάστρου βασιλεῦ καὶ συνεργὲ τῆς Τύχης, | γίνου βοηθός μου σήμερον, μυριοπαρακαλῶ σε, ἕνα με ποῖσε θέλημαν· ἔλα εἰς τὴν Δυστυχίαν, δι’ ἐμέ, παρακαλῶ σέ το, κοπώθησε καὶ εἰπέ την· «Ὁκάποιος τώρα δυστυχής, χρόνους πολλοὺς θλιμμένος γέμει του ἡ τύχη πικρασμοὺς χιλίους βαρημένους καὶ ἐκ τ’ ἀγανάκτησεν πολλὰ κ’ ἐκ τὰ κακοπικράνθη ξένος δι’ ἐσὲν ἐγένετο ἀπὸ τὰ γονικά του, ἦλθεν εἰς ἀναζήτησιν τοῦ ἐδικοῦ σου κάστρου νὰ εὕρῃ, νὰ σὲ ἴδῃ, νά σε εἰπῇ, νά σε παρακαλέσῃ, ν’ ἀλλάξῃς τὸ κακόγνωμον τὸ ἔχεις εἰς ἐκεῖνον». «Εἰπὲ τίς εἶσαι, ἄνθρωπε»! − λέγει τον πάλε ὁ Χρόνος». «Ἄνθρωπος εἶμαι δυστυχής, τὸν ἔδειρεν ἡ Τύχη, τὸν ὁ τροχός σου ἐδάμασεν ἀφ’ ὅτου ἐγεννήθην». «Ἴχι ὅτι ἦλθες, ἀδελφέ! Νὰ ζῇς, οὐκ ἐκομπώθης· βασμίδιν εὐτυχήματος δι’ ἐσὲ καλὰ φυλάσσω τὸ ἀπ’ ἄρτι σ’ ἐχάρισεν ἡ Εὐτυχοτυχία. Πλὴν ἐμποδίζει, γνώριζε, πάλιν ἡ Δυστυχία καὶ λέγει ἀχαρίστας την ὁπόταν ἐδυστύχεις». «Χρόνε μου, πέτραν μοναχὰ νὰ δέρνῃς οὐ φωνάζει, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀπὸ πόνου της πολλάκις φλόγα πέμπει. Ἄνθρωπος δὲ νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ πονῇ τοσοῦτα καὶ νὰ μὴ λέγ’ εἰς τὰ πονεῖ χειροτερᾷ ἐκεῖνος». «Ἀλήθειαν λέγεις, ξένε μου, καλά εἶν’ τὰ συντυχαίνεις | πλὴν μόνος σου κοπώθησε, ἄμ’ εἰς τὴν Δυστυχίαν, στρίγγισε ἀπὸ καρδίας σου, φώναξε ἀπὸ ψυχῆς σου καὶ ἀπὸ φλόγα πικρασμοῦ τὰ δάκρυά σου ἂς κατέβουν. Εἰπέ· «Ἀδικοῦμαι», φώναξε· «Κρίνε με, ὡς ἔχεις ἔθος», καὶ ἂν τύχῃ νὰ μετατεθῇ, νομίζω, εἰς ἐσέναν καὶ νἄχῃς παρηγόρημα πολλὰ ὀλίγα τάχα. Καὶ νὰ καὶ τοῦτον τὸ χαρτίν, δός τής το, ἂν ὐπάγῃς, καὶ ἔχω το κάτι ἐκ τὸ κακὸν νὰ σὲ μετακινήσῃ». Ἐκάτσεν, μὲ τὰς χεῖράς του, ὡς ἔλεγεν ὁ ξένος, τούτους τοὺς λόγους ἔγραψεν εἰς τὸ χαρτὶν ἐκεῖνον· | «Κυρά μου ἡ Δυστυχία μου, τὸν ἔθλιψες τὸν ξένον ἦλθεν, εἰς τὰ ποδάρια σου πίπτει, παρακαλεῖ σε νὰ ποίσῃς τίποτ’ εἰς αὐτὸν νὰ μὴ πονῇ τοσοῦτον· καὶ πιάνει τάχατε κ’ ἐμὲ μεσίτην εἰς ἐσένα νὰ πέσω εἰς τὰ ποδάρια σου νά σε παρακαλέσω ἐκ τὸ βασμίδιν τὸ πατεῖ νὰ τὸν μετακινήσῃς. Καὶ ποῖσε τίποτα εἰς αὐτόν! Ἄνθρωπος ἔνε ξένος, χρόνον ἀκέραιον περπατεῖ, στράτας δυσκόλους ἦλθεν. Νόησε τὰς κακώσεις του, μάθε τοὺς πικρασμούς του! Ὄρη τὰ οὐκ ἦτον δυνατὸς κανεὶς νὰ τὰ περάσῃ ὁ ξένος τὰ ἐπέρασεν καὶ εἰς ἑσέναν ἦλθεν. Καὶ σκόπησε τὰς θλίψες του καὶ τοὺς ἀμέτρους κόπους! Καὶ ἂς ἀνασάνῃ ἐλεύθερα· μηδὲν τὸν βασανίζης»! Εἶχεν ἐπάνω ἐπιγραφὴν ἐκεῖνο τὸ πιττάκιν· «Δοῦλός σου ὁ Χρόνος ἔγραψεν, κυρά μου Δυστυχία».","τίτοια = τέτοια ποῖσε = κάνε κοπώθησε = προσπάθησε βαρημένους = πιεστικούς ἐκομπώθης· = ξεγελάστηκες βασμίδιν = σκαλοπάτι ἄρτι = τώρα πια, αυτή τη στιγμή τὰ συντυχαίνεις = αυτά που μιλάς, που λες στρίγγισε = φώναξε ἔθος = συνήθεια σκόπησε = εξέτασε",,Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας,Ανώνυμος Συνάντηση του νέου με τη Δυστυχία (στ. 586-654),"Ο νέος, αφού έχει πάρει από τον Χρόνο το σημείωμα που είναι απαραίτητο να το δώσει στη Δυστυχία, κατευθύνεται προς το παλάτι της. Ύστερα από μια σύντομη περιγραφή του κάστρου της, μαθαίνουμε ότι εισέρχεται σε αυτό και παρουσιάζεται μπροστά στη Δυστυχία. Τα καθέκαστα της συνάντησής τους σκιαγραφούνται παραστατικά, μέσα από τον συνδυασμό (πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης) αφήγησης και διαλόγου, στο παρακάτω απόσπασμα. Ἀνέβηκα καὶ βλέπω την κ’ ἐκάθετον εἰς θρόνον. Σύρνει τὸ σχῆμα σοβαρῶς νὰ ἔνε πολλὰ ἀγριωμένη. Ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλιν της μαῦρον μαγνάδιν εἶχεν καὶ μαῦρον στενομάνικον ἐφόρει ὡς φουστάνιν, πλὴν ἦτον καλοχάραγος ὅσον ἀπὸ τὸ σχῆμαν· | ὄχλησις νἆνε περισσὴ ἀπ’ ἔδω της καὶ ἀπ’ ἔκει. Νεύει με ὁποῦ μ’ ἐλάλησεν· «Ἔλα νὰ προσκυνήσῃς». Δένω τὰς χεῖράς μου σφικτὰ, πίπτω εἰς γῆν ὀμπρός της, ἠρξάμην ἀπὸ πόνου μου νὰ κλαίω, νὰ φωνάζω· «Ἐλέησέ με τὸν ἐπίκρανες ἀφ’ ὅτου ἐγεννήθην, συμπάθησε τὸν ἔθλιψες, κυρά μου Δυστυχία, σπλαγχνίσου τὸν ἐλύπησες τώρα τοσούτους χρόνους. Ξένον μ’ ἐποῖκες ἐκ τὰ ἐμα καὶ ἀπὸ τὰ ἐδικά μου, καὶ ποῖσε τίποτε εἰς ἐμέ, ψυχοπονέθησέ με». Καὶ ἀφ’ ὅτου ἐπαρακάλεσεν, ὡς ἔλεγεν ὁ ξένος, | τότε μετ’ ὥραν ἱκανὴν λέγει τον ὅτι· «Ἐγείρου». Ἠνεσηκώθη καὶ εἵστεκεν κλιτοτραχηλισμένος· εἵστεκεν καὶ περίμενεν τὸ τί νὰ τὸν συντύχῃ. Καὶ ὁκάποτε ἀπὸ σχήματος πολλὰ σοβαρωμένου καὶ κενοδόξου βλέμματος καὶ ἀγερώχου λόγου λέγει τον· «Ξένε ἄνθρωπε, διὰ τί με καταρᾶσαι; Τί σ’ ἔποικα καὶ ὑβρίζεις με; Διὰ τί με ἀτιμόνεις; Ποῦ με γνωρίζεις ἄνθρωπε; Τίς εἶσαι; Ποῦ με ἠξεύρεις, καὶ εἶχα πλεῖστον ὑβρισμὸν ἐκ τὰ ’δικά σου χείλη; Τόπον καὶ στράταν εἶδές την χρόνου ἀκέραιου ’σὲ λύπη. Καὶ εἰπὲ διὰ τί με μαρτυρεῖς ὅτι ἔχω ἀδιακρισίαν καὶ κατ’ ἐμοῦ οὐκ ἐσίγησες ποτὲ νὰ μὴ φωνάζῃς; Εἰπέ, ἀδελφέ, ἀποκρίθησε, τί λέγεις ἀδικῶ σε»; | Ὁ ξένος ἀπεκρίθην την· «Δέσποινα Δυστυχία, λέγεις καλὰ καὶ τίποτε οὐκ ἔν’ ἀπηλογία· πλὴν μέτρησε τὰ πράγματα καὶ σκόπησε τοὺς χρόνους ὅσους με παραπίκρανες καὶ γλυκασμὸν οὐκ εἶδα. Καὶ ἄν ἤμην πέτρα, εἰς τὸ <ἐκ> παντὸς νὰ πάσχησα τοσοῦτον ὁκάτι ποίσειν ἤθελα τίποτε ἀπὸ τοὺς πόνους». − «Ξένε μου, ἂν ἤσουν εὐτυχὴς καὶ πλούσιος ἐγεννήθης, πράγματ’ ἂν εἶχες περισσὰ καὶ ἐγὼ ’δυστύχισά σε, ἂν ἤλεγες, δίκαιον εἶχες, οὐκ ἦτον συντυχία. Εἰ δ’ ἐγεννήθης δυστυχὴς νὰ μὴ ὑποτάσσῃς πρᾶγμα, ἤσουν εἰς τοῦτον τὸν σταθμὸν τὸν εἶσαι μέχρι τώρα, τί σε ἀδικῶ καὶ περπατεῖς καὶ πλέον με ὀνειδίζεις;» − «Λέγεις καλά, ἡ παράξενος δέσποινα Δυστυχία. Πλὴν ὁποῦ πάσχει καὶ οὐ πονεῖ δίχα αἴσθησιν τὸν ἔχε». Καὶ ἐβγάνει, δίδει τὸ χαρτὶν τὴν Δυστυχίαν τοῦ [Χρόνου· καὶ ἅμα τῷ πιάσειν τὸ χαρτὶν ἐκείνη ἀχαμνογέλα. Καὶ τότε μὲ τὰς χεῖράς της λύ’ το, ἀνέγνωσέν το, καὶ ἀπ’ ἔκει τὸ ἀνέγνωσεν, κράζει βαγίτζαν μίαν, εἶπέν της λόγους εἰς τ’ ἀπτὶν καὶ ὅσον καὶ ’χαμνογέλα. Καὶ τότε λέγει· «Ἄγομαι, διὰ μεσιτείαν τοῦ Χρόνου σπλαγχνίζομαί σε· ἀπὸ τοῦ νῦν μάθε ὅτι ἀγαπῶ σε. Καὶ νὰ καὶ τοῦτο τὸ χαρτίν, ἄμε εἰς τὴν ἀδελφήν μου καὶ τότε τοῦ εὐτυχήματος, νὰ ’πάρῃς τὸ βασμίδιν». | Καὶ ὁκάποιον λέγει παρευθύς· «Ἄμε εἰς τὸ τεῖχος ἔξω καὶ τ’ ὄνομάν του λειῶσέ το τὸ δυστυχογραμμένον». Ἐπαίρνει ὁ ξένος τὸ χαρτὶν, χαμηλοπροσκυνᾷ την, ἐβγαίνει ἀπὸ τὸ κάστρον της γοργὸν τῆς Δυστυχίας. Ἔλυσεν τὸ πιττάκιν της νὰ ἰδῇ τί εἶχεν γραμμένα καὶ τίτοια λόγια ηὕρηκεν ἀπέσω εἰς τὸ πιττάκιν· «Ὁ δυστυχὴς ὁ ὁλόξενος, ἀδελφή μου Εὐτυχία, χρόνον ἐπεριπάτησεν καὶ πρὸς ἐμέναν ἦλθεν. Πρῶτον τὸν Χρόνον ηὗρεν τον ἐπιάσεν τον μεσίτην | νὰ ποίσω τίποτε εἰς αὐτὸν νὰ τὸν ἀνακουφίσω ἀπὸ τὰ δυστυχήματα τῶν παραπίσω χρόνων. Καὶ ἰδού, διὰ μεσίτειαν τοῦ Χρόνου ἀπὲ τώρα τάχα διασπλαχνίσθην τον, ἐλέησα, ἐπόνεσά τον, ἐκ τὸ σκαλὶν ἐπῆρά τον τῆς δυστυχοτυχίας, αὐτὸν ἀπάρτι εἰς [τὸ] θέλημαν ἀφῆκα τὸ ἐδικόν σου. Εἴτι κελεύεις εἰς αὐτὸν, ποῖσε ἀπαρεμποδίστως». Καὶ εἶχεν ἄνω βούλλωμαν κ’ ἐπιγραφὴν καὶ λάλει· «Τῆς Δυστυχίας ἔνε χαρτί, ἀδελφή μου Εὐτυχία».","μαγνάδιν = πέπλο, καλύπτρα από ύφασμα καλοχάραγος = όμορφη, με ωραία χαρακτηριστικά ὄχλησις = αναστάτωση, ανησυχία κλιτοτραχηλισμένος· = σκυφτός, με σκυμμένο το κεφάλι σκόπησε = εξέτασε συντυχία = τυχαία συνάντηση ἀχαμνογέλα = γελούσε βαγίτζαν = παραμάνα, υπηρέτρια βασμίδιν = σκαλοπάτι (μεταφ.)",,Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας,Ανώνυμος Ο νέος στο κάστρο της Ευτυχίας – Επίλογος (στ. 670-756),"Μετά τη συνάντησή του με τη Δυστυχία, και κρατώντας το σημείωμα που πήρε από την ίδια, ο ήρωας κατευθύνεται προς το κάστρο της Ευτυχίας. Το ακόλουθο απόσπασμα παρουσιάζει τη συνάντηση των δύο προσώπων και το αίσιο τέλος της περιπλάνησης του νεαρού πρωταγωνιστή. Καὶ ἀφ’ οὗ ὁ ξένος τὴν γραφὴν ἀνέγνωσεν τῆς πόρτας, τότε ἐμπαίνει ἀκούτευτα, τρέχει εἰς τὴν Εὐτυχίαν καὶ πίπτει εἰς τὰ ποδάρια της καὶ τίτοια τὴν ἐλάλει. «Ὦ Εὐτυχία, δέσποινα μυριοχαριτωμένη, τὴν ἀφηγοῦνται εὔψυχα καὶ τὴν θαυμάζει ὁ Χρόνος, ἂς ἴδω εὐεργεσίαν σου, καλόν σου ἂς γνωρίσω! Γράψε εἰς τὸ κατάστιχον καὶ ἐμὲν τῆς εὐτυχίας! Χρόνους πολλοὺς με ἔθλιψεν ἡ δυστυχοαδελφή σου· κακά της ἔχω ἀμύθητα, πικρίας ἀναριθμήτους». «Χίλια καλῶς τὸν δυστυχῆ − λέγει ἡ Εὐτυχία − Ἄφες ἀπάρτι νὰ πονῇς, τίποτε μὴ λυπᾶσαι. Ὅσας πικρίας ἂν ἔπαθες τοὺς παραπίσω χρόνους, τοὺς παραμπρὸς γλυκύτητας θέλεις τοὺς ἀπολαύσει· | ὅσους ἐκακοπάθησες ἀπὸ τὴν ἀδελφήν μου ἐδὰ ἀπ’ ἐμένα νὰ χαρῇς· τίποτε μὴ λυπᾶσαι. Ἔχεις γραφήν, ὁ φίλος μου, ἀπὸ τὴν ἀδελφήν μου;» Λέγει την· «Ναί», καὶ τῷ εἰπεῖν καὶ δώσειν τὸ πιττάκιν ταῦτα μαντᾶτον ἔφθασεν ἀπὸ τὴν Δυστυχίαν· «Σύντομα ἂς φθάσῃ καὶ ἂς στραφῇ· μὴ τὸν κρατήσῃς ὥρα». Ὁ ξένος ἐκ τὸ μήνυμαν εὐθὺς ὑποπατάγη. «Ἑγόοι σ’ ἐμέναν − ἔλεγεν − πάλι ἐμεταμελήθη». «Τί τον θέλει;» ἐμήνυσεν πάλιν ἡ Εὐτυχία. «Καλάμιν εὐτυχήματος δίχως βουλῆς ἐπῆρεν· ἀπ’ ἔκει ὡς ὧδε τὸ ἔπαιζεν καὶ οὐκ ἤρκειν τον ἐκεῖνο, ἀμὲ ὡς τὸ κάστρον ἔφθασεν καὶ κατατζάκισέν το· ἀλλὰ ἤθελεν νὰ τὸ κρατῇ καὶ, πῶς εἰπεῖν οὐκ ἔχω, ἔπεσεν ἐκ τὸν κόρφον του τῆς Τύχης τὸ καλάμιν καὶ ὁκάτις εἰς τὰ χέρια της τῆς Δυστυχίας τὸ ’δῶκεν. Καὶ ἐκείνη ἀνέβην εἰς θυμὸν καὶ λέγει· «Ἂς τὸν εὑροῦσιν καὶ ἂς τοῦ ἐπάρουν τὸ χαρτὶν καὶ πάλι ἂς ὑπαγαίνῃ». «Ἂν ἔνε ὅτι νὰ θλίβεται, λέγει ἡ Εὐτυχία, ἐγὼ εἶμαι ὁποῦ ἦλθεν εἰς ἐμέν, καὶ εἰπὲ τὴν ἀδελφήν μου ὅτι· Ὁ δυστυχὴς αὐτὸς ὁποῦ ἦλθεν εἰς ἐμένα καὶ ’δῶκε με πιττάκιν σου τάχα τῆς συμπαθείας ἀντίσηκον τὸν ἔποικα πάλιν ἐλευθερίας, εἰς τὸ σκαλὶν τὸν ἔστησα τῆς εὐτυχοτυχίας». | Καὶ κάτω ἡ Τύχη ἔγραψεν καὶ ἐμηνολόγησέν τον. Βοῦλλαν τοῦ ἐκρεμάσασιν· εἷχεν σφραγίδα τέτοιαν· ἐμπρὸς ἡ Τύχη εἵστεκεν καὶ νὰ φορῇ στεφάνιν καὶ ὀπίσω νὰ ἔχῃ γράμματα. Ἄκω τί ἐλαλοῦσαν· «Σφράγισμα ἔνε ἐλευθερίας δέσποινας Εὐτυχίας». Καὶ ἀφ’ ὅτου τὸ ἐβούλλωσαν, δίδουν με τὸ πιττάκιν καὶ λέγουν με ὅτι· «Κίνησε» καὶ πρόβοδον μὲ δίδουν καὶ στράταν με ὠρθώσασιν λιβαδωτὴν καὶ ὁμάλιν νἄχῃ δένδρα παράξενα καὶ βρύσες χιονᾶτες. | <Ἐκεῖ φωνὰς γὰρ ἤκουσα νὰ λέγουσιν τοιαῦτα·> «Τρέχε τὴν στράταν, τρέχε την, ἐσὺ εὐγνωευτυχισμένε». Αἲ καὶ τά με ἐφηγήσατο ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος, τὰ ἐπικροκακοπάθησεν ἀπὸ τὴν Δυστυχίαν καὶ ὡς ὕστερον εὐτύχησεν ἀπὸ τὴν Εὐτυχίαν. Λοιπὸν ὁποῦ ἔνε δυστυχὴς ποτέ του μὴ ἀπελπίζῃν, ἀλλ’ ἂς θαρρῇ, καὶ ὁκάποτε ὅσα κἂν θέλῃ πάθει, βασμίδιν εὐτυχήματος πατεῖ περὶ τὸ τέλος. | Ἀκούσετε ὁποῦ ἐπάθετε πικρίας ἀναριθμήτους, ἐμάθετε τοὺς ἔθλιψεν ὁ ἀσύστατος ὁ Χρόνος πόσα κακὰ παθάνουσιν οἱ δυστυχοτυχοῦντες, πῶς ἀπὸ ταῖς πικρίαις της τῆς Δυστυχοτυχίας γίνουνται ξένοι, αἰχμάλωτοι, θλιμμένοι ἐκ τὰ ’δικά των. Πάλιν πληροφορήθητε καὶ ἐσεῖς οἱ εὐτυχοῦντες πόσα καλὰ παθάνουσιν οἱ εὐτυχοτυχοῦντες, πόσας χορταίνουν ἡδονὰς καὶ γλυκασμὸν ῥουφοῦσιν, πῶς περπατοῦν ἐνήδονα, πόνους οὐ μεριμνοῦσιν. Βλέπετε, ὅταν τρέχητε τῆς Εὐτυχίας τὸ ὁμάλιν, ὅπου ἰδῆτε δυστυχεῖς νὰ τοὺς ψυχοπονῆτε, ὅσους φαρμάκιν πίνουσι τῆς Κακοδυστυχίας, νὰ μὴ εἰς λιθάριν πούπετες προσκρούσετ’ ἀτυχίας καὶ πιάσετε τὸ ἀνήφορον τοῦ πόνου καὶ ἀνεβῆτε. Ὅταν τρυγᾶτε τὸ δενδρὸν τῆς Εὐτυχοτυχίας, ἐκ τὸν καρπόν του δίδετε πάλιν τοῖς δυστυχοῦσιν, νὰ τρώγουν καὶ νὰ μνήσκουνται καὶ αὐτοὶ τὴν εὐτυχίαν. Φοβᾶσθε καὶ τὰ κλώσματα τοῦ Χρόνου ὁποῦ εὐτυχεῖτε, νὰ μὴ εἰς τροχὸν καὶ γυρισμὸν καὶ ἐξανάκλωσμάν του ἐμπεσῆτε καὶ ἴδητε τὸ τί αὐτοὶ παθάνουν. Οἱ δυστυχοῦντες, εὐτυχεῖς λοιπὸν νοήσατέ το, τὸ νὰ ὁμαλίζουν ἔμνοστα τῆς Εὐτυχίας τὴν στράταν καὶ σεῖς νὰ τζυγαρίζεσθε μὲ τὴν ἀδιακρισίαν· | καὶ ὅταν ἔχετε καιρὸν τῆς εὐτυχοτυχίας εἰς νοῦν σας καὶ ἐμνήσκεσθε διὰ τοὺς δυστυχοῦντας. Ἀνεγνωρίστου κρεμασμοῦ μυθογραφὴ καὶ λόγος τρυφῆς ἀγάπης, συμπλοκῆς ὡς ἀπὸ ξενοτρόπου. Ὁ συγγραφεὺς ἀλλότριος, ξενακουστὸν τὸ πρᾶγμαν, λογοκινεῖ τῷ πλάσματι, ὅλος ὁ μῦθος ξένος. Ἔγραψα, οὐκ ἐξαίρετον ὑπέγραψα τὸν μῦθον. Πλὴν γὰρ ἀνεπιτήδευτος πόθου, δίχως φουδοῦλαν, ὅλος ὁ μῦθος ἔρωτος καὶ ἀνερωτολήπτου. Καὶ ἐτελέσθη τὸ λοιπὸν ὁ λόγος, συνεγράφη, καὶ πᾶς ὁ ταύτην τὴν γραφὴν εὑρίσκει ἂν ἀναγνώθῃ.","ἀκούτευτα = ασυλλόγιστα, χωρίς σκέψη ἀπάρτι = πριν από λίγο, μόλις τὸ πιττάκιν = γραπτό μήνυμα ή γράμμα ερωτικού κυρίως περιεχομένου ὑποπατάγη = έκανε έναν ελαφρύ ήχο ἀντίσηκον = αντάξιο πρόβοδον = συνοδεία ὁμάλιν = ευκολοδιάβατη ἐνήδονα = με ευχαρίστηση μνήσκουνται = θυμούνται κλώσματα = γυρίσματα [το κλώσμα] ἔμνοστα = με απόλαυση, με γλυκύτητα/χάρη",,Λόγος παρηγορητικός περί Δυστυχίας και Ευτυχίας,Ανώνυμος Abstract,"Ο ανώνυμος συγγραφέας του 16ου αιώνα διηγείται την επιδημία της πανούκλας που έπληξε το Κάστρο (σημερινό Ηράκλειο) της Κρήτης στα 1592. Σύμφωνα με την αφήγηση, η έξαρση του θανατικού κράτησε τέσσερις μήνες, ενώ, για να αποφευχθεί η εξάπλωσή του, οι κάτοικοι του Κάστρου περιορίστηκαν για έναν χρόνο εντός της πόλης. Είναι φανερή η πεποίθηση του συγγραφέα ότι η συμφορά αυτή προκλήθηκε από τις αμαρτίες των κατοίκων και μόνο η «παύση της κακίας» θα αποτρέψει την επανεμφάνιση της επιδημίας. Η χρονολογία σύνθεσης του κειμένου δεν είναι γνωστή.",,,Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα,Ανώνυμος Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα,"Ο ανώνυμος συγγραφέας του 16ου αιώνα διηγείται την επιδημία της πανούκλας που έπληξε το Κάστρο (Ηράκλειο) της Κρήτης στα 1592. Σύμφωνα με την αφήγηση, η έξαρση του θανατικού κράτησε τέσσερις μήνες, ενώ, για να αποφευχθεί η εξάπλωσή του, οι κάτοικοι του Κάστρου περιορίστηκαν για έναν χρόνο εντός της πόλης. Είναι φανερή η πεποίθηση του συγγραφέα ότι η συμφορά αυτή προκλήθηκε από τις αμαρτίες των κατοίκων και ότι μόνο η «παύση της κακίας» θα αποτρέψει την επανεμφάνιση της επιδημίας. Η ακριβής χρονολογία σύνθεσης του κειμένου δεν είναι γνωστή. ΕΙΣ ΤΟΥΣ 1592, χρόνος κατηραμένος, ἐγένετο με- γάλον θανατικὸν ἀπὸ πανόκλα καὶ ἀπὸ καρμπά, πρᾶγμα ὁποὺ δὲν ἐφάνη ποτὲ εἰς τὴν Κρήτην. Ἡ συμφορὰ αὕτη γέγονε εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰς καμ- πήσια χωριά. Τὰ Χανία καὶ τὸ Ρέθεμνος ἔμειναν ἄγευ- στα τοῦ κακοῦ τούτου. Ἐκράτει ὁ θάνατος οὗτος ἀπὸ τὲς κ΄ τοῦ Μαρτίου, ὁποὺ ἦταν τότε ἡ λαμπροφόρος ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὰς κστ΄ τοῦ Μαρτίου, καὶ ἔστρεψεν ἡ χαρά μας εἰς μέγα πένθος· διὸ ὁ θάνατος ἤρχισε ἀπὸ τῆς κ΄ τοῦ Μαρτίου ἕως ὅλον τὸν Ἰούλιον. Ἐποθένασι τὴν ἡμέραν διακόσιοι καὶ περισσότεροι. Ἐ- ρίχνασι τοὺς νεκροὺς ἀψάλτους καὶ ἀτίμως ὥσπερ τοὺς κύνας. Ἐποθένασι τότε καὶ ν΄ ἱερεῖς εἰς τὴν Χώραν. Εἶχε πολὺ ἔξοδον ὁ ἀφέντης, διότι ἐτάγιζε τοὺς ἀρρώ- στους εἰς τὸ Ἀκρωτήριον. Ἔχασαν πολλοὶ εἴ τι εἴχασι· διότι ἔμειναν τὰ σπίτια ἔρημα, καὶ ὅποιος ἤθελεν ἔκλε- πτεν ἀφόβως. Ταῦτα εἰσὶ τὰ γεννήματα τῆς ἁμαρτίας. Εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον, εἰς τοὺς 1592, ἀφ’ οὗ ἔπαυσε λιγάκι τὸ θανατικὸν ἀπὸ τὸν Ἰούλιον μῆνα, πάλιν δὲν ἔπαυεν ὁ θάνατος καθημερινὸν εἰς τὴν χώραν, δέκα δώ- δεκα κορμία τὴν ἡμέραν. Μὰ εἰς τὰ χωρία θάνατος πολύς. Εἰς τόσον φοβούμενοι οἱ ἀφέντες μήπως καὶ ἀ- νάψῃ πάλιν τὸ κακὸν ἀπὸ τὰ χωρία εἰς τὴν χώραν, ἐ- κλείσαν τὲς πόρτες τῆς Χώρας, καὶ ἀπόξω δὲν ἔμβαι- νε τινὰς μέσα, μήτε τινὰς νὰ ἔβγῃ ὄξω. Ἐγένετο τὸ σφάλισμα τοῦτο ἀπὸ τὸν Νοέμβριον μῆνα 1592 ἕως τὲς ιε΄ τοῦ Αὐγούστου 1593. Τὸν φόρον εἴχασιν ἔξω εἰς τὴν πόρταν τοῦ Χριστοῦ τοῦ Φωτοδότη κεκλεισμένον μὲ τρά- βες, νὰ παίρνουσιν οἱ ἄνθρωποι τῆς Χώρας τὰ φαγία, νὰ μὴν ἐγγίζῃ τινὰς τῶν ἀνθρώπων ὁποὺ ἐστέκασιν ἔξω. Μέγα κακὸν τοῦτο καὶ πολλὴ ντισκομοντιτὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἔξω καὶ τῶν ἔσω. Μὰ τὸν Αὔγουστον μῆνα 1593 ἐγένετο ἡ ἐλευθερία καὶ ἠνοίγησαν αἱ πύ- λαι τῆς πόλεως. Ὅταν ἦσαν οἱ τῆς πόλεως ἄνθρωποι κεκλεισμένοι μέσα εἰς τὴν Χώραν, ἐπροστάξασιν οἱ ἀ- φέντες τὸν Νοέμβριον μῆνα, ὅτι ὅλοι εἶναι σεράδι μέσα εἰς τὰ σπίτια τως, νὰ μὴ σμίγῃ γείτονας τὸν γεί- τονα ὣς ιβ΄ ἡμέρες, διὰ νὰ βάνουσιν ὅλοι τὰ ροῦχα τως ἀπάνω εἰς τὰ δώματα νὰ ξεσπουράρουν. Διότι ἐ- λέγασι πὼς ἐκράτει ἀκόμη τὸ θανατικόν. Καὶ τοῦτο ἐ- γένετο τὸν Νοέμβριον μῆνα 1592 ἀπὸ τὲς κ΄ τοῦ μη- νὸς τούτου. Καὶ ὅλοι κεκλεισμένοι τότε, εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης δὲν ἦλθε τινάς. Μὰ τὴν ἀλή- θειαν μεγάλη συμφορά. Τὸ ψυχικὸν ὁποῦ δίδοται κάθε χρόνον εἰς τὸ μοναστήρι μέσα, τότε ἐδόθη εἰς τοὺς γει- τόνους. (;) Καὶ μέγας θόρυβος εἰς τὸν λαὸν τὸν κεκλει- σμένον δέκα μῆνας, ἕως ὅτου ἐδόθη ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἄνοιξις τῆς Χώρας εἰς τὰς ιε΄ τοῦ Αὐγούστου 1593. Ἀκρίβεια μεγάλη εἰς τοὺς τεχνίτας ὅλους, διότι ὀλί- γοι ἔμειναν, ἀκόμη καὶ εἰς τὰ πράγματα καὶ σηκώμα- τα. (;) Ἔχασαν πολλοὶ εἴς τι ἄρα καὶ εἶχον, διότι τὰ σπίτια ἔμειναν ἔρημα, πάντες ἔφευγον ἔξω εἰς τὰ σπή- λαια καὶ εἰς τὰς ὀπὰς τῆς γῆς. Ἱερεῖς πολλοὶ ἀπέ- θανον, ἰατροί, ποβολάνοι πολλοί, πλούσιοι καὶ πένητες, εἰς νούμερον ἕως τριάκοντα χιλιάδες καὶ κάλλιον. Οἱ ἄρχοντες ἔμεινον ἀθῶοι τοῦ κακοῦ τούτου, διότις ἔφυ- γον ἀπὸ τὴν Χώραν καὶ ἐκρύπτοντο εἰς τὰ χωρία τως μὲ καλὲς βιγίλες νὰ μὴ σιμώσῃ τινὰς ἐκεῖ ὁποὺ εὑ- ρίσκοντο. Τοῦτο τὸ κακὸν ἔλαβε καὶ ἡ Κωνσταντινού- πολις ἀπὸ καραμουσαλίδες ὁποὺ ἦσαν εἰς τὴν Κρήτην, ὅταν ἤρχισε τὸ κακόν. Ἀπέθανον καὶ εἰς τὴν Πόλιν πολὺς λαός. Εἴχαμεν μέγαν φόβον τότε, μανθάνοντας πῶς κάμνει ἀρμάδαν ὁ τοῦρκος νὰ πολεμήσῃ τὴν Κρή- την τώρα ὁποῦ ὀλίγον λαὸν εἶχεν, ὁ ὁποῖος ἀπέθανεν ἀπὸ τὴν πανόκλαν. Μὰ ὁ θεὸς τετύφλωκεν αὐτὸν καὶ ἐρρύσθημεν ἀπὸ τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Ταῦτα εἰσὶ τὰ γεν- νήματα τῆς ἁμαρτίας. Ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἦλθεν ἡ συμφορὰ αὕτη ἡ λία φοβερὰ εἰς τὴν Κρήτην καὶ ἤρ- χισεν ἀπὸ τὲς κ΄ τοῦ Μαρτίου 1592 ἕως τὸν Ἰούλιον, ὁποῦ ἔκοπτε περίσσα, τριακόσιοι τὴν ἡμέραν καὶ περισ- σότεροι. Καὶ ἀπὸ τὸν Ἰούλιον τοῦ 1592 ἔπαυσε λιγά- κι ἀπὸ τὴν Χώραν, καὶ εἰς τὰ χωρία ἔκοπτε περίσσα, ὅταν ἐκλείσθησαν αἱ πύλαι τῆς Χώρας, καὶ ἐκράτει ἀκόμη ὁ θάνατος καὶ μέσα καὶ ἔξω ἕως τὸν ἄλλον Ἰ- ούλιον 1593. Καὶ τότε παντελῶς ἔπαυσεν ἡ συμφορὰ αὕτη. Καὶ εἰς τὰς ιε΄ τοῦ Αὐγούστου 1593 ἐδόθη ἡ ἐλευ- θερία καὶ ἠνοίγησαν αἱ πύλαι τῆς πόλεως. Ἀλλὰ φο- βηθῶμεν, ὦ χριστιανοί, καὶ παυσώμεθα τῆς κακίας ἕκα- στος, ἵνα μὴ χείρονα τούτων πάθωμεν, ὅπερ μὴ γένοιτο, Χριστὲ βασιλεῦ, ἀλλὰ νικησάτω τὸ ἄπειρον πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας σου τὸ πλῆθος τῶν ἡμετέρων ἁμαρ- τημάτων.","καρμπά = ασθένεια του άνθρακα (από τη λατ. λέξη carbo) Κάστρον = την πρωτεύουσα της Κρήτης, το Ηράκλειο (ως τοπων., ενίοτε και με τα επίθ. Μέγα και Μεγάλο) ἄγευ- = δεν είχαν γνώση ή εμπειρία από το κακό (ενν. την αρρώστια), ανίδεα [επίθ. άγευστος] κ΄ = είκοσι (ελλην. σύστημα αρίθμησης) λαμπροφόρος = που έχει λαμπρή, φωτεινή εμφάνιση (επίθ.) κστ΄ = είκοσι έξι (ελλην. σύστημα αρίθμησης) ἀψάλτους = χωρίς να τους έχει ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία (προκ. για νεκρό) [επίθ. άψαλτος] κύνας = σκύλους [ο κύνας] ν΄ = πενήντα (ελλην. σύστημα αρίθμησης) Χώραν = πόλη (ενν. το Ηράκλειο) ἔξοδον = δαπάνη, έξοδα [η, ο έξοδος, πληθ. οι έξοδες] ἐτάγιζε = έτρεφε [ταγίζω] εἴ τι εἴχασι = ό,τι είχαν ιε΄ = δεκαπέντε (ελλην. σύστημα αρίθμησης) φόρον = αγορά, πλατεία [ο φόρος] τρά- = ξύλινα δοκάρια [η τράβα] ντισκομοντιτὰ = βάσανο, στενοχώρια [η ντισκομοντιτά, από την ιταλ. λέξη scomoditá] σεράδι = κλειδωμένοι, κλεισμένοι (σεράδοι) ιβ΄ = δώδεκα (ελλην. σύστημα αρίθμησης) ξεσπουράρουν = καθαριστούν, απολυμανθούν [ξεσπουράρω (αμτβ.)] ἄνοιξις = άνοιγμα ὀπὰς = τρύπες [η οπή] ποβολάνοι = μη ευγενείς κάτοικοι της πόλης [ποβολάνος] κάλλιον = περισσότερο (επίρρ.) ἀθῶοι = άπειροι, αμέτοχοι [επίθ. αθώος] βιγίλες = φρουρές [η βίγλα ή βιγίλα, από τη λατ. λέξη vigilia] καραμουσαλίδες = είδος ιστιοφόρου πλοίου [ο καραμουσαλής, από την τούρκ. λέξη karamusal] κάμνει ἀρμάδαν = συγκροτεί/οργανώνει στρατιωτική δύναμη, στόλο [η αρμάδα, από την ιταλ. λέξη armata] ἐρρύσθημεν = προστατευτήκαμε, λυτρωθήκαμε, γλιτώσαμε [ρύομαι] ἔκοπτε = θανάτωνε [κόπτω]",,Μεγάλον θανατικόν από πανόκλα,Ανώνυμος Abstract,"Βιογραφικό μυθιστόρημα που αποτελείται από διαδοχικά επεισόδια, συνυφασμένα με μια σειρά από μύθους οι οποίοι περιέχουν ένα ηθικό δίδαγμα. Αποτελεί έργο ανοιχτής προφορικής παράδοσης, μια χιουμοριστική λαϊκή διήγηση που κυκλοφορούσε ανώνυμη σε διάφορες δημώδεις παραλλαγές (μία από τις οποίες τυπώθηκε πρώτη φορά το 1644) για την τέρψη, αλλά και την ηθική διδασκαλία των απλών ανθρώπων του λαού.",,,Ο Βίος του Αισώπου,Ανώνυμος Πρόλογος (παρ. 1),"Ο Βίος του Αισώπου αρχίζει με μια κωμική συσσωρευτική περιγραφή του κύριου πρωταγωνιστή σε ασύνδετο λόγο, όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι η αποκρουστική ασχήμια του. ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ Γ΄ Ἡ ζωὴ τοῦ Αἰσώπου τοῦ μυθοποιοῦ μεταβαλμένη εἰς τὴν ἁπλῆν γλώσσαν, ἡ ὁποία δίδει μέγα ὄφελος ἐκεινῶν ὁποὺ τὴν ἀναγνώνουν, πρῶτον χαράν, δεύτερον γνῶσιν. Τὴν φύσιν τῶν πραγμάτων ὁποὺ εἶναι εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐξέταξαν μὲ πολλὴν ἀκρίβειαν καὶ ἄλλοι καὶ τὴν ἐπαράδωσαν ἐκεινῶν ὁποὺ ἦλθαν κατόπιν ὕστερα ἀπὸ ἐκείνους, πλὴν ὁ Αἴσωπος φαίνεται νὰ μηδὲν εἶναι μακρία ἀπὸ κάποιαν θεοτικὴν πνεῦσιν καὶ ἔφτασεν τὴν διδασκαλίαν τὴν τακτικὴν καὶ ἐπέρασεν εἰς τὰ μέτρα πολλὰ τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ ἐκείνους, διότις ἐκεῖνα ὁποὺ ἔλεγεν μηδὲ τὰ ἐσυλλογᾶτον μηδὲ ἀπὸ ἄλλες ἱστορίες ἢ γνῶμες τὰ ἔπαιρνεν, μόνον ἀπὸ τὴν ἐδικήν του γνῶσιν. Καὶ ὁλωσδιόλου ἐπέρασεν ἡ ζωή του εἰς τοὺς μύθους καὶ ἔτζι ἔσυρνεν ἐκείνους ὁποὺ τὸν ἀφκροῶνταν εἰς τὴν γνώμην του τόσον, ὅτι οἱ διδασκάλοι τοῦ καιροῦ ἐκεινοῦ δὲν ἐδύνουνταν νὰ λαλήσουν ἔμπροσθέν του. Καὶ ἡ συντυχία του ἦτον ἀπάνω εἰς τὰ πετούμενα πουλία καὶ εἰς ἀλεποῦδες καὶ ἄλλα ζῷα. Καὶ ἐμυθεύετον τὰ ἔργα τως κατὰ τοὺς καιρούς, τοὺς κινδύνους ὁποὺ ἐκινδύ- νευαν καὶ τὸ ὄφελος ὁποὺ εἶχαν. Λοιπὸν αὐτὸς ὁ Αἴσωπος τὴν ζωήν του τὴν ἐπέρναν μὲ πολιτείαν καὶ ὁμοίωμα φιλοσόφου. Τοῦ ὁποίου τὸ γένος ἦτον ἀπὸ τὴν λεγομένην μεγάλην Φρυγίαν, ἀπὸ τὸ Ἀμόριον, ἡ δὲ τύχη τὸν ἐκατέφερεν καὶ ἔγινε σκλάβος. Τὸ ὁποῖον μοῦ φαίνεται πολλὰ ὅτι τοῦ Πλάτωνος ὁ λόγος, ὁποὺ γράφει εἰς τὸν Γοργία, πὼς τὸ εἶπεν καλὰ καὶ ἀληθινὰ ὅτι τοῦτα τὰ δύο εἶναι ἐνάντια, ἡ φύσις καὶ ὁ νόμος, διότις ἡ φύσις τὸν Αἴσωπον τὸν ἔκαμεν ἐλεύθερον καὶ ὁ νόμος τῶν ἀνθρώπων ἐπαράδωσεν τὸ κορμίν του νὰ εἶναι σκλαβωμένον, καὶ δὲν ἐδυνήθην ὁλότελα νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν σκλαβίαν. Καὶ ἦτον ὄχι μόνον σκλάβος ἀλλά καὶ ἄσχημος τῶν ἀσχημοτέρων ἀνθρώπων τοῦ καιροῦ ἐκεινοῦ. Τὸ μὲν πρῶτον εἶχε καμπούραν εἰς τὴν ῥάχην, ἦτον στραβόλαιμος καὶ στραβομύτης, μαῦρος, χειλᾶς. Καὶ κατὰ τὸ ὄνομά του ἦτον καὶ ἡ θεωρία του. Ἦτον καὶ πρησκόσκελος. Εἶχεν καὶ εἰς τὸ στῆθος κόμπον μέγαν καὶ ἡ περπατησία του ἦτον σκυπτὴ καὶ καμπουριασμένη, τὸ δὲ περισσότερον ὅτι ἦτον τζευδὸς καὶ βραχνός, πλὴν εἰς τὴν δουλείαν ὁποὺ ἤθελαν τὸν ὁρίσει νὰ κάμῃ ἦτον πρόθυμος. Ὅμως εἶναι πρᾶγμα θαυμαστὸν ὁ τοιοῦτος ἄσχημος καὶ σκλάβος νὰ κάμνῃ θαυμαστὰ πράγματα. Λοιπὸν εἰς τὸ κορμὶν ἦτον τοιοῦτος, μὰ εἰς τὸν νοῦν ἦτον πολλὰ ἐπιτήδειος καὶ ἕτοιμος εἰς πᾶσα πρᾶγμα νὰ δώσῃ ἀπόκρισιν.","νὰ μηδὲν = να μην μακρία = μακριά, σε απόσταση (επίρρ.) [φρ. είμαι μακρία: απέχω] θεοτικὴν = θεϊκή [επίθ. θεοτικός] πνεῦσιν = έμπνευση [η πνεύσις] τακτικὴν = καθιερωμένη, κατεστημένη [επίθ. τακτικός] πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ἐσυλλογᾶτον = συνέλλεγε, συγκέντρωνε γνῶμες = μυαλά [η γνώμη] ὁλωσδιόλου = ολότελα (επίρρ.) ἔτζι = με αυτό τον τρόπο (επίρρ.) ἔσυρνεν = έφερνε στη δική του άποψη [έσυρνεν εις την γνώμην του] ἀφκροῶνταν = άκουγαν [αφουκρούμαι ή αφκράζομαι] δὲν ἐδύνουνταν = δεν μπορούσαν [δύνομαι] νὰ λαλήσουν = να μιλήσουν [λαλώ] ἔμπροσθέν του = μπροστά του συντυχία = ομιλία ἐμυθεύετον = διηγούνταν μύθους [μυθεύομαι] τως = τους ἐπέρναν = περνούσε πολιτείαν = συμπεριφορά, τρόπο ζωής, διαγωγή [η πολιτεία] ὁμοίωμα = μοιάσιμο ἐνάντια = αντίθετα, αταίριαστα [επίθ. ενάντιος] ἐδυνήθην = μπόρεσε [δύνομαι] χειλᾶς = με μεγάλα χείλη, χειλαράς θεωρία = εμφάνιση, όψη, θωριά πρησκόσκελος = με πρησμένα σκέλια ή πόδια (επίθ.) κόμπον = φούσκωμα, καμπούρα, εξόγκωμα, λόρδωση [ο κόμπος] τζευδὸς = ψευδός, τραυλός (επίθ.) ὁρίσει = να διατάξουν τοιοῦτος = τέτοιος (αντων.) ἐπιτήδειος = επιδέξιος, ικανός (επίθ.)",,Ο Βίος του Αισώπου,Ανώνυμος Το περιστατικό με τα λάχανα (παρ. 34-37),"Ο ανώνυμος αφηγητής διηγείται τις περιπέτειες του Αισώπου κοντά στον πρώτο του κύριο, την ανάκτηση της φωνής του και την πώλησή του στον νέο του κύριο, τον Ξάνθο, γνωστό φιλόσοφο της Σάμου. Περὶ τὸ πῶς ἐπῆρεν ὁ Ξάνθος τὸν Αἴσωπον εἰς ἕναν κῆπον νὰ ἀγοράσουν λάχανα καὶ ὁ Αἴσωπος ἐξήγησεν τὸ ἐρώτημα τοῦ κηπουροῦ καὶ ἐπῆρεν τὰ λάχανα χάρισμα. Ἀπῆτις ἐπέρασαν ὀλίγες ἡμέρες, ἐπῆρε τὸν Αἴσωπον ὁ Ξάνθος καὶ ἐπῆγαν εἰς ἕναν κῆπον νὰ ἀγοράσῃ λάχανα. Ὅμως ὁ κηπουρὸς ἔδεσεν ἕναν δεμάτιν λάχανα καὶ ἔδωκεν τοῦ Αἰσώπου. Ὁ δὲ Ξάνθος, ἀπῆτις ἐπῆρεν τὰ λάχανα, ἠθέλησεν νὰ πλερώσῃ τὸν κηπουρόν. Καὶ ὁ κηπουρὸς εἶπεν πρὸς τὸν Ξάνθον· «Ἄφησε, αὐθέντη, τὴν πληρωμήν, ὅτι ἔχω νὰ σὲ ἐρωτήσω ἕναν λόγον νὰ μοῦ τὸν ἐξηγήσῃς.» Ἀποκρίθην ὁ Ξάνθος· «Τί εἶναι τὸ ἐρώτημάν σου;» Λέγει του ὁ κηπουρός· «Τί εἶναι ἡ ἀφορμή, ὅτι ὅσα φυτεύωμεν ἐμεῖς, κάμνομέν τως μεγάλην κήδευσιν, σκάπτομέν τα, ποτίζομέν τα καὶ βοτανίζομέν τα, καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ ἀργοῦν νὰ γένουν, καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ ἐβγάλλει ἡ γῆς ἀφ’ ἑαυτή της, γίνουνται ὀγλήγορα, καλὰ καὶ δὲν ἔχουν καμμίαν κήδευσιν;» Ὁ δὲ Ξάνθος, ἐπειδὴ ἦτον φιλοσοφικὴ ἐρώτησις, δὲν εἶπεν ἄλλο τίποτες, μόνον τοῦτο, ὅτι εἶναι ἀπὸ κυβερνήσεως τῆς ἄνω πρόνοιας. Καὶ ὁ Αἴσωπος ἦτον ὁμοῦ καί, ὅταν τὸ ἤκουσεν, ἐγέλασεν. Λέγει του ὁ φιλόσοφος· «Αἴσωπε, γελᾷς ἢ ἀναγελᾷς;» Ἀποκρίθην ὁ Αἴσωπος· «Ἀναγελῶ, πλὴν ὄχι ἐσένα, μόνον ἐκεῖνον ὁποὺ σὲ ἐρώτησεν. Πλὴν ὅσα γίνουνται ὑπὸ τῆς θείας πρόνοιας, στέκει εἰς τοὺς φιλοσόφους νὰ δίδουν τὴν ἀπόκρισιν. Ὅμως ἄφησέ με καὶ ἐγὼ νὰ δώσω τὴν ἀπόκρισιν.» Τότες γυρίζει ὁ Ξάνθος καὶ λέγει πρὸς τὸν κηπουρόν· «Δὲν πρέπει ἐμένα νὰ περιπατῶ ἀπὸ τοὺς κήπους διδάσκων. Πλὴν ἔχω ἐτοῦτον τὸν σκλάβον καὶ ἠξεύρει πολλά, καὶ ρώτησέ τον νὰ σοῦ δώσῃ τὴν ἀπόκρισιν.» Ἀποκρίθην ὁ κηπουρός· “Ἐτοῦτος ὁ σιγχαμένος ἠξεύρει γράμματα; Ἀλίμονον εἰς ἐμένα, ὅτι ἀπὸ τοιοῦτον σιγχαμερὸν ἄνθρωπον θέλω νὰ γυρέψω νὰ μάθω. Ὅμως τί ἔχω νὰ κάμω; Ἐπειδὴ ὁ φιλόσοφος ἔτζι θέλει, ἂς ὑπάγω νὰ ἰδῶ τί λέγει.” Τότες ἐκόντεψεν εἰς τὸν Αἴσωπον καὶ λέγει του· «Παρακαλῶ σε, διάλυσέ μου τὸ ζήτημα, ἂν ἐγνωρίζῃς.» Λοιπὸν ἀποκρίθην ὁ Αἴσωπος· «Ἡ γυναίκα ἀπῆτις δευτεροπανδρευθῇ καὶ νὰ ἔχῃ παιδία ἀπὸ τὸν πρῶτον της τὸν ἄνδραν καὶ νὰ εὑρῇ καὶ τοῦ ἀνδρός της παιδία νὰ ἔχῃ ἀπὸ τὴν πρώτην του γυναῖκα, τῶν παιδιῶν ὁποὺ ἔφερεν αὐτὴ εἶναι μητέρα, καὶ ἐκεινῶν τῶν παιδιῶν ὁποὺ ηὗρεν καὶ εἶχεν ὁ ἄνδρας της λογᾶται μητρυία. Λοιπὸν ἀναμεσόν τως εἶναι πολλὴ διαφορά, διότις τὰ ἐδικά της τὰ θρέφει μὲ μεγάλην ἐπιμέλειαν καὶ ἀγάπην, καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι μὲ ξένους κόπους καὶ πόνους καμωμένα, τὰ μισᾷ καὶ ἀπὸ τὴν ζηλείαν της ἀποκόβγει ἀπὸ τὰ ξένα παιδία τὴν τροφὴν καὶ τὴν δίδει τῶν ἐδικῶν της παιδίων καὶ τὰ ἀγαπᾷ ὡς ἐδικά της φυσικὰ καὶ μισᾷ τοῦ ἀνδρός της ὡσὰν ξένα. Τὸν ὅμοιον τρόπον κάμνει καὶ ἡ γῆς· ἐκεινῶν ὁποὺ ἐβγάλλει ἀφ’ ἑαυτοῦ της λογᾶται μητέρα καὶ ἐκεινῶν ὁποὺ φυτεύεις ἐσὺ λογᾶται μητρυία. Διὰ τοῦτο τὰ ἐδικά της τὰ θρέφει ὡς γνήσια καὶ τὰ ζεσταίνει, καὶ τὰ ἐδικά σου ὡσὰν μπαστάρδικα τὼς δίδει τὴν τροφήν.» Καὶ ἔτζι ἀναπαύτην ὁ κηπουρὸς εἰς τὰ λόγια τοῦ Αἰσώπου καὶ λέγει του· «Ἐπληροφόρησές με εἰς τὴν δυσγνωμίαν ὁποὺ εἶχα. Λοιπὸν διάβαινε, καὶ ἂς εἶναι τὰ λάχανα αὐτὰ ἀνταμοιβή σου, καὶ ὄχι μόνον αὐτά, πλὴν καὶ ὅποτε χρειαστῇς, ἔρχου καὶ ἔπαιρνε χάρισμα.» (c. 38 deest)","Ἀπῆτις = αφού (χρον. σύνδ.) δεμάτιν = μεγάλη δέσμη (συνήθως από κλαδιά ή άχυρα) [το δεμάτιν] αὐθέντη = κύριε, αφέντη [ο αυθέντης] ἕναν λόγον = μια ερώτηση, μια σκέψη τως = τους κήδευσιν = φροντίδα [η κήδευσις] βοτανίζομέν = καθαρίζουμε από τα ζιζάνια την καλλιεργημένη γη, ξεχορταριάζουμε [βοτανίζω] ἀφ’ ἑαυτή της = από μόνη της ἀπὸ κυβερνήσεως = από τη φροντίδα, την περιποίηση/προστασία [η κυβέρνησις] ἄνω πρόνοιας = θείας βούλησης, θεϊκής προστασίας ὁμοῦ = μαζί, στον ίδιο τόπο (τοπ. επίρρ.) ἀναγελᾷς = περιγελάς, περιπαίζεις [αναγελώ] στέκει = αρμόζει Δὲν πρέπει = δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει ἔχω = μπορώ ἔτζι = έτσι, με αυτό τον τρόπο ὑπάγω = πάω [υπαγαίνω] ἐκόντεψεν = πλησίασε [κοντεύω] διάλυσέ = λύσε, εξήγησε [διαλύω] ζήτημα = ερώτημα, πρόβλημα ἀπῆτις = από τη στιγμή που, αφού (χρον. σύνδ.) λογᾶται = θεωρείται, λογαριάζεται [λογιάζομαι] μητρυία = μητριά, δηλαδή η γυναίκα κάποιου σε σχέση με τα παιδιά που αυτός έχει από άλλη γυναίκα μισᾷ = μισεί ἀποκόβγει = στερεί [αποκόπτω] Διὰ τοῦτο = εξαιτίας αυτού, γι’ αυτόν τον λόγο μπαστάρδικα = νόθα παιδιά [επίθ. μπασταρδικός, το ουδ. ως ουσ.] ἀναπαύτην = ηρέμησε [αναπαύομαι] δυσγνωμίαν = δύσκολο πρόβλημα χάρισμα = δώρο",,Ο Βίος του Αισώπου,Ανώνυμος Το δείπνο του Ξάνθου (παρ. 51-55),"Ο αφηγητής διηγείται διάφορα περιστατικά και περιπέτειες του Αισώπου κοντά στον Ξάνθο, στον οποίο ο ήρωας σκαρώνει διάφορες φάρσες προσπαθώντας να τον ""εκπαιδεύσει"", όμως συγχρόνως του συμπαρίσταται σε όλες τις δυσκολίες της ζωής του. Μετὰ ἡμέρες ἦλθαν τινὲς διδασκάλοι εἰς τοῦ Ξάνθου τὸ σπίτιν, καὶ θέλοντας νὰ τοὺς φιλεύσῃ, λέγει τοῦ Αἰσώπου· «Ἄμε ἀγόρασέ μου τὸ εὐμορφύτερον φαγὶν ὁποὺ νὰ εὕρῃς.» Ὁ δὲ Αἴσωπος ἐπῆγεν νὰ ψουνήσῃ καὶ μέσα του ἔλεγεν· «Ἐγὼ νὰ κάμω τὸν αὐθέντην μου νὰ πορεύεται φρόνιμα.» Λοιπὸν ἀγόρασεν ὅλον γλῶσσες χοίρινες καὶ ἑτοίμασέν τες καὶ ὅταν ἔβαλαν τραπέζιν καὶ ἐκάθισαν νὰ φᾶν, ἔφερεν αὐτὸς τὲς γλῶσσες τὲς χοίρινες ὀπτές. Καὶ ἀπῆς ἔφαγαν τὲς ὀπτές, ἐγύρεψαν καὶ ἄλλον φαγίν. Καὶ πάλιν ἔφερέν τως γλῶσσες, καὶ οἱ διδασκάλοι ἐθαύμασαν καὶ εἶπαν πρὸς τὸν Ξάνθον· «Ἕως πότε θέλεις νὰ μᾶς ταγίζῃς γλῶσσες;» Τότες ὁ Ξάνθος ἔκραξεν τὸν Αἴσωπον μὲ μεγάλον θυμὸν καὶ λέγει του· «Δὲν ἔχεις, Αἴσωπε, ἄλλον φαγὶν νὰ μᾶς φέρῃς;» Ἀποκρίθην ὁ Αἴσωπος· «Ναί, εἶναι.» Λέγει του ὁ αὐθέντης του· «Δὲν σοῦ ἐπαράγγειλα, τρισκατάρατε, νὰ μοῦ ἀγοράσῃς τὸ καλεώτερον φαγίν;» Λέγει ὁ Αἴσωπος· «Πολλὰ σὲ εὐχαριστῶ, ὁποὺ μὲ μέμφεις παρόντων ἀνδρῶν φιλοσόφων. Εἶναι ἄλλον τίποτες καλεώτερον εἰς τὸν κόσμον καὶ τιμιώτερον ἀπὸ τὲς γλῶσσες; Ὅλη ἡ σοφία καὶ ἡ παίδευσις ἀπ’ αὐτὴν γίνεται· μετ’ αὐτὴν δίδεις, παίρνεις, ἐπαινᾷ σε, ἀγάπην σοῦ δείχνει· ἀπ’ αὐτὴν γίνουνται τὰ τραγούδια καὶ οἱ γάμοι, κτίζουνται κάστρη, πραγματεύονται οἱ ἄνθρωποι. Κοντολογιά ὅλη ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μετ’ αὐτὴν στέκεται· ἀπὸ τὴν γλῶσσαν καλεώτερον καὶ ἀκριβώτερον πρᾶγμα δὲν εἶναι.» Ὅμως ὅταν ἤκουσαν οἱ διδασκάλοι τοὺς λόγους τοῦ Αἰσώπου, ἐπαίνεσάν τον ὅλοι καὶ τὸν διδάσκαλον ἐκατηγορῆσαν. Λέγει ὁ Ξάνθος· «Θέλω κάμειν τὸν δεῖπνον καὶ ἔμπροσθέν σας νὰ τοῦ συντύχω.» Καὶ πάλιν ἔκραξεν τὸν Αἴσωπον καὶ λέγει του· «Ἄμε νὰ ψωνήσῃς τὸ χειρότερον ψοῦνος καὶ τὸ ἀτυχώτερον.» Καὶ ὁ Αἴσωπος ἐπῆγεν πάλιν καὶ ἀγόρασεν γλῶσσες καὶ ἔφερέν τες ἔμποσθέν τως. Καὶ αὐτοί, ὅταν εἶδαν τὲς γλῶσσες, ἐγέλασαν καὶ εἶπαν ἀναμεσόν τως· «Πάλιν χοίρινες γλῶσσες τρώγουμεν.» Ὁ δὲ Ξάνθος ἐπικράνθην, ὅταν τὲς εἶδεν, καὶ λέγει· «Τί εἶναι ἐτοῦτο, Αἴσωπε; Δὲν σοῦ εἶπα νὰ ψουνήσῃς τὸ χειρότερον φαγίν;» Καὶ ὁ Αἴσωπος· «Καὶ τί ἄλλον εἶναι χειρότερον ἀπὸ τὲς γλῶσσες; Ἡ γλῶσσα χαλᾷ κάστρη, ἀπολλεῖ ἀνθρώπους, λαλεῖ ψεύματα, βλασφημεῖ, ὀμώνει· ἀπ’ αὐτὴν χάνουνται βασιλεῖες, ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων κινδυνεύει, διότις εἶναι γεμάτη ἁμαρτήματα.» Αὐτὰ ἔλεγεν ὁ Αἴσωπος, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους λέγει πρὸς τὸν Ξάνθον· «Ἂν ἐσὺ θέλῃς συνορίζεσαι τὰ καμώματα αὐτονοῦ, ποτὲ δὲν θέλεις κακιώσει, διότις κατὰ ποῦ εἶναι ἡ πρόσοψή του εἶναι καὶ ἡ ψυχή του καὶ ἡ καρδία του.» Λέγει ὁ Αἴσωπος πρὸς αὐτόν· «Ἐσὺ θαρρεῖς, ὦ ἄνθρωπε, ὅτι ὁ αὐθέντης μου ἀκούει πᾶσα ἐπίβουλον ἄνθρωπον καὶ παρακινᾷς αὐθέντην νὰ ἐχθρευτῇ τὸν σκλάβον του.»","τινὲς = κάποιοι [αντων. τις] φιλεύσῃ = κάνει το τραπέζι [φιλεύω] Ἄμε = πήγαινε εὐμορφύτερον = νοστιμότερο (προκ. για τροφή) [επίθ. εύμορφος] αὐθέντην = κύριο, αφέντη [ο αυθέντης] φρόνιμα = γνωστικά, μυαλωμένα, συνετά (επίρρ.) ὀπτές = ψητές, μαγειρεμένες [επίθ. οπτός] ἀπῆς = αφού (χρον. σύνδ.) τως = τους ἐθαύμασαν = απόρησαν [θαυμάζω] ταγίζῃς = ταΐζεις ἔκραξεν = φώναξε, κάλεσε [κράζω] ἐπαράγγειλα = έδωσα εντολή, παραγγελία [παραγγέλνω] τρισκατάρατε = ιδιαίτερα μισητέ [επίθ. τρισκατάρατος] καλεώτερον = καλύτερο μέμφεις = ψέγεις, κατηγορείς [μέμφω] παίδευσις = αγωγή, εκπαίδευση [η παίδευσις] μετ’ αὐτὴν = με αυτή, μέσω αυτής πραγματεύονται = εμπορεύονται, συναλλάσσονται Κοντολογιά = κοντολογίς, με λίγα λόγια, με συντομία ἔμπροσθέν σας = μπροστά σας, ενώπιόν σας συντύχω = μιλήσω [συντυχαίνω] ψοῦνος = ψώνιο [το ψούνος] ἀτυχώτερον = αθλιότερο, τιποτένιο ἔμποσθέν τως = μπροστά τους ἐπικράνθην = θύμωσε [πικραίνομαι] χαλᾷ = καταστρέφει ἀπολλεῖ = σκοτώνει, αφανίζει [απολλώ και απολλύω] λαλεῖ = λέει [λαλώ] βλασφημεῖ = υβρίζει τον Θεό/τα θεία ή τους συνανθρώπους ὀμώνει = ορκίζεται θέλῃς συνορίζεσαι = θα ανταγωνιστείς, θα αναμετρηθείς [συνορίζομαι] καμώματα = πράξεις [το κάμωμα] δὲν θέλεις κακιώσει = δεν θα θυμώσεις κατὰ ποῦ εἶναι = εκεί που είναι πρόσοψή = η εξωτερική όψη, το πρόσωπο θαρρεῖς = νομίζεις ἐπίβουλον = δόλιο, ύπουλο [επίθ. επίβουλος]",,Ο Βίος του Αισώπου,Ανώνυμος Συμβουλές στον Αίνο (παρ. 109-110),"Ο Αίσωπος ερμηνεύει το δυσοίωνο σημάδι με τον αετό και κερδίζει την ελευθερία του. Πείθει τον Κροίσο να συμφιλιωθεί με τους Σαμίους. Πηγαίνει στη Βαβυλώνα στο παλάτι του βασιλιά Λύκηρου. Υιοθετεί τον Αίνο, αυτός όμως τον συκοφαντεί στον βασιλιά, ο οποίος διατάζει την εκτέλεσή του. Αργότερα, ο βασιλιάς μετανιώνει για την απόφασή του αυτή, καθώς χρειάζεται τη βοήθειά του στη επίλυση ενός αινίγματος. Ο Αίσωπος λύνει το αίνιγμα και προσπαθεί με νουθεσίες να κάνει τον Αίνο να συναισθανθεί την αγνωμοσύνη του. Κάποιες ἑρμηνεῖες τοῦ Αἰσώπου ὁποὺ ἑρμήνευγεν τὸν Αἶνον. «Παιδίν μου, ἀπάνω σ’ ὅλα τίμα τὸν θεόν. Τίμα τὸν βασιλέα. Εἰς τοὺς ἐχθρούς σου γίνου φοβερός, διὰ νὰ μηδὲν σὲ καταφρονοῦν, καὶ εἰς τοὺς φίλους σου ἥμερος καὶ μεταδοτικός, διὰ νὰ σὲ ἀγαποῦν περισσότερα. Ἀκόμη παρακάλειεν τοὺς ἐχθρούς σου νὰ ἀδυναμοῦν καὶ νὰ πτωχεύουν, διὰ νὰ μηδὲν ἔχουν δύναμιν νὰ σὲ βλάψουν. Τοὺς δὲ φίλους σου εὔχου νὰ ἔχουν καλόν. Πάντα καλοσυντύχαινε τῆς γυναίκας σου, διὰ νὰ μηδὲν ἀγαπήσῃ ἄλλον, διότι τὸ γένος τῶν γυναικῶν εἶναι ἀλαφρὸν καί, ὅταν τὸ κολακεύῃς, λογαριάζει ὀλιγώτερα κακά. Μὴ ἔχῃς τὴν ἀκοήν σου ἕτοιμην εἰς τὰ εὔκαιρα λόγια. Κράτειε τὴν γλῶσσαν σου. Ἐκείνους ὁποὺ ἔχουν καλὸν μὴ τοὺς ζηλεύῃς, διότις περισσότερον βλάπτεις τοῦ λέγου σου. Ἂς εἶσαι εἰς τοὺς δούλους σου ἐπιμελητικός, νὰ φροντίζῃς διὰ λέγου τως, ὄχι μόνον νὰ σὲ φοβοῦνται ὡσὰν αὐθέντην, μὰ νὰ σὲ τιμοῦν καὶ νὰ σὲ ἐντρέπουνται ὡσὰν εὐεργέτην τως, ὁποὺ τὼς κάμνεις καλόν. Μὴ ἐντρέπεσαι νὰ μαθαίνῃς πάντα τὸ καλεώτερον. Τῆς γυναικός σου μηδὲν πιστεύεσαι ποτέ σου μυστικὰ πράγματα, διότις πάντα πολεμᾷ νὰ σὲ ἀφεντέψῃ. Πάντα καθημερούσιον φύλαγε, διὰ νὰ ἔχῃς καὶ διὰ τὴν αὔριον, διότις κάλλια ἀποθανόντας νὰ ἀφήσῃς νὰ τὰ εὕρουν οἱ ἐχθροί σου παρὰ ζῶντας νὰ παρακαλῇς τοὺς φίλους σου καὶ νὰ τοὺς ἐντρέπεσαι. Ἂς εἶσαι καλοχαιρέτητος εἰς ἐκεινοὺς ὁποὺ σὲ συναπαντοῦν. Ὅταν κάμῃς καλόν, μηδὲ μετανοιώνῃς. Ἕναν ἄνθρωπον ὁποὺ νὰ εἶναι καταβαλλωτὴς ἔβγαλέ τον ἀπὸ τὸ σπίτι σου, διότις ὅ,τι κάμῃς καὶ ὅ,τι εἰπῇς πάγει καὶ τὰ λέγει ἀλλοῦ. Κάμνε ἐκεῖνα ὁποὺ δὲν σὲ βλάπτουν καὶ μηδὲν πικραῖνε εἰς ἐκεῖνα ὁποὺ σοῦ ἐπανεβαίνουν. Μὴ συμβούλευε κακὰ πράγματα μηδὲ νὰ μιμᾶσαι κακοὺς τρόπους τῶν ἄτυχων ἀνθρώπων.» Μετ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἑρμήνευσεν ὁ Αἴσωπος τὸν Αἶνον. Καὶ αὐτός, ἔστοντας καὶ νὰ ἐλεγχθῇ, μέσα του ἐσφάγην καθὼς μὲ τὴν σαγίτταν μέσα εἰς τὴν καρδίαν. Καὶ δὲν ἐπέρασεν πολὺς καιρὸς καὶ ἀπόθανεν.","ἀπάνω σ’ ὅλα = πάνω απ’ όλα, περισσότερο απ’ όλα διὰ νὰ μηδὲν = για να μη καταφρονοῦν = περιφρονούν, υποτιμούν [καταφρονώ] ἥμερος = πράος, γλυκός, καλοσυνάτος (επίθ.) μεταδοτικός = ευεργετικός, γενναιόδωρος (επίθ.) καλοσυντύχαινε = να μιλάς καλά [καλοσυντυχαίνω] ἀλαφρὸν = επιπόλαιο [επίθ. αλαφρός] κολακεύῃς = χαϊδεύεις, καλοπιάνεις, περιποιείσαι λογαριάζει = σκέφτεται εὔκαιρα = μάταια, άσκοπα [επίθ. εύκαιρος] Κράτειε = έλεγχε, συγκράτησε τοῦ λέγου σου = τον εαυτό σου ἐπιμελητικός = περιποιητικός (επίθ.) διὰ λέγου τως = γι’ αυτούς πιστεύεσαι = εμπιστεύεσαι πολεμᾷ = προσπαθεί, κάνει το παν [πολεμώ] ἀφεντέψῃ = εξουσιάσει [αφεντεύω ή αυθεντεύω] καθημερούσιον = καθημερινά (επίρρ.) κάλλια = καλύτερα (επίρρ.) καλοχαιρέτητος = φιλικός και ευγενικός στους χαιρετισμούς (επίθ.) συναπαντοῦν = συναντούν (τυχαία) καταβαλλωτὴς = κουτσομπόλης, συκοφάντης (επίθ.) πικραῖνε = λυπάσαι ἐπανεβαίνουν = συμβαίνουν [επανεβαίνω] ἄτυχων = άθλιων, τιποτένιων [επίθ. άτυχος] ἑρμήνευσεν = συμβούλευσε [ερμηνεύω] ἔστοντας καὶ νὰ = επειδή συνέβη ἐλεγχθῇ = κατηγορηθεί, κατακριθεί [ελέγχομαι] ἐσφάγην = πληγώθηκε [σφάζομαι (μεταφ.)] σαγίτταν = σαΐτα, βέλος",,Ο Βίος του Αισώπου,Ανώνυμος Ο Αίσωπος στους Δελφούς (παρ. 124-128),"Ο Αίσωπος λύνει τα προβλήματα του βασιλιά της Αιγύπτου και επιστρέφει στη Βαβυλώνα. Περὶ τὸ πῶς ἐπῆρεν θέλημα ὁ Αἴσωπος ἀπὸ τὸν βασιλέα Λυκῆρον νὰ διαβῇ νὰ γυρίσῃ τὸν κόσμον καὶ ἦλθεν καὶ ὣς εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔδειξεν τὴν σοφίαν του τῶν Ἑλλήνων. Μετὰ ταῦτα ἐπῆγεν εἰς τοὺς Δελφοὺς καὶ ἐκεῖ τὸν ἐσυκοφάντησαν καὶ ἐσκοτῶσαν τον. Ἀπῆτις ἐπέρασεν καιρὸς πολύς, ἐβουλήθην ὁ Αἴσωπος νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἑλλάδαν καὶ ἔταξεν τοῦ βασιλέως μεθ’ ὅρκου ὅτι πάλιν νὰ γυρίσῃ εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Λοιπὸν ἐδιάβην καὶ ἐπῆγεν καὶ ἐγύρισεν ὅλες τὲς χῶρες τῶν Ἑλλήνων καὶ ἔδειξεν τὴν πολλήν του σοφίαν. Ὅμως ἦλθεν καὶ εἰς τοὺς Δελφοὺς καὶ ἐκοῦαν του οἱ Δελφιῶτες καὶ ἐθαύμαζαν εἰς τὴν σοφίαν του καὶ ἔκαμάν του τιμὴν μεγάλην. Καὶ ὁ Αἴσωπος εἶπεν πρὸς αὐτούς· «Ἄνδρες Δελφιῶτες, νομίζω σας τοῦ καραβιοῦ ὁπού, ὅταν ἀρμενίζῃ, φαίνεται ἀπὸ μακρυὰ μεγάλον τίποτες. Καὶ ἀπῆς κοντέψῃ σιμά, φαίνεται πολλὰ πενιχρόν. Ἔτζι καὶ ἐγώ, ὅταν ἤμουν μακρυὰ ἀπὸ τὴν χώραν σας, σᾶς ἐθαυμάζουμουν ὡσὰν τινὰς ἄξιους. Καὶ τώρα ὁποὺ ἦλθα πρὸς ἐσᾶς, ηὗρα σας χειρότερους καὶ πιὰ ἀναξιώτερους παρὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· τοιούτης γενεᾶς ἐγελάστηκα.» (c. 26 deest) Ὅταν λοιπὸν ἤκουσαν οἱ Δελφιῶτες αὐτὰ τὰ λόγια, ἐφοβήθησαν νὰ μηδὲν ὑπάγῃ ὁ Αἴσωπος εἰς ἄλλες χῶρες καὶ σύρει τὸ ὄνομάν τως. Λοιπὸν ἐβουλῆσαν νὰ τὸν σκοτώσουν καὶ ἔτζι ἐπῆγαν καὶ ἐπῆραν μίαν χρυσῆν ἄμουλαν ἀπὸ τὸν βωμὸν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἔκρυψάν την μέσα εἰς τὰ στρώματά του. Ὁ δὲ Αἴσωπος δὲν ἤξευρεν τὴν ἐπιβουλὴν ὁποὺ τοῦ ἔκαμαν. Ὅμως ἤθελεν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὲς Φώκιες. Καὶ ὅταν ἐκίνησεν τὸν δρόμον, ἔδραμαν οἱ Δελφιῶτες κατόπιν του καὶ ἐπίασάν τον καὶ ὠνομάζαν τον κλέπτην τῶν ἁγίων πραγμάτων. Καὶ αὐτὸς ἀρνιέτον, διότις εἴδησιν καμμίαν δὲν εἶχεν. Ἐκεῖνοι ξεύροντας βέβαια πὼς εἶναι μέσα εἰς τὰ στρώματά του ἡ ἄμουλα, ἔστοντας καὶ νὰ τὴν ἐβάλουν ἀτοί τως, πάραυθα ἄνοιξαν τὰ στρώματά του καὶ ηὗραν τὴν ἄμουλαν. Καὶ ἔτζι ἐγύρισαν τὸν Αἴσωπον ἐπίσω εἰς τὴν χώραν, καὶ αὐτὸς ἐπαρακάλειεν νὰ τὸν ἀφήσουν. Καὶ ἐκεῖνοι ὄχι μόνον ὅτι δὲν τὸν ἀφῆσαν, πλὴν καὶ ὡς κλέπτην τῶν ἁγίων πραγμάτων ἔβαλάν τον εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Ὅμως ὁ Αἴσωπος, ἀπῆς ἐσέβην εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἐθώρειεν ὅτι καμμία ἐλπίδα δὲν εἶναι διὰ νὰ λυτρωθῇ, ἐκάθετον μέσα εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἔκλαιεν.","Ἀπῆτις = αφού (χρον. σύνδ.) ἐβουλήθην = θέλησε [βούλομαι] ἔταξεν = υποσχέθηκε με όρκο, ορκίστηκε [έταξεν μεθ’ όρκου] ἐδιάβην = πέρασε [διαβαίνω] ἐκοῦαν = άκουγαν νομίζω σας = σας παρομοιάζω ἀρμενίζῃ = ταξιδεύει στη θάλασσα [αρμενίζω] τίποτες = κάτι ἀπῆς = από τη στιγμή που, αφότου (χρον. σύνδ.) κοντέψῃ = πλησιάσει [κοντεύω] σιμά = κοντά (επίρρ.) πολλὰ = πολύ (επίρρ.) πενιχρόν = ασήμαντο [επίθ. πενιχρός] Ἔτζι = έτσι πιὰ = πιο τοιούτης γενεᾶς = με αυτόν τον τρόπο νὰ = να μην πάει [να μηδέν υπάγη] σύρει = διασύρει τως = τους ἐβουλῆσαν = θέλησαν, σκέφτηκαν [βουλώ] ἄμουλαν = φιάλη [η άμουλα] τὴν ἐπιβουλὴν = τον δόλο, τη σκευωρία ἔδραμαν = έτρεξαν [δράμω] κατόπιν = πίσω, καταπόδι (επίρρ.) ἀρνιέτον = αρνιόταν εἴδησιν = γνώση (κάποιου πράγματος) ἔστοντας καὶ νὰ = επειδή συνέβη να ἀτοί τως = μόνοι τους, οι ίδιοι πάραυθα = αμέσως (επίρρ.) ἐσέβην = εισήλθε, μπήκε [εισβαίνω] ἐθώρειεν = έβλεπε, καταλάβαινε [θωρώ] λυτρωθῇ = ελευθερωθεί, γλιτώσει",,Ο Βίος του Αισώπου,Ανώνυμος Ο θάνατος του Αισώπου (παρ. 140-142),"Ο Αίσωπος βρίσκεται στη φυλακή και διηγείται κάποιους μύθους, προσπαθώντας να αποφύγει την επικείμενη εκτέλεσή του. Καὶ οἱ Δελφιῶτες τὰ λόγια του εἰς τόπον δὲν τὰ ἔβαλαν, μόνον ἐσύρναν τον νὰ τὸν θανατώσουν. Καὶ πάλιν ἀποκρίθην καὶ εἶπεν τως· «Ἄνδρες ἐνήμεροι καὶ φονιάδες, ἀκούσετέ με· ἕνας γεωργὸς ἐγήρασεν εἰς τὸ χωράφιν καὶ ποτέ του δὲν ἐπῆγεν εἰς τὸ κάστρον νὰ ἰδῇ. Λοιπὸν ἐπαρακά- λεσεν τοὺς ἐδικούς του νὰ τὸν στείλουν εἰς τὴν χώραν διὰ νὰ ἰδῇ, καὶ τοῦ ἔζευξαν ἁμάξιν μὲ δύο γαϊδούρια. Καὶ παγαινάμενος ἔτυχεν καὶ τὸν ηὗρεν κακὸς καιρὸς καὶ ἀνέμων ταραχὴν ’στόσον, ὅτι τὰ γαϊδούρια ἐπαραστράτησαν καὶ ἐπῆγαν τὸν γέρονταν εἰς ἕναν γρεμνόν. Καὶ θωρῶντας πὼς ἔχει νὰ καταγρεμιστῇ, εἶπεν· Ὦ Ζεῦ θεέ μου, τί ἄδικον ἔκαμα καὶ μέλλω νὰ χαθῶ, καὶ ὄχι ἀπὸ μουλάρια καλὰ οὐδὲ ἀπὸ ἄλογα εὔμορφα ἀλλὰ ἀπὸ κάκιστα καὶ πενιχρὰ γαϊδούρια.’ Ἔτζι καὶ ἐγὼ ὅμοια ἔπαθα, ὅτι δὲν χάνομαι ἀπὸ τίποτες τίμιους ἀνθρώπους ἢ σοφοὺς ἢ ἄξιους, μόνον ἀπὸ ἄγριους καὶ κακούς.» Καὶ ἄρχισεν καὶ ἔλεγέν τως καὶ ἄλλον μῦθον· «Εἷς ἄνθρωπος ἐπεθύμησεν τὴν ἰδίαν του θυγατέραν. Λοιπὸν ἔστειλεν τὴν γυναῖκαν του εἰς τὸ χωράφιν καὶ ἄρχισεν νὰ δυναστεύη τὴν κοπέλλαν. Καὶ ἐκεί<νη> τοῦ εἶπεν· “Ὦ πατέρα, κακὰ κάμνεις καὶ ἄπρεπα, διότις πιὰ εὐχαριστημένη ἤθελα εἶσται νὰ μὲ δυναστέψουν ἄλλοι ξένοι καὶ ὄχι ἐσύ, ὁποὺ εἶσαι πατέρας μου.” Αὐτὸ λέγω ἐσᾶς, ὦ παράνομοι Δελφιῶτες· ἤθελα καλλίτερα, ἐπειδὴ ἡ τύχη μου μὲ ἐκατέφερεν εἰς τόσον νὰ γρεμιστῶ, νὰ ἤθελά το πάθειν ἀπὸ τίποτες ἄξιους καὶ παιδευμένους ἀνθρώπους καὶ ἤθελεν φαίνεσθαι καὶ πιὰ δίκαιον παρὰ ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς ἄγροικους. Καταροῦμαι λοιπὸν τὴν πατρίδαν σας, διότις ἀποθαίνω ἄδικα. Ἀλίμονον εἰς ἐμένα.» Ὅμως οἱ Δελφιῶτες καθόλου δὲν ἐβάλαν τὰ λόγια του εἰς μέτρος νὰ τὸν λυπηθοῦν, μόνον ἐρρίξαν τον εἰς τὸν γρεμνὸν καὶ ἀπόθανεν. Καὶ δὲν ἐπέρασεν πολὺς καιρὸς καὶ ἔπεσεν μεγάλη πεῖνα εἰς τοὺς Δελφιῶτες, καὶ ἐπῆγαν καὶ εἰς τὸ μαντεῖον καὶ ἦβγεν τως ὁ χρησμὸς ὅτι διὰ τοῦ Αἰσώπου τὸν θάνατον ἔγινεν ἡ πεῖνα, οἱ ὁποῖοι ἐγνώρισαν ὅτι ἄδικα ἐσκότωσαν τὸν Αἴσωπον. Καὶ ἔστεσαν κολόννα εἰς τὸ ὄνομάν του. Οἱ δὲ πρῶτοι τῆς Ἑλλάδος καὶ ὅλοι οἱ σοφοί, ὅταν ἔμαθαν τὸ πρᾶγμα ὁποὺ ἔκαμαν εἰς τὸν Αἴσωπον, ἦλθαν εἰς τοὺς Δελφοὺς καί, σὰν τοὺς ἐξέταξαν, τοὺς ἐτιμώρησαν. Καὶ ἔγιναν τιμωρητάδες διὰ τὸν θάνατον τοῦ Αἰσώπου.","εἰς τόπον δὲν τὰ ἔβαλαν = δεν τα υπολόγισαν, σεβάστηκαν [φρ. βάζω εις τόπον] ἐσύρναν = έσερναν τως = τους ἐνήμεροι = ανήμεροι, άγριοι [επίθ. ενήμερος] ἐγήρασεν = γέρασε [γεράζω] κάστρον = πόλη, χώρα ἔζευξαν = έδεσαν ζώο σε άροτρο ή άμαξα [ζεύω] ἁμάξιν = τροχοφόρο που σύρεται από ζώα ως μέσο μεταφοράς, κάρο παγαινάμενος = καθώς πήγαινε ’στόσον = τόσο πολύ [ειστόσον] ἐπαραστράτησαν = ξεστράτισαν, παρέκκλιναν από τον δρόμο [παραστρατώ] γρεμνόν = γκρεμό, τόπο απόκρημνο [ο γρεμνός] θωρῶντας = βλέποντας ἔχει νὰ = πρόκειται να μέλλω = πρόκειται να πενιχρὰ = ασήμαντα [επίθ. πενιχρός] Ἔτζι = έτσι δυναστεύη = βιάζει [δυναστεύω] ἄπρεπα = με τρόπο αταίριαστο, ανάρμοστο (επίρρ.) πιὰ = πιο ἤθελα εἶσται = επρόκειτο να είμαι, θα ήμουν ἐκατέφερεν = κατάντησε [καταφέρω] εἰς τόσον = σε τέτοιο σημείο γρεμιστῶ = γκρεμιστώ παιδευμένους = καλλιεργημένους, γνωστικούς [παιδευμένος, μτχ. παρακ. του παιδεύομαι ως επίθ.] ἄγροικους = απλοϊκούς, αμόρφωτους [επίθ. αγροίκος] Καταροῦμαι = καταριέμαι δὲν ἐβάλαν τὰ λόγια του = δεν υπολόγισαν, δεν σεβάστηκαν τα λόγια του [φρ. βάνω εις μέτρον] διὰ τοῦ Αἰσώπου = εξαιτίας του θανάτου του Αισώπου [διά του Αισώπου τον θάνατον] ἐγνώρισαν = αναγνώρισαν, κατάλαβαν ἔστεσαν = έστησαν σὰν = αφού (χρον. σύνδ.) ἐξέταξαν = υπέβαλαν σε εξέταση, ανέκριναν [εξετάζω] τιμωρητάδες = τιμωροί, εκδικητές [ο τιμωρητής]",,Ο Βίος του Αισώπου,Ανώνυμος Abstract,"Το ποίημα αποτελείται από 735 ομοιοκατάληκτους οκτασύλλαβους στίχους και ο χαρακτήρας του είναι έντονα μισογυνικός. Είναι δομημένο σε τρία μέρη, το καθένα από τα οποία περιγράφει, με οξεία σατιρική διάθεση, την ηθική και τη συμπεριφορά των παρθένων, των παντρεμένων και των χηρών γυναικών αντίστοιχα. Η γλώσσα στα περισσότερα σημεία παρουσιάζεται αρκετά τολμηρή. Η συγγραφή του ποιήματος τοποθετείται στην Κρήτη στα τέλη του 15ου αιώνα.",,,Ο Έπαινος των γυναικών,Ανώνυμος Ψόγος των παρθένων κοριτσιών (στ. 21-70),"Το ποίημα ξεκινά με σύντομο πρόλογο, όπου ο συγγραφέας αναφέρει αυτό που σκοπεύει να κάνει στη συνέχεια – να εκθέσει τις κακές συνήθειες τις οποίες έχουν οι γυναίκες από τη φύση τους. Τις χωρίζει σε τρεις κατηγορίες: παρθένες, παντρεμένες και χήρες. Ακολουθεί το πρώτο μέρος, το οποίο είναι αφιερωμένο στις παρθένες. Ο ποιητής καυτηριάζει πρώτα τον καλλωπισμό του προσώπου, που περιλαμβάνει φτιασίδωμα, ξάνθισμα των μαλλιών, διόρθωση των φρυδιών και ψιμυθίωση (μακιγιάρισμα) του προσώπου, ενώ στη συνέχεια αναφέρεται στην αποτρίχωση του σώματος. Τούτα έχουν οι κορίτσες, όταν έναι κοπελίτσες, ήγουν όταν έν’ μικρά (που να τα ’θαψαν νεκρά! Σήμερον τα βλέπεις τόσα και αύριο μόνον άλλα τόσα!). Έχουσιν και πρώτον τούτο: το στολίδιν έχουν πλούτο και την όψην τους να φτιάνουν και την ρόκαν να την χάνουν και ποτές ουδέ χορταίνουν, αν ιδρώνουν και να κρυαίνουν, να στολίζουν το κορμίν τους και να χάνουν την τιμήν τους. Κι άλλον πάντα δεν κατέχουν, μόνον το κεφάλι βρέχουν και απέ το καλόν απέχουν και όλα τα κακά ξετρέχουν· τα μαλλιά τους να ξαθάνου και όλα τα κακά μαθάνου. Ακόμη έχουν και άλλον ένα: ’τι τα φρύδια τα καμένα θέλουν πάντα να τα εβγάνουν και έμορφα δια να τα εφτιάνουν, σαν γατάνι να τα κάμνουν (έδε πράμα το μαθάνουν!). Άλλες με τα μαχαιράκια και μαδίζουν τα φρυδάκια, άλλες βάνουν την κλωστήν και απετούσιν το δασύ, και άλλες ξύουνται με γυαλιά, δια να εβγάζουν τα μαλλιά. Ακόμη έχουν άλλον ένα, που με το ’πασιν εμένα: όταν έχουν χνουδιασμένα τα κορμιά τα τροπιασμένα, άλλες με κλωστήν μαδούν τα, σύρνουν έξω και ταυρούν τα, άλλες βάνουν αλοιφήν, δια να γένουν σαν ψηφίν μαλακές και εγδαρμένες (διά ’δε, οι καταραμένες!). Έναι και άλλες οπού χρήζουν άλλες δια να εξυρίζουν τά βαστάζουν εις τα σκέλια, και φυλάουν τα δια γέλια. Τα προσώπα τους πλουμίζουν και καλά τα ζωγραφίζουν, μερικές δια να τα ασπρίζουν και άλλες να τα κοκκινίζουν.","ήγουν = δηλαδή (σύνδ.) δεν κατέχουν = δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν ξετρέχουν = αναζητούν, γυρεύουν, ψάχνουν να ξαθάνου = να ξανθύνουν καμένα = καημένα γατάνι = γαϊτάνι, στολίδι έδε = να!, ιδού, κοίτα (επιφ.) δασύ = πυκνό τρίχωμα τροπιασμένα = ντροπιασμένα ταυρούν τα = τα τραβούν ψηφίν = ψηφίδα, ζωγραφιστό κομμάτι ψηφιδωτού πλουμίζουν = στολίζουν, καλλωπίζουν",,Ο Έπαινος των γυναικών,Ανώνυμος Ψόγος των παντρεμένων γυναικών (στ. 604-664),"Αφού έγινε αναφορά στην περιποίηση προσώπου των παρθένων, το ποίημα συνεχίζει με περιγραφή και σχολιασμό του άσεμνου ντυσίματος. Οι κοπέλες παρουσιάζονται συγκεντρωμένες σε κάποιο σπίτι, όπου στολίζονται προκλητικά και στο τέλος χορεύουν. Έπειτα, έρχεται στο επίκεντρο η επιπόλαιη συμπεριφορά των κοριτσιών, τα οποία με την περιποίηση του προσώπου, το πρόστυχο ντύσιμο και τις ανήθικες κινήσεις τους αποσκοπούν να προσελκύσουν τους άνδρες και να έχουν ερωτικές επαφές μαζί τους, ενώ, όταν έρχεται η στιγμή να παντρευτούν, προσποιούνται με τον πιο δόλιο τρόπο ότι είναι παρθένες. Το δεύτερο τμήμα που ακολουθεί –και το πιο εκτενές– είναι αφιερωμένο στις παντρεμένες γυναίκες και διαρθρώνεται σε τρία μέρη: Πρώτα παρουσιάζονται αρκετά αναλυτικά ερωτικός πόθος και οι ατέρμονες σεξουαλικές επιθυμίες που διακατέχουν τις παντρεμένες γυναίκες· συνεχίζει με μια διεξοδική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο εντελώς αδίστακτα προσποαθούν να παρουσιάσουν στους συγγενείς τους πως οι άνδρες δεν τους φέρονται καλά, ότι τις περιορίζουν και τις εκμεταλλεύονται, με σκοπό να αποκρύψουν τις επιλήψιμες και επονείδιστες πράξεις τους και να προστατέψουν την περιουσία τους, καθώς, αν αποκαλυπτόταν η μοιχεία τους ενώ ήταν παντρεμένες, έχαναν αναγκαστικά την προίκα τους, η οποία περνούσε αποκλειστικά και αμετάκλητα στη δικαιοδοσία των συζύγων τους, και έπρεπε να εγκαταλείψουν οριστικά το συζυγικό σπίτι. Βρίσκουν έτσι πρώτα στο πρόσωπο της μητέρας τους εκδικητή και παίρνουν με το μέρος τους όλη την οικογένεια, ενώ οι σύζυγοι αρχίζουν να κινδυνεύουν από την επίθεση όλων των συγγενών της γυναίκας. Έχουσιν ακόμη φύση, και ο διάβολος τας φρίσσει, ότι, αν έναι ν’ αστοχήσει φανερά κακό να ποίσει, βούλεται να το ομορφίσει και όλους να τους ψεματίσει. Αν βουλ’θείς να της το δείξεις, κάμνει σε δια να πλαντάξεις, όλους λέγει ψέμα λέσιν και όλους αναθεματίζει· και να λέγει τους μαρτύρους: «Τι έναι τούτο το μαρτύριον που με κάμνετε εμένα, να ’μαι πάντα πικραμένη, να πλαντώ και ν’ αποθαίνω, και να σκάζω, να πτωχαίνω;» Όσα δίκαια και αν έχεις, αληθή και αν της τα δείχνεις, άλλον πάντα δεν σε λέγει, είμη ότι «Αδικείς με» λέγει. Έτσι λέγουσιν και οι άλλες οι γυναίκες, οι βουβάλες, δεν τον λέσιν ερωτ<ι>άρη, αμή λέσιν τον ζουλιάρην, ουδέ λέουν ότι αγαπά την, αμή λέουν ότι αγαπάται. Τότεσον κινούν και εβρίζουν και άσκημα τον ατσαλίζουν: «Ε, καλέ, τί την πειράζεις, δωριανά να την παθιάζεις; Ίδια του διαβόλου ομοιάζεις και δια τούτο ουδέ σκολάζεις. Άφες την, μη την πικριαίνεις και μηδέν μας την μαραίνεις. Και τα λόγια τα δικά σου και τα δίκαια τα πολλά σου φαίνεταί σου δεν τ’ ακούσιν οι άνθρωποι οπού γρικούσιν. Αμή οι καλοί οι άνδρες τέτοια λόγια δεν γρικούσιν τας γυναίκας που αγαπούσι, αμή οι κακοί οι άνδρες, και κακοί και βοσκομάντρες, και οι φάλτσοι και οι ροφιάνοι λέγουν τέτοιες κουζουλάδες. Πασαείς ας το κατέχει, οπού εις γνώσηνε μετέχει, τούτο λέγεται ζουλεία, τέλεια αγάπη και φιλία.» Ειδέ μόν’ απαλλαγεί και όμορφη συναλλαγεί, όταν τηνε προσπαθείς, λέγει σε ότι μεθείς· δώσ’ την μόνον εξουσίαν, και να ιδείς κακοδοξίαν! Αλίμονο ο κακότυχος, εκείνος ο άνδρας ο άτυχος οπού τον καβαλικεύει η γυναίκα και αφεντεύει θέλει να τον εντροπιάζει, φανερά να τον πομπιάζει.","τας φρίσσει = τις φοβάται, τις τρέμει να ποίσει = να κάνει λέσιν = λένε πλαντώ = πλαντάζω, σκάζω είμη = εκτός, παρά μόνο (σύνδ.) αμή = αλλά (σύνδ.) Τότεσον = τότε τον ατσαλίζουν = τον προσβάλλουν, του φέρονται άσχημα δωριανά = άδικα, χωρίς λόγο, τζάμπα σκολάζεις = σταματάς, τελειώνεις γρικούσιν = ακούν, νιώθουν, καταλαβαίνουν βοσκομάντρες = μαστρωποί (για άντρες) φάλτσοι = απατεώνες, κάλπικοι, ψεύτες κουζουλάδες = παλαβωμάρες, τρέλες Πασαείς = ο καθένας ζουλεία = ζήλια τέλεια = καθόλου, διόλου συναλλαγεί = συναναστραφεί, κάνει δεσμό τηνε προσπαθείς = προσπαθείς να την κατακτήσεις ερωτικά κακοδοξίαν = την κακή γνώμη πομπιάζει = ντροπιάζει, ευτελίζει, διαπομπεύει",,Ο Έπαινος των γυναικών,Ανώνυμος Ψόγος των χηρών (στ. 665-735),"Το τελευταίο τμήμα του κειμένου αφιερώνεται στις χήρες, στις γυναίκες οι οποίες δεν διστάζουν να έχουν ερωτικές επαφές με άλλους άνδρες, ακόμα και πριν από τη συμπλήρωση των οκτώ ημερών από την κηδεία των συζύγων τους. Υπάρχουν, βέβαια, και γυναίκες οι οποίες, ενώ οι άνδρες τους ήταν εν ζωή ακόμα, παρακαλούσαν πώς και πώς να πεθάνουν και, αν τυχόν καθυστερούσαν, έψαχναν τρόπους για να τους δηλητηριάσουν, ενώ σύστηναν, όταν ήταν αναπόφευκτο, τον ερωμένο τους ως ξάδελφο ή κουμπάρο. Το τέλος αυτής της ενότητας συμπίπτει με το τέλος του έργου, που λήγει κάπως απότομα και απροσδόκητα, ενώ θα περίμενε κανείς μια πιο ομαλή κατακλείδα με ή χωρίς επίλογο, η οποία να ανακεφαλαιώνει τα όσα προηγήθηκαν. Είπαμε των κορασίδων είπαμεν και των υπάνδρων, ας ειπούμεν των χηράδων· άκο ’δά δια τας χηράδας, οπού κάμνουν οι κυράδες. Να σας πω, όταν ποθάνει, ο άνδρας της όταν ποθάνει, τέτοιαν στράτα τότες πιάνει, οπού ο άτυχος δεν φτάνει στην ιγήν να οκτωμερίσει, τούτη και να τριγυρίσει, και ουδέν θωρεί την ώραν να έβγει έξω εις την χώραν και να συχνοχαρχαρίζει και όλον να καμμυτσουρίζει και να συχνοκακανίζει και άλλον το κορμί δανείζει, και τα ρούχα της μαυρίζει και τους καύχους πάντα χρήζει. Έναι και άλλες οπού κάτσαν και ουδέν θωρούν την πλάτσαν και εκ το σπίτι δεν εβγαίνουν, μηδέ σ’ εκκλησία παγαίνουν, αμή πασαμία μέσα φτιάνεται ωσάν κουρτέσα και κρυφά εκ το παρεθύρι εγυρεύει ποιον να πάρει εις το σπίτι, να τον γδείρει. Δεν ψηφά δια νοικοκύρη, και, να μη την κάψει πύρη, όλον το δικόν της φθείρει. Με τους καύχους αποκλείται εις το σπίτιν και κουνιέται, δείχνει τάχα ότι μαδιέται, αλλ’ αυτή πολλά πηδιέται. Έναι και άλλες, όταν ζούσαν οι άνδρες των και περπατούσαν, τότες άλλους αγαπούσαν και εκείνους εμεριμνούσα· ν’ αποθάνου ελιγωρούσαν και άλλο δεν επεθυμούσα, και τους κώλους των εκρούσα και τους άνδρες των γελούσα και παστάρδικα γεννούσα. (Για ’δέ τέχνη οπού κρατούσα!) Κι αν της τύχης εχηρεύαν, ηύρα εκείνα οπού γυρεύαν· και αν ετύχαινε και αργεύαν, κείνες τους εφαρμακεύαν και ’πιδέξια τους σκοτώναν και εις το χώμαν τούς εχώναν. Τότε με τους καύχους όλες ζουν καθημερνές και σκόλες· μερικές κρυφά τούς μπάζουν και άλλες φανερά τούς κράζουν, εις τα σπίτια τους παγαίνουν, καθημέραν τες μιαίνουν· και από της συκέας το γάλα ξάδελφον τον λέει μεγάλα, και άλλη τον λαλεί κουμπάρο, δια τ’ αυτό τάχα έχει θάρρο, και άλλη δι’ αδελφοποιτόν έχει τον αγαπητικόν· μετ’ αυτήν την αδικίαν κάμνουν φανερήν πορνείαν. Μερικές δεν τους αρνούνται, ’δεποσώς τούς παρατιούνται· τότες οι παρατημένες, που ’ναι πάντα πομπεμένες, πάσιν όλες στα μπουρδέλια και γαμούν τες τα κοπέλια.","άκο = άκουσε ιγήν = χώμα, γη οκτωμερίσει = να συμπληρώσει οκτώ ημέρες από την ταφή (προκ. για νεκρό) θωρεί = βλέπει συχνοχαρχαρίζει = συχνογελά καμμυτσουρίζει = γνέφει ερωτικά συχνοκακανίζει = συχνοχαχανίζει καύχους = εραστές πλάτσαν = την πλατεία κουρτέσα = κυρία της Αυλής, νεαρή γυναίκα ευγενικής καταγωγής ψηφά = υπολογίζει, μεριμνά πύρη = ερωτική φωτιά, ερωτική κάψα το δικόν της = την περιουσία της πολλά = πολύ (επίρρ.) ελιγωρούσαν = ποθούσαν, εύχονταν εκρούσα = χτυπούσαν, παλούκωναν παστάρδικα = νόθα παιδιά, μπάσταρδα αργεύαν = αργούσαν εφαρμακεύαν = φαρμάκωναν, δηλητηρίαζαν σκόλες = γιορτές μιαίνουν = διαφθείρουν, ατιμάζουν αδελφοποιτόν = σταυραδέλφι ’δεποσώς = καθόλου πομπεμένες = ντροπιασμένες κοπέλια = νεαροί άντρες",,Ο Έπαινος των γυναικών,Ανώνυμος Abstract,"Έμμετρο χρονικό του εικοσιπενταετούς πολέμου για την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς Τούρκους, το οποίο ολοκληρώθηκε στο διάστημα 1669-1677. Ο ποιητής, σε περίπου 12.000 στίχους, αφηγείται την κατάληψη των Χανιών και του Ρεθύμνου, της ιδιαίτερης πατρίδας του, αναφέρεται σε εχθροπραξίες στο Αιγαίο πέλαγος, και επικεντρώνεται στην εικοσαετή πολιορκία της πρωτεύουσας του νησιού, του Κάστρου, το οποίο προσωποποιείται και συμμετέχει στα δρώμενα με εκτενείς μονολόγους.",,,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Η αρχή της διήγησης (145, 15 - 146, 9)","Μετά από μια αποστροφή στους αναγνώστες του, με τίτλο «Προς τους ανδρειοτάτους και θεοσεβεστάτους Χριστιανούς Μαρίνος ο Τζάνες ο Μπουνιαλής», και την αφιέρωση «Τω ευγενεστάτω και περιανεστάτω Κυρίω Κυρίω Μάρκω τω Καγιάννη», ο ποιητής αρχίζει το κύριο σώμα της αφήγησής του με τους στίχους που ακολουθούν. Δηλώνει ότι θα αρχίσει από την εξιστόρηση των γεγονότων στα Χανιά, αλλά θα δείξει και τί συνέβη στην πρωτεύουσα Χάνδακα και στο Ρέθυμνο. Πρώτα, όμως, θα αναφερθεί στο συμβάν που αποτέλεσε την αφορμή του πολέμου. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΗΓΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ τῆς γενομένης ἐν τῇ ἀθλίᾳ νήσῳ Κρήτῃ συντεθέντες καὶ διορθωθέντες παρὰ Μαρίνου τοῦ Τζάνε τοῦ ἐπιλεγομένου Μπουνιαλῆ, τοῦ ἐκ Ριθύμνου Διὰ τὸν πόλεμον τῶ Χανιῶν Γράφω σας νὰ γροικήσετε, ἄρχοντες τιμημένοι, τὸν πόλεμο καὶ τὴ σκλαβιά, ποὺ πάθαν οἱ καημένοι, τῆς Κρήτης ὅλο τὸ νησί, χῶρες, χωριὰ καὶ τόποι, ποὺ πέφτανε σὰν τὰ πουλιὰ μὲ βόλια οἱ ἀνθρῶποι. Κ’ ἔρχομαι ἀπὸ τὰ Χανιὰ τὸν πόλεμο ν’ ἀρχίσω καὶ νὰ τὰ πῶ καταλεπτῶς, στὸν κόσμο νὰ τ’ ἀφήσω, νὰ τὰ διαβάζουνε συχνιὰ κι ὅλα νὰ τὰ θυμοῦνται, ποὺ τόσοι ἐχαθήκανε, νὰ κλαῖνε, νὰ θρηνοῦνται. Κι ἂν εἶναι κ’ ἐφτωχύνασι, κι ἄλλος πολλὰ πλουτίζει, ἔτσ’ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς ἁπ’ ὅλους μᾶς ὁρίζει. Νὰ δείξω Χάντακα, Χανιά, Ρέθεμνος, νὰ κοιτάξει νὰ κλάψει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κι ὅλος ν’ ἀναστενάξει· νὰ χύσου δάκρυα ποταμὸ πὼς αἰχμαλωτιστῆκα ἀπὸ τὸ γένος τῶν Τουρκῶν καὶ καταρημαστῆκα. Λοιπὸν τώρα γροικήσετε τὸ τέλος πῶς ἐγίνη, πῶς ἐρημάστη τὸ νησὶ κ’ ἔτυχε σκλαβοσύνη· πῶς ἤτονε ἡ ἀφορμὴ ὁ Τοῦρκος ν’ ἀρματώσει νά ’ρθει σ’ τσῆ Κρήτης τὸ νησὶ τὸν πόλεμο νὰ δώσει.","γροικήσετε = ακούσετε καταλεπτῶς = λεπτομερειακά, με πληρότητα καταρημαστῆκα = καταστράφηκαν εντελώς, αφανίστηκαν ἐρημάστη = καταστράφηκε, ερημώθηκε",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Η ανατίναξη του προμαχώνα του Αγίου Δημητρίου στα Χανιά (166, 17 - 168, 2)","Βρισκόμαστε στα τέλη Ιουλίου του 1645 και η πόλη των Χανιών ήδη πολιορκείται από τους Τούρκους από τις αρχές Ιουνίου. Για την ενίσχυση της άμυνας, έχει φτάσει βενετικό στράτευμα από την υπόλοιπη Κρήτη, καθώς και βενετικά πλοία από την Κέρκυρα, που όμως δεν τόλμησαν να πλησιάσουν την πόλη. Ο τούρκος πασάς έχει προτείνει στους πολιορκημένους να παραδοθούν, αλλά οι Βενετοί δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, οι Τούρκοι ανατινάσσουν με υπόνομο («μίνα») ένα τμήμα του προμαχώνα του Αγίου Δημητρίου και βομβαρδίζουν την πόλη από τη θάλασσα, αν και χωρίς αποτέλεσμα. Ο ποιητής δίνει έμφαση στις εικόνες θανάτου και προσωποποιεί τον Χάρο. Ἤτονε τσ’ εἰκοσιεφτὰ μηνὸς τοῦ Ἰουλίου, <ὁ>ποὺ γκρεμίσαν τὸ τειχιὸ τ’ Ἁγίου Δημητρίου. Ρωμαῖοι, Φράγκοι κι ἄρχοντες ἐστέκα ν’ ἀνιμένου τὸ τέλος πού ’χε νὰ γενεῖ, κ’ οἱ Τοῦρκοι ν’ ἀνεβαίνου. Πλῆθος πολὺ ἐμπαίνασι μέσ’ ἀποὺ τὴ χαλάστρα, καὶ σαϊτιὲς καὶ λουμπαρδιὲς ἐπέφταν ὡσὰν τ’ ἄστρα. Ταμπόκια νὰ κτυπούσινε, νιάκαρα νὰ λαλοῦσι, τοὺς Τούρκους ν’ ἀναγκάζουνε ἀπάνω ν’ ἀνεβοῦσι. Ὢ ἥλιε λαμπρότατε, τώρα ἂς σκοτεινιαστοῦσι οἱ λάμψες σου, νὰ μηδὲ δοῦ φόνους ποὺ θὰ γενοῦσι· καὶ, θάνατε σκληρότατε, φύγε κ’ ἐσύ, κρουβήσου καὶ μὴ φανεῖ στοὺς Χριστιανοὺς σήμερο ἡ μπόρεσή σου. Γύρου τριγύρου τῶν τειχιῶν ἤτονε μαζωμένοι οἱ Τοῦρκοι, ν’ ἀνεβαίνουνε ἦτον ἑτοιμασμένοι. Μὰ πάλι ἀπὸ τὸ πέλαγος τὰ κάτεργα ἐβροντοῦσα λουμπάρδες, γιὰ νὰ φοβηθοῦ, μ’ ἄλλο δὲν ἐμποροῦσα, οὔτε κ’ ἐπηαίνανε σιμά, κανένα, νὰ βοηθήσει, γιατ’ ἤκρουγε τὸ ρεβελὶ κ’ ἤθελε τὸ βουλήσει. Μὰ τότες ἐφανήκανε ποιοί ’τον οἱ καβαλιέροι, Ρωμαῖοι ἄξοι τοῦ σπαθιοῦ, παπαδοκαλογέροι. Καὶ μέσα γιὰ νὰ μπαίνουσι πασάδες ἀνεβαῖνα, κ’ οἱ Χριστιανοὶ ἀμολέρνασι μπάλες καὶ τοὺς ἐπαῖρνα. Βρύσες νὰ τρέχουν αἵματα ’πὸ μιὰ μεριὰ κι ἀπ’ ἄλλη, ’πὸ μέσα νὰ μαλώνουσι, <νὰ> μπαίνου ἀκόμη κι ἄλλοι, κ’ ἐκόφτασινε τοὺς φτωχοὺς Ρωμαίους εἰς τὲς στράτες κ’ ἡ χώρα μπόμπες ἔριχνε ἀπ’ ὅλες της <τσὶ> μπάντες. Ἀπάνω κάτω ἔβλεπες ἄντρες ἀποθαμένους κ’ ἐκείτουνταν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, στὸν κάμπο ξαπλωμένους. Τὸ Χάρον ἐκοιτάζανε στὴ μέση νὰ πετᾶται, νὰ κόφτει Τούρκους καὶ Ρωμιούς, Φράγκους νὰ μὴ λυπᾶται· ψυχὲς νὰ βγάνει ἀπὸ κορμιά, αἷμα πολὺ νὰ χύνει, κ’ ἡ ὄργητά του ἡ κακὴ ν’ ἅφτει σὰν τὸ καμίνι. Ἐπέτα μὲ διχῶς φτερὰ κ’ ἐκράτειε τὸ δρεπάνι, ἔξω καὶ μέσα νὰ κολᾶ, κακὸ πολὺ νὰ κάνει· ἀστάχια ἐθέριζε ξερὰ κι ἄλλα ξεσταχιασμένα, κι ἄλλά ’κοφτε πλησότατα, μόνο ξεφυτρωμένα· τοῦτοί ’τον ἄντρες τοῦ σπαθιοῦ καὶ γέροντες ὁμάδι, νέοι, γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ τσ’ ἔπαιρνε στὸν Ἅδη.","ἀνιμένου = να περιμένουν χαλάστρα = ρήγμα λουμπαρδιὲς = κανονιές Ταμπόκια = τύμπανα, ταμπούρλα νιάκαρα = σάλπιγγες νὰ λαλοῦσι = να ηχούν κρουβήσου = κρύψου κάτεργα = γαλέρες, πολεμικά πλοία με κωπηλάτες ἤκρουγε = χτυπούσε ρεβελὶ = το πυροβολείο του λιμανιού των Χανιών τὸ βουλήσει = να το βυθίσει καβαλιέροι = ιππότες ἀμολέρνασι = εξαπέλυαν μπάλες = σφαιρικά βλήματα κανονιού, οβίδες μπάντες = μεριές νὰ πετᾶται = να πετιέται ν’ ἅφτει = ν’ ανάβει, να καίει ὁμάδι = μαζί",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Ο ποιητής διαλέγεται με την προσωποποιημένη πόλη του Ρεθύμνου (178, 1 - 181, 20)","Μετά την αφήγηση της πολιορκίας και της παράδοσης των Χανιών στους Τούρκους, στις 12 Αυγούστου του 1645, ο ποιητής συνεχίζει την εξιστόρησή του με τα γεγονότα του Ρεθύμνου, τα οποία θα εγκιβωτίσει σε έναν διάλογό του με μια γυναίκα: την προσωποποιημένη πατρίδα του. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η αρχή αυτού του διαλόγου, όπου η Πατρίδα, δηλαδή το Ρέθυμνο, θρηνεί, παραπονιέται για την υποδούλωσή της και κάνει στον ποιητή ερωτήσεις για την τύχη των κατοίκων της. Στο τέλος, του ζητά να της αφηγηθεί τα γεγονότα του πολέμου και αυτός αρχίζει. Διήγησις εἰς τὲς ἀρχὲς τοῦ Ρεθέμνου Στὸ Ρέθεμνος ὅπού ’μουνε μοῦ φάνηκε πὼς εἶδα γυναίκα ὡσὰ νά ’τονε ἡ ἴδια μας πατρίδα καὶ τουφεκιὲς ἀσκόλαστες ἄκουα νὰ λαλοῦσι ἀπόξω οἱ Τοῦρκοι στὰ τειχιά, νὰ τηνὲ πολεμοῦσι· καὶ λουμπαρδιὲς ἀπὸ μακρὰ στὸ κάστρο νὰ πετοῦσι, καὶ σκάλες γιὰ νὰ βάνουσιν ἀπάνω ν’ ἀνεβοῦσι. Κ’ ἐκείνη νὰ σκοτώνεται καὶ νὰ μοιρολογᾶται, κ’ εἰς τὰ παιδιὰ π’ ἀνάθρεψε γιὰ νὰ παραπονᾶται· κ’ ἔλεγε: «Νὰ βουλίζανε κ’ εἰς τ’ ἄκταφα νὰ πᾶσι τὰ σπίτια, καὶ τὸ πέλαγος ἐμένα <νὰ> σκεπάσει. Ἀλλ’ ὤ, καὶ πῶς τὸ κάτεχε μέσα ἡ καρδιά μου μένα, πὼς θὲ νὰ μὲ ξεσκίσουσι λιοντάρια θυμωμένα. Ἔτσι ἀπ’ ἀρχῆς ἐγίνηκα, ὀγιὰ νὰ πολεμοῦμαι, καὶ νὰ μὲ παίρνουσι συχνά, πάντα, καὶ νὰ χαλοῦμαι. Ποτέ μου δὲν τὸ λόγιαζα, οὐδὲ ποτὲ τὸ θάρρου νά ’μαι μὲ τόσους Χριστιανοὺς κ’ οἱ Τοῦρκοι νὰ μὲ πάρου! Ξανάστροφα μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι γυρισμένος ὁ ὑψορόφος οὐρανὸς κ’ εἶναι σκοτεινιασμένος, ὁποὺ τὴ χώρα μου θωρῶ κ’ οἱ Χριστιανοὶ χαθῆκα κ’ ἐμὲ εἰς πάθη ἀμέτρητα καὶ βάσανα μ’ ἀφῆκα». Κ’ ἐγὼ σὰν τὴν ἐγνώρισα (κλαίοντας τοῦ τα ἐλάλει), σιμώνω καὶ τὴν ἐρωτῶ, γιατί ’χε τόση ζάλη, καὶ ποιά ἀφορμὴ τὴν ἔκαμε περίσσα καὶ λυπᾶται καὶ κλαίει περαζόμενα βάσανα καὶ θυμᾶται. «Μέρα καὶ νύκτα», λέγει μου, «ἔπρεπε νὰ χουγιάζω, στὰ σκοτεινὰ νὰ κρούβγομαι κι ὅλη ν’ ἀναστενάζω. Κι ὅσοι στὸ δίσκον», ἔλεγε, «τοῦ κόσμου προπατοῦσι, ὅλοι γιὰ μένα ἂς κλάψουσι κι ὅλοι ἂς μὲ λυπηθοῦσι, τὸ πῶς ἐκαταστάθηκα καὶ βάσανα μ’ εὑρῆκα· γιαταῦτος ἡ βαριόμοιρη ἔχω καημὸ καὶ πρίκα. Ἐκεῖνοι ὁποὺ μ’ ἐκτίσασι μ’ ἔχου θεμελιωμένη πάντα σὲ τοῦτο νά ’ρχομαι καὶ νά ’μαι χαλασμένη. Ποιός νὰ μὴν κλάψει ἀκούοντας τὴ μάχη μου τὴν τόση καὶ πλήσιους ἀναστεναμοὺς γιὰ μένα νὰ μὴ δώσει;». Γιαῦτος τὴν παρακάλεσα τὰ χείλη της νὰ ποῦσι πῶς στέκει μὲ τσ’ Ἀγαρηνοὺς ὁποὺ τηνὲ κρατοῦσι. Καὶ τὴν ἐξαναρώτησα ποιοί ’ναι στὴ συντροφιά τση, καὶ τάχα μένου Χριστιανοὶ στὰ σπίτια τὰ δικά τση; Κ’ εἶπε μου: «Ὅταν λάχομε μαζί, θὰ σοῦ μιλήσω τοὺς πόνους μου τοὺς ἄμετρους, νὰ σὲ παρηγορήσω». Κ’ ἐσίμωσε στὸ πλάϊ μου κ’ ἐστάθη μετὰ μένα στὰ σπίτια τση τὰ θλιβερά, τὰ κατακρεμισμένα. Καὶ ταπεινὰ μοῦ σύντυχε: «Κοίταξε, τὸ παιδί μου· τούτή ’ναι», μοῦ ’πε, «τάχατες ἡ χώρα ἡ δική μου; Γιατί μ’ ἀπαρνηθήκετε καὶ σκλάβα <τως> μ’ ἐπιάσα οἱ Τοῦρκοι, κι ἀνελύπητα βλέπεις καὶ μ’ ἐχαλάσα!». Μ’ ἔδωκε καὶ τὸ χέρι της κ’ ἐγὼ ἄρχισα νὰ κλαίγω καὶ πρὸς ἐκείνη νὰ μιλῶ καὶ ταπεινὰ νὰ λέγω: «Νά ’χα φτερὰ νὰ πέτουνα, νὰ φύγω ἀπ’ ὀμπρός σου, νὰ μὴ θωρῶ, πατρίδα μου, τὸν πλήσιο χαλασμό σου». Κ’ εἶπε μου: «Γροίκα νὰ σοῦ πῶ τὰ πάθη μου ἡ καημένη· πολλὲς βολὲς μ’ ἐπήρασι κ’ ἔμεινα ρημασμένη». <ΠΟΙΗΤΗΣ> Ἴντα κατάρα σοῦ γροικῶ, δίχως καλὸ κανένα, πὼς πάντα σ’ ἐχαλούσανε κ’ ἔτσι σ’ ἐκαταστένα; < ΠΑΤΡΙΔΑ> Φοινίτσα εἰσὲ σφράγιση σοῦ ’λεγα κ’ εἶχα μόνο, κι ὅλοι τὴν ἐκοιτάζασι, γιαῦτος τὴ φανερώνω. Καὶ μοῦ ’δωκεν εἰσὲ καιροὺς νά ’χω καημὸ καὶ πόνο, νὰ καίγομαι καὶ νὰ χαλῶ, νὰ ξανακαινουργιώνω. <ΠΟΙΗΤΗΣ> Πατρίδα μου, ἴντά ’παθες εἰς τὴ ζωή μου μένα, καὶ στέκομαι γιὰ λόγου σου, Ρέθεμνος, πικραμένα; <ΠΑΤΡΙΔΑ> «Ρέθεμνος μὴ μὲ κράζεις πλιό, μὰ κράζε λυπημένη χώρα μου τουρκοκίνητη καὶ φονοσκλαβωμένη». Κ’ ἔκλαιγε κ’ ἐλυπάτονε γιὰ τοὺς Χστιανοὺς ποὺ χάσε, κ’ ἔλεγε πὼς θανατικὸ καὶ πόλεμος τὴν πιάσε. Κ’ ἐκείνους ὁποὺ στόλιζε καὶ μὲ τιμή ’χε θρέψει πρῶτοι τὴν ἀρνηθήκασι κ’ ἠθέλασι μισέψει, κ’ ἔφυγαν ἀπὸ λόγου τση κ’ ἐπιβουλιὰν ἐδεῖξα, κι ἄκουσε κι ἀποθάνασι κ’ εἰς τὸ γιαλὸ τσ’ ἐρίξα. «Στὴ γῆ τὴν τετραπέρατην ἤμου μελετισμένη, γιατὶ μὲ πλήσιες ἀρετὲς ἤμουνα στολισμένη. Κι ἀπείτις ἐσκλαβώθηκα κ’ οἱ Τοῦρκοι μ’ ἐπατῆσα, σ’ ὅλο τὸν κόσμο βλάστησαν τὰ δέντρη μου κι ἀνθῆσα· μὰ ’γὼ τιμὲς δὲ συντηρῶ γιατ’ εἶμαι χωρισμένη, καὶ δὲν κοιτάζω Χριστιανούς, σὰν ἤμου μαθημένη. Μὰ γροίκησέ μου νὰ σοῦ πῶ, μὲ θάρρος νὰ σοῦ δείξω· γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ζούσινε θὰ σὲ ξαναρωτήξω». <ΠΟΙΗΤΗΣ> Ζοῦσι πολλοὶ κ’ εὑρίσκουνται σ’ τόπους ὅπού ’ναι χρεία, καὶ μὲ τοὺς Τούρκους μάχουνται σὰν ἄγρια θηρία. Πλούσιοι, παπάδες καὶ φτωχοὶ εἶναι καλὰ καὶ ζοῦσι, κι ἂν τρῶσι κι ἂν εὐφραίνουνται, ἐσένα πιθυμοῦσι. <ΠΑΤΡΙΔΑ> Τάχα νὰ ζοῦν οἱ ἱερεῖς ὅλοι ποὺ μ’ ἀγαποῦσα, ἐκεῖνοι ποὺ μ’ ἐστόλιζαν κι ὅλοι ποὺ μ’ ἐτιμοῦσα; <ΠΟΙΗΤΗΣ> Στὴ Ζάκυνθο στέκουν πολλοὶ κι ὁλοῦθε προπατοῦσι, σ’ Κεφαλλονία καὶ Κορφούς, κι ὅλοι σ’ ἀναζητοῦσι. <ΠΑΤΡΙΔΑ> Γιὰ τὲς γυναῖκες σὲ ρωτῶ τὲς μυριοτιμημένες, πῶς πᾶσι μὲ τσ’ Ἀγαρηνοὺς ὁπ’ εἶναι σκλαβωμένες; <ΠΟΙΗΤΗΣ> Ὕπανδρες, νέες, καλογρές, ὅλες ἐπῆγαν ἴσα, πολλὲς ἐσκλαβωθήκασι κι ἄλλες ἐμαγαρίσα· κι ἄξιες κ’ εὐγενικότατες καὶ ξακουστές σου κόρες δουλεύουσιν ἀνέγνωρες, σκλάβες σὲ ξένες χῶρες. <ΠΑΤΡΙΔΑ> Καὶ τὰ παιδιὰ π’ ἀφήκασι οἱ μάνες κι ἀρνηθῆκα, τάχα τί νὰ τὰ κάμανε οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ βρῆκα; <ΠΟΙΗΤΗΣ> Ἤκουσα πὼς τὰ πιάσασι, σ’ τσ’ ἀγκάλες τως τὰ βάνα, κι ἀπὸ τὴν πείνα κλαίασι μιὰ νύκτα κι ἀποθάνα. <ΠΑΤΡΙΔΑ> Ὤφου, τ’ αὐτιά μου τί ἀγροικοῦν, ὤ λόγια πικραμένα, καὶ γιάντα νὰ τ’ ἀφήσουνε ἐτότε μετὰ μένα; Ἂν εἶσαι ἀπὸ τὸ Ρέθεμνος, κι ἂν εἶμ’ ἐγὼ δική σου, τὴ μάχη μου καταλεπτῶς σήμερο μοῦ δηγήσου. <ΠΟΙΗΤΗΣ> Κι ὀγιὰ πολλὴ βεβαίωση πὼς σ’ ἀγαπῶ περίσσια, τὸν πόλεμο θὰ δηγηθῶ καὶ τὰ κακὰ τὰ πλήσια ὁποὺ στὴν Κρήτην ἤρθασι καὶ τὰ Χανιὰ παρθῆκα κ’ οἱ Ρεθεμνιῶτες μ’ ἄδικο θάνατο τελειωθῆκα.","ἀσκόλαστες = που δεν σταματούσαν, δεν έπαυαν νὰ λαλοῦσι = να ηχούν λουμπαρδιὲς = κανονιές Νὰ βουλίζανε = να βουλιάζανε ἄκταφα = τα βάθη της γης λόγιαζα = περίμενα, υπολόγιζα Ξανάστροφα = ανάποδα ὑψορόφος = με την οροφή ψηλά θωρῶ = βλέπω ἐλάλει = έλεγε περαζόμενα = περασμένα νὰ χουγιάζω = να ουρλιάζω, να ωρύομαι κρούβγομαι = κρύβομαι πρίκα = πίκρα, στενοχώρια Ἀγαρηνοὺς = μουσουλμάνους (γενικά) Γροίκα = άκου βολὲς = φορές Ἴντα = τι (ερωτ.) σ’ ἐκαταστένα = σε καθιστούσαν Φοινίτσα = το μυθικό πουλί Φοίνικας σφράγιση = σφραγίδα κράζεις = ονομάζεις ἠθέλασι μισέψει = ήθελαν να φύγουν λόγου τση = απ’ αυτήν ἐπιβουλιὰν = δόλο Στὴ γῆ τὴν τετραπέρατην = στα τέσσερα άκρα της γης (τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα) ἤμου μελετισμένη = με μνημόνευαν ἀπείτις = από τότε που συντηρῶ = κοιτάζω γροίκησέ μου = άκουσέ με χρεία = ανάγκη Ὕπανδρες = παντρεμένες ἐμαγαρίσα· = εξισλαμίστηκαν ἀνέγνωρες = αγνώριστες γιάντα = γιατί (ερωτ.)",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Θρήνος του ποιητή και των κατοίκων του Ρεθύμνου (195, 7 - 197, 18)","Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του 1646 και η πολιορκία του Ρεθύμνου έχει ενταθεί. Η πόλη υποφέρει από τους βομβαρδισμούς και τις επιδημίες. Οι ευγενείς έχουν ζητήσει από τον βενετό στρατηγό Cornaro να επιτρέψει την απομάκρυνση των γυναικόπαιδων και των ηλικιωμένων, που θα οδηγηθούν στον Χάνδακα παίρνοντας μαζί τους ό,τι μπορούν να κουβαλήσουν. Στο απόσπασμα αυτό ο ποιητής θρηνεί για την εκκένωση της πόλης από τον άμαχο πληθυσμό και οι κάτοικοι που φεύγουν παρακαλούν τον Θεό να τους βοηθήσει, εγκωμιάζοντας την πόλη τους. Θρῆνος τῶν Ρεθεμνιώτων Τειχιὰ τῆς χώρας, πέσετε, κ’ οἱ ἀναστεναγμοί μας μίνα νὰ δώσου στὴν καρδιὰ νὰ σβήσουν τὴ ζωή μας. Κρήτης, ποτάμια κίνησε, κλαῖγε κ’ ἐσὺ καὶ θρήνου, πατρίδα κακοτύχιστη καὶ χώρα τοῦ Ρεθύμνου, νὰ μᾶς πονέσουν τά ’μορφα ὄρη τὰ χιονισμένα, καὶ τὰ λαγκάδια καὶ δεντρὰ νὰ κλαῖσι μετὰ μένα. Κλάψε καὶ δάρσου, Ρέθεμνος, στὴν παραπόνεσή σου, πατρίδα, πὼς τὰ τέκνα σου μισεύγου νὰ σ’ ἀφήσου. Πρόβατα, βόες, κλαῖτε μας, κτήνη, θεριὰ τοῦ δάσου, καὶ λυπηθῆτε με, πουλιὰ καὶ ψάρια τῆς θαλάσσου! Ποτάμια, ὅλα κλάψετε, λίμνες, ποτίσετέ μας, φαρμάκι, βρύσες, τρέχετε καὶ φαρμακώσετέ μας, π’ ἄρχισαν νὰ πὰ πηαίνουσι, μὰ οἱ ἄντρες θὰ σταλάρου· καὶ τότες μόνο κοίταζες θάνατο μονοτάρου, πῶς ἀποχαιρετούντανε καὶ τα’ ἄντρες νὰ φιλοῦσι· καὶ πλιὰ δὲν τσὶ κοιτάζουσι, γιατὶ θὰ σκοτωθοῦσι. Ἐγροίκας ἀναστεναγμοὺς κ’ ἐβιάζουντα νὰ βροῦσι βάρκες, νὰ φύγουν οἱ φτωχὲς νὰ πὰ ξενιτευτοῦσι. Τώρα μισεύγου τὰ παιδιά, Ρέθεμνος, καὶ σ’ ἀφήνου, τὰ σπίτια μένουν εὔκαιρα κι ἄμε μέσα καὶ θρήνου. Λιγάκια ροῦχα στὰ σακκιὰ ἐβάνασι κ’ ἐκλαῖγα τόσα περίσσια ἀλύπητα καὶ μοιρολόγια λέγα: «Ἀνάθεμα στὴ μοίρα μας κι ἂς ἤθελε μᾶς θάψει ἐδῶ, γὴ νά ’πεφτε φωτιὰ τώρα νὰ μασὲ κάψει. Τάχα, Θεέ μου, νὰ βρεθεῖ ποθὲς νερὸ νὰ πιοῦμε; Ρέθεμνος, τώρα φεύγομε καὶ πλιὰ δὲ σὲ θωροῦμε. Δός μας, Θεέ μου, ὑπομονή, Χριστὲ καὶ ποιητά μας, σ’ τόσο κακὸ ποὺ βλέπομε στὰ σπίτια τὰ δικά μας. Ρέθεμνος, ποὺ κρατούσουνε ἄξιο καὶ τιμημένο, γιατ’ εἶχες εὔμορφο νερὸ κ’ ἤσουν καὶ στολισμένο μὲ δόξες καὶ μὲ ἀρετὲς καὶ μὲ πολλὴν ἀνδρεία, ἔθρεφες πάντα, Ρέθεμνος, ὅλα σου τὰ παιδία. Ὁ Χάντακας σ’ εἶχε κυρὰ <εἰς> τὴν πολλὴ σοφία καὶ τ’ ὄνομά σου ἀκούετο μέσα στὴν Κυδωνία». Τοῦτα τὰ λόγια λέγασι καὶ τ’ ῾ὢχ ὀιμένα’ μόνο, κ’ ἐτρέχασι τὰ μάτια τως, μετρήσετε τὸν πόνο! Καὶ συντροφιὲς ἐσμίγασι κι ὅλο μοιρολογοῦντα, κ’ οἱ μπάλες ἐσφυρίζασι κ’ ἐκεῖνες ἐφοβοῦντα. Οἱ ἄντρες τσὶ γυναῖκες τως ἐπαίρνασι κ’ ἐμπαῖνα σ’ τσὶ βάρκες, κ’ ἐναυλῶνα τσι καὶ μετ’ αὐτὲς ἐπηαῖνα. Στὰ περιγιάλια ἐκάθουνταν πολλὲς κ’ ἐκαρτεροῦσα τὲς βάρκες, νὰ σιμώσουσι καὶ τσὶ παρακαλοῦσα· σκοῦδα, τσεκίνια δίδασι κ’ ἐλέγαν: «Πάρετέ μας σ’ τὲς βάρκες σας, κ’ εἰς τὰ Φρασκιὰ ἀμέτε, ρίξετέ μας». Κ’ ἐμπαίνασινε βιαστικὰ κ’ ἤτανε πρικαμένες, κίτρινες κι ἀνεγνώριστες ἦτον, κι ἀρρωστημένες. Κ’ οἱ ἄντρες τως, νὰ τὲς θωροῦν, στιὰν εἶχαν στὴν καρδιά τως, ζιμιὸ κ’ ἐκεῖνοι ἐπηαίνασι νά ’ναι στὴ συντροφιά τως. Μέσα σ’ τσὶ βάρκες ἤτονε κι ἄρχισαν νὰ μισεύγου κ’ ἔτρεμαν κ’ ἐμουγκούντανε κι ὅλες μαζὶ νὰ κλαίγου. Ὅλα τὰ πράματά τωνε ὁπού ’χαν ἀπομείνει οἱ κατεργάροι ἐβγαίνασι κ’ ἐπαῖρναν τα, κ’ ἐκεῖνοι στὴ στράταν ἀρρωστούσανε κ’ ἔλεγαν νὰ τσὶ βγάνου στὴ γῆ καὶ στὴν ἀκρογιαλιά, κ’ ἔπειτ’ ἂς ἀποθάνου. Κ’ εἰς τὰ Φρασκιὰ τσ’ ἐπήγασι, βγαίνου, τὸν τόπο πιάσα, κ’ ἔπιασι πλήσιο τὸ νερὸ πολλότατοι κ’ ἐσκάσα· κι ἄλλοι στὸ Κάστρο πήγασι, βάνου τσι σ’ τσ’ ἀρσανάδες, κι ἀγκαλιαστὰ ἀποθάνασι τέκνα μὲ τσὶ μανάδες. Γυμνοὶ ἤτονε καὶ ἄταφοι κ’ ἐκείτουντα στὸ δρόμο κ’ οἱ μύγες τσ’ ἐσκεπάζασιν ἀπὸ τὸν τόσο βρῶμο. Στὴν Κρήτη, ὁποὺ ἤτονε Χστιανοὶ, δὲν ηὗρα ἐλεημοσύνη, ὄχι, μὰ τσὶ γογγύζασι μὲ πλήσια κακοσύνη. Σωπαίνω σ’ ὅ,τι ἐπάθασι κι ὣς ἐδεπὰ τ’ ἀφήνω, κι οὐδένα δὲν κακολογῶ οὐδὲ καὶ κατακρίνω.","μίνα = όρυγμα κάτω από τις θέσεις του εχθρού, που το γέμιζαν με μπαρούτι και το ανατίναζαν θὰ σταλάρου = θα σταματήσουν μονοτάρου = αμέσως εὔκαιρα = άδεια ποθὲς = κάπου ποὺ κρατούσουνε = που θεωρούσουν σκοῦδα = ασημένια νόμισματα τσεκίνια = χρυσά βενετικά νομίσματα, δουκάτα νὰ τὲς θωροῦν = όταν τις έβλεπαν, βλέποντάς τες στιὰν = φωτιά (μεταφ.), καημό ζιμιὸ = αμέσως ἐμουγκούντανε = μούγκριζαν κατεργάροι = κωπηλάτες σε γαλέρα ἀρσανάδες = νεώρια, δηλαδή θολωτά κτίρια για τις γαλέρες στα λιμάνια τσὶ γογγύζασι = τους μιλούσαν δυσάρεστα ὣς ἐδεπὰ = μέχρι τώρα, μέχρι εδώ",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Η αρχή της πολυετούς πολιορκίας του Κάστρου-Χάνδακα (231, 5 - 233, 10)","Αφού ολοκλήρωσε την αφήγηση της πολιορκίας και της παράδοσης του Ρεθύμνου (την οποία είχε εγκιβωτίσει σε έναν διάλογο με την προσωποποιημένη αυτή πόλη και πατρίδα του), ο ποιητής αρχίζει την εξιστόρηση της μεγάλης πολιορκίας του Κάστρου. Ξεκινά διαπιστώνοντας τη δυσκολία μιας τέτοιας αφήγησης και μιλά για τα βάσανα που αντιμετωπίζουν τώρα (δηλαδή μετά την τουρκική κατάκτηση) οι Κρητικοί, τόσο αυτοί που έμειναν στο νησί όσο και εκείνοι που έφυγαν πρόσφυγες και γυρίζουν στα ξένα. Ἀρχὴ τοῦ πολέμου τοῦ Κάστρου Ποιά χέρα γρηγορότρεχη, μὲ δίχως νὰ σκοντάψει, νὰ δηγηθεῖ τὰ βάσανα τοῦ Χάντακος, νὰ γράψει, ἢ ποιῶν φρονίμων λογισμὸς ἢ ποιητὲς μεγάλοι, ἢ φιλοσόφων μάθησις, <ὀ>γιὰ ν’ ἀναθιβάλει μάχην εἴκοσι δυὸ χρονῶν καὶ τὲς ματοχυσίες, τὸ χαλασμὸν ὁπού ’καμε μέσα στὲς ἐκκλησίες; Ὁπού ’τον τόσες ἐκκλησιὲς στὴν Κρήτη στολισμένες, στὲς χῶρες, κι ὄξω στὰ χωριά, ἔμορφα στορισμένες, κ’ ἐχάλασε κι ἀφάνισε καὶ πλιὸ δὲ λειτουργοῦνται, οὔτε παπάδες φαίνονται, οὔτε καὶ μελετοῦνται, μὰ φόβον ἔχουν ἄμετρο, μὴν πᾶν νὰ τσ’ ἀφανίσου νὰ κάψουν τὰ κονίσματα κ’ ἐκείνους καταλύσου! Παιδιὰ κι ἂ θὰ βαφτίσουσι, τυχαίνει νὰ γραφτοῦσι, κι ἂ θέλου νὰ στεφανωθοῦ, κι ἂ λάχει νὰ θαφτοῦσι, θέλημα θέλου νά ’χουσι, ριάλια νὰ μετροῦσι, νὰ κλίνουν τὰ κεφάλια τους, νὰ τοὺς παρακαλοῦσι. Κ’ οἱ Τοῦρκοι δίδου θέλημα, γὴ πάλι τοὺς γυρίζου, κι οὐδένα πράμα κάνουσι, οὐδὲ παιδιὰ βαφτίζου. Ὢ παιδωμὴ τῶ Χριστιανῶ, ζωὴ τυραννισμένη· ἦτον πολλὰ καλύτερα νά ’τον ἀποθαμένοι! Νὰ φάσινε δὲν ἠμποροῦν, οὐδὲ μποροῦ νὰ πιοῦσι, καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια τους διὰ παντὸς πεινοῦσι. Κρασὶ δὲν τοὺς ἀφήνουσι, ψωμὶ δὲ γεματίζου, ἂν εἶν’ καὶ τίποτ’ ἔχουσι χωσμένο, δὲν τὸ ρίζου. Ἂν κάμου πίταν οἱ φτωχές, χωστὰ θὲ νὰ τὴν ψήσου· ἔχουσι φόβο, ὡσὰν ψηστεῖ, μήπως δὲν τὴ δειπνήσου. Ὅπου κι ἂν κάμουν ἐργατιές, καὶ [οἱ] Τοῦρκοι νὰ περνοῦσι, ψωμὶ δὲν τοὺς ἀφήνουσιν οὐδὲ κρασὶ νὰ πιοῦσι. Κι ἀντὶς χαράτσι, τὰ παιδιὰ παίρνουσι καὶ πουλοῦν τα, κι ἀλλοῦ ποθὲς δὲν ἔτυχεν, οὔτ’ ἐγινῆκαν τοῦτα. Γιαταῦτος κ’ οἱ Χριστιανοὶ τοὺς στίχους σὰ διαβάσου, τῶν Κρητικῶν τὰ βάσανα τυχαίνει νὰ λογιάσου: ἕνα νησὶ περίφημο πῶς ἐκαταπατήθη, κ’ ἐσκοτωθῆκαν ἄμετροι καὶ πόσον αἷμα χύθη, ὁπού ’χεν ὅλο τὸ νησὶ χιλιάδες ἑξακόσες ἀνθρώπους, κ’ ἐστολίζαν το μὲ τέχνες ἄξιες τόσες. Ποῦ τόσον αἷμα χύθηκε (κι ἀκόμη πλήσιο χύνου) ὡσὰν τῆς Κρήτης τὸ νησί, κι ὅλους οἱ Τοῦρκοι κρίνου; Πλιάτερα σὰν τοὺς Κρητικούς, τόσους καιρούς, ποιοί κάμα πόλεμο μὲ τσ’ Ἀγαρηνοὺς ποὺ σμίγασιν ἀντάμα; Ἂν εἶχαν ἔλθει τακτικά, νὰ μπαίνει ἕνας μ’ ἕνα, ἐφαίνονταν τὰ δυνατὰ χέρια καὶ τ’ ἀνδρειωμένα. Εἰς ἕνα δέκα πέφτανε· πῶς ἤθελαν νὰ δείξου τὴ δύναμιν ὁπού ’χανε, ἔξω πολλοὶ νὰ σμίξου; Ἂν μαζωχτοῦν οἱ Κρητικοὶ ὅλοι, δὲν εἶναι, κρίνω, δέκα χιλιάδες ζωντανοὶ ’ποὺ τὸν καιρὸν ἐκεῖνο, γιατὶ ἐσκοτωθήκανε, γιατὶ ἐσκλαβωθῆκα, στὲς χῶρες οἱ κακότυχοι ἐδιαμοιραστῆκα· κι ἂν σμίξου, δὲν γνωρίζουνται, μόνον ὁποὺ ρωτοῦσι: «Ἀπὸ ποιό τόπο, ξένε μου, εἶσαι;», μὰ δὲν μποροῦσι ἄλλο νὰ συντυχαίνουσι, μ’ «ἀπὸ τὴν Κρήτη», λέσι κι ὁ εἰς τὸ χέρι τ’ ἀλλουνοῦ πιάνουσινε καὶ κλαῖσι. Ἄλλοι εἶναι ἀπὸ τὸ Ρέθυμνος καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν Κρήτη, κι ἄλλοι εἶναι ἀπὸ τὰ Χανιά, ἀπὸ μεγάλο σπίτι, κι ἀρχόντισσες εὐγενικὲς εἰς διακονιὰ γυρίζου, κ’ οἱ δοῦλοι τους δὲν τοὺς θωροῦν, οὔτε τοὺς ἐγνωρίζου: τῆς Κρήτης τότε κλώσματα ἡ τύχη δίκαια φτιάνει, ἄλλους νὰ ρίχτει χαμηλὰ κι ἄλλους ψηλὰ νὰ βάνει!","χέρα = χέρι γρηγορότρεχη = που τρέχει γρήγορα ν’ ἀναθιβάλει = να διηγηθεί στορισμένες = αγιογραφημένες καταλύσου = καταστρέψουν, σκοτώσουν τυχαίνει = πρέπει νὰ στεφανωθοῦ = να παντρευτούν ἂ λάχει νὰ θαφτοῦσι = αν τύχει να πρέπει να θαφτούν ριάλια = νομίσματα γὴ πάλι = ή αντίθετα παιδωμὴ = βάσανο, ταλαιπωρία χωσμένο = κρυμμένο δὲν τὸ ρίζου = δεν το ορίζουν, δεν έχουν την κυριότητά του χωστὰ = κρυφά ἐργατιές = παροχή γεωργικής εργασίας, μεροκάματο χαράτσι = κεφαλικό φόρο ποθὲς = πουθενά Γιαταῦτος = γι’ αυτό λογιάσου = σκεφτούν νὰ συντυχαίνουσι = να κουβεντιάζουν διακονιὰ = επαιτεία, ζητιανιά κλώσματα = αυτά που φέρνει η τύχη (μεταφ.)",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Ο πρώτος μονόλογος του πολιορκούμενου Κάστρου (299, 8 - 300, 24)","Μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου, οι Τούρκοι συνεχίζουν να καταλαμβάνουν χωριά της κρητικής υπαίθρου, φτάνοντας μέχρι τις πόλεις Σητεία και Ιεράπετρα στην ανατολική Κρήτη. Κάτοικοι της Σητείας αλλά και χριστιανοί από τα περίχωρα του Χάνδακα έχουν καταφύγει στην πρωτεύουσα, όπου υπάρχει άφθονο νερό από πηγάδια και δεξαμενές (οι Τούρκοι εντωμεταξύ είχαν κόψει την παροχή νερού από την πηγή στο Καρυδάκι, έξω από την πόλη). Οι εχθροπραξίες έχουν αρχίσει και βλήματα από τα εχθρικά κανόνια φτάνουν καμιά φορά μέχρι το κέντρο της πόλης. Οι δύο αντίπαλοι οργανώνονται, φτιάχνοντας χαρακώματα και σκάβοντας υπονόμους (οι Τούρκοι) ή διαμορφώνοντας κατάλληλα χώρους των τειχών (οι Βενετοί). Μετά από μία υποχώρηση των Τούρκων και τη διάλυση ενός στρατοπέδου τους, ο Χάνδακας, προσωποποιημένος, θα εκφωνήσει τον πρώτο από τους είκοσι μονολόγους που θα πει μέχρι το τέλος του ποιήματος. Τὸ Κάστρο τσῆ Κρήτης «Χάντακας τώρα κράζομαι καὶ Κρήτης τιμημένη, γιατ’ εἶμαι ἀποὺ τσ’ Ἀγαρηνοὺς πλῆσα πολεμημένη, ὁποὺ μοῦ δῶκαν πόλεμο καὶ τὰ τειχιὰ μοῦ ρίξα τοῦ Μαρτινέγκο, τοῦ Γεζοῦ, μὰ οἱ πόρτες δὲν ἀνοῖξα. Κι ἀπάνω ἀνεβήκασι γιὰ νὰ μὲ κυριέψου, κι ὅλη νὰ μὲ σκλαβώσουσι καὶ νὰ μηδὲ μισέψου· κι ἀδυνατὰ χουγιάζασι ὀγιὰ νὰ φοβηθοῦνε, νὰ μπούσινε στὰ κάτεργα γὴ νὰ παραδοθοῦνε, κι ὅλους νὰ τοὺς φονεύσουσι, ἔτσι λογιάζαν τότες, νὰ μασὲ καταλύσουνε σὰν καὶ τοὺς Ρεθεμνιῶτες. Μὰ οἱ στρατηγοί μου ἐτρέξανε καὶ κάτω τοὺς κρεμίσα μὲ πόλεμον ἀμέτρητο, κ’ αἷμα πολὺν ἐχύσα. Μ’ ἀπείτις μοῦ μακρύνανε, θὰ κτίσω τὰ τειχιά μου, κ’ εἰς Δύση κ’ εἰς Ἀνατολὴ θὲ ν’ ἀκουστεῖ ἡ χαρά μου. Στῶ σολνταδῶ μου τὴν καρδιὰ τόσα περίσσα ἐμπαίνει χαρά, καὶ πλιὰ παρὰ ποτὲ εἶναι ἀναγαλλιασμένοι. Κάτεργα δὲ συγχαίρεστε εἰς τὴ χαρά μου ἐμένα, καὶ λουμπαρδιὲς νὰ ρίξετε περίσσες ἕνα ἕνα, στὴ λύτρωση τῶν Χριστιανῶν, τὴ σημερνὴν ἡμέρα; Καὶ φαίνεταί μου σ’ τσ’ ὀρανοὺς πετῶ κ’ εἰς τὸν ἀέρα. Χαίρεστε, ἄρχοντες, φτωχοί, γυναῖκες μου χαρῆτε, χαίρεστε τσ’ ἀναγάλλιασες ὁποὺ σ’ ἐμὲ θωρεῖτε. Τὴν τόσην ἄμετρη χαρά, κρίνω, δὲν ἔχου ἐκεῖνοι, σκλάβος ἀποὺ τὴν Μπαρμπαριὰ λεύτερος ν’ ἀπομείνει, οὔτε τὸ ψάρι στὸ γιαλὸ τόση χαρὰ μεγάλη δὲ γνώθει, μήτε τὸ πουλὶ σὲ μιὰ μερὰ κ’ εἰς ἄλλη δὲν πέτεται μὲ πλιάτερη χαρὰ οὔτε καλοσύνη, ὅταν θωρεῖ τὸν κυνηγὸ πὼς θέλει ἀπομακρύνει· μήτε κ’ οἱ ναῦτες, ὅταν δοῦ τοὺς κλέφτες τῆς θαλάσσου πὼς δὲ μπορὰ τοὺς φτάξουσι, πὼς δὲ μπορὰ τοὺς πιάσου. Ὅταν ’πολύκουν τὸ ἀρνί, σὰ φύγει, γὴ πουλάκι ὅταν γλυτώσει ἀπὸ κακὸ κι ἀδυνατὸ γεράκι, μηδ’ ἕνας ὁποὺ πνίγεται κι ἄλλος τονὲ γλυτώσει ἐκ τὸ θυμὸ τῆς θάλασσας, χαρὰ δὲν παίρνει τόση σὰν τούτη τὴν ἀμέτρητη λύτρωση τὴ δική μου καὶ τὴν ἀμέτρητη χαρὰν ὁπού ’ρθε στὸ κορμί μου.","κράζομαι = ονομάζομαι Ἀγαρηνοὺς = μουσουλμάνους πλῆσα = πολύ πόρτες = οι πύλες του τείχους χουγιάζασι = ούρλιαζαν κάτεργα = πολεμικά πλοία με κωπηλάτες, γαλέρες γὴ = ή (διαζευκτικό) νὰ μασὲ καταλύσουνε = να μας καταστρέψουν, σκοτώσουν Στῶ σολνταδῶ = στων στρατιωτών τόσα περίσσα = τόση πολλή λουμπαρδιὲς = κανονιές δὲν πέτεται = δεν πετάει θωρεῖ = βλέπει κλέφτες τῆς θαλάσσου = τους πειρατές Ὅταν ’πολύκουν = όταν ελευθερώσουν",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Δέκα χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου (354, 9 - 355, 23)","Όταν η προσωποποιημένη πόλη του Χάνδακα εκφωνεί τον τρίτο της μονόλογο, βρισκόμαστε στα 1655, δέκα χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου. Πλήθος γεγονότων έχουν συμβεί εντωμεταξύ, από τον πρώτο μονόλογο, του 1648, που είδαμε στο απόσπασμα 6 («Ο πρώτος μονόλογος του πολιορκούμενου Κάστρου»). Ο ποιητής δεν εστίασε μόνο στις εχθροπραξίες στο Κάστρο-Χάνδακα και την υπόλοιπη Κρήτη, αλλά και στη δράση του βενετικού στόλου στο Αιγαίο όλα αυτά τα χρόνια. Μάλιστα, στάθηκε και σ’ ένα εντυπωσιακό φυσικό γεγονός: την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης τον Σεπτέμβριο του 1650, όταν το παλιρροϊκό κύμα που δημιουργήθηκε έφτασε μέχρι το λιμάνι του Χάνδακα. Η πόλη τώρα καυχάται που, παρά τις δυσκολίες, έχει αντέξει τόσα χρόνια. Το Κάστρο λέει «Ὣς δέκα χρόνοι πάσινε ποὺ μ’ ἔχου σφαλισμένη, κι ὁλημερνὶς μὲ πολεμοῦ Τοῦρκοι καταραμένοι. Μιὰ μάχη δὲν ἀκούστηκε ὡσὰν τὴν ἐδική μου καὶ πόσες πλῆσες λουμπαρδιὲς ἐπῆρε τὸ κορμί μου! Γιατὶ σὲ μόσχο μ’ ἔχουνε ἀπάνω καθισμένη κι ὁ Ἅγιος Μάρκος μὲ κρατεῖ κ’ ἔχει με ἀγκαλιασμένη· καὶ βρίσκεται στὲς πόρτες μου καὶ βλέπει τὴν αὐλή μου, νὰ μηδέν ἔμπουν οἱ ἐχθροὶ νὰ πάρου τὴν τιμή μου. Κι ὁλημερνὶς μὲ πολεμοῦ κι ὁληνυκτὶς μὲ δέρνου, μὰ οἱ ἄρχοντες τῆς Βενετιᾶς ἔρχουνται καὶ μὲ γιαίνου. Καλὰ κι ἂν θ’ ἀποθαίνουσι, πάσινε τιμημένα, καὶ χύνουσι τὸ αἷμα τως γιὰ ὄνομά μου ἐμένα. Κόφτεται ἡ πέτρα μὲ σκοινί, τὸ σίδερο σηπιέται, καὶ χαρακώνει τὸ νερό, κι ἄνθρωπος καταλυέται· ζῶα, πουλιὰ σκοτώνουνται, τὰ ψάρια κυνηγοῦσι, λιοντάρια κι ἄγρια θεριὰ μὲ τέχνες τὰ νικοῦσι. Μά, τέχνες, τί νὰ δηγηθῶ σ’ ὅ,τί ’χει τὸ κορμί μου, σ’ ὅ,τί ’χουν οἱ σολντάδοι μου, ἀκόμη κ’ οἱ ἐχθροί μου; Τὰ δέντρη ξεριζώνουσι, τοὺς τόπους μου πουλοῦσι, κ’ οἱ Τοῦρκοι στὰ περβόλια μου μένου καὶ κατοικοῦσι· καὶ τὴ μεγάλη τως χαρὰ ὁπού ’χουσι παρμένα, πὼς τῶν ἀρχόντων τὰ χωριὰ ἔχουσι κερδεμένα! Τὴ θάλασσα πολλὲς βολὲς ἄνεμος τὴν ταράσσει μὲ βρουχισμούς, μὲ κύματα, κ’ εἰς ὥρα λίγη ἀλλάσσει· κ’ ἐγὼ ’χω πλῆσες λουμπαρδιές, καθημερνὸ πολέμους, βροχὴ τσὶ μπάλες, σαϊτιὲς καὶ θάνατο τσ’ ἀνέμους. Καὶ ἡ φωτιὰ εἰσὲ καιρούς, σὲ τόπους, νὰ κεντήσει, ν’ ἅφτει, νὰ καίει, καὶ νερὸ λίγο νὰ τηνὲ σβήσει· μὰ μιὰ φωτιὰ στοῦ λόγου μου ἔχω καὶ τριγυρίζει, καὶ τῶν Τουρκῶν τοὺς λογισμοὺς τινὰς δὲν τοὺς γυρίζει. Κι ἀέρας μὲ τὰ νέφαλα ἀστράφτου καὶ βροντοῦσι, μὰ τὴ βροχὴ σὰ ρίξουνε, λυούσινε καὶ σκορποῦσι· κ’ οἱ Χριστιανοὶ ἀνάπαυση δὲν ἔχου νύκτα μέρα, γιατί κρατοῦσι τ’ ἄρματα ἀδυνατὰ στὴ χέρα. Τὸν ἄνθρωπο καμιὰ φορά, κόσμε, τονὲ μπερδένεις στὰ βρόχια σου, καὶ μὲ σπαθὶ δίστομο τονὲ δέρνεις· στὸ ἴδιο τοῦτο βρίσκουνται, στὰ βάσανα κοιμοῦνται, στοῦ λόγου σου τσὶ μπέρδεσες πλήσια, καὶ πολεμοῦνται· καὶ δίδεις του πολλὲς τιμὲς καὶ βασιλιὸ τὸν κάνεις, μὰ παίρνεις τὸ χαράτσι σου πλήσιο καὶ δὲν τὸ χάνεις. Καὶ τώρα γιάντα ἐβάλθηκες νέα νὰ μοῦ χαρίσεις, καὶ νὰ μοῦ δώσεις παιδωμὲς καὶ νὰ μὲ βασανίσεις; ».","σφαλισμένη = κλεισμένη λουμπαρδιὲς = κανονιές μόσχο = αρωματική ουσία, ευωδιά σηπιέται = σαπίζει σολντάδοι = στρατιώτες ἔχουσι κερδεμένα = έχουν κερδίσει βολὲς = φορές βρουχισμούς = ήχους της άγριας θάλασσας κεντήσει = ανάψει φωτιά ν’ ἅφτει = να ανάβει λυούσινε = διαλύονται βρόχια = παγίδες στοῦ λόγου σου τσὶ μπέρδεσες = στα δικά σου μπερδέματα τὸ χαράτσι = τον κεφαλικό φόρο παιδωμὲς = βάσανα, ταλαιπωρίες",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Το Κάστρο θρηνεί και παραπονιέται στην τύχη του (432, 1 - 433, 8)","Στα 1660 πια η κατάσταση για την πρωτεύουσα της Κρήτης έχει δυσκολέψει. Οι εχθροπραξίες, την τελευταία πενταετία, συνεχίζονται σε όλο το Αιγαίο (Σκύρο, Μονεμβασία, Τένεδο, Λήμνο, μέχρι τα Δαρδανέλλια). Στο τέλος Αυγούστου του 1660, στον πολιορκούμενο Χάνδακα είχε έρθει και γαλλική βοήθεια. Ωστόσο, όσοι Γάλλοι κατάφεραν να επιζήσουν, από τις μάχες και τη δυσεντερία, επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Η πόλη δεν έχει την αισιοδοξία (ακόμη και έπαρση) των πρώτων μονολόγων και θρηνεί για την κακή της τύχη. Τὸ Μεγάλο Κάστρο «Ὢ οὐρανέ, πῶς δύνεσαι τὸν κόσμο νὰ κοιτάζεις σὲ τόσα πλήσια βάσανα, καὶ δὲν ἀναστενάζεις, ὁπού ’ρχονται καθημερνὸ καὶ βρίσκουσιν ἐμένα; Τάχατες ἀποὺ τὸ Θεὸ εἶναι ἀποφασισμένα, νὰ σκύψω μὲ τὴν κεφαλή, γιὰ νὰ τοῦ φκαριστήσω, κι ἂν ἔλθου κι ἄλλα βάσανα, νὰ μὴν ἀδημονήσω; Ζημιὲς ἀκόμη τρέχουνε στοὺς Χριστιανοὺς ἀπάνω, καὶ τώρα σὲ κοντολογιὰ τοῦτα τὰ λόγια βάνω, πὼς Ἀλμερίγος ἔλεγε πὼς ἔχει νὰ νικήσει κ’ ἐβγήκανε προθυμεροὶ τὸν Τοῦρκο νὰ κτυπήσει, ἀμὴ γιὰ περηφάνεια ἐγύρισε κ’ ἐχάθη κ’ ἐπέσαν οἱ ὀλπίδες του στ’ ὠκεανοῦ τὰ βάθη. Τώρα γνωρίζω, βέβαια ξάφτου τὰ κρίματά μου, κι ὅλα μὲ πολεμούσινε καὶ κόφτουν τὰ παιδιά μου· ὁποὺ σὲ λίγο ἔστεκε νὰ μπεῖ καὶ νὰ νικήσει, νὰ φύγει κ’ εἰς τ’ Ἀγαρηνοῦ τὰ χέρια νὰ τσ’ ἀφήσει. Μ’ ἂν πάψουνε τὰ κρίματα, θωρῶ τὴ λευτεριά μου, μ’ ἂν εἶναι καὶ πληθύνουνε, θὰ ρίξου τὰ τειχιά μου νὰ μπούσινε στὴ χώρα μου σκάφτοντας, νὰ μὲ πιάσου, κ’ ἐκεῖνοι ὁποὺ μὲ βλέπουνε θέλουσι νὰ μὲ χάσου. Ὣς πότε, τύχη ἄπονη, ἐμένα νὰ γυρεύγεις καὶ νὰ μοῦ δίδεις χαλασμοὺς κι ὅλο νὰ μὲ παιδεύγεις; Ὣς πότε, τύχη, βούλεσαι, ὣς πότε, τύχη νά ’χεις νὰ δίδεις τέλος τουτηνῆς τσ’ ἀσβολωμένης μάχης; Νὰ βλέπουνε τὰ μάτια μου νά ’ναι ἀνακατωμένα τὰ δυὸ φουσάτα νὰ κολοῦ, εὑρίσκουνται κλαημένα. Εἰς τοὺς Φραντσέζους ὣς ἐπὰ ἔστεκεν ἡ χαρά μου νά ’λθου νὰ πολεμήσουνε ὀγιὰ βοήθειά μου. Ὢ κακομοίρα μου καρδιά, ἴντα φωτιὰ σ’ ἐπιάσε καὶ δὲ μπορεῖς νὰ γιατρευτεῖς, μὰ ὁλημερνὶς χαλᾶσαι; Μὲ τόση μάνητα Τουρκῶν, τόσο λαὸ νὰ βάλει, νὰ τύχουνε στὰ χέρια τως, νὰ φύγουν οἱ μεγάλοι! Γιατί μὲ δίχως μέτρηση, ὁπού ’πρεπε νὰ γνώσει, ἐπῆγε τοὺς σολντάδους του τοῦ Τοῦρκο νὰ τοὺς δώσει;».","δύνεσαι = μπορείς νὰ μὴν ἀδημονήσω = να μη βαρυγκομήσω σὲ κοντολογιὰ = με συντομία γιὰ περηφάνεια = εξαιτίας της αλαζονείας του ξάφτου = καίνε κόφτουν = σφάζουν βούλεσαι = θέλεις ἀσβολωμένης = καταραμένης φουσάτα = στρατεύματα νὰ κολοῦ = να χτυπούν μέτρηση = περίσκεψη σολντάδους = στρατιώτες",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Η άφιξη του μαρκήσιου de Ville με στόλο και στρατιώτες (447, 26 - 448, 28)","Ενώ η πολιορκία του Χάνδακα κοντεύει πια τα είκοσι χρόνια, φτάνει στην Κρήτη, τον Μάρτιο του 1667, με στόλο από φλαμανδικά, αγγλικά και γαλλικά πλοία ο μαρκήσιος de Ville μαζί με τον γερμανό μηχανικό Werdmüller, σε βοήθεια της άμυνας του νησιού. Όταν φτάνουν στη Σούδα, η κακοκαιρία καθυστερεί την είσοδο του στόλου στον κόλπο, ενώ χιονίζει πυκνά. Εντωμεταξύ, είχε συμβεί ένα πρωτοφανές γεγονός κανιβαλισμού στο Κάστρο, που το αφηγήθηκε ο ποιητής σε προηγούμενους στίχους: μισθοφόροι από τη Σαβοΐα σκότωσαν Τούρκους τους οποίους μαγείρεψαν και έφαγαν. Ὅταν ἐπῆγε ὁ μαρκέζες Βίλας Ὅλ’ ἡ ἀρμάδα κίνησε μὲ τὸ μαρκέζε Βίλα, κ’ ἔσερνε μετὰ λόγου του Τεντέσκον Βερτεμίλα, στὴ Σούδα γιὰ νὰ πάσινε, κι ἀπεὶς ἐσηκωθῆκα, ἀνέμοι ἐφυσήξανε κ’ ἤλεγαν κ’ ἐχαθῆκα. Καὶ παρευθὺς ἡ θάλασσα τὴν πρώτη καλοσύνη καὶ τὴν πολλὴν ἀνάπαψη σὲ μιὰ μεριὰν ἀφήνει. Κι ἂν εἴδετε κιαμιὰ φορὰ στὴ μανισμένη μάχη πὼς φίλοι δὲν γνωρίζουνται, μὰ σφάζετ’ ὅποιος λάχει, τέτοιας λογῆς κ’ ἡ θάλασσα εἰς τὴ φορὰν ἐκείνη ἤχασε πάσα διάκριση καὶ πάσα καλοσύνη. Ἀφέντη δὲν ἐγνώριζεν, οὔτε κανέναν ἄλλο, μὰ φούσκωνε μὲ μανισμὸ τόσο πολλὰ μεγάλο, ὁπού ’κανε τὰ κύματα ὡσὰν βουνιά, κι ἀφρίζα, κι ὧρες ἐκοκκινίζανε κι ὧρες ἀπομαυρίζα. Οἱ οὐρανοὶ ἐθολώθησαν κ’ ἡ θάλασσα βρουχᾶτο καὶ τὴν ἀρμάδα ἤθελε νὰ ρίξει ἄνω κάτω. Ἄστραφτεν ἡ ἀνατολὴ κ’ ἡ δύσις ἐμουγκᾶτο κ’ ἐδιπλοσφύριζε ὁ βορράς, κι ὁ νότος ἀπονᾶτο. Ὅλα τὰ κάλλη τ’ οὐρανοῦ πάραυτας ἐχαθῆκα καὶ μὲ μαγνιὰ σοῦ φαίνετο μαύρη κ’ ἐσκεπαστῆκα· τὰ νέφη τρέχαν σὰν θεριά, μαῦρα, σκοτεινιασμένα, κ’ οἱ θάλασσες στὰ κάτεργα πληθαίνοντας ἐμπαῖνα. Κ’ ἐκινδυνεύσανε πολλά, κ’ ἐστάθη νὰ πνιγοῦσι, στὴ Σούδα δὲν ἐμπόρεσαν ἐτότες γιὰ νὰ μποῦσι. Μ’ ἀπείτις ἐγαλήνευσε κι ὁ ἄνεμος μερώνει στὴ Σούδα νὰ γυρίσουνε, ἔριξε πολὺ χιόνι, τόσο περίσσο, πού ’φραξε τὲς στράτες καὶ γεμώνου, κ’ εἰς τὴν Κολάτα πάσινε, γιὰ νὰ τοὺς ξεφορτώνου. Καὶ βγάνουσινε τὸ λαὸ καὶ τοὺς σολντάδους πᾶσι σὲ τέτοιο κρύος καὶ χιονιὰ κ’ ἐστάθη νὰ τοὺς χάσει.","ἀρμάδα = στόλος μαρκέζε = μαρκήσιο μετὰ λόγου του = μαζί του Τεντέσκον = Γερμανό μανισμένη = θυμωμένη ἐμουγκᾶτο = μούγκριζε ἀπονᾶτο = απειλούσε πάραυτας = αμέσως μαγνιὰ = καλύπτρα, πέπλο κάτεργα = γαλέρες, πολεμικά πλοία με κωπηλάτες μερώνει = πέφτει (ο αέρας) σολντάδους = στρατιώτες",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Η πόλη θρηνεί και προσεύχεται, έναν χρόνο πριν από την πτώση της (496, 9 - 499, 10)","Η κατάσταση της πολιορκίας έχει δυσκολέψει πολύ. Την αρχηγία στην ξηρά έχει ο προβλεπτής Caterin Cornaro, ενώ στη θάλασσα ο Francesco Morosini. Ο στρατιωτικός Barozzi, που ακούει τη συζήτηση του Μοροζίνι με άλλον αξιωματούχο για τα αδύναμα σημεία της άμυνας, μεταφέρει αυτήν την πληροφορία στον τούρκο βεζίρη. Είναι ο «σκύλος ο προδότης» των δημοτικών τραγουδιών για την άλωση του Χάνδακα. Μέσα στην πόλη δεν υπάρχει σπίτι ή ναός που να μην έχει χτυπηθεί από τα τουρκικά κανόνια. Στην άμυνα βοηθούν τα πληρώματα του στόλου, ακόμη και πολλές γυναίκες. Έτσι, το 1668, που η πόλη εκφωνεί τον γεμάτο λογοτεχνικές αρετές μονόλογο αυτού του αποσπάσματος, το τέλος φαίνεται πια να πλησιάζει. Τὸ Κάστρο λέει «Ποιές βρύσες μὲ κρυὰ νερά, ποιοί κάμποι μὲ χορτάρια, ποιά δάση πυκνοφύτευτα, ποιά ζῶα ἢ λιοντάρια, ν’ ἀκούσουνε τὰ βάσανα ὁπού ’χω παθωμένα, νὰ μὴν ἀναστενάξουνε καὶ νὰ θλιβοῦ γιὰ μένα, ὁπού ’ρθε σ’ τσ’ ἑξηνταοκτὼ κοντὰ κ’ ἐσίμωσέ μου σὲ δυὸ μερὲς τσῆ χώρας μου καὶ κατακρέμνισέ μου τὰ τείχη μου τὰ δυνατὰ καὶ βρίσκομαι ἀνοιμένη, μὰ ἔχει ντήρηση πολλὴ καὶ μέσα δὲν ἐμπαίνει! Ἔμπα στὴ χώρα μου λοιπόν, ἔμπα καὶ μὴ ντηρᾶσαι, ἔμπα καὶ τοὺς σολντάδους μου τοὺς πλήσους μὴ φοβᾶσαι· ἄπονε, δίχως λύπηση βιζίρη, δὲ γνωρίζεις ἄδικα νὰ μὲ πολεμᾶς κι ὅλη νὰ μ’ ἀφανίζεις; Καὶ δὲν ἐβαρεθήκετε χάμαι νὰ κατοικᾶτε, στὰ χώματα νὰ κείτεστε, γιὰ νὰ μὲ πολεμᾶτε; Πληγὲς βαστῶ στοῦ λόγου μου πολλὲς μὲ τὴν πικρότη κι ὀφέτος μοῦ ξανάρθανε πλιάτερα ἀπὸ τὴν πρώτη σὲ βόλια π’ ἀμολέρνουσι μεγάλα, ὀγδοήντα σὲ κάθα ὥρα κ’ ἔρχουντα καὶ τὴν πολλὴ σαΐτα. Βροχὴ τὲς πέτρες ρίχνει μου, τσὶ μπάλες σὰ χαλάζι, ἀστροπελέκια λουμπαρδιὲς καὶ νὰ μηδὲ σκολάζει. Ἀφάνισέ μου τσ’ ἐκκλησιές, τοὺς πύργους εἶχε ρίξει κι ὡσὰν σιφούνι ἔτρεχε νὰ μὲ καταρουφήξει. Τοὺς ἄρχοντες ἐσκότωσε καὶ φόβον εἶχαν πάρει, καὶ τοὺς σολντάδους τοὺς καλοὺς ὁπού ’χανε τὴ χάρη. Ἄνθρωπος δὲν ἐπήγαινε σὲ σπίτι νὰ κοιμᾶται, οὔτε ποθὲς νὰ προπατεῖ καὶ νὰ μηδὲ φοβᾶται. Ὅλη θλιμμένη βρίσκομαι, γιατ’ εἶμαι στολισμένη κορμιὰ νεκρὰ Χριστιανῶν καὶ καταματωμένη. Ἦλθα σὲ τέρμενα κοντά, σολντάδους εἶχα λίγους· ἐκεῖ ἁποὺ τὰ γκρεμνίσανε, ἐκεῖ ’χασινε χίλιους κ’ ἐτρέξασιν εἰς τὰ τειχιὰ τὰ κατακρεμισμένα, κ’ ἐκεῖν’ οἱ λίγοι ἐδώκανε δύναμη πλήσια μένα. Κάτεργα ἐξαρμάτωσε κ’ ἔξω λαὸν ἐφέρα κ’ ἐγίνη μέγα σκοτωμὸς ἐκείνη τὴν ἡμέρα· κορμιὰ ἐθώρειες ξαπλωτά, κομμάτια καμωμένα, κεφάλια, χέρια καὶ μεριὰ κ’ ἤτονε χωρισμένα· ἄθαφτους τοὺς ἀφήνασι, γιατὶ δὲν εἶχαν τόπο καὶ λύπηση δὲν ἤτονε στὰ κάλλη τῶν ἀνθρώπω. Ὅσοι κι ἂ μὲ κατέχασι, πλέον δὲ μὲ γνωρίζου, καὶ δέρνουσι τὰ στήθη τως γιὰ μένα καὶ δακρύζου. Ἐλᾶτε οἱ Ζακυθινοί, Κορφιάτες καὶ Παξῶτες καὶ σμίξετε προθυμερὰ μὲ τοὺς Κεφαλλονιῶτες ἀντίδικα εἰς τὸν ἐχθρὸν ὁποὺ πολλὰ μὲ κρίνει. κι ἂς ἔχει δόξα τ’ ὄνομα Φραντζέσκου Μορεζίνη κ’ εἰς τοῦ Κορνάρου Κατερῆ ποὺ σμίξασι σ’ ἐμένα καὶ διώχνουν τοὺς Ἀγαρηνούς, στὰ μοῦ ’χουν καμωμένα. Ἕνα θεριὸν ὁ Ἡρακλὴς ἤθελε θανατώσει κι ἄφηκε μνήμην εἰς τὴ γῆ γιατ’ ἤθελε γλυτώσει, κ’ ἐτοῦτοι κόφτουνε θεριὰ καὶ τὰ θεριὰ γεννοῦσι θεριὰ μὲ δέκα κεφαλὲς κι ὅλες μὲ πολεμοῦσι. Λιοντάρι χρυσοπτέρυγο, στὸν κόσμο δοξασμένο, γύρισε πρὸς τὸν ὀχουθρὸ καὶ γίνου μανισμένο· πέταξε καὶ ξολόθρεψε φουσάτο τοῦ Ὀτομάνο κι ὅλους γιαμιὰ τοὺς ξέσκισε κ’ ἕνα προδότη πλάνο ποὺ βγῆκε καὶ τ’ ἀρμήνεψε τέχνες κ’ ἐχάλασέ με κ’ ἐκεῖνο πρωτοφόνεψε κ’ ἐμένα γδίκησέ με! Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ κι ὅσοι μὲ καρτερεῖτε, ὀγιὰ νὰ μὴ μὲ πάρουσι, συχνιὰ παρακαλεῖτε· ὅλη ἂς μὲ ρίξουν εἰς τὴ γῆ κι ὅλη ἂς μὲ καταλύσου, μονάχας οἱ Ἀγαρηνοὶ μὴ μὲ σαλαβατίσου, μηδὲ μοῦ βγάλουν τὸ σταυρὸ καὶ βάλουν τὸ φεγγάρι, τὸ Μαουμέτη μηδὲ δῶ ἀπάνω στὸ λιοντάρι· μὴ μπούσινε σ’ τσὶ ροῦγες μου τ’ ἄρματα νὰ κρατοῦνε, τοὺς Χριστιανοὺς νὰ κυνηγοῦ καὶ νὰ τωνὲ κολοῦνε. Δέομαι μὲ τὰ δάκρυα, Θεέ, ἀπάκουσέ με, κι ἀπὸ τὰ τόσα βάσανα ὁπού ’χω λύτρωσέ με εἰς τ’ ἄδικο ποὺ μ’ εὕρηκε τόσους καιροὺς καὶ χρόνους κ’ ἔχω πληγὲς εἰς τὴν καρδιὰ ἀμέτρητες καὶ πόνους. Κ’ ἐσύ, ὢ ὑπερθαύμαστη κυρία Μαριάμ μου, ξελύτρωσέ με τὴ φτωχή, Μεσοπαντίτισσά μου· κι Ἅγιοι Δέκα Μάρτυρες, κι Ἅγιε Τίτε δικέ μου, σμίξετ’ ἐσεῖς οἱ ἕντεκα τώρα, βοηθήσετέ μου· μὴ μποῦνε οἱ Ἀγαρηνοὶ νὰ μὲ καταπατήσου, νὰ βγάλουν τὲς εἰκόνες σας ὅλες νὰ τὲς τσακίσου, καὶ νὰ τὲς βάλουσι στὴ στιὰ μέσα, γιὰ νὰ τὲς κάψου, κ’ ἐμένα τὰ ματάκια μου γιὰ λόγου σας νὰ κλάψου. Ὅ,τι μοῦ μέλλει θὰ γενεῖ καὶ δὲν παραπονοῦμαι, μόνο τὴ μάχη τὴν πολλὴν ὁπού ’δα θὰ θυμοῦμαι, γιατὶ φοβοῦμαι βέβαια, ἂν εἶν’ καὶ μὲ νικήσου, ὅσους κι ἂν πιάσου ζωντανούς, θὲ νὰ τοὺς καταλύσου».","βρίσκομαι ἀνοιμένη = δηλαδή ανοιχτή, επειδή έχουν γκρεμιστεί σημεία των τειχών ἔχει ντήρηση πολλὴ = προσέχει πολύ μὴ ντηρᾶσαι = μη φοβάσαι, μην προσέχεις σολντάδους = στρατιώτες κείτεστε = ξαπλώνετε πικρότη = πίκρα ἀμολέρνουσι = εξαπολύουν μπάλες = βόλια κανονιού λουμπαρδιὲς = κανονιοβολισμούς σιφούνι = ανεμοστρόβιλος ποθὲς = πουθενά τέρμενα = προθεσμίες Κάτεργα = γαλέρες, πολεμικά πλοία με κωπηλάτες κατέχασι = γνώριζαν Κορφιάτες = Κερκυραίοι προθυμερὰ = με προθυμία ἀντίδικα = εναντίον κρίνει = βασανίζει Ἀγαρηνούς = μουσουλμάνους γίνου μανισμένο = θύμωσε φουσάτο = στράτευμα Ὀτομάνο = Οθωμανού πλάνο = ανειλικρινή μὴ μὲ σαλαβατίσου = μη με εξισλαμίσουν Μαουμέτη = Μωάμεθ (και συνεκδοχικά ο μωαμεθανισμός) ροῦγες = δρόμους κολοῦνε = χτυπούν ἀπάκουσέ = εισάκουσε στιὰ = φωτιά θὲ νὰ τοὺς καταλύσου = να τους σκοτώσουν, να τους καταστρέψουν",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Η πόλη μένει αβοήθητη (526, 15 - 527, 26)","Οι Βενετοί ήταν έτοιμοι να συμφωνήσουν στην πρόταση ειρήνης των Τούρκων, που προέβλεπε τα Χανιά και το Ρέθυμνο να ανήκουν στον σουλτάνο και ο Χάνδακας στους ίδιους, όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας στέλνει μήνυμα ότι θα βοηθήσει την άμυνα της πόλης. Βασιζόμενος λοιπόν στη γαλλική υπόσχεση, ο δόγης αρνήθηκε τελικά την ειρηνευτική πρόταση των αντιπάλων και οι μάχες ξανάρχισαν. Τη γαλλική βοήθεια συνόδευε ο περίφημος δούκας Μποφώρ. Οι Γάλλοι ακολουθούν διαφορετική τακτική απ’ αυτήν που προτείνει ο βενετός στρατηγός και δεν θέλουν τη βοήθειά του. Μια σειρά από αστοχίες και ατυχίες φέρνουν την καταστροφή στους Γάλλους· όσοι επέζησαν μπαίνουν στα πλοία για το ταξίδι της επιστροφής, ενώ οι Τούρκοι κλοτσούν σαν μπάλα του κεφάλι του δούκα μπροστά στον βεζίρη. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η πόλη θρηνεί ότι μόνο οι Ρωμιοί μπορούν πια να τη βοηθήσουν. Τὸ Κάστρο λέει Ὢ θάνατε ἀλύπητε, σταμάτησε κοντά σου, στὸ αἷμα ὁποὺ χύνεται καὶ κλείσου στὴ φωλιά σου. Ποτὲ δὲν ἐγανάκτησες στὴ μέση νὰ γυρίζεις μὲ τὸ δρεπάνι τ’ ἄπονο πάντα νὰ τοὺς θερίζεις, ζηλόφθονε, ἀδιάκριτε, ἀλύπητε, καὶ πόσες ζωὲς στὸ θάνατο κρατεῖς κι ἀκόμα θέλεις τόσες ψυχὲς Τουρκῶ, Χριστιανῶ στὸν Ἅδη νὰ σφαλίζεις, ἀλλόφυλων, καὶ λύπηση στὸ νοῦ σου δὲ γνωρίζεις, καὶ δὲ χορταίνεις νὰ θωρεῖς καὶ χορτασμὸ δὲν ἔχεις στὴ χώρα τούτη τὴ φτωχή, μ’ ἀκόμη θὰ ξετρέχεις, ὥστε ποὺ νά ’ναι μιὰ ζωὴ ἀνθρώπου, νὰ τὴ βλάψεις, καὶ σὰ δὲν ἔχεις, στανικῶς σοῦ πρέπει γιὰ νὰ πάψεις! Ξέχωρα, σ’ ὅλες τὲς ψυχές, ἔπρεπε νὰ διαλέξεις τῶν Καστρινῶ ὅλα τὰ κορμιά, κλαίοντας νὰ τὲς βρέξεις ρανίδα ἀπὸ τὰ μάτια σου, λίγο γιὰ νὰ πλυθοῦσι, γιατὶ τσ’ ἐπῆρες ξαφνικά, πρίχου νὰ καρτεροῦσι τὸ θάνατο, καὶ τάχατες νά ’τον διορθωμένοι; κ’ ἐλεημοσύνη νά ’βρασι ἐτοῦτ’ οἱ φονεμένοι; Ὣς πότε Τούρκω νὰ κολᾶς, ὣς πότε Τούρκους νά ’χει, τσ’ ἀνθρώπους γιὰ νὰ μοῦ χαλᾶς σὲ τούτη μου τὴ μάχη; Σκορπᾶ μὲ κύματα ὁ γιαλὸς τσ’ ἀφροὺς στὸ περιγιάλι, ἐξάφτ’ ἡ λάβρα τσῆ φωτιᾶς μὲ δύναμη μεγάλη· μιὰ πέτρα πέφτει ἀπὸ ψηλὰ μὲ βάρος γεμισμένη καὶ τρέχει στὰ βαθύτερα μέρη καὶ κατεβαίνει· δυὸ ἐχθροὶ συναπαντούσινε κι ὁ εἷς τ’ ἀλλοῦ νὰ δώσει γυρεύγει τέλος μὲ σπαθί, νὰ τονέ θανατώσει. Σὰν πολυαφρίσει κι ὁ γιαλὸς κι ὡσὰν πολυφουσκώσει, σὲ μέρες πάλιν ἡσυχᾶ τὴ μάχη του τὴν τόση· κι ὡσὰν ψηλώσει τσῆ φωτιᾶς ἡ φλόγα τση ἡ μεγάλη, καὶ ξύλα δὲν τσῆ ρίξουνε, σβήνεται ἀγάλι ἀγάλι· κ’ ἡ πέτρα, ὡσὰν κατεβεῖ, στὴ γῆ ἔρχεται καὶ σώνει, κι ὡς ἐδεκεῖ τὸ τρέξιμο γγίζοντας τσῆ τελειώνει· σὰν ἀπαντήξουν κ’ οἱ ἐχθροὶ καὶ σμίξουσιν ἀντάμι, κ’ ἑνοὺς τ’ ἀλλοῦ νὰ μὴ μπορεῖ ποτὲ κακὸ νὰ κάμει, τότες τὴ μάχη παύτουνε, ἢ ἄλλος κανεὶς λαχαίνει καὶ γιὰ νὰ μηδὲ φονευτοῦν, τρέχει, στὴ μέση μπαίνει. Ἀμὴ τοῦ Τούρκου ὁ πολὺς πόλεμος δὲ σκολάζει, ἀμὴ σὰ δράκος βλαβερὸς ράσσει καὶ μὲ σπαράζει».","ἐγανάκτησες = κουράστηκες, βαρέθηκες σφαλίζεις = κλείνεις, κλειδώνεις ξετρέχεις = επιδιώκεις ὥστε ποὺ νά ’ναι = όσο υπάρχει στανικῶς = χωρίς τη θέλησή σου ρανίδα = σταγόνα πρίχου = πριν καρτεροῦσι = περιμένουν διορθωμένοι = μετανιωμένοι κολᾶς = χτυπάς ἐξάφτ’ = ανάβει σώνει = φτάνει ἀπαντήξουν = συναντηθούν σμίξουσιν ἀντάμι = βρεθούν μαζί παύτουνε = σταματούν λαχαίνει = τυχαίνει Ἀμὴ = αντίθετα δὲ σκολάζει = δεν σταματά, δεν τελειώνει ράσσει = ορμά",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Το Κάστρο παρακολουθεί με απόγνωση την εκκένωσή του (553, 13 - 556, 6)","Όταν ο Χάνδακας εκφωνεί έναν από τους τελευταίους του μονολόγους, η εκκένωσή του έχει ήδη αρχίσει, μετά τη συνθηκολόγηση με τους Τούρκους. Οι Βενετοί αδειάζουν τους ναούς και μεταφέρουν ιερά σκεύη και λείψανα στα πλοία. Οι ντόπιοι ρωμιοί κάτοικοι δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους, αλλά υποχρεώθηκαν, από τους δώδεκα εκπροσώπους τους, να το κάνουν. Όταν και οι τελευταίοι που στέκονταν στις ουρές επιβιβάστηκαν στα καράβια, η πόλη θρηνεί. Tὸ Κάστρο λέει, καὶ λέει ἀντίδικα τῶν Χριστιανών «Ὤφου, καὶ πῶς τὸ λόγιαζα, κι ὁ νοῦς μου πῶς τὸ γροίκα ἡ ἄργητα κι ὁ πόλεμος πὼς θὰ μοῦ φέρει πρίκα. Κλαίοντας ὅλ’ οἱ Κρητικοὶ τότες νὰ καρτεροῦσι στὴ Ντία νὰ τοὺς πάσινε, νὰ μ’ ἀποχωριστοῦσι. Ξόδια στ’ ἀρσίλια κάνουσι οἱ πολυπρικαμένοι γιὰ λόγου μου, καὶ θάνατος στὴ στράταν ἀνιμένει. Ὤφου, ποιός νά ’τον ἀφορμή, ποιά τύχη ἀσβολωμένη, γὴ ποιό τυφλὸ μελλούμενο, ποιά τέχνη τυφλωμένη, καὶ σ’ ἔφερε στὰ μέρη μου γιὰ τὴν κακή μου μοίρα, ποιοί ἀνέμοι σοῦ βοηθήσανε, ποιά κύματα σ’ ἐσύρα, ποιό ἄστρο στράτα σοῦ ’δειξε, ποιός ἄτυχος πλανήτης καί σ’ ἔβγαλε γιὰ λόγου μου εἰς τὸ νησὶ τῆς Κρήτης; Κ’ ἦρθες καὶ μ’ ἐπολέμησες, καὶ θέλεις τὸ δηγᾶσαι, μὰ πὼς μ’ ἐπῆρες μὲ σπαθὶ ποτέ σου μὴν καυχᾶσαι. Τὰ κρίματα ἐσυντρέξανε, ἀμ’ ὄχι ἡ δύναμή σου, μὰ πάλι δὲ μ’ ἐνίκησες τώρα μὲ τὸ σπαθί σου. Ἐπάψασιν οἱ λουμπαρδιὲς μαζὶ κ’ ἡ κακοσύνη κ’ οἱ φόνοι οἱ ἀμέτρητοι ποὺ δίδασιν ἐκεῖνοι· γιατὶ ὁ Θεὸς ἔτσ’ ὅρισε κ’ εἶχεν ἀποφασίσει, πλιὸ αἷμα δῶ νὰ μὴ χυθεῖ καὶ μόνια νὰ μ’ ἀφήσει· νὰ δώσει τέλος ὣς ἐπὰ μ’ ἀγάπη τιμημένη στὴ χώρα τὴν ἀδυνατὴ κ’ εἰς τὴν ἀντρειωμένη, τῆς Κρήτης τ’ ὀμορφότατο Κάστρο τὸ φημισμένο ὁποὺ στὰ πέρατα τῆς γῆς κράζεται τιμημένο, μ’ ἀποὺ τὸ σήμερο κι ὀμπρὸς Τουρκιὰ θὲ νὰ μὲ κράζου κ’ ἐκείνους ὁποὺ πλούτιζα θέλου νὰ μ’ ἀτιμάζου. Σκίσου, καρδιά μου, σήμερο, χίλια κομμάτια γίνου σ’ τοῦτα λοιπὸν τὰ βάσανα τὰ τόσα ὁποὺ μὲ κρίνου. Κ’ ἐσᾶς, παιδιὰ τοῦ Ἰσμαήλ, μέλλει νὰ σασὲ κρίνει, γιατὶ τὴν Κρήτη ἐπήρετε μὲ δίχως δικιοσύνη. Ὁ χωρισμὸς τῶν Χριστιανῶν δίκιό ’χει νὰ γυρεύγει, ὀγιὰ νὰ πέψει ἐκδίκηση, νά ’ρθει νὰ σᾶς παιδεύγει. Ὀμπρὸς στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ θὰ στέκει νὰ φωνάζει, ἀντίμεψη στὰ ’κάμετε, πάσα ψυχὴ νὰ κράζει. Θωρώντας τόσα κλάηματα τὰ κάνουν τὰ παιδιά μου, τὰ μέλη μου νεκρώνουνται κι ἅφτου τὰ σωθικά μου. Πλιὸ παρακάλια δὲ γροικῶ κ’ ἐσφάγηκ’ ἡ καρδιά μου κ’ ἐμίσεψες, Παρθένα μου, Μεσοπαντίτισσά μου. Οἱ Ἅγιοι Δέκα πάσινε καὶ πλιὸ δὲ λειτουργοῦνται, οὐδὲ παπάδες ἄξιους ὁπού ’χα μελετοῦνται. Ὁ Ἅγιος Τίτος θὰ γενεῖ μετζίτι καὶ σμαΐδα, κι ἀγάπη ἐγίνη στερεὰ καὶ πλιὸ δὲν ἔχω ἐλπίδα. Μὰ φόρισι κιαμιὰ φορὰ θέλω γυρίσει πάλι στὰ χέρια ποὺ μ’ ὁρίζανε, νά ’χου χαρὰ μεγάλη. Ὤφου, ἀλλαξὰ ποὺ θὰ γενεῖ, ἄλλους θὰ κάμω τώρα ἀφέντες, φίλους καὶ δικούς, καὶ θὰ μοῦ δώσου γνώρα. Σήμερο τὰ παλάτια μου Τοῦρκος θὰ τὰ πατήσει καὶ τὰ τειχιὰ τῆς χώρας μου ὁπού ’ριξε θὰ κτίσει. Οἱ σαϊτιὲς ἐπάψανε κ’ οἱ μπάλες οἱ περίσσες, κ’ οἱ βροντισμοὶ τῶ σαρμπανῶ κ’ οἱ τουφεκιὲς οἱ πλῆσες. Ἔπαρε τὲς καμπάνες μου, τὰ σκεύη φύλαξέ μου καὶ τσ’ ἐκκλησὲς τσὶ ἄξιες ὅλες ξεστόλισέ μου. Μάτια μου, τί κοιτάζετε; Τώρα σκοτεινιαστῆτε, τοὺς Τούρκους ὁποὺ θὲ νὰ μποῦν ὀγιὰ νὰ μὴν τοὺς δῆτε. Τ’ αὐτιά μου ἂς κουφαθούσινε, ὀγιὰ νὰ μὴ γροικήσου τὸ στόμα τῶν Ἀγαρηνῶν νὰ μὲ σαλαβατίσου. Ἂν ἤτονε μελλούμενο, βιζίρη, νὰ μὲ πιάσεις, γιάντα νὰ μὴ μὲ λυπηθεῖς, ἀμὲ νὰ μὲ χαλάσεις; Πιστεύω καὶ τὸ δίκιο μου εἰς τὸ Θεὸ ν’ ἀνέβει, νὰ λάβει δίστομο σπαθί, στὸν κόσμο νὰ κατέβει, γιὰ νὰ πλερώσει τὰ κακὰ ποὺ κάμανε σ’ ἐμένα, νὰ πλερωθεῖ τὸ δίκιο μου εἰσὲ καιρὸ κανένα. Ὤφου, ποῦ ’ν’ τόσος μου λαός, ποῦ ’ν’ τόσοι πλοῦσοι ἀνθρῶποι, ποῦ ’ν’ οἱ δασκάλοι κ’ οἱ σοφοί; Δάρσου, καημένη Εὐρώπη! Ἐπέσαν οἱ ὀλπίδες σας στὸ μαυρισμένον Ἅδη κ’ οἱ τέχνες οἱ ἀμέτρητες ὁπού ’χαν οἱ σολντάδοι. Μηδὲ φανεῖ στὸν οὐρανὸν ἄστρο, οὔτε μὴ φέξει, μὰ πάλι εἰς τὴ χώρα μου αἷμα γιὰ μένα ἂς βρέξει· οὔτε φεγγάρι, οὔτε φῶς, ἀστέρας γὴ πλανήτης, ἀμ’ ἂς θλιβεῖ γιὰ λόγου μου κάθε λοῆς κομήτης, σημάδι τοῦ πολέμου μου ὁπού ’δειχνε σ’ ἐμένα εἰς τὰ μουράγια τὰ ψηλά, τὰ ξεθεμελιωμένα».","πῶς τὸ γροίκα = πώς το αντιλήφθηκε καρτεροῦσι = περιμένουν Ξόδια = κηδείες ἀρσίλια = μαούνες (είδος μεταγωγικού πλοίου) ἀνιμένει = περιμένει ἀσβολωμένη = καταραμένη γὴ = ή (διαζευκτικό) ἐσυντρέξανε = συνέβαλαν Ἐπάψασιν = σταματήσαν λουμπαρδιὲς = κανονιοβολισμοί πλιὸ = πλέον μόνια = μόνη ἐπὰ = εδώ ἀγάπη = συνθήκη ειρήνης ὁποὺ μὲ κρίνου = που με βασανίζουν νὰ πέψει = να στείλει ἀντίμεψη = ανταμοιβή ἅφτου = ανάβουν, παίρνουν φωτιά δὲ γροικῶ = δεν ακούω ἐμίσεψες = έφυγες μετζίτι = τζαμί, τέμενος σμαΐδα = τζαμί, τέμενος φόρισι = ίσως θὰ μοῦ δώσου γνώρα = θα γίνουν γνώριμοί μου μπάλες = βόλια κανονιών τῶ σαρμπανῶ = των όλμων Ἀγαρηνῶν = μουσουλμάνων νὰ μὲ σαλαβατίσου = να με εξισλαμίσουν εἰσὲ καιρὸ κανένα = κάποτε Δάρσου = χτυπήσου θρηνώντας σολντάδοι = στρατιώτες",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "«Το Κάστρο αποχαιρετά τους αφέντες» (561, 11- 564, 26)","Μετά την εκκένωση του Χάνδακα, τα κλειδιά της πόλης παραδόθηκαν στον βεζίρη, ο οποίος βρισκόταν στον Αλμυρό ποταμό, άνοιξαν οι πύλες και οι Τούρκοι, που μπήκαν περιμένοντας να βρουν πλούτη, αντικρίζουν μια πόλη άδεια και έρημη. Έξι μέρες αργότερα μπήκε και ο βεζίρης θριαμβευτικά με τη συνοδεία του. Οι χριστιανοί κάτοικοι, που βρίσκονται ακόμη στο νησί Δία απέναντι από την πόλη, βλέπουν από κει τα πυροτεχνήματα της νίκης και ακούνε τους εορταστικούς κανονιοβολισμούς. Η πόλη αποχαιρετά οριστικά την παλιά της ζωή στον προτελευταίο της μονόλογο. Τὸ Κάστρο ἀποχαιρετᾶ τοὺς ἀφέντες «Ἀντίπερα ἐκάθισεν Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, τ’ ὅμοιο γιὰ τοὺς Κρητικούς· κλάψε, ψυχή, θρηνήσου. Ψυχή μου, νά ’το μπορετὸ στὴ Σούδα νὰ σ’ ἐπῆγα, ὀγιὰ νὰ δεῖς τί κάνουσι ἐκεῖνοι ὁποὺ φύγα· ἄν ἔχουνε παρηγοριὰ γὴ κλαῖνε λυπημένα, γὴ δέρνουν τὸ στομάχι τως καὶ μοῦ θυμοῦνται ἐμένα. Ἀμέτε ὅλ’ οἱ Κρητικοὶ νὰ στέκετε στὰ ξένα, καὶ πλιὸ νὰ μηδὲν καρτερῶ νὰ δῶ ἀπὸ σᾶς κανένα, ἐκείνους ὁποὺ στόλιζα κ’ εἴχασι πλήσα χάρη, καὶ τώρα μένου μετὰ μὲ ἄτυχοι γιανιτσάροι. Μηδὲν καυχᾶστε, Κρητικοί, πὼς εἶστε ἀγαπημένοι, μὰ τί καλὸ ἐδείξετε σ’ ἐμὲ τὴν πρικαμένη; Τόσους καιροὺς μ’ ἐβλέπετε, γιὰ μένα ἐπολεμᾶτε τοὺς Τούρκους, ἀμ’ ἐφύγετε καὶ πλιὸ δὲ μ’ ἀγαπᾶτε. Θεέ μου, μὴ μ’ ἀπαρνηθεῖς εἰς τὰ πολλά μου βάρη, καὶ δῶσε μου παρηγοριὰ νὰ βλέπω τὸ φεγγάρι. Καὶ τὴν ὀλπίδα μού ’χασα καὶ τὴν ἀπαντοχή μου κ’ οἱ Χριστιανοὶ μοῦ ἐφύγασι κ’ ἔμεινα μοναχή μου. Μιὰ νύκτα, ὅ,τι ἔπαθα ἐτότες, τὰ θυμούμου, κι ὅλη τὴ νύκτα ἐδέρνουμου κ’ ἔκλαιγα κ’ ἐθρηνούμου. Ἔχε χαρά, Ἀγαρηνέ, ἔχε, Ἰσμαηλίτη, χαίρου, βιζίρη, μὲ καρδιὰ πὼς ἔπιασες τὴν Κρήτη. Κόκκαλα τοῦ Σελτὰρ πασᾶ, γιὰ χόρεμα ἂς σπαράσσου, πὼς ἐνικήθη τὸ νησὶ ὅλο γιὰ ὄνομά σου, πού ’βαλες πρῶτος τὴν ἀρχὴ εἰς τοῦ νησοῦ τὴ μάχη καὶ τὰ Χανιὰ ἐνίκησες κι ὁ βασιλιός σου τά ’χει. Καὶ, Χουσαΐνη γρὰν πασά, λιοντάρι μανισμένο, ὁπού ’πιασες τὸ Ρέθεμνος κ’ ἔμεινε χαλασμένο, κι ὁ Σὰν πασὰς ὁ φρόνιμος, ὁπού ’χε πλήσα χάρη, νὰ μηδὲν εἶναι ζωντανός, χαρὰ πολλὴ νὰ πάρει! Μὰ πέσαν τὰ κεφάλια τως πρίχου τὸ τέλος δοῦσι, πρίχου τὴ χώρα πιάσουσι καὶ μὲ χαρὰ νὰ μποῦσι· πρὶν τὲς καμπάνες σπάσουνε καὶ τσ’ ἐκκλησὲς νὰ γδύσου, πρὶν τὰ παλάτια τά ’μορφα νὰ δοῦ νὰ ξεστολίσου. Τώρα πληθαίνει ἡ πρίκα μου, τώρα τὰ βάσανά μου· ὤφου, τσαλμάδες μὲ πατοῦ καὶ σποῦ τὰ κόκκαλά μου! Ὀιμένα, τί κοιτάζω ἐδῶ, ὀιμένα ἡ πρικαμένη, δίχως παιδιὰ πῶς ἔμεινα καὶ ποιός μὲ παραμένει; Στὸ πόρτο μου ἐμπήκασι ὅλα τὰ μπεηλίκια, ὤφου, στοῦ λόγου μου θωρῶ ἀλλαξοβασιλίκια! Ὤφου, ὤχ, ὀιμένα, τί κακὸ ὁπού ’βρηκεν ἐμένα νὰ βλέπω ἄλλα πρόσωπα ἀσκημομαυρισμένα! Κλαῖτε με, σκλάβοι, κλαῖτε με, κλαῖτε με τὴν καημένη, κλαῖτε με ὅπου βρίσκεστε κι ὅπού ’στε ξορισμένοι, γιατ’ ἤστεκα χαιραμένη κ’ ἤμουν ἀναπαημένη, κ’ ἡ Βενετία μ’ ἔσκεπε ἡ ἀξιοπαινεμένη. Ὤφου, καὶ νά ’τον μπορετὸ μαντάτο γιὰ νὰ δώσου ὅπου κι ἂν εἶναι Κρητικοὶ σήμερο νὰ τὸ γνώσου, ὤφου, νὰ κλάψουνε δριμιά, ὤφου, νὰ θρηνιστοῦσι, ὤφου, καὶ νά ’τον μπορετὸ σήμερο νὰ μὲ δοῦσι ὁποὺ ὁ βιζίρης μ’ ἔπιασε κ’ ἐγλυκοφίλησέ με, ὁπού ’μουνε Χριστιανὴ κι ὅλη μαγάρισέ με! Τάχα νὰ χάρηκε πολλὰ εἰς τὸν ξελοθρεμό μου, κ’ ἐμπῆκε κ’ εἰς τὴ χώρα μου κ’ εἶδε τὸ χαλασμό μου; Μ’ ἀπεὶς ἐμπῆκε, ὁ λαὸς τρέχου στοὺς μαγατζάδες, κ’ ἐκεῖ σαλαβατίζανε οἱ πλῆσοι του χοτζάδες· κι ἀπεὶς ἐπῆρε τὰ κλειδιὰ μετὰ χαρὰ μεγάλη, ἔδωκε λόγο τὸ σταυρὸ ἀποδεκεῖ νὰ βγάλει· κ’ οἱ πόρτες σὰν ἐνοίξανε καὶ μέσα δριμωθῆκα, πλῆσες χαρὲς ἐκάμανε, μὰ πλούτη δὲν εὑρῆκα. Ἐτρέχανε στ’ ἀρχοντικὰ νὰ βρούσινε νὰ κλέψου, καὶ τὲς γυναῖκες πού ’ταν κεῖ νὰ ἔμπου νὰ πομπέψου, κ’ ηὗραν τὸν τόπον εὔκαιρον ὁποὺ δὲν τὸ θαρροῦσα, τὸ πὼς δὲν κάνουσι πουγγὶ ἐτρώγουντα κ’ ἐσκοῦσα· τὸ πὼς γυναῖκες, κορασὲς δὲν ηὗραν νὰ φιλήσου, ὅλη μὲ ξεπατώνουσι καὶ θὰ μὲ καταλύσου. Ἐμένα ξένοι μοναχὰς μὲ βλέπου τὴν καημένη κι ὅποιος μὲ δεῖ, ἀντὶς χαρὰ σὲ πρίκαν ἀπομένει. Κ’ ἐκεῖνοι ὁποὺ μοῦ φύγανε τάχατες τί προσέχου κ’ ἐπήγανε νὰ ξοριστοῦ κ’ ἴντα καλὸ ἀπαντέχου; Χίλιες βολὲς εἶναι καλλιὰ ὅλοι οἱ ἀποθαμένοι, παρὰ νὰ στέκου οἱ Κρητικοί, νά ’χου ζωὴ κριμένη· καὶ λένε: ‘Πῶς ἐγίνηκες, Κρήτη μου ἠγαπημένη, καὶ σ’ ἔπιασεν Ἀγαρηνὸς καὶ σ’ ἔχει σποδωμένη, γιατὶ ἐμισέψαν ἀπὸ σὲ οἱ τοπικοὶ κ’ ἐφύγα, κ’ ἐσέναν ἀρνηθήκανε κ’ εἰς τὴ Φραγκιὰν ἐπῆγα’. Δίχως σταυρὸ μ’ ἐθάψανε καὶ δίχως ἅγιο λάδι, καὶ κράζω καὶ τὸ Ρέθεμνος νὰ σμίξομεν ὁμάδι, ὁποὺ κ’ ἐκεῖνοι ἐφύγανε, τ’ ὅμοιο κ’ οἱ δικοί μου, κι ὁλόγδυμνον ἀφήκασι καὶ στέκει τὸ κορμί μου. Κλάψε, οὐρανέ μου, σήμερο, γιὰ λόγου μου θρηνήσου, κ’ ἡ Κρήτης ἡ ’κατόμπολη, γιὰ ὄνομά μου σείσου, νὰ πέσου τὰ καμπαναρειά, τοὺς Τούρκους νὰ πλακώσου, καὶ περισσότερο κακὸ στὴ χώρα μου νὰ δώσου, στὸν κόσμο γιὰ νὰ γροικηθεῖ τ’ ἄδικο τὸ δικό μου, νὰ κλάψουσιν οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι τὸν ἐπαρμό μου· τὸ πὼς μ’ ἐδῶκαν τῶν Τουρκῶ κ’ ἔμεινα σκλαβωμένη, ἡ Κρήτης ἡ περίφημη, ἡ παντοδοξασμένη. Τώρα γδυμένη μὲ κρατοῦ, σ’ τσὶ ροῦγες μου γυρίζω καὶ συντηρῶ νὰ δῶ Ρωμιὸ κι οὐδένα δὲ γνωρίζω, γιατὶ τὸν Τοῦρκο δὲ μπορῶ νὰ βλέπω, τὸν ἐχθρό μου, καὶ σφάζουσί μου τὴν καρδιάν, ὅντα τοὺς βλέπω ὀμπρός μου· καὶ δέρνομαι καὶ δέομαι κι ὅλη παραπονοῦμαι, καὶ κλαίω, καὶ τῶ γυναικῶ τῶν ἄξιω μου θυμοῦμαι.","Ἀντίπερα = απέναντι γὴ = ή (διαζευκτικό) καρτερῶ = περιμένω ἄτυχοι = άθλιοι πρικαμένη = πικραμένη ἀπαντοχή = ελπίδα Ἀγαρηνέ = μουσουλμάνε Ἰσμαηλίτη = μουσουλμάνε χόρεμα = χορευτική κίνηση, χορό γρὰν πασά = ανώτατε πασά μανισμένο = θυμωμένο πρίχου = πριν τσαλμάδες = σαρικοφόροι πόρτο = λιμάνι μπεηλίκια = πλοία που τα εξόπλιζαν οι μπέηδες του ναυτικού νὰ τὸ γνώσου = να το μάθουν δριμιά = έντονα, με οξύ θρήνο μαγάρισέ = με λέρωσε, μεταφ. με εξισλάμισε μαγατζάδες = καταστήματα, αποθήκες σαλαβατίζανε = προσεύχονταν χοτζάδες = μουσουλμάνοι ιερείς που έχουν αποφοιτήσει από το ιεροδιδασκαλείο δριμωθῆκα = ενισχύθηκαν νὰ πομπέψου = να ατιμάσουν δὲν τὸ θαρροῦσα = δεν το περίμεναν, δεν το ήλπιζαν πουγγὶ = σακούλι για νομίσματα θὰ μὲ καταλύσου = θα με καταστρέψουν ἀπαντέχου = προσδοκούν βολὲς = φορές σποδωμένη = εμποδισμένη να κινηθεί καλά ὁμάδι = μαζί ’κατόμπολη = με εκατό πόλεις τὸν ἐπαρμό μου = την κατάκτησή μου γδυμένη = γυμνή ροῦγες = δρόμους συντηρῶ = αναζητώ, κοιτάζω να",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε "Επίλογος (579, 7 - 581, 8)","Αφού ολοκλήρωσε την εξιστόρηση του μεγάλου Κρητικού Πολέμου, τόσο μέσα στο νησί (με κυρίαρχο γεγονός την υπερεικοσαετή πολιορκία της πρωτεύουσας Κάστρο), όσο και στο Αιγαίο πέλαγος, ο ποιητής υπογράφει το έργο του και αναφέρει τον χρόνο και τις συνθήκες υπό τις οποίες έγραψε το έργο του. Στο τέλος, ζητά από το κοινό του να πει ένα «μικρό συχωρεμό για την ψυχή» του. Ἐπίλογος Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλὴς τὰ σύνθεσεν, ἐτοῦτος ὁ Ρεθεμναῖος ὁ φτωχός, εἰσὲ μεγάλο πλοῦτος· γιατὶ τὰ πλούτη χάνουνται καὶ μὲ καιρὸ χαλοῦνται, καὶ ἄλλοι τ’ ἀποκτήζουνε κ’ ἐκεῖνοι λησμονοῦνται· μὰ τοῦτα θὲ νὰ βρίσκουνται, παντοτινὰ νὰ μένου, νὰ ἐπαινοῦνται πανταχοῦ κ’ εἰς δόξες ν’ ἀνεβαίνου. Χιλίους ἑξακόσιους τσὶ ἕξι καὶ σαράντα ἐτέλειωσε τὸ Ρέθεμνος καὶ τοῦ θυμοῦμαι πάντα, γιατ’ ἤτονε πατρίδα μου κ’ ἔβλεπα ὅ,τι γίνη, κ’ ἐτύχαινέ μου ὣς ἐδεκεῖ ὁ κόπος ν’ ἀπομείνει, καὶ νὰ μὴ γράψω πλιότερα, μὰ τότες νὰ σκολάσω, μὰ μπῆκα μέσα σὲ δεντρὰ ἀμέτρητα κ’ εἰς δάσο. Σαρανταπέντε τὰ Χανιά, τὸν Ἄγουστο, ἂ δὲ σφάνω, τὰ δώκανε, στὲς ἕνδεκα, στὸ χέρι τοῦ Ὀτομάνο. Λίγά ’γραψα γιὰ τὰ Χανιά, γιατ’ ἦτον καμωμένα ἀπό ’ναν ἄξιον ἱερὴ κ’ εἶχε τα τυπωμένα. Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα, εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξει ἑβδομήντα, εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβριοῦ τὸ Κάστρο τοῦ ’χαν δώσει, τὸν φημισμένο Χάνδακα ὅπου χαθῆκαν τόσοι, κ’ ἐφύγασ’ οἱ Χριστιανοί, τὴ χώραν ἀρνηθῆκα, κ’ οἱ Τοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα. Κι ἀπεὶς ἀποφασίσανε τὴν Κρήτη νὰ τοῦ δώσου, κ’ οἱ φόνοι κ’ οἱ ματοχυσὲς ποὺ γίνουντα νὰ σώσου, ἐγὼ ἄρχισα τσὶ παιδωμὲς νὰ γράψω καὶ ν’ ἀφήσω, καὶ τὸ Χριστὸ μὲ τὴν καρδιὰ ὅλη νὰ προσκυνήσω πὼς μ’ ἄξωσε κ’ ἐτέλειωσα μὲ παιδωμὴ καὶ κόπο, νὰ τὸν ἀφήσω πίσω μου στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπω, γιὰ νὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλοι, σὰν τονὲ δοῦνε, κ’ ἐκεῖνοι ν’ ἀγωνίζουνται καὶ πλῆσα νὰ ποθοῦνε νὰ μάθουν περισσότερα εἰς πάσαν ἀληθεία, εἰς ἐπιστῆμες θεϊκὲς κ’ εἰς τὴ φιλομαθία. Καλὰ καὶ νά ’ναι ἰδιωτικοὶ κι ὄχι σωστὰ βγαλμένοι καὶ δίχως μέτρος συλλαβῶ δασκάλω καμωμένοι, μ’ ὅλον ἐτοῦτο, ἀφέντες μου, τὴν ὄρεξη δεχτῆτε μ’ ἀγάπη θείου ἔρωτος κι ἄλλο κακὸ μὴν πῆτε· γιατ’ ἤγραψα πολλότατους, κατὰ τὴ μπόρεσή μου, κ’ ἐπῆρε κόπον ἄμετρο ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμί μου· κι ὅποιος τοὺς πιάσει νὰ τοὺς δεῖ κι ὅλους νὰ τοὺς διαβάσει, ἂν εὕρει μέσα σφάλματα, μὴ μὲ καταδικάσει· μὴν ψέξουσι τὸν ποιητή, τοὺς στίχους μὴ γελάσει, γιατὶ μιὰ γλώσσα φρόνιμη τὸ σφάλμα ἀλλοῦ φυλάσσει. Χωράφια πού ’χανε δεντρὰ κ’ ἔχουν τα κουκλωμένα, ἐκεῖνα δὲν καρποφοροῦν, μηδ’ ἔναι προκομμένα· στὸ ἴδιο βρίσκομαι κ’ ἐγὼ ὁποὺ ἡ φτωχειὰ μὲ κρίνει, κι ἂ θὲ νὰ κάμω πλιότερα, ἐκείνη δὲ μ’ ἀφήνει, γιατὶ κρατεῖ τὸ χέρι μου, τὸ νοῦ μου ταπεινώνει, ξελησμονῶ τὸ θὲ νὰ πῶ, τὸ στόμα μου στουμπώνει· καὶ περισσότερο νὰ δῶ μοῦ λέγει, νὰ ξετάσω σὲ πράμα διαφορετικό, καὶ τοῦτα νὰ σωπάσω. Μὴ μὲ καταδικάσετε, μὰ μοναχὰς τὰ δέτε κ’ ἕνα μικρὸ συχωρεμὸ γιὰ τὴν ψυχή μου πέτε, ὀγιὰ νὰ λάβω ἄφεσιν εἰς τ’ ἁμαρτήματά μου καὶ μὲ τοὺς δίκαιους κ’ ἐγὼ νά ’χω τὴν κατοικιά μου. Τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα.","ἐτύχαινέ μου = έπρεπε νὰ σκολάσω = να σταματήσω τοῦ Ὀτομάνο = του Οθωμανού ἱερὴ = ιερέα (αρσ.) ὁλόφκαιρη = τελείως άδεια νὰ σώσου = να σταματήσουν παιδωμὲς = βάσανα, ταλαιπωρίες ἄξωσε = αξίωσε ἰδιωτικοὶ = ιδιωματικοί, όχι λόγιοι κουκλωμένα = σκεπασμένα κρίνει = βασανίζει στουμπώνει = κλείνει",,Ο Κρητικός Πόλεμος,Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε Abstract,"Σύντομο πεζό κείμενο με ευτράπελο περιεχόμενο, γραμμένο γύρω στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα. Περιγράφεται μια δίκη ψαριών και παρωδείται η δικαστική διαδικασία, καθώς και η λόγια γλώσσα της βυζαντινής αυλής με τις στερεότυπες εκφράσεις της. Αν και σώθηκε σε ένα μόνο χειρόγραφο, οι μεταφράσεις του σε άλλες γλώσσες δείχνουν πως υπήρξε ένα ιδιαίτερα αγαπητό κείμενο.",,,Ο Οψαρολόγος,Ανώνυμος "Εναρξη της ""δίκης""","Μετά από καταγγελία για προδοσία, ξεκινάει μια δίκη με τον αυτοκράτορα δικαστή, στην οποία όλοι οι συμμετέχοντες είναι ψάρια. Φέρουν τίτλους και αξιώματα της βυζαντινής αυλής, ενώ παρουσιάζονται και περιγράφονται το καθένα ξεχωριστά. Ὁ Ὀψαρολόγος. Βασιλεύοντος τοῦ πανενδοξοτάτου Κήτου καὶ ἀνθυπατεύοντος τοῦ περιβλέπτου Δελφίνου, συνεδριάζοντος δὲ Ὀρκύνου τοῦ μεγάλου δομεστίκου, Ξιφίου τοῦ πρωτοστάτορος, Κεφάλου τοῦ ἐπικέρνη, Ψησσίου τοῦ λογαρᾶ, Λαβρακίου τοῦ καίσαρος, Γλανέου τοῦ λογοθέτου, Συακίου τοῦ παρακοιμωμένου καὶ Ὀστρειδίου τοῦ καστροφύλακος καὶ ἦλθεν ἡ Συναγρίδα καὶ ἡ Λαβρακότουρνα καὶ ἀνήγγειλαν πρὸς τὸν βασιλέαν, ὅτι ὁ Τζῆρος ὁ λειψαξούγγιος μετὰ Τριχέου τοῦ κόμητος ἐβουλεύσαντο κατὰ τῆς βασιλείας σου. ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς Κῆτος εἶπε πρὸς τὴν Συναγρίδα· Ψευδῶς ἀνήγγειλες, Συναγρίδα, πρὸς τὴν βασιλείαν μου. εὐθὺς γοῦν ἐξεπήδησεν καὶ ὁ κύρις Ὀμύδιος μετὰ μαύρης στολῆς τοὺς λόγους ἀποκρινόμενος· Μὰ τὸν ἀδελφόν μου τὸν Καλαμάριον καὶ τὸν ἀνεψιόν μου τὸν Κτένιον καὶ τὸν συμπέθερόν μου τὸν Πάγγουρον, ἀληθῶς ἔφη ἡ Συναγρίδα καὶ ἡ Λαβρακότουρνα πρὸς τὴν βασιλείαν σου.","Κήτου = προσωποπ. του ουσ. το κήτος: μεγάλο ψάρι, ιδίως υδρόβιο θηλαστικό Ὀρκύνου = το ψάρι όρκυς, είδος μεγάλου τόνου [ο Όρκυνος, προσωποπ. του ουσ. όρκυνος] μεγάλου = του αρχιστράτηγου, του αρχηγού δυνάμεων ξηράς και θάλασσας [ο μέγας δομέστικος] πρωτοστάτορος = αυλικό και στρατιωτικό αξίωμα [ο πρωτοστάτωρ] ἐπικέρνη = οινοχόου [ο επικέρνης] Ψησσίου = το ψάρι γλώσσα [ο Ψήσσιος, προσωποπ. του ουσ. το ψήσσιον] λογαρᾶ = λογιστή (ως αυλικός τίτλος) καίσαρος = τίτλος αξιώματος στο βυζάντιο (εδώ) Γλανέου = το ψάρι γουλιανός του γλυκού νερού [ο Γλάνεος, προσωποπ. του ουσ. γλάνεος] λογοθέτου = τίτλος ανώτατου αυλικού [ο λογοθέτης] Συακίου = το σαλάχι παρακοιμωμένου = θαλαμηπόλου, αξίωμα της βυζαντινής αυλής Λαβρακότουρνα = το λαυράκι [η Λαβρακότουρνα, προσωποπ. του ουσ. λαβρακότουρνα] λειψαξούγγιος = πολύ αδύνατος, που δεν έχει ίχνος λίπους (επίθ.) Τριχέου = κέφαλος, ψάρι του γλυκού νερού [ο Τριχέος, προσωποπ. του ουσ. τριχέος] Ὀμύδιος = μύδι [ο Ομύδιος, προσωποπ. του ουσ. το ομύδιον] τὸν Πάγγουρον = τον κάβουρα [ο Πάγγουρος ως προσωποπ.]",,Ο Οψαρολόγος,Ανώνυμος Περισσότερα ψάρια και ο προδότης,"Η δίκη των ψαριών έχει αρχίσει και παρακολουθούμε την εξέλιξή της στο παρακάτω απόσπασμα. ὁ δὲ βασιλεὺς Κῆτος πρὸς τοὺς παρεστῶτας ἔφη· Σεβαστὲ Στάκε καὶ Θύννα καὶ † Βόσκανε, προκαθήμενε τοῦ βεστιαρίου, † Βαρσαμέχουμνε καὶ ἔπαρχε Τοῦρνα, Ὕσκα καὶ Φιλόμηλα, Ἀθερῖνα καὶ Τρυγόνα, Ῥῖνα καὶ Βάτε, οἳ καὶ τὰς βίβλους κρατεῖτε, κρίνατε πρὸς αὐτοὺς, καθὼς ὁ κύρις Ὀμύδιος ἐφθέγξατο, καὶ ἐξετάσετε τὸ ἀληθές. οἱ δὲ εἶπον· Ἡμεῖς, ὦ δέσποτα, ἀεὶ τὴν δικαίαν κρίσιν θέλοντες λοιπὸν ἱκετεύομέν σοι τοῦ προστάξαι καὶ ἐλθεῖν τοὺς ἄρχοντας καὶ ἡγεμόνας. προστάξαντος οὖν τοῦ βασιλέως καὶ εἰσελθόντων τῶν ἀρχόντων παρίσταντο γοῦν οἱ νοτάριοι καὶ οἱ παράμοναι, ὁ Κουβίδις τε καὶ Γαλέα, ἡ Ζαργάνα καὶ ἡ Ἔκγαρις, ἡ Ἔγραυλη καὶ ἡ Κουτζουρῖνα, ἡ Λακέρτα καὶ ὁ Λύχνος ‖ τὸ Σκορπίδιν, ὁ Ἀντακόσκυλος, τὸ Σαυρίδιν, τὸ Ἀχέλι καὶ ἡ Ὀσμαρίδα. καὶ προστάξας ὁ βασιλεὺς Κῆτος ἔφεραν τὸν Τζῆρον μετὰ κλοτζάτων καὶ † τυμπανιστριῶν, ἀλλὰ δὴ καὶ τὸν πραίτορα Μαζὸν καὶ Τριχέον τὸν κόμητα καὶ σταθέντες εἰς τὸ μέσον ὅ τε Τριχέος καὶ ὁ Μαζὸς εἶπαν τὸ ἀληθὲς, ὅτι ὁ Τζῆρος παρώξυνεν ἡμᾶς. εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Κῆτος· Ἀληθῶς εἶπεν ὁ Τζῆρος ὁ λειψαξούγγιος, ὅτι ἡ Συναγρίδα <καὶ> ἡ Λαβρακότουρνα, ψευδῶς ἀνήγγειλαν τὴν βασιλείαν σου; ἔκραξαν καὶ εἶπαν οἱ μάρτυρες, ὅτι μᾶλλον ψευδῶς ἀνήγγειλεν ὁ Τζῆρος τῇ βασιλείᾳ σου.","τοὺς παρεστῶτας = τους παριστάμενους, τους παρευρισκόμενους Στάκε = αστακέ [ο Στάκος, ως προσωποπ.] Θύννα = είδος τόνου που ζει στη Μεσόγειο [η Θύννα, ως προσωποπ.] Βόσκανε = είδος θαλάσσιου θηλαστικού [ο Βόσκανος, ως προσωποπ.] προκαθήμενε τοῦ βεστιαρίου = αξίωμα στον οικονομικό τομέα, σχετικό με τη φορολογία Βαρσαμέχουμνε = η δράκαινα (το ψάρι) Τοῦρνα = αρπακτικό ψάρι του γλυκού νερού [η Τούρνα ως προσωποπ.] Ὕσκα = χέλι Φιλόμηλα = μπαρμπούνι Τρυγόνα = είδος σαλαχιού Ῥῖνα = είδος σαλαχιού Βάτε = το ψάρι ράγια η ηλωτή, ένα είδος σαλαχιού [ο Βάτος, ως προσωποπ.] ἐφθέγξατο = μίλησε [φθέγγομαι] ἀεὶ = πάντα (επίρρ.) οἱ νοτάριοι = οι γραμματικοί, οι γραμματείς δικαστηρίου [ο νοτάριος] οἱ παράμοναι = σωματοφύλακες ὁ Κουβίδις = ο γωβιός, είδος μικρού ψαριού (ως προσωποπ. του ουσ. το κουβίδιν) Γαλέα = είδος μικρού ψαριού (ως προσωποπ.) Ζαργάνα = το ψάρι ζαργάνα (προσωποπ.) Ἔκγαρις = γαρίδα [η Έκγαρις, προσωποπ. του έκγαρις] Ἔγραυλη = ο γαύρος (ως προσωποπ.) Κουτζουρῖνα = κυπρίνος (ως προσωποπ.) Λακέρτα = παλαμίδα (ως προσωποπ.) ὁ Λύχνος = είδος ψαριού (ως προσωποπ.) Ἀντακόσκυλος = είδος ψαριού της οικογένειας των οξυρρυγχιδών (ως προσωποπ.) Ὀσμαρίδα = μαρίδα (ως προσωποπ.) μετὰ = με (πρόθ. μετά + γενική) κλοτζάτων = κλοτσιές [το κλοτσάτον] Μαζὸν = είδος μπακαλιάρου [ο Μαζός, ως προσωποπ.] Τριχέον = τον κέφαλο [ο Τριχέος, ως προσωποπ.] λειψαξούγγιος = ο πολύ αδύνατος (επίθ.) ἔκραξαν = φώναξαν [κράζω]",,Ο Οψαρολόγος,Ανώνυμος "Τελική έκβαση της ""δίκης""","Αφού παρουσιάστηκαν και κατέθεσαν οι αξιωματούχοι-ψάρια, ο αυτοκράτορας λαμβάνει την τελική απόφαση. ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς Κῆτος καὶ ὁρίσας μετὰ θυμοῦ μεγάλου ἤφεραν ψαλίδιον καὶ ἔκοψε τὸ γένειον τοῦ Τζήρου καὶ ἔβαλε φωνὴν μεγάλην μετὰ κλαυθμοῦ ὁ Τζῆρος καὶ εἶπεν· Ἀνάθεμά σε, Συναγρίδα, καὶ ἀνάθεμαν τὸ γένος σου. καὶ ἐπάρας τὸ γένειον αὐτοῦ ἐπῆγεν καὶ ἔδειξέν το τὸν ἀδελφόν του τὸν Τριχέον. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἔκλαυσεν πικρῶς καὶ ὀδυνηρῶς καὶ εἶπε· Φεῦ τὸ τί ἔπαθεν ὁ ἀδελφός μου ὁ Τζῆρος. τότε ἐκατηράσατο τὸν Τζῆρον ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπεν· Ἀπὸ τοῦ πτωχοῦ τὸ στόμα μὴ ἐγλύσῃς, Τζῆρε, καὶ ἡ τιμή σου νὰ ἔναι αὐτὸ, τὸ λέγουν φόλιν, καὶ ἀπὸ κλοτζάτων καὶ ὡς κλοτζάτο καὶ ἀπὸ βρωμιαρέας μὴ ἐγλύσῃς, Τζῆρε, Τζῆρε! καὶ εὐθὺς κράξαντες οἱ ἰχθύες ἅπαξ ἅπαντες εἶπαν· Εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα!","ὁρίσας = αφού διέταξε, αφού παρήγγειλε [μτχ. αορ. του ορίζω] μετὰ κλαυθμοῦ = με κλάμα, με θρήνο [ο κλαυθμός] Φεῦ = αλίμονο (επιφ. που δηλώνει θλίψη, οδύνη κλπ.) ἐκατηράσατο = καταράστηκε [καταρώμαι] μὴ ἐγλύσῃς = μη γλιτώσεις, μην ξεφύγεις [εγλύω (αμτβ.)] φόλιν = νόμισμα κλοτζάτων = κλοτσιές [το κλοτσάτον]",,Ο Οψαρολόγος,Ανώνυμος Abstract,"Χρονογραφία που περιγράφει γεγονότα από κτίσεως κόσμου έως και το 1589. Η επιλογή των αποσπασμάτων δεν φαίνεται να έχει γίνει με κριτήριο τη σπουδαιότητα των περιγραφόμενων γεγονότων, αλλά με βάση προσωπικά κριτήρια του συγγραφέα. Παρατίθενται συμβάντα και πληροφορίες που, εκτός από τη βυζαντινή, σχετίζονται και με τη ρωμαϊκή, οθωμανική και βενετική ιστορία. Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1631 και σώζεται σε περισσότερα από 40 χειρόγραφα τα οποία παραδίδουν διαφορετικές παραλλαγές.",,,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Μωυσής,"Η Σύνοψις Ιστοριών αποτελεί ένα συμπίλημα από πολλά βιβλία, τα οποία ήταν γραμμένα σε διάφορες εποχές και σε πεζό λόγο, όπως μας ενημερώνει ήδη από την αρχή του έργου ο συγγραφέας. Η διήγηση ξεκινά με τη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και ακολουθεί η ιστορία των πρωτόπλαστων, του Αδάμ και της Εύας, και η πτώση τους από τον Παράδεισο. Έπεται η ιστορία του Κάιν και του Άβελ αλλά και του Νώε. Στη συνέχεια, παρατίθεται η ιστορία της δημιουργίας του πύργου της Βαβέλ, σύμφωνα με την οποία ο Θεός οργίστηκε με τους απογόνους του Νώε, οι οποίοι προέβησαν σε ύβρη εναντίον του, και αποφάσισε να προκαλέσει σύγχυση στη γλώσσα τους ώστε να μην καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των ανθρώπων και τη δημιουργία διάφορων εθνών. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην ιστορία των Εβραίων, ξεκινώντας από τον Αβραάμ, ενώ ακολουθούν ο Ιωσήφ και ο Μωυσής, του οποίου την ιστορία παρακολουθούμε τμηματικά στα επόμενα τρία αποσπάσματα. Τώρα ἀρχίζομεν νὰ εἰποῦμεν περὶ τοῦ Μωϋσέως, πόθεν κατάγεται, καὶ πῶς ἐλύτρωσε τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὸν Φαραώ. ὁ Μωϋσῆς ἦτον υἱὸς Ἄβραμ, ἔγγονος Καγὰθ υἱοῦ Λευΐ. ὁ γὰρ Λευῒ ἐγέννησε τὸν Καγὰθ, ὁ δὲ τὸν Ἄβραμ. ὁ δὲ τὸν Ἀαρών. εἶτα τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Μωϋσῆν, καὶ ἦτον ὁ Ἀαρὼν καὶ ὁ Μωϋσῆς ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Λευῒ, ἤγουν τὴν Ἱερατικήν. ὅμως ὡσὰν ἐγεννήθη ὁ Μωϋσῆς, ἦτον θεωρητικὸς καὶ χαριτωμένος πολλὰ, καὶ ἐφύλαξέ τον τρεῖς μῆνες ὁ Πατήρ του. καὶ ἐπειδὴ ἦτον ἀδύνατον νὰ τὸν κρύψουν, ἐπῆγεν ἡ Μητέρα του, καὶ ἔκαμεν ἕνα σεντουκόπουλον, καὶ ἔβαλε τὸν Μωϋσῆν μέσα, καὶ ἐσφάλι- σέν τον, καὶ ἔχρισε τὸ σεντοῦκι τὸ γύρον μὲ πίσσαν, καὶ ἔῤῥηξέ το εἰς τὸν ποτα- μὸν, καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Μωϋσέως ἤρχετο μακρὰ περιπατοῦσα, καὶ βλέπουσα, ποῦ θέλει ὑπάγει τὸ σεντοῦκι. καὶ Θεοῦ ὁδηγίᾳ ἐκατέβηκεν ἡ θυγάτηρ Φαραὼ μὲ ταῖς δούλαις της εἰς τὸν ποταμὸν διὰ νὰ λουσθῇ. καὶ αἱ δοῦλαι αὐτῆς ἦσαν ὀμ- μπρὸς πρὸς τὸν ποταμὸν, καὶ εἶδαν τὸ σεντουκόπουλον. καὶ θαῤῥοῦσαι, ὅτι εἶναι τί- ποτε βίος, ἔδραμαν εἰς τὴν κυρίαν αὐτῶν τὴν θυγατέρα Φαραὼ, καὶ τῆς εἶπαν διὰ τὸ σεντουκόπουλον ὁποῦ ηὗραν. καὶ ὡσὰν ἦλθεν εἰς τὸν ποταμὸν αὐτὴ, ἔστειλε καὶ ἤφεραν τὸ σεντουκόπουλον, καὶ ἄνοιξε καὶ ηὗρε μέσα τὸ παιδίον καὶ ἔκλαιεν. ὡσὰν τὸ εἶδεν αὐτὸ ἡ θυγατέρα Φαραὼ, εἶπε. τοῦτο τὸ παιδὶ εἶναι ἀπὸ τὰ παιδία τῶν Ἑβραίων. καὶ ἐχάρη ὅταν τὸ εἶδε, διὰ νὰ τὸ κάμῃ παιδί της. καὶ ἐκεῖ ὡσὰν τὸ ἐπῆρε τὸ παιδὶ, ἔφθασε καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Μωϋσέως, ὁποῦ ἐπερπάτειε κατό- πι, διὰ νὰ ἰδῇ ποῦ θέλει καταντήσει. καὶ ὡς εἶδε τὴν θυγατέρα Φαραὼ καὶ ἐκρά- τειε τὸ παιδὶ, καὶ ἐχαίρετο πῶς τὸ ηὗρε, τῆς εἶπε. θέλεις νὰ φέρω μίαν γυναῖ- κα νὰ τὸ βυζάνῃ; ἡ δὲ θυγάτηρ τοῦ βασιλέως ἀπέστειλέ την, νὰ φέρῃ τὴν βυζά- στριαν, καὶ οὕτως ἔδραμεν ἡ Ἀδελφὴ τοῦ Μωϋσέως, καὶ ἔκραξε τὴν μητέρα τοῦ παιδίου καὶ τὸ ἐπαρέδωκε. καὶ ἐπαρήγγειλέ την, ὅτι νὰ φυλάγῃς καλὰ τὸ παιδὶ τοῦτο, καὶ νὰ τὸ τρέφῃς μὲ πᾶσαν ἐπιμέλειαν, καὶ ἐγὼ θέλω δώσει τὸν κόπον σου. καὶ ἐπῆρεν ἡ γυναῖκα τὸ παιδὶ, καὶ ἔθρεψέ το, καὶ ἐκολάκευέ το, καθὼς ποιοῦσιν αἷ Μητέρες τὰ περιπόθητα παιδία αὑτῶν. ὡς δὲ ηὐξήνθη ὁ Μωϋσῆς, ἐπῆρεν ἡ Μητέρα του καὶ ἐπῆγε τὸ παιδὶ εἰς τὴν θυγατέρα Φαραὼ, καὶ ἐπαρέδωκε τὸ παιδὶ εἰς τὰς χεῖρας της, καὶ ἔκαμέν το υἱὸν αὐτῆς. καὶ ὠνόμασε τὸ ὄνομά του Μωϋσῆς, τὸ ὁποῖον ἑρμηνεύεται τῇ γλώττῃ τῶν Αἰγυπτίων, ὁ σωθεὶς ἀπὸ τὸ νερόν. καὶ ἐπῆρε τὸ παιδὶ ἡ θυγατέρα τοῦ Φαραὼ, καὶ τὸ ἐπῆγεν εἰς τὸν πατέρα της. καὶ ὡς ἔπιασε τὸ παιδὶ εἰς τὰ χέριά του ἔπαιζεν αὐτὸ, καὶ ἐκολάκευσε. τὸ δὲ παιδίον ὁ Μωϋ- σῆς ἔπιασε τὴν κορώνα τοῦ Φαραὼ, ὁποῦ τὴν ἐφόρειεν εἰς τὸ κεφάλι, καὶ τὴν ἔῤ- ῥηξε κάτω. ὡς δὲ εἶδε τοῦτο ὁ βασιλεὺς, ἐθυμώθη πολλὰ, καὶ ἤθελε νὰ θανα- τώσῃ τὸν Μωϋσῆν. ὡς δὲ ἤκουσεν ἡ θυγάτηρ Φαραὼ, ὅτι νὰ σκοτώσῃ τὸ παι- δὶ αὐτῆς, ἐλυπήθη πολλὰ, καὶ ἔδραμεν εἰς τὸν πατέρα της, λέγουσα ὅτι τοῦτο ὁποῦ ἔκαμε τὸ παιδὶ, τὸ ἔκαμεν ὡς ἄγνωστον καὶ μωρὸν ὁποῦ εἶναι. ἀμὴ ἂν θέ- λῃς νὰ καταλάβῃς τὴν ἀλήθειαν, ἢ ἐν γνώσει τὸ ἔκαμεν, ἢ ἄγνωστα ὡς παι- δὶ, βάλε εἰς ἕνα μέρος χρυσάφι, καὶ εἰς ἄλλο ἄναψε κερὶ, ἄλλοι λέγουν κάρβου- να, καὶ βάλετα ὀμπρός του. καὶ εἰ μὲν πάρῃ τὸ χρυσάφι, τὸ ἔκαμε μὲ γνῶσιν. εἰδὲ καὶ πάρῃ τὰ κάρβουνα, ἰδὲ ὁποῦ κάμνει ὡς ἄγνωστον, καὶ ἄφηκε τὸ χρυ- σάφι καὶ ἐπῆρε τὴν φωτίαν. καὶ ταῦτα εἶπεν ἡ θυγάτηρ Φαραὼ, Θεοῦ σοφίᾳ. ὡς δὲ ἤκουσεν ὁ Βασιλεὺς τοὺς λόγους, ἐκαταπράϋνεν ὁ θυμὸς αὐτοῦ, καὶ ἠγαλ- λιάσθη ἡ ψυχή του· καὶ ἐν τῷ ἅμα ὥρισε, καὶ ἤφεραν τὸ χρυσάφι λελαμπρϋσμένον εὔμορφον, καὶ ἤφεραν καὶ φωτίαν ἀνὰ μέρος, καὶ τὰ ἔβαλαν ὀμπρὸς του παιδίου, καὶ ἐν τῷ ἅμα ἔδραμε καὶ ἔπιασε τὴν φωτίαν. καὶ καθὼς ἦτον τὴν ἔβαλεν εἰς τὸ στόμα του, καὶ ἐκάη ἡ γλῶσσά του. καὶ ἀπ’ ἐκεῖνο ἔμεινε βραδύγλωσσος, καὶ δὲν ὡ- μίλειε καθαρά. καθὼς τὸ μαρτυρεῖ ὁ Θεῖος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἰς τὸν Βαρὺν ἦχον, εἰς τὴν ὀγδόην Ὠδὴν, ὁποῦ λέγει. Τῷ βραδυγλώσσῳ καὶ δυσήχῳ Μωσεῖ, ἤγουν κακοφώνῳ. ὡς δὲ εἶδεν ὁ Βασιλεὺς ὅτι ἐπῆρε τὴν φωτίαν, καὶ ἔβαλέ την εἰς τὸ στόμα του, καὶ ἔκαψε τὴν γλῶσσάν του, ἐχάρηκε πολλὰ, καὶ εὔγαλε πᾶσαν ὑποψίαν κακὴν ὁποῦ εἶχε, διατί τοῦ ἔῤῥηξε τὴν κορώναν. ὅμως ηὐξήνθη ὁ Μωϋσῆς, καὶ ἦλθεν εἰς ἡλικίαν νέου, καὶ ὑπῆγεν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς αὐ- τοῦ, ἤγουν εἰς τοὺς Ἑβραίους. καὶ μιᾷ ἡμέρᾳ βλέπει καὶ δέρνει ἕνας Αἰγύπτιος ἕναν Ἑβραῖον, καὶ ἐλυπήθη πολλά. καὶ ἐθυμώθη, καὶ σκοτώνει τὸν Αἰ- γύπτιον, καὶ τὸν χώνει εἰς τὴν ἄμμον. καὶ πάλιν ἐπὶ τὴν αὔριον βλέπει δύω Ἑβραίους καὶ ἐδικάζοντο, καὶ ἔδερνεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· καὶ λέγει τοῦ ἑνὸς, δια- τί δέρνεις τὸν ἀδελφόν σου, ὁποῦ εἶναι Ἑβραῖος; ὁ δὲ τοῦ ἀπεκρίθη· ποῖος σὲ ἔκαμεν Ἀφέντην εἰς ἡμᾶς; μήπως θέλεις νὰ μὲ σκοτώσῃς καὶ ἐμὲ, καθὼς ἐσκότωσες ἐχθὲς τὸν Αἰγύπτιον; ἀκούσας δὲ ὁ Μωϋσῆς, ἐφοβήθη καὶ ἔφυγε, διὰ νὰ μὴν τὸ μάθῃ ὁ Βασιλεὺς, καὶ θανατώσῃ αὐτόν. καλὰ καὶ ἐν ὑστέροις τὸ ἔμα- θε, καὶ ἐγύρευέ τον διὰ νὰ τὸν φονεύσῃ. καὶ ἐκατοίκησεν ὁ Μωϋσῆς ἐν γῇ Μαδιὰμ, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ πηγάδι καὶ ἐκάθισε. καὶ ἐκεῖ ἦλθαν αἱ ἑπτὰ θυγατέρες τοῦ Ἱερέως Μαδιάμ, ὁποῦ ἔβοσκαν τὰ πρόβατα τοῦ Πατρὸς αὑτῶν, διὰ νὰ τὰ ποτίσουν, καὶ ἐβοήθησέ ταις καὶ ἐπότισαν αὐτά. καὶ ὡσὰν ἐποτίσθησαν τὰ πρόβατα, ἐπῆγαν εἰς τὸν Πατέρα αὐτῶν τὸν Ἰωθὼρ τὸν Ραγουήλ. καὶ ὡς ταῖς εἶδεν, εἶπε. τί εἶναι τοῦτο ὁποῦ ἐποτίσατε τόσον γλήγορα καὶ ἤλθετε; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον. ἕνας ἄνθρωπος Αἰγύπτιος ἔπιασε, καὶ ἐν τῷ ἅμα εὔγαλε νερὸν, καὶ ἐδίωξε τοὺς βοσ- κοὺς, καὶ ἐβοήθησέ μας καὶ ἐποτίσαμεν. τότε λέγει πρὸς αὐτάς. καὶ ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος; καὶ ποῦ τὸν ἀφήσετε, καὶ δὲν τὸν ἠφέρετε νὰ φάγῃ ψωμί; καὶ ὅπως ἔκραξαν τὸν Μωϋσῆν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ σπῆτι τοῦ Ραγουὴλ, καὶ ἔδω- κέν του τὴν θυγατέρα του τὴν Σεπφώραν εἰς γυναῖκα. μετὰ δὲ τὰς πολλὰς ἡμέρας ἐκείνας ἀπέθανεν ὁ Βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἐβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, ἤγουν οἱ Ἑβραῖοι, ὅτι δὲν ἐδύνοντο πλέον εἰς τὰ κακὰ τῶν Αἰ- γυπτίων. καὶ εἰσήκουσεν ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς καὶ τὸν στεναγμὸν αὐτῶν. καὶ ὁ Μωϋσῆς ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πενθεροῦ του, καὶ ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ Χωρήβ. Ὥφθη δὲ Ἄγγελος Κυρίου ἐν φλογὶ πυρὸς ἐκ τῆς βάτου, καὶ ὁρᾷ, ὅτι ἡ βάτος καίεται πυρὶ, ἡ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο. εἶπε δὲ Μωσῆς. Παρελθὼν ὄψομαι τὸ ὅρα- μα τοῦτο τὸ μέγα, τί ὅτι οὐ κατακαίεται ἡ βάτος. ὡς δὲ εἶδε Κύριος, ὅτι προ- σάγει ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτὸν ἐκ τῆς βάτου λέγων· Μωσῆ; ὁ δὲ εἶπε· τί ἐστί Κύριε; καὶ εἶπε· μὴ ἐγγίσῃς ὧδε, λῦσον τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου. ὁ γὲ τόπος ἐν ᾦ σὺ ἔστησας, γῆ ἁγία ἐστί. καὶ εἶπεν αὐτῷ. ἐγὼ εἰμὶ ὁ Θεὸς τοῦ Πατρός σου Ἁβραὰμ, καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ, καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ. ἤγουν ἐφανερώθη αὐτῷ τῷ Μωϋσεῖ Ἄγγελος Κυρίου ἐκ τῆς βάτου, καὶ βλέπει, ὅτι ἡ βάτος καίε- ται μὲ τὴν φωτίαν, καὶ δὲν κατακαίεται. καὶ εἶπεν ὁ Μωϋσῆς. ἂς ὑπάγω νὰ ἰδῶ τοῦτο τὸ θέαμα τὸ μέγα, διατί δὲν κατακαίεται ἡ βάτος; καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Κύριος, ὅτι σιμώνει νὰ ἰδῇ, τὸν ἔκραξεν ἀπὸ τὴν βάτον καὶ λέγει του. Μωϋσῆ, Μωϋσῆ· καὶ ἐκεῖνος εἶπε. τί εἶναι Κύριε; καὶ λέγει του. μὴ σιμώσῃς ἐδώ. λῦσαι τὰ ὑποδήματά σου ἀπὸ τὰ ποδάριά σου, διότι ὁ τόπος ὅπου στέκεις. εἶναι γῆ ἁγία. καὶ τότε τοῦ λέγει. Ἐγὼ εἰμί ὁ Θεὸς τοῦ Πατρός σου τοῦ Ἁβραὰμ, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ. αὕτη ἡ βάτος ὁποῦ εἶδεν ὁ Μωϋσῆς ἐπροεσήμαινε τὴν Παναγίαν Παρθένον, ὁποῦ ἐδέχθη τὸ πῦρ ὅλον τῆς Θεότητος, καὶ ἔμεινεν ἀκατάφλεκτος, ἤγουν ὁποῦ δὲν ἐκάη. [...]","θεωρητικὸς = αυτός που έχει ωραία εμφάνιση βίος = περιουσία, πλούτος ἔδραμαν = έτρεξαν θέλει καταντήσει = θα φτάσει, θα οδηγηθεί περιπόθητα = πολύ ποθητά, αγαπημένα βραδύγλωσσος = αυτός που μιλάει αργά και δυσκολεύεται στην άρθρωση των λέξεων δυσήχῳ = που ακούγεται άσχημα ἐδικάζοντο = λογομαχούσαν ἡ βάτος = αγκαθωτός θάμνος, με οδοντωτά φύλλα και μικρά άνθη ἀκατάφλεκτος = που δεν καίγεται",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Ο Μωυσής και η πληγή της μετατροπής του νερού σε αίμα,"Περιγράφονται οι δέκα πληγές που έπληξαν τον λαό των Αιγυπτίων και η έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο υπό την καθοδήγηση του Μωυσή. [...] τότε λέγει ὁ Θεὸς τῷ Μωϋσῇ. ἐὰν μὴ σὲ πιστεύσουν, οὐδὲ θελήσουν νὰ ἀκούσουν τῆς φωνῆς σου, κάμε τὸ σημεῖον πρῶτον τοῦ ὀφιδίου. καὶ ἐὰν δὲν σοῦ ἀκούσουν, κάμε καὶ τὸ δεύτερον τῆς χειρός σου· καὶ ἐὰν δὲν σοῦ πιστεύσουν, ἔπαρε ἰερὸν ἀπὸ τὸν ποταμὸν, καὶ ῥῆξέ το εἰς τὴν γῆν, καὶ θέλει γένῃ αἷμα. καὶ λέγει ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Θεόν. δέομαί σου Κύριε, ἐγὼ δὲν εἶμαι διὰ τὴν τοιαύ- την ὑπηρεσίαν, ὅτι εἶμαι βραδύγλωσσος. καὶ εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Μωϋσῇ. δὲν εἶμαι ἐγὼ, ὁποῦ ἔδωκα στόμα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸν τυφλὸν ἰάτρευσα καὶ εἶδε, καὶ τὸν κωφὸν καὶ ἤκουσε; λοιπὸν πήγενε ἐκεῖ ὁποῦ σὲ στέλλω, καὶ ἐγὼ θέλω ἀνοίξει τὸ στό- μα σου, νὰ σοῦ δώσω σοφίαν εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ μέλλει νὰ λαλήσῃς. ἦλθε δὲ ὁ Μωϋ- σῆς εἰς τὸν πενθερὸν αὑτοῦ, καὶ λέγει. ὑπαγένω εἰς τὴν Αἴγυπτον πρὸς τοὺς ἀδελ- φούς μου τοὺς Ἑβραίους, νὰ ἰδῶ ἐὰν ζοῦν. καὶ εἶπεν ὁ πενθερός του. ὕπαγε μὲ ὑγείαν καὶ κατευόδιον ἀγαθόν. μετὰ δὲ καιρὸν πολύν ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου, καὶ εἶπε Κύριος τῷ Μωϋσῇ ἐν γῇ Μαδιάμ. ὕπαγε εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ μὴν στέ- κῃς, ὅτι ἀπόθαναν ἐκεῖνοι ὁποῦ ἤθελαν νὰ σὲ θανατώσουν, τουτέστιν ὁ βασιλεύς. καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Μωϋσῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ οὕτως, ἐκαβαλίκευσε μὲ τὴν γυναῖκά του καὶ μὲ τὰ παιδία του, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Αἴγυπτον μὲ τὸν ἀδελφόν του τὸν Ἀαρών. ἦλθεν εἰς τοὺς Ἑβραίους, καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς λόγια ἀγαθὰ, καὶ εὐηγγελίσατο αὐτοῖς τὴν ἐλευθερίαν καὶ λύτρωσιν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους. καὶ οὕτως ἐπῆγε μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τῶν Ἑβραίων εἰς τὸν Φαραώ. καὶ ἔλαβεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸ χέρι του τὴν ῥάβδον τὴν παρὰ Θεοῦ εὐλογηθεῖσαν. καὶ ὡσὰν ἐπῆγεν, ἔκαμεν ὅλα τὰ θαύματα ἐκεῖνα ὀμ- πρὸς εἰς τὸν Φαραὼ καὶ εἰς τοὺς Αἰγυπτίους, λέγων πρὸς αὐτούς. ὅτι ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων θέλει, ὅτι νὰ ἀποστείλῃς τὸν Λαόν του, νὰ προσκυνήσουν εἰς τὴν ἔρημον, ὥστε νὰ τὸν ἑορτάσουν. ὁ δὲ Φαραὼ ἀπεκρίθη. καὶ τίς εἶναι ἐκεῖνος ὁ Θεὸς νὰ τοῦ ἀκούσω, καὶ νὰ ἀποστείλω τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ; δὲν τὸν ἐξεύρω ἐγὼ τὸν Κύριον ἐκεῖνον, καὶ τοὺς Ἑβραίους δὲν ἀποστέλλω. ἀμὴ ἐσεῖς ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν, διατὶ σκανδαλίζετε καὶ διαστρέφετε τὸν Λαὸν ἀπὸ τὴν δούλευσίν τους, καὶ δὲν ὑπᾶτε ἐκεῖθεν ὁποῦ ἤλθετε, νὰ μὴ κάμω μεγάλην παίδευσιν εἰς ἐ- σᾶς; καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Μωϋσῆς οὕτως, εἶπε πρὸς Κύριον. Κύριε διατί μὲ ἔστειλες εἰς τὸν Φαραὼ, νὰ τὸν λαλήσω διὰ τὸ ὄνομά σου, καὶ αὐτὸς δὲν μοῦ ἤκουσε, οὐδὲ ἀφήνει τὸν Λαόν σου, καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωϋσήν. θέλεις ἰδεῖ τί θέλω κάμει τοῦ Φα- ραώ. μόνον ὕπαγε καὶ εἰπὲ τῶν Ἑβραίων, ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς μὲ τὴν κραταιάν μου χεῖρα θέλω τοὺς εὐγάλει ἀπὸ τὴν δυναστείαν τῶν Αἰγυπτίων, καὶ ἀπὸ τὴν σκλα- βίαν θέλω τοὺς ἐλευθερώσει. καὶ ὁ Μωϋσῆς εἶπε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς Ἑ- βραίους, καὶ δὲν ἐπιστεύσαν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀλιγοψυχίας καὶ τοῦ φόβου. καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πάλιν πρὸς Μωϋσὴν, καὶ Ἀαρὼν τὸν ἀδελφόν του. ἐπειδὴ ὁ Φαραὼ δὲν ἀκούει τοῦ λόγου σας νὰ ἐλευθερώσῃ τοὺς Ἑβραίους, ἐπάρετε τὴν ῥάβδον καὶ ῥή- ξετέ την εἰς τὴν γῆν, ὀμπρὸς εἰς τὸν Φαραὼ καὶ εἰς τοὺς Ἄρχοντας αὐτοῦ, καὶ θέ- λει γένῃ Δράκων. καὶ οὕτως ἐπῆγαν καὶ ἔῤῥηξάν την, καὶ ἔγινε Δράκων κατὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. ὡς δὲ εἶδε τοῦτο ὁ Φαραὼ, ἐφοβήθη, καὶ ἔκραξε τοὺς σοφοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς μάντεις, καὶ ἔκαμαν τὰς μαγείας των· καὶ ἔῤῥηξαν τὰ ῥαβδιὰ τους. καὶ ἔγι- ναν καὶ αὐτὰ Δράκοντες. ἡ δὲ ῥάβδος τοῦ Μωϋσέως, ὁποῦ ἔγινε Δράκων, ἐκα- τάπιε τὰ ῥαβδία ἐκεῖνα τῶν σοφῶν καὶ μάγων, ὁποῦ ἔγιναν Δράκοντες· ἡ δὲ καρ- δία τοῦ Φαραὼ ἐβαρύνθη, καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀποστείλῃ τὸν Λαὸν, καθὼς ὤρι- σεν ὁ Κύριος. εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσὴν. ὅτι ἐβαρύνθη ἡ καρδία Φα- ραὼ, καὶ δὲν θέλει νὰ στείλῃ τὸν Λαὸν, ἀμὴ ὕπαγε τὸ ταχὺ πρὸς αὐτὸν, καὶ αὐτὸς θέλει εὔγει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν ποταμὸν, καὶ σὺ νὰ τὸν ἀπαντήσῃς εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ. καὶ τὴν ῥάβδον σου νὰ τὴν βαστᾷς, καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς, ὅτι Κύ- ριος ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων μὲ ἔστειλεν εἰς ἐσένα, διὰ νὰ ἀποστείλῃς τὸν Λαόν του, καὶ δὲν μὲ ἤκουσες· καὶ πάλιν τώρα σοῦ τὸ λέγω, καὶ δὲν μοῦ ἀκούεις; καὶ διὰ τοῦτο νὰ γνω- ρίσῃς τώρα τὸν Κύριον ὁποῦ δύνεται τὰ πάντα, καὶ κάμνει εἴτι θέλει, λοιπὸν βλέ- πε, ὅτι ἐγὼ κρούω μὲ τὴν ῥάβδον μου τὸ νερὸν τοῦ ποταμοῦ, καὶ τὸ μεταβάλλω εἰς αἷμα, καὶ δὲν θέλουν ἔχει οἱ Αἰγύπτιοι νερὸν νὰ πίουν. καὶ τὰ ὀψάρια τοῦ ποτα- μοῦ ἰδοῦ ὁποῦ τὰ ἔκαμα καὶ ἐψόφησαν. καὶ οὐχὶ μόνον τὸ νερὸν τοῦ ποταμοῦ κάμνω αἷ- μα, ἀμὴ καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα νερὰ ὁπόθεν εὑρίσκονται. καὶ οὕτως ἔγινε διὰ τοῦ Μω- ϋσέως καὶ Ἀαρὼν μετὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν ηὕρισκαν οἱ Αἰγύπτιοι, οὐδὲ ἐδύνοντο νὰ πίουν νερὸν, οὔτε ἀπὸ τὸν ποταμὸν, οὔτε ἀπὸ ἄλλο νερὸν, καὶ ὡσὰν εἶδεν οὕτως ὁ Φαραὼ, ἦλθεν εἰς τὸ παλάτι του· καὶ ἰδὼν τὸ φοβερὸν τοῦτο θαῦμα, δὲν ἠθέλησεν ἀπὸ τὴν κακίαν του νὰ στέρξῃ, νὰ ἀποστείλῃ τοὺς Ἑβραίους, νὰ ὑμνή- σουν τὸν Θεὸν εἰς τὴν ἔρημον, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Μωϋσέως ἐν τῷ ὄρει Χωρήβ. ἔπε- σαν δὲ οἱ Αἰγύπτιοι τὸ γύρον τοῦ ποταμοῦ, διὰ νὰ πίουν νερὸν, καὶ δὲν ἐδυνήθησαν. καὶ ἐστάθησαν τὰ νερὰ αἵματα ἐπτὰ ἡμέρας.","δέομαί = παρακαλώ θερμά κατευόδιον = καλό ταξίδι παίδευσιν = τιμωρία, βασανιστήριο Δράκων = φίδι ἐπίλοιπα = υπόλοιπα στέρξῃ = να δεχθεί, να ανεχθεί",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Ο Μωυσής και οι Δέκα Εντολές,"Γίνεται αναφορά στις Δέκα Εντολές που κλήθηκε ο Μωυσής να παραλάβει από τον Θεό και να τις παραδώσει στον λαό του Ισραήλ, προκειμένου οι άνθρωποί του να ζουν σύμφωνα με αυτές. [...] ὅμως μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀφ’ οὗ ἐλευ- θερώθησαν οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Μωϋ- σὴν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Σινᾶ ὄρους. καὶ ὡσὰν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ ὄρος νὰ ὁμι- λήσῃ μὲ τὸν Θεὸν, ἐπῆρε καὶ τοὺς Ἑβραίους μετ’ αὑτοῦ. ὁ δὲ Μωϋσῆς ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος διὰ νὰ λάβῃ τὸν Νόμον, καὶ ἄφηκε κάτω τὸν Λαὸν μετὰ Ἀαρὼν τοῦ ἀδελφοῦ, καὶ τοὺς εἶπε. ὅτι ἐγὼ ὑπάγω εἰς τὸ ὄρος, διὰ νὰ λάβω τὰς ἐντολὰς παρὰ Θεοῦ, καὶ ἐσεῖς ἀναπαύεσθε, καὶ εἰρηνεύετε, ἕως νὰ κατέβω πάλιν εἰς ἐσᾶς. καὶ ἐὰν τύχῃ καὶ ἔλ- θῃ τίποτε κρίσις ἢ διαφωνία, ἰδοὺ ὁποῦ ἀφήνω τὸν Ἀαρὼν καὶ τὸν Ὢρ κεφαλὴν εἰς ἐσᾶς. καὶ ἀνέβη Μωϋσῆς εἰς τὸ ὄρος· καὶ ἐσκέπασεν ἡ νεφέλη τὸ ὄρος. καὶ ἐκα- τέβη ἡ δόξα Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τὸ ὄρος Σινᾷ, καὶ ἐκάλυψεν αὐτὸ ἡ νεφέλη. τὸ δὲ εἶδος τῆς δόξης Κυρίου, ἤγουν ἡ θεωρία, ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βου- νοῦ, τὴν ἔβλεπαν οἱ Ἑβραῖοι, καὶ ἦτον ὡσεὶ πῦρ φλέγον, τουτέστι ὡσὰν φω- τία ὁποῦ καίει. καὶ ὡς εἶδον τοῦτο οἱ Ἑβραῖοι, ἔλαβον φόβον μέγαν. καὶ ὑπῆ- γεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸ μέσον τῆς νεφέλης, καὶ ἔκαμεν ἐκεῖ σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας, καὶ ἐλάλησε μετὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔδωκεν αὐτοῦ τὰς δέκα Ἐντολὰς ταύτας γεγραμμένας τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ εἰς πλάκας. αἱ ὁποῖαι ἦσαν μὲ Σα- φύρι γεγραμμέναι μίαν μεραίαν καὶ ἄλλην. Πρώτη ἐντολὴ, Κύριος ὁ Θεός σου, Κύριος εἷς ἐστί, καὶ οὐ προσκυνήσεις Θεὸν ἀλλότριον. ἤγουν, ὁ Θεὸς δὲν θέ- λει ἄλλον Θεὸν νὰ προσκυνοῦν, μόνον αὐτὸν τὸν ἕνα ἀληθινὸν Θεόν. καὶ τοῦτο εἶπε τῶν Ἑβραίων, διὰ νὰ τοὺς εὐγάλῃ ἀπὸ τὴν Εἰδωλολατρείαν, ὁποῦ ἐκρα- τοῦσαν πολλοὶ ἀπ’ αὐτούς. Δευτέρα ἐντολὴ, Οὐ λήψη τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ· ὥστε τὸ ὄνομα ἐκείνου τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ τὸ πάρουν εἰς μά- ταιον καὶ εὔκαιρον, νὰ τὸ ὀνομάσουν ἀλλοῦ ὁποῦ δὲν πρέπει. Τρίτη ἐντολὴ, Νὰ φυλάξουν τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. Σάββατον θέλει νὰ εἰπῇ ἑλληνικὰ Κατά- παυσις, διότι ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν ὁποῦ ἄρχισε νὰ κάμῃ τὸν Κόσ- μον, εἰς τὴν ἑβδόμην ἐτελείωσε τὰ ἔργα ὁποῦ ἤθελε καὶ ἔκαμε, καθὼς λέγει ὁ Μωϋσῆς, ὅτι τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ὁποῦ εἶναι τὸ Σάββατον, ἐκατέπαυσεν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα. καὶ διὰ τοῦτο ἤθελε τότε, πρὶν παρὰ νὰ ἔλθῃ νὰ σαρκωθῇ, ὅτι νὰ τιμᾶται ἐκείνη ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τετάρτη ἐντολή. Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὅποιος ἐκεῖνος δὲν ἀγαπᾷ τοὺς γονεῖς αὑτοῦ, ὁποῦ εὐγῆκεν ἀπ’ αὐτοὺς, δὲν ἔχει ἀνθρώπου φύσιν, μόνον τῆς ὀχίας. ἡ ὁποία ὀχία ἔχει μίαν φύσιν, ὅτι, ὅταν σμίγῃ τὸ ἀρσενικὸν μὲ τὸ θηλυκὸν, βάλλει τὸ ἀρσε- νικὸν τὸ κεφάλι του εἰς τὸ στόμα τοῦ θηλυκοῦ, καὶ ἀπὸ τὴν τόσην γλυκύτητα τρώγει τὸ κεφάλι τοῦ ἀρσενικοῦ τὸ θηλυκὸν, καὶ μετ’ ἐκεῖνο ἐγγαστρώνεται. καὶ πάλιν, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρᾳ νὰ γεννήσῃ τὸ θηλυκὸν, τρώγουν τὰ παιδία τὴν κοιλίαν τῆς μητέ- ρας των, καὶ εὐγένουν ἔξω. καὶ ὅποιος κακολογεῖ τὸν πατέρα του, ἢ τὴν μητέρα του, θέλει δώσει κακὸν θάνατον. διότι ὁ πατέρας, καὶ ἡ μητέρα ἔχουν τὸν τόπον τοῦ Ποιητοῦ ἐδῶ εἰς τὸν Κόσμον. Πέμπτη ἐντολὴ, Νὰ μὴ φονεύσῃς. Ὅποιος φονεύσῃ, γίνεται ὅμοιος τοῦ Κάϊν. ὁ ὁποῖος ἐστάθη πρῶτος ὁποῦ ἐφόνευσεν εἰς τὸν Κόσμον, καὶ ἐμίανε τὴν γῆν μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ διὰ τοῦτο θέ- λουν οἱ Νόμοι, ὅτι καὶ αὐτοῦ τοῦ φονέως νὰ χύνεται τὸ αἷμα του, ἤγουν νὰ λαμ- βάνῃ θάνατον. λοιπὸν ὁ φόνος εἶναι μέγα ἀμάρτημα, καὶ διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς ἐπα- ρήγγειλε τῶν ἀνθρώπων, νὰ βλέπουνται ἀπὸ τὸν φόνον, διὰ νὰ μὴν κολασθοῦν αἰωνίως εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον μὲ τὸν Κάϊν. Ἕκτη Ἐντολὴ, νὰ μὴ κλέψῃς. Ἡ κλεψία εἶναι ἁμαρτία μεγάλη καὶ μεμισημένη καὶ ἐντροπιασμένη. κράζει δὲ αὐ- τὴν ἡ γραφὴ αἷμα. καὶ ὅσοι κλέπτουν καὶ ἁρπάζουν τὰ ξένα πράγματα, ἐκείνους κρά- ζει ἄνδρας αἱμάτων. Ἑβδόμη ἐντολὴ, εἶναι, νὰ μὴ μοιχεύσῃς. Ἡ μοιχεία εἶναι μεγαλήτερον ἁμάρτημα ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα. καὶ ὅσοι κάμουν αὐτὴν, ἢ ἄνδρες, ἢ γυναῖκες, κληρονομοῦσι τὴν αἰώνιον κόλασιν, τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ Διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ὀγδόη ἐντολὴ εἶναι, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσῃς. Ἡ ψεύτικη μαρτυρία εἶναι ἄρνησις Χρι- στοῦ, ἔστωντας ὁποῦ ἀρνεῖσαι τὴν ἀλήθειαν. ἡ ὁποία ἀλήθεια εἶναι αὐτὸς ὁ Χρι- στός. καὶ μαρτυρεῖς ψέμματα, καὶ ἀδικεῖται ὁ ἀδελφός σου ὁ Χριστιανός. καὶ παιδεύει αὐτὸν ἀδίκως ἡ κρίσις. διότι πολλαῖς φοραῖς τινὰς, ἢ ἀπὸ ἔχθραν, ἢ ἀπὸ συγγένειαν, ἢ ἀπὸ φιλίαν, ἢ ἀπὸ πληρωμὴν, ὑπάγει καὶ μαρτυρεῖ ψέμμα- τα, καὶ θανατώνει τὸν ἄνθρωπον, ἢ χάνει τὰ πράγματά του. καὶ διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς ὁ δίκαιος θέλει τοῦ τὸ ἀνταποδώσει ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ὁμοῦ μετὰ τῶν ἄλλων ψευδομαρτύρων. Ἐννάτη ἐντολὴ, νὰ μὴν ἐπιθυμήσῃς τὴν γυναῖκα τοῦ πλη- σίον σου. Ἄλλο εἶναι νὰ μοιχεύσῃ τινὰς, καὶ ἄλλο εἶναι νὰ ἐπιθυμήσῃ. διότι ἡ μοιχεία εἶναι ἔργον τέλειον. ἡ δὲ ἐπιθυμία εἶναι ἁμαρτία ἀτελὴς, διότι μόνον ἐπεθύμησε, καὶ ἐμοίχευσεν εἰς τὴν καρδίαν του. διὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς λέγει εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Ὁ ἐμβλέψας γυναικὶ εἰς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς, ἤδη ἐμοί- χευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὑτοῦ. ἤγουν τὴν μοιχείαν τὴν ἔκαμεν εἰς τὴν καρ- δίαν του· ἁμάρτημα μεγάλον τὸ λέγει ὁ Θεὸς, διότι πρῶτον καὶ ῥίζα εἶναι ἡ ἐπιθυμία, καὶ τότε τὸ ἔργον. καὶ ἀπὸ θέλημά του δὲν ἔλειψε νὰ μὴν τελειώσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του. Δεκάτη ἐντολὴ εἶναι, νὰ μὴν ἐπιθυμήσῃς τὰ κτήματα τοῦ πλη- σίον σου. Κτήματα λέγει σπήτια, ἀμπέλια, χωράφια, καὶ ἄλλα πράγματα ὑποστατικὰ διὰ τὸ ὁποῖον λέγει ὁ Προφήτης ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Οὐαὶ οἱ προσάπ- τοντες οἰκίαν πρὸς οἰκίαν, καὶ ἀγρὸν εἰς ἀγρόν. ἤγουν καὶ εἰς ἐκείνους, ὁποῦ σιμώ- νουν σπῆτι μὲ σπῆτι, ἢ τὸ χωράφι εἰς χωράφι. διότι ἐπιθυμεῖ νὰ κλέψῃ καὶ νὰ ἀδικήσῃ τοῦ γειτόνου του, ἤγουν τοῦ ἀδελφοῦ του Χριστιανοῦ τὸ πρᾶγμα, ἢ δυναστικῶς, ἢ μὲ δῶρα, καὶ ἀδικεῖ αὐτόν. καὶ τυχαίνει καὶ εἶναι καὶ ὀρφανὸς, ἢ χώρα ὁποῦ ἀδικεῖ- ται, καὶ εἶναι μέγα ἁμάρτημα, ὡσὰν καὶ τὰ ἄλλα, ὅποιος ἐπιθυμεῖ τὰ πράγ- ματα τοῦ ἀλλουνοῦ. καὶ διὰ τοῦτο κάμνει χρεία νὰ μὴν κάμωμεν ἀδικίαις καὶ πέρνωμεν τὰ ξένα πράγματα. διότι λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος· Ἄδικοι Βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. Ὡς δὲ εἶδεν ὁ Λαὸς, ὅτι ἄργησεν ὁ Μωϋσῆς νὰ κατέβῃ ἀπὸ τὸ ὄρος, ἐσυνάχθησαν ὅλοι καὶ ὑπῆγαν εἰς τὸν Ἀαρὼν καὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι κάμε μας Θεὸν νὰ εἶναι μετ’ ἐμᾶς. ὅτι ὁ Μωϋσῆς τοῦτος, ὁποῦ μᾶς εὔγαλεν ἀπὸ τὴν Αἴ- γυπτον, δὲν ἐξεύρομεν τί ἔγινεν. ὁ δὲ Ἀαρὼν ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐβαρέθη πολλὰ εἰς τὸν λόγον τοῦτον· καὶ θέλωντας οἰκονομικῶς νὰ ἀναπαύσῃ τοὺς λογισμοὺς αὐ- τῶν διὰ νὰ σιωπήσουν, εἶπεν, ὅτι φέρετέ μοι ὅλα τὰ χρυσάφιά σας, ὁποῦ βαστοῦν αἱ γυναῖκές σας, νὰ τὰ βάλω εἰς τὴν φωτίαν νὰ τὰ χωνεύσω, νὰ σᾶς κάμω Θεὸν.","εἰρηνεύετε = ησυχάστε, ηρεμήστε νεφέλη = σύννεφο μεραίαν = μεριά ἀλλότριον = ξένο βλέπουνται = φοβούνται ἡτοιμασμένον = προκαθορισμένο ὑποστατικὰ = κατοικίες που βρίσκονται σε κτήματα Οὐαὶ = αλίμονο δυναστικῶς = με το ζόρι, με τη βία ἐβαρέθη = δυσανασχέτησε οἰκονομικῶς = προνοητικά, σκόπιμα",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Κριτές,"Μετά τον θάνατο του Μωυσή, τον λαό ανέλαβε να οδηγήσει ο Ιησούς του Ναυή. Η διήγηση του Ψευδο-Δωρόθεου φαίνεται ότι ακολουθεί το βιβλίο της Γενέσεως, το οποίο ολοκληρώνεται με τον θάνατο του Ιησού του Ναυή. Στη συνέχεια, ξεκινά η διήγηση του βιβλίου Κριταί. Το ακόλουθο απόσπασμα δίνει με συντομία τα ονόματα των Κριτών και παρουσιάζει τα πιο χαρακτηριστικά γεγονότα που συνδέθηκαν με τον καθένα τους. Ἀρχὴ τῶν Κριτῶν τῶν Ἑβραίων, καὶ πρῶτος ἐστάθη ὁ Γούδας. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ, ἔβαλεν ὁ Θεὸς Κριτὰς εἰς τοὺς Ἑ- βραίους. καὶ πρῶτος ἀπὸ ὁρισμὸν τοῦ Θεοῦ ἔγινεν Γούδας τὸ ὄνομα, Κριτὴς εἰς αὐτούς. καὶ ἦτον χρόνους ἑπτά· καὶ ἐπίασε τὸν Ἀδωνιβεζέα βασιλέα τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἔκοψεν αὐτοῦ χέρια καὶ ποδάρια. καὶ εἶπεν ὁ Ἀδωνιβεζεύς. ἑβδομῆντα Βασιλεῖς ἦσαν κομμένα τὰ χέριά τους καὶ τὰ ποδάριά τους ἀποκάτω εἰς τὴν τράπεζάν μου, καὶ καθὼς ἔκαμα, ὁ Κύριος μοῦ τὸ ἀνταπέδωκε. Τέλος τοῦ Γούδα, καὶ ἀρχὴ Γοθονιήλ. Μετὰ δὲ τὸν Γούδαν ἔγινε Κριτὴς Γοθονιήλ· εἰς τοῦ ὁποίου ταῖς ἡμέραις ἐπαρέβησαν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ οἱ Ἑβραῖοι, καὶ ἐπροσκύνησαν τὰ εἴδωλα. καὶ διὰ τοῦτο ὠργίσθη αὐτοὺς ὁ Θεὸς, καὶ ἐπαρέδωκέ τους εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Χουσὰς Σασθαὶμ, βασιλέως Μεσοποταμίας. καὶ ἐδούλευσαν αὐτὸν χρόνους ὀκ- τὼ, καὶ ἐν ὑστέροις ἐμετανόησαν, καὶ ἐδεήθησαν τοῦ Θεοῦ. καὶ ὁ Θεὸς εἰσήκουσε τὴν δέησιν αὐτῶν, καὶ ἠλευθέρωσεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς χεῖρας Χουσὰρ Σουσθαὶμ βασιλέως, ἔστωντας νὰ πολεμῇ ὁ Γοθονιὴλ μετ’ αὐτοῦ διὰ νὰ τὸν νικήσῃ. καὶ εἰρήνευσαν οἱ Ἑβραῖοι χρόνους σαράντα. καὶ ἀπέθανεν ὁ Γοθονιήλ. Θάνατος Γοθονιὴλ, καὶ ἀνάδειξις Ἀὼδ υἱοῦ Γηρᾶ. Πάλιν οὖν οἱ Ἑβραῖοι ἐπαρέβησαν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπροσκύνη- σαν τὰ Εἴδωλα, καὶ ὠργίσθη αὐτοὺς ὁ Θεός. καὶ ἦλθεν ὁ Ἐγλὼμ βα- σιλεὺς Μωὰβ καὶ ἐπῆρεν αὐτούς. καὶ ἐδούλευσαν αὐτὸν χρόνους ιη΄. καὶ μετά τοὺς, ιη΄ χρόνους σπλαγχνισθεὶς ὁ Θεὸς τὰ δάκρυα αὐτῶν, ἔπεμψε τὸν Ἀὼδ Υἱὸν Γηρᾶ, καὶ ἔσφαξε τὸν βασιλέα Ἐγλὼμ, καὶ δέκα χιλιάδες Λαὸν, καὶ ἠλευ- θέρωσε τοὺς Ἑβραίους. καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ, καὶ εἰρήνευσαν χρόνους ὀγδοήκοντα. καὶ ἔκρινεν αὐτοὺς Ἀὼδ, καὶ ἀφέντευσεν ἕως οὗ καὶ ἀπέθανε. Τελευτὴ Ἀὼδ, καὶ Ἀρχὴ Σαμεγάρ. Μετὰ τοῦτον ἔγινε Κριτὴς Σαμεγὰρ Υἱὸς Ἀνὰθ. καὶ πάλιν οἱ Ἑ- βραῖοι ἠθέτησαν τὸν Θεὸν, καὶ διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς τὰ χέ- ρια τοῦ Ἰαβεὶμ βασιλέως Χαναὰν, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν ἐν Ἀσώρ. καὶ ἐδούλωσαν αὐτήν χρόνους, κ΄. καὶ ὁ Σαμεγὰρ ἀπέθανε.",ἐπῆρεν = κατέκτησε,,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Φίλιππος και Μέγας Αλέξανδρος,"Ο Ψευδο-Δωρόθεος συνεχίζει με την παράθεση όλων των ονομάτων των Κριτών. Γίνεται, επίσης, αναφορά στον Σαούλ, τον Δαβίδ και τον Σολομώντα. Μετά τη βασιλεία του Σεδεκίου, ο οποίος θεωρείται ότι ήταν ο τελευταίος βασιλιάς των Ιουδαίων πριν την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους, παρατηρείται ότι γίνεται στροφή προς την ιστορία των Βαβυλωνίων και των βασιλέων τους, καθώς αναφέρεται το όνομα του Ναβουχοδονόσορα, του διαδόχου του Ουλεμαροδάχ και άλλων. Παρεμβάλλεται, ακόμη, η ιστορία των Περσών, με έμφαση στη βασιλεία του Δαρείου, του Κύρου και του Αρταξέρξη. Βασιλεία Φιλίππου τοῦ Μακεδόνος. Μετὰ τούτους ἐβασίλευσε Φιλίππος τοῦ Ἀλεξάνδρου ὁ πατήρ. ἦσαν δὲ τότε Ἑλλήνων Διδάσκαλοι καὶ Ποιηταί, Σοφοκλῆς, Ἡρά- κλειτος, Εὐριπίδης, Ἡρόδοτος, Σωκράτης, καὶ ὁ μέγας Πυθαγόρας, Ἰσο- κράτης, καὶ Δημοσθένης. ἐβασίλευσε δὲ Φίλιππος χρόνους, κα΄. καὶ ἀπέθανε. Σφαγὴ Φιλίππου Βασιλέως. Βασιλεία Ἀλεξάνδρου υἱοῦ αὐτοῦ καὶ Αὐτοκράτορος. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τούτου ἐβασίλευσεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Ἀλέξανδρος, ὸν ὁποῖον ἔκαμε μὲ τὴν γυναῖκά του τὴν Ὀλυμπιάδα. ἀμὴ ὁ Ἀλέξανδρος, ὡς λέγουσιν αἱ ἱστορίαι, δὲν ἦτον υἱὸς τοῦ Φιλίππου, μόνον τοῦ Νεκτεναβοῦ. ὁ ὁποῖος Νεκτεναβὸς ἦτον Βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου. καὶ ἔστων- τας ὁποῦ ἔχασε τὴν Βασιλείαν αὐτοῦ, ἦλθεν εἰς τὸ παλάτι τοῦ Βασιλέως Φιλίππου, ὡς δοῦλος καὶ μάντις, καὶ μὲ τὰς τέχνας τῆς μαγείας του ἔκαμε καὶ ἐκοιμήθη μὲ τὴν Βασίλισσαν τὴν Ὀλυμπιάδα, διότι δὲν ἔκαμνε παιδὶ, καὶ ἐγγαστρώθη, καὶ ἔκαμε τὸν Ἀλέξανδρον. καὶ ὡσὰν ἐγεννήθη, ἦτον χαρι- τωμένος εἰς ὅλα, ἀνδρειωμένος, φρόνιμος, θεωρητικὸς, εὔμορφος, καὶ τὰ ἄλλα ὅσα χαρίσματα εἶναι εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὅλα τὰ εἶχε μοναχός του. καὶ διέ- δραμε τὸ ὄνομά του εἰς ὅλην τὴν Οἰκουμένην, καὶ ἐφοβήθησαν αὐτὸν φόβον μέγαν. καὶ πολεμήσας μὲ τὸν Δάρειον, ἐνίκησεν αὐτόν. καὶ ἦτον τότε χρόνους ἑπτὰ Βασιλεύς. καὶ ἔκοψαν τὰ φουσάτα του ἑκατὸν τριάντα χιλιάδας Ἀσσυ- ρίων, καὶ ἐπροσκύνησαν αὐτὸν Βασιλεῖς πολλοὶ καὶ μεγάλοι. καὶ τόσον ἐπλα- τύνθη καὶ ηὐξήθη ἡ Βασιλεία αὐτοῦ, ὅτι ἀπ’ ἄκρων τῆς Ἀνατολῆς, καὶ ἕως ἐσχάτων τῆς Δύσεως ἐβασίλευσε, καὶ ἐξωστράκισε πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν φυλὴν, καὶ ὅλοι ἔγιναν δοῦλοι τῆς Βασιλείας αὐτοῦ. οὗτος ἔκτισε καὶ τὴν με- γαλόπολιν, καὶ ἐξακουστὴν Ἀλεξάνδρειαν εἰς ὄνομα αὐτοῦ. καὶ φθονήσαντος αὐτὸν, ἔδωκεν αὐτῷ φαρμάκι, καὶ ἔφαγε, καὶ ἀπέθανε. Θάνατος Ἀλεξάνδρου. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον Ἀλεξάνδρου, εἰς πολλὰς ἀρχὰς ἡ Βασιλεία αὐτοῦ ἐ- μερίσθη. καὶ ἀκούσατε πόσοι τὴν ἐπῆραν. Περδίκας μὲν, τῆς Μακεδονίας ἐπῆρε τὴν Βασιλείαν. Πτολεμαῖος δὲ ὁ Λάγου, ἐπῆρε τῆς Αἰγύπτου καὶ Ἀλεξαν- δρείας. Σέλευκος ὁ καὶ Νικάνωρ, διατὶ ἀνέβη εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἐκράτησε τοὺς Βαρβάρους, ἐπῆρε Συρίαν καὶ Βαβυλῶνα. Ἀντίγονος ἐπῆρε τὴν πρὸς τὸν ταῦρον Κιλικίαν. Φίλων ἐπῆρε τὴν Μηδείαν. Πύθων ἐπῆρε Φρυγίαν, καὶ Λυδίαν. Μελέαγρος ἐπῆρε Παφλαγονίαν. Εὐμενὴς, ἐπῆρε Καππαδοκίαν. Κάσανδρος ἐπῆρε Λυκίαν Ἑλλήσποντον. Λυσίμαχος ἐπῆρε Θράκην. Ἀντίπατρος ἐπῆρε τὴν Ποντικήν. Ὀξυάρτης ἐπῆρε τὴν Βακτρικήν. Φίλιππος ἐπῆρε τὴν Δρα- γαΐνην. Πῶρος ἐπῆρε τὴν Ἰνδίαν. Φραταφέρνης ἐπῆρε τὴν Παρθίαν, καὶ τὴν Ὑρκανίαν. τὴν δὲ Περσίαν καὶ τὴν Μεσοποταμίαν ἐπῆρεν Ἀρκεσίλαος. τούτους ὅλους τοὺς τόπους ἐνίκησεν ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ τοὺς ἐκυρίευσε. καὶ εἰς τὸν θάνατον αὐ- τοῦ, εἰς τὴν διαθήκην ὁποῦ ἔκαμε, τοὺς ἄφηκε τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ἠκούσετε, τοὺς ὁποίους εἶχε γνησίους, καὶ ἐδικούς του ἠγαπημένους. Πτολεμαῖος δὲ ἐγίνετο Βασι- λεὺς, καὶ ἐκράτησε τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου καὶ ἦτον ἄνθρωπος φρονιμώτατος, καὶ εὐτυχὴς, καὶ ἔλαβε Χώρας πολλὰς, καὶ κάστρη τῆς Παλαιστίνης, καὶ ἐκέρδησε πλοῦτον πολύν. καὶ ἀπὸ τότε καὶ ἔμπροσθεν, ὅσοι ἐγίνοντο Βασιλεῖς τῆς Αἰ- γύπτου, ἤθελαν νὰ τοὺς λέγουν Πτολεμαίους, διὰ τὴν λαμπρότητα, καὶ δόξαν αὐτοῦ τοῦ Πτολεμαίου. ἀσθενήσας δὲ ὁ Βασιλεὺς, ἀπέθανε.","ἀμὴ = αλλά θεωρητικὸς = που έχει ωραία εμφάνιση ἔκοψαν = έσφαξαν φουσάτα = τα στρατεύματα, οι στρατοί [το φουσάτον] ἐξωστράκισε = εξόρισε, απομάκρυνε",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Ιούλιος Καίσαρας & Αύγουστος Καίσαρας,"Στη συνέχεια, ακολουθεί η διήγηση των γεγονότων του Τρωικού Πολέμου, ο οποίος, κατά τον Ψευδο-Δωρόθεο, τοποθετείται στα χρόνια της βασιλείας του Δαβίδ. Η διήγηση είναι αρκετά εκτενής. Αμέσως μετά γίνεται αναφορά στην ιστορία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά με απλή παράθεση των ονομάτων των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Βασιλεία Ἰουλίου Καίσαρος, καὶ ὅθεν ὀνομάζεται Καῖσαρ. Ἦλθε δὲ καὶ εἰς τὸν Γάϊον Ἰούλιον τὸν Καίσαρα, ὁ ὁποῖος ἐκράτησε τὴν ἀρχὴν, καὶ ἐγένετο βασιλεὺς μόνος του χωρὶς ἄλλον τινὰ· καὶ ἐβασίλευ- σε χρόνους, δ΄. καὶ μῆνας ζ΄. καὶ ἀκούσετε ἀπὸ τί ὠνομάσθη Καῖσαρ. ὅταν ἦτον ἡ μητέρα του ἐγγαστρωμένη αὐτὸν, τὴν ὥραν ὁποῦ ἤθελε νὰ τὸν γεννήσῃ, ἀπέθανε. καὶ ἔμεινε τὸ παιδὶ μέσα εἰς τὴν κοιλίαν αὐτῆς ζωντανόν. ὡς δὲ εἶδαν τὴν γυναῖκα ἀπεθαμμένην καὶ τὸ παιδὶ ζωντανὸν, ὁποῦ ἐσπάρασσε μέσα εἰς τὴν κοιλίαν αὐτῆς, παρευθὺς ἔκοψαν τὴν κοιλίαν αὐτῆς, καὶ εὔγαλαν τὸ παιδὶ ζωντανόν. καὶ ἀπὸ τοῦτο ὠνομάσθη Καῖσαρ, ἤγουν ἀπὸ τοῦ κείρω, τὸ ὁποῖον λέ- γεται ἑλληνικὰ κόπτω. ὠνομάσθη δὲ καὶ Δικτάτωρ, ὁποῦ ἑρμηνεύεται Μονάρ- χης. τοῦτος εἶχεν ἕνα ἄλογον ἀξιοθαύμαστον βασιλικὸν, τὸ ὁποῖον δὲν ἐδυνήθη κανεὶς νὰ τὸ καβαλικέψῃ, μόνον αὐτὸς ὁ Καῖσαρ, ὅτι ἄλλον δὲν ἐδέχετο, κα- θὼς καὶ ὁ Βουκέφαλος τοῦ Ἀλεξάνδρου. ἔκαμε δὲ πολέμους μεγάλους μὲ τοὺς Γερ- μανοὺς, καὶ Γάλλους, καὶ Βρετανοὺς, τοὺς ὁποίους ἐνίκησε. καὶ ἔβαλε Κάστρη πεντα- κόσια εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν Ῥωμαίων, καὶ ἔδιδαν τέλος. καὶ μίαν νύκτα εἶδεν ἡ γυναῖκά του ὄραμα, ὅτι ἔπεσε τὸ παλάτι καὶ τὸν ἐπλάκωσε, καὶ εὐγῆκε ῥέοντα τὰ αἵματα, καὶ ἔπεσεν εἰς τὰς ἀγκάλας της, καὶ παρευθὺς, ἐδιαλύθη τὸ ὅραμα, ὅτι ἐσφάγῃ ἀπὸ Βρούτου καὶ Κασσίου ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, ἤγουν εἰς τὸν τόπον, ὁποῦ ἔκαμναν πάντοτε συμβούλιον. ἦτον δὲ χρόνων, πε΄. Θάνατος Ἰουλίου Καίσαρος. Βασιλεία Καίσαρος Αὐγούστου. Ἀφῆκε δὲ κληρονόμον αὐτοῦ εἰς τὴν Βασιλείαν τὸν ἀνεψιὸν αὐτοῦ Ὀκτάβιον Αὔγουστον Καίσαρα, τὸν υἱὸν τῆς ἀδελφῆς του Ἰουλίας, ὁ ὁποῖος ἦτον χρο- νῶν, ιϛ΄. καὶ ἀπὸ τοῦτον ὠνομάσθησαν οἱ Βασιλεῖς Αὔγουστοι, καὶ Αὔγουστος μήνας, ὁ ὁποῖος ἐλέγετο προτήτερα Σεξστίλνος. ἐβασίλευσε δὲ ὁ αὐτὸς Αὔγουστος χρόνους νϛ΄. καὶ ἐμονάρχησεν ἀπ’ ἄκρων τῆς γῆς ἕως ἄκρων αὐτῆς, καθὼς μαρτυρεῖται εἰς τὴν θείαν ἑορτὴν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως εἰς τὸ δοξαστικὸν· Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς Γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο. ὥστε τοῦ- τος ὁ Καῖσαρ ἐμονάρχησεν ὅλην τὴν Οἰκουμένην, τουτέστι τὴν ὤρισε. τὴν ὁποίαν οὐδένας ἄλλος Βασιλεὺς τὴν ὥρισε, καθὼς ἄνωθεν διαλαμβάνει. τοῦτον ὅταν τὸν ἐγέννα ἡ μητέρα του, εἶδεν ὄνειρον, ὅτι ἐκατέβη ἕνας ἀετὸς, καὶ ἐπῆρεν ἕνα κομ- μάτι ἀπὸ τῶν σπλάγχνων αὐτῆς, καὶ ἐπέτασε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Οὐρανόν. καὶ οὕτως εἶδε καὶ ὁ πατέρας του τὴν ὥραν ὁποῦ ἐγεννήθη ἄλλο ὅραμα φοβερὸν, ὅτι εὐγῆκεν ὁ Ἥλιος μέσα ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς γυναικός του. καὶ τὴν ἡμέραν ὁποῦ ἐγεννήθη τὸ παιδὶ, ἄρχησεν ὁ πατέρας του νὰ εὔγῃ ἀπὸ τὸ σπῆτι. καὶ τοῦτος εἶχε φίλον Ἀστρο- νόμον. καὶ ὅταν εὐγῆκεν ἔξω, τοῦ εἶπε διὰ τὴν γέννησιν τοῦ παιδίου. τότε ὁ Ἀστρο- νόμος ἀναστέναξε καὶ εἶπεν. ἔξευρε ὦ ἄνθρωπε, ὅτι Βασιλέα ἐγέννησες. ὡς δὲ ἦλθε τὸ παιδὶ εἰς αὔξησιν ἡλικίας, ἦτον ἔξω εἰς τὰ χωρία εἰς τὰ πράγματά του, καὶ ἐπεριπάτει, καὶ ἐστοχάζετο τοὺς θεριστὰς πῶς θερίζειν, καὶ πῶς δένουν τὰ δεμά- τια. ἐκράτει δὲ εἰς τὸ χέρι του ψωμὶ καὶ ἔτρωγε. καὶ ἐξαίφνης ἐχύθη ἕνας ἀετὸς καὶ ἅρπαξε τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ ὑπῆγε. καὶ πάλιν ἐκατέβη, καὶ τοῦ τὸ ἔδωκεν ὀπίσω. ὅταν γοῦν ἦλθεν τοῦτος εἰς τὸ ὕψος τῆς Βασιλείας, ἐφάνη θυμώδης καὶ ὀξύ- θυμος. καὶ ἡ ὁρμὴ αὐτοῦ καὶ ὁ θυμὸς ἦτον πολὺς, πλὴν δὲν ἐκράτει πολλὴν ὥραν, μόνον εἰς ὀλίγον ἡμερώνετο καὶ ἐμετέβαλε τὸν λογισμόν. καὶ μίαν φορὰν ἐκαθέζετο καὶ ἔκρινε, καὶ ἤφεραν ἔμπροσθεν αὐτοῦ πολλοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ εἶχαν πταισίματα διὰ τὰ κακὰ ὁποῦ ἔκαμαν, ὡς εἶπαν τινὲς, καὶ ὥρισεν νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. ἕνας δὲ σοφὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Μήκων, σοφὸς καὶ λόγιος, ἐβιάζετο πολλὰ διὰ νὰ ἰδῇ τὸν Βασιλέα νὰ συντύχῃ μετ’ αὐτοῦ, διὰ νὰ τοῦ εἰπῇ διὰ τὴν ἄδικον ἀπόφασιν, ὁποῦ ἔκαμε νὰ θανατώσῃ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ Λαοῦ δὲν ἐδύνετο, μόνον ἔγραψε γράμμα εἰς χαρτίν, καὶ ἐβούλωσέ το καὶ ἔδωκε. καὶ ὡς τὸ εἶδεν ὁ βασιλεὺς τὸ χαρτὶ, ἔπιασεν αὐτὸ καὶ ἤνοιξε καὶ ἐδιάβασέ το, καὶ ὡς εἶδεν ὅτι ὀνειδίζει αὐτὸν, ὅτι πῶς ἀνεξετάστως θέλει νὰ φονεύσῃ τοὺς ἀνθρώ- πους ἐκείνους, μετενόησε. τοῦτος ὁ βασιλεὺς εἶχε Διδάσκαλον Ἀλεξανδρινὸν, ὀνόματι Ἀθηνόδωρον, ὁ ὁποῖος ἦτον γεμάτος πάσης φρονήσεως. καὶ τοῦτος ἦτον παιδευμένος εἰς τὰ μαθήματα, ὅτι νοῦς ἀνθρώπου δὲν ἠμπόρειε νὰ μετρήσῃ τὴν σοφίαν αὐτοῦ. καὶ ἐξεύρωντας ὅτι ὁ βασιλεὺς εἶναι πάντοτε εἰς τὴν πορνείαν, καὶ τὸ περισσότερον κακὸν, ὅτι ἀγάπα περισσοτέρως ἀνδρῶν γυναῖκας. καὶ ὅταν ἤθελε μάθῃ ὅτι τοῦ δεῖνος ἀνδρὸς ἡ γυναῖκα εἶναι εὔμορφη, ὥριζε τὸν ἄνδρα της καὶ ἤφερνε τὴν γυναῖκά του εἰς τὸ παλάτι. ὁ δὲ Διδάσκαλος τοῦ βασιλέως, βλέ- πωντας αὐτὸν νὰ κάμνῃ τοιοῦτον μέγα ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, ἔλεγε πολλὰ πρὸς αὐτὸν, ἵνα τὸν παύσῃ ἀπὸ τὸ διαβολικὸν ἔργον τῆς μοιχείας. καὶ μὴ δυνηθεὶς καταπεῖσαι αὐτὸν, ἐτεχνεύθη ὁ εὐλαβὴς Διδάσκαλος τοιαύτην τέχνην καὶ μιᾷ ἡμέρᾳ εἶδε τινὰ μέγαν ἄνθρωπον εὐγενῆ λόγῳ, καὶ ἔργῳ, καὶ ἔκλαιε πολλὰ, καὶ ἐλυπεῖτο. καὶ ἐρώτησε αὐτὸν, διατὶ κλαίει καὶ λυπεῖται; ὁ δὲ εἶπον. ὅτι ὁ βα- σιλεὺς ὥρισέ με νὰ κάμω ἕνα σεντοῦκι εὔμορφον, νὰ βάλω μέσα τὴν γυναῖκά μου νὰ τὴν ἀποστείλω εἰς τὸ παλάτι. ὁ δὲ Σοφώτατος Διδάσκαλος ὡς ἤκουσεν οὕτως, ἔδωκεν αὐτὸν παρηγορίαν λέγων. μὴ λυπεῖσαι, καὶ μὴν ἀδημονῇς, μόνον ἄκουσε τὸν λόγον μου. νὰ ἔμπω ἐγὼ εἰς τὸ σεντοῦκι μέσα καὶ κλείδωσέ το, καὶ ἀπόστειλέ με εἰς τὸν βασιλέα. καὶ μὴ δειλιᾷς, οὐδὲ φοβηθῇς, ὅτι δὲν θέ- λεις πάθῃ κακόν. ὁ δὲ ἄνθρωπος, ὡς ἤκουσε τοὺς λόγους τοῦ Διδασκάλου, ἔλαβε χαρὰν καὶ δύναμιν. καὶ οὔτως ἐμπῆκεν ὁ Διδάσκαλος εἰς τὸ σεντοῦκι, καὶ ἐσφά- λισέ το ὁ ἄνδρας τῆς γυναικὸς, καὶ ἐβούλωσέ το, καὶ τὸ ἀπέστειλε τοῦ βασιλέως. ἰδὼν δὲ ὁ βασιλεὺς ἐχάρη, καὶ ὥρισε καὶ ἔβαλαν αὐτὸ εἰς τὸ κελλίον αὐτοῦ. καὶ οὕτως ἐπῆγε μόνος καὶ ἄνοιξε τὴν βοῦλαν καὶ τὸ σεντοῦκι, καὶ ἐπήδησεν ὁ Διδάσκαλος ἀπὸ μέσα ἁρματωμένος, βαστάζων εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ σπάθαν γυμνήν. καὶ ὡς εἶδεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς, ἔγινεν ὡσὰν ἀπεθαμμένος ἀπὸ τοῦ φό- βου αὐτοῦ. ὁ δὲ Διδάσκαλος αὐτοῦ μεγάλως ὀνειδίσας αὐτὸν καὶ ἐλέγξας, παῦσαι τῆς μοιχείας τὸν ἐβίαζεν. ἔπεσεν οὖν ὁ βασιλεὺς εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ συνθήκας καὶ ὑποσχέσεις μετὰ φρικτῶν ὅρκων, ὅτι νὰ μὴν ἐπιχειρισθῇ πλέον τοιοῦτον ἔργον, νὰ δυναστεύῃ ἀνδρῶν γυναῖκας. καὶ ἀπὸ τότε ἔπαυσεν ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τοῦ Διαβόλου τὸ ἔργον τῆς μοιχείας. ὁ δὲ Διαδάσκαλος ἠβουλήθη νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πατρίδα του τὴν Ἀλεξάνδρειαν. καὶ ἀκούσας ὁ βασιλεὺς ἐλυπήθη. καὶ ὅταν ἤθελε νὰ ἀποχαιρετήσῃ τὸν βασιλέα διὰ νὰ μισεύσῃ, εἶπέ του κρυφὰ εἰς τὸ ἀφτὶ, ποτὲ νὰ μὴν δίδῃ συντόμως ἀποφάσεις διὰ ζωὴν ἀνθρώπου χωρὶς νὰ ἐξετάσῃ καλῶς καὶ ἐπιμελῶς τὸ πταίσιμον τοῦ ἀνθρώπου, ἔστωντας ὁποῦ τὸν ἐγνώριζεν ἑρμητικὸν καὶ θυμώδη. καὶ οὕτως ἔστερξε νὰ γίνεται κατὰ τὸν λόγον τοῦ Διδασκάλου αὐτοῦ. Σημείωσαι πότε ἐγεννήθη κατὰ Σάρκα ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Βασιλευόντος δὲ τούτου τοῦ Καίσαρος, εἰς τοὺς, μβ΄. χρόνους τῆς αὐτοῦ βασιλείας, ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. ἐν ἔτει, εφϛ΄. ἀπὸ κτίσεως Κόσ- μου, μηνὶ Δεκεμβρίῳ, κε΄. ἡμέρᾳ τετάρτῃ. εἰς τὴν ὁποίαν ἡμέραν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐδημιούργησε τοὺς φωστῆρας, τουτέστι τὸν Ἥλιον, τὴν Σελήνην καὶ τοὺς Ἀστέρας. εἰς αὐτὴν τὴν ἡμέραν, καθὼς εἴπαμεν, ἐγεννήθη καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς, ὡς Ἥλιος ὑπάρχων δικαιοσύνης· ὁ δὲ βασιλεὺς ἀσθενήσας ἀπέθανε.","ἐσπάρασσε = κινούνταν ακούσια και σπασμωδικά ἐν τῷ βουλευτηρίῳ = στον χώρο συνέλευσης της Βουλής [το βουλευτήριον] πολυαρχία = καθεστώς, στο οποίο η εξουσία είναι μοιρασμένη και ασκείται από πολλούς συγχρόνως ὑπῆγε = έφυγε θυμώδης = ευέξαπτος, που θυμώνει εύκολα ἡμερώνετο = ηρεμούσε πταισίματα = παραπτώματα συντύχῃ = να συναντηθεί ὀνειδίζει = κατηγορεί, κρίνει δυσμενώς ἐτεχνεύθη = μηχανεύτηκε, σκέφτηκε πονηρά ἀδημονῇς = αγανακτείς, βρίσκεσαι σε κατάσταση ταραχής ή ανησυχίας κελλίον = δωμάτιο ἐβίαζεν = πίεζε, παρότρυνε έντονα μισεύσῃ = να φύγει μακριά τοὺς φωστῆρας = τα φωτεινά σώματα, τα άστρα [ο φωστήρ -ας]",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Διοκλητιανός και Μαξιμιανός,"Αμέσως μετά τον Αύγουστο, ακολουθεί η βασιλεία του Τιβερίου, στα χρόνια του οποίου έγινε η βάπτιση του Ιησού από τον Ιωάννη Πρόδρομο και φυσικά γίνεται αναφορά στο γεγονός αυτό. Ακολουθεί η βασιλεία του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού και οι διώξεις που άσκησαν εναντίον των χριστιανών. Βασιλεία Διοκλητιανοῦ, καὶ Μαξιμιανοῦ. Διοκλητιανὸς ἐβασίλευσε χρόνους, κβ΄. Δαλμάτης τὸ γένος. ἔκαμε δὲ σύν- τροφον εἰς τὴν βασιλείαν Μαξιμιανὸν τὸν Ἑρκούλιον, τὸν δεύτερον υἱὸν τοῦ Διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἦτον Γαμβρὸς αὐτοῦ. διότι ὁ πρῶτος υἱὸς τοῦ Διαβόλου ἦτον αὐτὸς ὁ Διοκλητιανός. οἱ ὁποῖοι ἔγιναν βασιλεῖς εἰς ἀφανισμὸν καὶ συντρι- βὴν τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν Ἁγίων Ἐκκλησιῶν. καὶ ὡσὰν ἔσμιξαν τὰ δύω μεγάλα κακὰ καὶ ἄγρια θηρία, ἔγιναν ὥσπερ σκυλία λυσσασμένα κατὰ τῶν Χρι- στιανῶν. καὶ καθὼς ἐβασίλευσαν, ἔκαμαν μέγαν διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ὥρισαν εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ Χώραν, ὅτι νὰ χαλοῦν καὶ νὰ ἀφανίζουν τὰς Ἐκ- κλησίας τῶν Χριστιανῶν, καὶ τὰς Εἰκόνας νὰ καίουν καὶ τὰ βιβλία, καὶ τοὺς Χρι- στιανοὺς νὰ ἀναγκάζουν νὰ προσκυνοῦν τὰ Εἴδωλα· καὶ ὅσοι γενοῦν ἀπειθεῖς τοῦ ὁρισμοῦ τῆς βασιλείας αὐτῶν, εἰς παιδεύσεις καὶ τιμωρίας καὶ θανάτους νὰ καταδικάζουν αὐτούς. καὶ πολλὰς μυριάδας Χριστιανῶν ἐμαρτύρησαν διὰ τὸ ὄνο- μα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔλαβαν τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον. ἀπὸ τοὺς ὁποίους Μάρ- τυρας ἦτον, Πέτρος Ἀρχιερεὺς Ἀλεξανδρείας, Ἄνθιμος Ἀρχιερεὺς Νικο- μηδείας, Προκόπιος, Γεώργιος, Δημήτριος, οἱ Μεγαλομάρτυρες, καὶ ἄλλοι ἀναρίθμητοι. καὶ μία γυναῖκα παρθένος ἱερὰ καὶ θαυμασία, ἡ ὁποία ἦτον εὐ- μορφωτάτη, καὶ ἐπέρασεν ὅλην της τὴν ζωὴν παρθένος. ὅμως ἐπαρέδωκαν αὐ- τὴν τῶν Τυράννων, καὶ ἔκαμαν αὐτῆς πολλὰς κολακείας, καὶ ἔταξαν αὐτῆς νὰ τῆς δώσουν καὶ μεγάλας δωρεὰς, διὰ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστὸν, νὰ προσκυνήσῃ τὰ Εἴ- δωλα. ἡ δὲ Ἁγία οὐδ’ ὅλως ἤθελε νὰ ἀκούσῃ τοῦτο, ἀλλὰ ὕβρισε καὶ τοὺς βασι- λεῖς καὶ τὰ εἴδωλα καὶ ὅσοι πιστεύουν εἰς αὐτά. ἰδόντες δὲ οἱ τύραννοι βασιλεῖς τὴν ἀνδρείαν τῆς ψυχῆς τῆς γυναικὸς, ἔκαμαν αὐτῆς πολλὰ βάσανα καὶ τιμωρίας, καὶ αὐτὶ οὐδενὸς ταῦτα εἶχεν. ὡς δὲ εἶδον οἱ ἀσεβέστατοι τὸ γενναῖον τῆς γυναι- κὸς εἰς τὰ μαρτύρια ὁποῦ ἔλαβεν, ὥρισαν ἕνα ἀπὸ τοὺς στρατιώτας νὰ τὴν πά- ρῃ εἰς τὸ σπήτιόν του νὰ εὑρεθῇ μετ’ αὐτῆς εἰς ἁμαρτίαν, ἵνα φθείρῃ τὴν παρ- θενίαν αὐτῆς. καὶ ἐὰν καὶ μετὰ τοῦτο δὲν ἐπιστραφῇ νὰ προσκυνήσῃ τοὺς θεοὺς αὐ- τῶν, ἤγουν τὰ Εἴδωλα, νὰ κόψουν τὸ κεφάλι της. ἀπερχομένη δὲ μετὰ τοῦ στρατιώ- του ἐδέετο τοῦ Θεοῦ, ὅπως φυλάξῃ τὴν παρθενίαν αὐτῆς ἄσπιλον καὶ καθαράν. καὶ οὕτως ἡ Θεία χάρις τὴν ἐδιαφύλαξε. καὶ ὡσὰν ὑπῆγαν εἰς τὸ σπήτιον τοῦ στρα- τιώτου, ἐπῆρεν αὐτὴν μέσα καὶ ἐσφάλισε τὴν θύραν. τότε ἡ Ἁγία, σοφίᾳ Θεοῦ, λέγει πρὸς αὐτόν. μὴ σμίξῃς μετ’ ἐμοῦ, καὶ νὰ σοῦ δώσω ἕνα πρᾶγμα νὰ βαστά- ζῃς, νὰ ἀλείφεσαι μετ’ αὐτὸ, ἤγουν νὰ χρίεσαι, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀθάνατον, ὁποῦ ποτὲ σου δὲν θέλεις σφαγῇ μὲ καμίας γενεᾶς ἅρμα, οὐδὲ νὰ σὲ βλάψῃ τελείως. καὶ διὰ νὰ πιστωθῇς εἰς τοὺς λόγους μου, νὰ σοῦ δείξω καὶ τὴν ἐνέργειαν ἐκείνου τοῦ πράγματος. ὁ δὲ στρατιώτης ἀκούσας οὕτως, ἐγένετο ὅλος χαρὰ, καὶ εἶπε τῆς γυναικὸς νὰ τοῦ δείξῃ τὸ πρᾶγμα ἐκεῖνο πῶς εἶναι. καὶ οὕτως ἔλαβεν ἡ μακαρία κερὶ καὶ λάδι καὶ ἐμάλαξεν αὐτὰ, καὶ ἄλειψε τὸν λαιμόν της ὅλον, καὶ τό- τε τοῦ λέγει. ἂν θέλῃς νὰ ἰδῇς καὶ τὸ ἔργον, ὅτι τοῦτο κανένα ἅρμα δὲν φοβεῖται ἔπαρε τὸ σπαθί σου, καὶ δός μου εἰς τὸν λαιμὸν μὲ ὅλην σου τὴν δύναμιν, καὶ θέ- λεις ἰδεῖ ὁποῦ δὲν θέλει δυνηθῇ τὸ σπαθὶ νὰ κόψῃ τὸν λαιμόν μου, ἔστωντας ὁποῦ τὸν ἄλειψα μὲ τοῦτο τὸ ἀθάνατον πρᾶγμα. καὶ ταῦτα ἔκαμεν ἡ Ἁγία, ὅπως νὰ κό- ψῃ τὸ κεφάλι της, διὰ νὰ μὴν φθείρῃ τὴν παρθενίαν της. καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ βάρ- βαρος στρατιώτης, Θεοῦ ἐλέει, ἐπῆρε τὸ σπαθὶ γυμνὸν, καὶ ἔδωκεν αὐτὴν μετὰ ὅλης του τῆς δυνάμεως εἰς τὸν λαιμὸν, θαῤῥῶν ὅτι ὡς ἔλεγε, δὲν τὴν πιάνει κανένα ἅρμα, καὶ ἐν τῷ ἅμα ἐπέταξε τὴν κεφαλήν της· καὶ ἔλαβεν ἡ Ἁγία διπλῆν τὴν χάριν, τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου, ὁποῦ ἐμαρτύρησε διὰ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔκοψαν τὸ κεφάλι της, τὸ δὲ δεύτερον ἔλαβε καὶ τὸν στέφανον τῆς παρθε- νίας. ἔπιασαν δὲ οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἕνα Καλόγηρον, καὶ πολλὰς τιμωρίας ποιήσαν- ντες εἰς αὐτὸν, πάντα ὑπέμεινε διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. καὶ ὡς εἶδον αὐτὸν στερεὸν εἰς τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ, τί ἐκατασκεύασαν; μέσα εἰς ἕνα κῆπον ἔκαμαν κρεβ- βάτι, καὶ τὸν ἔδεσαν ἐκεῖ, καὶ τοῦ ἔφεραν μίαν γυναῖκα πόρνην νὰ πορνεύσῃ στα- νικῶς μετ’ αὐτῆς. καὶ ὡς εἶδεν ἡ πόρνη, ἦλθον εἰς τὸ κρεββάτι καὶ ἠγκάλισέ τον καὶ τὸν ἐκαταφίλει. ὁ δὲ Ἅγιος ὡς ἦτον δεμένος, καὶ δὲν ἐδύνετο νὰ φύγῃ ἀπ’ αὐτῆς, τί ἐκατασκεύασε; μασᾷ τὴν γλῶσσάν του μετὰ δόντιά του, καὶ ὅπως τὴν ἔκο- ψε καὶ τὴν ἔπτυσεν εἰς τὸ πρόσωπον μὲ τὴν γλῶσσάν του καὶ μὲ τὸ αἷμα, καὶ ἐ- γέμισεν ὅλον τὸ πρόσωπόν της. καὶ ὡς εἶδεν ἡ πόρνη, ἐσυχάθη μεγάλως καὶ ἔφυγεν ἀπ’ ἐκεῖ, καὶ ὑπῆγε καὶ εἶπε τὰ γενόμενα. καὶ ὅσοι ἤκουσαν τοῦτο, ἐθαύ- μασαν. οἱ δὲ ἄθεοι τύραννοι, Διοκλητιανὸς, καὶ Μαξιμιανὸς, ἀπὸ τὸν τόσον Λαὸν ὁποῦ ἔσφαζαν καθ’ ἡμέραν τῶν Χριστιανῶν, βλέποντες τὸ πολὺ αἷμα ἐκεῖ- νο ὁποῦ ἐχύνετο, ἐνικήθη ἡ κακὴ γνώμη αὐτῶν, καὶ ἔδωκαν ὁρισμὸν, ὅτι ὅπου εὑρίσκουν Χριστιανὸν νὰ τοῦ εὐγάζουν τὸν δεξιὸν ὀφθαλμόν. καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμαν διὰ ἀτιμίαν τῶν Χριστιανῶν. τῷ δὲ θ΄. καὶ ι΄. χρόνῳ τῆς βασιλείας αὐτῶν, Κωνστάν- ντιον τὸν λεγόμενον Χλωρὸν διὰ τὴν ὠχρότητα τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ Μαξιμια- νὸν τὸν Γαλλέριον Καίσαρας τοὺς ἔκαμαν, ὡς δευτέρους ἐξ αὐτῶν, καὶ ἐπῆραν τὰς θυγατέρας αὐτῶν γυναῖκας. καὶ ὁ μὲν Διοκλητιανὸς ἐπῆρεν εἰς τὴν θυγα- τέρα αὐτοῦ Μαξιμιανὸν τὸν Γαλλέριον, ὁ δὲ Μαξιμιανὸς ἐπῆρε τὸν Κωνστάντιον εἰς τὴν θυγατέρα αὐτοῦ Θεοδώραν. καὶ οὕτως τοὺς ἔκαμαν μικροὺς βασιλεῖς. τὸν μὲν Μαξιμιανὸν Γαλλέριον τῆς Δύσεως, τὸν δὲ Κωνστάντιον, εἰς τὰ μέρη τοῦ Πορτο- γάλλου.","παιδεύσεις = δοκιμασίες, βασανισμούς ἐδέετο = παρακαλούσε ἄσπιλον = ακηλίδωτη, καθαρή ἤγουν = δηλαδή χρίεσαι = αλείφεσαι ἐμάλαξεν = πίεσε με τα χέρια του για να γίνουν μαλακά ἅρμα = όπλο στα = με τη βία [επίρρ. στανικώς]",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Ιουστινιανός,"Με την αναφορά στη βασιλεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου γίνεται η μετάβαση από τους ρωμαίους στους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Το ακόλουθο απόσπασμα πραγματεύεται τη βασιλεία του Ιουστινιανού. [...] τῷ δὲ, ε΄. χρόνῳ τῆς αὐτοῦ βασιλείας, ἀφ’ οὗ ἔγινεν ἡ σφαγὴ τοῦ Λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁποῦ ἐπολέμησαν ἀνάμεσάν τους εἰς τὸ Ἱπποδρόμιον, ἐκεῖ ὁποῦ ἔκαμναν ταῖς χαραῖς, καὶ ἔτρεχαν τὰ ἄλογα, ἐσφάγησαν, λε΄. χιλιάδες ἄνθρωποι. καὶ ὁ βασιλεὺς ἰδὼν τὸν φόνον. τοῦ τοσούτου Λαοῦ, ἔλαβε λύπην με- γάλην, καὶ εἶχεν ἀδημονίαν ἡμέραν καὶ νύκτα. ὅμως ὁ Θεὸς ἔβαλεν εἰς τὴν καρ- δίαν αὐτοῦ λογισμὸν ἀγαθὸν νὰ κτίσῃ Ἐκκλησίαν μεγάλην καὶ θαυμαστὴν καὶ ὡραιοτάτην, καὶ νὰ εἶναι ἐξάκουστη. καὶ ὡσὰν ἠβουλήθη νὰ κάμῃ αὐτὸν τὸν περι- καλῆ Ναὸν, ἔγραψεν εἰς ὅλον τὸν Κόσμον εἰς τοὺς Ἀφέντας καὶ εἰς τοὺς Ἄρχοντας νὰ τοῦ συνάξουν κολώναις, μάρμαρα πορφυρὰ, καὶ ἄλλα διάφορα πολύτιμα διὰ τὴν κτίσιν τοῦ Ναοῦ. καὶ οὕτως ἐσύναξαν ταῦτα πάντα, καὶ τὰ ἔπεμπαν τοῦ βα- σιλέως. ἐσυνάχθη δὲ ὅλη ἡ ἑτοιμασία τῆς κτίσεως διὰ χρόνους, ζ΄. ἥμισυ. καὶ τῷ ια΄. τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἔγιναν τὰ Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλη- σίας, δηλονότι τοῦ αὐτοῦ Ναοῦ, καὶ ἐξῆλθεν ἡ λιτὴ ἀπὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως μετὰ τοῦ Πατριάρχου καὶ τοῦ βασιλέως καὶ παντὸς τοῦ Λαοῦ. ἐν μὲν τῷ, ϛη΄. χρόνῳ ἀπὸ κτίσεως Κόσμου, Ἰνδικτιῶνος, ιε΄. τῇ, κγ΄. τοῦ Φευρουαρίου μηνὸς, ὥρᾳ πρώ- τῃ τῆς ἡμέρας, τὴν τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας ἀνοικοδομὴν ἄρχησε νὰ κάμνῃ ὁ Βασιλεὺς, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μὲ τὰ χέριά του ἀσβέστην καὶ ὄστρακον, καὶ ηὐχαρί- στησε τῷ Θεῷ. καὶ πρῶτος ἀπὸ τοὺς κτίστας ἦτον αὐτὸς ὁποῦ ἔβαλεν ἀρχὴν εἰς τὸ θε- μέλιον. τότε ἄρχησαν καὶ οἱ κτίσται νὰ κτίζουν. καὶ ὁ βασιλεὺς εἶδεν ἐν ὁράμα- τι θεῖον Ἄγγελον, καὶ ἔδειξέ του τὸ μέτρον τοῦ Ναοῦ, πόσον νὰ γένῃ καὶ πῶς. καὶ ἦσαν οἰκοδόμοι, ρ΄. καὶ εἶχε καθ’ ἕνας Μάστορος μαθητὰς, καὶ ἐργάτας, ρ΄. ὁμοῦ ὅλοι ἦτον χιλιάδες δέκα. καὶ ἦσαν εἰς τὸ δεξιὸν μέρος ὁποῦ ἐδούλευαν αἱ πέντε χιλιάδες, καὶ αἱ ἄλλαι πέντε εἰς τὸ ἀριστερόν. ἦτον δὲ ὁ πρῶτος τῶν δη- μιουργῶν μέγας τεχνίτης, καὶ σοφώτατος εἰς τὸ κτίζειν Ναοὺς θαυμασίους. ἔκ- τισαν δὲ αὐτὸν τὸν ἀξιοθαύμαστον μέγαν καὶ περιβόητον Ναὸν τῆς Ἁγίας Σο- φίας, τὸν ἐπίγειον Οὐρανὸν, τὴν νέαν Σιὼν, τὸ καύχημα τῆς Οἰκουμένης, τὴν δόξαν τῶν Ἐκκλησιῶν. ἡ ὁποία ὑπερβαίνει ὅλα τὰ κτίσματα τῶν Ἐκκλη- σιῶν. διότι ἀφ’ οὗ ἔκτισεν ὁ Θεὸς τὸν Κόσμον, καὶ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον, τοιοῦτος Ναὸς δὲν ἔγινεν οὐδὲ θέλει γένῃ. ὁ ὁποῖος φαίνεται ἕως τοῦ νῦν μέγας καὶ θαυμαστός. κτίζωντας δὲ αὐτὸν ὁ βασιλεὺς, ἐξωδίασεν ὅλον τὸν βίον τῆς βασιλείας, καὶ πλέον δὲν εἶχε, καὶ ἦτον εἰς μεγάλην λύπην καὶ ἀδημονίαν τί νὰ γένῃ διὰ χρυσάφι, νὰ τελειώσῃ τὸ θεῖον ἔργον ἐκεῖνο ὁποῦ ἄρχησε, καὶ οὕτως ἐφάνη αὐτῷ ἐκεῖ εἰς τὸν Ναὸν, ὁποῦ ἔστεκε καὶ ἔβλεπε τοὺς τεχνίτας πῶς κτίζουν, ἕνας Εὐνοῦχος νέος ἀσπροφόρος φοβερὸς καὶ λαμπρό- τατος καὶ λέγει του. Δέσποτα βασιλεῦ, τί ἔχεις καὶ στέκεις σκυθρωπὸς καὶ λυπη- μένος; ὁ δὲ βασιλεὺς ἀπεκρίθη, ὅτι τὸ χρυσάφι τῆς βασιλείας μου ὅλον τὸ ἐξωδίασα, καὶ πλέον δὲν ἔχω, καὶ τώρα ἀδημονῶ τί νὰ κάμω, διότι δὲν ἔχω νὰ δώσω τῶν κτιστῶν καὶ τῶν ὑπηρετῶν τὴν δούλευσιν, ὁποῦ ἐδούλευσαν. ὁ δὲ λαμπροφόρος ἐκεῖνος Εὐνοῦχος, μὲ πολλὴν χαρὰν εἶπε τοῦ βασιλέως. μὴ μὴ λυπεῖσαι περὶ τούτου, ἀμὴ αὔριον τὸ πρωῒ ἀπόστειλέ με ἀπὸ τοὺς Ἄρχοντάς σου ὅσους ὁρίζεις καὶ μουλάρια, καὶ ἐγὼ μένω εἰς τὴν πόρταν τῆς χρυσέας, καὶ νὰ σοῦ δανείσω χρυσάφι ὅσον θέλεις. ὁ δὲ Βασιλεὺς ὡς ἤκουσεν ἀπὸ τὴν πολλὴν χαρὰν ὁποῦ ἔλαβεν, ἐφάνη του ὅτι ἦλθεν ἔκστασις καὶ δὲν ἠμπόρειε νὰ ὁμιλήσῃ, καὶ ἀλησμόνησε νὰ ἐρωτήσῃ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ τοῦ λαλεῖ, καὶ πῶς λέγουν τὸ ὄνομά του, καὶ ἀπὸ ποῦ ἦλθε, καὶ ἀπὸ ποῖον τόπον εἶναι. ὅμως τῇ ἐπαύριον, κατὰ τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ Εὐνούχου, ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς τὸν Κοιαί- στορα Βασιλίδην, καὶ τὸν Ἔπαρχον Θεόδωρον, καὶ τὸν Πατρίκιον, καὶ τὸν Στρα- τηγὸν αὐτοῦ, ὑπηρέτας πενῆντα, καὶ μουλάρια εἵκοσι μετὰ βουλγιδίων, μ΄. εἰς καθ’ ἕν μουλάριον δύω βουλγίδας, καὶ ὑπῆγαν εἰς τὴν χρυσέαν πόρταν. καὶ ἐκεῖ ηὗραν τὸν Εὐνοῦχον καβαλάρην εἰς ἄλογον λαμπρὸν καθήμενον, καὶ ἐπῆρέ τους καὶ ὑπῆγαν εἰς τὸ Τριβουνάλιον, καὶ ἐκεῖ τοὺς ἐφάνησαν Παλάτια χρυσόῤῥοφα καὶ κραββάτια ὁλόχρυσα. καὶ ἐπέζευσαν ἀπὸ τὰ ἄλογα, καὶ τοὺς ἀνέβασεν ἀπὸ σκάλαν χρυσόῤῥοφον πολλὰ θαυμαστὴν, καὶ εὔγαλε κλειδὴ χρυσὸν, καὶ ἄνοιξε κουβούκλιον χρυσὸν, τὸ ὁποῖον ἦτον ἀπάνω εἰς τὸ πάτωμα χρυσάφι γεμάτον καθαρόν. καὶ ἐπῆρεν ὁ Εὐνοῦχος φτιάρι καὶ ἔβαλεν εἰς κάθε μίαν βουλγίδα χρυσάφι κεντηνάρια δύω, ὁποῦ ἔγιναν ὅλα κεντηνάρια ὀγδοήκοντα. καὶ οὕτως τὰ ἔλαβαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλέως, καὶ τὰ ἐφόρτωσαν εἰς τὰ μουλάρια καὶ εἶπε τους· ὑπάγετε, δότε αὐτὰ τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. καὶ οὕτως ἐσφάλισε τὸ κουβούκλιον, οἱ δὲ Ἅρχοντες ὑπῆγαν τοῦ βασιλέως τὸ χρυσάφι. καὶ ὡσὰν τοὺς εἶδεν ἐξεπλάγῃ, καὶ ἐρώτησέ τους εἰς ποῖον τόπον ὑπήγετε; καὶ ποῖος εἶναι ὁ Εὐνοῦχος ὁποῦ ἔκαμε τόσην καλοσύνην εἰς ἡμᾶς, καὶ ἔδωκέ μας ταύτην τὴν δωρεὰν τοῦ χρυσαφίου; οἱ δὲ Ἄρχοντες εἶπαν τοῦ βασιλέως τὸν τόπον τῶν Παλατίων ὁποῦ ὑπῆγαν. ὅμως ὁ βασιλεὺς ἔβαλε κατὰ νοῦν ὅτι θέλει ἔλθῃ πάλιν ὁ Εὐνοῦχος ἐκεῖνος εἰς αὐτὸν νὰ τοῦ ἀποδώσῃ τὰς ἀμοιβὰς, καὶ αὐτὸς πλέον δὲν ἐφάνη. ὡς δὲ εἶδεν ὁ βασιλεὺς, ὅτι ἄργησε καὶ δὲν ἦλθεν, ἀπέ- στειλεν ἐκεῖνον ὁποῦ ἠκολούθει αὐτοῦ πάντοτε, καὶ ἄλλον ἕνα, νὰ παγένουν εἰς τὰ Παλάτια τοῦ Εὐνούχου ἐκείνου νὰ τὸν εὕρουν. καὶ ὡς ὑπῆγαν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖ- νον, οὐδὲ Εὐνοῦχον ηὗραν, οὐδὲ Παλάτια, οὐδὲ κτίσματα τελείως, μόνον ἦτον ὁ τόπος ὅλος γῆ χωρὶς κτίσματα. καὶ στραφέντες εἶπαν τοῦ Βασιλέως τὰ γινό- μενα. ὁ δὲ βασιλεὺς, ὡς ἤκουσεν, ἐθαύμασε μεγάλως, καὶ ἐγνώρισεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ Εὐνοῦχος ἦτον Ἄγγελος, καὶ ἀπεστάλη παρὰ Θεοῦ. καὶ οὕτως ἔδωκεν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ, καὶ εἶπε. τώρα ἐγνώρισα ὅτι ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Ἄγγε- λον αὐτοῦ καὶ ἐχάρισέ μου τὴν τοσαύτην Θεοχάρακτον δωρεὰν τοῦ χρυσίου. ὄντως θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ. ἔξωθεν δὲ τοῦ Ναοῦ καὶ ἔσωθεν ἦσαν κολώναις χίλιαις. καὶ πᾶσα μιᾶς κολώνας ἦτον τὸ κεφαλοκόλωνον καὶ τὸ ὑπο- πόδιον χρυσὸν ἐνθροισμένον μετὰ λειψάνων. ὅμως ὡσὰν ἔκτισε καὶ ἐτελείωσεν ὁ βασιλεὺς τὸν θαυμαστὸν τοῦτον Ναὸν, ἐχάρη χαρὰν μεγάλην, πλὴν ἦτον εἰς ἀδημονίαν μεγάλην πῶς νὰ τὸν ὀνομάσῃ. καὶ οὕτως ἀπεκαλύφθη ὑπὸ θείου Ἀγγέλου ἑνὸς παιδίου τῶν Μαστόρων, ὅτι νὰ ὀνομάσουν αὐτὸν Ἁγίαν Σοφίαν. καὶ μαθὼν τοῦτο ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τοῦ παιδὸς, ἐχάρη πολλά. λοιπὸν ἠβου- λήθη νὰ κατασκευάσῃ καὶ μεγάλην Ἁγίαν Τράπεζαν θαυμαστὴν καὶ πολυτί- μητον, ὅπως διὰ τεχνικῆς πολλῆς μεθόδου ὁποῦ θέλει τὴν κάμνει νὰ μὴ δύνεται ἀνθρώπινος νοῦς νὰ τὴν κατανοήσῃ. καὶ ἐκάλεσε σοφοὺς ἄνδρας, δοκίμους τεχνίτας πολυμαθεῖς, καὶ συνεβουλεύθη αὐτοῖς, πῶς νὰ τὴν κάμῃ. καὶ εἶπαν τοῦ βασιλέως, ὅτι νὰ βάλῃ εἰς τὸ χωνευτήριον χρυσάφι, ἀσῆμι, χάλκωμα, ἤλεκτρον, σίδηρον, ὑαλὶ, λίθους τιμίους πολλοὺς, ὑάκινθον, σμάραγδον, μαργαριτάρι, κασίτερον, μαγνίτην, ὀιύχιον, μολύβι, κρύσταλλον, ἀδάμαντα, καὶ ἄλλα ἕως, οβ΄. καὶ ἔτριψαν αὐτὰ ὅλα ὁμοῦ, καὶ τὰ ἔβαλαν εἰς τὸ χω- νετήριον, καὶ ἡ φωτία τὰ ἐχώνευσε, καὶ τὰ ἔκαμεν ἕνα μίγμα. ὁ δὲ βα- σιλεὺς καὶ ὁ Ἀρχιτέκτων ἔβλεπαν τὸν Ἄγγελον ὁποῦ τὰ ἐπαράστεκε, καὶ ἔκαμνε τὴν ὑπηρεσίαν εἰς αὐτὰ, ἤγουν τὰ ἀνάδευε μέσα εἰς τὸ χωνευτήριον. ἔλαβαν δὲ οἱ τεχνῖται τὸ χωνευτήριον, καθὼς ἦτον μετ’ ἐκεῖνα τὰ χρώματα, καὶ ἔχυ- σαν αὐτὰ καὶ ἔκαμαν τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν χυτὴν πολυποίκιλον καὶ παν- θαύμαστον. κατεκόσμησε δὲ αὐτὴν γύροθεν μὲ χρυσάφι καὶ μαργαριτάρι καὶ μὲ λίθους πολυτελεῖς, καὶ ἔβαλεν αὐτὴν ἀπάνω εἰς δώδεκα κιόνια ἀργυρᾶ, καὶ τὴν ἐνθρονίασε, καὶ τὴν ἐστερέωσε δυνατὰ μετὰ λειψάνων Μαρτύρων. τὸ δὲ θαλασσίδιον, τὸ ὑπὸ κάτω τῆς Ἁγίας Τραπέζης, καὶ ὅλα τὰ γύρο- θεν, καὶ τὰ σκαλούνια ὁποῦ ἀνέβαινεν ὁ Πατριάρχης, καὶ οἱ Κληρικοὶ ἀπάνω εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν καὶ ἠσπάζοντο, καὶ τὸ ἔδαφος ὅλον τὸ ἔκαμεν ἀργυρόν. καὶ ποῖος νοῦς ἀνθρώπου νὰ δυνηθῇ καὶ νὰ κατανοήσῃ τὴν θεωρίαν ἐκείνης τῆς Ἁγίας Τραπέζης; ὅταν δὲ ἔβλεπες αὐτὴν, ἐφαίνετό- σου ἀπὸ τὰ πολλὰ χρώματα καὶ τὴν λαμπρότητα ὁποῦ εἶχον, ὅτι ἦτον ὡσὰν στιλβωμένη. καὶ ὅταν ἤθελες νὰ τὴν ἰδῇς, σοῦ ἐφαίνετο χρυσῆ, ἄλλοτε ἀργυρῆ, ἄλλοτε ὡσὰν ζαφύρι, ἄλλοτε ὡσὰν φῶς ὁποῦ ἀστράπτει, καὶ ἄλλο- τε εἰς διάφορα χρώματα, ἀπὸ τὰ πολυποίκιλα πράγματα ὁποῦ εἶχεν.","ἀδημονίαν = ανησυχία περι- = εξαιρετικής ομορφιάς [επίθ. περικαλής] λιτὴ = λιτανεία, θρησκευτική πομπή ὄστρακον = μείγμα από άμμο και κεραμίδια ἐξωδίασεν = ξόδεψε βίον = περιουσία, πλούτο ἀδημονίαν = ανησυχία ἔκστασις = ταραχή, ανησυχία, στεναχώρια Κοιαί- = τον ανώτατο λειτουργό της δικαιοσύνης [ο κοιαίστωρ] μετὰ βουλγιδίων = με σακίδια [το βουλγίδιον] κεντηνάρια = εκατοντάδες· μονάδα μέτρησης χρυσού [το κεντηνάρι] χωνευτήριον = α) το αποχετευτικό φρεάτιο στον περίβολο του ναού, όπου χύνουν το νερό της κολυμπήθρας, β) το μέρος όπου καίγονται τα κόκαλα μετά την εκταφή ὀιύχιον = είδος ημιπολύτιμης πέτρας ἐπαράστεκε = βρισκόταν κοντά και πρόσεχε τη διαδικασία χυτὴν = καλοφτιαγμένη θαλασσίδιον = υπόγεια δεξαμενή στο Άγιο Βήμα, στην οποία διοχετευόταν το νερό της βάπτισης και του νιπτήρος των ιερέων σκαλούνια = σκαλοπάτια στιλβωμένη = γυαλιστερή",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία,"Αναφορά γίνεται και στη βασιλεία της Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία τύφλωσε τον γιο της. Τα σχετικά γεγονότα σκιαγραφούνται στο απόσπασμα που ακολουθεί. Τύφλωσις Κωνσταντίνου Βασιλέως. Μοναρχία, ἢ Αὐταρχία Εἰρήνης τῆς Παιδοκτόνου. Ἐκράτησε δὲ ἡ μητέρα αὐτοῦ μόνη τὴν Βασιλείαν χρόνους, ε΄. καὶ ἐχάρισε δωρεαῖς μεγάλαις ἐκείνων ὁποῦ ἐτύφλωσαν τὸν υἱόν της. ἦτον δὲ τότε Πάπας τῆς Πρεσβυτέρας Ῥώμης Λέων ὁ Ἁγιώτατος· καὶ ὡς ἔμαθε τοῦτο, ἔστειλεν ὀργαῖς καὶ κατάραις πολλαῖς τῆς βασιλίσσης. διὰ τὴν ἀσπλαγχνίαν καὶ ἀδικίαν ὁποῦ ἔκαμε καὶ ἐτύφλωσε τὸν μονογενῆ υἱὸν αὐτῆς· οἱ δὲ ἀνδράδελφοι αὐτῆς ἀντιστάθηκαν εἰς τοῦτο, ὅτι νὰ εἶναι βασίλισσα, καὶ ἐξώρισεν αὐτοὺς εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ πάλιν ἀπ’ ἐκεῖ ἐκατασκεύαζαν ἐπιβουλὰς, καὶ ἔμαθέ το ἡ βασίλισσα, καὶ ἔστειλεν εἰς τοὺς Ἀθηναίους, καὶ ἀπεκεφάλισαν αὐτούς. καὶ ἐξω- λοθρεύθη παντελῶς καὶ ἠφανίσθη τοῦ μιαροῦ Κοπρωνύμου τὸ γένος ὅλον. τὴν δὲ καταδίκην, ὁποῦ ἔκαμεν ἡ βασίλισσα εἰς τὸν υἱὸν αὐτῆς, μεγάλως ἐμετανόη- σε καὶ διὰ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν ἄνοιξε τοὺς θησαυροὺς τῆς βασιλείας, καὶ ἔδω- κε χρυσίον πολὺ καὶ ἀργύριον πανταχοῦ, τῶν πτωχῶν, τῶν Μοναστηρίων, τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ τὰ κουμέρκια τῆς Πόλεως ἐχάρισε. καὶ ὅσοι ἐχρεώστουν χρέη, ὅλους τοὺς ἐλευθέρωσε, καὶ τὰ γράμματα τοῦ χρέους ὅλα τὰ ἔκαψαν ὡσὰν τὰ ἐπλήρωσεν. ὁ δὲ βασιλεὺς τῆς Ῥώμης ὁ Κάρολος ἔστειλεν εἰς τὴν βασί- λισσαν Εἰρήνην διὰ νὰ τὴν πάρῃ γυναῖκα του, νὰ σμίξουν τὴν βασιλείαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ τῆς Ῥώμης· καὶ ἕστερξεν ἡ βασίλισσα· μόνον Ἀέτιος ὁ Στρατηγὸς ἐμπόδισεν αὐτήν. αὕτη ἡ βασίλισσα ἔκτισε τὴν Ἀγχίαλον, ἤγουν τὴν Ἀχελὼ, καὶ τὴν Βεῤῥοίαν, ὁποῦ εἶναι πλησίον τῆς Θεσσαλονίκης, τὴν ὁποίαν ἐμετωνόμασεν Εἰρηνούπολιν εἰς τὸ ὅνομα αὐτῆς. τοῦ Θεοῦ δὲ ἡ δικαία κρίσις καὶ ἐκδίκησις δὲν ἄφησεν εἰς τέλος τὴν βασίλισσαν νὰ μὴ λάβῃ τὸ ἀνταπόδομα, διὰ τὴν ἁμαρτίαν ὁποῦ ἔκαμεν εἰς τὸν υἱόν της. καὶ ἐτρώθη ἡ καρδία τοῦ Νικηφόρου, τοῦ ἀπὸ Γενικῶν, τοῦ Πατρικίου, διὰ νὰ λάβῃ τὴν βασιλείαν. καὶ συνεβουλεύσαντο Λέοντα τὸν Κλόκα, καὶ Νικήταν τὸν Τριφύλλιον, καὶ Νικήταν Πατρίκιον, καὶ Σισίνιον τοὺς αὐτα- δέλφους, καὶ Λέοντα Πατρίκιον τὸν Μουσηλάκην, καὶ ἄλλους τινάς. οἱ ὁ- ποῖοι ἦλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸ Παλάτι εἰς τὴν χαλκῆν πόρταν, ὥρᾳ, δ΄. τῆς νυκτός. καὶ τοὺς φύλακας, ὁποῦ ἐφύλαγαν τὸ Παλάτι καὶ τὴν Βασί- λισσαν, ἐγέλασαν, διατὶ τῆς εἶπαν, ὅτι ἡ Βασίλισσα μᾶς ἔστειλε νὰ κά- μωμεν βασιλέα τὸν Νικηφόρον. οἱ δὲ φύλακες, ἰδόντες τούτους τοὺς θαυ- μαστοὺς ἄνδρας, ἐπίστευσαν, καὶ ἔκαμαν βασιλέα τὸν Νικηφόρον. καὶ τὸ πουρνὸν ἐσφάλισε τὴν βασίλισσαν εἰς τὸ Παλάτι τοῦ Ἐλευθερίου, καὶ ἔβαλε φύλακας καὶ τὴν ἐφύλαγαν ἐπιμελέστατα.","ἀνδράδελφοι = οι αδερφοί του άντρα της ἐπιβουλὰς = σχέδια ύπουλα για το κακό κάποιου μιαροῦ = του απεχθή, άθλιου τὰ κουμέρκια = τους τελωνειακούς φόρους για τα εμπορεύματα",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Ιωάννης Τζιμισκής,"Μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά, που υπήρξε ένας ιδιαίτερα γνωστός αυτοκράτορας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ανεβαίνει στον θρόνο ο Ιωάννης Τσιμισκής και συμβασιλεύει με τους γιους της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, η οποία θεωρήθηκε ηθική αυτουργός για τη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά. Τα γεγονότα αυτά περιγράφονται στο παρακάτω απόσπασμα. Τέλος τῆς βασιλείας Νικηφόρου τοῦ Φωκᾶ. Βασιλεία Ἰωάννου τοῦ Τζιμισκῆ καὶ τῶν υἱῶν τῆς Θεοφανοῦς. Μετὰ τὴν σφαγὴν τούτου ἐδέξατο τὴν βασιλείαν ὁ Τζιμισκῆς, ὁμοῦ μὲ τοὺς υἱοὺς τῆς Θεοφανοῦς Ῥωμανὸν καὶ Κωνσταντῖνον. ὁ δὲ Τζιμισκῆς ὑπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δὲν τὸν ἄφηκεν ὁ Πατριάρχης νὰ σέβῃ μέσα νὰ στεφθῇ βασιλεὺς, μόνον τοῦ εἶπεν, ὅτι δὲν εἶσαι ἄξιος, ὅτι στάζουν τὰ χέ- ρια σου τὸ αἷμα. ἀμὴ ἐὰν θέλῃς νὰ σέβης εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, με- τανόησε νὰ συγχωρηθῇς εἰς τὴν ἁμαρτίαν ὁποῦ ἔκαμες. ὁ δὲ βασιλεὺς ἐπρο- σκύνησε, καὶ ἔταξε νὰ κάμῃ τὸν κανόνα. πλὴν αὐτὸς μὲ τὰ χέριά του δὲν τὸν ἔσφαξε τὸν βασιλέα, μόνον ὁ Ἀλαβάντιος καὶ Ἀτζιποθεόδωρος μὲ τὸν λόγον τῆς βασιλίσσης. καὶ ὥρισεν ὁ Πατριάρχης νὰ εὔγῃ ἡ βασίλισσα ἀπὸ τὸ Πα- λάτι καὶ νὰ ἐξορισθῇ, καὶ νὰ ἐξορισθοὺν καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ τὸν ἐφόνευσαν. καὶ νὰ κοπῇ καὶ ὁ νόμος ὁποῦ ἔγινεν, ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς νὰ γίνωνται μὲ τὸ θέλημα τοῦ βασιλέως, καὶ ὅταν ἀποθάνῃ νὰ πέρνῃ ὁ βασιλεὺς τὰ πράγματά του, ὁποῦ τὰ ἔκαμεν ὁ Νικηφόρος ὁ βασιλεύς. ὁ δὲ Τζιμισκῆς ἐν ταὐτῷ ἐξώρισε τὴν βασίλισσαν εἰς τὸν Μαρμαρὰν, καὶ τοὺς φονεῖς ἐδίωξε, καὶ τοὺς νόμους ἤφερε καὶ τοὺς ἔσχισεν ὁ Πατριάρχης. καὶ τῶν Χριστουγέννων ἔστεψεν ὁ Πατριάρχης τὸν Τζιμισκῆν βασιλέα, καὶ τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἔγινε μεγάλη πεῖνα, ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ Πατριάρχης, καὶ ἐχειροτονήθη Βασίλειος Ἱερομόναχος ὁ Σκαμανδρηνὸς, ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ ἡγιασμένος. ὅμως, ὡς εἶδαν τὴν καταδίκην ὁποῦ τοὺς ἔκαμεν ὁ Νικηφόρος, ὅλα τὰ ἔθνη ἐσυνάχθησαν, Τοῦρκοι, Αἰγύπτιοι, Πέρ- σαι, Ἄραβες, καὶ ἄλλοι νὰ πολεμήσουν, νὰ ἐλευθερώσουν τὰ Κάστρη ὁποῦ τοὺς ἐπῆρε. καὶ ἔκαμαν Ἀφέντην, Σῶχαρ ὀνόματι, ἄνδρα ἀνδρειομένον καὶ πρακτι- κώτατον καὶ ἄξιον τοῦ πολέμου, καὶ τόσον πολὺ φουσάτον ἐμαζώχθη τῶν ἐχθρῶν, ὅτι μέτρον δὲν εἶχε. καὶ ἐρχόμενοι ἐκούρσευαν Κάστρη καὶ Χώρας. καὶ ὡς ἔμαθον καὶ τὸν θάνατον Νικηφόρου τοῦ βασιλέως, ἐχάρησαν περισσότερον. ὁ δὲ βασιλεὺς Τζιμισκῆς ἦλθεν εἰς ἀδημονίαν μεγάλην, καὶ στέλλει γράμματα εἰς ὅλους τοὺς Στρατηγοὺς του νὰ στρατεύσουν κατὰ τῶν ἐχθρῶν. καὶ παρευθὺς ἔδραμαν. καὶ πολέμου γενομένου, ποτὲ μὲν οἱ Ῥωμαῖοι ἐνίκουν, ποτὲ δὲ οἱ Τοῦρκοι, καὶ ἔγιναν φό- νοι καὶ αἵματα πολλά. ἦλθεν γοῦν ὁ χειμὼν, καὶ ἔπαυσαν οἱ πόλεμοι. καὶ ὁ βασιλεὺς ἡτοίμασεν ἄλλα φουσάτα κατὰ τῶν ἐχθρῶν, καὶ ἔκαμε πᾶσαν οἰκο- νομίαν. ἐκάθηραν γοῦν τὸν Πατριάρχην διὰ πολλαῖς αἰτίαις καὶ ἔγινε Πα- τριάρχης Ἀντώνιος ὁ Στουδίτης. ἐν δὲ τῷ Αὐγούστῳ μηνὶ ἐφάνη Κομήτης, ὁ λεγόμενος Πωγωνίας, καὶ ἐστάθη μῆνας, η΄. ἐπροεμήνυσε δὲ τὸν θάνατον τοῦ βασιλέως. τοῦτος ὁ βασιλεὺς ὥρισε καὶ ἔβαλεν εἰς πᾶσαν χαραγὴν τὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔγραψεν ὁλόγυρα, Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, καὶ ἐφύλαξάν το καὶ οἱ ἄλλοι βασιλεῖς μετὰ ταῦτα. καὶ τὸ καλοκαῖ- ρι εὔγαλεν ὁ βασιλεὺς τὰ φουσάτα, καὶ ὑπῆγε κατὰ τῶν Τουρκῶν ὁποῦ ἐπο- λεμοῦσαν μετὰ τῶν Στρατηγῶν. καὶ ἦλθεν εἰς τὰ Εὐχάϊτα τῇ ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου, ὁποῦ ἑώρταζαν τὴν μνήμην τους εἰς τὰς, η΄. τοῦ Ἰου- νίου. καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ φουσάτον αὐτοῦ εἶδεν ἕνα Στρατιώτην μὲ ἄσπρον ἄλο- γον θαυμαστὸν, ὁποῦ δὲν τὸν εἶδε ποτέ του, καὶ ἠνάγκαζε τὰ φουσάτα, καὶ μὲ λόγους καλοὺς τοὺς ἐστερέωνε πρὸς τὸν πόλεμον. καὶ πρὶν νὰ σμίξουν οἱ πόλε- μοι, εἶδε μία Γυναῖκα γερόντισσα εὐλαβεστάτη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς τὸν ὕπνον της, μίαν Κυρὰν λαμπροφορεμένην ἐπὶ θρόνου μὲ στρατιώτας, ἡ ὁποία ἦτον ἡ Παναγία, καὶ εἶπεν ἑνὸς στρατιώτου. Κύριε Θεόδωρε, ἔξευρε, ὅτι Ἰωάννης ὁ Βασιλεὺς ὁ φίλος μας εἶναι εἰς μέγα κίνδυνον, καὶ καβα- λίκευσε, καὶ σύρε βοήθησέ του. καὶ ἐν ταὐτῷ ὁ Μέγας Θεόδωρος ἔσωσε κα- βαλάρης εἰς τὸν βασιλέα. ἡ δὲ γυναῖκα ἐδιηγήθη τὸ ταχὺ τὸ ὄνειρον, καὶ ὅλοι ἐδόξασαν τὸν Θεόν. καὶ ἐπιστώθη ὅλος ὁ Λαὸς, ὅτι νικᾷ ὁ βασιλεύς. γενομένου γοῦν τοῦ πολέμου, ἔβλεπεν ὁ βασιλεὺς ὀφθαλμοφανῶς τὸν Ἅγιον Θεόδωρον, ὁποῦ ἐκατάσφαζε τοὺς ἐχθρούς. καὶ ἐξωλοθρεύθησαν ὅλοι, καὶ ἐδό- ξασε τὸν Θεὸν, τὴν Θεοτόκον, καὶ τὸν Ἅγιον Θεόδωρον. ἐπῆγε γοῦν σωμα- τικῶς ὁ βασιλεὺς εἰς τὰ Εὐχάϊτα, ἐκεῖ ὁποῦ ἦτον τὸ Λείψανον τοῦ Ἁγίου, καὶ ἐχάλασε ἀπὸ θεμελίου τὸν Ναὸν, καὶ ἔκαμεν ἄλλον ὠραιότατον. καὶ τὰ Εὐχάϊτα τὰ ἐπωνόμασε Θεοδωρούπολιν. ἦλθε γοῦν εἰς τὴν Πόλιν. καὶ τι- νὲς τοῦ Παλατίου, ὁποῦ δὲν τοὺς ἔδωσε χάριτας, ὁποῦ ἐζητοῦσαν, ἡτοίμασαν ποτήριον φαρμάκι, καὶ τὸ ἔκαμαν ἀχαμνὸν, καὶ ἐχάρισαν χαρίσματα εἰς τὸν κεραστήν του, καὶ εἴπάν του τὸ μυστήριον, καὶ ἔδιδέ του ὀλίγον ὀλίγον, διὰ νὰ μὴ γροικηθῇ εἰς τὴν ὥραν. καὶ ὡς τὸ ἔπιεν, ἔπεσεν εἰς ἀσθένειαν, καὶ καθ’ ἡμέραν εἰς τὸ χειρότερον. ἔπεσε δὲ εἰς τὸ κρεββάτι, καὶ εὔγαλε νοσήματα εἰς τοὺς ὤμους ὡσὰν κάρβουνα, καὶ ἀπ’ ἐκεῖ εἰς τὰ μάτια, καὶ ἔτρεχεν αἷμα πολύ. ὡς εἶδεν ὅτι ἀποθένει, ἐσέβη εἰς τὸ Παλάτι, καὶ ἔκαμε Κληρονό- μους τῆς βασιλείας τοὺς Υἱοὺς τῆς Θεοφανοῦς, Βασίλειον, καὶ Κωνσταντῖνον, ὁποῦ τοὺς εἶχε μὲ τὸν Ῥωμανὸν τὸν βασιλέα. ἐβασίλευσε δὲ αὐτὸς χρόνους, ϛ΄.","σέβῃ = να μπει μέσα φουσάτα = πλήθη ενόπλων, στρατεύματα ἐκάθηραν = καθαίρεσαν χαραγὴν = χάραγμα ἀχαμνὸν = αραιό κεραστήν = αυτόν που προσφέρει τα ποτά σε μια γιορτή ή συγκέντρωση [ο κεραστής]",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Δυναστεία Κομνηνών,"Μετά τον Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη, ο οποίος βασίλεψε από το 1078 ώς το 1081, ανεβαίνει στον θρόνο της βυζαντινής αυτοκρατορίας ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, ο οποίος θεωρείται ο θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών· η τελευταία υπήρξε μία από τις πιο γνωστές δυναστείες αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Αρχικά, περιγράφεται η βασιλεία του Αλεξίου Α΄ και έπεται αναφορά στη βασιλεία του Ιωάννη και του Μανουήλ, δηλαδή των διαδόχων του. Τέλος τῆς Βασιλείας Νικηφόρου τοῦ Βοτανειάτου. Βασιλεία Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ. Μετὰ τὸν θάνατον τούτου, ἔλαβε τὴν βασιλείαν Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς, καὶ ἐβασίλευσε χρόνους, λζ΄. καὶ μῆνας, δ΄. καὶ εἰς τὰς ἡμέρας τούτου ἔγινεν ἡ στάσις περὶ τῶν τριῶν μεγάλων Ἀρχιερέων, Βασιλείου, Γρηγορίου, καὶ Ἰωάν- νου τοῦ Χρυσοστόμου. καὶ τὸ Μοναστήριον τῆς Πάτμου ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου. τοῦτος ὁ βασιλεὺς ἐτίμησε τὴν Λακεδαιμονίαν εἰς Μητρόπολιν, ὁποῦ ἦτον Ἐπισκοπὴ τῶν Παλαιῶν Πατρῶν. καὶ ἐδόθη τῷ Μητροπολίτῃ Παλαιῶν Πατρῶν τὸ Ἀμύκλιον ἀντὶ τῆς Λακεδαιμονίας, ἐν ἔτει ˏϛφη΄. ἐπὶ τῆς Πατριαρ- χείας Εὐσταθίου. ἐδόθη δὲ αὐτῷ καὶ σάκκος ἐν ταῖς Ἱερουργίαις. τοῦτος ὁ βασι- λεὺς τὴν Ἀττάλειαν εἰς Μητρόπολιν ἐτίμησεν, ὁποῦ ἦτον Ἐπισκοπὴ Πέργης τῆς Παμφυλίας. τοῦτος ὁ βασιλεὺς ἔδωκε νεαρὰν, νὰ μετακρίνωνται οἱ καθ- ηρημένοι Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, ἢ δικαίως ἐκρίθησαν, ἢ ἀδίκως. καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Καισαρείας Σάββας ἔγινε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων· ἐπέρασε δὲ τοῦτος ὁ βασιλεὺς εἰρηνικῶς εἰς τὸν καιρόν του, καὶ ἀπέθανε. Θάνατος Βασιλέως Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ. Βασιλεία Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ. Μετὰ τοῦτον ἐβασίλευσεν ὁ Υἱὸς αὐτοῦ Ἰωάννης ὁ Κομνηνὸς, καὶ ἐστέφθη παρὰ τοῦ Πατριάρχου,γνώμη πάσης τῆς Συγκλήτου, καὶ παντὸς τοῦ Λαοῦ. ἐβασίλευσε δὲ χρόνους, κδ΄. καὶ μῆνας ζ΄. καὶ ἀπέθανε. Τέλος τῆς Βασιλείας Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ. Βασιλεία Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ. Ἀποθανόντος δὲ τούτου, ἔγινε βασιλεὺς ὁ Υἱὸς του ὁ Μανουὴλ γνώμῃ τοῦ Πα- τριάρχου, καὶ τῶν Ἀρχόντων, καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ. ἐβασίλευσε δὲ χρόνους, λη΄. εἰρηνικῶς. καὶ εἶδεν ὅτι ὁ Κόσμος εἶναι μάταιος, καὶ ἐπαραίτησε τὴν βασιλείαν, καὶ ἔγινε Καλόγηρος καὶ μετωνομάσθη Ματθαῖος Μοναχός. Τέλος τῆς Βασιλείας Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ. Βασιλεία Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ. Μετὰ τοῦτον ἐβασίλευσεν ὁ Υἱὸς αὐτοῦ Ἀλέξιος Κομνηνός. τοῦτος ὁ βασι- λεὺς ἔκαμε νεαρὰν περὶ μνηστείας, ὅτι νὰ εἶναι τὸ ἀρσενικὸν χρόνων, ιδ΄. καὶ τὸ θηλυκὸν, ιβ΄. εἰ δὲ καὶ εἶναι παρακάτω, νὰ εἶναι ἄκυρα. διότι αἱ μνηστεῖαι ὁποῦ γενοῦν εἰς τὸν ἄνωθεν χρόνον, δὲν χαλοῦνται κατὰ ἀναλογίαν μήτε τὰ προικοσύμφωνα, ὅτι τὴν δύναμιν τὴν ἔχουν ἀπὸ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ τῶν ἱερῶν εὐχῶν, καὶ εἶναι ἄλυτοι. ἐκτὸς τῶν αἰτιῶν ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τὸν Νόμον γραμμέναι. ἔκαμεν ἀκόμι νεαρὰν, ὅτι ἐὰν γένῃ γάμος μὲ ψιλοὺς λόγους χωρὶς ἱερολογίας, καὶ ὕστερον νὰ μετανοήσῃ τὸ ἕν μέρος, ἀνεμποδίστως νὰ χωρίζωνται, καὶ νὰ πέρνουν ἄλλον· ἐὰν δὲ σμίξῃ τὸ ἀνδρόγυνον, νὰ εἶναι ἀχώριστον. ἔσφαξέ τον γοῦν ὁ θεῖός του ὁ Ἀνδρό- νικος, καὶ ἐβασίλευσε χρόνον, α΄. Τέλος τῆς Βασιλείας Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ. Βασιλεία Ἀνδρονίκου τοῦ Κομνηνοῦ. Μετὰ τὴν σφαγὴν τούτου, ἐβασίλευσε τυραννικῶς ὁ θεῖος αὐτοῦ Ἀν- δρόνικος, ὁποῦ τὸν ἔσφαξε, χρόνους, β΄. ἡμισυ. τοῦτον τὸν ἐφόνευσε πάλιν Ἰσαάκιος ὁ Ἄγγελος, καὶ ἔπιε τὸ ποτήριον ὁποῦ τὸν ἐκέρασε. Τέλος τῆς Βασιλείας Ἀνδρονίκου τοῦ Τυράννου. Βασιλεία Ἰσαακίου τοῦ Ἀγγέλου. Μετὰ τοῦτον ἔλαβε τὴν Βασιλείαν αὐτὸς ὁ Ἰσαάκιος ὁ Ἄγγελος, ὁποῦ ἔσφαξε τὸν Ἀνδρόνικον. τοῦτος ἔσμιξε τὴν Πάρον καὶ τὴν Ἀξίαν, καὶ τὴν ἔκαμε μίαν Μητρόπολιν. τοῦτος ἐτίμησε τὸ Ἄργος εἰς Μητρόπολιν, ὁποῦ ἦτον Ἐπισκοπὴ τῆς Κορίνθου, ἐν ἔτει ˏϛγϟζ΄. εἰς τὰς ἡμέρας τούτου ἔγινεν ἕνας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. τοῦτος ὁ Βασιλεὺς ἔδωκε χρυσόβουλλον, ὅτι ὅποιος κοσμικὸς Ἱερεὺς ὁποῦ νὰ ἔχῃ γυναῖκα, καὶ θέλει νὰ γένῃ Ἀρχιερεὺς, πρῶτον νὰ γίνεται ἐγγράφως ἡ συμφωνία τῆς χωρίσεως, καὶ τότε νὰ γίνεται ἡ γυναῖκα Καλογραία καὶ νὰ σεβαίνῃ εἰς Μοναστῆρι, καὶ ἔπειτα νὰ γίνεται Ἀρχιερεύς. ἐβασίλευσε γοῦν χρόνους, η΄. ἥμισυ, καὶ ἐτύφλωσέ τον ὁ ἀδελφός του ὁ Ἀλέξιος, καὶ μὲ τοῦτο ἀπέθανε. Τέλος τῆς Βασιλείας Ἰσαακίου. Μετὰ τὸν θάνατον τούτου, ἐβασίλευσεν ὁ ἀδελφός του Ἀλέξιος χρόνους, θ΄. ἥμισυ. καὶ ὁ ἀνεψιός του Ἀλέξιος, θέλωντας νὰ ἀποδώσῃ τὰς ἀμοιβὰς ὅτι ἐτύφλωσε τὸν πατέρα του, καὶ ὅταν τὸν ηὗρεν, ἐδίωξέ τον ἀπὸ τὴν Βασιλείαν καὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Διωγμὸς Ἀλεξίου τοῦ Ἀγγέλου. Βασιλεία Ἀλεξίου Υἱοῦ Ἰσαακίου. Μετὰ τὸν διωγμὸν τούτου, ἔλαβε τὴν βασιλείαν ὁ ἀνεψιός του Ἀλέξιος ὁ υἱὸς Ἰσακκίου τοῦ Ἀγγέλου, καὶ ἐβασίλευσε μῆνας, θ΄. ἡμέρας, κ΄. καὶ τοῦτον ἐφόνευσεν Ἀλέξιος Δοῦκας ὁ Μούρτζουφλος.","σάκκος = βαρύτιμο αρχιερατικό ένδυμα με κοντά και φαρδιά μανίκια που φτάνει έως τα γόνατα Ἱερουργίαις = οι ιεροπραξίες, η τέλεση θρησκευτικών πράξεων [η ιερουργία] νεαρὰν = νέα νομοθετική διάταξη μνηστείας = αρραβώνα ἱερολογίας = ευχές της Εκκλησίας χρυσόβουλλον = αυτοκρατορικό διάταγμα με τη χρυσή σφραγίδα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Σύνοψις διαφόρων ιστοριών. Σουλτάνος Σουλεϊμάν,"Μετά τη βασιλεία του Ιωάννη Παλαιολόγου, παρεμβάλλεται αναφορά στην εξουσία που άσκησαν κάποιοι σουλτάνοι, όπως ο Μουράτ, ο Ορχάν και ο Μπαγιαζίτ. Ακολουθεί αφήγηση της εξουσίας που άσκησαν και άλλοι γνωστοί σουλτάνοι. Προς το τέλος του έργου γίνεται αναφορά στην κατάκτηση του Μοριά από τους Φράγκους. Το κεφάλαιο αυτό είναι ιδιαίτερα εκτενές. Μετά την ολοκλήρωσή του, η αφήγηση επανέρχεται στους βυζαντινούς αυτοκράτορες και συγκεκριμένα στη βασιλεία του Θεόδωρου Λάσκαρη. Επιλέχθηκε, ακόμη, να παρουσιαστεί η άσκηση της εξουσίας από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, η οποία περιγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα. Τέλος τῆς Βασιλείας τοῦ Σουλτὰν Σελήμη. Βασιλεία Σουλτὰν Σουλεϊμάν υἱοῦ Σελήμη. Καὶ ἐβασίλευσεν ὁ Σουλτὰν Σουλεϊμάνης νέος πολλά. καὶ ὑπῆγεν ὁ Ἀστρο- νόμος Ἑβραῖος, καὶ ἐνθυμήθη τοὺς λόγους, καὶ ἔδωκέ του χαρίσματα πολλά. καὶ ἠρώτησέ τον περὶ τῆς βασιλείας του, πῶς, καὶ πόσον θέλει βασι- λεύσει. καὶ αὐτὸς, ὡς ἔχουν πάντα ἐχθροὺς τοὺς Χριστιανοὺς, εἶπέ του, ὅτι οἱ Χρι- στιανοὶ, θέλουν σὲ ἐπιβουλευθῇ, καὶ θέλουν χαλάσει τὴν βασιλείαν σου. καὶ ὁ Αὐθέντης κράζει τοὺς Πασιάδες, καὶ λέγει τους νὰ κόψουν ὅλους τοὺς Χριστιανούς. καὶ ὁ Πυριπασιᾶς δὲν ἄφηκε, μόνον εἶπεν. Ἀφέντη, περὶ βασιλείας εἶναι ἀπὸ Θεοῦ νὰ δοθῇ, καὶ ὅσα ὁ Θεὸς θέλει, γίνονται, καὶ ἄνθρωπος δὲν δύνεται νὰ ἐναντιωθῇ. καὶ ἐπειδὴ ὁρίζεις, ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι εἶναι ἐπίβουλοι, ἄφες ἡμᾶς τοὺς δούλους σου νὰ ἐξετάσωμεν καταλεπτῶς, καὶ ἐὰν τοὺς εὕρωμεν ἐπιβούλους, θέλομεν τοὺς θανατώσει μὲ γυναῖκες καὶ παιδία, εἰ δὲ καὶ εἶναι συκοφαντία, θέλομεν τοὺς ἀφήσει ὡς πιστούς σου δούλους. καὶ ἤρεσάν του οἱ λόγοι τοῦ Πυριπασιᾶ, καὶ ἐκόπη ὁ λογισμός του. ἔμαθε γοῦν ὁ Καλέντζης πῶς ἀπέθανεν ὁ Σουλτὰν Σελήμης, καὶ ἐβασίλευσεν ὁ Σουλεϊμάνης, καὶ ἐβουλεύθη νὰ ἀθετήσῃ τοὺς ὅρκους, ὁποῦ ἔκαμε τοῦ Σελὴμ, καὶ νὰ γένῃ βασιλεὺς τῆς Συρίας ὅλης, καὶ ἔπιασεν ὅλους τοὺς πρώτους Μα- μαλούκους μὲ κολακείαις. καὶ ἤφερέ τους εἰς τὸ θέλημά του. ὁμοίως καὶ τοὺς Μώρους. ἔπεμψε καὶ εἰς τὴν Ρόδον, εἰς τὸν μέγαν Μάστορα, νὰ τοῦ δώσῃ λαμπάρδαις καὶ ἅρματα. ἔστειλε καὶ κρυφὰ Ἀποκρισιαρίους εἰς τὸν Καϊάρμπεην νὰ ὁμοφωνήσουν νὰ γενοῦν Ἐξουσιασταὶ μόνοι τους, καὶ νὰ κόψουν τοὺς Τούρκους ὅλους. ὁ δὲ Καϊάρμπεης, ὡς ἐχθροὶ παλαιοὶ ὁποῦ ἦτον, δὲν ἔστερξε, καὶ κόπτει τοὺς Ἀποκρισιαρίους, καὶ ἔστειλεν εἰς τὸν Ἀφέντην ταχυδρόμον. καὶ ἔστειλε φουσάτα μὲ τὸν Καρὰτ Πα- σιᾶν, καὶ ὁ Καλέντζης ἔφυγε, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Δαμασκὸν, καὶ ἐπλάκωσέ τον ὁ Καρατπασιᾶς. καὶ στανικῶς τοῦ κρούει πόλεμον φοβερὸν. καὶ ἐσφάγη εἰς τὸν πόλεμον μὲ ὅλον του τὸ φουσάτον. καὶ ἦλθεν ὁ Καρατπασιᾶς εἰς τὸν Ἀφέντην μετὰ νίκης, καὶ ἐστερεώθη ὁ Καϊάπεης περισσότερον ὡς πιστός. τὸν δὲ, β΄. χρό- νον, ἤγουν εἰς τοὺς ˏαφκα΄, ἐσύναξε φουσάτα ὁ Αὐθέντης, καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸ Μπε- λιγράδι καὶ ἐπῆρέ το. καὶ ἦλθε μὲ μεγάλην χαρὰν εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν. καὶ πάλιν εἰς τοὺς ˏαφκβ΄. ἐσύναξε φουσάτα διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης, καὶ εἶχε διὰ ξη- ρᾶς χιλιάδας, σ΄. διὰ δὲ θαλάσσης, σο΄. καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν Ῥόδον χωρὶς τὸ θέ- λημα τῶν Πασιάδων, διότι ἐφοβοῦντο νὰ μὴν τύχῃ καὶ δὲν τὴν πάρῃ, καθὼς καὶ ὁ Σουλτὰν Μεχμέτης. ὑπῆγε γοῦν καὶ ἐσέβη εἰς τὸ Νησὶ τῆς Ῥόδου, καὶ εὔγαλε ταῖς λουμπάρδαις, καὶ ἐπολέμα τὸ Κάστρον. καὶ οἱ Ῥοδῖται ἐπολεμοῦσαν ἀνδρειωμένα, καὶ ἐγίνετο πολὺς θάνατος καὶ εἰς τὰ δύω μέρη. δὲν ἐδυνήθησαν γοῦν οἱ Τοῦρκοι νὰ συμ- μώσουν εἰς τὸ Κάστρον ποσῶς, καὶ ἐλυπεῖτο ὁ Ἀφέντης πολλὰ, ὅτι ἔπεσε καὶ εἰς τὸ φουσάτον ἀσθένεια, καὶ ἀπέθεναν καθημερινῶς. ἔστειλε καὶ ὁ Καϊάρμπεης ἀπὸ τὸ Μισῆρι σαράντα καράβια μὲ ἀναγκαῖα ἅρματα τοῦ πολέμου, καὶ οἱ πτωχοὶ οἱ Ῥο- δῖται βοήθειαν ποθὲν δὲν εἶχαν. καὶ ὁ Πάπας εἶχε τότε κάτεργα καὶ καράβια, καὶ Λαὸν ἕως τρεῖς χιλιάδες, καὶ ἠνάγκασέ τον πολλὰ ὁ Καρδινάλης ντὲ Μέντζης, ὁποῦ ἔγινε Πάπας ὕστερον, καὶ ἄλλοι πολλοὶ, πλὴν δὲν ἠθέλησε νὰ στείλῃ βοήθειαν τῆς ἀθλίας Ῥόδου, καὶ ἦσαν πολλὰ ἀπελπισμένοι. ὅμως μίαν ἡμέραν ἐκαθέζοντο ὁ Μέγας Μάστορας, ὁ Μαρτηνέγκος, ὁποῦ ἦτον εἰς πολέμους, καὶ μηχανὰς θαυμαστὸς, καὶ ὁ Φρὰ Μιράγιας, καὶ εἶπεν ὁ Μαρτηνέγκος, ὅτι ἂς πολεμῇ ὁ Τοῦρκος ὅλην του τὴν ζωὴν δὲν κάμνει τίποτε, ὅτι εἶναι ἄτεχνοι καὶ βάρβαροι. ἀμὴ ἐὰν ἔκαμνε μίαν τέχνην, ἐπερνέ το τὸ Κάστρον. ὁ δὲ Φρὰ Μιράγιας τὸν ἐρώτησε τις εἶναι ὁ τρόπος; καὶ ὁ Μαρτηνέγκος ἐθάῤῥησεν ὅτι εἶναι πιστὸς, καὶ εἶπε τὸ μυ- στήριον· ὅτι ἂν ἤθελε σκάψῃ τὸ χῶμα νὰ τὸ κάμῃ ὑψηλότερον ἀπὸ τὸ Κά- στρον, καὶ τὰ βάλῃ ταῖς λουμπάρδαις νὰ πολεμῇ ἀπὸ ὑψηλὰ, καὶ οἱ Ῥοδῖται δὲν θέλουν δυνηθῇ νὰ πολεμοῦν, καὶ πέρνειτο τὸ Κάστρον. καὶ ὡσὰν εὐγῆκαν, καὶ ὑπῆγεν ὁ Φρὰ Μιράγιας εἰς τὸ σπῆτί του, ἐσέβη ὁ Διάβολος εἰς τὸν νοῦν του, καὶ γράφει χαρτὶ, καὶ ῥίχνει το μὲ σαγίταν ἔξω. καὶ εἴδετο ὁ Ἀφέντης, καὶ τὴν νύκτα ἔκαμε τὸ βουνὸν, καὶ ἐπολέμα ἀπ’ ἐκεῖ, καὶ τὸ ταχὺ ὡς τὸ εἶδεν ὁ Μέγας Μάστορας, καὶ ὁ Μαρτηνέγκος ἐθαύμασαν, καὶ ἐξέταζαν πόθεν καὶ ἀπὸ ποῖον ἔγινε τοῦτο. ὁ δὲ Μαρτηνέγκος εἶπε τοῦ Μεγάλου Μαστόρου, ἄλλος δὲν τὸ εἶπε, μόνον ὁ Φρὰ Μιράγιας. καὶ ἐν τῷ ἄμα ἔπεμψαν καὶ ἐπαίδευσάν τον, καὶ ὡμο- λόγησεν ὅτι, καὶ ἀπὸ πρῶτα ἤμουν ἐπίβουλος. καὶ ἐν ταυτῷ τὸν ἐφούρκισαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη. καὶ οἱ Τοῦρκοι εἶπαν, προτήτερα ἔπρεπε νὰ τὸ κάμετε αὐτὸ, ἀμὴ τώρα δὲν γλυτώνετε ἀπὸ ἡμᾶς. ὁ δὲ Μέγας Μάστορας καὶ ὁ Μαρτηνέγκος, ὡς εἶδαν οὕτως, ἔστειλαν ὅτι νὰ δώσουν τὸ Κάστρον, καὶ τὰ ἅρματα καὶ ταῖς λουμπάρδαις νὰ πάρουν μετὰ κάτεργά τους. καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἀπομείνῃ, ὅποιος θέλει νὰ ὑπάγῃ, καὶ νὰ μὴ τὸν πειράξῃ τινάς. ὁ δὲ Αὐθέντης ἔστερξέ τα ὅλα, καὶ ἔδωκε καὶ ὁρισμὸν καὶ ὑπῆγαν οἱ Ἀποκρισιάριοι εἰς τὸν Μέγαν Μάστορα, καὶ ἐν ταὐτῷ ἐγύμνωσαν τὴν Ῥόδον τὴν καλὴν καὶ περίφημον, τὴν καλλωπισμένην ὡς νύμφην, καὶ ἐμπῆ- καν εἰς τὰ κάτεργα ὅσοι ἤθελαν, καὶ ἔπιασαν τὴν Μάλταν, καὶ ἔκτισαν ἐκεῖ Κάστρον, καὶ νέαν Ῥόδον τὴν ὠνόμασαν. ὁ δὲ Αὐθέντης ἐσέβη μέσα εἰς τὴν Ῥόδον, καὶ ἐπροσκύνησεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, καὶ ἤκαμέ τον Ἱμαρέ- τι. καὶ ἦτον Δεκεμβρίου, κε΄. καὶ ἦλθέ του λόγος πῶς ἀπέθανεν ὁ Καϊάρμπεὴς ὁ τοῦ Μισηρίου Αὐθέντης, καὶ ἔστειλε τὸν Ἀματπασίαν. καὶ ὡσὰν ὑπῆγεν ἠθέλησε νὰ γένῃ Ἀφέντης, καὶ μαθαίνουν το οἱ Τοῦρκοι, καὶ κόπτουντον. καὶ ἔστειλαν τὸ μήνυμα εἰς τὸν Ἀφέντην, καὶ ἔστειλε τὸν Ἰμπραῒμ πασιᾶν. καὶ εἰς τοὺς ˏαφκϛ΄. ἐκίνησε κατὰ τοῦ Οὐγγρου, καὶ ἐπέρασε τὸν Σάβα ποταμόν. ἐπολέμησε τὸ Βαρτὰν Κάστρον, καὶ ἐπῆρέ το διὰ, κ΄. ἡμέρας, ὅτι ἐπροσκύνησεν. οἱ δὲ Γιανιτζάροι, ὡσὰν ἐσέβηκαν μέσα, ἔκοψαν τὸν Λαὸν χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ βασιλέως. καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸν Δρά- βα, καὶ ἐπῆρε τὸ Κάστρον ὡραῖον, ὅτι ἐπροσκύνησε. καὶ μετὰ, ιγ΄. ἡμέρας ἔσ- μίξαν μὲ τὸν Ῥήγα τῶν Οὐγγρῶν, καὶ ἐπολέμησαν, καὶ ἐσφάγησαν πολλοὶ, ἀπὸ τὰ δύω μέρη, ἀπὸ λουμπάρδαις καὶ τουφέκια. καὶ ἐνικήθη ὁ Ῥήγας, καὶ ἔφυγε. μετὰ δέκα ἡμέρας ἔφθασεν εἰς τὸν θρόνον τοῦ Ῥηγὸς εἰς τὸ Μουντάνον, καὶ ἦτον ἔρημον, μόνον ὀλίγοι Ἑβραῖοι, οἱ δὲ ἄλλοι ἔφυγαν, καὶ ἐπῆρέ το· καὶ ἐκάθισε μέσα, καὶ ἔκαψέ το ὅλον, μόνον τὸ Παλάτι ἅφησε, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Πόλιν μὲ λαμπρὰν νίκην. ἤφερε καὶ δύω Στάτουαις προύντζιναις, ὁποῦ ἦσαν τοῦ Ῥηγὸς τῶν Οὐγ- γρῶν. εἰς δὲ τοὺς ˏαφλζ΄. ἔκαμε μάχην μὲ τοὺς Βενετίκους, καὶ ὑπῆγεν ἡ ἁρμάδα εἰς τὴν Πουλίαν, καὶ εἰς τοὺς Κορφοὺς, καὶ ἐπολέμησε, καὶ ἔλαβεν αἰχμαλωσίαν ἀπὸ τὰς Χώρας, καὶ ἀπὸ τὴν Κεφαληνίαν, καὶ ἐρημώσάν τας. καὶ ἦσαν πρῶτοι τῆς Ἁρ- μάδας ὁ Τουλφιμπασιᾶς, καὶ ὁ Χαριατιμπασιᾶς. καὶ ἐπολέμησαν τοὺς Κορφοὺς πολλὰ, καὶ τίποτε δὲν ἔκαμαν, μόνον ἔβαλαν φωτίαν καὶ ἔκαψαν παλάτια, ὀσπήτια, ἐργαστήρια, καὶ ἄλλα πολλὰ, καὶ Ἐκκλησίας. καὶ ὑπῆγεν ἡ Ἁρμά- δα εἰς τὴν Πόλιν, ὅτι ὁ χειμών ἐσύμωνε. καὶ ὑπῆγε λόγος εἰς τὰς, ιδ΄. τοῦ Σεπτεμβρίου, εἰς τὸ Ναύπλι, ὅτι εἶναι μάχη. καὶ ἦτον Μπάϊλος τότε καὶ Καπετάνιος Ναυπλοίου Βιτόρος Γαρζόνης, καὶ ἔπεμψε τὸν ἀνδρειομένον Μπο- ζίκην, καὶ ἐκούρσευσεν ἀπὸ τὰ χωρία σιτάρι, ζῶα, καὶ τροφήματα. καὶ πά- λιν οἱ Τοῦρκοι ἔδραμαν εἰς τὰς Χώρας τοῦ Ναυπλοίου, καὶ ἔκοψαν ἀνθρώπους καὶ ζῶα, καὶ ἐπῆραν ἄνδρας καὶ γυναῖκας. καὶ μετέπειτα ἐπῆγεν ὁ Κασιμπασιᾶς εἰς τοὺς πύργους τοῦ Καστρίου. καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοὺς πάρῃ, καὶ ἔκαψέ τους, καὶ ἐπαραδόθησαν, διὰ νὰ μὴν καγοῦν. καὶ πολλοὶ ἔπεσαν κάτω μὲ σχοινία, καὶ ἐσκλαβώθηκαν διὰ νὰ μὴν πεθάνουν. τότε ἐπῆρε καὶ τοὺς Παλαιολόγους, τὸν κὺρ Ἀνδρόνικον, τὸν κὺρ Νικόλαον, τὸν κὺρ Θεόδωρον, καὶ τὸν κὺρ Δημήτριον, καὶ εἰς τὸ Ἄργος ἔκοψε τὰ κεφάλιά τους, καὶ τότε παρεδόθη καὶ τὸ Θερμίσι. καὶ ἡ Ἁρμάδα, ὅταν ὑπήγενεν, ἦλθεν εἰς τὴν Αἴγιναν καὶ ἐπῆρέ την, εἰς τοὺς ˏαφλζ΄. ἐν Μηνὶ Ὀκτωβρίῳ, καὶ ἄφηκέ την ἔρημον, καὶ ἄλλα Νησία, καὶ ἐφόρ- τωσεν αἰχμαλωσίαν, καὶ ὑπάγει εἰς τὴν Πόλιν. καὶ ἡ μάχη ἐκράτειε χρόνους, γ΄. καὶ ἐπολεμοῦντο τὰ δύω Κάστρη, τὸ Ναύπλοιον, καὶ ἡ Μονεμβασία, καὶ ἐσκοτώ- θησαν πολλοὶ Χριστιανοί. διότι τόσοι Τοῦρκοι ἦτον, ὅτι ἕνας Χριστιανὸς εἰς χι- λίους Τούρκους ἐμετρεῖτο. ἀπέθαναν γοῦν εἰς τὸ Ναύπλοιον ζ΄. χιλιάδας ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν, ὅτι δὲν εἶχαν ἱερὸν, καὶ ἔπιναν βλυχὸν, καὶ τῆς ὥρας ἐμαύριζαν καὶ ἀπέθαναν. καὶ ὅσοι ἔζησαν, ὅταν ἐβασίλευσεν ὁ Ἥ- λιος πλέον δὲν ἔβλεπαν ἕως τὴν αὔριον. καὶ πολλοὶ ἔκαμαν καὶ δέκα ἡμέρας, ὁποῦ δὲν ἔφαγαν, μόνον χόρτα. καὶ οἱ πόλεμοι δὲν ἔπαυαν. καὶ ἐσκοτώθη ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος καὶ ἀνδρειομένος κὺρ Βρετὸς ὁ Μποζίκης, ὅτι τὸν ἐκ- τύπησαν εἰς τὴν πλάτην μὲ τὸ τουφέκι. καὶ λέγουν, ὅτι ἀπὸ τὰς πολλὰς νί- κας ὁποῦ ἔκαμνεν, ἐφθόνησέ τον ὁ Γουβεριαδόρος Αὐγουστὴς Κλεζὸς Φράγ- κος, καὶ ἔβαλεν ἄνθρωπον καὶ ἐσκότωσέ τον τῇ μεγάλῃ, ε΄. καὶ ἔγινε μέγας θρῆνος εἰς τὸ Ναύπλοιον. καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐχάρηκαν καὶ ἔδωκαν λουμπάρδαις, καὶ τότε οἱ Τοῦρκοι ἔδραμαν εἰς τὸ φουσάτον τῶν Ῥωμαίων, καὶ ἔκοψαν πολλοὺς, καὶ ἦλθαν ἕως τὴν πόρταν τοῦ Κάστρου. τότε εὐγῆκεν ὁ γενναιότατος κὺρ Δο- μενίγος ὁ Μποζίκης ἀπάνω τους, καὶ ἄλλους ἔκοψε, καὶ ἄλλους ἐκρέμνισε, καὶ ἐλευθέρωσε πολλοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τουρκῶν. καὶ μετὰ ἕνα χρό- νον εὐγῆκε πάλιν ὁ κὺρ Δομενίγος μὲ τὸ φουσάτον, καὶ ἕνας Τοῦρκος μὲ του- φέκι κρυμμένος τὸν ἐκτύπησεν εἰς τὸ κεφάλι καὶ ἀπέθανεν, καὶ ἤφεράν τον μέ- σα. καὶ ἀπέθανεν ἐκείνην τὴν νύκτα, καὶ ἔγινε μέγας θρῆνος εἰς ὅλους. καὶ οἱ Βενέτικοι πλέον ὡσὰν δὲν ἐδύνοντο νὰ πολεμοῦν, ἔστειλαν Ἀποκρι- σιάριον, καὶ ἔδωκαν τὰ δύω θαυμαστὰ Κάστρη, τὸ Ναύπλοιον, καὶ τὴν Μο- νεμβασίαν, καὶ γ΄. χιλιάδας χρυσᾶ, καὶ ἔκαμαν ἀγάπην. καὶ εἰς τοὺς ˏαφμ΄. Νοεμβρίῳ, κα΄. ἔδωκε τὸ Ναύπλοιον Ἀλέξανδρος ὁ Κονταρὴς τοῦ Κασιμπα- σιᾶ, καὶ Νοεμβρίῳ, κδ΄. τὴν Μονεμβασίαν, καὶ ἐπῆραν ταῖς καμπάναις καὶ τὰ ἅρματα. ἔμειναν δὲ εἰς τὰ Κάστρη πολλοὶ Ἱερωμένοι καὶ Λαϊκοὶ εἰς τὸν Τοῦρκον, καὶ ἔκαμέν τους ἐλευθέρους. εἰς δὲ τοὺς ˏαφνγ΄. ἐπῆγεν εἰς τὴν Περ- σίαν, καὶ ἐπροϋπάντησέ τον, καὶ ὥρισε καὶ ἔπνιξάν τον. ἔστειλε καὶ εἰς τὴν Προῦ- σαν καὶ ἔπνιξε καὶ τὸν υἱὸν τοῦ Μουσταφᾶ πασιᾶ, καὶ ἔγινε μέγας θρῆνος. καὶ εἰς τὰς ˏαφξϛ΄. ἐστράτευσεν εἰς τὴν Οὐγγρίαν. καὶ εἰς τὰς, κϛ΄. τοῦ Σεπτεμβρίου ἀπέθανεν ἐκεῖ εἰς τὸ Σεῒ γεφύρι, ὁποῦ τὸ ἐπολέμα μὲ τὸ φουσάτον. καὶ μετὰ δύω ἡμέρας τοῦ θανάτου του ἐπῆράν το, καὶ ἦτον ὁ Μεχμὲτ πασιᾶς ὁποῦ τὰ ἐκυ- βέρνα. καὶ ἔστειλαν ταχυδρόμους εἰς τὸν υἱόν του τὸν Σελήμην, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Πόλιν. καὶ μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς τὸ φουσάτον, καὶ ἐπῆρέ το καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Πόλιν.","θέλουν σὲ ἐπιβουλευθῇ = θα σχεδιάσουν κακό εναντίον σου κόψουν = να σκοτώσουν, να δολοφονήσουν λαμπάρδαις = βλήματα κανονιού, οβίδες [η λαμπάρδα ή λουμπάρδα] τοὺς Ἀποκρισιαρίους = τους απεσταλμένους, τους αγγελιοφόρους κάτεργα = μεγάλα πολεμικά πλοία, γαλέρες [το κάτεργον] τὸν ἐφούρκισαν = τον κρέμασαν, τον απαγχόνισαν βλυχὸν = υφάλμυρο νερό",,Ο Χρονογράφος,Δωρόθεος Μονεμβασίας Abstract,"Το έργο αποτελείται από 1082 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και παρουσιάζει τη σύναξη όλων των φυτοφάγων και σαρκοφάγων ζώων ύστερα από το κάλεσμα-προτροπή του βασιλιά λέοντα. Η συγκέντρωση εντέλει καταλήγει σε σύρραξη. Το κείμενο εντάσσεται στην παράδοση των διηγήσεων για τα ζώα, γράφτηκε στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα και ο χαρακτήρας του είναι ψυχαγωγικός, ευτράπελος αλλά και διδακτικός.",,,Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων,Ανώνυμος Η απόφαση του βασιλιά λέοντα και των συμβούλων του (στ. 11-48),"Το ποίημα ξεκινά με σύντομο πρόλογο (1-10a), όπου ο συγγραφέας επισημαίνει τον διδακτικό χαρακτήρα του κειμένου: «ίνα αναγινώσκωνται και χρώνται ταύτα παίδες». Το θέμα για το οποίο θα μιλήσει αλληγορικά στη συνέχεια είναι η «ψευδαγάπη» μεταξύ των εθνών, δηλαδή οι συνθήκες ειρήνης που συνάπτονται μεταξύ των χωρών εντελώς επιφανειακά, υποκριτικά και ως εκ τούτου καταλήγουν να είναι βραχύβιες. Ο ποιητής, όμως, θυμίζει ότι τελικά ο Θεός κρίνει και αποφασίζει για όλα. Τα απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στη συνέλευση του βασιλιά-λέοντα με τα σαρκοφάγα ζώα, τον συνάδελφό του ελέφαντα, και τους συμβούλους του, πάνθηρα και λεόπαρδο. Έχοντας συμβουλευτεί τους υπουργούς του, ο βασιλιάς αποφασίζει να στείλει τον γάτο, τον ποντικό και τη μαϊμού για να ενημερώσουν τα χορτοφάγα («καθαρά») και τα σαρκοφάγα ζώα, που είναι οι δύο ""παρατάξεις"", σχετικά με την απόφασή του να δώσουν όρκους αμοιβαίας φιλίας και αγάπης. Τα χορτοφάγα ζώα στέλνουν τον γοργοπόδαρο λαγό να συναντηθεί με τους πρέσβεις για να ενημερωθεί και να μεταφέρει την απόφαση του βασιλιά. Τῷ ἑξάκις χιλιοστῷ ὀκτακοσιοστῷ τε καὶ πρὸς τοὺς ἑβδομήκοντα καὶ ἄλλῳ τρίτῳ ἔτει, μηνὸς τοῦ Σεπτεβρίου τε τῆς πεντεκαιδεκάτης, ὁμοῦ πάντα συνήχθησαν τὰ τετράποδα ζῶα, τὰ καθαρὰ καὶ εὔχρηστα ὁμοῦ εἰς ἕνα τόπον, αἱμόβορα καὶ βδελυκτὰ εἰς ἄλλην πεδιάδα. Ἐκάθισεν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν τετραπόδων λέων ὁ ἀγριόφθαλμος καὶ γαγκλαδουραδάτος, εἶχε δὲ καὶ συγκάθεδρον ἐλέφαντα τὸν μέγαν, τὸν μήτε ἁρμούς, μὴ γόνατα μηδὲ ’στραγγάλους ἔχων. Πλησίον εἶχεν μετ’ αὐτὸν δύο πρωτοσυμβούλους, πάρδον καὶ λεοντόπαρδον, τοὺς ἀποφουμιστάδας. Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ ἕτερα ὠμόβορα θηρία, λύκος ὁ νυκτοβαδιστὴς καὶ ὁ αἱματοπότης, κύων ὁ ὑποτακτικὸς καὶ ποθητὸς ἀνθρώποις, ὁ πάντα τρώγων βρώματα καὶ πάντα κατεσθίων, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλώπεκα ἡ φουντοουραδάτη καὶ ἡ ὀρνιθοπνίκτρια, ἡ παμπονηροτάτη. Συναθροισθέντων δὲ ὁμοῦ καὶ προκαθεζομένων τοῦ λέοντος καὶ τῶν λοιπῶν, βουλὴν τοιαύτην δίδουν καὶ πρέσβεις ἀποστέλλουσιν εἰς ἅπαντα τὰ ζῶα, τὰ καθαρὰ καὶ εὔχρηστα καὶ τετράποδα πάντα. Πρῶτον τὸν κάτη πέμπουσιν, διότι νυκτοβλέπει, καὶ μετ’ αὐτὸν τὸν ποντικὸν μεγαλομουστακάτον, μακρύουρον, μακρόμυτον εἰς συντροφιὰν τοῦ κάτου, εἴχασιν δὲ καὶ μετ’ αὐτῶν ὁποὺ νὰ τοὺς δουλεύη τὴν μαϊμούν, τὸ μίμηστρον, τὸ παίγνιον τοῦ κόσμου. Ἀπήγασιν καὶ ἔσωσαν κατὰ τὸ ὁρισμένον εἰς τ’ ἄλλα τὰ τετράποδα τὰ καθαρὰ τὰ ζῶα. Ταῦτα ὡς εἶδον τὸ φρικτὸν καὶ τοὺς ἐξαίφνης πρέσβεις, ἐδόθη λόγος καὶ ὁρισμὸς καὶ ἐδιαλαλήθη, νὰ συναχθοῦν, νὰ μαδευθοῦν πάντα εἰς ἕναν τόπον, εἰς πεδιάδαν ὁμαλήν, μικρά τε καὶ μεγάλα. Ἔβαλαν οὖν διαλαλητὴν λαγὸν τὸν μεγαλόπτην, ὡς γοργοπόδαρον, ταχύν, ἵνα συνάξη πάντας καὶ νὰ ἴδωσιν τοὺς ἄρχοντας τοὺς ἀποκρισιάρους, νὰ τοὺς φιλοφρονήσουσιν, νὰ τοὺς ἀποδεχθοῦσιν καὶ τὰ χαρτία νὰ ἰδοῦν καὶ λόγους νὰ ἀκούσουν.","ὁμοῦ = μαζί, από κοινού (επίρρ.) καθαρὰ = χορτοφάγα, φυτοφάγα (προκ. για ζώο) αἱμόβορα = σαρκοβόρα, σαρκοφάγα γαγκλαδουραδάτος = που η ουρά του περιστρέφεται ελικοειδώς, σπειροειδώς (επίθ.) ἁρμούς = αρθρώσεις, κλειδώσεις ἀποφουμιστάδας = αυτούς που δυσφημούν, τους κακολόγους [ο αποφουμιστής] κύων = σκύλος βρώματα = τροφές ἀλώπεκα = αλεπού κάτη = γάτο [ο κάτης] διαλαλητὴν = κήρυκα, ντελάλη τὸν μεγαλόπτην = που έχει μεγάλα αφτιά ἀποκρισιάρους = απεσταλμένους, πληρεξούσιους [ο αποκρισιάρης]",,Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων,Ανώνυμος Η λογομαχία μεταξύ του προβάτου και του χοίρου (στ. 419-452),"Στη συνάντηση που πραγματοποιείται, ο ποντικός ανακοινώνει στους απεσταλμένους των χορτοφάγων ζώων την απόφαση του βασιλιά-λέοντα. Τα χορτοφάγα ζώα δέχονται την είδηση με σκεπτικισμό και στέλνουν με τη σειρά τους το άλογο, τον γάιδαρο και την καμήλα στα σαρκοφάγα ζώα ως δικούς τους εκπροσώπους, προκειμένου να επισυνάψουν συνθήκη ειρήνης, όπως και γίνεται. Μετά αρχίζουν οι προετοιμασίες για τη μεγάλη συνέλευση, την έναρξη της οποίας ανακοινώνει ο βασιλιάς, προτρέποντας τα ζώα να αυτοπαρουσιαστούν ένα-ένα στο βήμα. Πρώτος βγαίνει να παρουσιάσει τον εαυτό του ο ποντικός, αλλά γρήγορα έρχεται ο γάτος για να συγκρουστεί μαζί του, αναφερόμενος στα μειονεκτήματά του. Ο ποντικός αντεπιτίθεται και φεύγει από τη σκηνή, ενώ εμφανίζεται ο σκύλος να επιτεθεί στον γάτο, ο οποίος δεν αντέχει τις προσβολές και εγκαταλείπει κι αυτός τη σκηνή. Παίρνει σειρά η αλεπού για να καβγαδίσει με τον σκύλο, ο οποίος φεύγει για να ανέβει στη θέση του ο λαγός και να αντιπαρατεθεί πρώτα με την αλεπού και στη συνέχεια με το ελάφι. Μετά το ελάφι, στο βήμα έρχεται και ο χοίρος, ενώ η αλεπού αποχωρεί. Το απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στην αντιπαράθεση μεταξύ του προβάτου και του χοίρου, κατά την οποία το πρόβατο προσβάλλει τον τελευταίο για τη βρωμιά που τον χαρακτηρίζει, ενώ δεν παραλείπει να του υπενθυμίσει ότι όχι μόνο τρώει με ευχαρίστηση κάθε σάπιο κρέας που βρίσκει μπροστά του, αλλά πως καταβροχθίζει με την ίδια όρεξη και το χοιρινό. Έτσι, ο χοίρος αποχωρεί ντροπιασμένος από τη σκηνή. Τὸ πρόβατον δ’ ὡς ἤκουσεν τοῦ μοχθηροῦ τὰς ὕβρεις, ἐξέβη τότε καὶ αὐτὸ καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ ἥμερα καὶ ταπεινὰ ἐφθέγξατο τοιαῦτα: «Πολλὰ ἐμεγαλαύχησας, φλυαροκόπε χοῖρε. Φησὶν ὁ ἐπιχώριος λόγος καὶ παροιμία: Ἑβραῖος ὄζει καὶ βρομεῖ καὶ ὅλη του ἡ θήκη· οὕτως καὶ σύ, κακόδοντε, κοπροαναθρεμμένε, ὅσα κὰν φᾶς καὶ ὅσα πιῆς καὶ ὅσα σπαταλήσης, ἐὰν μὴ φάγης κόπρια, οὐδὲν σὲ νοστιμίζουν». Τότε ὁ χοῖρος ἔφησεν γελῶν καὶ χολιάζων: «Ἦλθεν ἄλλη φιλόσοφος μείζων τῆς ἀλωπούτσας καὶ ἔχανε τὸ στόμαν της καὶ ἔχεσαν οἱ πάντες. Ποῦ ἔμαθες τὰ γράμματα, προβάτα μυξαρέα; Ὁ λύκος σοῦ τὰ ἔμαθεν, ὁ φίλος σου ὁ γέρων, ὁ κύων ὁ παγκάκιστος, ὁ ἀδελφοποιτός σου, ἡ αἶγα μὲ τὰ γένια, ὁ τράγος μὲ τὴν κοῦτλαν;» Τότε εὐθὺς τὸ πρόβατον ταῦτα ἀπιλογήθη: «Ὦ μιαρὲ σκατόχοιρε, βορβοροκυλισμένε, ποὺ τρώγεις πάντα τὰ κακὰ καὶ ἄχρηστα τοῦ κόσμου σκωλήκια καὶ κόπρια, κρέατα ψοφισμένα, ὀφίδια καὶ ἑρπετὰ καὶ σαπημένα εἴδη, ἀκόμη καὶ τὸ ὀλέθριον καὶ τὸ κακὸν τὸ κάμνεις, κανένα ζῶον ἢ πτηνὸν ἢ ὄφις ἢ θηρίον οὐκ εἰσηκούστηκε ποτὲ τὸ κρέας του νὰ φάγη· καὶ σὺ ἂν εὕρης μοχθηρὸν καὶ ἔνι ψοφισμένον, πολλάκις δὲ καὶ ἂν βρομῆ καὶ ἔνι σαπημένον, ἐκεῖ στέκεις καὶ τρώγεις το ὡς καθαρὸν ἀλεύριν· καὶ πάντοτε ἡ μύτη σου ὀσμεῖται τὴν κοπρέαν καὶ ἀνασκάπτει τὰ πηλὰ διόλου καὶ τὴν βούρκαν. Καὶ σὺ ποιεῖς τὴν ψῆφον σου καὶ τὴν ὑπόληψίν σου μὲ ζῶα καθαρώτατα, ἀμίαντα παντάπαν». Ὁ χοῖρος δὲ ὡς ἤκουσεν τὰς ὕβρεις τοῦ προβάτου καταισχυνθεὶς καὶ ἐντραπεὶς ἀπέφυγε μακρόθεν. Τὸ πρόβατον δ’ ἀπόμεινεν στέκοντα εἰς τὸ μέσον.","ἔστη = στάθηκε ἐφθέγξατο = είπε ἐπιχώριος = δημώδης ὄζει = βρομάει, ζέχνει θήκη = σακούλα μείζων = μεγαλύτερη, σπουδαιότερη ἀλωπούτσας = από την αλεπού (γεν. συγκρ.) τὴν κοῦτλαν = το κούτελο βορβοροκυλισμένε = κυλισμένε στη λάσπη ἔνι = είναι",,Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων,Ανώνυμος Η λογομαχία μεταξύ της καμήλας και του αλόγου (στ. 776-808),"Στη σκηνή σπεύδουν να εμφανιστούν η αίγα και ο τράγος για να τσακωθούν με το πρόβατο και να το κατηγορήσουν για τα μειονεκτήματά του. Το πρόβατο υπερασπίζεται τον εαυτό του, υπερηφανευόμενο για το μαλλί, το κρέας και το δέρμα του. Ως απάντηση, η αίγα και ο τράγος αρχίζουν να καυχώνται για το δικό τους δέρμα, κρέας και γάλα, με αποτέλεσμα το πρόβατο να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη σκηνή προσβεβλημένο. Τη θέση του παίρνουν το βόδι και το βουβάλι. Το βόδι αρχίζει να μιλά απαξιωτικά για τα μικρά ζώα, παραλληλίζοντας τον εαυτό του με τον ήλιο, το βουβάλι με το φεγγάρι και τα μικρά ζώα με τα αστέρια. Η αίγα και ο τράγος εγκαταλείπουν τη σκηνή, ενώ το βουβάλι εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την παρομοίωση που έκανε το βόδι και αρχίζει να καυχιέται για τα δικά του πλεονεκτήματα – τη δύναμή του, τα κέρατά του και το γάλα του, από το οποίο φτιάχνεται νοστιμότατο τυρί. Το βόδι, δυσαρεστημένο, το διακόπτει και αναφέρει τα δικά του προτερήματα, κάνοντας λόγο για την αξία των δικών του κεράτων, την ουρά του, το γεννητικό του όργανο και το δέρμα του. Στο βήμα εμφανίζεται ο γάιδαρος για να καυχηθεί για το δικό του γενετικό όργανο και καλεί το άλογο να ανέβει στη σκηνή για να αναμετρηθούν. Το άλογο έρχεται για να κατηγορήσει τον γάιδαρο για τα βαριά φορτία που μεταφέρει, το πώς τον κακοποιούν όταν δεν κάνει καλά τη δουλειά του και πως όλοι οι γάιδαροι είχαν στείλει εκπρόσωπό τους στον βασιλιά για να ζητήσουν απαλλαγή από τη μεταφορά των φορτίων. Ο γάιδαρος, όντας προσβεβλημένος, προσπαθεί να απαντήσει. Το άλογο συνεχίζει να υπερηφανεύεται για τα πλεονεκτήματά του, ενώ παρομοιάζει την άθλια ζωή του γαϊδάρου με εκείνη της καμήλας. Η τελευταία, αφού ακούει το όνομά της, ανεβαίνει στο βήμα ενώ φεύγει ο γάιδαρος και αντιπαρατίθεται στο άλογο λέγοντάς του περιπαικτικά πώς βασανίζεται όταν μεγαλώνει. Το άλογο, με τη σειρά του, θυμίζει στην καμήλα τη δύσκολή ζωή της, γεμάτη με πολλές ταλαιπωρίες και δυσχέρειες. Η καμήλα κατεβαίνει από τη σκηνή. Ὡς ἤκουσεν ἡ κάμηλος φθεγγόμενον τὸν ἵππον καὶ κατ’ αὐτῆς ἀπέτεινεν ὕβρεις καὶ λοιδορίας, εἰσῆλθεν καὶ ἐστάθηκεν καὶ αὕτη εἰς τὸ μέσον. Ὁ ὄνος δὲ καταισχυνθεὶς ἐστάθηκε μακρόθεν. Τότε φησὶν ἡ κάμηλος τοιαῦτα πρὸς τὸν ἵππον: «Τί σὲ ’φελεῖ ἡ ἔπαρσις καὶ ἡ ἀλαζονεία καὶ τὰ πολλὰ καυχήματα τὰ ἔχεις, ἀλογάκιν; Ἄκουσον καὶ νὰ σὲ εἰπῶ πολλὰ κακὰ τὰ ἔχεις. Ὅταν γηράσης καὶ ἐσύ, βάνουν σε εἰς τὸν μύλον, τυφλώνουν σε, κακότυχον, δέρνουν σε μὲ τὴν βέργα, γυρίζεις καὶ σκοτίζεσαι ἡμέραν τε καὶ νύκταν, ἐκδέρνουνται οἱ κουτάλες σου, ὅλος ὁ σπόνδυλός σου, καὶ ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολὺν καὶ ἀπὸ τὴν σκοτίαν οὔτε νὰ φάης ἠμπορεῖς οὔτε νερὸν νὰ πίνης, καὶ ὅταν ἐξαπορηθῆς καὶ ἀποδυνατίσης, ἐκβάνουν καὶ ὑπάουν σε ἔξω εἰς τὴν λιβάδαν, ἐκεῖ ψοφᾶς, κακότυχον, τρώγουν σε οἱ κοράκοι, ἐκδέρουν τὸ δερμάτιν σου καὶ πολεμοῦν το τζάγγας, καὶ τὴν οὐράν σου κόπτουσιν καὶ κάμνουσιν τριχίας». Τότε πάλιν τὸ ἄλογον εὐθὺς ἀπιλογεῖται: «Μωρὴ καμήλα μυσερὴ καὶ καταβρομισμένη, κυμπόραχε, πλατύποδε καὶ κοντοουραδάτη, νὰ γύρευες, ταλαίπωρε, τὸ πῶς σὲ θέτουν κάτω, καὶ βάνουν καὶ φορτώνουν σε γομάρια μεγάλα, ἀπάνω δὲ καθέζεται αὐτὸς ὁ καμηλάρης, καὶ εἶσαι ἀργοκίνητος, ἀργὴ ὥσπερ χελώνη. Φύγε ἀπὸ τὴν μέσην μας, παρασημιά τῶν ζώων, καθὼς καὶ ὁ γαΐδαρος, ὁ λυκοφαγωμένος, οποὺ γὰρ εὕρη καὶ αὐτὸν τὸν γάδαρον ὁ λύκος, ἀσμένως ἀποδέχεται καὶ χαίρεται μεγάλως, “ἰδοὺ εὑρήκαμεν”, φησίν, “τὸ ἐψημένον κρέας”». Ἐντράπηκεν ἡ κάμηλος, φεύγει ἀπὸ τὸ μέσoν. Tὸ δ’ ἄλογον ἀπόμεινεν μόνον καὶ μοναχόν του.","φθεγγόμενον τὸν ἵππον = το άλογο να λέει Ὁ ὄνος = το γαϊδούρι φησὶν = λέει κουτάλες = ωμοπλάτες, καπούλια [η κουτάλα] ἐξαπορηθῆς = βρεθείς σε αμηχανία/δύσκολη θέση πολεμοῦν το = το κάνουν (;) τζάγγας = είδος μπότας [η τζάγγα] μυσερὴ = ακάθαρτη, σιχαμερή, αηδιαστική [επίθ. μυσερός] κυμπόραχε = καμπούρα γομάρια = φορτία, φορτώματα [το γομάρι(ν)] παρασημιά = έκτρωμα",,Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων,Ανώνυμος Η λογομαχία μεταξύ της μαϊμούς και του ελέφαντα (στ. 930-978),"Δίπλα στο άλογο ανεβαίνει ο λύκος για να το φοβερίσει πως μπορεί να το καταβροχθίσει όποτε θελήσει και το άλογο φεύγει τρομαγμένο από τη σκηνή. Έρχεται η αρκούδα να προσβάλει τον λύκο λέγοντάς του ότι δεν είναι χρήσιμος σε τίποτα, ενώ ο ίδιος δεν παραλείπει να την κοροϊδέψει, και σύντομα οι δύο εγκαταλείπουν το βήμα, όπου σπεύδουν να έρθουν ο πάνθηρας και ο λεόπαρδος, διαφωνώντας για το ποιος από τους δύο υπερτερεί έναντι του άλλου. Ο πάνθηρας χλευάζει τον λεόπαρδο πως είναι κράμα πάνθηρα και λέοντα και συνεχίζει παρουσιάζοντας τα δικά του θετικά. Ο λεόπαρδος απαντά στον πάνθηρα ισχυριζόμενος πως είναι χαρισματικός σαν τον λέοντα. Ο λέων ακούει, εξοργίζεται για τη σύγκριση και καλεί τον ελέφαντα να ανέβει στη σκηνή. Ανεβαίνει ο ελέφαντας και αρχίζει να καυχιέται για τη δύναμη και το πολύτιμο ελεφαντοστό του. Αμέσως μόλις ακούει αυτά, ανεβαίνει πάνω στο βήμα και η μαϊμού, για να κοροϊδέψει τον ελέφαντα για τη μύτη του και δεν παραλείπει να του υπενθυμίσει πως τον σκοτώνουν για να χρησιμοποιήσουν το ελεφαντοστό του. Ο ελέφαντας διώχνει τη μαϊμού από τη σκηνή. Ὠς ἤκουσεν ἡ μαϊμοὺ ἐλέφαντος τοὺς λόγους, ὅλοι γὰρ ἐσυντύχασιν καὶ ἅπαντες ἀπεῖπον, οὐδένας δὲν ἀπόμεινε εἰ μὴ αὐτὴ καὶ μόνη, ἐκρύπτετο δὲ ὡς πονηρή, μέσον τοῦ συνεδρίου. Πολλὰ γὰρ ἔνι πονηρή, πλέον τῆς ἀλωπούτζας. Ἐπήδησεν δὲ καὶ αὐτὴ καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ ταῦτα ἐπεμφθέγξατο καὶ τῷ ἐλέφᾳ λέγει: «Ἦλθες καὶ ἐσύ, μακρόμυτε, μετὰ τῆς προμυτίδος, νὰ καυχισθῆς καὶ νὰ εἰπῆς, παρασημιὰ τῶν ζώων; Ἔξω ἀπὸ τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας εἶσαι· τοῦ καβούρου τάξιν ἐχεις μεγαλοχαχαλάτου· ἔχεις ἀλλοῦ τὸ στόμαν σου καὶ ἀλλοῦ τὴν προμυτίδα, ἀλλοῦ συνάγεις βρώματα καὶ ἀλλαχοῦ τὰ τρώγεις. Ὀξύποδε, παράσημε καὶ κάθαρμα τῶν ζώων, δίχα γονάτων γέγονας καὶ δίχα ἁρμονίας, καὶ στέκεις μονοστέλεχος νύκταν τε καὶ ἡμέρα, καὶ οὐ πίπτεις νὰ ἀναπαυθῆς ὥσπερ τὰ ἄλλα ζῶα, οὔτε ἀνάπαυσιν μικρὰν ὡς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ὅτε θέλης νὰ ὑπνοῖς ἐστέκεσαι ὁλόρθος καὶ ἀκουμπίζεις εἰς δενδρὸν ἢ εἰς μεγάλην πέτραν, καὶ μετὰ φόβου στέκεσαι καὶ τρόμου καὶ κοιμᾶσαι, καὶ ἂν νυστάξης πάμπολλα ἢ κοιμηθῆς βαρέα, ἀιλὶ σὲ σέν, κακότυχε, πῶς θέλεις ἐξηστρέψει, νὰ ἐγερθῆς, κακότυχε, νὰ πέσης ἄνω κάτω, οἱ πόδες σου νὰ στέκουνται ἀπάνου ὥσπερ ξύλα, ποσῶς δὲ νὰ μὴ δύνασαι νὰ ἐγερθῆς ὁλόρθος. Καὶ ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι ὁποὺ σὲ κυνηγοῦσιν, εὑρίσκουν σε, σκοτώνουν σε καὶ παίρνουν τὰ ὀστᾶ σου ὡς ἄνανδρον, ὡς ἀσθενῆν, μὴ ἔχοντα τί δρᾶσαι. Καὶ σὺ ληρεῖς μὲ τὰ πολλὰ τὰ ψεματα τὰ λέγεις, πὼς εἶσαι ζῶον μέγιστον, πάνυ ἀνδρειωμένον· ὅμως ἀκμὴν νὰ σὲ εἰπῶ καὶ ἄλλον ἕνα λόγον: Πολλάκις δὲ οἱ ἄνθρωποι ποιοῦν καὶ ἄλλας πράξεις καὶ τέχνας ἄλλας, ἄτυχε, πῶς νὰ σὲ καταλύσουν, καὶ πράξεις καὶ καμώματα, τὰ θέλεις ἐγρικήσει, ἐσὺ καὶ ὅλοι ἅπαντες ποὺ στέκουσιν μεδ’ ἔμας, καὶ οὔτε ὕπνον θεωρεῖς ἡμέραν τε καὶ νύκταν· ἀξινογλύφουν τὰ δενδρὰ ἢ πριονοκοποῦν τα καὶ ἀποκόπτουν τα λοιπὸν εἰς ἄκρον νὰ κοποῦσιν, ὑπάγεις ἐκεῖ νὰ κοιμηθῆς, ἐκεῖ νὰ ἀκουμπίσης, τὸ δένδρον κροῦ καὶ ρίπτει σε, κάτω εἰς γῆν σὲ θέτει, σκοτώνουν σε, ὡς εἴπαμεν, καὶ παίρνουν τὰ ὀστᾶ σου». Τότε ὁ μέγας ἔλεφας εἰς ἄκρον ἐθυμώθη, μετὰ σφοδρᾶς τῆς ἀπειλῆς τὴν μαϊμοὺν ἐλάλει: «Φεῦγε, ἀπὸ τὴν μέσην μας, πομπὴ μαγαρισμένη, μυσεροκακομούστακον, ψειροκονιδοφάγον, ἐσθίεις ψύλλους, ψείρας τε καὶ πάντοτε δακώνεις, καὶ ἄλλα τὰ μικρότατα τῶν ἀκαθάρτων ζώων. Φεῦγε λοιπὸν ἀπέμπροσθεν, μὴ μαγαρίσης πάντας». Δρομαία δὲ ἡ μαϊμοὺ φεύγει ἀπὸ τὸ μέσον, ἀπὸ τὸν φόβον τὸν πολὺν τὸν εἶχε τοῦ ἐλέφα, καὶ μέσον ἀπεκρύβηκεν πάντων τῶν τετραπόδων.","ἔνι = είναι πλέον τῆς ἀλωπούτζας = περισσότερο από την αλεπού μετὰ τῆς προμυτίδος = με την προβοσκίδα παρασημιὰ = έκτρωμα μεγαλοχαχαλάτου = που έχει μεγάλες χήλες, δαγκάνες [επίθ. μεγαλοχαχαλάτος] βρώματα = τροφές [το βρώμα] δίχα = δίχως, χωρίς ἁρμονίας = αρθρώσεις, κλειδώσεις ἀιλὶ = αλίμονο (επιφ.) ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) ληρεῖς = λες ανοησίες, φλυαρείς [ληρίζω και ληρώ] ἀκμὴν = ακόμη, επιπλέον (επίρρ.) Πολλάκις = συχνά (επίρρ.) ἀξινογλύφουν = πελεκούν ψειροκονιδοφάγον = που τρως τις ψείρες και τα αυγά τους",,Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων,Ανώνυμος "Η εμφάνιση του βασιλιά λέοντα στη σκηνή, η ακύρωση του όρκου και ο πόλεμος (στ. 979-1040)","Εμφανίζεται ο βασιλιάς-λέων και ανακοινώνει την ακύρωση του όρκου αμοιβαίας αγάπης και φιλίας. Ο ίδιος επιτίθεται στη βουβάλα και την θανατώνει. Οργισμένο από αυτή την πράξη, το βουβάλι καλεί όλα τα ζώα να σκοτώσουν το λιοντάρι, επειδή έλυσε τον όρκο, αλλά τελικά προλαβαίνει και το σκοτώνει μόνο του. Έρχεται ο πάνθηρας και επιτίθεται στο βόδι, αλλά σε λίγο τον σκοτώνει το βουβάλι. Πριν πεθάνει, παροτρύνει όλα τα σαρκοφάγα ζώα να έρθουν για να τον βοηθήσουν. Αρχίζει ένας σφοδρός πόλεμος μεταξύ των χορτοφάγων και των σαρκοφάγων ζώων. Ο λεόπαρδος σκοτώνει το ελάφι, ενώ ο χοίρος θανατώνει τον λεόπαρδο πρώτα και την αρκούδα αμέσως μετά. Τα σκυλιά ξεσηκώνονται λυσσασμένα εναντίον του χοίρου και της αλεπούς, κατηγορώντας την τελευταία πως διατηρεί καλές σχέσεις και με τις δύο ""παρατάξεις"". Ο πόλεμος λήγει με τη δύση του ήλιου και όσα ζώα είχαν απομείνει ζωντανά απομακρύνονται από τον τόπο της συνέλευσης. Ὁ βασιλεὺς δ’ ἀπόμεινεν λέων μεμονωμένος καὶ πρὸς τὸ πλῆθος ἔφησεν, τοιούτους λόγους εἶπεν: «Ἀρκοῦνται τὰ λεγόμενα τὰ εἴπασιν οἱ πάντες καὶ ὕβρεις καὶ ὀνειδισμοί, ἐπαῖνοι τε καὶ ψόγοι, αἱ καυχησίαι αἱ πολλαὶ καὶ αἱ ἀντιλογίαι. Ὁρίζω δὲ ἀπὸ τοῦ νῦν, λέγω καὶ ἀποφήνω, ἡ καθαρὰ καὶ ἄδολος ἀγάπη καὶ φιλία, ὁποὺ ἐσυνεστήσαμεν μεθ’ ὅρκου καὶ ἀγάπης, ὁρίζω δὲ ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ ἒναι καταλυμένη, νὰ στέκη μάχη δυνατή, καθάπερ καὶ τὸ πρῶτον, καὶ πάντα τὰ τετράποδα τὰ ὠμοβόρα ζῶα, νὰ τρώγουν καὶ τὰ καθαρά ὥσπερ ἦτον καὶ πάντα, ὁποῖον καὶ καταπονεῖ καὶ ἔναι εἰθισμένον». Τότε νὰ εἶδες ὀδυρμοὺς καὶ δάκρυα μεγάλα καὶ ὄχλησιν καὶ ταραχὴν τὴν ἔποικαν τὰ ζῶα, νὰ εἶδες καὶ πηδήματα καὶ δρόμια ἐκεῖσε, ὁποῦ ἐκατεπόνεσεν, ἐδίωκε ἓν τὸ ἄλλον, ἔφθαναν, ἐδακῶναν τα καὶ ἐτινάσσασίν τα, οἱ μὲν ἀπὸ τὸν σφόνδυλον, οἱ δὲ ἀπὸ τὴν ράχιν καὶ ἀπὸ τὰ ἡμίκωλα, ἄλλα ἐκ τὴν κοιλίαν, ἕτεροι δὲ ὡς ἔφθασαν καὶ ὅποθεν ἐφθάναν. Καὶ ἤκουσες καὶ τοὺς κλαθμοὺς καὶ τὴν μεγάλην θλῖψιν, καὶ τοῦ πολέμου ταραχὴν καὶ τὴν πολλὴν τὴν βίαν, τὴν εἶχαν τὰ τετράποδα νὰ τρώγη ἓν τὸ ἄλλον. Ἀμὴ νὰ διηγήσωμαι τὸν πόλεμον ἐκεῖνον καὶ κατὰ μέρος νὰ εἰπῶ ὁποῖον ἔσχε τέλος ἡ βία καὶ ἡ ταραχὴ ἡ τότε γεγονυῖα. Πρῶτον εὐθὺς ὁ βασιλεὺς ἐπήδησεν ὁ λέων καὶ τὴν βουβάλαν ἔδωσεν καὶ πῆρε την καὶ ’κάτσεν. Ἰδὼν ὁ βοῦς ἐκάκισεν ἀπάνω εἰς τὸν λέων, καὶ σφόδρα ἐμουγκάλισεν, ἐβόησεν μεγάλως: «Βλέπετε τὸν πανάπιστον, τὸν ὁρκοκαταλύτην, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπίορκον καὶ ἀρχηγὸν τῆς μάχης. Οὗτος οὐκ ἔνι βασιλεύς, οὐδὲ αὐθέντης ἔνι, ἐπεὶ τὴν μάχην συνιστᾶ καὶ καταλεῖ ἀγάπην. Καὶ ἂν ἦτον οὗτος βασιλεὺς, καθὼς καὶ τσαμπουνίζει, νὰ ὅρισεν νὰ ἐστέκετον πάντοτε ἡ ἀγάπη. Ἐπεὶ οὖν ἔνι μαχοποιὸς καὶ ὀρκοκαταλύτης, οἱ πάντες ἂς τὸν δώσωμεν μικροί τε καὶ μεγάλοι, καὶ ἂς τὸν ἀποκτείνωμεν ὡς ὁρκοπαραβάτην». Καὶ ἀπεφύσησεν ὁ βοῦς πρῶτον καὶ ἐκατέβη καὶ σείει τὸ κεφάλιν του καὶ κρούει τον κερατέα, καὶ ὅλον του τὸ κέρατον εὐθὺς ἐκάτσε μέσα εἰς τὴν κοιλίαν λέοντος καὶ ἐξεντήρισέν τον. Ἰδὼν ὁ πάρδος λέοντος τὸν θάνατον αὐτίκα, μεγάλως ἐλυπήθηκεν καὶ πρὸς τὸν βοῦν ἐλάλει: «Πόθεν νὰ ζῆ ὁ βασιλεύς, πόθεν οἱ ἄρχοντές του, ἐὰν οὐ φάγη ἀπὸ σὲν καὶ ἀπὸ τοὺς ἑτέρους;» Καὶ ἥπλωσεν τὸν πόδαν του ἀπάνου εἰς τὸ βόδι. Καὶ τὸ ἰδεῖν ὁ βούβαλος ἐσέβη εἰς τὴν μέσην, κλότσον τὸν κλότσον ἔκρουεν τὸν πάρδον μὲ τοὺς πόδας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ κέρατα καὶ ’σόσπαστον τὸν κάμνει. Καὶ μὲ τὴν βίαν τὴν πολλὴν καὶ τὴν ἀνάγκην ἐκείνην, μικρὰν φωνὴν ἐλάλησεν ὁ πάρδος ἀπὸ χάμω: «Ποῦ εἶστε, συντρόφοι καὶ ἀδελφοί, ὠμόβορα θηρία, καὶ στέκεστε καὶ βλέπετε καὶ οὐδὲν μὲ βοηθεῖτε;» Εὐθὺς δὲ λεοντόπαρδος, εὐθὺς δὲ καὶ ἡ ἄρκος, ὁ λύκος, ἡ ἀλώπηξ τε, ὁ σκύλος καὶ ὁ κάτης, ὅλα ἐκεῖ ἐδράμασιν εἰς βοηθείαν πάρδου· τὰ ἕτερα ὠμόβορα καὶ τετράποδα ζῶα εἰς μίαν ὥραν καὶ φωνὴν ἐσυνηχθῆσαν πάντα εἰς μάχην καὶ εἰς πόλεμον τῶν καθαρῶν τῶν ζώων.","τὰ = που, τα οποία (αναφορ. αντων.) ἀπὸ τοῦ νῦν = από τώρα και στο εξής ἄδολος = ειλικρινής ἔναι = είναι δρόμια = τρεξίματα [το δρόμιον] ἡμίκωλα = οπίσθια [τα ημίκωλα ή εμίκωλα] Ἀμὴ = αλλά (σύνδ.) ἔδωσεν = χτύπησε αὐθέντης = άρχοντας, ηγεμόνας, αρχηγός τσαμπουνίζει = φλυαρεί ἂς τὸν ἀποκτείνωμεν = ας τον σκοτώσουμε αὐτίκα = αμέσως (επίρρ.) ’σόσπαστον τὸν κάμνει = χτυπά δυνατά [φρ. σόσπαστον κάμνω] ἄρκος = αρκούδα ἀλώπηξ = αλεπού κάτης = γάτος ἐδράμασιν = έτρεξαν, έσπευσαν [δράμω]",,Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων,Ανώνυμος Επίλογος διδακτικού περιεχομένου (στ. 1077-1085),"Στον επίλογο που ακολουθεί, υπογραμμίζεται πως ο βασιλιάς, ακόμα και όταν είναι πολύ ισχυρός, δεν είναι αήττητος. Καὶ ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν διὰ τοῦ ὑμνογράφου: «Ὁ βασιλεὺς οὐ σώζεται ἐν πολλῇ τῇ δυνάμει καὶ γίγας οὐ σωθήσεται ἐν πλήθει τῆς ἰσχύος». Ἔκτοτε οὖν καὶ μέχρι νῦν ἡ γεναμένη μάχη εἰς πάντα τὰ τετράποδα μικρά τε καὶ μεγάλα, ἔμεινεν καὶ διάμεινεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Δοξάζω σου τὸ ἔλεος, Χριστέ μου παντοκράτορ ἀλλὰ καὶ σέν, πανύμνητε, ἐλπὶς ἀπελπισμένων. Ἀμὴν","ἐπληρώθη = εκπληρώθηκε τὸ ρηθὲν = αυτό που ειπώθηκε",,Παιδιόφραστος διήγησις των ζώων των τετραπόδων,Ανώνυμος Abstract,"Πρόκειται για ένα πεζό, διδακτικό, εκλαϊκευτικό έργο, αποτελούμενο από μεταφράσεις αποσπασμάτων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στη λαϊκή/νεοελληνική γλώσσα, εξέχον δείγμα του εκκλησιαστικού δημώδους λόγου, γραμμένο τη δεκαετία του 1530. Τα θέματα των δύο ιερών κειμένων, που καλύπτουν το μισό περίπου βιβλίο, διανθίζονται με σχολιασμούς και άλλες διηγήσεις, καθώς, κοντά στη θρησκευτική διδασκαλία, περιλήφθηκαν θέματα ιστορίας, χρονογραφίας, εγκυκλοπαιδικά, αλλά και θέματα καθημερινής πρακτικής. Οι πηγές τού έργου είναι ένα ιταλικό λαϊκό βιβλίο, έργα εκκλησιαστικής γραμματείας και χρονογραφικά κείμενα.",,,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "Πρόλογος της Παλαιάς τε και Νέας Διαθήκης, κεφ. α΄","Ο Καρτάνος, στον πρόλογο του έργου του Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, εξηγεί τους λόγους που συνέγραψε το εκτενές κείμενο. Η αφόρμηση τού δόθηκε μέσα στη φυλακή αναζητώντας τρόπους να «διώκει τους λογισμούς», να διώχνει δηλαδή τις στενάχωρες σκέψεις. Έτσι, συνέλεξε τα σημαντικότερα σημεία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και, δένοντάς τα και με άλλες ιστορίες και διδακτικούς λόγους, συνέθεσε μια δική του Αγία Γραφή. Πέρα όμως από το προσωπικό και ιδιοτελές κίνητρο, αυτό της παυσίλυπης συγγραφής, δηλώνει ότι στόχος του είναι να μεταφέρει τις Γραφές σε απλή γλώσσα, ώστε να την κατανοήσουν οι αμαθείς και να ωφεληθούν ψυχικά από τη μελέτη της. Ο Καρτάνος ζητά τη συνδρομή του Αγίου Πνεύματος, που θα φωτίσει τον νου του, και τη χάρη του Κυρίου, που θα ευλογήσει το έργο του. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ταπεινοφροσύνη και μετριοπάθεια του συγγραφέα στην παραδοχή ότι είναι «ευτελής και ανάξιος», «αμαθής και όλως άμοιρος της θείας Γραφής», κάτι που θα υπενθυμίζει στους αναγνώστες του και σε άλλα σημεία του έργου. Πρόλογος τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης Κεφ. α΄ Πανιερότατοι μητροπολίται, θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, εὐλαβέστα- τοι ἱερομονάχοι καὶ μοναχοί, θεοσεβέστατοι ἱερεῖς, ἐνδοξότατοι ἄρχοντες καί ἅπας ὁ τοῦ Κυρίου μου χριστώνυμος λαός, μικροί τε καί μεγάλοι, ἄνδρες τε καί γυναῖκες, χάρις εἴη ὑμῖν καί εἰρήνη παρά Θεοῦ πατρός καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ἐγώ ὁ εὐτελής καί ἀνάξιος Ἰωαννίκιος ἱερομόναχος ὁ Καρ- τάνος καὶ μέγας πρωτοσύγκελος Κερκύρων, ὑπό τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἐβάλθην εἰς φυλακήν τῶν Βενετιῶν, οὐ διά τινα κακόν ὅπερ ἐποίησα, ἀλλά χάριτι τοῦ Χριστοῦ διά τήν ἡμῶν εὐσέβειαν καί ἀλήθει- αν, δι’ ἥν αἰτίαν εὑρισκόμενος ἐν αὐτῇ μή ἔχων τί ποιῆσαι διά νά διώκω τούς λογισμούς, ἠβουλήθην ποιῆσαι ἐκλογήν τά ἔγκριτα καί ἀναγκαῖα πάντα τῆς Παλαιᾶς τε καί Νέας Διαθήκης μετά πολλῶν ἑτέρων ἱστοριῶν καί τῶν βασιλέων τάς πράξεις εἰς ὀλίγους λόγους, καί τάς ἑπτά ἁγίας / καί Οἰκουμενικάς Συνόδεις, ποῦ ἔγινεν μιά ἑκάστη ἀπ’ αὐτές καί μετά πόσους χρόνους καί κατά τίνος, καί εἰς τέλος ἔκαμα δεκαεννέα λόγους πολλά ὠφελίμους. Καί ταῦτα πάντα ἐσυνάθροισα ὑπό πολλῶν ἱστοριῶν καί ἀποδείξεων, ἐποίησα τό παρόν βιβλίον και ἀπό γραμματικά καί λογικά ἔβγαλά τα εἰς κοινήν γλώτταν ὡς ἠβλέπε- τε διά νά ἐγνωρίζει πᾶσα μικρός ἄνθρωπος μέρος ἀπό τήν θείαν Γρα- φήν τί λέγει. Καί τοῦτο δέν τό ἔκαμα διά τούς διδασκάλους, ἀλλά διά τούς ἀμαθεῖς ὡς ἐμέ καί διά νά καταλάβουν πάντες οἱ χειροτέχναι και ἀμαθεῖς τήν θείαν Γραφήν τί λέγει, τόσον ναῦται ὅσον καί χειροτέχναι καί γυναῖκες καί παιδία καί πᾶσα μικρός ἄνθρωπος μόνον ὁπού νά ἠξεύρει νά διαβάζει. Καί ἐπειδή καί ἐγώ ἀμαθής εἰμί καί ὅλως ἄμοιρος τῆς θείας Γραφῆς, ἐπικαλέσθηκα τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νά ἀποστείλει τό Πνεῦμα του τό ἅγιον νά φωτίσει τόν νοῦν μου καί τόν λογισμόν μου ὥσπερ ἐφώτισεν τούς ἁγίους αὐτοῦ μαθητάς καί ἀποστόλους, ἁλιεῖς ὄντας καί ἀμαθεῖς τό πρῶτον ὡς αὐτόν ἐμέ, ἔπειτα τούς ἐσόφισεν καί ὑπῆγαν καί ἐκήρυξαν ὅλον τόν κόσμον καί ἐκατάβαλαν πάντας τούς σοφούς καί διδασκάλους, ἔτσι τόν αὐτόν τρό- πον καί ἐγώ ἐπαρεκάλεσα νά μοῦ φωτίσει τόν νοῦν μου νά ἠμπορέσω νά πεζεύσω τήν θείαν Γραφήν εἰς κοινήν γλώτταν διά νά ἠμπορεῖ ὡς εἶπον πᾶσα μικρός ἄνθρωπος νά τήν ἐγροικᾶ καί νά λαμβάνει / ἀπ’ αὔτην μικρήν ὠφέλειαν. Καί ἐπειδή ὁλωσδιόλου ἐγροίκουν τόν λογι- σμόν μου ὅτι ἔναι ὅλως ἀμαθής, ἐπτοούμην νά βάλω ἀρχήν, καί πάλιν ἐνθυμήθηκα τοῦ Χριστοῦ μου ρητόν ὅπερ λέγει εἰς τό δέκατον κεφά- λαιον τοῦ Ματθαίου τοῖς ἀποστόλοις, ὁπόταν τούς ἀπέστειλεν νά κηρύ- ξουν, ὁπού τούς εἶπε: «Μή μεριμνήσητε τί λαλήσητε, δοθήσεται γάρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσητε, οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ἡμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν». Καί ἠκούγοντας και ἐγώ τοῦτον τόν λόγον, ἔλαβα δύναμιν καί ἔριξα τήν πᾶσαν μου ἐλπίδα πρός τόν ὕψιστον Πατέρα καί Θεόν, ἐπειδή ἔργον θέλω νά κάμω εὐάρε- στον Θεῷ καί ἀνθρώποις, καί πάλιν ἐπαρακάλεσα αὐτόν τόν Πατέρα ὅτι, εἰ μέν ἔναι διά ψυχικήν ὠφέλειαν τῶν χριστιανῶν, ἔτσι νά μοῦ δώσει τόσην χάριν ὅτι νά τό τελειώσω, εἰδεμήγε, νά μηδέν τελειωθεῖ, διότι ἐκτός τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καί τήν χάριν αὐτοῦ τίποτες δέν γίνεται, ὡς καθώς τό μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἰς τό δεύτερον ἀντίφωνον τοῦ βαρύ ἤχου, ὁπού λέγει: «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον τόν τῆς ψυχῆς μάτην κοπιῶμεν, πλήν γάρ αὐτοῦ οὐ πρᾶξις, οὐ λόγος τελεῖται». Καί ὁ προφήτης Δαβίδ εἰς τούς ἑκατόν εἴκοσι ἕξι ψαλ- μούς αὐτοῦ λέγει: «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπία- σαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Τό λοιπόν καί ἐγώ ἐνθυμώντας αὐτούς τούς λόγους ἄρχισα μετ’ αὐτόν τόν λογισμόν καί εἶπα, εἰ μέν ἔναι τοῦ Θεοῦ θέλω τό / τελειώσει, εἰδεμήτε, θέλει λείπει, καί εἰ μέν ἔναι ἔργον τέλειον διά τόν κόσμον ὁ Θεός θέλει τό τελειώσει καί ὄχι ἐγώ, διότι ὅλα τά δωρήματα τά τέλεια εἶναι ἀπό τόν Θεόν, ὥσπερ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἰς τήν εὐχήν τήν ὀπίσθαμβον τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, «πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἐκ σοῦ τοῦ πατρός τῶν φώτων», καί τινάς δέν δύναται νά κάμει τίποτες ἐάν ὁ Θεός δέν θέλει, διότι αὐτός ἀτός του τό εἶπεν ὁ Χριστός τοῖς ἀποστόλοις αὐτοῦ, ὁπού εἶναι γραμμένον εἰς δεκαπέντε κεφάλαια τοῦ κατά Ἰωάννου καί εἶπεν: «Διότι χωρίς ἐμέν δέν δύναται νά κάμει οὐδετίποτες». Τόν λοιπόν ἐπειδή ὅλα εἶναι ἀπό τοῦ Θεοῦ καί διχῶς τό θέλημα αὐτοῦ τίποτες δέν γίνεται, ἔτσι καί ἐγώ ἄρχομαι μέ τήν δύναμιν αὐτοῦ καί παρακαλῶ τήν βασιλείαν του ὅτι εἰ μέν ἔναι ὡς εἶπα δι’ ὠφέλειαν καί ψυχικήν σωτη- ρίαν, νά τελειωθεῖ τοῦτο τό βιβλίον, εἰδεμή, νά κάμει ἡ χάρις τοῦ Κυρί- ου ὡς θέλει. Καί πρῶτο μέν θέλω νά ἀποδείξω πῶς ἡ ἁγία Τριάς ἔναι τρισυπόστατος, ἀλλά ἔναι ἕνας καί μόνος Θεός καί ὄχι τρεῖς θεοί, ἀλλά μόνον εἰς χαρακτήρας, ἤγουν, Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα ἅγιον, πλήν και οἱ τρεῖς ἕνας Θεός.","θεοφιλέστατοι = τίτλος επισκόπου [υπερθετ. βαθμός του επιθ. θεοφιλής] χριστώνυμος = αυτός του οποίου το όνομα σχηματίστηκε από το όνομα του Χριστού (επίθ.) εὐτελής = ασήμαντος, ταπεινός (επίθ.) πρωτοσύγκελος = τίτλος εκκλησιαστικού αξιώματος· αποτελεί ιεραρχικά τον πρώτο βοηθό του αρχιεπισκόπου ή μητροπολίτη διώκω = διώχνω, απομακρύνω, λησμονώ λογισμούς = συλλογισμούς, σκέψεις ἔγκριτα = αυθεντικά (προκ. για πράγμα) [επίθ. έγκριτος] λογικά = λόγια ἄμοιρος = αμέτοχος, αυτός που στερείται κάτι (επίθ.) ἐσόφισεν = έδωσε σοφία, φώτισε [σοφίζω] πεζεύσω = απλουστεύσω, απλοποιήσω [πεζεύω] ἐγροικᾶ = καταλαβαίνει, αντιλαμβάνεται [(ε)γροικώ] ἔναι = είναι εἰδεμήγε = ειδάλλως, σε αντίθετη περίπτωση (σύνδ.) ἀντίφωνον = στίχοι ψαλμών που ψάλλονται πριν από την αρχή της θείας λειτουργίας μάτην = μάταια, ανώφελα, άσκοπα (τροπ. επίρρ.) κοπιῶμεν = κουραζόμαστε, κοπιάζουμε [κοπιώ] ὀπίσθαμβον = ευχή που λέγεται πίσω από τον άμβωνα (υπερυψωμένο βήμα σε εκκλησία, όπου ανεβαίνει ο ιεροκήρυκας για το κήρυγμά του ή ο διάκονος για την ανάγνωση του ευαγγελίου) ἀτός του = ο ίδιος, με τη θέλησή του, μόνος του (αντων.) Τόν λοιπόν = επομένως, άρα, έτσι, γι’ αυτό (σύνδ.)",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος κεφάλαιο ιθ΄ [Πώς ο άνθρωπος έναι πλασμένος υπό τεσσάρων στοιχείων],"Στο δέκατο ένατο (ιθ΄) κεφάλαιο ο Καρτάνος αναφέρεται στα τέσσερα στοιχεία που συνέχουν τόσο τον κόσμο όσο και τον ανθρώπινο οργανισμό. Στο αμέσως προηγούμενο πραγματεύεται το ζήτημα των πέντε αισθήσεων που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο και εδώ, ως άλλος προσωκρατικός φιλόσοφος, ο ιερομόναχος Καρτάνος πρεσβεύει τη θεμελιώδη ύπαρξη τεσσάρων στοιχείων –της φωτιάς, του αέρα, του νερού και της γης– από τα οποία συνίσταται ο κόσμος και σ’ αυτά μετέχει και το ανθρώπινο σώμα με τους χυμούς του – τον θυμό, το φλέγμα, το αίμα και τη χολή. Σπεύδει, βέβαια, να αποσαφηνίσει ότι όλα αυτά εκπορεύονται από τον Θεό, που είναι άφθαρτος και δεν υποτάσσεται στη γήινη πραγματικότητα. Στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου του προχωρά σε επιμέρους ανάλυση των χαρακτηριστικών της Θεότητας, πριν αρχίσει τη μακροσκελή εξιστόρηση της επταήμερης δημιουργίας του κόσμου. Πῶς ὁ ἄνθρωπος ἔναι πλασμένος ὑπό τεσσάρων στοιχείων Κεφ. ιθ΄ Γυρίζοντας εἰς τήν πρώτην ὕλην τῆς φύσεως εἰς ὅλα τά πράγματα ἅπερ ἔκαμεν ὁ Θεός τά ὁποῖα ἔχουν τέσσαρα στοιχεῖα, ὥσπερ ἔναι κρυότης, / ξέρη, ζέστη καί ὑγρότης, καί τοῦτα τά πράγματα εἶναι εἰς τόν ἄνθρωπον καί τό ὁμοίως εἶναι τοῦτα τά τέσσαρα στοιχεῖα καί περικρα- τοῦν τόν κόσμον καί ὑπ’ αὐτῶν συνίσταται ὁ κόσμος καί ὑπ’ αὐτοῦ ἐκπορεύονται τοῦτα τά τέσσαρα στοιχεῖα, ἅπερ λέγομεν ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος ἔναι μέτοχος καί πλασμένος ὑπ’ αὐτῶν, ὥσπερ ἠβλέπομεν καί ἡ ἱστία ἔναι ζεστή καί ξερή καί ὁ ἀέρας ἔναι ζεστός καί ὑγρός καί τό νερόν ἔναι ψυχρόν καί ὑγρόν καί ἡ γῆ ἔναι ψυχρά καί ξερή. Καί ἔτσι εἶναι καί τά κορμία τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ζώων ὁπού εἶναι εἰς τόν κόσμον καί ἔχουν τοῦτα τά στοιχεῖα ὁπού εἶναι μέτοχα ἀπ’ αὐτά τά στοιχεῖα ἀπό τά ὁποῖα ἐκπορεύονται τά τέσσαρα στοιχεῖα ὡς εἴπαμεν, ἤγουν χυμοί, εἰς τρόπον ὅτι ὅλα τά κορμία εἶναι στοιχειωμένα καί μέτοχα ὑπ’ αὐτῶν, ἤγουν ὁ θυμός ὁπού ἔναι ζεστός καί ξερός, τό φλέγ- μα ὁπού ἔναι ψυχρόν καί ὑγρόν, τό αἷμα ὁπού ἔναι ζεστόν καί ὑγρόν, ἡ χολή ὁπού ἔναι ψυχρά καί ξερή. Καί ἔτσι ἔναι καί ὁ χρόνος εἰς τέσσαρα μέρη διαμερισμένος, εἰς ἄνοιξιν, εἰς καλοκαίρι, εἰς χινόπωρον καί εἰς χειμώναν. Καί ἡ ἄνοιξις ἔναι ξερή καί ὑγρά, ὥσπερ τό αἷμα, καί τό καλοκαίρι ἔναι ζέστη καί ξέρη, ὥσπερ τές χολές, τό χινόπωρον ἔναι κρυότη καί ξέρη, ὥσπερ ἔναι ὁ θυμός, καί ὁ χειμώνας ἔναι ψυχρός καί ὑγρός, ὥσπερ τό φλέγμα. Καί ἠξεύρετε ὅτι ἡ ἄνοιξις ἄρχεται ἀπό τές εἴκοσι δύο τοῦ Φεβρουαρίου, ὡς καθώς λέγουν οἱ φιλόσοφοι, και κρατεῖ ἕως εἰς τές εἴκοσι τέσ/σαρες τοῦ Μαΐου καί τό καλοκαίρι ἄρχε- ται ἀπό τές εἴκοσι πέντε τοῦ Μαΐου καί κρατεῖ ἕως εἰς τές εἴκοσι τρεῖς τοῦ Αὐγούστου καί τό χινόπωρον ἄρχεται ἀπό τές εἴκοσι τέσσαρες τοῦ Αὐγούστου καί κρατεῖ ἕως εἰς τές εἴκοσι τέσσαρες τοῦ Νοεμβρίου καί ὁ χειμώνας ἄρχεται ἀπό τές εἴκοσι πέντε τοῦ Νοεμβρίου καί κρατεῖ ἕως εἰς τές εἴκοσι μία τοῦ Φεβρουαρίου. Καί ἔναι ἡ ἄνοιξις ἡμέρες ἐνενήντα δύο καί τὸ καλοκαίρι ἔναι ἐνενήντα μία ἡμέρα καί τό χινόπωρον ἔναι ἐνενήντα δύο ἡμέρες καί ὁ χειμώνας ἔναι ἐνενήντα ἡμέρες, καί ὅταν ἔναι ὁ βίσεκτος ἔναι ἐνενήντα μία ἡμέρα. Καί ἠξεύρετε ὅτι τό πῦρ και το καλοκαίρι καί ἡ χολή εἶναι ἀπό μίαν κράση καί τό νερόν καί το φλέγμα καί ὁ χειμώνας εἶναι ἀπό μίαν κράση, ὁ ἀέρας καί τό αἷμα και ἡ ἄνοιξις εἶναι ἀπό μίαν κράση καί αὐτά, τό χινόπωρον καί ἡ γῆς καί ὁ θυμός εἶναι καί αὐτά μιᾶς κράσεως. Καί ἔτσι τοῦτα τά πράγματα εἶναι ἀληθινά ὑπό τήν φύσιν τους ἔτσι ὥσπερ εἴπαμεν, καί ὑπό τήν φύσιν τους ταυρίζει ἕνα τό ἄλλον καί εἶναι ἔτσι καί κανένα πράγμα δέν ἔναι κακόν, διότι ὁ μεγαλοδύναμος Θεός τά ἔκαμεν ὅλα καλά καί κακόν ὁ Θεός δεν ἔκαμεν κανένα μήτε θέλει τινός κακόν μήτε νά τό λάβει. Και ἄς ἰδοῦμεν τόν ἥλιον ὁπού δίδει τάς ἀκτίνας τους εἰς τήν γῆν καί δεν φθείρεται δι’ αὐτό, καί ὁπόταν ἔναι ἀπάνω εἰς τήν θάλασσαν ἤ καί εἰς ἄλλο νερόν δέν βρέχεται, καί εἴ τις θέλει νά τόν κόψει δέν τόν κόπτει, /ὅταν τύχει καί ἔναι ἀπάνω εἰς ἕνα ξύλον καί κόπτεις τό ξύλον, τό ξύλο ἠβλέπεις το ὅτι κόπτεις το, ἀμή τόν ἥλιον δέν τόν κόπτεις, καί διά τοῦτο δέν ἔναι αὐτός ὑποτασσόμενος τῶν πραγμάτων τῆς γῆς ὁπού εἶναι ἐπίγεια. Καί ἔτσι καί εἰς τόν Θεόν καμίαν κόψιν ἤ χωρισίαν δέν ἠμπορεῖ τινάς νά τοῦ κάμει μήτε νά τοῦ εὕρει, διότι δέν ἔναι ὑποτασσόμενος τῶν πραγμάτων τῶν φθαρτῶν τῶν ὁρατῶν, ἀλλά εἶναι αὐτά ὅλα ὑποτασσό- μενα εἰς αὐτόν καί αὐτός ἔναι ὁ κύριος ὁ ποιήσας αὐτά. Καί τινές ὑβρί- ζουν τόν Θεόν, ὁ Θεός δέν ὑβρίζεται ἀμή ὑβρίζεται ἀτός του ὁ ἄνθρω- πος ὁπού δέν κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί οὐαί αὐτόν ὁπού θέλει κολαστεῖ. Αὐτός ὁ Θεός ἠθέλησεν καί ἔλαβεν θάνατον δι’ ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς διά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τάς χείρας τοῦ διαβόλου καί ἡμεῖς τόν ὑβρίζομεν, αὐτήν τήν ἀμοιβήν τοῦ δίδομεν εἰς τόν θάνατον ὁπού ἔλαβεν δι’ ἡμᾶς. Καί καλά καί ἔλαβεν ὁ Θεός θάνατον, ὁ Θεός δέν τόν ἔλαβεν ἀλλά ἡ ἀνθρωπότης, ἀμή ἡ θεότης ἀπαθής ἔμεινεν, ὥσπερ εἴπαμεν ἄνωθεν, ὅτι ὁπόταν κόπτεις ἕνα ξύλον καί τόν ἥλιον δέν τον κόπτεις ὁπού ἔναι ἀπάνω εἰς τό ξύλον, ἔτσι καί τήν θεότη. Καλά καί ἐσταυρώθη καί ἐδάρθη καί ἐνεπτύσθη, ἡ θεότης τίποτε δέν ἔπαθεν, μόνον ἡ ἀνθρωπότης ἀπέθανεν.","ἱστία = εστία, φωτιά βίσεκτος = δίσεκτος (χρόνος) [επίθ. βίσεκτος, το ουδ. ως ουσ. = δίσεκτο έτος (από τη λατινική λέξη bisextus)] κράση = ένωση, μείξη, σύνθεση ταυρίζει = συγκρατεί, αναχαιτίζει ἀτός του = ο ίδιος, με τη θέλησή του, μόνος του (αντωνυμ.) οὐαί = αλίμονο (επιφών.) ἐδάρθη = χτυπήθηκε, ξυλοκοπήθηκε [παθ. αόρ. του ρ. δέρνομαι] ἐνεπτύσθη = τον έφτυσαν [παθ. αόρ. του ρ. εμπτύομαι]",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο κε΄, 48-50 [Εδώθεν άρχεται το πρώτον βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, ήγουν πώς ο Θεός έκαμεν τον κόσμον και όλα τα άλλα πράγματα ώσπερ τα θέλετε ηκούσει εδώ παρακάτου]","Το εικοστό πέμπτο (κε΄) κεφάλαιο αφορά την εξαήμερη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και είναι από τα εκτενέστερα του έργου. Στο παρακάτω απόσπασμα βρισκόμαστε στην τέταρτη ημέρα της δημιουργίας και ο Καρτάνος αναφέρεται στον ήλιο και το φεγγάρι, καθώς και στην αναγκαιότητα της ημέρας και της νύχτας. Εντύπωση προκαλεί πώς διαπλέκει την Παλαιά Διαθήκη με κοσμολογικές θεωρίες αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, κατηγορώντας τους ως μωρούς και φλύαρους και εξαίροντας τους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως τον Μέγα Βασίλειο, ως πηγή αλήθειας. Ἐδῶθεν ἄρχεται τό πρῶτον βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἤγουν πῶς ὁ Θεός ἔκαμεν τόν κόσμον καί ὅλα τά ἄλλα πράγματα ὥσπερ τά θέλετε ἠκούσει ἐδῶ παρακάτου Κεφ. κε΄ […] Ἡ νύκτα δέν ἔναι ἄλλο μόνον ἴσκιος τῆς γῆς τοῦ ἡλίου ὁπού τρέχει εἰς τήν γῆν, καί τοῦτος ὁ ἴσκιος ὀνομάσθηκεν νύκτα, ἤγουν τό σκότος αὐτό, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος κάθοντας τοῦ ἔρ/χεται τό σκότος αὐτό καί ἐγγίζει τον, καί ὄχι ἔτσι μόνον ἔναι εἰς αὐτόν, ἀλλά διά ἔνδειξιν τοῦ ἀνθρώπου. Μάθε λοιπόν καί ἐσύ, ὦ ἄνθρωπε, ὅτι ἀπεθαμένος εἶσαι καί δουλεύεις ὕπνον, διά τοῦτο λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ἅ λέγετε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν ἐπί ταῖς κοίταις ὑμῶν κατανύγητε». Λοιπόν τό φῶς ἔναι γλυκό καί καλόν καί ἐκάλεσέ το ἡμέρα. Καί ὁ Θεός οἰκονομικῶς ἔκαμεν τήν νύκταν καί τήν ἡμέραν, τήν ἡμέραν διά νά δουλεύει ὁ ἄνθρωπος καί τήν νύκταν διά νά ἀναπεύεται. Καὶ ἄλλως ἐάν ἤθελεν εἶσταιν ἀεί ἡμέρα δέν ἠθέλαμεν ἠξεύρει πότε εἶναι μῆνες καί χρόνοι μήτε ὧρες, καί ὅλος ὁ χρόνος ὁπού μέλλει νά ζήσομεν, ἔπειτα νά γένει ἡ κρίσις, ἤθελεν εἶσταιν μίαν ἡμέραν. Καί τόν ὄγδοον αἰώνα δέν τόν ἠθέλαμεν ἠξεύρει πότε ἔναι καί δέν ἠθέλαμεν σπουδάζει νά κάνομεν καλά, ἐπειδή τήν ἡμέραν ἐκείνην την φοβούμεστεν, καί διά τοῦτο ὁ Θεός ἔκαμεν τήν νύκταν καί ἠξεύρομεν καί μετροῦμεν τούς καιρούς. Καί ἔτσι λέγουν οἱ σοφοί τοῦ Χριστοῦ ὅσοι αὐτόν πιστεύουν, ἀλλά οἱ σοφοί ὁπού ἐμωράνθη ἡ σοφία τους, ὥσπερ εἶναι ὁ Ἀναξαγόρας καί ὁ Δημόκριτος καί ὁ Διογένης καί Ἀναξίμαν- δρος καί ὁ Ξενοφάνης καί ὁ Φιλόλαος, ὁπού τίς λέγει ὅτι οἱ ἀστέρες εἶναι πέτρες ἀπό στία καί ὑπῆγαν καί ἐκόλλησαν εἰς τόν οὐρανόν καί τίς λέγει ὅτι στία εἶναι καί πέφτουν ἀπό τόν οὐρανόν, ἄλλος λέγει ὅτι ὁ ἥλιος ἔναι γνέφος πεπυρωμένον, ὁμοίως καί τό φεγγάρι. Καί τέτοια / τίποτες φλυαρίσματα ἔλεγαν αὐτοί οἱ σοφοί, διά τοῦτο λέγει ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι θέλουν ὑπάγει εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός, διότι τόν ποιή- σαντα αὐτά δέν ἐγνώρισαν. Καί ἄς ἀφήσομεν πάλιν πῶς αὐτοί ἐμέτρη- σαν τόν ἥλιον καί λέγουν ὅτι ἔναι μέγας. Λέγει ὁ Ἀναξίμανδρος καί ὁ Ἀναξιμένης ὅτι εἴκοσι ἑπτά φορές, τόσο ἔναι μεγαλότερος ὁ ἥλιος παρά τήν γῆν καί ὁ Ἀναξαγόρας λέγει ὅτι ἔναι μεγαλύτερος παρά τήν Πελο- πόννησον καί ἄλλοι λέγουν ὅτι ἔναι τό φεγγάριν ἴσιο μέ τήν γῆν και ἄλλοι λέγουν ὀλιγότερον καί ἄλλοι λέγουν ὅτι ἔναι μίαν ἀπιθαμήν καί δέν ἐντρέπονται, τήν θάλασσαν δέν ἠμποροῦν νά μετρήσουν πόση ἔναι βαθία, ὁπού τήν περιπατοῦν, καί τόν ἥλιον καί τό φεγγάρι θέλουν νά μετρήσουν, ὁπού δέν ἠμποροῦν νά τό ἰδοῦν, καί θέλουν νά τό μετρή- σουν ἀπό τήν γῆν ἕως τό φεγγάρι καί ἀπό τό φεγγάρι πάλιν ἕως τον ἥλιον. Καὶ αὐτά λέγουν αὐτοί ὁπού εἴπαμεν ἄνωθεν περί φεγγαρίου καί τοῦ ἡλίου, ἀλλά ὁ μέγας Βασίλειος ἀποδείχνει τήν μεγαλότητά τους, ἤγουν τῶν δύο φωστήρων, καί λέγει: Τόσα ἄστρη μύρια ὁπού εἶναι καί φέγγουν εἰς ὅλον τόν κόσμον, καί πάλιν τήν νύκτα δέν ἠμποροῦν νά τήν φωτίσουν, καί τό φεγγάρι μοναχόν φωτίζει τήν νύκταν διά νά ἔναι μέγας φωστήρας. Καί ὁ ἥλιος φέγγει τήν ἡμέραν καί κάνει την τόσην ἔκλαμπρην, διά νά ἔναι καί αὐτός μέγας φωστήρας, καί λέγουν ὅτι αὐτός ἔναι ψηλότερα παρά τό φεγγάρι καί τό φεγ/γάρι παίρνει ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου καί γίνεται τόσον λαμπρόν, καί διότι τό ἕνα περιπατεῖ ζερβά καί τό ἄλλο δεξιά καί ὅταν τύχει νά συναπαντηθεῖ τό φεγγάρι με τόν ἥλιον τότες φέγγει τό φεγγάριν, ἤγουν αὐτήνη ἡ μερία ὁπού ἔναι πλησίον τοῦ ἡλίου αὐτή φέγγει, καί ἡ ἄλλη μερία δέν φέγγει διότι δέν τήν ἐκτυπάγει ὁ ἥλιος καί ἔναι σκοτεινό τό φεγγάρι. Λοιπόν λέγουν ὅτι τό φῶς τοῦ φεγγαρίου τοῦ τό δίδει ὁ ἥλιος καί ὁ οὐρανός λέγουν ἔναι στρογγυλός καί ἡ γῆς στέκει εἰς τήν μέσην ἀνάμεσα τοῦ ἡλίου καί τοῦ φεγγαρίου καί τῶν ἄλλων ἀστρῶν, καί ὅταν γυρίζει ὁ ἥλιος καί ἔλθει εἰς τοῦτον τόν κόσμον ὁπού ἠβλέπομεν ἡμεῖς, τότες κάνει τήν ἡμέραν καί ὅταν ἡμεῖς ἔχομεν ἡμέραν εἰς ἄλλον κόσμον ἔχουν νύκταν, διότι ὁ ἥλιος ἐκεῖ δέν δίδει τό φῶς, καί ὅταν πάλιν γυρίζει ἀπό μᾶς καί φέγγει ἐκεινῶν, τότες ἡμεῖς ἔχομεν νύκταν καί ἐκεῖνοι ἔχουν ἡμέρα. Καί διά τοῦτο λέγουν ὅτι τότες οὖν γυρίζοντας ὁ ἥλιος συναπανταίνει τό φεγ- γάρι εἰς πᾶσα τόσον καιρόν καί δίδει του τό φῶς, καί διά νά ἔναι τό φεγ- γάρι πλέον χαμηλότερον παρά τόν ἥλιον, πολλές φορές συναπαντάγει τές ἀκτίνες τοῦ ἡλίου καί σκεπάζει τες καί γίνεται λέγουν τότες εἰς ἡμᾶς, ὁπού σκοτεινιάζει ὁ ἥλιος, ἔκλειψις. Λοιπόν ὁ μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι ὁ ἥλιος παρόμοιος ἔναι τοῦ Χριστοῦ ὁπού ἔναι ἥλιος τῆς δικαι- οσύνης, διότι πρῶτον ἤτονε σκότος, ἔπειτα ἦλθεν ὁ ἥλιος καί ἐφώτισεν τήν ἡμέραν. Ἔτσι γοῦν καί ὁ Κύρι/ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, πρῶτα ἤτονε σκότος εἰς τούς ἀνθρώπους καί δέν ἔκαναν τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ καί ἔμελλεν νά ὑπᾶν εἰς τό σκότος, καί ἦλθεν ὁ Χριστός ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί ἔλαμψεν καί ἐφώτισεν ὅλον τόν κόσμον. Καί ἀπό τόν ἥλιον γεννῶνται οἱ δροσεροί ἀέρες καί ἔρχονται εἰς ἡμᾶς, ἔτσι γοῦν καί ἀπ’ αὐτόν τόν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης τόν Χριστόν ἔδωσέ μας το Πνεῦμα του τό ἅγιον καί ἐδρόσισέ μας, καί ἦλθαν οἱ δροσεροί ἀέρες, οἱ ἅγιοι αὐτοῦ ἀπόστολοι καί μαθηταί καί ὁδηγήσανέ μας εἰς καλούς και ἀγαθούς λιμεῶνας. […]","ἔναι = είναι ἔνδειξιν = σημάδι, ειδοποίηση [η ένδειξις] δουλεύεις ὕπνον = κοιμάσαι [φρ. δουλεύω ύπνον] κοίταις = κρεβάτια, στρώματα [η κοίτη· βλ. λ. κατάκοιτος = κλινήρης] κατανύγητε = συγκινείτε υπερβολικά, φέρνετε σε κατάσταση κατάνυξης [κατανύγω] οἰκονομικῶς = σύμφωνα με τη θεία πρόνοια (τροπ. επίρρ.) ἤθελεν εἶσταιν = θα ήταν ἠθέλαμεν σπουδάζει = θα φροντίζαμε, θα σπεύδαμε ἐμωράνθη = αποδείχθηκε ανόητη [μωραίνομαι] στία = φωτιά φλυαρίσματα = κενές πολυλογίες [το φλυάρισμα] γέενναν = τόπος της μελλοντικής τιμωρίας των αμαρτωλών, κόλαση ἀπιθαμήν = πιθαμή, μονάδα μήκους ίση με την απόσταση ανάμεσα στα άκρα των τεντωμένων δακτύλων αντίχειρα και μικρού (ίση με 18 εκατοστά περίπου) φωστήρων = φωτεινών πηγών, φωτεινών ουράνιων σωμάτων [ο φωστήρας] ζερβά = αριστερά (επίρρ.) συναπαντηθεῖ = συναντηθεί [συναπαντώμαι] ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) γοῦν = βέβαια, λοιπόν (μόριο) λιμεῶνας = λιμάνια [ο λιμεώνας και λιμνιώνας]",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο κε΄, 51-52 [Εδώθεν άρχεται το πρώτον βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, ήγουν πώς ο Θεός έκαμεν τον κόσμον και όλα τα άλλα πράγματα ώσπερ τα θέλετε ηκούσει εδώ παρακάτου]","Το εικοστό πέμπτο (κε΄) κεφάλαιο αφορά την εξαήμερη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και είναι από τα εκτενέστερα του έργου. Στο παρακάτω απόσπασμα βρισκόμαστε στην τέταρτη ημέρα της δημιουργίας και ο Καρτάνος αναφέρεται στον Ήλιο και την αναλογία του με τον Θεό. Όπως ο Θεός είναι τρισυπόστατος –Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα–, έτσι και ο Ήλιος έχει τρεις ενέργειες/υποστάσεις: τον δίσκο του, τις ακτίνες του και τη ζέστη που παράγει. Όπως και σε άλλα σημεία του κεφαλαίου αυτού, διαπλέκει και εδώ την Παλαιά Διαθήκη με κοσμολογικές θεωρίες αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, κατηγορώντας τους ως ανόητους, τιποτένιους και ειδωλολάτρες. Αντιθέτως, εξαίρει τους Πατέρες της Εκκλησίας ως πηγή αλήθειας και προτρέπει τους αναγνώστες του να επιλέγουν την αληθινή σοφία της χριστιανικής θρησκείας και όχι την ψεύτικη των αρχαίων Ελλήνων. Ἐδῶθεν ἄρχεται τό πρῶτον βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἤγουν πῶς ὁ Θεός ἔκαμεν τόν κόσμον καί ὅλα τά ἄλλα πράγματα ὥσπερ τά θέλετε ἠκούσει ἐδῶ παρακάτου Κεφ. κε΄ [...] Καί ἔδωσεν τόν ἥλιον τόν τρισυπόστατον διά νά καταλάβετε ὅτι καί ὁ Θεός τρισυπόστατος ἔναι. Καί πῶς ἔναι, θέλεις μοῦ εἰπεῖ, ὁ ἥλιος τρισυ πόστατος; Ἄκουσον: ὁ δίσκος τοῦ ἡλίου ἔναι ὥσπερ τόν ἠβλέπετε εἰς τόν οὐρανόν, ὁπού ἀπόκει δέν χωρίζεται ποτέ. Ἔπειτα πέβει πρός ἡμᾶς εἰς ὅλον τόν κόσμον τές ἀκτίνες του ὥσπερ τές ἠβλέπετε, καί τρίτον ἔχει τήν πύραν αὐτήν ὁπού πυρώνει, πλήν δέ ἔναι ἕνας ἥλιος καί ἔχει τρεῖς ἐνεργεῖες, ἔχει, ὡς εἶπα, τόν δίσκον ἀπάνω καί τές ἀκτίνες καί τήν ζέστην. Τόν αὐτόν τρόπον ἔναι καί ὁ Θεός ὁ μεγαλοδύναμος, ὁ Θεός ἔναι ἀεί εἰς τούς οὐρανούς ὥσπερ ἔναι ὁ δίσκος τοῦ ἡλίου εἰς τούς οὐρανούς, ἔπειτα ἔστειλεν τόν Υἱόν του τόν μονογενήν, ὥσπερ εἶναι οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, τρίτον, ἔναι / τό Πνεῦμα του τό ἅγιον ὁπού ζωογονεῖ καί πυρώνει ὅλους τούς εὐσεβεῖς χριστιανούς καί ἄλλους, ὥσπερ ἔναι ἡ καῦσις τοῦ ἡλίου ὁπού πυρώνει πάντας. Λοιπόν ἀπό τά ἔργα ἅπερ ἔκαμεν αὐτός ὁ Θεός ὁ ὕψιστος καταλαμβάνομεν τήν ἁγίαν αὐτοῦ Τριάδα καί προσκυνοῦμεν καί πιστεύομεν αὐτόν ὁποῦ ἔκαμεν αὐτά, ὄχι ὅτι προσκυνοῦμεν τόν ἥλιον διά θεόν ἤ τό φεγγάριν ἤ τά ἄστρη, ὥσπερ τά προσκυνοῦν αὐτοί οἱ ἀσεβεῖς οἱ Ἕλληνες ὁπού λέγουν ὅτι εἶναι σοφοί. Τά ποιήματα τοῦ Θεοῦ πιστεύουν ὡς θεόν, καί τόν Θεόν τόν ἀληθινόν ὁπού τά ἔκαμεν αὐτά, δέν τόν πιστεύουν. Λοιπόν ἡ σοφία τους τήν ἔχομεν ἡμεῖς οἱ χριστιανοί ἀντί οὐδενός, διότι ἐπειδή δεν ἐκατάλαβαν τόν ἀληθινόν Θεόν νά τόν ἐγνωρίσουν μέ τήν σοφίαν τους, ἀμή ἐπίστευαν τόν ἥλιον καί τό φεγγάρι, δι’ αὐτό δέν τούς θέλομεν οὐδέ ἔχομεν χρεία νά μανθάνομεν ἤ νά ἠκούγομεν τά συγγράμματά τους, ἀμή ἠκούγομεν τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων ἀποστόλων ὁποῦ ἦσαν ἁλιεῖς ἄνθρωποι καί ἀγράμματοι, καί διά νά λάβουν τό Πνεῦμα το ἅγιον εἶπαν εἰς ἡμᾶς τήν πᾶσαν ἀλήθειαν. Καί τουτουνούς τούς σοφούς τούς ἀποστόμωσαν καί δέν ἤξευραν τί νά τούς ἀπολογηθοῦν καί ἀπόδειξάν τους αὐτοί οἱ ἁλιεῖς ἄνθρωποι ἐκεινῶν τῶν σοφῶν Ἑλλήνων ὅτι ἡ σοφία τους ἔναι μωρή καί ψεύτικη καί θέλει τούς κολάσει καί ἡμᾶς τῶν χριστιανῶν ἔγραψαν τά τέσσαρα Εὐαγγέλια καί τόν Ἀπόστολον καί ἐδώσανέ μας τα νά διαβάζομεν / αὐτά καί ἀπ’ αὐτά νά καταλάβο- μεν τόν ὄντως ὄντα Θεόν τόν ἀληθινόν καί τήν ἁγίαν Τριάδα αὐτοῦ. Λοιπόν ὅσοι εἶναι εὐσεβεῖς καί ὀρθόδοξοι χριστιανοί πιστεύουν τά ὅσα εἶπαν τοῦτοι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καί δέν πολυπραγμονοῦν νά εἰποῦν ὅτι πῶς ἔτσι τοῦτοι οἱ χοντροί λέγουν τοῦτα, ἀλλά μόνον πιστεύουν ὅτι ναι αὐτοί ὅσα λέγουν ὑπό τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου τά λέγουν, καί ὅσοι δέν τούς πιστεύουν καί δέν ἠκούγουν τήν θείαν Γραφήν αὐτήν ὁπού ἔγρα- ψαν αὐτοί καί δέν κάνουν ὅλα ἐκεῖνα ὅσα ὅρισαν αὐτοί, θέλουν ὑπάγει εἰς τήν αἰώνιον Κόλασιν ἀντάμα μέ ἐκείνους τούς σοφούς τῶν Ἑλλή- νων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἡ ἀρχή τῆς σοφίας ἔναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ συντήρησις τῶν θείων ἐντολῶν, καί διά τοῦτο ἄς ἔχομεν τόν φόβον τοῦ Θεοῦ διά νά εἴμεσθεν ἀληθινοί σοφοί καί ὄχι ψεῦται, ὥσπερ οἱ Ἕλλη- νες ὁπού εἴπαμεν. […]","τρισυπόστατον = που έχει τρεις υποστάσεις (επίθ.) ἔναι = είναι πέβει = στέλνει [πέμπω] ἐνεργεῖες = ενέργειες, δράσεις, ιδιότητες ἀμή = αλλά (σύνδ.) χρεία = ανάγκη πανευφήμων = που επαινούνται ή αξίζουν να επαινεθούν σε μεγάλο βαθμό, άξιων κάθε ευφημίας [επίθ. πανεύφημος] ἀποστόμωσαν = έκλεισαν το στόμα με επιχειρήματα, ανάγκασαν να σιωπήσουν [αποστομώνω] μωρή = ανόητη, άμυαλη, κουτή [επίθ. μωρός] πολυπραγμονοῦν = λεπτολογούν, εξετάζουν χοντροί = άξεστοι, αγράμματοι, αμόρφωτοι (επίθ.) ἀντάμα = μαζί (τροπ. επίρρ.) συντήρησις = σεβασμός, δέος",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο κε΄, 53-54 [Εδώθεν άρχεται το πρώτον βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, ήγουν πώς ο Θεός έκαμεν τον κόσμον και όλα τα πράγματα ώσπερ τα θέλετε ηκούσει εδώ παρακάτου]","Το εικοστό πέμπτο (κε΄) κεφάλαιο αφορά την εξαήμερη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και είναι από τα εκτενέστερα του έργου. Στο παρακάτω απόσπασμα ο Καρτάνος υποστηρίζει την αναντίρρητη δημιουργία του φυτικού βασιλείου από τον Θεό και εναντιώνεται στους ειδωλολάτρες αρχαίους Έλληνες, που λατρεύουν τα δημιουργήματα του Θεού ως θεούς κι όχι τον ίδιο τον Πλάστη τους. Όπως και σε άλλα σημεία του κεφαλαίου αυτού, διαπλέκει και εδώ την Παλαιά Διαθήκη με κοσμολογικές θεωρίες αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, κατηγορώντας τους ως ανόητους, τιποτένιους και ψεύτες. Αντιθέτως, εξαίρει τους Πατέρες της Εκκλησίας ως πηγή αλήθειας και προτρέπει τους αναγνώστες του να επιλέγουν την αληθινή σοφία της χριστιανικής θρησκείας και όχι την ψεύτικη των αρχαίων Ελλήνων. Ἐδῶθεν ἄρχεται τό πρῶτον βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἤγουν πῶς ὁ Θεός ἔκαμεν τόν κόσμον καί ὅλα τά ἄλλα πράγματα ὥσπερ τά θέλετε ἠκούσει ἐδῶ παρακάτου Κεφ. κε΄ Τήν τρίτην ἡμέραν ἄστρη δέν ἦσαν μήτε ἥλιος μήτε φεγγάριν, πῶς ἔτσι ἐξεφύτρωσαν ὅλα ἕνα ἔκαστον κατά τόν καρπόν του, ὁπού ἥλιος δέν τά ἐζωοπύρησεν; Λοιπόν δι’ αὐτήν τήν αἰτίαν ὁ ὕψιστος Θεός ἔκαμεν ἕνα ἕκαστον τήν ἡμέραν ὁπού ἠθέλησεν, διά νά μήν ἔχουν αἰτία αὐτοί ὁπού εἴπαμεν οἱ ψευδοδιδάσκαλοι νά λέγουν ὅτι τό φεγγάριν καί τά ἄστρη ἤ τά τέσσαρα στοιχεῖα τῆς γῆς αὔξουν καί ζωοποιοῦν ὅλα τά φυτά τῆς γῆς καί ὄχι ὁ Θεός. Πλήν δέ αὐτοί οἱ ἄπιστοι οἱ κακοί καί οἱ θεόργιστοι ἐπίστευσαν εἰς τά ποιήματα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι εἰς τόν ποιήσαντα αὐτά, ἤγουν ἐπίστευσαν εἰς τόν ἥλιον, εἰς τό φεγγάριν, εἰς τά ἄστρη καί εἰς τούς ἑτέρους πλανήτας καί ἐπονόμασάν τα ἕνα ἕκαστον ἀπ’ αὐτά τά στοιχεῖα τοῦ οὐρανοῦ, ὁ μέν θεόν Ζεῦ, ὁ δέ Δία, ὁ δέ Ἡρακλήν, ὁ δέ Ἀπόλλων, ὁ δέ ἕτερον, ὁπού αὐτά τά ἔκαμεν ὁ Θεός διά ὑπηρεσίαν τοῦ ἀνθρώπου καί ἐάν δέν τά κινήσει ὁ ποιήσας αὐτά Θεός κανένα δέν κινᾶται. Λοιπόν ἐτύχαινε ὅτι ἄν ἤθελαν εἶσταιν ἀληθινοί σοφοί νά βά/λουν εἰς τόν νοῦν τους τίς τά κινᾶ καί τίς τά ἔκαμεν καί ἐκεῖνον να προσκυνοῦν διά Θεόν, ὄχι νά προσκυνοῦν αὐτά διά θεούς. Καί λοιπόν ἡ σοφία αὐτῶν ἐμωράνθη καί διά τοῦτο δέν τούς ἔχομεν οὐδετίποτες αὐτούς τούς σοφούς, οὐδέ τά συγγράμματα αὐτῶν θέλομεν νά τά δια- βάζομεν εἰς τήν ἐκκλησίαν μας, ὥσπερ εἶναι τουτουνῶν, τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Σοφοκλέους, τοῦ Ἀριστοτέλους, τοῦ Αἰσχύλου, τοῦ Μπίνδαρου, τοῦ Ἀριστοφάνους, τοῦ Ὁμήρου τούς μύθους καί ἄλλων μυρίων ποιητῶν, ὁπού εἶναι ψεῦται καί ἄτυχοι, ἀλλά πιστεύομεν καί διαβάζο- μεν τούς λόγους τῶν ἁγίων καί πανευφήμων ἀποστόλων καί ἐκεινῶν τῶν ἁγίων ἀνδρῶν ὁπού ἐπίστευσαν τόν Θεόν ἀδιστάκτως καί διχῶς νά τόν πολυπραγμονοῦν τί ἔκαμεν καί τί δέν ἔκαμεν, ἀλλά μόνον εἶπαν ὅτι αὐτός ὁπού ἔκαμεν τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς, αὐτός ἐστίν ὁ ἀληθινός Θεός, καί λοιπόν τοῦτοι εἶναι οἱ σοφοί οἱ ἀληθι- νοί ὁπού πιστεύομεν ἡμεῖς, διότι ἡ ἀρχή τῆς σοφίας ἔναι ἐκεῖνος ὁπού ἔχει τόν φόβον τοῦ Θεοῦ. [...]","καρπόν = σπόρο ἐζωοπύρησεν = έδωσε φως, θερμότητα και ζωή, ζωογόνησε [ζωοπυρώ] θεόργιστοι = που έχουν την οργή του θεού, καταραμένοι από τον θεό [επίθ. θεόργιστος] ἤθελαν εἶσταιν = θα ήταν ἐμωράνθη = αποδείχθηκε ανόητη [μωραίνομαι] οὐδετίποτες = χωρίς αξία, ασήμαντους, μηδαμινούς (αντωνυμ. με σημασία επίθ.) μυρίων = άπειρων, αναρίθμητων [επίθ. μύριος] ἄτυχοι = κακοί, πονηροί, ελεεινοί πανευφήμων = που επαινούνται ή αξίζουν να επαινεθούν σε μεγάλο βαθμό, άξιων κάθε ευφημίας [επίθ. πανεύφημος] πολυπραγμονοῦν = λεπτολογούν, εξετάζουν",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο κε΄, 63 [Εδώθεν άρχεται το πρώτον βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, ήγουν πώς ο Θεός έκαμεν τον κόσμον και όλα τα άλλα πράγματα ώσπερ τα θέλετε ηκούσει εδώ παρακάτου","Το εικοστό πέμπτο (κε΄) κεφάλαιο αφορά την εξαήμερη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και είναι από τα εκτενέστερα του έργου. Στο παρακάτω απόσπασμα βρισκόμαστε στην έκτη ημέρα της δημιουργίας και ο Καρτάνος, αφού εξιστόρησε τη δημιουργία του ανθρώπου, αναφέρεται στη φύση της ψυχής και την ένωσή της με το σώμα. Το κορμί/γήινο στοιχείο και η ψυχή/θεϊκό στοιχείο ενώθηκαν στην ανθρώπινη φύση και οι αρχαίοι Έλληνες, που δεν πιστεύουν στο δόγμα αυτό, σφάλλουν. Η μόνη αλήθεια είναι αυτή που παραδίδουν οι Πατέρες της Εκκλησίας και, σύμφωνα με αυτούς, ο νους είναι μέρος της ψυχής, και μάλιστα το σημαντικότερο και καθαρότερο. Ἐδῶθεν ἄρχεται τό πρῶτον βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἤγουν πῶς ὁ Θεός ἔκαμεν τόν κόσμον καί ὅλα τά ἄλλα πράγματα ὥσπερ τά θέλετε ἠκούσει ἐδῶ παρακάτου Κεφ. κε΄ […] Ἡ δόξα καί ἡ ἀληθινή ἕνωσις ἡ ἐδική μας ἔναι φανερή καί ἁπλούστατη. Τό κορμί ἔναι ἀπό τήν γῆν τήν λεπτήν ὡς εἴπαμεν καί ἡ ψυχή διά μέσου ἐκ Θεοῦ ἦλθε καί ἀνακατώθησαν τά δύο καί ἐγίνηκεν ἕνα ζῶον, καί τοῦτο ἔναι ἡ ἕνωσις κατά τήν ὑπόστασιν, ἤγουν ἡ συν- δρομή ὁπού γίνεται τῶν δύο οὐσιῶν ἀπ’ ἄλλη καὶ ἄλλη καί ὁμώνονται, καί γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό δύο οὐσίες, ἀπό τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τῆς γῆς, ὥσπερ ἔλαβεν καί αὐτός ὁ Θεός τήν ἐδική μας ἀνθρωπίνην φύσιν καί ἔχει καί αὐτός δύο οὐσίες, Θεός καί ἄνθρωπος. Καί τοῦτο θαυμάζει ὁ Χρυσόστομος, πῶς πλάττεται ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν μήτραν τῆς γυναικός, καί πῶς ἔτσι ἐξαίφνης παρευθύς ἡ ψυχή ἡ θεοείκελος ἔρχεται εἰς το κορμί, καί ἐκεῖνοι ὁπού καυχῶνται ὅτι εἶναι σοφοί τῶν Ἑλλήνων σφάλ- λουν, ἐπειδή ἐκεῖνον ὁπού ἔκαμεν τόν ἄνθρωπον δέν ἠξεύρουν, μηδέ τήν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου ἠξεύρουν. Λοιπόν ὡς εἴπαμεν, ἀπό τήν γῆν ἔναι ὁ χοῦς καί ἡ ψυχή ἀπό τόν Θεόν, καί τοῦτο ἔναι ἐκεῖνο ὁπού λέγει ἡ Γραφή «καί ἐνεφύ/σησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς και ἐγένετο ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν». Καί γροίκησε καλά ἀπό τοῦτο τό λοιπόν ἡ ψυχή μία ἔναι, ἀμή ἔχει δυνάμεις διάφορες, διότι ἔναι εἰς ὅλο τό κορμί τοῦ ἀνθρώπου διεσπαρμένη καί κρατεῖται ἀπό πᾶσα ἕναν ἁρμόν ὁπού ἔχει τό κορμί, καί λέγουν ὅτι ἡ ἐνθύμησις τῆς ψυχῆς ἔναι εἰς τήν καρδίαν, καί ἡ ἐπιθυμία της ἔναι εἰς τό συκώτι, καί ἡ δύναμις τοῦ λόγου ἔναι εἰς τόν ἐγκέφαλον καί ἀπ’ αὖτον λάμπει καί δείχνει ὁλουνῶν. Καί ὁ Ἀπολλινάριος ἔλεγεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο ψυχές, καί δέν ἠξεύρει ὁ ἄθλιος τί λέγει ἡ θεία Γραφή, ὁπού λέγει «καί ἐγένετο ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν», δέν λέγει εἰς ψυχάς, ἀλλά εἰς ψυχήν. Καί ὁ σοφός Πλωτίνος καί ὁ Ἀπολλινάριος ὁ Λαοδικεύς λέγει ὅτι ὁ ἄνθρω- πος στέκεται ἤγουν κρατεῖται ἀπό τρεῖς αἰτίες, ἀπό νοῦν, ἀπό ψυχήν καί ἀπό κορμί, ἀλλά σφάλλουν καί αὐτοί. Λέγει ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι ὁ νοῦς ξεβλαστώνει ἀπό τήν ψυχήν, ἀπ’ αὔτην ἐβγαίνει, καί ὥσπερ ἔναι τό μάτι εἰς τό κορμί ἔτσι ἔναι καί ὁ νοῦς εἰς τήν ψυχήν, τό καθολικόν καί καθαρότερον μέρος τῆς ψυχῆς ἐπονομάζεται ὁ νοῦς, διά τοῦτο λέγεται ἡ ψυχή νοερά, διότι ἔχει αὐτόν τόν νοῦν. […]","λεπτήν = ψιλή, διάφανη συν- = αρωγή, βοήθεια [η συνδρομή] ὁμώνονται = ενώνονται, συνδέονται [ομοιώνομαι και ομώνομαι] θεοείκελος = θεόμορφη, όμορφη σαν θεός (επίθ.) χοῦς = χώμα γροίκησε = κατάλαβε, κατανόησε [β΄ εν. προστ. αορ. του γροικώ] ἁρμόν = το σημείο όπου γίνεται η άρθρωση δύο οστών, κλείδωση ξεβλαστώνει = φυτρώνει, βγάζει βλαστούς νοερά = που έχει την ικανότητα της νόησης, νοήμων, λογική [επίθ. νοερός]",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο κε΄, 69-70 [Εδώθεν άρχεται το πρώτον βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, ήγουν πώς ο Θεός έκαμεν τον κόσμον και όλα τα άλλα πράγματα ώσπερ τα θέλετε ηκούσει εδώ παρακάτου]","Το εικοστό πέμπτο (κε΄) κεφάλαιο αφορά την εξαήμερη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και είναι από τα εκτενέστερα του έργου. Στο παρακάτω απόσπασμα, που είναι και το τελευταίο του κεφαλαίου, διαβάζουμε γιατί και πώς ο Θεός έπλασε την Εύα, καθώς και για την πτώση των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο, όταν έφαγαν από το δένδρο της Γνώσης. Επιστρέφει στο ζήτημα της γήινης ουσίας του σώματος και της θεϊκής της ψυχής που ανέλυσε παραπάνω (βλ. κεφ. 63), ενώ παραλληλίζει την εικόνα του κόσμου με εκείνη του αυγού, αισθητοποιώντας με γλαφυρό τρόπο τη δομή του σύμπαντος. Ἐδῶθεν ἄρχεται τό πρῶτον βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἤγουν πῶς ὁ Θεός ἔκαμεν τόν κόσμον καί ὅλα τά ἄλλα πράγματα ὥσπερ τά θέλετε ἠκούσει εδῶ παρακάτου Κεφ. κε΄ Καὶ ὅταν τόν ἔκαμεν ὁ Θεός εἶπε ὅτι δέν στέκεται καλά νά ἔναι μοναχός ὁ Ἀδάμ, ἀμή νά τοῦ κάμομε καί σύντροφον, καί τότες κάνει τήν Εὔαν. Καί πῶς; Ὁ Ἀδάμ ἐκοιμήθη καί ὁ Θεός ὑπῆγε καί ἔβγαλε ἀπό τήν πλευράν αὐτοῦ καί ἔκαμε τήν γυναίκαν, καί διατί αὐτή ἔγινεν ἀπό τόν Ἀδάμ διά τοῦτο καί αὐτή ἀπό τήν γῆν ἔγινεν ὥσπερ καί ὁ Ἀδάμ. Ἡ αἰτία ἔναι τούτη, διότι ὁ πρῶτος ὁπού ἔγινεν ὀμπρός παρά νά ἦτον τίποτες ἄλλο γεννημένον ἦσαν οἱ ἄγγελοι, καί διατί οἱ ἄγγελοι ἔγιναν ἀπό πλέον ψιλότερην ὕλην παρά τόν ἄνθρωπον, ἡμάρτευσαν διά τήν αὐθάδειάν τους καί ἐδιώχθησαν ἀπό τόν τόπον ὁπού ἦσαν. Διά τοῦτο ὁ ἄνθρωπος καί ἡ γυναίκα ὁπού ἦσαν γιναμένοι ξυστερνά ἦσαν γιναμένοι ἀπό τήν γῆν, ἀπό χαμηλόν πράγμα διά νά ὑπαγαίνουν εἰς τούς οὐρανούς μέ ταπείνωσιν ὄχι μέ δόξαν καί μέ μεγαλαυχίαν, διά τοῦτο ἡ γῆς ἔναι ταπεινόν στοιχεῖον, διότι ὅλην τήν ἡμέραν τήν δέρνουν καί ἔναι εἰς τήν μέσην τῶν ἄλλων στοιχείων, τά ὁποῖα εἶναι ὁμοῦ σιμά ἀντάμα καί γυ/ρισμένα ὥσπερ ἔναι ἕνα ἀβγόν ὁπού ἠβλέπεις, ὁπού εἰς τήν μέσην τοῦ ἀσπραδίου ἔναι ὁ κρόκος, ἔτσι ἔναι καί ἡ γῆς εἰς τήν μέσην τῶν ἑτέρων στοιχείων γιναμένη εἰς τόν κόσμον. Ὁ κρόκος τόν παρομοιάζουν τῆς γῆς, τό ἀσπράδι τοῦ ἀέρος καί ἡ τσίπα ὁπού ἔναι ἀνάμεσα τό ἀσπράδι καί τήν σκόρτσαν τοῦ ἀβγοῦ τήν παρομοιάζουν εἰς τό νερόν, καί διά τό κόκκινο τήν ἱστίαν, καί ἔτσι εἶναι ἀντάμα ὁπού ἐσμίχθησαν διά νά εἶναι ὁμοῦ ἀνακατωμένα τό κρύο μέ τό ζεστό καί τό ξερόν μέ τό ὑγρόν. Καί διά τοῦτα τά στοιχεῖα εἶναι γιναμένα τά κορμία τά ἐδικά μας, ὁπού διά τό κρέας καί τά κόκκαλα ἅπερ ἔχομεν ἐγροικᾶται ἡ γῆς, διά τό αἷμα ἐγροικᾶται τό νερόν καί διά τήν ζέσιν ὁ ἀέρας, διά τήν χολήν τό πῦρ, καί διά τοῦτα τά τέσσαρα στοιχεῖα εἶναι γιναμένα τά κορμία μας. Τό κορμί μας ἔναι ὑποτασσόμενον εἰς τά πράγ- ματα τοῦ κόσμου, ἀμή ἡ ψυχή δέν ἔναι ὑποτασσόμενη, μόνον τοῦ Θεοῦ, διότι ἔναι γιναμένη εἰς τήν ὁμοιότητα αὐτοῦ καί ἔναι γιναμένη ἀπό ὑψηλότερην ὕλην παρά τό κορμί. Ἀκόμη θέλω νά ἠξεύρετε ὅτι ὁπόταν ὁ Θεός ἔκαμε τόν Ἀδάμ δέν τόν ἔκαμε εἰς καιρόν τῶν παιδίων, ἀμή τον ἔκαμε εἰς καιρόν τριάντα χρονῶν, καί αὐτός εἶχεν μόνον μίαν ἡμέραν καί ἔκαμέ τον εὔμορφον καί φρόνιμον καί δυνατόν καί γεμάτον πάσης χάριτος, τέλειον, ὁπού δέν εἶχεν κανένα κακόν. Λοιπόν τινές λέγουν ὅτι ὁ Ἀδάμ ἔγινεν εἰς τούς οὐρανούς καί μετά ταῦτα τόν ἔβαλεν εἰς τήν γῆν ἀφοῦ / τόν ἔκαμε, καί ἄλλοι λέγουν ὅτι τόν ἔκαμε εἰς τήν γῆν εἰς το μέρος τῆς Αἰγύπτου εἰς τόν κάμπον τῆς Δαμασκός, ἐκεῖ ὁπού ἔναι τώρα χτισμένη ἡ Δαμασκός καί ἔβαλέ τονε εἰς τόν Παράδεισον ὁπού ἔναι τό βουνό ὁπού τό λέγουν βουνό Τερέστρο, τό ὁποῖον ἔναι εἰς τήν Ἴντιαν εἰς τήν Ἐδέμ καί ἔναι ὑψηλότερον ἀπό ὅλα τά βουνά ὅσα εἶναι σιμότερα εἰς τόν ἥλιον, καί ἔναι ἀληθῶς ὅτι ὅταν ἔγινεν ὁ κατακλυσμός ὁπού ἦλθε τό νερόν δέν ἀπέρασε τήν κορυφήν αὐτηνοῦ τοῦ βουνοῦ, καλά καί τινές λέγουν ὅτι τό νερόν ἀπέρασεν πᾶσα βουνόν ἕνδεκα πῆχες καί ἄλλοι λέγουν δεκαπέντε, ἀμή τοῦτο δέν τό ἀπέρασε, διότι ἔναι πολλά ὑψηλόν, καί μέσα εἰς τοῦτον τόν Παράδεισον ἔναι τό δεν- δρον τῆς ζωῆς καί ὅστις τό φάγει δέν ἀπεθηνίσκει ποτέ. Ἀκόμη ἐδῶ ἔναι τόν δένδρον τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν καί ἀπ’ αὐτό ἔφαγεν ὁ Ἀδάμ, καί διά νά φάγει ἐξέπεσεν τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδεί- σου και ἐκεῖ ὁποῦ ἦτον ἀθάνατος ἔγινεν θνητός καί διά τόν θάνατον αὐτοῦ ἀπεθηνίσκομεν καί ἡμεῖς. Ἀκόμη λέγουν ὅτι ὁ ἄνδρας ἔχει ἕνα πλευρόν ὀλιγότερον παρά τήν γυναίκα, διότι ἡ γυναίκα ἐβγῆκεν ἀπό τήν πλευράν τοῦ ἀνδρός, καί τοῦτο ἔγινεν τῇ ἕκτῃ ἀφοῦ ἔγινεν ὁ κόσμος, διότι ὁ ἄνθρωπος ἦτον ὁ ξυστερνός ὁπού ἔγινεν ἀπό ὅλα τά πράγματα. Καί ὁ κόσμος ἔγινεν εἰς τές εἴκοσι πέντε τοῦ Μαρτίου και τότες ἐτελειώθη ἡ κτίσις τοῦ κόσμου.","ψιλότερην = λεπτότερη [ψιλότερος, συγκρ. βαθμός του επιθ. ψιλός] ξυστερνά = στο τέλος, τελευταία (χρον. επίρρ.) χαμηλόν = ανάξιο λόγου, τιποτένιο [επίθ. χαμηλός] μεγαλαυχίαν = καύχηση, κομπασμό, αλαζονεία τσίπα = υμένας, λεπτό πετσί σκόρτσαν = φλοιό, φλούδα αβγού, κέλυφος ἱστίαν = φωτιά ἐγροικᾶται = αναγνωρίζεται, γίνεται κατανοητό(;) πῆχες = μέτρο μήκους ίσο με το μέρος του άνω άκρου από τον αγκώνα έως τον καρπό (περίπου 70 εκατοστά) [ο πήχης] ἀπεθηνίσκει = πεθαίνει τρυφῆς = από την καλοπέραση/ραστώνη/χλιδή [η τρυφή] ξυστερνός = τελευταίος, στερνός (επίθ.) κτίσις = δημιουργία, πλάση",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος κεφάλαιο μγ΄- μθ΄ [Αδάμ και Εύα],"Από το τεσσαρακοστό τρίτο (μγ΄) μέχρι το τεσσαρακοστό ένατο (μθ΄) κεφάλαιο ο Καρτάνος αναφέρεται στους πρωτόπλαστους και τα παιδιά που γέννησαν, καθώς και στο τραγικό τέλος του Άβελ. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Αδάμ και Εύα απέκτησαν τρεις γιους, τον Κάιν, τον Άβελ και τον Σηθ, και δύο κόρες, την Αζούρα και την Ασουάμ. Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ από φθόνο, ενώ ο Σηθ και η Ασουάμ είναι πρόγονοι της Θεοτόκου. Πῶς ἡ Εὔα ἐβγῆκεν ἀπό τόν Ἀδάμ καί ὑπῆγεν εἰς τήν ἔρημον Κεφ. μγ΄ Λέγει ἡ Εὔα τοῦ Ἀδάμ: Ἠβλέπω ὅτι μοῦ πρέπει ὁ θάνατος καί ἐσέν ἡ ζωή, διότι ἐγώ δέν ἐφύλαξα τήν ἐντολήν καί τόν ὁρισμόν τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦτο, κύριέ μου, μισεύω ἀπό σένα καί ἀπό τό φῶς τουτηνῆς τῆς ζωῆς καί ὑπαγαίνω ἐκεῖ ὁπού βασιλεύει ὁ ἥλιος καί θέλω στέκει ἐκεῖ ἕως ὁπού νά τελειωθεῖ ἡ ζωή μου. Καί λέγοντας τούτους τούς λόγους ἡ Εὔα ἐκίνησε καί ὑπῆγε εἰς τό μέρος τῆς δύσεως μέ μεγάλην λύπην καί ἀγανάκτησιν. Καί ἔκαμεν ἕναν φρεγγιάτον καί ἔστεκε ἀποκάτου. Και ἦτον τριῶν μηνῶν ἐγκαστρωμένη. Πῶς ἦλθαν οἱ πόνοι τοῦ παιδίου τῆς Εὔας ὁπού ἦτον ἐγκαστρω- μένη καί ὁ Άδάμ ἐπάρθη ἀπό τόν Θεόν καί ὑπῆγε εἰς αὐτήν Κεφ. μδ΄ Βάνοντας εἰς τόν νοῦν της ἡ Εὔα διά τό παιδί ὁπού ἦτον ἐγκαστρω- μένη, ἀρχίνησε καί ἀνακατώνετον πολλά ἀπό τούς πόνους, διότι δεν ἤτονε / μαθημένη νά γροικήσει κανένα κακό ποτέ της, καί ἀρχίνησε καί ἐφώναζε πολλά δυνατά. Καί συλλογίζεται μέσον την καί λέγει: Τίς να ἤτονε νά ὑπήγαινεν νά ἔλεγε τοῦ αὐθεντός μου τοῦ Ἀδάμ τόν πόνον ὁπού ἔχω, καί λέγοντας τούτους τούς λόγους λέγει: Παρακαλῶ τόν ἥλιον τοῦ οὐρανοῦ ὅτι νά γυρίσει εἰς τήν ἀνατολήν νά εἰπεῖ τοῦ αὐθεντός μου τοῦ Ἀδάμ τό κακό μου καί τούς πόνους μου. Καί λέγοντας τούτους τούς λόγους, παρευθύς ἦρθε τοῦ Ἀδάμ ἕνα μέγα κλάμα καί λέγει μέσα του: Τί πράγμα ἔναι τοῦτο, ἀμή τίποτες πάλιν ἐσυγύρισε τῆς Εὔας καί ὁ διάβο- λος θέλει τήν πειράξει καί θέλει μαλώνει μετ’ αὐτόν. Καί λέγοντας τοῦτα τά λόγια ὁ Ἀδάμ παρευθύς τόν ὑπῆρε ὁ ἄγγελος εἰς τήν Εὔαν ἀοράτως. Πῶς ὁ Θεός ἔστειλεν δώδεκα ἀγγέλους διά τήν παρακάλεσιν τοῦ Ἀδάμ νά βοηθήσουν τῆς Εὔας εἰς τήν γέννησίν της Κεφ. με΄ Ὅταν εἶδε ἡ Εὔα τόν Ἀδάμ λέγει: Ὦ αὐθέντη, πατέρα καί ποιητά Θεέ μου, ἐπειδή μοῦ ἔκαμες τόσην μεγάλην χάριν καί εἶδα τον κύριόν μου τον Ἀδάμ, εὐχαριστῶ σε, ὁπού ἐξαλάφρωσα ἀπό τούς πόνους μου καί ἐλευθερώθη ἡ ψυχή μου ὁπού ἦτον εἰς τόσον πολύ κακόν, καί το ὁμοίως ἔκαμε εὐχαριστίαν καί ὁ Ἀδάμ πρός τόν Θεόν, καί ὅταν ἐτελείω- σαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα τήν προσευχήν τους εἰς τόν Θεόν ἰ/δού και ἔρχο- νται ἀπό τόν Θεόν δώδεκα ἄγγελοι καί δώδεκα χάριτες. Καί ὁ ἄγγελος ὁ Μιχαήλ ἔγγιξε τήν κεφαλήν τῆς Εὔας ἕως εἰς τό στομάχι καί εἶπε: Ὦ Εὔα, πόσον εὐλογήθης ἀπό αἰτία τοῦ Ἀδάμ, διά τοῦτο οἱ παρακάλεσές του εἶναι πολλά δεκτές εἰς τόν Θεόν, καί διά τήν παρακάλεσιν ὁπού ἔκαμε τήν πολλήν ὁ Θεός μᾶς ἔστειλεν ἡμᾶς διά νά σέ βοηθήσομεν. Καί λοιπόν ἀσηκώσου καί ἡτοιμάσου διά νά γεννήσεις τό παιδί, ὅτι ἔναι καιρός. Καί ἐγέννησεν τόν Κάιν καί μίαν θυγατέραν ὀνόματι Ἀζούρα. Πῶς ὁ Ἀδάμ ἐγέννησεν τόν Κάιν τόν πρῶτον του υἱόν Κεφ. μς΄ (μ΄) Μετά εἴκοσι πέντε χρόνους ἀφοῦ ἐβγῆκεν ὁ Ἀδάμ ἀπό τόν Παρά- δεισον, ὁπού ἦτον τότες χρονῶν πενήντα πέντε, διότι ὅταν ἔγινεν ἦτον τριάντα χρονῶν, καί ὅταν εἶχεν λοιπόν χρόνους πενήντα πέντε ἐγέννησεν τόν Κάιν καί μίαν του ἀδελφή ὀνόματι Ἀζούρα καί ὑπῆρε την αὐτός ὁ Κάιν διά γυναίκα του. Καί μετά ταῦτα ἐγέννησεν τόν Ἄβελ καί τήν Ἀσουάμ τήν ἀδελφή του, τήν ὁποίαν τήν ὑπῆρεν ὁ Σήθ διά γυναίκα του. Και πάντοτε ἐγέννα ἕνα ἀρσενικόν καί ἕνα θηλυκόν και ἔπαιρνεν ὁ ἀδελφός τήν ἀδελφήν, καί πρίν παρά νά ἀποθάνει ὁ Ἀδάμ εἶδεν ἀπό τούς υἱούς του καί ἀπό τές θυγατέρες του πολύ πλῆθος ἀνθρώπων ὁπού ἔκαμαν, εἰς τρόπον ὅτι ἔκαμε / ἀπό τά παιδία του να δίδει τό δέκατον τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Κάιν ὁ πρῶτος του υἱός ἐπρόσφερ- νε εἰς τόν Θεόν διά δῶρα, ὥσπερ ποιοῦμεν ἡμεῖς τώρα τές λειτουργίες, τά πλέον χειρότερα καί ἀτυχότερα πράγματα ὁπού νά εἶχεν, εἰς τρόπον ὅτι ὁ Θεός τόν ἐβαρέθη καί τά γεννήματα τῶν ζώων αὐτοῦ πᾶσα χρό- νον ὑπήγαιναν ἀπό κακόν εἰς χειρότερον. Διά τοῦτο τυχαίνει να προ- σφέρνει ὁ ἄνθρωπος εἰς τόν Θεόν διά δῶρα τά πλέα καλύτερα πράγ- ματα ὁπού νά ἔχει. Καί ὁ Ἄβελ ἔκανεν τό ἐναντίον αὐτοῦ καί ἤφερνε τά καλύτερα ὁπού νά εἶχεν εἰς τόν Θεόν, καί πᾶσα χρόνον ὑπήγαιναν τά ζῶα του ἀπό καλόν εἰς καλύτερον. Ἔτσι καί ἐσεῖς κάνετε διά να αὔξει τό τίποτές σας πάντοτε. Πῶς ἡ Εὔα ἐνυπνιάσθη ἕνα ὄνειρον καί ἀπ’ αὐτό ἐγνώρισε ὅτι ὁ Κάιν θέλει σκοτώσει τόν ἀδελφόν του τόν Ἄβελ Κεφ. μζ΄ (μα΄) Εἰς ἐκεῖνον τόν καιρόν ἠβλέπει ἡ Εὔα ἕνα ὄνειρον καί ἐταράχθη πολλά καί λέγει τοῦ Ἀδάμ: Ὦ αὐθέντη μου, ἐγώ εἶδα ἕνα φρικτό καί μεγάλον ὄνειρον. Καί λέγει της ὁ Ἀδάμ: Ἐγώ φοβοῦμαι καί ἔχω πολύν πόνον να μήν σκοτώσει ὁ Κάιν τόν Ἄβελ, καί διά νά μήν τούς συγύρει τίποτες κακόν ἄς τούς χωρίσομεν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον καί ἄς ἔχει πᾶσα ἕνας την κατοίκησίν του χώρια. Καί τότε ἐξεχώρισεν ὁ Ἀδάμ τόν Κάιν ἀπό τόν Ἄβελ καί ἔκαμε τόν Κά/ιν νά δουλεύει τήν γῆν και τόν Ἄβελ τόν ἔκαμε ποιμένα, ὁποῖος ἤτονε φίλος τοῦ Θεοῦ. Και καθη- μερινά ἐθυσίαζε τῷ Θεῷ και αὔξαινε ὁ Θεός τά αὐτοῦ ἀπό καλόν εἰς καλύτερον. Καί ἠβλέποντας ὁ Κάιν ὅτι τοῦ Ἄβελ ὑπήγαιναν εἰς αὔξησιν ὅλα του τά πράγματα, ἄναψε μέσον του τήν κακίαν καί ἐβλα- στήμα τόν Θεόν ὡς κακός ἄνθρωπος, καί ὁ Ἄβελ ἦτον καλός ἄνθρω- πος καί εἰς πᾶσα πράγμα ὁπού νά τοῦ ἔρχοτον ἐδόξαζε τόν Θεόν καθώς λέγει ὁ Παῦλος πρός Θεσσαλονικεῖς πρώτης εἰς τό πέμπτο αὐτοῦ κεφάλαιον: Πάντοτε χαίρετε, ἀείποτε προσεύχεσθε, καί εἰς πᾶσα πράγμα ὁπού νά σᾶς ἔλθει εὐχαριστεῖτε. Καί διά νά εὐχαριστεῖ τον Θεόν τοῦ ἐπλήθαινε τό ἔχει του εἰς καλόν. Διά τοῦτο τυχαίνει καί ἡμεῖς νά δοξάζομεν τόν Θεόν εἰς ὅσα κακά καί ἄν μᾶς ἔλθουν, καθώς λέγει καί ὁ Παῦλος. Πῶς ὁ Κάιν ἐσκότωσεν τόν Ἄβελ τόν ἀδελφόν του ἀπό τόν φθόνον και τόν ζῆλον ὁπού εἶχεν εἰς αὐτόν Κεφ. μη΄ (μβ΄) Ἠβλέποντας ὁ Κάιν πώς ὁ Ἄβελ ἤτονε φίλος τοῦ Θεοῦ καί πᾶσα πράγμα του ὑπήγαινεν εἰς αὔξησιν, ἄρχισε καί ἐζήλευεν τόν ἀδελ- φόν του. Και τόσο ἔκαμε ὁ ἀλιτήριος, ὅτι τόν ἔφερεν εἰς ἕναν κάμπον καί γελᾶ τον καί σκοτώνει τον. Καί τοῦτο ἤτονε τό πρῶτον φονικόν ὁπού ἔγινεν εἰς τήν γῆν, καί τοῦτο ἔγινεν ἐκεῖ ὁπού ἔναι τώρα ἡ χώρα τῆς Δαμασκός, / καί ὅταν τόν ἐσκότωσε τόν ἄφησεν ἔτσι καί ἔστεκεν ἄθαφτος. Καί ὅταν ὁ Ἀδάμ εἶδεν τοῦτο τό πράγμα ἔλαβεν μέγαν πόνον εἰς τρόπον ὅτι ἦλθεν σιμά εἰς τόν θάνατον ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἀπό την πικρίαν τους καί ἔκαμεν ὅρκον εἰς τόν Θεόν ὁ Ἀδάμ ὅτι νά μήν σταθεῖ πλέον μέ τήν γυναίκα του διά νά μήν κάμει παιδί. Καί ἐστάθηκε ἕως ὁπού ἦλθεν εἰς ἐκατόν δέκα χρόνους ὁπού δέν ἐσμίχθη τήν γυναίκα του, καί δέν ἔκανε ἄλλο μόνον ἔκλαιγεν τόν θάνατον τοῦ Ἄβελ. Πῶς ὁ Ἀδάμ ἐσμίχθη τήν γυναίκα του τήν Εὔα ἀπό τόν ὁρισμόν τοῦ Θεοῦ καί ἐγκαστρώθη τόν Σήθ Κεφ. μθ΄ (μγ΄) Τότες φαίνεται ὁ ἄγγελος τοῦ Ἀδάμ καί λέγει του: Σμίξου την γυναίκα σου καί τσάκισε τόν ὅρκον ὁπού ἔκαμες, καί τοῦτο το ἔκαμε ὁ Θεός διότι δέν ἤθελεν νά γεννηθεῖ ἀπό ἐκεῖνον τόν ἀφορι- σμένον τόν Κάιν, ἤγουν ἀπό τό αἷμα του, καί τότες ὁ Ἀδάμ ἐκοι- μήθη μέ τήν γυναίκα του καί κάνουν ἕναν υἱόν ὀνόματι Σήθ καί μίαν θυγατέραν ὀνόματι Ἀσουάμ. Ἠμπορεῖ νά εἰπεῖ τινάς ὅτι ἀπό τον Θεόν ἐδόθησαν τοῦτοι, διότι ὁ Θεός τοῦ εἶπεν ὅτι νά σμιχθεῖ την Εὔαν, καί πᾶσα φορά ὁπού νά ἔκαναν παιδία ἔκαναν ἕνα ἀρσενικόν καί ἕνα θηλυκόν, καί ἐπαίρνονταν τά δύο ἀντρόγυνον διά νά πλη- θύνει ὁ κόσμος. Καί τοῦτος ὁ Σήθ καί ἡ Ἀσουάμ ἐπάρθησαν καί αὐτοί εἰς ἀνδρόγυνον. Καί ἀπ’ αὐτηνῶν τήν γέννησιν ἐγεν/νήθη ἡ Θεοτόκος, ἡ ἀειπαρθένος Μαρία ἡ μήτηρ τοῦ Χριστοῦ, ὥσπερ θέλε- τε ἠκούσει ἐδῶ παρεμπρός εἰς τοῦτο τό βιβλίον. Καί τότες ὅταν ἔκαμε τούτους ἦτον ὁ Ἀδάμ χρονῶν διακοσίων εἴκοσι τριῶν, ὡς καθώς λέγουν οἱ ἱστορίες οἱ παλαιές ὁπού εἶναι γεγραμμένες και ηὕραμεν μέ μεγάλον κόπον καί ἐξεκαθαρίσαμέ τες διά νά τές ἠξεύ- ρει πᾶσα χριστιανός.","μισεύω = απομακρύνομαι, αναχωρώ, φεύγω φρεγγιάτον = πρόχειρη στέγη [ο φρεγγιάτος] ἀνακατώνετον = στεναχωριόταν, αναστατωνόταν γροικήσει = νιώσει, αισθανθεί [γροικώ] ἀμή = μήπως (σύνδ.) ἐσυγύρισε = συνέβη, έτυχε (απρόσ.) ποιητά = πλάστη, δημιουργέ (προκ. για τον Θεό) τυχαίνει = πρέπει (απρόσ. ρ.) ἐνυπνιάσθη = ονειρεύτηκε [ενυπνιάζομαι] συγύρει = συμβεί, τύχει τό ἔχει = περιουσία (έναρθρο απρμφ. ως ουσ.) τυχαίνει = πρέπει (απρόσ. ρ.) ἀλιτήριος = ανέντιμος, ανήθικος (επίθ.) ἐστάθηκε = περίμενε ἀφορι- = καταραμένο (μτχ. του αφορίζομαι)",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος κεφάλαιο ενενήντα ε΄- ενενήντα ς΄ [Ιακώβ και Ησαύ],"Στο ενενηκοστό πέμπτο και ενενηκοστό έκτο κεφάλαιο ο Καρτάνος εξιστορεί ένα κωμικοτραγικό επεισόδιο με πρωταγωνιστές τους γιους του Ισαάκ, Ησαύ και Ιακώβ. Το θέμα της διήγησης είναι ο φθόνος του μοχθηρού και μικρόψυχου Ησαύ για τον δίκαιο αδερφό του και η ανάγκη του να κερδίσει αυτός με δόλο την εύνοια του πατέρα. Πῶς ὁ Ἰσαάκ ὁ υἱός τοῦ Ἀβραάμ ἔκαμε δύο υἱούς εἰς μίαν γέν- νησιν, τον ἕναν τόν ἔκραζαν Ἡσαῦ καί τόν ἄλλον Ἰακώβ Κεφ. ἐνενήντα ε΄ Ἄς γυρίσομεν νά εἰποῦμεν διά τόν Ἰσαάκ τόν υἱόν τοῦ Ἀβραάμ, πῶς ὁ πατήρ του ἔκαμε καί ἀναθρέψαν τον καί ἐκαλοκουναρῆσαν τον εἰς τρόπον ὅτι ἔναι ἅγιος καί καλός ἄνθρωπος καί φίλος τοῦ Θεοῦ. Καί ὑπῆρε διά γυναίκα του μίαν ὀνόματι Ρεβέκκα καί ἀπ’ αὐτήν ἔκαμε δύο παιδία, εἰς μίαν γέννησιν, τό ἕνα τό ἔκραζαν Ἡσαῦ καί τό ἄλλο Ἰακώβ, καί λέγουν ὅτι ὅταν ἤθελαν νά γεννηθοῦν ἐμάλωναν μέσα εἰς τήν κοι- λίαν τῆς μάνας τους ποῖον νά πρωτογεννηθεῖ. Καί τοῦτο δέν τό ἤξευρε τινάς, μόνον ἡ μάνα τους. Καί τοῦτος ὁ Ἡσαῦ ἤτονε ἄνθρωπος πολλά μαλλιαρός ὥσπερ ζῶον καί ὁ Ἰακώβ ἤτονε ὥσπερ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Καί λέγουν ὅτι τούτη ἡ μάνα τους ὅταν ἤτονε σιμά ὁπού νά τά γεννήσει, ὁ Ἰακώβ ἤτονε νά γεννηθεῖ ὀμπρός, διότι αὐτός ἤτονε ὀμπρός, καί ὅταν ἤτονε διά νά γεννηθεῖ ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἡσαῦ τόν ἐκράτησεν ἀπό τά ποδάρια καί ἐταύρισέ τονε ὀπίσω διά νά γεννηθεῖ αὐτός ὀμπρός καί ὁ Ἰακώβ τοῦ ἔκαμε δρόμον καί ἐγεννήθη αὐτός ὁ Ἡσαῦ ὀμπρός. Καί τοῦτο ἔναι ἀληθινό διά θαῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Ἰακώβ ὁπού ἤθελεν νά πρωτογεν- νηθεῖ ἐγεννήθη ὀπίσω ἀπ’ αὐτόν. Τότες ὁ Ἰακώβ ἤθελεν χαθεῖ ἐάν ὁ Θεός καί ἡ μάνα του δέν ἤθελαν προϊδεῖ, καί δι’ αὐτήν τήν αἰτίαν ἡ μάνα ἀγάπα πλέον καλύτερα τόν Ἰακώβ παρά τόν Ἡσαῦ. Καί ὁ Ἰσαάκ ἀγάπα πλέον καλύτερα τόν Ἡσαῦ, διατί ἤτονε πρῶτος του υἱός. Καί τοῦτος ὁ Ἡσαῦ ἦτον πολλά σκνιφός καί κακῆς φύσεως ἄνθρωπος / καί ὁ Ἰακώβ ἤτονε δίκαος καί ἅγιος ἄνθρωπος, καί διά τήν δικαιοσύνην του καί τήν καλοσύνην του ὁ Θεός τόν ἔκαμε πατριάρχην. Ἀληθινά ἔναι ὅτι ὁ Θεός ἔκαμε τόν Ἀβραάμ καί τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ, καί ἔτσι κατά την ἡτοιμασίαν τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐτύχαινεν νά εἶναι πλέον πατριάρ- χαι, μόνον τρεῖς, ἤγουν τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς Ἀντιόχειας καί τῆς Ρώμης, ἀλλά οἱ πατέρες ἡμῶν μέ ταῦτα ἐδιόρθωσαν καί ἔκαμαν τέσ- σαρα και ὑπ’ αὐτῶν τῶν τεσσάρων νά κυβερνῶνται, ὥσπερ κυβερνᾶται καί το σῶμα καί ἵσταται ὑπό τεσσάρων στοιχείων. Καί παρά τάς ἀρχάς ἦσαν πέντε διά τάς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ἤγουν ὁ Ρώμης, ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀντιοχείας, ὁ Ἀλεξανδρείας καί ὁ Ἱεροσολύ- μων. Και εἶναι ἕως τήν σήμερον. Πῶς ὁ Ἰακώβ ἐγέλασε τόν ἀδελφόν του τόν Ἡσαῦ διά νά λάβει τήν εὐχήν ἀπό τόν πατέρα του Κεφ. ἐνενήντα ς΄ Πηγαίνοντας λέγοντας τήν ὑπόθεσιν τουτουνῶν τῶν δύο παιδίων τοῦ Ἰσαάκ, ὁ Ἀβραάμ εἶχεν τότες διακοσίους χρόνους ἀπεθαμέ- νος, και ἐπειδή ὁ Ἰσαάκ ἐγήρασεν ἔχασεν τό φῶς του. Καί τότες ἦσαν τά παιδία του μεγάλα καί ὁ Ἰσαάκ ἠγάπα τήν δικαιοσύνην καί τήν ἴσιαν στράταν καί ἀγάπα πλέον τόν Ἡσαῦ καί ἡ μάνα ἀγάπα πλέον τόν / Ἰακώβ, διότι ἤτονε πλέον ὑποτασσόμενος παρά τόν Ἡσαῦ καί ἦτον και φρόνιμος. Λοιπόν ὅταν ὁ Ἰσαάκ ἐγήρασεν καί ἤτονε πολλά ἀχαμνά, ὅταν ἦλθε σιμά νά ἀπεθάνει κράζει τόν Ἡσαῦ καί λέγει του: Υἱέ μου, σύρε γλήγορα εἰς τόν λόγγον καί κυνήγησε νά πιάσεις τίποτες ζῶον και σύρε φτιάσε το καί φέρε μού το νά φάγω διά νά σέ εὐχηθῶ πρίν παρά νά ἀπεθάνω, και ὅταν λάβεις τήν εὐχήν μου θέλεις ἔχει καί την κληρο- νομίαν μου. Και παρευθύς ὁ Ἡσαῦ ἔκαμε τόν ὁρισμόν τοῦ πατρός του καί ὑπῆρε τό δοξάρι του καί ὑπῆγε νά κυνηγήσει νά τοῦ φέρει νά φάγει διά νά λάβει τήν εὐχήν του. Καί ὅταν ἐμίσεψεν ὁ Ἡσαῦ, ἡ μάνα του ἤκουσε τόν πατέρα του τί λόγους τοῦ εἶπε καί παρευθύς κράζει τον Ἰακώβ καί λέγει του: Υἱέ μου, ἐγώ ἤκουσα τόν πατέρα σου ὁπού ἔλεγε τοῦ Ἡσαῦ τό καί τό, και διά τοῦτο, υἱέ μου, ἤκουσέ μου τώρα τοῦτο ὁπού σοῦ λέγω διά νά λάβεις ἐσύ τήν εὐχήν τοῦ πατρός σου ὀμπρός παρά τόν Ἡσαῦ, καί σύρε γλήγορα εἰς τό μανδρί καί φέρε μου δύο κατσίκια παχία καί φέρε μού τα νά τά ἡτοιμάσω ὥσπερ ἀρέσουν τοῦ πατρός σου. Καί ὁ Ἰακώβ λέγει τῆς μάνας του ταπεινά: Ὦ μήτηρ, τί ἔναι αὐτό ὁπού μοῦ λέγεις, δέν ἠξεύρεις ὅτι ὁ ἀδελφός μου ἔναι μαλλιαρός πολλά καί ἐγώ εἶμαι ἄμαλλος; Ἐγώ δεν ὑπαγαίνω, ὅτι φοβοῦμαι ὅτι ἄν μέ πιάσει καί ψηλαφήσει με, θέλει μοῦ δώσει τήν κατάρα του καί ὄχι την εὐχήν του, καί διά τοῦτο ἔναι καλύτερον νά ἀναπαύομαι παρά νά πάρω τήν / κατάρα του. Καί ἡ μάνα του τοῦ λέγει: Υἱέ μου, μή φοβεῖσαι, κάμε μόνον ἐκεῖνο ὁπού σοῦ λέγω, καί ἄφες νά κάμω ἐγώ, σύρε μόνον γλή- γορα. Καί ὁ Ἰακώβ ὑπῆγε καί ἤφερε δύο κατσίκια καί ἡ μάνα του τά ἐφτίασε εἰς τόν τρόπον ὁπού ἤξευρε ὅτι ἀρέσουν τοῦ Ἰσαάκ, καί ὑπῆρε τά δερμάτια τῶν κατσικίων καί ἐτύλιξε τά χέρια καί τόν λαιμόν τοῦ Ἰακώβ καί ἑρμήνεψέ του τί νά εἰπεῖ καί τί να κάμει, καί ἔβαλέ του ψωμί εἰς ἕνα κανίστρι καί κρασί εἰς ἕνα φλασκί καί τά κατσίκια καί ἔστειλέ τον εἰς τόν ἄνδραν της. Καί ὅταν ἔσωσε ὁ Ἰακώβ εἰς τόν πατέρα του λέγει του: Πατήρ μου, ἀνάστα καί φάγε ἀπό τό κυνήγι μου διά νά μέ εὐλογήσει ἡ ψυχή σου ὀμπρός παρά νά ἀπεθάνεις, καί εἶπε ὅσα ἡ μάνα του τόν ἡτοίμασεν. Καί ὅταν ὁ Ἰσαάκ ἤκουσε τόν Ἰακώβ, ἐθαύμασε και ἀσηκώθη ἀπάνω ὁπού ἐκοιμᾶτον καί λέγει: Τίς εἶσαι, υἱέ μου, καί ὁ Ἰακώβ λέγει ἀφόβως: Ἐγώ εἶμαι, ὁ πρῶτος σου υἱός, καί ἔκαμα ἐκεῖνο ὁπού μέ ὅρισες. Καί ὁ Ἰσαάκ λέγει: Πῶς ἠμπόρεσες καί ἐπίασες τόσο γλήγορα ζῶα ἄγρια; Καί ὁ Ἰακώβ λέγει: Ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχή σου μέ ἔκαμε καί ἐπίασά τα τόσο γλήγορα. Λέγει του ὁ Ἰσαάκ: Ἔλα σιμά μου νά σέ ψηλαφήσω νά ἰδῶ ἐάν εἶσαι ἐσύ ὁ υἱός μου ὁ Ἡσαῦ ἤ ἄλλος. Καί ὁ Ἰακώβ ὑπῆγε μέ μεγάλον φόβον καί δίδει του τό χέρι του καί ἐκεῖνος τό ἐψηλάφησε καί ηὑρίσκει το καί ἐπαρομοίαζε τοῦ Ἡσαῦ. Καί λέγει του: Ἡ φωνή σου μοῦ φαίνεται ὅτι ἔναι τοῦ / Ἰακώβ καί τά χέρια σου εἶναι τοῦ Ἡσαῦ. Καί τότες ὁ Ἰακώβ ἐβγάνει τό ψωμί καί τό κρασί καί τά κατσίκια ψημένα ὁπού ἐμοσκομύριζαν καί ἔδωσέ του καί ἔπιεν ἀπό τό κρασί, ὁπού ἤτονε πολλά καλόν. Καί ὁ Ἰσαάκ πίνοντας τοῦ ἐμύρισαν τά κατσίκια τά ψημένα καί τό ὄμορφο τό κρασί και ἄρχισε νά τρώγει καί ἔφαγε πολλά καλά ὥσπερ ἄνθρωπος πεινασμένος, διότι τό κρασί ἤτονε πολλά καλόν. Καί ὅταν ὁ Ἰσαάκ ἔφαγε καί ἔπιε καλά, τότες ἔδωσε τοῦ Ἰακώβ τήν εὐχήν του καί ἐπαρακάλεσε τόν Θεόν ὅτι νά τοῦ τήν δώσει καί νά γένει εὐαπρόσδεκτος ἡ εὐχή ὁπού ἔδωσε τοῦ υἱοῦ του ὀμπρός εἰς τόν Θεόν. Καί στέκοντας ὀλίγον λέγει ὁ Ἰσαάκ: Ἰδού ἡ ὀσμή ἔρχεται ἀπό τόν υἱόν μου, ὁπού ἔναι ἔτσι ὥσπερ ὀσμή μιᾶς κεφαλῆς γεμάτης μυρωδίες, τόν ὁποῖον ὁ Θεός τόν εἶχεν εὐλογήσει. Καί ἐστάθησαν εἰς προσευχήν ὁμοῦ, καί ὅταν ὁ Ἰακώβ ἔλαβε τήν εὐχήν ἀπό τόν πατέρα του ὥσπερ ἤθελεν, τότες ἔλαβε θέλημα ἀπό τόν πατέρα του καί ἐβγῆκε ἀπό ὀμπρός του, διότι ἐφοβεῖτον νά μήπως ἔλθει ὁ ἀδελ- φός του ὁ Ἡσαῦ καί εὕρει τον ἐκεῖ. Καί ὅταν αὐτός ἐβγῆκεν, τότες ἦλθε και ὁ ἀδελφός του ἀπό τό κυνήγι καί ἤφερνε τοῦ πατρός του ἀπό το κυνήγι νά φάγει ὡς καθώς τοῦ ἐπαράγγειλεν, καί εἶχεν τοῦ ἡτοιμάσει πολλά καλά καί ἔρχεται εἰς τόν πατέρα του καί λέγει του: Πατέρα μου, ἀσηκώσου νά φάγεις ἀπό τό κυνήγι μου διά νά μέ εὐλογήσει ἡ ψυχή σου πρίν παρά νά / ἀποθάνεις, ἀπό τό κυνήγι τοῦ υἱοῦ σου τοῦ Ἡσαῦ. Καί τότες ὁ Ἰσαάκ ἐδαγκάθη καί ἀσηκώθη μετ’ ὀργῆς καί λέγει: Ὦ υἱέ μου, ὁ ἀδελφός σου ἦλθε ὀμπρός παρά σένα καί ἐγέλασέ με καί ὑπῆρε τήν εὐχήν τήν ἐδικήν σου. Καί ἀναφέρνει του πᾶσα πράγμα, πῶς ἦλθε καί τί τοῦ ἔκαμε. Καί ὅταν ἤκουσε ὁ Ἡσαῦ ὅτι ὁ πατέρας του ἔδωσε την εὐχήν τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ Ἰακώβ καί δέν ἔχει τί νά γυρέψει, ἐπικράθη καί λέγει: Ὦ πατήρ μου, εὐχήσου καί ἐμένα. Ἐπίστευε ἀκόμη να πολε- μήσει μέ τον ἀδελφόν του καί νά λάβει τήν εὐχήν ληστρικῶς, καί ὁ Ἰσαάκ τοῦ λέγει μέ λύπην μεγάλη: Υἱέ μου, ἐγώ ἐβεβαίωσα τό ψωμί καί τό κρασί καί τό λάδι καί τά ζῶα τοῦ ἀδελφοῦ σου καί εἰς ὅλα τον ἔκαμα αὐθέντη, και ἔκαμά τον νά ἔναι καί εἰς ἐσένα καί εἰς ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς σου, καί τώρα δέν ἔχω τί νά σοῦ δώσω ἐσένα. Τότες λέγει ὁ Ἡσαῦ τοῦ πατρός του: Ὦ πατήρ μου, καί δέν σοῦ ἔμεινεν εὐχή πλέον νά μοῦ δώσεις και ἐμένα; Τότες τοῦ εἶπε μέ λύπην: Υἱέ μου, ὁ καρ- πός τῆς γῆς νά ἔναι ἡ εὐχή σου καί ἀπ’ αὔτην νά κοπιᾶς καί νά δουλεύ- εις καί νά θρέφεσαι. Καί τότες ὁ Ἡσαῦ ἐβγῆκεν ἀπό μπρός του λυπού- μενος πολλά καί μετά δακρύων, καί ὑπῆγεν γυρεύοντας τόν ἀδελφόν του τόν Ἰακώβ νά τον εὕρει νά τόν σκοτώσει καί δέν τόν ηὗρε, διότι ἐκεῖνος παρευθύς ἔφυγεν καί ὑπῆγεν εἰς τόν Λάβαν, εἰς τόν ἀδελφόν τῆς μάνας του, καί τοῦτο ἤτονε κατά πρόσταξιν Θεοῦ, διά τοῦτο καί αὐτός τό ἔκαμεν ἔτσι. Καί / ἔκαμαν καί ἄλλα πολλά πράγματα τοῦτοι οἱ ἀδελ- φοί, τά ὁποῖα δεν εἶναι ἐδῶ εἰς τοῦτο τό βιβλίον ὅλα γραμμένα καί εἴ τις θέλει νά τά ἠξεύρει ὅλα ἄς ἰδεῖ τήν Παλαιάν Διαθήκην νά τά ἠξεύρει.","ἐκαλοκουναρῆσαν = ανέθρεψαν/μεγάλωσαν με επιμέλεια [καλοκουναρώ] ἔκραζαν = ονόμαζαν, αποκαλούσαν [κράζω] μαλλιαρός = Δε βρέθηκε ->Γ16α ἐταύρισέ = τράβηξε, άρπαξε [ταυρίζω] σκνιφός = άγριος, γεροδεμένος (επίθ.) ἡτοιμασίαν = τάξη, κανονισμό ἀχαμνά = άσχημα, σε αδυναμία (τροπ. επίρρ.) κράζει = φωνάζει, καλεί λόγγον = πυκνό δάσος [ο λόγγος] δοξάρι = τόξο ἐμίσεψεν = έφυγε [μισεύω] μανδρί = στάνη, περιφραγμένο χώρο που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη των κοπαδιών, κυρίως αιγοπροβάτων, το βράδυ μαλλιαρός = τριχωτός ἄμαλλος = άτριχος, όχι τριχωτός (επίθ.) ψηλαφήσει = αγγίξει πολύ απαλά με τις άκρες των δαχτύλων, εξετάσει ψάχνοντας με τα δάχτυλα [ψηλαφώ] κανίστρι = καλάθι, πανέρι φλασκί = δοχείο για υγρά (νερό, κρασί κ.ά.) φτιαγμένο από διάφορα υλικά και σχετικά μικρό για εύκολη μεταφορά ἔσωσε = έφτασε ἀνάστα = σήκω [προστακτ. του ρ. ανασταίνω] ἐθαύμασε = απόρησε, έμεινε έκπληκτος [θαυμάζω] ληστρικῶς = με βία, με απάτη, με αρπακτική διάθεση (τροπ. επίρρ.)",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος κεφάλαιο ρκς΄ [Πώς ο Θεός έδωσε τας Δέκα Εντολάς του Μωυσή εις το όρος του Σινά],"Στο κεφάλαιο 126 (ρκς΄) της Παλαιάς τε και Νέας Διαθήκης, ο Καρτάνος εξιστορεί πώς ο Θεός έδωσε στον Μωυσή τις Δέκα Εντολές. Πῶς ὁ Θεός ἔδωσε τάς Δέκας Ἐντολάς τοῦ Μωυσῆ εἰς τό ὄρος τοῦ Σινά Κεφ. ρκς΄ Καί ὅταν ὁ Μωυσής ὑπῆγε ἀπάνω εἰς τό βουνό τοῦ λέγει ὁ Θεός: «Ἐγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου ὁπού σέ ἔβγαλα ἀπό τήν Αἴγυπτον καί ἀπό τήν δούλεψιν, καί διά τοῦτο πρῶτο μέν σέ ὁρίζω ὅτι νά μήν ἔχεις ἄλλους θεούς νά προσκυνᾶς, μόνον ἐμένα. Δεύτερον, νά μήν κάμεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδέ εἰσέ κανένα ὁμοίωμα ὁπού νά εἶναι εἰς τόν οὐρανόν ἀπάνω ἤ εἰς ὅσα καί ἄν εἶναι κάτω εἰς τήν γῆν, ἤ εἰς ἐκεῖνα ὁπού εἶναι εἰς τά νερά ἀποκάτω εἰς τήν γῆν˙ νά μήν τά προσκυνήσεις μήτε νά τά λατρεύσεις. Τρίτον, νά μήν πάρεις τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου εἰς κακόν, διότι εἴ τις πάρει εἰς κακόν δέν τόν θέλει καθα- ρίσει ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ. Τέταρτον, νά ἐνθυμᾶσαι τές ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος καί νά τές ἁγιάζεις, καί νά ἐργάζεσαι ἕξι ἡμέρας καί να κάνεις τήν δουλείαν σου καί τῇ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ νά μήν κάμεις καμίαν δουλείαν, διότι ἔναι Σάββατον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καί νά μήν κάμεις καμίαν δουλείαν τό Σαββάτο μήτε ἐσύ μήτε ὁ υἱός σου μήτε ἡ θυγατέ- ρα σου μήτε τό κοπέλι σου μήτε ἡ κοπέλα σου μήτε τό βόδι σου μήτε τό γαδούρι σου. Πέμπτον, νά τιμᾶς τόν πατέρα σου καί τήν μάνα σου διά νά σοῦ γένει καλόν καί νά μακροχρονίσεις εἰς τήν γῆν. Ἕκτον, νά μήν κάμεις / δουλείαν τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. Ἕβδομον, νά μήν μοι- χεύσεις, ἤγουν νά ὑπᾶς νά πιάσεις ἀλλουνοῦ γυναίκα. Ὄγδοον, νά μην κλέψεις. Ἔνατον, νά μην ψευδομαρτυρήσεις κατά τοῦ πλησίον σου, ἤγουν τοῦ γειτόνου σου ἤ τινός ἀλλουνοῦ νά κάμεις ψεύτικην μαρτυ- ρίαν. Δέκατον, νά μήν ἐπιθυμήσεις τήν γυναίκα τοῦ γειτόνου σου μήτε τό χωράφι του μήτε τό κοπέλι του μήτε τήν κοπέλαν του μήτε τό γαδού- ρι του μήτε κανένα ζῶον αὐτοῦ μήτε ἄλλο τίποτες, ὁπού νά ἔχει». Και ἠκούγοντας τό πλῆθος τοῦ Ἰσραήλ τήν βοήν τῶν ὀργάνων καί ἠβλέπο- ντας καί τό βουνό ὁπού ἐκάπνιζε ἔλαβαν μεγάλον φόβον, καί ὁ Θεός λέγει τοῦ Μωυσῆ: Εὗρε δύο πλάκες, ὅτι θέλω νά σοῦ δώσω τοῦτες τές δέκα ἐντολές ὁπού σοῦ εἶπα διά νά τές δώσεις τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. Καί ὁ Μωυσής καί ὁ Ἰωσιέ ὑπῆγαν καί ηὗραν τες καί ἐδυνάμωσαν καί το πλῆθος ὅτι νά στέκουν εἰς καλήν καρδίαν, ὅτι ὁ Θεός θέλει τούς δώσει νόμον. Καί ἔτσι τούς λέγει ὅτι ἀναμένετε ἐσεῖς ἐδῶ και ἐγώ ὑπάγω να φέρω τόν νόμον, καί ἀφήνω τόν ἀδελφόν μου τόν Ἀαρών ἐάν ἔναι τίπο- τες διαφοράν εἰς ἐσᾶς νά τήν διορθώνει αὐτός ἕως ὅτου να ἔλθω. Και ἔτσι ὑπῆγε ὁ Μωυσής εἰς τό βουνό καί ἔρχεται ἕνα γνέφος ἄσπρο και ἐσκέπασε ὅλο τό βουνό τοῦ Σινά. Καί ἦλθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἰς το βουνό ἐκεῖνο καί ἔλαμψε, καί ἐστάθηκε ὁ Μωυσής ἑπτά ἡμέρες ἕως ὅτου νά ἐξεκαθαρίσει, καί μετά τές ἑπτά ἡμέρες ἐξεκαθάρισε καί / ἤτονε ὥσπερ στία ὁπού καίγεται καί ἀνάφτει, καί ἠβλέπαν την ὅλο τό πλῆθος πῶς ἄναφτε. Καί ἐστάθηκε ὁ Μωυσής εἰς τό βουνό σαράντα ἡμέρες και σαράντα νύκτες καί ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε δύο πλάκες γραμμένες ὁπού εἶχαν τόν νόμον τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ἐκατέβη.","δούλεψιν = δουλεία, σκλαβιά εἴδωλον = ομοίωμα θεότητας κοπέλι = υπηρέτη, δούλο γνέφος = νέφος, σύννεφο στία = φωτιά",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος κεφάλαιο ρν΄ [Πώς εγεννήθη ο Αλέξανδρος και πώς εκυρίευσεν όλον τον κόσμον και πώς απέθανεν],"Στο κεφάλαιο 150 (ρν΄) ο Καρτάνος αναφέρεται στη ζωή και το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μεταξύ μιας διήγησης για τον βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα και της γενεαλογίας της Θεοτόκου, κάνει εντύπωση στον αναγνώστη η ενδιάμεση ιστορία του μακεδόνα βασιλιά. Έτσι, το κεφάλαιο αυτό είναι χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητας του έργου του Καρτάνου. Μπορεί να μεταφράζει, όπως ισχυρίζεται στον πρόλογο του βιβλίου, σε απλή γλώσσα τη θεία Γραφή, αλλά εμπλουτίζει την αφήγησή του και με άλλες ιστορίες, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη. Μάλιστα, και την ιστορία του Μεγαλέξανδρου δεν την ακούμε σύμφωνα με την κυρίαρχη παράδοση, καθώς αμφισβητείται η πατρότητα του Φιλίππου και θεωρείται κάποιος Νεκτεναβός ως πατέρας του. Σε αυτήν την ξεχωριστή Αγία Γραφή του ιερομόναχου Καρτάνου έχει θέση ακόμη και ο Δαρείος δίπλα στον Δανιήλ. Πῶς ἐγεννήθη ὁ Ἀλέξανδρος καί πῶς ἐκυρίευσεν ὅλον τόν κόσμον καί πῶς ἀπέθανεν Κεφ. ρν΄ Τοῦτος ὁ Ἀλέξανδρος οἱ ἱστορίες λέγουν καί ἀναφέρουν ὅτι ἦτον υἱός τοῦ Νεκτεναβοῦ, βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, ἀμή αὐτός ἔλεγεν ὅτι ἔναι υἱός τοῦ βασιλέως τοῦ Φιλίππου τοῦ Μακεδόνος καί ἀπό τήν βασίλισσα τήν Ὀλυμπιά, καί καλά καί ἐκεῖνοι ἔλεγαν ὅτι εἶχαν γενεῖ ἀπό ἕναν θεόν καί ἔτσι ἐπί/στευαν καί ἔτσι ἐπροσκυνοῦσαν καί ἠμπο- ροῦσαν νά λέγουν ὅτι εἶναι υἱοί ἑνοῦ θεοῦ εἰς τό θαῦμα ὁπού ἔκαμε. Και ὑπήγαινεν χαιράμενος εἰς ὅλον τόν κόσμον μέ μεγάλο νίκος καί ὑπῆρε τό νίκος ἀπό τοῦτον τόν Δάρειον, ὁπού εἴπαμεν. Καί λέγουν ὅτι τοῦτος ὁ Νεκτεναβός, ὁπού λέγομεν ὅτι ἦτον πατέρας του, ἤτονε ἀπό τήν Αἴγυπτον καί ὑπῆρε τήν βασιλείαν ἀπό τοῦτον τόν ρήγαν τῆς Περσίας καί ἔστοντας νά χάσει τήν βασιλείαν ἔφυγεν καί ὑπῆγε νά στέκει εἰς την κούρτην τουτουνοῦ τοῦ βασιλέως τοῦ Φιλίππου. Καί τοῦτος ὁ Νεκτε- ναβός ἦτον πολλά διδάσκαλος καί μέγας ἀστρολόγος, καί ὁ βασιλεύς ὁ Φίλιππος δέν ἔκανεν παιδία ἀπό τήν γυναίκα του, καί ἔστοντας ὁ Νεκτεναβός εἰς τήν κούρτην του ἀνάφερεν μίαν ἡμέραν διά τήν βασί- λισσαν καί εἶπε ὅτι πώς τόν βασταίνει ἡ ψυχή του νά κάμει την βασί- λισσαν νά κάμει παιδί, πλήν δέ μέ ἕνα στοιχεῖον τοῦ οὐρανοῦ, μόνον να μην φοβηθεῖ, καί αὐτή ἀπό τήν χαράν της διά νά κάμει παιδί ὑποσχέθη. Και ὁ Νεκτεναβός μέ τήν τέχνην του μέ τήν ἀστρολογίαν ἐδιάλεξε τόν καιρόν καί ὑπῆγε εἰς αὐτήν τήν νύκτα εἰς σημεῖον δράκου καί ἐσμίχθη μετ’ αὐτήν κεκρυμμένα καί αὐτή δέν τόν ἐγνώρισε, ἀμή ἐπίστευεν ὅτι ἔναι ἕνας θεός ὥσπερ τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὁ Νεκτεναβός, καί γκαστρώνεται καί κάνει ἕναν υἱόν ὀνόματι Ἀλέξανδρον. Καί τοῦτος ὁ Φίλιππος ἔδιδε τέλος τοῦ βασιλέως τῆς Περσίας. Καί ὅταν αὔξησε ὁ Ἀλέξανδρος ἔβαλε εἰς τόν νοῦν του νά κά/μει μεγάλα πράγματα καί μεγάλους πολέμους. Καί ὁ Δάρειος ἔστειλεν μίαν φοράν εἰς τόν βασιλέαν τόν Φίλιππον διά νά τοῦ δώσει τό τέλος τό τεταγμένον καί ὁ Ἀλέξανδρος ὅταν ἠβλέπει τούς ἀποκρισαραίους τοῦ Δαρείου ὁπού γυρεύουν τό τέλος τό ὀφειλό- μενον, λέγει τους: Ἀμέτε καί εἰπέτε τοῦ Δαρείου ὅτι ἐγώ δέν θέλω πλέον νά τοῦ δώσω τίποτες τέλος μέ τό θέλημά μου ἄν δέν μοῦ τό πάρει μέ το στανέο. Καί τότες ἤτονε ὁ Ἀλέξανδρος χρονῶν δεκαοκτώ. Καί ἔτσι γυρίζουν οἱ ἀποστολάτορες καί λέγουν τά ὅσα τούς εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος, καί ὁ Δάρειος τούς λέγει: Τίς τό εἶπε ἔτσι; Καί οἱ ἀποκρισαραῖοι λέγουν ὅτι ἕνας νέος δεκαοκτώ χρονῶν, καί τότες ὁ Δάρειος κάνει καί κάνουν του μίαν ἀμπάλαν καί ἕνα κοντάρι διά νά τοῦ δώσουν νά παίζει. Και στέλνει τούς ἀποκρισαραίους τους εἰς τόν Ἀλέξανδρον καί λέγουν του: Τοῦτο σοῦ πέβει ὁ Δάρειος διά νά παίζεις την πάλαν καί τό κοντάρι, ἀμή εἰς φουσάτα ἐσύ μηδέν ἐπιχερίζεσαι. Καί ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἤκουσε τόν λόγον τοῦτον ἀπό τούς ἀποκρισαραίους και ἠβλέπει τήν πάλαν καί τό κοντάρι, παρευθύς ἔκαμε νά συναχθοῦν ὅλοι του οἱ μπαροῦνοι καί οἱ ἄρχοντες διά νά συλλογισθοῦν. Καί ἔρχονται εἰς ἕνα σπίτι μεγάλον, καί ὁ Ἀλέξανδρος ἐκάθησε εἰς τόν θρόνον τόν βασιλικόν καί ἔκαμε καί ἦλθαν οἱ ἀποκρισαραῖοι καί εἶπε νά τοῦ ἀναφέρουν τήν αἰτίαν ὁπού ἦλθαν καί τί λέγει ὁ Δάρειος εἰς καμώματα καί εἰς λόγια. Καί τότες οὖν λαμβά/νει εἰς χείρας αὐτοῦ τήν πάλαν καί τό κοντάρι καί λέγει: Αὐθέντες, ἐγώ παίρνω τοῦτο τό κοντάρι καί τήν μπάλαν ὁπού μοῦ ἔστειλεν διά χάρισμα ὁ Δάρειος καί ἐκδέχομαί το καί ἔχω το πολλά ἀκριβόν, διότι ἔναι διά τούτην τήν αἰτίαν, καλά καί αὐτός δέν τό ἠξεύ- ρει. Ἠξεύρετε ὅτι ἡ μπάλα παρομοιάζει τόν κόσμον, καί ἔτσι ὥσπερ ἡ μπάλα ἔναι στρογγυλή, ἔτσι ἔναι καί ὁ κόσμος στρογγυλός. Καί διά τοῦτο μοῦ τό ἔστειλεν ὁ Δάρειος, διότι ἐγώ μέλλω νά κυριεύσω καί να γένω αὐθέντης ὅλου τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. Καί τό κοντάρι μοῦ τό ἔστειλε διά νά μήν λείψω ὅτι νά μήν ὑπάγω νά πολεμήσω καί νά χαλάσω πᾶσα ἕναν ὁπού νά θέλει νά ἔβγει ἀπό τόν ὁρισμόν μου. Καί τούτη ἔναι ἡ αἰτία ὁπού τά παραλαμβάνω. Καί λέγει ὁ Ἀλέξανδρος τῶν ἀποκρισαραίων: Ἀμέτε εἰς τόν Δάρειον καί εἰπέτε του ἐκεῖνο ὁπού ἠκούσετε ὁπού εἶπα. Καί ἔτσι τό θέλω κάμει. Καί οἱ ἀποκρισαραῖοι ἐγύρισαν εἰς τόν Δάρειον καί εἶπαν του ὅσα ὁ Ἀλέξανδρος τούς εἶπε, εἰς τρόπον ὅτι ὁ Δάρειος ἠκούγοντας τοῦτα δέν τοῦ ἐκαλοφάνησαν πολλά καί ἔβανεν εἰς τό νοῦ του νά παίξει μετ’ αὐτόν καί λέγει πάλιν τῶν ἀποκρισαραίων ὁ Δάρειος: Θέλω νά γυρίσετε εἰς τόν Ἀλέξανδρον καί νά ἐπάρετε πλέον συντροφίαν. Καί δίδει τους ἑκατό ἀνθρώπους εἰς συντροφίαν αὐτῶν καί δίδει τους μίαν παπαρούνα νά τοῦ πάρουν τοῦ Ἀλεξάνδρου καί νά τοῦ εἰποῦν ὅτι ἄν θέλει να πολεμήσει μετ’ αὐτόν / κάνει χρεία νά ἑτοιμασθεῖ, διότι αὐτός ἔχει πλέον ἀνθρώπους παρά ὁπού ἔχει ὁ Ἀλέξανδρος, κατά τήν ἀναλογίαν τοῦ σπόρου ὁπού ἔχει ἡ παπαρούνα μέ τά φύλλα της, ἔτσι ἔχει καί ὁ Ἀλέξανδρος με τον Δάρει- ον, ἤγουν ὅσον σπόρον ἔχει ἡ παπαρούνα τόσο πλῆθος ἀνθρώπων ἔχει ὁ Δάρειος καί ὅσα φύλλα ἔχει ἡ παπαρούνα τόσους ἀνθρώπους ἔχει ὁ Ἀλέξανδρος. Καί ἔτσι ὑπῆγαν οἱ ἀποκρισαραῖοι εἰς τόν Ἀλέξανδρον καί ἔδωσάν του τήν παπαρούνα καί εἶπαν του καί τούς λόγους οὕς εἶπε ὁ Δάρειος. Καί ὁ Ἀλέξανδρος πάλιν ἐκάλεσεν τούς μπαρούνους του και ἐκάθησε εἰς τό κριτήριον καί κρατεῖ τήν παπαρούνα εἰς τό χέρι του και τσακίζει την καί ἐβγάνει ὅλον τόν σπόρον ἀκέραιον καί βάνει τον εἰς το στόμα του καί τρώγει τον ὅλον. Καί ἔπειτα κάνει καί τοῦ φέρνουν πέντε σπυρία πιπέρι καί βάνει τα μέσα εἰς τήν σκόρτσα τῆς παπαρού- νας και λέγει τους: Ἀμέτε καί εἰπέτε τοῦ Δαρείου ὅτι ἐγώ εἶμαι ἡτοιμα- σμένος, μόνον ὅταν θέλει ἄς ἔλθει, ἀμή δέν ἔχει δίκαιον, ἀμή ἄν θέλει νά πολεμήσομε κορμί μέ κορμί ἤ δέκα καί δέκα ἤ εἴκοσι πέντε καί εἴκοσι πέντε ἤ πενήντα καί πενήντα ἄς ἔλθει, εἰ δέ καί πάλιν θέλει νά ἔλθει μέ ὅλη του τήν δύναμιν ἀπάνω μου, ἄς ἔλθει, εὐχαριστημένος εἶμαι, καί εἰπέτε του νά ἰδεῖ τοῦτο τό πιπέρι, καί ἔναι ἀληθινόν ὅτι ἔτσι ὡσάν ἔναι δυναμότερο τό πιπέρι παρά τήν παπαρούνα, ἔτσι εἶναι καί οἱ ἄνθρωποί μου ὀμπρός εἰς τούς ἐδικούς του δυναμότεροι. Καί ἔτσι ὥσπερ εἶναι δυνα/μότερα αὐτά τά πέντε σπυρία τοῦ πιπερίου ἀπό τά σπυρία ὅλα τῆς παπαρούνας, ἔτσι εἶναι δυναμότεροι καί οἱ ἐδικοί μου οἱ ὀλίγοι ἄνθρωποι παρά τούς ἐδικούς του τούς πολλούς. Καί διά τοῦτο οἱ ἄνθρωποί μου θέλουν μοῦ κάμει τιμή καί οἱ ἐδικοί του θέλουν τοῦ κάμει ἐντροπή. Καί ἔτσι ἐγύρισαν οἱ ἀποκρισαραῖοι καί εἶπαν τοῦ Δαρείου ὅσα ὁ Ἀλέξανδρος τούς εἶπε. Καί τό καιρόν ἐκεῖνον ὁπού ὁ προφήτης Δανιήλ ἐβγῆκε ἀπό τόν λάκκον τῶν λεόντων, ἐκεῖνον τόν καιρόν ἐγεν- νήθη καί ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τήν Μακεδονίαν, ὁποῖος ἐκέρδισε τόν Δάρειον καί πολλούς ἀνθρώπους ἀπόκει ἀπό τήν θάλασσαν. Καί τοῦτο ἦτον ὀμπρός παρά τήν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ τριακοσίους ἑβδομήντα τρεῖς χρόνους, ὡς καθώς λέγουν οἱ παλαιές ἱστορίες, ἀπό τήν ἀρχήν τοῦ κόσμου, καί ἕως τήν βασιλείαν τῆς Περσίας, ὁπού ἦτον ὁ Σύρος, ἦσαν τέσσαρεις χιλιάδες τριακόσιοι ἑβδομήντα πέντε χρόνοι. Καί τοῦτος ὁ Σύρος καί οἱ ἄλλοι τῆς Περσίας ἐβασίλευσαν ἕως εἰς τόν καιρόν τοῦ Αὐγούστου Καίσαρος. Τοῦτοι οἱ Αὔγουστοι ἐβασίλευσαν εἰς τήν Ρώμην τριακοσίους εἴκοσι ἕναν χρόνον. Καί ἔπειτα ἐβασίλευσαν ἕως τόν και- ρόν τοῦ Χριστοῦ, ὡς καθώς θέλετε τό ἠκούσει, ὁπού ἐγεννήθη εἰς τήν Βηθλεέμ εἰς τούς σαράντα δύο χρόνους τῆς βασιλείας αὐτοῦ. Καί ἤτονε ἀπό τήν γέννησιν ἕως τήν σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ τριάντα τρεῖς χρό- νοι καί τρεῖς μῆνες. Καί ὁ Δάρειος ἐθαυμάστηκεν εἰς τό πράγμα ὁπού τοῦ εἶπαν οἱ ἀποκρισαραῖοι καί διά τινές δου/λεῖες ὁπού εἶχεν νά κάμει ἄφησέ τον καί ἔστεκε. Καί εἰς ἐκεῖνον τόν καιρόν ἀπεθηνίσκει ὁ βασι- λεύς τῆς Μακεδονίας ὁ Φίλιππος, ἐκεῖνος ὁποῦ ἔλεγαν ὅτι ἦτον ὁ πατήρ τοῦ Ἀλεξάνδρου, καί γίνεται βασιλεύς ὁ Ἀλέξανδρος, καί ὅταν εἶχεν δώδεκα χρόνους ὁπού ἤτονε βασιλεύς πολεμάγει τόν βασιλέα τόν Δάρειον και βάνει τον ἀποκάτου του, ἤγουν τόν ἐνίκησε καί σκοτώνει τον. Και ἔπειτα ἐβασίλευσε χρόνους ἑπτά καί ἐτελειώθη ἡ ζωή του.","ἀμή = αλλά (σύνδ.) ἑνοῦ = ενός νίκος = νίκη, δύναμη, ισχύ, λαμπρότητα, ακτινοβολία κούρτην = αυλή, ακολουθία (από τη μεσν. λατιν. λέξη curtis) βασταίνει = αντέχει, υπομένει σημεῖον = μέρος, χώρο δράκου = φιδιού κεκρυμμένα = κρυφά, μυστικά (τροπ. επίρρ.) ἔναι = είναι τεταγμένον = ορισμένο, υποχρεωτικό [τεταγμένος, μτχ. παρακ. του ρ. τάσσομαι] ἀποκρισαραίους = απεσταλμένους, πληρεξούσιους, αγγελιοφόρους [ο αποκρισάριος] Ἀμέτε = πηγαίνετε [προστακτ. του άγω] στανέο = παρά τη θέληση, με τη βία [με το στανέο] ἀποστολάτορες = απεσταλμένους, αγγελιοφόρους [ο αποστολάτορας] ἀμπάλαν = μπάλα, σφαίρα πέβει = στέλνει πάλαν = μπάλα, σφαίρα ἀμή = αλλά (σύνδ.) φουσάτα = εκστρατείες, πολέμους [το φουσάτον, από την υστερολατινική λέξη fossat(um) = στρατόπεδο] ἐπιχερίζεσαι = κάνεις επιχείρηση, ασχολείσαι [επιχειρίζομαι] μπαροῦνοι = αξιωματούχοι [ο μπαρόνος· βλ. γαλλική λέξη baron: βαρόνος] καμώματα = ενέργειες, πράξεις χαλάσω = καταστρέψω, εξολοθρεύσω, σκοτώσω [χαλώ] ὁρισμόν = διαταγή, εντολή, προσταγή κάνει χρεία = είναι ανάγκη (απρόσ. έκφραση) κριτήριον = βασιλικό θρόνο σκόρτσα = περίβλημα σπόρου/καρπού, φλοιό ἐθαυμάστηκεν = απόρησε, έμεινε έκπληκτος [θαυμάζομαι] ἔστεκε = περίμενε βάνει τον ἀποκάτου = υποτάσσει, εξουσιάζει [φρ. βάνω αποκάτου]",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο ρπ΄ , 264-265ν [Περί του Δείπνου του Μυστικού και ετέρων αποδείξεων]","Στο κεφάλαιο 180 (ρπ΄), που είναι από τα εκτενέστερα του έργου, ο Καρτάνος εξιστορεί τα σχετικά με τον Μυστικό Δείπνο αλλά και τα γεγονότα πριν τη Σταύρωση. Στο απόσπασμα ο Ιησούς πλένει τα πόδια των μαθητών του και αποκαλύπτει ποιος μαθητής του θα τον προδώσει. Εντύπωση προκαλεί η αναφορά του συγγραφέα σε Εβραίους και Τούρκους και η πεποίθησή του ότι θέση στον Παράδεισο έχουν μόνο οι χριστιανοί. Περί τοῦ Δείπνου τοῦ Μυστικοῦ καί ἑτέρων ἀποδείξεων Κεφ. ρπ΄ […] Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής εἰς τό ἱερόν αὐτοῦ Εὐαγγέλιον εἰς κεφάλαια δεκατρία: Ἠβλέποντας ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὅλα τά ἔδωκεν αὐτοῦ ὁ Πατέρας εἰς τά χέρια καί ὅτι ἀπό τόν Θεόν ἐβγῆκεν καί εἰς τόν Θεόν ὑπάγει, ἀσηκώνεται ἀπό τόν δεῖπνον καί βάνει τά ροῦχα του καί παίρνει λέντιον, ἤγουν μίαν ἐμπόλια καί ζώνεταί τη, ἔπειτα βάνει νερόν εἰς τήν λεκάνην καί ἄρχισε καί ἔνιπτε τά ποδάρια τῶν μαθητάδων του, καί μέ ἐκείνην τήν ἐμπόλιαν τούς ἐσφόγγιζεν τά ποδάρια, καί ἔτσι τούς ἔνιψεν ὅλους καί ξυστέρου ἔρχεται καί εἰς τόν Σίμων Πέτρον, καί αὐτός τοῦ λέγει: Κύριε, ἐσύ μοῦ νίπτεις τά ποδάρια; Λέγει του ὁ Ἰησοῦς: Ἐκεῖνο ὁπού κάνω ἐγώ ἐσύ τώρα δέν τό ἠξεύρεις, ἀλλά μετά ταῦτα θέλεις τό ἐγνωρίσει. Λέγει του ὁ Πέτρος: Δέν μοῦ θέλεις νίψει τούς πόδας εἰς τόν αἰώνα. Λέγει του ὁ Ἰησοῦς: Ἐάν δέν σοῦ νίψω τά / ποδάρια μερτικόν μετ’ ἐμένα δέν ἔχεις. Λέγει του ὁ Σίμων ὁ Πέτρος: Κύριε, ὄχι μόνον τά ποδάρια, ἀλλά καί τά χέρια καί τήν κεφαλήν. Λέγει του ὁ Ἰησοῦς: Ὁ πλυμένος δέν ἔχει χρεία νά νίψει τά ποδάρια, διότι ἔναι ὅλος καθαρός. Καί ἐσεῖς καθαροί εἶστεν, ἀλλά ὄχι ὅλοι. Ἤβλεπεν ἐκεῖνον ὁποῦ ἤθελεν νά τόν παραδώσει, διά τοῦτο εἶπεν ὅτι δέν εἶναι ὅλοι καθαροί. Λοιπόν ἀφοῦ τούς ἔνιψεν τά ποδάρια, ὑπῆρεν πάλιν τά ροῦχα του καί ἐκάθησεν πάλε κάτω καί λέγει τους: Ἐγνωρίζετε τί σᾶς ἔκαμα. Ἐσεῖς μέ λέγετε ὁ διδάσκαλος καί ὁ κύριος, καί καλά λέγετε, ἔτσι εἶμαι. Λοιπόν ἐπειδή ἐγώ ὁ διδάσκαλός σας καί ὁ κύριός σας ἔνιψα τά ποδάρια σας, ἔτσι κάνει χρεία καί ἐσεῖς νά κάνει ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ, νά νίβετε τούς πόδας σας. Ὑπόδειγμα σᾶς ἄφησα, ἔτσι ὡς καθώς σᾶς ἔκαμα ἐγώ, ἔτσι νά κάνετε καί ἐσεῖς. Ἀμήν ἀμήν λέγω σας ὅτι δέν ἔναι δοῦλος καλύτερος ἀπό τόν αὐθέντην του οὐδέ ἀποστολάτορας καλύτερος ἀπό ἐκεῖνον ὁπού τόν ἀπόστειλεν. Καί ἄν τά ἐγνωρίζετε αὐτά μακάριοι θέλετε εἶσταιν. Δέν λέγω διά ὅλους ἐσᾶς, ἐγώ ἠξεύρω ποίους ἐδιάλεξα, ἀμή διά νά πληρωθεῖ ἡ γραφή τοῦ Δαβίδ, ὁ σαρακοστός ψαλμός ὁπού λέγει: Ὅστις τρώγει μετ’ ἐμέν τό ψωμί ἐπῆρεν εἰς ἐμέ τήν πτέρναν του. Καί λέγω σάς το τώρα πρίν παρά νά γένει, διά νά πιστωθεῖτε ὁπόταν γένει ὅτι ἐγώ εἶμαι. Ἀμήν ἀμήν λέγω σας, ἐκεῖνος ὁπού δέχεται ἐκεῖνον ὁπού πέμψω ἐμένα δέχεται, καί ἐκεῖνος ὁπού μέ / δέχεται ἐμέναν δέχεται καί ἐκεῖνον ὁπού μέ ἔστειλεν. Ἠβλέπετε, ἀδελφοί, τί λέγει ὁ Χριστός. Ποῦ εἶναι αὐτοί ὁπού λέγουν ὅτι καί οἱ Ἑβραῖοι καί οἱ Τοῦρκοι τόν Θεόν πιστεύουν καί θέλουν σωθεῖ; Ἄν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ δέν θέλουν, πῶς θέλουν τον Θεόν; Ὅστις πιστεύει τόν Υἱόν, πιστεύει καί τόν Πατέρα Θεόν, ὅστις δέν πιστεύει τόν Υἱόν οὐδέ τόν Θεόν δέν τόν πιστεύει. Λοιπόν αὐτοί ψεύδονται καί κακῶς πιστεύουν, ἐπειδή τόν Υἱόν δέν πιστεύουν, διότι ὁ Χριστός τό λέγει: Ἐκεῖνος, λέγει, ὁπού δέχεται ἐμένα δέχεται καί ἐκεῖνον ὁπού μέ ἔστειλεν, καί λέγοντας τοῦτον τόν λόγον ὁ Ἰησοῦς ἐταράχθη τό πνεῦμα του και λέγει: Ἀμήν ἀμήν λέγω σας ὅτι ἕνας ἀπό ἐσᾶς μέ θέλει παρα- δώσει, καί τότες οἱ μαθητάδες ἠκούγοντας αὐτόν τόν λόγον ἐκοίταζεν ἕνας ἀπό τόν ἄλλον καί ἐθαυμάζονταν διά τίναν λέγει. Καί ἐκάθοτον ὁ ἅγιος Ἰωάννης σιμά του καί ὁ Πέτρος τοῦ γνέφει καί κάνει του νόημα νά τόν ἐρωτήσει τόν Χριστόν ποῖος ἔναι τοῦτος ὁπού θέλει νά τόν παραδώσει. Καί ὁ Ἰωάννης ἔπεσε εἰς το στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καί ἐρωτᾶ τον καί λέγει του: Κύριε, τίς ἔναι τοῦτος ὁπού σέ θέλει παραδώσει; Λέγει του ὁ Ἰησοῦς: Ἔναι ἐκεῖνος ὁπού τοῦ θέλω δώσει ἐγώ ψωμί βρε- μένο, καί ἔτσι βρέχει τό ψωμί καί δίδει το τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου, καί ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε το ψωμί ὁ Χριστός, τότες καί ὁ διάβολος ἐσέβη εἰς τήν καρδίαν τοῦ Ἰούδα καί ἤθελε νά τόν παραδώσει. Τότες τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς: Ἐκεῖνο ὁπού θέλεις νά κάμεις κάμε το γλήγο/ρα. Καί οἱ ἄλλοι οἱ Ἀπόστολοι δέν ἐγνώρισαν τοῦτον τόν λόγον, διατί τοῦ τό εἶπεν, ἀμή τούς ἐφάνη ὅτι τοῦ εἶπεν διά νά ἀγοράσει τίποτες διά νά ἔχουν εἰς τήν χρείαν τους ἤ διά νά δώσει τίποτες τῶν ἐπτωχῶν, διότι αὐτός ὁ Ἰούδας ἐβάσταινε τό γλωσσόκομον, ἤγουν τά στάμενα ὁπού τούς ἔδιδαν ἐλεη- μοσύνες. Καί τό νά ἔλαβεν τό ψωμί ἀπό τόν Χριστόν ἐβγῆκεν ἔξω παρευθύς καί τότες ἤτονε νύκτα και αὐτός ὑπῆγε νά εὕρει τούς Ἑβραί- ους διά νά τόν παραδώσει, ὡς καθώς εἶχεν τόν συνιβασμόν ἀπό τήν Τετράδη, ὁπού τούς εἶπε: Τί θέλετε νά μοῦ δώσετε νά σᾶς τόν παραδώ- σω, καί ἔκαναν τον συνιβασμόν διά τριάκοντα ἀργύρια, καί τοῦτα εἶναι ἐκεῖνα τά τριάκοντα ἀργύρια ἅπερ εἶχεν ἀφιερώσει ἡ Σάβα ἡ βασίλισ- σα, ὥσπερ εἴπαμεν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ὀπίσω εἰς τοῦτο τό βιβλίον εἰς τό ὀγδοηκοστόν πρῶτον κεφάλαιον, καί τότες γοῦν ὑπῆγε τήν βραδίαν ἐκείνην ὅταν ὑπῆρε τό ψωμί ἀπό τόν Χριστόν καί ηὗρε τούς Ἰουδαίους καί παίρνει τά τριάντα ἀργύρια ὁπού τοῦ ἔταξαν καί φέρνει τους ἐκεῖ ὁπού ἤξευρεν ποῦ ἐπροσεύχοτον ὁ Χριστός μέ τούς Ἀποστόλους, ἤγουν εἰς τό χωρίον τῆς Γεσθημανῆς, καί πρίν παρά νά ἔλθει ὁ Ἰούδας ἐκεῖ ὁ Χριστός ἐπροσεύχοτον καί εἶπεν: Κύριε, ἐάν ἔναι δυνατόν νά τόν παρέλθω τοῦτον τόν θάνατον, ἤγουν νά μήν τόν πάθω, ἄς μήν μοῦ ἔλθει, ὄχι πώς ὁ Ἰησοῦς δέν ἤθελεν νά τόν λάβει, ἀμή νά δεί- ξει τήν ἀνθρωπότητα ὅτι ὡς ἄνθρωπος πονεῖ, ὄχι ὡς Θεός. […]","λέντιον = λινό ύφασμα, ποδιά, πετσέτα [το λέντιον] ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) ἐμπόλια = μαντήλι ζώνεταί = τυλίγει γύρω από τη μέση του, φοράει [ζώνομαι] ξυστέρου = ύστερα (χρον. επίρρ.) μερτικόν = μερίδιο, δικαίωμα χρεία = ανάγκη ἔναι = είναι παραδώσει = καταγγείλει μακάριοι = ευτυχισμένοι, ευλογημένοι [επίθ. μακάριος] θέλετε εἶσταιν = θα είστε [είσταιν: απρμφ. του ρ. είμαι] πληρωθεῖ = εκπληρωθεί πιστωθεῖτε = βεβαιωθείτε ἐσέβη = μπήκε [σεβαίνω ή εισβαίνω] ἀμή = αλλά (σύνδ.) γλωσσόκομον = ""ταμείο"", κουτί ή σακούλι με χρήματα, θήκη για φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων [ο γλωσσόκομος και το γλωσσόκομον] στάμενα = χρήματα, νομίσματα [το στάμενον] συνιβασμόν = συμβιβασμό, συμφωνία",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο ρπ΄, 281-282 [Περί του Δείπνου του Μυστικού και ετέρων αποδείξεων]","Στο κεφάλαιο 180 (ρπ΄), που είναι από τα εκτενέστερα του έργου, ο Καρτάνος εξιστορεί τα σχετικά με τον Μυστικό Δείπνο και τα γεγονότα πριν τη Σταύρωση. Στηρίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, σε ελληνικές πηγές, χωρίς να παραλείπει να τις διανθίζει και με σφήνες από απόκρυφο υλικό. Στο απόσπασμα, το οποίο είναι και το τελευταίο μέρος του κεφαλαίου, ο Ιησούς οδηγείται στον Γολγοθά. Ξεχωριστή θέση στην αφήγηση του Καρτάνου έχει το επεισόδιο με μια γυναίκα που άλλοτε θεραπεύθηκε από τον Χριστό και τώρα τον συνοδεύει στον τόπο του μαρτυρίου. Ο Καρτάνος λέει ότι αυτή η Βερόνικα έδωσε το μαντίλι της για να σκουπίσει ο Ιησούς το πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να τυπωθεί πανω στο ύφασμα η μορφή του. Να σημειωθεί ότι η αναφορά αυτή δεν συναντάται στις ορθόδοξες πηγές, ωστόσο είναι γνωστή η πεποίθηση της Καθολικής Εκκλησίας περί «Αγίου Μανδηλίου». Περί τοῦ Δείπνου τοῦ Μυστικοῦ καί ἑτέρων ἀποδείξεων Κεφ. ρπ΄ [...] Καί ἔτσι ὑπήγαινεν εἰς συντροφίαν τοῦ Ἰησοῦ μέ τήν Μαγδαληνήν Μαρίαν καί μέ τήν Μαρίαν τήν ἀδελφήν της τοῦ Ἰακώβου καί μέ την ἄλλην της τήν ἀδελφήν τήν Μαρίαν τοῦ Σαλώμου καί μέ τήν Μάρθαν τήν ἀδελφήν τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς καί μέ ἄλλες πολλές γυναῖκες, ὁποῖες ὅλες ἔκλαιγαν διά τόν θάνατον ὁπού ἐλάμβανεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί Θεός τῶν ἁπάντων, καλά καί αὐτός ὁ θάνατος ἤτονε ὁπού μᾶς ἔσωσεν ὅλους. Καί παγαινάμενος ἔξω ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ γυρίζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί ἠβλέπει ὁπού ἔκλαιγαν οἱ γυναῖκες καί λέγει τους: Μηδέν μέ κλαίγετε ἐμένα, ἀμή κλαίγετε τοῦ λόγου σας καί τά παιδία σας, διότι θέλει ἔλθει καιρός ὁπού θέλετε εἰπεῖ: Χαρά σ’ ἐκεῖνες ὁπού δέν ἐγέννησαν ποτέ τους / καί χαρά στά βυζία ἐκεῖνα ὁπού ποτέ δέν ἐβύζασαν τινάν, καί ἠξεύρετε ὅτι ἀκόμη θέλει ἔλθει ἀπάνω εἰς τήν χώραν σας πολύς χαλασμός καί κακόν, εἰς τρόπον ὅτι ἐκεῖνοι ὁπού θέλουν εὑρεθεῖ μέσα θέλουν εἰπεῖ: Νά ἔπεφταν ἐκεῖνα τά βουνά ἀπάνω μας νά μᾶς ἐπλάκωναν καί νά ἐσκίζο- τον ἡ γῆς νά μᾶς ἐκατάπινεν καί νά μηδέν ἠθέλαμεν ἰδεῖ τόσο κακόν καί χαλασμόν ἀπάνω μας. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ὅτι ὅταν τόν ἔπαιρναν νά τόν σταυρώσουν ἐπαρηγόρα τήν μητέρα αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς καί τῆς ἔλεγεν: Μητέρα, μηδέν λυπεῖσαι τόσον, διότι ἐγώ ἀπεθηνίσκω διά νά σώσω τόν κόσμον καί χαίροσουν μάλιστα καί ἐνθυμούσουν τί σοῦ εἶπα, ὅτι θέλω ἀναστηθεῖ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καί θέλω ἐμφανισθεῖ ὀμπρός σου, καί μηδέν λυπεῖσαι. Λέγει πάλιν αὐτός ὁ Ἰγνάτιος ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἰς ὅσο ἀκαρτερεῖ εἰς τήν ἀνθρωπότητα ὁπού εἶχεν ἦτον τόσος ἀχαμνός καί τόσο πολλά ἀγανακτισμένος ἀπό τές πολλές ραβδές καί ἀπό τά πολλά μαρτύρια ὁπού τοῦ ἔκαμαν, ὅτι ἤτονε σχεδόν ὡς ἀπεθα- μένος καί δέν ἐδύνοτον νά συντύχει. Ἀπό τοῦτο πιστωθεῖτε ὅτι ναί, ἦτον τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος καί ἐφόρεσεν ἀνθρωπίνην σάρκαν και ἀγανάκτησεν καί ἐπείνασεν καί ἐδίψασεν καί ἔπαθεν ὅλα ὡς ἄνθρωπος, μόνον ἁμαρτίαν ὁπού δέν ἔκαμεν. Καί λοιπόν τότες οἱ Ἑβραῖοι ἠβλέποντάς τον τόσον ἀχαμνόν, ὅτι τόν σταυρόν μόλις τόν ἐβάσταινε, ἀπανταίνουν ἕναν ὁπού ἔρχοτον ἀπό τό χωρίον ὀνόματι / Συμεών Κυρηναῖον, τόν πατέρα Ἀλεξάνδρου καί Ρούφου, καί δίδουν του καί τον σταυρόν καί ἀγγαρέψαν τον νά τόν βασταίνει νά ὑπάγει ἕως τόν τόπον ἐκεῖ ὁπού ἤθελαν νά σταυρώσουν τόν Χριστόν. Καί ἔτσι τό ἔκαμαν, και παγαινάμενος ὁ Ἰησοῦς ἤτονε μίαν γυναίκα ὀπίσω του ὀνόματι Βερόνικα, τήν ὁποίαν τήν εἶχεν ὑγιάνει ὁ Χριστός ἀπό μίαν μεγάλην ἀρρωστίαν ὁπού εἶχεν, καί τούτη σιμώνει εἰς τόν Χριστόν καί κλαίγει καί λυπεῖται εἰς τά πάθη ἅπερ τοῦ ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι καί ἐνθυ- μώντας τό καλόν ὁπού τῆς ἔκαμεν εὐχαρίστα τον καί ἐδόξαζέ τον ὡς Θεόν καί ἔλεγέ του: Ἐλέησόν μεν, Κύριε, καί μνήσθητί μου καί μή μέ ἐγκαταλείπεις ἕως τέλους. Καί τότες τῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί παρακαλεῖ την ὅτι να ἐβγάλει τό μαντήλι της ὁπού ἐβάσταινε εἰς τήν κεφάλην της τό ἄσπρο νά τόν σφογγίσει εἰς τό πρόσωπον ὁπού ἦτον ἱδρωμένος ἀπό τόν κόπον καί τόν παιδεμόν ὁπού τοῦ ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι, καί παρευθύς αὐτή ἡ εὐλογημένη γυνή ἔβγαλεν τό μαντήλι της ὁπού ἐφόρειεν καί ὑπῆγεν και ἐσφόγγισεν τό ἁγιότατον καί θεῖον αὐτοῦ πρόσωπον, καί παρευθύς ἐτυπώθη ἡ πρόσοψις τοῦ προσώπου του εἰς ἐκεῖνο τό μαντήλι, καί ἔτσι τούτη ἡ Βερόνικα ἐχάρηκεν πολλά ὅταν εἶδεν τήν τύπωσιν αὐτήν καί εἶχε το εἰς μεγάλην φύλαξιν μέ μεγά- λην εὐλάβειαν, καί τοῦτο ἔναι ἐκεῖνο ὁπού λέγουν σουδάριον, τό ὁποῖον θέλετε ἠκούσει παρεμπρός πρός τήν ἄκρην τοῦ βιβλίου πῶς καί τίς ἤτονε αἰτία νά τό φέρουν εἰς τήν Ρώμην. Και σώνοντας οἱ Ἑβραῖοι εἰς τόν τόπον ὁπού ἤθελαν νά σταυρώσουν τον Χριστόν / εἰς τόν τόπον ὁπού τόν λέγουν Γολγοθά, ἐκεῖ ἔγδυσαν τόν Χριστόν ὁλόζορκον καί κάνουν πάλε καί ἕνα στεφάνι ἀπ’ ἀγκάνθια και βάνουν το εἰς τήν ἁγίαν κεφαλήν τοῦ Χριστοῦ, καί ἔπειτα βάνουν τον σταυρόν κάτω εἰς τήν γῆν καί φέρνουν τόν Χριστόν καί ἐξαπλώνουν τον ἀπάνω εἰς τόν σταυρόν ζόρκον καί πιάνουν τό χέρι του τό ζερβόν ὀμπρός και ἐξαπλώ- νουν το καλά καί καρφώνουν το μέ ἕνα καρφί παράξενον χοντρόν. Ἔπειτα πιάνουν τό ἄλλο του χέρι τό δεξιόν καί ταυρίζουν το καλά δυνατά καί καρφώνουν το καί αὐτό μέ καρφίν ὅμοιον ὡς τό ἄλλο. Ἔπειτα βάνουν τό κορμί του ἀπάνω εἰς τόν σταυρόν καί ταυρίζουν τά ποδάρια του δυνατά διά νά τά καρφώσουν, καί τόσο τόν ἐταύρισαν δυνατά ὅτι τά νεῦρα του καί τά κόκκαλά του σχεδόν τά ἐτσάκισαν. Καί τότες ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀσήκωσε τό ἕνα του ποδάρι καί ἔβαλέ το εἰς τό ἄλλο διά νά σκεπάσει τήν ἀνθρωπίνην αἰσχύνην, διότι ἤτονε ὁλόζορ- κος, καί ἐκεῖνοι οἱ κάκιστοι Ἑβραῖοι ἤθελαν νά τά καρφώσουν ἐξαπλω- τά τά ποδάρια του διά πλέον καταισχύνην, ἀμή δέν ἐδυνήθησαν αὐτό νά τό κάνουν διά χάρις Θεοῦ, καί μή δυνάμενοι νά κάμουν ἀλλέως ἐκαρφῶσαν τα ἀπανωτά ἕνα τό ἄλλον καθώς τά εἶχεν ὁ Χριστός καί ἐκαρφῶσαν τα μέ ἕνα καρφί καί μόνον. Καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔστεκεν εἰρημένος ὥσπερ ἀρνίον ἄκακον καί ἔτσι τόν ἀσήκωσαν καί ἐβάλαν τον τόν σταυρόν ὀρθόν.","χαλασμός = καταστροφή ἀπεθηνίσκω = πεθαίνω ἀχαμνός = εξασθενημένος, κουρασμένος, αδύνατος (επίθ.) ραβδές = χτυπήματα με ραβδί [η ραβδία] συντύχει = μιλήσει [συντυχαίνω] πιστωθεῖτε = βεβαιωθείτε ἀπανταίνουν = συναντούν [απανταίνω] σιμώνει = πλησιάζει [σιμώνω] μνήσθητί = θυμήσου [προστακτ. του ρ. μιμνήσκομαι] πρόσοψις = αποτύπωση/εικόνιση προσώπου σουδάριον = Το μαντήλι της Βερονίκης, 1618 ή 1622, Εθνική Γκαλερί Τέχνης, Ουάσινγκτον-ΗΠΑ[πηγή: Wikimedia Commons] ""> Domenico Fetti, Το μαντήλι της Βερονίκης, 1618 ή 1622, Εθνική Γκαλερί Τέχνης, Ουάσινγκτον-ΗΠΑ[πηγή: Wikimedia Commons] το μαντήλι με το οποίο σκεπάζεται το πρόσωπο του νεκρού, το μαντήλι με την έκτυπη μορφή του Χριστού (από τη λατινική λέξη sudarium) ἄκρην = τέλος ὁλόζορκον = ολόγυμνο [επίθ. ολόζορκος] ζόρκον = γυμνό [επίθ. ζόρκος] ζερβόν = αριστερό [επίθ. ζερβός] ταυρίζουν = τεντώνουν αἰσχύνην = γύμνια, γυμνότητα, απόκρυφα μέλη του σώματος καταισχύνην = προσβολή εἰρημένος = ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος [ειρη(νε)μένος, μτχ. παρακ. του ρ. ειρηνεύομαι]",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο ρπα΄, 286-287 [Περί την σταύρωσιν του Χριστού]","Στο κεφάλαιο 181 (ρπα΄) της Παλαιάς τε και Νέας Διαθήκης, ο Καρτάνος εξιστορεί τα σχετικά με τη Σταύρωση του Ιησού. Στο απόσπασμα διαβάζουμε τα τελευταία λόγια του Χριστού στον Σταυρό, καθώς και το επεισόδιο με τους σταυρωμένους ληστές. Ο συγγραφέας βρίσκει πάλι ευκαιρία –όπως κάνει σε πολλά σημεία του έργου– να κατακρίνει τους Εβραίους, τους οποίους αποκαλεί «ασελγείς», «ακόλαστους», «άτυχους» και «κακούς». Περί τήν σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ Κεφ. ρπα΄ […] Καί πάλιν διά τό σκοτίδι ἐκεῖνο ὁπού ἔγινεν εἰς τήν σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ καί ὁ προ- φήτης Ζαχαρίας ἐπροφήτευσεν καί εἶπεν: Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ δέν θέλει εἶσταιν φῶς, ἤγουν ὁπόταν θέλει σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, ἀμή κρυότη καί παγετός θέλει εἶσταιν μίαν ἡμέραν. Καί ἐκείνη ἡμέρα τήν ἠξεύρει ὁ Κύριος μόνον. Ἀπάνω ὁ Θεός τά ἤξευρεν ὅλα, ὄχι ἡ ἡμέρα καί ἡ νύκτα καί οὔτε ἡμέρα ἤτονε καθολικά, διότι ἤτονε τρεῖς ὧρες σκοτίδι, οὔτε νύκτα ἀληθινά, διατί ἔγινεν σκοτίδι ἀπό τές ἕξι ὧρες ἕως εἰς τές ἐννέα, καί πάλιν ἀπό τές ἐννέα ὧρες ἕως τό βράδυ ἔγινεν φῶς, ἤγουν ἡμέρα. Τοῦτο φανερώνει ὁ προφήτης Ζαχαρίας ὁπού εἶπεν καί ὅτι πρός τό βράδυ θέλει εἴσταινε φῶς. Λοιπόν τοῦτα, ἀδελφοί μου, δέν τά ἐπροεῖπαν μόνον προφῆτες, ἀμή καί πολλοί ἀπό τούς Ἕλληνας τά ἔχουν γραμμένα εἰς τά / βιβλία τους καί λέγουν ὅτι ἔγινεν μέγας σεισμός τότε καί σκοτίδι τόσον ὅσον ὅτι ἐφάνησαν και ἄστρη. Τότε γοῦν εἰς τόν σταυρόν ὁ Χριστός ἀνάφερε καί προφητικήν ρῆσιν καί εἶπεν:«Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί μέ ἐγκατέλιπες;» Και τά εἶπεν ἑβραϊκά, ἤγουν «Ἠλί, Ἠλί, λιμά σαβαχθανί». Καί διατί τά εἶπεν τοῦτα; Διά νά τά ἠκούσουν καί οἱ Ἰουδαῖοι, καί αὐτοί ἠκούγοντας καί αὐτά πάλιν ἀσελγεῖς καί ἀκόλαστοι ἦσαν ὡς καθώς λέγει ὁ Χρυσόστομος, καί ἔλεγαν ὅτι κράζει τόν Ἠλίαν, ἀλλά ἐκείνη ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ ἔσχισεν τό καταπέτασμα καί ἄνοιξεν καί τά μνήματα καί ἀνεστάθησαν πολλοί. Καί αὐτήνοι οἱ ἄτυχοι καί οἱ κακοί πάλιν δέν ἤθελαν νά πιστέψουν, ἀμή τοῦ ἔλεγαν: Κατέβα κάτω ἀπό τόν σταυρόν ἄν εἶσαι υἱός Θεοῦ καί τότες νά σέ πιστέψομεν. Καί τότες ἦσαν καί δύο ληστάδες σταυρωμένοι ὁμοῦ μέ τόν Χριστόν, ὁ ἕνας εἰς τήν μίαν του μερίαν καί ὁ ἄλλος εἰς τήν ἄλλην, καί ὁ ἕνας τόν ὕβρι- ζεν καί τοῦ ἔλεγεν: Ἐάν εἶσαι ἐσύ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτόν καί σῶσε καί ἡμᾶς, καί ὁ ἄλλος τοῦ ἔλεγεν: Δέν ἐντρέπεσαι, ἡμεῖς δικαίως τό παθαίνομεν τοῦτο, διότι ἐκάμαμεν κακά, ἀμή αὐτός τί ἔκαμεν; καί λέγει τοῦ Χριστοῦ: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καί ὁ Χριστός τοῦ λέγει: Ἀπό τήν σήμερον νά εἶσαι μετ’ ἐμένα εἰς τήν βασιλείαν μου. Καί τοῦτο ἔναι γραμμένον εἰς τό εἰκοστό τρίτο κεφάλαι- ον τοῦ Λουκᾶ. Ἠβλέπετε, ἀδελφοί, ποῖος λόγος ἔβαλεν τόν ληστήν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, μόνον / πώς εἶπεν ἐξ ὅλης ψυχῆς τό: «μνήσθη- τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Λοιπόν, ἀδελφοί, καί ἡμεῖς μηδέν λείπομεν πάντοτε καί ἀεί, καλά καί εἴμεσθεν ἁμαρτωλοί, ὅτι νά μηδέν παρακαλοῦμεν τόν Θεόν ἐξ ὅλης μας τῆς ψυχῆς νά μᾶς ἐλεή- σει, διότι δέν ἔναι ἄλλο τίποτες μεγαλότερο νά ἀφήνει τές ἁμαρτίες παρά ἡ καθαρά προσευχή, κἄν πόρνος εἶσαι κἄν φονεύς εἶσαι, κἄν ληστής εἶσαι, κἄν οἱονδήποτε ἁμάρτημα καί ἄν ἔκαμες, μήν ὀκνήσεις νά μηδέν παρακαλέσεις τον Θεόν ἐξ ὅλης σου τῆς ψυχῆς, ὥσπερ ἐπαρα- κάλεσεν καί αὐτός ὁ ληστής τότε εἰς τόν σταυρόν καί διά ἕναν λόγον ὁπού εἶπεν ἐσώθηκεν καί ὑπῆγεν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. […]","εἶσταιν = θα είναι, θα υπάρχει [θέλει είσταιν: θέλω + απρμφ. (εδώ του ρ. είμαι) για δήλωση μέλλοντα] ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) καθολικά = εντελώς, ολοκληρωτικά, γενικά (τροπ. επίρρ.) ἱνατί = γιατί (ερωτημ. μόριο) καταπέτασμα = πανί που καλύπτει κάτι ἄτυχοι = κακοί, πονηροί, ελεεινοί ἀμή = αλλά (σύνδ.) Μνήσθητί = θυμήσου [προστακτ. του ρ. μιμνήσκομαι] μηδέν λείπομεν = ας μην παραλείπουμε, ας μην παραμελούμε καλά καί = αν και, μολονότι ἔναι = είναι ὀκνήσεις = παραμελήσεις [οκνώ]",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο ρπγ΄, 307 [Περί των επτά αγίων και Οικουμενικών Συνόδων εις τίνος βασιλέως έγινε μια εκάστη]","Στο κεφάλαιο 183 (ρπγ΄) ο Καρτάνος αναφέρεται στις επτά Οικουμενικές Συνόδους, δίνοντας λεπτομερείς πληροφορίες για την καθεμία. Στο απόσπασμα, που είναι και η αρχή του κεφαλαίου, διαβάζουμε τα σχετικά με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Εκτός αυτού, διαφαίνεται και η πρόθεση του συγγραφέα να μνημονεύσει τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και τους βυζαντινούς χρονογράφους, δέσμευση που θα τηρήσει με συνέπεια στη συνέχεια του κεφαλαίου. Περί τῶν ἑπτά ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἰς τίνος βασιλέως ἔγινε μιά ἑκάστη Κεφ. ρπγ΄ Ἡ πρώτη καί ἁγία Σύνοδος ἔγινεν εἰς τόν καιρόν τοῦ Μεγάλου Κων- σταντίνου εἰς τούς ἐννέα χρόνους τῆς βασιλείας αὐτοῦ καί ἔκαμέ την εἰς τήν Νικαία. Καί ἦσαν πατέρες τριακόσιοι δεκαοκτώ, καί ἦτον ὁ ἅγιος Σίλβεστρος πάπας τῆς Ρώμης, Μητροφάνης ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Βυζα- ντίου, ὁπού λέγεται τώρα Κωνσταντινούπολις, ἤτονε ὁ Ἀλέξανδρος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καί ὁ Εὐστάθιος τῆς Ἀντιοχείας πατριάρχης καί ὁ Ἰεροσολύμων Μακάριος. Καί ἔκαμέ την κατά τοῦ Ἀρείου, ὁποῖος ἐβλασφήμα τόν Θεόν Λόγον καί ἔλεγεν ὅτι ὁ Θεός ἔναι κτιστός καί ἄλλη οὐσία τοῦ Πατρός καί ἔλεγεν ὅτι ὁ Θεός ἦτον ποτέ ὁπότε δέν ἦτον, καί ἄλλα τίποτες ἐβλασφήμα ὁ ἀλιτήριος, καί ἀφορίσαν τον. Καί ἦτον ἀπό τοῦ Χριστοῦ ἕως εἰς τόν καιρόν τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου χρόνοι τρια- κόσιοι δεκαοκτώ καί ἀπό τοῦ Ἀδάμ ἕως αὐτόν τόν καιρόν χρόνοι πέντε χιλιάδες ὀκτακόσιοι εἴκοσι ἑπτά, καί ἀφοῦ ἀπέθανεν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών ἕως αὐτόν τόν καιρόν εἶναι χρόνοι ἑξακόσιοι τριάντα ἕξι. Καί ἀπό τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως ἕως εἰς τόν καιρόν τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ ἐβασίλευσαν βασιλεῖς ἑξήντα πέντε, τούς ὁποίους θέλω τούς γράψει ἐδῶ παρεμπρός συνοπτικά ἕναν καί ἕναν καί πόσους χρόνους ἐβασίλευσεν ὁ καθείς ἀπ’ αὐτούς, πλήν δέ /διά τώρα θέλω νά σᾶς γράψω τούς χρονογράφους, ποῖοι εἶναι καί ὥς ποῦ ἔγραψε πᾶσα εἷς ἀπ’ αὐτούς. […]","κτιστός = πλασμένος, δημιουργημένος, υπαρκτός (επίθ.) ἄλλα τίποτες = άλλα πράγματα ἀλιτήριος = ανέντιμος, ανήθικος (επίθ.) παρεμπρός = παρακάτω (επίρρ.)",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο ρπγ΄, 309 [Περί των επτά αγίων και Οικουμενικών Συνόδων εις τίνος βασιλέως έγινε εκάστη]","Στο κεφάλαιο ρπγ΄ (183) ο Καρτάνος αναφέρεται στις επτά Οικουμενικές Συνόδους, δίνοντας λεπτομερείς πληροφορίες για την καθεμία. Καθώς από την αρχή του κεφαλαίου διαφαίνεται η πρόθεση του συγγραφέα να μνημονεύσει τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, τηρεί τη δέσμευσή του και, στο απόσπασμα που ακολουθεί, ξεκινά την εξιστόρηση από τον πρώτο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο, συνεχίζει έπειτα με τον γιο του κ.ο.κ. Περί τῶν ἑπτά ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἰς τίνος βασιλέως ἔγινε μία ἑκάστη Κεφ. ρπγ΄ […] Τό Βυζάντιον ἦτον παλαιά χώρα καί ἐδιοικοῦτον μοναχό του, τινάς δέν τό ὅριζε καί εἶχεν τό κτίσει ἕνας ὀνόματι Βύζος καί δι’ αὐτό τό ἔλεγαν Βυζάντιον. Λοιπόν ἔρχεται ὁ Σεβῆρος ὁ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων καί κουρσεύει το καί στέκει τρεῖς χρόνους ὁπού τό ἐπολέμα καί ὕστερα τό ὑπῆραν καί ἔμεινεν ὀλίγον μόνον καί ἐχάλασε τά τείχη του καί ὑπῆρε καί τά δίκαια τῆς πολι- τείας. Καί ἐξυστέρου τό ἔβαλαν νά ἔναι ἀποκάτου εἰς την Ἡράκλειαν καί ἔτσι ἔρχεται ὁ μέγας Κωνσταντίνος καί κτίζει πάλιν τά τείχη τοῦ Βυζα- ντίου καί κάνει καί ἄλλα τείχη περισσότέρα καί ἐπονόμασέ την νέαν Ρώμην. Καί κτίζει την εἰς τές ἕνδεκα τοῦ Μαΐου μηνός εἰς τούς πέντε χιλιάδες ὀκτακοσίους τριάντα ὀκτώ, καί διά νά τήν ματαχτίσει ὁ μέγας Κωνσταντίνος τήν λέγουν τώρα Κωνσταντινούπολη, καί διά να κατοική- σει ὁ μέγας Κωνσταντίνος ἐκεῖ τήν ἀξίωσε καί ὕψωσέ την ἀπό ἐπισκοπή Πατριαρχεῖο, πλήν δέ ὁ Ἡρακλείας νά τόν χειροτονεῖ, καί διά τοῦτο ὁ Ἡρακλείας ἔναι πρωτόθρονος ἀπ’ ὅλους τούς μητροπολίτας. Καί ὁ μέγας Κωνσταντίνος ἐστάθηκε εἰς τήν Ρώμην δώδεκα χρόνους καί εἰς τό Βυζάντιον εἴκοσι, καί ἀπέ/θανε εἰς τήν Νικομηδεία παγαινάμενος νά πολεμήσει τήν Περσίαν, λέγουν ὅτι τόν ἐφαρμάκωσαν. Και μετ’ αὐτόν βασιλεύει ὁ υἱός αὐτοῦ ὁ Κωνσταντίνος χρόνους εἴκοσι τρεῖς, καί τοῦτος ἀνάγκαζεν τόν Πατριάρχην τόν Ἀλέξανδρον νά συγκοινωνήσει μέ τόν Ἄρειον, καί κάμει το ἤθελεν, ἀμή ὁ Θεός τοῦ ὑπῆρε τήν ζωήν. Καί μετ’ αὐτόν βασιλεύει ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης χρόνους δύο, ὁποῖος ἦτον κακός εἰς τούς χριστιανούς και ἀσεβής μεγάλος. […]","κουρσεύει = κυριεύει, κατακτά στέκει = μένει ἐξυστέρου = ύστερα, έπειτα (χρον. επίρρ.) ἔναι ἀποκάτου = είναι κάτω από την εξουσία, εξουσιάζεται ματαχτίσει = ξαναχτίσει, οικίσει ξανά [ματαχτίζω ή μετακτίζω] πρωτόθρονος = που έχει τα πρεσβεία (επίθ.) συγκοινωνήσει = επικοινωνήσει, συνεργαστεί",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο ρπε΄, 325 [Πώς ο Πιλάτος έγραψε του Τιβέριου του βασιλέως τα θαύματα του Χριστού και την ζωήν του]","Στο κεφάλαιο 185 (ρπε΄) ο Καρτάνος αναφέρεται σε μια επιστολή που έγραψε ο Πόντιος Πιλάτος στον ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο μετά τη σταύρωση και ανάσταση του Ιησού. Στο γράμμα αυτό ο Πιλάτος επιβεβαιώνει τη θαυματουργή ιδιότητα του Χριστού, υπερθεματίζει για τη θεϊκή του φύση και διαχωρίζει τη θέση του από τους καταδότες και υπεύθυνους για το φρικτό του τέλος. Πῶς ὁ Πιλάτος ἔγραψε τοῦ Τιβερίου τοῦ βασιλέως τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ καί τήν ζωήν του Κεφ. ρπε΄ Φοβιζάμενος ὁ Πιλάτος μήποτε τόν ἐγκαλέσει τινάς τοῦ βασιλέως διά τόν θάνατον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι ἤβλεπε πολύ πλῆθος ὁπού ἐπίστρεφεν καί ἐπίστευεν εἰς αὐτόν καί ἐπόνεσέ τους δι’ ἐκεῖνον τόν ἄδικον θάνατον ὁπού ἔλαβεν, / διά νά γένει ἀνύπο- πτος γράφει τοῦ βασιλέως τοῦ Τιβερίου τῶν Ρωμάνων τοιούτης ἀπαλ- λαγῆς, ἤγουν: Εἰς τόν γαληνότατον Τιβέριον βασιλέα καί ἐκλελεγμένον, Πόντιος Πιλάτος χαίρειν. Κάνω διά νά ἠξεύρει πώς εἰς τό μέρος τῆς Ἱερουσαλήμ ἐμφανίσθη ἕνας ἄνθρωπος προφήτης καί ὑπό τούς προ- φήτας προφητευόμενος καί εἶχεν γεννηθεῖ ἀπό μιά παρθένον καθαρά καί ἁγία καί ἀμόλυντον ἐκτός ἁμαρτίας τινός, καί ἦτον τοῦτος ὁ ἄνθρω- πος ὁπού ἀνάβλεπεν τούς τυφλούς καί ὑγίαινε τούς κουτσούς καί τούς κρατημένους καί ἔβγανε τά δαιμόνια ἀπό τούς δαιμονιζομένους καί ὑγίαινε πᾶσα νόσον ὁπού νά εἶχεν ὁ ἄνθρωπος καί ὑπήγαινε ἀπάνω ὑπό τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσου καί μέ ἕτερα πολλά ἄλλα σημεῖα. Καί ἀκολουθοῦσαν τον πολύ πλῆθος διά νά ἠκούγουν τούς καλούς καί ἁγίους αὐτοῦ λόγους ὁπού ἔλεγε καί ἐβεβαιῶναν τον πώς ἤτονε υἱός τοῦ Θεοῦ, καί δι’ αὐτά τά πράγματα τά τόσα θαυμασιότατα οἱ ἀρχιε- ρεῖς καί οἱ γραμματεῖς καί οἱ ἱερεῖς καί δοῦλοι τοῦ ἱεροῦ ὑπῆραν τον εἰς ἔχθραν καί εἶχαν τόσον φθόνον, ὅτι ἐπιάσαν τον καί ἐβάλαν τον εἰς τάς χείρας τους μέ πολλές καταδοσίες καί ἤθελαν ὅτι νά ἀπεθάνει. Ἐμένα δέ φαίνεται ὅτι δέν ἦτον ἄξιος τοῦ θανάτου καί ἐκεῖνες οἱ καταδοσίες ὁπού εἶπαν δι’ αὐτόν ἦσαν ψεύτικες, ἀμή ἡ αὐτῶν κακή ὄρεξις, θαρρώ- ντας ὅτι νά τούς θαραπαύσω ἐγώ ἔκαμα καί ἐφραγγελῶσαν τον, καί αὐτοί ἤθελαν ὅτι κατά ἀπόφαση νά ἀ/πεθάνει, καί ἐγώ ἐκεῖ παρών ὀμπρός εἰς ὅλους ἔνιψα τάς χείρας μου καί ἄφησά τον εἰς τήν γνώμην τους ἀπάνω εἰς τήν ψυχήν τους καί ἐκεῖνοι τόν ἔδειραν καί ἐμαρτυρῆσαν τον καί ἐκαταισχύναν τον καί ἐσταυρῶσαν τόν ἀπάνω εἰς τόν σταυρόν. Καί ἔπειτα τόν ἔθαψαν καί ἐσφράγισαν τον τάφον μέ ἐδική τους σφρα- γίδα καί ἔβαλαν καί ἐφυλάγαν τον καλά, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ τῆς θανῆς αὐτοῦ αὐτός ἀναστήθη καί μέ ἄλλα κορμία ὁπού ἀνάστησεν αὐτός ἐκείνην την ὥραν ἁγίων ἀνδρῶν. Καί ἐφάνη πολλῶν καί ἔκαμε πολλά πράγματα θαυμαστά, τά ὁποῖα ἐγώ τά ἔκαμα καί ἐγράψαν τα καί ἔβαλά τα εἰς την καγκελαρίαν μου μέ ὅλα τά πράγματα τά κακά γιναμένα, ὅσα οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς καί οἱ δοῦλοι τοῦ ἱεροῦ ἔκαμαν αὐτοῦ, τά ὁποῖα εἶναι κακά καί ἄσχημα καί ἐκάμαν τα ἀδίκως. Καί διά τοῦτο ἐγώ τό δηλοποιῶ τοῦτο κατέμπροσθεν τῆς βασιλείας σου. Ἔρρωσο. Και ἀφοῦ ἐγράφθη τούτη ἡ ἐπιστολή ἀπό τόν Πιλάτον, ἔδωσέ την ἑνοῦ ἀποστολάτορος καί ὅρισέ τον ὅτι παρευθύς νά σεβεῖ εἰς καράβι καί νά ὑπάγει εἰς τήν Ρώμην εἰς τόν γαληνότατον βασιλέα Τιβέ- ριον Καίσαραν νά τοῦ τήν δώσει καί νά εἰπεῖ ὅτι ὁ Πιλάτος τήν στέλνει. Καί παρευθύς ὁ ἀποστολάτορας τόν νά ἔλαβεν τήν ἐπιστολήν ἀπό τόν Πιλάτον ὑπῆγε κάτω εἰς τοῦ Γιάφα καί ἐκεῖ ηὗρε ἕνα καράβι καί σεβαί- νει μέσα νά ὑπάγει εἰς τήν Ρώμην, ἴσια διχῶς νά γυρίσει ἀλλοῦ πούπετε ἤ νά ράξει εἰς κα/νέναν τόπον. Καί ὥσπερ ἠθέλησε ὁ ποιητής Θεός τῶν ἁπάντων, τό καράβι ὁπού τόν ὑπῆρε τόν ἀποστολάτοραν ὑπῆρε το ἄνεμος ἐναντίος καί ἔριξέ το εἰς τόπον ὁπού δέν ἤξευραν ποῦ εἶναι. Καί ἔτσι κοιτάζουν οἱ ναῦτες νά ἐγνωρίσουν γῆς ποῦ εὑρίσκονται καί ἠβλέ- πουν καί εἶναι εἰς τήν Σπανίαν, εἰς ἕνα πόρτο σιμά εἰς μίαν χώραν μεγά- λην καί ἔμορφην. […]","ἐγκαλέσει = κατηγορήσει, καταγγείλει [εγκαλώ] τοιούτης ἀπαλ- = με τέτοιον τρόπο [τοιούτης απαλλαγής] γαληνότατον = τιμητικός τίτλος ρωμαίου ηγεμόνα [επίθ. γαληνός, ο υπερθ. ως τιμητικός τίτλος] ἀνάβλεπεν = έδινε το φως, έκανε να αποκτήσουν όραση [αναβλέπω ως μτβ.] κρατημένους = που τους κρατούν, που στηρίζονται/που εξαρτώνται από άλλους [κρατημένος, μτχ. παρακ. του κρατούμαι] ἐβάλαν τον εἰς τάς = συνέλαβαν [φρ. βάνω εις τας χείρας μου] καταδοσίες = κατηγορίες, καταγγελίες [η καταδοσία] ἀμή = αλλά (σύνδ.) ἐφραγγελῶσαν = χτύπησαν με φραγγέλιο, δηλαδή μαστίγιο που έχει ιμάντες, στις άκρες των οποίων συνήθως είναι δεμένα βαριά ή αιχμηρά αντικείμενα [φραγγελώνω] ἐκαταισχύναν = προσέβαλαν [καταισχύνω] καγκελαρίαν = γραφείο καγκελάριου (γραμματέα των ρωμαϊκών δικαστηρίων/δικαστικού υπάλληλου) δηλοποιῶ = αναφέρω, ανακοινώνω Ἔρρωσο = να είσαι γερός [προστακτ. του ρ. ρώννυμαι] ἑνοῦ = ενός ἀποστολάτορος = απεσταλμένου, αγγελιοφόρου [ο αποστολάτορας] σεβεῖ = μπει, εισέλθει [σεβαίνω ή εισβαίνω] πούπετε = πουθενά (τοπ. επίρρ.)",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο ρπη΄, 332-333 [Πώς ο Βολουσιανός γυρεύοντας τίποτες να εύρει από του Χριστού ηύρηκεν μίαν ονόματι Βερόνικα, όπου είχεν το σουδάριον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού]","Στο κεφάλαιο ρπη΄ (188) ο Καρτάνος αναφέρεται στο άγιο μανδήλιον, όπου βρίσκεται αποτυπωμένη η μορφή του Ιησού. Κάνει λόγο για τη Βερόνικα –μετέπειτα αγία της Oρθόδοξης και της Kαθολικής Eκκλησίας–, που δέχτηκε τη θαυματουργή δύναμη του Χριστού και σε αυτήν ανήκει το μαντίλι. Ο Καρτάνος είχε αναφερθεί και σε προηγούμενο κεφάλαιο (ρπ΄) στη Βερόνικα και μάλιστα είχε δεσμευτεί να μιλήσει αργότερα με περισσότερες λεπτομέρειες. Εδώ βεβαιώνει ότι ο ρωμαίος αυτοκράτορας Βολουσιανός είχε δει το άγιο μανδήλιο στην Ιερουσαλήμ και την έπεισε να την πάρει μαζί του –μαζί και το ιερό αντικείμενο– στη Ρώμη. Στο κεφάλαιο αυτό, όπως και σε πολλά σημεία του έργου, ο συγγραφέας εκφράζει την περιφρόνησή του για τους Εβραίους και την προσδοκία να τιμωρηθούν όπως τους πρέπει. Πῶς ὁ Βουλουσιανός γυρεύοντας τίποτες νά εὕρει ἀπό τοῦ Χριστοῦ ηὕρηκεν μίαν ὀνόματι Βερόνικα, ὁπού εἶχεν τό σουδάριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Κεφ. ρπη΄ Μετά ταῦτα ὁ Βολουσιανός ἄρχισε νά ἐξετάζει καί νά ἐρωτᾶ ἐάν εὑρίσκεται τίποτες πράγμα ἀπό τοῦ Χριστοῦ. Τότες ἀπολογᾶται ἕνας ὀνόματι Μάρκος καί λέγει: Ἐγώ ἠξεύρω, αὐθέντη, νά σοῦ εἰπῶ ἕνα μεγάλο θαῦμα διά τοῦτον τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Μίαν φοράν ἤτονε ἕνα μεγάλο πλῆθος καί μία γυναίκα ἀρρωστημένη πολλοῦ καιροῦ ἀπό αἷμα ὁπού τήν ἔτρεχεν ἀποκάτου, ἡ ὁποία ἐσέβη μέσα εἰς αὐτό τό πλῆθος μέ μεγάλη πίστιν καί ἐλπίδαν καί ὑπῆγε καί ἐπίασε τήν ἄκραν τοῦ ρούχου του, καί παρευθύς ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος ὁπού εἶχεν, καί ἠβλέποντας τοῦτο τό θαῦμα ἐκεῖνο τό πλῆθος ἐδιηγοῦνταν ἀλλήλως τους πώς ὁ Ἰησοῦς ἔκαμε τοιοῦτον θαῦμα. Καί ἡ γυναίκα ὑπήγαινε ἀείποτες ὀπίσω εἰς αὐτόν τόν Χριστόν ὅπουθε καί ἄν ὑπήγαινεν αὐτός και ἐδόξαζέν τον καί ἐδούλευέ τον. Καί ὅταν τόν ὑπῆραν νά τόν σταυρώσουν τούτη ἡ γυναίκα ἔκλαιγεν καί ἐφώναζεν καί ἐλυπεῖτον διά τόν θάνατόν του, καί ἔλεγε: Ὦ Κύριέ μου, ἄφες μου τίποτες σημεῖο πρίν παρά νά ἀπεθάνεις, καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός τῆς λέγει: Ἔλα σφόκισε τό πρόσω/πόν μου μέ τό μαντήλι σου. Καί αὐτή παρευθύς ἐβγάνει τό μαντήλι ἀπό τό κεφάλι της και ἐσφόγγισε τό τίμιον καί ἅγιον πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ. Καί παρευ- θύς ἐτύπωσε καί ἐσημειώθη ἡ ὁμοιότητα τοῦ προσώπου του εἰς ἐκεῖνο τό μαντήλι. Καί αὐτή ἡ γυναίκα ἠμπορεῖ νά σοῦ δείξει τήν τύπωσιν ἐκεινοῦ, ἐάν θέλει να σέ δουλέψει. Καί τότες ἔκαμεν ὁ Βολουσιανός καί ηὗραν αὐτήν τήν Βερόνικαν καί ἠφέραν την ὀμπρός του, καί ὅταν τήν εἶδε τήν ἐτίμησεν καί ἐδόξασε τήν σοφίαν της καί τήν γνῶσιν της ὡς καθώς εἶχεν ἠκούσει ἀπό πολλούς. Ἔπειτα τήν ἐπαρακάλεσε ὅτι νά τοῦ δείξει αὐτήν τήν τύπωσιν τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι- στοῦ, καί αὐτή ἤθελεν ὅτι νά τοῦ ἀρνηθεῖ. Καί ὁ Βολουσιανός τόσο πολλά τήν ἐπαρακάλεσεν, ὅτι ἔστερξε νά τοῦ τήν δείξει. Καί ἔτσι ἔκαμε καί ἐσυντροφέψαν την ἕως εἰς τό σπίτι της διά νά πάγει νά φέρει αὐτήν τήν τύπωσιν καί αὐτή τήν εἶχεν μέσα εἰς μίαν θήκην μακράν ὡς ἕναν πήχαν καί ἐπροσκύνα την καί ἐτίμα την. Καί ἔτσι τήν παίρνει καί φέρ- νει την εἰς τόν Βολουσιανόν καί αὐτός τήν ἐδέκτηκεν μέ μεγάλην τιμήν καί εὐλάβειαν καί ὑπῆραν τον τά δάκρυα ἠβλέποντάς την. Ἔπειτα γυρίζει πρός τούς Ἑβραίους καί ἀνασχυντᾶ καί ὑβρίζει τους καί λέγει τους ὅτι γένει θέλει ἐκδίκησις καταπάνω σας εἰς τό πράγμα ὁπού ἐκάμετε, ὁπού ποτέ δέν ἔγινεν εἰς τόν κόσμον ἄλλο τοιοῦτον πράγμα, νά παραδώσετε καί νά σταυρώσετε ἕναν τοιοῦτον ἄνθρωπον ἅγιον καί δίκαιον καί / καλῆς φύσεως. Καί τότες ἡτοιμάσθη ὁ Βολουσιανός καί ἐμίσεψε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ καί ὑπῆρε ὁμοῦ μετ’ αὐτόν τήν ἁγίαν τύπωσιν τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί ὑπῆρε καί αὐτήν τήν Βερόνι- καν καί ἔταξέ της νά τῆς κάμει πολλά καί μεγάλα πράγματα εἰς ὠφέλει- αν αὐτῆς καί ἔτσι ὑπῆρε και τόν Πιλάτον μέ τά σίδερα εἰς τά ποδάρια καί ἐσέβησαν εἰς τό καράβι διά νά ἔλθουν εἰς τήν Ρώμην.","σουδάριον = Το μαντήλι της Βερονίκης, 1618 ή 1622, Εθνική Γκαλερί Τέχνης, Ουάσινγκτον-ΗΠΑ[πηγή: Wikimedia Commons] ""> Domenico Fetti, Το μαντήλι της Βερονίκης, 1618 ή 1622, Εθνική Γκαλερί Τέχνης, Ουάσινγκτον-ΗΠΑ[πηγή: Wikimedia Commons] το μαντήλι με το οποίο σκεπάζεται το πρόσωπο του νεκρού· εδώ το μαντήλι με την έκτυπη μορφή του Χριστού. ἐσέβη = μπήκε, εισήλθε [σεβαίνω ή εισβαίνω] ἔστη = σταμάτησε [στέκομαι] ρύσις = ροή ἀείποτες = πάντοτε (χρον. επίρρ.) σημεῖο = σημάδι σφόκισε = σκούπισε [σφογγίζω] ἔστερξε = αποδέχτηκε, συναίνεσε [στέργω] πήχαν = πήχη, μέτρο μήκους ίσο με το μέρος του άνω άκρου από τον αγκώνα έως τον καρπό (περίπου 70 εκατοστά) [ο πήχας] ἀνασχυντᾶ = προσβάλλει, ντροπιάζει, επιπλήττει [αναισχυντώ] ἐμίσεψε = αναχώρησε, έφυγε [μισεύω] σίδερα = αλυσίδες, δεσμά ἐσέβησαν = μπήκαν",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο ρϟ΄, 336-337 [Πώς ο Νέρων ο βασιλεύς εσκοτώθη ατός του]","Στο κεφάλαιο ρϟ΄ (190) ο Καρτάνος αναφέρεται στον αυτοκράτορα Νέρωνα, δίνοντας ορισμένες πληροφορίες για τη ζωή του, καθώς και το επαίσχυντο τέλος του. Ο Νέρωνας αυτοκτόνησε για να γλιτώσει την τιμωρία και θρυλείται ότι θάφτηκε κάτω από ένα δένδρο που έκτοτε ήταν καταραμένο φόβητρο. Πῶς ὁ Νέρων ὁ βασιλεύς ἐσκοτώθη ἀτός του Κεφ. ρϟ΄ Ἐβασίλευσεν αὐτός ὁ Νέρων ὁ βασιλεύς τῶν Ρωμάνων χρόνους δεκατρεῖς, ὥσπερ ἄνθρωπος κακός καί ἄτυχος καί διώκτης τοῦ Πέτρου καί τοῦ Παύλου. Καί ἄλλους πολλούς χριστιανούς ἔκαμε καί ἀπέθαναν καί ἦτον πολλά ἐναντίος τῆς πίστεως. Καί μέσα εἰς τά πολλά κακά ἅπερ ἔκαμε, ἔκαμε καί ἀπέθανεν καί ἡ μάνα του, ἀκόμη ἔκαμε καί ἀπέθανε καί ἕνας ὀνόματι Σένεκας διδάσκαλος καί πολλούς ἀπό τό πλῆθος τῆς Ρώμης. Καί μέσα εἰς ὅλα τά κακά ἅπερ ἔκαμεν, ἀποφάσισεν ὅτι νά κάψει καί τήν Ρώμην, καί οἱ Ρωμάνοι ὅταν τό ἐγροίκησαν ἐμαζώ- χθησαν ὅλοι καί ἐσυνεβουλεύθησαν ὅτι νά τόν σκοτώσουν καί εἰς τοιοῦτον τρόπον τόν ἐδίωξαν νά τόν σκοτώσουν καί πολλοί ἀπό τούς Ρωμάνους ὑπῆραν πλῆθος ἀρματωμένων ἀνθρώπων, καί ἠβλέποντας ὁ Νέρων ὅτι δέν ἠμπορεῖ νά γλύσει ἀπό τάς χείρας τους οὐδέ ἠθέλησε κάν νά παραδοθεῖ, ἀμή ἐσκοτώθη, ἔβγαλε ὅλα του τά ἄρματα ἀπό πάνω του καί ἐπίασε τό σπαθί του καί ἐσκοτώθη ἀτός του. Καί τό κορμί του τό ἔθαψαν ἀποκάτω εἰς ἕνα μέγα δένδρον, καί εἰς αὐτό τό δένδρον ἐκατοι- κοῦσαν πολλοί δαίμονες καί ἔκαναν πολλήν ζημίαν τῶν ξένων ὁπού ἀπερνοῦσαν ἀπό ἐκεῖνο τό δένδρον καί ἔκαναν πολλούς καί ἀπεθηνί- σκαν ἀπό τόν φόβον τους, καί ἔκανάν το τοῦτο πολύν καιρόν, ἕως οὗ ὁπού ἔγινεν ἕνας πάπας ἅγιος ἄνθρωπος, καί αὐτός εἶχεν κάμει μεγά- λην δέησιν πρός Θεόν μέ μεγάλην λιτήν ὁμοῦ μέ τούς ἐπισκόπους, καί τότες ἔκαμεν καί ἔκο/ψαν αὐτό τό δένδρον. Καί ηὕρηκεν τό κορμί τοῦ Νέρωνος τοῦ βασιλέως ἐκεῖ μέσα, ὁπού τό εἶχαν πάρει οἱ διαβόλοι, καί ἔκαμε καί ἐβγάλαν το ἀπό τό δένδρον ἐκεῖνο. Καί ἐκεῖ εἰς αὐτόν τόν τόπον ἔκαμεν καί ἔκαμάν του μίαν ἐκκλησίαν, ὁπού τήν κράζουν Θεο- τόκον τοῦ λαοῦ. Καί οἱ δαίμονες ἐχάθησαν ἀπόκει. Καί εἰς τοιοῦτον τρόπον ἐτελειώθη ἡ κακίστη ζωή τοῦ τυράννου τούτου τοῦ Νέρωνος.","Ρωμάνων = Ρωμαίων ἄτυχος = πονηρός, ελεεινός, τιποτένιος (επίθ.) ἐγροίκησαν = άκουσαν [γροικώ] ἐσυνεβουλεύθησαν = συζήτησαν, συμφώνησαν [συμβουλεύομαι] γλύσει = γλιτώσει, ξεφύγει ἀτός του = ο ίδιος, μόνος του (αντων.) [εσκοτώθη ατός του: αυτοκτόνησε] ἀπεθηνί- = πέθαιναν λιτήν = λιτανεία κράζουν = ονομάζουν, αποκαλούν [κράζω]",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος "κεφάλαιο ιη΄, 385ν [Περί εξομολογήσεως]","Μετά τα κεφάλαια που αφορούν το περιεχόμενο της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ο Καρτάνος συνθέτει δεκαεννέα λόγους σχετικούς με ορισμένα ζητήματα θρησκευτικά (π.χ. ταπείνωση, ελεημοσύνη, μετάνοια, υπομονή κ.ά.). Στον δέκατο όγδοο λόγο (ιη΄) αναφέρεται στην αναγκαιότητα του μυστηρίου της εξομολόγησης. Παρακάτω παρατίθεται η αρχή του κεφαλαίου. Περί ἐξομολογήσεως Κεφ. ιη΄ Οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι θέλουν νά σώσουν τήν ψυχήν τους καί νά κλη- ρονομήσουν τήν αἰώνιον βασιλείαν, τυχαίνει ὅλοι νά προστρέχουν μετά δακρύων νά ἐξομολογοῦνται εἰς τούς πνευματικούς πατέρας αὐτῶν, ἐάν ἔναι δυνατόν καθ’ ἥν ἡμέραν, εἰ δε / κάν τό ὀλιγότερον τέσ- σαρες φορές τόν χρόνον, ἤγουν τόν καιρόν ὁπόταν ἔρχονται οἱ Σαρα- κοστές, τήν μεγάλην, τῶν Χριστουγέννων, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς Θεοτόκου τόν Αὔγουστον. Καί ὅταν ἐξομολογοῦνται νά λέγουν τάς ἁμαρτίας τους ἀδιαντρόπως καί ὄχι νά πραγματεύεται τόν πνευματι- κόν καί νά ὁμολογᾶ τήν ἁμαρτίαν καί νά αἰτιώνει ἄλλον καί ὄχι τόν ἑαυτόν του. Διότι ὁ Θεός ἔναι καρδιογνώστης και δέν λανθάνεται. Καί καλά καί γελᾶς τόν πνευματικόν σου, ἀλλά τόν Θεόν δέν τόν ἐγελᾶς, ἀμή γελᾶσαι ἀτός σου. Καί διά τοῦτο τυχαίνει ὅτι νά λέγεις τοῦ πνευ- ματικοῦ σου τήν πᾶσαν ἀλήθειαν, διότι καλά καί ἐξομολογεῖσαι εἰς ἄνθρωπον ὁπού ἔναι ὅμοιός σου, ἀλλά τοῦ Θεοῦ ἐξομολογεῖσαι καί ὁ Θεός σέ συγχωρεῖ, διότι καλά καί ὁ ἄνθρωπος σε συγχωρεῖ, ἀλλά ἔλαβε τήν ἐξουσίαν παρά Θεοῦ, ἀπό τόν Θεόν. Καί ἄκουσον τί εἶπε ὁ Χριστός τῶν Ἀποστόλων, ὁπόταν τούς ἔστελνεν νά κηρύξουν: «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας αὐτῶν ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε κεκράτηνται». Τό λοιπόν ὁ Θεός τούς ἔδωσεν τήν ἐξουσίαν ὅτι ὅσων κρατήσουν τάς ἁμαρτίας νά εἶναι καλά κρατημένες ὥσπερ νά τές ἐκράτει αὐτός ὁ Θεός, καί ὅσων συγχωρήσουν νά εἶναι συγχωρημένες ὥσπερ νά τές ἐσυγχώρει αὐτός ὁ Θεός. Καί σύρε εἰς τό εἰκοστό κεφά- λαιον τοῦ κατά Ἰωάννου νά τά εὕρεις. Καί ἐπειδή αὐτό τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τό εἶπε τῶν / Ἀποστόλων τινάς μηδέν ἀπιστεῖ, καί αὐτοί πάλιν ἔδωσαν τήν αὐτήν ἐξουσίαν εἰς ἄλλους ἀνθρώπους ἐμπείρους τῆς θείας Γραφῆς, ὄχι ἀμαθῶν ἀνθρώπων ὡς ἐμέ, ἀλλά τιμίων ἀνδρῶν καί ἐπισταμένων καλά τήν θείαν Γραφήν ἅπασαν. […]","τυχαίνει = πρέπει (απρόσ. ρ.) εἰ δε / κάν = αλλιώς ἀδιαντρόπως = χωρίς ντροπή, αναίσχυντα, ασύστολα (τροπ. επίρρ.) πραγματεύεται = διαπραγματεύεται, παζαρεύει αἰτιώνει = βρίσκει αιτία, κατηγορεί καρδιογνώστης = αυτός που γνωρίζει τα μύχια της ψυχής λανθάνεται = κάνει λάθος, σφάλλει ἀμή = αλλά (συνδ.) ἀτός σου = ο ίδιος σου, μόνος σου (αντων.) ἀφῆτε = συγχωρήστε [αφήνω/αφίημι] ἐπισταμένων = που γνωρίζουν καλά και σε βάθος [μτχ. του ρ. επίσταμαι]",,Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη,Καρτάνος Ιωαννίκιος Abstract,"Πεζό κείμενο που εκδόθηκε το 1646 στη Βενετία και αποτελεί μετάφραση του έργου Le sottilissime astuzie di Bertoldo του Giulio Cesare dalla Croce. Το έργο, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Μπερτόλδος, ένας πονηρός χωρικός, είναι σατιρικό με χιουμοριστικά στοιχεία και λαϊκή θυμοσοφία. Υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές ανάγνωσμα μέχρι και τον 19ο αιώνα.",,,Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου,Ανώνυμος Γνωριμία με τον Μπερτόλδο,"Στο απόσπασμα, αρχικά, γίνεται η περιγραφή του Μπερτόλδου, ακολουθεί η είσοδός του στη βασιλική αυλή και η ξεκαρδιστική στιχομυθία του με τον βασιλιά Αλμποΐνο. Ὀμορφάδες τοῦ Μπερτόλδου Ὁ Μισέρ Μπερτόλδος ἦτον τέτοιος, μικροπρόσωπος, χοντροκέφαλος, ὁλοστρόγγυλος σάν φούσκα, τό μέτωπόν του ζαρωμένον, τά μάτια του κόκκινα σάν φωτία, τά φρύδια του μα- κρά καί ἄγρια σάν γουρουνότριχες, τά αὐτιά του γαϊδουρινά, με- γαλόστομος, στραβόστομος, μέ τά χείλη κρεμασμένα κάτω σάν τοῦ ἀλόγου, τά γένεια του συχνά καί πολλά ἀποκάτω εἰς τό πη- γούνι του, καί ἔπεφταν σάν ἐκεῖνα τοῦ τράγου· ἡ μύτη του στρα- βή καί ἀσηκωμένη ἀπάνω μέ τές τρύπες τῆς μύτης πλατεῖες, τά δόντια του ὄξω σάν τῶν καπρίων μέ τρία ἤ τέσσαρα χοντρά ἀπο- κάτω εἰς τόν λαιμόν, τά ὁποῖα ὁπόταν ἐμίλουνε, ἐφαινόντησαν σάν τόσα τσουκάλια ὁπού νά ἔβραζαν. Εἶχε τά ποδάρια του τρα- γίτικα, μακρά καί πλατέα σάν τοῦ σατύρου καί ὅλον του τό κορ- μίον μαλλιαρόν· τά καλτσούνια του ἦτον ἀπό χοντρόν μπαπά- κιον, ὅλα μπαλωμένα· τά παπούτσια του ὑψηλά καί στολισμένα μέ χοντρά κομμάτια. Εἰς κοντολογίαν ἐτοῦτος ἦτον ὅλως διόλου τό ἐνάντιον τοῦ Ναρκίσσου. Ἀποκοτία τοῦ Μπερτόλδου Ἀπέρασε τό λοιπόν ὁ μισέρ Μπερτόλδος ἀπό τήν μέσην ὅλων ἐκείνων τῶν αὐθεντάδων καί μπαρόνων, ὁπού ἦταν ἔμπροσθεν τοῦ Βασιλέως, χωρίς νά ἐβγάλει τό καπέλλο του καί νά προσκυνήσει τίποτες, ἀλλά ἐπῆγεν πάραυτα καί ἐκάθησεν σι- μά εἰς τόν Βασιλέα. Ὁ ὁποῖος Βασιλεύς, ὄντας φύσεως φι- λανθρώπου, καί εὐφραίνοτουν ἀπό τά μετωρίσματα, ἐλόγιασεν ὅτι αὐτίνος νά ἦτον κανενός διεστραμένου χυμοῦ καί πεπλανη- μένης γνώμης, ἐπειδή καί ἡ φύσις ἔχει συνήθειαν πολλές βολές νά χύνει κάποια χαρίσματα, ὁπού κοινῶς δέν τά δίδει τοῦ καθε- νός. Ὅθεν χωρίς νά μεταλλάξει τίποτες, ἄρχισεν ἔτσι γλυκά καί ὄμορφα νά τόν ἐρωτᾶ λέγοντάς του: Διάλεξις ἀνάμεσα τοῦ Βασιλέως καί Μπερτόλδου Προλογίζει ὁ Βασιλεύς Βασιλεύς Ποῖος εἶσαι ἐσύ, πότε ἐγεννήθης καί ἀπό τί τόπον εἶσαι; Μπερτόλδος Ἐγώ εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος, ἐγεννήθηκα ὅταν μέ ἔκαμεν ἡ μάνα μου καί ὁ τόπος μου εἶναι εἰς τοῦτον τόν κόσμον. Βασιλεύς Ποῖοι εἶναι ἀναβαίνοντες, ἤγουν οἱ πρόγονοί σου καί οἱ καταβαίνοντες ἀπό ἐσέναν, ἤγουν οἱ ἐκγόνοι σου; Μπερτόλδος Τά φασούλια, τά ὁποῖα ὁπόταν βράζουσι εἰς τήν στίαν, ἀναβαίνουν καί καταβαίνουν ἀπάνω καί κάτω πί τό τσουκάλιον. Βασιλεύς Ἔχεις ἐσύ πατέρα, μάνα, ἀδελφούς καί ἀδελφάς; Μπερτόλδος Ἔχω πατέρα, μάνα, ἀδελφούς καί ἀδελφάς, ἀμή ἀπεθά- νασιν ὅλοι. Βασιλεύς Πῶς λοιπόν τούς ἔχεις ἐσύ, ἀνίσως καί ὅλοι ἀπεθάνανε; Μπερτόλδος Ὁπόταν ἐγώ ἐμίσευσα ἀπό τό σπίτιον, τούς ἄφησα ὅλους ὁπού ἐκοιμώντησαν καί διά τοῦτο λέγω σου πώς ὅλοι ἀπέ- θαναν: διατί ἀπό ἕναν ὁπού κοιμᾶται σέ ἕναν ὁπού ἀπέθανεν ἐγώ κάνω ὀλίγην διαφοράν, ἐπειδή καί ὁ ὕπνος κράζεται ἀδελφός τοῦ θανάτου. Βασιλεύς Ποῖον εἶναι τό ὀγληγορότερον πράγμα; Μπερτόλδος Ὁ νοῦς. Βασιλεύς Ποῖον εἶναι τό καλύτερον κρασίον ὁπού νά εἶναι; Μπερτόλδος Ἐκεῖνο ὁπού πίνεται εἰς τό σπίτιον τοῦ ἄλλου. Βασιλεύς Ποία εἶναι ἐκείνη ἡ θάλασσα ὁπού δέν χορταίνει ποτέ; Μπερτόλδος Ἡ ἀχορτασία τοῦ ἀκριβοῦ καί φιλαργύρου ἀνθρώπου. Βασιλεύς Ποῖον εἶναι τό ἀσχημότερον πράγμα σέ ἕναν νέον; Μπερτόλδος Ἡ ἀνυποταγή καί παρακοή. Βασιλεύς Ποῖον εἶναι τό ἀσχημότερον πράγμα σέ ἕναν γέροντα; Μπερτόλδος Ἡ πορνεία. Βασιλεύς Ποῖον εἶναι τό ἀσχημότερον πράγμα σέ ἕναν πραγματευτήν; Μπερτόλδος Τό ψεῦμα. Βασιλεύς Ποία εἶναι ἐκείνη ἡ γάτα, ἡ ὁποία ἀπό μπροσθά σέ γλύφει καί ἀπό πίσω σέ γρατζουνίζει; Μπερτόλδος Ἡ πουτάνα καί πόρνη. Βασιλεύς Ποία εἶναι ἡ μεγαλύτερη φωτία ὁπού νά εἶναι εἰς τό σπίτιον; Μπερτόλδος Ἡ κακή γυναίκα καί ἡ κακή γλώσσα τῶν δουλευτάδων. Βασιλεύς Ποῖαι εἶναι αἱ ἀσθένειαι ἀνιάτρευται; Μπερτόλδος Ἡ ζουρλάδα, ὁ καρκίνος καί τά χρέη. Βασιλεύς Ποῖον εἶναι ἐκεῖνον τό παιδίον ὁπού καίει τήν γλώσσαν τῆς μάνας του; Μπερτόλδος Τό φυτίλιον τοῦ λύχνου. Βασιλεύς Πῶς ἤθελες κάμει νά μοῦ φέρεις νερόν σέ ἕνα κόσκινον καί νά μήν τό χύσεις; Μπερτόλδος Ἤθελα ἀκαρταρέσει τόν καιρόν τοῦ πάγους καί τότε σοῦ τό ἤθελα φέρει. Βασιλεύς Ποῖα εἶναι ἐκεῖνα τά πράγματα, τά ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι γυ- ρεύουσιν, ἀμή δέν ἤθελαν νά τά εὕρουσιν; Μπερτόλδος Τές ψεῖρες εἰς τό ποκάμισον, τές χαλασμένες φτέρνες καί τό χεζουριόν τό ἄσχημον. Βασιλεύς Πῶς ἤθελες κάμει νά πιάσεις ἕναν λαγόν χωρίς νά τρέξεις; Μπερτόλδος Ἀκαρτέρουνα νά ἦτον βρασμένος, ἀπέκει τόν ἔπιανα. Βασιλεύς Ἐσύ ἕνα καλόν μυαλόν ἔχεις, ἀνίσως καί ἐφαινότουν. Μπερτόλδος Καί ἐσύ ἤθελες εἶσαι ἕνας καλός χυμός, ἄν δέν ἔτρωγες. Βασιλεύς Ἔλα γύρευσέ μου ἐκεῖνο ὁπού θέλεις, ὅτι ἐγώ εἶμαι ἐδῶ πρόθυμος νά σοῦ δώσω ἐκεῖνο ὁπού μοῦ ζητήξεις. Μπερτόλδος Ὅποιος δέν ἔχει ἀπό ἐδικόν του, δέν ἠμπορεί νά δώσει τῶν ἀλλονῶν. Βασιλεύς Διατί δέν ἠμπορῶ νά σοῦ δώσω ἐγώ ὅλο ἐκεῖνο ὁπού ἐσύ ἐπιθυμᾶς; Μπερτόλδος Ἐγώ ὑπάγω γυρεύοντας εὐτυχίαν, τήν ὁποίαν ἐσύ δέν τήν ἔχεις, καί διά τοῦτο δέν ἠμπορεῖς νά μοῦ τήν ἐδώσεις. Βασιλεύς Τό λοιπόν δέν εἶμαι ἐγώ εὐτυχής, καθούμενος ἀπάνω εἰς τοῦτον τόν θρόνον, σάν ἐγώ κάνω; Μπερτόλδος Ἐκεῖνος ὁπού κάθεται σέ ὑψηλότερον θρονίον κινδυ- νεύει νά πέσει κάτω καί νά ξεκουμπιστεῖ. Βασιλεύς Ἴδες πόσοι αὐθεντάδες καί μπαροῦνοι κάθονται ὁλοτρογυ- ρά μου, διά νά μοῦ ὑπακούσουν καί νά μέ τιμήσουν. Μπερτόλδος Ἀκόμη καί τά μεγάλα μυρμήγκια στέκονται ὁλόγυρα τῆς ἀγριαπιδίας καί ροκανίζουσιν τήν φλούδαν της. Βασιλεύς Ἐγώ λάμπω σέ τούτην τήν αὐλήν καθολικά, σάν λάμπει ὁ ἤλιος ἀνάμεσα τῶν μικρῶν ἀστέρων. Μπερτόλδος Ἐσύ λέγεις τήν ἀλήθειαν, ἀμή ἐγώ βλέπω πολλά σκο- τεινά ἄστρα ἀπό τήν κολακείαν. Βασιλεύς Ἔλα, θέλεις νά γένεις ἄνθρωπος τῆς Αὐλῆς; Μπερτόλδος Ὁ ἐλεύθερος δέν γυρεύει νά γίνει δεμένος. Βασιλεύς Τί τό λοιπόν σέ ἐπαρεκίνησε νά ’λθεις ἐδῶ; Μπερτόλδος Τό νά πιστεύω ὅτι ἕνας βασιλεύς εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, δέκα ἤ δώδεκα ποδάρια, καί ὅτι αὐτός νά ὑπερβαίνει τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καθώς τά καμπαναρία ὑπερβαίνουν τά σπίτια· ὅμως ἐγώ βλέπω πώς ἐσύ εἶσαι ἕνας ἄνθρωπος ὀρδινάριος, σάν εἶναι καί οἱ ἄλλοι, ἄν καλά καί εἶσαι βασιλεύς. Βασιλεύς Εἶμαι καλά ὀρδινάριος ἄνθρωπος σάν τούς ἄλλους ὅσον εἰς τό σχῆμα, ἀμή ὅσον εἰς τήν δύναμιν καί πλοῦτον ὑπερβαίνω τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὄχι μόνον δέκα ποδάρια, ἀλλ’ ἑκατόν καί χίλια μπράτσα. Ὅμως τίς σέ διδασκαλεύει νά κάμνεις τοιού- τας διαλέξεις; Μπερτόλδος Ὁ γάιδαρος τοῦ φαττόρου σου, ἤγουν ἐκείνου ὁπού σοῦ κάμνει τά θελήματα. Βασιλεύς Τί ἔχει νά κάμει ὁ γάιδαρος τοῦ φαττόρου μου μέ τήν μεγαλοσύνην τῆς Αὐλῆς μου; Μπερτόλδος Πρίν νά εἶσαι ἐσύ, ἀκόμη καί ἡ Αὐλή σου, ὁ γάιδαρος εἶχεν γκαρίξει τέσσερες χιλιάδες χρόνους πρωτύτερα. Βασιλεύς Ἄχ, ἄχ, ἄχ, ὤ ναί, καί τοῦτο εἶναι νά γελάσει τινάς! Μπερτόλδος Τό γέλασμα πάντας περισσεύει εἰς τά στόματα τῶν λωλῶν. Βασιλεύς Ἐσύ εἶσαι ἕνας πονηρός χωριάτης. Μπερτόλδος Ἡ φύσις μου εἶναι τέτοιας λογῆς. Βασιλεύς Ἔλα, ἐγώ σέ προστάσσω ὅτι εὐθύς, εὐθύς νά μισεύσεις ἀπό μπροσθά μου· ἀλλέως τρόπου ἐγώ κάνω καί μισεύγεις ἀπ’ ἐδῶ μέ ζημίαν σου καί ἐντροπήν σου. Μπερτόλδος Ἐγώ μισεύγω, ὅμως ἤξευρες πώς οἱ μύγες ἔχουσι τοιαύ- την φύσιν, ὅτι ἀγκαλά καί διωχθοῦσιν, γυρίζουσιν πάλιν: διά το ὁποῖον, ἀνίσως καί κάμεις νά μέ διώξουσιν, ἐγώ γυρίζω πάλιν νά σέ πειράξω. Βασιλεύς Τώρα σύρε· καί ἄν ἐσύ δέν γυρίσεις σέ ἐμέναν σάν κάνουν οἱ μύγες, ἐγώ κάνω καί σέ κουτσοκεφαλίζουν.","Μισέρ = κύριος, άρχοντας καπρίων = αγριογούρουνων [το καπρίν] Εἰς κοντολογίαν = με λίγα λόγια, κοντολογίς Ἀποκοτία = τόλμη, θάρρος [η αποκοτιά] μπαρόνων = βαρόνων, αρχόντων [ο μπαρόνος] πάραυτα = αμέσως, ευθύς (επίρρ.) μετωρίσματα = τα αστεία, πειράγματα [το μετεώρισμα] ἐλόγιασεν = σκέφτηκε, θεώρησε [λογιάζω] χυμοῦ = ιδιοσυγκρασίας, κακής διάθεσης βολές = φορές Ὅθεν = γι’ αυτόν τον λόγο ἤγουν = δηλαδή εἰς τήν στίαν = στη φωτιά [εστία ή στια] ἀμή = αλλά, όμως (αντιθ. σύνδ.) ἀνίσως καί = αν και, μολονότι ἐμίσευσα = έφυγα, αναχώρησα [μισεύω] κράζεται = ονομάζεται, αποκαλείται πραγματευτήν = έμπορο [ο πραγματευτής] ἤθελες εἶσαι = θα ήσουν (θέλω + απρμφ. για δυνητική χρήση) χυμός = χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία ὅτι = επειδή, γιατί (αιτιολ. σύνδ.) καθολικά = εντελώς, ολοκληρωτικά (επίρρ.) ὀρδινάριος = συνηθισμένος, κοινός (επίθ.) τίς = ποιος (ερωτ. αντων) τοῦ φαττόρου = του διαχειριστή της αγροτικής περιουσίας λωλῶν = τρελών, ανόητων [επίθ. λωλός] μισεύσεις = φύγεις ἀγκαλά = αν και, μολονότι (σύνδ. συνήθ. με το και πριν και μετά) ἀνίσως καί = ακόμη και αν (εναντ. σύνδ.) κουτσοκεφαλίζουν = αποκεφαλίζουν [κουτσοκεφαλίζω]",,Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου,Ανώνυμος Ένα από τα κόλπα του Μπερτόλδου,"Ο Μπερτόλδος καταφέρνει με τα καμώματά του να δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση στο βασιλικό περιβάλλον, δημιουργώντας έχθρες με τη βασίλισσα, τις κυρίες της αυλής αλλά και τον βασιλιά, με τον οποίο αποκαθιστά τις σχέσεις του σχετικά γρήγορα. Κατορθώνει να μαζέψει πολλές ποινές, από τις οποίες πάντα απεμπλέκεται με μαεστρία. Ακολουθεί ένα ευτράπελο περιστατικό με το οποίο ο Μπερτόλδος κερδίζει την εύνοια του βασιλιά. Πανουργία τοῦ Μπερτόλδου διά νά φανισθεῖ ὀμπροσθά εἰς τόν Βασιλέα κατά τόν ἄνωθεν τρόπον Τήν ἐρχομένην ἡμέραν ὁ Μπερτόλδος ἔκαμε νά τοῦ κάμει ἡ μάνα του μίαν κουλούραν ἀπό σεῦκλα καλά μέ τό βούτυρον καί μέ τό τυρί καί πολλήν τυροκουλούραν. Ὕστερα ἔπιασεν ἕνα κό- σκινον καί τό ἔβαλεν ὀμπροσθά του καί ἔτσι μέ ἐκεῖνον καί με τήν κουλούραν ἐγύρισεν εἰς τόν Βασιλέα, ὁ ὁποῖος βλέποντάς τον νά φανισθεῖ εἰς τέτοιας λογῆς γελώντας λέγει: Βασιλεύς Τί σημαδεύει αὐτό τό κόσκινον, ὁπού τό ἔχεις ὀμπροσθά εἰς τά μάτια σου; Μπερτόλδος Δέν μέ ἐπρόσταξες ἀτός σου, ὅτι νά γυρίσω σέ σέναν τοιουτοτρόπως, ὅτι νά μέ βλέπεις καί νά μήν μέ βλέπεις; Βασιλεύς Ναί, σέ ἐπρόσταξα. Μπερτόλδος Νά με τό λοιπόν μέσα ἀπό τές τρύπες ἐτούτου τοῦ κό- σκινου, ὅπου ἐσύ ἠμπορεῖς νά μέ ἰδεῖς καί δέν ἠμπορεῖς νά μέ ἰδεῖς. Βασιλεύς Ἐσύ εἶσαι ἐπιτήδειος ἄνθρωπος· ἀμή ποῦ εἶναι ὁ κῆπος, ὁ σταῦλος, καί ὁ μύλος, ὁπού σοῦ εἶπα νά φέρεις; Μπερτόλδος Νά ἐδῶ, ἐτούτη ἡ κουλούρα, εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκονται χυμένα καί τά τρία πράγματα, ἤγουν σεῦκλα, ὁπού δείχνει τόν κῆπον, τό τυρί, τό βούτυρον καί ἡ τυροκουλούρα, ὁπού σημα- δεύει τόν σταῦλον, καί τό ἀλεύριον, ὁπού ἄλλον δέν σημαδεύει παρά τόν μύλον. Βασιλεύς Ἐγώ δέν εἶδα ποτέ μου, μήτε ἔπραξα τόν πλέον ζωντανόν νοῦν ἀπό τόν ἐδικόν σου· διά τοῦτο δουλεύουσουν ἀπό τήν Αὐ- λήν μου σέ κάθε σου χρείαν.","κουλούραν = είδος ψωμιού σεῦκλα = κοκκινογούλια [το σεύκλον] ὀμπροσθά = μπροστά (επίρρ.) ἀτός σου = εσύ ο ίδιος [αντων. ατός, ενίοτε με τους τύπους μου, σου, του για έμφαση] τοιουτοτρόπως = έτσι, με αυτόν τον τρόπο (επίρρ.) ἐπιτήδειος = επιδέξιος, γνώστης, έμπειρος (επίθ.) ἀμή = αλλά, όμως (αντιθ. σύνδ.) ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) δουλεύουσουν = σε υπηρετούσε (ενν. η αυτοκρατορική αυλή) χρείαν = ανάγκη [η χρεία]",,Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου,Ανώνυμος Ο θάνατος του Μπερτόλδου,"Ο Μπερτόλδος πρωταγωνιστεί σε πολλές παρεξηγήσεις και πειράγματα που τον βάζουν σε μπελάδες. Αντιμετωπίζει ποινές από τις οποίες γλιτώνει την τελευταία στιγμή, χάρη στην πονηριά του, και καταφέρνει να κάνει τη βασίλισσα εχθρό του. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος καταφέρνει να κερδίσει το βασιλικό ζεύγος. Δυστυχώς, όμως, οι συνήθειες της αυλής κάνουν κακό στην υγεία του, γεγονός που επιφέρει πολύ δυσάρεστες εξελίξεις. Θάνατος τοῦ Μπερτόλδου καί θάψιμόν του Οἱ ἰατροί μήν ἐγνωρίζοντες τήν κράσιν του, ἔκανάν του τά γιατρικά ὁπού κάνουν τῶν ἀρχόντων καί καβαλιέρων τῆς Αὐ- λῆς. Ἀμή ἐκεῖνος, ὁπού ἐγνώριζεν τήν φύσιν του, ἐρώτησέν τους νά τοῦ φέρουν ἕνα τσουκάλι φασούλια μέ τό κρεμύδιον και ράβες ψημένες ἀποκάτω εἰς τήν στάχτην, διατί ἐκεῖνος ἤξευρεν πώς μέ τοιαῦτα φαγητά ἐγιατρευότουν. Ἀμή οἱ ἄνωθεν ἰατροί δέν ἠθέλησαν ποτέ νά τόν εὐχαριστήσουν. Ἔτσι ἐτελείωσε τήν ζωήν του μέ τούτην τήν θέλησιν, ἐκεῖνος ὁπού ἐστάθη ἄλλος ἕνας Αἴσωπος σιμά εἰς ὅλους, ὄντας ἕνα ὁράκολον, καί τον ἔκλαυσεν ὅλη ἡ Αὐλή καί ὁ Βασιλεύς ἔκαμε καί τόν ἔθαψαν μέ μεγάλην τιμήν· καί ἐκεῖνοι οἱ ἰατροί ἐμετενόησαν πώς δέν τοῦ ἔδωσαν εἰς τό ὕστερον ὅ,τι καί ἄν τούς ἐγύρευσε, καί ἐγνώρισαν πώς ἐκεῖνος ἀπέθανεν διά νά μήν τόν εὐχαριστήσουν ἐκεῖνοι. Καί ὁ Βασιλεύς, διά αἰωνίαν μνήμην ἐτούτου τοῦ μεγάλου ἀνθρώπου, ἔκαμε νά γλύψουν εἰς τό μνῆμα του μέ χρυσά γράμ- ματα τά ἀκόλουθα ἔπη, εἰς εἶδος ἐπιταφίου, κάνοντας νά ἐνδύ- σουν ὅλην τήν Αὐλήν του μαῦρα, σάν νά εἶχεν ἀποθάνει ὁ πρῶ- τος ἐκείνης.","τήν κράσιν = την ιδιοσυγκρασία, τον χαρακτήρα [η κράσις] καβαλιέρων = ιπποτών, ακόλουθων ιππέων [ο καβαλιέρος] Ἀμή = αλλά, όμως (σύνδ.) σιμά = κοντά (επίρρ.) ὁράκολον = εδώ μεταφ. προκ. για αυθεντία, άνθρωπο με μεγάλη σοφία και κύρος [το οράκολον: χρησμός (κυριολ.)] εἰς τό ὕστερον = στο τέλος ἐγνώρισαν = αναγνώρισαν, παραδέχτηκαν νά γλύψουν = να λαξεύσουν, να σκαλίσουν [γλύφω] ἔπη = λόγια",,Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου,Ανώνυμος Abstract,"Ένα από τα τρία σωζόμενα θεατρικά έργα του Γεώργιου Χορτάτση (τέλος 16ου αιώνα). Πρόκειται για έμμετρο πεντάπρακτο ποιμενικό δράμα που διαδραματίζεται στο κρητικό βουνό Ψηλορείτης (Ίδα), όπου δύο ερωτευμένοι βοσκοί μάταια προσπαθούν να πείσουν τις αγαπημένες τους να τους προσέξουν. Τη λύση δίνει η μεσολάβηση της θεάς Αφροδίτης και το έργο τελειώνει με τη χαρά των διπλών γάμων.",,,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Η αφιέρωση του έργου στον Μαρκαντώνιο Βιάρο,"Ο ποιητής αφιερώνει το έργο του στον χανιώτη ευγενή άρχοντα Μαρκαντώνιο Βιάρο. Όλη η αφιέρωση αποτελεί μια αποστροφή του ποιητή προς την κεντρική του ηρωίδα Πανώρια, το όνομα της οποίας χρησιμοποιείται μετωνυμικά για να δηλώσει και το ίδιο το ποιμενικό δράμα. Στην αφιέρωση περιλαμβάνεται το απαραίτητο, σ’ αυτά τα κείμενα, εγκώμιο του προσώπου στο οποίο προσφέρεται το έργο. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η αφιέρωση, που περιλαμβάνεται στο ένα μόνο από τα τρία σωζόμενα χειρόγραφα του έργου, παρέχει τις πολυτιμότατες πληροφορίες ότι το έργο γράφτηκε από τον Γεώργιο Χορτάτση και ότι ο αυθεντικός τίτλος του είναι Πανώρια και όχι Γύπαρις, όπως πιστευόταν, πριν ανακαλυφθεί το χειρόγραφο αυτό του 1673. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΚΛΑΜΠΡΟΤΑΤΟΝ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΕΣΤΑΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΙΟ ΒΙΑΡΟ ΕΙΣ ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΑΦΙΕΡΩΣΗ Πανώρια, θυγατέρα μου, στην Ίδα γεννημένη, με πόθον εκ τον κύρη σου κι έγνοια αναθρεμμένη, εις τα βουνά δεν πρέπει πλιο κι εις δάση να γυρίζεις, να μη θωρείς τσι λυγερές, τσι νιους να μη γνωρίζεις, να μη δουλεύγεις κορασιώ, να μη τζι συντροφιάζεις κι εις το μπορείς κιαμιά φορά να τσι περιδιαβάζεις. Έβγα λοιπό εκ τα δάσητα και απού τις αγριγιάδες, απού τσι κάψες μίσεψε, λείψε απού τσι κρυγιάδες και πήγαινε σπουδακτική ’ς μια χώρα τιμημένη, τση Κρήτης ομορφύτερη, του κόσμου ζηλεμένη. Κυδώνια τήνε κράζουσι κι οι χώρες την τιμούσι οι άλλες όλες του νησιού κι ως θεά την προσκυνούσι για τσι πολλές τση χάριτες, μα πλια, γιατί σ’ εκείνη η φρονιμάδα κατοικά και στέκ’ η καλοσύνη. Κι εκεί σαν έμπεις, ρώτηξε, όποιος κι α σ’ απαντήξει, τ’ αφέντη μας του βγενικού το σπίτι να σου δείξει, τ’ αφέντη Μαρκαντώνιο Βιάρο του τιμημένου, τ’ αρχοντικού, του φρόνιμου, τ’ άξου και παινεμένου, απ’ εγεννήσαν οι θεές και οι Χάρες αναθρέψα κι οι Μούζες τόσες αρετές καλές του δασκαλέψα· και καθαμιά του χάρισε την εδική τζη χάρη τόσες τιμές αθάνατες για να μπορεί να πάρει. Κι ως τόνε δεις, γονάτισε να τόνε προσκυνήσεις και ταπεινά τα πόδια του κάμε να του φιλήσεις. Και μη χαθείς στοχάζοντας τέτοιας λογής μεγάλο αφέντη, αξιότατο παρά κιανέναν άλλο, γιατί όσην έχει μπόρεση τόσ’ έχει καλοσύνη· τη δύναμη βαστά σμικτά με την ταπεινοσύνη. Μηδέ ντραπείς να δηγηθείς πώς λέσι τ’ όνομά σου κι εισέ ποιον τόπον ήτονε πρώτας η κατοικιά σου· και πως επήγες δούλη του πεμπάμενη από μένα ’ς τσι χάρες λίγη αντίμεψη απ’ έχω γνωρισμένα απού το σπλάχνος το πολύ κι άμετρη καλοσύνη της αφεντιάς του τσ’ άξιας εις τη φοράν εκείνη απού ’τον εις το Ρέθυμνος· μα κάμε τ’ όνομά μου Τζώρτζη να πεις πως λέσινε, Χορτάτση τη γενιά μου· κι η αφεντιά του, τάσσω σου, τούτο ωσά γροικήσει, σα να ’σουν ίδιο ντου παιδί θέλει σε κανακίσει και σπλαχνικά σού θέλει πει: «Καλώς την κορασίδα· το πρόσωπό σου τ’ όμορφο έχω χαρά πως είδα». Και φορεσιές να κάμουσι όμορφες θέλ’ ορίσει ξαργισιμιές και το κορμί όλο να σου στολίσει, τα ρούχα τα χωριάτικα και τη στολή να ρίξει και τότες ομορφύτερη του κόσμου να σε δείξει. Άμε λοιπό, Πανώρια μου, μη στέκεις, μη φοβάσαι στη δούλεψη τ’ αφέντη μας του Βιάρο πάντα να ’σαι· κι εισέ λιγούτσικο καιρό γδέχου την αδερφή σου νά’ ρθει να σ’ εύρει, συντροφιά να ’ναι με το κορμί σου. Και μη βαραίνεις εις εμέ, γιατί βασιλιοπούλα εκείνην έκαμα κι εσέ στην Ίδα βοσκοπούλα. Σώνει σε να ’σαι μετ’ αυτή πάντα συντροφιασμένη κι εις έναν τόπο σαν κι αυτή καλά ’ποκρατημένη· κι εσύ χαρά στο τέλος σου να ’χεις κι εκείνη βάρος· εσέ γυναίκα ο Γύπαρης κι αυτή να πάρει ο Χάρος. Κάλλιά ’ν[αι] μια φτωχή ζωή στον κόσμο αναπαημένη Παρά μια πλούσια με καημούς και πάθη βαρεμένη. Τέλος τση Ντεντικατόριας","πλιο = πλέον θωρείς = βλέπεις περιδιαβάζεις = διασκεδάζεις (μτβ.) μίσεψε, = φύγε σπουδακτική = βιαστική κράζουσι = ονομάζουν φρονιμάδα = σύνεση στοχάζοντας = βλέποντας, αντικρίζοντας πεμπάμενη = σταλμένη αντίμεψη = ανταμοιβή σπλάχνος = συμπάθεια ξαργισιμιές = που γίνονται επίτηδες, για συγκεκριμένο σκοπό μη βαραίνεις = μη δυσανασχετείς, μην έχεις παράπονο Σώνει σε = σε φτάνει, σου αρκεί ’ποκρατημένη = να μένεις σταθερά κάπου [μτχ. αποκρατημένος] Ντεντικατόριας = αφιέρωσης",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Από τον πρόλογο της θεάς της Χαράς (1-76),"Η αλληγορική μορφή της θεάς της Χαράς εκφωνεί τον πρώτο σωζόμενο πρόλογο του έργου, απευθυνόμενη στους «τιμημένους άρχοντες» του κοινού, στο οποίο αυτοπαρουσιάζεται. Έχει την εμφάνιση βοσκοπούλας και τοποθετεί τους θεατές από την αρχή στη θεατρική ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται στο όρος Ίδη (τον Ψηλορείτη), την ποιμενική ουτοπία της κρητικής λογοτεχνίας. Ανατρέχει με νοσταλγία στη χρυσή εποχή, όπου οι άνθρωποι ήταν αγαπημένοι μεταξύ τους και δεν είχε εισχωρήσει στις σχέσεις τους η αγάπη για το χρήμα, που προκαλεί πολέμους και δυστυχίες. Γι’ αυτό η ίδια αποφάσισε πια να αφήσει τις πόλεις και να ανέβει να ζήσει πάνω στο βουνό, δίπλα σε χαρούμενους βοσκούς και βοσκοπούλες. Μετά το παρόν απόσπασμα, συνεχίζει περιγράφοντας την ειδυλλιακή ζωή της υπαίθρου, όπου οι άνθρωποι ακόμη «τσ’ αρετές τσι παλαιές κρατούσι», και παρουσιάζει πολύ αδρά την υπόθεση του έργου: πρόκειται για τους έρωτες δύο νεαρών βοσκών που θα παντρευτούν τις αγαπημένες τους πριν να βραδιάσει. Πριν φύγει από τη σκηνή, παρουσιάζει τον Γύπαρη, ο οποίος εντωμεταξύ εισέρχεται στον σκηνικό χώρο. ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΚΑΜΝΕΙ Η ΘΕΑ ΤΣΗ ΧΑΡΑΣ Μην το ’χετε παράξενο, άρχοντες τιμημένοι, ανέν και τώρα βρίσκεστε ξάφνου πρεμαζωμένοι ’ς τούτα τα δάση σήμερο, γιατί δική μου χάρη σας ήφερε χαρά πολλή πασένας σας να πάρει. Μα, φαίνεταί μου, βλέπω σας κι όλοι σας καρτερείτε περίσσα πεθυμητικοί εμέ ν’ αφουκραστείτε. Και το πρεπό ’ναι να σας πω και να σας φανερώσω ποιαν όμορφη ξεφάντωση θέλω να σάσε δώσω. Θεά ’μαι μπορεζάμενη, καλά κι η φορεσά μου και το δοξάρι οπού βαστώ κι οπίσω τα μαλλιά μου να ’ν’ σκορπιστά ’ς τσι νώμους μου και όσοι με συντηρούσι για βοσκοπούλα κάνουσι τσ’ Ίδας να με κρατούσι. Κι εδόθη μ’ ολομόναχη τον κόσμο να γεμίζω χαρές και περιδιάβασες κι απ’ όλους να ξορίζω τα πάθη και τα βάσανα και τσ’ έγνοιες τσι μεγάλες κι όλα τα βάρη τση καρδιάς κι όλες τσι πρίκες τσ’ άλλες. Κι ήμουνε τον αλλοτινό καιρό συνηθισμένη σε τόπους βγενικότατους να ’μαι κατοικημένη. Γιαύτος τσι χώρες έπρασσα κι εσυντηρούσα μ’ όλοι σε γάμους, σε ξεφάντωσες καματερή και σκόλη. Κι ουδ’ ένα απ’ αύτους άφηνα να στέκει πρικαμένος, μα πάντα του χαιράμενος και καλοκαρδισμένος. Γιατ’ εσπουδάζαν όλοι τως να ’χουσι πάσα μέρα χιλιώ λογιώ ξεφάντωσες στη νιότη κι εις τα γέρα. Κι ως είχαν αγαθά πολλά, με σπλαχνοσύνη πλήσα πάσα καιρό αλλήλως τως σ’ άμετρη αγάπην ήσα. Σαν και τον ουρανό τη γη κοινή ’χ’ ανάμεσά τως, κοινά ’σανε τά σπέρνασι, κοινά τα πωρικά τως. Δεν εγνωρίζα διαφορές, σύγχυσες κι αταξάδες, μα ’σανε δίχως ατυχιές και δίχως πελελάδες· γέροντες δίχως πονηριά και δίχως κακοσύνη. Ω! καλορίζικοι καιροί αλλότες που ’σα εκείνοι! Μ’ απήτις, δεν κατέχω πώς, γνώμην αλλάξαν ούλοι κι εμείνασι του χρυσαφιού και τση πλουσότης δούλοι και βαρεμένους λογισμούς κι έγνοιες επροκαλέσα με χίλια πάθη και καημούς στο λογισμό ντως μέσα, πάσα κιανείς για λόγου του ξεχωριστά κοπιώντας, φυλάσσοντας το πράμα ντου και των αλλών αρπώντας και κλάηματα και διαφορές, πολέμοι και θανάτοι κι άλλες περίσσες ατυχιές πάντά ’σανε γεμάτοι, τσι χώρες τως εβάλθηκα σαν το ’καμα ν’ αφήσω κι εισέ βουνιά και δάσητα να ’ρθω να κατοικήσω, μακρά ’πό κτύπους και φωνές κι από ζηλειές περίσσες κι απ’ άλλες μεγαλύτερες βασανισμένες κρίσες. Και με περίσσα ευγενικούς βοσκούς γυρίζ’ ομάδι πασίχαρους κρατώντα τσι από ταχύ ως βράδι. Κι ώρες σε γάμους βρίσκομαι κι ώρες ’ς κυνήγια πηαίνω κι ώρες σε σπήλια δροσερά με βοσκοπούλες μπαίνω κι ώρες εις όμορφα σκιανιά, ’ς πεύκους και κυπαρίσσα μαζί τως στέκω πάντα μου κι αναγαλλιώ περίσσα. Κι εκεί χορεύγομε μαζί γή πούρι τραγουδούμε κι ίδια τα δάση αλλήλω μας παράδεισο κρατούμε. Γιαύτος τον καλορίζικον αλλοτινόν εκείνο καιρό πως μόνο ευρίσκεται ’ς τούτα τα δάση κρίνω. Κι ανέν και γάλα οι ποταμοί δεν τρέχου ωσά τζι χρόνους τσι παλαιούς ετρέχασι κι εκ τω δεντρώ τσι κλώνους τα μέλια δε στραγγίζουσι κι οι πέτρες δε μιλούσι, αλλά οι γιαθρώποι τσ’ αρετές τσι παλαιές κρατούσι και δίχως πρίκες κι όχθρητες, δίχως ζηλειές και φόνους περνούσι τσ’ εβδομάδες τως, τσι μήνες και τσι χρόνους κι αναπαημένοι στέκουνται σ’ αγάπη πάντα ομ[ά]δι σ’εκείνο απού χαρίζ’ η γης και δίδει το κουρ[άδ]ι. Μα μέσα στ’ άλλα ευγενικοί τόσά ’ναι στην αγάπη απού, καλά και ν’ άφτουσι σα στη φωτιάν η ράπη κι ολημερνίς ’ς τσι μοναξές με τες αγαφτικές τως να σμίγουσι και να γροικού κάρβουνο <’ς> τσι καρδιές τως, δεν πιάνουσιν αποκοτιά κιας να στραφού να δούσι το πρόσωπό ντως για κακό, μα πάσκου και κοπιούσι με δούλεψη και κλάηματα να μπου στην όρεξή ντως, γιατί το κέρδος να’ χου αλλιώς δεν το ’χου για τιμή ντως, καθώς σας τάσσω σήμερο όλοι σας να το ιδείτε σε δυο βοσκούς αγαφτικούς, τιμή ποτέ να πείτε δε βρίσκεται σα βρίσκεται σ’ ετούτα τ’ αγριεμένα δάση και σπήλια, από βοσκούς μόνο κατοικημένα. Τούτο σας έκαμε εδεπά ξάφνου να ’ρθείτε τώρα τόσα μαρκά εκ τσι τόπους σας κι εκ τη δική σας χώρα.","πρεμαζωμένοι = συγκεντρωμένοι καρτερείτε = περιμένετε περίσσα πεθυμητικοί = πολύ πρόθυμοι ν’ αφουκραστείτε = να ακούσετε μπορεζάμενη = δυνατή καλά κι = μολονότι, παρόλο που κάνουσι = με θεωρούν [κάνουσι να με κρατούσι] περιδιάβασες = διασκεδάσεις πρίκες = πίκρες χώρες = πόλεις έπρασσα = ζούσα, περνούσα τον καιρό μου εσυντηρούσα = έβλεπαν (γ΄ πληθ.) καματερή = εργάσιμη μέρα σκόλη = αργία εσπουδάζαν = έτρεχαν, έσπευδαν πάσα = κάθε σπλαχνοσύνη πλήσα = πολλά αγαθά αισθήματα αλλήλως τως = μεταξύ τους πωρικά = καρποί πελελάδες = ανοησίες, τρέλες απήτις = από τη στιγμή που κατέχω = γνωρίζω, ξέρω βαρεμένους λογισμούς = οχληρές (ενοχλητικές) σκέψεις πάσα κιανείς = καθένας για λόγου του = για λογαριασμό του πράμα = περιουσία ομάδι = μαζί σκιανιά = σκιερά μέρη στέκω = βρίσκομαι αναγαλλιώ = χαίρομαι, ευφραίνομαι",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Από τον πρόλογο του Απόλλωνα (53-98),"Και στα τρία χειρόγραφα του έργου περιλαμβάνεται ο πρόλογος αυτός, ο οποίος, από την προσφώνηση σε «γυναίκες τιμημένες και κορασιές μου ευγενικές και ομορφοκαμωμένες», φαίνεται ότι ανήκει σε μια παράσταση που θα παίχτηκε μπροστά σε γυναικείο κοινό. Παλαιότερα είχε αμφισβητηθεί η γνησιότητά του, αλλά στην πορεία επισημάνθηκαν ισχυρές ενδείξεις για την απόδοσή του στον Χορτάτση και έτσι περιλαμβάνεται στην πιο πρόσφατη κριτική έκδοση του έργου. Ο θεός Απόλλωνας, αφού αυτοπαρουσιαστεί στις γυναίκες και κοπέλες του κοινού και κολακεύσει τις ίδιες για την ομορφιά τους, εξηγεί για ποιο λόγο βρέθηκε στην Ίδα, αφηγείται πολύ σύντομα την υπόθεση και το τέλος του έργου και ανακοινώνει την είσοδο του Γύπαρη. ΠΡΟΛΟΓΟΣ, τον οποίο κάνει ο Απόλλωνας εις τες γυναίκες Μα γιάντα να ’ρθετ’ εδεπά σας έκαμα θ’ αρχίσω, γυναίκες μου ομορφότατες, να σας ξεκαθαρίσω. Μια κορασίδα ευγενική, Δάφνη ’νοματισμένη, ’ς τούτο τον κόσμο εγύριζε πολλά χαριτωμένη. Τα κάλλη τση πόσά ’σανε δε θα ξεκαθαρίσω. Σώνει να πω πως μ’ έκαμε τον ουρανό ν’ αφήσω, να ’ρθω στη γης για λόγου τση, στα πόδια τση να πέσω κι όσο μπορώ να δύνομαι να την παρακαλέσω να ’χει σ’ εμένα λύπηση για τον καημόν εκείνο ν’ αναστενάζω από καρδιάς και κλάηματα να χύνω. Μα ’τον περίσσ’ αλύπητη κι άπονη κι ήφευγέ μου και χίλια πάθη ολημερνίς και βάσαν’ άξωσέ μου. Μ’ απήτις εσταθέρωνε κάθ’ ώρα ο λογισμό τση, τον πόθο τζη αποφάσισα να πάρω στανικό τση. Κι αποζυγώνοντάς τηνε μιαν ώρα σ’ ένα δάσο και πως την είχα βλέποντας γοργό να τήνε πιάσω, στον ουρανόν εστράφηκε. «Ζευς», λέγει, «βούηθησέ μου, την ευγένειά μου φύλαξε, παρακαλώ σε, θεέ μου». Ώφου, μεγάλο θάμασμα! Πάραυτας να ριζώσου τα πόδια τση κάτω στη γης κι απάνω να ξαπλώσου τα χέρια τση και να γενού κλαδιά φυλλαδωμένα και ν’ απομείνει το ζιμιό δέντρο καθάριο ένα. Δάφνη, ως την κράζου, απόμεινε κι οι δάφνες εφανήκα στον κόσμον από λόγου τση κι έχω πλήσα πρίκα. Στον ουρανό εγύρισα και πάντα μου έχω πόνο μέσα πολύ στα σωθικά και δεν αφήνω χρόνο να διάβει διχωστάς στη γη να ’ρθω να γονατίσω, να τήνε σφιχταγκαλιαστώ, γλυκιά να τη φιλήσω και τζόγι’ απού τα φύλλα τση τα μοσκομυρισμένα τση κεφαλής μου το ζιμιό να κάμω να ’χ’, οϊμένα! Κι έτσ’ ήρθα και το σήμερο κι ήκαμα ο πρικιαμένος τούτο το πράμα καταπώς ήμου συνηθισμένος. Κι απήτις εκατέβηκα κι ήρθα εδεπά στην Ίδα και πως δυο γάμοι αξότατοι θε να γενούσιν είδα δυο βοσκοπούλω ευγενικώ, σας έκαμα να ’ρθείτε κι εσάς σ’ ετούτα τα βουνιά τσ’ αγάπες τως να δείτε και την παντρειάν τως στο ’στερο, σαν έρθ’ η Αφροδίτη συναφορμάς τως σήμερο ’ς τούτο το Ψηλορείτη να πέψει το παιδάκι τζη τον Έρωτα να κάμει δοξεύγοντάς τσι αδυνατά να σμίξουσιν αντάμι. Κι άλλες πολλές ξεφάντωσες να πάρετε σας τάσσω, απ’ έχουσίνε να γενού ’ς τούτο το ίδιο δάσο. Μ’ αφήνω σας, γιατί θωρώ το Γύπαρη και βγαίνει κλαίγοντας για την όρεξη απού τόνε πρικαίνει τση κόρης του. Μα τάσσω σας να τον καλοκαρδίσει πρίχου μισέψετ’ απεδώ και τσ’ όργητες ν’ αφήσει.","γιάντα = γιατί (ερωτ.) Σώνει = αρκεί, φτάνει για λόγου τση = για χάρη της δύνομαι = μπορώ απήτις = από τη στιγμή που στανικό τση = χωρίς τη θέλησή της γοργό = γρήγορα το ζιμιό = μεμιάς, αμέσως κράζου = ονομάζουν να διάβει = να περάσει τζόγι’ = στεφάνι εδεπά = εδώ πέρα θε να = πρόκειται να, θα στο ’στερο = στο τέλος συναφορμάς τως = εξαιτίας τους αντάμι = μαζί",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Τα πάθη από τον έρωτα (Α 1-32),"Βρισκόμαστε στην πρώτη σκηνή του κυρίως έργου, που είναι ένας μονόλογος του ερωτευμένου Γύπαρη προς τη φύση που τον περιβάλλει (χλωρίδα και πλανίδα), για να της αφηγηθεί τα πάθη τού χωρίς ανταπόκριση έρωτά του για μια κοπέλα της οποίας το όνομα δεν αναφέρεται ακόμη. ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Δάση. ΓΥΠΑΡΗΣ, μοναχός. Ω δάση μου πυκνότατα, φύγετ’ από σιμά μου, μη σάσε κάψου σήμερο τ’ αναστενάματά μου, γιατί γροικώ στο στήθος μου καμίνιν αφτωμένο και λάβρ’ απού το στόμα μου βγαίνει το πρικαμένο και δε μπορεί παρ’ ό,τι βρει ν’ άψει και να φλογίσει κι όλο τον κόσμο κάρβουνα φοβούμαι μη γεμίσει. Βρύσες, τα πλήσα σας νερά τα δροσερά ’ς συρθούσι κι εις τη βαθύτερη μερά κάτω στη γη ας χωστούσι, μην τ’ αποφρύξ’ η λόχη μου· κι εσείς κατακαημένα πρόβατα, εκεί απού πορπατώ χόρτο μη φάτε ουδ’ ένα, γιατί τα φαρμακεύγουσι τα δάκρυα τα δικά μου, τόσα πρικιά οπού βγαίνουσι μέσα από την καρδιά μου. Ίδα μου ευγενικότατη, που ’σαι συνηθισμένη από χαιράμενους βοσκούς να ’σαι κατοικημένη, σήμερο θα σε στερευτώ κι εις τόπο θε να πάω όπου νερό δε βρίσκεται, ουδέ ψωμί να φάω· όπου ’ναι δάση και γκρεμνά και δίχως χόρτα οι κάμποι κι όπου ’ναι σπήλια σκοτεινά θέλω γυρέψει να ’μπει για να μηδέ θωρούσι φως τα μάτια τα δικά μου, μα να ’ν’ κι εκείνα σκοτεινά σαν και τα σωθικά μου· τα μάτια μου, απού τσ’ ομορφιές είδασι τση κεράς μου κι εδώκασι ψοματινή ολπίδα τση καρδιάς μου και μετά κείνη εδέθηκε και δε μπορεί να λύσει κι ο πόθο τση καθημερινό μου δίδει πλήσα κρίση. Ώρες με καίγει ωσά φωτιά κι ώρες με σαϊτεύγει κι ώρες με του προσώπου τση την όψη με παιδεύγει. Μ’ αντίδικα το ριζικό τση φύσης με φυλάσσει στα τόσα πάθη ζωντανό για να μηδέ σκολάσει ο πόνος μου, να με θωρού για να παρηγορούνται όσοι του πόθου σαν κι εμέ πολλά παραπονούνται. Για κείνο κακορίζικο δεν έχω γνωρισμένα ’ς τσ’ αγάπης τα μπερδέματα στον κόσμο σαν εμένα.","σιμά = κοντά γροικώ = αισθάνομαι αφτωμένο = αναμμένο απού = από πλήσα = πολλά χωστούσι = κρυφτούν αποφρύξ’ = ξεράνει, στερέψει [αποφρύσσω] λόχη = φλογερό ερωτικό πάθος φαρμακεύγουσι = δηλητηριάζουν πρικιά = πικρά εδώκασι = έδωσαν ψοματινή = ψεύτικη κρίση = βάσανο αντίδικα = ενάντια σκολάσει = πάψει",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Ο ερωτευμένος φίλος (Α 135-154),"Με το απόσπασμα αυτό βρισκόμαστε στη δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης του έργου, όπου ο Γύπαρης συνομιλεί με τον φίλο και έμπιστό του Αλέξη και του εξομολογείται τον έρωτά του για την Πανώρια και την αμετακίνητη άρνηση εκείνης να συγκατανεύσει. Ο Αλέξης πιστεύει ότι ο ίδιος είναι σε χειρότερη κατάσταση, αφού δεν έχει τολμήσει καν να εκδηλώσει στη δική του αγαπημένη τα αισθήματά του. ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΛΕΞΗΣ Με τον καιρό εκ το νερό η πλάκα η μαρμαρένη τρυπάται και το σίδερο τρώγεται και σκουριαίνει· με τον καιρό μερώνουνται τ’ αμέρωτα λιοντάρια και με καιρό εις τ’ άλογα βάνου τα χαλινάρια. Έτσι κι εκείνη γείς καιρός θέλει τήνε μερώσει τα δάκρυά σου βλέποντας και τη φωτιά την τόση. Μιλώντα τση καθημερνό μπορεί να τσ’ απαλύνει η γιόρεξη και προς εσέ να κάμει ελεημοσύνη. Με λόγια εστάθην ο ορανός έναν καιρό, σα λέσι· τον ήλιο εδυνάστηκε λόγος να τόνε στέσει. Για τούτο κακορίζικο δε σε κρατώ περίσσα. Η τύχη μου κι η τύχη σου μαγάρι να ’σαν ίσα. Εγώ αγαπώ και καίγομαι, πονώ και λαχταρίζω κι ανάπαψη ’ς τσι πόνους μου ποτέ μου δεν ολπίζω, γιατί φοβούμαι και δειλιώ τον πόνο μου να δείξω τση κόρης μου και γιατρικό λίγο να τση ζητήξω. Κι έτσι μετά μου σήμερο κι εσύ παρηγορήσου γιατί ’ν’ η τύχη μου κακή παρά την εδική σου. Περίσσα καίγει μια φωτιά απού ’ναι κουκλωμένη κι η γιαρρωστιά απού χώνεται τον άθρωπο αποθαίνει.","γείς = ένας εδυνάστηκε = μπόρεσε κρατώ = θεωρώ δειλιώ = δειλιάζω μετά μου = μαζί μου παρά = περισσότερο από Περίσσα = πολύ χώνεται = κρύβεται",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Μια γριά που θέλει να ξανανιώσει! (Α 245-280),"Στην αρχή της πρώτης πράξης του έργου, γνωρίσαμε τον πρωταγωνιστή Γύπαρη και τα βάσανά του με τον χωρίς ανταπόκριση έρωτά του για τη βοσκοπούλα Πανώρια, τα οποία αφηγείται τόσο στο κοινό όσο και στον φίλο του Αλέξη. Όταν βλέπει τη γριά Φροσύνη να πλησιάζει, ο Γύπαρης διώχνει τον φίλο του και μένει στη σκηνή για να της μιλήσει μήπως μπορέσει να τον βοηθήσει. Η Φροσύνη αυτοπαρουσιάζεται στο κοινό. ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΦΡΟΣΥΝΗ, γραία και ΓΥΠΑΡΗΣ εις μια μερά ΦΡΟΣΥΝΗ Δεν ξεύρ’ είντά ’ναι ο κουρασμός κι η πείραξ’ η μεγάλη όποιος στου πόθου την οδό τα πόδια του δε βάλει. Αλλότες, όντεν ήμουνε μιτσή, κορασοπούλα, τσ’ αγάπης εδικίμασα τα παραδάρματ’ ούλα· κι είδα πολλούς αγαφτικούς για μένα κι εκαγήκα κι εγώ γι’ αγάπην αλλωνώ σε χίλια πάθη εμπήκα· κι ακόμη βασανίζομαι, γιατί στα γερατειά μου ο Έρωτας πολλές βολές δοξεύγει την καρδιά μου. Πολλές βολές, όντε στραφού τα μάτια μου και δούσι νιον όμορφο και δροσερό, δάκρυα πολλά κυλούσι και λέγω να γιαγέρνασι οι χρόν’ οι περασμένοι, γιατί ξαναχαρεί ’θελα τον κόσμον η καημένη. ΓΥΠΑΡΗΣ στη μπάντα. Ο μύθος βλέπω αληθινά το πως καλά το βάνει: «Τό μάθει από μικρός κιανείς ποτέ δεν το ξεχάνει». ΦΡΟΣΥΝΗ Μα ’δά ’μαι γρα κι ανήμπορη κι αν αγαπώ κιανένα, χώνω τον πόθο μέσα μου με σωθικά καημένα. Οι ασπριλάδες τω μαλλιώ κι οι δίπλες του προσώπου με βάνουσι στην όργητα πάσα λογής αθρώπου. Μα τούτο με παρηγορά· γιατί ’θελα γροικήσει το πως σ’ ετούτα τα λαγκά, σιμά στην άσπρη βρύση, βρίσκεται γείς παλιός βοσκός τσι χρόνους φορτωμένος, από μικρός στα μαγικά καλά δασκαλεμένος. Είντα μιλούσι τα πουλιά ξεύρει, σαν είχ’ ακούσει, όντε γυρίζου απεταχτά και γλυκοκιλαδούσι. Γροικά και του αηδονιού γιάντα το ριζικό ντου κράζει περίσσ’ αντίδικο με τον κιλαδισμό ντου. Μ’ απάνω σ’ όλα τω χορτώ τσι χάρες όλες ξεύρει και τη γιατρειά πάσ’ αρρωστιάς δύνεται να την εύρει. Με χόρτα λέσι μια ’λοιφή πως κάνει και με γάλα και μετά κείνη γίνουνται θαμάσματα μεγάλα: οι μαύρες την αλείφουνται και το ζιμιό ξασπρίζου κι οι γράδες εις τα νιότα τως πάλι ξαναγυρίζου. Τούτο το γέρο πα να βρω λοιπό να τον πλερώσω για να μου δώσει ν’ αλειφτώ να ξανακαινουργιώσω· να κάμω νιους ξοπίσω μου πάλι να πορπατούσι, να μ’ αγαπού, να με τιμού και να με προσκυνούσι.","είντά = τι (ερωτ.) κουρασμός = κούραση, καταπόνηση πείραξ’ = στενοχώρια όντεν = όταν μιτσή = μικρή κορασοπούλα = κορίτσι, κοπέλα παραδάρματ’ = ταλαιπωρίες βολές = φορές να γιαγέρνασι = νε επέστρεφαν μπάντα = άκρη· [έκφρ. στη μπάντα = παράμερα, χωριστά] ’δά = τώρα [επίρρ. εδά] χώνω = κρύβω όργητα = απέχθεια, αποστροφή πάσα λογής = κάθε γροικήσει = ακούσει λαγκά = λαγκάδια γείς = κάποιος, ένας γιάντα = γιατί (ερωτ.) κράζει = ονομάζει αντίδικο = αντίθετο γράδες = γριές",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Ερωτικά καμώματα (Α 403-458),"Η τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης του έργου, στην οποία βρισκόμαστε τώρα, είναι ένας μονόλογος της ηλικιωμένης Φροσύνης για τη δύναμη που οι άντρες δεν γνωρίζουν ότι έχουν στην κατάκτηση των γυναικών, καθώς και μια χιουμοριστική περιγραφή των τρόπων με τους οποίους οι γυναίκες περιποιούνται τον εαυτό τους για να αρέσουν. ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΡΟΣΥΝΗ, μοναχή. Κρίνω κι αν εκατέχασι οι άντρες οι καημένοι τω γυναικώ την όρεξη καλά, καθώς τυχαίνει, πως λίγ’ ηθέλασι βρεθεί την σήμερον να κλαίσι κι ανέγνωρες κι αλύπητες τσι κόρες τως να λέσι· μηδέ με τόσα κλάηματα να τσι παρακαλούσι, μα παρακάλια από κεινώ λυπητερά ν’ ακούσι. Γιατί δεν είναι μηδεμιά σ’ όλη την οικουμένη μ’ άντρα να μη λιγώνεται να ’ναι συντροφιασμένη· και να μην έχει πεθυμιά χίλιοι να τη θωρούσι, χίλιοι να την παινούσινε και να την αγαπούσι. Γιαύτος θωρείς πως κάθουνται κι ολημερνίς κτενίζου την κεφαλή και με τσ’ αθούς τσ’ όμορφους τη στολίζου και ζαφορίζου τα μαλλιά και δαχτυλιδωμένα τα κάνου κι απομένουσι με τέχνη σοθεμένα τριγύρου του κουτέλου τως· κι είναι πολλά εγνοιασμένες να ’χουσι τσ’ ασκημάδες τως πασ’ ώρα σκεπασμένες· νίβγουνται, κοκκινίζουνται και μοσκολαντουρούνται, με τέχνη βγάνου τη μιλιά, με τέχνη απιλογούνται, με τέχνη τα ματάκια τως τα πλουμιστά γυρίζου κι όλες γυρεύγου την καρδιά τ’ αθρώπου να φλογίζου· σιγανοπορπατούσινε και σιγανογελούσι και να τσι συντηρούσινε τα μάτια προσκαλούσι. Δείχνουσι μέρος τω βυζιώ και κάτω τ’ αστραγάλου και χάρη τση πορπατηξάς δίδουσι και του ζάλου. Και αν ήτο μπορετό ντωνε στη γη να μην πατούσι, μα στον αέρα να ’χουσι φτερούγες να πετούσι, μετά χαράς το κάνασι για να μπορού ν’ αρέσου των κοπελιάρων ολωνώ. Μηδέ ποτέ να πέσου μπορούσι σε χειρότερη πρίκα και κακοσύνη και μεγαλύτερο καημό καθώς την ώρα κείνη απού γνωρίζουσι το πως γυναίκα βρίσκετ’ άλλη να τσι περνά στην ομορφιά κι εις τα περίσσα κάλλη· γή τότες, όντε βλέπουσι τσ’ άντρες και τσι μισούσι και πως το πρόσωπό ντωνε να βλέπου δεν ψηφούσι. Μα τούτη ντως την πεθυμιά, την όρεξη και γνώμη με χίλιους τρόπους να κρατού χωστή γυρεύγου ακόμη κι η φύση τωνε να ’ναι αλλιώς· γιαδαύτος πορπατούσι τόσα πολλά περήφανες και δείχνου πως μισούσι τ’ αγαφτικού τως τη μιλιά και τη θωριάν ομάδι δείχνουσι με σκληρότητα και βάνου τζι στον Άδη. Μ’ αν εφρονέψασι κι αυτοί ν’ αλλάξουσι δαμάκι, τσι κορασές δειν ήθελες να πιούσινε φαρμάκι· δει τζ’ ήθελες να τσ’ ακλουθού, δει τζ’ ήθελες να κλαίσι και να ’χου λύπηση σ’ αυτές λυπητερά να λέσι· τα χάδια να σκολάσουσι, ν’ αφήσου τα περίσσα κι ως μερωμένες αγελιές να πορπατούσιν ίσα· και μέρα νύχτα του ταυριού ξοπίσω να μουγκίζου και των αντρώ την απονιά την άμετρη να βρίζου. Κι εγώ γυναίκα βρίσκομαι κι ωσά γυναίκα γνώθω σε μιας γυναίκας λογισμό πόσα μπορεί τον πόθο. Αν πορπατεί γή αν κάθεται γή αν είναι κοιμισμένη βρίσκεται με τον έρωτα πάντα συντροφιασμένη· κι όσες φορές στραφούσινε τα μάτια τση να δούσι κιανένα νιο, τόσες φωτιές τα μέλη τση γροικούσι· κι όσες θωρεί το γέλιο ντου γή ακού του το τραγούδι τόσες στο στήθος τση πληγές πάντα του ο πόθος δούδει. Τέλος της πρώτης πράξης","εκατέχασι = γνώριζαν τυχαίνει = πρέπει ανέγνωρες = αχάριστες αλύπητες = άσπλαχνες μηδεμιά = καμιά λιγώνεται = έχει μεγάλη επιθυμία (μεταφ.) αθούς = λουλούδια ζαφορίζου = βάφουν τα μαλλιά με ζαφορά (κρόκο) [ζαφορίζω] σοθεμένα = τακτοποιημένα νίβγουνται = πλένονται κοκκινίζουνται = μακιγιάρονται μοσκολαντουρούνται = βάζουν άρωμα απιλογούνται = απαντούν συντηρούσινε = κοιτάζουν κοπελιάρων = νεαρών αντρών ψηφούσι = εκτιμούν, καταδέχονται, υπολογίζουν χωστή = κρυφή γιαδαύτος = γι’ αυτόν τον λόγο θωριάν = όψη ομάδι = μαζί εφρονέψασι = έγιναν σώφρονες δαμάκι = λιγάκι να σκολάσουσι = να σταματήσουν μερωμένες = ήμερες αγελιές = αγελάδες μουγκίζου = μουγκρίζουν γή = ή (διαζευκτικό)",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Παράπονα για τη συμπεριφορά των γυναικών (Β 1-34),"Όταν αρχίζει η δεύτερη πράξη του ποιμενικού δράματος Πανώρια, οι θεατές έχουν γνωρίσει τους δύο ερωτευμένους βοσκούς Γύπαρη και Αλέξη, από τους οποίους ο πρώτος δεν βρίσκει ανταπόκριση στον έρωτά του για τη βοσκοπούλα Πανώρια και ο δεύτερος δεν έχει καν τολμήσει να εξομολογηθεί τον δικό του στη φίλη της Αθούσα, όπως και την ηλικιωμένη Φροσύνη, γυναίκα ερωτικά ζωηρή στα νιάτα της, που υπόσχεται να βοηθήσει τους νεαρούς. Τώρα, στη σκηνή βγαίνει ο πατέρας της Πανώριας Γιαννούλης, για να περιγράψει τα ελαττώματα των γυναικών∙ και από τη μια ευχαριστεί τον Θεό που είναι χήρος, αλλά από την άλλη αγανακτεί με το πείσμα της κόρης του να μη θέλει γάμο. ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, γέρος βοσκός, μοναχός Σαν τη γυναίκαν αρπετό στον κόσμο δεν εφάνη μεντιάρικο και αγριότερο, μα τον εμέ το Γιάννη! Μηδ’ άλλον εις το φυσικό λογιάζω να τση μοιάζει, γιατί με δίχως διάκριση τον άθρωπο πειράζει. Καλά κι οι αίγες χύνουσι το γάλα, μ’ ακλουθούσι· και οι φοράδες να γλακού και να τσινοβολούσι, αλλά μερώνουνται ζιμιό πλια παρά προβατίνες· αμ’ οι γυναίκες μερωμό δεν έχουσιν αυτείνες. Ποτέ δεν κοντεντάρουνται, μα πάντα μουρμουρίζου, μαλώνουσι, φωνιάζουσι, γρινιάζου και μανίζου· στραβοθωρούσι τσ’ άντρες τως και βγάνουσι την ψη ντως, περιττοπλιάς όντας γροικού λίγη τη μπόρεσή ντως. Σα δου και δε μπορεί κιανείς να τως συχνοπιλώθει το κρες να το χορταίνουσι, τάσσω σου κι εβγοδώθη· γρίνιες και μουρμουρίσματα κι ατιμασές ομάδι να τως ακούγει ας γδέχεται από ταχύ ως το βράδι. Γιατί τα μαγερέματα δεν έχουσι για βρώση, μα μοναχάς λουκάνικο κι απάκι θε να τρώσι. Κι ως πότες να μπορούσινε πάσα φορά να χύνου οι άντρες τως το αίμα ντως κι εκείνες να το πίνου; Μα για ’ς το κάμει αλλιώς κιανείς κι απόκεις ας κινήσει απού τα ζα του σπίτι ντου να πάγει να δειπνήσει! Δε βρίσκεται μηδέ ψωμί, μηδέ μαγερεμένα, μηδέ φωτιά, μηδέ νερό, μηδέ παρασερμένα, μα βρίσκει τη νοικοκυρά και κλώθει ανακλαημένη με γρια καμιά στο πλάι της γόμπα και ζαρωμένη· και πως εσυντροφιάστηκε μ’ άντρα κακό δηγάται κι αναστενάζει η γρα η Γελλού, τάχα ψυχοπονάται. Κι άνε βαστά και τίβοτας, σε μια μερά το ρίχνει Και βγαίνει ’ς τσι γειτόνισσες και τη φτωχειά τζη δείχνει. Για τούτον εις το γάιδαρο τσ’ αθρώπους σουσσουμιάζω, όντας την κακοριζικιά την τόση μας λογιάζω. Και μια γαϊδάρα φυσική σου δίδω τη γυναίκα, γιατί σου δίδει πείραξες γιαμιά σε τόπους δέκα.","αρπετό = ερπετό μεντιάρικο = γεμάτο ελαττώματα Καλά κι = μολονότι, παρόλο που, αν και αίγες = κατσίκες γλακού = τρέχουν τσινοβολούσι = κλοτσούν ζιμιό = αμέσως πλια = περισσότερο αυτείνες = αυτές κοντεντάρουνται = ικανοποιούνται μανίζου = θυμώνουν στραβοθωρούσι = κοιτάζουν άγρια περιττοπλιάς = κυρίως γροικού = αισθάνονται μπόρεσή = δύναμη συχνοπιλώθει = συχνοσπρώχνει κρες = κρέας εβγοδώθη = ικανοποιήθηκε ατιμασές = ατιμίες γδέχεται = περιμένει, ελπίζει ταχύ = πρωί απάκι = καπνιστό χοιρινό ζα = ζώα παρασερμένα = σκουπισμένα ανακλαημένη = κλαίγοντας γόμπα = καμπούρα (επίθ.) ζαρωμένη = γεμάτη ρυτίδες Γελλού = θηλυκό κακοποιό πνεύμα, η αρχαία Γελλώ τίβοτας = κάτι σουσσουμιάζω = παρομοιάζω φυσική = αληθινή, γνήσια γιαμιά = συγχρόνως σε τόπους δέκα = σε πολλά σημεία, ως προς πολλές απόψεις",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Η προκομμένη μάνα της Πανώριας (Β 89-114),"Στη δεύτερη πράξη του έργου, σύμφωνα και με τη δραματική θεωρία του 16ου αιώνα, οι θεατές θα γνωρίσουν όσους από τους πρωταγωνιστές δεν εμφανίστηκαν στην πρώτη και θα ολοκληρωθεί η έκθεση της πλοκής. Όσο είναι στη σκηνή ο πατέρας της Πανώριας, μπαίνει για πρώτη φορά η ίδια και δέχεται τις επιπλήξεις του ότι γυρίζει στο κυνήγι και δεν ενδιαφέρεται για τις δουλειές που έχουν. Στο σημείο του διαλόγου τους όπου βρισκόμαστε τώρα, ο Γιαννούλης αναπολεί την προκοπή της πεθαμένης γυναίκας του στις αγροτοποιμενικές και οικιακές εργασίες. ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΩΡΙΑ, κορασίδα, ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, κύρη τση ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Το πως δεν ’πιδεξεύγεσαι περίσσα το κατέχω· για κείνο μέσα στην καρδιά κουρφό μαχαίριν έχω. ’Σ τσι προκοσύνες τση φτωχής μάννας σ’ ας είχες μοιάσει, απού ποτέ δεν άφηνε δουλειά να τήνε χάσει. Ολημερνίς εμάζωνε χόρτ’ απού το λιβάδι γή έπλαθε γή εκοσκίνιζε γή έφαινεν ως το βράδι γή έραφτε γή έξαινε μαλλιά γή τη ρασέν επάτει γή ολημερνίς την έβλεπες τη ρόκα της κι εκράτει. Κι ήκλωθε τόσα ονόστιμα κι έτσι πολλά ’πιτήδεια απού εκοιμούμου μοναχάς θωρώντας την αφνίδια. Τσ’ αίγες θυμούμαι κι άρμεγε κάλλια παρά κιανένα· Πρίχου ν’ αρμέξω μιαν εγώ, δυο ’χεν αυτή αρμεμένα. Ήρπα τη μεγαλύτερη, στα σκέλια τζη έβανέ ντη, τη μουσταρέ τζ’ απόσερνε ’πιδέξια κι άρμεγέ ντη. Γυναίκα στο τυροκομειό ποτέ να μη τζη μοιάσει! Δεν άφηνε αθόγαλο μια στάξη σκιας να χάσει. Κι α μ’ είχε δει καμιά φορά σαν κουρασμένο να ’μαι, μου ’λεγε: «Θέσ’ εδά κι εσύ, λίγο, Γιαννούλη, χάμαι». Και τότες με την προθυμιά ζιμιό άρχιζεν εκείνη κι ήκανε μόνια τη δουλειά με πλήσα προκοσύνη. Κι εσύ ’θελα να κάτεχα είντα δουλειές τσι κάνεις· μόνο που την αρματωσά στον κόκαλό σου βάνεις κι εδώ κι εκεί ξεσκίζεσαι με τις συντρόφισσές σου και σκιας λαγό δεν ήφερες στο σπίτι μας ποτέ σου. Μα βλέπεσαι, όντας κυνηγάς, Πανώρια μου, εις τα δάση, κιανείς βοσκός στα βρόχια του μη λάχει και σε πιάσει.","’πιδεξεύγεσαι = είσαι επιδέξιος γή = ή (διαζευκτικό) έξαινε = λανάριζε (προκ. για μαλλί κ.τ.ό.) ρασέν = μάλλινο ύφασμα [η ρασά] ονόστιμα = χαριτωμένα ’πιτήδεια = επιδέξια, ικανά αίγες = κατσίκες κάλλια = καλύτερα παρά κιανένα = απ’ τον καθένα Πρίχου = πριν μουσταρέ = μαστό (ζώου) αθόγαλο = το καϊμάκι του γάλακτος στάξη = σταγόνα σκιας = έστω, τουλάχιστον Θέσ’ = ξάπλωσε ζιμιό = αμέσως μόνια = μόνη της να κάτεχα = να ήξερα είντα = τι (ερωτ.) αρματωσά = εξάρτυση για το κυνήγι βλέπεσαι = πρόσεχε όντας = όταν βρόχια = παγίδα",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Μια ερωτική εξομολόγηση με άδοξο τέλος (Β 219-244),"Καθώς προχωρεί η δεύτερη πράξη και γνωρίσαμε πια την ξεροκέφαλη Πανώρια, η οποία ενδιαφέρεται μόνο για το κυνήγι και την ελεύθερη ζωή στο βουνό αδιαφορώντας για την αγάπη του Γύπαρη, μπαίνει εκείνος και τη βρίσκει να κοιμάται δίπλα σε μια βρύση. Αρχίζει, λοιπόν, έναν μακρύ μονόλογο για τα ερωτικά του βάσανα, αφού δεν υπάρχει κίνδυνος να τον ακούσει η κοπέλα· στο τέλος, όμως, παίρνει το θάρρος να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και σκύβει για να τη φιλήσει. ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΓΥΠΑΡΗΣ, μοναχός Χρυσομαλλούσα μου κερά, χρεια ’ναι να σου σιμώσω κλεφτάτο σκιας ένα φιλί δροσάτο να σου δώσω. Δεν ημπορώ να κάμω αλλιώς, Πανώρια μου, ψυχή μου, κι αδιαντροπιά μην πει κιανείς πως είν’ η εδική μου, γιατί ’ναι δίκιο και πρεπό να δροσιστού δαμάκι τα χείλη απού ’πιασι για σε τόσες φορές φαρμάκι. Μίσεψε, τρόμε μου, λοιπό και φόβε μου περίσσε, κι αποκοτιά, συντρόφισσα ’ς τούτη τη χρεια μου ας είσαι. Μα σ’ είντα βρίσκομαι ο φτωχός, α λάχει και ξυπνήσει και δει με πως τήνε φιλώ κι αδυνατά μανίσει! Ποια λόγια τη μερώνου πλιο; Ποια δούλεψη μεγάλη στην όρεξή τζη το φτωχό μπλιο τση με θέλει βάλει; Το τι να κάμ’ ο ταπεινός σήμερο δεν κατέχω· μέσα η καρδιά μου με κινά κι αποκοτιά δεν έχω. Κρυγιαίνω κι άφτω, πεθυμώ, φοβούμαι και τρομάσσω, κινώ κι οπίσω σέρνομαι, φεύγω και πάλι ’ράσσω. Δάση, βουλή μού δώσετε, βρύση, λαγκά κι αόρη, το τι να κάμω σήμερο με τη δική μου κόρη. Η μοναξά κι ο ύπνο τση μου λέσι: «Μην αφήσεις, αγαφτικέ πολύπαθε, παρά να τη φιλήσεις. Πιάσε τό δίδομε κι οι δυο». Κι εγώ, ’ς μου λέσι, ας ποίσω. Εις τ’ όνομά σου, Έρωτα, σκύφτω να τη φιλήσω. Αμέ φοβούμαι αληθινά ο χτύπος τση καρδιάς μου μην ασηκώσει ογλήγορα τον ύπνο τση κεράς μου. Εις τούτο σκύφτει να τη φιλήσει. Ανακατώνουνται. Οϊμέν, εξύπνήσά τηνε πρίχου να τη φιλήσω. Το ριζικό δεν ήθελε τα μέλη να δροσίσω.","χρεια ’ναι = είναι ανάγκη σιμώσω = πλησιάσω κλεφτάτο = δοσμένο κρυφά σκιας = τουλάχιστον δαμάκι = λιγάκι Μίσεψε = φύγε αποκοτιά = τόλμη είντα = τι (ερωτ.) α λάχει = αν τύχει μανίσει = θυμώσει μερώνου = ηρεμούν πλιο = πια, πλέον κατέχω = ξέρω ’ράσσω = ορμώ βουλή = συμβουλή λαγκά = λαγκάδια αόρη = βουνά ’ς μου λέσι = όπως μου λένε ας ποίσω = ας κάνω πρίχου = πριν",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Η Πανώρια αρνείται τον έρωτα του Γύπαρη (Β 245-282),"Ενώ βρισκόμαστε περίπου στο μέσον της δεύτερης πράξης του έργου, ο Γύπαρης διαλέγεται για πρώτη φορά με την αγαπημένη του Πανώρια, που ξύπνησε θυμωμένη από την απόπειρά του να τη φιλήσει. ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΝΩΡΙΑ και ΓΥΠΑΡΗΣ Ποιος είν’ απού μ’ εξύπνησε; Γύπαρη, εσύ ’σαι πάλι; Να ξαναδώσεις βούλεσαι τση κεφαλής μου ζάλη; Είντά ’θελες, αδιάντροπε, κι ήρθες επά σιμά μου; Ακόμη δεν εγνώρισες πως σε μισά η καρδιά μου; Φύγε απομπρός μου ογλήγορα. Μη θες τση κεφαλής σου τον τσακισμό, βαριόμοιρε. Σύρε ποθές, γκρεμίσου. Τις με κρατεί; τις με κρατεί; Βλέπουσαι, στο Θεό μου, το πράμα ετούτο μην εμπεί στ’ αφτιά των αδερφιώ μου. Δυο τρεις βολές μ’ επείραξες, μα σήμερο ας σκολάσου τούτες οι στράτες, Γύπαρη, α θέλεις, για καλλιά σου. ΓΥΠΑΡΗΣ Ανέν και πιάσει ανεμική, Πανώρια, σιγανεύγει· κι ωσάν περάσουν οι βροχές, πάλι καλοσυνεύγει. Ανέναι και τη θάλασσα βλέπομε τη μεγάλη πως, α φουσκώσει μια βολά, καλοσυνεύγει πάλι, ανέναι και τον ουρανό θωρούμε, σα βροντήξει κι αστράψει με πολύ θυμό κι αστροπελέκι ρίξει, πως γαληνώνει το ζιμιό κι από το πρόσωπό ντου τα νέφη διώχνει τα θολά και παύει το θυμό ντου, γιάντα κι εσύ την όργητα δεν παύτεις, πεθυμιά μου, μα στέκεις πάντα στο ’να σου και καίγεις την καρδιά μου; Γιάντα κι εσέ τα μάτια σου ποτέ να μη στραφούσι λυπητερά τα μάτια μου του ταπεινού να δούσι; Τα χείλη σου τα νόστιμα δυο λόγια μερωμένα να μηδέ δώσουσι ποτέ για ποια αφρομή σ’ εμένα; Γιαείντα την αγάπη μου, γιάντα τη δούλεψή μου, γιάντα τα τόσα βάσανα, γιάντα την παιδωμή μου να μη γνωρίσεις, άπονη κι ανέγνωρη, σα να ’σου ένα λιοντάριν άγριο γή άλλο θεριό του δάσου; Εμάνισες· κι ας πάψουσι κι όλες οι μάνητές σου· κι οργίστηκες· κι ας λείψουσι κι όλες οι γιόργητές σου. Οι πέτρες πρέπει μοναχάς, τα δάση και τα όρη πάντα να στέκου στο ’να ντως κι όχι ποτέ μια κόρη. Είντα σημάδι πλειότερο θα δεις εις το κορμί μου για να γνωρίσεις πως καλλιά σ’ έχω απού την ψυχή μου; Ανέν και με το θάνατο θέλεις να το γνωρίσεις, είμ’ εδεπά και κάμε με, κόρη μου, ωσάν ορίσεις. Σαΐταν εις το στήθος μου σύρε με το ξιφάρι, την πρικαμένη μου ζωή, σαν πεθυμάς, να πάρει.","βούλεσαι = θέλεις Είντά = τι (ερωτ.) επά = εδώ σιμά = κοντά Σύρε = φύγε ποθές = κάπου, οπουδήποτε Βλέπουσαι = πρόσεχε βολές = φορές ας σκολάσου = ας πάψουν, ας σταματήσουν για καλλιά σου = για το καλό σου ανεμική = δυνατός άνεμος, ανεμοστρόβιλος, θύελλα θωρούμε = βλέπουμε ζιμιό = αμέσως γιάντα = γιατί (ερωτ.) μερωμένα = ήρεμα ανέγνωρη = αχάριστη Εμάνισες = θύμωσες μάνητές = θυμοί εδεπά = εδώ ξιφάρι = αιχμή βέλους",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Η απόπειρα αυτοκτονίας του απελπισμένου Γύπαρη (Β 495-538),"Καθώς εξελίσσεται η δεύτερη πράξη, μετά τον θυελλώδη διάλογο του πρωταγωνιστικού ζεύγους και την οργή της Πανώριας για τον Γύπαρη που δεν την αφήνει σε ησυχία με τις ερωτικές του εξομολογήσεις, εκείνος αποφασίζει να αυτοκτονήσει πια και καλεί τις κοπέλες του χορού να τον μοιρολογήσουν. Εντωμεταξύ, στη σκηνή έχει φτάσει η Αθούσα, που, κρυμμένη, έχει ακούσει όλο τον μονόλογο του Γύπαρη και επεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή. ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΘΟΥΣΑ και ΓΥΠΑΡΗΣ, καθισμένος ΓΥΠΑΡΗΣ Κι εσάς κοράσα ευγενικά τς’ Ίδας, παρακαλώ σας, το σκοτωμένο μου κορμί νεκρό σα δείτε ομπρός σας, κλάψετε συναλλήνως σας κι εμένα λυπηθείτε και μοιρολόγι ταπεινό, σα λέσι, να μου πείτε. Πέτε το πως μιας κορασάς τα πλουμισμένα κάλλη, σμιμένα μ’ όργητα πολλή και μ’ ασπλαχνιά μεγάλη, μ’ εκάμασι κι εσφάγηκα· δάκρυα πολλά να χύσου το μοιρολόι το πρικύ όποιοι σάσε γροικήσου. Φίλοι μου αγαπημένοι μου και συνανάθροφοί μου, μη σας πρικάνει σήμερο ποσώς η χώρισή μου, μάλλιος χαρείτε μετά με πως εκ τα πάθη βγαίνω κι από σκλαβιά παντοτινή λεύτερος απομένω. Μάνν’ ακριβή και κύρη μου κι αδέρφι’ αγαπημένα, μα τον καημόν απού ’χετε να πάρετ’ ογιά μένα, σας παραγγέλνω, κάμετε την κόρη τη δική μου σε τόση αγάπη να ’χετε σα να ’το το κορμί μου. Κι αν παντρευτεί, τον άντρα τση τον ακριβοτιμάτε κι ωσάν το Γύπαρη καλά πάντα τον αγαπάτε. Μα μη μου λησμονήσετε κι εμέ, παρακαλώ σας· σκιας με τη θύμηση ο ’λεεινός να στέκω πάντα ομπρός σας. Ω πρόβατά μου θλιβερά, τώρα διασκορπιστείτε και τον πρικύ μου θάνατο κλάψετε, θρηνιστείτε. Ρίξετε τα κουδούνια σας, θλιμμένα πορπατείτε, την πρασινάδα φεύγετε, νερό γλυκύ μην πιείτε· μουγκίζετε και κλαίγετε περίσσα να λυπούνται το σκοτωμένο Γύπαρη όποιοι σας αφουκρούνται. Κι εσύ φιαμπόλι μου γλυκύ ’ς τούτη τη μυρισμένη δάφνη κρεμνώ να σε θωρού του πόθου οι βαρεμένοι να λέσι μ’ αναστεναμό: «Έρωτ’, ανάθεμά σε! τόσ’ άδικος ’ς τσι δούλους σου κι άπονος γιάντα να ’σαι;». Εις τούτο βγάνει το μαχαίρι. Πανώρια, αιτιά του πόνου μου κι αρχή τση παιδωμής μου, καλέστρα του θανάτου μου και διώχτρα τση ζωής μου· του λογισμού μου ταραχή, φωτιά τω σωθικώ μου, θροφή των αναστεναμώ, δάκρυα των αμματιώ μου· χαρά τση πρίκας μου πολλή και πρίκα τση χαράς μου, της αρρωστιάς μου πεθυμιά και χαλασμός τση γειας μου· τση κεφαλής μου σκότιση, πέδουκλο των ποδιώ μου, κατάλυση τση νιότης μου και τέλος τω χρονώ μου· θεά τση δόλιας μου καρδιάς, βασίλισσα του νου μου, τση πεθυμιάς παράδεισο, κόλαση του κορμιού μου· κι εσύ σπαθί, που πάντοτε ήσουνε βοηθός μου, αλύπητα το θάνατο, παρακαλώ σε, δώσ’ μου. Πανώρια μου, Πανώρια μου, Πανώρια μου, δροσίσου. Εις τούτο πετάται η Αθούσα και πιάνει τονε να μη σφαγεί. ΑΘΟΥΣΑ Μη, μη, βαριόμοιρε! Μη, μη! Πού πάγ’ η φρόνεψή σου;","συναλλήνως σας = η καθεμιά σας μαζί με την άλλη σμιμένα = ενωμένα γροικήσου = ακούσουν μάλλιος = μάλλον σκιας = τουλάχιστον μουγκίζετε = μουγκρίζετε αφουκρούνται = ακούνε φιαμπόλι = φλογέρα βαρεμένοι = χτυπημένοι γιάντα = γιατί (ερωτ.) παιδωμής = βάσανου καλέστρα = εσύ που καλείς (προκαλείς) πέδουκλο = εμπόδιο κατάλυση = καταστροφή, εξαφάνιση",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Έρωτες στο ζωικό βασίλειο (Γ 77-106),"Στην τρίτη πράξη του ποιμενικού αυτού δράματος, η ηλικιωμένη Φροσύνη, η οποία δεν είχε εμφανιστεί καθόλου στην προηγούμενη πράξη, βάζει σε εφαρμογή την υπόσχεση που είχε δώσει στον Γύπαρη, να μεσολαβήσει στην Πανώρια να αλλάξει γνώμη για την αγάπη του. Μάταια όμως προσπαθεί· η Πανώρια θέλει να γεράσει ανύπαντρη και ελεύθερη, γι’ αυτό η Φροσύνη την καλεί να δει γύρω της ότι όλα τα ζωντανά πλάσματα έχουν την ανάγκη του έρωτα. ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΦΡΟΣΥΝΗ, γριά και ΠΑΝΩΡΙΑ, κορασίδα ΦΡΟΣΥΝΗ Είντά ’ν’ αυτός ο λογισμός τόν έχεις, θυγατέρα; με δίχως άντρα βούλεσαι να σ’ εύρουσι τα γέρα; Το πρόσωπό σου, αφέντρα μου, τ’ ομορφοκαμωμένο με τόσα κάλλ’ οι ορανοί δεν το ’χου στολισμένο για να τ’ αφήσεις να χαθεί σα ρόδο γή άθι άλλο απού σε δάση γεννηθεί γή σε γκρεμνό μεγάλο κι άθρωπος δεν το χαίρεται, μηδέ ποσώς θωρεί το, αμέ γή ο ήλιος ψύγει το γή ανεμική μαδεί το, μα για να κάμεις μετ’ αυτό πασίχαρο κιανένα κι εκείνος καλορίζικη πάλι να κάμει εσένα. Οϊμένα, θυγατέρα μου, τα ζα απού δε νογούσι, ως γεννηθούν, αλλήλως τως γυρεύγου να σμιχτούσι· κι εσύ λογιάζεις εύκαιρα τη νιότη σου να χάσεις και δίχως ταίριν όμορφο βούλεσαι να γεράσεις; Στράφου σ’ εκείνο το κλαδί. Δε δυο συντροφιασμένα περιστεράκια πώς φιλού περίσσ’ αγαπημένα. Τση ποταμίδας γροίκησε το πώς παραπονάται και με γλυκύ κιλαδισμό τσι πόνους τση δηγάται. Από κλαδί ως κλαδί πετά κι όπου κι αν κάτσει κλαίγει κι «εγώ αγαπώ, εγώ αγαπώ» σου φαίνεται και λέγει. Για το ταυρίν η αελιά μουγκάται και φωνιάζει κι η προβατίνα τον κριγιό μέρα και νύχτα κράζει. Η γιόχεντρα, όνταν αγαπά, ποσώς δε φαρμακεύγει, μα ’δώ κι εκεί το ταίρι τζη με προθυμιά γυρεύγει. Και τα λιοντάρια τ’ άπονα τη δύναμη του πόθου συχνότατα στο στήθος τως το θυμωμένο γνώθου. Μηδέ τα ψάρια στο γιαλό να στέκου δε μπορούσι παρά κι εκείν’ αλλήλως τως αγάπην αγροικούσι. Κι εσύ, Πανώρια, μοναχή λογιάζεις να ’χεις τόση δύναμη να μηδέ μπορεί πόθος να σε μερώσει;","Είντά = τι (ερωτ.) βούλεσαι = θέλεις γέρα = γεράματα, γερατειά γή = ή (διαζευκτικό) άθι = λουλούδι ζα = ζώα νογούσι = καταλαβαίνουν εύκαιρα = μάταια, άσκοπα (επίρρ.) ποταμίδας = αηδονιού αελιά = αγελάδα μουγκάται = μουγκρίζει (ερωτικά) γιόχεντρα = έχιδνα, οχιά φαρμακεύγει = δηλητηριάζει αγροικούσι = νιώθουν",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Ερωτοτροπίες γερόντων (Γ 265-336),"Η σκηνή που βρίσκεται ακριβώς στο μέσον του έργου είναι αυτή που κυρίως φέρει το κωμικό βάρος της ποιμενικής αυτής τραγικωμωδίας και λειτουργεί αντιστικτικά (ή εν μέρει ως παρωδία) στη σκηνή της ερωτικής εξομολόγησης του Γύπαρη προς την Πανώρια νωρίτερα. Ο Γιαννούλης και η Φροσύνη συνομιλούν, σε έναν απολαυστικό διάλογο γεμάτο σεξουαλικά υπονοούμενα αντλημένα από την πανίδα και τη χλωρίδα του τόπου, καθώς ο πρώτος φλερτάρει τη δεύτερη και αυτή αντιστέκεται με επιχείρημα την προχωρημένη ηλικία των… σαράντα χρόνων τους. ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ και ΦΡΟΣΥΝΗ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Τάχα και να κατέβηκε εδώ στη βρύση κάτω η γαίγα που μου ξέκοψε κι έφυγ’ εκ το μητάτο; Μα ’δώ δε φανερώνεται. Καλέ, κι είντα να γίνει; Οι λύκοι τρώσι μού τηνε στα δάση ανέν ξωμείνει. Μα τη Φροσύνη συντηρώ και θα τήνε ρωτήξω κι αν τύχει από του λόγου τση πού διάβη να γροικήξω. Είδες, Φροσύνη, μιαν κουρνή αίγ’ απού μου ’χε φύγει εκ το μητάτο σήμερο; ΦΡΟΣΥΝΗ Γείς λύκος τήνε πνίγει. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Αρμήνεψέ μου ’ς ποια μερά βρίσκεται για να σώσω κι αν είν’ ακόμη ζωντανή, μπορεί να τη γλυτώσω. ΦΡΟΣΥΝΗ Δεν εί’ μακρά και γλάκησε στο σπήλιον αποπάνω. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Κι είντα λογιάζεις; Ζωντανή τάχατες τήνε φτάνω; Μ’ ας δράμω το λοιπονιθές κι αν τύχει σκιας να φτάσω το κρες τση ακόμη αφάγωτο, να μην την ολοχάσω. ΦΡΟΣΥΝΗ Μηδέ γλακάς, μηδέ γλακάς κι εμασκαρεύτηκά σου· μα ’γώ δεν είδα σήμερο κιανένα από τα ζα σου. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Οι λύκοι δεν αλλάσσουσι τη γνώμη, σα γεράσου· γιαύτος κι εσύ δεν άφηκες τα κοπελίστικά σου. ΦΡΟΣΥΝΗ Γιαννούλη, ’ς τσι κακομοιριές τω γερατειών εμπήκα, ζωή και διάξες άλλαξα και τά θυμάσαι αφήκα. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Αν ούλα, ούλα αφήκες τα, τον πόθο σκιας, Φροσύνη, δε θες αφήσεις ώστε να ζεις, θωρώ, σ’ αληθοσύνη. ΦΡΟΣΥΝΗ Τον πόθο και την ερωτιά, Γιαννούλη μ’ αδερφέ μου, σα να μην είχα δει ποτέ σήμερο φαίνεταί μου. Οι χρόνοι και τα γερατειά την όρεξη μάς παίρνου, τσι γνώμε μας αλλάσσουσι κι άλλη ζωή μας φέρνου. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Ώστε απού να κρατεί τση γρες αδόντι στη μασέλα, πάντα λογιάζει να ’ν’ καλλιά παρά κιαμιά κοπέλα. ΦΡΟΣΥΝΗ Κατά τσι γράδες θες να πεις. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Όλες, μα την αλήθεια, κρεμνάτε τα μετά χαράς τ’ αντρός τα κολοκύθια. ΦΡΟΣΥΝΗ Θαρρείς, κι ογιατ’ εγέρασες κι εσύ και τσ’ αταξάδες δεν άφηκες τσι πρώτες σου, πως είν’ ετσά κι οι γράδες; ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Καλέ, δεν είσαι τόσα γρε. Δε με περνάς ποτέ σου τρεις χρόνους. Αλλά δείχνει σου κι απού την πορπατέ σου. ΦΡΟΣΥΝΗ Κι εσύ ’σαι πλειότερου καιρού παρ’ άθρωπο στην Κρήτη και μηδεσκιάς στο στόμα σου δεν έχεις τραπεζίτη· κι εμένα λέγεις πλια καιρού πως είμαι παρά σένα, απού κρατού τ’ αδόντια μου σα να ’σα σιδερένα; Σαράντα χρόνους πορπατώ, αμέ τα βάσανά μου ασπρίσανε παράκαιρα, σα βλέπεις, τα μαλλιά μου. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Ζιμιό άφησε τα βάσανα και πιάσ’ τον πόθο πάλι να δεις πώς ξανανιώνουσι τα πρωτινά σου κάλλη. ΦΡΟΣΥΝΗ Σαν ξεραθεί ο βασιλικός, Γιαννούλη, δε γυρίζει στην πρώτη ντου ομορφιά ποτέ, καλά και να μυρίζει. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Την αγκινάρα την ξερή εγώ ’δα να καρπίσει, ωσά τζη βάλει την κοπρέ κιανείς να τη σκαλίσει. ΦΡΟΣΥΝΗ Τέχνη πολλή και δύναμη και προκοπή μεγάλη θε να ’χει εκείνος ο γιωργός απού στο νου ντου βάλει να ξανανιώσει τα παλιά, καινούργια να τα κάμει, και μέρα νύχτα θα κοπιά χέρια και πόδι’ αντάμι. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΄Εδε γιωργός απ’ είχα ’σται να ξανανιώνω γράδες! τ’ αμπέλι σου εξανάνιωνα με τσι καταβολάδες! ΦΡΟΣΥΝΗ Η προκοσύνη σου η πολλή δείχνει σου εκ το ραβδί σου. Έτοια δουλειά, βαριόμοιρε, δεν είναι για τ’ ατζί σου. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Μηδέ θωρείς τα γέρα μου, μη βλέπεις τα μαλλιά μου, μα τήρηξε την όρεξη απ’ έχω στην καρδιά μου. ΦΡΟΣΥΝΗ Οι γέροντες κατέχω το πως όρεξη τσι σέρνει, μα τίβετας η μπόρεση να κάμου δε τζι φέρνει. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Το κυπαρίσσι όσο γερά τόσον αδυνατεύγει και το λιοντάρι πλειότερα στα γέρα του αγριεύγει. ΦΡΟΣΥΝΗ Κι άθρωπος όσον πλια γερά, χάνεται η δύναμή του κι όσο λιγότερα μπορεί πληθαίν’ η γιόρεξή του. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Τούτα τα λόγι’ ας πάψομε κι ας έρθομεν εις άλλο. Πότες μ’ αφήνεις μια φορά τα βούγια μου να βάλω να βοσκηθού, Φροσύνη μου, στην αποκαλαμέ σου με το πρεκάτσο σου κι εσύ και με τσι πλερωμές σου; ΦΡΟΣΥΝΗ Ως τοσεσάς να κείτουνται στο στρώμαν οι γιοχθροί σου κι απού την τόσην αρρωστιά να μη μπορά γυρίσου. Δεν είμαστε, Γιαννούλη μου, μπλιο μας για πελελάδες. Κακά ταιριάζει ο έρωτας, ξεύρε, με τσι ψαράδες. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Ακόμη δε μας ηύρασι τόσα πολλά τα γερά, να μηδέν κάνομε κι εμείς δυο αγώγια την ημέρα Εις τούτο θε να την αγκαλιάσει.","γαίγα = κατσίκα μητάτο = στάνη είντα = τι (ερωτ.) ξωμείνει = να διανυκτερεύσει έξω συντηρώ = βλέπω διάβη = πήγε γροικήξω = μάθω, ακούσω κουρνή = στο χρώμα της κουρούνας (ασπρόμαυρο) Γείς = ένας Αρμήνεψέ = συμβούλευσε, πες γλάκησε = τρέξε δράμω = τρέξω σκιας = τουλάχιστον, έστω κρες = κρέας εμασκαρεύτηκά = κορόιδεψα διάξες = συνήθειες ώστε = μέχρι γράδες = γριές αταξάδες = αταξίες πορπατέ = περπάτημα Ζιμιό = αμέσως καλά και να = αν και, μολονότι κοπρέ = κοπριά (ως λίπασμα) ατζί = πόδι· φρ. δεν είναι για τ’ ατζί μου: ξεπερνά τις δυνάμεις μου τήρηξε = δες γερά = γερνάει αδυνατεύγει = δυναμώνει βούγια = βόδια αποκαλαμέ = ό,τι μένει στο χωράφι μετά τον θερισμό των δημητριακών πρεκάτσο = όφελος πελελάδες = τρέλες ψαράδες = γκρίζα μαλλιά αγώγια = μεταφορές με υποζύγιο",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Άλλος ένας έρωτας χωρίς ανταπόκριση (Γ 481-532),"Ήδη από την πρώτη πράξη είχαμε ακούσει τον δεύτερο βοσκό του έργου, τον Αλέξη, να εκμυστηρεύεται στον Γύπαρη τον δικό του έρωτα για την Αθούσα. Τώρα προσπαθεί να τον εξομολογηθεί και στην ίδια, αλλά εισπράττει την άρνησή της, αφού και αυτή έχει αποφασίσει, όπως η φίλη της Πανώρια, να ζήσει ελεύθερη ζωή στο βουνό και στα δάση. ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΑΘΟΥΣΑ και ΑΛΕΞΗΣ ΑΛΕΞΗΣ Αθούσα, ξόμπλι τσ’ ομορφιάς, στολή τω βοσκοπούλω, να με γνωρίζεις κάτεχε για ’μπιστικό σου δούλο· όπου μ’ ορίζεις να ’ρχομαι κι όπου μου πεις να πηαίνω, στα όρη απάνω να γλακώ κι εις δάσητα να μπαίνω. Κι ανέν κι απάνω ’ς τσ’ ορανούς εμπόρου να πετάξω, με δίχως φόβο το ’κανα γι’ αγάπη σου, σου τάσσω. Μα ποιος περίσσος λογισμός, Αθούσα, γή έγνοια ποια ’λλη δίχως να γνώσεις σ’ έφερε στα δάση να σε βάλει; Άλλοι για σένα πορπατού, άλλοι για σε κοπιούσι, για σένα βασανίζουνται, για σε κακοπαθούσι· για σέναν ύπνο δε θωρού, για σέναν εί’ γνοιασμένοι και μέρα νύχτα βρίσκουνται με πάθη βαρεμένοι. Χίλιες φορές εγροίκησα για σε ν’ αναστενάζει ένας βοσκός και θάνατο πρικύτατο να κράζει. Δεν ημπορεί ν’ αναπαεί, μα κλαίγει και θρηνάται. Μα να σου πει πως χάνεται για λόγου σου φοβάται. ΑΘΟΥΣΑ Ποιος είν’ εκείνος ο βοσκός να του ’χω πλήσα χάρη απού για μέν’ ανάπαψη δεν ημπορεί να πάρει; Κι ογιάντα την αγάπη ντου φοβάται να μου δείξει και πλερωμή του τόσου του πόθου να μου ζητήξει; ΑΛΕΞΗΣ Καλά και να ’ναι αμέτρητος ο πόθος του, σ’ ετόση τρομάρα πέφτει ο ταπεινός πάσα όντε σου σιμώσει απού τρομάσσει και δειλιά να πει το πως για σένα στον κόσμο βασανίζεται παρ’ άθρωπο κιανένα. Μ’ αν έξευρες τα πάθη του, λογιάζω κι απατή σου παρηγορήσειν ήθελες τούτο το δουλευτή σου. Σαν ξεχαημένος πορπατεί, δεν τρώγει, δεν κοιμάται, μα κλαίγει και τση τύχης του πολλά παραπονάται. Μιαν ώρ’ απού τα χείλη του δε λείπει τ’ όνομά σου κι εις την καρδιά ζγουραφιστή βαστά την ομορφιά σου. Πάσα δουλειά αλησμόνησε και το κουράδι αφήκε στου πόθου τα μπερδέματα την ώραν απού εμπήκε. Κι εγώ, γιατί ’μαι φίλος σου, μου φάνηκε ν’ αφήσω τη ’ντήρηση σε μια μερά να σου το μολογήσω παρακαλώντας σε πολλά, νεράιδα μου, τ’ αζάπη να του μακρύνεις τη ζωή με τη δική σου αγάπη. ΑΘΟΥΣΑ Κι εγώ ήθελα γι’ αγάπη μου να του ’χες πει να βάλει τον πόθο και ’α’ ολπίδες του σε κορασίδαν άλλη. Τούτο το πράμα το ζιμιό να κάμεις επεθύμου, γιατί καλά κατέχεις τη, θαρρώ, την όρεξή μου. ΑΛΕΞΗΣ Μα την αλήθεια, επάσκισα περίσσα να του βγάλω με κάθα στράτα εκ την καρδιά τέτοιας λογής μεγάλο πόθο, μα εκόπιουν εύκαιρα. ΑΘΟΥΣΑ Κι εύκαιρα μετά μένα κοπιάς, Αλέξη, κάτεχε. Γιατί ποτέ κιανένα δε θέλω γι’ άντρα μου ποσώς κι όποιος κι α με γυρεύγει για τέτοιο πράμ’ απού μου λες στα δάσητα ψαρεύγει. ΑΛΕΞΗΣ Τούτα τα λόγια τα ’πασι κι άλλες πολλές, Αθούσα, κι εις το ’στερο επαντρεύγουντα κι όλα τ’ αλησμονούσα. ΑΘΟΥΣΑ Ομπρός ο ήλιος ο λαμπρός το φως του θέλει χάσει κι οι ορανοί θέλου χαθεί κι η γης θέλει χαλάσει κι ομπρός ετούτο το κορμί θέλει βρεθεί στον Άδη παρά να σμίξει με βοσκό γή μ’ άλλον άντρα ομάδι.","ξόμπλι = πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση στολή = στολίδι, καμάρι ’μπιστικό = έμπιστο γλακώ = τρέχω γή = ή (διαζευκτικό) θωρού = βλέπουν κράζει = φωνάζει ογιάντα = γιατί (ερωτ.) Καλά και να = αν και, μολονότι πάσα όντε = κάθε φορά που σιμώσει = πλησιάσει απατή σου = εσύ η ίδια δουλευτή = δούλο ξεχαημένος = αφηρημένος ζγουραφιστή = ζωγραφισμένη κουράδι = κοπάδι ’ντήρηση = δισταγμό, φόβο αζάπη = ταλαίπωρου, δυστυχή [ο αζάπης] ζιμιό = αμέσως κατέχεις = γνωρίζεις εκόπιουν = κόπιαζα εύκαιρα = μάταια (επίρρ.) κι εις το ’στερο = και στο τέλος ομπρός = πιο πριν",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Έρωτας φυτεμένος στην καρδιά (Γ 595-612),"Καθώς ο διάλογος του Αλέξη με την Αθούσα συνεχίζεται, ο νεαρός χρησιμοποιεί για να τη συγκινήσει μια μεταφορική εικόνα με μακρά ιστορία στην αναγεννησιακή λογοτεχνία: αυτήν του έρωτα ως δέντρου φυτεμένου στην καρδιά. ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΑΘΟΥΣΑ και ΑΛΕΞΗΣ ΑΘΟΥΣΑ Δεν όρπιζ’ από λόγου σου τα μου ’πες να γροικήσω, γιατί σ’ εκράτου ευγενικό σαν κορασά, να ζήσω. Για κείνο δίχως ’ντήρηση σ’ είχα στη συντροφιά μου, μα ’δά θωρώ το σφάλμα μου και καίγετ’ η καρδιά μου. Καλά το λεν κι όντα θωρεί τον ποταμό πως τρέχει κιανείς σιγά, όσο μπορεί πρέπει απ’ αυτόν ν’ απέχει. Με τσ’ έξοδές μου σήμερο, καθώς θωρώ, μαθαίνω τους άντρες όλους να μισώ και να τσ’ απομακραίνω. Μα πότες τέτοιος λογισμός, πότες η έγνοι’ αυτείνη, Αλέξη, σου γεννήθηκε; ΑΛΕΞΗΣ Μα την αληθοσύνη, απόσταν ήμουνε μικρός σ’ εβάστου φυτεμένη μέσα στα φύλλα τση καρδιάς κι είχα ζωή κριμένη. Κι αγάλια αγάλια επλήθυνε ο πόθος μετά μένα σα να ’χαν είσται δυο δεντρά ομάδι φυτεμένα. Έκαμε κλώνους τρυφερούς και ρίζες στην καρδιά μου κι επεριμπλέχτη σαν κισσός μέσα στα σωθικά μου. Για τούτο να ξεριζωθεί δεν ημπορ’ οξ’ ομάδι με την καημένη μου ψυχή, όντα διαβεί στον Άδη.","όρπιζ = ήλπιζα γροικήσω = ακούσω εκράτου = θεωρούσα ’ντήρηση = δισταγμό θωρώ = βλέπω έξοδές = παθήματα κριμένη = βασανισμένη οξ’ = εκτός ομάδι = μαζί όντα = όταν",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Ατίθασες βοσκοπούλες (Δ 1-44),"Στην αρχή της τέταρτης πράξης, το τμήμα στο οποίο, σύμφωνα με τη θεατρική θεωρία, θα φτάσει η πλοκή σε αδιέξοδο και θα πρέπει να ξετυλιχτεί το κουβάρι προς τη λύση της, ο Γιαννούλης μπαίνει αναπολώντας με παράπονο τα ερωτικά του νιάτα, τα οποία έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Εντωμεταξύ, πλησιάζει η Πανώρια με την Αθούσα, αμετακίνητες ακόμη στην άποψή τους να μη θέλουν ερωτική σχέση με άντρες. ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, ΠΑΝΩΡΙΑ και ΑΘΟΥΣΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Αλλότες, όντεν ήμου νιος κι ήμουνε κοπελιάρης, τη δύναμή μου είχα κι εγώ σαν πάσα παλληκάρι. Δεξιώτης ήμουνε καλός κι αγάπου το κυνήγι και με το γλάκι μου λαγό δεν άφηνα να φύγει. Με τα λιοντάρια εμάλωνα, κι άλλα θεριά περίσσα θυμούμαι πως εσκότωνα, άγρια ως θέλ’ ας ήσα. Είχασιν όρεξη πολλή και πεθυμιά μεγάλη οι κορασίδες να θωρού τα ονόστιμά μου κάλλη. Είχα πολλές αγαφτικές, σαν είν’ τω νιω δοσμένο· κι ως κι οι νεράιδες μ’ είχασι περίσσ’ αγαπημένο. Μα πώς εκαταστάθηκα τώρα στα γερατειά μου! Επέσασι τ’ αδόντια μου κι ασπρίσα τα μαλλιά μου, το πρόσωπό μου εζάρωσε κι όλος εκατσουνιάσα· εμαύρισεν η γιόψη μου, τα μάτια μου ετσιμπλιάσα κι οι κορασές μ’ οργίζουνται και δε μπορά με δούσι και τσ’ ασκημιές μου τσι πολλές φεύγουσι και μισούσι! Κι ιδέτε σ’ είντα μ’ ήφερε η μοίρα μου η γιαδέξα! Ως κι η Φροσύνη μού ’καμε σήμερο κουκορέξα! Μα την Πανώρια συντηρώ με την Αθούσα πάλι· τίβοτας εδοξέψασι, γιαταύτος μια την άλλη σέρνει λινά και ξέλινα. Βάνουν το αψά κι αυτείνες το κέρατο αποπίσω τως σαν και τσι προβατίνες. ΑΘΟΥΣΑ Σ’ ό,τι έδειξες, Πανώρια μου, του Γύπαρη παινώ σε και να μην έχεις λύπηση σ’ αυτό παρακαλώ σε. Γιατί θωρώ πως όλοι τους θέλουν την εντροπή μας κι ολημερνίς γυρεύγουσι να πάρουν την τιμή μας· κι ωσά μάσε κομπώσουσι, ζιμιό μάσε μισούσι και ζωντανές στα μάτια τως δε θέλου να μας δούσι. Σαν το λαγό π’ ολημερνίς ο κυνηγός ζυγώνει στο περιβόλι, στα βουνιά, στην κάψα κι εις το χιόνι και δε βαριέται κούραση, δε θέλει να σκολάσει, μα παραδέρνει και κοπιά ώστε να τόνε πιάσει κι ωσάν τον πιάσει, ρίχνει τον και δεν τόνε χρειάζει κι εις τσ’ άλλους απού φεύγουσι τα πόδια του σπουδάζει, έτσι το κάνουσι κι αυτοί: κοπιού και παραδέρνου κι ολημερνίς για λόγου μας σε χίλια πάθη μπαίνου ώστε να μας κομπώσουσι και τότες λησμονούσι τον πόθο μας κι εις άλλη ναι γυρεύγουσι να μπούσι. ΠΑΝΩΡΙΑ Ξεύρω το πως με την καρδιά κιαμιά δεν αγαπούσι, μα να μάσε κομπώσουσι πάσκουσι και κοπιούσι, Αθούσα, σαν το λες εσύ, μα κάτεχε από μένα το πως αγάπη μπιστική αν είχα γνωρισμένα να ’τον αυτή του Γύπαρη, εγώ μ’ όλον εκείνο σε βρόχια κιανενός αντρός να πέσω δεν αφήνω.","κοπελιάρης = νέος (άνδρας) πάσα = κάθε Δεξιώτης = τοξότης γλάκι = τρέξιμο εκατσουνιάσα = καμπούριασα γιαδέξα = κακή κουκορέξα = ιδιοτροπίες συντηρώ = βλέπω εδοξέψασι = σημάδεψαν με το τόξο γιαταύτος = γι’ αυτόν τον λόγο σέρνει λινά και ξέλινα = σέρνει τα κυνηγετικά δίχτυα κομπώσουσι = ξεγελάσουν ζιμιό = αμέσως ζυγώνει = κυνηγά κάψα = πολλή ζέστη παραδέρνει = ταλαιπωρείται κοπιά = κοπιάζει ώστε = μέχρι που σπουδάζει = τρέχει, βιάζεται βρόχια = παγίδα",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Η σκηνή της ηχούς – προφητεία της νεράιδας (Δ 147-190),"Ενώ βρισκόμαστε στην τέταρτη πράξη και οι νεαρές βοσκοπούλες Πανώρια και Αθούσα επιμένουν να μη θέλουν ερωτικές δεσμεύσεις, οι ερωτευμένοι μαζί τους βοσκοί Γύπαρης και Αλέξης καταφεύγουν στη βοήθεια της ηλικιωμένης Φροσύνης, που τους οδηγεί στο σπήλαιο μιας νεράιδας η οποία θα τους συμβουλεύσει να θυσιάσουν στη θεά Αφροδίτη, προκειμένου να πετύχουν την επιθυμητή μεταστροφή των κοριτσιών. ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΓΥΠΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΗΣ και ΦΡΟΣΥΝΗ ΦΡΟΣΥΝΗ Οι λύκοι με τα πρόβατα θωρώ πως ζιου κι εκείνα με χορταράκια δροσερά ζυγώνουσι την πείνα. Αμ’ η γιαγάπη κλάηματα τρώγει και δε χορταίνει, γιαταύτος κακορίζικος είν’ όποιος ’ς πόθο μπαίνει. Βοσκοί φτωχοί, σκολάσετε το κλάημα και το θρήνο, γιατί θωρώ πως είμεστα σιμά στο σπήλιο εκείνο απ’ η νεράιδα κάθεται χωσμένη κι όποιος θέλει να μάθει ανέναι και καλό γή και κακό του μέλλει να ’χει τήνε ρωτά κι αυτή ζιμιό του προφητεύγει και πώς να διάξει το κακό να φύγει τ’ αρμηνεύγει. Σιμώσετε κι εσείς οι δυο, ζιμιό ρωτήξετέ τη και να σας δώσει απόκριση παρακαλέσετέ τη, ανέναι κι εις τον πόθο σας τέλος καλό θωρείτε κι είντά ’χετε να κάμετε για να λευτερωθείτε. ΓΥΠΑΡΗΣ Άξοι δεν είμεσταν εμείς ν’ ακούσει τη μιλιά μας, μα συ, Φροσύνη, πε τση τα τα πάθη τα δικά μας. ΑΛΕΞΗΣ Φροσύνη, εσύ το λοιπονίς για μας προσκύνησέ τη και για το τέλος και τω δυο σ’ αγάπης ρώτηξέ τη. Γιατί ’ν’ η κόρη ντροπιαρά πολλά, ’ς καθώς γροικούμε, κι εμάς να μην αφουκραστεί μιλώντας τση ’ντηρούμαι. ΦΡΟΣΥΝΗ Καλά το λέγεις, μα κι εσείς για να τσ’ αφουκραστείτε το τι έχει να μ’ αποκριθεί σιμότερα συρθείτε. Τότε πάγει σιμά εις το σπήλαιο η Φροσύνη και λέγει παρακαλώντας τη Νεράιδα. ΦΡΟΣΥΝΗ Νεράιδα μου ομορφότατη, νεράιδα πλουμισμένη, οπού ’σαι ’ς τούτο τ’ όμορφο σπήλαιο κατοικημένη, δυο κορασίδες όμορφες τούτ’ οι φτωχοί αγαπούσι και πλερωμή στον πόθο ντως πε τως άνε θωρούσι. ΝΕΡΑΪΔΑ Θωρούσι. ΦΡΟΣΥΝΗ Κι ογιά να τήνε δου γοργό είντα τως κάνει χρεία; δάκρυα και κλάηματα σ’ αυτές γή τση θεάς θυσία; ΝΕΡΑΪΔΑ Θυσία. ΦΡΟΣΥΝΗ ’Σ τσι δυο ναούς τσι θαυμαστούς, απ’ έχει ο Ψηλορείτης, σε ποιο να θυσιάσουσι; στου Ζευς γή τσ’ Αφροδίτης; ΝΕΡΑΪΔΑ σ’ Αφροδίτης. ΓΥΠΑΡΗΣ Νεράιδα, πε μου άλλη μια καλύτερα τ’ αζάπη ποια μέλλει να ’χει πλερωμή η εδική μου αγάπη; ΝΕΡΑΪΔΑ Αγάπη. ΓΥΠΑΡΗΣ Αγάπη! Ποια χαρά γροικώ! Πάθη μου περασμένα, τώρα μου φαίνεστε γλυκιά κι ανάπαψη σ’ εμένα. ΑΛΕΞΗΣ Κι εμέναν η Αθούσα μου, νεράιδα πλουμισμένη, τάχα σαν έχω πεθυμιά, στην αγκαλιά μου μπαίνει; ΝΕΡΑΪΔΑ Μπαίνει. ΦΡΟΣΥΝΗ Βοσκοί, μην την πειράζομε πλειότερα, στο Θεό σας· σώνει σας κι εγροικήξετε καλά το ριζικό σας. Σωπάσετε, σωπάσετε, γιατί θωρώ ο πρεσβύτης εβγήκε απού το ναόν ετούτο σ’ Αφροδίτης. Ας πάμε να τον κάμομε τον πόθο σας να γνώσει κι αυτός μπορεί με τη θεά βοήθεια να σας δώσει. Μα πέτε του χαρίσματα πως δίδετέ του πλήσα, γιατί κι αυτοί το σήμερο σαν όλους ακριβίσα.","θωρώ = βλέπω ζυγώνουσι = διώχνουν γιαταύτος = γι’ αυτόν τον λόγο σκολάσετε = σταματήστε χωσμένη = κρυμμένη να ’χει τήνε ρωτά = θα τη ρωτά, πρόκειται να τη ρωτά ζιμιό = αμέσως διάξει = συμπεριφερθεί αρμηνεύγει = συμβουλεύει Σιμώσετε = πλησιάστε ’ντηρούμαι = φοβάμαι αφουκραστείτε = ακούστε πλερωμή = ικανοποίηση, ανταμοιβή είντα = τι (ερωτ.) αζάπη = ταλαίπωρου γροικώ = νιώθω πλουμισμένη = ωραία πρεσβύτης = ιερέας πλήσα = πολλά ακριβίσα = έγιναν ακριβότεροι",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Η θεά του έρωτα (Δ 351-392),"Στο τέλος της τέταρτης πράξης έχουν δρομολογηθεί οι εξελίξεις που θα οδηγήσουν στο αίσιο τέλος στην πέμπτη πράξη. Οι δύο ερωτευμένοι και απελπισμένοι νέοι βοσκοί, με την καθοδήγηση μιας νεράιδας, έχουν καταφύγει στον ιερέα της Αφροδίτης, που τους υπέδειξε ποιες θυσίες και προσφορές πρέπει να κάνουν στη θεά για να τους βοηθήσει, ενώ προσεύχεται και ο ίδιος σ’ αυτήν. Τότε εμφανίζεται η θεά για να δώσει εντολή στον γιο της Έρωτα να δράσει. ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ της Αφροδίτης, ΓΥΠΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΗΣ και ΦΡΟΣΥΝΗ ΘΕΑ Στον ορανόν ανέβηκα κι ήρθασι στο θρονί μου, εκεί απού κάθομέστανε κι οι δυο με το παιδί μου, τα παρακάλια σας, βοσκοί, κι εσέν’, άγιε πρεσβύτη, κι εις λύπησην εβάλασι πάσα λογής πλανήτη. Κι εγώ θωρώντας δίκαιες πως είναι οι πεθυμιές σας και πλήσον πόθον έχετε ’ς τούτες τες λυγερές σας, απάκουσά σας και τω δυο κι ήρθα να σάσε δώσω θαράπαψη και πλερωμή στον πόθο σας τον τόσο. Μηδέν πρικαίνεστε λοιπό, μ’ από καρδιάς χαρείτε, γιατί το τέλος σήμερο του κόπου σας θωρείτε. Σήμερο ξεύρετε, φτωχοί, παύτου τα κλάηματά σας και σήμερο τελειώνουσι τα παραδάρματά σας· σήμερ’ αθεί η γιαγάπη σας κι ο πόθος ο δικός σας και τον καρπό τση πεθυμιάς μαζώνετε κι οι δυο σας. Σήμερο στην αγκάλη σας θέλετε δει να μπούσι γιαγαφτικές σας και πολλά γλυκιά να σας φιλούσι, συμπάθιο να ζητήξουσι τως θέλετε γροικήσει, ανέν και πείραξη ποτέ σάς δώκασι και κρίση. Τούτη την ώρα ξαργιτού, ξεύρετε θέλω πέψει τον Έρωτα, τον ακριβό γιο μου, να τσι δοξέψει· να κάμει να γυρίσουσι σ’ αγάπη την καρδιά ντως, σε πόθο κι εισέ πεθυμιά πολλή την όχθρητά ντως. Έρωτα, υγιέ μου, το λοιπό άγωμε, γύρεψέ τσι κι όσο μπορείς αδυνατά σύρε και δόξεψέ τσι· τα σωθικά τως πλήγωσε κι άψε τως την καρδιά ντως, το νου ντως παραλόγισε κι έπαρε την εξά ντως· κι εις τσ’ έξοδές τως και τσι δυο κάμε τσι να γνωρίσου πόση μεγάλη και πολλή είν’ η γεμπόρεσή σου· το φόβο τώσε ζύγωξε κι αποκοτιά τώς δώσε· την εντροπή τως έπαρε ζιμιό, παρακαλώ σε, και δείξε τωνε φανερά το πως χαρά σαν κείνη δεν είναι σαν όντας σμιχτεί τ’ αντρόγυνο στην κλίνη. Άμε λοιπό προθυμερά κι ωσάν τέσε δοξέψεις, στα ύψη πάλι τ’ ορανού έλα να με γυρέψεις. Εγώ γυρίζω πάλι εκεί κι εσέ την έγνοι’ αφήνω κι ετούτους τους αγαφτικούς σ’ εσέ τους παραδίνω. ΕΡΩΤΑΣ Το θέλημά σου να γενεί, θεά χαριτωμένη, κυρά ακριβή και μάννα μου, περίσσ’ αγαπημένη. Πρίχου μισέψεις αποδώ, πάγω να τσι ξεδράμω όπου κι αν είναι, σήμερο τό μ’ όρισες να κάμω. Εις τούτο μισεύγει ο Έρωτας και ΟΙ ΔΥΟ ΒΟΣΚΟΙ λέσιν ομάδι: Στη χάρη απού μας άξωσες, θεά, σου φκαριστούμε· πάντα σε θέλομε τιμά και να σε προσκυνούμε.","πρεσβύτη = ιερέα πάσα λογής = κάθε είδους θωρώντας = βλέποντας λυγερές = κοπέλες θαράπαψη = α) θεραπεία, γιατρειά, β) ανακούφιση, παρηγοριά πλερωμή = ανταμοιβή παραδάρματά = ταλαιπωρίες συμπάθιο = συγγνώμη γροικήσει = ακούσει κρίση = βάσανο, μαρτύριο ξαργιτού = επίτηδες, γι’ αυτόν τον λόγο θέλω πέψει = θα στείλω άγωμε = πήγαινε άψε = άναψε εξά = εξουσία έξοδές = παθήματα ζύγωξε = διώξε αποκοτιά = θάρρος ζιμιό = αμέσως τέσε = τις (αυτές) δοξέψεις = τοξεύσεις Πρίχου = πριν μισέψεις = φύγεις ξεδράμω = φτάσω (;)",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Μονόλογος του Έρωτα (Ε 1-38),"Η πέμπτη πράξη του ποιμενικού έργου, η πράξη της «λύσης» της πλοκής και του αίσιου τέλους, ξεκινά με έναν μονόλογο του προσωποποιημένου Έρωτα, ο οποίος νωρίτερα είχε πάρει εντολή από τη μητέρα του Αφροδίτη να δράσει υπέρ των ερωτευμένων βοσκών. Στον μονόλογό του, από τον οποίο θα δούμε τους 38 πρώτους στίχους, καμαρώνει για τις ιδιότητές του και για τον ρόλο που παίζει στη ζωή των ανθρώπων. ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΕΡΩΤΑΣ μοναχός Άθρωπος κρίνω ζωντανός στη γης να μη γυρίζει, να μη μιλεί κακό για με και να μηδέ με βρίζει. Όλοι με κράζουν άπονο κοπέλι δίχως γνώση κι αν εμπορούσα θάνατο εθέλασι μου δώσει. Λέσι πως οι σαΐτες μου, τούτες οι χρουσωμένες, απού δοξεύγου τσι καρδιές, πως εί’ φαρμακεμένες. Συναφορμάς μου σκοτωμοί, πολέμοι και θανάτοι δηγούνται πως η θάλασσα κι η γης είναι γεμάτη. Πάθος με κράζου τση καρδιάς και βάρος μολυβένιο απ’ ευκαιριά κι αναμελιά στον κόσμο γεννημένο. Ντροπή με λε στα γερατειά και χαλασμό στη νιότη, της εντροπής προξενητή και τση τιμής προδότη. Άδικον έχουσι πολύ να με καταφρονούσι, μα ’γω δεν τως οργίζομαι σ’ ό,τι κι α θε να πούσι, γιατί δεν ξεύρουσι ποσώς το τι λαλού για μένα, μηδ’ ως εδά δεν έχουσι ποιος είμαι γνωρισμένα. Ο κόσμος πρίχου να σταθεί εγώ ’μαι γεννημένος, θεός απάνω ’ς τσ’ ορανούς περίσσα μπορεμένος· θεός απ’ όλους τσι θεούς κάνω συχνιά και τρέμου στη δύναμή μου την πολλή, μηδέ κακό ποτέ μου δεν έκαμα, μα μαλλιοστάς καλό ποτέ κιανένα δεν έχει αρχή, μηδέ κακό τέλος παρά ’πό μένα. Συναφορμάς μου σε χαμόν ο κόσμος δε γυρίζει, μα πάσα πράμα θρέφεται, αθεί και λουλουδίζει. Εγώ δεν είμαι τσ’ εντροπής μεσίτης, σα με λέσι, αμ’ είμαι τση τιμής βουλή, τέλος, αρχή και μέση. Το νου φωτίζω τω χοντρώ, τσι πελελούς φρονεύγω, διατάσσω τους ευγενικούς, τσ’ ακάτεχους οδεύγω. Συναφορμάς μου οι λογισμοί τω χοντρικώ ψιλαίνου, στα ύψη τ’ ορανού πετού κι απάνω πλια ’νεβαίνου. Τα έργα μου τσι διαφορές τω βασιλιάδω σάζου και τσ’ όργητές τως παύτουσι και τσι μαλιές σκολάζου. Μηδέναν οι σαΐτες μου ποτέ δε θανατώνου, μάλλιος γλυκιά κι απαλαφρά πάσα καρδιά πληγώνου για να ’ναι αγάπη πάντοτες κι ο κόσμος να πληθαίνει κι ο θάνατος να μη μπορεί τσ’ αθρώπους να λιγαίνει· κι όσ’ απ’ αυτό χαθούσινε, τόσ’ από με γεννιούνται κι απού τον κόσμο μοναχάς για τούτο δεν ξοφλιούνται.","κρίνω = νομίζω, θεωρώ κράζουν = ονομάζουν Συναφορμάς μου = εξαιτίας μου ευκαιριά = σύμπτωση καταφρονούσι = περιφρονούν, κατακρίνουν λαλού = λένε εδά = τώρα πρίχου = πριν μπορεμένος = ικανός, δυνατός μαλλιοστάς = αντίθετα, απεναντίας βουλή = επιθυμία χοντρώ = αγροίκων, απαίδευτων (γεν. πληθ.) πελελούς = τρελούς ακάτεχους = άπειρους, ακατατόπιστους οδεύγω = καθοδηγώ χοντρικώ = αγροίκων, απαίδευτων ψιλαίνου = λεπταίνουν (πνευματικά), εξευγενίζονται σάζου = διευθετούν μαλιές = έριδες, φιλονικίες μάλλιος = μάλλον, αντίθετα λιγαίνει = να μειώνει (αριθμητικά) ξοφλιούνται = εξαφανίζονται",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Η μεταστροφή της Πανώριας (Ε 75-114),"Στη δεύτερη σκηνή της πέμπτης πράξης, στην οποία βρισκόμαστε τώρα, η ανυπόταχτη μέχρι πρότινος οπαδός της Άρτεμης, Πανώρια, βρίσκεται πλήρως υποταγμένη στα βέλη που της έστειλε ο Έρωτας και μετανιώνει πικρά για όσα βάσανα έχει προκαλέσει στον ερωτευμένο μαζί της Γύπαρη. Το μόνο που επιθυμεί πια είναι να του ζητήσει συγγνώμη. ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΩΡΙΑ και ΑΘΟΥΣΑ ΠΑΝΩΡΙΑ Ποιοι λογισμοί εγεννήθησα, Αθούσα, στην καρδιά μου κι είναι λίγη ώρα απού γροικώ κι άφτου τα σωθικά μου; Η δύναμή μου εχάθηκε κι η ψη μου απολιγαίνει κι από το στήθος μου αναπνιά σαν πρώτας πλιο δε βγαίνει. Τα μέλη μου όλα κόβγουνται κι είναι απονεκρωμένα κι ο λογισμός μου, κάτεχε, δεν είναι μετά μένα. Τρέμω και δεν κατέχω πώς να σου το ’μολογήσω· κι είντα να κάμω στη φορά ετούτη θα ρωτήσω. Μα ’χοντας θάρρρος εις εσέ σα να ’σουν αδερφή μου, να σου ξαγορευτώ πρεπό είναι την παιδωμή μου. Αποταχιάς στο σπίτι μας κάθοντας μετά σένα τα βάσανα εθυμήθηκα απόχω καμωμένα του Γύπαρη και το ζιμιό άρχιζα ν’ ατιμάζω τη γνώμη μου κι αλύπητη πολλά να τήνε κράζω λέγοντας: δεν είναι πρεπό τούτος ο νιος για μένα να μηδέν έχει ανάπαψη στον κόσμο γνωρισμένα. Πώς είναι μπορεζάμενο για λόγου μου να δώσει τέλος κακό γείς άγγουρος με παιδωμή του τόση; γείς απού μ’ αγαπά πολλά κι έχει με σαν την ψη ντου και τη ζωή μου πεθυμά πλια παρά τη δική ντου; Μα ’δά θ’ αρχίσω να παινώ πλήσα την ομορφιά ντου, να ρέγομαι τα ήθη του και την προπατηξά ντου. Μα τι θα λέω παραμπρός; Τότες εδοξευτήκα τα σωθικά μου το ζιμιό κι εις την αγάπη εμπήκα. Και τώρ’ αγνώριστες φωτιές και πάθη ακάτεχά μου καίσι και βασανίζουσι τη δόλια την καρδιά μου· κι ωσάν το ξύλο το χλωρό την ώραν απ’ αρχίζει να καίγεται συχνοκτυπά και το νερό στραγγίζει, τέτοιας λογής το στήθος μου κτυπά κι αναστενάζει και δάκρυα στάσσει εκ τη φωτιά των αμματιώ απού διάζει. Κι ο ξεχαημένος λογισμός στην παίδα μου την τόση βουλή καλή μηδεκιαμιά δεν ξεύρει να μου δώσει. «Γλάκα» μου λέγει μοναχάς, «συμπάθιο ζήτηξέ του και να ’χει λύπηση σ’ εσέ, με δάκρυα μίλησέ του». Και τώρα πεθυμιά πολλή έχω να του μιλήσω, στα βάσανα που τ’ άξωσα συμπάθιο να ζητήσω. Άφτω, κρυγιαίνω, καίγομαι, τρομάσσω και φοβούμαι, αποκοτώ και χάνομαι και δεν κατέχω πού ’μαι. Αθούσα, δώσ’ μου εσύ βουλή, πε μου πού θες να δώσω και τη ζωή μου σήμερο πώς να τήνε γλυτώσω;","γροικώ = νιώθω άφτου = ανάβουν (μεταφ., εδώ προκ. για ερωτική επιθυμία) ψη = ψυχή απολιγαίνει = λιποθυμά πλιο = πια, πλέον ξαγορευτώ = εξομολογηθώ παιδωμή = ταλαιπωρία Αποταχιάς = προ ολίγου ατιμάζω = κατηγορώ ανάπαψη = ηρεμία, ησυχία μπορεζάμενο = μπορετό, δυνατό γείς = ένας, κάποιος άγγουρος = νέος ρέγομαι = επιθυμώ ακάτεχά = που δεν τα γνώριζα διάζει = ενεργεί, δρα ξεχαημένος = χαλαρωμένος, χωρίς αυτοσυγκέντρωση παίδα = βάσανο, μαρτύριο βουλή = συμβουλή Γλάκα = τρέξε συμπάθιο = συγγνώμη άξωσα = υπέβαλα αποκοτώ = τολμώ, παίρνω θάρρος κατέχω = γνωρίζω δώσω = ορμήσω",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Η δύναμη του έρωτα (Ε 187-200),"Αφού τα βέλη του Έρωτα έχουν αθεράπευτα πληγώσει και τις δυο βοσκοπούλες που μέχρι τώρα τον αρνούνταν με πάθος, η ηλικιωμένη Φροσύνη βρίσκεται αντιμέτωπη με νέα προβλήματα: πρέπει τώρα να βοηθήσει τις απελπισμένες κοπέλες· και καθώς συζητάει μαζί τους και βλέπει τη μεταστροφή τους, δεν μπορεί παρά να υμνήσει τη δύναμη του Έρωτα. ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΦΡΟΣΥΝΗ, ΠΑΝΩΡΙΑ και ΑΘΟΥΣΑ ΦΡΟΣΥΝΗ Έρωτα, δίκιε γδικιωτή, τάχα να το κατέχεις πως τόση δύναμη βαστάς και τόση χάρην έχεις; Έρωτα, πρέπει να σε λε τω σκληροκάρδω χάρο, των κορασίδω διαταό, ραβδί των πεισματάρω. Έρωτα, την περίσσα σου κι άμετρη δικιοσύνη πρέπει όλοι να την προσκυνού, μα την αληθοσύνη. ΠΑΝΩΡΙΑ Είντα δηγάσαι μέσα σου και σεις την κεφαλή σου; ΦΡΟΣΥΝΗ Τα λόγια τ’ αποταχινά θυμούμαι τσ’ εμαυτής σου. Τάχα να σμίξα τα βουνιά και να ’ρθασι τα ψάρια να βοσκηθούσι σήμερον εις τσ’ Ίδας τα χορτάρια; ΠΑΝΩΡΙΑ Τούτα κι άλλα πολλά ’λεγα, μα ’δα τά μεταγνώθω, γιατ’ άλλην εις τα σωθικά φωτιά και λάβρα γνώθω. Εδά πιστεύγω τσι καημούς, εδά την πρικαμένη τύχη γνωρίζω μιας καρδάς, του πόθου βαρεμένη.","γδικιωτή = εκδικητή κατέχεις = γνωρίζεις λε = λένε διαταό = αυτόν που διατάζει [ο διαταός] Είντα = τι (ερωτ.) σεις = κουνάς αποταχινά = προηγούμενα μεταγνώθω = μετανιώνω βαρεμένη = πληγωμένη",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Οι βοσκοπούλες επιθυμούν τον γάμο (Ε 253-274),"Ενώ τα πράγματα οδηγούνται προς το αίσιο τέλος, μετά τη θαυματουργή επέμβαση των βελών του Έρωτα, η Πανώρια προσποιείται στον πατέρα της ότι ενδίδει να παντρευτεί μόνο για να του κάνει το χατίρι. Ο Γιαννούλης δίνει την ευχή του και στις δύο κοπέλες να παντρευτούν τους αγαπημένους τους. ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, ΠΑΝΩΡΙΑ, ΑΘΟΥΣΑ και ΦΡΟΣΥΝΗ ΠΑΝΩΡΙΑ Κύρη μου, ξεύροντας το πως όποιες δεν αφουκρούνται τα λόγια τω γονέω ντως ογλήγορα χαλούνται, ελόγιασα το Γύπαρη να πάρω, σαν ορίζεις, άντρα μου, απήτις νιο καλό κι άξο τόνε γνωρίζεις. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Αρέσει μου, Πανώρια μου, να κάμεις τη βουλή μου και θέλεις έχεις πάντα σου, κάτεχε, την ευκή μου. Ξεύρε, πολλά μ’ επρίκανες, μ’ ας εί’ συμπαθισμένο. Τούτο ’ναι να το κάνουσι των κορασώ δοσμένο. Κι εσύ με τον Αλέξη σου είντά ’χεις καμωμένα; Αθούσα μου, άφησ’ τα πολλά και γροίκησέ μου εμένα. Σαν τον Αλέξη, κάτεχε, ποτέ σου δε θες πάρει πλούσο, καλό και φρόνιμο κι όμορφο κοπελιάρη. Βλέπεσαι μόνο στο ’στερο μηδέν το μετανοιώσεις κι απού την πρίκα θάνατο εις το κορμί σου δώσεις. ΑΘΟΥΣΑ Απήτις η Πανώραια το Γύπαρη θα πάρει, θέλω κι εγώ το λοιπονίς τούτο τον κοπελιάρη· κι εσένα δίδω την εξά το πράμα να τελειώσεις κι ωσάν παιδί σου να ’μουνε τ’ Αλέξη να με δώσεις. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ Ω! την ευκή μου να ’χετε. Ας πάμε να τσι βρούμε και τα μαντάτα τα καλά τούτα να τώσε πούμε. Φροσύνη, γιάντα με θωρείς και σεις την κεφαλή σου; Οι γάμοι τούτοι τάχατες δεν εί’ με τη βουλή σου;","Κύρη = πατέρα αφουκρούνται = ακούνε ελόγιασα = σκέφτηκα απήτις = εφόσον κοπελιάρη = νέο Βλέπεσαι = πρόσεχε στο ’στερο = στο τέλος εξά = εξουσία γιάντα = γιατί (ερωτ.) θωρείς = βλέπεις σεις = κουνάς",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Το αίσιο τέλος (Ε 381-422),"Μετά τις αγωνίες και τις πίκρες που πέρασαν οι νεαροί βοσκοί Γύπαρης και Αλέξης από την άρνηση των κοριτσιών να τους αγαπήσουν επί τέσσερις πράξεις, ήρθε η ώρα να βρουν, με τη μεσολάβηση της θεάς Αφροδίτης και του γιου της Έρωτα, τέλος τα βάσανά τους. Ο Γύπαρης κλείνει το έργο με τον τρόπο που το άρχισε, με μια αποστροφή στο φυσικό περιβάλλον της Ίδης, αυτή τη φορά για να το ευχαριστήσει για την ευόδωση των κόπων του. Ο Αλέξης αποχαιρετά το κοινό και το καλεί να δείξει την ευαρέσκειά του. ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ ΓΥΠΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΗΣ, ΠΑΝΩΡΙΑ, ΑΘΟΥΣΑ, ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ και ΦΡΟΣΥΝΗ ΓΥΠΑΡΗΣ Πανώρια, τα χεράκια σου δώσ’ μου ν’ αγκαλιαστούμε κι αγκαλιασμένοι σπίτι μας κι οι δυο να πα να μπούμε. Ω δάση καλορίζικα, τα δέντρη γεμισμένα, με τα κλαδιά τα πράσινα και τ’ άθη φορτωμένα· ω χορταράκια δροσερά, ω κρύα νερά τση βρύσης, πουλάκια μου γλυκόλαλα κι όμορφα παρά φύσης· κι εσύ ναέ τσ’ αγιάς θεάς, απ’ είστε τση χαράς μου μαρτύροι και το λυτρωμό είδετε τση καρδιάς μου, απής δε μου ’ναι μπορετό άλλο να σας χαρίσω παρά με λόγια μοναχάς να σας ευκαριστήσω, τον ουρανό παρακαλώ, τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ άστρα, τη νύχτα, την αυγή πάντοτες πλήσα χάρη να σάσε δίδουν όλα τως κι άνεμος να μη γνέφει στα μέρη ετούτα ουδέ χιονιά ουδέ φωτιά ουδέ νέφη· μηδέ βοσκοί ποτέ τωνε να φέρουσι κουράδι τα χόρτα να βοσκήσουσι απ’ έχει το λιβάδι, για να ’ναι πάντα ανέγγιχτα, πράσινα κι αθισμένα, όμορφα, δροσερότατα και πλήσα μυρισμένα· να σας θωρούν οι κορασές κι οι νιοι να σας τιμούσι, τζόγιες να κάνου μετά σάς όμορφες να φορούσι. Μ’ αφήνω σας χαιράμενους και πάγω να τελειώσω τα πάθη μου και πλέρωμα ’ς τσι κόπους μου να δώσω. ΑΛΕΞΗΣ εις εκείνους απού γροικούσι. Ω βγενικότατοι άρχοντες, ω νέοι χαριτωμένοι, απ’ είστε ’ς τούτα τα βουνιά τσ’ Ίδας ανεβασμένοι· ω φρόνιμοι κι αξότατοι και πλούσα γεροντάκια, απού με κόπον ήρθετε εις τσ’ Ίδας τα χαράκια και με περίσσα ’πομονή είδετε τσι καημού μας κι εγνώσετε τσι κόπου μας και τσι παραδαρμού μας κι είχετε λύπηση κι εσείς ογιά τα βάσανά μας κι ογιά τσι πόνους τσι πολλούς απ’ είχεν η καρδιά μας, τώρ’ απ’ εφάνη τση θεάς τσι πρίκες να τελειώσει κι ετούτες ογιά ταίρια μας τσι λυγερές να δώσει μη μας ζηλέψετε ποσώς, μ’ από καρδιάς χαρείτε κι αν αγαπάτε σαν κι εμάς, ολπίζετε να δείτε τέλος καλό στον πόθο σας. Γιατί καρδιά ’γριεμένη κιαμιά δεν έχει κορασά σ’ όλη την οικουμένη κλαίγοντας και δουλεύγοντας να μην τήνε μερώσει ένας πιστός αγαφτικός πλέρωμα να του δώσει. Μα για να μην αργήσομε, να μάσε βαρεθείτε, μισεύγομεν αποδεπά και πλιο δε μας θωρείτε. Κι ανέν κι ετούτ’ η γεγλογή σας άρεσε, όλοι ομάδι κάμετε να το γνώσομε με τίβοτας σημάδι. Τέλος της εγλογής και του άττου, ήγου τση πράξης πέμπτης","απής = από τη στιγμή που γνέφει = κατευθύνεται κουράδι = κοπάδι τζόγιες = στεφάνια πλέρωμα = ικανοποίηση, ανταμοιβή παραδαρμού = ταλαιπωρίες μισεύγομεν = φεύγουμε αποδεπά = από εδώ γεγλογή = ποιμενικό έργο (δράμα) ομάδι = μαζί τίβοτας = κάποιο άττου = πράξης (θεατρικού έργου) ήγου = δηλαδή",,Πανώρια,Χορτάτσης Γεώργιος Abstract,"Το Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή είναι ένα ηθικοδιδακτικό-παραινετικό ποίημα που συνέταξε ο Γιούστος Γλυκός (ή Γλυκύς) στην Κορώνη. Αποτελείται από 632 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και η γλώσσα του είναι η δημώδης της εποχής, μπολιασμένη με κάποια λόγια στοιχεία. Η ημερομηνία συγγραφής του είναι η 5η Μαΐου του 1520.",,,"Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή",Γλυκός ή Γλυκύς Γιούστος Αστάθεια ανθρώπινων πραγμάτων (στ. 1-40),"Η αστάθεια των ανθρώπινων πραγμάτων και το αναπόφευκτο του θανάτου αποτελούν αφορμή για να γράψει ο ποιητής το στιχούργημά του. Τοῦ κόσμου τὸ ἀβέβαιον καὶ τὸ πεπλανημένον, καὶ τοῦ καιροῦ τὸ ἄστατον καὶ διαβεβλημένον, καὶ τῶν πραγμάτων ἡ φορὰ καὶ κοσμικὲς φροντίδες, καὶ τῶν ἀνθρώπων ὁ σκοπὸς καὶ μάταιες ἐλπίδες, τοῦ χρόνου τὸ ἀκράτητον, ποὺ ἀενάως τρέχει ὡσὰν ποτάμι πάντοτε καὶ στάσιμον δὲν ἔχει, αὐτὰ μ’ ἐπαρεκίνησαν καὶ ἀδύνατον νὰ πάψω· λοιπό ’ναι ἀνάγκη τίποτε ὀλίγον γιὰ νὰ γράψω βλέποντα σίμωσ’ ὁ καιρὸς κ’ οἱ μέρες ἐκοντέψαν, κ’ ἐκεῖθεν ποὺ μᾶς καρτεροῦν μαντᾶτα μᾶς ἐπέψαν. Οἱ τρίχες μας ἀσπρίσασιν, τὸ δέρμα μας ζαρώνει καὶ πρὸς τὸν ᾍδην μὲ σπουδὴν μᾶς σύρνουσιν οἱ χρόνοι· τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μας τὴν δύναμιν ἐχάσαν καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς γροικοῦμεν ὅτι ἐφθάσαν· τὸ φῶς μας ἀδυνάτισεν, τὰ δόντια μας ἐπέσα, σὰν λέγουσιν, τὸ πόδι μας ἔναι εἰς τὸν τάφον μέσα. Ἐπεὶ λοιπὸν ἐβλέπομεν ’τι ἀχάμνισαν τὰ μέλη, γιὰ πλοῦτον, δόξαν καὶ τιμὴν δὲν πρέπει νὰ μᾶς μέλῃ· ὅλες τοῦ κόσμου τὲς χαρὲς ἂς τὲς παρατηθοῦμεν, καὶ, ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ὁ καιρός, ἐκεῖθε ἂς ἀκλουθοῦμεν. Καὶ ἂς ποῦμεν σὰν τοὺς φρόνιμους, ἀφοῦ ἡ ζωὴ παγαίνει, τὸ δὲν θέλεις καὶ γίνεται, κἂν θέλε το καὶ ἂς γένῃ, ὅτι ’ς ἐμᾶς δὲν στέκεται ὁ χρόνος νὰ μακρύνῃ, στέκει ’ς Ἐκεῖνον τὸν κριτήν, ὁποὺ μᾶς θέλει κρίνει· Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔδωσεν, αὐτὸς ἔναι ὁπ’ ὁρίζει καὶ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ Ἐκεῖνος τὴν χωρίζει. Λοιπὸν ἂς ἑτοιμάσωμεν ἀφείτις μᾶς γυρεύγει, ’τι ἀπ’ ὅσ’ ὁρίζει δὲν πορεῖ τινάς μας ν’ ἀποφεύγῃ. Τοῦ κόσμου τὲς ἀπόλαυσες ἂς τὲς ξεχωριστοῦμεν κ’ ἐκεῖνα τὰ χρειαζόμεσταν ἐδῶθεν νὰ βαστοῦμεν· αὐτὰ ἂς οἰκονομήσωμεν καὶ μὲν ἀκαρτεροῦμεν, ’τι, ἂ δὲν τὰ πάρωμ’ ἀπ’ ἐδῶ, ἐκεῖθε νὰ τὰ βροῦμεν. Ὀγάϊ εἰς ἐκεῖνον πὄμεινε ποτὲ εἰς αὐτὸ τὸ θάρρος, μ’ ἐλπίδα γιὰ νὰ βοηθηθῇ, ἀφοῦ τὸν λάβῃ ὁ Χάρος. Καὶ πλέον μηδὲν ἀργήσωμεν ’τι ἐσίμωσαν οἱ χρόνοι καὶ ὁ θάνατος μετὰ σπουδῆς, βλέπετε, μᾶς πετρώνει, καὶ ὥραν τὴν ὥρα ὁ μηνυτὴς φθάνει νὰ μᾶς σηκώσῃ ἀπὸ τὸν κόσμον πού ’μεσταν, κ’ ὑπάει νὰ μᾶς πλακώσῃ εἰς τόπον ἄλλον σκοτεινὸν καὶ γῆν χωρὶς ἀέραν, ἥλιον νὰ μὲν ἐβλέπωμεν ἢ νὰ γροικοῦμε ἡμέραν.","τὸ ἀβέβαιον = η αστάθεια [επίθ. αβέβαιος, εδώ το ουσ. ως ουσ.] πεπλανημένον = απατηλό καιροῦ = χρόνου (στην πορεία του) τὸ ἄστατον = η αστάθεια, η αβεβαιότητα [ουδ. του επιθ. άστατος ως ουσ.] διαβεβλημένον = που περνά, διέρχεται [διαβεβλημένος, μτχ. παρακ μ.φ. του διαβάλλω] φορὰ = κίνηση προς ορισμένο σημείο κοσμικὲς = που σχετίζονται με την επίγεια ζωή [επίθ. κοσμικός] ἀκράτητον = η ορμητικότητα [ουδ. του επιθ. ακράτητος ως ουσ.] ἀενάως = αιώνια (επίρρ.) στάσιμον = σταματημό λοιπό = επομένως (σύνδ.) σίμωσ’ = (ότι) πλησίασε [σιμώνω] ἐκοντέψαν = πλησίασαν, είναι πιο κοντά [κοντεύω (προκ. για χρόνο)] ἐκεῖθεν = από εκεί (επίρρ.) καρτεροῦν = περιμένουν [καρτερώ] ἐπέψαν = έστειλαν [πέμπω] σπουδὴν = βιασύνη γροικοῦμεν = καταλαβαίνουμε, αντιλαμβανόμαστε [γροικώ και αγροικώ] φῶς = η όραση σὰν = καθώς (σύνδ.) τὸ πόδι μας ἔναι εἰς τὸν τάφον μέσα = δηλαδή είμαστε κοντά στον θάνατο Ἐπεὶ = αφού, εφόσον (σύνδ.) ’τι = ότι (σύνδ.) ἀχάμνισαν = εξασθένησαν, αδυνάτισαν [αχαμνίζω] μέλη = ολόκληρο το σώμα (στον πληθ.) μέλῃ = ενδιαφέρει (απρόσ.) τὲς = τις παρατηθοῦμεν = αποφύγουμε, εγκαταλείψουμε [παραιτούμαι] ἐκεῖθε = προς τα εκεί (επίρρ.) τὸ = αυτό που (αναφ. αντων.) κἂν = τουλάχιστο λίγο (σύνδ.) γένῃ = γίνει στέκεται = αρμόζει (εξαρτάται από) μακρύνῃ = παραταθεί, καθυστερήσει [μακραίνω] στέκει = αρμόζει (εξαρτάται από) ὁποὺ = ο οποίος (αντων. αναφ. άκλ.) θέλει κρίνει = θα κρίνει [φρ. θέλω + απαρέμφ. ή αλλοιωμένο απαρεμφατικό τ. ή άκλ. + ρ. = θα (βοηθητικό για δήλ. μέλλ. ή σε δυνητική χρ.)] ἔναι = είναι ἂς ἑτοιμάσωμεν = ας προετοιμαστούμε ἀφείτις = αφού (σύνδ.) ’τι = αφού, για τον λόγο ότι πορεῖ = μπορεί τινάς = κάποιος (αόρ. αντων.) ξεχωριστοῦμεν = αποχωριστούμε [ξεχωρίζομαι] τὰ = που, τα οποία (αναφ. αντων.) ἐδῶθεν = από εδώ, εδώ (επίρρ.) βαστοῦμεν = έχουμε, διαθέτουμε οἰκονομήσωμεν = διευθετήσουμε, ρυθμίσουμε μὲν = κι ούτε να, να μην (μόριο) ἀκαρτεροῦμεν = προσδοκούμε, ελπίζουμε [ακαρτερώ] ἂ = αν (σύνδ.) ἐκεῖθε = εκεί, πέρα (επίρρ.) πὄμεινε = που έμεινε (έμεινε σταθερός) θάρρος = την ελπίδα, το ""στήριγμα"" πλέον = πια μετὰ σπουδῆς = με βιασύνη πετρώνει = μεταβάλλει σε πέτρα [πετρώνω] ὥραν τὴν ὥρα = από στιγμή σε στιγμή μηνυτὴς = αγγελιοφόρος, απεσταλμένος· εδώ μεταφ. προκ. για τον Χάρο ’μεσταν = ήμασταν ὑπάει = πηγαίνει",,"Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή",Γλυκός ή Γλυκύς Γιούστος Ο θάνατος: κοινή μοίρα των ανθρώπων (στ. 105-190),"Ο θάνατος φθείρει το σώμα όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, ενώ τα υλικά αγαθά αποδεικνύονται μάταια. Δὲν εἶστε σεῖς πὀζήσετε μὲ δόξαν καὶ μὲ πλοῦτον, καὶ πῶς τὸ καταδέχεσθε κ’ εἶστε εἰς τὸν τάφον τοῦτον; Παιδιά, γονεῖς μου, ἀδέλφια μου, καὶ οὐδὲν σᾶς ἐγνωρίζω, ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι αὐτοῦ δὲν σᾶς ἀποχωρίζω! Ἐβλέπω ’τι ὅλοι ὁμοιάζετε ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον καὶ δὲν γνωρίζεται ὁ μικρὸς ποσῶς ὀκ τὸν μεγάλον, καὶ οὐδὲν ἠξεύρω ποιούς νὰ βρῶ καὶ τίνες νὰ ρωτήσω, τὸ ποιούς πρέπει ν’ ἀγκαλιαστῶ καὶ ποιούς νὰ χαιρετίσω, ποιούς νὰ φιλήσω ὡς ἐδικοὺς καὶ ποιούς νὰ προσκυνήσω, καθένα πρὸς τὴν τάξιν του καὶ ὡς πρέπει νὰ τιμήσω. Πλούσιοι, κριτάδες καὶ ἄρχοντες καὶ στρατηγοὶ μεγάλοι, ρηγάδες καὶ ἄλλους βασιλεῖς, τοὺς εἶχαν αὐτοῦ βάλει, ποίοι εἶναι; Νὰ δείξωμεν ’ς αὐτοὺς τιμὴν καὶ δουλοσύνην, καὶ πάλι εἰς τοὺς μικρότερους σπλάχνος καὶ καλωσύνην· μήπως καί, οὐδὲν γνωρίζοντα, σφάλωμεν καὶ ἐντραποῦμεν, ’τι ἀφίνομε τοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς μικροὺς τιμοῦμεν. Ἐδῶ σημάδια οὐδὲν βαστοῦν ὀχ τὰ βασιλικά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἐγνωρίσωμεν, μόνον τὰ φυσικά τους· καὶ τὰ σημεῖα τὰ φυσικὰ εἰς ὅλους εἶναι ἐπίσης, καί, ἂν ἔναι ὅτι ’ναι μιᾶς λογῆς, πῶς νὰ τοὺς ἐγνωρίσῃς; Οἱ βασιλεῖς κ’ οἱ πένητες εἰς τὴν ζωὴν χωρίζουν, καί, ὡσὰν φθαροῦσιν εἰς τὴν γῆν, βλέπω δὲν τοὺς γνωρίζουν· ὅλα τὰ στιάτα μοιάζουσιν, ὁμοίως καὶ τὰ κεφάλια, καὶ οὐδὲν γνωρίζει ἐδῶ τινὰς νὰ εἰπῇ ποιά ἦσαν τὰ κάλλια. Καὶ ποῦ εἶναι τὰ παλάτια τους, ποῦ ἐχάθη ἡ βασιλειά τους, ποῦ ἐσκόρπισαν οἱ ἀνθρῶποι τους, ποῦ ἐδιέβη ἡ φαμελιά τους; Καὶ ποῦ εἶναι τὰ φουσσᾶτα τους, καὶ ποῦ εἶναι οἱ στρατιῶτες, οἱ στρατηγοὶ κ’ ἡ δύναμις, ποὺ εἶχαν ’ς τὸν κόσμον τότες; Ποῦ ἐφθάρησαν οἱ θησαυροί, τὰ πλούτη τὰ μεγάλα, οἱ παρρησιὲς κ’ οἱ δόξες τους καὶ τὰ λαμπρὰ τους τ’ ἄλλα; Ποῦ εἶναι τὰ τόσα ἄρματα, τὰ πλήθη τῶν ἀλόγων, δὲν εἶναι αὐτοὶ πὀτρόμασσαν τὸν κόσμον μ’ ἕνα λόγον; Δὲν εἶναι αὐτοὶ ὁποὺ τὸ συχνὸ ’ς τοὺς κάμπους ἐτεντῶναν καὶ μὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ πάντοτ’ ἐξεφαντῶναν; Καὶ τώρα πῶς ἐγίνησαν καὶ τοὺς καταφρονοῦσιν καὶ ὡσὰν καὶ τοὺς ἐπίλοιπους πατοῦν τους καὶ περνοῦσιν! Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ μ’ ὁρισμὸν τὸν κόσμον ἐταράσσαν, καὶ νέοι πῶς ἤλθασιν αὐτοῦ; Γιατί δὲν ἐγεράσαν ’ς τὴν δόξαν καὶ τὴν βασιλειὰν καὶ τὴν πολλὴν ἀξίαν, ἀμμ’ ἤλθασιν καὶ κείτονται ’ς τὴν τόσην μοναξίαν; Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐδόξαζαν νὰ ζοῦν περίσσους χρόνους κ’ ἐκεῖ ’ς τὰ πέρατα τῆς γῆς νὰ στήσουν ἄλλους θρόνους; Κ’ ἰδέτε τοὺς ταλαίπωρους πόσον καιρὸν ἐμεῖναν· χρόνους πολλοὺς ἐδόξαζαν καὶ οὐδὲν ἐζῆσαν μῆναν, ὅτι ἔφθασεν ἀπάνω τους τοῦ Χάρου τὸ δρεπάνι καὶ τὸν καθένα ἐθέρισεν, καὶ οὐδὲ ἦτον οὐδ’ ἐφάνη. Καὶ τὰ φουσσᾶτα τὰ πολλὰ κ’ ἡ δύναμις ἡ τόση καὶ ὁ βιὸς δὲν ἐδυνήθηκεν γιὰ νὰ τοὺς ἐγλυτώσῃ· καὶ τὰ πολλὰ πλευσίματα πὀγίνετον ὁ στόλος, ποὺ ἀκούοντά τον ἔτρεμε κ’ ἔφευγε ὁ κόσμος ὅλος, ποσῶς δὲν τοὺς ἐβόηθησαν νὰ μὲν ἐλθοῦν ’ς τὸν ᾍδη, ἀμμ’ ἤλθασιν καὶ κείτονται μὲ τοὺς λοιποὺς ὁμάδι. Ποῦ εἶναι οἱ πολέμοι πὄκαμαν κ’ οἱ νῖκες ποὺ νικῆσαν, καὶ τώρα δὲν γνωρίζονται νὰ εἰπῇ τινὰς τὸ ποιοί ’σαν! Δὲν εἶναι αὐτοὶ τοὺς ἔτρεμεν ὁ κόσμος κ’ ἡ οἰκουμένη, καὶ πῶς ἐκαταστάθησαν γυμνοὶ καὶ ἀραχνιασμένοι; Ποῦ ἐσβήσθησαν οἱ αὐθεντιές, ποῦ εἶναι τὰ μεγαλειά τους, ποῦ ἐγίνησαν οἱ σάρκες τους, ποὺ ἐπέσαν τὰ μαλλιά τους; Γυμνὰ κεφάλια ’πέμειναν καὶ κόκκαλα κομμάτια, φόβος καὶ τρόμος φαίνονται τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια! Καὶ τ’ ἄλλα μέλη τοῦ κορμιοῦ ποιός νὰ τ’ ἀποχωρίσῃ, τό ’να ’πὸ τ’ ἄλλο καθαρὰ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ γνωρίσῃ; Ποῦ εἶναι οἱ ἐλπίδες πὄλπιζαν, τὰ θάρρη πὀθαρροῦσαν, τὰ βούλοντα νὰ κάμουσιν κ’ ἔλεγαν κ’ ἐμετροῦσαν; πῶς ἦτον νὰ τ’ ἀφήσουσιν, πῶς δὲν τὰ κατωρθῶσαν, σὰν δούλους πῶς τοὺς ἤφεραν ἐδῶ καὶ τοὺς ἐχῶσαν; Θάνατε, πῶς τὸ ἐτόλμησες ; Χάρο, πῶς τὸ θυμήθης; τὴν δύναμίν τους τὴν πολλὴν πῶς δὲν τὴν ἐφοβήθης; Καὶ ἂν ἔναι ὅτι τοὺς βασιλεῖς δὲν βλέπεις νὰ προσέχῃς, τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπίλοιπους πῶς πρέπει νὰ τοὺς ἔχῃς; Ἐπεὶ λοιπὸν ’ς τοὺς βασιλεῖς μὲ τέτοιαν τόλμην πάγεις, ὅλους, ὡσὰν ἐβλέπομεν, βούλεσαι νὰ μᾶς φάγῃς! Ὀϊμέ, καὶ πῶς νὰ κάμωμεν, πῶς νὰ σὲ λυτρωθοῦμεν, τί γιατρικὸν νὰ εὑρίσκαμεν νὰ μὲν σὲ φοβηθοῦμεν; Εἰς τὲς πληγές σου, ὡς λέγουσιν, δὲν βρίσκεται βοτάνι, καὶ ὅποιον λαβώσῃς παρευθὺς χρειά ’ναι γιὰ ν’ ἀποθάνῃ. Λοιπὸν ποῦ νὰ ’σφαλίστημαν νὰ μὲν παραδοθοῦμεν, καὶ τὶ ἄρματα νὰ βρίσκαμεν γιὰ νὰ διαφεντευθοῦμεν; Σὰν ποῦ νὰ καταφύγωμεν, μήπως καὶ οὐδὲν μᾶς εὕρῃς, ἀλλὰ καὶ γῆν καὶ θάλασσαν ἐσὺ ὅλην τὴν ἠξεύρεις! Κ’ ἐκεῖ ὅπου ψήνει τὸ ψωμὶν ὁ ἥλιος, σὰν τὸ λέγουν, ὅσοι εἶν’ ἐκεῖ πάντ’ ἀπὸ σὲ νύκτα κ’ ἡμέραν κλαίγουν. Δὲν ἔχει ὁ κόσμος ποὔπετε κανένα καταφύγι, ποὺ νὰ πορέσῃ νὰ κρυφθῇ ἄνθρωπος, νὰ σοῦ φύγῃ, οὐδὲ σκουτάρια ἢ ἄρματα ποὺ νὰ μᾶς διαφεντέψουν καὶ τέχνη ὁποὺ σαγίττες σου ’ς ἐμᾶς νὰ μὲν κοντέψουν.","πὀζήσετε = που ζήσατε οὐδὲν = δεν (μόρ.) αὐτοῦ = εκεί (επίρρ.) ἀποχωρίζω = ξεχωρίζω ’τι = ότι γνωρίζεται = ξεχωρίζει, διακρίνεται [γνωρίζομαι] ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) ὀκ = από (πρόθ.) τίνες = ποιους [ερωτ. αντων. τις] ὡς ἐδικοὺς = σαν δικούς μου πρὸς τὴν τάξιν του = ανάλογα με το αξίωμά του, με την κοινωνική του θέση κριτάδες = αξιωματούχοι με δικαστική εξουσία [ο κριτής] ρηγάδες = βασιλιάδες, ηγεμόνες ιδίως ξένης χώρας [ο ρήγας] αὐτοῦ = στον ίδιο τόπο (επίρρ.) δουλοσύνην = υποταγή, υπακοή μικρότερους = κατώτερους, υποδεέστερους, ασήμαντους σπλάχνος = συμπάθεια [το σπλάχνος] οὐδὲν γνωρίζοντα = χωρίς να γνωρίζουμε ’τι ἀφίνομε = επειδή αφήνουμε κατά μέρος βαστοῦν = έχουν μαζί τους ὀχ = από (πρόθ.) βασιλικά = που ταιριάζουν/σχετίζονται σε/με βασιλιά [επίθ. βασιλικός] σημεῖα = σημάδια ἐπίσης = εξίσου, με τον ίδιο τρόπο, όμοια (επίρρ.) πένητες = φτωχοί, ενδεείς [ο πένης, γεν. του πένητος] ὡσὰν = όταν (σύνδ.) στιάτα = οστά, κόκαλα τινὰς = κάποιος (αόρ. αντων.) τὰ κάλλια = τα καλύτερα, τα ομορφότερα ἐδιέβη = πήγε [γ΄ εν. οριστ. αορ. του διαβαίνω] φαμελιά = οικογένεια φουσσᾶτα = τα στρατεύματα, οι στρατοί [το φουσάτον] ἐφθάρησαν = αφανίστηκαν [γ΄ πληθ. οριστ. παθ. αορ. του φθείρομαι] παρρησιὲς = οι θαρραλέες εκφράσεις της γνώμης [η παρρησία] λαμπρὰ = επίγεια αγαθά [επίθ. λαμπρός· το ουδ. ως ουσ.] πὀτρόμασσαν = που τρόμαζαν τὸ συχνὸ = συχνά ἐτεντῶναν = κατασκηνώναν [τεντώνω] καταφρονοῦσιν = αψηφούν, περιφρονούν [καταφρονώ] ὡσὰν = όπως, σαν ἐπίλοιπους = υπόλοιπους [επίθ. επίλοιπος] μ’ ὁρισμὸν = με εντολή, με διαταγή ἀμμ’ = αλλά (σύνδ.) κείτονται = βρίσκονται περίσσους = πολυάριθμους, που υπερβαίνουν το μέτρο [επίθ. περίσσ(ι)ος] πέρατα = άκρη, όρια [το πέρας, γεν. του πέρατος] τοῦ Χάρου τὸ δρεπάνι = ο θάνατος (μεταφ.) οὐδὲ ἦτον = δεν ήταν βιὸς = τα αγαθά, τα υπάρχοντα, η περιουσία, ο πλούτος ἐδυνήθηκεν = μπόρεσε [δύνομαι και δύναμαι] πὀγίνετον = που έκανε ἀκούοντά = ακούγοντάς μὲν = μην ὁμάδι = μαζί (επίρρ.) πὄκαμαν = που έκαναν τοὺς = τους οποίους (αναφ. αντων.) ἐκαταστάθησαν = έγιναν, κατέληξαν [κατασταίνομαι] ἀραχνιασμένοι = εγκαταλελειμμένοι, εξαθλιωμένοι [αραχνιασμένος, μτχ. μέσου παρακ. του αραχνιάζω] αὐθεντιές = εξουσίες [η αυθεντία] ’πέμειναν = απέμειναν πὄλπιζαν = που ήλπιζαν πὀθαρροῦσαν = που είχαν εμπιστοσύνη, που υπολόγιζαν [θαρρώ] τὰ βούλοντα = αυτά που επιθυμούσαν ἐμετροῦσαν = υπολόγιζαν, λογάριαζαν [μετρώ] θυμήθης = σκέφτηκες, αναλογίστηκες [θυμούμαι] πάγεις = πηγαίνεις ὡσὰν ἐβλέπομεν = όπως βλέπουμε βούλεσαι = θέλεις, επιθυμείς [βούλομαι] Ὀϊμέ = αλίμονο (επιφ.) σὲ λυτρωθοῦμεν = απαλλαχτούμε από σένα γιατρικὸν = φάρμακο, θεραπευτικό μέσο τὲς = τις λαβώσῃς = πληγώσεις, τραυματίσεις [λαβώνω] παρευθὺς = ευθύς αμέσως, στη στιγμή (επίρρ.) χρειά ’ναι = είναι ανάγκη ’σφαλίστημαν = κλεινόμασταν [σφαλίζομαι] διαφεντευθοῦμεν = αμυνθούμε, υπερασπιστούμε τον εαυτό μας [διαυθεντεύομαι και διαφεντεύομαι] Σὰν = άραγε (ως μόριο απορηματικό προτάσσεται επιρρ. ή ερωτ. αντων.) σὰν τὸ λέγουν = όπως το λένε ποὔπετε = πουθενά (επίρρ.) πορέσῃ = μπορέσει σκουτάρια = ασπίδες [το σκουτάρι(ον)] διαφεντέψουν = προστατεύσουν [διαφεντεύ(γ)ω] τέχνη = τρόπο, μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται κάτι σαγίττες = βέλη τόξου [η σαγίτα] κοντέψουν = πλησιάσουν",,"Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή",Γλυκός ή Γλυκύς Γιούστος Η δύναμη της μετάνοιας (στ. 401-460),"Οι άνθρωποι ζουν αμελώντας για τη σωτηρία της ψυχής τους και συνειδητοποιούν το λάθος τους όταν είναι πλέον αργά. Αποτελεσματικός τρόπος σωτηρίας είναι η μετάνοια. Ἐδῶ ’ναι ἡ μετάνοια, τὲς ἁμαρτιὲς νὰ λύσουν καὶ νά ’βρουσιν συγχώρησιν, ἂν μόνον τὸ θελήσουν. Πρὸ πάντων τ’ ἁμαρτήματα καὶ τὰ κακὰ ν’ ἀφήσουν καὶ τὴν ἀκόλαστον ζωήν, τὴν πρώτην, νὰ πενθήσουν, θυμούμενοι τὲς ἁμαρτιές, τὰ δάκρυα τους νὰ τρέχουν καὶ κάθε νύκτα, ὡς τὸν Δαυΐδ, τὸ στρῶμα τους νὰ βρέχουν. Καὶ ὅσα περισυνάξασιν ἄδικα, νὰ τὰ στρέψουν, πτωχούς, γυμνούς, ἀδύνατους καὶ ὀρφανὰ νὰ θρέψουν· τοὺς ἀχαμνοὺς καὶ ἀσθενεῖς νὰ δώσουν νὰ γιατρέψουν, τοὺς πάντας, κατὰ δύναμιν καὶ ὡς πρέπει, νὰ λατρέψουν, καὶ νὰ στραφοῦν πρὸς τὸν Θεόν, ἀπὸ καρδιᾶς νὰ κλαύσουν, καὶ τότε ἂς εἶναι θαρρετοὶ καὶ αὐτοὶ ὅτι ν’ ἀπολαύσουν. Ἂς κράζουν τό: Ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησόν μας, κατὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, σῶσον, συγχώρησόν μας. Μηδὲν μνησθῇς ἁμαρτιῶν τῶν ἐκ νεότητός μας, ἀλλ’, ὡς Θεὸς φιλάνθρωπος, τὴν λύσιν τούτων δός μας. Ἐλέησον ὡς τὸν ληστήν, σῶσον μας ὡς τὴν πόρνη, ὅτι ἐν ματαιότητι ἐξέλιπον οἱ χρόνοι. Τὲς ἐντολὲς ἀφήκαμεν καὶ τὰ προστάγματά σου· ποτὲ δὲν ἐπορεύθημαν εἰς τὰ θελήματά σου. Κακῶς ἐδαπανήσαμεν, Δέσποτα, τὸν καιρόν μας, νῦν δὲ ἐπιστρεφόμενοι, βοῶμεν: Οἴκτιρόν μας· ἐν τῷ καιρῷ τοῦ γήρους μας μηδὲν μᾶς ἀπορρίψῃς, τὸ ἔλεός σου ἀφ’ ἡμῶν μηδὲν τὸ ἀποκρύψῃς. Ἐλάβωσέν μας ὁ ἐχθρός, κ’ ἐσὺ νὰ μᾶς γιατρέψῃς, τὴν θεραπειάν σου θέλομεν, μηδὲν μᾶς ἀποστρέψῃς. Τὰ τραύματά μας τὰ πολλὰ ποιός νὰ τὰ θεραπέψῃ, ἂν ἡ φιλανθρωπία σου βοήθειαν δὲν μᾶς πέψῃ; Πληγὲς εἶναι θανάσιμες καὶ ποιοί τὲς ἐγνωρίζουν, τί γιατρικὰ νὰ κάμουσιν καὶ ποιά βοτάνια χρῄζουν; Μόνον Ἐσύ, ὡς ἰατρὸς ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὁ Πλάστης καὶ δημιουργὸς ἁπάντων τῶν κτισμάτων, δέξε μας ἐπιστρέφοντας, δέξε μετανοοῦντας, δέξε μας ὡς τὸν Ἄσωτον, ἐπιστροφὴν αἰτοῦντας, πρεσβείαις τῆς πανάγνου Σου μητρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἁπάντων ταῖς δεήσεσι· καὶ γὰρ τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν προσκαίρων, Δέσποτα, μέριμναν οὐ ποιοῦμαι, τὴν γὰρ φρικτὴν καὶ φοβερὰν ἡμέραν ἐνθυμοῦμαι, ὅταν καθίσῃς ὡς Κριτὴς κρῖναι τοὺς ἀπ’ αἰῶνος, οὓς πάντας ὑπερβέβηκα ταῖς ἁμαρτίαις μόνος. Διὸ κἀγὼ προσπίπτω Σοι, Θεέ, μετὰ δακρύων· δέξε μου τὴν ἐπιστροφήν, ὡς πρὶν τῶν Ἀσσυρίων. Αὐτὰ ποὺ λέγω, ἄνθρωπε, ἂν κάμνῃς καὶ νὰ λέγῃς κ’ ἡμέρα – νύκτα πάντοτε πρὸς τὸν Θεὸν νὰ κλαίγῃς καὶ νὰ ζητῇς συγχώρησιν, θέλει σοῦ συμπαθήσει, καὶ ἀμέτοχον εἰς τὰ ζητεῖς οὐδὲν σὲ θέλει ἀφήσει, ’τι ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὰ σφάλματά σου, καὶ δράμε πρὸς τὸν ἰατρόν, δεῖξε τὰ τραύματά σου. Γυμνώσου, μὴ τὸν ντρέπεσαι νὰ δείξῃς τὸ κορμί σου, ὅτι ἐντροπὴ δὲν ἔναι αὐτό, μᾶλλο ’ναι καὶ τιμή σου. Εἰπέ του τὰ λαβώματα καὶ δεῖξε τὲς πληγές σου, ἐξαγορεύσου τὰ κακὰ κ’ εἶπε τὲς ἁμαρτιές σου· φώναξε τὴν ἀσθένειαν σου, μολόγα τὴν αἰτιάν σου, ἂν ἔναι ὅτι ἔχεις ὄρεξιν νὰ λάβῃς τὴν ὑγειάν σου. Ποὺ κρύβει τὴν ἀσθένειαν του, γιατρειὰν ’ς αὐτὴν δὲν βρίσκει, καὶ τέλος πάντων μετ’ αὐτήν, σὰν λέγουν, ἀποθνῄσκει. Λέγε τὲς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ σὲ δικαιώσῃ καὶ τὴν αἰώνιον ζωὴν ὕστερον νὰ σοῦ δώσῃ. Τοῦτο ὁ Προφήτης λέγει το καὶ, ἐὰν οὐδὲν τὸ ξεύρῃς, ἀνάγνωσε τὸν Ἠσαΐαν, πάραυτα νὰ τὸ εὕρῃς.","’βρουσιν συγχώρησιν = συγχωρηθούν ἀκόλαστον = αχαλίνωτη, φιλήδονη [επίθ. ακόλαστος] πρώτην = προηγούμενη [επίθ. πρώτος] περισυνάξασιν = συνάθροισαν, περισυνέλεξαν [περισυνάγω] στρέψουν = επιστρέψουν, δώσουν πίσω γυμνούς = αβοήθητους ἀχαμνοὺς = εξασθενημένους, άρρωστους [επίθ. αχαμνός] κατὰ δύναμιν = όσο μπορεί κανείς ὡς = όπως (αναφ. επίρρ.) λατρέψουν = υπηρετήσουν, περιποιηθούν, φροντίσουν ἀπὸ καρδιᾶς = με βαθύ και ειλικρινές συναίσθημα θαρρετοὶ = βέβαιοι [επίθ. θαρρετός] ν’ = συνοδεύει πλεοναστικά τον ειδικό συνδ. ότι κράζουν = φωνάζουν δυνατά Ἐλέησον = έλεος [β΄ εν. προστ. αορ. του ελεώ ως επιφ.] κατὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν = ανάλογα με την ευσπλαχνία Μηδὲν μνησθῇς = μη θυμηθείς ἐκ νεότητός = από τη νεαρή ηλικία λύσιν = συγχώρεση [η λύσις] Ἐλέησον = ευσπλαχνίσου ἐν ματαιότητι = χωρίς σκοπό ἐξέλιπον = χάθηκαν φεύγοντας, απομακρύνθηκαν [εκλείπω] ἐπορεύθημαν = πορευτήκαμε, προχωρήσαμε εἰς τὰ θελήματά = σύμφωνα με τις εντολές ἐδαπανήσαμεν = σπαταλήσαμε [δαπανώ] Δέσποτα = Κύριε, Θεέ νῦν = τώρα (επίρρ.) βοῶμεν = φωνάζουμε, κραυγάζουμε [βοώ] Οἴκτιρόν = λυπήσου, ευσπλαχνίσου [β΄ εν. προστ. αορ. του οικτίρω] ἀφ’ ἡμῶν = από εμάς Ἐλάβωσέν = πλήγωσε, τραυμάτισε [λαβώνω] ἀποστρέψῃς = αδιαφορήσεις [αποστρέφω] τραύματά = τις αμαρτίες πέψῃ = στείλει [πέμπω] χρῄζουν = χρειάζονται ἁπάντων = όλος [επίθ. άπας, γεν. άπαντος] κτισμάτων = δημιουργημάτων δέξε = δέξου ἐπιστρέφοντας = που επιστρέφουμε μετανοοῦντας = που μετανοούμε, δείχνουμε μεταμέλεια για τα αμαρτήματά μας αἰτοῦντας = που ζητάμε [αιτών -ούντος, μτχ. ενεστ. του αιτώ] πρεσβείαις = με τη μεσολάβηση [δοτ. πληθ. του ουσ. η πρεσβεία] πανάγνου = αγνής σε υπέρτατο βαθμό [επίθ. πάναγνος ως προσφ. της Παναγίας] δεήσεσι = προσευχές ἐπιγείων = επίγειων αγαθών προσκαίρων = των αγαθών που έχουν προσωρινό χαρακτήρα [επίθ. πρόσκαιρος] μέριμναν οὐ ποιοῦμαι = δεν μεριμνώ, δεν ενδιαφέρομαι γὰρ = χρησιμοποιείται πολλές φορές για παραγέμισμα του στίχου ἐνθυμοῦμαι = αναλογίζομαι κρῖναι = για να κρίνεις (απρμφ. του σκοπού) τοὺς ἀπ’ αἰῶνος = αυτούς που έζησαν από την αρχή του κόσμου οὓς = τους οποίους (αναφ. αντων.) ὑπερβέβηκα = έχω ξεπεράσει [υπερβαίνω] ταῖς ἁμαρτίαις = όσον αφορά στις αμαρτίες Διὸ = γι’ αυτό τον λόγο κἀγὼ = και εγώ (κράση) προσπίπτω = πέφτω στα πόδια ὡς πρὶν = όπως προηγουμένως νὰ = αν (σύνδ.) θέλει σοῦ συμπαθήσει = θα σε συμπαθήσει [θέλω + απρμφ. ή αλλοιωμένο απαρεμφατικό τ. ή άκλ. + ρ. = θα (βοηθητικό για δήλ. μέλλ. ή σε δυνητική χρ.)] εἰς τὰ = σε αυτά που δράμε = τρέξε μᾶλλο ’ναι = περισσότερο είναι ἐξαγορεύσου = εξομολογήσου [β΄ εν. προστ. αορ. του εξαγορεύομαι] ἀσθένειαν = αμαρτωλή κατάσταση (εδώ) αἰτιάν = ελάττωμα, μειονέκτημα λάβῃς τὴν ὑγειάν σου = θεραπευτείς, γίνεις υγιής Ποὺ = αυτός που (αναφ. αντων.) μετ’ αὐτήν = με αυτήν δικαιώσῃ = απαλλάξει από κατηγορία, αμαρτία λέγει το = το λέει πάραυτα = αμέσως (επίρρ.)",,"Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή",Γλυκός ή Γλυκύς Γιούστος Η σωτήρια στροφή προς τον Θεό (στ. 535-632),"Η αποφυγή της απληστίας και η στροφή προς τον Θεό αποτελεί μέσο σωτηρίας για τον άνθρωπο. Γιατὶ ἄνθρωπος ὅντα πεινᾷ κ’ εὕρῃ φαγί, χορταίνει καὶ ὁποὺ διψᾷ κ’ εὕρῃ ποτόν, ἡ δίψα του διαβαίνει, ἄνθρωπον δὲ φιλάργυρον καὶ ποιός νὰ τὸν χορτάσῃ; Ὅλα τοῦ κόσμου νά ’παιρνε, δὲν τό ’χω νὰ σωπάσῃ. Ἂν ἔβρεχεν ἀπάνω τους χρυσάφι ὡσὰν χαλάζι, πάλι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμιὰν τοῦ πλούτου δὲν σκολάζει. Ἂν περπατῇ, ἂν κάθηται καὶ νύκτα ὅντα κοιμᾶται, ἄλλο οὐδὲν συλλογίζεται, μόνον χρυσὸν θυμᾶται, καὶ αὐτοῦ ἔναι ὁ νοῦς τους πάντοτε καὶ αὐτὴ ἔναι ἡ ἐπιθυμιά τους, καὶ αὐτὰ ποὺ κάμνουν οἱ γονεῖς μαθαίνουν τὰ παιδιά τους. Καὶ μέσον τούτου ὁ θάνατος φθάνει· καὶ τί ἐκερδίσαν; μόνον τὰ βάρη τῆς ψυχῆς· καὶ τ’ ἄλλα ἐδῶ τ’ ἀφῆσαν. Καὶ αὐτοῦ τελειώνει ὁ κόπος τους κ’ ἡ ἀγανάκτησίς τους εἰς κόλασιν αἰώνιον καὶ καῦσιν τῆς ψυχῆς τους. Καὶ γιὰ μικρὴν ἀπόλαυσιν, ποὺ ἦτον καὶ αὐτὴ μὲ κόπον, ὑπῆγαν εἰς τὸν Τάρταρον καὶ τοῦ κλαθμοῦ τὸν τόπον καὶ ’ς σκότος ἀτελεύτητον, ἐκεῖ νὰ κατοικοῦσι, πρᾶγμα φρικτὸν καὶ φοβερὸν ’ς ἄνθρωπον νὰ τ’ ἀκούσῃ. Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν τί ἐβλέπομεν; πᾶσα ταχὺ βραδυάζει καὶ ὥραν τὴν ὥραν τὴν ζωὴν ὁ χρόνος τὴν ξοδιάζει· καθὴν ἡμέραν τὸ κορμὶ γροικοῦμεν ’τι ἀχαμνίζει καὶ ἀπ’ ἄλλο αὐτὸ δὲν γίνεται, μόνε ἡ ζωὴ ἐγκρεμνίζει. Ἐπῆρεν τὸν κατήφορον καὶ ποιός νὰ τὴν γυρίσῃ; ’Σ αὐτὸ ἄνθρωπος δὲν δύνεται νὰ μᾶς παρηγορήσῃ, μόνον αὐτὸς ὁ Ποιητής· ἀλλ’ οὐδ’ αὐτὸς τὸ θέλει ’ς τὴν πρώτην τάξιν νὰ στραφοῦν τοῦ σώματος τὰ μέλη. Γιατὶ τὸ μάκρος τοῦ καιροῦ τὰ πάντα παλαιώνει, καὶ ὁ χρόνος ὅλα φθείρει τα, δὲν τὰ ξανανεώνει, καὶ αὐτὸ ἔναι πρόσταγμα Θεοῦ· πᾶσ’ ἕνας τὸ γνωρίζει, ’τι ἡ μέρα τούτη ἡ σημερινὴ ’ς τὸν κόσμον δὲν γυρίζει. ’Επέρασεν καὶ ἄλλη ἔφθασεν, καὶ αὐτὴ πάλι διαβαίνει, καὶ μιὰ τὴν ἄλλην φθάνοντα ὁ χρόνος μᾶς παγαίνει· καὶ μέσον τούτου οἱ ἄνθρωποι γεροῦσιν καὶ παλιώνουν, παγαίνοντα εἰς ἀφανισμόν, οἱ μέρες τους τελειώνουν. Ἐπεὶ λοιπὸν γνωρίζομεν λοξὰ περιπατοῦμεν, πρέπει νὰ τὴν ἀφήσωμεν τὴν στράταν ποὺ κρατοῦμεν, καὶ ἄλλην ὁδὸν νὰ πιάσωμεν, ’τι αὐτὴ ἔναι πλανεμένη καὶ ὅσοι τὴν ἀπεράσουσιν βρίσκονται κομπωμένοι, καλὰ καὶ φαίνεται πλατειὰ κ’ ἴσα, καθὼς μᾶς δείχνει, ἀλλ’ ὅσοι τὴν περάσουσιν εἰς τὸν βυθὸν τοὺς ρίχνει. Καὶ αὐτὴ ὁποὺ δείχνει ἐδῶ πλατεά, ἐκεῖ στενοχωροῦνται ὅσοι τὴν ἐπεράσασιν, καὶ κλαίουσιν καὶ λυποῦνται, πὼς γιὰ μικρὴν ἀπόλαυσιν ἀφῆκαν τὴν μεγάλην κ’ ἐχάσασιν τὴν μιὰν ζωήν, στεροῦνται καὶ τὴν ἄλλην. Πλατεῖα καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς τῆς ἀπωλείας καὶ τεθλιμμένη καὶ στενὴ ἔναι τῆς βασιλείας, καὶ αὐτὴ ὁποὺ δείχνει δύσκολος, στενὴ καὶ τεθλιμμένη, ὅσοι περάσουν ἀπ’ αὐτὴν μνέσκουν εὐλογημένοι καὶ βασιλείας οὐρανῶν γίνονται κληρονόμοι, καθὼς τὸ θέλ’ ἡ ἐκκλησιά, τῶν χριστιανῶν οἱ νόμοι. Καὶ ὅσοι περάσουν τὴν πλατεὰν εἰς κόλασιν παγαίνουν καὶ σκότος τὸ αἰώνιον, καὶ πλέο τους δὲν ἐβγαίνουν, διότι ἐκεῖ κολάζονται μετὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ἀγγέλων τῶν αὐτοῦ καὶ συνεδρίου ὅλου. Σὺ δέ, Θεὲ φιλάνθρωπε, ταύτης τῆς καταδίκης καὶ φοβερᾶς κολάσεως ρῦσαι με πρὸ τῆς δίκης, μὴ γένωμαι κατάβρωμα καὶ σπάραγμα τοῦ λύκου τοῦ νοητοῦ καὶ δράκοντος, ἐχθροῦ καὶ ἀντιδίκου. Εἰ γὰρ καὶ ἁμαρτάνομεν, Δέσποτα, καθ’ ἑκάστην, ἀλλὰ κ’ Ἐσὲ δοξάζομεν δημιουργὸν καὶ πλάστην καὶ εὐεργέτην τῶν καλῶν καὶ ρύστην τῶν κινδύνων· διὸ ἀξίωσον τυχεῖν τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων καὶ τῆς εὐκταίας Σου φωνῆς: Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τὴν βασιλείαν λάβετε, ἥτις ἡτοιμασμένη ὑμῖν πρὸ κόσμου κτίσεως ἐστίν, καὶ κληρονόμους αὐτῆς ὑμᾶς ποιοῦμαι νῦν· πιστοὺς γὰρ οἰκονόμους εὗρον ὑμᾶς καὶ βοηθοὺς ἀεὶ τῶν δεομένων, γυμνῶν, πεινώντων, ἀσθενῶν καὶ τῶν ἀδικουμένων καὶ πρὸς τοὺς ἐν ταῖς φυλακαῖς πᾶσαν παραμυθίαν ἐδείξατε καὶ πρόνοιαν, σπουδὴν καὶ προθυμίαν. Καὶ δι’ αὐτὸ τὰς ἀμοιβὰς τῶν πράξεων καὶ κόπων ἐκείνων νῦν λαμβάνετε· καὶ δεῦτε εἰς τὸν τόπον τῆς βασιλείας καὶ τρυφῆς καὶ δόξης ἀκηράτου καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν Θεοῦ τοῦ ἀοράτου. Ὧν γένοιτο ἐπιτυχεῖν ἡμᾶς, τῇ μεσιτείᾳ τῆς παναμώμου Σου μητρὸς καὶ Σοῦ φιλανθρωπίᾳ. Σὺ δέ, παρθένε Δέσποινα, ἡ τὸν Θεὸν τεκοῦσα, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν υἱὸν μὴ παύσῃ δυσωποῦσα. Σὲ γὰρ κεκτήμεθ’, ἄχραντε, σκέπην καὶ προστασίαν, καὶ διὰ Σοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ἔχομεν παρρησίαν, πρὸς Ὅν, ἁγνή, ἱκέτευε ὑπὲρ τῶν Σὲ ὑμνούντων, ὅπως ρυσθείημεν δεινῶν ἀεὶ περιστοιχούντων. Τὸ πρῶτον φύλλον, πρόσεχε, ἄγραφον νὰ τ’ ἀφήσῃς καὶ τάφον ἕνα δολερὸν ’ς αὐτὸ νὰ ζωγραφίσῃς, νὰ γέμῃ στιάτα ἀνθρωπινά· καὶ γύρω ἂς στέκουν πλῆθος ἄνδρες, γυναῖκες, λυπηρὰ καὶ μὲ θλιμμένον ἦθος. Καὶ ὀλίγο ἀπάνω ἂς στέκεται ὁ Χάρος καὶ ἂς βαστάζῃ τῶν τριῶν λογῶν τὰ ἄρματα, ἐκεῖνα ποὺ μᾶς σφάζει: τὸ δρέπανον καὶ τὸ σπαθί, δοξάρι μὲ σαγίττες, καὶ ὀμπρός του ἂς εἶναι κεφαλές, καὶ ἂς δείχνῃ ὅτι πατεῖ τες. Καὶ τοὺς στίχους ὅπου βάνω, γράψε ἀπὸ τὸν Χάρ’ ἀπάνω: Ἄνθρωποι, μὴ θαυμάζετε, ξεύροντα ’τ’ εἶμ’ ἐχθρός σας κ’ ἡμέρα – νύκτα πάντοτε δὲν λείπω ’χ τὸ πλευρό σας, μὲ πάντα τρόπον θέλοντα ’χ τὸν κόσμον νὰ σᾶς βγάλω, ’τι αὐτοῦ ὁποὺ κείτονται καὶ αὐτοὶ βιάζομαι νὰ σᾶς βάλω. Οὕτως γὰρ ἔνι πρόσταγμα καὶ ὁρισμὸς Κυρίου, διὰ τὴν πλάνην τοῦ Ἀδὰμ καὶ δόλον τοῦ θηρίου. Τέλος Ἒν ἔτει, ͵αω φω κω, ἐν μηνὶ Μαΐῳ εη — Κορώνῃ.","ὅντα = όταν (σύνδ.) διαβαίνει = περνά, εξαφανίζεται δὲν τό ’χω = δεν θεωρώ νὰ = εισάγει ειδική πρόταση που εκφέρεται με οριστ. (μετά τα ρ. κρίνω, νομίζω, κ.τ.ό.) μέσον τούτου = εντωμεταξύ ἀγανάκτησίς = μόχθος, ταλαιπωρία, κόπος κόλασιν = μεταθανάτια τιμωρία καῦσιν = μαρτύριο, τιμωρία κλαθμοῦ = θρήνου, κλάματος [ο κλαυθμός] ἀτελεύτητον = αιώνιο, ασταμάτητο [επίθ. ατελεύτητος] ξοδιάζει = ξοδεύει καθὴν ἡμέραν = καθημερινά ’τι = ότι (σύνδ.) μόνε = μόνον (επίρρ.) ἐγκρεμνίζει = ξεγλιστρά (αμτβ.) δύνεται = μπορεί στραφοῦν = επιστρέψουν, γυρίσουν πίσω [στρέφομαι] μάκρος = η μακρά διάρκεια πᾶσ’ ἕνας = καθένας φθάνοντα = πλησιάζοντας, προσεγγίζοντας γεροῦσιν = γερνούν [γερώ και γεράζω] παγαίνοντα = πηγαίνοντας εἰς ἀφανισμόν = σε όλεθρο, καταστροφή, εξόντωση Ἐπεὶ = αφού, επειδή (σύνδ.) λοξὰ = στραβά, λανθασμένα (επίρρ.) τὴν στράταν = τον δρόμο, την πορεία κρατοῦμεν = ακολουθούμε πλανεμένη = απατηλή κομπωμένοι = εξαπατημένοι, ξεγελασμένοι [κομπωμένος, μτχ. παρακ. του κομπώνομαι] καλὰ καὶ = αν και, μολονότι δείχνει = δίνει την εντύπωση πλατεά = πλατιά Πλατεῖα = πλατιά ἀπωλείας = καταστροφής, διαφθοράς (θρησκ. και ηθ.) τεθλιμμένη = στενάχωρη, γεμάτη θλίψη βασιλείας = ενν. τη βασιλεία των ουρανών μνέσκουν = περιέρχονται σε μια κατάσταση, γίνονται [μνέσκω και μεινίσκω] πλέο = πια κολάζονται = τιμωρούνται μετὰ = μαζί (για δήλωση συνύπαρξης) (πρόθ. + γενική) τῶν αὐτοῦ = των δικών του (ενν. του διαβόλου) συνεδρίου = συνόλου ατόμων, σύναξης πολλών [το συνέδριον] ρῦσαι = σώσε [β΄ εν. προστ. αορ. α΄ του ρύομαι] δίκης = μέλλουσας κρίσης κατάβρωμα = τροφή [το κατάβρωμα] νοητοῦ = που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου [επίθ. νοητός, εδώ προκ. για τον διάβολο] δράκοντος = εδώ προκ. για τον διάβολο [ο δράκων] ἀντιδίκου = εχθρικού, δυσμενούς [επίθ. αντίδικος] Εἰ γὰρ καὶ = γιατί, αν και καθ’ ἑκάστην = κάθε μέρα ρύστην = σωτήρα [ο ρύστης] διὸ = γι’ αυτό τον λόγο ἀξίωσον = αξίωσε, κάνε μας άξιους [β΄ εν. προστ. αορ. του αξιώνω] τυχεῖν = να βρούμε [τελ. απρμφ. αορ. β΄ του τυγχάνω] εὐκταίας = ποθητής [επίθ. ευκταίος] Δεῦτε = επίρρ. που έχει την έννοια του «προς τα εδώ», «ελάτε» ἥτις ἡτοιμασμένη = η οποία είναι προετοιμασμένη/έχει ετοιμαστεί ὑμῖν = για εσάς πρὸ κόσμου κτίσεως = πριν από τη δημιουργία του κόσμου ὑμᾶς = εσάς (προσωπ. αντων.) ποιοῦμαι = κάνω γὰρ = γιατί (αιτιολ. σύνδ.) οἰκονόμους = αυτοί που υπηρετούν την εκκλησία και τον Θεό [ο οικονόμος] εὗρον = βρήκα ἀεὶ = πάντα (επίρρ.) πᾶσαν = κάθε παραμυθίαν = παρηγοριά [η παραμυθία] σπουδὴν = ενδιαφέρον [η σπουδή] τρυφῆς = απόλαυσης ἀκηράτου = καθαρής [επίθ. ακήρατος] Ὧν γένοιτο ἐπιτυχεῖν ἡμᾶς = αυτά μακάρι να πετύχουμε εμείς τῇ μεσιτείᾳ = με τη μεσολάβηση [δοτ. εν. του ουσ. η μεσιτεία] παναμώμου = απολύτως άψογης, άμεμπτης [επίθ. πανάμωμος, προσφ. της Παναγίας] τεκοῦσα = που γέννησε [τεκών, μτχ. αορ. του τίκτω] δυσωποῦσα = να παρακαλάς επίμονα [δυσωπών, μτχ. ενεστ. του δυσωπώ] κεκτήμεθ’ = έχουμε αποκτήσει [α΄ πληθ. οριστ. παρακ. του κτώμαι] ἄχραντε = άσπιλη, αμόλυντη, ιερή [επίθ. άχραντος] σκέπην = προφύλαξη, προστασία (εδώ μεταφ.) διὰ Σοῦ = μέσα από Εσένα παρρησίαν = ελεύθερη και θαρραλέα έκφραση της γνώμης πρὸς Ὅν = προς τον οποίο ὑπὲρ τῶν Σὲ ὑμνούντων = υπέρ αυτών που Σε υμνούν ὅπως ρυσθείημεν = για να σωθούμε, να λυτρωθούμε [ρύομαι] δεινῶν = από τα δεινοπαθήματα, τις συμφορές περιστοιχούντων = που στέκονται γύρω δολερὸν = δυστυχή, θλιβερό [επίθ. δολερός] γέμῃ = είναι γεμάτος από στιάτα = κόκαλα, οστά λυπηρὰ = με λύπη (επίρρ.) ἦθος = διάθεση λογῶν = ειδών, λογιών [η λογή και λοή] ποὺ = με τα οποία δοξάρι = τόξο θαυμάζετε = απορείτε, μένετε έκπληκτοι [θαυμάζω] ’τ’ = ότι ’χ = από (πρόθ.) πάντα = κάθε κείτονται = βρίσκονται Οὕτως = έτσι (επίρρ.) ὁρισμὸς = διαταγή, εντολή (προκ. για τον Θεό, τους αγίους ή την εκκλησία) θηρίου = διαβόλου (μεταφ.) Ἒν ἔτει = κατά το έτος ἐν μηνὶ = κατά τον μήνα",,"Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή",Γλυκός ή Γλυκύς Γιούστος Abstract,"Το έργο είναι δημιούργημα του κύπριου συγγραφέα Νεόφυτου Ροδινού. Συντάχθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα και η γλώσσα του είναι απλή, διανθισμένη με ποικίλα διαλεκτικά κυπριακά στοιχεία. Το κείμενο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής και εθνικοαπελευθερωτικής συνείδησης του ξενιτεμένου ελληνισμού.",,,"Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου",Ροδινός Νεόφυτος Η σημασία της πατρίδας και της πίστης,"Ο Ροδινός θεωρεί πως η πίστη και κυρίως η πατρίδα είναι δύο αξίες που κάθε άνθρωπος οφείλει να υπηρετήσει. Ο ίδιος προσφέρει υπηρεσία στην πατρίδα του μέσα από το συγγραφικό έργο του. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΤΟΥ ΡΟΔΙΝΟΥ Περὶ ἡρώων, στρατηγῶν, φιλοσόφων, ἁγίων καὶ ἄλλων ὀ- νομαστῶν ἀνθρώπων, ὁποῦ ἐβγήκασιν ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Κύπρου. Προοίμιον Δύο πράγματα ἀπὸ ὅλα περισσότερον, μοῦ φαίνεται, καὶ εἶναι ὁ ἄνθρωπος χρεώστης εἰς τὴν ζωήν του, νὰ ἀγαπᾶ, νὰ τιμᾶ καὶ νὰ διαφενδεύει, ἤγουν τὴν πίστιν του, καὶ τὴν πατρίδα του. Τὴν πίστιν, διότι διὰ μέσου αὐτῆς τῆς πίστεως ὁποὺ κρατεῖ ἐβγαίνοντας ἀπὸ τούτην τὴν ζωήν, ἐλπίζει νὰ ἔχει ἀνταμοιβὴν καὶ πλερωμήν, καθότι ἔζησεν εἰς ἐκείνην. Τὴν πατρίδα χρεωστεῖ κάθε εἷς νὰ τὴν ἀγαπᾶ καὶ νὰ τὴν τι- μᾶ καὶ νὰ πολεμᾶ διὰ ἐκείνην, διότι ἐβγάζοντας τὴν παλαιάν ἐκείνην παραγγελιάν, ὁποὺ νοθετᾶ καὶ λέγει «μάχου ὑπὲρ πα- τρίδος», πολέμα διὰ τὴν πατρίδα σου, εἶναι ἀκόμη καὶ ἠθι- κός, μάλιστα φυσικὸς νόμος, κάθε ἕνας νὰ ἀντιστέκεται καὶ νὰ ὑπερμαχεῖ τῆς πατρίδος του, κἄν τε καλή, καὶ ὀνομαστὴ εἶναι, κἄν τε ἀχαμνή, πτωχὴ καὶ εἰς τοὺς πολλοὺς ἀγνώ- ριστη. Δὲν ἠξεύρω, ἂν εὑρίσκεται τόπος ἢ πολιτευομένη πατρίδα πλιὰ μικρή, ξηρὰ ἄκαρπη, πετρώδης, καὶ ὡς λέγει ὁ ποιητὴς «κραναή», ὡσὰν τὸ νησὶ τῆς Ἰθάκης, εἰς τὸ ὁποῖον ἐγεννήθη καὶ ἀναθράφη ὁ πολύξευρος ἐκεῖνος καὶ πολύτροπος Ὀδυσ- σέας, ὁ ὁποῖος τόσον ἐπεθύμα νὰ ἰδεῖ τὴν πατρίδα του ὕστε- ρα ἀπὸ ἐκεῖνες τές πολλὲς ξενιτιὲς καὶ πλάνες, ὁποὺ διὰ τὴν ἀθανασίαν, τὴν ὁποίαν ἔτασσε νὰ τοῦ δώσει ἡ μυθευομένη ἐ- κείνη θεὰ καὶ νὰ τὸν κάμει ἀθάνατον τίποτες δὲν τοῦ ἔμελ- λε, μάλιστα ἐπεθύμα καλλιότερα, νὰ ἰδεῖ καπνὸν ἀπὸ τὸν τόπον του παρὰ στιὰν ἀπὸ ἄλλον τόπον, ὡς τὸ λέγει ἀτὸς του. «Οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος» λέγει ὁ γλυκὺς Ὅμηρος. Δὲν βολεῖ, λέγει, νὰ εὑρεθεῖ πρᾶγμα πλέα γλυκύ, πλέα θεῖον, καὶ πλιὰ σεμνὸν ἀπὸ τὴν πατρίδα. Ἐπειδὴ καὶ διατ’ ἐκείνην κάθε εἷς βάλλει τὰ ἔχει του καὶ τὴν ζωήν του. Διατ’ ἐκείνην γίνονται τόσοι πόλεμοι, τόσες ξενιτιὲς καὶ τό- σοι φόνοι εἰς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅποιος πλιὰ ἀν- δρειωμένος καὶ πλέα δυνατὸς εὑρεθῇ εἰς ὁμοίους πολέμους, ἐκεῖνος εἶναι περισσότερον ἐπαινεμένος καὶ στεφανωμένος ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του καὶ ζωντανὸς καὶ ἀπεθαμένος μὲ ἐγκώμια καὶ ἐπιταφίους λόγους. Πολλοὶ πολλὰ πράγματα ἐ- παινοῦσι καὶ θαυμάζουσιν, ἀμὴ ὡσὰν τὴν πατρίδα των δὲν ἀ- γαποῦσιν οὔτε τιμοῦσι. Καὶ ἐπιθυμοῦν ὅλοι νὰ κάμουν κανένα παντοτινὸν πράγμα, ὁποὺ νὰ εἶναι διὰ τιμὴν τῆς πατρίδος των, τὶς κανένα κτίσμα περίφημον, τὶς ἀνδραγαθίαν εἰς τὰ ἅρματα, ἄλλος εἰς σοφίαν καὶ ἄλλος εἰς ἄλλην ἀρετήν, καὶ νὰ εἶναι ὀνομαστὸς εἰς ἐκείνην, καὶ ἐπιθυμᾶ «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχος ἔμμεναι ἄλλων», μόνον διὰ νὰ τιμήσει τὴν πατρί- δα του καὶ νὰ τιμηθεῖ ἀπὸ ἐκείνην καὶ νὰ κραχθεῖ φιλό- πατρις. Ὅταν οἱ Ἀθηναῖοι ἤθελαν νὰ γράψουν τὸ ψήφισμα εἰς ἔπαι- νον τοῦ Ζήνωνος, καὶ ἔγραφαν, «Ζήνωνος τοῦ φιλοσόφου», ἔ- καμε νὰ γράψουν καὶ τὸ ὄνομα τῆς πατρίδος του, ἡ ὁποία ἦτον τὸ Κίτι, ὡσὰν νὰ ἔλεγεν αὐτὸς ὁ φιλόσοφος, ὅτι ἡ ἀφορμὴ ὁποὺ ἐγὼ ἐπαινοῦμαι ἀπὸ ἐσᾶς, ὦ Ἀθηναῖοι, εἶναι ἡ πατρί- δα, διὰ τοῦτο δὲν εἶναι δίκαιον νὰ μὴν μετέχει καὶ ἐκείνη τῆς αὐτῆς τιμῆς, διὰ τοῦτο καὶ οἱ συγγραφεῖς συνηθοῦν νὰ ἐπιγράφουν τὰ ὀνόματα τῆς πατρίδος των: Θουκυδίδης ὁ Ἀ- θηναῖος, Ἡρόδοτος ὁ Ἀλικαρνασσεὺς καὶ ἄλλοι ὁμοίως. Ἀ- ληθινὰ πολλότατοι ἐστάθησαν ἀπὸ ἐκείνους, ὁποὺ ἀρνήθησαν τὴν πίστιν, ὁποὺ τοὺς ἔδωκαν οἱ πατέρες των, καὶ ἐγύρισαν εἰς ἄλλην καὶ τόσον τὴν ἐδέχθησαν ὁποὺ πλέα γλήγορα εύ- χαριστήθησαν νὰ ἀπεθάνουν εἰς ἐκείνην παρὰ νὰ τὴν ἀφή- σουν, νὰ γυρίσουν εἰς τὴν πατρικήν των πίστιν. Ἀμὴ τὴν πατρίδα του κανείς, ὅσες πίστες ἀλλάξει, λογιά- ζοντας πῶς μία νὰ εἶναι καλλιότερη ἀπὸ τὴν ἄλλην, ποτὲ δὲν τὴν ἀλλάσει, δὲν τὴν ἀρνιέται, οὔτε τὴν μισᾶ, οὔτε ὑπο- φέρει νὰ ἀκούει κανένα νὰ τὴν κακολογᾶ, καλὰ καὶ νὰ εἶναι ἀντύχει καὶ ἐξορισμένος ἢ φευγάτος ἀπὸ ἐκείνην, μάλιστα τὴν τιμᾶ καὶ τὴν ἐπαινᾶ καὶ ἐπιθυμᾶ, ὡσὰν καὶ τὸν Ὀδυσ- σέα, νὰ γυρίσει εἰς τὴν αὐτήν. Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἀκούσει τὸν σοφιστὴν Λιβά- νιον, ὅταν λέγει, «οὐδὲ πατρίς, ἣ μὴ οἶδεν ὃ ἔχει». Διότι κἂν τε γνωρίζει, κἄν τε δὲν γνωρίζει ἐκεῖνο ὁποὺ ἔχει, πατρίδα εἶναι, καὶ φιλτάτη τροφὸς εἶναι. Καὶ καθὼς ὁ πατέρας ἀγα- πᾶ τὰ παιδιά του, καὶ δὲν θέλει ἀγαπήσει ποτὲ ἄλλα παιδιά, ὅσον καλλιότερα νὰ εἶναι, ὡσὰν τὰ ἐδικά του, ἀλλὰ μηδὲ τὰ παιδία θέλουν ἀγαπήσει ἄλλους πατέρες καλλιότερα ἀπὸ τοὺς δικούς των, ἔτζι καὶ ὁ κάθε εἷς ἀγαπᾶ κάλλια τὴν πατρίδα του παρὰ ἄλλες, ὅσον μεγάλες πλούσιες, πολυάνθρωποι καὶ εὐδαίμονες νὰ εἶναι. Ἀγαπᾶ ἀλήθεια νὰ εἶναι καὶ ἡ ἰδική του ὡσὰν ἐκεῖνες ὀνομαστὴ καὶ εὐδαίμων, ἀμὴ νὰ τὴν ἀγα- πήσει πλέον παρὰ τὴν δικήν του, ποτὲ δὲν τὸ κάμνει, ἂν δὲν εἶναι ἀγνώμονας, ἀχάριστος καὶ προδότης τῆς φύσεως. Φαίνεταί μου, ὅτι διὰ νὰ εἶναι τόσον ἀγαπημένη ἡ πατρίδα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐκράχθηκε μ’ αὐτὸ τὸ γλυκὺ ὄνομα πα- τρίδα, παίροντας τὴν παραγωγήν του ἀπὸ ὄνομα, ὁποὺ περισ- σότερον ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ ἀγαπιέται ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀν- θρώπους, ἤγουν τοῦ πατρός. Ἐκεῖ, δηλονότι, ὅπου ἐγεννήθη καὶ ἀνατράφη, καὶ ἐκεῖ ὅπου εἶδε πρῶτα τὸ ὀμορφήτερον αἰ- σθητὸν πράγμα, ὁποὺ ἔκαμεν ἡ φύσις, ἤγουν τὸν ἥλιον. Καὶ διὰ μέσου της γιαμιὰ ἐγνώρισε καὶ ἄλλους πολλοὺς τόπους, σοφίαν, παίδευσιν, καὶ ἄλλα ὅσα στολίζουν τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν πατρίδα τους οἱ ἄνθρωποι, (λέγει κάποιος σοφὸς) τὴν ἀγαποῦσι καὶ ὄντας νέοι καὶ ὅταν γηράσουσιν. Ἀμή, περισ- σότερον τὴν ἀγαποῦν ὅταν εἶναι γέροντες καὶ πλιὰ φρόνιμοι παρὰ ὅταν ἦσαν νέοι, διότι τότε περισσότερον αὐξαίνει ὁ πό- θος τῆς πατρίδος εἰς ἐκείνους, καὶ κάθε ἕνας παρακαλεῖ καὶ ἐπιθυμᾶ νὰ τελειώσει τὴν ζωήν του εἰς τὴν πατρίδα του, καὶ ἐκεῖ ὅπου ἀρχίνησεν ἡ ζωή του, ἐκεῖ πάλιν νὰ τελειώσει καὶ ν’ ἀφήσει τὸ κορμί του εἰς τὴν γῆν, ὁποὺ τὸν ἔθρεψεν καὶ νὰ θαφτεῖ εἰς τοὺς τάφους τῶν πατέρων του. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ κάθε ἕνας εἶναι φιλόπατρις καὶ ἐπιθυμᾶ καὶ γυρεύγει τρόπον πῶς νὰ ἀνταμείψει, ὅσον τοῦ εἶναι δυνα- τὸν «τῇ τροφῷ τὰ τροφεῖα», καὶ νὰ ἀφήσει ὀπίσω του κανένα ἔργον, ὁποὺ νὰ εἶναι εἰς τιμὴν καὶ ἔπαινον τῆς αὐτῆς, ἠθέλησα καὶ ἐγὼ νὰ μὴ φανῶ ἀμέτοχος τοῦ τοιούτου καλοῦ, μόνον νὰ κάμω κάποιον τι, τὸ ὁποῖον νὰ μαρτυρᾶ τὸν πόθον καὶ τὸ χρέος ὁποὺ φέρνω ἐκείνης, εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη- κα καὶ ἀναθράφηκα, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν εἶδα πρῶτον τὸν γλυκὺν ἥλιον. Ἀμή, ἐπειδή, καὶ διὰ τὴν σύντροφον καὶ συγκάτοικον πε- νίαν, δὲν μοῦ ἔρχεται ἀπὸ χέρι μὲ ἄλλο τίποτις νὰ δείξω αὐ- τὸν τὸν πόθον, ἐβάλθηκα νὰ κάμω μίαν συλλογὴν ἢ μάζωμα τῶν σοφῶν καὶ ἐναρέτων ἀνθρώπων, ὁποὺ αὐτὸ τὸ φιλόχρι- στον νησὶ ἔβγαλεν, τόσον παλαιοὺς ὅσον καὶ νέους, τόσον ἐ- θνικοὺς ὅσον καὶ χριστιανούς, διὰ νὰ εἶναι εἰς μνημόσυνον καὶ δόξαν τῶν ἀπερασμένων καὶ παράδειγμα εἰς ἀρετὴν τῶν μελλόντων. Ἔργον καλὰ καὶ ὀλίγον, ἀμὴ, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, πολλὰ καλ- λιότερον, παρὰ νὰ ἔκαμνε κανεὶς πυραμίδες, πύργους, θέα- τρα καὶ ἄλλα ἀκίνητα πράγματα, ὑποτεταγμένα εἰς σεισμούς, ἐθνῶν καταστροφὲς καὶ ἄλλες τῶν καιρῶν ὑβρισιές, καὶ μό- νον εἰς ἐκείνους γνωρισμένα ὁποὺ κατοικοῦν εἰς ἐκεῖνα, ἢ τριγύρω εἰς ἐκεῖνα ἀμή, τὸ βιβλίον, ὅποιας λογῆς καὶ νὰ εἶ- ναι, ὡσὰν πτερωμένον, πουλί, ὑπάγει παντοῦθεν, ἀνατολήν, καὶ δύσιν, καὶ πάντα στέκει καὶ ὁ χαλαστὴς ὁλονῶν τῶν πραγμάτων καιρός, δὲν ἐμπορεῖ, ὡς λέγει ὁ φιλοκύπριος Ἰσο- κράτης, νὰ κάμει καμίαν ἀλησμονιάν, «οὐ δύναται λήθην ἐμ- ποιῆσαι». Καὶ ἐκεῖνο λοιπὸν ὁποὺ εἰς ἐκεῖνο λέγομεν, εἰς αὐ- τὸ τὸ σύνταγμα τὸ ἀποδείχνομεν μὲ μαρτυρίες παλαιῶν συγ- γραφέων, τόσον ἐθνικῶν, ὅσον καὶ χριστιανῶν.","Περὶ = σχετικά με (πρόθ. + γενική ) νομαστῶν = ξακουστών, φημισμένων [επίθ. ονομαστός] ὁποῦ = οι οποίοι, που (αναφ. αντων.) ἐβγήκασιν = προήλθαν [εβγαίνω] Προοίμιον = εισαγωγή, πρόλογος χρεώστης = αυτός που έχει υποχρέωση, οφειλέτης διαφενδεύει = υπερασπίζεται, προστατεύει [διαφεντεύω] ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) διὰ μέσου αὐτῆς = μέσα από αυτή κρατεῖ = εμμένει σε αυτή (προκ. για θρησκευτική πίστη) ἐβγαίνοντας ἀπὸ τούτην τὴν ζωήν = πεθαίνοντας [φρ. εβγαίνω από την ζωήν] πλερωμήν = αμοιβή (εδώ μεταφ.) χρεωστεῖ = έχει χρέος, οφείλει κάθε εἷς = καθένας διὰ = για (πρόθ.) ἐβγάζοντας = ανασύροντας παραγγελιάν = εντολή, οδηγία, διαταγή νοθετᾶ = παραινεί, συμβουλεύει, προτρέπει [νουθετώ και νοθετώ] μάχου = πολέμα [β΄εν. προστ. ενεστ. του μάχομαι] ὑπερμαχεῖ = αγωνίζεται για [υπερμαχώ] κἄν = είτε… είτε (σύνδ.) ἀχαμνή = ανίσχυρη, ταπεινή [επίθ. αχαμνός] ἀγνώ- = άγνωστη [επίθ. αγνώριστος] πολιτευομένη = διοικούμενη, κυβερνώμενη [πολιτευόμενος, μτχ. ενεστ. του πολιτεύομαι] πλιὰ = περισσότερο (επίρρ.) ὡς = όπως (αναφ. επίρρ.) κραναή = τραχιά, βραχώδης, πετρώδης [επίθ. κραναός] πολύξευρος = πολύξερος, πολυμαθής, που γνωρίζει πολλά (επίθ.) πολύτροπος = πολυπλάνητος, επινοητικός (επίθ.) τές = τις (άρθρο) πλάνες = περιπλανήσεις [η πλάνη] ὁποὺ = ώστε (ως αποτελ. σύνδ.) ἔτασσε = υποσχόταν [τάσσω] μυθευομένη = που γίνεται λόγος για εκείνη σε μύθους [μυθευόμενος, μτχ. ενεστ. του μυθεύομαι ως επίθ.] ἔμελ- = σκεφτόταν καλλιότερα = περισσότερο (επίρρ.) στιὰν = φωτιά [η στια ή ιστιά] ἀτὸς = ο ίδιος (αντων. ως αντιδιασταλτική με τους τ. μου, σου, του) Οὐδὲν = τίποτα [αόρ. αντων. ουδείς] γλύκιον = γλυκύτερο βολεῖ = είναι δυνατόν πλέα = περισσότερο (συγκρ. βαθμός του επιρρ. πολύ) σεμνὸν = σεβαστό [επίθ. σεμνός] διατ’ = για [επίρρ. διατά] βάλλει = ρίχνει, βάζει τὰ ἔχει = την περιουσία, τα πλούτη ἐπαινεμένος = φημισμένος, ξακουστός (μτχ. παρακ. του επαινούμαι ως επίθ.) στεφανωμένος = δοξασμένος, τιμημένος ἐπιταφίους = επικήδειους [επίθ. επιτάφιος] ἀμὴ = αλλά (σύνδ.) των = τους (αντων.) παντοτινὸν = μόνιμο, διαρκές, αιώνιο [επίθ. παντοτινός] τὶς = κάποιος (αόρ. αντων.) ἀνδραγαθίαν = κατόρθωμα ἅρματα = στον πόλεμο [το άρμα: όπλο κάθε είδους (γενικά)] αἰὲν = πάντα (επίρρ.) ἀριστεύειν = να αριστεύει, να διακρίνεται ὑπείροχος = που διακρίνεται περισσότερο από τους άλλους (ιων. τύπος αντί υπέροχος) ἔμμεναι = να είναι κραχθεῖ = να αποκληθεί, να ονομαστεί [κράζομαι] ψήφισμα = πρόταση που επικυρώνεται από την πλειονότητα των ψήφων ἔ- = φροντίσε να γίνει [κάμνω και κάμω] ὁποὺ = εξαιτίας της οποίας, για την οποία αὐτῆς = της ίδιας (αντων.) ὁμοίως = παρομοίως, επίσης (επίρρ.) πολλότατοι = πάρα πολλοί ἐγύρισαν = μεταστράφηκαν πατρικήν = προγονική, πατροπαράδοτη [επίθ. πατρικός] πίστες = θρηκείες, θρησκεύματα [η πίστις] λογιά- = θεωρώντας, νομίζοντας [λογιάζω] καλλιότερη = καλύτερη (επίθ. συγκρ. βαθμού) μισᾶ = εχθρεύεται, αντιπαθεί ὑπο- = ανέχεται [υποφέρω] καλὰ καὶ = ακόμη κι αν μάλιστα = πάρα πολύ (επίρρ.) οὐδὲ = ούτε (σύνδ.) ἣ = η οποία μὴ = δεν (μόριο) οἶδεν = γνωρίζει φιλτάτη = προσφιλέστατη, πάρα πολύ αγαπητή τροφὸς = πατρίδα ή πόλη στην οποία ανατράφηκε κάποιος (εδώ μεταφ.) μηδὲ = ούτε (σύνδ.) ἔτζι = έτσι (επίρρ.) κάλλια = περισσότερο (επίρρ.) πολυάνθρωποι = πολυπληθείς σε κατοίκους [επίθ. πολυάνθρωπος] εὐδαίμονες = ευτυχείς, που ευημερούν [επίθ. ευδαίμων -ονος] πλέον = περισσότερο (επίρρ.) παρὰ = από (πρόθ. που δηλώνει σύγκριση) ἀγνώμονας = ασύνετος, ανόητος (επίθ.) ἐκράχθηκε = ονομάστηκε [κράζομαι] παίροντας = παίρνοντας παραγωγήν = προέλευση, δημιουργία δηλονότι = δηλαδή αἰ- = που γίνεται αντιληπτό μέσω των αισθήσεων [επίθ. αισθητός] γιαμιὰ = αμέσως (επίρρ.) παίδευσιν = εκπαίδευση, αγωγή [η παίδευσις] ὄντας = όταν είναι φρόνιμοι = συνετοί, σώφρονες, μυαλωμένοι [επίθ. φρόνιμος] αὐξαίνει = δυναμώνει [αυξαίνω και αυξάνω] νὰ τελειώσει τὴν ζωήν του = να πεθάνει γυρεύγει = ψάχνει, αναζητά ἀνταμείψει = ανταποδώσει [ανταμείβω] τῇ τροφῷ = στην τροφό (ενν. την πατρίδα) τροφεῖα = την αμοιβή που αποδίδεται στην τροφό τοιούτου = τέτοιου [δεικτ. αντων. τοιούτος] μαρτυρᾶ = επιβεβαιώνει πε- = ένδεια, φτώχεια [η πενία] μάζωμα = συγκέντρωση, συλλογή φιλόχρι- = που αγαπά τον Χριστό [επίθ. φιλόχριστος] ἐ- = ειδωλολάτρες [ουσιαστικοποιημένο επίθ. εθνικός] μνημόσυνον = ανάμνηση, ενθύμηση ἀπερασμένων = αυτών που έζησαν στο παρελθόν μελλόντων = μελλοντικών, μεταγενέστερων καλὰ καὶ = αν και, μολονότι ὀλίγον = μικρό [επίθ. ολίγος] ὑβρισιές = προσβολές γνωρισμένα = γνωστά πτερωμένον = φτερωτό, που έχει φτερά ὑπάγει = πηγαίνει παντοῦθεν = παντού (επίρρ.) στέκει = στέκεται χαλαστὴς = καταστροφέας, ανατροπέας καιρός = ο χρόνος φιλοκύπριος = που αγαπά τους Κύπριους, φίλος των Κυπρίων νὰ κάμει καμίαν ἀλησμονιάν = να ξεχαστεί οὐ δύναται = δεν μπορεί λήθην = λησμονιά ἐμ- = να προκαλέσει [τελ. απρμφ. του εμποιώ] σύνταγμα = σύγγραμμα, βιβλίο",,"Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου",Ροδινός Νεόφυτος Ο απόστολος Βαρνάβας,"Ο συγγραφέας, αφού παρουσίασε αξιόλογους ειδωλολάτρες Κύπριους, μεταβαίνει στην παρουσίαση αγίων, ξεκινώντας από τον αποστόλο Βαρνάβα. Εξαίρει τις αρετές του και τον ρόλο του στη διάδοση του χριστιανισμού. ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ, ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ, ΜΑΡΤΥΡΕΣ, ΟΣΙΟΥΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ, ΟΠΟΥ Ε- ΓΕΝΝΗΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΑΝΑΘΡΑΦΗΣΑΝ ΕΙΣ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΚΕΦ. Γ΄. Β α ρ ν ά β α ς. Ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, πρωτόθρονος αὐτῆς τῆς νήσου καὶ κορυφὴ τῶν ἐπιλοίπων Κυπριωτῶν ἁ- γίων, ἦτον ἀπὸ τὴν Κύπρον, ὡς τὸ λέγει ἡ γραφὴ εἰς τὰς πράξεις τῶν ἀποστόλων καὶ ἦτον ἀπὸ τὸ κάστρο τῆς Σαλα- μίνης, ἤγουν τὴν Ἀμμόχωστον. Ἀπέκει, ὡσὰν ἐπέρασεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν. Τοῦτο τὸ ὄνομα Βαρνάβας ἑρμηνεύεται υἱὸς παρακλήσεως, ἤγουν παι- δὶ τῆς παρηγοριᾶς. Ἦτον καλὸς ἄνθρωπος φυσικά του, «ἦν (λέγει ὁ Λουκᾶς) ἀνὴρ ἀγαθός, καὶ πλήρης πνεύματος ἁγίου, καὶ πίστεως». Ἀφόντις ἐλιθοβόλησαν τὸν ἅγιον Στέφανον, οἱ μαθητάδες ὁποὺ ἦσαν μὲ τοὺς ἀποστόλους, λέγει ἡ γραφή, πὼς διὰ τὴν θλίψιν τὴν γενομένην ἐπὶ Στεφάνῳ, ἐσκορπίσθη- σαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καὶ τινὲς ἐπῆγαν εἰς τὴν Κύπρον, ἄλλοι εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ἐδίδασκαν τὸν λόγον τοῦ θεοῦ· καὶ οἱ Κυπριῶτες καὶ οἱ Κυρηνιῶτες ἦσαν εἰς Ἀντιοχείαν καὶ ἐ- δίδασκαν τοὺς Ἕλληνας, καὶ ἦτον, λέγει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, τὸ χέρι τοῦ θεοῦ ἦτον μετ’ ἐκείνους, «καὶ ἦν ἡ χεὶρ Κυρίου μετ’ αὐτῶν»· καλλιότερη τιμή; Τί μεγαλείτερον ἐγκώμιον καὶ ἔ- παινος ἐμπορεῖ νὰ δοθεῖ ἀπ’ αὐτό; Νὰ λέγει τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, διὰ μέσου τοῦ δούλου του καὶ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ: «ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵ- τινες ἐλάλουν πρὸς τοὺς ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύ- ιον Ἰησοῦν, καὶ ἦν ἡ χεὶρ Κυρίου μετ’ αὐτῶν». Ὦ χαριτω- μένος λόγος, ὦ εὐλογημένος καὶ ἅγιος ἔπαινος, ὦ ἔπαινος, ὁ- ποὺ δὲν διεβάζομεν εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα νὰ ἐπώθηκε διὰ κανένα ἄλλο ἔθνος, ἔξω ἀπὸ τῶν Κυπριωτῶν. Τοῦτο ἀκούοντας οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἔστειλαν τὸν Μακάριον Βαρνάβαν, ὡσὰν Κυπριώτην, οἰκονομικῶς, διὰ νὰ στερεώσει ὡς ἀπόστολος ἐκεῖνο, ὁποὺ οἱ ἄλλοι Κυπριῶτες εἶχαν κάμει εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Διὰ τοῦτο, ὄντας αὐτὸς ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης πνεύματος ἁγίου, σεβαίνοντας εἰς τὴν Ἀν- τιοχείαν τοὺς ἐκατάπειθε νὰ πομείνουν, καὶ νὰ στέκονται εἰς ἐκεῖνο, ὁποὺ ἔμαθαν, καὶ ἄκουσαν ἀπὸ τοὺς συντοπίτες του Κυ- πριῶτες καὶ Κυρηνιῶτες. Γιαμιά, ἐξῆλθεν εἰς Ταρσὸν ὁ αὐτὸς Βαρνάβας νὰ εὕρει τὸν Σαῦλον, καὶ εὑρίσκοντάς τον, πρῶτος ὁ Βαρνάβας, τὸν ἔφερεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, διὰ νὰ στερεώσουν ἀντάμα τὴν διδαχὴν καὶ πίστιν ὁποὺ τοὺς ἐκήρυξαν οἱ Κυ- πριῶτες τοὺς Ἀντιοχεῖς. Στέκοντας λοιπὸν καὶ διδάσκοντας αὐτοὶ οἱ δύο Σαῦλος καὶ Βαρνάβας, ἐκεῖ πρῶτοι ἐκράχθησαν, ὅσοι ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, χριστιανοί, τόσον, ὁποὺ συ- νεργοῦντος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ κραζόμε- σταν χριστιανοί, νὰ ἔχομεν αὐτὸ τὸ σεβασμιώτατον καὶ γλυκύ- τατον ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἤγουν χριστιανοί, ἀφορμὴ καὶ συνδρομὴ ἐστάθησαν Κυπριῶτες, ἂν ὁ Βαρνάβας εἶναι Κυπριώτης. Τόσον χρέος λοιπὸν ἔχει ἡ Ἀντιόχεια τῶν Κυπριωτῶν, καὶ ὅλον τὸ ἔθνος τῶν πιστῶν, τὸ νὰ κραχθεῖ χριστιανὸν διὰ μέ- σου τῆς διδαχῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ὁποὺ ἔγινεν ἀπὸ Κυπριῶ- τες; Τὸν Παῦλον τὸν μακάριον, τὸν μέγαν τῶν ἐθνῶν διδά- σκαλον, δὲν ἐτόλμα κανείς, οὔτε μαθητής, οὔτε ἀπόστολος νὰ σιμώσει διὰ τὸν φόβον ὁποὺ εἶχαν ἀπὸ ἐκεῖνον, μὴ πιστεύον- τας πὼς νὰ εἶναι μαθητής, καὶ ὅμως ἕνας Κυπριώτης, ὁ ἱερώ- τατος Βαρνάβας, ἔγινε μεσίτης. Τὸν ἔφερε καὶ τὸν ἔκαμε φί- λον μὲ τοὺς λοιποὺς μαθητάδες καὶ ἀποστόλους. Τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ὀλίγη τιμὴ τῆς εὐφορωτάτης Κύπρου. Τόσους τό- πους ἐγύρισε, Συρίας καὶ Παλαιστίνης ὁ μακάριος Παῦλος, καὶ πούπετα δὲν ἀπόκτησε τὸ ἁγιώτατόν του ὄνομα, νὰ κρά- ζεται Παῦλος, μόνον εἰς τὴν Κύπρον, εἰς τὸ Κάστρο τῆς Πά- φου, διὰ νὰ ἔχει σιμὰ εἰς ὅλα αὐτὸ τὸ νησί, καὶ αὐτὴν τὴν τιμὴν τῆς ἀλλαξιᾶς τοῦ ἀποστολικοῦ τῶν ἐθνῶν διδασκάλου, ἀπὸ Σαῦλον εἰς Παῦλον, ὀνόματος. Ὅταν δηλονότι ἐπέστρε- ψαν εἰς τὴν πίστιν Σέργιον, Παῦλον, τὸν ἀνθύπατον τῆς Πά- φου. Ἀφόντις γιαμιὰ ὁ Βαρνάβας ἐχωρίσθηκεν ἀπὸ τὴν συντρο- φιὰν τοῦ Παύλου, διδάσκοντας εις διαφόρους τόπους, ἦλθεν εἰς τὴν Ἰταλίαν, πεμπάμενος ἀπὸ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον. Αὐ- τὸς ἐστάθην ὁ πρῶτος ὁποὺ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χρι- στοῦ εἰς τὴν Ἰταλίαν, καὶ εἰς τὴν Ρώμην, ὡς λέγεται εἰς τὸ συναξάριόν του, καὶ ὡς τὸ μαρτυροῦν καὶ ἄλλοι ἅγιοι καὶ μάρ- τυρες. Αὐτὸς ἐγύρισε τὸν πανεύφημον καὶ μακάριον Κλήμεν- τα εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸν ἔστειλεν εἰς τὴν Ἀν- τιόχειαν εἰς τὸν ἅγιον Πέτρον. Γιαμιά, ἐπῆγεν εἰς τὸ Μιλά- νο, καὶ ἐκήρυξε, καὶ ἐκεῖ ἐστάθηκε πρῶτος ἐπίσκοπος. Ἀ- πέκει, κάμνοντας ἄλλον συντοπίτην του, καὶ μαθητήν του ἐ- πίσκοπον εἰς τὸν τόπον του, ἐδιάβηκεν εἰς τὸ Πέργαμον, καὶ ἐγύρισε πολλοὺς εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἄφηκε διὰ ἐπίσκοπον Νάρνον, τὸν ἴδιον του μαθητήν, καὶ αὐτὸς ἐπῆγεν εἰς τὴν Βρέσαν, καὶ ἔκαμε τὸ ὅμοιον. Εἰς ὅλον ὕστερον, ἐγύρισεν εἰς τὴν Σαλαμίναν, εἰς τὸν τόπον του. Τί νὰ εἰποῦμεν καὶ δι’ αὐτὴν τὴν μεγαλόδοξον (ὡς λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος) τὴν πρόεδρον τῶν ὅλων, εἰς τὴν ὁποίαν κάθεται ὁ διάδοχος τοῦ Πέτρου καὶ κυβερνήτης τῆς ἐκκλησίας; Ἀπὸ ποῦ ἔχει τὴν πρώτην τῆς πίστεως ἀρχήν, εἴμητα ἀπὸ Κυπριώτην, τὸν μακάριον Βαρνάβαν, ὡς καθὼς λέγει ὁ βίος του; Ἤγουν οὗτος ὁ πρῶτος ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐν Ρώμῃ, καὶ Ἀλεξανδρείᾳ, ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον. Καὶ σύ, Μιλάνο, Πέργαμο καὶ Βρέσια, πόσον χρέος ἔχετε τῶν Κυπρι- ωτῶν, ὁποὺ πρῶτοι ἀπὸ ὅλους σᾶς ἐδίδαξαν τὴν πίστιν τοῦ Χρι- στοῦ καὶ μάλιστα τὸ Μιλάνο, εἰς τὴν ὁποίαν χώραν ἄφηκε διάδοχόν του; Καὶ διὰ τὸ ὁποῖον εἶναι ζήτημα ποῖος νὰ εἶναι διάδοχος τοῦ Βαρνάβα, ἢ ὁ Κύπρου ἢ ὁ Μεδιολάνου. Μισεύ- οντας γιαμιὰ ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν, ἐγύρισεν εἰς τὴν Κύπρον καὶ ἐκεῖ διδάσκοντας τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ Ἑβραίους καὶ Ἕλληνας ἔλαβε τὸ μαρτύριον καὶ τὸν ἔθαψεν ὁ ἀνεψιός του Μάρκος μὲ τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κατὰ Ματθαῖον, γραμμένον μὲ τὸ ἴδιον χέρι τοῦ Ἁγίου Βαρνάβα. Ὕστερα γιαμιά, εἰς τὸν καιρὸν Ζήνωνος τοῦ βασιλέως, εὑρέ- θη, ὁ ἀπόστολος, εἰς τὴν Κύπρον, εἰς τὴν Σαλαμίνα, ὡς τὸ λέ- γουν πολλοί. Εὑρίσκεται μία ἀξιόλογος ἐπιστολὴ καθολικὴ τοῦ ἁγίου Βαρνάβα, καὶ εἶναι τυπωμένη. Ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦλθεν εἰς τὴν Ρώμην, τὸ λέγει ὁ ἅγιος Δωρόθεος ἱερομάρτυς, εἰς τὴν Σύνοψιν, ὁ ἅγιος Ἱππόλυτος ἱερομάρτυς εἰς τὸ βιβλίον ὁποὺ κάμνει περὶ τῶν οβ΄ μαθητῶν. Τὸ συναξάριόν του, ἡ παράδοσις τῆς ἐκκλησίας Μεδιολάνου. Ἀλέξανδρος μοναχὸς εἰς τὸ ἐγκώμιον ὁποὺ κάμνει εἰς τὸν ἃγιον Βαρνάβαν, καὶ ἂλ- λοι μαρτυροῦσι, πὼς ὁ ἃγιος Βαρνάβας ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον εἰς τὴν Ρώμην. Μόνος ὁ Καρδινάλις Βαρώνιος κρατεῖ τὸ ἐνα- ντίον, καὶ ἀποδείχνει τὸ ἐναντίον μὲ λογαριασμοὺς ἐδικοὺς του ὄχι μὲ μαρτυρίαν κανενὸς παλαιοῦ συγγραφέως.","ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ = δηλαδή ΟΣΙΟΥΣ = ασκητές που έζησαν κατά Χριστό και καθαγιάστηκαν από την Εκκλησία [ουσιαστικοποιημένο επίθ. όσιος] πρωτόθρονος = που κατέχει τον πρώτο κατά τάξη επισκοπικό θρόνο σε κάποια χώρα (επίθ.) ἐπιλοίπων = υπόλοιπων [επίθ. επίλοιπος] ὡς = όπως ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) Ἀπέκει = από εκείνο το μέρος (επίρρ.) ὡσὰν = όταν (σύνδ.) παρακλήσεως = παρηγοριάς, παραμυθίας [η παράκλησις] φυσικά = στη φυσική ιδιότητα, στην ιδιοσυγκρασία [αιτ. πληθ. του ουσ. το φυσικό] ἀγαθός = ενάρετος (επίθ.) πλήρης = γεμάτος (επίθ.) Ἀφόντις = αφότου, από τότε που (σύνδ.) γραφή = το σύνολο των ιερών βιβλίων, Αγία Γραφή γενομένην = που έγινε [γενόμενος, μτχ. αορ. β΄ του γίγνομαι] ἐπὶ Στεφάνῳ = για τον Στέφανο (εμπρόθ. προσδ. αιτίας) τινὲς = κάποιοι [αόρ. αντων. τις] μετ’ ἐκείνους = μαζί με κείνους (εμπρόθ. προσδ. της σύμπραξης) ἡ χεὶρ = το χέρι μετ’ = μαζί με αυτούς [μετ’ αυτών (εμπρόθ. προσδ. της σύμπραξης)] καλλιότερη = καλύτερη ἐξ αὐτῶν = από αυτούς (εμπρόθ. προσδ. του διαιρεμένου όλου) οἵ- = οι οποίοι [οίτινες, ον. πληθ. της αναφ. αντων. όστις] ἐλάλουν = μιλούσαν, απεύθυναν τον λόγο [λαλώ] ἑλληνιστάς = ειδωλολάτρες [ο ελληνιστής] εὐαγγελιζόμενοι = κηρύσσοντας το ευαγγέλιο [ευαγγελιζόμενος, μτχ. ενεστ. του ευαγγελίζομαι] χαριτω- = γεμάτος θεία χάρη [χαριτωμένος, μτχ. ενεστ. του χαριτώνομαι] διεβάζομεν = διαβάζαμε ἐπώθηκε = ειπώθηκε ἔξω = εκτός (επίρρ.) οἰκονομικῶς = σκόπιμα (επίρρ.) διὰ νὰ στερεώσει = για να ενισχύσει ὄντας = επειδή ήταν σεβαίνοντας = μπαίνοντας [σεβαίνω και εισβαίνω] ἐκατάπειθε = έπειθε εντελώς [καταπείθω] πομείνουν = μείνουν σταθεροί/αμετακίνητοι στη θέση τους Γιαμιά = αμέσως (επίρρ.) ἐξῆλθεν = κατευθύνθηκε [εξέρχομαι] ἀντάμα = μαζί (επίρρ.) ἐκήρυξαν = δίδαξαν [κηρύσσω] ἐκράχθησαν = ονομάστηκαν [κράζομαι] συ- = με τη σύμπραξη [συνεργούντος, γεν. απόλ. μτχ. ενεστ. του συνεργώ· υποκ.: του Κυρίου] κραζόμε- = ονομαζόμαστε ὑπὲρ πᾶν = περισσότερο από καθετί συνδρομὴ = αρωγή, βοήθεια ἐστάθησαν = υπήρξαν ἔθνος = πλήθος ανθρώπων, κόσμος μακάριον = ευλογημένο [επίθ. μακάριος] ἐτόλμα = τολμούσε σιμώσει = πλησιάσει, προσεγγίσει [σιμώνω] νὰ = συνοδεύει πλεοναστικά τον ειδικό σύνδεσμο πως μεσίτης = απεσταλμένος, μεσολαβητής εὐφορωτάτης = παραγωγικής, γόνιμης, πλούσιας [υπερθ. βαθμός του επιθ. εύφορος] πούπετα = πουθενά (επίρρ.) ἀλλαξιᾶς = μεταβολής δηλονότι = δηλαδή (χρησιμ. παρενθετικά) ἀνθύπατον = τίτλος που αποδιδόταν στον κυβερνήτη κάποιας επαρχίας της ρωμαϊκής δημοκρατίας ἐχωρίσθηκεν = αποχωρίστηκε συντρο- = συναναστροφή, παρέα πεμπάμενος = σταλμένος συναξάριόν = αφήγηση που έχει ως θέμα βίους αγίων ή μαρτύρων ἐγύρισε = μετέστρεψε πανεύφημον = πολύ φημισμένο [επίθ. πανεύφημος] ἐδιάβηκεν = πέρασε [διαβαίνω] ἄφηκε = τοποθέτησε [αφήνω] ὅμοιον = το ίδιο πράγμα [το ουδ. του επιθ. όμοιος ως ουσ.] Εἰς = τελικά [φρ. σ’ όλον το ύστερον] μεγαλόδοξον = που έχει μεγάλη δόξα, την πολύ ένδοξη [επίθ. μεγαλόδοξος] πρόεδρον = που κατέχει την ανώτατη θέση εἴμητα = παρά μόνο, εκτός από (σύνδ.) οὗτος = αυτός (δεικτ. αντων.) Μισεύ- = φεύγοντας, αναχωρώντας [μισεύω] ἔλαβε τὸ μαρτύριον = βρήκε μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του [φρ. λαμβάνω μαρτύριον] καθολικὴ = που αναφέρεται σε όλους [επίθ. καθολικός] ἱερομάρτυς = ιερός μάρτυρας, που μαρτύρησε υπέρ της χριστιανικής θρησκείας οβ΄ = εβδομήντα δύο παράδοσις = διδασκαλία που μεταδίδεται στους μεταγενέστερους κρατεῖ = θεωρεί, νομίζει ἐνα- = αντίθετο [επίθ. εναντίος] λογαριασμοὺς = συλλογισμούς, επιχειρήματα",,"Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων, οπού εβγήκασιν από το νησί της Κύπρου",Ροδινός Νεόφυτος Abstract,"Με τον τίτλο Περί της ξενιτείας σώζεται ένα ανώνυμο ποίημα του 15ου αιώνα, συνολικής έκτασης 547 ανομοιοκατάληκτων δεκαπεντασύλλαβων στίχων. Γραμμένο σε δημώδη γλώσσα, από την οποία δεν λείπουν οι αρχαϊσμοί, πιθανώς ανήκει στην κρητική ποιητική παραγωγή της υστεροβυζαντινής περιόδου. Το ποίημα εντάσσεται σε, εμπλουτίζει και προωθεί μια μακρά παράδοση ομόθεμων έργων.",,,Περί της ξενιτείας,Ανώνυμος Εισαγωγή (στ. 1-10),"Στο κλασικού τύπου, σύντομο προοίμιο που ακολουθεί, ο ποιητής πληροφορεί τον ακροατή/αναγνώστη του για το βασικό θέμα του έργου του, την περιγραφή της βασανισμένης ζωής των ξενιτεμένων. Θέλω νὰ κάτσω ὁ ταπεινός, ὁ παραπονεμένος, διὰ ν’ ἀρχίσω τίποτες ἐκ τὴν ἀρχὴν τοῦ κόσμου, νὰ γράψω ὁ πολύθλιβος ὀλίγον καταλόγιν, νὰ βάλω λόγια θλιβερά, πικρά, φαρμακωμένα, περὶ τῶν ξένων τὲς πικριές, πῶς περπατοῦν στὰ ξένα καὶ πῶς διαβάζουν τὴν ζωὴν μυριοτυραννισμένα, νὰ γράψω τὰ παθάνουσι οἱ μυριοτυραννισμένοι, τὲς θλίψες καὶ τὰ βάσανα καὶ τὲς ἀναισχυντίες, τὰ δάκρυα καὶ τὲς χολὲς ὁποὺ οὐδὲν τοὺς λείπουν· αὐτὰ νὰ γράψω ὁ ταπεινός, ὁπὄχουν καθ’ ἡμέραν.","καταλόγιν = στιχούργημα/μοιρολόι διαβάζουν = περνούν ἀναισχυντίες = προσβολές, ύβρεις",,Περί της ξενιτείας,Ανώνυμος Η μοναξιά του ξενιτεμένου (στ. 75-110),"Προηγείται περιγραφή της νύκτας και των ονείρων των ξενιτεμένων, συμπερίληψη και του ίδιου του ποιητή ανάμεσά τους, αναφορά στα ποικίλα βάσανα της ξενιτιάς. Ακολουθεί περιγραφή της απόλυτης μοναξιάς του ξενιτεμένου και του μοναχικού θανάτου του στα ξένα. Ἔχουσι κρίμαν περισσὸν καὶ ἁμαρτίες μεγάλες, ὁποὺ καταδικάζουσιν τοὺς ξένους εἰς τὰ ξένα, τοὺς μοναχούς, τοὺς ὀρφανούς, τοὺς πολυπικραμένους. Ἡ τύχη τους τὰ ἔγραψεν οὕτως νὰ τὰ παθαίνουν, τοὺς πόνους να ’χουν σύντροφον, τὰ δάκρυα γειτόνους καὶ τὰ ἀναστενάγματα ὡς πρῶτα ἐξαδέλφια. Αὐτὰ νὰ ἔχουν πάντοτε, ποσῶς νὰ μὴν τοὺς λείπουν, νὰ γέμουσιν τὰ χείλη τους τὸ ἄδολον φαρμάκι καὶ νὰ τὸ καταπίνουσιν οἱ κακομοιρασμένοι καὶ νὰ τοὺς σφάζη πάντοτε εἰς ὅλα τους τὰ μέλη. Χείλη δὲν ἔχουν νὰ τὸ ποῦν, τὸ πράγμα νὰ θαρρέσουν, καὶ κλίνουν τὰ κεφάλια τους, στέκουν πάντα θλιμμένοι. Ξένος οὐκ ἔχει γνώριμον, ξένος οὐκ ἔχει φίλον, οὐκ ἔχει παρηγόρησιν ὁ ξένος εἰς τὰ ξένα· μόνος του πίνει τὸ πικρόν, μόνος του τὸ φαρμάκι, καὶ μοναχὸς ψυχομαχεῖ ὁ κακομοιρασμένος. Στὴν γῆν τὴν κρύαν κείτεται χωρὶς κανέναν στρῶμα καὶ τὸ κεφάλιν του γυμνὸν χωρὶς προσκεφαλάδι. Οἱ ἄγγελοι διατρέχουσιν νὰ πάρουν τὴν ψυχήν του, καὶ τὴν ψυχήν του ἐπαίρνουσιν, καὶ ὁ ξένος ἀπομένει χωρὶς κανέναν ἐδικὸν διὰ νὰ τὸν κηδεύση· στέκουν πολλοὶ κι ἐβλέπουν τον, κανεὶς δὲν ἐσιμώνει. Μόνον ἂν τύχη ἄνθρωπος στὰ ξένα παιδευμένος, ἐπαίρνει, πάγει, θάφτει τον μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον· εἰ δὲ μὴ οὕτως κείτεται δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας. Καὶ ἂν λάχη καὶ εὑρεθῆ ἐκεῖ πλησίον τράφος, τόπος, συρνάμενον τὸν παίρνουσιν καὶ μέσα τὸν γκρεμνίζουν καὶ ἀφήνουν τὸν ἐλεεινὸν καὶ πάγουν τὴν ὁδόν τους. Εἴτις γὰρ ἔχει τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον στὴν ψυχήν του, ἂς βλέπη κι ἂς προσέχεται ξένον μὴν ὀνειδίση· ἐπεὶ στὸν κόσμον ὁ Θεὸς ἔπλασεν καὶ τοὺς ξένους. Νὰ πῶ κατὰ ἀλήθειαν τὸ ἀψευδὲς ἐτοῦτο: ἀτός του ὁ Παντοκράτορας, ὁ ποιητὴς τῶν πάντων, ἀτός του ξένος ἔγινεν κι ἐφάνηκεν στὸν κόσμον καὶ ἀτός του πρῶτος ἔδειξεν τῶν ξένων τὲς πικρίες, τὲς θλίψες καὶ τὰ βάσανα καὶ τὲς ἀναισχυντίες.","κακομοιρασμένοι = κακόμοιροι, δυστυχισμένοι θαρρέσουν = πάρουν θάρρος διατρέχουσιν = τρέχουν τράφος = τάφρος, χαντάκι ὀνειδίση = ντροπιάσει/αποπάρει ἀναισχυντίες = προσβολές, ύβρεις",,Περί της ξενιτείας,Ανώνυμος Οι συμφορές της ξενιτιάς (στ. 130-140),"Μετά από μια αναφορά στον Χριστό, ο οποίος έζησε επίσης ως ξένος ανάμεσα στους ανθρώπους που τον τυράννησαν, ακολουθεί μια σειρά αδύνατα σχήματα, ώστε να καταδειχθούν, για άλλη μια φορά, οι ανυπόφορες συνθήκες της ξενιτιάς. Τώρα <πάλιν> νὰ σᾶς εἰπῶ ἐτουτονὰ τὸν λόγον· ἂν ἐμπορέση ἄνθρωπος στὰ σύννεφα νὰ ἀνέβη, τὴν θάλασσαν νὰ ἔπιεν μὲ ὅλην της τὴν ἄμμον, καὶ πάλιν νὰ ἐπείνασεν, νά ’φαγεν καὶ τὰ βροῦλα· καὶ τὰ ἀρμενοκάραβα, τοῦ κόσμου οἱ ἀρμάδες, στὰ ὄρη νὰ ἀρμένισαν, εἰς τὰ βουνὰ καὶ κάμπους· αὐτὰ γὰρ <πάλι> ἂν εὑρεθῆ ἄνθρωπος νὰ τὰ κάμνη καὶ νὰ τὰ ἰδοῦσιν ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν κόσμον ὅλον, τότε νὰ πῶ ὁ ἐλεεινός, τότε νὰ τὰ πιστεύσω νὰ λείψουσιν τὰ βάσανα καὶ ὅλες οἱ πικρίες, τὰ συχναναστενάματα, νά ’χουν καλὸν οἱ ξένοι.","βροῦλα = βούρλα ἀρμενοκάραβα = κάθε λογής πλοία ἀρμάδες = στόλοι",,Περί της ξενιτείας,Ανώνυμος Η ζωή στην ξενιτιά (στ. 155-184),"Μετά από μια αναφορά στην περίπτωση του Ιωσήφ, ο οποίος αποτελεί εξαίρεση, επειδή, μολονότι αναγκάστηκε να ζήσει στα ξένα, κατάφερε να γίνει βασιλιάς της Αιγύπτου, ακολουθεί περιγραφή της πολυβασανισμένης ζωής στην ξενιτιά του ίδιου του συγγραφέα και μια σειρά ερωτήσεις προς τους ξενιτεμένους, που δεν έχουν να του διηγηθούν παρά βάσανα. <Τώρα> πάλιν νὰ σᾶς εἰπῶ διὰ τοὺς κακογραμμένους ὁποὺ ἔκαψεν ἡ μοίρα τους, ὅνταν ἐγεννηθῆκαν, καὶ δέρνει τους ἡ ξενιτεία καὶ μυριοτυραννεῖ τους, ὡσὰν κι ἐμέναν ἔγραψεν, διὰ νὰ παραδέρνω. Τὰ ξένα μὲ μαραίνουσιν νύκτες καὶ τὲς ἡμέρες στῆς ξενιτείας τὴν δούλεψιν, πικροφαρμακωμένα· πολλὰ δὲ τὰ ἐγέμισεν μέσα ὁ λογισμός μου, εἶδα καὶ ἐπαράδειρα καὶ πάντα παραδέρνω. Πολλὰ δε κατερώτησα τοὺς ξένους εἰς τὰ ξένα νὰ μὲ εἰποῦν, τῆς ξενιτείας, ἔχει καλὴν ἡμέραν; Καὶ δὲν εὑρέθηκεν κανείς, τινὰς ἀπὸ τοὺς ξένους, νὰ εἶπεν, νὰ μ’ ἐσύντυχεν καλὸν διὰ τὰ ξένα καὶ νὰ ἐπαίνεσεν ποτὲ ἡμέραν ἢ κἂν ὥραν. Ὅλοι τους κλαίγουν, λέγουσιν: «Τὰ ξένα μᾶς ἐφάγαν, τὰ ξένα μᾶς ἐφάγασιν κι ἐλειῶσεν τὸ κορμί μας, τὰ μέλη μας ἐχάλασαν ἐδῶ στὴν ξενιτείαν». Λοιπὸν ὅσοι τ’ ἀκούγετε μηδὲν τὸ ἀπιστῆτε· τίς ἔπιεν τὴν θάλασσαν λαιμός του κι ἐγλυκάνθη; Ἢ ποῖος νὰ ἔφαγεν ποτὲ πέτραν γιὰ νὰ χορτάση, καὶ ταῦτα πάντα καὶ νὰ ζῇ, νὰ ἔναι εἰς τὸν κόσμον; Ἢ τίς εἶδεν καράβια καὶ ἀρμάδες αὐθεντάδων στὰ ὄρη ν’ ἀρμενίσουσιν κι εἰς τὰ βουνὰ καὶ κάμπους; Ἂν εὑρεθῆ ἄνθρωπος τινὰς νὰ μὲ τὸ μαρτυρήση, ὅτ’ εἶδεν ὀφθαλμοφανῶς ἐκεῖνα τὰ σημεῖα, νὰ πῶ κι ἐγώ: «Ἀλήθειαν, ἔχουν καλὸν οἱ ξένοι, οἱ ξένοι καὶ οἱ ὀρφανοὶ κι οἱ παραπονεμένοι». Πολλὲς φορὲς ἐκάθισα μὲ τοὺς ξενιτευμένους: ἔχουσιν γιόμα θλιβερόν, δεῖπνον ὀνειδισμένον, μὲ πόνους καὶ μὲ δάκρυα πέφτουν, ἀποκοιμοῦνται. Ὢ συμφορὰ τὴν ἔχουσιν οἱ ἐλεεινοὶ οἱ ξένοι!","κακογραμμένους = κακότυχους, κακορίζικους ὅνταν = όταν ἔγραψεν = όρισε ως πεπρωμένο ἐσύντυχεν = είπε, ανέφερε ἀρμάδες = στόλους σημεῖα = παράδοξα, απίστευτα πράγματα γιόμα = γεύμα ὀνειδισμένον = ντροπιασμένο",,Περί της ξενιτείας,Ανώνυμος Οι συγγενείς του ξενιτεμένου (στ. 250-293),"Αφού καταραστεί τη μέρα που γεννήθηκε, επαναλάβει τις πίκρες των ξενιτεμένων και ομολογήσει ότι συχνά σκέφτεται να αυτοκτονήσει, καταλήγοντας να ζητά από τον Θεό να πάρει τη ζωή του, ο συγγραφέας αναφέρεται εδώ εκ νέου στις δυσκολίες της ξενιτιάς, αναθεματίζει τη μέρα που γεννήθηκε και μνημονεύει τους γονείς, τους συγγενείς και τους φίλους του, που κι αυτοί με τη σειρά τους πικραίνονται από τον ξενιτεμό των δικών τους ανθρώπων. Ὅστις οὐκ οἶδε ξενιτείαν καὶ οὐδὲν γνωρίζει ξένα, ἂς ἔλθη εἰς τὸν πολύθλιβον νὰ τοῦ τὰ μολογήσω, ν’ ἀκούση τοὺς τυραννισμοὺς τοὺς ἔχουσιν οἱ ξένοι. [Ἄκουσες τοὺς τυραννισμοὺς τοὺς ἔχουσιν οἱ ξένοι;] Ἤκουσες, φίλε, τά’πισθεν ὁποὺ σοῦ ἐδηγήθην; Ἄκουσον πάλιν, φίλε μου, νὰ μάθης καὶ τὸ τέλος. Ἂν τό ’ξευρα ὁ ἐλεεινὸς ἡ ξενιτεία μὲ θὲ κερδαίσει καὶ ν’ ἀποθάνω ὁ ἄτυχος στὰ ξένα πικραμένος, χωρὶς μητέρα καὶ ἀδελφὸν καὶ νὰ μὲ τριγυρίσουν, ὅταν μ’ ἐβάστα ἡ μάνα μου ἀπέσω στὴν κοιλίαν της, φίδι νὰ ἤθελα γενῆ, τὰ σπλάγχνα της νὰ φάγω, ἀντάμα ν’ ἀποθάνωμεν, στὸν κόσμον μὴ φανοῦμεν, νὰ μὴ μὲ τρώγη ἡ ξενιτεία καὶ νὰ μὲ τυραννίζη, καὶ οἱ γονεῖς μου οἱ πτωχοὶ νὰ καίγουνται διὰ μένα. Κι ἤλπιζαν καὶ ἐπάντεχαν, ἀφοῦ μὲ ἀναθρέψουν, νὰ μ’ ἔχουν, νὰ μὲ χαίρουνται καὶ νὰ χαροῦν μ’ ἐμέναν, νὰ μ’ εὕρουν ἀπακούμπημα, νὰ τοὺς γηροτροφήσω. Κι ἐμένα, ἀφοῦ μ’ ἐγέννησαν καὶ ἀναθρέψασί με, ἡ χωρισία τῆς ξενιτειᾶς μ’ ἐχώρισεν ἀπ’ αὔτους, ἐχώρισέ με ἀπ’ αὐτοὺς ὡσὰν ἀποθαμένον, νὰ μὴ μὲ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ παρηγορηθοῦσιν· κι ἐμένα πάλιν νὰ κρατῆ ὡς ἴδιον ἐδικόν της, καὶ νὰ μὲ φέρνη πάντοτε τὸ ἄδολον φαρμάκι, τὰ συχναναστενάγματα καὶ τοὺς μεγάλους πόνους· αὐτὰ νὰ ἔχω πρόγεμαν καὶ γεῦμα μου καὶ δεῖπνον καὶ νὰ καρδιοφλογίζωμαι νύκτες καὶ τὲς ἡμέρες. Θέλω στενάξω ἐκ καρδίας πολλὰ καὶ νὰ θρηνήσω, νὰ χύσω δάκρυα πικρά, στὰ στήθη μου νὰ πέσουν, φίδια μαῦρα νὰ γενοῦν, νὰ φᾶσι τὴν καρδία μου, ὅτι πλέον οὐ δύναμαι τὰς θλίψεις νὰ ’πομένω. Ν’ ἀρχίσω ὁ κακότυχος νὰ γράψω τὰ παθάνω, τὰ ἔπαθα ὁ κακόμοιρος καὶ τὰ μὲ περιμένουν, τὰ ὄρη νὰ χαλάσουσιν, ἡ γῆς ν’ ἀναστενάξη, οἱ πέτρες νὰ ραγίσουσιν, ὁ ἥλιος νὰ μαυρίση, δένδρη νὰ ἐξεριζωθοῦν καὶ ποταμοὶ νὰ φρύξουν, ἡ θάλασσα νὰ ξηραθῇ, τὰ ψάρια νὰ ψοφήσουν καὶ μοιρολόγι νὰ εἰποῦν ὅλοι διὰ τὸν ξένον: «Ξένε ποῦ ’ναι ὁ πατέρας σου καὶ ποῦ ’ναι ἡ μητέρα, ποῦ ’ναι τὰ πολυπόθητα γλυκέα σου ἀδέλφια, οἱ θεῖοι καὶ οἱ θεῖες σου, τὰ ἐξαδέλφιά σου, οἱ φίλοι, οἱ γειτόνοι σου, οἱ ἀδελφοποιτοί σου, νὰ κάτσουν νὰ σὲ κλαύσουσιν καὶ νὰ σὲ λυπηθοῦσιν, νὰ χύσουν δάκρυα θλιβερά, νὰ σὲ μοιρολογήσουν, ὅτι θερία ἐδῶ ἐρίζωσαν καὶ θέλουν νὰ σὲ φάγουν;»","οἶδε = γνώρισε πισθεν = προηγούμενα, προαναφερθέντα [τα (ό)πισθεν] ἀπέσω = μέσα ἐπάντεχαν = πρόσμεναν/νόμιζαν ἀπακούμπημα = καταφύγιο, στήριγμα γηροτροφήσω = φροντίσω κατά τα γεράματά τους φρύξουν = ξεραθούν ἀδελφοποιτοί = άτομα τα οποία, χωρίς να συνδέονται με δεσμούς αίματος, ενώνονται με αδελφικούς δεσμούς μέσω συγκεκριμένης ιεροτελεστίας",,Περί της ξενιτείας,Ανώνυμος Ο θάνατος του ξενιτεμένου (στ. 511-547),"Προηγείται περιγραφή των προετοιμασιών της επιστροφής του ξενιτεμένου, η οποία όμως δεν θα πραγματοποιηθεί λόγω του θανάτου του στην ξενιτιά. Λίγο πριν, ο ξενιτεμένος έχει προλάβει να στείλει ένα γράμμα στη μητέρα του με ένα χελιδόνι, όπου της ανακοινώνει τον θάνατό του, ο οποίος αποτελεί ταυτόχρονα και τη λύτρωσή του. Αναφορά στη ματαιότητα της ζωής και της συγκέντρωσης πλούτου. Ακολουθεί εκ νέου αναφορά στον θάνατο και επίκληση του ξένου προς τη μητέρα του, τα αδέλφια και τους φίλους του αλλά και προς τον αναγνώστη/ακροατή για επιείκεια. Λοιπὸν πάλιν ἂς ἔλθωμεν στὸ ὑποκείμενόν μας, πρὸ πάντων γὰρ νὰ σᾶς εἰπῶ περὶ τῆς ξενιτείας. Τῆς ξενιτείας ὁ θάνατος πολλά ’ν’ φαρμακωμένος· χίλια καλὰ ἂν τὸν κάμνουσιν καὶ ἂν τὸν παρηγορήσουν, ὅλα φαρμάκια καὶ χολὴ τοῦ φαίνουνται τοῦ ξένου. Γυρίζει τὰ ματάκια του νὰ δῆ τοὺς ἐδικούς του καὶ νὰ ζητήση τίποτας, ὁποὺ τὸν κάμνει χρεία, καὶ πάλιν μεταμέλεται, διατὶ δὲν ἐγνωρίζει. Δακρύζουν τὰ ὀμμάτια του, ραγίζεται ἡ καρδία του, τὴν μάνα κράζει πάντοτε: «Ποῦ ’σαι, γλυκεῖα μανίτσα; Μανίτσα, τὸ κεφάλι μου τὸ πολυπονεμένο νὰ ἦτον καὶ ν’ ἀποσώνετον εἰς τὰ γλυκά σου χέρια, νὰ στάλαξες τὰ δάκρυα σου στὸ πρόσωπόν μου ἀπάνω, νὰ ’πίασες τὰ χέρια μου καὶ νὰ τὰ μαλακιάσες, νὰ ’σκυψες νὰ μ’ ἐφίλησες καὶ νὰ παρηγορήθης, καὶ ταῦτα νὰ ἐπήρασιν ἄγγελοι τὴν ψυχήν μου». Λοιπόν, φίλοι καὶ ἀδελφοί, ἀπ’ ὅσον γὰρ ἐβλέπω, τοῦ ξένου τοῦ ἐλεεινοῦ, ὅταν πέση σ’ ἀσθένεια, ὅταν ἀσθενῆ ὁ ἐλεεινός, πικρός, φαρμακωμένος, οὐδὲν τοῦ βρίσκουν ἄνεσιν οὐδὲ παρηγορίαν, οὔτε μὲ ζαχαρόμελα ποσῶς νὰ τὸν γλυκάνουν, εἰμὴ νά ’χεν τὴν μάναν του καὶ τὰ γλυκιά του ἀδέλφια, τὸ τρίτον τὸν πατέρα του βαρέα νὰ τὸν λυπᾶται, καὶ δρόσου <νά ’χεν> ἄνεσιν, νά ’χεν παρηγορίαν. Λοιπὸν πλέον οὐ δύναμαι τώρα διὰ νὰ γράψω, ἐκ τὰ φαρμάκια τὰ πολλὰ ὁ νοῦς μου ἐσκοτίσθην. Παρακαλῶ σας, τὸ λοιπόν, πάντα νὰ μὲ θυμᾶσθε καὶ νὰ μὲ ἀναγνώθετε ὅσοί ’στε πειρασμένοι· καὶ ὅσοι οὐδὲν ἠξεύρετε τῶν ξένων τὲς πικρίες παρακαλῶ καὶ λέγω σας μὴ μὲ κατηγορῆτε ὅτι πολλὰ ἐπαράδειρα καὶ εἶδα τόσες θλίψες, εἶδα δὲ καὶ τὰ βάσανα καὶ ἐπαράδειρά τα, ἔπαθα καὶ παθάνω τα καὶ πάντα τυραννοῦμαι· αὐτὰ γὰρ ἔχω φόρεμαν καὶ νύκτα καὶ ἡμέρα. Διὰ τοῦτο γὰρ ἐπέγραψα καὶ συμπαθήσετέ με, νὰ ἔχετε βοήθειαν Χριστὸν τὸν βασιλέαν, τὸν Παντοκράτορα Θεόν, τὸν πάντων ποιητήν τε.","ν’ ἀποσώνετον = να κατέληγε, να έβρισκε καταφύγιο μαλακιάσες = χάιδευες πειρασμένοι = βασανισμένοι, ταλαιπωρημένοι ἐπαράδειρα = βασανίστηκα, ταλαιπωρήθηκα",,Περί της ξενιτείας,Ανώνυμος Abstract,"Ο ανώνυμος, μακροσκελής, έμμετρος Πόλεμος της Τρωάδος αποτελεί παράφραση του γνωστού γαλλικού μυθιστορήματος του 12ου αιώνα, Roman de Troie, του Benoît de Sainte-Maure, ενώ, παράλληλα, αντλεί από ομόθεμα λατινικά μεσαιωνικά και βυζαντινά κείμενα. Γραμμένος, πιθανότατα, σε φραγκοκρατούμενο περιβάλλον κατά τον 14ο αιώνα, φαίνεται να γνώρισε μεγάλη διάδοση, όπως μαρτυρά η πλούσια χειρόγραφη παράδοσή του.",,,Πόλεμος της Τρωάδος,Ανώνυμος Θρήνος του Πριάμου για την καταστροφή της Τροίας και ανακατασκευή της (στ. 1211-1267),"Ο Πελίας στέλνει τον Ιάσονα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος. Περιγράφονται οι περιπέτειες του Ιάσονα και των συντρόφων του στην Τροία και την Κολχίδα, η σχέση του με τη Μήδεια και η επιστροφή του στην πατρίδα. Οι Έλληνες, προσβεβλημένοι από τη στάση του Λαομίδη, αποφασίζουν να εκστρατεύσουν εναντίον της Τροίας. Περιγραφή της πρώτης άλωσης της πόλης. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, περιλαμβάνεται ο θρήνος του Πριάμου για την καταστραμμένη πόλη και η περιγραφή της θαυμαστής ανακατασκευής της. Ὁ βασιλεὺς ὡς εὕρηκε τὴν Τροίαν ἐξαλειμμένην καὶ σκοτωμένον τὸν λαόν, ὅλους κατακομμένους, οἶκον κανένα οὐχ ηὕρηκεν ἀκέραιον νὰ στέκῃ, τρεῖς ἡμέρας ἐκάθετον θρηνῶντα καὶ πενθοῦντα· οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν ἀπὸ μεγάλης θλίψης, τὴν εἶχε διὰ τοὺς ἐδικοὺς ὁποὺ εἶχαν ἀποθάνει. Μνημόσυνον τοὺς ἔποικε κατὰ τὸ σύνηθές τους, καὶ τοὺς θεοὺς ἐλάτρευσεν, ὁλῶν θυσίαν ἐποῖκεν. Ἀπ’ αὔτου ἐπῆρε τὴν βουλὴν ὁ βασιλεὺς μετ’ αὔτους τὴν πόλιν <νὰ> ἀνεκαίνισε καλλιώτερην τῆς πρώτης, πλέον δυνατήν, πλέον φρικτήν, κανεὶν νὰ μὴ φοβῆται, μηδὲ πολέμους, ἄρματα, ἀλλ’ οὐδὲ τραμπουτσέτα· καὶ τότε πάλιν ὕστερον νὰ ἐπάρουν ἐκδικήσεις, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας φημί, ὁποὺ τοὺς ἐζημιῶσαν. Τοῦτο πολλὰ οὐκ ἤργησεν ἀλλὰ γοργὸν τὸ ἐποῖκε. Τεχνίτας ηὗρε θαυμαστοὺς νὰ κτίσωσι Τρωάδα· ἐπριόνισαν τὰ μάρμαρα, τοὺς λίθους κατακόπτουν. Τὰ πάντα κατορθώνουσιν, ἐγέρνεται ἡ Τροία, ἑκατὸν καλλιώτερη φορὰς παρὰ τὸ πρῶτον. Εὑρίσκουν οἱ φιλόσοφοι ὡσὰν ἀναγινώσκουν, ὅτι ποτὲ καλύτερη πόλις οὐδὲν ἐγίνη εἰς πλάτος, δυναμώματα, εἰς πύργους, δυναμάρια, καὶ ἀκόμη ἐγνωρίζεται ὁ τόπος ὁποὺ ἦτον· τριῶν ἡμερῶν διάστημα ὁ γῦρος της ἐκράτει. Οἱ πύργοι, τὰ τειχώματα ἦσαν μὲ τὸ μουσεῖον, λιθάρια λευκοπράσινα, κόκκινα, λαζουρᾶτα, ὅλα πολλά, πολύχροα, ἔλαμπαν ὡς ἀστέρες. Τόσα καλὰ ἑρμήνευσεν ὁ βασιλεὺς τὴν πόλιν, ὅσον τεχνίτης ἠμπορεῖ· οὐ ’χώρει νὰ σκοπήσῃς βασιλικοὺς ἂν ἔκτισε χίλιους οἴκους καὶ πλέον. Τὰς χώρας τὰς τριγύρωθεν καὶ τὴν διακράτησίν τους, ὅλας ἐκεῖ τὰς ἔφερεν, οἰκίκασι τὴν πόλιν. Ῥύμνας ἐποῖκεν εὔμορφας, καλὰ κυβερνημένας· τὸ γῦρον τὰ παλάτια τόσα ὑψηλὰ τὰ ἐποῖκε, μὲ στέγας ἐξαπτέρυγας, τὰς ῥύμνας νὰ σκεπάζουν. Ἦσαν οἱ ῥύμνες ποταπὲς ὅλες μὲ τὸ μαντούνιν· ἂν ἔβρεχε καὶ ἐχιόνιζεν, ἐσὺ νὰ περιεπάτεις· τὰς ῥύμνας ὅλας νὰ ἔδραμες τῆς καλοπύργου Τροίας, ἐσὺ νὰ μὴ ἐνοτίσθηκες, τὸ πόδι σου <οὐ> μὴ ἐβράχην. Οἶκος οὐκ ἦτον πούπετε τόσα μικρός, σοῦ λέγω, νὰ μὴ ἦτον κτιστὸς μὲ μάρμαρα, μετὰ καλὰ λιθάρια, οἱ πόρτες, οἱ φανέστρες του, ὅλες μὲ τὸ μουσεῖον. Τὸν Ἰλιοῦν ἐστήσασιν εἰς ἕναν τόπον πάλιν τῆς Τροίας ὑψηλότερον, ἀπὸ μακρὰν νὰ φαίνῃ· ποτὲ τινὰς οὐκ ἔποικε καλλιώτερον ἐκείνου, τοσοῦτον κατεκάλλυνε τὸ ἔργον ὁ τεχνίτης. Εἰς μίαν πέτραν ῥιζωτὴν ἐτεχνολόγησέ τον· παχὺ πολλὰ οὐχ εὑρίσκετον, ἀλλὰ λιγνὸν, ὡραῖον κιόνι χρυσοπράσινον, εἰς ὕψος ὑπὲρ μέτρον· τετρακοσίων εὑρίσκετον ὀργυιῶν εἰς τὸ ὕψος· ἐκεῖ ἀπάνω ἐκάθισε τὸν Ἰλιοῦν ἐκεῖνον, ὡς ἵνα τὸν ἐβλέπουσιν ἀπ’ ὅλην τους τὴν χώραν. Τινὰς οὐδὲν τὸν ἔβλεπε, νὰ μηδὲν λέγῃ εὐθέως εἰς τὰ σύγνοφα ἔφθανε καὶ ἐκρέμετον ἐξ αὖτα. Ὅταν ἀποπληρώθηκε, μεγάλον θαῦμα ἦτον· εἰκόνας ἔστησε χρυσὰς ἐπάνωθεν τῶν πύργων καὶ ἐκ τὰ παλάτια τὰ ὑψηλὰ ἔστησεν ἐκ καθένα.","ἐξαλειμμένην = καταστραμμένη, λεηλατημένη τραμπουτσέτα = πολιορκητικές μηχανές δυναμώματα = φρούρια, οχυρά δυναμάρια = φρούρια, οχυρά λαζουρᾶτα = γαλάζια πολύχροα = πολύχρωμα σκοπήσῃς = παρατηρήσεις, δεις διακράτησίν = ιδιοκτησία, περιουσία Ῥύμνας = δρόμους ἐνοτίσθηκες = υγράνθηκες πούπετε = πουθενά φανέστρες = παράθυρα ῥιζωτὴν = με βάση, με θεμέλιο κιόνι = κίονας ἀποπληρώθηκε = αποπερατώθηκε, ολοκληρώθηκε",,Πόλεμος της Τρωάδος,Ανώνυμος Η προετοιμασία της εκστρατείας (στ. 1970-2013),"Στους στίχους που μεσολαβούν μεταξύ των ανθολογούμενων αποσπασμάτων, ολοκληρώνεται η περιγραφή της ανακατασκευής της Τροίας. Ο Πρίαμος αποφασίζει να πάρει εκδίκηση από τους Έλληνες. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να πάρει πίσω την Ησιόνη, οργανώνει εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων, κατά την οποία ο Πάρης κλέβει την Ελένη και, μετά την επιστροφή τους στην Τροία, την παντρεύεται. Ακολουθεί η διάδοση των νέων για την αρπαγή της Ελένης και η περιγραφή της προετοιμασίας της εκστρατείας των Ελλήνων στην Τροία από τον Αγαμέμνονα. Ἡ ἀκοὴ ὁποὺ ἐγλήγορα σκορπίζεται εἰς τὸν κόσμον, ἐσκόρπισεν, ἐμάθαν το οἱ Ἕλληνες οἱ πρῶτοι, πῶς ὁ ναὸς Ἀπόλλωνος, οὕτως τὸν ἐκουρσεῦσαν, πῶς τὸν λαὸν ἐσκότωσαν ὁ Πάρις καὶ οἱ Τρῶες καὶ τὴν Ἑλένην ἅρπαξαν, ἐπῆραν την εἰς τὴν Τροίαν. Πολλὰ ἐθλίβησαν οἱ Ἕλληνες, πολλὰ ἦσαν χολιασμένοι· ὅταν δὲ ὁ Μενέλαος ὡς ἔμαθε τὸ πρᾶγμα, ὅτι ὁ Πάρις ἥρπαξεν Ἑλένην τὴν γυνήν του, ἂν ἐθυμώθη τίποτες, τινὰς μηδὲν ἡρώτα. Πολλὰ θλιμμένος, σοβαρός, ἐστράφηκε εἰς τὴν Σπάρτην· τὸν Νέστορα μεθ’ ἑαυτοῦ φέρνει ὁποὺ ἠγάπα. Εὐθὺς μαντᾶτα ἔστειλε, τὸν ἀδελφόν του λέγει, ὃς ἦτον Ἀγαμέμνονας, βασιλεὺς τότε μέγας εἰς φρόνα, τάξιν, δύναμιν, εἰς ἡλικίαν καὶ κάλλος. Εὐθέως ἐκατέλαβεν ἐκεῖνος εἰς τὴν Σπάρτην, ηὕρηκε δὲ τὸν ἀδελφὸν θλιμμένον, ἀσθενοῦντα, τὴν ἐντροπὴν λυπούμενον καὶ τὴν ζημίαν ὡσαύτως. Ὁ Ἀγαμέμνων φρόνιμος ταῦτα τὸν συντυχαίνει: «Πρόσεξε θλῖψιν τίποτε ἢ πόνον νὰ μὴ δείξῃς· οἱ παλαιοὶ τῶν εὐγενῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν φρονίμων τιμὴν οὐδὲν ἐκέρδισαν μὲ δάκρυα, μὲ θλῖψιν, ἀλλὰ μὲ ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν ἐκέρδισαν τὸ ἠθέλαν. Τινὰς ἂν τοὺς ἐποίησεν ἀνορεξίαν ὀλίγην, θρῆνον οὐκ ἔποικαν ποτέ, ἀλλὰ μὲ πᾶσαν γνῶσιν καὶ πονηρίαν ἐγύρευαν, ἐκδικαίωναν τὴν ὕβριν. Μεγάλην ὕβριν ἔποικε, ζημίαν μεγάλην, λέγω, ὁ Πρίαμος ὁ βασιλεὺς ἐμᾶς τῶν ἐδικῶν μας. Λοιπὸν τώρα ἂς σκοπίσωμεν νὰ γένῃ τέτοιον πρᾶγμα, καὶ τέτοιαν ἐξεκδίκησιν νὰ ἐπάρωμεν ἐξ αὔτους, ὁποὺ εἰς τιμήν μας ἅπασαν νὰ ἔνι καὶ εἰς χαράν μας, πρᾶγμα ὁποὺ νὰ ἀκουσθῇ νὰ ποίσωμεν στὸν κόσμον· ἐτούτην τὴν ἐκδίκησιν πάντα νὰ τὴν διηγοῦνται οἱ μέλλοντες ἐξόπισθεν ἐλθεῖν τῶν γενεῶν μας. Τίποτε μὴ ἀναμείνωμεν, ἀλλὰ γοργὸν μαντᾶτον ἂς φθάσῃ πρὸς τοὺς Ἕλληνας νὰ τοὺς παρακαλέσῃ, ὅλοι εἰς τὴν ἐκδίκησιν νὰ ἐλθοῦν τὴν ἐδικήν μας. Μετὰ χαρᾶς, ἐγνώριζε, ὅλοι νὰ καταλάβουν. Καὶ ἡνίκα ὅλοι συναχθοῦν, νὰ σμίξωμεν ἀντάμα, ἐλπίζω κάτω τοῦ οὐρανοῦ τινὰς νὰ μηδὲν ἔνι νὰ δυνηθῇ νὰ ἀντισταθῇ καὶ νὰ μᾶς ἀντιτείνῃ, πόλις νὰ μὴ ἔνι πούπετε τόσα ἰσχυρὰ εἰς τὸν κόσμον ὁποὺ νὰ μὴν τὴν ῥίξωμεν μέχρι τῶν θεμελίων. Ἐδάρτε ἂς ὑπαγαίνωσιν ἐγλήγορα μαντᾶτα, διὰ νὰ περισυνάγωνται, ποσῶς νὰ μὴν ἀργοῦμεν».","ἐκατέλαβεν = έφτασε συντυχαίνει = λέει ἀνορεξίαν = δυσαρέσκεια, κακή διάθεση ἐκδικαίωναν = εκδικούνταν σκοπίσωμεν = εξετάσουμε, διερευνήσουμε, προετοιμάσουμε ἡνίκα = όταν, μόλις ἀντιτείνῃ = εναντιωθεί, αμφισβητήσει Ἐδάρτε = λοιπόν/αυτή τη στιγμή περισυνάγωνται = συγκεντρωθούν, μαζευτούν",,Πόλεμος της Τρωάδος,Ανώνυμος Θρήνος του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο (στ. 4252-4283),"Προηγείται παράθεση σύντομων προσωπογραφικών περιγραφών μερικών από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του πολέμου. Περιγραφή των προετοιμασιών της αναχώρησης για την Τροία, έναρξη του πολέμου και περιγραφή των συγκρούσεων. Σε μία από αυτές ο Έκτορας σκοτώνει τον Πάτροκλο. Ακολουθεί ο θρήνος του Αχιλλέα για τον νεκρό Πάτροκλο και ο όρκος του για εκδίκηση. Ὁ Ἀχιλλεὺς τὸν Πάντρουκλον κλαίει, οὐχ ὑπομένει ποτέ του ἄνθρωπος τινὰς τέτοιον θρῆνον οὐκ εἶδεν, ὡς ἔποικεν ὁ Ἀχιλλεὺς ἐπάνω τοῦ Παντρούκλου. Πολλὰς φορὰς ἀπάνω του πίπτει ἐξαποθαμένος καὶ τὸ κορμίν του μέφεται, ψήγεται ἀτός του πάλιν. «Καλός σου φίλος», ἔλεγε, «καὶ συγγενὴς οὐκ ἤμην, ὅταν διχῶς μου σὲ ἔστειλα νὰ ὑπᾷς νὰ πολεμήσῃς. Οἴμοι, κακὴ ἀποχωρισία, ἔδε κακὴ ἀγάπη τὴν ἔδειξα ἐγὼ εἰς ἐσέν! Ἐγὼ ἔχω ὅλον τὸ πταῖσμα, ἀφὸν διχῶς μου ἀπόθανες· ἔδε μεγάλον κρίμα! Ἐὰν εἶχα εἶσται μετ’ ἐσὲν εἰς πόλεμον τὸν δόλιον, ἄνθρωπον ζωντανὸν ποτὲ ἐσὺ νὰ μὴ ἐφοβήθης. Ἀμὴ τὸ δόλιον ῥιζικὸν μὲ ἐχώρισε ἀπ’ ἐσένα, καί, ἕως οὗ νὰ ζῶ, χαρὰν ποτέ, ἀγάπην ἢ φιλίαν, μὲ ἄνθρωπο οὐ μὴ ἀποκτήσω <ἐγὼ> τέτοιαν οἵαν μετ’ ἐσένα, τόσα πιστήν, τόσα καλὴν μὲ πᾶσα ἀγαθοσύνη· ποτὲ καλὸν οὐδὲν σκοπῶ νὰ κάμω εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ μοῦ ἔλθῃ καὶ χαρὰ ἢ καὶ παρηγορία. Πολὺν ἔναι τὸ ἔχασα, φίλε μου, ἀπὸ ἐσένα— τὸ κορμί σου τὸ εὔμορφον, τὰ κάλλη σου τὰ τόσα. Πλέον μὲ ἀγάπας, φίλε μου, παρὰ τὸν ἑαυτόν σου· φίλος μου ἤσουν ἀκριβὸς καὶ ἐγὼ πάλε ἐδικός σου. Μὲ δάκρυα πάντα νὰ σὲ κλαίω, ἕως νὰ ζῶ εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ἂν ἠμπορέσω, φίλε μου, ἐκδικήσει σὲ θέλω· ὁπόταν μὲ τὸν Ἕκτορα ἀντάμα νὰ σμιχθοῦμεν, σκοτώσει θέλει αὐτὸς ἐμὲν ἢ ἐγὼ πάλιν ἐκεῖνον. Ἀϊλί, νὰ εἶχα ἐκεῖ εὑρεθῆ, ὅταν ἀπεπεζεύθη ἀπάνω σου διὰ τὰ ἄρματα! Κακὰ τὰ ἤθελε πάρει, καὶ οὐ μὴ λείψῃ, ἐλπίζω το, νὰ μὴ τὸ ἐξαγοράσῃ. Διατ’ ἐσένα, φίλε μου, θέλουν χίλιοι ἀποθάνει, ὁποὺ πολλὰ νὰ τοὺς θλιβοῦν ὁ Ἕκτωρ καὶ οἱ ἄλλοι». Ταῦτα δὲ πάντα λέγοντα, πίπτει εἰς λιγοθυμίαν.","μέφεται = κατηγορεί, κατακρίνει ψήγεται = κατηγορείται, επικρίνεται Οἴμοι = αλίμονο ἔδε = κοίτα, ιδού ἀπεπεζεύθη = όρμησε προς τα εσένα",,Πόλεμος της Τρωάδος,Ανώνυμος Μονομαχία Αχιλλέα-Έκτορα (στ. 7041-7082),"Προηγουμένως Τρώες και Έλληνες θάβουν τους νεκρούς τους και ξαναρχίζουν τις συγκρούσεις. Περιγραφή των γεγονότων τόσο στο ελληνικό στρατόπεδο όσο και στην Τροία. Ακολουθεί η μονομαχία Αχιλλέα-Έκτορα και ο θάνατος του τελευταίου. Καὶ τότε Ἕκτωρ καὶ Ἀχιλλεὺς οἱ δύο συναπαντοῦνται, ὁποὺ τίποτε οὐκ ἀμελοῦν ἀπὸ τὸν θάνατόν τους. Τὰ κοντάρια ἔτριψαν, βάνονται εἰς τὰ σπαθία· μέγαν καιρὸν ἐκόπτονταν οἱ δύο καλοὶ στρατιῶται. Τὸν Ἕκτορα ἐδώκασιν ἕναν καλὸν κοντάριν· μετὰ τῶν δύο του χειρῶν κρούει τὸν Ἀχιλλέα· κακὰ καὶ τὸν ἐλάβωσεν εἰς τὸ μηρὶν ἀπάνω, ἀλλ’ οὐ ποσῶς τὸν ἔσεισεν αὐτὸν ἀπὸ τὴν σέλλαν. Ὁ Ἀχιλλεὺς ὡς ἐννόησεν ὅτι ἔνι λαβωμένος, χωρίζεται τὸν Ἕκτορα, ἐξῆλθε τοῦ πολέμου πολλὰ θλιμμένος, λέγω σας· πολλὰ ἦτον λαβωμένος· ἐὰν ἐθυμώθη τίποτε, τινὰς μηδὲν ἠρώτα. Τὴν πληγήν του ἐστύψασι καὶ σφικτὰ τὴν ἐδέσαν· πῦρ ἀπετᾷ ἐκ τὸ πρόσωπον, φαίνεται ἐκ τὸν θυμόν του· ἐδὰ ἂς φυλάγεται Ἕκτορας, ἐὰν θέλῃ νὰ ἔχῃ ζήσει. Κοντάρι ἐπῆρε φοβερόν, χοντρόν, ἠκονισμένον καὶ στρέφεται εἰς τὸν πόλεμον, τὸν Ἕκτορα γυρεύει· κάλλιον ἔχει τὸν θάνατον παρὰ νὰ τοῦ ἐγλυτώσῃ. Πόλεμος ἦτον φοβερὸς καὶ μέγας ὑπὲρ μέτρου. Μεγάλην βίαν ἐπάθασι γυρεύων ὁ εἷς τὸν ἄλλον· ὁ Ἀχιλλεὺς ἐδιέβαινεν, ὅλοι ἄδειαν τοῦ κάμνουν. Φωνὴ ἐσηκώθη φοβερὴ ἀπὸ ὅλον τὸ φουσσᾶτον ὅτι Ἕκτορας ἐκρέμνισεν Ἕλληναν βασιλέα· νὰ τὸν κρατήσῃ ἤθελε καὶ νὰ τὸν φυλακώσῃ. Μετὰ βίας ἐτάβριζε ἔξω νὰ τὸν ἐκβάλῃ. Ἐκ τὸ σκουτάρι ἀπόσκεπος ἦτο, καὶ παραχρῆμα, ὅθεν ἔρχεται ἡ φωνή, ἐκεῖ ἔρχεται Ἀχιλλέας. Ὡς εἶδε ἐκεῖ τὸν Ἕκτορα, ἐχάρηκε μεγάλως καὶ εἰς αὖτον ἐκατέβηκε καὶ κονταρέαν τοῦ ἐδῶκε· λουρίκιν οὐκ ἠμπόρεσε, ἀϊλί, νὰ τὸν κρατήσῃ. Θάνατος Ἑκτόρου παρὰ Ἀχιλλέως Τὸ συκωτοπλεμόνιν του ἔχυσεν εἰς τὴν σέλλαν· ὡσότου στρέψῃ ὀφθαλμόν, ἐξέψυξεν ὁ ἥρως· εἰς τὴν γῆν τὸν ἐξάπλωσε νεκρόν, ἀποθαμένον. Οὐαὶ τὸ μέλλον ἀληθῶς, καὶ τίς νὰ μὴ θρηνήσῃ τὸν φρόνιμον, τὸν εὐγενῇ, τὸν βριαρόχειρ γίγαν; Καὶ τίς τὴν χεῖρα μὴ θλιβῇ τὴν πάμφουμον ἐκείνην, ὁποὺ ἤξευρε καὶ ἐχώριζε τὰς ῥέντας τοῦ φουσσάτου, ὁποὺ ἡ φήμη τοῦ Σαμψοῦ καλλιώτερη οὐκ ἦτον; Ἀϊλὶ βραχίονες φοβεροὶ ἀνέγερτοι κοιμῶνται, ὁποὺ ἐτρομάσσαν Ἕλληνας καὶ θάνατον ἐκάμναν. Ἀπέθανεν ὁ κίονας, ὁ πύργος τῆς Τρωάδος, τὸ φλάμμουλον τὸ εὐγενικὸν τῶν ἄτυχων τῶν Τρώων.","ἄδειαν = χώρο, μέρος φουσσᾶτον = στράτευμα ἐτάβριζε = τραβούσε σκουτάρι = ασπίδα ἀπόσκεπος = ακάλυπτος, απροστάτευτος παραχρῆμα = αμέσως λουρίκιν = μεταλλικός θώρακας ἐξέψυξεν = ξεψύχησε βριαρόχειρ = χειροδύναμο πάμφουμον = περίφημη, ξακουστή ῥέντας = γραμμές του στρατεύματος, παρατάξεις μάχης ἀνέγερτοι = που δεν ξανασηκώνονται φλάμμουλον = σημαία (;), λάβαρο (;)",,Πόλεμος της Τρωάδος,Ανώνυμος Θρήνος της Ελένης για τον Πάρη (στ. 10442-10492),"Στους στίχους που μεσολαβούν, συμπυκνώνονται πολλά γεγονότα: οι Τρώες θρηνούν για τον θάνατο του Έκτορα και το δικό τους αβέβαιο μέλλον. Περιγράφεται η ταφή του Έκτορα. Οι συγκρούσεις ξαναρχίζουν. Ο Αχιλλέας ερωτεύεται την Πολυξένη, κόρη του Πριάμου, και ζητάει να την κάνει γυναίκα του. Ο Πρίαμος συναινεί, με την προϋπόθεση ότι αυτό θα σημάνει τη λήξη του πολέμου, αλλά ο Αχιλλέας αποτυγχάνει να πείσει τους υπόλοιπους Έλληνες και αποφασίζει να απέχει από τη μάχη. Οι συγκρούσεις συνεχίζονται. Σε μια κρίσιμη για τους Έλληνες μάχη, ο Αχιλλέας αποφασίζει να τους βοηθήσει. Μετά από παγίδα της Εκάβης και του Πάρη, ο Αχιλλέας σκοτώνεται μέσα στην Τροία. Ταφή του Αχιλλέα και θάνατος του Πάρη στις συγκρούσεις που ξαναρχίζουν. Ακολουθεί ο θρήνος της Ελένης για τον Πάρη. Θρῆνος Ἑλένης διὰ τὸν Πάρι Ἐκ τὴν Ἑλένην τί νὰ εἰπῶ τὴν θλῖψιν ὁποὺ κάμνει! Τὸν θάνατον παρακαλεῖ γοργὸν νὰ τὴν ἐπάρῃ· «Αὐθέντη» λέγει «εὐγενικέ, δι’ ἐσένα νὰ ἀποθάνω· ὅταν οὕτως σὲ ἔχασα, διατί πλέον νὰ ζήσω; Πλέον ἐσὲν ἠγάπησα παρὰ τὸν ἐμαυτόν μου· ἐξόπισθέν σου οὐκ ἠμπορῶ νὰ μείνω, ἤξευρέ το. Τὸν θάνατον παρακαλῶ γοργὸν νὰ μὲ εἶχε σφάξει· λαχαίνει ἡ γῆ ἐξάπαντος νὰ μηδὲν μὲ βασταίνῃ. Ἀπὸ γυναῖκαν πώποτε τόσον κακὸν οὐκ ἦλθεν, ὡς ἦλθεν ἄρτι ἀπὸ ἐμέν, οὐδέποτε νὰ ἔλθῃ! Τέτοια ζημία οὐκ ἐγίνετον, ὡς ἐγίνη ἐξ ἐμένα! Βασιλεῖς τόσα πλούσιοι, εὐγενικοὶ ἀμιράδες, δουκάδες τόσα εὐγενικοί, κόντοι καὶ μεγιστᾶνοι καὶ λαὸς πάλιν ἕτερος ἑκατὸν μυριάδες ὁποὺ δι’ ἐμὲν ἐχάθησαν, καὶ πῶς νὰ ζῶ εἰς τὸν κόσμον; Δι’ ἐμὲν χῆραι ἐγίνησαν αἱ ἀρχόντισσες τοῦ κόσμου. Ἐμὲν νὰ καταράσωνται ἕως τὰ τέληκόσμου διὰ τὸ κακὸν τὸ φοβερὸν ὁποὺ δι’ ἐμὲν ἐγίνη. Θλίψη μεγάλη ἐγίνετον, ὁπόταν ἐγεννήθην. Ποτὲ μὴ εἶχα γεννηθῆ, μὴ εἶχα φανῆ εἰς τὸν κόσμον! Δίκαιον νὰ ἔκαμε Πρίαμος νὰ βάλῃ νὰ μὲ σφάξουν, ὅτι δι’ ἐμένα χάνεται αὐτὸς καὶ ἡ γενεά του καὶ τὰ καλά του τὰ παιδία, οἱ λαμπροὶ καβαλλάριοι. Κυρὰ Κουβά, βασίλισσα, τί κάμνεις ἐξ ἐμένα; Ποτὲ γυναίκα οὐκ ἔκαμε καλλιώτερα παιδία, ὡσὰν ἐσὺ τὰ ἔποικες, κυρά μου, δέσποινά μου. Ἐγὼ τὰ ἐπῆρα, ἐχάθησαν, διατί οὐ μὲ θανατώνεις; Τὴν ἐκδίκησιν ἔπαρε γοργὸν ἐκ τὸ κορμίν μου· πλέον οὐ θέλω, ἠξεύρετε, νὰ ζήσω εἰς τὸν κόσμον. Τὴν καρδίαν μου σχίσετε, ἐβγάλετέ την ἔξω, ἐμὲν δὲ πάλιν ῥίψετε τῶν κυνῶν καὶ κοράκων, ἀρχόντισσες εὐγενικές, κοράσια φουμισμένα, ὁποὺ δι’ ἐμένα χάνεσθε εἰς τὴν καλήν σας χώραν. Αὐθέντη Πάρι», λέγει τον, «μηδὲν ἐβγῇ ἡ ψυχή σου· ἂς ἀναμένῃ τὴν ἐμὴν νὰ ὑπάγουσιν οἱ δύο. Ἠξεύρεις, καλὰ ἠγάπουν σε, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, δι’ αὖτον μὲ ἀνάμεινε νὰ ὑπάγωμεν ἀντάμα. Ὦ Θάνατε, ἔλα γοργόν, διατί ἀργεῖς τοσοῦτον! Σπούδαξε δὲ διὰ γοργόν, ἔπαρ’ με νὰ ὑπαγαίνω νὰ ἰδῶ εἰς τὸν ᾍδην νὰ χαρῶ τὸν πάγγλυκόν μου αὐθέντην, πῶς ἔναι, πῶς ἐγείρεται καὶ πῶς ἐκεῖ καθεύδει, καὶ μετ’ αὐτὸν καὶ νὰ χαρῶ, νὰ στέκω μετ’ ἐκεῖνον. Θαυμάζω, Θάνατε, εἰς ἐσέν, ὅταν οὐδὲν μὲ ἐπαίρνῃς. Χάριταν πλέον οὐδὲν ζητῶ νὰ ζήσω εἰς τὸν κόσμον· τὴν χάριτάν σου οὐ θέλω την, ἀλλ’ οὐδὲ τὴν ζωήν μου. Ἔπαρ’ με τὸ γοργότερον, οὐ θέλω πλέον νὰ ζήσω». Ταῦτα λέγων ἐπάνω του χίλιες φορὲς καὶ πλέον ἐξαπόθνησκεν, ἔπιπτεν, ἐπαῖρνε τον, καὶ πάλιν ἐστρέφετον, ἐκεῖ ἔπιπτε, θαύμασμα μέγα κάμνει. Τὴν νύκταν ὅλην, λέγω σας, ἄλλον οὐδὲν ἐσκόπει ἡ Ἑλένη ἡ πανεξαίρετη, μόνον νὰ ἀποθάνῃ.","πώποτε = ποτέ ἀμιράδες = άρχοντες, διοικητές μεγιστᾶνοι = ανώτεροι αξιωματούχοι, άρχοντες φουμισμένα = φημισμένα καθεύδει = κοιμάται",,Πόλεμος της Τρωάδος,Ανώνυμος Η άλωση της Τροίας (στ. 12139-12175),"Προηγείται η ταφή του Πάρη. Οι Αμαζόνες συμμαχούν με τους Τρώες και συγκρούονται με τους Έλληνες. Περιγραφή των συγκρούσεων στις οποίες πεθαίνει η Πενθεσίλια, αρχηγός των Αμαζόνων. Η θέση των Τρώων γίνεται εξαιρετικά δυσχερής και αναγκάζονται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την παράδοσή τους. Περιγραφή της κατασκευής του Δούρειου Ίππου και της υποδοχής του από τους Τρώες. Ακολουθεί η περιγραφή της άλωσης της Τροίας από τους Έλληνες. Ἅλωσις τῆς Τροίας Οἱ Ἕλληνες εὑρήκασι τὴν πόρταν χαλασμένην, τὴν ἐχαλάσαν τάχατε οἱ Τρῶες διὰ τὸν ἵππον. Εἴκοσι γὰρ ἐσέβησαν χιλιάδες εἰς τὸ πρῶτον· στὰς ῥύμνας ἐχωρίσθησαν, κτείνουσι τοὺς ἀθλίους. Ἡ νὺξ γὰρ ἦτον σκοτεινή, ἄφεγγος τὸ καθόλου. Εἶχαν σημεῖα οἱ Ἕλληνες δομένα διὰ τὴν νύκτα, ὅπως ἀλλήλως μὴ σφαγοῦν, νὰ κτείνουσι τοὺς ἄλλους. Καὶ πρότερον τῆς φαύσεως ἡμέρας τῆς δολίας δέκα χιλιάδες εἴχασι καὶ πλείους σκοτωμένους. Τὰ παλάτια τὰ ὑψηλά, τὰ φοβερὰ <ἐν> μεγέθει, ὅλα τὰ ἐχαλάσασιν, εἰς γῆν κάτω τὰ ῥίπτουν· οἱ ἔσωθεν εἰς θάνατον ὅλοι εἶν’ κατακομμένοι. Τινὰν οὐδὲν περιτηροῦν, ἀνηλεῶς τοὺς πάντας, ἄνδρας, γυναῖκας, γέροντας, νέους, πτωχούς, πλουσίους, ὀρφανούς, χήρας, πένητας, ὅλους τοὺς κατακόπτουν. Τὰ βρέφη πρῶτον ἔσφαζαν, ἔπειτα τὰς μητέρας, κοινὸν οἱ πάντες ἔπινον ποτήριον θανάτου· ἡ φωνὴ καὶ ἡ ὄχλησις ἠγέρθη ἐκ τὴν χώραν. Ἀϊλὶ φρικτὸν μελλόμενον στοὺς ἐλεεινοὺς τοὺς Τρῶας! Θλῖψις ποτὲ οὐκ ἐγίνετον εἰς τὸν ἅπαντα κόσμον, ἀφὸν ἐστάθη πρότερον καὶ πάλιν ἕως τέλους. Τὸ αἷμα τους ἐχύνετον ὥσπερ βροχὴ τῶν Τρώων, τὰ πατώματα ἄνωθεν καὶ κάτωθεν καὶ γῦρον· τὸ αἷμα ἐκαλάνιζε τῶν ἵππων ἕως τὰς κίγγλας. Ἀπὸ τὰ ἀνώγαια τὰ ὑψηλὰ θνήσκουν ἀρχοντοποῦλες, ἀρχόντισσες εὐγενικές, ὑπέρλαμπρες τῷ γένει. Τὰς πόρτας ἐφυλάγασι τινὰς νὰ μὴ ἐγλυτώσῃ. Στὰς ἀγκάλας τῶν μητερῶν ἐσφάζασι τὰ βρέφη. Εἰς τοὺς οἴκους ἐστείλασι τῶν κακῶν δημηγέρτων φυλάκτορες μὴ τίποτες ἐπώδυνον τοὺς ποίσουν, μηδὲ τοὺς οἴκους ἅψωσι, καθὼς τὴν πόλιν καίουν. Τοὺς ναοὺς ἐκουρσεύσασι, τοὺς πάντας ἐσκοτῶσαν, τὸ πλοῦτος ἐσυνάξασι τὸ ἄμετρον τῆς Τροίας. Μαργαριτάριν καὶ βλαττίν, χρυσάφιν καὶ λιθάριν, καὶ ἄλλα τίμια φορέματα, —τίς νὰ τὰ καταγράψῃ;— τόσον ἐπῆραν, ἤξευρε, τὸ πλέον οὐδὲν τὸ χρῄζουν· ἑαυτοὺς χρυσίον καθαρὸν φορὲς φορτώνουν χίλιες.","ῥύμνας = δρόμους φαύσεως = ξημερώματος, χαραυγής περιτηροῦν = προφυλάσσουν/εξαιρούν ἐκαλάνιζε = πιτσιλούσε, κατέβρεχε κίγγλας = λουριά που συγκρατούν τη σέλα στη ράχη του αλόγου ἅψωσι = πυρπολήσουν βλαττίν = πολυτελές μεταξωτό ύφασμα",,Πόλεμος της Τρωάδος,Ανώνυμος Επιστροφή του Οδυσσέα στην ΙΘάκη (στ. 13842-13899),"Ο Πρίαμος συνειδητοποιεί την προδοσία. Περιγραφή της εκθεμελίωσης, της πλήρους λεηλασίας της πόλης και του αποδεκατισμού των Τρώων. Οι Έλληνες, στους οποίους δεν λείπουν οι φιλονικίες, επιστρέφουν στην πατρίδα. Περιγραφή του νόστου του Οδυσσέα. Ακολουθεί η επιστροφή στην Ιθάκη και η μνηστηροφονία. Ἐκεῖ ἔμαθεν ὁ Δυσσεὺς τοῦ τόπου τὰ μαντᾶτα καὶ ἀπὸ τὴν Πενόλοπην, τὴν γυνήν του, ὁμοίως, τὸ πῶς τριάκοντα ἄνθρωποι, πολλὰ μεγάλοι ἀνθρῶποι, ἀπὸ χωρῶν ἀλλοδαπῶν πάντες τὴν ἐζητοῦσαν. Ὁ καθεὶς εἰς γυναῖκαν του ἐζήτει νὰ τὴν λάβῃ καὶ εἰς τὰ ἴδια εὐθὺς ταύτην τοῦ ἀγαγῆναι. Ἐκείνη δὲ οὐδέποτε ἠθέλησε νὰ ἀκούσῃ λόγον ποτὲ ἐπίμονον περὶ τοιούτου πραγμάτου· πιστοσύνην ἐφύλαγε καλλίστην τοῦ ἀνδρός της· ἐκεῖνον ἐπεθύμησεν, ἐκεῖνον ἀναζήτα, ἐκεῖνον πάντα ἀνάμενε, νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν. Ἐκεῖ τοῦ ἐμηνύθηκε ταῦτα τοῦ Ὀδυσσέως ἀπὸ τέτοιον ὁποὺ αὐτὸς ἀτός του καὶ τοὺς εἶδεν, ὅτι, ἐὰν θέλῃ, ἔσωθεν εἰς οἴκους τοὺς ἰδίους θέλει εὑρεῖ τοὺς ἄρχοντας ὁποὺ εἶναι συναγμένοι· τὴν Πενολόπην θέλουσι νὰ ἐπάρουν μετ’ ἐκείνους· ……………………………………κἂν θέλῃ κἂν οὐ θέλῃ· τίποτε οὐ φοβίζονται ἐκ τοὺς φοβερισμούς της. Ἤκουσε ταῦτα ὁ Δυσσεύς, ἐθλίβηκε μεγάλως. Τὸν Ἄλκειον παρακαλεῖ, τὸν βασιλέα ἐκεῖνον, νὰ τοῦ δανείσῃ τὸν λαόν, τὴν δύναμίν του πᾶσαν, —ὀλίγον ἦν τὸ πέραμα— νὰ ὑπάῃ πρὸς τοὺς ἐχθρούς του καὶ νὰ ἔχῃ λάβει ἐκδίκησιν τὴν βούλεται ἀπ’ ἐκείνους. Τόσα τὸν παρεκάλεσε τὸν βασιλέα Ἀλκεῖον, ὅτι μετ’ αὖτον καὶ αὐτὸς ἀτός του ὑπαγαίνει. Εὐθὺς δὲ ἐκατέλαβε τὴν χώραν ὁ Δυσσέας, ἐρεύνησε, κατέμαθε τὰ πάντα τῆς αὐλῆς του, ἔκρυψε τοὺς συντρόφους του, πούπετε μὴ φανῶσιν, ἤκουε τὰς πολλὰς χαρὰς τὰς εἴχασιν ἐκεῖνοι ὁποὺ διὰ τὴν Πενόλοπην ἤσασιν, ἐβιαζόνταν. Τέτοιαν ἔκαμναν ταραχήν, τόσον μεγάλον κρότον, ὅτι πᾶν τὸ παλάτιον ἤχει τοῦ χαλασθῆναι. Βιόλες γὰρ καὶ σύριγγες, ὄργανα μελῳδοῦντα παντοδαπὰ ἐκρούσασιν, ἐχόρευαν, ἐσκίρτουν. Υἱὸν γὰρ εἶχεν ὁ Δυσσεὺς μετὰ τῆς Πενολόπης, Θελέμαχος ἐλέγετον, ἤκουσε τὰ μαντάτα, πῶς ἦλθεν ὁ πατέρας του, εἶχε χαρὰν μεγάλην. Γοργὸν πρὸς αὖτον ἔδραμε, κρατεῖ, καταφιλεῖ τον. Ἠρώτησε τίς εἶναι αὐτοί, ἔμαθε τὸ καθένα. Τὸν υἱόν του ἐλάλησε: «Σίγησε, μηδὲν εἴπῃς, νὰ ποίσω πρᾶγμα εἰς αὐτοὺς ὁποὺ νὰ τὸ θαυμάσῃς». Πλέον οὐδὲν ἀνάμεινεν, ἀλλὰ ταύτην τὴν νύκτα, ὁπόταν ἐκοιμήθησαν τῷ οἴνῳ ἀκορέστως, ὅλους τοὺς ἐκατέκοψεν, οὐδὲ εἷς ἀπελείφθη. Οὕτως ἐξεκδικήθηκε τὴν νύκτα ἀπ’ ἐκείνους. Ὅταν ἀπὸ τὴν χώραν του ἔμαθον ὅτι ἦλθεν, ἐξ ὅλον τὸ βασίλειον τριγύρωθεν ἀπ’ ἄκρων ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν τρέχουσι πρὸς ἐκεῖνον· μετὰ μεγάλης τῆς χαρᾶς, μετὰ μεγάλου κρότου ὅλοι τὸν ἀποδέχθησαν, ὅλοι τὸν προσκυνοῦσι. Ποτὲ τινὰς οὐχ εὕρηκεν ἄλλος χαρὰν τοσούτην, ὡς ηὗρεν εἰς τὴν χώραν του ὁ Δυσσέας ἐτότε. Ὅλοι τὸν ἐκανίσκευσαν λογάριν ὑπὲρ μέτρου. Ἐκ τὸν κόσμον ἠκούστηκεν ὁ ἔπαινος Πενολόπης· ἐκ τὴν τιμήν της ἔλεγαν καὶ ἀπὸ τὴν πιστοσύνην, ἣν ἔδειξεν, ὡς ἔπρεπε, πρὸς τὸν αὐτῆς δεσπότην· καὶ πάλιν γὰρ ἐξόπισθεν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ἕως τέλους ἠγάπησε τὸν καλὸν Ὀδυσσέαν.","ἴδια = σπίτι, κατοικία πούπετε = πουθενά σύριγγες = αυλούς ἀπελείφθη = εξαιρέθηκε, έλειψε ὁμοθυμαδὸν = ολόψυχα/μαζί ἐκανίσκευσαν = δώρισαν, χάρισαν λογάριν = πλούτο",,Πόλεμος της Τρωάδος,Ανώνυμος Abstract,"Τέσσερα επαιτικά ποιήματα, γραμμένα στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά αποδίδονταν στον γνωστό λόγιο της αυλής των Κομνηνών Θεόδωρο Πρόδρομο, ωστόσο η άποψη αυτή αμφισβητείται βάσει των τελευταίων πορισμάτων της έρευνας. Ο ποιητής απευθύνεται στον αυτοκράτορα ζητώντας οικονομική ενίσχυση (Ι και ΙΙ), αναφέρεται στα βάσανα του γραμματισμένου λογίου (ΙΙΙ) ή περιγράφει την άθλια ζωή του στο μοναστήρι (ΙV). Τα Πτωχοπροδρομικά συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πρωιμότερα δείγματα λογοτεχνίας σε δημώδη γλώσσα.",,,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Προσφώνηση στον αυτοκράτορα (Ποίημα Α΄, στ. 1-34)","Ο ποιητής απευθύνει επίσημες και ταπεινόφρονες προσφωνήσεις προς τον αυτοκράτορα, προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοιά του. Παράλληλα, τον προϊδεάζει για το θέμα που θα αναπτύξει στη συνέχεια: το μεγάλο του βάσανο, δηλαδή τη γυναίκα του! ΠΟΙΗΜΑ Α΄ Τοῦ Προδρόμου κυροῦ Θεοδώρου προς τὸν βασιλέα Μαυροϊωάννην Τί σοὶ προσοίσω, δέσποτα, δέσποτα στεφηφόρε, ἀνταμοιβὴν ὁποίαν δὲ ἢ χάριν προσενέγκω ἐξισωμένην πρὸς τὰς σὰς λαμπρὰς εὐεργεσίας, τὰς γινομένας εἰς ἐμὲ τοῦ κράτους σου παντοίας; Πρό τινος ἤδη πρὸ καιροῦ καὶ πρὸ βραχέος χρόνου οὐκ εἶχον οὖν ὁ δύστηνος τὸ τί προσαγαγεῖν σοι κατάλληλον τῷ κράτει σου καὶ τῇ χρηστότητί σου καὶ τῇ περιφανείᾳ σου καὶ χαριτότητί σου, εἰ μή τινας πολιτικοὺς ἀμέτρους πάλιν στίχους, συνεσταλμένους, παίζοντας, ἀλλ’ οὐκ ἀναισχυντῶντας, παίζουσι γὰρ καὶ γέροντες, ἀλλὰ σωφρονεστέρως. Μὴ οὖν ἀποχωρίσῃς τους μηδ’ ἀποπέμψῃς μᾶλλον, ὡς κοδιμέντα δέξου τους, ποσῶς ἂν οὐ μυρίζουν, καὶ φιλευσπλάγχνως ἄκουσον ἅπερ ὁ τάλας γράφω. Κὰν φαίνομαι γάρ, δέσποτα, γελῶν ὁμοῦ καὶ παίζων, ἀλλ’ ἔχω πόνον ἄπειρον καὶ θλῖψιν βαρυτάτην καὶ χαλεπὸν ἀρρώστημα καὶ πάθος, ἀλλὰ πάθος! Πάθος ἀκούσας τοιγαροῦν μὴ κήλην ὑπολάβῃς, μηδ’ ἄλλο τι χειρότερον ἐκ τῶν μυστικοτέρων, μὴ κερατᾶν τὸ φανερόν, μὴ ταντανοταρτάτην, μὴ νόσημα καρδιακόν, μὴ περιφλεγμονίαν, μὴ σκορδαψόν μηδ’ ὕδερον, μὴ παραπνευμονίαν, ἀλλὰ μαχίμου γυναικὸς πολλὴν εὐτραπελίαν, προβλήματα προβάλλουσα καὶ πιθανολογίας καὶ τὸ δοκεῖν εὐλόγως μοι προφέρεται πλουτάρχως. Καὶ θέλω δεῖξαι προφανῶς τὴν ταύτης μοχθηρίαν, ἀλλὰ φοβοῦμαι, δέσποτα, τοὺς ἰταμωδεστέρους, μήπως ἐμὲ ἀκούσωσι καὶ ὑπάγουν εἰς τὸ ὀσπίτιν καὶ νὰ μὲ πιττακώσωσιν ἐκ τῶν ἀπροσδοκήτων· καὶ κρεῖσσον εἶχον, δέσποτα, τὸ νὰ μὲ θάψουν ζῶντα καὶ νὰ μὲ βάλουν εἰς τὴν γῆν καὶ νὰ μὲ περιχώσουν, παρὰ νὰ μάθῃ τίποτε τῶν ἄρτι γραφομένων. Φοβοῦμαι γὰρ τὸ στόμαν της, φοβοῦμαι τὴν ὀργήν της, τὰς ἀπειλάς της δέδοικα καὶ τὴν ἀποστροφήν της.","σοὶ προσοίσω = θα σου προσφέρω [προσοίσω, μέλλ. του προσφέρω] δέσποτα = άρχοντα, ηγεμόνα [ο δεσπότης] στεφηφόρε = στεφανωμένε [επίθ. στεφηφόρος] ὁποίαν = ποια, τί λογής χάριν = εύνοια, ευεργεσία, ευμένεια [η χάρις] προσενέγκω = να προσφέρω (εδώ υποτ. αορ.) τοῦ κράτους = της εξουσίας, της διακυβέρνησης [το κράτος] παντοίας = ποικίλες, κάθε είδους [επίθ. παντοίος] βραχέος = σύντομου [επίθ. βραχύς] δύστηνος = δυστυχισμένος (επίθ.) προσαγαγεῖν = να προσφέρω, να προσκομίσω (απρμφ. του προσάγω) τῇ χρηστότητί = στην καλοσύνη, στη δικαιοσύνη [η χρηστότης] χαριτότητί = στη χάρη, στην εύνοια [η χαριτότης] ἀμέτρους = χωρίς μέτρο, ελεύθερους [επίθ. άμετρος] συνεσταλμένους = ταπεινούς, άτολμους [συνεσταλμένος, μτχ. του συστέλλομαι] παίζοντας = με διασκεδαστικό, με ψυχαγωγικό περιεχόμενο (προκ. για στίχο) [παίζων, μτχ. του παίζω] ἀναισχυντῶντας = όχι με αδιάντροπο περιεχόμενο (προκ. για ποίημα) παίζουσι = διασκεδάζουν, αστειεύονται [παίζω] ἀποχωρίσῃς = περιφρονήσεις [αποχωρίζω] ἀποπέμψῃς = διώξεις [αποπέμπω] κοδιμέντα = αρτύματα, μαϊντανούς (μεταφ.) [το κοδιμέντον] ποσῶς = καθόλου, ολωσδιόλου (επίρρ.) φιλευσπλάγχνως = με πολλή ευσπλαχνία (επίρρ.) ἅπερ = όσα (αντων.) τάλας = πολυπαθής, ταλαίπωρος, δυστυχής (επίθ.) ὁμοῦ = μαζί, συγχρόνως (επίρρ.) χαλεπὸν = ανυπόφορο, αλγεινό, βαρύ [επίθ. χαλεπός] πάθος = αρρώστια, πάθηση τοιγαροῦν = επομένως, λοιπόν, ως εκ τούτου (συμπερ. σύνδ.) ὑπολάβῃς = (μη) θεωρήσεις, μη νομίσεις [υπολαμβάνω] μυστικοτέρων = μη εμφανών, που δεν διακρίνονται από σωματικά γνωρίσματα περιφλεγμονίαν = πνευμονία [η περιφλεγμονία] παραπνευμονίαν = πνευμονία μαχίμου = εριστικής [επίθ. μάχιμος] εὐτραπελίαν = ευκινησία, επιδεξιότητα πιθανολογίας = λόγους που βασίζονται σε πιθανότητες [η πιθανολογία] τὸ δοκεῖν = να νομίζει εὐλόγως = με τη λογική (επίρρ.) προφέρεται = προβάλλεται πλουτάρχως = άφθονα, πλούσια (επίρρ.) προφανῶς = φανερά, ολοφάνερα, απροκάλυπτα (επίρρ.) μοχθηρίαν = κακία, κακεντρέχεια [η μοχθηρία] ἰταμωδεστέρους = θρασείς, πονηρούς [επίθ. ιταμώδης] νὰ μὲ πιττακώσωσιν = να με γράψουν σε πιττάκιν (σε μαύρη λίστα), να με καταγγείλουν [πιττακώνω] ἐκ τῶν ἀπροσδοκήτων = απροσδόκητα, χωρίς να το περιμένει κανείς κρεῖσσον = καλύτερα (επίρρ. συγκρ. βαθμού ) ἄρτι = τώρα, αυτή τη στιγμή (επίρρ.) δέδοικα = φοβάμαι ἀποστροφήν = επίπληξη, «κατσάδα» [η αποστροφή]",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Οι κατηγορίες της δύστροπης συζύγου (Ποίημα Α΄, στ. 67-112)","Η δύστροπη σύζυγος όχι μόνο ταλαιπωρεί τον ποιητή αλλά και τον απειλεί. Επιπλέον, τον χλευάζει, τον βρίζει και τον αποκαλεί τεμπέλη και ανίκανο νοικοκύρη, επειδή δεν κατάφερε να της προσφέρει καμία άνεση στα χρόνια του έγγαμου βίου τους. Ἐπεντρανίζεις, ἄνθρωπε, κἂν ὅλως θεωρεῖς με; ἐγώ ἠμην ὑποληπτικὴ καὶ σύ ἠσουν ματσουκάτος· ἐγὼ ἤμην εὐγενικὴ καὶ σὺ πτωχὸς πολίτης, σὺ εἶσαι Πτωχοπρόδρομος καὶ ἐγώ ἠμην Ματσουκίνη, σὺ ἐκοιμῶ εἰς τὸ ψιαθὶν καὶ ἐγὼ εἰς τὸ κλινάριν· ἐγώ εἰχον προῖκα περισσήν, καὶ σύ εἰχες ποδοκόπιν, ἐγώ εἰχον ἀσημοχρύσαφον, καὶ σύ εἰχες σκαφοδούγας καὶ σκάφην τοῦ ζυμώματος καὶ μέγαν πυροστάτην· καθέζεσαι εἰς τὸ ὀσπίτιν μου καὶ ἐνοίκιον οὐ φροντίζεις, τὰ μάρμαρα ἠφανίσθησαν, ὁ πάτος συνεπτώθη, τὰ κεραμίδια ἐλύθησαν, τὸ στέγος ἐσαπρώθη, οἱ τοῖχοι καταπίπτουσιν, ἐξεχερσώθη ὁ κῆπος, κοσμήτης οὐκ ἀπέμεινεν, οὐ γύψος οὐδὲ σπέτλον οὐδὲ ῥηγλὶν μαρμάρινον, οὐ συγκοπὴ μετρία· αἱ θύραι συνεστράφησαν ἐξ ὁλοκλήρου πᾶσαι, τὰ κάγκελλα ἐξηλώθησαν ἀπ’ ἄκρας ἕως ἄκραν, καὶ τὰ στηθαῖα ἔπεσον τὰ πρὸς τὸ περιβόλιν. Θύραν οὐκ ἤλλαξας ποτέ, σανίδιν οὐ κὰν ψίχα, ποτὲ οὐκ ἐξεκεράμωσας, οὐδὲ ἀνερράψω τοῖχον, οὐ τέκτονα ἐκάλεσας ἵνα τὸν περιράψῃ, οὔτε καρφὶν ἠγόρασας νὰ ἐμπήξῃς εἰς σανίδιν· βλέπουν σε τὰ ψυχάρια μου καὶ ἔχουν σε ὡς αὐθέντην, φοβοῦνται, παραστήκονται, δουλεύουν καὶ τιμῶσιν· ἐγὼ κρατῶ τὸ ὀσπίτιν σου καὶ τὴν ὑποταγήν σου, δουλεύω τὰ παιδία σου παρὰ βαβὰν καλλίστην, οἰκονομῶ τὰ κατὰ σέ, τρέχω, μοχθῶ, διώκω, καὶ κάμνω λινοβάμβακον ἱμάτιν καὶ φορῶ το· ἔχεις με κουρατόρισσαν, ἔχεις με ἀναπλαρέαν, καὶ κάμνω καὶ τὰ μαλλωτά, κάμνω καὶ τὰ ναρθήκια· ἔχεις με ψιλονήτριαν, καὶ κάμνω τὸ λινάριν, κάμνω ὑποκαμισόβρακα, στιβάζω τὸ βαμβάκιν· ἔχεις με προσμονάριον ὁμοῦ καὶ ἐκκλησιάρχην, καὶ κανονάρχην σὺν αὐτοῖς καὶ χωρικὸν νοτάρην· καὶ σὺ καθέζεσαι ὡς πωλὶν χωσμένον εἰς τὸ βρῶμα, καὶ καθ’ ἡμέραν προσδοκᾷς τί νὰ σὲ παραβάλω. Τὸ τί σὲ θέλω ἐξαπορῶ, τὸ τί σὲ χρήζω οὐκ οἶδα· ἂν οὐκ ἐθάρρεις κολυμβᾶν, κολυμβητὴς μὴ ἐγένου, ἀλλ’ ἂς ἐκάθου σιγηρὸς καὶ ὰπομεριμνημένος, καὶ ἂς ἔκνηθες τὴν λέπραν σου, καὶ ἂς ἤφηνες ἐμέναν. Εἰ δὲ κομπώσειν ἤθελες καὶ λάβειν καὶ πλανήσειν, ἂς ἔλαβες ὁμοίαν σου, καπήλου θυγατέραν, κουτσοπαρδάλαν τίποτε, γυμνήν, ἠπορημένην, ἢ χορταρίναν τρυφυλὴν ἀπὸ τὰ Μανινέα· καὶ τί με παρωδήγησας τὴν ἀπορφανισμένην μὲ τὰ συχνογυρίσματα καὶ μὲ τὰς κομπωσίας, καὶ μὲ τοὺς ὀψικάτορας καὶ τὸ πολὺν ὀψίκιν;»","Ἐπεντρανίζεις = κοιτάζεις, βλέπεις, παρατηρείς [επεντρανίζω] κἂν ὅλως = γενικά (χωρίς άρνηση) θεωρεῖς = βλέπεις, κοιτάζεις [θεωρώ] ὑποληπτικὴ = που έχει υπόληψη, που χαίρει σεβασμού και εκτίμησης [επίθ. υποληπτικός] εὐγενικὴ = που κατάγεται από υψηλή, αρχοντική γενιά [επίθ. ευγενικός] ψιαθὶν = ψάθα, στρώμα (πλέγμα) από βούρλα και σχοίνα [το ψιαθίν] κλινάριν = κρεβάτι περισσήν = υπέρμετρη, υπερβολική [επίθ. περισσός] ἀσημοχρύσαφον = σκεύη ασημένια και χρυσά πυροστάτην· = πυροστιά [ο πυροστάτης] καθέζεσαι = αδρανείς, κάθεσαι άπραγος [καθέζομαι] ἠφανίσθησαν = καταστράφηκαν εντελώς [αφανίζομαι] ὁ πάτος = το δάπεδο, το πάτωμα συνεπτώθη = γκρεμίστηκε, χάλασε [συμπίπτομαι] ἐλύθησαν = χαλάρωσαν [λύνομαι] τὸ στέγος = η στέγη, η σκεπή ἐσαπρώθη = σάπισε [σαπρώνομαι] ἐξεχερσώθη = ξεράθηκε [εκχερσούμαι] κοσμήτης = υπέρθυρο, γείσος (βλ. και το σχόλιο στον ίδιο στίχο) σπέτλον = καθρέφτης, κάτοπτρο [το σπέτλον] ῥηγλὶν = οριζόντια διακοσμητική ταινία που περιβάλλει ως πλαίσιο το πάνω μέρος του τοίχου στο σημείο που ενώνεται με την οροφή, κορνίζα [το ρηγλίν (αρχιτ.)] συγκοπὴ = μωσαϊκό, ψηφιδωτό συνεστράφησαν = στράβωσαν [συστρέφομαι] οὐκ ἐξεκεράμωσας = δεν επισκεύασες τα κεραμίδια, τη στέγη [εκκεραμώνω] ἀνερράψω = επιδιόρθωσες [αναρράπτω] τέκτονα = τεχνίτη διαφόρων κατασκευών, μάστορα [ο τέκτονας] ἵνα τὸν περιράψῃ = για να τον επιδιορθώσει [περιρράπτω] τὰ ψυχάρια = οι υπηρέτες [το ψυχάριον] αὐθέντην = αφεντικό, κύριο [ο αυθέντης] παραστήκονται = παρουσιάζονται ενώπιόν σου κρατῶ = διευθύνω, διαχειρίζομαι δουλεύω = προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ παρὰ = περισσότερο από (πρόθ., δηλώνει σύγκριση συχνά με παράλειψη του συγκριτικού) βαβὰν = τροφό, νταντά, παραμάνα [η βαβά] οἰκονομῶ = διευθύνω, διοικώ το σπίτι λινοβάμβακον = κατασκευασμένο από λινάρι και βαμβάκι [επίθ. λινοβάμβακος] ἱμάτιν = ρούχο (γενικά) [το ιμάτι(ο)ν] κουρατόρισσαν = επιστάτισσα, επόπτρια [η κουρατόρισσα] ἀναπλαρέαν = γυναίκα που υφαίνει μάλλινα κλινοσκεπάσματα, κουβέρτες [η αναπλαρέα] μαλλωτά = μάλλινα κλινοσκεπάσματα [το μαλλωτόν] ναρθήκια = υφάσματα για την ύφανση των οποίων χρησιμοποιείται καλάμι [το ναρθήκι] ψιλονήτριαν = γυναίκα που γνέθει ψιλό νήμα λινάριν = κλωστική ύλη από το φυτό λινάρι ὑποκαμισόβρακα = εσώρουχα στιβάζω = πατώ, στύβω, πιέζω προσμονάριον = νεωκόρο, δηλαδή άνθρωπο που φροντίζει για την καθαριότητα ενός ναού [ο προσμονάριος] ὁμοῦ = μαζί, συγχρόνως ἐκκλησιάρχην = άτομο που εχει τη γενική φροντίδα μιας εκκλησίας [ο εκκλησιάρχης] κανονάρχην = βοηθό που υπαγορεύει μελωδικά την αρχή του κανόνα (ύμνος) στον ψάλτη [ο κανονάρχης] νοτάρην· = γραμματικό, γραμματέα [ο νοτάρης] πωλὶν = πουλάρι [το πωλίον, υποκορ. του ουσ. πώλος] βρῶμα = τροφή, φαγητό παραβάλω = προσφέρω, παρέχω/ταΐζω (προκ. για τροφή) ἐξαπορῶ = εκπλήσσομαι χρήζω = χρειάζομαι, έχω ανάγκη οὐκ οἶδα = δεν ξέρω, δεν γνωρίζω ἐθάρρεις = είχες θάρρος, τολμούσες [θαρρώ] σιγηρὸς = σιωπηλός, άφωνος (επίθ.) ὰπομεριμνημένος = αμέριμνος (μτχ. του απομεριμνούμαι ως επίθ.) ἔκνηθες = έξυνες [κνήθω] κομπώσειν = να εξαπατήσεις, να ξεγελάς [κομπώνω] πλανήσειν = να παραπλανήσεις [πλανώ] καπήλου = ιδιοκτήτη καπηλειού, ταβερνιάρη [ο κάπηλας] κουτσοπαρδάλαν = κουτσή και φαύλη [επίθ. κουτσοπάρδαλος] ἠπορημένην = φτωχή [ηπορημένος, μτχ. του απορούμαι, εδώ ως επίθ.] χορταρίναν = γυναίκα που πουλά λαχανικά, μανάβισσα Μανινέα· = τοπωνύμιο (;) παρωδήγησας = οδήγησες έξω από την ευθεία οδό, αποπλάνησες [παροδηγώ] κομπωσίας = απάτες [η κομπωσία] τοὺς ὀψικάτορας = τους ακόλουθους αξιωματούχου [ο οψικάτωρ] ὀψίκιν = συνοδεία, ακολουθία αξιωματούχου",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Επίλογος-παράκληση στον αυτοκράτορα (Ποίημα Α΄, στ. 268-274)","Στους στίχους που παραλείπονται ο ποιητής βεβαιώνει τον αυτοκράτορα για την αλήθεια των λεγομένων του και του αφηγείται δύο ευτράπελα περιστατικά. Στο πρώτο επιστρέφει με άδεια χέρια στο σπίτι, γεγονός που προκαλεί την οργή της γυναίκας του, η οποία τον αφήνει νηστικό. Ο ποιητής, τελικά, καταφέρνει να κορέσει την πείνα που τον βασανίζει, όταν το ένα του παιδί έχει ένα ατύχημα και μέσα στη γενική αναστάτωση αυτός κλέβει το κλειδί, ανοίγει το «αρμάριν» (ντουλάπι) και τρώει. Στο δεύτερο επεισόδιο ο ταλαίπωρος ποιητής μηχανεύεται διάφορα τεχνάσματα για να μπορέσει να φάει το σπιτικό «μονόκυθρον», το αγαπημένο του φαγητό. Το ακόλουθο απόσπασμα αποτελεί τον επίλογο του πρώτου ποιήματος, στον οποίο ο ποιητής εκλιπαρεί τον αυτοκράτορα να τον ενισχύσει οικονομικά προκειμένου να εξευμενίσει την ανάλγητη σύζυγο σώζοντας τη ζωή του. Τοιαῦτα πέπονθα δεινά, κρατάρχα στεφηφόρε, παρὰ μαχίμου γυναικὸς καὶ τρισαλιτηρίας, ὡς εἶδε με καινότατα ἐλθόντα πρὸς τὸν οἶκον. Ἂν οὖν μὴ φθάσῃ με τὸ σὸν φιλεύσπλαγχνον, αὐτάναξ, καὶ δώροις καὶ χαρίσμασι τὴν ἄπληστον ἐμπλήσῃς, τρέμω, πτοοῦμαι, δέδοικα μὴ φονευθῶ πρὸ ὥρας, καὶ χάσῃς σου τὸν Πρόδρομον, τὸν κάλλιστον εὐχέτην.","πέπονθα = έχω πάθει (παρακ. του ρ. πάσχω) κρατάρχα = κυβερνήτη, ηγεμόνα [ο κρατάρχης] παρὰ μαχίμου = από εριστική [επίθ. μάχιμος] τρισαλιτηρίας = ανοσιότατη, εξωλέστατη [επίθ. τρισαλιτήριος] ὡς = όταν, αφού (χρον. σύνδ.) καινότατα = μόλις, πρόσφατα (επίρρ. υπερθ. βαθμού) με τὸ σὸν φιλεύσπλαγχνον = με τη φιλευσπλαχνία, την ελεημοσύνη σου [επίθ. φιλεύσπλαγχνος, το ουδ. ως ουσ.] αὐτάναξ = αυτοκράτορα [ο αυτάναξ] χαρίσμασι = με δώρα, με δωρεές [το χάρισμα] ἐμπλήσῃς = γεμίσεις, χορτάσεις [εμπίμπλημι] πτοοῦμαι = καταλαμβάνομαι από φόβο, από τρόμο (ιδίως ξαφνικό) πρὸ ὥρας = πρόωρα, πριν την ώρα μου εὐχέτην = που δίνει ευχές, που προσεύχεται (για σένα)",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Οι ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας του ποιητή (Ποίημα Β΄, στ. 29-61)","Στο προίμιο του ποιήματος ο ταλαίπωρος ποιητής προσπαθεί με την τυπική, ταπεινή προφώνηση να ευφράνει τον δεσπότη του αποβλέποντας στην ευεργεσία του, για να σωθεί από την έσχατη ένδεια στην οποία έχει βρεθεί. Κατόπιν, παρουσιάζει την πολυμελή οικογένειά του με τις καθημερινές της ανάγκες και έγνοιες. Χωρὶς τῶν διδομένων μοι τούτων τῶν τυπωμάτων, οὐ θέλω ξύλον καύσιμον, οὐ θέλω καὶ καρβούνιν, οὐ θέλω ψώνιν μερικὸν ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος, οὐ θέλουσιν ὑπόδησιν, τοὺς ἔχω μετ’ ἐμέναν; Οὐ θέλω ἐγὼ ὑποδήματα, χειμωνικὰ τουβία, καὶ κοντοσφίκτουρον παχὺν, νὰ τὸ φορῶ εἰς τὴν ψύχραν; Οὐ θέλουν εἰς τὸ σπίτιν μου λινάριν καὶ βαμβάκιν, βαψίματα, ραψίματα, πετσώματα, πετσία, ἀλεστικόν, φουρνιατικόν, βαλανικόν, σαπώνιν, τριψίδιν γάρ καὶ πίπερον, κύμινον, καρναβάδιν, μέλιν, ὀξίδιν, σύσγουδον, ἅλας, ἀμανιτάριν, σέλινον, πρασομάρουλον καὶ κάρδαμον καὶ ἰντύβιν, σπανάκιν, χρυσολάχανον, γογγύλιν, ματζιτζάνιν, φρύγιον κράμβην καὶ γουλὶν καὶ ἀπὸ τὸ κουνουπίδιν; Οὐ θέλουν εἰς τὰ κόλλυβα τῶν προτελευτησάντων ἀμύγδαλα, ροΐδια, καρυδοκουκουνάρια, καὶ κανναβούριν καὶ φακὴν καὶ στραγαλοσταφίδας; Οὐ θέλουν ἀλειπτούτσικα μοσχάτα καὶ κροκάτα, οὐ θέλει ἡ γυναίκα μου γυρὶν τὴν Πασχαλίαν, οὐ θέλει ἡ μάννα μου μανδίν, οὐ θέλει καὶ καλίγια; Ἀφήνω τὰ τρανότερα κ’ ἐμβαίνω εἰς τὴν λέπτην, εἰς τὰ τσουκαλολάγηνα καὶ εἰς τὴν χουρδουβελίαν· τὸ δὸς ἐδῶ, τὸ δὸς ἐκεῖ, τὸ δὸς εἰς τὸ κουκούμιν, δὸς εἰς καθαροκόσκινον, δὸς εἰς τὸν πωλοτρόφον, εἰς κηροστούπιν καὶ δᾳδίν, ἐλάδιν καὶ λινέλιν· τὸ λάλησε τὸν σικυαστὴν καὶ ἂς ἔλθῃ ὁ φλεβοτόμος· κύρι, τὸ πηγαδόσχοινον ἐκόπην καὶ ἂς τὸ ἀλλάξουν, νερὸν ὁ κάδος οὐ κρατεῖ καὶ ἂς ἀγοράσουν ἄλλον· αἱ θύραι ἀπεδάρτησαν, ἂς ἔλθῃ ὁ ἀσκοθυριάρης, ἐτραυματίασεν τὸ παιδίν, γοργὸν ἂς ἀγοράσουν χαμομημέλαιον κάλλιστον, ὄξος, ἀγριοσταφίδαν, κηκίδιν, λυσσομάμουδον καὶ ἄλλα τινὰ τοιάδε, καὶ ἂς ποιήσουν τραυματάλειμμα, πρὶν λυκοκεφαλιάσῃ.","τῶν τυπωμάτων = των πάγιων παροχών (πιθανόν) ψώνιν = χρήματα για τα ψώνια [το οψώνι(ο)ν] ἅπαξ = μια φορά (επίρρ.) τοὺς = αυτούς που (αναφορ. αντων) χειμωνικὰ τουβία = είδος υποδήματος κοντοσφίκτουρον = μανδύα κοντό και εφαρμοστό στη μέση [το κοντοσφίκτουρον] πετσώματα = επενδύσεις, επικαλύψεις αντικειμένων με δέρμα [το πέτσωμα] πετσία = κατεργασμένα δέρματα ζώων [το πετσίον] ἀλεστικόν = την αμοιβή του μυλωνά για το άλεσμα [το αλεστικόν] φουρνιατικόν = αμοιβή του φούρναρη για το ψήσιμο φαγητών, τα «ψηστικά» [το φουρνιάτικον] βαλανικόν = τα χρήματα που πληρώνονται για το λουτρό [το βαλανικόν, η λ. κυρίως στον πληθ.] τριψίδιν = το μπαχαρικό κανέλα [το τριψίδιν] καρναβάδιν = είδος μπαχαρικού, ο σπόρος του φυτού κάρον το κυμινοειδές [το καρναβάδιν] ὀξίδιν = ξίδι σύσγουδον = Wikimedia Commons] ""> [πηγή: Wikimedia Commons] το φυτό ψωραλέα, από το οποίο παράγεται αρωματική ουσία ἰντύβιν = αντίδι χρυσολάχανον = είδος σπανακιού γογγύλιν = λαχανικό με στρογγυλόσχημη ρίζα [το γογγύλιν] ματζιτζάνιν = μελιτζάνα κράμβην = είδος λάχανου γουλὶν = είδος τεύτλου (γένος φυτών στα οποία ανήκει το ζαχαρότευτλο, το παντζάρι, το σέσκουλο κλπ.) τῶν προτελευτησάντων = των πεθαμένων (πρόσφατα) [προτελευτήσας, μτχ. του ρ. προτελευτώ] κανναβούριν = είδος μπαχαρικού, ο σπόρος του φυτού κάρον το κυμινοειδές ἀλειπτούτσικα = καλλωπιστικές αλοιφές (υποκορ. του ουσ. αλειπτόν) μοσχάτα = ευωδιαστές, μυρωδάτες (ενν. αλοιφές) [επίθ. μοσχάτος] κροκάτα = αρωματισμένες με κρόκο (σαφράν) [επίθ. κροκάτος] γυρὶν = μαντήλι που δένουν στο κεφάλι τὴν Πασχαλίαν = τις ημέρες του Πάσχα [η Πασχαλία] καλίγια = είδος υποδήματος λέπτην = λεπτομέρεια [η λέφτη ή λέπτη] τσουκαλολάγηνα = τσουκάλια και λαγήνια [το τσουκάλι: πήλινη ή μεταλλική χύτρα, το λαγήνι: πήλινο δοχείο για υγρά] χουρδουβελίαν = πιθανόν το κοκορέτσι [η χουρδουβελία] κουκούμιν = είδος λέβητα, χύτρα καθαροκόσκινον = κόσκινο ψιλού πλέγματος πωλοτρόφον = ιπποκόμο κηροστούπιν = κερωμένο στουπί λινέλιν = λινέλαιο σικυαστὴν = τον ειδικό στις βεντούζες, αυτόν που αφαιρεί το αίμα από το μέρος του σώματος όπου έγινε η συμφόρηση [ο σικυαστής] φλεβοτόμος = αυτός που κόβει, που ανοίγει τις φλέβες ἀπεδάρτησαν = καταστράφηκαν [αποδέρομαι] ἀσκοθυριάρης = ξυλουργός ειδικευμένος στην κατασκευή και επιδιόρθωση θυρών ἐτραυματίασεν = τραυματίστηκε, πληγώθηκε ὄξος = ξίδι ἀγριοσταφίδαν = φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες (φυτολάκκα ή δελφίνιον) κηκίδιν = εξόγκωμα του φλοιού της βελανιδιάς, που χρησιμεύει ως φάρμακο και ως χρωστική ουσία λυσσομάμουδον = το φυτό ψωραλέα το ασφάλτιον, κοινώς αγριοτριφύλλι, βρομόχορτο κ.ά., που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της λύσσας λυκοκεφαλιάσῃ = μολυνθεί, πάθει γάγγραινα [λυκοκεφαλιάζω]",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Οι καθημερινές ανάγκες του σπιτιού (Ποίημα Β΄, στ. 62-69)","Αφού προηγουμένως ο Πτωχοπρόδρομος απαρίθμησε λεπτομερώς τις πολάριθμες ανάγκες του σπιτιού του, στο απόσπασμα αυτό υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στις κατηγορίες περί κακοδιαχείρισης και σπατάλης. Ἤκουσας, πάντως ἤκουσας τὴν ἔξοδον τὴν ἔχω· ἐδάρε, μίξον ὁμαδὸν ἅπαντα τὰ λαμβάνω, τὴν ρόγαν, τὸ μηναῖον μου καὶ τὰς φιλοτιμιάς μου, τὰ ἐσώτυπα, τὰ ἐξώτυπα, τὰ ἀπέδω καὶ τὰ ἀπέκει, καὶ τότε λογαρίασε με καλῶς καὶ εἰς τὰ μὲ δίδεις, καὶ ἂν μ’ εὕρῃς χρώμενον κακῶς εἰς ταῦτα τὰ μὲ δίδεις, τότε καὶ κατονείδιζε, τότε κατάκρινόν μοι ὥσπερ ἐλευθερόψυχον καὶ σπαταλοκρομμύδην.","τὴν ἔξοδον = τη δαπάνη, τα έξοδα τὴν = που, την οποία ἐδάρε = ιδού, να, τώρα (επίρρ.) μίξον = άθροισε (για πράγματα) [μείγνυμι ή μίγνυμι] ὁμαδὸν = μαζί (επίρρ.) ρόγαν = μισθό, σύνταξη [η ρόγα] μηναῖον = μηνιάτικο, μισθό ενός μήνα φιλοτιμιάς = μεγαλοδωρίες, γενναιοδωρίες [η φιλοτιμία] ἐσώτυπα = έκτακτα έσοδα ἐξώτυπα = έκτακτα έξοδα χρώμενον = να μεταχειρίζομαι [χρώμενος, μτχ. του ρήματος χρώμαι] κατονείδιζε = έλεγχε, κατηγόρα [κατονειδίζω] ὥσπερ = σαν, ως ἐλευθερόψυχον = ανοιχτοχέρη [επίθ. ελευθερόψυχος] σπαταλοκρομμύδην = που τρώει με απληστία τα κρεμμύδια [επίθ. σπαταλοκρομμύδης]",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Τα βάσανα του λογίου (Ποίημα Γ΄, στ. 56-102)","Ύστερα από μια αρκετά εκτενή προσφώνηση στον βασιλέα κυρ Μανουήλ τον Κομνηνό από τον Θεόδωρον τον Πτωχοπρόδρομο (στ. 1-55), ο ποιητής αναφέρεται στα βάσανα του γραμματισμένου λογίου και αναθεματίζει τις συμβουλές του πατέρα του που τον παρακίνησε να μορφωθεί. Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου· «Τέκνον μου, μάθε γράμματα, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει, βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει, καὶ τώρα διπλοεντέλινος καὶ παχυμουλαράτος. Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν, καὶ τώρα, βλέπε τον, φορεῖ τὰ μακρομύτικά του. Αὐτὸς μικρὸς οὐδέν εἰδεν τὸ τοῦ λοετροῦ κατώφλιν, καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδαν· ὁ κόλπος του ἐβουρβούρυζεν φθεῖρας ἀμυγδαλάτας, καὶ τώρα τὰ νομίσματα γέμει τὰ μανοηλάτα· τσάντσαλον εἶχε στούπινον, καβάδιν λερωμένον, κ’ ἐφόρει το μονάλλαγος χειμῶνα καλοκαίριν, καὶ τώρα, βλέπεις, γέγονε λαμπρὸς καὶ λουρικάτος, παραγεμιστοτράχηλος, μεταξοσφικτουράτος. Αὐτὸς, ὅταν ἐμάνθανεν, ποτέ του οὐκ ἐκτενίσθην, καὶ τώρα ἐν καλοκτένιστος καὶ καμαροτριχάρης. Καὶ πείσθητι γεροντικοῖς καὶ πατρικοῖς σου λόγοις καὶ μάθε γράμματα καὶ σὺ καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει. Ἂν γὰρ πεισθῇς ταῖς συμβουλαῖς καὶ τοῖς διδάγμασί μου, σὺ μὲν μεγάλως τιμηθῇς, πολλὰ νὰ εὐτυχήσῃς, ἐμὲ δὲ τὸν πατέρα σου κὰν ἐν τῇ τελευτῇ μου, νὰ θρέψῃς ὡς ταλαίπωρον καὶ νὰ γηροτροφήσῃς.» Ὡς δ’ ἤκουσα τοῦ γέροντος, δέσποτα, τοῦ πατρός μου, τοῖς γὰρ γονεῦσι πείθεσθαι φησὶ τὸ θεῖον γράμμα, ἔμαθα τὰ γραμματικὰ πλὴν μετὰ κόπου πόσου. Ἀφοῦ δὲ γέγονα κἀγὼ γραμματικὸς τεχνίτης, ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τῆν μάνναν, καὶ διὰ τὴν πείναν τὴ πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων· «Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποὺ τὰ θέλει! ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, καθ’ ἣν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον, πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα.» Ἐδάρε καὶ τὰ γράμματα, ἂν μ’ ἔποισαν τεχνίτην, ἀπ’ αὔτους ὁποὺ κάμνουσιν τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσιν, νὰ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν καὶ νὰ ἔζουν ἀπ’ ἐκείνην, νὰ ἤνοιγα τὸ ἀρμάριν μου, νὰ τὸ ηὕρισκα γεμάτον ψωμίν, κρασὶν πληθυντικὸν καὶ θυννομαγειρίαν καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τσίρους καὶ σκουμπρία, παρ’ ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους, καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τὰ χαρτία, καὶ ἀνοίγω καὶ τὴν ἄρκλαν μου, νὰ εὕρω ψωμὶν νὰ φάγω, καὶ εὑρίσκω χαρτοσάκκουλον ἄλλο μικροτερίτσιν, γυρεύω τοῦ κελλίου μου τὰς τέσσαρας γωνίας καὶ εὑρίσκω ἐκεῖσε κείμενα πολλὰ πολλὰ χαρτία, ἁπλώνω εἰς τὸ περσίκιν μου, γυρεύω τὸ πουγγίν μου, διὰ στάμενον τὸ ψηλαφῶ, καὶ αὐτὸ γέμει χαρτία.","ὡσὰν ἐσέναν ἔχει = ποιος τη χάρη σου τὸν δεῖνα = τάδε [αόρ. αντων. δείνα] διπλοεντέλινος = αυτός που έχει στο άλογό του διπλές αντελίνες («προστερνίδια»), δηλαδή λουριά που συγκρατούν τη σέλα ή το σαμάρι, περνώντας μπροστά από το στήθος του ζώου παχυμουλαράτος = που κάθεται σε παχύ μουλάρι (επίθ.) μακρομύτικά = είδος υποδημάτων με μακριές γυριστές μύτες [το μακρυμύτικον] λοετροῦ = λουτρού λουτρακίζεται = λούζεται, κάνει μπάνιο [λουτρακίζομαι] τρίτον = τρεις φορές (εδώ το επίθ. ως επίρρ.) κόλπος = κόρφος, στήθος ἐβουρβούρυζεν = ήταν γεμάτος, αφθονούσε [βουρβουρύζω] φθεῖρας = ψείρες [η φθείρα] ἀμυγδαλάτας = σε μέγεθος αμυγδάλου [επίθ. αμυγδαλάτος] μανοηλάτα = χρυσά βυζαντινά νομίσματα του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού [το μανοηλάτον] τσάντσαλον = κουρέλι καβάδιν = μακρύ φόρεμα μονάλλαγος = που έχει μία μόνο φορεσιά (επίθ.) λουρικάτος = θωρακοφόρος (από το λουρίκιν: θώρακας) παραγεμιστοτράχηλος = που έχει παχύ λαιμό μεταξοσφικτουράτος = που φορά μεταξωτό σφικτούριν (μανδύα) καμαροτριχάρης = με φουντωτά στην κορυφή μαλλιά (επίθ.) φησὶ = λέει τὸ θεῖον γράμμα = η θεϊκή εντολή γραμματικὰ = μαθήματα που διδάσκει ο γραμματοδιδάσκαλος, η «εγκύκλια μόρφωση» [το γραμματικόν (πληθ.)] γραμματικὸς = γραμματοδιδάσκαλος μάνναν = την «καρδιά», την ψίχα καθ’ ἣν = κατά την οποία Ἐδάρε = ιδού!, να (επίρρ.) κλαπωτὰ = χρυσοκέντητα ρούχα [επίθ. κλαπωτός· το ουδ. ως ουσ.] ἀρμάριν = ντουλάπι πληθυντικὸν = άφθονο [επίθ. πληθυντικός] θυννομαγειρίαν = φαγητό με μαγειρεμένο τόνο παλαμιδοκόμματα = κομμάτια από το ψάρι παλαμίδα τὴν ἄρκλαν = το κιβώτιο, σεντούκι μικροτερίτσιν = (λίγο) μικρότερο περσίκιν = είδος βαλάντιου, πορτοφολιού στάμενον = είδος νομίσματος",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Η ακόρεστη πείνα του λογίου (Ποίημα Γ΄, στ. 240-273)","Μεταξύ αυτού και του προηγούμενου αποσπάσματος ο φτωχός λόγιος ποιητής, που βασανίζεται από την πείνα, περιγράφει τη γεμάτη καλοπέραση ζωή άλλων επαγγελματιών, όπως του τσαγκάρη, του ράπτη, του φούρναρη, του γαλατά και του κοσκινά, οι οποίοι μάλιστα τον κοροϊδεύουν για την κακομοιριά και την πείνα του. Η αφήγηση συνεχίζεται εδώ με ένα επεισόδιο, όπου ο αφηγητής βρίσκεται σε μοναστήρι και καταφέρνει με τέχνασμα να ξεγελάσει τους υπόλοιπους μοναχούς και να χορτάσει και αυτός επιτέλους μια φορά. Εἰς τοῦ πατρὸς μου τὸ κελλὶν ἀκρόπαστον ἀπάκιν σύμπλευρον ἐμαγείρευον, σύλλαρδον, ἐκ τὰ ἐξεύρεις, καὶ θέντες καὶ τὴν τράπεζαν ἐκάθισαν νὰ φάγουν. Τούτους ἰδὼν ὁ δοῦλος σου γύροθεν καθημένους, ὡς εἶχον ἔθος, σὺν αὐτοῖς ἔδραμα συγκαθίσαι, ἐκεῖνοι δ’ ἐξεπήδησαν λέγοντες ὁμοφώνως· «Μαθὸν μηδ’ ἄρτι βιάζεσαι ἐλθεῖν καὶ νὰ καθίσῃς, παπάς γραμματικός εἰσαι, τρέφε τὸν ἑαυτόν σου, μὴ βλέπῃς τὸ ἀπάκιν μας, οὐκ ἔνι τοῦ λάρυγγός σου. Ἂν δὲ πεινᾶς, γραμματικέ, ἀγόρασον καὶ φάγε!» Τούτων δὴ πρὸς με, βασιλεῦ, ἁπάντων λεγομένων ὀκάτι πως ἐγένετο κτύπος εἰς τὸ κατώγαιον, καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἐφύγασιν αὐτίκα, νομίσαντες ὅτι χαλᾶ τοῦτο νὰ τοὺς πλακώσῃ· ἔνι γὰρ πλεῖστα καὶ πολλὰ πάνυ σεσαθρωμένον. Ἐγὼ δ’ ὡς ηὗρα κείμενον σύμπλευρον τὸ ἀπάκιν, ἠρξάμην συλλογίζεσθαι καθ’ ἑαυτὸν καὶ λέγειν: οὐκ εἶμαι αὐτὸς, ὃν ἔλεγον, οὐκ ἔνι τοῦ λάρυγγός σου; Ἀλλ’ ἴδε τὴν ἀσύγκριτον τοῦ θεανθρώπου κρίσιν, πῶς εὐσυγκρίτως ἔφερε τὸ ἀπάκιν εἰς ἐμένα. Ταῦτα δὲ λέγων, βασιλεῦ, τὴν μάχαιραν κρατήσας ἠρξάμην ἐμβουκώνεσθαι μέχρι τοῦ ἐλθεῖν εἰς κόρον. Μετὰ δὲ ταῦτα, βασιλεῦ, κάτω κἀγὼ κατῆλθον, τάχα γυρεύειν σὺν αὐτοῖς, πόθεν ὁ κτύπος ἦτον, πρότερον τὸ κατούδιν μας στήσας εἰς τὸ τραπέζιν, διὰ τὸ νὰ εἰποῦν ὅτι ἐποίησεν ἐκεῖνο τὴν ζημίαν. Ἅπαντες δὲ μετὰ μικρὸν τῇ κέλλῃ προσελθόντες, τὸ δὲ κατούδιν βλέψαντες ἄνωθεν τῆς τραπέζης, ἔριψαν λίθον κατ’ αὐτοῦ λέγοντες «σκοτωθήτω, ὅτι ἔφαγεν τὸ θαυμαστὸν ἀκρόπαστον ἀπάκιν». Ὕστερον δὲ τὴν μηχανὴν εὐστόχως ἐπιγνόντες, ὀλίγον μειδιάσαντες ἐξεῖπον ὁμοφώνως· «Ἰδὲ ὁ παπὰς ὁποὺ ἔφαγεν τὸ ἀκρόπαστον ἀπάκιν καὶ ἡμεῖς ἐκατεμπλέκαμεν τὸ πονηρὸν κατούδιν».","κελλὶν = δωμάτιο μοναχού, ιερωμένου ἀκρόπαστον = παστωμένο ελαφρά με λίγο αλάτι, λίγο αλατισμένο (προκ. για κρέας) [επίθ. ακρόπαστος] ἀπάκιν = κομμάτι κρέατος γύρω από τα νεφρά του ζώου, συνήθως καπνιστό ή παστό, το ψαρονέφρι σύμπλευρον = μαζί με τα πλευρά του ζώου (προκ. για κρέας) [επίθ. σύμπλευρος] σύλλαρδον = μαζί με το χοιρινό λίπος (λαρδί) που διατηρείται παστό [επίθ. σύλλαρδος] ἐκ τὰ ἐξεύρεις = απ’ αυτά που ξέρεις θέντες καὶ τὴν τράπεζαν = αφού έστρωσαν το τραπέζι γύροθεν = τριγύρω, ολόγυρα, κυκλικά (επίρρ.) ὡς εἶχον ἔθος = όπως συνήθιζα [το έθος: συνήθεια] ἔδραμα συγκαθίσαι = έτρεξα να καθίσω μαζί τους ἄρτι = τώρα, αυτή τη στιγμή (επίρρ.) οὐκ ἔνι τοῦ λάρυγγός σου = δεν είναι για σένα, δεν είναι για τα δόντια σου ὀκάτι = κάποιο, κάτι (αντων.) κατώγαιον = το κάτω πάτωμα, το ισόγειο τμήμα (διώροφου) οικοδομήματος αὐτίκα = αμέσως, στη στιγμή (επίρρ.) ἔνι γὰρ = γιατί είναι πάνυ σεσαθρωμένον = πολύ φθαρμένο/διαλυμένο, ετοιμόρροπο [σεσαθρωμένος, μτχ. πρκ. ως επίθ. του σαθρούμαι] κείμενον = να είναι, να βρίσκεται (μτχ. του κείμαι) ἠρξάμην = άρχισα [άρχομαι] καθ’ ἑαυτὸν = μόνος προς τον εαυτό (μου), από μέσα (μου) εὐσυγκρίτως = με καλή/σωστή διάκριση (επίρρ.) ἐμβουκώνεσθαι = να μπουκώνομαι, να τρώω με μεγάλες μπουκιές [εμβουκώνομαι] μέχρι τοῦ ἐλθεῖν εἰς κόρον = μέχρι να χορτάσω [φρ. έρχομαι εις κόρον: χορταίνω, ικανοποιούμαι] πόθεν = από πού (επίρρ.) κατούδιν = γατί, γατάκι μετὰ μικρὸν = μετά από λίγο, μετά από λίγη ώρα (φράση) σκοτωθήτω = να το σκοτώσουμε τὴν μηχανὴν = το τέχνασμα, την πονηριά μειδιάσαντες = αφού χαμογέλασαν [μειδιάζω ή μειδιώ] ἐκατεμπλέκαμεν = ενοχοποιήσαμε, κατηγορήσαμε [κατεμπλέκω ή καταμπλέκω]",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης του ποιητή (Ποίημα Γ΄, στ. 274-291)","Στο ακόλουθο επιλογικό απόσπασμα επαναλαμβάνεται η τυπική επαιτική παράκληση προς τον αυτοκράτορα· ο ποιητής προσδοκά να τον απαλλάξει από τα χρέη του, επικαλούμενος και τέσσερις συγκεκριμένους αγίους. Ἀλλ’ ὦ κομνηνοβλάστητον ἀπὸ πορφύρας ρόδον, βασιλευόντων βασιλεῦ καὶ τῶν ἀνάκτων ἄναξ, καὶ κράτος τὸ τρισκράτιστον μητρόθεν καὶ πατρόθεν, εἰσάκουσόν μου τῆς φωνῆς καὶ τῆς δέησεώς μου, θύραν ἐλέους ἄνοιξον καὶ χεῖρα πάρασχέ μοι ἀνάγουσαν ἐκ βόθρου με, λάκκου τοῦ τῆς πενίας. Σὺ γὰρ ἐλέους οἰκτιρμῶν μετὰ θεὸν ἡ θύρα, σὺ μόνος ὑπερασπιστὴς τῶν ἐν ἀνάγκαις βίου, καὶ σὺ τὸ καταφύγιον πάντων τῶν χριστωνύμων, σὺ βασιλέων βασιλεὺς καὶ πάντων σὺ δεσπότης, ρῦσαι με τῆς στερήσεως, ρῦσαι με τῆς πενίας, τῶν δανειστῶν μου, βασιλεῦ, λῦσον τὰς ἀπαιτήσεις, οὐδὲ γὰρ φέρειν δύναμαι τὰς τούτων κατακρίσεις, τοὺς τέσσαρας προβάλλομαι, θεόστεπτε, μεσίτας, τοὺς μαρτυρήσαντες στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ λόγου, Γεώργιον, Δημήτριον, Τύρωνα, Στρατηλάτην, οἳ καὶ συνταξειδεύσουσιν ἐν πᾶσι ταξιδίοις καὶ συνοδοιπορήσουσιν τῇ σῇ θεοστεφίᾳ.","κομνηνοβλάστητον = απόγονε των Κομνηνών [επίθ. κομνηνοβλάστητος] ἄναξ = άρχοντα, βασιλιά [ο άναξ, γεν. του άνακτος] κράτος = εξουσία, αρχή/διακυβέρνηση (συνήθ. χρησιμοποιείται σε προσφώνηση ηγεμόνων αντί του ονόματός τους) τρισκράτιστον = πάρα πολύ ισχυρέ [επίθ. τρισκράτιτος] μητρόθεν καὶ πατρόθεν = από τη μητέρα και τον πατέρα (επίρρ.) δέησεώς = αίτηση, παράκληση (γραπτή) [η δέησις] ἐλέους = ευσπλαχνίας, βοήθειας ἀνάγουσαν = που θα με ανεβάσει ψηλά (ενν. το χέρι) [ανάγω] ἐκ βόθρου = από τον λάκκο (μεταφ.) τῆς πενίας = ένδειας, ανέχειας, φτώχειας [η πενία] οἰκτιρμῶν = ευσπλαχνίας, συμπάθειας [ο οικτιρμός, εδώ στον πληθ.] χριστωνύμων = των ανθρώπων που έχουν το όνομα του Χριστού δεσπότης = ηγεμόνας ρῦσαι = προστάτευσε, απάλλαξε [ρύομαι] λῦσον = εξόφλησε, ξεχρέωσε φέρειν = να υποφέρω, να υπομείνω (απρμφ., αντικ. του ουδέ δύναμαι) κατακρίσεις = κατηγορίες, μομφές [η κατάκρισις] προβάλλομαι = επικαλούμαι θεόστεπτε = στεμμένε από τον Θεό [επίθ. θεόστεπτος (προκ. για αυτοκράτορα)] μεσίτας = απεσταλμένους, μαντατοφόρους [ο μεσίτης] στερρῶς = σταθερά, άκαμπτα, ανένδοτα (επίρρ.) τῇ σῇ θεοστεφίᾳ = με τη δική σου εξουσία δοσμένη από τον Θεό",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Η άθλια ζωή στο μοναστήρι (Ποίημα Δ΄, στ. 29-80)","Στο προοίμιο του ποιήματος (στ. 1-37), ένας ταλαίπωρος μοναχός αυτοπαρουσιάζεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό ως «αγράμματος και νέος ρακενδύτης, και μοναχός των ευτελών». Στη συνέχεια, αρχίζει να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την άθλια ζωή του στο γνωστό μοναστήρι του «Φιλοθέου» της Κωνσταντινούπολης. οὐδὲ γὰρ μύθους παλαιῶν ἱστοριῶν σοι γράφω, τὸν νοῦν ἐχόντων ἀκριβῆ, δυσνόητον τὴν λύσιν, οὐ μὲν οὖν μάλιστα σαφῆ καὶ γνώριμα τοῖς πᾶσι τοῖς τὸν μονήρη τρέχουσιν ἐν κοινοβίῳ δρόμον καὶ φέρουσιν ἅ, δέσποτα, πρῶτος ἐγὼ σοὶ γράφω. Τῇ γὰρ μονῇ προσγίνονται πάντα τοῦ Φιλοθέου, ἅτινα λέξων ἔρχεται κατὰ μικρὸν ὁ λόγος. Πρόσθες λοιπόν, ὦ δέσποτα, κἀμοὶ τὰς ἀκοάς σου καὶ πάντα σαφηνίσω σοι κατὰ τὴν πρᾶξιν, ἄναξ. Ὁπόταν εἰς ἐνθύμησιν ἔλθω τῶν ἡγουμένων, ὅτι κἀκεῖνοι, δέσποτα, ἄρχουσι παρανόμως καὶ παρὰ τὴν διάταξιν πατρὸς τοῦ πανοσίου, πατήρ υἱός τὸ κάκιστον ζεῦγος, ὦ θεία δίκη, καὶ καθαρῶς τὰ παρ’ αὐτῶν γενόμενα σκοπήσω, ἄλλος ἐξ ἄλλου γίνομαι καὶ τήκομαι τὰς φρένας καὶ τρέχω πρὸς ἀπόγνωσιν πεσεῖν ἐξ ἀθυμίας. Ὅταν ἐξέλθω κὰν μικρὸν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν καὶ ραθυμήσω πώς ποτε καὶ λείψω ἀπὸ τὸν ὄρθρον, οὐ φέρειν ὅλως δύναμαι τὰς προσταγὰς ἐκείνων, τὸ «ποῦ ἦτον εἰς τὸ κάθισμαν, ψωμὶν μηδὲν τὸν δώσουν», καὶ «ποῦ ἦτον εἰς τὸν ἑσπερινόν, ἂς τὸν ἐκβάλουν ἔξω», τὸ «στῆκε, ψάλλε ὰπὸ ψυχῆς», τὸ «φώναζε μεγάλως, μὴ συντυχαίνῃς, πρόσεχε, κὰν ὅλως τὸν ὀδεῖνα, μὴ μουρμουρίζῃς, πρόσεχε, καὶ μὴ ξηροχασμᾶσαι, μὴ τρίβεσαι, μὴ κνήθεσαι, μὴ περιψουψουρίζῃς, ἐξάφες τὰ συχνὰ λουτρά, καλόγηρος τυγχάνεις, βαθέα καλίγια ἀγόρασον καὶ φόρει τα εἰς τὴν Μέσην, καὶ μὴ φορῇς τὰ χαμηλὰ μὲ τὰς μακρέας τὰς μύτας, μὴ ζώνου χαμηλούτσικα καὶ μὴ συχνοκτενίζου, ἀπέσω τὰ μανίκια σου, ἀπέσω ἡ τραχηλεά σου, ἐξάφες τὸ νὰ κάθεσαι ποσῶς εἰς τὸν πυλῶνα, ἐξάφες τὰ προγεύματα καὶ τὰ διπλοσφουγγάτα, καὶ τὸ νὰ τρώγῃς σύντομα, να πίνῃς μὲ τὸ μέγαν, καὶ σύνασε τὸ βήσαλον καὶ θές το εἰς τὴν γωνίαν, μὴ βλέπῃς τὸ τρανότερον τὸ μερτικὸν ἐκεῖνο, ἐκεῖνος ἐνι πρωτοπαπὰς καὶ σὺ παρεκκλησιάρχης, ἐκεῖνος ἐνι δομέστικος καὶ σύ ’σαι κανονάρχος, ἐκεῖνος ἐνι λογαριαστὴς καὶ σύ ’σαι θερμοδότης, ἐκεῖνος ἐνι παλατιανὸς καὶ σύ ’σαι λεβετάρης, ἐκεῖνος ἐνι ὁρριάριος καὶ σύ ’σαι σκυβαλοφύλαξ, ἐκεῖνος οἰκονόμος ἐν καὶ σύ ’σαι κοπροξύστης, ἐκεῖνος ἐν γραμματικός, τεχνίτης ἀναγνώστης, κ’ ἐσὺ οὐδὲ τὸν ἀλφάβητον ἐξεύρεις συλλαβίσαι, ἐκεῖνος ἔχει εἰς τὴν μονὴν κὰν δεκαπέντε χρόνους, κ’ ἐσὺ ἀκόμη οὐκ ἐπλήρωσες ἑξάμηνον ὅτ’ ἦλθες, αὐτὸς δὲ καβαλάριος διηνεκῶς ὁδεύει, καὶ βουτλωμένας δὲ φορεῖ αὐτὸς τὰς πτερνιστῆρας, κ’ ἐσὺ ἀνατρέχεις τὰς ὁδοὺς πεζὸς μὲ τὰ τσαγγία, ἐκεῖνος διηκόνησεν εἰς τὴν μονὴν πολλάκις, κ’ ἐσὺ ἔβοσκες τὰ πρόβατα καὶ ἐδίωκες τὰς κουρούνας, ἐκεῖνος πάντα ἐσέβαινεν σειστὸς εἰς τὸ παλάτιν, κ’ ἐσὺ ἐκαθέζου καὶ ἔβλεπες πῶς τρέχουν αἱ καροῦχαι,","μύθους = φανταστικές ιστορίες, παραμύθια τὸν νοῦν = το νόημα, τη σημασία μονήρη = μοναχικό βίο, καλογερική ζωή [τον μονήρην δρόμον] ἐν κοινοβίῳ = σε κοινοβιακό μοναστήρι φέρουσιν = υποφέρουν, υπομένουν, πάσχουν ἅ = αυτά που (αναφορ. αντων.) Πρόσθες = πρόσεξε [πρόσθες τα ακοάς] κατὰ τὴν πρᾶξιν = στην πράξη, έμπρακτα ἄναξ = τώρα, αυτή τη στιγμή (επίρρ.) εἰς ἐνθύμησιν ἔλθω = θα θυμηθώ ἄρχουσι = είναι αρχηγοί, εξουσιάζουν [άρχω] παρὰ τὴν διάταξιν = ενάντια στην εντολή, ενάντια στην προσταγή καθαρῶς = καθαρά, με σαφήνεια (επίρρ.) σκοπήσω = θα εξετάσω [μέλλ. του σκοπώ] ἄλλος ἐξ ἄλλου = έξαλλος, σε σύγχυση τήκομαι τὰς φρένας = χάνω τα λογικά μου κὰν = έστω μικρὸν = λίγο, για μικρό χρονικό διάστημα (επίρρ.) ραθυμήσω = είμαι οκνηρός, τεμπελιάσω [ραθυμώ] φέρειν = να υποφέρω, να υπομείνω (αντικ. του ου δύναμαι: δεν μπορώ) ὅλως = διόλου, καθόλου (επίρρ., συχνά με άρνηση) στῆκε = στάσου μὴ συντυχαίνῃς = μη συνομιλείς, μην κουβεντιάζεις [συντυχαίνω] ὀδεῖνα = τον οποιονδήποτε [αντων. δείνα] μὴ ξηροχασμᾶσαι = μη χασμουριέσαι από ανία [ξηροχασμώμαι] μὴ κνήθεσαι = μην ξύνεσαι [κνήθομαι] μὴ περιψουψουρίζῃς = μη μουρμουρίζεις ἐξάφες = άφησε κατά μέρος, εγκατάλειψε [εξαφήνω] βαθέα καλίγια = ψηλά υποδήματα μὴ ζώνου = μη φοράς [ζώνομαι] ἀπέσω = μέσα, από μέσα (επίρρ.) τραχηλεά = το μέρος του χιτώνα γύρω από τον τράχηλο, τον λαιμό ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) τὸν πυλῶνα = τη μεγάλη εξωτερική πύλη (μεγάρου ή ναού) διπλοσφουγγάτα = τις διπλές ομελέτες (από τη λ. σφουγγάτον: ομελέτα) σύνασε τὸ βήσαλον = μάζεψε το τούβλο ἐνι = είναι πρωτοπαπὰς = αρχιπρεσβύτερος, πρωθιερεύς παρεκκλησιάρχης = επικεφαλής του παρεκκλησίου (μικρού ναού) δομέστικος = κατώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα κανονάρχος = βοηθός που υπαγορεύει μελωδικά την αρχή του ύμνου στον ψάλτη λογαριαστὴς = λογιστής (σε μοναστήρι) θερμοδότης = αυτός που φέρνει ζεστό νερό και το ρίχνει στα χέρια όσων έχουν τελειώσει το φαγητό τους για να νιφτούν παλατιανὸς = ανώτατος αξιωματούχος του μοναστηριού λεβετάρης = αυτός που γεμίζει τα καζάνια ὁρριάριος = αποθηκάριος του μοναστηριού σκυβαλοφύλαξ = που φυλάει τα σκύβαλα (απορρίματα, σκουπίδια· πλαστή, αστεία λέξη) οἰκονόμος = υπεύθυνος για τη φύλαξη και διαχείριση των τροφίμων κοπροξύστης = αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου γραμματικός = γραμματοδιδάσκαλος, γραμματέας οὐκ ἐπλήρωσες = δεν συμπλήρωσες [πληρώ] διηνεκῶς = συνεχώς, πάντοτε (επίρρ.) βουτλωμένας = δεμένα με λουριά [βουτλωμένος, μτχ. του βουλώνομαι] τὰς πτερνιστῆρας = τα σπιρούνια (βλ. και σχόλιο στον ίδιο στ.) τσαγγία = υποδήματα [το τσαγγίον] διηκόνησεν = υπηρέτησε ως διάκονος [διακονώ] πολλάκις = πολλές φορές (επίρρ.) τὰς κουρούνας = τις κουρούνες (είδος πτηνού κυρίως μαύρου χρώματος) σειστὸς = καμαρωτός (επίθ.) αἱ καροῦχαι = τα ελαφρά δίτροχα άρματα [η καρούχα]",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος "Τα καθημερινά βάσανα στο μοναστήρι (Ποίημα Δ΄, στ. 285-337)","Ο ταλαίπωρος μοναχός αναφέρεται στην απληστία των ηγουμένων, πατέρα και υιού, και τονίζει τις διακρίσεις που γίνονται μεταξύ αυτών και των μοναχών. Με γλαφυρότητα σκιαγραφείται η πολυτέλεια και τα προνόμια που απολαμβάνουν οι ηγούμενοι, ενώ οι μοναχοί υφίστανται κακομεταχείριση, αναγκάζονται να προσφέρουν καθημερινές υπηρεσίες στους ηγούμενους και υποφέρουν από την πείνα. Οι ηγούμενοι απολαμβάνουν λιχουδιές, ενώ στους μοναχούς δίνουν μόνο κρεμμύδια και νερό («αγιοζούμι»). Τους κρατούν φυλακισμένους μέσα στο μοναστήρι, ενώ οι ίδιοι βγαίνουν στην Πόλη καβάλα στο άλογό τους. Επιπλέον, αυτοί καταπατούν κάθε μέρα το τυπικό του μοναστηριού, ενώ οι μοναχοί τιμωρούνται σκληρά για την παραμικρή παράβαση. Λοιπὸν εὐθυδρομήσωμεν ἐπὶ τὰς διοικήσεις, ἵνα καὶ τούτων ἀκριβῶς τὰ πάντα καταμάθῃς. Οὐκ ἔνι τοῦτο δαίμονος, οὐκ ἔνι τοῦτο πταῖσμα, οὐκ ἔνι τοῦτο τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων ἔργον, οὐκ ἔνι λύπη ἀφόρητος και συμφορὰ μεγάλη, οὐκ ἔνι παραπόνεσις εἰς τὸν ἠδικημένον, ἐκεῖνοι νὰ λαμιώνουσιν, καὶ ἐγὼ νὰ μὴ χορταίνω, ἐκεῖνοι νὰ σταβλίζωνται τρώγοντες το καθ’ ὥραν, καὶ ἐγὼ νὰ ὁμοιάζω πάντοτε τὸν λιμοταγισμένον, καὶ πάντες νὰ μὲ λέγουσιν «ὦ σπαταλοκρομμύδη», ἐκεῖνοι νὰ χορταίνωσιν τοὺς πρώτους τῶν ἰχθύων, ἐμὲ δὲ νὰ μὴ δίδωσι κὰν θύνναν νὰ χορτάσω, καὶ τρυφηλὸν μὲ λέγουσιν, ἀδήφαγον γουλάρην, ἐκεῖνοι νὰ κοτσώνουσιν τὸ χιωτικὸν εἰς κόρον, ὁ δὲ ἰδικὸς μου ὁ στόμαχος νὰ πάσχῃ ἀπὸ τὸ ὀξίδιν; Καὶ κἂν ἂς μὲ ἐγεμίζασιν τὸ ἐμποτόπουλόν μου, ἀμὴ λαλῶ καὶ λέγουν με «περιπάτει εἰς τὸ πηγάδιν», καὶ φακρασὴν μὲ λέγουσιν, καὶ ἐγὼ οὐ μυρίζομαί το, καὶ μεθυστὴν τὸν ἐκ νεροῦ, νῦν ὑδρωπικιασμένον, ἐκεῖνοι νὰ χορταίνουσιν τὸν ὕπνον καθ’ ἑκάστην, ἐγὼ δὲ ἂν λείψω ἀντίφωνον, αὐτίκα νὰ ἀποθνήσκω, ἐκεῖνοι καβαλάριοι διαβαίνουσιν τὴν πόλιν καὶ μὲ τοὺς ὀψικάτορας καὶ τὸ πολὺν τὸ ὀψίκιν καὶ λόγου μου νὰ λέγουσιν «ρωμάνισε τὴν πόρταν», νὰ μὴ μὲ ἀφήνουν κὰν πεζὸν νὰ ἐκβαίνω τῶν ἐκεῖσε, ὅτι, φασὶ, τὸ τυπικὸν οὐ λέγει τὸ νὰ ἐκβαίνουν, εἰ δὲ καὶ ἀφήσουν με ποτὲ νὰ ἔκβω πρὸς ὀλίγον, ὡς μυλωνὰς ἐξέρχομαι καὶ παίζω τὴν πεζάλαν, καὶ οὐ φθάσω εἰς τὸν ἀπόστολον καὶ οὐκ εἶμαι εἰς τὸ εὐαγγέλιον, ἀφήνουσίν με νηστικὸν τὴν ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ πόσα μυξοκλαήματα καὶ παρακαλεσίας ὁ ταπεινὸς παρακαλῶ, νάμως μὲ βάλουν ἔσω. Τετράδα καὶ Παρασκευὴ ξηροφαγοῦντες ὅλως, ἰχθὺν γὰρ οὐκ ἐσθίομεν, ἄναξ, ποσῶς ἐν τούτοις, ἀμὴ ψωμίτσια ἀστακοὺς, ἀληθινὰ παγούρια, ὀκταποδίτσια καὶ σηπιὰς καὶ τὰ καλαμαρίτσια καὶ καριδίτσας ἐκζεστὰς ἢ καὶ τηγάνου ἐκ τούτων καὶ λαχανίτσιν ὡς φουκὶν μὲ τὰ ὀστρειδομυδίτσια, μετὰ τῶν ἄλλων, δέσποτα, κτένια καὶ τὰς σωλήνας καὶ φαβατίτσιν ἀλεστόν, ὀρύζιν μὲ τὸ μέλι, φασούλιν ἐξοφθαλμιστόν, ἐλαΐτσας καὶ χαβιάριν καὶ πωρινὰ αβγοτάριχα διὰ τὴν ἀνορεξίαν, μηλίτσια τε καὶ φοίνικας, ἰσχάδας καὶ καρύδια καὶ σταπιδίτσας χιώτικας καὶ ἀπὸ τὸ διακιτρίου καὶ καρυδάτον ὀλιγὸν καὶ κυδωνάτον χύτραν, γρανάτα σαχαράτα τε καὶ τὸ ἀπαλοδάτον, ἵνα καί τι χωνεύσωσιν ἐκ τῆς ξηροφαγίας, κρασὶν γλυκὺν γανίτικον καὶ κρητικὸν καὶ ἐκ Σάμου, ἵνα χυμοὺς ἐκβάλωσιν ἐκ τῆς γλυκοποσίας. Ἡμᾶς δὲ προτιθέασιν κυάμους βεβρεγμένους, ἀκρώμους, αναλάτους τε καὶ μελανοὺς εἰς κόρον καὶ τὸν ἀτμὸν ἐκπέμπουσι δυσώδη τῇ ὀσφρήσει, τὴν δέ γε δίψαν παύουσι μὲ τὸ κυμινοθέρμιν.","εὐθυδρομήσωμεν = ας αλλάξουμε θέμα, ας κατευθύνουμε τη συζήτηση [ευθυδρομώ] ἐπὶ τὰς διοικήσεις = στους άρχοντες της μονής (εδώ) ἔνι = είναι λαμιώνουσιν = τρώνε υπερβολική ποσότητα φαγητού [λαμιώνω] λιμοταγισμένον = που τρέφεται ελάχιστα, πειναλέο [μτχ. λιμοταγισμένος] θύνναν = τόνο (το ψάρι) [η θύννα] γουλάρην = λαίμαργο, φαγά κοτσώνουσιν = πίνουν, καταπίνουν [κοτσώνω] εἰς κόρον = με υπερβολή ἐμποτόπουλόν = μικρό δοχείο για κρασί ή νερό ἀμὴ = αλλά, όμως φακρασὴν = παιγνιώδες σύνθετο από το «φα-κρασί» ὑδρωπικιασμένον = που έχει πάθει υδρωπικία ἀντίφωνον = στίχοι ψαλμών που ψάλλονται πριν από την αρχή της Θείας Λειτουργίας αὐτίκα = αμέσως, στη στιγμή (επίρρ.) καβαλάριοι = ιππείς, έφιπποι [ο καβαλάριος] ὀψικάτορας = ακόλουθους αξιωματούχου [ο οψικάτωρ] τὸ ὀψίκιν = τη συνοδεία, την ακολουθία ρωμάνισε = κλείσε, αμπάρωσε [ρωμανίζω] φασὶ = λένε, ισχυρίζονται παίζω τὴν πεζάλαν = πηγαίνω με τα πόδια, βαδίζω (έκφρ.) ἀπόστολον = περικοπή που διαβάζεται στη λειτουργία [ο απόστολος] νάμως = μήπως Τετράδα = Τετάρτη ξηροφαγοῦντες = τρώγοντας ξηρά τροφή, εδώ προκ. για νηστεία (ειρωνικά) [ξηροφαγώ] οὐκ ἐσθίομεν = δεν τρώμε [εσθίω] ἄναξ = άρχοντα, βασιλιά [ο άναξ] ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) παγούρια = καβούρια [το παγούριν] σηπιὰς = σουπιές καριδίτσας ἐκζεστὰς = βραστές γαριδούλες [επίθ. εκζεστός: βραστός] λαχανίτσιν = λαχανικό (υποκορ. του λάχανον) φουκὶν = πιάτο κτένια = θαλάσσια όστρακα, «χτένια» [το κτένιν] σωλήνας = θαλάσσια σωληνοειδή οστρακόδερμα [ο σωλήν] φαβατίτσιν = λίγη φάβα ἀλεστόν = αλεσμένη [επίθ. αλεστός] ἐξοφθαλμιστόν = μαυρομάτικο, που έχει μαύρο στίγμα [επίθ. εξοφθαλμιστός, προκ. για φασόλια] πωρινὰ = φθινοπωρινά [επίθ. (ο)πωρινός] μηλίτσια = μηλαράκια, μήλα [το μηλίτσιν] φοίνικας = χουρμάδες, καρπούς του φοινικόδεντρου [ο φοίνιξ] ἰσχάδας = ξερά σύκα [η ισχάς] διακιτρίου = γλυκό από κίτρο καρυδάτον = γλύκισμα με καρύδια κυδωνάτον = γλυκό με κυδώνια γρανάτα σαχαράτα = ρόδια με ζάχαρη ἀπαλοδάτον = είδος γλυκίσματος κυάμους = κουκιά [ο κύαμος] ἀκρώμους = πολύ ωμά, κακοψημένα κυμινοθέρμιν = αφέψημα από κύμινο",,Πτωχοπρόδρομος,Ανώνυμος Abstract,"Έργο άγνωστου ποιητή των αρχών του 15ου αιώνα, εκτείνεται σε 198 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και ανήκει στην κρητική λογοτεχνική παραγωγή της λεγόμενης περιόδου της προετοιμασίας (14ος αι.-περ. 1580). Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία με θέμα την ερωτική αποπλάνηση της νεαρής πρωταγωνίστριας που αρνείται να υποκύψει στον ορμητικό νέο. Το ερωτικό στοιχείο σμίγει εδώ με την κατάρα της απαρνημένης. Το ποίημα διακρίνεται για την αφηγηματική του χάρη, καθώς και για έναν αισθησιακό ρεαλισμό ανάμεικτο με ευγένεια και λυρισμό, στοιχεία που βρίσκουμε σε δημοτικά τραγούδια της αγάπης.",,,Ριμάδα κόρης και νιου,Ανώνυμος Πρώτη νυχτερινή συνάντηση των νέων (στ. 1-32),"Σε αυτή την πρώτη νυχτερινή συνάντηση των νέων γίνεται ήδη φανερή η διαφωνία τους, που αποτελεί και τον πυρήνα του κειμένου: ο νέος, παρορμητικός και με ανέμελη διάθεση, προσεγγίζει ερωτικά την κοπέλα και προσπαθεί να την πείσει να ενδώσει, ενώ εκείνη, συνετή και μετρημένη, αντιστέκεται σε αυθόρμητες κινήσεις που δεν της εξασφαλίζουν συναισθηματική και τυπική δέσμευση. Κόρη καὶ νιὸς δικάζεται ἀπό ’να παραθύρι μιὰ νύκτα, ὅσα πὤδωσεν αὐγῆς τὸ σημαντήρι. Ὁ νιώτερος ζητᾷ φιλὶ κ’ ἡ κόρη δακτυλίδι· ὁ νιὸς τὸ δακτυλίδιν του τῆς κόρης δὲν τὸ δίδει, μὰ μὲ κρυφὰ κομπώματα δώσει το θέλει λέγει· καὶ πῶς καὶ τί καὶ ποταπῶς, μὲ τί τρόπον τὸ λέγει: «Ὅνταν ὁ σκύλος καὶ ὁ λαγὸς κάμουν ἀδελφοσύνη, κ’ ἡ κάτα μὲ τὸ ποντικὸν κάμνουν συντεκνοσύνη, ὅντεν ὁ κόρακας γενῇ ἄσπρος σὰν περιστέρι, ὅντας ἰδῇς ἀσπούργιτα νὰ διώχνῃ τὸ ξυφτέρι, ὅντεν ἡ θάλασσα σπαρθῇ σιτάρι καὶ κριθάρι, ὅντεν ἰδῇς εἰς τὸ βουνὶ νὰ περπατῇ τὸ ψάρι, ὅντεν ἰδῇς τὸ πέλαγος ν’ ἀρχίσῃ ν’ ἀποφρίσσῃ, τότες ἐμὲν καὶ σέν, κυρά, θέλουσιν εὐλογήσει». Ἡ κόρη ὡς ἦτον φρόνιμη, μὲ γνῶσιν ἐγροικήθη, καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν νιώτερον ἤτις ἐπιλογήθη: «Ὅντεν ὁ μέγας οὐρανὸς πέσῃ κάτω ’ς τὸ χῶμα, καὶ ἡ ἀλήθεια, νιώτερε, φανερωθῇ γιὰ ψῶμα, ὅντεν ἰδῇς τὴν θάλασσαν καὶ ἀρχίσῃ νὰ γλυκάνῃ, ὅντε βρεθῇ γιὰ τοὺς νεκροὺς ἀνάστασης βοτάνι, ὅντεν ὁ γάϊδαρος γενῇ ἄγγελος νὰ πετάξῃ, ὅντεν ὁ ἥλιος τ’ οὐρανοῦ τὴ στράτα του ν’ ἀλλάξῃ, ὅντεν ἰδῇς τζ’ ἀσπάλαθους καὶ νὰ γενοῦν μυρσίνη, ὅντεν γενοῦν οἱ μέλισσες τοῦ λαγκαδίου σκῖνοι ὅντε τὸ φέγγος τ’ οὐρανοῦ πέσῃ ’ς τὴ γῆ νὰ σβήσῃ, τότες ἐσέν, ἀφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει». Καὶ μέσα ’ς τ’ ὄχι κ’ εἰς τὸ ναί, μέρωμα κ’ εἰς ἀγριάδα, ἔσωνε καὶ κατάντανε τῆς μέρας ἡ ἀσπράδα, κ’ ἐκίνα ὁ κὺρ ἥλιος τοῦ δρόμου νὰ φουσκώνῃ, τῆς νύκτας τὲς κουρφόβλεψες νὰ τὲς ξεφανερώνῃ. Τότες ὁ νιὸς ἐμίσσεψε ἀπὸ τὴν κορασίδα, καὶ σὲ καμμιὰ συνήβασιν δὲν ἤλθασιν, ὡς εἶδα.","δικάζεται = συνομιλούν, συζητούν [δικάζομαι] σημαντήρι = σημάδι κομπώματα = πονηριές, τεχνάσματα [το κόμπωμα(ν)] ποταπῶς = με ποιον τρόπο (επίρρ.) συντεκνοσύνη = κουμπαριά, σχέση που δημιουργείται με αυτόν που έχει παντρέψει κάποιον ή του έχει βαφτίσει το παιδί ξυφτέρι = είδος αρπακτικού πουλιού, ο «κίρκος ο βραχύπους» ή «ο κοινός» (αλλιώς σαΐνι, τσιχλογέρακας), συν. ως κυνηγετικό ἀποφρίσσῃ = στερεύει, στεγνώνει, ξεραίνεται [αποφρύγω και αποφρύσσω] θέλουσιν εὐλογήσει = θα παντρέψουν, θα στεφανώσουν [ευλογώ, εδώ ως απρμφ. με προηγούμενο το θέλω για τη δήλωση μέλλοντα] ἤτις = έτσι (τροπ. επίρρ.) ἐπιλογήθη = αποκρίθηκε, απάντησε [απιλογούμαι] Ὅντεν = όταν (χρον. σύνδ.) ψῶμα = ψέμα ἀσπάλαθους = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Ανθισμένος ασπάλαθος[πηγή: Wikimedia Commons] θάμνους ακανθώδεις με κίτρινα άνθη [ο ασπάλαθος] μυρσίνη = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Μύρτος ο κοινός[πηγή: Wikimedia Commons] το φυτό μυρτιά, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην παρασκευή καλλυντικών και στη φαρμακευτική σκῖνοι = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Ο μεσογειακός σχίνος [πηγή: Wikimedia Commons] αειθαλείς θάμνοι με σφαιρικούς κόκκινους καρπούς [ο σκίνος] ἔσωνε = έφτανε κουρφόβλεψες = τα κρυφοκοιτάγματα(;) (η λέξη δεν απαντάται σε λεξικά) ἐμίσσεψε = έφυγε, απομακρύνθηκε [μισεύω] συνήβασιν = συμφωνία, συμβιβασμό [η συνήβασις]",,Ριμάδα κόρης και νιου,Ανώνυμος Δεύτερη νυχτερινή συνάντηση των νέων (στ. 33-126),"Στη δεύτερη νυχτερινή συνάντηση των νέων δίνονται βεβαιώσεις αγάπης και έρωτα και από τους δύο. Ωστόσο, ο νέος αρνείται πεισματικά την υπόσχεση γάμου που λαχταρά η κοπέλα και επιχειρηματολογεί για τη στάση του. Η ελευθεριάζουσα οπτική του για τον έρωτα ξενίζει την αγαπημένη του, που θυμώνει με την ωμότητά του και τον διώχνει. Δεύτερη νύκτα ’ς ὧρες τρεῖς ἐκάτζε τὸ φεγγάρι, ὁ νιὸς ἐγύρεψε νὰ μπῇ ’ς τῆς λυγερῆς τὴν χάρι. Καὶ ἀπείτις ἀναπάηκε ἡ στράτα τῶν ἀνθρώπων, ὁ νιὸς αὐτεῖνος ἔσωσε ’ς τὸ μαθημένον τόπον. Κ’ ἡ κόρη, ὡς ἦτον πρὸς αὐτὸν καμπόσο βαρεμένη, ἐκάθετο καὶ ’νίμενε, κ’ ἦτον ἐγνοιασμένη, ὅτ’ ἤτονε ’ς τὸν ἔρωτα τοῦ πόθου πλανεμένη, καὶ ’ς τῆς ἀγάπης τὰ φιλιὰ ἦτον πεδουκλωμένη. Ὅντεν ὁ νιὸς ἀπέσωσεν ἔξω ’ς τὸ παραθύρι, ἡ λυγερὴ ἀπὸ ραθυμιᾶς ἤτονε χρειὰ νὰ γύρῃ, καὶ μὲ τοῦ δρόμου τὴ φιλιὰ ’ς τὸ παραθύρι σώνει, ἔφτασεν καὶ ἀκκούμπησε, κ’ ἔλαμψε σὰν τὸ χιόνι. Καὶ ἀπῆν τὴν εἶδε ὁ νιώτερος, γλυκιὰ ἐχαιρέτισέ την, καὶ ἀπὸ τὴν πίκραν τὴν πολλὴ ἐπαρηγόρησέ την· κ’ εἶπε της: «Τάχα, μάτια μου, κρατεῖς μου κακοσύνη ’ς τὰ λόγια, ’ς τὴν ὑπόθεσιν τὴν ψεσινὴν ἐκείνη!» «Ἂ σοῦ ’χα θέλει κάκητα, δὲν ἤθελα προβάλει· δοσμένον ἔν ’ς τὸν ἄνθρωπον ἐσὲν καὶ ἀλλοῦ νὰ σφάλῃ. Καὶ ἂν ἤσφαλες ἐκ τὰς ἀρχὰς τὰ σύντυχες μετά σου, δύνεσαι τώρα ἡ γνώμη σου ν’ ἀλλάξῃ τὴν καρδιά σου· καί, ἄν ἔν’ καὶ θέλεις μου καλόν, μηδὲ μὲ πεισματώνῃς, γιατὶ τὸν πόνο τῆς ἱστιᾶς τὴ φλόγα μὲ γεμώνεις. Εἶτα καὶ θέλεις μου κακόν, κ’ ἔχεις με ὁγιὰ ’χθρό σου, ν’ ἀπέχῃς καὶ νὰ μ’ ἀγαπᾷς ἔναι ’ς τὸν ὁρισμό σου· ἂν ἔν’ καὶ ξεύρεις με γιὰ ’χθρὸν ’ς τὴν ἐδική σου κρίσι, ἔπρεπε νὰ μ’ ἀπαρνηθῇς ὡσὰν τὸ θέλει ἡ φύσι». «Ὦ γλυκοπεριστέρα μου, πῶς μοῦ μιλεῖς, κυρά μου, ὦ δρόσος τῆς ἀγάπης μου καὶ γλύκα τῆς καρδιᾶς μου, δὲν εἶσαι παρηγόρημα τῆς πίκρας μου τῆς τόσης, θέλημα ἔχεις νὰ μὲ ζῇς καὶ ’ξιὰ νὰ μὲ σκοτώσῃς. Ἐσὺ κρατεῖς ’ς τὰ χέρια μου τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς μου, κ’ εἶσ’ ἄγγελος μὲ τὸ σπαθὶ νὰ πάρῃς τὴν ψυχήν μου· κ’ ἤθελα νά ’το μπορετὸ νά ’στεκες πάντα μπρός μου ἀλήθεια ’ς τὴν ἐπιθυμιά, ’ς τὸν πόθον εἶσ’ ἐχθρός μου, διατὶ τέτοια καμώματα μάχην οὐδὲ κρατοῦσι, οὐδὲ γιὰ μάχην τά ’χουσι αὐτεῖνοι ὁποὺ ποθοῦσι. Λοιπὸν γιὰ γλυκοποθητὴν σ’ ἔχω καὶ γιὰ κυρά μου, γιατὶ γιὰ σέν’ ὁ ἔρωτας ἔσφαξε τὴν καρδιά μου· καὶ ’ς ὅ,τι θέλεις μ’ ὥρισε νά ’μαι κ’ ἐγώ, τρυγόνα, μὴ μοῦ ζητήξῃς μοναχά, ἀφέντρα μου, ἀρραβῶνα, διατὶ γυρίζω ἐλεύθερος καὶ θὲ νὰ μὲ σκλαβώσῃς, ἔχω καλλιὰ συζώντανον τοῦ Χάρου νὰ μὲ δώσῃς». «Τὸ λοιπονὶς δὲ μ’ ἀγαπᾷς στεριὰ καὶ μπιστεμένα, ἢ τίποτες κακὸ γροικᾷς, ὡσὰ θωρῶ, γιὰ μένα.» «Ἴντα κακὸ θὲς νὰ γροικῶ, κυρά, ’ς τὴν εὐγενειά σου; καὶ τί κακὸ μπορῶ νὰ πῶ μπρὸς τὰ συγγενικά σου; Ὁ κύρις σου ἔναι εὐγενικός, μᾶλλον καὶ ἡ μητέρα, καὶ σύ ’σαι ἀστέρας λαμπιρὸς νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα· εἶσαι ’ς τὰ πλούτη θησαυρός, τῆς ἐμορφιᾶς ἡ χάρι, καὶ πᾶσα νιὸς ὀρέγεται τέτοιαν κόρην νὰ πάρῃ». «Ἀμμ’ ἂ γνωρίζῃς καὶ θωρῇς ’ς ἐμένα τέτοια εἴδη, γιατὶ περηφανεύγεσαι νὰ δώσῃς δακτυλίδι;» «Διατὶ ποτὲ τ’ ἀντρόγυνα δὲν πέφτου ’ς μιὰν καρδίαν, μά, σὰν ἀπομακρύνουσι, χάνουν τὴν ἐρωτίαν. Σὰν κάμουν ἕνα δυὸ παιδιὰ τὸν πόθον ἀπαρνοῦνται, καὶ τὴν ἀγάπην συχαίνονται, τὸν ἔρωτα λησμονοῦνται, καὶ ὁπὦναι νιὸς καὶ δὲν πατεῖ ’ς τὸν ἔρωταν ἀπάνω, ’ς τὴν συντροφιὰ τῶν ζωντανῶν ἐγὼ δὲν τὸν ἐβάνω. Ὡσὰν λαρδὶ κουρουπιαστὸ ὀκτὼ χρονῶν ἢ δέκα, ἐδέτζι ἔναι ’ς τὸν ἄνθρωπον βλογητικὴ γυναῖκα· εὐλόγησεν ὁ Ἔρωτας τὸν κουρσεμένον πόθο, πῶς θὲς ν’ ἀλλάξω τὸ λοιπὸν ἐκεῖνον ὅπου γνώθω; Λοιπόν, μαλαματένη μου, τοῦτον ὁ νοῦς σου σφάνει καὶ ἂς φᾶμεν τὴν ἀγάπη μας μὲ διχωστὰ στεφάνι· καὶ ἂς πιοῦμεν ἀπὸ τῆς φιλιᾶς τὸ δροσισμένο μέλι, καὶ αὐτὰ τ’ ἀρρεβωνιάσματα ὁ νοῦς σου μὴ τὰ θέλῃ. Νέα κοροῦλα βρίσκεσαι ἐρωτοπλουμισμένη, σκόπισε ὅτι ὁ καιρὸς τὰ κάλλη σου μαραίνει, ψύγει καὶ συζαρώνει σε, σὲ γερατειὰ σὲ φέρνει, ὁ θάνατος πλακώνει σε, καὶ τότε τί κερδαίνεις; Προδώσου τὸ λοιπονιθὲς καὶ ἄφες τὸ δακτυλίδι, καὶ ἂς φᾶμε μὲ συνήβασι βασιλικὸν ἀπίδι, καὶ ἂς στέκωμε τὴν νιότη μας ἀλλήλως μας ὁμάδι, καὶ ἂς ἤμεστεν ἐλεύθεροι ’ς τοῦ πόθου τὸ λιβάδι, ὁπού ’ν’ τὰ ρόδα τὰ πολλά, τὰ λούλουδα καὶ τ’ ἄθη· κ’ εἴτις ἐμπῇ ’ς τέτοιαν ὁδόν, κ’ εἰς τέτοιαν στράτα νά ’ρθῃ, γἡ ἀγάπη ἔναι ζάχαρι, μέλι καὶ γλυκορρίζι, καὶ τὰ παιδιὰ ἐκ τὲς μάννες τως ὁ ἔρωτας χωρίζει. Καὶ πάντις μή ’μαι χρυσοχὸς νὰ κάμνω δακτυλίδια, νὰ τὰ χαρίζω ἐδῶ κ’ ἐκεῖ σὰ μυρισμέν’ ἀπίδια; Ἡ νιότη μου ’ς τὰ χέρια σου μαζὶ μὲ τὸ κορμί μου, ἴντα θέλεις καλλιώτερο τὸ λοιπονίς, ψυχή μου; «Ὦ Παναγία, ποῦ τά ’μαθες καὶ ’ς ποιὸ σκολειὸν ἐμπῆκες καὶ ξόμπιασες καὶ πῆρες τα; τίβοτες δὲν ἀφῆκες ὡς νά ’θελες νὰ τό ’καμνες νά ’παιρνες τέτοιαν κόρη, καὶ μίλησες ἔτζι χοντρά, σὰ νά ’σουν ἐκ τὰ ὄρη. Καὶ ἂν ἤμουν πάλι τούρκισσα ἢ σκλάβας θυγατέρα, ἔτζι δὲ μοῦ ’θελες εἰπεῖ ἐτούτη τὴν ἡμέρα, ὁπού ’σαι ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ ἀπὸ τοὺς τιμημένους, καὶ ἀπὸ καλοὺς κ’ εὐγενικοὺς τοὺς τόπους γεννημένους, ἔπρεπεν τοῦτον εἰς ἐσὲν ἐμένα νὰ διατάσῃς, ἂν ἔβλεπες νὰ πρόδιδα νὰ μὲ καταδικάσῃς. Μὰ σὺ δὲ ’μολογᾷς Θεόν, μὰ θὲ νὰ μὲ ’ντροπιάσῃς· σύρε καλῶς καὶ μὴ θαρρῇς τότε νὰ μὲ γελάσῃς».","στράτα = δρόμος, πορεία (προέρχεται από τη λατινική λέξη strata) βαρεμένη = ενοχλημένη, που δυσανασχετεί [βαρεμένος, μτχ. του βαρούμαι ως επίθ.] ’νίμενε = περίμενε [ανιμένω] ἐγνοιασμένη = σκεφτική, ανήσυχη, στεναχωρημένη [εγνοιασμένος, μτχ. παρακ. του εγνοιάζομαι ως επίθ.] πεδουκλωμένη = δεμένη (από τα πόδια) [πεδουκλωμένος, μτχ. του ρ. πεδικλώνομαι] Ὅντεν = όταν (χρον. σύνδ.) ἀπέσωσεν = έφτασε, ήλθε [αποσώνω] ραθυμιᾶς = έλλειψη ενεργητικότητας, οκνηρία, βαρεμάρα [η ραθυμιά] χρειὰ = ανάγκη ἀπῆν = όταν, αφού, μόλις (χρον. σύνδ.) ψεσινὴν = χθεσινή [επίθ. ψεσινός] σύντυχες = συνάντησες κατά τύχη [συντυχαίνω] ἱστιᾶς = φωτιάς ’ξιὰ = ικανότητα, εξουσία, δύναμη μπορετὸ = δυνατό, κατορθωτό [επίθ. μπορετός] τρυγόνα = θηλυκό είδος αγριοπερίστερου· εδώ ως προσφώνηση της αγαπημένης συζώντανον = ολοζώντανο, ζωντανό (;) (η λέξη δεν απαντάται σε λεξικά) Τὸ λοιπονὶς = λοιπόν, επομένως, άρα (συμπερ. σύνδ.) στεριὰ = σταθερά (τροπ. επίρρ.) μπιστεμένα = πιστά, αφοσιωμένα (τροπ. επίρρ.) γροικᾷς = ξέρεις, ακούς [γροικώ] ὀρέγεται = επιθυμεί έντονα, ποθεί, λαχταρά Ἀμμ’ = αλλά, όμως (συνδ.) περηφανεύγεσαι = καταφρονείς, περιφρονείς, υποτιμάς λαρδὶ = χοιρινό λίπος που διατηρείται παστό κουρουπιαστὸ = παστωμένο και διατηρημένο μέσα σε κουρούπι, δηλαδή σε πήλινο αγγείο/στάμνα [επίθ. κουρουπιαστός] ἐδέτζι = έτσι, με τον ίδιο τρόπο (τροπ. επίρρ.) βλογητικὴ γυναῖκα = η σύζυγος κουρσεμένον = παράνομο, κλεφτό (μεταφ.) [κουρσεμένος, μτχ. του κουρσεύομαι ως επίθ.] γνώθω = αισθάνομαι, νιώθω μαλαματένη = πολύτιμη, ακριβή· και ως προσφών. για αγαπημένο πρόσωπο [επίθ. μαλαματένος] σφάνει = σφάλλει, κάνει λάθος μὲ διχωστὰ = δίχως, χωρίς τῆς φιλιᾶς = αγάπης, ερωτική φιλίας ἐρωτοπλουμισμένη = γεμάτη ερωτικές χάρες, θέλγητρα σκόπισε = δες, σκέψου [σκοπίζω] ψύγει = φθείρει, μαραίνει συζαρώνει = ζαρώνει, ρυτιδώνει κερδαίνεις = κατορθώνεις, πετυχαίνεις Προδώσου = παραδώσου [προδίνομαι] τὸ λοιπονιθὲς = επιτέλους, τέλος πάντων (προκ. για προτροπή, βεβαίωση, κλπ.) συνήβασι = συμφωνία, συμβιβασμό βασιλικὸν ἀπίδι = εκλεκτή ποικιλία αχλαδιών της Κρήτης ὁμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) εἴτις = όποιος (αντωνυμ.) γλυκορρίζι = γλυκόριζα, είδος φυτού με ιδιαίτερα γλυκιά γεύση πάντις = πάντως χρυσοχὸς = χρυσοχόος, τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή αντικειμένων ή κοσμημάτων από χρυσάφι ἴντα = τι (ερωτημ. αντωνυμ.) καλλιώτερο = καλύτερο τὸ λοιπονίς = επιτέλους, τέλος πάντων (προκ. για προτροπή, βεβαίωση, κλπ.) ξόμπιασες = αντέγραψες, ""ξεσήκωσες"" (μεταφ.) [ξομπιάζω] τίβοτες = τίποτα ἔτζι = έτσι (τροπ. επίρρ.) χοντρά = άξεστα, αμόρφωτα (τροπ. επίρρ.)",,Ριμάδα κόρης και νιου,Ανώνυμος """Ενύπνιος"" έρωτας χωρίς συγκατάθεση (στ. 127-198)","Στην τελευταία ενότητα του ποιήματος, και αφού έχουν προηγηθεί διαφωνίες και καβγάδες για την προοπτική της σχέσης, ο νέος αποφασίζει να πάψει τις προσπάθειες ερωτικής αποπλάνησης. Μετά από σχεδόν έναν χρόνο απουσίας, όμως, επανέρχεται και καταφέρνει να συνευρεθεί ερωτικά με την κοπέλα την ώρα που εκείνη κοιμάται. Όταν εκείνη συνειδητοποιεί την ατίμωσή της, τον καταριέται και μιλά απαξιωτικά για το ανδρικό γένος. Καὶ μὲ τοὺς ἀναστεναγμοὺς σφαλᾷ τὸ παραθύρι, καὶ ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισε τοῦ πόθου τὸ ζαφείρι. Καὶ ὁ ἄγουρος ἐγέλασε καί ’μοσε νὰ ξεδράμῃ, εἴτι πεισματικὸν μπορεῖ τῆς λυγερῆς νὰ κάμῃ. Ἐμίσσεψε κ’ ἐφῆκε την, ὥστε νὰ λησμονήσῃ, καὶ μὲ καιρὸν νὰ θυμηθῇ ὀπίσω νὰ γυρίσῃ· διατ’ ἤτονε πολυπαθὴς τῆς ἐρωτιᾶς κουρσιάρης, εἰς τούτην ἔκαμνε κανεὶς εἰς τὴν φιλιὰν τῆς χάρης· τεχνίτης εἰς τὴν συντυχιά, δάσκαλος εἰς τὴν πρᾶξι, καὶ μοναχὴ τὴν ἄφηκεν ὁγιὰ νὰ μὴν πλατάξῃ. Καὶ δὲν ἀπέρασε ἀπὸ κεῖ τρακόσιες μιὰ ἡμέρα κ’ ἦρθε καὶ ’πολησμόνησεν ἡ ἄσπρη περιστέρα. Καὶ τότες εὐγωδώθηκεν ὁ νιὸς ἀρματωμένος, τὸν πόθον ἐδικάζετον καὶ τὴν φιλιὰν καημένος. Ἄρχιζε καὶ δικάζετον καὶ τὴν φιλιὰν ἐρώτα· ὁ ἔρωτας τὸν ἔσωσεν ’ς τῆς λυγερῆς τὴν πόρτα. Τὴν πρώτην πόρταν ἤνοιξε, τὴν δεύτερην ραγίζει, οὐδ’ ἄνθρωπος τὸ γροίκησε, οὐδὲ σκυλὶ γαυγίζει. Κι’ ηὗρε τὴν κόρην καὶ κοίτετον ’ς τ’ ὡριόν της τὸ κρεββάτι, προσκεφαλάδι ὁλάργυρο ’ς τὸ στῆθος της ἐκράτει. Ὁ ἄγουρος σβήνει τὸ κερί, καὶ τ’ ἄρματά του βγάνει, κ’ εἶπεν· «Ὁπ’ ἐγεννήθηκε σήμερον ἂς ποθάνῃ!» Εἰς τὴν κασσέλα ἐκάθισε, ἀτός του ἐξυπολήθη, καὶ βγαίνει τὸ προσκέφαλο ’κ τῆς λυγερῆς τὰ στήθη. Ἄβουλά της ἐσήκωσε, ’ς τὰ χέρια της ἐμπῆκε, καὶ τὸ ’πεθύμαν εἰς καιρούς, εἰς μιὰν ὥραν τὸ ποῖκε. Καὶ ξύπνησεν ἡ λυγερὴ ’ς τὰ κανακίσματά της, καὶ γνώρισε ὅτι ἔχασε εἰς μιὸν τὴν παρθενιά της. Καὶ ὁ νιώτερος πεισματικὰ ἄρχισε νὰ τῆς λέγῃ, θωρῶντα πῶς ἐμάνισε εἰς αὔτονε νὰ κλαίγῃ: «Ἐσύ ’σαι κείνη πὤλεγες νὰ βάλῃς δακτυλίδι; βάλε ἀρραβῶνα χάμαρη, καὶ βλόγησι σφαγίδι!» Καὶ μέσα ’ς τὲς ἀγκάλες της τὸν ἄγουρον ἐτήρα, κ’ ἔκλαιγεν καὶ βαραίνετον ’ς τὴν δολερήν της μοῖραν. Ὡς πέρδικα μοιρολογᾷ, ὡσὰν τρυγόνα κλαίγει, καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν νιώτερον τοῦτα τὰ λόγια λέγει: «Ἂ βουληθῇς νὰ μ’ ἀρνηθῇς καὶ νὰ μ’ ἀλησμονήσῃς, εἰς τὴν Τουρκιὰ ’ς τὰ σίδηρα πολλὰ ν’ ἀγανακτήσῃς· σὲ τούρκικα σπαθιὰ βρεθῇς, σὲ Κατελάνου χέρια, τὰ κριάτα σου νὰ κόψουσι μὲ δίστομα μαχαίρια, Ἀράπηδες νὰ σ’ εὕρουσι καὶ Μῶροι νὰ σὲ σώσου, καὶ σ’ ὄχλον σαρακήνικον τρεῖς μαχαιρὲς σοῦ δώσου· οἱ δυὸ νὰ ’γγίζου ’ς τὴν καρδιὰ κ’ ἡ ἄλλη ’ς τὰ μυαλά σου, κ’ εἰς τὸν ἀφρὸν τῆς θάλασσας νὰ βροῦσι τὰ μαλλιά σου· τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια σου νὰ βροῦν εἰς παραγιάλι, καὶ τὰ μουσούδια τὰ βαστᾷς ’ς τὴν ἄμμον νὰ τὰ βγάλῃ νὰ δράμου νά ’ρθουν νὰ σὲ ’δοῦ ἐκ τὰ συγγενικά σου, ἡ μάννα σου νὰ κουρευτῇ θωρῶντα τὰ μαλλιά σου. Καὶ τότες νά ’ρθω νὰ σὲ ’δῶ γιὰ παρηγόρημά μου, ’ς τὸ ξόδι σου νὰ ’γδικιωθῶ, νὰ δροσιστῇ ἡ καρδιά μου!» Καὶ πάλι κλαίει, θλίβεται, πάλι μοιρολογᾶται, καὶ μετὰ τὶς γειτόνισσες ἄκου τὸ τί δηγᾶται: «Ἀκούσετε, γειτόνισσες καὶ συνανάθροφές μου, καὶ σεῖς, κοράσια, ξεύρετε, οἱ ξένες καὶ δικές μου· ἀμέριμνα μὴ κάθεστε, τὸν ὕπνον μὴ ἀγαπᾶτε, τὰ μεσημέρια κοίτεστε, τὲς νύκτες ἀγρυπνᾶτε. Διατάσσω σας καὶ λέγω σας γιὰ τὸ δικό μου βάρος, γιατὶ ὁ ὕπνος εἰς ἐμὲ ἦτον μεγάλος Χάρος. Τὸν πόθον εἶχα μέσα μου ὡσὰν ἕνα παιγνίδι, τινὸς οὐδὲν ἐπρόδιδα χωρὶς τὸ δακτυλίδι. Μὰ στανικῶς, δυναστικῶς ἦλθε καὶ ἔπαρέ με, κι’ εἴτ’ ἤθελ’ ἔκαμε ’ς ἐμέ, κ’ ὕστερα ἐνέμπαιζέ με. Λοιπὸν ὁπὦναι φρόνιμη ἂς σφικτομανταλώνῃ, διατὶ ὁ ἄνδρας τὴν γυνὴ πάντα τήνε κομπώνει. Βρύσι, νερὸ τρεχάμενο, ’ς τὰ λόγια ’ν’ ἡ γυναῖκα· πιστεύγω το σὰν τὸ γροικῶ φράγκικα καὶ ρωμαῖκα. Ἀπὸ πολλοὺς νὰ ’βρῇς τινα νὰ τὴν εὐλογηθοῦσι, μὰ πλέα εἶναι πίβουλος, ὁποὺ τὴ συγγελοῦσι· ἀρνοῦσι καὶ τοὺς ὅρκους των, τὸ θέλουσι νὰ κάμου, μὸν νὰ χαροῦν λίγον καιρὸν ’ς τὰ ψώματα τοῦ γάμου. Μὴ μὲ κατηγορήσετε γιατὶ σᾶς τ’ ὁρμηνεύγω, ἀφῆν ἐμπῆκα ’ς τὸ χορό, χρειὰ μὦναι νὰ χορεύγω.","ζαφείρι = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Ο πολύτιμος λίθος ζαφείρι[πηγή: Wikimedia Commons] ως προσφών. αγαπημένου προσώπου που είναι γαλάζιο και όμορφο σαν το ζαφείρι (πολύτιμη πέτρα) ἄγουρος = νέος, παλικάρι ’μοσε = ορκίστηκε [ομώνω] ξεδράμῃ = επιδιώξει, επιζητήσει [ξετρέχω] Ἐμίσσεψε = έφυγε, απομακρύνθηκε [μισεύω] κουρσιάρης = πειρατής, ληστής (εδώ με μεταφορική σημασία) συντυχιά = συζήτηση, κουβεντολόι ὁγιὰ = για πλατάξῃ = δυσφορήσει, αγανακτήσει [πλατάζω] ’πολησμόνησεν = ξέχασε εντελώς [απολησμονώ] εὐγωδώθηκεν = έφτασε με το καλό [ευ(γ)ωδόνομαι] ἐδικάζετον = λογομαχούσε ή συνομιλούσε [δικάζομαι] φιλιὰν = αγάπη, ερωτική φιλία ἔσωσεν = έφτασε λυγερῆς = ευλύγιστης, ωραίας κοπέλας [επίθ. λυγερός, εδώ το θηλ. ως ουσ.] γροίκησε = άκουσε, αντιλήφθηκε [γροικώ] κοίτετον = ήταν ξαπλωμένη, κοιμόταν [κείτομαι] ὡριόν = ωραίο προσκεφαλάδι = προσκεφάλι, μαξιλάρι για το κεφάλι ὁλάργυρο = φτιαγμένο ή κεντημένο με ασημένια κλωστή [επίθ. ολάργυρος] κασσέλα = κιβώτιο, σεντούκι ἀτός του = αυτός, αυτός ο ίδιος [αντων. ατός, συνήθως με τα μου, σου, του] ἐξυπολήθη = έλυσε, έβγαλε τα υποδήματά του [εξυπολύομαι] Ἄβουλά = άθελα, χωρίς τη θέληση, χωρίς τη συγκατάθεση (τροπ. επίρρ.) ποῖκε = έκανε [ποιώ] κανακίσματά = χάδια, καλοπιάσματα [το κανάκισμα] εἰς μιὸν = μεμιάς, αμέσως, γρήγορα (χρον./τροπ. επίρρ.) ἐμάνισε = οργίστηκε, θύμωσε [μανίζω] χάμαρη = δαχτυλίδι(;) ἐτήρα = κρατούσε [τηρώ] βαραίνετον = στεναχωριόταν [βαραίνομαι] δολερήν = ταλαίπωρη, δύστυχη, θλιβερή [επίθ. δολερός] σίδηρα = τα κάγκελα της φυλακής ἀγανακτήσῃς = υποφέρεις, βασανιστείς Κατελάνου = που κατάγεται από την Καταλονία (περιφέρεια στη βορειοανατολική Ισπανία) [ο Κατελάνος] κριάτα = κρέατα, σάρκες δίστομα = δίκοπα, που έχουν δύο κόψεις [επίθ. δίστομος] Μῶροι = Άραβες και γενικά Βορειοαφρικανοί ή Ισπανοί αραβικής καταγωγής, μαύροι [ο Μόρος] σαρακήνικον = που έχει σχέση με τους Σαρακηνούς [επίθ. σαρακήνικος] μουσούδια = χαρακτηριστικά του προσώπου (εδώ μειωτικά) [το μουσούδιν] ξόδι = κηδεία ’γδικιωθῶ = πάρω πίσω το δίκιο μου, εκδικηθώ [γδικιώνομαι] συνανάθροφές = συντρόφισσες, πιθανότατα αυτές που ανατράφηκαν μαζί σαν αδερφές ή αυτές που συναναστρέφονται ως φίλες κοράσια = κορίτσια, κοπέλες [το κοράσι(ον)] κοίτεστε = κοιμάστε, πλαγιάζετε [κείτομαι] στανικῶς = παρά τη θέληση, με το ζόρι, με εξαναγκασμό (τροπ. επίρρ.) δυναστικῶς = με βίαιο τρόπο, με το ζόρι, αυθαίρετα (τροπ. επίρρ.) εἴτ’ = ό,τι (αντων.) ἐνέμπαιζέ = περιγελούσε, χλεύαζε, κορόιδευε [εμπαίζω] σφικτομανταλώνῃ = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Είδος μάνταλου [πηγή: Wikimedia Commons] μανταλώνει/κλειδώνει πολύ καλά [σφικτομανταλώνω, από τη λέξη μάνταλο, που σημαίνει ράβδος που ασφαλίζει την πόρτα] κομπώνει = εξαπατά, ξεγελά φράγκικα = η γλώσσα των Φράγκων/των καθολικών, τα λατινικά ρωμαῖκα = η ελληνική γλώσσα, ελληνικά εὐλογηθοῦσι = παντρευτούν [ευλογούμαι] πίβουλος = δόλιος, ύπουλος, δολερός [επίθ. επίβουλος] συγγελοῦσι = γελούν εις βάρος της, περιγελούν, εμπαίζουν ψώματα = ψέματα ὁρμηνεύγω = δηλώνω, γνωστοποιώ, αναφέρω ἀφῆν = από τη στιγμή που, αφότου (χρον./αιτιολ. σύνδ.) χρειὰ = ανάγκη μὦναι = μου είναι",,Ριμάδα κόρης και νιου,Ανώνυμος Abstract,"Ανώνυμη κυπριακή συλλογή λυρικής ποίησης του 16ου αιώνα στην οποία είναι διάχυτη, τόσο σε μορφολογικό όσο και σε θεματικό και υφολογικό επίπεδο, η επίδραση της ιταλικής αναγεννησιακής (και μανιεριστικής) ποίησης, ειδικότερα του πανευρωπαϊκού ρεύματος του πετραρχισμού. Εντυπωσιάζει το πλήθος των στροφικών και μετρικών σχημάτων που εισάγονται για πρώτη φορά στη νεοελληνική ποίηση. Η πλειονότητα των 156 συνολικά ποιημάτων έχει ερωτική θεματολογία, ωστόσο θίγονται και άλλα θέματα που επεκτείνουν και εμπλουτίζουν τον θεμελιακά ερωτικό χαρακτήρα αυτού του σημαντικού επιτεύγματος της πρώιμης νεοελληνικής λογοτεχνίας.",,,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 2, οκτάστιχες στροφές","Ο ποιητής, απευθυνόμενος στο προσωποποιημένο βιβλίο του, το προτρέπει να κοινοποιήσει τα ερωτικά του πάθη σε όποιον συναντήσει. Ως απώτερος αποδέκτης παρουσιάζεται η κοπέλα που αγαπά, καθώς στόχος είναι η ανατροπή της αδιαφορίας και η εκμαίευση του οίκτου της. Ὧδε μέσα γραμμένα τὰ λαμπρά μου, βάρη καὶ πλῆξες καὶ χολὲς βαμμένες, τὲς ποιὲς μοῦ δῶκεν ἡ γλυκιὰ κυρά μου κ’ ἐποῖκεν τὲς ἡμέρες μου θλιμμένες. Ὧδε λαλῶ τοῦ πόθου τὰ κακά μου κι ὅλες μου οἱ ἔννοιες ὧδε ’ναι γραμμένες. Ὦ παίδιοι, βάρτε τὸ σκοπὸν σ’ αὐτόν μου, μάθετε σεῖς ἀποὺ τὸν ὄξοδόν μου. Ἄγωμε, βιβιλιὸν παραδαρμένον, κι ἂν τύχη πούποτε ποτὲ καὶ δῶ σε μὲν βαρεθῆς νὰ πῆς: «’δὲ τὸν θλιμμένον ποὺ κόπιασεν γιὰ μέν», παρακαλῶ σε. Κι ἂν δῆς κείνην ποὺ μ’ ἔκαψεν τὸ ξένον, πέ της ἀχ τὴν μεριάμ μου «προσκυνῶ σε»· ’δὲ πῶς ἐγὼ παντοῦ φιλῶ σε σέναν φίλα κ’ ἐσοὺ τὸ χέριν της γιὰ μένα. Κόκκινα δὲν σὲ ντύννω, βιβλιόν μου, γιατὶ γιορτὴν δὲν εἶδα στὴν πικριάν μου· πράσινα δὲν ταιριάζουν στὸ λαμπρόν μου, γιατὶ θάρος δὲν βλέπω ἀχ τὴν κυράν μου· ὀχράδες δὲν στέκουν καλὰ σ’ αὐτόν μου γιατὶ ποτὲ δὲν εἶχα τὴν χαράν μου· μαῦρα σὲ ντύννω, μαῦρα λυπημένα, τὰ ποιὰ ταιριάζουν στὴν καρδιάμ μου μένα. Μὲ τῆς καρδιᾶς μου τὴν ὀχρὰ ντυμένον ἄγωμε, βιβιλιόν, καὶ μὲν μουλλώσης· ὅτις σοῦ πῆ: «γιατί εἶσαι λυπημένον;» ἀχ τὴν ἀλήθειαν λόγον μὲν τοῦ χώσης· τὸ πάθος μου μὴν στέκης μουλλωμένον, βάλε βουργὰ φωνές, ὅσες νὰ σώσης, ἂν τύχως ν’ ἀγρικήση ἡ κυρά μου τάχα καὶ νὰ λυπήθην τὰ λαμπρά μου.","Ὧδε = εδώ (επίρρ. τοπ.) τὰ λαμπρά = οι καημοί, τα βάσανα [επίθ. λαμπρός, εδώ το ουδ. ως ουσ.] πλῆξες = στενοχώριες [η πλήξη] κυρά = αγαπημένη, «καλή» λαλῶ = εξαγγέλλω, γνωστοποιώ, κοινοποιώ βάρτε τὸ σκοπὸν σ’ αὐτόν μου, = προσοχή στη δική μου περίπτωση/πάρτε παράδειγμα από μένα ὄξοδόν = κόπο, ταλαιπωρία [ο, η όξοδος και έξοδος] Ἄγωμε, = πήγαινε [β΄ εν. πρόσωπ. προστ. του άγω] βιβιλιὸν = βιβλίο (χειρόγραφο ή έντυπο) παραδαρμένον, = ταλαιπωρημένο, βασανισμένο [παραδαρμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ρ. παραδέρνω] πούποτε = κάποτε, κάποια στιγμή (επίρρ.) μὲν = μην (ιδιωματικός τύπος, πολύ συχνός στα ποιήματα της συλλογής) ἀχ = από (πρόθ.) γιορτὴν = χαρά ὀχράδες = χρώματα μὲν μουλλώσης· = μη μείνεις σιωπηλό, μη σωπάσεις [μουλών(ν)ω ως αμτβ.] ὅτις = όποιος, οποιοσδήποτε (αντων.) μὲν τοῦ χώσης· = μην του κρύψεις [χώνω] βουργὰ = γρήγορα (επίρρ.) ἀγρικήση = ακούσει",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 3, οκτάβα (ottava rima)","Εκφράζονται επιγραμματικά και με έμμεσο τρόπο τα ερωτικά βάσανα, μέσω της προτροπής να μη διαβαστεί το βιβλίο από οποιονδήποτε δεν έχει δοκιμάσει ποτέ ανάλογα συναισθήματα, αφού δεν πρόκειται να γίνει κατανοητό. Ὅτις τοῦ πόθου δὲν εἶν’ πειρασμένος τὰ δολερά του πάθη δὲν γνωρίζει· ὅτις ’πὸ κεῖνον δὲν εἶναι καμένος κι ἀκόμη στὴν καρδιὰν νὰ τὸν φλογίζη ὅτις γι’ ἀγάπην δὲν ἒν πληγωμένος εἰς τὴν καρδιὰν κι ἀκόμη μαρτυρίζει, τοῦτα τὰ λλίγα φύλλα μὴν τανύση γιατὶ ξεύρω δὲν θέλει τ’ ἀγνωρίσει.","Ὅτις = όποιος (αντων.) τοῦ πόθου δὲν εἶν’ πειρασμένος = δεν έχει δοκιμάσει τον έρωτα φύλλα = οι σελίδες του βιβλίου μὴν τανύση = μην αγγίξει, μην ακουμπήσει [τανύω] δὲν θέλει τ’ ἀγνωρίσει. = δεν θα τα καταλάβει, δεν θα τα αντιληφθεί [θέλω + απρμφ. του αγνωρίζω για δήλωση μέλλοντα]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 11, σονέτο","Η μορφή του ερωτικού αντικειμένου στοιχειώνει νυχθημερόν τον ποιητή, ακόμα και στον ύπνο του. Εύχεται, λοιπόν, να μην ξυπνήσει ποτέ, αφού το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Κοιμώντα μοῦ φανίστην νὰ βιγλίσω ἐκείνην ἁποὺ πῆρεν τὴν καρδιάμ μου, μὲ θάρος νὰ μοῦ στρέψη τὴν ὑγειάν μου κ’ ἐγὼ νὰ ’λπίζω μέσα μου νὰ ζήσω· ἀμμέ, μὲ δίχως περισσὰ ν’ ἀργήσω, ξυπνώντα ποῖκα στρέμμα στὴν κυράν μου· ἐδίπλασα ξανὰ τὴν καματιάμ μου καὶ πάλε πεθυμῶ νὰ ξηψυχήσω. Μμάτια μου, ἀφὸν κοιμώντα μοῦ διδεῖτε τό ’θελα νὰ θωρούσετε ἀννοιμένα, τὸν κόσμον πιὸν γι’ ἀγάπημ μου μὲδ δῆτε. Μμάτια μου, ἀφὸν βιγλᾶτε κοιμισμένα κεῖνον ποὺ θέλω πάντα νὰ θωρῆτε, μείνετε μέραν νύχταν καμμυμένα.","μοῦ φανίστην νὰ βιγλίσω = μου φάνηκε/ονειρεύτηκα ότι έβλεπα [βιγλίζω: βλέπω, αντικρίζω] ἀμμέ, = αλλά, όμως (σύνδ.) ποῖκα στρέμμα = επέστρεψα κυράν = αγαπημένη, «καλή» ἐδίπλασα = διπλασίασα [διπλώ] καματιάμ = πόνο, καημό θωρούσετε = βλέπατε, κοιτάζατε [θωρώ] γι’ ἀγάπημ μου = για χάρη μου μὲδ = μην (άρνηση) βιγλᾶτε = βλέπετε, κοιτάζετε [βιγλώ] καμμυμένα. = κλειστά [καμμυμένος, μτχ. μέσου παρακ. του καμμύω]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 22, σονέτο","Ο ποιητής εξομολογείται στην αγαπημένη του ότι ο ξενιτεμός του δεν πρόκειται να αλλάξει τα συναισθήματά του απέναντί της. Δηλώνει ότι θα την συντροφεύει διαρκώς, έστω και νοερά, διαβεβαιώνοντάς την για την αιώνια πίστη του. Κοντεύγ’ ἡ ὥρα κι ὁ καιρός, κυρά μου, ποὺ μέλλει νὰ μισέψω ἀπὸ ξαυτόσ σου ὅμως ἀφήννω ’δὰ στὸν ὁρισμόν σου ὅλον τὸν ἐμαυτόν μου, ἀγγέλισσά μου. Μηδὲ ἀπορῆς, ἂν ἐμπορῶ, θεά μου, μισεύγοντα ν’ ἀφήσω ἐμὲν σ’ αὐτόν σου: μισεύγω ἀμμ’ ὅπου πάγω, γοιὸν δικός σου, μένουσιν μετὰ σὲν τὰ πνεύματά μου. Πάγω κι ἂν ἔνωσες ποτὲ σ’ ἐσέναν πάθος ἀγάπης, βλέπε τὴν καρδιάμ μου πὰς καὶ τὸ σῶμαν πιὸν δὲν σὲ βιγλίση. Ἂν πῆ κανένας κι ἄλλην παρὰ σέναν ἀγάπησα ποτέ, πὲ ἀχ τὴν μεριάμ μου: «μὲ δίχως τὴν καρδιάν, πῶς ν’ ἀγαπήση;»","κυρά = αγαπημένη, «καλή» μισέψω = φύγω, απομακρυνθώ [μισεύ(γ)ω] ’δὰ = εδώ, σ’ αυτή τη θέση (επίρρ. τοπικό) ἀγγέλισσά = γυναίκα όμοια στη μορφή με άγγελο, πανέμορφη ἀμμ’ = σαν, όπως, καθώς (επίρρ., από τις πιο συχνές λέξεις στα ποιήματα του κυπριακού canzoniere) γοιὸν = αλλά, όμως (σύνδ.) τὰ πνεύματά μου = οι σκέψεις μου πὰς καὶ = γιατί ίσως δὲν σὲ βιγλίση = δεν θα σε δει/αντικρίσει [βιγλίζω] ἀχ = από (πρόθ.)",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 24, καντσόνε (canzone)","Ο ποιητής μοιράζεται τη μοναξιά και τη διάθεσή του με ένα γλυκόηχο αηδόνι. Το πουλί, που τον συντροφεύει μέρα-νύχτα, του εκμυστηρεύεται και τα δικά του πάθη, επιτείνοντας την ερωτική μελαγχολία του γράφοντα. Τ’ ἀδόνιν κεῖνον ποὺ γλυκιὰ θλιβᾶται τόσον λυπητικὰ τόσον καμένα, νὰ πῆς δὲν ἔχει ταίριν γοιὸν κ’ ἐμέναν γιὰ ταύτου πρὸς ἐμὲν παραπονᾶται. Τόσον γλυκιὰ τὴν λύπην του μετρᾶται καὶ πολεμᾶ νὰ στέκωμαι νοιασμένα τὰ κλάματά του πού ’ναι λυπημένα, ἀποὺ τὰ ποιὰ γνωρίζω πὼς φυρᾶται. Μόνον κ’ εἶναι πουλλίν, παντὲς λυπᾶται τὰ πάθη μου κ’ ἐκεῖνον καὶ θρηνίζει κι ἀφὸν μὲ τόσην πλήξην μ’ ἀγνωρίζει τ’ ἀγκώματά του ξαύτου μοῦ ξηγᾶται. Μέραν ’δὲ νύχτα δὲν μοῦ ξηκολλᾶται οὐδ’ ἁντὰν νὰ πετάση ξωμακρίζει· τὸ κλάμαν, ἂν μουλλώσω, μ’ ἀθθυμίζει κι οὕλη νύχτα μιτά μου δὲν κοιμᾶται. Πιστεύγ’ ὁ πόθος τό ’πεψεν σ’ αὐτόν μου διὰ νὰ μηδὲν σιγήση τὸ λαμπρόν μου.","θλιβᾶται = λυπάται, στενοχωριέται [θλιβούμαι] καμένα, = μελαγχολικά, λυπητερά (επίρρ.) γοιὸν = σαν, όπως μετρᾶται = εκδηλώνει, εκφράζει με διαδοχικές μελωδίες [μετρούμαι] φυρᾶται = λιώνει (μεταφ.) [φυρώμαι] Μόνον κ’ = αν και, παρόλο που, μολονότι παντὲς = σαν να (επίρρ.) ἀφὸν = εφόσον, επειδή (σύνδ.) τ’ ἀγκώματά = τις συμφορές [το άγκωμα ή όγκωμα] ξαύτου = μόνο του (αντων.) μοῦ ξηκολλᾶται = απομακρύνεται από μένα μουλλώσω, = σωπάσω [μουλλών(ν)ω] μιτά = μαζί με (πρόθ. με γενική) λαμπρόν = βάσανο, καημός [επίθ. λαμπρός· το ουδ. ως ουσ.]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 64, οκτάβα (ottava rima)","Το σύντομο ποίημα θεματοποιεί την αποδημία/ξενιτιά ως λύτρωση από τα ερωτικά βάσανα. Η επιλογή, ωστόσο, κρίνεται αναποτελεσματική, επειδή η απομάκρυνση από την αγαπημένη κάνει την κατάσταση χειρότερη. Ἐμίσεψα ’χ τὴν Κύπρον γιὰ νὰ σβήση τ’ ἁφτούμενον λαμπρὸν ποὺ μ’ ἐμπυρίζει· ἦρτα ’ποὺ τὴν Ἀνατολὴν στὴν Δύσην, νὰ πάψη τὸ λαμπρὸν ποὺ μὲ φλογίζει· ἔφυγα ’χ τὸν ἐχθρόν μου, νὰ σιγήση τὲς σαγιτιὲς ποὺ τὴν καρδιάμ μου σκίζει· ἀμμ’ ὅσα ’πὸ ξαυτόν της ξωμακρίζω τόσον περίτου ἀξάφτω καὶ βακρύζω.","Ἐμίσεψα = εκπατρίστηκα, ξενιτεύτηκα [μισεύ(γ)ω] ἁφτούμενον = αναμμένο λαμπρὸν = βάσανο, καημός [επίθ. λαμπρός· το ουδ. ως ουσ.] ἐμπυρίζει· = βάζει φωτιά, πυρπολεί (μεταφ.) [εμπυρίζω ως μτβ.] ἀμμ’ = αλλά, όμως (σύνδ.) ὅσα = όσο (επίρρ.· αναφέρεται στο δεικτ. επίρρ. τόσον) ἀξάφτω = καίγομαι, ανάβω (μεταφ.) βακρύζω. = δακρύζω (με τροπή του δ σε β)",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 71, μαδριγάλι","Κανείς δεν συναγωνίζεται την αγαπημένη του ποιητή στην ομορφιά, αλλά και τον ίδιο στο μέγεθος της προσωπικής δυστυχίας. Ποτέ ’δειξεν στὸν κόσμον τόσον κάλλος, ὅσον ἔδωκεν στὴν κυράμ μου ἡ φύση οὐδὲ ’ς κανέναν πάθος μηδὲ κάψα ὡς γοιὸν ἐμένα ποὺ τὰ μέλη μ’ ἅψα· καὶ δίχα νὰ μετρήση ἔδωκεν ὅσον εἶχεν κ’ εἰς τοὺς δυό μας. Τίνας ὁτόσα κάλλη εἶδεν πλασμένος; κι ἁπού ’χει πιά μου πάθη ἔν σιδερένος.","κυράμ = αγαπημένη, «καλή» κάψα = έξαψη, ζωηρό πόθο, έντονη ερωτική επιθυμία (μεταφ.) μέλη = ολόκληρο το σώμα [το μέλος, στον πληθ. με αυτή τη σημασία] ἅψα· = άναψαν, κάηκαν [άπτω ή άφτω ως αμτβ.] Τίνας = ποιος (ερωτημ. αντων.) ἁπού = όποιος, αυτός που (αναφορ. αντων.) ἔν σιδερένος. = δηλαδή έχει μεγάλη κράση/αντοχή (όποιος υπομένει περισσότερα ερωτικά πάθη από τον ίδιο)",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 76, οκτάστιχες στροφές","Η ομορφιά της αγαπημένης παρομοιάζεται με εκείνη του χρυσαφιού: αρχικά σε θαμπώνει με τη λάμψη του, όμως αργότερα σε κερδίζουν άλλα στοιχεία. Έτσι, και η κοπέλα, με το πέρασμα του χρόνου, αποκαλύπτεται περισσότερο και φαίνεται πιο όμορφη από πριν. Ὅτις ἀξάφνου μάλαμαν βιγλίση, τῆς ἐμορφιᾶς τὸ βλέμμαν τοῦ μεινίσκει ὅτι πὼς ὀμορφύτερον κρινίσκει ὁ κόσμος δὲν ἠμπόρε νὰ τὸ ποίση· ἀμμ’ ἀφότις εἰς τὸ λαμπρὸν κολλήση, πιάννει ἄλλην ὀμορφιὰν ἀποὺ τὴν φώτην μορφότερην πολλὰ παρὰ τὴν πρώτην καὶ τίτοια εἶναι τοῦ χρουσαφιοῦ ἡ φύση. Ἴτσου μ’ ἐτζένιασεν κ’ ἐμὲν τὸ δεῖσ σου εἰς ὅσον σ’ ἀναντράνισα, κυρά μου, εἴπουν ὁ κόσμος δὲν ἔχει μεσά μου νὰ ξαναποίση πιὸν καμιὰ μοιαστήσ σου· ἀμμ’ ἀφότις ἀφῆκες τὸ μαντίσ σου κ’ ἔπιασες τὸ μισάδι ἀλλόμορφή ’σαι καὶ ὅτις σὲ δῆ, κρινίσκει το πὼς εἶσαι μορφύτερη ’χ τὴν πρώτην ἐμαυτήσ σου.","Ὅτις = όποιος μάλαμαν = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Φωτογραφία από κομμάτι χρυσού[πηγή: Wikimedia Commons] χρυσό [το μάλαμα] βιγλίση, = κοιτάξει, δει, αντικρίσει [βιγλίζω] μεινίσκει = διατηρείται, διαρκεί [μεινίσκω ως αμτβ.] ἀμμ’ = αλλά, όμως (σύνδ.) λαμπρὸν = βάσανο, καημό [επίθ. λαμπρός· το ουδ. ως ουσ.] Ἴτσου = έτσι, με τον ίδιο τρόπο (επίρρ.) μ’ ἐτζένιασεν = με εξαπάτησε, με ξεγέλασε [τζενιάζω] τὸ δεῖσ = η όψη, η θωριά ἀναντράνισα, = κοίταξα, είδα [αντρανίζω ή εντρανίζω] μοιαστήσ = όμοια [επίθ. ομοιαστός] μαντίσ = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Μανδύας περ. 1580-1600, Μουσείο Βικτόρια και Άλμπερτ, Λονδίνο [πηγή: Wikimedia Commons] μακρύς γυναικείος μανδύας που φοριόταν ως πανωφόρι μισάδι = κοντό γυναικείο μανδύα ἀλλόμορφή = αλλιώτικα όμορφη, πολύ πιο όμορφη [επίθ. αλλόμορφος]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 77, μπαλάντα","Η ψυχρότητα της αγαπημένης και ο ανανταπόδοτος έρωτας αναγκάζουν τον ποιητή να καταφύγει στα ζώα και τα φυτά, ζητώντας τη συμπαράστασή τους. Γιατὶ κυρά μου φεύγει ἀποὺ ξαυτόν μου ἦλθα, πουλλιά, μ’ ἐσᾶς νὰ καταντήσω· γιατὶ κυρά μου ξάψεν τὸ λαμπρόν μου ἦλθα στὸ σκιός σας, δέντρη νὰ καθίσω καὶ μετὰ σέναν, βρύση, ἂν ἠμπορήσω νὰ δροσιστῶ πριχοῦ μὲ καταλύση· κι ἀφὸν δὲν θέλει πιὸν νὰ μοῦ γρικήση, γρικᾶτε μου, πουλλιά, δεντρὰ καὶ βρύση. Γρικᾶτε μου, πουλλιά, καὶ λυπηθῆτε γρικώντα τὴν πολλήν τη σκλεροσύνην κ’ ἐσεῖς, δεντρά, ’χ τὴν λύπην μαραθθῆτε ’δόντας τὴν ἐδικήν της κακοσύνην· λυπήθου με κ’ ἐσοὺ μὲ λεμοσύνην βρύση μου, κι ὅτις ἄλλος ἀγρικήση· κι ἀφὸν δὲν θέλει πιὸν νὰ μοῦ γρικήση, γρικᾶτε μου, πουλλιά, δεντρὰ καὶ βρύση. Δὲν θέλει πιὸν ν’ ἀκούση τὸ λαμπρόν μου, δὲν πολογᾶται σ’ ὅσα τῆς μιλήσω, πλάσιν οὐδὲ ψηφίζει τὸ λαμπρόν μου, δὲν θέλει νὰ σταθῆ νὰ τὴν βιγλίσω· κι ὅσα χαρτιὰ ποτὲ νὰ τῆς μηνύσω ἀποὺ μακρὰ δὲν θέλει νὰ τὰ γγίση· κι ἀφὸν δὲν θέλει πιὸν νὰ μοῦ γρικήση γρικᾶτε μου, πουλλιά, δεντρὰ καὶ βρύση. Πέτε, πουλλιά, μὲν πάψετε τὸ κλάμαν καὶ δίκιον ἔν νὰ κλαίγετε μιτά μου· δέντρη, καὶ δείλις καὶ πωρνὸν καὶ κάμαν γοιὸν σείζεστε λαλεῖτε τὰ κακά μου· βρύση, πιντώθου μὲ τὰ κλάματά μου κ’ ἐγὼ θέλω φωνάζειν κρίσην, κρίσην, κι ἀφὸν δὲν θέλει πιὸν νὰ μοῦ γρικήση, γρικᾶτε μου, πουλλιά, δεντρὰ καὶ βρύση.","κυρά = η αγαπημένη, η «καλή» καταντήσω· = ζήσω ξάψεν = άναψε [εξάπτω] τὸ λαμπρόν = τη φωτιά (μεταφορ.)· καημό ερωτικό [επίθ. λαμπρός, εδώ το ουδ. ως ουσ.] πιὸν = πια, πλέον (επίρρ.) μοῦ γρικήση, = με ακούσει (με προσοχή) [γρικώ ή γροικώ ή αγροικώ] ’χ = από (πρόθ.) λεμοσύνην = ευσπλαχνία, έλεος ὅτις = όποιος (αντων.) πολογᾶται = αποκρίνεται, απαντά [(α)πολογούμαι] πλάσιν = καθόλου (επίρρ.) νὰ τὴν βιγλίσω· = να την δω, να την καμαρώσω [βιγλίζω] χαρτιὰ = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Αυτόγραφη επιστολή του Καίσαρα Βοργία (Cesare Borgia), περίφημου πολιτικού και καρδινάλιου του 16ου αιώνα[πηγή: Wikimedia Commons] γράμματα, επιστολές μὲν = μην (αρνητ. μόριο· κυπρ. τύπος) ἔν = είναι μιτά μου· = μαζί μου δείλις = το δειλινό, το χρονικό διάστημα λίγο πριν ή λίγο μετά τη δύση του ήλιου, το απόβραδο πωρνὸν = πρωί [το πωρνόν] κάμαν = υπερβολική ζέστη [το κάμα(ν)] γοιὸν = καθώς πιντώθου = γέμισε (εδώ) [πιντώθω: ενώνω, προσάπτω, προσθέτω] κρίσην, = δικαιοσύνη",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 78, εξάστιχες στροφές","Η καθημερινότητα του ποιητή παρουσιάζεται διαμετρικά αντίθετη από εκείνη των άλλων ανθρώπων αλλά και των ζώων. Ενώ οι υπόλοιποι στρέφονται με ευχαρίστηση στις καθημερινές τους ασχολίες και αναπαύονται τη νύχτα, αυτός θρηνεί νυχθημερόν εξαιτίας του ερωτικού του καημού. Σηκώννεται ὁ γιωργὸς καὶ πᾶ νὰ ποίση εἰς ὅσον ξημερώση τὴν δουλειάν του καὶ χαίρεται γοιὸν πάγει νὰ γιωργήση, γιατ’ ἴτσου βρίσκει τὴν ζωὴν καὶ ’γειάν του· κ’ ἐγὼ πάντα μου κλαίω τὴν ἑσπέραν καὶ λούννουμ με τὰ δάκρυα τὴν ἡμέραν. Ὁ πολεμάρχος πνάζει τὴν ἡμέραν ἁπού ’βλεπεν τὴν νύχταν τὴν τιμήν του κ’ ἐκεῖνος ποὺ κοιμᾶτον τὴν ἑσπέραν κοπιάζει τὸ πωρνὸν γιὰ τὴ ζωήν του· κ’ ἐγ’ ὅλη νύχταν κλιόντα μ’ ἀγρυπνίζω καὶ τὴν ἡμέραν πλάσιν δὲν σιγίζω. Πάσα τεχνίτης ὅσον ξημερώση καὶ πνάζοντα κερδαίννει τὴν ζωήν του, τὴν νύχταν δίχως πλήξην πιὸν νὰ νώση κοιμώντα πνάζει μέσα στὸ κελλίν του· κ’ ἐγὼ τὴν νύχταν πάντα μου θρηνίζω καὶ τὸ πωρνὸν τὸ ριζικόν μου βρίζω. Τὴν νύχταν πάσα ζὸν κάπου κοιτάζει, τίτοια στὸ δάσος κι ἄλλα μέ στὸ σπήλιον πνάζοντα τὴν ἡμέραν ποιὸν κοπιάζει καὶ κάποιον βόσκ’ εἰς ὅπου ’χει τὸν ἥλιον· κ’ ἐγὼ ἁπ’ ὅλη νύχτα μαρτυρίζω ἀχ τὸ πωρνὸν τὰ δάκρυα μὲ σκουλλίζου. Στρέφεται πάσα ζὸν εἰς τὴν βοσκήν του ἀφότις δῆ καὶ τ’ ἄστρον ξημερώση καὶ πᾶ καθάνα νά ’βρη τὴ ζωήν του, δὲν θέλει στενοχώρησην νὰ νώση· κ’ ἐγ’ ὅλη νύχταν κλιόντα μου δὲν πνάζω κι ἀφότις ξημερώση ἀναστενάζω.","εἰς ὅσον = έως ότου, μέχρι να γοιὸν = καθώς (επίρρ.) ἴτσου = έτσι (επίρρ.) λούννουμ με τὰ δάκρυα = κλαίω πολύ [λούνω: λούζω, βρέχω, μουσκεύω] πνάζει = ησυχάζει, ξεκουράζεται πωρνὸν = πρωί ἀγρυπνίζω = μένω άυπνος πλάσιν = καθόλου (επίρρ.) Πάσα = κάθε (αντων., όμοια και στα τρία γένη) δίχως πλήξην πιὸν νὰ νώση = χωρίς να νιώσει πια στενοχώρια κελλίν = ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα κοιτάζει, = πλαγιάζει, κοιμάται [κοιτάζω ως αμτβ.] τίτοια = κάποια [αόρ. αντων. τίτοιος] ποιὸν = κάποιο, άλλο ἀχ = από (πρόθ., δηλώνει αφετηρία χρονική) σκουλλίζου = καλύπτουν εντελώς, σκεπάζουν [σκουλλίζω] ἄστρον = εδώ ο Αυγερινός, ο Αποσπερίτης",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 80, μπαλάντα","Εδώ οι ρόλοι αντιστρέφονται, καθώς ο μισεμός του ποιητή προκαλεί απεριόριστη θλίψη στην αγαπημένη του. Στη θλίψη αυτή συμμετέχουν και τα στοιχεία της φύσης, συγκεκριμένα ο ήλιος και η βροχή, ωστόσο οι προσπάθειές τους αποτυγχάνουν να κατευνάσουν τον ερωτικό καημό. Ἔκλαιγεν ἡ κυρά μου, ἔκλαιν τὸ μίσεμάν μου, κι’ ἀποὺ τὰ δάκρυα λόγον δὲν τυπώννει. Ἦτο ἥλιος καὶ θωρώντα ἀποὺ τὴν λύπην ἔκλαψεν μιτά μας κ’ ἔραξεν τὰ βουνάρια του κλαμόντα. Τότε ἡ βροχὴ γρικᾶ μας κ’ ἔβρεξεν εἰς τὴν βούθειαμ μας, θαρώντα μιτά της νὰ σβηστοῦσιν τὰ λαμπρά μας. Ἀμμὲ τοῦ πόθου τὰ λαμπρὰ νὰ σβήση βροχὴ μηδὲν θαρήση μηδὲ τὰ δάκρυα ὁ ἥλιος δὲν στεγνώννει.","κυρά = αγαπημένη, «καλή» τὸ μίσεμάν = την αναχώρηση, τον εκπατρισμό δὲν τυπώννει = διατυπώνει, εκφράζει θωρώντα = βλέποντας [θωρώ] μιτά μας = μαζί μας [πρόθ. μιτά ή μετά + γενική] ἔραξεν = έτρεξε, όρμησε [αράσσω] βουνάρια = υψώματα, λόφους, βουνά [το βουνάριν] γρικᾶ μας = μας ακούει τὰ λαμπρά = τα βάσανα, οι καημοί [επίθ. λαμπρός· το ουδ. ως ουσ.] Ἀμμὲ = αλλά, όμως (αντιθ. σύνδ.) μηδὲν θαρήση = να μην ελπίζει",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 89, μαδριγάλι","Το μυθικό πουλί Φοίνικας αντικρίζει μια μέρα την αγαπημένη του ποιητή, διαπιστώνοντας ότι η ομορφιά της συναγωνίζεται τη δική του. Επιπλέον, τη μακαρίζει, γιατί δεν καίγεται στις φλόγες, αλλά με το κάλλος της φλογίζει τους άλλους. Γοιὸν ἡ φενίτζε πέταν μιὰν ἡμέραν ἔμπλασεν κείνης ποὺ στὴν γῆν θεΐζω καὶ ’δόντα τ’ ὄμορφόν της δεῖν κι ἀέραν εἶπεν: δὲν εἶμαι μόνη, γοιὸν βιγλίζω, ἀμμ’ ἄλλη κι ὀμορφύτερή μου γίνην· καὶ μὲ ταπεινοσύνην λέγει της: «γοιὸν θωρῶ μορφύτερή ’σαι μὲ δίχα νὰ ποθάνης· δὲν κάβγιεσαι πατὶμ μηδὲ μπυρίζεις ὡς γοιὸν ἐμέν, ἀμμ’ ἄλλους ἐφλογίζεις».","Γοιὸν = καθώς (επίρρ., εδώ με χρον. σημ.) ἡ φενίτζε = Wikimedia Commons] ""> Μικρογραφία του Φοίνικα, από το εικονογραφημένο χειρόγραφο «bestiary» του Aberdeen (12ος αιώνας) [πηγή: Wikimedia Commons] το μυθικό πουλί Φοίνικας ἔμπλασεν = συνάντησε, αντάμωσε [εμπλάζω] θεΐζω = λατρεύω σαν θεά δεῖν = βλέμμα, ματιά, όψη θωριά [το ιδείν, απρμφ. ως ουσ.] ἀέραν = ύφος, παράστημα [ο αέρας] γοιὸν = όπως βιγλίζω = βλέπω, παρατηρώ ἀμμ’ = αλλά, όμως (σύνδ.) κάβγιεσαι = καίγεσαι [κάβγομαι] πατὶμ = καθόλου (επίρρ.) μπυρίζεις = καίγεσαι, φλέγεσαι [εμπυρίζω, εδώ αμτβ.]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 96, serventese caudato","Αποδέκτης του ποιητικού λόγου είναι η ερωτική δυστυχία («πλήξη») του ποιητή, που τον αναγκάζει να αποκαλύψει τον καημό του. Πλήξη μου, ποῦ μὲ παίρνεις; γιατί μὲ ξηστρατίζεις; Πλήξη, γιατί μ’ ὁρίζεις —νὰ μιλήσω τὸ δὲν θὲν ν’ ἀγρικήσω ποτέ μου ’ποὺ κανέναν; γιατί τόσον ἐμέναν—νὰ πειράζης; Πλήξη, ἀφῆτις μὲ βιάζεις, χρειά ’ναι νὰ μὲν μουλλώσω ἀμμὲ νὰ φανερώσω—τὸ λαμπρόν μου. Ὁ πόθος εἰς αὐτόν μου βρίσκεται ἀπλικεμένος, μπιστά ’ναι δουλεμένος —ὡς γοιὸν πρέπει, κ’ ἐκεῖνος δὲν ἠμπλέπει νὰ δῆ τὴν δούλεψήν μου γιὰ ταύτου τὴν ζωήν μου—τέλειωσέν την, ὁλότελά ’κλυσέν την τ’ ἀνέσβηστον λαμπρόν του: ’δὲ πόσ’ αὐκαρισιὰ στέκει σ’ αὐτόν του.","ξηστρατίζεις; = βγάζεις από τον δρόμο μου (μεταφορ.) μ’ ὁρίζεις = με διατάζεις τὸ δὲν θὲν ν’ ἀγρικήσω = αυτό που δεν θέλω να ακούσω ἀφῆτις = μιας και, επειδή (αιτιολ. σύνδ.) βιάζεις, = αναγκάζεις, εξαναγκάζεις χρειά ’ναι νὰ μὲν μουλλώσω = είναι ανάγκη να μην κρύψω [μουλώνω: κρύβω, αποσιωπώ, σωπαίνω] ἀμμὲ = αλλά (αντιθ. σύνδ.) λαμπρόν = βάσανο, καημό [επίθ. λαμπρός· το ουδ. ως ουσ.] βρίσκεται ἀπλικεμένος, = διαμένει, κατοικεί μπιστά ’ναι δουλεμένος = τον υπηρετώ (εννοεί τον έρωτα) με αφοσίωση ἠμπλέπει = κοιτάζει αὐκαρισιὰ = ευγνωμοσύνη",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 99, terza rima","Ο ποιητής εκμυστηρεύεται στο αντικείμενο του πόθου του τις έντονες εναλλαγές των συναισθημάτων του, καθώς και τις διακυμάνσεις της ψυχολογικής του κατάστασης. Στο τέλος τής ζητά να του φανερώσει τις προθέσεις της, για να ξέρει αν θ’ αποφύγει ή όχι τον θάνατο. Τόσον γλυκιὰ καὶ σιγανὰ τὸ δεῖσ σου μὲ καταλυεῖ καὶ δὲν νιώθω κανέναν βάρος ἀνίσως κ’ ἔρκεται ἀξ αὐτήσ σου. Πόσην χαρὰν ποὺ σήκωσες ’ποὺ μέναν μὲ τόσην τέχνην, μὲ τόσην γλυκάδαν καὶ δὲν νιώθω πὼς κινδυνῶ διὰ σέναν. Πάσα καιρὸν στὴν βράστην κ’ εἰς τὴν κρυάδαν γιὰ σέναν μαρτυρίζομαι ὁ θλιμμένος κ’ ἔχω γλύκαν τὴν πάσα μου πικράδαν. Ἀπὲ τὸ δεῖσ σου στέκομαι καμένος κ’ ἐγὼ καθ’ ὥραν πάντα πεθυμῶ το κι ἂδ δὲν τὸ δῶ δὲν εἶμ’ ἀναπαμένος. Πὼς ἔν τὸ πάθος ἀποὺ σὲν θωρῶ το κι ἀποὺ τὸ δεῖσ σου πάντα μαρτυρίζω ἀλλ’ ὅμως ὁ φτωχὸς πάντα ποθῶ το. Ἂν ἔν καὶ θέλης πάντα νὰ θρηνίζω, ρίβγε συχνὰ τὸ βλέμμασ σου σ’ αὐτόν μου κ’ ἐγὼ θωρώντα το ἅφτω καὶ χιονίζω. Ἂδ δέ ’ναι κ’ ἔχης λύπην στὰ διαβάζω μὲ τὸ γλυκὺν τὸ δεῖσ σου δῶσ’ μου θάρος κ’ ἴτσου θέλει σιγήσει τὸ λαμπρόν μου καὶ θέλει λείψειν ἀποὺ μὲν ὁ χάρος.","τὸ δεῖσ = α) το βλέμμα, η ματιά ή β) η όψη [το ιδείν, απρμφ. σε θέση ουσ.] καταλυεῖ = εξασθενίζει, παραλύει, ""νεκρώνει"" [καταλυώ και κατελώ] ἀνίσως κ’ = ακόμη και αν βράστην = θερμότητα, ζέστη μαρτυρίζομαι = βασανίζομαι Ἀπὲ = από (πρόθ., εδώ δηλώνει ποιητ. αίτιο) ἀναπαμένος = ήρεμος, ατάραχος, ειρηνικός [μτχ. μέσου παρακ. του αναπαύω ως επίθ.] ἔν = είναι, προέρχεται θωρῶ το = το βλέπω, το αντιλαμβάνομαι μαρτυρίζω = υποφέρω, βασανίζομαι (ως αμτβ.) θωρώντα το = βλέποντάς το [θωρώ] ἴτσου = έτσι (επίρρ.)",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 105, σεστίνα","Όπως ο ήλιος είναι ο ζωοδότης όλων των στοιχείων, έτσι και η αγαπημένη του είναι εκείνη που δίνει ζωή στον ποιητή. Αντιθέτως, η απομάκρυνση του απ’ αυτήν παρομοιάζεται με το σκοτάδι της νύχτας, κατά τη διάρκεια της οποίας αναλώνεται στα κλάματα λόγω του ερωτικού καημού. Ὥσπου στὴν δάφνη φύλλον πρασινίζει πάντα θέλει μ’ ἀξάφτειν τὸ λαμπρόν μου· ὡς ὅπου ἡμέρα νὰ γλαμπρίση ὁ ἥλιος, τὰ δάκρυα δὲν μοῦ λείβγουν ἀχ τὰ μμάτια· κι ὅνταν πιὸν νύχτα νὰ μὴν φέξουν τ’ ἄστρα, τότες βιγλίζω τῆς ὑγειᾶς μου θάρος. Μέσα καρδιά μου ἁντὰν τῆς ἔρτη θάρος γοιὸν τὸ δεντρὸν τὸμ Μάρτην πρασινίζει κι ὡς γοιὸν μὲ δίχα κάψα λάμπουν τ’ ἄστρα ἴτσου κ’ ἐμὲν θέλ’ εἶσταιν τὸ λαμπρόν μου, ἂν ἔν καὶ νὰ μὲ δοῦν τὰ γλυκιὰ μμάτια καὶ τὰ δικά μου σκιάσουσιν ὡς ἥλιος. Κάποιοι λαλοῦσιν βλάφτει τους ὁ ἥλιος κ’ ἐγὼ νὰ γιάνω ἀλλοῦ δὲν ἔχω θάρος· ἁντὰν δὲν δώση ὁ ἥλιος εἰς τὰ μμάτια στὰ δάση τὸ δεντρὸν δὲν πρασινίζει· ’δ ἐμὲν παρκατεβαίννει τὸ λαμπρόν μου ἂν μὲβ βουθήσουν οἱ πλανῆτες τ’ ἄστρα. Ὡς γοιὸν μοναῦτα χάννουνται ὅλα τ’ ἄστρα εἰς ὅσον εἰς τὸν κόσμον λάμψη ὁ ἥλιος, ἴτσου κ’ ἐμὲν δὲν λείβγει τὸ λαμπρόν μου εἰς ὅσον νά ’ρτη ἀχ τὴν κυράμ μου θάρος· κι ὡς δέντρον ἡ καρδιά μου πρασινίζει, ὅνταν μὲ δοῦσιν τῆς κυρᾶς τὰ μμάτια. Ὥσπου νὰ μὲ βιγλοῦν τὰ γλυκιὰ μμάτια, πάντα βιγλῶ τὸν οὐρανὸν μὲ τ’ ἄστρα· ὥσπου στὸν κόσμον δέντρον πρασινίζει κ’ ἐμὲν δὲν μὲ δροσίζει ὁ γλαμπρὸς ἥλιος ποτέ μου δὲν θελώ ’χειν ἄλλον θάρος παρὰ νὰ μὲ φυράζη τὸ λαμπρόν μου. Γλυκὺν καὶ δροσινὸν ἔν τὸ λαμπρόν μου ὡς ὅπου νὰ βιγλῶ τὰ γλυκιὰ μμάτια νὰ μὲ θωροῦν μὲ τὸ γλυκύν τους θάρος, τότες ἔναι γιὰ μέναν ὅλα τ’ ἄστρα τότ’ ἔναι δροσινὸς γιὰ μὲν ὁ ἥλιος· ἐλπίζοντα καρδιά μου πρασινίζει, ἂδ δὲν ’ναι πρασινίζει τὸ λαμπρόν μου κι ὁ ἥλιος μοῦ διδεῖ βραστὸ στὰ μμάτια, ἂν δὲν μὲ δοῦν τὰ δυ’ ἄστρα μὲ τὸ θάρος.","θέλει μ’ ἀξάφτειν = θα με καίει (μεταφορ.) [αξάφτω ή εξάπτω] λαμπρόν = ο καημός, το βάνασο (μεταφ.) [επίθ. λαμπρός, εδώ το ουδ. ως ουσ.] γλαμπρίση = λάμψει [γλαμπρίζω, από το εκλαμπρίζω] ἀχ = από (πρόθ.) πιὸν = πια, πλέον βιγλίζω = βλέπω, παρατηρώ ἁντὰν = όταν (σύνδ.) γοιὸν = όπως, σαν (επίρρ.) ἴτσου = έτσι (επίρρ.) ἔν = είναι λαλοῦσιν = παραδέχονται, ομολογούν δημόσια μοναῦτα = ευθύς αμέσως, χωρίς αναβολή, μόλις (επίρρ. αλλά και χρον. σύνδ.) δροσινὸν = δροσερό [επίθ. δροσινός] βραστὸ = ζέστη, κάψα [επίθ. βραστός, εδώ το ουδ. ως ουσ.]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 109, σεστίνα","Ούτε το πέρασμα του χρόνου ούτε και οι επιπλέον προσπάθειες του θεού Έρωτα δείχνουν να κάμπτουν την ψυχρότητα της κοπέλας απέναντι στον ερωτευμένο ποιητή. Ἐθάρουν κι ὅλον ἔλειψεν τὸ χιόνιν, ἁπού ’χεν στὴν καρδιάν της ἡ κυρά μου κ’ ἐκόπιαζεν πολλὺν καιρὸν τὸν πόθον θωρώντα τοῦ καλοκαιροῦ τὴν βράστην· κ’ εἶχα πολλὲς χαρὲς μὲ τίτοιον θάρος νὰ λείψη ἀχ τὴν δικήμ μου τὸ καμίνιν. Ἡ μέρ’ ἁφταίννει πιὸν παρὰ καμίνιν ἀμμὲ θωρῶ καὶ δὲν βλάφτει τὸ χιόνιν, κ’ ἔφυγεν τέλεια τὸ ψευδόν μου θάρος, γιατὶ ποτέ της κρυότερη ἡ κυρά μου δὲν ἦτον οὐδὲ νιώθει ἰντά ’ν ἡ βράστη μηδὲ τὰ πάθη μου ψηφᾶ ’δὲ πόθον. Εἶδα τον νά ’λθη ἀχ τὸν Βουλκὰν τὸμ Πόθον καὶ νὰ κρατῆ ξουφάρια ἀχ τὸ καμίνιν βγαρμένα μὲ κινούργιαν κι ἄλλη βράστην κ’ ἐχαίρετον τὸ πὼς νικᾶ τὸ χιόνιν ἐκείνης ὅπου γίνετον κυρά μου, καὶ νὰ λευθερωθῶ δὲν ἔχω θάρος. Οὗλον τὸν κόσμον θρέφει τον τὸ θάρος κ’ ἐγὼ ’φότις ἐβίγλισα ’χ τὸν Πόθον καὶ πλάσιν ψῆφος δὲν κάμνει ἡ κυρά μου, ἔχασά το κι ἀξάψα γοιὸν καμίνιν καὶ καταλυοῦμαι γοιὸν στὸν ἥλιον χιόνιν κι ὡς γοιὸν κερὶν εἰς τοῦ λαμπροῦ τὴν βράστην. Μηδὲ στοῦ Πόθου ξιφαριοῦ τὴν βράστην γιατὶ τὰ ξαναποῖκεν ἔχω θάρος μηδὲ στὴν κάψαν νὰ λυωθῆ τὸ χιόνιν, γιατὶ θωρῶ κλαμούμενον τὸν Πόθον καὶ τρέχει στοῦ πατριοῦ του τὸ καμίνιν κι ἀποὺ τοὺς κόπους του γελᾶ κυρά μου. Τζενιάζομαι καὶ δὲν ἔν χρειά, κυρά μου, μηδὲ τὸν Μὰν καὶ Γιούνην ἥλιου βράστη ’δὲ τοῦ Βουλκάνου ν’ ἅφτη τὸ καμίνιν, γιατὶ κεῖνον τὸ βίγλιζα μὲ θάρος κ’ ἐκόμπωσεν κ’ ἐμέναν καὶ τὸν Πόθον: στὸ στῆθος σου ἔν διαμάντι, ὄχι χιόνιν. Ἂν εἶχεν εἶσταιν χιόνιν, ὦ κυρά μου, ἔλυεν ἀποὺ τὸν πόθον κι ἀχ τὴν βράστην π’ ἄξαψα μὲ τὸ θάρος τὸ καμίνιν.","κυρά = αγαπημένη, «καλή» ἐκόπιαζεν = κούραζε, ταλαιπωρούσε [κοπιάζω ως μτβ.] βράστην· = θερμότητα, ζέστη ἀχ = από (πρόθ.) καμίνιν = De Re Metallica, 1556[πηγή: Wikimedia Commons] ""> Εικόνα φούρνων της εποχής για μεταλλουργική χρήση. Από το βιβλίο του Georgius Agricola De Re Metallica, 1556[πηγή: Wikimedia Commons] η φλόγα της αγάπης (μεταφ.)· επίσης, ο φούρνος (κυριολ. και μεταφ.) ἁφταίννει = είναι ζεστή πιὸν = πιο πολύ, περισσότερο (επίρρ.) ἀμμὲ = αλλά, όμως (αντιθ. σύνδ.) θωρῶ = βλέπω τέλεια = ολότελα, τελείως (επίρρ.) κρυότερη = πιο αδιάφορη, πιο ψυχρή (μεταφ.) ἰντά = τι (ερωτημ. αντων.) ψηφᾶ = λογοριάζει, υπολογίζει Βουλκὰν = (θεό) Ήφαιστο [ο Βουλκάς, από το λατ. Volcanus ή Vulcanus] Πόθον = (θεό) Έρωτα ξουφάρια = βέλη (ιδίως του Έρωτα, σε μεταφορά) ’φότις = από τη στιγμή που, αφότου πλάσιν ψῆφος δὲν κάμνει = καθόλου δεν λογαριάζει/δεν δίνει σημασία/δεν λαμβάνει υπόψη γοιὸν = σαν, όπως (επίρρ.) καταλυοῦμαι = εξαφανίζομαι, λιώνω (μεταφορ.) κλαμούμενον = κλαμένο, να κλαίει [κλαμούμενος, μτχ. μέσου ενεστ. του κλαίω] Τζενιάζομαι = απατώμαι, ξεγελιέμαι χρειά, = είναι ανάγκη Μὰν = Μάιο Γιούνην = Ιούνιο ἐκόμπωσεν = ξεγέλασε, εξαπάτησε [κομπώνω]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 112, τετράστιχες στροφές","Το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος συνιστά μια αποστροφή του ερωτευμένου προς τα στοιχεία της φύσης, που έχουν συμπαρασταθεί στα βάσανά του. Τελικός αποδέκτης του λόγου είναι ο Χάρος, ο μόνος που μπορεί να τον απαλλάξει από τον πόνο του. Λαξίδια μου σφαλιστικὰ καὶ στράτες σιγισμένες ἀπάχτυπες καὶ μοναχές, ἁπού ’στε μαθημένες μέσα στὰ δάση τὰ πυκνὰ ν’ ἀκοῦτε μουλλωμένες, πῶς κλαίγω τὲς ἡμέρες μου τὲς πάντα λυπημένες· ἴσια καὶ δασερὰ δεντρὰ καὶ πυκνοβλαστημένα, σκιὸς ὅπου διώχνεις τὴν πωρνήν, νερά μου χρυσταλλένα, πουλλιά, ποὺ στὰ φτερούδια σας κρέμεστε σιγισμένα τόσον συχνὰ στὸ κλάμαμ μου κι ἀκρώννεστε σ’ ἐμένα· ὄρη, βουνὰ μοναξικά, κάμποι μου μπιστεμένοι, χόρτα μου δροσοφύτευτα κι ἀθθοί μου μυρισμένοι, ποὺ θέλησεν ὁ Ἔρωτας κ’ ἡ τύχη μου θλιμμένη τόσον καιρὸν οἱ δρόμοι μου σ’ αὐτόν σας νά ’ν χαμένοι, πότε θέλ’ εἶσταιν ὁ καιρὸς π’ ὁ Χάρος, ναγγρισμένος μ’ ἐκείνους ποὺ τὸν κράζουσιν ’χ τοὺς ἄλλους μισισμένος, ’ποὺ μὲν νὰ σβήση τὸ λαμπρὸν στὸ ποιὸν εἶμαι καμένος καὶ μέλλεται πολλὺν καιρὸν ν’ ἀξάφτη μουλλωμένος;","Λαξίδια = κοιλάδες, λαγκάδια [το λαξίδιν] σφαλιστικὰ = κλειστά, απομονωμένα [επίθ. (α)σφαλιστικός] ἀπάχτυπες = ήσυχες [επίθ. απάχτυπος] μουλλωμένες, = σιωπηλές, αμίλητες [μουλωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ρ. μουλώνω] δασερὰ = πυκνά, φουντωτά [επίθ. δασερός] ἀκρώννεστε = ακούτε [ακρώννομαι] μπιστεμένοι, = έμπιστοι, πιστοί, αφοσιωμένοι [εμπιστεμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ρ. εμπιστεύω ως επίθ.] ἀθθοί = λουλούδια [ο αθθός] ναγγρισμένος = εξοργισμένος, θυμωμένος κράζουσιν = κατηγορούν, επικρίνουν τὸ λαμπρὸν = το βάσανο, τον καημό [επίθ. λαμπρός· το ουδ. ως ουσ.] μουλλωμένος; = κρυφός, μυστικός (εδώ)",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 115, ελεύθερη φόρμα","Ο ποιητής θρηνεί για τη χαμένη του ελευθερία, την οποία του στέρησε ο Πόθος (= ο θεός Έρωτας). Το αποτέλεσμα ήταν να εγκαταλείψει ακόμη και την ποιητική γραφή. Ἁποὺ νὰ δῆ τὸ λασμαρὶν καὶ νὰ μηδὲν τὸ πιάση ὅλην ἡμέραν στέκεται μὲ δίχα νὰ γελάση· κ’ ἐγὼ γιὰ τίτοιαν ἀφορμὴν ἐτάνυσά το ξένος κι ὅλον τὸν χρόνον ἔμεινα πάντα μου πληξημένος. Τὸ λασμαρὶν τοὺς ἄρωστους μυρίζοντα βουθᾶ τους γιανίσκει καὶ παρηγορᾶ καμπόσον καὶ βουθᾶ τους· κ’ ἐγὼ ποὺ δὲν εἶχ’ ἀρωστιὰν κ’ ἤμουν καλὰ γιαμμένος ἔμεινα ’φότις τό ’πιασα τέλεια θανατωμένος. Γοιὸν τὰ πουλλιὰ τὰ λεύτερα στὸν κάμπο κιλαδοῦσιν κι ἀφὸν τὰ βάλουν στὸ κλουβὶν ξηχάννουν τί νὰ ποῦσιν, ἐτσί ’παθα ’φὸν μ’ ἔβαλεν ὁ Πόθο στὴν αὐλήν του καὶ δὲν ἠξεύρω τί νὰ πῶ φοβώντα τὴν ὀργήν του. Πόθε, παγίδιν ἔστησες κρυφτὸν κ’ ἐπλάνεσές με στὸ διάβαν πλάνον ἔβαλες μὲ τέχνην κ’ ἔπιασές με γοιὸν τὸ περδίκιν στὴν θηλιάν, γοιὸν τὸν λαὸν στὸ νῆμαν κι ὅλους τοὺ στίχους ἔχασα κι ἀφῆκα πάσα ρίμα.","Ἁποὺ = επειδή, γιατί (αιτιολ.) λασμαρὶν = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Φωτογραφία [πηγή: Wikimedia Commons] δενδρολίβανο (αρωματικός, αειθαλής θάμνος) ἐτάνυσά το = άπλωσα το χέρι να το πιάσω [τανύω] ξένος = ο δυστυχής, ο ταλαίπωρος (η λ. εδώ ως επίθ.) πληξημένος. = στενοχωρημένος, θλιμμένος (μτχ. του πλήσσω) γιανίσκει = θεραπεύει, γιατρεύει [γιανίσκω] ἤμουν καλὰ γιαμμένος = ήμουν υγιής, ήμουν πολύ καλά ’φότις = αφότου, από τη στιγμή που τέλεια = τελείως, ολότελα (επίρρ.) Γοιὸν = όπως, όπως ακριβώς (επίρρ.) στὸ διάβαν = στο πέρασμα, στη διέλευση [το διάβα] θηλιάν = βρόχι, παγίδα για πουλιά τὸν λαὸν = Ένας λαγός στο δάσος (περ. 1585), Μουσείο Getty, Καλιφόρνια [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Hanss Hoffmann, Ένας λαγός στο δάσος (περ. 1585), Μουσείο Getty, Καλιφόρνια [πηγή: Wikimedia Commons] λαγό [ο λαός ή λαγώος] νῆμαν = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Απεικόνιση παγίδας-θηλιάς [πηγή: Wikimedia Commons] θηλιά, βρόχι (= παγίδα)",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 132, ελεύθερη φόρμα","Θεματοποιείται η διαδικασία της συγγραφής. Ο ποιητής απευθύνεται στο «κοντύλι», δηλαδή τη γραφίδα του, τονίζοντας τη λυτρωτική διάσταση του γραψίματος. Κοντύλι, φίλε μου ἀκριβέ, καιρὸς ἔν νὰ σὲ πιάσω μὰ σοὺ μηδὲν τὸ βαρεθῆς ἂν εἶν’ καὶ σὲ πειράσω· διατὶ πάντα τὰ πάθη μου μ’ ἐσὲν ἀποδιαβάζω κι ὅ τι νὰ γράψης, ὕστερα κλιόντα μου, τὰ διαβάζω. Τὸ κλάμαν μὲ παρηγορᾶ, φυράζει μου τὸ βάρος καὶ μὲ τὸ θάρος τοῦ κλαθμοῦ παίρνω χαρὰν καὶ θάρος. Ὅλοι χορεύγουν καὶ γελοῦν, χαίρουνται τὸ ποθοῦσιν κ’ ἐμὲν τὰ δάκρυα κ’ ἡ πικριὰ τὴν πεθυμιάμ μου ’θιοῦσιν. Πῶς ἔν ἐμποριζάμενον φωτιὰ φωτιὰν νὰ σβήση καὶ τὸ διαμάντιν τό ’ν σκλερὸν μὲ τὸ νερὸν νὰ λύση; Καὶ πούρε μὲν τὸ πάθος μου μὲ πάθος τὸ συντρίβγω καὶ μὲ τὸ κλάμαν τὸ πολλὺν ἀποὺ τὸ κλάμα λείβγω. Τώρα δὲν ἀξαννοίομαι πιότερα νὰ μιλήσω φοβοῦμαι μὲ τὸ γράψιμον μηδὲν βαρομεθύσω καὶ δώση πίκρα στὸ ποθῶ καὶ τὸ φοβοῦμαι πάθω κ’ ἐκεῖνον τὸ δὲν πεθυμῶ ἀννοίξουμ μου καὶ μάθω. Λοιπόν, τραγούδιν σοβαρόν, διάβα ταπεινωμένον κι ἂσ σ’ ἀρωτήξουν ποιὸς εἶσαι, πέ τους: φτωχὸν καὶ ξένον","ἔν = είναι ἀποδιαβάζω = αποδιώχνω, λησμονώ (προκ. για δυσάρεστα συναισθήματα). κλιόντα = κλαίγοντας, θρηνώντας [μτχ. ενεστ. του ρ. κλαί(γ)ω ή κλιω] φυράζει = λιγοστεύει, μειώνει τοῦ κλαθμοῦ = θρήνου, κλάματος [ο κλαυθμός] τὸ = αυτό που (αναφορ. αντων.) ’θιοῦσιν. = δυναμώνουν, ενισχύω (μεταφορ.) [ανθώ ή αθιώ] ἐμποριζάμενον = δυνατόν, ενδεχόμενο [(ε)μποριζάμενος, μτχ. ενεστ. του ρ. ημπορώ· το ουδ. μπορεμένο, μπορεζάμενον ως ουσ.] πούρε = μάλιστα, λοιπόν, όμως (από το ιταλ. pure) λείβγω = εξαντλούμαι ἀξαννοίομαι = διακινδυνεύω, τολμώ βαρομεθύσω = μεθύσω βαριά (εδώ μεταφορ.) [βαρομεθώ] ἀννοίξουμ = αποκαλύψουν, φανερώσουν διάβα = πήγαινε [β΄ εν. πρόσωπ. προστ. ενεστ. του διαβαίνω]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 137, διπλό σονέτο","Ο ποιητής απευθύνεται σε έναν αδελφικό του φίλο, στον οποίο τον έχουν διαβάλει. Πιστεύει ότι είναι αδύνατο να έχει λησμονήσει τη φιλία τους και του ζητά να του στείλει γράμμα. Ἂν ἔν κ’ ἐσύ ’σαι δίδυμος γιὰ μέναν, πῶς κεῖν’ τὸ σπλάχνος τῆς φιλιᾶς ἀφῆκα; Μπορὰ νοιαστῆς καὶ τ’ ἄστρη κατεβῆκαν χαμαὶ στὴν γῆν καὶ τὰ βουνά ’ν πνιμένα, καὶ πὼς τὰ ψάρια ζοῦσιν μέ στὰ δάση κ’ ἡ φώτη βρέχει κ’ ἡ βροχὴ στεγνώννει καὶ πὼς ὁ ἥλιος πάντα μᾶς κομπώννει γιατὶ ἀχ τὴν δύσην μέλλει νὰ μᾶς φτάση; Μ’ ἂθ θὲν νὰ καθαρίσης τὸν σκοπόσ σου βίγλα ἴσια καταπρόσωπα τῆς πόρτας κ’ ἐκεῖ θωρεῖς μορφὴν τοιούτης σόρτας καὶ θέλεις ἀγνωρίσειν τὸν ἐχθρόν σου. Στάθου λοιπὸν στὰ τέρμενα καὶ δῶσ’ μου μὲ πρῶτον ἁποὺ νά ’ρτη τὸ μαντάτον γιατὶ ἀχ τὸν πόνον πάγω πάνω κάτω κι ἀποὺ τὸ κλάμαν χάννω καὶ τὸ φῶς μου. Παρηγοριάν, παρηγοριάν, γιατρέ μου, μὲν λυπηθῆς δυὸ γράμματ’ ἀδελφέ μου. Ὧδ’ ἔν κ’ ἐσὲν κ’ ἐμὲν τὰ ’νόματά μας γραμμένα μὲ φιγούραν καὶ μὲ χράδιν, μμὰ ὁ Ζαχαριᾶς καὶ ὁ Μπουστροὺς ὁμάδιν δὲν ἠμποροῦν νὰ νώσουν τὰ κρυφά μας.","σπλάχνος = αγάπη, συμπάθεια, ευσπλαχνία νοιαστῆς = να φανταστείς, να υποθέσεις [εννοιάζομαι] κομπώννει = εξαπατά, ξεγελά [κομπώνω] ἀχ = από (πρόθ., εδώ δηλ. προέλευση) ἂθ = αν (σύνδ.) καθαρίσης = αποσαφηνίσεις, εξηγήσεις βίγλα = δες, κοίταξε [β΄ εν. πρόσωπ. προστ. ενεστ. του βιγλώ] σόρτας = είδους, λογής [η σόρτα, από το ιταλ. sorta] μὲν = μην (αρνητ. μόριο) Ὧδ’ = εδώ [επίρρ. ώδε] ὁμάδιν = μαζί (επίρρ.) τὰ κρυφά = τα μυστικά [επιθ. κρυφός· το ουδ. ως ουσ.]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 141, ελεύθερη φόρμα","Ο ποιητής προτρέπει τον φίλο του Μανογήλη να μελετήσει συγγράμματα ποιητικής, ώστε να είναι επιτυχημένος ως συγγραφέας. Παράλληλα, τον συμβουλεύει να πραγματεύεται μυθολογικά ή ερωτικά θέματα με κλασικιστικές αναφορές. Ἐπιστολὴν σοῦ προβοδῶ, φίλε μου Μανογήλη, καὶ μηδὲν δῆς τοῦ μελανιοῦ ὂ τοῦ χαρτιοῦ τὴν ὕλην, ἀλλὰ τὴν γνώμην τῆς φιλιᾶς τοῦ πέμποντος γραφέως, ποὺ σὲ φιλεῖ καὶ πεθυμᾶ νὰ γίνεσαι σπουδαῖος. Γίνωσκε γὰρ πὼς σὲ ποθῶ καὶ θέλω, πρὶν νὰ πάθης, εἰς ἄλλον ἔργον νὰ βαλθῆς ποιγητικὴν νὰ μάθης, τὴν ἐπιστήμην τῆς χαρᾶς καὶ τῆς μετεωρίας, ποὺ κάμνει τὸ σπουδαῖον της ἄξιον θεωρίας, τὸν ἀναγνώστην πρόθυμον, πεθυμημένον πάντα τοῦτον κ’ ἐκεῖνον ν’ ἀγρικᾶ καὶ νὰ γινώσκη πάντα· γιατὶ τῆς ρίμης ὀμνοστιὰ γλυκαίνει του τὸ οὖς του, θέλει δεν θέλει σύρνει τον στὸν φωτισμὸν ὁ νοῦς του. Λοιπὸν τὴν ἔννοιαβ βάλε αὐτὴν καὶ στερεοθεμελιώθου καὶ γράψε πότε διὰ τὸν Ζεὺ καὶ πότε γιὰ τοῦ Πόθου. Ἂν ὀρεχτῆς καὶ τ’ ἄρματα εἰς ρίμην ν’ ἀναφέρης κάμνει σου γὰρ τὸν Ὅμηρον νὰ πάρης καὶ νὰ φέρης. Μὲ τὴν βουλήν μου μὲν ἐβγῆς ἀχ τὸν Ἀριστοφάνη γιατὶ προκόβγει ὁ μαθητὴς σὰν ἐμπορῆ καὶ νά ’νι· τὲς πονηριὲς καὶ τὲς τροπιὲς διάφορων ἀθρώπων καὶ ὅλην τὴν τέχνηδ δείχνει σου μὲ ζύγιν καὶ μὲ τρόπον. Καὶ περισσότερα ἐμπορῶ νὰ γράψω καὶ νὰ δείξω, πλὴν τὸ μελάνιν ἔλειψεν κ’ ἐγὼ πρέπει νὰ φρίξω.","ὂ = στη θέση του και (σύνδ.) τῆς φιλιᾶς = της αγάπης (φιλικής) ποιγητικὴν = ποιητική τέχνη μετεωρίας, = πνευματικής ανάτασης, ευχαρίστησης [η μετεωρία] ν’ ἀγρικᾶ = να καταλαβαίνει, να κατανοεί [αγρικώ] ὀμνοστιὰ = η γλυκύτητα (μεταφ.) [η ομνοστιά, από το ουσ. ευνοστία] τὸ οὖς = το αφτί [το ους, γεν. του ωτός, πληθ. τα ώτα] ὀρεχτῆς = θελήσεις, επιθυμήσεις (έντονα) [ορέγομαι ως μτβ.] ἄρματα = [πηγή: Wikimedia Commons] "">Διάφορα μεσαιωνικά όπλα[πηγή: Wikimedia Commons] όπλα (κάθε είδους) και κατ’ επέκταση ο πόλεμος, η στρατιωτική τέχνη [μεσαιων. το άρμα, από το λατ. arma: όπλα, πληθ. που θεωρήθηκε ενικός] βουλήν = γνώμη, συμβουλή μὲν = μην (αρνητ. μόριο) ἀχ = από (πρόθ.) τὲς τροπιὲς = τα τεχνάσματα ζύγιν = ζύγιασμα (μεταφορ.), σωστό μέτρο [το ζύγιν] φρίξω = σιωπήσω από φόβο και συστολή, μείνω άφωνος [φρίσσω ως αμτβ.]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 148, εξάστιχο","Επιγραμματικά εκφράζεται η άποψη ότι μετανιώνει όποιος ασχολείται επίμονα με ξένες υποθέσεις και αδιαφορεί για τις δικές του. Ἀνάγνωσε, διαβάτη, αὐτὴν τὴν ρίμην, μηδὲν διαβῆς καμώννοντας ἐλλίγην στίμη γιατὶ καὶ ἄλλος τάχα ἄνθρωπος ἐργάστην ἀμμέ ’στερα ὁλοφάνερα ἐτζενιάστην. Εἴ τις τὰ ξένα μάχεται καὶ τὰ δικὰ τ’ ἀφήννει μὲ τὸν καιρὸν τῆς φάλλιας του χολὴν καὶ δάκρυα πίννει.","διαβάτη, = περαστικέ, οδοιπόρε [ο διαβάτης] καμώννοντας = προσποιούμενος, υποκρινόμενος [καμώνομαι] στίμη = εκτίμηση (από το ιταλ. stima) ἐργάστην = προσπάθησε (;) ἀμμέ = αλλά, όμως (σύνδ.) ἐτζενιάστην. = ξεγελάστηκε, εξαπατήθηκε [τζενιάζομαι] τὰ ξένα μάχεται = ασχολείται (επίμονα) με ξένες υποθέσεις τῆς φάλλιας = του σφάλματος [η φάλια, από το ιταλ. faglia]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 150, ελεύθερη φόρμα","Ο ποιητής γράφει σε κάποιον φίλο του που του έχει στείλει εγκωμιαστική επιστολή, λέγοντάς του ότι δεν είναι άξιος των επαίνων του. Ἦτον οἱ μέρες οἱ γλυκιές, ἦτον στὸ μέσον ἔαρ, ὅταν μᾶς ἔστειλες ποτὸν ἐχ τὸ δικόσ σου φρέαρ. Λέγεις πὼς εἶσαι ἀμαθὴς καὶ δειλιᾶς νὰ γράψης, μμὰ γὼ βλέπ’ ὁλοφάνερα κ’ εἶσαι κοντὰ νὰ κλάψης. Μέσα σ’ ἐκείνους πού ’χουσιν τάχα δόξαν καὶ φήμην πού ’ναι στὸ μέτρος τὸ ψηλὸν κ’ εἰς τὴν περίσσα στίμην, ἔπαινος, δόξαν περισσήν, ἔδωκες εἰς αὐτόν μου κ’ εἰς τοῦτον ἐτζενιάστηκες, δὲν ἦτον μεριτόν μου. Ἡ δόξα ἐκεῖ ποῦ δὲν πρέπει εἶναι μεγάλη φάλλια, σὰν ἕναν ποὺ δὲν δύνεται νὰ τοῦ φορέσουν μάλια. Κεῖνον τὸ λλίγον πὄρκεται ’ποὺ τὸ νοητικόν μου ἔδωκα κείν’ τῆς ἀρετῆς, καρπὸν παθητικόν μου. Κι ἂν εἴπουν τίποτε ποτὲ μὲ πάθος κινημένος, ὅτοιμα πάλε βρέθουμουν πολλὰ μετανωμένος. Διατὶ τὸ ξερὸν δέντρος μου φήμης καρπὸν οὐκ ἔχει κ’ ἔτσι, σὰν βρίσκεται γυμνόν, ἀπ’ ὅλα πομετέχει. Λοιπόν, ὑγιέ, τὲς ρίμες σου φύλαξε γι’ ἄλλον τόπον καὶ μὲν ξοδιάζης ἄπρεπα χαρτίν, βαφὴν καὶ κόπον. Κι ἂν εἶν’ καὶ ἐξ ἀγάπης σου θὲν νὰ μ’ εὐκαριστήσης, κάμε μὲ τοὺς πραότερους πάντα νὰ μὲ ψηφίσης. Ἔτσι τιμᾶς ἐσὲν κ’ ἐμὲν μὲ τρόπον τῆς φιλίας νά ’σαι πάντα φυλάμενος μὲ ὅπλα τῆς ἀξίας. Ἐπιστολὴν μᾶς ἔστειλες ὡραιοστολισμένη ἀποὺ τὲς Μοῦσες ἤτονε πολλὰ χαριτωμένη· ἡ φώτη τ’ ἀναστεναγμοῦ μπορεῖ τὸ φύλλον ν’ ἅψη, ἀμμὲ τὰ δάκρυα δὲν φήννου τὴν ὕλην νὰ προσάψη.","ἔαρ, = άνοιξη [το έαρ, γεν. του έαρος] ἐχ = από (πρόθ.) φρέαρ. = πηγάδι, εδώ προφανώς με μεταφ. σημασία [το φρέαρ, γεν. φρέατος, πληθ. φρέατα] μέτρος = κοινωνική θέση, περιωπή στίμην, = εκτίμηση [η στίμη] ἐτζενιάστηκες, = ξεγελάστηκες, εξαπατήθηκες [τζενιάζομαι] δὲν ἦτον μεριτόν μου. = δεν μου άξιζε, δεν μου έπρεπε [το μέριτον, απο το ιταλ. merito: αξία] φάλλια, = σφάλμα, λάθος [η φάλλια] μάλια. = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Σιδερένιος χιτώνας με χάλκινη περικεφαλαία, πιθανώς ανατολικής προέλευσης, 13ος-15ος αιώνας. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα.[πηγή: Wikimedia Commons] αλυσιδωτό θώρακα, πανοπλία [η μάλια, από το ιταλ. maglia] παθητικόν = που έχει σχέση με τον πόνο, τα βάσανα κάποιου [επίθ. παθητικός] ὅτοιμα = ευθύς, στη στιγμή, αμέσως (χρον. επίρρ.) μὲν = μην (αρνητ. μόριο) ἄπρεπα = άσκοπα, μάταια (επίρρ.) βαφὴν = μελάνη ψηφίσης. = υπολογίσεις, λογαριάσεις [ψηφίζω] τὸ φύλλον = τη σελίδα του χαρτιού ν’ ἅψη, = να ανάψει [άφτω] ἀμμὲ = αλλά, όμως (αντιθ. σύνδ.)",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 154, τετράστιχες στροφές","Το ποίημα αναφέρεται στο ευμετάβλητο της τύχης και στη συνακόλουθη απότομη μεταστροφή της ανθρώπινης κατάστασης. Ὅταν ἡ τύχη στρέψη τὴν θωριάν της ἀποὺ κανεὶν ἁπού ’χεν πρῶτα φίλον, γυρίζει τόσα τὸν τροχὸν σὰν μύλον καὶ ρίχνει εἰς δυστυχιὰν πάσα φιλιάν της. Κ’ ἐκεῖνος ἁποὺ χαίρετον στὰ ὕψη μὲ τόσην του τιμὴν δόξα ντυμένος, ταλαίπωρος καὶ πάντα πικραμμένος γίνεται τότε μέ στὴν μαύρην θλίψην. Καὶ σὰν φυτὸν ἄφνου ξηριζωμένος δὲν στρέφει πγιὸν στὴν πρώτην εὐτυχίαν κι ἂν ἰστραφῆ δὲν ἔν ποτὲ ὁμοία τῆς πρώτης του χαρᾶς πού ’το ντυμένος. Καληώρα κείνου τοῦ θνητοῦ, ἁποὺ τὸ διάβαν βρίσκει ’ς τοῦτον τὸν ἄγριον ποταμὸν ὁποὺ ζωὴν τὸν λέγουν, στὴν ποιάν, εἰς ὅσα νὰ χαροῦν, ὕστερα κλαίγουν ὅτι στὸ τέλος πασανεὶς γυμνὸς μεινίσκει.","τὴν θωριάν = το βλέμμα τόσα = τόσο πολύ (επίρρ.) φιλιάν = αγάπη ἄφνου = ξαφνικά (επίρρ.) δὲν στρέφει = δεν επιστρέφει πγιὸν = πια, πλέον (επίρρ.) ἔν = είναι Καληώρα = με γενική προσώπου και το αναφορ. που: ευτυχισμένος εκείνος που... τὸ διάβαν = πέρασμα, διάβαση, διέλευση εἰς ὅσα = έως ότου (να), μέχρι (να) ὅτι = Δε βρέθηκε ->Γ16β πασανεὶς = καθένας [αντων. πασανείς ή πασαείς ή πασαγείς]",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος "Ποίημα 156, ελεύθερη φόρμα","Ο Έρωτας και ο Χάρος ακούσια ανταλλάζουν ρόλους, έτσι, ο Δίας και η Αφροδίτη («Βένους») παρακαλούνται να αποκαταστήσουν την ισορροπία. Ὁ Χάρος μὲ τὸν Ἔρωταν εἶχαν πλικέψειν εἰς μιὰν μονὴν κ’ ἦτον βραδὺν κ’ εἶχαν πεζέψειν. Ἐν τῷ πρωὶ μὴν ξεύροντας τί θέλει γένει ἀλλάχτησαν εἰς αὔτου τους ὅλα τὰ βέλη. Ὁ Ἔρωτας τὸ λοιπονίν, ὅπου λαβώση τοὺς νιούτσικους τὸν θάνατον κάμνει νὰ δώση καὶ ὁ Χάρος τοὺς γέροντες γιὰ ν’ ἀγαπήσουν σφίγγει καὶ ὅλην τὴν φρόνεσην τέλεια ν’ ἀφήσουν. Ὦ Ζεῦ, ποὺ ὅλα δύνεσαι καὶ θεὰ Βένους, μετάστρεψε κεῖν’ τ’ ἄρματα καὶ πὲ νὰ γένη ὅπως τὸ ξίφος τῆς φιλιᾶς τοὺς νιοὺς ν’ ἁφταίννη κι ὁ θάνατο στοὺς γέροντες δίκιον νὰ μπαίννη.","εἶχαν πλικέψειν = είχαν διαμείνει, είχαν καταλύσει [απλικεύω, από το λατ. applicare] μονὴν = κατάλυμα, τόπο προσωρινής διαμονής ή διανυκτέρευσης εἶχαν πεζέψειν. = είχαν ξεπεζέψει, είχαν ξεκαβαλικέψει [πεζεύω] ἀλλάχτησαν εἰς αὔτου τους = αντάλλαξαν μεταξύ τους τὸ λοιπονίν, = στο εξής, από ’δώ και πέρα (σύνδ. και άναρθρος) λαβώση = πληγώσει τέλεια = τελείως, ολότελα (επίρρ.) τ’ ἄρματα = τα όπλα [το άρμα, γεν. του άρματος] ξίφος = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Στη φωτογραφία αντίγραφο μεσαιωνικού πολεμικού βέλους (κάτω) [πηγή: Wikimedia Commons] βέλος τῆς φιλιᾶς = της αγάπης, του έρωτα ἁφταίννη = κάνει ν’ ανάψουν (εδώ μεταφορ.) [αφταίν(ν)ω ως μτβ.] δίκιον = δίκαια, με δικαιοσύνη (ως επίρρ.)",,Ρίμες αγάπης (Κυπριακά ερωτικά),Ανώνυμος Abstract,"Με το όνομα του βασικού πρωταγωνιστή του είναι γνωστό το δημοφιλέστατο ανατολικό φιλοσοφικό-διδακτικό αφηγηματικό έργο Σιντίπας, ένα είδος πρώιμου μυθιστορήματος, το οποίο γνώρισε τεράστια διάδοση κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά γύρω στον 11ο αιώνα και δεν έπαψε έκτοτε να αποτελεί ιδιαίτερα αγαπητό ανάγνωσμα/ακρόαμα, όπως μαρτυρούν οι ποικίλες χειρόγραφες μεταφράσεις, αποδόσεις και παραφράσεις του, αλλά και οι έντυπες τύχες του μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.",,,Σιντίπας,Ανώνυμος "Σιντίπας, Διηγήσεις για την πανουργία των γυναικών","Το ακόλουθο απόσπασμα εντάσσεται στον ευρύτερο κύκλο διηγήσεων που αφορούν την πανουργία των γυναικών. Εδώ περιλαμβάνονται δύο διηγήσεις ερωτικού περιεχομένου. Μυθολογικόν Σιντίπα του φιλοσόφου... (α) [...] Ταύτα διηγούμενος του βασιλέως ο φιλόσοφος και σύμβουλος, περιπλέον τού είπεν: «Ω βασιλεύ, εγώ ήκουσα ότι αι πανουργίαι των γυ- ναικών είναι πολλαί και παντοδαπαί. Και διά τούτο πρώτον κακίας αίτιον είναι η γυνή. Αλλ’ άκουσον, παρακαλώ σε, ταύτην την διήγησην! Διήγησις του δευτέρου φιλοσόφου »Ήτον μία γυναίκα, οπού είχεν αγαπητικόν και ηγάπα αυτόν ερωτι- κώς. Ούτος ήτον από τους στρατιώτας του βασιλέως. Και, στέλλοντας τον δούλον αυτού ο στρατιώτης εις εκείνην την γυναίκα, την ερώτησεν αν είναι καιρός αρμόδιος να υπάγει να κοιμηθεί ο αυθέντης του μετ’ αυτής. Έτυχε δε και η ασελγής εκείνη και κακότροπος γυνή ηγάπησε και τον δούλον και ηνάγκαζεν αυτόν διά να πέσει μετ’ εκείνην. Γενομένου δε τού- του, άργησεν ο δούλος να γυρίσει προς τον αυθέντην του. Ο δε στρατιώ- της εκείνος διαβαίνοντας προς αναζήτησην του δούλου, τον είδεν η γυ- ναίκα και τον εγνώρισε. Θέλοντας δε να κρύψει τον δούλον, του λέγει: “Έμβα εσύ εις το εσώτερον σπίτι, διά να μη σε εύρει ο αυθέντης σου!”. Ούτως έκαμε, και εσέβη ο δούλος μέσα εις το εσώτερον σπίτι, και δεν τον είδεν ο αυθέντης του. Και ο στρατιώτης εκείνος, εισεβαίνοντας εις το έξω σπίτι, ήλθε και εσμίχθη μετά της γυναικός εκείνης. »Ούτως ουν συνουσιαζομένου αυτού μετ’ εκείνης, και του δούλου κε- κρυμμένου, εξαίφνης έφθασε και ο άνδρας της γυναικός. Η δε μοιχαλίς εκείνη γυνή, φοβηθείσα να εμβάσει τον μοιχόν εκείνον εις το εσώτερον σπίτι, διά να μην ιδεί τον δούλον του εκεί μέσα, ενόησε το πράγμα αλλε- οτρόπως. Λέγει λοιπόν προς τον στρατιώτην: “Ξεγύμνωσε το σπαθί σου και, μετ’ οργής και θυμού κρατών το σπαθί εις το χέρι σου γυμνόν, κα- μώνου πως υβρίζεις εμένα! Και έβγαινε έξω του σπιτίου δίχως να λαλή- σεις τίποτας εις τον άνδρα μου!”. Ούτως έκαμεν ο μοιχός, καθώς του ερ- μήνευσε, και, βαστώντας το σπαθί ξέγυμνον εις το χέρι, εξέβαινεν έξω του σπιτίου, υβρίζοντας την γυναίκα. »Τότε, σιμώνοντας ο άνδρας της γυναικός, την ερώτα την αφορμήν οπού “αυτός ο ξένος ήλθεν εις το σπίτι μας ξεσπαθωμένος”, και διατί ύβριζεν. »Η δε γυνή, με μεγάλην πανουργίαν αποκριθείσα προς αυτόν, είπε: “Τούτου του ξένου ο δούλος, φοβούμενος τον αυθέντην του, οπού μετά θυμού τον εδίωκε με το σπαθί εις το χέρι, έφυγεν εις το σπίτι μας να φυ- λαχθεί, επειδή εφοβήθη να μη φονευθεί παρ’ αυτού. Και, διατί εδοκίμαζε να τον φονεύσει στανικώς μου, και εγώ τον εμπόδιζα να μην εισέβει μέσα εις το σπίτι μας, διά τούτο έστεκε ξεσπαθωμένος, ωσάν τον είδες, και ύβριζέ με μετ’ οργής”. »Ο δε ανήρ ερωτώντας: “Πού είναι ο δούλος;”, του αποκρίνεται η γυνή ότι: ‘‘Είναι μέσα εις το εσώσπιτον ”. »Και ο άνδρας, εβγαίνοντας έξω να ιδεί, εκοίταξεν απάνω και κάτω, αλλά δεν είδεν αυτόν. Τότε στραφείς, βλέπει τον δούλον εκείνον, και λέ- γει του: “Βλέπεις τί καλόν σού έκαμεν η γυναίκα μου; Σύρε το λοιπόν εις καλήν ώραν, διότι ο αυθέντης σου εδιάβηκεν απ’ εδώ!”. Στραφείς δε εις την γυναίκα του, της λέγει: “Εγώ υπολαμβάνω ότι μεγάλην καλοσύνην έκαμες τούτου του ξένου”. »Ιδού τοίνυν, ω βασιλεύ, πώς με την παρούσαν διήγησην αποδείχνω του κράτους σου ότι δεν πρέπει τινάς παντελώς να πιστεύει τους απατη- λούς λόγους και τες κλεψίες των γυναικών». Τούτον τον λόγον πάλιν ακούσας ο βασιλεύς παρά του φιλοσόφου, όρισε να μη φονευθεί ο υιός του.[…] Διήγησις του τρίτου φιλοσόφου «Ένας άνθρωπος έπεμψε την γυναίκα του εις το παζάρι να αγοράσει ενού ασπρού ρύζι. Η δε γυνή επήγεν εις ένα εργαστήριον και έδωσε το άσπρον, να πάρει το ρύζι. »Και ο εργαστηριάρης είπε της γυναικός: “Αν θέλεις να σου δώσω το ρύζι, ομού και εκ της ζαχάρεως, έμβα μέσα εις το εργαστήριον, να σου δώσω!”. »Και η γυνή είπε: “Δώσ’ μου πρώτον, και τότε θέλω έμβει μέσα! Διατί ηξεύρω και εγώ τες πανουργίες και ατυχίες των ανδρών”. »Ο δε πουλητής εζυγίασε και έδωσεν αυτής το ρύζι, και εκ της ζαχά- ρεως. Και αυτή πιάνει και δένει εις το μανδίλι το ρύζι και την ζάχαρην. Έπειτα το άφησεν έξω εις το εργαστήριον. Και ο εργαστηριάρης είχε παιδί, και εφύλαγε. Και το παιδί πιάνει και λύει το μανδίλι και εβγάνει το ρύζι και την ζάχαρην και, άντις διά το ρύζι, βάνει τόσον χώμα και δένει πάλιν το μανδίλιον. »Τότε η γυναίκα εβγήκεν από το εσώτερον εργαστήρι και από την εντροπήν της δεν είδε τί έχει μέσα το μανδίλι. Παίρνει γουν και υπάγει εις το σπίτι της και δίδει του ανδρός αυτής το μανδίλιον, αυτή δε επήγε να φέρει το τσουκάλι. Και ο ανήρ αυτής έλυσε το μανδίλιον και βλέπει και είναι χώμα. Η γυνή δε παρευθύς εγνώρισε και απείκασε το πράγμα και, άντις τσουκάλι, ήφερε κόσκινον. Έπειτα του λέγει: “Εγώ επήγαινα εις το παζάρι να αγοράσω το ρύζι και, υπαγαίνοντας εις την στράταν, με εκλό- τσησεν ένα άλογον, και έχασα το άσπρον. Διά τούτο εδιάλεξα τούτο το χώμα και το ήφερα εδώ, ίνα κοσκινίσω αυτό και το εύρω”. Ταύτα τα λό- για είπε του ανδρός αυτής, και εκείνος ο ταλαίπωρος επίστευσε. Και, κο- σκινίζοντας ατός του το χώμα, εκορνιάκτισε τα γένιά του. »Ταύτα τα κατορθώματα γνώρισε, ω βασιλεύ, ότι τα μηχανήματα και τα βουλεύματα των γυναικών κανείς δεν δύναται να τα νικήσει!». Και ο βασιλεύς, ταύτα τα λόγια ακούσας, εκαταπράυνε τον θυμόν του και επρόσταξε πάλιν να μη θανατωθεί ο υιός του. […]","περιπλέον = επιπλέον, ακόμη παντοδαπαί = κάθε είδους, ποικίλες αρμόδιος = κατάλληλος πέσει = συνουσιάζεται εσμίχθη = συνουσιάστηκε στανικώς μου = παρά τη θέλησή μου εσώσπιτον = το εσωτερικό του σπιτού υπολαμβάνω = πιστεύω, νομίζω του κράτους σου = στην εξουσία σου, στην παντοδυναμία σου κλεψίες = απάτες ασπρού = ασημένιο νόμισμα ατυχίες = πονηριές παιδί = παραγιό, υπάλληλο εγνώρισε = κατάλαβε, αντιλήφθηκε απείκασε = κατάλαβε, αντιλήφθηκε εκορνιάκτισε = σκόνισε μηχανήματα = δολοπλοκίες, πανουργίες βουλεύματα = σκέψεις, σχέδια",,Σιντίπας,Ανώνυμος "Σιντίπας, Διήγησις περί του πραγματευτού","Ακολουθεί διήγηση, εκ μέρους του γιου του βασιλιά, η οποία αναφέρεται στην απόπειρα εξαπάτησης κάποιου πραγματευτή μυρωδικών από μια ομάδα πανούργων «μίμων», τους οποίους τελικά εξαπατά ο ίδιος ο πραγματευτής με τη βοήθεια μιας γριάς. Μυθολογικόν Σιντίπα του φιλοσόφου... (β) […] Παράδειγμα έτερον υιού του βασιλέως «Άκουσον, ω βασιλεύ, και περί ετέρας διηγήσεως, ανδρός τινός πραγ- ματευτού! »Ο οποίος είχε συνήθειαν να πραγματεύεται ξύλα μυριστικά. Και ήκουσε παρά τινών ανθρώπων ότι εις το οδείνα κάστρον πουλιώνται τα μυριστικά ξύλα ακριβά. Και παρευθύς ο πραγματευτής επήρε τα ξύλα οπού είχε, τα μυριστικά, και εδιάβη εις το κάστρον εκείνο. Και επήγεν εις ένα μέρος από έξω του κάστρου εκείνου και εξεφόρτωσε την πραγματεί- αν του, διά να μάθει την τιμήν της πραγματείας του. Και κατά τύχην επέ- ρασεν μία κοπέλα ενός αρχόντου και ηρώτησεν αυτόν τί άνθρωπος είναι και τί είναι το φορτίον του. Και αυτός της λέγει: “Πραγματευτής άνθρω- πος είμαι, και το φορτίον μου είναι μυριστικά ξύλα, και τα ήφερα διά να τα πουλήσω”. »Και η δούλη εκείνη επήγε και είπεν όλα του αυθεντός της. Και αυτός ήτον πολύξευρος άνθρωπος και ευθέως εμάζωξεν όσα μυριστικά ξύλα είχε, και έβαλεν αυτά εις την φωτίαν, και, γενομένης πολλής φλογός της φωτίας, παρευθύς εβγήκεν η ευωδία εκείθεν και εγρικήθη εις πολύν τό- πον. »Εκεί ήτον σιμά και ο πραγματευτής και εχόρτασεν από την ευωδίαν εκείνην. Και είπε των ανθρώπων εκείνων οπού εστέκασιν εκεί: “Πολλής ευωδίας ξύλων μυριστικών εχόρτασα. Και, παρακαλώ σας, ιδέτε μήπως και τινάς άνθρωπος άναψε φωτίαν εις το φορτίον μου, και καίεται!”. »Και αυτοί είπον ότι: “Δεν άναψε φωτία εκεί, ουχί”. »Και τη επαύριον επήγεν ο πραγματευτής μέσα εις το κάστρον. Και εκεί τον απάντησεν ο αυθέντης της δούλης εκείνης και ηρώτησεν αυτόν: “Τι είναι η πραγματεία σου;”. »Και ο πραγματευτής είπεν ότι: “Μυριστικά ξύλα είναι το φορτίον μου”. »Και ο εντόπιος άνθρωπος εκείνος είπε προς τον πραγματευτήν: “Ω άνθρωπε, ποίος σε ηνάγκασε να φέρεις εδώ τοιαύτα ξύλα, και άφηκες άλλα είδη, οπού ήθελες κερδίσει; Διατί ημείς εδώ τα έχομεν αυτά τα ξύλα της φωτίας. Και ταύτα καίομεν εις φούρνον και κάμινον”. »Και ο πραγματευτής λέγει: “Και πώς είναι τούτο, οπού εγώ ήκουσα ότι ταύτα τα ξύλα είναι εδώ ακριβότερα παρά εις άλλες χώρες;”. »Και αυτός είπε προς τον πραγματευτήν: “Εκείνοι, οπού σου είπαν ταύτα τα λόγια, μεγάλως σε εγέλασαν.” »Και ο πραγματευτής πολλά ελυπήθη και επικράνθη. »Και ο μίμος λέγει: “Φίλε, βλέπω σε ότι πολλά επικράνθης και λυπού- μαι σε πολλά διά την λύπην σου. Λοιπόν, εάν θέλεις, έλα, πούλησέ μου όλην την πραγματείαν σου, και, είτι γυρέψεις, να σου δώσω έως ένα πι- νάκι γεμάτο!”. »Ο δε πραγματευτής εσυλλογίζετον μέσα εις τον λογισμόν του και έλεγεν ότι: “Κάλλια να δώσω όλην μου την πραγματείαν και να πάρω ένα πινάκι γεμάτο είτι του γυρεύσω, παρά να απομείνει απούλητη η πραγ- ματεία μου”. Και, βουλευσάμενος τούτο εις τον νουν του ο πραγματευ- της, επούλησεν όλην του την πραγματείαν εκείνου του ανθρώπου του εντοπίου και εσυβάστη να πάρει, είτι ζητήσει, ένα πινάκι γεμάτο. Και ο εντόπιος επήρεν την πραγματείαν και την επήγεν εις το σπίτι του. Και άλλος τινάς άνθρωπος δεν ήξευρε παντελώς περί τούτου. »Είτα εισέβη μέσα εις το κάστρον και επήγε και εκόνεψε εις μιας γραίας σπίτι, έως να μισέψει. Και ο πραγματευτής ηρώτησε την γραίαν: “Άρα πώς πουλιώνται εδώ τα ξύλα τα μυριστικά;”. »Και η γραία είπεν ότι: “Πουλιώνται ίσια με το χρυσάφι. Πλην λέγω σου και τούτο: προσέχου καλά από τους ανθρώπους του κάστρου τού- του, διότι όλοι είναι πανούργοι και δόλιοι και πολυποίκιλοι εις τες πρά- ξες! Και δεν είναι δυνατόν, από όσοι ελθούν εδώ ξένοι, να μην γελασθούν, και να κινδυνεύσουν την ζωήν τους”. »Έπειτα εβγήκεν από το σπίτι της ο πραγματευτής, και επήγεν εις το παζάρι, να ιδεί τα πράγματα της πόλεως. Το λοιπόν, πηγαίνοντας, βλέ- πει τρεις άνδρας, μαζί καθημένους επί το έργον. Και έστεκεν και εκοίτα- ζεν αυτούς συχνά. Εκείνοι δε πάλιν έβλεπαν αυτόν. Ένας δε από τους τρεις λέγει προς αυτόν: “Ω άνθρωπε, έλα, εσύ και εγώ να διαλεχθούμεν, και, όποιος νικήσει από τους δύο, να προστάξει τον νικώμενον να κάμει είτι θέλει εις εκείνον!”. »Ο δε πραγματευτής, έστοντας να είναι απλός και απονήρευτος, λέγει προς αυτόν: “Ναι, στέργω και αγαπώ, και ας γένει εκείνο οπού όρισες!”. »Έπειτα εκάθισαν οι δύο και εδιαλέγονταν ένας προς τον άλλον. Και εκείνος ο μίμος και πανούργος άνδρας ενίκησε τον πραγματευτήν. Και λέγει προς αυτόν: “Ιδού οπού ενίκησά σε με τα λόγιά μου, και κατά την συμφωνίαν, οπού εκάμαμεν, προστάζω σε να πίεις όλα τα νερά της θα- λάσσης”. Εις ταύτα γουν ο πραγματευτής έμεινεν εις απορίαν και εις φό- βον. Διότι δεν εδύνετον πλέον να αντιλογάται τον μίμον και κακόν άν- θρωπον. Και δεν ημπόρειε να φύγει από τα δίκτυά του. »Ήτον δε ο πραγματευτής διάστραβος, ήγουν αλλήθωρος εις τα ομ- μάτια. Έτυχε δε και ο μίμος, ο ένας από τους τρεις μίμους, και ήτον στραβός από το ένα μάτι. Και εσηκώθη και αυτός και επίασε τον πραγ- ματευτήν και εκράτει αυτόν δυνατά και έλεγεν: “Εσύ έκλεψες το ένα μου ομμάτι. Το λοιπόν ας υπάγομεν εις τον κριτήν του τόπου, και ό,τι ορίσει εκείνος, θέλομεν κάμει, διατί έκλεψες το ομμάτι μου!”. »Ήκουσεν η γραία εκείνη, οπού εδέχθη τον πραγματευτήν εις το σπί- τι της, ότι εις τον κριτήν τον σύρνει ο μίμος, και εδιάβη και εσυναπάντη- σεν αυτούς και είπε προς τον μίμον η γραία: “Παρακαλώ σε, άφες αυτόν σήμερον, και αύριον να σου τον δώσω!”. Όμως η γραία εγγυήθη αυτόν να τους τον δώσει το ταχύ. Ο δε μίμος έκαμε το θέλημα της γραίας και άφη- σε τον πραγματευτήν. »Και λέγει του η γραία: “Δεν σου επαρήγγειλα εγώ πρότερον ότι να προσέχεσαι από τους ανθρώπους του κάστρου τούτου, διατί αυτοί είναι πολλά πονηροί και κακοί; Άτυχοι φαίνουνται εις τους ξένους ανθρώπους. Αμή άκουσέ μου τώρα καθώς θέλω σε συμβουλεύσει, επειδή έσφαλες εις τα πρώτα! Γνώριζε τούτο, ότι αυτοί οι μίμοι και πονηροί έχουν ένα διδά- σκαλον, ο οποίος απερνά τους πάντας μίμους και πονηρούς ανθρώπους, και όλους εκείνους απερνά εις τες πονηρίες! Και, έστοντας να έχουσιν αυ- τόν οι μίμοι ως διδάσκαλον, κάθε εσπέραν όλοι οι μίμοι υπάγουν εις αυ- τον και λέγουν αυτώ τα όσα καθεένας έκαμε διά όλης της ημέρας. Το λοι- πόν άφησε τώρα όσα και αν έχεις, και άκουσε ταύτης της ωφελίμης σου συμβουλής και άλλαξε το σχήμα και τα ρούχα σου και καμώσου και εσύ ότι είσαι ένας από τους μίμους! Έπειτα σύρε κρυφά και ανταμώσου μαζί με την συντροφίαν εκεινών και σύρε και εσύ μαζί προς τον διδάσκαλον! Πλην προσέχου να μην σε εγνωρίσουν! Και στάσου και εσύ εκεί σιμά, ως ένας άνθρωπος από της χώρας ετούτης, και άκουε καλά τα όσα θέλουσιν ειπεί αυτώ οι πονηροί εκείνοι μίμοι, και τα όσα θέλει αποκριθεί εκεινών! Και σημείωσον αυτά εν τη διανοία σου και εις την ενθύμησήν σου, ίνα έχεις εις αντίθεσιν των εχθρών οπού σε πολεμούν! Και μετά πολλής δυ- νάμεως θέλεις νικήσει την πονηρίαν αυτών. Και μέγα κέρδος θέλει γένει εις εσένα από του τοιούτου τρόπου”. »Ο δε πραγματευτής εκείνος έκαμε τα όσα εδιδάχθη παρά της γραί- ας, και άλλαξε το σχήμα του και επήγε και εστάθηκε κοντά εις τον διδά- σκαλον. Και πρώτον είδε οπού ήλθεν εις αυτόν εκείνος οπού αγόρασε τα μυριστικά ξύλα, και είπε πάντα του διδασκάλου: “Εγώ απήντησα σήμε- ρον τινά πραγματευτήν, και επούλειε ξύλα μυριστικά, και έκαμα παζάρι διά όλον του το φορτίον να του δώσω έως ένα πινάκι γεμάτο, είτι θέλει να ζητήσει από τα είδη οπού ευρίσκονται εις ημάς”. »Και ο διδάσκαλος ηρώτησεν αυτόν: “Και τί πράγμα είναι εκείνο οπού εσυμφώνησες μετ’ αυτόν ότι να του δώσεις, φλωρία ή ασήμι ή μαργαρι- τάρια;”. »Και ο μίμος λέγει: “Ουχί, κύριέ μου, είδη χωρίς όνομα, τα ποία έτι θέ- λει να ζητήσει· μόνον ένα πινάκι γεμάτο”. »Και είπε προς αυτόν ο διδάσκαλος: “Μεγάλως έσφαλες εις του λό- γου σου. Διότι, αν φανεί του πραγματευτού να ζητήσει από εσένα ψύλ- λους όσους χωρεί το πινάκι, είτα το μεν ήμισυ πλήθος των ψύλλων να εί- ναι θηλυκοί, το δε έτερον αρσενικοί, και όχι μόνον να είναι οι ψύλλοι ξαν- θοί και υπόμαυροι, αλλά και ξανθοασπρομαυροκοκκινοειδείς, άρα δύνα- σαι να δώσεις τοιαύτην δόσην; Πώς θέλει γένει εις εσένα να ελευθερωθείς από την ταραχήν του ανθρώπου εκείνου;”. »Και ο μίμος λέγει: “Ω, κύριέ μου, δεν είναι τόσον σοφισμένος ο πραγ- ματευτής εκείνος, ούτε ο νους του φθάνει. Αλλά, ως νομίζω, άσπρα ή φλωρία ή μαργαριτάρια θέλει ζητήσει από εμένα, και ουχί άλλο τίποτα”. »Ήλθεν ουν και ο μίμος οπού ενίκησεν αυτόν τον πραγματευτήν εις την διάλεξην και είπε και αυτός του διδασκάλου ότι: “Εγώ αυτόν τον πραγματευτήν ενίκησα, διατί εβάλαμεν στοίχημα ότι, είτις νικήσει εις την διάλεξην του λόγου, να κάμει ο νικώμενος τα όσα τον ορίσει εκείνος οπού νικήσει. Λοιπόν εγώ ενίκησα αυτόν εις όλην την διάλεξην και όρισα αυτόν να πίει όλα τα νερά της θαλάσσης”. »Τότε ο διδάσκαλος είπε προς αυτόν: “Ούτε εσύ έκαμες τίποτες. Αμή, αν τύχει και ειπεί εκείνος προς εσένα ότι: “Άπελθε πρώτον εσύ, κράτησε τους ποταμούς και τες βρύσες οπού τρέχουν εις την θάλασσαν, έπειτα εγώ θέλω πίει τα νερά της θαλάσσης, διατί εγώ έταξα να πίω μόνον τα νερά της θαλάσσης και ουχί και τους ποταμούς και τες βρύσες!”, και, εάν ο πραγματευτής θέλει σου αποκριθεί έτσι, έχεις εσύ τόσην δύναμην ότι να ημπορέσεις να κόψεις τους ποταμούς και τες βρύσες οπού τρέχουν εις την θάλασσαν;”. »Ο δε μίμος είπεν: “Ήξευρε, κύριέ μου, ότι δεν είναι τόσον δυνατή η γνώσις του πραγματευτού! Διατί δεν δύναται να δώσει τοιαύτην απόκρι- σην”. »Είτα ήλθε και ο στραβός μίμος και λέγει και αυτός προς τον διδά- σκαλον: “Σήμερον, κύριέ μου, είδα ένα πραγματευτήν εις το παζάρι οπού είχεν ομμάτια διάστραβα, και εκράτησα αυτόν πολλά δυνατά και είπα του ότι: “Εσύ μου έκλεψες το ένα μου ομμάτι. Το λοιπόν παντελώς δεν θέ- λω σε αφήσει, παρά να σου εβγάλω το ένα σου ομμάτι. Και, εάν θέλεις να εξοδιάσεις όλον σου τον βίον, δεν θέλεις γλιτώσει, έως ού οπού να το ια- τρεύσεις”. »Και τότε είπεν ο διδάσκαλος και αυτουνού ότι: “Ουδέ εσύ δεν εκα- τόρθωσες τίποτες. Διατί, εάν σε ειπεί ο πραγματευτής ότι: “Ετούτο είναι σημάδι της προστάξεώς μας, ίνα εβγάλεις εσύ το ομμάτι οπού έχεις, και εγώ το ένα μου ομμάτι, να τα βάλομεν εις το ζύγι, να τα ζυγιάσομεν, και, εάν είναι ίσια και τα δύο, τότε θέλει ευρεθεί η αλήθεια”, και, ει μεν ευρε- θεί ίσια το εδικόν του ομμάτι με το εδικόν σου, καλά, ει δε και δεν ευρε- θεί ίσια, τότε τί θέλεις πάθει εσύ, οπού εκατηγόρησες αυτόν ψεύματα και έβγαλες το ομμάτι του; Τότε αυτός θέλει σου ζητήσει τιμωρίαν και ζη- μίαν και θέλει σε σύρει εις κρίσες και πειρασμούς. Τότε εσύ τί θέλεις κά- μει, εάν αυτός απιλογηθεί έτσι; Και τούτο πάλιν είναι χειρότερον, ότι, εάν γένει τούτο το πράγμα εις εσένα, εσύ μεν τελείως θέλεις αναμείνει τυ- φλός, αμή εκείνος θέλει έχει το ένα και θέλει έχει το φως να βλέπει”. »Και ο στραβός μίμος απεκρίθη προς ταύτα τα λόγια και είπε: “Κύριέ μου, αλλά ο πραγματευτής δεν έχει τόσην πονηρίαν και τόσην γνώσην, διά να ηξεύρει να απιλογηθεί τέτοιας λογής”. »Το λοιπόν, έστοντας να ακούσει τα τοιαύτα λόγια ο πραγματευτής παρά του διδασκάλου των πονηρών μίμων, εφύλαγεν αυτά μέσα εις την καρδίαν του. Όμως, ξημερώνοντας η ημέρα, έρχεται ο πραγματευτής προς τον άνθρωπον εκείνον, οπού αγόρασε τα μυριστικά ξύλα, και λέγει του: “Ω, φίλε, δώσ’ μοι είτι εσεβαστήκαμεν περί της πραγματείας οπού σου επούλησα!”. »Ο δε μίμος λέγει: “Ζήτησον είτι βούλεσαι, και εγώ έτοιμος είμαι και θέλω σου το δώσει!”. »Και ο πραγματευτής λέγει ότι: “Θέλω να μου δώσεις εις τούτο το πι- νάκι τόσους ψύλλους όσους χωρεί, και να είναι ξανθοί και υπόμαυροι, και ου μόνον να είναι το ήμισυ μέρος αρσενικοί και το ήμισυ θηλυκοί, αλλά να είναι και <ξανθο>ασπρομαυροκοκκινοειδείς”. Και ανάγκαζεν αυτόν πολ- λά. Και, έστοντας να βιάζει αυτόν καταπολλά, έδωκεν αυτόν διπλήν και τριπλήν την τιμήν από εκείνα οπού άξιζαν ταύτα τα ξύλα τα μυριστικά. »Τότες επήγε και ηύρε και τους άλλους δύο μίμους, τον ένα οπού τον εζήτα το ομμάτι, και τον άλλον οπού τον επρόσταξε να πίει όλην την θά- λασσαν. Όμως επίασεν αυτούς και εσπούδαζε και ανάγκαζε να κάμνουν όσα παρά του διδασκάλου αυτών έμαθε και ήκουσε. Και τοσούτον αυ- τούς έσυρε βιαίως και κακώς, έως ού έλαβεν ο πραγματευτής από τού- των των μίμων όσα ηθέλησεν, έστοντας να τους νικήσει. Και τότες τους άφησεν ο πραγματευτής και εγύρισε πολλά κερδεμένος εις το σπίτι του.","μυριστικά = αρωματικά οδείνα = τάδε εγρικήθη = έγινε αισθητή μεγάλως = πολύ μίμος = απατεώνας είτι = ό,τι πι = πιάτο, δίσκο Κάλλια = καλύτερα εσυβάστη = συμφώνησε, συμβιβάστηκε [συβάζομαι] εκόνεψε = έμεινε μισέψει = αναχωρήσει, φύγει ίσια = εξίσου προσέχου = πρόσεχε, φυλάξου (β΄ εν. προστ.) έστοντας = με το (να), όντας στέργω = (απο)δέχομαι, συμφωνώ αντιλογάται = αντιλέγει δίκτυά = πλεκτάνες, παγίδες διάστραβος = αλλήθωρος κριτήν = δικαστή ταχύ = το (επόμενο) πρωί επαρήγγειλα = συμβούλεψα πρότερον = πριν, προηγουμένως Άτυχοι = ανήθικοι Αμή = αλλά, όμως απερνά = ξεπερνά σχήμα = παρουσιαστικό, εξωτερική εμφάνιση καμώσου = προσποιήσου έτι = ακόμη/στο μέλλον ταραχήν = πρόβλημα/κίνδυνο σοφισμένος = έξυπνος, σοφός άσπρα = ασημένια νομίσματα είτις = όποιος στραβός = μονόφθαλμος εξοδιάσεις = ξοδέψεις σημάδι = εγγύηση προστάξεώς = υπόσχεσης, συμφωνίας ζη = αποζημίωση κρίσες = δικαστήρια πειρασμούς = κινδύνους/ταλαιπωρίες εσεβαστήκαμεν = συμφωνήσαμε ανάγκαζεν = πίεζε, έφερνε σε δύσκολη θέση βιάζει = πιέζει εσπούδαζε = μελετούσε/πίεζε",,Σιντίπας,Ανώνυμος Abstract,"Το ποίημα που είναι ευρύτερα γνωστό ως Σπανέας έχει ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο και τοποθετείται χρονικά στον 12ο αιώνα. Είναι γραμμένο σε ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και σε δημώδη γλώσσα. Συγγραφέας του έργου εικάζεται ότι είναι ο Αλέξιος Κομνηνός, γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και συναυτοκράτορας, ο οποίος μέσα από το έργο νουθετεί τον ανιψιό του.",,,Σπανέας,Ανώνυμος Συγγραφή παραινέσεων. Φόβος Θεού (στ. 1-83),"Ο συντάκτης του ποιήματος, που φαίνεται να είναι ο Αλέξιος Κομνηνός, συνθέτει στίχους με τους οποίους αποσκοπεί να νουθετήσει τον ανιψιό του. Τονίζει, αρχικά, τον σεβασμό προς τον Θεό και τον αυτοκράτορα. Στίχοι, γραφὴ καὶ διδαχὴ, καὶ παραινέσεως λόγοι ἐξ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ τοῦ μακαριωτάτου, πρὸς τὸν τοῦ πρίγκιπος υἱὸν Καίσαρος Βρυεννίου, εἰς φρόνησιν καὶ παίδευσιν, εἰς λόγων εὐκοσμίαν. Τέκνον μου ποθεινότατον, παιδίν μου ἠγαπημένον, ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου, ἤλπιζ’ εἰς τὰς πικρίας μου ταύτας τὰς ἀφορήτους καὶ τοὺς πολλούς μου στεναγμοὺς καὶ τοὺς ἀμέτρους πόνους, ἵνα σ’ εὑρῶ ἀνασασμὸν καὶ παρηγόρημά μου, καὶ κουφισμὸν τῶν πόνων μου τῶν ἀπαραμυθήτων, καὶ παρηγόρημα ψυχῆς, καρδίας μου λαμπάδα. ὁ λογισμός μου πάντοτε φέρνει σε εἰς τὸν νοῦν μου, καὶ πάντοτ’ ἡ καρδία μου εἰς φῶς ποτὲ οὐκ ἦλθεν. παιδίν μου, ἂν ἠπόρησε τῆς πολιᾶς τὸ γῆρας, ἐγὼ φαντάζομαι, δοκῶ, ὅτι ἔμπροστέν μου στέκεις, καὶ κράζω, κράζω, κι οὐ λαλεῖς, ταράσσεις τὴν ψυχήν μου. ἀπὸ στενοχωρίας μου, ἀπὸ πολλῆς μου θλίψης ἁπλόνω κι οὐχ εὑρίσκω σε, ’μιλῶ σε, οὐ ’μιλεῖς με. καὶ παρευθὺς οἱ πόνοι σου κεντοῦσιν τὴν ψυχήν μου καὶ κατακόπτουσιν αὐτήν, ἀναίσθητος ὑπάρχω. καὶ τῆς φωνῆς σου τῆς λαμπρᾶς ἀκούων, τὸ παιδίν μου, τὰ δάκρυά μου ῥέονται, τρέχουν ὡς τὸ ποτάμιν. ἂν στοχαστῇς, υἱούτσικε, πλέον οὐ μὴ γάρ μ’ εἶπες, εἰ μὴ ψυχρὸν κι ἀναίσθητον κρύσταλλον παγωμένον. ἀνέλυσέ μ’ ἡ φλόγωσις τῶν πολυστεναγμάτων καὶ ’γάλιν ’γάλιν χύνομαι, λύομαι, ὑπαγαίνω. αὐτὰ ἐθάῤῥουν εἰς ἐσὲν, παιδίν μου, νὰ κερδήσω; ἤλπιζα εὕρειν θησαυρὸν κ’ ηὗρα καρβούνιν μέγα κ’ ἔσω ἡ καρδιά μου φλέγεται ... οὐκ ἠμπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σε τὰ παθαίνω. μὴ δώσῃς τὴν καρδίαν μου στενάγματα καὶ πόνους καὶ φέρῃς καὶ τὸ γῆράς μου εἰς ὀλιγοθυμίαν. ἀρκοῦσι νῦν τὰ ἔπαθες καὶ περισσεύουσίν σε, πῶς πάσχεις ὡς παντόρφανος κι ἀποξενιτεμένος. ἐξεύρεις πόσην προσοχὴν καὶ πόσον πόνον ἔχεις εἰσὲ ἐμὲν τὸν δόλιον, τὸν πολυπονεμένον, ἂν λόγους παραινετικοὺς ἤκουσες ἀπ’ ἐμένα· καλὴν βουλὴν σὲ ἔδωκα, καὶ κράτει την, ἄν θέλῃς· καὶ ἂν ἐσὺ, παιδίον μου, τὰ βάλλῃς εἰς τὸν νοῦν σου, οὐ μὴ ἐκβάλλῃ ἀπὸ σὲν οὐ θλίψις οὐδὲ χρόνος. ἐγὼ γὰρ, εἰ κι ἀπόδημος καὶ χωρισμένος εἶμαι, ποτέ μου ἡ καρδίτσα μου χωρίζετ’ ἀπὸ σένα. γράφω σε στίχους ἐκλεκτοὺς, στίχους ἐκ τοὺς ἠγάπας, καὶ ὅταν εὕρῃς ἄδειαν, κάθου κι ἀνάγνωθέ τους, καὶ θὲς τὸν νοῦν σου εἰς αὐτοὺς καὶ βάλλε τὸν σκοπόν σου, καὶ οἷον εὕρῃς ἀγαθὸν, θές τον εἰς τὴν ψυχήν σου, κ’ ἔχε τον εἰς ἐνθύμησιν, καὶ κράτει τον ’ς τὸν νοῦν σου, καὶ εἰς καιρὸν ὁκάποτε, ὅταν οὐκ ἀπαντέχῃς, νὰ τοὺς εὑρῇς πρὸ ὀφθαλμοῦ εἰς ὄφελόν σου μέγα. εἰ δὲ καὶ ἔχει τίποτες ἀχρήσιμον τὸ πρᾶγμα, ἐκεῖνο μὴ τὸ χρειαστῇς, μηδόλως τὸ θελήσῃς. λοιπὸν, υἱέ μου, ἀπὸ τοῦ νῦν ἀπάρχομαι τοῦ λέγειν, καὶ θὲς ’ς τὸν νοῦν σου, ἄκουσε καλὰ καὶ πρόσεχέ τα. Πρὸ πάντων ἔχε τοῦ θεοῦ τὸν φόβον εἰς τὸν νοῦν σου, καὶ πρόσεχ’, ὅτι τὰ κρυπτὰ γινώσκει τῶν ἀνθρώπων, ἐλέγχει δὲ τοὺς λογισμοὺς, δικάζει καὶ τὰς πράξεις, καὶ φανερόνει τὰ κρυπτὰ καὶ τοὺς κακοὺς κολάζει, τοὺς δὲ καλοὺς εὐεργετεῖ καὶ φίλους ὀνομάζει· εἰς τοῦτον μόνον ἔλπιζε κ’ εἰς ἄλλον μὴ ἐλπίζῃς. λέγει γάρ τις τῶν προφητῶν ἐκείνων τῶν ἁγίων· εἴ τις εἰς θεὸν ἤλπισεν, ποτὲ οὐ καταισχύνθη. ἄλλος δὲ πάλιν θαυμαστὸς προφήτης λέγει τοῦτο· εἴ τις εἰς ἄνθρωπον θαῤῥεῖ κ’ εἰς ἄνθρωπον ἐλπίζει, ἐπικατάρατός ἐστιν μᾶλλον κ’ ἀπελπισμένος. Τὸν βασιλέα, ὦ υἱὲ, τίμα τον καὶ φοβοῦ τον· πρόβλησις ἔνι τοῦ θεοῦ ὁ βασιλεὺς, παιδίν μου· ἂν ἔχῃς πίστιν εἰς αὐτὸν, ὡς ἀπαιτεῖ ὁ νόμος, οὐ μὴ σὲ λείψῃ τὸ καλὸν καὶ ἡ ἀγάπη τούτου, διότι ἡ καρδία του δύναται παρὰ πάντων, καὶ παρὰ πάντας δύναται, παιδίν μου, εἰς τὸ θέλει, καὶ εἴ τι θέλει, δύναται ποιεῖν το ὅταν θέλῃ· ὡς ἔχει γὰρ τὴν δύναμιν, ἐργάζεται συντόμως. Ἕνα θεὸν ἐγνώριζε τῶν πάντων βασιλέα, ἕνα θεὸν φοβήθητι τῶν πάντων εὐεργέτην, θεὸν τὸν παντοδύναμον, θεὸν καρδιογνώστην· καὶ ἂν ἀκούσῃς κατ’ αὐτοῦ ῥήματα βλασφημίας, νὰ μὴ τὰ παραδέξεσαι μηδ’ ὑποφέρῃς ὅλως, ὅτι εἰς κόλασιν σχεδὸν ἐκπίπτεις τῆς γεέννης. ἂν μάθῃς λόγον βλάσφημον κατὰ τοῦ βασιλέως, τάχιστα δράμε, δεῖξέ τον ...... .... νὰ πάθῃ ὡς ἐπίβουλος, νὰ παιδευθῶσιν ἄλλοι. θεὸς γὰρ ὀνομάζεται κι ὁ βασιλεὺς, παιδίν μου, καὶ εἴ τις φέρει κατ’ αὐτοῦ, κίνδυνος ἔνι κόσμου.","γραφὴ = γραπτό (γενικά), σύγγραμμα διδαχὴ = διδασκαλία παραινέσεως = προτροπής, συμβουλής [η παραίνεσις] μακαριωτάτου = αξιομακάριστου (χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός για νεκρό) παίδευσιν = διαπαιδαγώγηση, διάπλαση [η παίδευσις] εὐκοσμίαν = ευπρέπεια ποθεινότατον = πολύ επιθυμητό [υπερθ. βαθμός του επιθ. ποθεινός] ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου = κόκαλο· έκφρ. προκ. για κατιόντες συγγενείς ἀμέτρους = που δεν μπορούν να μετρηθούν, υπερβολικούς [επίθ. άμετρος] ἵνα = να, για να (τελ. σύνδ.) ἀνασασμὸν = ανάσα, αναπνοή, ευχαρίστηση, παρηγοριά (μεταφ.) [ο ανασασμός] κουφισμὸν = ανακούφιση από σωματικό και ψυχικό πόνο [ο κουφισμός] ἀπαραμυθήτων = απαρηγόρητων [επίθ. απαραμύθητος] ἠπόρησε = αδυνάτισε, εξασθένησε [γ΄ εν. οριστ. αορ. του απορώ] πολιᾶς = γεροντικής ηλικίας [η πολιά: άσπρες τρίχες] δοκῶ = νομίζω ἔμπροστέν μου = μπροστά μου παρευθὺς = ευθύς, αμέσως, στη στιγμή (επίρρ.) κεντοῦσιν = βασανίζουν κατακόπτουσιν = κομματιάζουν (μεταφ.) ἀναίσθητος = εξουθενωμένος, απονεκρωμένος (επίθ.) ῥέονται = τρέχουν υἱούτσικε = παιδάκι (θωπευτικά) πλέον = πια (επίρρ.) οὐ μὴ = επιτείνει την άρνηση κρύσταλλον = πάγο, κομμάτι πάγου ἀνέλυσέ = ""έλιωσε"" (μεταφ.), εξουθένωσε [αναλύω και αναλώ] φλόγωσις = κάψιμο πολυστεναγμάτων = πολλών στεναγμών ’γάλιν ’γάλιν = αργά (επίρρ.) χύνομαι = θρηνώ (μεταφ.) λύομαι = λιώνω από στενοχώρια, στενοχωριέμαι πολύ ἐθάῤῥουν = ήλπιζα, περίμενα [πρτ. του θαρρώ] εὕρειν = να βρω [τελ. απρμφ. αορ. του ευρίσκω] καρβούνιν = κάρβουνο, άνθρακα, ψυχικό πόνο, θλίψη, βάσανο (μεταφ.) καταλεπτῶς = λεπτομερειακά, με πληρότητα (επίρρ.) γράφειν = να γράφω [τελ. απρμφ. ενεστ. του γράφω] τὰ = αυτά που (αναφ. αντων.) ὀλιγοθυμίαν = αδυναμία, εξάντληση (από στενοχώρια, αγωνία ή αναστάτωση) νῦν = τώρα (επίρρ.) παντόρφανος = ορφανός και από τους δύο γονείς, πεντάρφανος· εδώ μεταφ. μόνος στον κόσμο, απροστάτευτος (επίθ.) δόλιον = ταλαίπωρο, δύστυχο [επίθ. δόλιος] πολυπονεμένον = που βιώνει πολλούς πόνους, δυσκολίες (επίθ.) παραινετικοὺς = συμβουλευτικούς, προτρεπτικούς βουλὴν = γνώμη, συμβουλή [η βουλή] κράτει = φύλαξε [β΄ ενικό προστ. ενεστ. του κρατώ] εἰ = αν (σύνδ.) ἀπόδημος = αυτός που είναι μακριά από τον κόσμο (επίθ.) καρδίτσα = υπόσταση, ύπαρξη, ψυχή (με συμπάθεια) ἐκ τοὺς = από αυτούς που ἄδειαν = ευχέρεια χρόνου, καιρό διαθέσιμο [η άδεια] κάθου = κάθισε θὲς τὸν νοῦν σου = πρόσεχε [φρ. θέτω τον νουν μου] βάλλε τὸν σκοπόν σου = δείξε προσήλωση [φρ. βάλλω τον σκοπόν μου] οἷον = όποιο [αναφ. αντων. οίος] θές = τοποθέτησε, βάλε [β΄ εν. προστ. αορ. του θέτω] ἔχε τον εἰς ἐνθύμησιν = να τον θυμάσαι εἰς καιρὸν ὁκάποτε, ὅταν = όταν κάποτε (στο μέλλον) οὐκ ἀπαντέχῃς = δεν περιμένεις [απαντέχω] νὰ τοὺς εὑρῇς πρὸ ὀφθαλμοῦ = να τους βρεις μπροστά στα μάτια σου ἀχρήσιμον = άχρηστο [επίθ. αχρήσιμος] μηδόλως = καθόλου (επίρρ.) ἀπὸ τοῦ νῦν = από τώρα και στο εξής (επίρρ.) ἀπάρχομαι = αρχίζω τοῦ λέγειν = να λέω (έναρθρο απρμφ. ενεστ.) τὰ κρυπτὰ = τα κρυμμένα, τα μυστικά [επίθ. κρυπτός, το ουδ. ως ουσ.] ἐλέγχει = κρίνει (ενν. ο Θεός) κολάζει = τιμωρεί τις = κάποιος, ένας (αόρ. αντων.) τῶν προφητῶν = από τους προφήτες καταισχύνθη = ατιμάστηκε, ντροπιάστηκε [γ΄ εν. οριστ. παθ. αορ. του καταισχύνομαι] θαῤῥεῖ = στηρίζεται, έχει εμπιστοσύνη ἐπικατάρατός = καταραμένος (επίθ.) φοβοῦ = να αισθάνεσαι δέος, να σέβεσαι [β΄ εν. προστ. ενεστ. του φοβούμαι] πρόβλησις = προβολή ἔνι = είναι οὐ μὴ σὲ λείψῃ = δεν θα σου λείψει, δεν θα στερηθείς δύναται = μπορεί, έχει τη δύναμη παρὰ πάντων = περισσότερο από όλους παρὰ πάντας = περισσότερο από όλους εἰς τὸ θέλει = σε αυτό που θέλει εἴ = αν (υποθ. σύνδ.) τι = κάτι (αόρ. αντων.) ποιεῖν = να κάνει [τελ. απρμφ. του ποιώ] ὡς = όπως (αναφ. επίρρ.) γὰρ = σύνδ. που χρησιμοποιείται πολλές φορές για παραγέμισμα του στίχου ἐργάζεται = ενεργεί, πράττει ἐγνώριζε = αναγνώριζε, να αναγνωρίζεις [β΄ εν. προστ. ενεστ. του εγνωρίζω] καρδιογνώστην = που γνωρίζει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής [ο καρδιογνώστης] κατ’ αὐτοῦ = εναντίον του ῥήματα = λόγους, λόγια παραδέξεσαι = αποδέχεσαι, ανέχεσαι ὑποφέρῃς = ανέχεσαι ὅλως = διόλου, καθόλου (με άρνηση) σχεδὸν = πλησίον, πολύ κοντά (επίρρ.) γεέννης = τόπος της μελλοντικής τιμωρίας των αμαρτωλών, η κόλαση τάχιστα = γρήγορα [υπερθ. βαθμός του επιρρ. ταχέως] δράμε = τρέξε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του δράμω] νὰ πάθῃ = να τιμωρηθεί παιδευθῶσιν = σωφρονιστούν, διορθωθούν [γ΄ πληθ. υποτακτ. παθ. αορ. του παιδεύομαι] φέρει κατ’ αὐτοῦ = κινηθεί εναντίον του (ενν. του βασιλιά)",,Σπανέας,Ανώνυμος "Εγκράτεια, προσευχή, αρετή (στ. 124-151)","Εκτός από την κοινωνική ζωή, είναι αναγκαία και η στροφή του νέου στον εαυτό του με την προσευχή. Έτσι, δεν θα παρασύρεται από τη ματαιότητα του κόσμου. ἄκουε πάντα συνετῶς, καὶ χώριζε τὸ κρεῖττον. μὴ προλαμβάνῃ ἡ γλῶσσά σου ποτὲ τὸν λογισμόν σου. πολλοὺς γὰρ ἐκ συναρπαγῆς παρέδωκεν ἡ γλῶσσα, καὶ διὰ τοῦτο πρόσεχε πρῶτον καλὰ καὶ σκόπει, καὶ τότε λάλει ταπεινὰ καὶ μεμελετημένα. ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν θεὸν μεγάλως οἰκειοῦται· ὁπόταν γὰρ ἡ προσευχὴ γίνετ’ ἀπὸ καρδίας, ὥσπερ ὁποῦ συνομιλεῖ τὸν κύριν του πολλάκις, θαῤῥεῖ, παῤῥησιάζεται, ὡς ἔθος πρὸς ἐκεῖνον, οὕτως ὁ προσευχόμενος καὶ ψάλλων κατὰ μόνας λαμβάνει χάριν ἐκ θεοῦ, εὑρίσκει παῤῥησίαν. λοιπὸν εἰς τὴν καρδίαν σου θές το, παιδί μου, τοῦτο, καὶ ὅταν εὕρῃς ἄδειαν, καὶ ψάλλε καὶ προσεύχου. πάντα γὰρ τὰ φαινόμενα καὶ τὰ λαμπρὰ τοῦ κόσμου οὐκ ἔχουσιν ὑπόληψιν οὺδὲ φιλοτιμίαν· τίποτ’ οὐκ ἔφερεν κανεὶς ἐκ τὸν παρόντα κόσμον· γυμνοὶ γὰρ ἐγεννήθημεν, γυμνοὶ πάλιν θανοῦμε, καὶ τοῦ γυμνοῦ πτωχότεροι· παιδίν μου, τί κερδαίνεις πλοῦτος ζωῆς καὶ χρήματα, ματαιοτάτην δόξαν; [τοῦ κόσμου τούτου ἡ ζωὴ, ταύτην γὰρ πάντα φέρει τρόπος καλὸς, ἐνάρετος καὶ καθαρὸς τοῦ βίου] ἦθος σεμνὸν καὶ ταπεινὸν καὶ μετριοφροσύνη, οὔτε ὁ πλοῦτος ἀληθῶς, οὐ δόξα ἐπαινεῖται, αὔτ’ ἔχουν καὶ τὸν ἔπαινον, αὔτ’ ἔχουν καὶ τὸν ψόγον. γίνωσκε, τιμιώτερον τῆς ἀρετῆς οὐκ ἔνι· τὸ κάλλος γὰρ ἠχρείωσεν ἡ νόσος καὶ τὸ γῆρας, ἡ δ’ ἀρετὴ, ὅσον γηρᾷ, γίνεται λαμπροτέρα καὶ κέρδος ἔχει δαψιλὸν τὴν ἄνω βασιλείαν.","συνετῶς = γνωστικά, φρόνιμα (επίρρ.) χώριζε = διάλεγε, ξεχώριζε κρεῖττον = καλύτερο προλαμβάνῃ = προηγείται, προτρέχει λογισμόν = λογικό, σκέψη [ο λογισμός] ἐκ συναρπαγῆς = από απροσεξία, απερισκεψία από βιασύνη παρέδωκεν = πρόδωσε [παραδίδω] σκόπει = εξέταζε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του σκοπώ] λάλει = μίλα, να μιλάς [β΄ εν. προστ. ενεστ. του λαλώ] μεμελετημένα = συνετά, μυαλωμένα (επίρρ.) μεγάλως = πολύ, υπερβολικά (επίρρ.) οἰκειοῦται = φέρνει κοντά στον Θεό (εδώ) ὥσπερ = όπως ακριβώς (αναφ. επίρρ.) ὁποῦ = εκείνος που πολλάκις = συχνά, πολλές φορές (επίρρ.) θαῤῥεῖ = παίρνει θάρρος παῤῥησιάζεται = μιλά με παρρησία, λέει κάτι ελεύθερα και ευθαρσώς ὡς ἔθος = όπως γίνεται συνήθως κατὰ μόνας = ιδιαιτέρως, μοναχικά (επίρρ.) παῤῥησίαν = θαρραλέα και ειλικρινή έκφραση της γνώμης, ελευθεροστομία θές = τοποθέτησε, βάλε [β΄ ενικ. προστ. αορ. του θέτω] πάντα = όλα λαμπρὰ = τα επίγεια αγαθά [επίθ. λαμπρός· το ουδ. ως ουσ.] ἐκ τὸν παρόντα κόσμον = από την παρούσα ζωή, την επίγεια, την εφήμερη τοῦ γυμνοῦ = από τον φτωχό (μεταφ.), τον αβοήθητο/εγκαταλελειμένο κερδαίνεις = κατορθώνεις, πετυχαίνεις τρόπος = διαγωγή, φέρσιμο καθαρὸς = αγνός, άδολος, άψογος (επίθ.) ἀληθῶς = πραγματικά (επίρρ.) ψόγον = αποδοκιμασία, κατηγορία τῆς ἀρετῆς = από την αρετή οὐκ ἔνι = δεν υπάρχει γὰρ = διότι (αιτιολ. σύνδ.) ἠχρείωσεν = καταστράφηκε [γ΄ ενικ. οριστ. αοριστ. του αχρειώ] γηρᾷ = γερνάει κέρδος = αμοιβή δαψιλὸν = αρκετή, άφθονη [επίθ. δαψιλός] ἄνω βασιλείαν = βασιλεία των ουρανών",,Σπανέας,Ανώνυμος Συμπεριφορά προς φίλους (στ. 178-216),"Στους προηγούμενους στίχους ο ποιητής τόνισε την αξία της αγάπης, της πραότητας και της απόκτησης γνώσεων. Θα ακολουθήσουν συμβουλές για την ορθή συμπεριφορά στον κοινωνικό περίγυρο και ιδιαίτερα προς τους φίλους. τοὺς πάντας προσχαιρέτιζε μετὰ περιχαρείας, καὶ μετὰ πάντων ἐφελκοῦ τῶν ὅλων τὴν ἀγάπην. ἂς ᾖσαι εἰς πάντας πρόσχαρος, εὐστόμυλος εἰς ὅλους. συγκάθιζε μετὰ καλοὺς, ἑνόνου μετ’ ἐκείνων, τοὺς δὲ κακοὺς ἀπόφευγε, μηδόλως ὁμιλῇς τους. ἀγάπα τὴν ἀλήθειαν, παιδίν μου, παρὰ πάντα, καὶ τοῦτο πληροφόρησον πάντα τὸν ἑαυτόν σου, ὅτι ἂν εἴπῃς ἀληθῶς, βεβαίως νὰ τὸ ἔχῃς. βλάπτοντ’ οἱ μὴ ἀκούσαντες τὸν λόγον τοῦ κυρίου· λέγει γὰρ ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος κυρίου· μὴ οὐρανὸν ὀμνύετε, μήτε τὴν γῆν κυρίου. μὴ κάμῃς φίλους σύντομα καὶ πάλιν τοὺς ἀφήσῃς· ὥσπερ γὰρ ἔνι συχαντὸν τὸ νὰ μὴ ἔχῃς φίλους, οὕτως ἔνι ὑπόψογον συχνὰ νὰ κάμῃς φίλους, νὰ τοὺς ἀφίνῃς σύντομα καὶ νὰ γυρεύῃς ἄλλους. ἕνεκεν τούτου πρόσεχε πρῶτον καλὰ καὶ σκόπει, καὶ τότε γύρεψε καλῶς νὰ κάμνῃς τὴν φιλίαν. ἀφ’ ὅτου φθάσῃς κι εὕρῃς τον ἐκεῖνον σοῦ τὸν φίλον, τότε προχείρου μετ’ αὐτὸν μετὰ πολλῆς ἀγάπης. ἂς ᾖσαι τότε ἐλεύθερος, ἂς ᾖσαι ἀφιερωμένος, καὶ φρόντιζε τοῦ φίλου σου μετὰ πολλῆς ἀγάπης παρὰ τὴν θεραπείαν σου καὶ τὴν ἀνάπαυσίν σου. καλὴ καὶ πρώτη δοκιμὴ τοῦ φίλου ἔνε τοῦτο, ὁκάποτε κι ὁ φίλος σου ’ς ἀνάγκην βοηθεῖ σε, ἂν ἔχῃς καὶ περίστασιν καὶ συγκακοπαθεῖ σε. ἂν ἴδῃς καὶ τὸν φίλον σου καὶ χρῄζει τίποτέ σου, μὴ καρτερέσῃς νὰ τὸ εἰπῇ μηδὲ νὰ τὸ ζητήσῃ, ἀλλ’ ἀπ’ ἐντεῦθεν πρόλαβε καὶ δός του μοναχός σου, νὰ τοῦ τὸ δώσῃς, νὰ χαρῇ, οὐχὶ δι’ ἀτιμίαν. ἐκείνους ἔχε μετὰ σὲ, ἀγάπα κι ἀποδέχου, ὁποῦ πολλὰ συνθλίβονται μετὰ τῶν δυστυχούντων, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον χαίρονται μετὰ τῶν εὐτυχούντων. κἂν ἔνι γὰρ ἐκ τῶν αὐτῶν εἶδεν κανεὶς πολλάκις θλιβόμενον καὶ πάσχοντα, κακῶς καὶ συνεθλίβην, μετὰ καμπόσον δὲ καιρὸν εἶδε τὸν εὐτυχοῦντα, ἐζήλωσεν, ἐφθόνησε κι ἀπώσατο φιλίαν. ὅταν εἰς φίλον κάθεσαι, μιμνήσκου τοὺς ἀποδήμους, μᾶλλον ἂν ᾖναι φίλοι σου καὶ περιπόθητοί σου, ἵνα πληροφορῇς αὐτοὺς, ὅταν οὐδὲν τοὺς βλέπῃς.","μετὰ περιχαρείας = με υπερβολική χαρά ἐφελκοῦ = προσέλκυε, ""τράβα"" [β΄ εν. προστ. ενεστ. του εφέλκομαι] εὐστόμυλος = γλυκομίλητος (πιθανότατα) [μάλλον σχετίζεται με τις λ. ευστομία: καλλιέπεια, καλλιλογία και ευστομώ: λέω καλά λόγια για κάποιον] συγκάθιζε = να κάθεσαι μαζί [β΄ εν. προστ. ενεστ. του συγκαθίζω] ἑνόνου = να συνδέεσαι με αμοιβαία συναισθήματα [β΄ εν. προστ. ενεστ. του ενούμαι, ενώνομαι] μηδόλως = καθόλου να μην (επίρρ.) ὁμιλῇς = συναναστρέφεσαι, κάνεις παρέα παρὰ πάντα = περισσότερο από όλα [πρόθ. παρά με το επίθ. πας] βεβαίως = με βεβαιότητα, αναμφίβολα (επίρρ.) οἱ μὴ ἀκούσαντες = όσοι δεν ακούν ὀμνύετε = ορκίζεστε [β΄ πληθ. προστ. ενεστ. του ομνύω] συχαντὸν = βδελυρό, σιχαμερό [ίσως προέρχεται από το σιχαίνομαι] οὕτως = έτσι (επίρρ.) ὑπόψογον = κατακριτέο [πιθ. από την πρόθ. υπό και το ρήμα ψέγω: κατηγορώ] ἕνεκεν τούτου = γι’ αυτό (εμπρ. προσδ. αιτίας) καλῶς = προσεκτικά, συνετά (επίρρ.) ἀφ’ ὅτου = όταν πια προχείρου = υποτάξου [β΄ εν. προστ. ενεστ. του προχειρούμαι] ἀφιερωμένος = προσηλωμένος (μτχ. του αφιερώ) θεραπείαν = ευχαρίστηση, ικανοποίηση δοκιμὴ = δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος ἔνε = είναι ὁκάποτε = κάποτε (επίρρ.) περίστασιν = συγκυρία, σύμπτωση [η περίστασις] συγκακοπαθεῖ = συμπάσχει, συμπονά χρῄζει = χρειάζεται καρτερέσῃς = περιμένεις [καρτερώ] ἀπ’ ἐντεῦθεν = από εκεί, από τότε, από το χρονικό σημείο αυτό ἀτιμίαν = ντροπή, εξευτελισμό, προσβολή πολλὰ = πολύ (επίρρ.) συνθλίβονται = θλίβονται μᾶλλον = επιπλέον (επίρρ.) ἐκ τῶν αὐτῶν = από αυτούς θλιβόμενον καὶ πάσχοντα = να θλίβεται και να πάσχει (κατηγορ. μτχ.) εἶδε τὸν εὐτυχοῦντα = τον είδε να ευτυχεί ἐζήλωσεν = ζήλεψε [ζηλώ] ἀπώσατο = απομάκρυνε [γ΄ εν. οριστ. αορ. του απωθούμαι] μιμνήσκου = να μνημονεύεις, να αναφέρεις [β΄ εν. προστ. ενεστ. του μιμνήσκομαι] περιπόθητοί = προσφιλέστατοι [επίθ. περιποθητός] ἵνα = να, για να (τελ. σύνδ.)",,Σπανέας,Ανώνυμος "Ευεργεσία, πραότητα (στ. 225-251)","Οι ακόλουθες συμβουλές αφορούν στην ευεργεσία και στην πραότητα. ἂν ἠμπορῇς εὐεργετεῖν, ἂν ἠμπορῇς χαρίζειν, καλοῖς δίδε καὶ χάριζε, νὰ σὲ εὐχαριστοῦσιν. ἁποῦ κακοὺς εὐεργετεῖ καὶ ἀχαρίστους δίδει, μόνον τὸ δῶρον ἔχασεν κι εὐχαριστιὰν οὐκ ἔχει ὥσπερ τινὲς οἱ τρέφοντες ξένων τινῶν σκυλία, ἀφότι φάγαν τὸ ψωμὶν, καὶ κατ’ αὐτοῦ γαυγίζουν, οὕτως καὶ ὁ ἀχάριστος τόσον ὑβρίζει πλέον. τοὺς λογοχαρικίζοντας, ὅταν κακόν τι πράξῃς, ἂν ᾖν’ καὶ φίλοι, φεῦγέ τους, ζημιὰν σὲ προξενοῦσιν. ἂν γὰρ σὲ ὀνειδίσωσιν, καὶ μᾶλλον ὅταν σφάλλῃς, πῶς γὰρ ἀφήσεις τὸ κακὸν, πῶς νὰ τὸ ὑποφέρῃς; πάντοτε γίνου ταπεινὸς, εὐόμιλος καὶ πρᾶος· ἄνθρωπον γὰρ κενόδοξον τίς νὰ τὸν ἀγαπήσῃ; ἂν ἴδῃς δὲ θυμούμενον ἄνθρωπον, μὴ λαλήσῃς, εἴ τι σὲ εἰπῇ, καρτέρησε καὶ μακροθύμησέ τον, κι ἀφότου παύσῃ τὸν θυμὸν, καταπραΰνῃ ἡ μέθη, τότε τὸν κατονείδισε κ’ εἰπέ τον ὅσα θέλεις. [τὸ πῦρ τὰ ξύλα δαπανᾷ, θυμὸς δὲ τὴν καρδίαν.] τὸν δὲ παροξυνόμενον ἂν τὸν κατονειδίσῃς, ὁμοιάζει ὅτι ὠνείδισες ἄνθρωπον μεθυσμένον, καὶ μᾶλλον δὲ χειρότερον ἔποισες παρ’ ἐκεῖνον. ὥσπερ τὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ τὴν φλόγαν ἐπαυξάνουν, οὕτως καὶ τὸν θυμούμενον ὁ λόγος ἀγριαίνει. μὴ γίνεσαι φιλόνεικος καὶ ὑβρισθῇς εἰς ὅλους. μὴ γίνεσαι πολύκαλος εἰς τὸν καθένα λόγον, μηδὲ θελήσῃς εὐδοκᾶν εἰς τὸν καθένα λόγον· ἄνθρωπος εἶσαι καὶ ἐσὺ καὶ καθ’ ἑκάστην σφάλλεις·","εὐεργετεῖν = να ευεργετείς (τελ. απρμφ. ενεστ.) χαρίζειν = να χαρίζεις (τελ. απρμφ. ενεστ.) καλοῖς = στους καλούς ἁποῦ = αυτός που (αναφ. αντων.) εὐχαριστιὰν οὐκ ἔχει = δεν τον ευγνωμονούν οἱ τρέφοντες = που τρέφουν ἀφότι = αφότου, μόλις (σύνδ.) ὑβρίζει = προσβάλλει με πράξεις ή λόγια πλέον = περισσότερο (συγκρ. βαθμός του επιρρ. πολύ) λογοχαρικίζοντας = αυτούς που κολακεύουν, τους κόλακες [λογοχαρικίζων, μτχ. ενεστ. του λογοχαρικίζω: κολακεύω] φεῦγέ = απόφευγε ὀνειδίσωσιν = κατηγορήσουν, επικρίνουν [ονειδίζω] ἀφήσεις = θα επιτρέψεις, θα συγχωρήσεις εὐόμιλος = καταδεκτικός, ευπροσήγορος (επίθ.) κενόδοξον = ματαιόδοξο, αλαζόνα, φαντασμένο [επίθ. κενόδοξος] τίς = ποιος (ερωτ. αντων.) λαλήσῃς = μιλήσεις [λαλώ] καρτέρησε = κάνε υπομονή [καρτερώ] μακροθύμησέ = υπόμεινε τα σφάλματα ή τις αδικίες του, δείξε ανεκτικότητα [β΄ εν. προστ. αορ. του μακροθυμώ] καταπραΰνῃ = μετριαστεί, κοπάσει κατονείδισε = έλεγξε, κατηγόρησε [β΄ εν. προστ. αορ. του κατονειδίζω] δαπανᾷ = φθείρει, καταστρέφει, κατατρώγει παροξυνόμενον = οργισμένο ἔποισες = έκανες [β΄ εν. οριστ. αορ. του ποιώ] παρ’ = από (πρόθ.)· εισάγει β΄ όρο σύγκρισης έπειτα από επίθ. ή επίρρ. συγκρ. βαθμού δρυμοῦ = δάσους [ο δρυμός] ἀγριαίνει = ερεθίζει, εξοργίζει φιλόνεικος = αυτός που του αρέσουν οι λογομαχίες, φίλερις (επίθ.) πολύκαλος = πολύ καλός (επίθ.) εὐδοκᾶν = να δίνεις συγκατάθεση, να συμφωνείς [τελ. απρμφ. ενεστ. του ευδοκώ] καθ’ ἑκάστην = κάθε μέρα",,Σπανέας,Ανώνυμος Σεβασμός προς τους γέροντες (στ. 405-458),"Ο ποιητής, αφού έδωσε διάφορες συμβουλές στον ανιψιό του, όπως να αποφεύγει την οινοποσία, τη συναναστροφή των κολάκων, να αγαπά τους συγγενείς και τους φίλους και να είναι μεγαλόψυχος, τώρα τονίζει ιδιαίτερα τον σεβασμό της γνώμης των γερόντων. μὴ ἀναισχυντήσῃς γέροντα μηδὲ καταφρονήσῃς, νὰ σ’ εὔχουνται ὁλόψυχα καὶ νὰ μακροχρονίσῃς. ἂν ἔλθῃς εἰς ὑπόθεσιν καὶ σύμβουλον γυρεύῃς, γερόντων ζήτησε βουλὰς ἀνθρώπων πειρασμένων, τῶν δέ γε νέων τὰς βουλὰς ποτὲ μὴ τὰς γυρέψῃς. ἄκουσον δὲ παράδειγμα παλαιᾶς ἱστορίας. τοῦ Σολομῶντος ὁ υἱὸς ὁ Ροβοὰμ ἐκεῖνος δώδεκα σκῆπτρ’ ἐκράτησεν τὰ εἶχεν ὁ πατήρ του, καὶ πάντες ἐσυνήχθησαν λέγοντες πρὸς ἐκεῖνον· „ἐλάφρυνον τὰ βάρη μας, περιανάπαυσόν μας, πολλὰ γὰρ μᾶς ἐβάρυνεν ὁ μέγας ὁ πατήρ σου, ἀνάπαυσόν μας ὀλίγον καὶ νὰ μᾶς ἔχῃς πάντα, δοῦλοί σου πάντες νὰ ἤμεθεν καὶ πάντας νὰ μᾶς ἔχῃς.“ ἀκούσας οὖν ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους των ἐκείνων, [εὐθὺς τοὺς ἀπεκρίνατο, τοῦτον τὸν λόγον λέγει] „ἀφῆτέ με νὰ βουλευθῶ μετὰ τῶν ἐδικῶν μου, ὑπάγετ’, ἀναμείνατε μόνον καὶ τρεῖς ἡμέρας, καὶ τότε δεῦτε πρὸς ἐμὲ καὶ ὅτι νὰ σᾶς εἴπω.“ ὑπῆγαν, ἐκαρτέρεσαν οἱ πάντες, ὡς τοὺς εἶπεν, ὁ βασιλεὺς ὑπέμεινεν μετὰ τοὺς οἰκιακούς του. „εἰπέτε με τί λέγετε, δότε βουλὴν εἰς τοῦτο.“ εὐθὺς οἱ φρονιμώτεροι γέροντες εἶπον τοῦτο „εὔλογον ἔνι τὸ ζητοῦν καὶ μὴ τοὺς παρακούσῃς, ἀνάπαυσέ τους ὀλίγον καὶ πάντα νὰ τοὺς ἔχῃς.“ πλὴν οὐκ ἠρκέστη ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην, [ἣν εἴπασιν οἱ γέροντες οἱ πολυπαθημένοι,] ἀλλὰ τοὺς νέους ἔκραξεν μᾶλλον τοὺς θρασυτέρους, ὁποῦ ἦσαν συνανάτροφοι μετὰ τὸν βασιλέα, ἐκάθισεν, ἠρώτησέν τους ὅλους περὶ τούτου „εἴπατε νέοι καὶ ὑμεῖς, δότε βουλὴν εἰς τοῦτο.“ ἐκεῖνοι ὡς θρασύτατοι, κακοί τε καὶ αὐθάδεις, κακὴν βουλὴν τὸν ἔδωκαν, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος. ὅμως ἐπροτιμήσατο τὴν συμβουλὴν ἐκείνην, τῶν δὲ γερόντων τὴν βουλὴν ἐκείνων τῶν φρονίμων ἀφῆκέν την ὡς ἄχρηστον, οὐδὲν τὴν ἀσχολήθην. μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τῶν ἡμερῶν τῶν τρίων ἦλθεν τὸ πλῆθος πρὸς αὐτὸν πάλιν καὶ παρεκάλει „ἐλέησον, παρηγόρησον τὴν ἀγανάκτησίν μας.“ ὁ βασιλεὺς δὲ πρὸς αὐτοὺς μετὰ θυμοῦ τοὺς λέγει „οὐκ ἐλαφρύνω τίποτες, μηδὲν παρακαλεῖτε· ἐβάρυνέ σας, λέγετε, μεγάλος ὁ πατήρ μου, ἐγὼ τὸ σᾶς ἐβάρυνε νὰ τὸ διπλοτριπλάσω. ἐπαίδευσέν σας, λέγετε, διὰ δαρμοῦ καὶ κούρσου, νὰ σᾶς παιδεύσω ἐγὼ διπλᾶ καὶ νὰ σᾶς καταφθείρω.“ εὐθὺς τὸ πλῆθος ὥρμησεν εἰς ταραχὴν καὶ ζάλην καὶ μετὰ θράσους καὶ θυμοῦ λέγουν τὸν βασιλέα „ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου, ποίμανε τὸν λαόν σου· οὐκ ἔχεις μέρος μεθ’ ἡμῶν οὐδὲ κληρονομίαν.“ καὶ παρευθὺς ἐχώρισαν τὰ δώδεκα τὰ σκῆπτρα, ὁ βασιλεὺς δ’ ὑπέμεινεν μόνον μὲ τοὺς οἰκείους. εἶδες, παιδίν μου, τ’ ἔβλαψεν ἡ συμβουλὴ τῶν νέων. ὁπόταν ἴδῃς γέροντας ἀνθρώπους πειρασμένους, ὅτι λαλοῦν ὑπόθεσιν, μηδὲν τοῖς περικόπτῃς, ἀλλ’ ἄκουε μετὰ προσοχῆς, πολλάκις ν’ ὠφελιέσαι.","ἀναισχυντήσῃς = περιφρονήσεις [αναισχυντώ] καταφρονήσῃς = υποτιμήσεις [καταφρονώ] μακροχρονίσῃς = ζήσεις πολλά χρόνια [μακροχρονίζω] ὑπόθεσιν = θέμα, αντικείμενο έρευνας πειρασμένων = έμπειρων, πεπειραμένων [πειρασμένος, μτχ. μέσου παρακ. του πειράζω] ἐσυνήχθησαν = συγκεντρώθηκαν, συναθροίστηκαν [γ΄ πληθ. οριστ. παθ. αορ. του συνάγομαι] ἐλάφρυνον = ελάφρυνε περιανάπαυσόν = ξεκούρασε [β΄ εν. προστ. αορ. του περιαναπαύω] πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ἐβάρυνεν = επιβάρυνε (προκ. για φόρους) [βαραίνω] ἀνάπαυσόν = ανακούφισε [β΄ εν. προστ. αορ. του αναπαύω] ἀκούσας = αφού άκουσε προσεκτικά (χρον. μτχ.) οὖν = λοιπόν (συμπερ. σύνδ.) ἀπεκρίνατο = αποκρίθηκε, απάντησε [αποκρίνομαι] βουλευθῶ = συσκεφθώ [βουλεύομαι] δεῦτε = έχει την έννοια του ελάτε (επίρρ.) ὡς = όπως (αναφ. επίρρ.) ὑπέμεινεν = παρέμεινε οἰκιακούς = ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος, συμβούλους [επίθ. οικιακός, εδώ ως ουσ.] δότε βουλὴν = συμβουλέψτε [φρ. δίδω βουλήν] εὔλογον = δίκαιο [επίθ. εύλογος] τὸ = αυτό που (αναφ. αντων.) ἠρκέστη = έμεινε ικανοποιημένος [γ΄ ενικ. οριστ. παθ. αορ. του αρκούμαι] ἣν = την οποία [αναφ. αντων. ος] πολυπαθημένοι = που έχουν υποστεί πολλά πάθη ἔκραξεν = κάλεσε, προσκάλεσε [κράζω] μᾶλλον = σωστότερα θα έλεγε κανείς (επίρρ.) συνανάτροφοι = σύντροφοι, που είχαν ανατραφεί μαζί [επίθ. συνανάτροφος] ὑμεῖς = εσείς τε = και (συμπλ. σύνδ.) ἀσχολήθην = έδωσε προσοχή, χρησιμοποίησε [ασχολούμαι] παραδρομὴν = πέρασμα (χρόνου) ἐλέησον = έλεος [β΄ εν. προστ. αορ. του ελεώ ως επιφών.] ἐλαφρύνω = ανακουφίζω τίποτες = καθόλου τὸ σᾶς ἐβάρυνε = αυτό που σας προκαλούσε αίσθημα βάρους διπλοτριπλάσω = κάνω δύο και τρεις φορές μεγαλύτερο διὰ δαρμοῦ = με βάσανα [ο δαρμός: βάσανο, ταλαιπωρία] κούρσου = ληστρική επιδρομή, λεηλασία [το κούρσος] καταφθείρω = φθείρω εντελώς, αφανίσω ὥρμησεν εἰς ταραχὴν καὶ ζάλην = ταράχτηκε και ζαλίστηκε [φρ. ορμώ εις ταραχήν και ζάλην] ποίμανε = διοίκησε (μεταφ.) [β΄ εν. προστ. αορ. του ποιμαίνω] ἔχεις μέρος = συνδέεσαι φιλικά, έχεις σχέση με [φρ. έχω μέρος με (ή μετά)κάπ.] κληρονομίαν = εξουσία τ’ ἔβλαψεν = ότι προξένησε κακό ὁπόταν = όταν (σύνδ.) τοῖς περικόπτῃς = τους εμποδίζεις [περικόπτω: εμποδίζω, αναχαιτίζω]",,Σπανέας,Ανώνυμος "Ταπεινοφροσύνη, ελεημοσύνη, νηστεία (στ. 481-527)","Αφού αναφέρθηκε στην απόδοση τιμής προς τους συστρατιώτες και στην ανδραγαθία, ο ποιητής επισημαίνει την αξία της ελεημοσύνης και της ταπεινοφροσύνης, όπως και της συνειδητοποίησης της ματαιότητας των υλικών αγαθών. ὅταν ποιήσῃς τίποτες προτέρημαν ὀλίγον, μὴ καυχηθῇς, υἱούτσικε, μὴ τὸ κενοδοξήσῃς, ἀλλ’ ὑποκλίνου πλεότερον καὶ ταπεινώσου πάντα· ἄφες τὸ λέγειν, ἄφες το, κι ἂς τὸ λαλοῦσιν ἄλλοι. ’ς τὸ ἕναν σου προτέρημα πρόσθες καὶ ἄλλον ἕναν· ἀνδρείαν καὶ ταπείνωσιν τὴν καλῃτέραν κόσμου. ἔχε τὰ πάντα συνετῶς καὶ περιπαιδευμένα. ἔνδυσε πένητα γυμνὸν, χόρτασε πεινασμένον, θλιμμένους παρηγόρησον, ἀῤῥώστους ἐπισκέπτου. εἴ τι γὰρ δώσῃς πένητος, εἴ τι καλὸν ποιήσῃς, ἐδάνεισές τα τὸν θεὸν καὶ θέλει σοι τὰ δώσει ἑκατονταπλασίονα ἔνδον τοῦ παραδείσου. εἰ δ’ εἴπῃς ὅτι „ἐπτώχηνα, δὲν ἔχω τί νὰ δώσω,“ κἂν στέναξον, συμπάσχισον καὶ παρηγόρησέ τους· θεὸς τὸ κατὰ δύναμιν αὐτὸ ζητεῖ καὶ θέλει. κάλλια νὰ δώσῃς ὀλίγον καὶ μετὰ προθυμίας, παρὰ νὰ δώσῃς τὸ πολὺ καὶ νὰ τοὺς τ’ ὀνειδίσῃς. λέγει γὰρ τοῦτο ἡ γραφή „ὅπου πτωχοὺς ξενίζει, αὐτὸς ἐξένισε λοιπὸν ὡς τοῦ θεοῦ ἀγγέλους. ἀπ’ ὅλον τὸ κατόρθωμα ἡ ἀγάπη ἔνι κρεῖττον. ἂν ἒχῃς ὅλα τὰ καλὰ καὶ λείπῃ σ’ ἡ ἀγάπη, οὐδὲν ἐποῖσες τίποτε, καὶ χάνεις εἴ τι ἐδῶκες.“ γνώμης ἔνι ἀληθινῆς τὸ τῆς ἀγάπης ταύτης, τὸ ἔλεος εἰς τοῦς πτωχοὺς καὶ εἰς τοὺς πενομένους, μετὰ τῆς ἡμερότητος καὶ γνώμης ἐλευθέρας. εἰ δὲ κἂν (σὺ) πτωχὸς εἶσαι, οὐκ ἔχεις τί νὰ δώσῃς, κἂν λόγον δός τον ἀγαθὸν, νὰ τὸν ἐθεραπεύσῃς· αὐτὸ σὲ δίδει τὸν μισθὸν αἰώνιον, παιδίν μου. τὰς ξένας συμφορὰς, υἱὲ, λυποῦ ὡς ἐδικάς σου, χαρὰν ἵν’ εὕρῃς πώποτε ὅθεν οὐκ ἀπαντέχεις. ἐλεημοσύνη καθαρὰ, σὺν τῇ νηστείᾳ λέγω, πολλοὺς ἀνθρώπους ἔσωσεν ἐξ ᾅδου τῶν κευθμώνων. κι ἄλλον πολὺν κατόρθωμα ἐποῖσεν ἡ νηστεία. υἱέ μου, ἂν θέλῃς νὰ χαρῇς ἀμέριμνα τὸν κόσμον, βλέπε μὴ ῥίξῃς πόθον σου εἰς χρήματα τοῦ κόσμου. ὁ κόσμος ἒν προσωρινὸς, ἡμέραις ὑπαγαίνουν, ὁ πλοῦτος, τὸ λογάριον ὡς ἄνεμος διαβαίνει. ἂν ἔνε ἡ ἐλπίδα σου εἰς ἀμπέλια, εἰς χωράφια, ἀπὸ χειμῶνος δυνατοῦ ἢ ἀπὸ ἀνυδρίας χάνονται καὶ ξηραίνονται, χάνεις εἴ τι ἐποῖσες. ὅπου εἰς πλοῦτον ἤλπισεν καὶ εἰς τὰ ἄρματά του, ἔρχεται ξένος ἄλλοθεν κι ὅπουθεν οὐκ ἐλπίζει, ἐπαίρνει τα, ἐξαλείφει τα, κ’ ἔρημος ἀπομένει· μόνον ὁ κόπος κ’ ἡ πικριὰ μὲ τοῦτον ἀπομένει. ἀμμ’ εἰς τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἔχε, παιδίν μου, ἐλπίδα ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, ἐξ ὅλης σου ἰσχύος, νὰ σὲ λυτρώσῃ ἀπὸ παντὸς κινδύνου καὶ θανάτου.","ποιήσῃς = αποκτήσεις προτέρημα [φρ. ποιώ προτέρημαν] κενοδοξήσῃς = γίνεις ματαιόδοξος, επαρθείς [β΄ εν. υποτ. αορ. του κενοδοξώ] ὑποκλίνου = κλίνε το κεφάλι και τον κορμό προς τα εμπρός σε ένδειξη σεβασμού [υποκλίνομαι] πλεότερον = περισσότερο πρόσθες = πρόσθεσε [β΄ εν. προστ. αορ. του προστίθημι] ἔνδυσε = ντύσε [β΄ εν. προστ. αορ. του ενδύω] πένητα = φτωχό, ενδεή [ο πένης, γεν. του πένητος] εἴ = αν (υποθ. σύνδ.) ἐδάνεισές τα = τα δάνεισες θέλει σοι τὰ δώσει = θα σου τα δώσει/επιστρέψει [θέλω + αλλοιωμένο απαρεμφατικό τ. ή άκλ. + ρ. = θα: βοηθητικό για δήλ. μέλλ] ἑκατονταπλασίονα = εκατό φορές περισσότερα ἔνδον = μέσα (επίρρ. + γενική) κἂν = τουλάχιστον (σύνδ.) στέναξον = θρήνησε [β΄ εν. προστ. αορ. του στενάζω] συμπάσχισον = συμπόνεσε [β΄ εν. προστ. αορ. του συμπάσχω] κατὰ δύναμιν = όσο μπορεί κάλλια = καλύτερα (επίρρ.) ἡ γραφή = Αγία Γραφή, σύνολο ιερών βιβλίων (ενικ. και πληθ.) ὅπου = εκείνος που (αναφ. αντων.) ξενίζει = φιλοξενεί, περιποιείται ξένους αὐτὸς ἐξένισε λοιπὸν ὡς τοῦ θεοῦ ἀγγέλους = είναι σαν να φιλοξένησε τους αγγέλους του Θεού κατόρθωμα = καλή πράξη κρεῖττον = ανώτερο [συγκρ. βαθμός ουδ. γένους του επιθ. αγαθός] εἴ τι ἐδῶκες = αν έδωσες κάτι γνώμης = ήθους, χαρακτήρα ἀληθινῆς = κανονικού, σωστού (ενν. χαρακτήρα) πενομένους = πτωχούς, ενδεείς [πενόμενος, μτχ. του πένομαι] ἡμερότητος = ηπιότητα, πραότητα, γλυκύτητα γνώμης = θέληση, επιθυμία εἰ δὲ κἂν = έστω και αν ἐθεραπεύσῃς = παρηγορήσεις, ανακουφίσεις [θεραπεύω] λυποῦ = να θλίβεσαι, να λυπάσαι [β΄ εν. προστ. ενεστ. του λυπούμαι] ἵν’ = να, για να (τελ. σύνδ.) πώποτε = και κάποτε, ενίοτε (επίρρ.) ὅθεν = όταν, κάθε φορά που ἀπαντέχεις = έχεις ελπίδα σὺν τῇ νηστείᾳ = μαζί με τη νηστεία λέγω = εννοώ κευθμώνων = του κάτω κόσμου [ο κευθμών -ώνος] κατόρθωμα = δύσκολο έργο ἐποῖσεν = έκανε μὴ ῥίξῃς πόθον σου = μην ποθήσεις λογάριον = χρήματα, θησαυρός, περιουσία, πλούτος ἔνε = είναι ἄρματά = πολεμική/στρατιωτική τέχνη, όπλα ἄλλοθεν = από άλλο τόπο (επίρρ.) ὅπουθεν = από εκεί όπου (επίρρ.) ἀμμ’ = αλλά (σύνδ.) ἐξ ὅλης = με όλη παντὸς = κάθε (αντων.)",,Σπανέας,Ανώνυμος Επιλογή συζύγου. Συμπεριφορά προς συγγενείς και φίλους (στ. 534-554),"Στους ακόλουθους στίχους ο συγγραφέας παρέχει συμβουλές για την επιλογή συζύγου και τη συμπαράσταση σε πτωχούς συγγενείς και φίλους. υἱέ μου, μὴ περιπλακῇς γυνὴν δι’ εὐμορφάδα, ἢ διὰ χρήματα πολλὰ, ἢ διὰ εὐγενείαν. ἰδὲς πρῶτον, ἐρεύνησον καὶ κατασκόπευσέ την, κι ἂν ἔνε καλυπόληπτη καὶ θέλῃ τὴν τιμήν σου, ἐκείνην ἔπαρε, υἱὲ, ἔχε την ’ς τὴν τιμήν σου. εἰ δ’ ἔχει τέχνην, ἄπεχε, ἂν ἔχῃ καὶ λογάριν· διαβαίνει τὸ λογάριον, καὶ σὺ τὸ πάθος ἔχεις, πάντοτε δὲ καὶ ὅσον ζῇς, ἐσὺ τὸ πάθος ἔχεις. κάλλιον λάβε σιγαλὴν, νὰ θέλῃ τὴν τιμήν σου, κι ἂς ἔχῃ (χρῆμα ’λιγοστὸν καὶ) πράγματα ὀλίγα. καὶ ἂν σοῦ δώσῃ ὁ θεὸς ἀπ’ τὰ καλὰ τοῦ κόσμου, βλέπε, πτωχόν σου συγγενὴν μὴ τὸν περιφρονήσῃς, ἀλλὰ μᾶλλον βοήθει τον ἀπὸ τὴν δύναμίν σου, νὰ σ’ ἔχῃ χάριν ὁ θεὸς, νὰ πληθυνθῇ ἡ τιμή σου. υἱέ μου, ἀγάπα τοὺς πτωχοὺς καὶ πόθει τὴν τιμήν σου, ἀγάπα τὴν ἀλήθειαν, θεὸς γὰρ τοῦτο θέλει. λόγον ἂν ξεύρῃς ἀληθῆ, μὴ τὸν ποιήσῃς ψέμαν. ἂν ποιήσῃ ὁ φίλος σου τίποτ’ εἰς ἐντροπήν του, καὶ πέσῃ, ὅσον ἂν ’μπορῇς, κρύψε τὴν ἐντροπήν του, συνέργησέ τον εἰς καλὸν, σκόπει ὡς ἐδικόν σου, ἀγάπα τον, ὁρμήνευσον ὡς νὰ ἦτον συγγενής σου.","δι’ εὐμορφάδα = για την ομορφιά εὐγενείαν = αρχοντική καταγωγή κατασκόπευσέ = ερεύνησε με προσοχή για να μάθεις, εξέτασε [β΄ εν. προστ. αορ. του κατασκοπεύω] καλυπόληπτη = άξια εκτίμησης, σεβασμού [επίθ. καλυπόληπτος] ἔπαρε = πάρε σύζυγο, παντρέψου [β΄ εν. προστ. αορ. του επαίρνω] ἄπεχε = απομακρύνσου [β΄ εν. προστ. ενεστ. του απέχω] λογάριν = περιουσία διαβαίνει = χάνεται, εξαφανίζεται πάθος = δυστύχημα, συμφορά κάλλιον = καλύτερα (επίρρ.) σιγαλὴν = λιγομίλητη, ήσυχη [επίθ. σιγαλός και σιγανός] τὴν δύναμίν = τον πλούτο [η δύναμις] νὰ σ’ ἔχῃ χάριν ὁ θεὸς = να σε ευεργετεί ο Θεός πέσῃ = σφάλει, αποτύχει [πίπτω] συνέργησέ = σύμπραξε, βοήθησε [β΄ εν. προστ. αορ. του συνεργώ] σκόπει = πρόσεχε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του σκοπώ] ὁρμήνευσον = συμβούλευσε, καθοδήγησε [β΄ εν. προστ. αορ. του ορμηνεύω]",,Σπανέας,Ανώνυμος Abstract,"Ο Σπανός ή Ακολουθία του Σπανού είναι έργο με έντονα χλευαστικό και επικριτικό χαρακτήρα, που στόχο έχει κάποιον «σπανό», δηλαδή άτριχο άνθρωπο χωρίς γένια. Το ανώνυμο αυτό κείμενο του 14ου-15ου αιώνα παρωδεί, κυρίως, κάποια εκκλησιαστικά κείμενα και αποτελείται από διάφορα μέρη με λειτουργική μορφή· παράλληλα, σατιρίζει διάφορα ετερογενή κείμενα, προπαντός νομικού και μαγικού-ιατρικού περιεχομένου.",,,Σπανός,Ανώνυμος Συναξάριον (330-539),"Το έργο αρχίζει με μια σύντομη εισαγωγή στο «Μνημολόγιο», όπου διευκρινίζεται ότι το ""μνημόσυνο"" λαμβάνει χώρα το μήνα Συκώβριο και δεν αφορά έναν συγκεκριμένο σπανό, αλλά όλους τους σπανούς γενικά. Ακολουθεί ο «Εσπερινός της Κυριακής», με τα τροπάρια να αποτελούν τον κορμό του εξευτελισμού. Ένας στίχος πριν από κάθε τροπάριο δηλώνει το θέμα του. Ο στίχος 10 προοικονομεί το περιεχόμενο του «Συναξαριού», που είναι το ταξίδι του σπανού στον θείο του για να του ζητήσει τρεις τρίχες για γένια. Η ειρωνεία και η σάτιρα στρέφονται αμείλικτα εναντίον αυτού του εκτρώματος. Η γελοιοποίηση μέσω της περιγραφής και οι κατηγορίες διαδέχονται η μία την άλλη. Έπεται ο «Όρθρος της Κυριακής», ο οποίος καταλαμβάνει το μεγαλύτερο και το κυριότερο τμήμα του έργου με τον «Κανόνα» –που περιλαμβάνει, όπως συνήθως, οκτώ ωδές– να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του. Οι «Ειρμοί» και τα «Τροπάρια» βασίζονται στον Κανόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κατά τη 15η Αυγούστου. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι το «Συναξάριον» του σπανού, το οποίο αποτελεί και τον πυρήνα όλης της σύνθεσης. Η διάρθρωσή του ακολουθεί την παράδοση των Βίων Αγίων και αποτελείται από: α) εισαγωγή, β) κύριο μέρος, όπου παρουσιάζονται η καταγωγή, η γέννηση, η αγωγή και οι πράξεις και γ) επίλογος. Στην εισαγωγή γίνεται λόγος για τον ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα του «Συναξαρίου»· στο κύριο μέρος αναφέρεται ως πρόγονος του σπανού μια γαϊδάρα και ότι η εκπαίδευσή του έγινε σε κάποιον δαίμονα. Οι ίδιοι οι σπανοί είχαν επιλέξει από κοινού βασιλιά που να τους κυβερνά με αντάλλαγμα, ως φόρο, γένια. Βασική θέση στο «Συναξάρι» κατέχει η ιστορία με τον θείο του σπανού, ο οποίος αρχικά αρνήθηκε να δώσει γένια στον ανιψιό του ύστερα από την έκκλησή του, ωστόσο στη συνέχεια φαίνεται πως άλλαξε γνώμη και του δώρισε, έτσι ο σπανός επιστρέφει ευτυχισμένος στο σπίτι, όπου τον περιμένει χαρούμενη πια η γυναίκα του. Στο τέλος, αναφέρεται η ημερομηνία θανάτου του και ως κατακλείδα ο συγγραφέας συνέταξε μια προσευχή. Τὸ συναξάριον τοῦ ἀνοσίου σπανοῦ. Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ἀνόσιος καὶ κάκιστος σπανὸς βρόχῳ καὶ ξίφει τελειοῦται καὶ ἐν μνημείῳ κατατίθεται. Στίχοι. Ὁ ἀνόσιος καὶ σπανὸς καὶ τριγένης, Κληρονομήσει τὸ πῦρ τὸ τῆς γεέννης. Τὸν ἀνόσιον ἄνθρωπον γελάσωμεν οἱ πάντες, Ὡς κάκιστον θέαμα, παράξενον σημεῖον. Ἀνάθεμά τον δέκα καὶ εἰκάδι, τρικάδι ὁ σπανὸς ἀπετμήθη. Σπανοῦ γέννησις, καὶ τίς ἂν γένοιτο πρῶτος πρὸς τὴν διήγη- σιν; Διήγησις δὲ μεγάλων ἔργων καὶ θαυμασίων κακῶν, καὶ πολὺν τὸν γέλωτα τοῖς ἀκροωμένοις ἐμποιεῖν δύναται, οὐ μό- νον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ζώων ἀλόγων, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, καὶ πάντων τῶν κτηνῶν. Γεννᾶται μὲν οὗτος, οὔτε ἐπὶ ἡμέραν οὔτε ἐπὶ νύκτα, ἀλλ’ ἐν ἀωρίᾳ. Ἤστραπτε μὲν κατὰ ἀνατολάς, κατὰ δὲ δύσιν ὀγκηθ- μὸς ἦν οὐκ ὀλίγος. Πᾶσα μὲν ἀνθρώπων φύσις σύντρομος γέγονε, πᾶσα δὲ ζώων καὶ πετεινῶν καὶ κτηνῶν. Καὶ πολλῶν ἡμιθνήτων γεγονότων ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ τοῦ φόβου, μία ὄνος ἔγκυος οὖσα ἀπέρριψεν οὐ μετ’ ὀλίγης βίας ἔκπτυστόν τι καὶ πονηρότατον γένος τουτὶ τῶν σπανῶν. Καὶ γεννηθέντων ἀπέδοτο αὐτοὺς διδασκάλῳ τινὶ τῶν δαιμό- νων εἰς αὔξησιν καὶ παίδευσιν. Αὐξηνθέντων δὲ καὶ εἰς μέ- τρον ἡλικίας φθασάντων συνέδριον ἐποίησαν, ἵνα πρὸς ἀν- θρώπους ἀφίξωνται, ἵνα πρῶτόν τινα ἑαυτῶν ποιήσωσι βα- σιλέα. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες ἐποίησαν βασιλέα παγκάκι- στον οὔριόν τινα, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἐξούριον, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ ξυγγόκωλον καὶ, συνελόντι φάναι, σκατοπρόσωπον, ἔτι δὲ ἀντζάτον, κωλάτον, βιλλάτον, χεσάτον, φασάτον, ἀναχε- σομούσουδον καὶ φασκελάτον. Καὶ ποιήσαντες αὐτὸν βασι- λέα ἔθεσαν ἐπάνω σούβλας ὡς ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐ- πηρμένου. Ὁ δὲ ἐλθὼν ἐν τῇ βασιλείᾳ ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν σπανούς· ἐλθεῖν ὑμᾶς βούλομαι, σπανοί, πρός με τοῦ δοῦναι τέλος βαρὺ τῶν τριῶν ἐτῶν, ὧνπερ ὑ- πῆρχεν ἔγκυος ἡ ὑμῶν μήτηρ ὄνος, ἡ κοντόκερκος καὶ μονό- φθαλμος. Ἐπὶ τούτῳ συναχθέντες καὶ ἐκκλησίαν ποιησάμενοι πρὸς ἀλλήλους, ἦλθον πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπον: τί γάρ ἐστι τὸ βαρὺ τέλος, ὅπερ θέλει ἡ ἀόρατός σου βασιλεία; Καὶ ἀπο- κριθεὶς εἶπεν: πρῶτον μὲν θέλω δώδεκα μόδια βουρλοκάρ- βουνα, ἄλλα δὲ τόσα γραίας ψείρας ἄλειμμα· ἔτι τρεῖς χιλιά- δας φυτανόσπιτον, ἄπαστον ἅλας καὶ θαλάσσιον βούτυρον· λαγοῦ γάλα, μετρητὰς κε΄, ἔτι δὲ κουτσῆς μυίας δάκρυον· ἐλέ- φαντος κόπρια ἀνὰ μετρητὰς μ΄· ἔτι κουνουπίων ξύγγι λύτρας ἑκατόν· ἔτι ἀσπίδος πορδὴν ξέστας κδ΄, μερμηγκίου κλά- σματα ιβ΄. Βούλομαι δὲ ἐξαιρέτως ἑκατὸν κεντηνάρια ἀπο- κτενίδια τῶν γενείων σας. Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ κακοὶ σπανοὶ ἐξέστησαν καὶ εἰστήκε- σαν σκυθρωποὶ καὶ μετὰ κακῆς καρδίας κατηφεῖς, τύπτοντες τὰς ὄψεις αὐτῶν καὶ ὀλολύζοντες, ἐθρήνουν. Ἕτεροι μὲν ἐ μούγκριζον, ἄλλοι δὲ ἐβάβιζον, τί ποιήσωμεν οἱ ἐλεεινοί, λέγοντες, εἰς τὸ βαρὺ καὶ ἀνεκδιήγητον τέλος, ὅπερ ζητεῖ ὁ βασιλεύς; Καὶ βουλὴν ἐποίησαν τοῦ φυγεῖν καὶ ἀποδράναι ἐκ τοῦ βασιλέως. Ὁ δὲ πρῶτος αὐτῶν εἶπε· στῆτε καὶ μὴ διασκορπισθῆτε, ὅ- πως δώσωμεν βουλὴν τί ποιήσωμεν. Καὶ εἶπεν· πρὸς μὲν τὰ δώδεκα μόδια τῶν βουρλοκαρβούνων δυνατὸν νὰ πράξωμεν τίποτε, ὁμοίως καὶ εἰς τὰ ἄλλα πάντα. Εἰς δὲ τὰ ἑκατὸν κεν- τηνάρια τὰ τῶν γενείων μας ἀποκτενίδια ἀπορῶ καὶ ἐξίστα- μαι καὶ τὸν νοῦν καταπλήττομαι. Τοῦτο ἀκούσαντες οἱ κα- κοὶ σπανοὶ οἱ μὲν τὰ ὄρη ἐπίασαν, οἱ δὲ τὰς νάπας, ἕτεροι δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ ὕδωρ καὶ ἐπνίγησαν· ἄλλοι δὲ ἑαυτοὺς διε- χρήσαντο μυρίοις τρόποις. Εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν, κακὸς σπανός, πονηρότερος τῶν ἄλλων, περὶ οὗ καὶ τάδε γέγραπται, παγκάκιστος, οὔριος, ἐξούριος, ἀντζάτος, κωλάτος, βιλλάτος, χεσάτος, φασάτος, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ χελωνομέτωπος καὶ κουκουρομούστακος, ἔτι δὲ καὶ ἀβγοπίγουνος καὶ κολοκυνθοκέφαλος καὶ μυρμηγκο- σφόνδυλος καὶ δρεπανόραχος, ἀναχεσομύτης τε καὶ φακλα- νάτος, μᾶλλον δὲ καὶ εἰς τὸν κῶλον στυφάτος, ὄνομα δὲ τού- τῳ ἦν Φατσιρλέας, ὁ υἱὸς τοῦ Φάσκατα, τὸ δὲ προσηγορι- κὸν αὐτοῦ ὄνομα Τραγογένης ἢ μᾶλλον εἰπεῖν Σκατογένης, οὗτος κατέλαβε μὲν ὀξύτατον ἀνήφορον βουλόμενος φεύγειν διὰ τὸν τοῦ παρανόμου βασιλέως φόβον. Καί περιεπάτει χρό- νους μὲν τρεῖς, ἔτι δὲ καὶ μῆνας τρεῖς, προσέτι καὶ ἡμέρας καὶ ὥρας καὶ στιγμὰς καὶ ροπὰς γυρεύοντας τὸν θεῖον του, τὸν ἑαυτοῦ πατράδελφον, τὸν ἀγριότραγον, ὅπως ὁδηγήσῃ αὐτὸν ὁ θεὸς καὶ εὐεργετήσῃ τον ὀλίγον γένειον τοῦ εἶναι εἰς τιμὴν τοῦ προσώπου αὐτοῦ. Καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τοῦ εἰρημένου καιροῦ ηὗρε τὸν ἀγριότραγον, τὸν ἑαυτοῦ θεῖον, καὶ ἐκ διαστήματος ἱκανοῦ, δεδεμένος ὄπισθεν τὰς ἑ- αυτοῦ χεῖρας, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος ἐβόα· αὐθέντα πάτερ, γινώσκεις τίς εἰμι ἐγώ; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ οἶδα πό- θεν σὺ εἶ. Ὁ δὲ δακρυρροῶν εἶπεν· αὐθέντα πατράδελφε, οὐ γινώσκεις τὸν σὸν ἀνεψιόν; Ἐγὼ γὰρ σὲ γινώσκω ἀδελφὸν ὄντα τοῦ πατρός μου. Καὶ πλεῖστον χρόνον ἀνάλωσα εἰς κρημνοὺς καὶ ἐρημίας καὶ βάραθρα τοῦ εὑρεῖν σε. Εἶπε δὲ ὁ ἀγριότραγος πρὸς αὐτὸν· τί βούλεσαι ἢ τί χρῄζεις ἐξ ἐμοῦ; Καὶ πάλιν ὁ σπανὸς γονυπετῶν μετὰ κλαυθμοῦ λέ- γει· αὐθέντα θεῖε, εὐεργέτησόν με ὀλίγον γένειον εἰς τιμὴν τοῦ προσώπου μου, μήπως διώξῃ με ἡ γυνή μου καὶ ἕτερος ἀνὴρ λάβῃ αὐτὴν καὶ λάβῃ τοιαύτην πομπὴν τὸ σπίτι μας! Διότι ὠργίσθη ἡμᾶς ὁ βασιλεὺς καὶ θέλει ἐξολοθρεῦσαι τὸ γένος ἡμῶν, ὁμοίως καὶ πάντας τοὺς σπανούς. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ἀγριότραγος εἶπεν αὐτῷ μετὰ θυμοῦ καὶ ὀργῆς· ἄπιθι ἀπ’ ἐμοῦ, πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον πνεῦμα, πρόδρομε τοῦ ἀν- τιχρίστου, σημεῖον τοῦ κόσμου, ὄργανον πονηρίας, ἐμφύ- σημα τοῦ σατανᾶ, ὄνειδος τῶν ἀνθρώπων, κατάγελως τῶν γυναικῶν. Ταῦτα εἰπὼν ὁ παγκάκιστος ἀγριότραγος ἐπορεύ- ετο διὰ τῶν κρημνῶν καὶ οὐκ ἐλέησε τὸν ταλαίπωρον σπα- νόν. Ὁ δὲ μὴ φέρων τὴν ἄδικον κρίσιν, τοῦ τυράννου διὰ τὸν φόβον, οὐκ ἀπέστη τοῦ ἑαυτοῦ θείου, ἀλλ’ ἠκολούθει αὐτῷ μακρόθεν ἑτέρους ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας καὶ ἑβδομάδας καὶ ἡμέρας καὶ νύκτας καὶ ὥρας καὶ στιγμὰς καὶ ροπὰς κλαίων ἀδιαλείπτως. Τοῦτον ἰδὼν ὁ ἀγριότραγος ἐσπλαγχνίσθη καί φησι πρὸς αὐτόν· ἐλθὲ ὧδε, κακότυχε, κακῆς μὲν ὥρας γέννημα καὶ τοῦ κακοῦ συναντήματος. Σύρε αὐτὴν τὴν κοπροπιγούναν σου τὴν σιχαντὴν καὶ τὰς ἐζαρωμένας σου παρειάς, αἵτινές εἰσιν ὥσπερ γραὸς πολυτέκνου ὑποκοίλιον. Ἐχθρὲ ψύλλων καὶ ψειρῶν. Καὶ γὰρ οὐκ ἔχει ψύλλος ἢ ψείρα ποῦ καταντῆσαι εἰ μὴ μόνον ἐν τῇ χεσμένῃ πιγούνᾳ σου. Ἐλθὲ ὄπισθεν ἐν τῇ ἀναχεσοφυσοπορδαλήθρᾳ τοῦ ἐμοῦ ἀφεδρῶνος καὶ ἔπα- ρον μικρὸν γένειον εἰς τιμὴν τοῦ προσώπου σου. Καὶ τοῦτο ἀκούσας ὁ δυστυχὴς ἐχάρη χαρὰν μεγάλην. Καὶ πλησιάσας τὰς ἑαυτοῦ παρειὰς καὶ τὸν πώγωνα ἐν τῇ ἀνα- χεσοφυσοπορδαλήθρᾳ καὶ ἐξεσκατίστριαν τοῦ κώλου του, ἐχάρισέ τον μετὰ βίας μεγάλης τρεῖς καὶ ἥμισυ τρίχας καὶ ἔτι μιᾶς τέταρτον. Εἶτα λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἀγριότραγος· ὕπαγε εἰς Ἀδριανού- πολιν τὴν λεγομένην Πεντάπολιν καὶ ἔπαρον ἄνταλα, βάν- ταλα, κλάνταλα, μικρῶν παιδίων τσιρλίσματα, γερόντων κοιλίας ἀποκαθάρματα, ἀγριοπίσσιν, ἀγριολείχιν, καὶ θὲς εἰς τὰς παρειάς σου. Πρότερον μὲν αὐτὰς σκατάλειψον, εἶτα προσκόλλησον τὰς τρεῖς ἥμισυ τρίχας καὶ τὸ τέταρτον, ἐ- πειδὴ ἐσπλαγχνίσθην ὁρῶν τοιαύτην καὶ τοσαύτην ὑπομο- νὴν καὶ εὐλάβειαν. Ἔχεις λοιπὸν ὡραίαν πατσάδα καὶ κλα- νομούστακον γενειάδα. Ἀκούσας ταῦτα ὁ κλανομούστακος σπανός, ἠγαλλίασε τὸ πανάσχημον καὶ πανάτσαλον αὐτοῦ πρόσωπον. Καὶ ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ χαρᾶς ἤρξατο γλείφειν τὰ μεσοδάκτυλα τοῦ κώλου του. Καὶ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐπέστειλε χαριστή- ριον ἐπιστολήν. Ἡ δὲ ἐπιστολὴ ἦν τοιαύτη: ὦ παμφιλτάτη μοι γυνή, διὰ πολλοῦ μὲν χρόνου κακοπαθημένη καὶ μεμα- ραμένη ὑπὸ ἀλλοτρίων ἀνδρῶν, ἐὰν ἔχῃς στοργὴν καὶ ἀγά- πην καὶ πόθον εἰς ἐμέ, ἀπόστειλον πρός με τὸ κτένιον τὸ πατρογονικὸν τὸ ἐμόν, οὐχὶ τὸ πυκνόν, ἀλλὰ τὸ ἀρύ· ἔτι δὲ καὶ τὴν μανδύλαν, ᾗ ἐσφόγγιξεν ὁ πατήρ μου τὴν πρόσοψιν τοῦ ἑαυτοῦ ἀφεδρῶνος. Μαθοῦσα ταῦτα ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἡ κακόθελος ἔτι καὶ σφικτό- τρυπος ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν τὸ διχαλοδικράνιν καὶ τὰ μαγα- ρισμένα σπάργανα τοῦ ἑαυτῆς τέκνου. Ἐκλανομόσχισεν οὖν αὐτὰ καὶ πρὸς αὐτὸν ἔστειλεν. Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ὁ ἀγριομού- στακος σπανὸς ἐθυμώθη σφόδρα καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὴν λέγων· ἀφίξομαι πρὸς σὲ τάχιστα, πρὸς σέ, μωρὴ κατουρλο- ποδία, ἔτι δὲ καὶ κατουρλού. Καὶ πάλιν ἀντεμήνυσεν ἐκείνη πρὸς αὐτόν· Ἐδῶ νά ’λθῃς, ὦ κάκιστε σπανέ· καὶ ἂν ἔλθῃς, εὑρήσεις τὸν θεῖον σου τὸν πηξομύτην. Ταῦτα ἀκούσας ὁ κάκιστος σπανὸς ἐθυμώθη μάλιστα καὶ μετ’ ὀργῆς ἔδραμεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ καταλύματι. Ἦν γὰρ ἡ θύρα τοῦ ἑαυτοῦ καταλύματος μεγίστη πέτρα καὶ κρημνὸς ἔμπροσθεν αὐτοῦ βαθύτατος πάνυ καὶ ἀπότομος, ἔσωθεν δὲ καὶ ἐκτὸς, κεχρισμένον μετὰ βουνίας καὶ κόπρου χοιρείας. Εἰσελθὼν δὲ λέγει πρὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα· Χαίρου, ζαμά- λα! Εἶτα λέγει· ὁρᾶς, ὦ γυνή μου, τὴν ὡραίαν ταύτην γενειά- δα, τίνος σοῦ φαίνεται, ὅτι ὁμοιάζω; Ἡ δὲ εἶπεν· θεωρῶ σε, ὦ ἄνερ μου, καὶ φαίνεταί μου, ὅτι ὁμοιάζεις σκοτεινῆς γω- νίας, τὴν χέζουν οἱ ἄρρωστοι· ὁμοιάζεις καταμαγαρισμένην ρύμην, τὴν τσιρλοῦν τὰ παιδία· ὁμοιάζεις σκύλου μούτσου- να καὶ ἀγριοτράγου πιγούνιν. Ὁ δὲ ἠσπάσατο αὐτὴν καὶ αἰτήσας κτένιον ἤρξατο κτενί- ζειν τὴν πανάσχημον καὶ πανάτσαλον αὐτοῦ γενειάδα. Οὐκ ἔπιπτον ψύλλοι ἢ ψεῖρες , ἄλλ’ ἔπιπτον ψύλλοι μετὰ σπαθί- ων, φθεῖρες μετὰ μανδύων, βάτραχοι μετὰ ὑποδημάτων, τζίν- τζιροι μετὰ φλαμμούλων. Ἔπιπτον δὲ καὶ κόριζες μετὰ γε- ρανίων φορεμάτων. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ αὐτοῦ τὸ παράξενον θέαμα ἔκλασε καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξανέμισα, σύ, ὦ ἄνερ μου, φαγὼν πίε καὶ εὐφρανθήσῃ, ὅτι πολλὰ ἐμόχθησας τοῦ εὑρεῖν τὸν σὸν θεῖον τὸν ἀγριότραγον τοῦ εὐεργετῆσαι σε γένειον εἰς τιμὴν τοῦ προσώπου σου ἐκ τὴν ἀναχεσοφυσοπορδαλήθραν τοῦ κώ- λου του. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα ὠργίσθη λίαν καὶ ἦλθε τοῦ ἀποκτεῖναι αὐτήν. Καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ σφόδρα ἐπυρώθησαν, ὁ δὲ μού- στακος αὐτοῦ ἐφάνη ὥσπερ νεκροῦ βρουκολακιασμένου. Τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἀνοιγόκλειεν ὥσπερ ὄρνιθος κῶ- λον, καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ ἄφριζεν ὡς σκύλου λυσσάρου. Καὶ ἰδοῦσα ἡ γυνὴ αὐτοῦ τὸ παράδοξον αὐτοῦ καὶ φοβηθεῖ- σα καὶ μὴ ἔχουσα τί πρᾶξαι, κύψασα οὔρησεν εἰς τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν. Εἰσῆλθεν δὲ ἡ ὀσμὴ εἰς τὴν μύτην του καὶ συ- νῆλθε μικρὸν ἀπὸ τῆς ὀργῆς. Καὶ ἠρώτησεν αὐτὴν λέγων· γύναι, ποῦ ηὗρες τοιαύτην πολύτιμον καὶ εὔοσμον μυρω- δίαν, ἣ ἀνάστησέ με ἐκ τῆς λιποθυμίας; Ἡ δὲ ἤρξατο λέ- γειν, ὅτι, σὺ μέν, ὦ ἄνερ μου, ὅταν ὥδευες τοῦ εὑρεῖν τὸν σὸν θεῖον εἰς τὸ εὐεργετῆσαι σοι γένειον εἰς τιμὴν τοῦ σοῦ προσώπου, Αἰθίοπές τινες ἐνθάδε ἀφίκοντο φέροντες κοπρι- λίδα πολύτιμον, καὶ ἐξ αὐτῶν ἐπριάμην ταύτην τὴν ἐξαίσιον καὶ εὔοσμον μυρωδίαν τοῦ μυρίσαι τὴν σὴν πανάσχημον θέ- αν καὶ κλανομούστακον γενειάδα καὶ τὴν σκατωμένην σου ὄψιν. Ὁ δὲ κακὸς σπανὸς ἀκούσας ταῦτα αὐτὴν εὐχαρίστει καὶ ἐνεδείξατο πρὸς αὐτὴν στοργὴν πολλὴν καὶ πόθον φιλίας. Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτράπησαν εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πιεῖν ὁμοῦ καὶ εὐφραίνεσθαι μετὰ καὶ ἑταίρους οὐκ ὀλίγους, μέχρι τέλους ζωῆς αὐτοῦ, ὡς μετὰ ταῦτα ρηθήσεται. Ταῦτα τοῦ σπανοῦ τὰ κατορθώματα, ὅσα κατὰ δύναμιν ἤνυ- σα. Τὰ δ’ ἄλλα, τὰ μήτε δαίμοσι φορητὰ μήτ’ ἀνθρώποις ἀκουστά, σιωπητεόν. Ἀρκοῦσι δὲ τὰ παρόντα. Ἐν ἑτέρᾳ δὲ συνελεύσει, εἰ δέ τις περὶ αὐτοῦ ἐπίσταταί τι καὶ βουληθείη ἀποκρύψαι τὰς ἀθέσμους καὶ κακούργους αὐτοῦ πράξεις καὶ οὐ δημοσιεύσει αὐτάς, τῷ ἀναθέματι καθυποβάλωμεν. Ἐπὶ δὲ τὸ προκείμενον ἐπανέλθωμεν. Ἐτελειώθη ὁ παγκά- κιστος σπανὸς ἐφέτο, ἰνδικτιῶνος πέρυσι, βρόχῳ καὶ ξίφει ἀποκτανθείς. Καὶ τελειωθεὶς αἰσχίστῳ τέλει τὴν ἀθλίαν ζω- ὴν ἀπέρριψεν. Τῆς αὐτοῦ κακουργίας καὶ ἐχθίστης σπανότητος λύτρωσαι ἡμᾶς, ὁ θεός, καὶ τοὺς παῖδας ἡμῶν ὡς φιλάνθρωπος. Ἀμήν.","ἔκπτυστόν = κατάπτυστο [επίθ. έκπτυστος] οὔριόν = ανόητο, βλάκα [επίθ. ούριος] ξυγγόκωλον = που έχει ξύγγι στα οπίσθια, χοντρόκωλο [επίθ. ξυγγόκωλος] κωλάτον = με μεγάλο κώλο [επίθ. κωλάτος] βιλλάτον = με μεγάλο βίλλο, δηλ. ανδρικό γεννητικό μόριο [επίθ. βιλάττος] φασάτον = πλαστή ευτράπελη λέξη δίπλα στο «χεσάτος» ἀναχε = που του έχουν ρυπάνει με ακαθαρσίες το μουσούδι/πρόσωπο [επίθ. αναχεσομούσουδος] φασκελάτον = βρισμένο, μουντζωμένο μόδια = μέτρο χωρητικότητας δημητριακών, ξηρών καρπών και γενικά στεγνών προϊόντων ισοδύναμο με σαράντα λίτρες δημητριακών [το μόδιον] κεντηνάρια = μέτρο βάρους, 50 κιλά [το κεντηνάριν] ἀποκτενίδια = οι τρίχες που μένουν στο κτένι κατά το κτένισμα [τα αποκτενίδια] νάπας = δασώδεις κοιλάδες, χαράδρες, φαράγγια [η νάπα] κουκουρομούστακος = υβριστικός χαρακτηρισμός για άντρα με μουστάκι (επίθ.) φακλα = υβριστικός χαρακτηρισμός [φά(ε) + κλανάτος] στυφάτος = στυμμένος [μάλλον τσυφάτος] ὑποκοίλιον = υπογάστριον ἀναχεσοφυσοπορδαλήθρᾳ = πορδή (λ. πλαστή) ἐξεσκατίστριαν = πλαστή ευτράπελη λέξη ἄνταλα, βάν- = προκ. για πράγματα ασήμαντα ή ανύπαρκτα [έκφρ. άνταλα βάνταλα, κλάνταλα] τσιρλίσματα = διάρροια [το τσίρλισμα] ἀποκαθάρματα = περιττώματα [το αποκάθαρμα] ἀγριοπίσσιν = υγρή πίσσα ἀγριολείχιν = είδος εξανθήματος, λειχήνα πατσάδα = γένια [η πατσάδα] διχαλοδικράνιν = τσουγκράνα με διχαλωτή άκρη, κασμά κατουρλο = αυτή που έχει κατουρημένη, βρόμικη ποδιά (σκωπτ.) ζαμά = αγελάδα [η ζαμάλα αντί δαμάλα] μετὰ φλαμμούλων = με σημαίες [το φλάμμουλον]",,Σπανός,Ανώνυμος """Τον ήλιον κρύψαντα"" και η Λιμουργία (1186-1257)","Μετά το «Συναξάριον» ακολουθούν τα «Εξαποστειλάρια», ο «Πολυέλεος», που παραπέμπει στους ψαλμούς 134 και 135, οι «Αίνοι» και τα «Έτερα Τροπάρια», τα οποία έχουν ως πρότυπο εκείνα που ψάλλονται στις 23 Απριλίου, την ημέρα του Αγίου Γεωργίου. Το επόμενο εκτενές τμήμα καταλαμβάνει ο «Επιτάφιος», με πύρηνα τον Ψαλμό 118, ενώ ακολουθούν τα «Ευλογητάρια», με πρότυπο τον Επιτάφιο Θρήνο. Τα δύο τμήματα που ακολουθούν είναι: «Τον ήλιον κρύψαντα» και η «Λειτουργία» (εδώ Λιμουργία). Το πρώτο είναι ένας ύμνος με πηγή τον αντίστοιχο που ψάλλεται κατά την λιτάνευση του Επιταφίου. Ένα μέρος του παραπέμπει στο σημείο του «Συναξαρίου» στο οποίο ο σπανός ζητά από τον θείο του γένια, ενώ στη συνέχεια αναφέρονται τα επιχειρήματά του. Από τη Λειτουργία υπάρχουν μόνο οι αντίστοιχοι «Μακαρισμοί», ενώ τα «Τροπάρια» και το «Δοξαστικόν» σχετίζονται έμμεσα με εκείνα της Λειτουργίας της Κυριακής. Εἶτα Δόξα καὶ νῦν. Ἦχος πλάγιος β΄. Πρὸς τὸν ἥλιον κρύ- ψαντα. Τὸν πώγωνα κρύψαντα, ὁ σπανὸς μετὰ χεῖρας, καὶ τὰ ζαρωμέ- να μάγουλα, εἰσῆλθε πρὸς τὸν θεῖον του, καὶ μετὰ κλαυθμοῦ ἐβόησε, πικρῶς λέγων· δός μοι δύο τρεῖς τρίχας, (εἰς τιμὴν τοῦ προσώπου μου· δός μοι δύο τρεῖς τρίχας, μήπως χάσῃ με ἡ γυνή μου, καὶ πάρῃ ἕτερον ἄνδρα. Δός μοι δύο τρεῖς τρί- χας, μὴ μὲ γελοῦν στὸν κόσμον. Δός μοι δύο τρεῖς τρίχας, μὴ μ’ ἁρπάξῃ ὁ Χάρος. Δός μοι δύο τρεῖς τρίχας, μὴ μὲ φᾶν τὰ θηρία. Δός μοι δύο τρεῖς τρίχας, μὴ μὲ σχίσουν οἱ σκύ- λοι. Δός μοι δύο τρεῖς τρίχας, μὴ μὲ χέσουν στὰ μοῦτρα. Τούτοις δυσωπήσας, ὁ σπανὸς τοῖς λόγοις, τὸν θεῖον του τὸν ἀγριότραγον, ἐδωρήσατο αὐτῷ, τρεῖς καὶ ἥμισυ τρίχας, ἐκ τὴν ἀναχεσοφυσοπορδαλήθραν, τοῦ κώλου του, καὶ ἔ- στειλεν αὐτόν, εἰς τὸ ἀνάθεμα. Γίνεται Κακολογία μεγάλη εἰς τὸν σπανὸν καὶ Ἀπόλυσις. Εἰς δὲ τὴν Λιμουργίαν οἱ Μαγαρισμοί. Ἱστῶμεν στίχους η΄. Ἦχος α΄. Πρὸς τὸ Διὰ βρώσεως. Ἐν τῇ ἀτυχίᾳ σου μνήσθητι ἡμῶν, σπανέ. στίχος. Μαγάριοι οἱ σπανοί, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν γερα- νῶν. στίχος. Μαγάριοι οἱ σπανοί, ὅτι πενθοῦντες, οὐ παρακληθήσονται. στίχος. Μαγάριοι οἱ σπανοί, ὅτι πεινῶντες καὶ διψῶντες οὐ χορτα- σθήσονται. στίχος. Μαγάριοι οἱ σπανοὶ οἱ ἀνελεήμονες, ὅτι οὐκ ἐλεηθήσονται. Ἐνεκρώθης, πονηρότατε, καὶ ἐν μνημείῳ κατεχώθης, σπανέ, ἀλλὰ σ’ ἐδέχθηκεν κακῶς, φεῦ, ὁ Χάρος μὲ τὸ δρέπανον, κ’ εἰς τὸν Ἅιδην σ’ ἔρριψεν, κ’ ἐκρημνίσθης ἐν τῇ βασιλείᾳ του. στίχος. Μαγάριοι οἱ κακοποιοί σπανοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ τράγων κλη-θήσονται. Ἐστραβώθης ἀγριώτατε, καὶ ἐστρεβλώθης παντελῶς, πονηρέ, ἀλλὰ καὶ δίκην τὴν πικράν, ἐπερίλαβες τῶν ἔργων σου, καὶ εἰς Χάρον ἄπελθε, καὶ ἀγάλλου ἐν τῇ βασιλείᾳ του. στίχος. Μαγάριοι οἱ σπανοὶ δεδιωγμένοι ἕνεκεν τρίχας, ὅτι κακῶς ἀκούσωσιν. Τὸν σπανὸν πάντες γελάσωμεν, καὶ τὸ μουστάκιν του ἐκβά- λωμεν, εἰς δὲ τὸ γένειον αὐτοῦ, συνελθόντες καταχέσωμεν, καὶ ἐν Ἅιδῃ πέμψωμεν, ὅπως μένῃ ἐν τῇ βασιλείᾳ του. στίχος. Μαγάριοί ἐστε, σπανοί, ὅταν ὑμᾶς ἐκδιώξωσιν καὶ ἐκβάλω- σιν ἔξω. Τοῦ σπανοῦ τὴν μνήμην σήμερον, ἐλθόντες πάντες καθυβρί- σωμεν, καὶ τὴν παγκάκιστον αὐτοῦ, θέαν πάντες ἐκγελάσω- μεν· καὶ βοῶμεν πάντοτε, ὦ σπανέα, χέζομεν τὰ γένια σου. στίχος. Μαγάριοι οἱ μαχοποιοὶ σπανοί, ὅτι αὐτοὶ φουρκισθήσονται. Δεῦτε πάντες τὸν παμμίαρον, σπανόν, τὸν ψεύτην καὶ κατά- δικον, τὸν ἀγριώτατον δεινῶς, ὁμοῦ πάντες καθυβρίσωμεν, καὶ αὐτοῦ μαδήσωμεν, τὴν μουστάκαν ὁμοῦ καὶ τὸ γένειον. στίχος. Κλαίετε καὶ θρηνεῖτε, σπανοί, ὅτι ὁ γέλως ὑμῶν πολύς ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς. Φεῦγε πάλιν, ἄγωμε στ’ ἀνάθεμα, κακὲ τριγένη, πονηρότατε, εἰς τοὺς ἀνθρώπους μὴ φανῇς, ἕως οὗ ξεφυτρώσῃς γένειον, μήπως πάλιν κλάσωμεν, καὶ τὸ στόμα σου σκατὰ γεμίσωμεν. Δόξα. Τὸν σπανέα καθυβρίσωμεν, τὸν μιαρὸν καὶ τὸν ἀπάνθρωπον, καὶ τὸν πατράδελφον αὐτοῦ, δεῦτε πάντες ὀνειδίσωμεν, κρά- ζοντες καὶ λέγοντες, ὦ σπανέα, σφάκελα στά μάτια σου. Καὶ νῦν. Τὴν πατσάδα σου τὴν ἄσχημον, καὶ τὴν μουστάκαν τὴν πανά- γριον, καὶ τὴν πιγούναν τὴν μακράν, καὶ τὴν θέαν σου τὴν ἄτσαλον, καθορῶντες λέγομεν, ὁ θεός μου, ἐκ τοὺς σπανοὺς ἡμᾶς λύτρωσαι.","Λιμουργίαν = παρωδημένη «λειτουργία» (κατά το λιμός και λαιμαργία) Μαγαρισμοί = παρωδημένη η λ. «μακαρισμός» Μαγάριοι = παρωδημένο «μακάριος» (κατά το «μαγαρίζω») σφάκελα = μούντζα [τα σφάκελα]",,Σπανός,Ανώνυμος Επίλογος (1404-1428),"Αρχίζει ένας ύμνος που κανονικά συνόδευε την ώρα του γεύματος και ακολουθεί το «Δεύτερο πεζό μέρος», που η αρχή του λειτουργεί εισαγωγικά για το μετέπειτα «Προικοσύμφωνο», στο οποίο αναφέρεται όχι μόνο μια λίστα από διάφορα αντικείμενα, κινητά και ακίνητα, αλλά και τα ονόματα των προσώπων που παραβρέθηκαν εκεί, για τα οποία χρησιμοποιούνται σύνθετες αστείες λέξεις. Η ευχή των γονιών αντικαθίσταται από την ευχή ενός όνου. Το «Ενδιάμεσο κείμενο» πληροφορεί για το γεύμα που έχει μεσολαβήσει στο πλαίσιο του γάμου του σπανού, όπως επίσης και για την πρώτη νύχτα του γάμου, κατά την οποία ο ίδιος μαθαίνει πως η γυναίκα του είναι μάγισσα και αρρωσταίνει από την είδηση. Για τη θεραπεία του αναφέρονται διάφορα γιατροσόφια, ωστόσο η αρρώστια είναι επίμονη και δεν υποχωρεί. Ύστερα από παράκληση, επεμβαίνει ο «πνευματικός πατέρας», ο οποίος αντί για ευχές απευθύνει κατάρες, ενώ στο τέλος οι γιατροί ορίζουν ως θεραπεία την πενταήμερη παραμονή σε λουτρό, η οποία τελικά φέρνει και τη λύση του προβλήματος – ο συγγραφέας απαριθμεί 991/2 κουβάδες που ο σπανός γεμίζει κατά την αφόδευση. Ο «Επίλογος» αποτελείται από δύο ποιήματα γραμμένα σε βυζαντινό δωδεκασύλλαβο, το πρώτο από τα οποία είναι επιτύμβιο, γραμμένο για να κοσμήσει τον τάφο του σπανού με προτροπή για κατάρες. Το δεύτερο επίγραμμα παρουσιάζει την ακροστιχίδα: «γελώ σε». Ένα τρίτο ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο, με προειδοποιήσεις να αποφεύγεται ο σπανός, κλείνει τη σύνθεση. Στο τέλος, ο συγγραφέας αναφέρει μια εντελώς φανταστική ημερομηνία θανάτου με ανύπαρκτη μέρα, μήνα και έτος. Στίχοι ἰαμβικοὶ εἰς τὸν τάφον τοῦ ἀνοσίου σπανοῦ. Ἐνθάδε κεῖται ὁ σπανὸς ὁ τριγένης, Ὁ παράσημος καὶ μέγας τραγογένης, Ὃς οὐδέποτε ἐκλείπει τοῦ συρράπτειν Δόλους, μηχανὰς εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους. Καὶ γὰρ οἱ γινώσκοντες αὐτοῦ τὰς πράξεις Ἀναθέματι καταβάλετε τοῦτον. Ἕτεροι στίχοι ἰαμβικοὶ εἰς τὸν αὐτὸν σπανόν. Γέννημα κακὸν ἐκ μυσαρῶν γονέων, Ἐπίβουλον κύημα κακῶν ἀνθρώπων, Ληφθεὶς γὰρ αἰσχρῶς ἐν πράξεσι δαιμόνων, Ὡς εἶχες, ἦλθες ταύτας ἐπιζητῆσαι. Σὺ δέ, ὃ ἐνδέχεται, μαθεῖν εἰ θέλεις, Εὑρὲ τὸ ποθούμενον ἐν τῇ ἀκροστιχίδι. Ἕτεροι στίχοι πολιτικοὶ εἰς τὸν αὐτὸν κακὸν σπανόν. Ὅσοι τὸν ἀναγνώθετε, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες. Παρακαλῶ σας λέγετε νύκτες καὶ τὲς ἡμέρες, Ὁ κάθε εἷς ἐκ τοὺς σπανοὺς νὰ φεύγῃ νὰ ’ντηρᾶται Μήπως καὶ καταδώσουν τον, πέτε του, νὰ γροικᾶται. Ἐγὼ δὲ ὁποὺ ἐκοπίασα εἰς τοῦτον τὸν κανόνα, Ἠξεύρετε ὅτι ἔγραψα τὰ φανερά του μόνα. Τὰ δὲ κρυφὰ τίς δύναται νὰ τὰ ἐξαριθμήσῃ Καὶ τὴν κακίαν τὴν κρυφὴν τὴν ἔχει νὰ μετρήσῃ; Λοιπὸν τῷ ἀναθέματι λέγομεν, ὅποιος χώνει, Τὸν βίον τοῦ κακοῦ σπανοῦ καὶ δὲν τὸν φανερώνει. Ἐτελειώθη ὁ μιαρὸς σπανὸς ἔτει αψρθ΄ μηνὶ Μπαμπού- λα λε΄.",’ντηρᾶται = φοβάται [εντηρούμαι],,Σπανός,Ανώνυμος Abstract,"Κρητική κωμωδία, έργο άγνωστου συγγραφέα, αλλά με πιθανότητες να αποδοθεί στον Χορτάτση. Μαζί με τον Κατζούρμπο και τον Φορτουνάτο αποτελούν την τριάδα των σωζόμενων αστικών κωμωδιών του κρητικού θεάτρου. Η υπόθεση πλέκεται γύρω από τις ερωτικές σχέσεις δύο ζευγαριών μέσα σε ένα πολυπρόσωπο περιβάλλον. Κεντρικό θέμα είναι οι παραξενιές του έρωτα: η Φαίδρα αγαπά τον Χρύσιππο, αυτός όμως αγαπά τη Λαμπρούσα, ενώ τη Φαίδρα την αγαπά ο Πάμφιλος. Στο τέλος θα έρθει ο αναγνωρισμός ενός χαμένου παιδιού και ο διπλός γάμος των ερωτευμένων νέων. Ελλείψει εξωτερικών μαρτυριών για τη χρονολόγηση του έργου, η συγγραφή του τοποθετείται στα τέλη του 16ου αιώνα.",,,Στάθης,Ανώνυμος "Μονόλογος του Έρωτα (Πρόλογος, στ. 1-38)","Στον Στάθη προτάσσεται των θεατρικών πράξεων ένας πρόλογος 38 στίχων που εκφωνεί ο προσωποποιημένος Έρωτας. Με περίσσια αυτογνωσία αναγνωρίζει την αντιπάθεια που τρέφουν γι’ αυτόν οι άνθρωποι, εξαιτίας του πόνου και των συμφορών που προκαλεί. Ωστόσο, ενώ τους δικαιολογεί και δεν θυμώνει με το μένος τους, σπεύδει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κρίνοντας ως άδικες τις κατηγορίες εναντίον του. Θυμίζει στους αναγνώστες/ακροατές πως χάρη σε αυτόν γεννιούνται οι άνθρωποι και συνεχίζει να υπάρχει η ζωή. Ο φτερωτός Έρωτας, που με τα βέλη του λαβώνει αδιακρίτως τα θύματά του, εμφανίζεται εδώ για να τοξεύσει μια νέα (εννοεί τη Φαίδρα, κόρη του Στάθη), γύρω από την οποία ξετυλίγονται τα ερωτικά μπερδέματα του έργου. Μετά τον πρόλογο, ακολουθεί η πρώτη σκηνή της πρώτης πράξης της κωμωδίας. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πρόλογος τὸν ὁποῖον κάνει ὁ Ἔρωτας. Ἄνθρωπος κρίνω ζωντανὸς ’ς τὴ γῆ νὰ μὴ γυρίζῃ νὰ μὴ μιλῇ κακὸ γιὰ μὲ καὶ νὰ μὴ δὲ μὲ βρίζῃ· ὅλοι μὲ κράζουν ἄπονο κοπέλι χωρὶς γνῶσι, καὶ ἂν ἐμποροῦσαν θάνατο ἐθέλασι μοῦ δώσει· λέσι πῶς ᾑ σαΐταις μου τοῦταις ᾑ χρυσωμέναις, ὁποῦ δοξεύου ταῖς καρδιαῖς, πῶς εἶν’ φαρμακεμέναις· συναφορμάς μου σκοτωμοί, πολέμοι καὶ θανάτοι δηγοῦνται πῶς ἡ θάλασσα καὶ ἡ γῆς εἶναι γεμάτη. Ἄδικον ἔχουσι πολὺ νὰ μὲ καταφρονοῦσι, μὰ ἐγὼ δὲν τοὺς ὀρ[γ]ίζομαι ὅ,τι καὶ ἂ θενὰ ποῦσι, γιατὶ δὲ ξεύρουσι ποσῶς τὸ τί μιλοῦ γιὰ μένα, μηδὲ ὡς ἐδᾶ δὲν ἔχουσι ποῖος εἶμαι γνωρισμένα. Ὁ κόσμος πρίχου νὰ γενῇ ἐγὼ εἶμαι γεννημένος θεὸς ἀπάνω τσῆ οὐρανοὺς περίσσα ἐμπορεμένος· μηδὲ ᾑ σαΐταις μου ποτὲ κανεὶ δὲ θανατώνου, μόνο γλυκιὰ καὶ ἀπαλαφρὰ πᾶσα καρδιὰ πληγώνου, γιὰ νά ’ναι ἀγάπη πάντοτε καὶ ὁ κόσμος νὰ πληθαίνῃ, καὶ ὁ θάνατος νὰ μὲν μπορῇ τσ’ ἀνθρώπους νὰ λιγαίνῃ καὶ ὅσοι ἀπ’ αὐτὸ χαθούσινε τόσο ἀπὸ μὲ γεννοῦνται, καὶ ἀποὺ τὸν κόσμο οὐδὲ ποσῶς γιὰ τοῦτο δὲ ξοφλιοῦνται. Ἡ κατοικιά μου ’ς τὰ ὄμορφα κορμνιὰ τῶν κορασίδω βρίσκεται, καὶ ταῖς πληγωμαῖς ἀπὸ δεκεῖ τὼς δίδω· ἐκεῖ καὶ ταῖς σαΐταις μου βάνω καὶ τὸ δοξάρι, καὶ ἐκεῖ ταῖς φτυάνω καὶ ἐδεκεῖ τοὺς βάνω τὸ ξιφάρι· ὥραις ’ς τὰ φρύδια χώνομαι μιᾶς κορασίδας, καὶ ὥραις τσῆ ἀλλῆς εἰς τ’ ἀμματόκλαδα, γὴ μέσα ’ς ταῖς δυὸ κόραις τῶν ἀμματιῶ, γὴ ’ς τὰ γλυκιὰ χείλη τὰ κοραλένια, γὴ ’ς τὰ σγουρὰ τῆς κεφαλῆς τὰ παραχρυσωμένα, γὴ εἰς τὸ λαιμό, γὴ εἰς τὰ βυζά, γὴ εἰς τὴ χιονάτη χέρα, καὶ χίλια στήθη ἀποδεκεῖ πληγώνω πᾶσα μέρα. Φτεροῦγαις ἔχω καὶ πετῶ, κ’ εἰς πᾶσα τόπο πηαίνω, κι’ ὥραις ’ς τὰ ὕψη πέτομαι, κι’ ὥρας ’ς τὰ βάθη ἐμπαίνω. Ἄρχοντες, πλούσους, βασιλειούς, σκλάβους, πτωχοὺς καὶ δούλους χωρὶς ἐντήρησι καμνιὰ σύρνω [δο]ξόβω τση οὕλους. Γιὰ ταύτως ὀκ τοὺς οὐρανοὺς σήμερο καταιβαίνω, μὲ βιὰ πολλὴ ’ς τὴ χώρα σας τούτη τὴν ἄξα ἐμπαίνω, γιὰ νὰ δοξέψω σήμερο μιὰ νειά, ποῦ ’χε ἀγαπήσει τοῦτος ἁπὤρχεται ἐδῶ ποῦ θέλετε γροικήσει.","κοπέλι = αγόρι λέσι = λένε συναφορμάς μου = εξαιτίας μου ποῦσι = πουν ποσῶς = καθόλου (ποσοτ. επίρ.) μηδὲ ὡς ἐδᾶ δὲν ἔχουσι ποῖος εἶμαι γνωρισμένα = ούτε έχουν μάθει μέχρι τώρα τί λογής είμαι πρίχου = πριν, προτού (χρον. σύνδ.) περίσσα = πολύ (ποσοτ. επίρρ.) ἐμπορεμένος = δυνατός (μτχ. του (η)μπορώ με σημασία επιθ.) λιγαίνῃ = λιγοστεύει, ελαττώνει ποσῶς = καθόλου (ποσοτ. επίρρ.) ξοφλιοῦνται = εξαφανίζονται φτυάνω = φτιάχνω ξιφάρι = αιχμή βέλους, βέλος (εδώ) γὴ = ή (διαζευκτ. σύνδ.) ἀμματιῶ = ματιών [το αμμάτιν] παραχρυσωμένα = χρυσά, ολόχρυσα (μτχ. ως επίθ.) χιονάτη = λευκή σαν το χιόνι [επίθ. χιονάτος] ἐντήρησι = φόβο, δισταγμό [δο]ξόβω = τοξεύω ἄξα = άξια [επίθ. άξος] δοξέψω = τοξεύσω θέλετε γροικήσει = θα ακούσετε",,Στάθης,Ανώνυμος "Ο Χρύσιππος ανοίγει την καρδιά του στον Αρέτα (Πράξη Πρώτη, Σκηνή Α΄, στ. 1-50)","Η πρώτη πράξη της κωμωδίας ανοίγει με δύο πρόσωπα: τον Χρύσιππο και τον Αρέτα. Ο Χρύσιππος, ένας από τους ερωτευμένους νέους της κωμωδίας, φαίνεται πολύ ανήσυχος και στενοχωρημένος, με την ταραχή να τον έχει κυριεύσει ολοκληρωτικά. Ο πιστός του δούλος Αρέτας δυσκολεύεται να καταλάβει την ανησυχία του, ξέροντας πως η Φαίδρα αγαπά τον αφέντη του και δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας γι’ αυτό. Ωστόσο, ο Χρύσιππος του εκμυστηρεύεται τον έρωτά του για τη Λαμπρούσα, την κόρη του Ντοτόρε, ο οποίος αγαπά και θέλει να παντρευτεί τη Φαίδρα. Μάλιστα, ο Χρύσιππος φρόντισε να έρθει ήδη σε επαφή με την προξενήτρα Αλεξάντρα, που θα προσπαθήσει να πείσει τη Λαμπρούσα να δεχθεί. Στην επόμενη σκηνή η Αλεξάνδρα συναντά μια δεύτερη προξενήτρα, τη Φλουρού, και φλυαρούν ασύστολα. Μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε πως η Φαίδρα δεν θέλει να παντρευτεί τον γερο-Ντοτόρε, γιατί αγαπά τον ""Χρύσιππο"" (στην πραγματικότητα πρόκειται για τον Πάμφιλο που αυτή νομίζει πως είναι ο Χρύσιππος). Τα ερωτικά μπερδέματα έχουν μόλις ξεκινήσει! ΠΡΑΞΙΣ Α – ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ. ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ καὶ ΑΡΕΤΑΣ ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ Μέσα σὲ κύματα σκληρὰ καὶ θυμωμένη μάχη τοῦ ἄνέμου καὶ τῆς θάλασσας γεἷς ναύτης ὅντα λάχῃ, δειλιᾷ πολλὰ καὶ ἀποκτυπᾷ καὶ χίλιαις ἔγνοιαις βάνει, γιὰ πὰς ὅντας βραδυάζεται καὶ τὴν ἡμέρα χάνῃ, καὶ ἡ γιαφρισμένη ταραχὴ φόβο πολὺ τοῦ δίδῃ καὶ σβύνῃ τὴν ὀλπίδαν του τῆς νύκτας τὸ σκοτεῖδι. Μὰ ἀπῆτις ἀπὸ τοῦ γιαλοῦ τὸν τράφο θέλει βγάλει τὸ ῥοδοστολισμένο τση καὶ τὸ χρυσὸ κεφάλι, τότες ἀρχίζει ὁ φόβος του καὶ ἡ γιέγνοια νὰ λιγαίνῃ, καὶ τὴν ὀλπίδαν του τὸ φῶς τοῦ ξάφτει τὴν σβυμένη. Τέτοιας λογῆς τὸ λογισμὸ κύματα θυμωμένα ’ς τὴ θάλασσα τοῦ πόθου μου μὲ πολεμοῦ καὶ μένα· γιὰ τοῦτο τρέχω εἰς τὴν αὐγὴ τσ’ ἀγάπης νὰ προβάλλῃ μὲ τὸ λαμπρόν της πρόσωπο ’ς ἐλπίδα νὰ μὲ βάλλῃ. Πρόβαλλε, αὐγὴ γλυκότατη, καὶ ἡ γιομορφιά σου ἀς φέρῃ τὸν ἥλιο τοῦ προσώπου μου ’ς τοῦτα ζημνιὸ τὰ μέρη· μὲ ἕνα γλυκύ σου στόχασμα πάραυτας ν’ ἀναζήσῃς τὴ νεκρωμένη μου καρδιὰ καὶ τσῆ ἔγνοιαίς μου νὰ σβύσῃς. ΑΡΕΤΑΣ Πε μου, νὰ ζῇς ἀφέντη μου, καὶ τοῦτο ἡ φρόνεψί σου μηδὲν τὸ πιάσῃ ἀποκοτιά, γιατ’ εἶμαι δουλευτής σου, πρέπει, πουλί ὁ κυνηγὸς ὁποῦ ποθεῖ σαμ πιάσῃ, καὶ ὁ ναύτης εἰς τὸ σπίτιν του ἀπῆτις θέλει φτάσει, μπλειὸ νά ’χου ἄλλο λογισμὸ παρὰ τὰ κερδεμένα πράμματα μόνο πασαεῖς νὰ χαίρεται ὅλο ἕνα; Κι’ ἂν ἦναι τοῦτο ἄπρεπο, γιάντα ἡ ἀφεντιά σου ἀπῆτις τὴν ἀγάπη σου νά ’χῃς ’ς τὴμ πεθυμνιά σου, τέτοιας λογῆς πικραίνεσαι, τοῦτο ἐγὼ θαυμάζω, καὶ θὰ τὸ πῶ, τὴ γνώμη σου πολλὰ καταδικάζω! Μὰ ποῦρι ἂν ἦναι τῶν ἀλλῶ ... κουρφὸ δὲν εἶναι ἐμένα! ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ Μάλιος ὡς εἶναι τῶν ἀλλῶ, κρυφὸ ἀς ἦν’ καὶ σένα. ΑΡΕΤΑΣ Μὰ πῶς κουρφό ’ναι μετὰ μέ, ἀνὴ κ’ ἡ ποθητή σου μοῦ τό ’πε ἐκείνη φέρνωντας μιὰ ὥρα ἀθιβολή σου. ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ Ποιὰ ποθητή μου; ΑΡΕΤΑΣ Ἡ γνωστικὴ τοῦ μισὲρ Στάθη ἡ Φαῖδρα, τὸ ῥόδο τῶν ἀλλῶν ἀνθῶν καὶ τῶν καρδιῶ ἡ γιαφέδρα, τούτη ποῦ χάνεται γιὰ σέ, καὶ ἔδωσες τὸ χέρι καὶ δακτυλίδι, ὡς μοῦ ’χε πεῖ, γιὰ νὰ τὴν κάμῃς ταῖρι ... ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ Τοῦτο δὲν ἤτονε ποτὲ ’ς ἐμᾶς, καὶ σφάλμα πιάνει, καλὰ καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φυρεθῇ πῶς σφάνει· μ’ ἀπῆτις κύρη δεύτερο σ’ ἐγνώρισα ἀκριβό μου ’ς τὴ δούλεψί μου τὴμ πιστή, γροίκησε τὸ κουρφό μου· τέσσερης χρόνοι ὁποῦ ’ρθαμε ἀποὺ τὸ Τζάντε τώρα θενά ’ναι, ἂ δὲν κομπώνωμαι, ’ς τούτη τὴν ἄξα χώρα· καὶ ἔτζι περνῶντας ὁ καιρὸς τούτη τὴμ πλουμισμένη Φαῖδρα ’ς τὸμ πόθο ἐγνώρισα γιὰ μένα ἁφτωμένη· τὴ θέλησι τῆς κορασᾶς ἡ γι’ Ἀλεξάδρα ὁρίζει κ’ εἶναι μεσίτρα τῆς δουλιᾶς, καὶ νὰ τὴν κάμῃ ὀλπίζει. Κι’ ὄξω ἀπὸ τοῦτο ὁ κύρης τση μοῦ τήνε τάσσει ἀκόμη, γιατὶ τὴ Φαῖδρα ἀγαπᾷ κ’ ἐκεῖνος ἔχει γνώμη. Μ’ ἄμες τὴν προξενίτρα μου ναὐρῇς γιὰ νὰ γροικήσῃς τὸ πρᾶμμα ἂν ἐκατήστεσε, ἂ θὲς νὰ μοῦ βοηθήσῃς.","γεἷς = ένας ὅντα = όταν (χρον. σύνδ.) λάχῃ = είναι, βρεθεί τυχαία [λαχαίνω και λαγχάνω] ἀποκτυπᾷ = έχει καρδιοκτύπι, τρομάζει [αποκτυπώ ως αμτβ.] γιὰ πὰς = κυρίως, ιδίως, προπάντων (επίρρ.) ὅντας = όταν (χρον. σύνδ.) τράφο = τάφρο, θαλάσσιο ρήγμα, άνοιγμα λιγαίνῃ = ελαττώνεται [λιγαίνω] ξάφτει = εξάπτει, ανάβει ζημνιὸ = αμέσως (επίρρ.) πάραυτας = αμέσως (χρον. επίρρ.) φρόνεψί = φρόνηση ἀποκοτιά = υπερβολικό θάρρος, αυθάδεια δουλευτής = υπηρέτης ἀπῆτις = αφού, από τη στιγμή που (χρον. σύνδ.) μπλειὸ = πιο, πια (επίρρ.) γιάντα = γιατί (ερωτημ. επίρρ.) ἀπῆτις = από τη στιγμή που, αφού (σύνδ.) θαυμάζω = απορώ, εκπλήσσομαι ποῦρι = λοιπόν, ωστόσο (σύνδ., από την ιταλ. λέξη pure) κουρφὸ = κρυφό [επίθ. κουρφός] Μάλιος = καλύτερα, σωστότερα (επίρρ. από το ιταλ. meglio + κάλλιο) ἀνὴ = αν (υποθ. σύνδ.) ἀθιβολή = κουβέντα, συζήτηση γνωστικὴ = συνετή, φρόνιμη [επίθ. γνωστικός] γιαφέδρα = αφέντρα φυρεθῇ = υποψιαστεί, διαισθανθεί, φανταστεί(;) ἀπῆτις = αφού (χρον. σύνδ.) ἀκριβό = αγαπητό, προσφιλή, πολύτιμο [επίθ. ακριβός] γροίκησε = άκουσε κουρφό = μυστικό (ουσιαστικοποιημένο επίθ.) Τζάντε = Ζάκυνθο κομπώνωμαι = γελιέμαι, απατώμαι ἄξα = άξια [επίθ. άξος] πλουμισμένη = όμορφη (μτχ. ως επίθ.) ἁφτωμένη = αναμμένη μεσίτρα = προξενήτρα ἔχει γνώμη = έχει σκοπό, αποφασίζει ἄμες = πήγαινε (προστακτ.) ἐκατήστεσε = κατόρθωσε, ενέργησε [κατασταίνω ως μτβ.]",,Στάθης,Ανώνυμος "Κωμικό επεισόδιο ανάμεσα στον Στάθη και τον δούλο του Φόλα (Πράξη Πρώτη, Σκηνή Ε΄, στ. 177-218)","Η πέμπτη σκηνή της πρώτης πράξης είναι ένα κωμικό επεισόδιο ανάμεσα στον Στάθη, τον πατέρα της Φαίδρας –που πολλοί την διεκδικούν–, και τον δούλο του τον Φόλα, ο οποίος, κατά τα λόγια του Στάθη, είναι τρομερός τεμπέλης και σκορπάει τα λεφτά του στις ταβέρνες. Ωστόσο, ο Φόλας διαφωνεί και εκφράζει τις αντιρρήσεις του για τις άδικες κατηγορίες του αφεντικού του και μάλιστα με παράξενους υπολογισμούς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Στάθης τού χρωστά λεφτά. Τη φλυαρία του διακόπτει με τη βία ο Στάθης, που του ζητά να βρει τον δάσκαλο για να τακτοποιήσουν κάποιο δικό τους ζήτημα (που υποθέτουμε ότι είναι η τακτοποίηση του γάμου της Φαίδρας με τον Ντοτόρε). Στην επόμενη σκηνή ο Στάθης εκφράζει την ανησυχία και την ανυπομονησία του για τον γάμο της κόρης του, αλλά θα βρει παρηγοριά στα λόγια της προξενήτρας Αλεξάνδρας. ΠΡΑΞΙΣ Α – ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ. ΣΤΑΘΗΣ, καὶ ΦΟΛΑΣ ὁ φαμέγιός του ΣΤΑΘΗΣ Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω, γάϊδαρε, πῶς τοῦτα τὰ δειλά σου δὲν μὲ φελοῦσι, κι’ ἄφης τα, γὴ σπῶ τὰ καύκαλά σου! Πᾶσα ὅντας ἦναι ἀρχιμενιὰ τέσσερης λίτραις παίρνεις, καὶ φαίνεταί μου ἀληθινὰ καὶ τὸ πετζί μου γδέρνεις· καὶ δίδω σού τα, καὶ μπορεῖς μὲ τὰ μισά, νὰ ζήσω, νὰ ντύνεσαι καλότατα νὰ μ’ ἀκλουθᾷς ποπίσω· μὰ πάντα κακορροίζικος εἶσαι καὶ ξεσκισμένος, κ’ εἶν’ ἐτροπὴ νὰ μ’ ἀκλουθᾷς σὰν εἶσαι καμωμένος! Μὰ κατὰ πῶς μοῦ τό ’πασι, ἡμέρα δὲ σοῦ πέρνα παρὰ νὰ πάγῃς δυὸ καὶ τρεῖς φοραῖς εἰς τὴν ταβέρνα, σὰν νὰ μὴν εἶχες νὰ περνᾷς ’ς τὸ σπίτι τὸ δικό μου! μὰ πάψε… γὴ ζυγόνω σε μιὰ ὥρα ’ς τὸ θεό μου. ΦΟΛΑΣ Τοῦτο δὲν εἶναι ἀληθινὰ ποτέ, κ’ ἡ γιαφεντιά σου μὴ θὲ νὰ δίδῃς εὔκολα ’ς τὰ ψώματα τ’ αὐτιά σου, ’ς τὴν ἄλλη ἁπὤρθῃ νὰ τὸ πῇ, πῶς ψεύει πέ του ποῦρι, ξαπλόνωντας τὴν χέρα σου ’ς τὴν ἐδικήν του μούρη. ΣΤΑΘΗΣ ’Σ τὴν ἐδική σου θενὰ πῇς· δὲν εἶναι ὡσὰν ἐσένα ὁποῦ μοῦ τὸ ’πε, γάϊδαρε!... ΦΟΛΑΣ Δὲν εἶναι ὡσὰν ἐμένα, γιατὶ εἶμαι ἐγὼ καλλίτερος, καὶ ὀμπρός, ἀφέντη, ῥώτα. ΣΤΑΘΗΣ Ναὶ, γιατ’ ἤκανε ὁ κύρης σου τὰ ξύλινα καπότα. ΦΟΛΑΣ Μηδὲν τόνε καταφρονᾷς, ἀφέντη, κ’ ἤκαμέ σου καὶ ἐσένα τέτοια φορεσά, κ’ ἡ τέχνη του ἤρεσέ σου. ΣΤΑΘΗΣ Ναί, γιὰ τὸ κτῆμά μου θὰ πῇς. ΦΟΛΑΣ Ναίσκε, κ’ ἐγὼ γιὰ κεῖνο μιλῶ, μὰ τὴν ἀθιβολὴ δὲν θέλω νὰ μακρύνω· καὶ ἀς ἔρθωμε ’ς τὰ πρῶτά μας· τραντάξης μέραις κάνεις σωσταῖς τὸ μῆνα καὶ ὥρα μιὰ ποτέ σου δὲν τὴ χάνεις· καὶ κάνω κότο, κατὰ πῶς ποθὲς τά ’χω γραμμένα, πῶς μοῦ χρωστεῖς ἀληθινὰ τορνέσα ἀκόμη ἐμένα. Ἕξης ἔχω μῆνες σπίτι σου σωστοὺς καὶ ἑφτὰ ἑβδομάδες καὶ μέραις τραντατέσσερας… ΣΤΑΘΗΣ Σώπα ταῖς πελελάδαις, δὲ σοῦ πιστεύβω ὅ,τι καὶ ἂμ πῇς… ἀνὲ καὶ δὲν κατέχῃς, γράμματα, πῶς τὸ λοιπονὶς τοῦτο γραμμένο ἔχεις; ΦΟΛΑΣ Ἂ δὲ διαβάζω ’ς τὸ χαρτί, γράμματα κάνω πάλι ποῦ νὰ τὰ συντηρᾷ κανεὶς νά ’χῃ χαρὰ μεγάλη. ΣΤΑΘΗΣ ’Σ ἴντα χαρτί; ΦΟΛΑΣ ’Σ τὸν τοῖχό μας μὲ τὸ μαχαῖρι σέρνω τὸ θέλω, καὶ κρατῶ τονε γιὰ σκέδα καὶ καδέρνο. ΣΤΑΘΗΣ Ὁ τοῖχος ἄσπρος πελελοῦ χαρτ’ εἶναι γιὰ νὰ γράφῃ. ΦΟΛΑΣ ’Σ τοῦτο συχνιὰ μὲ κάρβουνο κ’ ἡ γιαφεντιά σου βάφει. ΣΤΑΘΗΣ Σώπα, καὶ πήγαινε γοργὸ νὰ βρῇς τὸν Ἑρμογένη τὸ δάσκαλο καὶ ἀφέντη σου, τοῦ πέ τον ν’ ἀνημένῃ γιὰ κεῖνο ὅπου ἐμιλήσαμε, Φόλα, γιατὶ θὰ κάμω μὲ τὸν τετόρε σήμερο τζῆ Φαίτρας μου τὸ γάμο.","φαμέγιός = υπηρέτης (από τη βενετική λέξη famegio) δειλά = φοβισμένες ενέργειες [επίθ. δειλός, εδώ το ουδ. πληθ. ως ουσ.] φελοῦσι = ωφελούν καύκαλά = κρανίο [το καύκαλον, εδώ στον πληθ.] Πᾶσα ὅντας = κάθε φορά που, όποτε ἀρχιμενιὰ = πρωτομηνιά λίτραις = βενετικό ασημένιο νόμισμα ίσο με 1/6 του δουκάτου [η λίτρα] κακορροίζικος = δυστυχής (επίθ.) ξεσκισμένος = κουρελιασμένος, που φορά σχισμένα ρούχα (μτχ. ως επίθ.) πασι = είπανε ζυγόνω = διώχνω, απομακρύνω γιαφεντιά = εσύ δίδῃς = προσέχεις, δίνεις σημασία σε [φρ. δίδω τ’ αφτιά (μου) σε κάτι] ψώματα = ψέματα ’ς τὴν ἄλλη ἁπὤρθῃ νὰ τὸ πῇ = την άλλη φορά όποιον έρθει να πει κάτι τέτοιο ψεύει = λέει ψέματα, ψεύδεται ποῦρι = λοιπόν, ωστόσο (σύνδ., από την ιταλική λέξη pure) ὁποῦ = αυτός που (αναφορ. αντων.) καπότα = σαμάρι (εδώ, με παιγνιώδη διάθεση) [το καπότο: γενικά σημαίνει το μάλλινο πανωφόρι] Ναίσκε = μάλιστα, βέβαια (επίρρ.) ἀθιβολὴ = κουβέντα, συζήτηση τραντάξης = τριάντα έξι κάνω κότο = υπολογίζω, λογαριάζω [το κό(ν)το: λογαριασμός· προέρχεται από την ιταλ. λέξη conto] τορνέσα = είδος νομίσματος [το τορνέσι, από το ιταλ. tornese] πελελάδαις = ανοησίες, φλυαρίες [η πελελάδα] ἀνὲ καὶ = αν και κατέχῃς = ξέρεις, καταλαβαίνεις τὸ λοιπονὶς = λοιπόν (σύνδ.) συντηρᾷ = παρατηρεί ἴντα = τι (ερωτημ. αντωνυμ.) σκέδα = δελτίο, μικρό κομμάτι χαρτιού (από την ιταλ. λέξη scheda) καδέρνο = τετράδιο, κατάστιχο (από την ιταλ. λέξη quaderno) πελελοῦ = τρελού, παλαβού [επίθ. πελελός] τοῦ πέ = πες του ἀνημένῃ = περιμένει τετόρε = δικηγόρο [ο τετόρες, από την ιταλική λέξη dottore]",,Στάθης,Ανώνυμος "Η προξενήτρα Αλεξάνδρα καθησυχάζει τον Στάθη (Πράξη Πρώτη, Σκηνή ΣΤ΄, στ. 219-264)","Στην έκτη σκηνή της πρώτης πράξης τα πρόσωπα που βρίσκονται επί σκηνής είναι ο Στάθης, ο πατέρας της πολυπόθητης Φαίδρας, και η προξενήτρα Αλεξάνδρα. Ο γέρος εκφράζει την ανησυχία και την ανυπομονησία του για τον γάμο της κόρης του και ζητά από την Αλεξάνδρα να μάθει νέα για τον γάμο του Χρύσιππου, πράγμα που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα, γιατί ξέρει πως αμέσως μετά θα γίνει και ο γάμος της Φαίδρας με τον Ντοτόρε. Η προξενήτρα τον ενθαρρύνει και του διηγείται ένα όνειρό της, που η ίδια ερμηνεύει σαν προάγγελμα για κάποιον γαμπρό του Στάθη. Ωστόσο, εκείνος δίνει διαφορετική ερμηνεία στο όνειρο, πιστεύοντας πως ο σύντροφος που θα βρει η Φαίδρα είναι ίσως ο χαμένος της αδερφός, τον οποίο τον είχαν αρπάξει μικρό οι κουρσάροι. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε την πρώτη μνεία για το χαμένο παιδί του Στάθη, μια υπόθεση που θα διαλευκανθεί αργότερα στο έργο. Στις επόμενες τρεις σκηνές της πρώτης πράξης ακούμε τον Ντοτόρε να εκδηλώνει με υπερβολικές εκφράσεις την αγάπη του για τη Φαίδρα καθώς και τον Πάμφιλο, που παραπονιέται, επειδή η αγαπημένη του, δηλαδή η Φαίδρα, τον δέχεται στο σπίτι της μόνο τη νύχτα. ΠΡΑΞΙΣ Α – ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ ΣΤΑΘΗΣ καὶ ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ ΣΤΑΘΗΣ Ὁ λογισμὸς μὲ τυραννᾷ κ’ ἔχει με ἀπάνου κάτω γιατ’ ἡ καρδιά μου ἀποκτυπᾷ κ’ ἐγδέχεται μαντάτο, νὰ μάθω ἂ ξετελειώνουσι τοῦ Χρύσιππου τὸ νάλο, σὰν ὁ ντοτόρες μοῦ ’ταξε νὰ κάμῃ χωρίς ἄλλο. Μὰ ἐτούτη ἁπὤρχεται ἐδεπᾶ μὲ τὸν τετόρε ἔχει φιλία καὶ πᾶσά του κουρφὸ καλότατα κατέχει· κυρ’ Ἀλεξάνδρα εὐγενική!... ΑΛΕΞΑΔΡΑ Γιά με… μιλεῖ νὰ ζήσω ἀφὲς ὁ Στάθης, τοῦ γροικῶ. ΣΤΑΘΗΣ Στέκω νὰ σ’ ἐρωτήσω καὶ θάρρεψέ μού το νὰ ζῇς, ἂν ᾖ καταστεμένα τοῦ Χρύσιππου τὰ πράμματα σὰν ἦναι μιλημένα. ΑΛΕΞΑΔΡΑ Καταστεμένα βρίσκουνται, καὶ πρὶν νά ’ρθῇ τὸ βράδυ ὀρπίζω νά ’ναι ὁ Χρύσιππος μὲ τὴ Λαμπροῦσα ὁμάδι. ΣΤΑΘΗΣ Χαίρομαι τὸ μαντάτο σου, γιατὶ κ’ ἐγὼ ὀξοπίσω θὰ ξετελειώσω τὴμ παντρειὰ τσῆ Φαίντρας μου νὰ ζήσω. ΑΛΕΞΑΔΡΑ Πρέπό ’ναι, ἀφέντη, ἀληθινά, γιατὶ ὁ καιρός της φεύγει· τ’ ὀπωρικὸ γεννήθηκε καὶ πασαεῖς ζηλεύγει…. σήμερο ἐθώρου ἀπατά, νὰ ζήσω, τ’ ὄνειγιόν της, μόνο διατ’ εἶναι ὀγλήγορα θαρρῶ τὸ ῥοιζικόν της. ΣΤΑΘΗΣ Πέ το, Ἀλεξάνδρα μου, νὰ ζῇς… ΑΛΕΞΑΔΡΑ Δύο ὀκιάλια χρυσωμένα ἐθώρου κ’ εἶχες, καὶ γυαλὶ δὲν ἤτονε εἰς τὸ ἕνα, καὶ ἐρωτοῦσα, καὶ ἀπὸ καιρὸ μοῦ ’λεγες, κ’ ἤχασές το, κι’ ὅντας τὸ βρίσκῃς ’ς τὴ φωτιὰ τάχατες, κ’ ἤβγαλές το καὶ βαίνεις το ’ς τόπον του κ’ ἤφεγγε ὡσὰν καὶ τ’ ἄλλο, καὶ ῥεγουσοῦνε κ’ εἶχές το θαραπειό σου μεγάλο· καὶ ξεδιαλύνω τὸ ὄνειρο, πῶς θὲς νὰ συντροφιάσῃς μὲ ταῖρι ἁψὰ τὴ Φαῖντρά σου, πολλὰ ν’ ἀναγαλλιάσῃς. ΣΤΑΘΗΣ Ἀρέσει μου ἡ ξεδιάλυσι, καὶ τ’ ὄνειρο αὐτόνο μὰ γὼ καλιὰ τὸ ξεδαλυῶ πρὸς τὸν ὑγιό μου μόνο· τίς ξεύρει ἂν ἦναι ζωντανὸς καὶ λάχῃ ἀποὺ τὴ χέρα τῶ Μπαρμαρέσω νά ’ρθῃ ἐδῶ ’ς τὸ Κάστρο μιὰ ἡμέρα; ΑΛΕΞΑΔΡΑ Εἶχες λοιπὸ καὶ ἀσερνικό; ΣΤΑΘΗΣ Εἶχα, καὶ πιάσασί μας σκλάβους, καὶ αὐτὸ ἐπήρασι καὶ ἐμᾶς ἐφήκασί μας… γιὰ νὰ μὴ στέκω ’ς τὴν Τουρκιὰ καὶ νά ’ρθω εἰς τὴ δική μου πατρίδα, ὁποῦ ’σανε ἀπὸ δῶ γροικῶ οἱ προπάτοροί μου, ἐπούλησα τὸ πρᾶμμά μου καὶ τὰ παιδιά μου ἐπῆρα, ὁποῦ ὀρφανὰ τ’ ἀνάθρεψα σὰν ἤθελεν ἡ μοῖρα, καὶ ἐμᾶς σὲ ξύλο Κρητικὸ ἔρχωντας μᾶς ἐπιάσα κρουσάροι ἀπὸ τοῦ Τούνεζι καὶ αὐτοὶ μᾶς ἐμοιράσα, τὸ ἀσερινικὸ ἐπῆρε ὁ γεῖς ’ς τὸ ξύλον του καὶ ἐδιάβη, μὲ ἕνα μου δοῦλο ’ς ἄλλη ὁδό, κ’ ἐμᾶς μὲ τὸ καράβι ἐσύρνα τ’ ἄλλα ὁποῦ ’σανε τ’ ἀπομονάρια τρία· κ’ ἐκεῖ σιμὰ ὅντας ἤμαστε ἀντίπερα ’ς τὴν Ντία, Μαλτέζικα μᾶς εἴδασι καὶ ὀπίσω ἐπήρασί μας. καὶ κεῖνα ἐφοβηθήκασι ζημνιὸ κ’ ἐφήκασί μας. ΑΛΕΞΑΔΡΑ Νὰ μοῦ τ’ ἀξώσου οἱ οὐρανοὶ νά’ ναι ἡ ξεδήγησί σου καὶ μὲ καὶ σένα ἀληθινή, καὶ ναὔρῃς τὸ παιδί σου!","λογισμὸς = σκέψη, συλλογισμός, έγνοια μαντάτο = αγγελία, είδηση, νέο (από τη λατινική λέξη mandatum) ξετελειώνουσι = τελειώνουν, ολοκληρώνουν τὸ νάλο = τον άλλο (εννοεί τον γάμο) ντοτόρες = δικηγόρος, νομικός (από την ιταλική λέξη dottore) κουρφὸ = μυστικό [επίθ. κουρφός, εδώ το ουδ. ως ουσ.] καλότατα = άψογα (τροπ. επίρρ.) κατέχει = ξέρει, γνωρίζει ἀφὲς = αφέντης, κύριος γροικῶ = ακούω θάρρεψέ μού = δώσε μου θάρρος, ενθάρρυνέ με [θαρρεύω ως μτβ.] ὀρπίζω = ελπίζω ὁμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) ξετελειώσω = φέρω εις πέρας Πρέπό = σωστό ὀπωρικὸ = φρούτο, καρπός πασαεῖς = καθένας (αντων.) ὄνειγιόν = όνειρο ὀκιάλια = ματογυάλια, γυαλιά που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης (από το ιταλ. occhiali) ῥεγουσοῦνε = λαχταρούσες, ήθελες [ορέγομαι ή ορέγουμαι] θαραπειό = ευχαρίστηση, παρηγοριά ἁψὰ = γρήγορα, σύντομα (τροπ. επίρρ.) ξεδιάλυσι = διασαφήνιση λάχῃ = συμβεί, τύχει [λαχαίνω ή λαγχάνω] Μπαρμαρέσω = κατοίκων της Μπαρμπαριάς [ο Μπαρμπαρέσος] γροικῶ = ξέρω πρᾶμμά = τίποτα, καθόλου (κρητικό ιδίωμα) ξύλο = πλοίο κρουσάροι = πειρατές, ληστές [ο κουρσάρος ή κρουσάρος] Τούνεζι = Τυνησία γεῖς = ένας ἀπομονάρια = υπόλοιπα [επίθ. απομονάρης, εδώ το ουδ. ως ουσ.] Μαλτέζικα = από τη Μάλτα (ενν. καράβια) ὀπίσω ἐπήρασί = κατεδίωξαν ζημνιὸ = αμέσως (επίρρ.) ξεδήγησί = εξήγηση",,Στάθης,Ανώνυμος "Μονόλογος της Φαίδρας (Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Α΄, στ. 1-30)","Στην πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης παρουσιάζεται για πρώτη φορά η Φαίδρα, η κόρη του Στάθη, για την οποία όλοι με κάποιον τρόπο μιλούσαν στην πρώτη πράξη του έργου. Η κοπέλα αυτή, που την πολιορκούν ερωτικά νέοι και γέροι, ενώ ο πατέρας της ανησυχεί για την αποκατάστασή της, μιλά εδώ, μόνη της στη σκηνή, για την αγάπη που την βασανίζει, εκφράζοντας ωστόσο και την ελπίδα της πως θα έρθει ο ""Χρύσιππος"" (που στην πραγματικότητα είναι ο Πάμφιλος) να την παρηγορήσει. ΠΡΑΞΙΣ Β – ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΦΑΙΔΡΑ ΜΟΝΑΧΗ Καθὼς ’ς τὰ περιγιάλιά της πρῶτας γροικᾷς καὶ ἀρχίζει καὶ ταραχὴ ἡ θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει, καὶ μὲ τὴν ὥρα μάχεται καὶ μ’ ἀφρισμένη χέρα ῥάσσει νὰ κάμῃ πόλεμο ’ς τὸ πρόσωπο τοῦ ἀέρα, καὶ ἀπῶδε κεῖ μὲ μάνιτα καὶ ταραχὴ μεγάλη τρέχει καὶ δέρνει ἀδιάτρητα τῆς γῆς τὸ περιγιάλι· τέτοιας λογῆς ἐρχίσασι οἱ λογισμοὶ καὶ μένα, καὶ ταραχῆς σαλεύουσι κύματα θυμωμένα· ἄγρια λειοντάρια οἱ λογισμοὶ μοῦ δείχνου καὶ μανίζου καὶ ἐμπαίνουσι ’ς τὸ στῆθός μου καὶ τὴν καρδιά μου σκίζου· καὶ ὡς νά ’μου εἰς θάλασσα βαθειά, γὴ ’ς ἀγριεμένο δάσο, χωρὶς κανένα ἀντίδικο φοβοῦμαι καὶ τρομάσω. Ἔρωτα, ὡς ἤσου σπλαχνικὸς περίσσα, καὶ ἄνοιξές μου τὸ θησαυρὸ τῆς χάρις σου καὶ κεῖνο ἤδωκές μου γιάντα λοιπὸν ’ς ἀνάπαψι νὰ μὴν τὸν ἀφεντεύω, πειδὴ καὶ μέσα ’ς τὴ καρδιὰ πιστὰ τόνε στερεύω; γιάντα τὰ περασμένα μου πάθη μου καινουργιώνεις καὶ τὴ χαρὰ ὁποῦ μ’ ἄξωσες περίσσα ἀνακατώνεις; Μὰ ἐσὺ γλυκότατε ὁδηγὲ λοιπὸ τῆς πεθυμνιᾶς μου, πιάσε γλυκιὰ παρηγοργιὰ νὰ δώσῃς τῆς καρδιᾶς μου, νὰ φύγουσι οἱ λογισμοὶ κ’ ᾑ πίκραις νὰ μ’ ἀφήσου, ν’ ἀδειάσουνε ᾑ τυράννισες, τὰ πάθη νὰ σκορπίσου, ν’ ἀνοίξουσι τὰ χείλη σου νὰ ποῦνε – ὁ Χρύσιππός σου ἐσένα εἶναι, Φαῖδρά μου, καὶ ἀς πάψῃ ὁ λογισμός σου! Μὰ ἀπῆς ἐσὺ δὲ φαίνεσαι σὲ τοῦτά μας τὰ μέρη, τὸ δακτυλίδι, ὁποῦ φορῶ γιὰ νὰ μὲ κάμῃς ταῖρι, τώρα φιλῶ γιὰ λόγου σου, καὶ κεῖνος, ὁποῦ ὁρίζει τῶμ ποθητῶ τοὺς λογισμοὺς καὶ ταῖς καρδιαῖς γνωρίζει, μαντατοφόρος ἀς γενῇ νὰ πῇ τὰ βάσανά μου, γιὰ νὰ μοῦ δώσῃ τὴ γιατριὰ σὰν ἦναι ἡ πεθυμνιά μου.","γροικᾷς = αισθάνεσαι, ακούς [γροικώ] μαντάτο = αγγελία, μήνυμα, είδηση (από το λατ. mandatum) ῥάσσει = ορμά μάνιτα = θυμό, οργή, μανία [η μάνητα] ἀδιάτρητα = χωρίς δισταγμό, χωρίς μέτρο (πιθανότατα) λογισμοὶ = σκέψεις, συλλογισμοί, έγνοιες σαλεύουσι = κινούνται μανίζου = θυμώνουν πολύ, οργίζονται [μανίζω] γὴ = ή (διαζευκτ. σύνδ.) ἀντίδικο = συμφορά, αναποδιά (ουσιαστικοποιημένο επίθ.) σπλαχνικὸς = πονετικός, τρυφερόκαρδος (επίθ.) περίσσα = πολύ (ποσοτ. επίρρ.) γιάντα = γιατί (ερωτημ. επίρρ.) ἀνάπαψι = ικανοποίηση, χαρά, ανακούφιση στερεύω = διατηρώ, φυλάσσω καινουργιώνεις = επαναλαμβάνεις ἀπῆς = αφού (χρον. σύνδ.) ποθητῶ = ερωμένων, ερωτευμένων πεθυμνιά = επιθυμία",,Στάθης,Ανώνυμος "Ο Στάθης μιλά στον δούλο του Φόλα, (Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Η΄, στ. 287-316)","Στην όγδοη (προτελευταία) σκηνή της δεύτερης πράξης τα πρόσωπα που βρίσκονται επί σκηνής είναι ο Στάθης, ο πατέρας της Φαίδρας, και ο υπηρέτης του ο Φόλας. Ο γέρος παρουσιάζεται αγανακτισμένος, καθώς έχει μόλις πληροφορηθεί ότι ο ""Χρύσιππος"" (που στην πραγματικότητα είναι ο Πάμφιλος) επισκέπτεται τις νύχτες την κόρη του. Ξέροντας ότι ο Χρύσιππος έχει αρραβωνιαστεί τη Λαμπρούσα, σκοπεύει να καταγγείλει τη συμπεριφορά του στον δικαστή, για να πάρουν εκδίκηση τόσο ο ίδιος όσο και η αποπλανημένη κόρη του. ΠΡΑΞΙΣ Β – ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ ΣΤΑΘΗΣ καὶ ΦΟΛΑΣ ΣΤΑΘΗΣ Πήγαινε, Φόλα, ὀγλήγορα καὶ φέρε τὸ λουρί μου καὶ τὴν κουρτέλα ὁποῦ ’βαλα μέσα ’ς τὸ τάβολί μου. Χωστὰ ’ς τὸ σπίτι μου ἤμπαινε… καὶ ἀπόκεις μ’ ἔχε βάλλει καὶ μάρτυρα ’ς τοὺς γάμους του, γιὰ περιγέλοιο πάλι! Ὀϊμέ, καὶ νά ’μουνε πλειὰ νειὸς νά ’χα τὰ γένεια μαῦρα, νὰ σβύσω μὲ τὸ αἷμάν του τῶ σωθικῶ τὴ λαύρα· μὰ πάλι, κλέφτη Χρύσιππε, τὴ γδίκῃά μου σοῦ τάσσω πῶς θενὰ κάμω, ἂν ἤστεκε τὴ ζῆσί μου νὰ χάσω· μ’ ἄσ’ τη καὶ αὐτήνη τὴν κακὴ μαργιόλα … κ’ ἤκαμά τση δαρμὸ ὡσὰν τσῆ ἐτύχαινε, καὶ τὰ μαλλιὰ ἤβγαλά τση· δοτόρε αὐτὴ δὲν ἤθελε, γιατ’ εἶχε καμωμένο σφάλμα ἐτόσο μετ’ αὐτό, μὰ ἐκράτειν το χωσμένο· μ’ ἀπῆτις τσ’ εἶπα, γι’ ἄντρα μπλειὸ νὰ μὴν τὸν ἀνημένῃ, στανιό της τὸ μολόησε ἡ καταφρονεμένη· μὲ δακτυλίδι ὡσὰ θωρῶ καὶ αὐτήνε ἐχάλασέν τη, καὶ δᾶ ἄλλη ἐρραβωνιάστηκε καὶ τούτη ἤφηκέν τη· μὰ ἐτοῦταις ταῖς διπλαῖς παντρειαῖς μανίζει ἡ δικῃοσύνη καὶ ἁποῦ ταῖς κάνει, κάτεχιε, τὸ πῶς δὲν τὸν ἀφίνει· γιὰ τοῦτο θέλω ’ς τὸ κριτὴ νὰ τόνε καταδώσω, καὶ θάρρος ἔχω νὰ γενῇ τὸ δίκῃό μου τὸ τόσο· καὶ ἂ δὲν τοῦ πάρῃ τὴ ζωή, σὰν ἔχει ἡ γιόρεξί μου, σκιἂς κάνει νὰ τὴ βλοηθῇ, γιὰ νἄχω τὴν τιμή μου. ΦΟΛΑΣ Ἔν’ το τὸ βρακολοῦρί σου ἐδεπᾶ καὶ τὴν κορδέλα! ΣΤΑΘΗΣ Ἔρμος σου χρόνος καὶ κακός! λουρὶ εἶπα καὶ κουρτέλα!... ἰδὲ τὸν κλέφτη ἴντά ’φερε! νὰ λάχῃ νὰ τὰ δοῦσι, νὰ μάθου τὸ ψεγάδι μου κι’ ὅλοι νὰ μὲ γελοῦσι. ΦΟΛΑΣ Καὶ ἂν τὴ βαστᾷς ἀπάνω σου!... τὸ λοιπονὶς ποιὰ ἄλλη; ΣΤΑΘΗΣ Ἀλήθεια λές… ἡ μάνιτα μ’ ἐτύφλωσε κ’ ἡ ζάλη! πάγω λοιπὸ τὰ ῥοῦχά μου νὰ σκίσω, γιὰ νὰ κάμῃ νὰ μὴ χαθῇ τὸ δίκῃό μου μὲ τὴν τιμή μου ἀντάμη.","κουρτέλα = είδος μαχαιριού με φαρδιά και μεγάλη λεπίδα (από το βενετικό cortela) τάβολί = μικρό τραπέζι (από την ιταλ. λέξη tavolino) Χωστὰ = κρυφά, μυστικά (τροπ. επίρρ.) περιγέλοιο = περίγελο, αντικείμενο κοροϊδίας [το περιγέλοιο] λαύρα = μεγάλη θερμότητα, πολύ δυνατό έρωτα γδίκῃά = εκδίκηση ἤστεκε = έπρεπε(;) [στέκει: απρόσ. ρήμα] ζῆσί = ζωή μαργιόλα = πονηρή, απατεώνισσα [επίθ. μαριόλος, από τη βενετική λέξη mariol, ιταλ. mariolo] δαρμὸ = ξυλοκόπημα, ταλαιπωρία [ο δαρμός] δοτόρε = δικηγόρε, νομικέ [ο δοτόρες ή ντοτόρες, από το ιταλ. dottore] χωσμένο = κρυμμένο (μτχ. ως επίθ.) ἀπῆτις = αφού (χρον. σύνδ.) μπλειὸ = πια, πλέον (επίρρ.) ἀνημένῃ = περιμένει στανιό = παρά τη θέληση (τροπ. επίρρ.) μανίζει = θυμώνει πολύ σκιἂς = τουλάχιστον (επίρρ.) βρακολοῦρί = ζώνη για το δέσιμο της βράκας στη μέση του σώματος (λεξ. Κριαρά)· επίδεσμος για κήλη (στο Martini 1976) ἐδεπᾶ = εδώ (τοπ. επίρρ.) Ἔρμος σου χρόνος καὶ κακός! = τον κακό σου τον καιρό! (είδος κατάρας) ἴντά = τι (ερωτημ. αντων.) τὸ λοιπονὶς = λοιπόν (σύνδ.) μάνιτα = οργή, θυμός ἀντάμη = μαζί (επίρρ.)",,Στάθης,Ανώνυμος "Ο Μενέλαος, ο Παλαμήδης και ο Οδυσσέας στην Τροία (Ιντερμέδιο Δεύτερο, στ. 1-100)","Τα ιντερμέδια –από την ιταλική λέξη intermedio και intermezzo– ήταν σύντομα δραματικά κείμενα που παίζονταν κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων των παραστάσεων θεατρικών έργων. Αντίθετα από τα ιντερμέδια άλλων κρητικών έργων, στα οποία αναπτύσσεται ένα θέμα σε αρκετή έκταση και με τρόπο οργανικό, ώστε να δημιουργούν κάποτε ένα άλλο έργο μέσα στο βασικό κείμενο (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κατζούρμπου), τα δύο ιντερμέδια του Στάθη είναι άσχετα το ένα με το άλλο. Το πρώτο παρουσιάζει τη συμπλοκή μερικών χριστιανών με τους Τούρκους, με σκοπό την απελευθέρωση μιας αιχμάλωτης κοπέλας, ενώ το δεύτερο έχει ως θέμα του τον ερχομό του Μενέλαου, του Παλαμήδη και του Οδυσσέα στην Τροία, για να πάρουν πίσω την Ελένη. Οι μελετητές του έργου (Martini 1976, 22) θεωρούν ότι κάποιος ανώνυμος διασκευαστής, σε κάποια μεταγενέστερη εποχή, τα πήρε με μεγάλη ευκολία από ένα γενικό ρεπερτόριο και τα χρησιμοποίησε ως αναγκαίο σύνδεσμο ανάμεσα στις τρεις πράξεις. Ακόμη κι έτσι, παρουσιάζει ενδιαφέρον η λογοτεχνική πρόσληψη του Τρωικού Πολέμου από έναν ποιητή της Κρητικής Αναγέννησης, ο οποίος απεκδύει την ιστορία από την επική της αίγλη και προσγειώνει τους ήρωες σε ένα κωμικό σύμπαν, βάζοντάς τους να χρησιμοποιούν την ομιλουμένη γλώσσα του 16ου-17ου αιώνα. ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (Βασιλέας Πρίαμος μὲ δυό του συνβουλατόρους καὶ μὲ τοὺς δούλους του). ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μεσῖταις μοῦ ’πα κ’ ἤρθασι ’ς τὴν ἐδική μας χώρα ἀποὺ τὴν Μακεδόνια, εἶναι λιγάκι ὥρα· δὲ ξεύρω ἴντα θέλουσι, μὰ ἔν τση ἐδεπᾶ … καὶ ἀς δοῦμε ἴντα ζητοῦ, καὶ ἀπόκρισι φρόνιμη νὰ τοὺς ποῦμε. (Τότες ἔρχεται ὁ Παλαμέτες, καὶ Οὐλύσες καὶ Μενέλαος μεσῖταις ζητῶντας τὴν Ἕλενα). ΠΑΛΑΜΕΤΕΣ Ψηλότατέ μου βασιλειᾶ ὁποῦ τὴν Τρόγια ὁρίζεις καὶ μὲ τὴ φρονιμάδα σου νέκταρε τὴν ποτίζεις, καὶ ὅλοι παινοῦ ταῖς πρᾶξές σου, τὴν πλεῖσα καλοσύνη, τὸ πῶς κρατεῖς ’ς ὅλους κοινὴ κ’ ἴσα τὴ δικῃοσύνη· κ’ εἶσαι τὸ ξόμπλι τῆς τιμῆς, τὴν ἐντροπὴ ξωφεύγεις, τσ’ ἄτυχους νὰ τοὺς τυραννᾷς καθημερνὸ γυρεύγεις· ὁ βασιλειᾶς μου, ξεύρετε, τὸ πῶς μᾶς εἶχε πέψει μεσῖταις γιὰ τὴν Ἕλενα, ὁποῦ ’χε σιργουλέψει ὁ Πάρις σου καὶ ἐπῆρέν τη μ’ ὅλους τοὺς θησαυρούς τση, καὶ ἐντρόπιασε τὸν ἄντρα τση μαζὶ καὶ τσῆ ἐδικού τση, νὰ τὴ γιαγείρετε ἐδεκεῖ, δίκῃό ’ναι ἐτούτη ἡ χάρι, ὁ Μενελάος ἄντρα τση σὰν πρῶτας νὰ τὴμ πάρῃ· γιατὶ ἦρθε εἰς τὴ χώρα μας καὶ ὡς νά ’τονε παιδί μας πιστὰ τὸν ἐδεκτήκαμε, κι’ ὅλοι οἱ ἐδικοί μας ἐσυνορίζουντάνε ποιὸς σπίτι νὰ τόνε πάρῃ νὰ τόνε κανισκεύουσι καὶ νὰ τοῦ κάμου χάρι· καὶ τοῦτος χωρὶς διάκρισι ἐθέλησε νὰ κάμῃ τόσο μεγάλο ἄδικο, τόση ἐντροπὴ ἀντάμη, νὰ πάρῃ τὴν γυναῖκάν του κι’ ὅλο τὸ θησαυρόν του, ὁποῦ τὸν εἶχε σπίτιν του ὡσὰν τὸν ἑαυτόν του, τοῦ Μενελάω τοῦ ῥηγός· μὰ κρίνω δὲν μποροῦσι τ’ ἀμμάτιά σας νὰ τὸν ἐδοῦ τὰ δάκρυα νὰ κρατοῦσι. Πάλι καὶ δὲν τὸ κάμετε σήμερο χωρὶς ἄλλο, ἀντίδικό σας πόλεμο θὰ κάμουσι μεγάλο. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ἀνὲν καὶ φοβερίζῃ μας νὰ μᾶς ἐκάμῃ ἀμάχη, ἡ Τρόγια δὲν ἐφάνηκε ντήρησι ἀθρώπω νά ’χῃ, γιαὔτως τὰ λόγια παραμπρὸς μηδὲ ποσῶς μὴμ πᾶσι, γιατὶ ᾑ φοβέραις σας ποτὲ ταῖς γνώμαις δὲν ἀλλάσσει. (Τότες σιμώνει καὶ μιλεῖ μὲ τοὺς συμβούλους του κοντὰ ἀγάλια νὰ μὲν γροικοῦσι τὶ λέγει μὲ δαύτους, καὶ τότες πάλι γυρίζει καὶ λέγει). Τὴν Ἕλενα νὰ κάμωμε νά ’ρθῃ ἐδῶ ὀμπροστά σας, καὶ ἀνὲν καὶ θέλῃ νὰ συρθῇ εἰς τὰ θελήματά σας, νὰ τὴν ἐπάρετε ζημνιὸ μ’ ὅλο τὸ θησαυρό τση· μὰ νά ’ρθῃ δὲν μπορεῖ ποτέ, ξεύρετε, στανικό τση. Ἀμέτε, πέτε τση τὸ πῶς, εἶναι τὸ θέλημά μου νά ’ρθῃ μὲ δίχως ἐντήρησι ὀγλήγορα ὀμπροστά μου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Παρακαλῶ σε, βασιλειᾶ, χωστὰ νὰ τσῆ μιλήσω, σὰν ἄντρα της τὸν λογισμὸν κουρφά τση νὰ γνωρίσω. ΟΥΛΥΣΕΣ Ψηλότατέ μου βασιλειᾶ, πολλὰ παρακαλῶ σε ἐτούτη τὴ θαράπαψι ὁποῦ ζητᾷ τοῦ δῶσε. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μετὰ χαρᾶς… ἔντηνε ἐδῶ! Ἕλενα, ἐπᾶ ’ρθε τώρα μεσῖταις καὶ ἄντρας σου μαζὶ ’ς τὴν ἐδική μας χώρα, γιὰ νὰ σὲ πάρου ἐδεκεῖ, κ’ ἔχω ἀποφασισμένα νὰ πάγῃς ὅπου πεθυμᾷς καὶ ὅπου σ’ ἀρέσει ἐσένα· καὶ ἄντρας σου θέλει μοναχὰς τὸ λέγει ν’ ἀγροικήσῃς, πάλιν τοῦ μόδου σου εἶσαι ἐσὺ τὸ θὲς ν’ ἀποφασίσῃς. ΕΛΕΝΑ Ψηλότατέ μου βασιλειᾶ, ἐπᾶ ’μαι τσ’ ὁρισμούς σου. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Νὰ πάρῃ δὲν μπορεῖ τινὰς τὸ θέλεις τοῦ κορμιοῦ σου. (Τότες τήνε παίρνει ὁ Μενελάος παράμερα καὶ τῆς λέγει). ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ἕλενα, δὲν τὸ ἐλόγιαζα τὴ χώρα σου ν’ ἀφήσῃς τόσα χωστά, καὶ ὡσὰ σκληρὸς κρουσάρης νὰ τὴ γδύσῃς· γιατὶ σὲ ἀγάπου ξεύρεις το πλειὰ παρὰ τὴ ζωή μου, πλειὰ ἀποὺ τὸ φῶς τῶν ἀμματιῶ καὶ πλειὰ ἀποὺ τὴ ψυχή μου· μὰ δὲν κατέχω ποιὰ ἀφορμὴ σ’ ἔκαμε κ’ ἤφηκές με, κ’ ἔτσι μὲ διχωστὰς αἰτιὰ τόση τροπὴ ἄξωσές με! καὶ ὅση τιμὴ ἐγνώρισες καὶ ἀγάπη ἀπὸ μένα, τόση σκληρότη καὶ ἀπονιὰ ἐγνώρισα ἀπὸ σένα! Καὶ μὴ λογιάσῃς βλάψιμο νά ’χῃς, γιατὶ χωστά μου ἐμίσεψες, γιατὶ καλλιὰ ἤσφαξα τὴν καρδιά μου, παρὰ νὰ βλάψω ὥστε νὰ ζῶ ποτὲ τὴν ὀμορφιά σου, μάλιος γιὰ νόμο θὰ κρατῶ τὰ λόγια τὰ δικά σου. Καὶ ἂν ἤσφαλες, κατέχω το δὲν ἤτονε ἀπὸ σένα, καὶ χωρὶς φταίσιμο ποτὲ δὲ θέλεις βρῇ κανένα. Ἐσένα μόνο πεθυμῶ, κι’ ὅλο τὸ θησαυρό μου ἀς πάρουσι καὶ ἀς δώσωσι τὸ φῶς τῶν ἀμματιῶ μου, γιατὶ μὲ δίχως σοῦ, Ἕλενα, γυρίζω τυφλωμένος, ξόμπλι τῆς κακορροιζικιᾶς ἐγίνηκα ὁ καϋμένος! Καρδιά μου, τ’ ἀμματάκιά σου ἀς δοῦσι τὰ δικά μου πῶς δάκρυα κάνου ποταμὸ καὶ βιαίνου ὀκ τὴν καρδιά μου. Θυμήσου τὴν ἀγάπη μου, θυμήσου πῶς μικράκια ὁμάδι ἀναθραφήκαμε ’ς τοῦ πόθου τὰ κανάκια. Ἔλα σιμά μου, μάτιά μου, καρδιά μου Ἕλενά μου, δὲν τὴ ψηφῶ τὴ βασιλειὰ χωρὶς ἐσέ, κερά μου· καὶ ἀμνόγω σου ’ς τὸν οὐρανό, ’ς ἐκεῖνο ὁποῦ ὁρίζει τὴν κτίσι, τὸ πῶς βλάψιμο ποτὲ δὲ θὲς γνωρίζει ἀπὸ τοῦ λόγου μου ποσῶς, μάλιος παρὰ ποτέ μου θὰ σ’ ἔχω πλειὰ ἀκριβώτερη· γύρισε μίλησέ μου, τοῦ Μενελάω μίλησε, κάμε τὸ θέλημά μου, καὶ ὡς ἤσουνε βασίλισσα ἔλα ’ς τὴν κατοικιά μου. ΕΛΕΝΑ Ψηλότατέ μου βασιλειᾶ, ἀπῆτις τὴ βουλή μου μ’ ὁρίζεις ποιά ’ναι νὰ τῆς πῶ, νὰ στέκῃ τὸ κορμί μου πάντα μετά σου πεθυμᾷ, καὶ ἀνὲν καὶ πάρουσί με τοῦτοι στανιός μου, κάτεχε, σφαμμένη βρίσκουσί με. (Τότες μισεύει ἡ Ἕλενα). ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ἐκούσετε τὴ γνώμην της, ἀφένταις, ἴντα λέγει τὸ πῶς δὲ θέλει μετὰ σᾶς, πῶς θὰ σφαγῇ, καὶ κλαίγει· νά ’ρθῃ δὲν εἶναι ἐμπορετό, ξεύρετε, στανικό τσῆ, καὶ νά ’μαι ἐγὼ ὁ προδότη τση, γὴ ποῦρι ὁ θάνατό τση. ΟΥΛΥΣΕΣ Σὰ βασιλέας φρόνιμος μπορεῖς νὰ τὸ λογιάσῃς γιὰ μιὰ γυναῖκα, ἀφέντη μου, ἔτοια ὄχθριτα μὴν πιάσῃς, γιατὶ μηδένας βασιλειᾶς ’ς τὸ χέριν του δὲν ἔχει τὴ νίκη, καὶ κανεὶς ποτὲ τὸ τέλος δὲν κατέχει· ἀνάμεσά σας βλέπετε τώρα μηδὲν ἀρχίσῃ φωτιὰ ν’ ἀξάψῃ καὶ οὐδεγεὶς μπορεῖ νὰ σᾶς τὴ σβύσῃ. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ἀνὲν καὶ τούτη ἡ ἄπιστη ἔφυγε ἀπὸ σιμά μου, καὶ ἐπῆρέ μου τὸ θησαυρὸ χωρὶς τὸ θέλημά μου, ’ς τοῦ λόγου της δὲ βρίσκεται τῆς κλέφτρας ἡ τιμή μου, μὰ ξεύρετε πῶς κατοικᾷ σὲ τοῦτο τὸ σπαθί μου, καὶ τοῦτο τάσσω σας τὸ πῶς ὀγλήγορα νὰ κάμῃ νὰ γδικῃωθῶ ’ς τὸ πρᾶμμά μου καὶ ’ς τὴν τιμή μου ἀντάμη.","Μεσῖταις = απεσταλμένοι, μαντατοφόροι [ο μεσίτης] ἴντα = τι (ερωτημ. αντων.) ἔν τση ἐδεπᾶ = να ’τοι εδώ είναι ἀπόκρισι = απάντηση (προφορική) Παλαμέτες = Παλαμήδης Οὐλύσες = Οδυσσέας Τρόγια = Τροία φρονιμάδα = φρόνηση, σύνεση πλεῖσα = πάρα πολύ [πλείσ(τ)ος, υπερθ. βαθμός του επιθ. πολύς] ξόμπλι = παράδειγμα προς μίμηση, πρότυπο, υπόδειγμα (από το λατιν. exemplum) ἄτυχους = κακούς, πονηρούς σιργουλέψει = καλοπιάσει [σιργουλεύω, λέξη του κρητικού ιδιώματος] τση = της (κρητικό ιδίωμα) γιαγείρετε = επιστρέψετε [γιαγέρνω] ἐσυνορίζουντάνε = μαλώναν [συνορίζομαι] κανισκεύουσι = χαρίζουν ἀντάμη = μαζί (τροπ. επίρρ.) ἀντίδικό = εχθρικό, δυσμενή [επίθ. αντίδικος] Ἀνὲν = αν ἀμάχη = μάχη ντήρησι = φόβο [η (ε)ντήρηση] γιαὔτως = γι’ αυτό, εξαιτίας αυτού του λόγου (επίρρ.) παραμπρὸς = μπροστά (τοπ. επίρρ.) ποσῶς = καθόλου (ποσοτ. επίρρ.) πᾶσι = πηγαίνουν ἀγάλια = σιγανά, χαμηλόφωνα (τροπ. επίρρ.) μὲν γροικοῦσι = μην ακούνε ζημνιὸ = αμέσως (επίρρ.) στανικό = παρά τη θέληση (τροπ. επίρρ.) χωστὰ = κρυφά, μυστικά (τροπ. επίρρ.) κουρφά = κρυφά, μυστικά (τροπ. επίρρ.) θαράπαψι = ευχαρίστηση, παρηγοριά ἔντηνε = να την, ιδού ἐπᾶ = εδώ (τοπ. επίρρ.) μόδου = τρόπου [ο μόδος, από την ιταλική λέξη modo] ὡσὰ = σαν πλειὰ = περισσότερο (ποσοτ. επίρρ.) κατέχω = ξέρω, γνωρίζω διχωστὰς = χωρίς ἄξωσές = αξίωσες ἐμίσεψες = έφυγες, αναχώρησες [μισεύω] μάλιος = περισσότερο ἀμματιῶ = ματιών [το αμμάτι] ξόμπλι = παράδειγμα κακορροιζικιᾶς = κακοτυχίας [η κακοριζικιά] ὀκ = από (πρόθ.) ὁμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) κανάκια = χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα ἀμνόγω = ορκίζομαι πλειὰ = πιο, περισσότερο ἀπῆτις = αφού, αφότου (χρον. σύνδ.) βουλή = επιθυμία, σκέψη ἀνὲν = αν μισεύει = φεύγει, αποχωρεί ἐμπορετό = δυνατό, που μπορεί να γίνει [επίθ. εμπορετός] στανικό = παρά τη θέληση (τροπ. επίρρ.) γὴ = ή (διαζευκτ. σύνδ.) ποῦρι = λοιπόν, ωστόσο (σύνδ., προέρχεται από το ιταλ. pure) κατέχει = ξέρει, γνωρίζει ἀξάψῃ = ανάψει [εξάπτω] οὐδεγεὶς = κανείς (προσωπ. αντων.) Ἀνὲν = αν (υποθ. σύνδ.) τάσσω = υπόσχομαι γδικῃωθῶ = εκδικηθώ [γδικιώνομαι] πρᾶμμά = ; ἀντάμη = μαζί (τροπ. επίρρ.)",,Στάθης,Ανώνυμος "Ο Στάθης και το χαμένο παιδί (Πράξη Τρίτη, Σκηνή Γ΄, στ. 145-230)","Στην προηγούμενη (δεύτερη) σκηνή της τρίτης πράξης ο πατέρας του Χρύσιππου, ο Γαβρήλης, πληροφορείται για τη φυλάκιση του παιδιού του. Ήδη στη δεύτερη πράξη του έργου ακούσαμε τις απειλές του Στάθη να τιμωρήσει τον Χρύσιππο που, ενώ είναι αρραβωνιασμένος, αδιάντροπα συνεχίζει να βλέπει την κόρη του τη Φαίδρα. Τώρα, στην τρίτη σκηνή της τρίτης πράξης, ο Γαβρήλης επισκέπτεται τον παλιό του φίλο Στάθη και διευθετούν το θέμα· δεν είναι ο Χρύσιππος αυτός που αποπλάνησε τη Φαίδρα. Εκτός από αυτή τη διαβεβαίωση του Γαβρήλη, που ανακουφίζει τον Στάθη, αποκαλύπτει πως ο Χρύσιππος είναι το βιολογικό χαμένο παιδί του Στάθη, το οποίο εκείνος ανέθρεψε σαν δικό του. Ο γέρος δίνει εντολή να ελευθερώσουν τον Χρύσιππο και κατακλύζεται από ανεκδιήγητη χαρά και αγαλλίαση. ΠΡΑΞΙΣ Γ– ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΦΟΛΑΣ, ΑΡΕΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΛΗΣ καὶ ΣΤΑΘΗΣ ΦΟΛΑΣ Ποιὸς εἶναι αὐτοῦ ὁποῦ κτυπᾷ; ΑΡΕΤΑΣ Πρόβαλλε, ἂ θὲ νὰ μάθῃς. ΦΟΛΑΣ Ἐσ’ εἶσαι, Ἀρέτα, πὲ ἴντα θές; ΑΡΕΤΑΣ Αὐτοῦ ’ναι ἀφὲς ὁ Στάθης; ΦΟΛΑΣ Ἐπᾶ ’ναι, ναίσκε! ΑΡΕΤΑΣ Μίλησε καὶ πέ του νὰ καταίβῃ, καὶ μὲ ἀναγάλλιασι πολλὴ σοῦ τάσσω πῶς ν’ ἀναίβῃ. ΣΤΑΘΗΣ Ἴντά ’ναι ἡ ἀναγάλλιασι; γιατὶ τὴν κοπελιά μου μοῦ ἐβάτευε ἀφέντης σου τόσο καιρὸ χωστά μου; ΑΡΕΤΑΣ Πέρασε κάτω, ἀφέντη μου… μὰ κεῖνος δὲ σοῦ φταίγει. ΣΤΑΘΗΣ Ἴντα μὲ θέλει κάτω αὐτός; ἀς πᾶ νὰ δῶ ἴντα θέλει! ΓΑΒΡΙΛΗΣ Ἀφέντη Στάθη, φίλε μου παλῃὲ καὶ ἐμπιστεμένε! ΣΤΑΘΗΣ Μισὲρ Γαβρίλη, ἀφέντη μου γλυκιὲ καὶ ἀγαπημένε! μ’ ὅλη τὴν πίκρα, φίλε μου, κλαίγω ὀκ τὴ χαρά μου. ΓΑΒΡΙΛΗΣ Καὶ μένα ἡ γιαναγάλλιασι μ’ ἀνοίγει τὴν καρδιά μου. Φίλε, τὴν πίκρα ξόρισε, τὰ ἀνακατώματά σου τὰ στείλασι οἱ ὀρανοὶ γιὰ νά ’βγου εἰσὲ χαρά σου. ΣΤΑΘΗΣ Τὰ πάθη μου δὲν ἤμαθες, μ’ ἀπῆς τὰ θὲς γροικήσει περίσσα κακορροίζικο μὲ θὲς ὀνοματίσει· μὰ πότες ἦρτες, καὶ ἀφορμὴ ’ς τὴν Κρήτη ποιὰ σὲ σέρνει; ΓΑΒΡΙΛΗΣ Δὲν εἶν’ πολλὴ ὥρα ὁποῦ ’σωσα, καὶ ἡ τύχη σου μὲ φέρνει· τοῦτα ὁποῦ κράζεις πάθη σου καὶ βάσανα ἤμαθά τα, καὶ γὼ τὰ διώχνω μὲ γλυκιὰ σὰμ πεθυμᾷς μαντάτα. ΣΤΑΘΗΣ Καὶ δὰ ποθὲς ἐγροίκησες πῶς θέλει νὰ βλοήσῃ τὸ Χρύσιππο ὁ δούκας μας νὰ μὲ παρηγορήσῃ; ΓΑΒΡΙΛΗΣ Τοῦτο ὄχι, δὲν μπορεῖ! παντρειὰ σὰν ἔχει ἡ ὄρεξί σου, μηδὲ βολεῖ ’ς τὸ Χρύσιππο νά ’ναι κ’ εἰς τὸ παιδί σου. ΣΤΑΘΗΣ ’Σ τοῦτο καλό ’ναι, φίλε μου, καὶ ὅποιος ἀλλιῶς λογιάζει, ’πειδὴ κ’ ἡ γιαρραβώνιασι μόνο ἡ πρώτη ξάζει. ΓΑΒΡΙΛΗΣ Ἀλήθεια λές, μ’ ἂν εἶχε ζήσιμο ὁ Χρυσῆς σου, ἤτονε τάχατες πρεπὸ νὰ πάρῃ τὸ παιδί σου; ΣΤΑΘΗΣ Τέτοιας λογῆς παράνομο ποιὸς ἠμπορεῖ ν’ ἀκούσῃ, δυὸ ἀδέρφια ἀνάμεσά τωνε ποτὲ νὰ παντρευτοῦσι! ΓΑΒΡΙΛΗΣ Λοιπὸ ἂν ἦν’ μπαράνομο, δὲν πρέπει ὁ Χρύσιππός σου νὰ βλογηθῇ τὴ Φαῖτρά σου καὶ νὰ γενῇ γαμπρός σου. ΣΤΑΘΗΣ Πέ τονε, φίλε μου, καλλιὰ προδότη μου καὶ ὀχθρό μου, καὶ μὴ μοῦ λὲς μὲ πίκρα μου πάλι τὸ Χρύσιππό μου! ΓΑΒΡΙΛΗΣ Δὲν εἶν’ προδότης, μηδὲ ὀχθρός, παιδί ’ναι τ’ ἀπατοῦ σου, κόκκαλο τοῦ κοκκάλου σου καὶ σάρκα τοῦ κορμνιοῦ σου· μηδὲ τὴ θυγατέρα σου δὲν ἔσμιξε ἀντάμη, μηδὲ καὶ μὲ τὸ Χρύσιππο σφάλμα ποτὲ εἶχε κάμει. ΣΤΑΘΗΣ Ὀϊμένα, ἀποὺ τὴ χαρὰ γροικῶ καὶ ἀπολιγαίνω, καὶ ὁ λογισμός μου ἐσάλεψε καὶ ἀποὺ τὸ νοῦ μου ἐβιαίνω. ΓΑΒΡΙΛΗΣ Πιάσ’ τονε, Ἀρέτα μου καὶ σύ, μὴμ πέσῃ ὅπως τοῦ ἐφάνη· θώργιε ἡ γιαγάπη ἡ πατρική ’ς τὸν ἄθρωπο ἴντα κάνει! μικρ’ ἤτονε ἡ λιγοθυμνιὰ καὶ ἀρχίζει καὶ περνᾷ του. ΑΡΕΤΑΣ Γροικῶ τονε καὶ στένεται… καίγω ’ς τ’ ἀνάκαρά του. ΓΑΒΡΙΛΗΣ Ἀφέντη Στάθη!... ΣΤΑΘΗΣ Φίλε μου, πολλὰ παρακαλῶ σε τέλειωσε τὴν ἀθιβολή, σωστὴ χαρὰ μοῦ δῶσε! ΓΑΒΡΙΛΗΣ ’Σ τὴν Μπουγδανιὰ ὅντας εἴμαστε καὶ ’ς τὸ κελλί, θυμήσου τὸ Νικηφόρο τὸν καιρὸ ὁποῦ ’χες δουλευτή σου… ΣΤΑΘΗΣ ’Σ τὸ σπίτι μου γεννήθηκε κ’ ἤτονε ἀναθροφή μου, καὶ τὸ παιδί μου μετ’ αὐτὸ κρουσάροι ἐπήρασί μου, καὶ ὁμάδι μᾶς ἐπήρασι, μὰ ἐμένα ἐλευθερῶσα Μαλτέζικα· μ’ αὐτοὶ ποτὲ δὲν ἔμαθα ποῦ ἐδῶσα. ΓΑΒΡΙΛΗΣ Ἕνα μπερτόνι ὥριζε ἕνας Ῥωμογενίτης Τοῦρκος, μὰ φίλος μου παλῃὸς κ’ ἴδιός μου συντοπίτης, καὶ φτάνει τσῆ Μονοβασᾶς τὴ χώρα ἕνα βράδυ, τὸ δουλευτή σου σύρνωντας καὶ τὸ παιδί σου ὁμάδι· τότες ’ς ἐκείνη ἤλαχα κι’ ἐγὼ τὴν ἴδια χώρα, καὶ μὲ τὸν Τοῦρκο ἐσμίξαμε κ’ ἐδώκαμε τὴ γνώρα· καὶ παίρνει με ’ς τὸ ξύλον του μιὰ ὥρα νὰ γευτοῦμε, καὶ ἀπῆτις ἐποφάγαμε, τὸ ξύλο πᾶ νὰ δοῦμε· καὶ κάτω καταιβαίνωντας γροικῶ μεγάλο θρῆνο, καὶ τ’ ὄνομά μου ἀνάκραζε λυπητερὰ εἰς ἐκεῖνο· καὶ πρὸς τὸ κλάϋμα ἐγύρισα μὲ λύπησι καὶ θώρου κ’ εἰς τοῦτο ἐκεῖ τὸ πρόσωπο θωρῶ τοῦ Νικηφόρου, καὶ ἐκράτειε εἰς τὰ χέργιά του κλαίγωντας τὸ παιδάκι, κ’ ἠτρέχασι τ’ ἀμμάτιά του τὸ δάκρυο ὡς ἀργυάκι. Ρωτῶ ποιὸ εἶναι τὸ παιδί, καὶ πῶς ἐσκλαβωθῆκα, κι’ ὅλα μοῦ τὰ δηγήθηκε μὲ πόνο μου καὶ πίκρα. Κ’ ἐγώ, σὰν εἶχα τὴ φιλιὰ τοῦ Τούρκου, ἐζήτηξά τση, καὶ μὲ κανίσκια ὁποῦ ’δωσα μεγάλα ἐγλύτωσά τση, καὶ ἐπῆρά τση ’ς τὴν Ζάκυθο· ἔτσι καὶ τὸ Χρυσῆ σου ὡσὰν παιδί μου ἀνάθρεψα γι’ ἀγάπη ἐδική σου· καὶ τὸ Χρυσῆ δὲν ἤθελα πολλὰ νὰ μεταλλάξω, γιὰ τοῦτο πάλι Χρύσιππο μοῦ φάνη νὰ τὸ κράξω. Καὶ τόση ἀγάπη τοῦ βαστᾷ καὶ πόθο ἡ καρδιά μου, ὁποῦ γιὰ κλερονόμο μου τὸν ἔχω ’ς τὴ φτωχιά μου, καὶ γιὰ νὰ κάμῃ στόλισι μεγάλη τοῦ πραμμάτου, τὸν ἤστειλα τὴν ἀρετὴ νὰ μάθῃ τοῦ γραμμάτου. Τὸ λοιπονὶς ἡ τύχη του κ’ ἡ ἐδική σου γνώρα συνεπαρτὸ μ’ ἐφέρασι καὶ μένα ’ς τέτοια χώρα. ΣΤΑΘΗΣ Τώρα ὅντα θέλῃ ὁ θάνατος νὰ πάρῃ τὴ ζωή μου, θαραπαϋμένος βρίσκομαι, πειδὴ ηὗρα τὸ παιδί μου. Μὰ ὁ Νικηφόρος, φίλε μου, τάχα νὰ ζῇ ὁ καϋμένος; ΓΑΒΡΙΛΗΣ ’Σ ὀλίγο καιρὸ ἐπόθανε αὐτὸς ὁ πικραμένος! Ἀς πάγῃ Ἀρέτας καὶ ἀς τὸ πῇ, κ’ ἐμεῖς ’ς τοῦ δούκα οἱ δυό μας ἀς πᾶ νὰ λευτερώσωμε ζημνιὸ τὸ Χρύσιππό μας.","ὁποῦ = ο οποίος, που (αναφορ. αντων.) ἴντα = τι (ερωτημ. αντων.) ἀφὲς = αφέντης, κύριος ναίσκε = μάλιστα, ναι (επίρρ.) ἀναγάλλιασι = χαρά χωστά = κρυφά, μυστικά (τροπ. επίρρ.) ἐμπιστεμένε = πιστέ, αφοσιωμένε [εμπιστεμένος, μτχ. παρακ. του εμπιστεύομαι ως επίθ.] Μισὲρ = κύριε (από τη βενετική λέξη missier) ὀκ = από (πρόθ.) γιαναγάλλιασι = χαρά ἀνακατώματά = την ψυχική σύγχυση/αναταραχή ἀπῆς = αφού (χρον. σύνδ.) θὲς γροικήσει = θα ακούσεις περίσσα = πολύ (ποσοτ. επίρρ.) κακορροίζικο = δυστυχή ’σωσα = έφτασα κράζεις = ονομάζεις, αποκαλείς μαντάτα = αγγελίες, μηνύματα, ειδήσεις [το μαντάτο, από τη λατινική λέξη mandatum] βλοήσῃ = ευλογήσει γάμο, παντρέψει, στεφανώσει βολεῖ = είναι δυνατόν, ταιριάζει, αρμόζει (απρόσ. ρήμα) λογιάζει = λογαριάζει, σκοπεύει ξάζει = αξίζει ζήσιμο = ζωή πρεπὸ = σωστό βλογηθῇ = παντρευτεί [βλογούμαι] καλλιὰ = καλύτερα (τροπ. επίρρ.) ἀπατοῦ σου = δικό σου ἀντάμη = μαζί (τροπ. επίρρ.) ἀπολιγαίνω = λιποθυμώ ἐβιαίνω = βγαίνω θώργιε = βλέπε [θωρώ] ἀνάκαρά = έχει αναρρώσει [φρ. στένεται ’ς τ’ ανάκαρά του] ἀθιβολή = κουβέντα, λόγο Μπουγδανιὰ = Μολδαβία κελλί = εννοείται πιθανότατα η πόλη Κελλί της Μολδαβίας στις εκβολές του Δούναβη δουλευτή = υπηρέτη, δούλο [ο δουλευτής] κρουσάροι = πειρατές, ληστές [ο κουρσάρος ή κρουσάρος] ὁμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) Μαλτέζικα = καράβια από τη Μάλτα (που έσωσαν τον Στάθη από τους κουρσάρους) μπερτόνι = στρογγυλό και πολύ ψηλό καράβι με τρία κατάρτια (βλ. και το σχόλιο στον ίδιο στίχο) Μονοβασᾶς = Μονεμβασιάς δουλευτή = υπηρέτη ὁμάδι = μαζί (τροπ. επίρρ.) ξύλον = πλοίο ἀπῆτις = αφού (χρον. σύνδ.) ἐποφάγαμε = τελειώσαμε το δείπνο [αποτρώγω] γροικῶ = ακούω ἀνάκραζε = φώναζε, καλούσε, επικαλούνταν [ανακράζω] θώρου = έβλεπα ἀμμάτιά = μάτια ἀργυάκι = ρυάκι κανίσκια = δώρα [το κανίσκι(ο)ν] στόλισι = στολισμό, εμπλουτισμό πραμμάτου = συμπεριφοράς, διαγωγής Τὸ λοιπονὶς = λοιπόν (σύνδ.) γνώρα = γνωριμία συνεπαρτὸ = συνεπαρμένο(;) (η λέξη δεν απαντάται σε λεξικά) ὅντα = όταν (χρον. σύνδ.) ζημνιὸ = αμέσως (επίρρ.)",,Στάθης,Ανώνυμος "Οι δύο υπηρέτες συζητούν για τον γάμο και τις γυναίκες (Πράξη Τρίτη, Σκηνή Ε΄, στ. 355-416)","Στην πέμπτη σκηνή της τρίτης πράξης βρίσκονται επί σκηνής οι υπηρέτες του Στάθη, ο Φόλας και ο Πετρούτζος, που ετοιμάζουν τη γενική γιορτή. Οι δύο δούλοι συζητούν με αφορμή τους επικείμενους γάμους και αμφότεροι απεύχονται να βρεθούν στη θέση αυτή. Μάλιστα, ο Πετρούτζος εξαπολύει έναν ιδιαιτέρως υβριστικό λόγο για τις γυναίκες, αφηγούμενος μια προσωπική ερωτική ιστορία. Οι υποτακτικοί του σπιτιού παρακολουθούν στωικά το γλέντι του γάμου και κρυφογελούν με ανακούφιση, γιατί έχουν γλιτώσει το μαρτύριο μιας συζύγου. Στις επόμενες τρεις τελευταίες σκηνές συμμετέχουν και τα δεκαπέντε πρόσωπα της κωμωδίας και δίνονται συγχαρητήρια και συνηθισμένες ευχές στα δύο νεόνυμφα ζευγάρια, τη Φαίδρα με τον Πάμφιλο και τη Λαμπρούσα με τον Χρύσιππο. Ο ομώνυμος πρωταγωνιστής της κωμωδίας, τρισευτυχισμένος με τη λύση των προβλημάτων του –τόσο τον γάμο της κόρης του Φαίδρας όσο και την εύρεση του χαμένου του παιδιού–, τους καλεί όλους να διασκεδάσουν. ΠΡΑΞΙΣ Γ – ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ ΦΟΛΑΣ καὶ ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ ΦΟΛΑΣ Ἦρτε ἡ ὥρα ἀφέντης μου ν’ ἀνοίξῃ τὸ σακκοῦλι νὰ βγοῦ τὰ μουχλιασμένα του νὰ τὰ χαροῦμε οὗλοι· δυὸ γάμοι θὰ γενούσινε κ’ οἱ δυό ’ναι ’ς τὰ παιδιά του, γιὰ τοῦτο μπλειὸ δὲν εἶν’ καιρὸς νὰ χώνῃ τὰ φλουριά του· δὲ θέλει τοῦ κακοφανῇ ’ς τόση χαρὰ, λογιάζω, δεῖπνο γιὰ τόση φαμελιὰ γιατὶ καταρδινιάζω· γάλους, καπώνια ἔχομε, ’ρίφια, καὶ ἂγ κάνου χρεία καὶ ἄλλα περίσσα, ἐπᾶ κοντὰ εἶν’ ποῦρι ἡ λοσταρία. Μὰ τέτοιο κόπο μοναχὸς δὲν ἠμπορᾷ τουράρω, καὶ τὸμ Πετροῦτζο σύντροφο ἐλόγιασα νὰ πάρω. ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ Καλὰ μαντάτα! ἀληθινά, Φόλα, ἐξανάνειωσές με καὶ ἐμάκρυνες τὴ ζῆσί μου καὶ ἐκαλοκάρδισές με, νὰ ζήσω, καὶ γι’ ἀντίμεψι σοῦ τάσσω νὰ γυρέψω παρτίδο ὀγιὰ λόγου σου καλὸ νὰ σὲ παντρέψω. ΦΟΛΑΣ Πλειὰ γληγορότερα ἤφινα νὰ βάλλου ’ς τὸ λαιμό μου σκοινὶ νὰ μὲ φουρκίσουσι, Πετροῦτζο, ’ς τὸ θεό μου. ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ Γιάντα δὲ θέλεις; ΦΟΛΑΣ Ὁγιατὶ δὲ θέλουσι οἱ χρόνοι καὶ ἄλλοι κουρφοί μου λογισμοί, καὶ τοῦτο μόνο σώνει· μὰ ἀνέγλυτος προξενητὴς γιὰ λόγου του γυρεύει· παντρέψου ἐσὺ καὶ τῶν ἀλλῶ μὴ θέλεις νἀρμηνεύῃς. ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ Μηδὲ κ’ ἐγὼ δὲν τὸ θωρεῖς νὰ παντρευτῶ ποτέ μου, γιατὶ ἔχω δίκῃα ἀφορμή, Φόλα, καὶ γροίκησέ μου. Χρόν’ εἶναι ὁποῦ ἤμου ’ς τὰ Νησὰ κ’ ἤμουνε παντρεμένος, μὰ πλειὰ καλιά ’χα νά ’χα σται ’ς τοὺς Τούρκους σκλαβωμένος· γυναῖκα μιὰ εἶχα ζηλιαρὰ πολλά, κακοδιαρμίστρα ’ς τὸ σπίτι, καὶ κακόπλαστη, δίμουρη, καὶ μεθύστρα, κακόβια, ἀνάλατη, κοχλή, τόψια, ψειρομασκάλα, λεμενταρίστρα καὶ γλωσσοῦ, φαγάνα, καὶ βουβάλα. ΦΟΛΑΣ Πετροῦτζο, κατὰ τὰ πηλὰ θενά ’το καὶ τὸ φτυάρι. ΠΕΤΡΟΥΤΖΟΣ Σώπασε, ὠζό, τὰ σάλιά σου… γροίκα τ’ ἀπομονάρι. Σὰν εἶδα τέτοιο βάσανο, ’ς ἕνα καράβι ἐμπῆκα ὁποῦ ’ς τὴν Κρήτη ἤρχουντο νὰ φύγω τόση πρίκα· δὲ ξεύρω πῶς τὸ γροίκησε τούτη ἡ καταραμένη καὶ βάρκα μιὰ τὴν ἤφερε κ’ εἰς τὸ καράβι ἐμπαίνει· ’ς τὴ στράτα θέλει ἡ μοῖρά μου καὶ μιὰ φορτούνα ἀρχίζει μιὰ νύκτα μὲ τὸ θάνατο νὰ μᾶς ἐφοβερίζῃ· λέγει ὁ καραβοκύρης μας, μὰ μὲ λαλιὰ θλιμμένη, «παιδιά μου, χύσι ἀς κάμωμε, γιατὶ εἴμεσταν πνιμμένοι! τὸ πλειὰ βαρύ σας ῥίξετε γομάρι, μὴν ἀργεῖτε, γιατὶ κάλιά ’ναι ἡ ζῆσί μας, καὶ μὴν τὸ λυπηθῆτε!» Τότες ποιὸς ἔμπωθε βουτζί, ποιὸς ἔρριχνε βαρέλα, ποιὸς ἤδειαζε τὰ ῥοῦχά του καὶ ἐπέτα τὴν κασέλλα· ’ς τοῦτο αὐτὴ τὴν ἀζουδιὰ ξάβνου κ’ ἐγὼ ἥρπαξά τη καὶ τέτοια λόγια λέγωντας ζημνιὸ ἐγρέμνισά τη. «ἄμε ’ς τὸ γεροδαίμονα, γιατὶ βαρὺ γομάρι δὲν ἔχω πλειότερο ἀπὸ σέ, κ’ ἐκεῖνος ἀς σὲ πάρῃ!» Μὲ τέτοιο τρόπο ἐγλύτωσα καὶ ἐβγῆκα ἀποὺ τὰ πάθη, καὶ αὐτὴ εἶπα πῶς ἐπήρασι τὰ κύματα καὶ χάθη. Σὰν τούτη καὶ χερότερα νὰ πᾶσι ὅσαις τῆς μνοιάζου, ζημνιὸ τοὺς κακορροίζικους ἄνδρες νὰ μὴμ πειράζου. Λοιπὸ ἀπῆτις τὸ βροχὸ ἀπ’ αὔτη ἤθελα ἀδειάσει, ἄλλη σοῦ τάσσω ἀληθινὰ ποτὲ νὰ μὴ μὲ πιάσῃ. Μαγάρι κι’ ἄλλοι σήμερο τὸ ξόμπλι μου νὰ πιάσα, κ’ εἰς τούτη τὴν ἀθιβολὴ κ’ ἐκεῖνοι νὰ μοῦ μνοιάσα· γιατὶ γυναῖκες ἔχουσι καὶ αὐτὴ σὰν τὴ δική μου καὶ τὸν καϋμό μου γνώθουσι χωσμένοι ’ς τὸ πετζί μου· κι’ ὅσοι ἔχου τέτοια θηλυκὰ καὶ ἀπόκεις τὰ πανδρεύου, σκουλήκους κάνου ζωντανοὶ καὶ ἀποὺ τὸ νοῦν τως ἔβγου. ΦΟΛΑΣ Τὸ κολοκύθι θενὰ πῇς ὅποιο ἔκαψε περίσσα, ’ς τὸν τράφο ἀπάνω ἀπὸ μακρὰ τὸν ἤβλεπα κ’ ἐφύσα. Πετροῦτζο, ἐδῶ τσ’ ἀφένταις μας θώρει τση πῶς γελοῦσι, ’ς τὴν ὄψι φανερώνουσι ὅση χαρὰ βαστοῦσι.","οὗλοι = όλοι [επίθ. ούλος, γεν. αρσ. ολονού, ολουνού, θηλ. οληνής] μπλειὸ = πια χώνῃ = κρύβει λογιάζω = θεωρώ, νομίζω φαμελιὰ = οικογένεια (προέρχεται από το ιταλ. famiglia) καταρδινιάζω = ετοιμάζω, τακτοποιώ γάλους = πετεινούς [ο γάλος, από τη βενετική λέξη galo] καπώνια = πετεινούς ευνουχισμένους [το καπόνι, σε αντιδιαστολή με το γάλος: πετεινός μη ευνουχισμένος] ’ρίφια = κατσικάκια [το ερίφιον] ἂγ = εάν χρεία = ανάγκη περίσσα = πολλά [επίθ. περίσσος] ἐπᾶ = εδώ (τοπ. επίρρ.) ποῦρι = λοιπόν, ωστόσο (σύνδ., από την ιταλική λέξη pure) λοσταρία = ταβέρνα, πανδοχείο (από τη βενετική λέξη ostaria) τουράρω = να βαστάξω(;) (πιθανότατα εξελληνισμένος τύπος του ιταλικού durare) ἐλόγιασα = σκέφτηκα [λογιάζω] μαντάτα = νέα, ειδήσεις (από τη λατινική λέξη mandatum) ἐξανάνειωσές = ανανέωσες ζῆσί = ζωή ἐκαλοκάρδισές = χαροποίησες [καλοκαρδίζω] ἀντίμεψι = ανταμοιβή τάσσω = υπόσχομαι παρτίδο = συνοικέσιο (από την ιταλική λέξη partito) ὀγιὰ = για Πλειὰ = πιο φουρκίσουσι = απαγχονίσουν, κρεμάσουν [φουρκίζω, από τη λέξη φούρκα: αγχόνη, κρεμάλα] Γιάντα = γιατί (ερωτ. επίρρ.) κουρφοί = κρυφοί, μυστικοί [επίθ. κουρφός] λογισμοί = συλλογισμοί, σκέψεις σώνει = φτάνει, αρκεί ἀνέγλυτος = ανύπαντρος (επίθ.) νἀρμηνεύῃς = συμβουλεύεις, καθοδηγείς Νησὰ = οι Κυκλάδες πλειὰ = πιο κακοδιαρμίστρα = κακή νοικοκυρά κακόπλαστη = κακοκαμωμένη, κακοφτιαγμένη, άσχημη [επίθ. κακόπλαστος] δίμουρη = διπρόσωπη, υποκρίτρια [επίθ. δίμουρος] μεθύστρα = γυναίκα μέθυση κακόβια = κακής διαγωγής [επίθ. κακόβιος] ἀνάλατη = άνοστη, άχαρη [επίθ. ανάλατος] κοχλή = μειωτική έκφραση με άγνωστη σημασία [επίθ. κοχλός, πιθανόν παράγωγο του ρ. κοχλάζω, που σημαίνει κυριολεκτικά βράζω, αναταράσσομαι κατά τον βρασμό και μεταφορικά βρίσκομαι σε μεγάλη συναισθηματική ένταση που δεν έχει εκδηλωθεί] τόψια = μειωτική έκφραση με άγνωστη σημασία ψειρομασκάλα = με τις μασχάλες γεμάτες ψείρες (ουσ.) λεμενταρίστρα = γκρινιάρα, που παραπονιέται συνεχώς (ουσ., από την ιταλική λέξη lamentο: κλαψούρισμα, παράπονο, κλάμα) γλωσσοῦ = γυναίκα κακόγλωσση/αυθάδης (ουσ.) φαγάνα = γυναίκα που τρώει πολύ (ουσ.) βουβάλα = θηλυκό βουβάλι (μεταφορικά υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας) πηλὰ = λάσπη ὠζό = ζώο ἀπομονάρι = υπόλοιπο πρίκα = πίκρα χύσι = αβαρία, το να ρίξεις τα άχρηστα πράγματα στη θάλασσα σε ώρα κινδύνου πλειὰ = πιο γομάρι = φορτίο κάλιά = καλύτερα (τροπ. επίρρ.) ζῆσί = ζωή ἔμπωθε = έριχνε, πετούσε [αμπώθω] βουτζί = βαρέλι βαρέλα = βαρέλι μεγάλου μεγέθους [η βαρέλα] κασέλλα = κιβώτιο, σεντούκι [η κασέλα, από τη βενετική λέξη cassela] ἀζουδιὰ = κακοτυχία, κακοδαιμονία ξάβνου = ξαφνικά (επίρρ.) ζημνιὸ = αμέσως (επίρρ.) γεροδαίμονα = (γερο)διάβολο [ο γεροδαίμονας] πλειότερο = πιο, περισσότερο (ποσοτ. επίρρ.) ζημνιὸ = αμέσως (επίρρ.) κακορροίζικους = δυστυχείς [επίθ. κακορίζικος] ἀπῆτις = αφού (χρον. σύνδ.) βροχὸ = λάκκο γεμάτο νερό [ο βροχός] Μαγάρι = είθε, μακάρι (επιφών.) ξόμπλι = παράδειγμα προς μίμηση, πρότυπο, υπόδειγμα (από τη λατινική λέξη exemplum) ἀθιβολὴ = κουβέντα, συζήτηση πετζί = δέρμα τράφο = τάφρο, μεγάλο χαντάκι, άνοιγμα",,Στάθης,Ανώνυμος Abstract,"Ένα από τα παλιότερα ελληνόγλωσσα μυθιστορήματα ανατολικής (ινδικής) προέλευσης αποτελεί το πρώιμο ηθικοπολιτικό μυθιστόρημα Στεφανίτης και Ιχνηλάτης. Αυτός ο εξαιρετικά πολύπλοκος δομικά καθρέφτης ηγεμόνων, που μεταφράστηκε, παραφράστηκε και διασκευάστηκε κατά κόρον, γνώρισε ευρύτατη διάδοση και πλουσιότατες χειρόγραφες και έντυπες τύχες, από τον 11ο μέχρι και τον 19ο αιώνα. Πιθανότατα, στις ελληνόγλωσσες μορφές του έργου βασίστηκε η, μέσω μεταφράσεων, διάδοσή του στις βασικότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.",,,Στεφανίτης και Ιχνηλάτης,Ανώνυμος Περί του πονηρού και οκνηρού,"Ακολουθεί η ιστορία δύο αντιθετικών χαρακτήρων/πρωταγωνιστών, του πονηρού και του οκνηρού, η οποία αντλείται από την πρώτη νεοελληνική απόδοση του έργου. [1] Περὶ τοῦ πονηροῦ καὶ ὀκνηροῦ Λέγεται γὰρ ὅτι ὁκάτις πονηρὸς καὶ ὀκνηρὸς εἶχαν φιλίαν· καὶ ἐπεριπατοῦσαν οἱ δύο. Καὶ μίαν τῶν ἡμερῶν ηὗραν ἄσπρα χρυσὰ ᾳ. Καὶ λέγει ὁ ὀκνὸς τὸν πονηρόν: «Μοίρασε τὸ πράγμα μέσα». Ὁ δὲ πονηρὸς εἶπεν: «Οὐχί, ἀλλ’ ἂς ἐπάρωμεν τώρα ἐξ αὐτῶν καὶ θέλομεν τὰ ἔχει πολὺν καιρὸν καὶ θέλει εἶσται πάντοτε ἡ ἀσφάλειά μας στερεά». Καὶ ἐπίστευσεν ὁ ὀκνὸς τοὺς λόγους τοῦ πονηροῦ καὶ ἀπελθόντες ἔκρυψαν αὐτὰ ἀποκάτου εἰς δένδρο μέγα καὶ ὑψηλὸν καὶ ὑπέστρεψαν ὀπίσω. Μετὰ δὲ ὀλίγας ἡμέρας ἀπελθὼν ὁ πονηρὸς ἔκλεψεν τὰ ἄσπρα ὅλα καὶ μετὰ ταῦτα εἶπεν τὸν ὀκνόν: «Ἂς ὑπάγωμεν νὰ ἐπάρωμεν τὰ ἄσπρα». Καὶ ἀπελθόντες ἔσκαψαν καὶ οὐχ εὗρον οὐδέν. Καὶ πιάσας ὁ πονηρὸς τὰ γένια του καὶ τὰ μαλλία του κλαίων καὶ φωνάζων: «Ὀκνέ, σὺ ἐπῆρες τὰ ἄσπρα». Καὶ ἔλε’ ἐκεῖνος κλαίων καὶ ὀμνύων ὅτι: «οὐκ ἔχω εἴδησιν εἰς τοῦτο». Αὐτὸς δὲ οὐκ ἐπίστευεν αὐτὸν ὡς δήμιος, ἀλλὰ ἐπῆρεν αὐτὸν καὶ εἰς τὸν κριτὴν ὑπάγει. Καὶ λαλήσαντες τὴν ὑπόθεσιν αὐτῶν, λέγει ὁ κριτής: «Πάντοτε ὅπου ἐγκαλεῖ θέλει νὰ δείξη ὑπόθεσιν». Καὶ λέγει ὁ πονηρός: «Τὸ δένδρον αὐτὸ νὰ μαρτυρήση τὴν ἀλήθειαν, ἐὰν οὐδὲν συντυχαίνη». Καὶ ἀπελθὼν ὁ πονηρὸς εἰς τὸν πατέρα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῦ ὅλην τὴν ὑπόθεσιν. Καὶ ἐπαρεκάλεσεν αὐτὸν λέγων: «Ἄγωμε καὶ ἀνέβα εἰς τὸ δένδρον καὶ κρυβήσου ἐκεῖ, καί, ὅταν ἔλθῃ ὁ κριτὴς καὶ ἐρωτήση τὸ δένδρον, ἐσὺ νὰ λέγης ὅτι ὁ ὀκνὸς ἐπῆρεν τὰ ἄσπρα». Καὶ λέγει ὁ πατὴρ αὐτοῦ: «Ἐγὼ τοῦτο ποιήσω, ἀλλὰ βλέπε μὴ περπλακοῦμεν εἰς τὸ ἐδικό μας δίκτυον». Καὶ ἀπῆρεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἀνέβη εἰς τὸν δένδρον καὶ ἐκρυβήθη ἐκεῖ. Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐλθόντες εἰς τὸν δένδρον καὶ λέγει: «Ἐρώ- τησε τὸν δένδρον». Ἐρώτησε δὲ αὐτὸ ὁ κριτής. Καὶ ἐξέβαινε φωνὴ ἐκ τοῦ δένδρου ὅτι ὁ ὀκνὸς ἐπῆρεν τὰ ἄσπρα. Ὅπερ ἀκούσας ὁ κριτὴς ἐθαύμασεν, καὶ νοήσας τὴν πονηρίαν αὐτοῦ ὅρισεν καὶ ἔβα- λεν ἱστίαν εἰς τὸ δένδρον, καὶ ἀνέβαινεν ὁ καπνὸς εἰς τὸν δένδρον. Καὶ εὐθέως ἐφώναξεν ὁ σκυλόγερος: «Κύριε, ἐλέησον, τί ἔνι ἐτοῦτο!». Καὶ ἐξελθὼν ὁμολόγησεν τὴν ἀλήθειαν. Καὶ πολλὰ δαρεὶς παρὰ τοῦ κριτοῦ σὺν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἐπῆρεν ὅλα τὰ ἄσπρα καὶ ἔδωκεν αὐτὰ τὸν ὀκνόν. Ἔδε αὐτὰ ἔπαθεν ὁ ὀκνός, τοιοῦτον ἔνι καὶ τοῦ πονη- ροῦ ἀνθρώπου τὸ πλήρωμα. Ἐγὼ πάντοτε ἐφοβούμου τὴν πονηρίαν σου ὡς τὸν ὅφιν, ἐπεὶ καὶ ἐξ αὐτοῦ στάζει φαρμάκι. Καὶ καλὰ εἶπεν ὅπου εἶπεν: «Καλὸν ἔναι νὰ φεύγει κανεὶς τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κακούς, κἄν συγγενείς καὶ γνώριμοι εἰσίν». Ὅμοιον τὸ ἐποίησεν ὁ πραγματευτής.","ὀκνηροῦ = τεμπέλη ὁκάτις = κάποιος ἄσπρα = είδος νομίσματος ᾳ = χίλια ὀμνύων = ενώ ορκιζόταν δήμιος = κακούργος κριτὴν = δικαστή δείξη = αποδείξει συντυχαίνη = μιλάει, λέει περπλακοῦμεν = μπλεχτούμε, μπερδευτούμε δίκτυον = παγίδα ἱστίαν = φωτιά ἔνι = είναι δαρεὶς = δαρμένος πλήρωμα = ανταμοιβή, πληρωμή φεύγει = αποφεύγει κἄν = ακόμη κι αν",,Στεφανίτης και Ιχνηλάτης,Ανώνυμος Περί του πραγματευτού,"Ακολουθεί η ιστορία του πραγματευτή (έμπορου), αντλημένη από την πρώτη νεοελληνική απόδοση του έργου. [2] Περὶ τοῦ πραγματευτοῦ Λέγεται γὰρ ὅτι πραγματευτὴς ἐπῆγεν εἰς πραγματείαν εἰς ἄλλην χώραν· καὶ εἶχεν ἐκεῖ φίλον καλόν. Καὶ ἐπαρέδωκεν αὐτῷ ρ΄ κάτζια σίδερον καὶ λέγει τὸν φίλον αὐτοῦ: «Φύλασσόν μοι αὐτὰ καὶ ὅταν ἐπιστρέψω νὰ μὲ τὰ δώσῃς». Ἤργησεν δὲ ὁ πραγματευτής, καὶ ἤλπιζεν ὁ φίλος αὐτοῦ πλέον οὐκ ἔρχεται. Καὶ ἐπώλησεν τὸ σίδερον καὶ ἔφαγεν αὐτό. Ἐλθόντος δὲ τοῦ πραγματευτοῦ λέγει αὐτόν: «Δός μοι τὸ σίδερον, τὸ σὲ ἐπαράδωκα, ὦ φίλε». Καθ’ ἑαυτόν λογιζόμενος τί †δεῖ† συρρᾶψαι λέγει αὐτῷ: «Εἰς μίαν γωνίαν τοῦ ὀσπιτίου εἶχα αὐτὰ καὶ ἐλθόντες οἱ ποντικοὶ ἔφαγον αὐτό. Καὶ ἐπεὶ μὲ ὑγείαν ἦλθες πρὸς ἡμᾶς, μηδὲν λυπεῖσαι δι’ αὐτό, ἐπεὶ ’δὲ ἐγὼ ἠθέλησα νὰ τὸ φάγουν. Ἀλλὰ δεῦρο, φίλε μου, ἂς φάγωμεν καὶ ἂς πίωμεν καὶ ἂς χαροῦμεν ἀλλήλους. Καὶ δι’ αὐτὸ τι νὰ ποιή- σης;». Ἐξελθὼν δὲ ὁ πραγματευτὴς ἔξω τοῦ σπιτίου εὗρεν τὸν παῖδαν τοῦ φίλου αὐτοῦ. Καὶ ἁρπάσας αὐτὸν ἐπῆγεν καὶ ἔκρυψεν αὐτόν. Καὶ ἐστράφη καὶ ἐρχόμενος εὗρεν τὸν φίλον αὐτοῦ καὶ ἐγύρευεν τὸ παιδίον του καὶ λέγει: «Μήνα εἶδες τὸ παιδίο μου, ὦ φίλε;». Καὶ αὐτὸς εἶπεν: «Εἶδα το, ὁποὺ τὸ ἐπῆρεν τὸ γεράκι». Καὶ εἰς μίαν ἐφώναξεν ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου: «Κύριε ἐλέησον! Τις εἶδεν γεράκια νὰ παίρνουν τοὺς ἀνθρώπους;». Λέγει ὁ πραγματευτὴς ὅτι ἐκεῖ ὅπου τρῶν οἱ ποντικοὶ τὸ σίδερον, ἐκεῖ ἐπαίρνουν καὶ τὰ γεράκια τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἰλέφαντες». Ἰδὼν δὲ ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου, ἔδωκεν ὅλον τὸ σίδερον τὸν πραγματευτὴν καὶ ἐπῆρεν τὸ παιδίον του. Τέλος","ρ΄ = εκατό κάτζια = κομμάτια/κιβώτια συρρᾶψαι = μηχανευτεί Μήνα = μήπως Τις = ποιος ἰλέφαντες = ελέφαντες Ἰδὼν = καταλαβαίνοντας, αντιλαμβανόμενος",,Στεφανίτης και Ιχνηλάτης,Ανώνυμος Abstract,"Το ποίημα αποτελείται από 581 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και γράφτηκε πιθανότατα το 1159. Ο ποιητής απευθύνεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό και ζητά να τον απελευθερώσει από τη φυλακή, όπου βρέθηκε άδικα –όπως ισχυρίζεται ο ίδιος– εξαιτίας της διαβολής ενός κακόβουλου γείτονα.",,,Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός,Γλυκάς Μιχαήλ "Η αυτοσύσταση του ποιητή και η ""κάθοδός του στον Άδη"" (στ. 1-85)","Στους πρώτους στίχους ο ποιητής δίνει κάποιες πληροφορίες σχετικά με τη μόρφωσή του και τον ορθολογισμό που τον διακατέχει, για να αντιπαραθέσει πιο κάτω λίγους στίχους στις λαϊκές δοξασίες, τις οποίες ο ίδιος φυσικά δεν δεχόταν εξαρχής, αλλά, επειδή, όπως φαίνεται, αδυνατούσε να εξηγήσει με τρόπο λογικό την αδικία που τον βάραινε, άρχισε να ερμηνεύει τη συμφορά και τη μοίρα του σύμφωνα με άλλους παράγοντες. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι κατέβηκε από τον ουρανό κάποιος άγγελος που τον άρπαξε και τον πέταξε στον Άδη/φυλακή και ρίχνει την ευθύνη γι’ αυτό σε κάποιον συκοφάντη γείτονα. Ἤμουν παιδίν, ἐγήρασα, πολὺν διῆλθον κόσμον, σοφῶν ἀρχαίων ἤκουσα, πολλὰς ἀνέγνων βίβλους, πάντων ἐν πείρᾳ γέγονα, πᾶσαν ὁδὸν ἐξεῦρον, πλάσματα πάλιν μυθικὰ καὶ λόγους γραϊδίων ἠκριβωσάμην, ὅ φασιν, ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, τὴν γνῶσιν σχεῖν πειρώμενος πάντων καὶ τῶν τυχόντων καὶ μὴ καταβαπτίζεσθαι βυθῷ τῆς ἀγνωσίας. Ὡς δέ τις μεγαλέμπορος θέλων πολλὰ κερδῆσαι δεινοῦ παντὸς ὑπερορᾷ, κατατολμᾷ θαλάσσης καὶ τὰ φρικτὰ καταφρονεῖ χάσματα τῶν κυμάτων καὶ πορροτάτω στέλλεται πάντως ριψοκινδύνως, οὕτως εἰς πλάτος ἐμαυτὸν ἀφῆκα τὸ τοῦ λόγου, κἀκείθεν ὅλον φορυτὸν χρυσίου καὶ μαργάρων καὶ θησαυρὸν πολύολβον ἐπλούτησα τὴν γνῶσιν, πολὺν ἐμπορευσάμενος ταύτην τὴν ἐμπορίαν. Οὕτω τὰ πάντα διελθών, οὕτως ἀποπειράσας, τοῦτο πρὸ πάντων ἄπιστον εἶχον καὶ φλυαρίαν, τοῦτο ψευδὲς ἐνόμιζον, ὅλως οὐκ ἐδεχόμην, τὸ λέγουσιν οἱ χωρικοὶ καὶ ὁ λόγος ὁ δημώδης: «Ὅταν ὁ κόραξ πούποτε καθίσῃ καὶ φωνάξῃ, ἐκεῖ σημαίνει θάνατον καὶ χωρισμὸν ἀθρόον». Πόθεν καὶ γὰρ τοῖς κόραξιν ἀπεκληρώθη χάρις | μηνύειν σοι τὰ μέλλοντα καὶ προγινώσκειν τόσον, ὥστε προλέγειν θάνατον καὶ χωρισμὸν ἀνθρώπων; Ἐδόκει γοῦν μοι γέλοιον καὶ ματαιολογία, ἀλλὰ κατέλαβε καιρός, ἀλλὰ παρέστη χρόνος, ἐν οἷς ἰδὼν πεπίστευκα καὶ καρτερῶ πιστεύειν. Χρυσοῦς ἐκεῖνος ὁ εἰπών, ὄντως σοφίας πλήρης: «Ὅσον γηράσκεις μάνθανε καὶ σεαυτὸν ταπείνου!» Ἰδοὺ καὶ μαθητεύομαι καὶ κλίνω τὸν αὐχένα καὶ παρ’ αὐτῆς διδάσκομαι σαφέστατα τῆς πείρας τὸ μαντικὸν τοῦ κόρακος καὶ τὰς λοιπὰς δυνάμεις, ἃς ἐπιφέρειν εἴωθε μετὰ πολλοῦ τοῦ τάχους, καθίσας ὁπουδήποτε καὶ παρ’ ἐλπίδα κράξας. Γονεῖς ἀτέκνους καθιστᾷ, τέκνα χωρὶς γονέων, ἐκ τῆς ἀγκάλης τῆς μητρὸς τὸ βρέφος ἀφαρπάζει· τὸ βρέφος ἀπεστέρησε μητέρος θηλαζούσης, πολλάκις δὲ καὶ σὺν αὐτῷ τῷ βρέφει τὴν μητέρα ἐλέους ἄνευ ἀνασπᾷ καὶ κατασπᾷ πρὸς ᾍδην. Φίλους, γνωρίμους, συγγενεῖς, πάντας, μικρούς, μεγάλους, χωρίζει καὶ διίστησιν ἀθρόον ἀπ’ ἀλλήλων ὁ κόραξ ὁ κακόφημος, ὁ κῆρυξ τοῦ θανάτου. Ἐγγύς που τὸ παράδειγμα καὶ ὁ μάρτυς ἀφ’ ἑστίας· ἐπὶ προδήλοις πράγμασιν οὐ χρεία τῶν μαρτύρων. Ἀφ’ ὧν ἡμεῖς ἐπάθομεν, ἐμάθομεν ἀρκούντως. Πρότριτα γὰρ τοῦ κόρακος ἐπάνω μου τῆς στέγης ἐπὶ κακῷ καθίσαντος καὶ κράζειν ἀρξαμένου καὶ λέγειν ὅλως ἄναρθρα καὶ παρακεκομμένα, φοβεῖσθαι μὲν οὐκ ἤθελον, ὡς φθάσας εἶπον ἄνω· πλήν, ἀλλ’ ὁ λόγος ὁ κοινὸς καὶ ἡ φήμη τῶν ἀνθρώπων, ὁκάτι ὡς ἠκροεκσύσπαζε καὶ συνετάρασσέ με. Τρόμος λοιπὸν κατέλαβε καὶ φόβος τὴν ψυχήν μου <καὶ> τὴν καρδίαν μου παλμὸς καὶ κλόνος μου τὰ μέλη. Ἐφανταζόμην, ἔπασχον, ἔτρεμον, ἐφοβούμην, ἐδειλαινόμην ἄμετρα, πολλὰ συνεστελλόμην, τέρας ἰδεῖν δυσάντητον δοκῶν ἀπροσδοκήτως. Τὸ «δέσποτα φιλάνθρωπε, τοῦ κόσμου σου προστάτα, τοῦτον τὸν φόβον εἰς καλὸν ποίησον ἀποβῆναι καὶ τέλος δοῦναί μοι χρηστόν», λέγων οὐκ ἐπαυόμην· καὶ ἰδὲ τὸ ποῦ κατήντησαν ἐκεῖνα τὰ σημεῖα καὶ τέλος οἷον ἔφερεν ἐμοὶ τῷ ταλαιπώρῳ ὁ βοασμὸς τοῦ κόρακος τοῦ βαρυφωνοτάτου. Ἄγγελος γὰρ καταπεμφθεὶς ὑψόθεν τοῦ Κυρίου, ἀφήρπαξέ με τῶν ἐμῶν, ἐστέρησε τοῦ βίου καὶ ζῶντά με κατήντησεν εἰς ᾍδην παρ’ ἐλπίδα, πάσης προφάσεως ἐκτός, ὅλως ἀνερωτήτως καὶ κολασταῖς παρέδωκε καὶ σκότει καὶ ταρτάρῳ, θέμενος πάντα παρ’ οὐδέν, πάντων καταφρονήσας, τοῦ λόγου, τῆς νεότητος, αὐτῆς τῆς ἡλικίας. Ἀλλ’ ὤ βασκάνου δαίμονος, ὤ πονηροῦ τελχῖνος, ὤ μνησικάκου γείτονος, ὤ γλώσσης ψευδηγόρου, ἥτις ἐλάλησε κακῶς σήμερον ἀδικίαν, ἥτις ἀπεπωμάτισε τὸν τῆς ἐλπίδος πίθον, ἥτις ἡμῖν ἐκέρασε τοῦ πόνου τὴν τρυγίαν καὶ κυκεῶνα θλίψεων καὶ συμφορῶν κρατῆρας· ἥτις εἰς γῆν κατέαξε τὰ διαβήματά μου, λόγους ψευδεῖς συνέρραψε καὶ δόλῳ μεμιγμένους. Ἄρτι κἀγὼ συντίθεμαι τοῖς γνωματευομένοις: «Συμφέρει χρόνος ὁ κακὸς καὶ κρείττων ἔνι πάντως τοῦ γείτονος τοῦ πονηροῦ καὶ τοῦ συκοφαντοῦντος». Τοῦ χρόνου γὰρ κατὰ μικρὸν συμπεριφερομένου, συμφέρονται καὶ τὰ δεινὰ καὶ ρέουσι τῷ χρόνῳ· ὁ γείτων δὲ παράμονος τοῖς γειτονοῦσι σκόλοψ, συκοφαντῶν, δολορραφῶν, μοχλεύων, ἐνεδρεύων, πάγας ἱστῶν ἀσυμφανῶς καὶ βόθρους ἐξορύσσων·","λόγος ὁ δημώδης = παροιμία, παροιμιώδης έκφραση ἀθρόον = αμέσως, ξαφνικά (επίρρ.) ὁκάτι = κάτι, κάπως ἐδειλαινόμην = δείλιαζα [δειλαίνομαι] δυσάντητον = που δύσκολα αντιμετωπίζεται [επίθ. δυσάντητος] τελχῖνος = απατεώνα [ο τελχίν -ίνος] ἀπεπωμάτισε = ξεβούλωσε, αφαίρεσε το πώμα [αποπωματίζω] τρυγίαν = το καταπάτι, τις τελευταίες σταγόνες [η τρυγία] Ἄρτι = τώρα, αυτή τη στιγμή (επίρρ.) πάγας = παγίδες [η πάγη]",,Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός,Γλυκάς Μιχαήλ Ο ποιητής απευθύνεται στην ψυχή του (στ. 180-203),"Ο ποιητής απευθύνεται στον ακροατή/αναγνώστη για να τον πληροφορήσει για τα δεινά του και να εκφράσει τόσο την ψυχική κατάσταση απόγνωσης στην οποία βρίσκεται, όσο και το περιβάλλον της φυλακής, που είναι χειρότερο και από τον Άδη. Στο σύντομο απόσπασμα που ακολουθεί, στρέφεται στην πονεμένη και εξαντλημένη πια ψυχή του. Αἴ, [αἴ], ψυχὴ πολύπονε, πολυσυμφορωτάτη, | πῶς ἀπαντᾷς, παράδοξον, πῶς οὐκ ἐρράγης, ξένον· οἱ πόνοι ὁποὺ σὲ εἰσέβησαν, ποῦ τοὺς χωρεῖς εἰπέ μοι· κουκκίν – κουκκὶν ἂν σωρευθῇ, τὸ μόδιν νὰ γεμίσῃ, καὶ σὺ ψυχή μου, βέβαιον ἀκόμη οὐκ ἐγεμίσθης· τὸ ποῦ καὶ πῶς οἱ πόνοι σου χωνεύονται θαυμάζω. Οἱ πόνοι ἐξηναισχύντησαν εἰς τούτας τὰς ἡμέρας· ἂν εὕρουν εἰς κατώφορον ψυχὴν ἀναγκασμένην, ἐκεῖ περισυνάγονται καὶ πολεμοῦν την πνίξειν. Ψυχή, περισωρεύθησαι καὶ ὡς ἠπορεῖς ἀπάντα. Οἱ πόνοι ἁψὰ σὲ εἰσέβησαν κ’ ἐκατεσκούρωσάν σε καὶ οὐκ ἔχουν ἄλλο ἐνθύμησιν, ὡς βλέπω, νὰ σὲ ἀφήσουν. Τοῦ πόνου τὸ ἀνώφορον ἤρξου, ψυχή, ἀναβαίνειν καί, ὡς ἔνι κακοανάβατον, μὴ ἀποσταθῇς φοβοῦμαι. Ψυχή μου, βλέπω, ἠτόνησες, καὶ ὁ πόνος ἐπιβαίνει καὶ ὁκάτι δειλιάζω σε, φοβοῦμαι οὐ μὴ ἀπαντήσῃς. Ψυχή μου κακοτύχερε, μίαν ἐχάρης ὥραν καὶ λύπη διεδέξατο ἄπαυστος τὴν χαράν σου· ψυχή μου κακορρίζικε, μίαν ἐφάνης ὥραν καὶ ὡσεὶ σκιὰ διέβηκες, ἐχάθης, ἐκρυβήθης· ψυχή μου, ὡς ἄστρον ἔλαμψες, ἀνάτειλες ὡς φέγγος καὶ νέφος ἀπροσδόκητον ἦλθεν, ἐκάλυψέ σε· ψυχή μου, ὁποὺ σὲ βλέπουσιν κἂν ψίχα ὅτι ἀναπνέεις, παρὰ καιρὸν ἐγήρασες, ἐψύγης, ἐμαράνθης.","μόδιν = μέτρο ξηρών καρπών, που ισοδυναμεί με το 1/6 του μεδίμνου κατώφορον = κατήφορο, κατηφορικό δρόμο [το κατώφορον] ἠπορεῖς = μπορείς [η(μ)πορώ] ἀνώφορον = ανήφορο [το ανώφορον]",,Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός,Γλυκάς Μιχαήλ Προσπάθεια του ποιητή να πείσει για την αθωότητά του (στ. 254-288),"Στο τμήμα που μεσολαβεί ανάμεσα στα ανθολογούμενα αποσπασμάτα, ο ποιητής εκφράζει, μεταξύ άλλων, την αποστροφή του πλέον για τα γράμματα και πως όλα βγήκαν μάταια, καθώς νωρίτερα φιλοδοξούσε ότι θα γίνει σπουδαίος άνθρωπος, αλλά κατέληξε να βρίσκεται στη φυλακή. Δείχνει την απέχθειά του για το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται και αναφέρει πως τίποτα δεν είναι χειρότερο από τη φυλακή. Στο παρακάτω απόσπασμα ο Γλυκάς προσπαθεί να πείσει για την αθωότητά του. Οὐδὲν ἀκούεις, οὐρανέ; καὶ τί; κωφὸς ἐγένου; οὐκ ἔμαθες τὰ ἡμέτερα; καὶ πῶς ἀπεκοιμήθης; πῶς οὐ πλαντᾷς, παράδοξον; πῶς οὐ χαλᾷς καὶ πίπτεις; πῶς ὑπομένεις, ἀπορῶ, ταύτην τὴν ἀδικίαν; Ὁκάποτε εἰς τὸν δεῖπνόν μας, ἐκείνας τὰς ἡμέρας, παρὰ διαβόλου ἐπήδησεν ἐκ τὸ λυχνάριν τζίον καὶ τώρα βλέπω ἐμπυρισμόν, ἐκάησαν τὰ πάντα. Ποτὲ καιροῦ ἐχασμήσετον ὁκάτις κατὰ τύχην καὶ τώρα ἐποῖκε τὸν σταυρὸν καὶ τώρα ἀπεσφραγίσθη· ἀπεσκεπάσθη πρόπερσι κ’ ἐφέτο ἐρρεματίσθη. Πῖνε γρουτίτσαν, λέγουν τον, [μυρί]ζου λαδανίτσιν, καὶ διαβῇ ὁ ρεματισμὸς καὶ πάλιν νὰ ἐπανέλθῃς. Ὁκάτις πάλιν ἔτρωγε καθ’ ὕπνου του πεπόνιν· | ἐξύπνησε καὶ λέγουν τον: «Σφογγίσου ἐκ τὸ πεπόνιν, κρύον οἰνάριν ρόφησε [μ]ή κ[ρυώ]σῃς καὶ πυρέξῃς». Ἔδε κριταὶ καὶ δικασταὶ καὶ νόμοι καὶ κανόνες! Ἡ παπαδιὰ παρέπεσεν, ἐξύβρισε τὴν κοίτην καὶ καθαιροῦσιν τὸν παπᾶν! αἴ συμφορὰ μεγάλη! Ἐκείνη παρηνόμησε καὶ τοῦτον τιμωροῦσιν. Οὐκ ἔνι τοῦτο πλανταμός, οὐκ ἔν’ μελαγχολία; Ἐλάκτισεν ὁ γάιδαρος καὶ δέρουσι τὸ σάγμα νὰ γένῃ καλοπαίδευτον, ἄλλο νὰ μὴ λακτίσῃ. Ἡ θάλασσα ζαλίζεται, βρυχᾶται, κυματίζει καὶ τὸν περάτην τὸν πτωχὸν ὡς πταίστην ἀνατάσσουν. Ἄρτι καὶ νόμος ἀπρακτεῖ τελείως, ὁ κελεύων: «Ἃ παρ’ ἑτέρων γίνονται μὴ καταβλάπτειν ἄλλους». Καὶ τί ὠφελοῦν τὰ περισσά, τὰ τοῦτα καὶ τὰ ἐκεῖνα; Ἐδῶ τὸ δός, ἐκεῖ τὸ δός, παρέκει οὐκ ἔλαθέ μας; Ὁποὺ τὸν φοῦρνον ἔκτισε, πάλε ἂς τὸν χαλάσῃ· ἂς μείνῃ ὁ τόπος ἔρημος, ἂς γένῃ ὡς ἦτον πρῶτον· ἄλλο παρέκει οὐ δύναμαι, κρατῶ καὶ οὐχ ὑπομένω· βλέπεις, ἀπῆρε με ἡ χολή, τὸ τὶ λαλῶ οὐκ ἐξεύρω, ἔβρασεν ἡ καρδία μου, παρέκει οὐδὲν βαστάζω· νὰ δώσω εἰς πέτραν καὶ λυθῶ, νὰ ποίσω θέαμα μέγα, ἀπὸ στενοχωρίας μου νὰ πνίξω τὸν ἑαυτόν μου·","οὐ πλαντᾷς = δεν στενοχωριέσαι [πλαντώ] τζίον = σπίθα [το τζίον] γρουτίτσαν = ψημένο αλεύρι, χυλό [η γρουτίτσα, υποκοριστικό του γρούτα] λαδανίτσιν = αρωματική και φαρμακευτική κολλώδης ουσία του φυτού κίστος, λάβδανο [το λαδανίτσιν, υποκοριστικό του λάδανον] οἰνάριν = κρασί",,Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός,Γλυκάς Μιχαήλ Η συνομιλία με την άγνωστη φωνή (στ. 515-581),"Στους στίχους που μεσολαβούν, ο ποιητής απευθύνεται για δεύτερη φορά στην ψυχή του προσπαθώντας να της δώσει κουράγιο, ενώ αυτή τη φορά διαφαίνεται κάποια αισιοδοξία. Επανέρχεται στην κατάσταση μέσα στη φυλακή και προσπαθεί να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους, οι οποίοι έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα και γι’ αυτό δικαίως πρέπει να τιμωρηθούν. Το τελευταίο τμήμα του ποιήματος είναι ένας σύντομος ""διάλογος"" με μια άγνωστη φωνή, η οποία εμφανίζεται για να τον παροτρύνει να απευθυνθεί στον αυτοκράτορα προκειμένου να αποφυλακιστεί. Ο ποιητής κάνει μια ακόμα προσπάθεια να πείσει για την αθωότητά του και η φωνή ""απαντά"", συνεχίζοντας τις προτροπές να μιλήσει στον αυτοκράτορα για να βρει τη σωτηρία του. Καὶ στὰς ὁ τάλας ἄφωνος καὶ πεπηγὼς ὡς λίθος καὶ γεγονὼς περίδακρυς ἔδοξα παρακοῦσαι, ὥσπερ τινὸς ἐγγίσαντος καὶ πρὸς ἐμὲ λαλοῦντος: «Ἐδά, Μιχάλη ταπεινέ, φέρε τὸν λογισμόν σου· ὅσα κ[αὶ] ἂν εἶδες ἄφες τα, τοῦτα παιγνίδια οὐκ ἔνι, φόβητρα δὲ καὶ βάσανα καὶ στοναχαὶ καὶ πένθη, ἀσυμπαθεῖς ἐξετασταὶ καὶ φοβεραὶ κολάσεις· τῷ βασιλεῖ σου πρόσδραμε, λέγε τὰ πταίσματά σου· ὁ βασιλεὺς φιλάνθρωπος καὶ νὰ σὲ συμπαθήσῃ. Ἐκύκλωσάν σε σήμερον ὠδῖνες τοῦ θανάτου; Ἐπικαλοῦ τὸν Κύριον κἀκεῖνος ρύσεταί σε· οὐ θέλει τὸν ἁμαρτωλὸν θανάτῳ συσχεθῆναι πρὸς τὴν αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ τὴν ἀποστροφήν του. Παγίδες περιέσχον σε καὶ κλεῖθρα τοῦ θανάτου; Ἐκεῖνος ἄρῃ τὸν κλοιὸν καὶ τὰ δεσμὰ συντρίψει καὶ πάλιν σοι χαρίσεται τὴν πρὶν ἐλευθερίαν. Οὐκ ἦλθεν εἰς μετάνοιαν καλέσαι τοὺς δικαίους· τοὺς δ’ ἐξ ἀπάτης ὄφεως πολλάκις ἐπταικότας κατόπιν ἠκολούθησεν σταυρὸν ἐπ’ ὤμων φέρων. Ἐν οἴκῳ τοῦ Κυρίου σου κρεῖσσον παραρριπτεῖσθαι ἢ συνοικεῖν ἁμαρτωλοῖς καὶ πονηρευομένοις. Μὴ φοβηθῇς τὸ σύνολον· ἂν ἔπταισας, εἰπέ το, πρὶν σὲ καταδεσμήσωσι καὶ χάσῃς τὰ νερά σου». Καλὸν τὸ λέγεις, ἄνθρωπε· τὶς εἶσαι οὐδὲν γνωρίζω· ὡς νουνεχὴς ἐλάλησας καὶ λέγεις τὸ καλόν μου, ἀλλ’ εἰς κενὸν τὰ τοῦ σκοποῦ καὶ τὰ τῆς συμβουλῆς σου. Ὕπαγε, παρεγνώρισες· οὐκ εἶμαι ἐγὼ τὸν λέγεις· παντὸς γὰρ ἁμαρτήματος ἐκτὸς τὸ συνειδός μου. Ἐγὼ γονεῖς οὐκ ἔθλιψα, φόνον οὐκ εἰργασάμην, οὐδέποτε συνώδευσα φονεῦσιν αἱμοβόροις, οὐκ ἐπλασάμην πρόσταγμα ποτὲ τῶν ἡμερῶν μου, ἀκρόστιχον οὐκ ἔφαγα, χρέος οὐδὲν φοβοῦμαι. Οὐ χαίρω ξέναις θλίψεσι, οὐκ εἶμαι συκοφάντης· –ὁ συκοφάντης μὴ χαρῇ, μηδὲ τελεσφορήσῃ, ὅτι τὰς σάρκας προφανῶς τῶν ἀδελφῶν ἐσθίει– εἰς ὕβρεις οὐκ ἐχώρησα, κατά τινος οὐκ εἶπον, τοῦ ψεύδους τὴν ἀλήθειαν πάντοτε προτιμῶμαι, τιμὴν εἰς πάντας κέκτημαι, φιλῶ τὴν ἡσυχίαν, πᾶσαν μισῶ περίνοιαν, πᾶσαν μισῶ διπλόην, οὐ φέρω τι περίεργον, οὐδὲ μετέσχον δόλου· βδελύσσομαι τὰ σκάνδαλα, τὸ μῖσος, τὴν μανίαν καὶ φεύγω τὸ μνησίκακον ὡς φεύγει τις τὸν ὄφιν· τοῖς πᾶσι πάντα γίνομαι, γῆ καὶ σποδὸς ὁρῶμαι καὶ θέλω οὐ θέλω γίνομαι καὶ τὸ μωροῦ σαμάριν· τοῖς βασιλεῦσιν εὔχομαι χρόνους ζωῆς ἀμέτρους, χαρὰν τὴν ἀνεκλάλητον, λύπης ἐκτὸς τὸν βίον· υἱοὺς ἰδεῖν καὶ τῶν υἱῶν, ἐχθροὺς καθυποτάξαι καὶ κληρονόμους ἔσεσθαι τῆς ἄνω βασιλείας. Οὐδὲν εὑρήσεις αἴτιον τῆς κατασχέσεώς μου, οὐ πρόφασιν τὸ σύνολον εὔλογον τοῦ θανάτου· ἀλλ’ ἔλαθε τὸν ἄγγελον, εἰς ἄλλον ἀπεστάλη, παρήκουσεν, ὡς ἔοικε, φωνῆς τῆς τοῦ Κυρίου, ἄλλον ἀντ’ ἄλλου σήμερον κατήγαγεν εἰς ᾍδην ἄνευ τινὸς προφάσεως καὶ δίχα καταδίκης· παρὰ καιρὸν ὑποπεσεῖν θανάτῳ κατεκρίθην, παραδοθῆναι κολασταῖς καὶ πάσχειν ἄλλην ἄλλως· καὶ νὰ τὸ καταδέξωμαι νὰ κάτσω, νὰ σιγήσω, νὰ μὲ κερδήσῃ ὁ θάνατος καὶ νὰ μὲ φάγῃ ὁ τάφος καὶ νὰ χαωθῶ παράτωρα καὶ δίκαιον ποῦ εἰς τὸν κόσμον; «Ὦ Μιχαὴλ ταλαίπωρε, παιδὶν τῆς δυστυχίας, ἔχεις καιρὸν ἀναπνοῆς, ἔχεις καιρὸν ἀδείας· ἀνάφερε κατὰ λεπτὸν πάντα τῷ βασιλεῖ σου, ὑπόμνησον περὶ παντός, ἀνάγγειλον ἀφόβως ὅπως ἀδίκως σήμερον εἰς ᾍδην κατηνέχθης καὶ παρεδόθης κολασταῖς, ἄλλων ἡμαρτηκότων· ὁ βασιλεὺς φιλάνθρωπος, δίκαιος, ἐλεήμων καὶ τύχῃς, ναί, ζωώσεως καὶ τύχῃς σωτηρίας».","περίνοιαν = απάτη, δόλο [η περίνοια] διπλόην = διπροσωπία, υπουλότητα [η διπλόη]",,Στίχοι γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά ούς έγραψε καθ΄ ον κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρεκάκου τινός,Γλυκάς Μιχαήλ Abstract,"Σατιρικό και διδακτικό ανομοιοκατάληκτο στιχούργημα του 14ου-15ου αιώνα με χιουμοριστικό και σκωπτικό τόνο. Το έργο ανήκει στην παράδοση των διηγήσεων στις οποίες πρωταγωνιστούν ζώα με ανθρωπομορφικά στοιχεία· εν προκειμένω, ήρωες είναι η αλεπού, ο λύκος και ο γάιδαρος. Τον 16ο αιώνα διασκευάστηκε σε ομοιοκατάληκτους στίχους και αναδείχθηκε σε ένα από τα δημοφιλέστερα λαϊκά αναγνώσματα του νέου ελληνισμού.",,,Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου,Ανώνυμος Οι περιπέτειες του γαϊδάρου: η αρχή του ταξιδιού (στ. 1-111),"Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο γάιδαρος, περνάει τα πάνδεινα στα χέρια του αφέντη του, αλλά, σαν να μην έφτανε αυτό, πέφτει και θύμα σκευωρίας του λύκου και της αλεπούς, οι οποίοι τον παρασέρνουν σε ένα θαλάσσιο ταξίδι. Συναξάριον τοῦ τιμημένου Γαδάρου Ὁ γάδαρος ὁ ταπεινὸς καὶ περιφρονημένος καὶ πάντα κακορίζικος ἔτυχεν εἰς αὐθέντη πτωχὸν καὶ κακομάζαλον, κακὰ δυστυχισμένον· ποτέ του ’δὲν ἐχόρτασεν, ποτέ του οὐκ ἀναπαύτη. Ἀλλ’ ὅμως καὶ τάχα καὶ ποτέ, λαμπρὰ ἡμέρα ἦτον, ἐπέστρωσαν, ἀπόλυσαν τὸν γάδαρον ἐκεῖνον, τάχα νὰ παραβοσκινθῆ, καμπόσο νὰ ἀνασάνη ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολὺν καὶ τὴν ταλαιπωρίαν. Κ’ ἐκεῖ παραβοσκίζετον κοντὰ πρὸς τὸ ρυάκιν. Ὁ λύκος μὲ τὴν ἀλουποῦ ἤρχονταν κυνηγώντας, εὑρίσκουσιν τὸν γάδαρον καὶ καλοχαιρετοῦν τον: «Καλῶς σὲ ηὕραμεν, γάδαρε, αὐθέντη, καλῶς κάμνεις; Καλῶς ποιεῖς; Καλῶς τὰ χαίρεσαι; Καλῶς τὸ ἀμπουκώνεις; Ἐμεῖς ἀκόμη νηστικοὶ εἴμεσθεν ἕως τώρα. Τί νὰ ποιήσωμεν καὶ ἡμεῖς ὡς διὰ νὰ προγευτοῦμε;» Ὁ δὲ ἰδὼν ὁ γάδαρος αὐτοὺς τριγύῥ ’στέκουν, καὶ τί λαλοῦσι πρὸς αὐτὸν καὶ πῶς τὸν παραβλέπουν, ἐνόησεν ὡς φρόνιμος τὰ μέλλοντα γενέσθαι, καὶ τὸ φαγεῖν ἐστάθηκεν, κακὰ ἀναστενάζει, ἀπιλογεῖται πρὸς αὐτοὺς μετὰ πολλῶν τῶν ἄλλων, καὶ τοῦτον τὸ ἐφεύρεμαν μετὰ πολλοὺς τοὺς λόγους εἶπεν: «Ἐγὼ ταλαίπωρον πτωχὸν ζῶον εἰμὶ τοῦ κόσμου, εἰς τὸ κορμί μου ’δὲν ἔχω κρέας ἀλλ’ οὐδὲ αἷμα, κλονίζομαι νὰ περπατῶ, τρέμω νὰ θέλω πέσει. Καὶ ὁ αὐθέντης ὁ πικρὸς ὁποὺ ἐμέναν εἶχεν, κανεὶς οὐδὲν τὸν ἔσφαλεν νὰ μὴν τὸν θανατώση. Κ’ ἐγὼ θωρῶ τὸ κάλλος σας, τὴν ὡραιότητάν σας, τὴν παίδευσιν καὶ φρόνεσιν τὴν ἔχετε εἰς τὸν κόσμον, καὶ θέλω διὰ νὰ ἐγλυτώσετε, νά ’χετε τὴν ζωήν σας, καὶ φύγετε πολλὰ γοργὰ, ὅτι αὐτὸς βιγλίζει. Ἔχει καὶ σκύλους δυνατούς, τριάκοντα καὶ πλέον, ζαγάρια, βαρύσκυλους, ζαγαρογυρευτάδες, λαγωνικούς, χοντρόσκυλους ἀπὸ τὴν Λουμπαρδέαν. Πάντες διασκορπίζονται ἐν μέσῳ τοῦ δρυμῶνος ὡς ζάγανοι καὶ σταυραϊτοί, ξιφθερογυρευτάδες, ὅταν θελήση νὰ ἐβγῆ, νὰ πᾶ νὰ κυνηγήση. | Kαὶ τὰ βουνὰ συντρίβονται, τὰ ὄρη συντρομάσσουν, ἀρκοῦδες, ἀγριόχοιροι, λέοντες καὶ παρδάλοι και τ’ ἄλλα πάντα καθεξῆς μικρά τε καὶ μεγάλα – μεγάλην θνῆσιν πολεμεῖ εἰς ἅπαντα τὰ ζῶα. Λοιπὸν, εἰ θέλετε τοῦ ζῆν, φύγετε, μὴν σταθῆτε». Ταῦτά ’λεγεν ὁ γάδαρος, ὅπως τοὺς δελεάση καὶ φύγουσιν καὶ λυτρωθῆν αὐτὸς ἀπὸ κινδύνου. Ἡ δὲ ἀλώπηξ πονηρὰ οὖσα καὶ μηχανοῦργος οὐκ ἔλαθεν αὐτὴν καὶ τοῦ γαδάρου λόγοι· ψευδοτεχνεῖ εἰς ρήμασι τούτους καταφοβῆσαι, βουλόμενος τούτους φυγεῖν καὶ ἐλευθερωθῆναι. Ἡ δὲ ἀλουποῦ εὐθὺς τὸν γάδαρον ἐλάλει: «Μηδὲν ξυλοσοφῆς πολλὰ, ὅτι χωριάτης εἶσαι, βάναυσος καὶ ἀπαίδευτος, χοντρὸς καὶ ψευδολόγος· ὄντως πρέπει σε, γάδαρε, γάδαρον νὰ σὲ λέγουν. Φρόνιμος ἦτον ἄνθρωπος < ... > < ... > καὶ πρὸς τὴν θεωρίαν, τὴν ἔχεις εἰς τὰ ἄλλα σου ἐπάνω εἰς τὸ κορμί σου, ὅλα ’ναι παρασούλικα μετὰ τῆς θεωρίας. Μὰ τὴν ἀλήθειαν οὐδαμῶς θέλω τὸ ὄνομά σου! Ἀκούω σε ὅτι βάρβαρος, πολλὰ χοντρὸς ὑπάρχεις. Ἐγὼ ’μαι ἀστρονόμισσα, ἐγὼ εἶμαι καὶ μαντεύτρια, ἐγὼ τὸ νομοκάνονον ἐξεύρω τον ἐκτήθου, ἐγὼ ’μαι διδασκάλισσα τῆς γνώσεως ἁπάσης, κ’ ἐσὺ γελᾶς μας φανερὰ μέσα στὸ πρόσωπόν μας. Μὰ τὴν ἀλήθειαν, πρέπει σε μεγάλως παιδευθῆναι, ἀλλ’ ἐπειδή ’σαι ἀπαίδευτος, ὡς φαίνεται τὸ πρᾶγμα, γράμματα οὐ μεμάθηκας καὶ παίδευσιν οὐκ οἶδας, διὰ τοῦτο πρέπει σε λοιπὸν ὅπως ἔχης συγγνώμην. λέγω σε οὖν ἀπὸ τοῦ νῦν, μάθε νὰ συντυχαίνης, ψέμαν οὐδὲν εἰπῆς ποτέ, ἀλήθειαν λέγε πάντα, νὰ ἔχης καὶ προτίμησιν, ἀγάπην παρὰ πάντας, νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς μισθὸν εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον· θωροῦμεν ὅτι ῥιζικὸν καλὸν καὶ τύχην ἔχεις καὶ μεθ’ ἡμῶν εὑρέθηκες νὰ τιμηθῆς μεγάλως, καὶ νὰ σὲ μαθητεύσωμεν, νὰ ’σαι διὰ τιμή μας, ἂν τό ’χη καὶ ἡ φύσις σου καὶ παίδευσιν νὰ μάθης, χαρὰς ἐσὲν, χαρὰς ἑμᾶς καὶ μὲ τὸν μαθητήν μας· καὶ ἂν ἰδοῦμεν προκοπὴν, τὴν πρέπουσαν νὰ μάθης, νὰ συντυχαίνης φρόνιμα καὶ καλοπαιδευμένα, νὰ σὲ χειροτονήσωμεν, νά ’σαι ἀποκρισιάρης, εἰς τὰς βουλάς μας νὰ χωρῆς, εἰς ὅλας μας τὰς πράξεις. Ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ λυτρωθῆς ἐκ τὸν ὠμὸν αὐθέντην, ὁποὺ σὲ καταμάρανεν ἐκ τὸν πολὺν τὸν κόπον, νὰ γένης σύντροφος ἡμῶν, ἀξία σου καὶ τιμή σου, καὶ μεθ’ ἡμῶν νὰ περπατῆς, ν’ ἀναπαυθῆς, νὰ ζήσης, καὶ νὰ περάσωμεν ὁμοῦ τὴν θάλασσαν τὴν βλέπεις, νὰ πᾶμεν στὴν Ἀνατολὴν, εἰς τὸν καλὸν τὸν τόπον, καὶ νὰ σὲ ’λευθερώσωμεν ἐκ τὸν πικρὸν αὐθέντην, ὁποὺ σὲ κατεδίκασεν καὶ ἐτιμώρησέν σε, νὰ λάβωμεν καὶ ἡμεῖς μισθὸν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Λοιπὸν ὁ γάδαρος ἰδὼν τὰς ἀποφάσεις τούτων, ὅτι οὐ δυνατὸν ἐστὶν τούτους ἀπαλλαγῆναι, μὴ θέλων, μὴ βουλόμενος, ἀλλ’ ὥσπερ δυναστείᾳ ἐγένετον ὑπήκοος ταῖς τούτων συμβουλίαις· προβλέπων δὲ τὸν θάνατον αὐτοῦ τὸν καθ’ ἡμέραν καὶ διαλογιζόμενος τί μηχανὴν ποιῆσαι – καθάπερ καὶ ἐποίησεν, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος. Λοιπὸν ἐν τῷ αἰγιαλῷ συντόμως καταβάντες, ἐμβάντες εἰς πλοιάριον ἀπέπλευσαν ἐκεῖθεν, μεσάσαντες τὸ πέλαγος μετὰ καλῆς εὐδίας. Ἡ δὲ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ τοιούτους λόγους λέγει: «Ἀφέντη μου, κὺρ σύντεκνε, καλὰ νὰ τὸ γνωρίσης, ὅτι ἀποχωριζόμεθα τὴν σήμερον ἡμέραν, ὡς τό ’δα ἐψὲς στὸν ὕπνον μου, βλέπω το καὶ ἐξύπνου, | ἐσυννέφιασεν ὁ οὐρανός, ἄνεμος θέλει ποίσει, καὶ πρὶν νὰ σώση πρὸς ἡμᾶς νὰ μᾶς καταποντίση, ποιήσωμεν τὰ πρέποντα ἐν ἐξομολογήσει. Λοιπὸν ἐσὺ, κὺρ σύντεκνε, ὡς πρῶτος ὁποὺ εἶσαι, ἐξομολόγησιν ὀρθὴν ποίησον κατὰ πρῶτον, καὶ μετὰ ταῦτα δὲ ἐγὼ νὰ πῶ τὰ κρίματά μου, καὶ ὕστερον ὁ γάδαρος – ν’ ἀκούσωμεν ἀλλήλους, τίς ἔχει πλέον πταίσιμον, νὰ κρίνωμεν τὸ δίκαιον, νὰ δῆ ὁ θεὸς τὴν κρίσιν μας καὶ τὴν δικαιοσύνη καὶ ἐλεήσαι καὶ ἡμᾶς ὡς πάλαι Νινευίτας· ὡς Ἰωνᾶν ἐρρύσατο ἐκ κήτους τῆς κοιλίας, ἐλευθερώσαι καὶ ἡμᾶς ἐκ τοῦ πικροῦ θανάτου».","κακομάζαλον = ταλαίπωρο, κακόμοιρο [επίθ. κακομάζαλος] ἐπέστρωσαν = έβγαλαν τη σέλα [αποστρώνω] ἀπόλυσαν = άφησαν ελεύθερο [απολύω] παραβοσκινθῆ = βοσκίσει πολύ, παραφάει [παραβοσκίζομαι] αὐθέντη, = αφέντη· εδώ η προσφώνηση έχει ειρωνικό τόνο [ο αυθέντης] τὸ ἀμπουκώνεις = γεμίζεις το στόμα σου με τροφή [αμπουκώνω] διὰ νὰ προγευτοῦμε = για να γευματίσουμε [προγεύομαι] λαλοῦσι = λένε, μιλάνε [λαλώ] παραβλέπουν = βλέπουν με κακές προθέσεις, εχθρικά [παραβλέπω] τὰ μέλλοντα γενέσθαι = όσα πρόκειται να συμβούν ἀπιλογεῖται = απαντά, αποκρίνεται [απιλογούμαι] τὸ ἐφεύρεμαν = την επινόηση, το τέχνασμα νὰ θέλω πέσει = ώστε να πέσω θωρῶ = βλέπω παίδευσιν = παιδεία, μόρφωση [η παίδευσις] τὴν ἔχετε = την οποία έχετε βιγλίζει. = παρακολουθεί [βιγλίζω] ζαγάρια = κυνηγητικά σκυλιά [το ζαγάριν] βαρύσκυλους = σκύλους ικανούς στο κυνήγι [ο βαρύσκυλος] ζαγαρογυρευτάδες = κυνηγητικά σκυλιά, πιθ. ιχνηλάτες [ο ζαγαρογυρευτής] δρυμῶνος = του δάσους [ο δρυμών] ζάγανοι = είδος αρπακτικού, ο «ικτίνος ο βασιλικός» [ο ζάγανος] ξιφθερογυρευτάδες = είδος κυνηγετικού αρπακτικού πουλιού [ο ξιφθερογυρευτής] θνῆσιν = σφαγή, θάνατο [η θνήσις] εἰ θέλετε τοῦ ζῆν = αν θέλετε να ζήσετε ὅπως τοὺς δελεάση = για να τους ξεγελάσει [δελεάζω] ἀλώπηξ = η αλεπού μηχανοῦργος = δόλια, πανούργα [επίθ. μηχανούργος] οὐκ ἔλαθεν = δεν πέρασαν απαρατήρητοι, δεν διέφυγαν [λανθάνω] βουλόμενος = επειδή θέλει (ενν. ο γάιδαρος) ὅτι = διότι, επειδή (αιτιολ. σύνδ.) βάναυσος = αγροίκος (επίθ.) τὴν θεωρίαν, = την εμφάνιση, την όψη [η θεωρία] οὐδαμῶς = καθόλου (επίρρ.) βάρβαρος = αγροίκος, απολίτιστος (επίθ.) ἀστρονόμισσα = γυναίκα που μαντεύει το μέλλον παρατηρώντας τα άστρα νομοκάνονον = συλλογή νόμων και κανόνων [ο νομοκάνονος] οὐ μεμάθηκας = δεν έχεις μάθει [παρακ. του μανθάνω] συντυχαίνης = μιλάς [συντυχαίνω] μισθὸν = ανταμοιβή [ο μισθός] καλοπαιδευμένα = ευγενικά, με σωστό τρόπο (επίρρ.) νὰ σὲ χειροτονήσωμεν = να σε δείρουμε (εδώ χιουμορ.) [χειροτονώ: τελώ μυστήριο κατά το οποίο ένας κληρικός γίνεται διάκονος] ἀποκρισιάρης = απεσταλμένος, πληρεξούσιος [ο αποκρισάριος] ὠμὸν = σκληρό, άγριο [επίθ. ωμός] ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.) μισθὸν = εδώ η θεϊκή ανταμοιβή για τις ενάρετες πράξεις ἰδὼν = αφού είδε δυναστείᾳ = με βία, με καταναγκασμό [η δυναστεία] μηχανὴν = κόλπο, τέχνασμα [η μηχανή] καθάπερ = το οποίο (ενν. το κόλπο) ἐν τῷ αἰγιαλῷ = στη θάλασσα (κοντά στην παραλία) μεσάσαντες τὸ πέλαγος = αφού έφτασαν στη μέση του πελάγους [μεσάζω] εὐδίας. = (με) αιθρία ἄνεμος θέλει ποίσει = θα φυσήξει αέρας τὰ κρίματά = τις αμαρτίες [το κρίμα] ἐρρύσατο = λύτρωσε [ρύομαι, ως μτβ.] κήτους = μεγάλου θηλαστικού, φάλαινας [το κήτος]",,Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου,Ανώνυμος """Εξομολόγηση"" των δύο συντέκνων, του λύκου και της αλεπούς (στ. 112-223)","Κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού και στο πλαίσιο του πονηρού σχεδίου για την εξόντωση του γαϊδάρου, οι πρωταγωνιστές ""εξομολογούνται"" ο καθένας τα σφάλματά του. Πρώτος ξεκινά ο λύκος και ακολουθεί η αλεπού. Ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν μάλιστα ἐφοβήθη καὶ τρόμος ὑπελάβετο αὐτὸν ὑπερβαλλόντως, ὅλον μὴ γνοὺς τὸν δόλιον τρόπον τῆς ἀλωπέκου μηδὲ τὸ ἐπιβούλευμα, ὃ ἦν κατὰ γαδάρου· ὅμως δὲ λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ λύκος εὐγνωμόνως: «Πρέπει τοῦτο, συντέκνισσα, < ... > καὶ νομοδιδασκάλισσα ἁπάντων τῶν πραγμάτων, πρέπει ἐξομολόγησις νὰ γένηται, ὡς ἔφης, ἐν συνειδότι καθαρῷ, γνώμῃ ἀνυποκρίτῳ». Λοιπὸν συνωμοφώνησαν ἐξομολογηθῆναι, λέγουν: «Κ’ ἐσὺ, κὺρ γάδαρε, πῶς ἔναι ἡ βουλή σου, πρέπει τοῦτο ποιήσωμεν ἢ νὰ χαθοῦμεν ὅλοι;» Ἐκεῖνος δὲ ἀπέγνωσεν αὐτοῦ τὴν σωτηρίαν καὶ τὴν βουλήν του δέδωκεν ἐξομολογηθῆναι. Λοιπὸν ὁ λύκος ἤρξατο τοῦ ἐξομολογεῖσθαι, λέγει: «Ἐγὼ καὶ πρόβατα, βούδια καὶ μοσχάρια, ἐλάφους καὶ γορούνια καὶ πάντα ὅσα εὕρω, σκοτώνω τα καὶ τρώγω τα καὶ τ’ ἄλλα πάλε κρύβω εἰς τὸ βουνὶν, εἰς τὸ κλαδὶν, αὔριον πάλε νά ’χω. Πλὴν ἀνεβαίνω εἰς τὸ βουνὶν ὁποὺ ’ναι τὸ τσιμάδι καὶ κυλιοῦμαι παρευθὺς καὶ ἐξομολογοῦμαι, καὶ γίνομαι καλόγερος, τὴν ράχην μου μαυρίζω, γίνομαι μεγαλόσχημος, ἡγούμενον ὁμοιάζω, καὶ μεταγνώθω τὸ κακὸν τὸ πολεμῶ εἰς τὸν κόσμον, ἄλλον οὐδὲν ἐπίσταμαι ἁμάρτημαν νὰ ποίσω». Ἀκούσας δὲ ἡ ἀλουποῦ τὴν ἀρετὴν τοσαύτην ἐθαύμασεν, ἐπαίνεσεν, καὶ ἐσυγχώρησέν τον καὶ ἐδικαίωσεν αὐτὸν πρὸς τὴν ἐπίγνωσίν του. Λέγει καὶ αὐτὴ πρὸς αὐτὸν ἐν ἐξομολογήσει τὰ ταύτης πανουργεύματα καὶ τὰς διαβολίας καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα τά ’καμνεν εἰς τὸν κόσμον: «Ἐγὼ πάντα μου πολεμῶ νὰ κλέψω, μὴ νὰ ζήσω, αὐτὸ μὲ καθωδήγησαν ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς μου· μὰ τὴν ἀλήθειαν, ζῶ καλὰ, αὐθεντικὰ εἰς τὸν κόσμον: πάντα χλωροφαγίαν τρώγω, πάντά ’μαι χορτασμένη. Εἰς τὰ κρυφὰ κλεψίματα καὶ τὰς πιδεξιοσύνας ὁμοιάζω τὴν μητέρα μου, ἐκείνην τὴν ἁγίαν, εἰς τὰ τσιληπουρδίσματα ὁμοιάζω τὸν πατήρ μου. Τίποτα δὲν ἀπόμεινεν, ὅσά ’ξευραν ἐκεῖνοι, νὰ μὴ μὲ μαθητεύσουσιν, ὅλα νὰ τὰ ἠξεύρω· ἐφεῦρα δὲ καὶ ἐγὼ πολλὰ οἴκοθεν γνώσεώς μου· πολλά μὲ ἐθαυμάζονταν καὶ συνεχαίροντό μοι, διότι ἐγέννησαν φυτὸν πολλὰ προτερημένον· δι’ αὐτὸ καὶ μακαρίζω τους, ἐκείνους τοὺς γονεῖς μου. Ὁ κόσμος καταρᾶται με ἡμέρας καὶ τὰς νύκτας, οἱ χῆρες οἱ πτωχούτσικες κλαίουσιν καὶ λυπῶνται, πλὴν ἡ εὐχὴ τῆς μάνας μου καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου πάντοτε βοηθοῦσι μὲ καὶ τὰ κακὰ γλυτώνω. Πόσες φορὲς ἐγλύτωσα ἐκ τῶν ἀρχόντων τὰ σπίτια, ὅτι ἔχουν σκύλους δυνατούς, νὰ μὴ μὲ θανατώσουν. Καὶ μία χήρα ἄπορος, καλὰ οὐκ ἐθεώρειεν· εἶχεν καὶ ὄρνιθαν χοντρὴ κ’ ἐλάλειε τὴν Καβάκαν. αὐγὰ ἐγέννα δίκροκα, χοντρὰ ὡσὰν τῆς χήνας, καὶ μετ’ ἐκείνην ἔτρωγεν κ’ ἔπινεν κάθ’ ἡμέραν· πρὸ πάντων δὲ ἐκάθετον ἐκ τὸ πολὺν τὸ πάχος. Πολλὰ ἐπιβουλεύτηκα νὰ τῆς τὴ θέλω πάρει, ἀλλὰ οὐδὲν ἠμπόρεσα νὰ πάρω τὴν Καβάκαν. Λοιπὸν < ... > | ἄκουσον τί ἐποῖκα. | Ἐβλέπω, περιεργάζομαι, ἔχει κάτον ἡ γραῖα, χοντρὸν κοτσάκιν κόκκινον, τὴν τρίχα μου ὁμοιάζει. Ἔχει ἀγάπην εἰς αὐτὸ ὡσὰν καὶ εἰς τὴν Καβάκα, τὸν κάτον διὰ τοὺς ποντικοὺς, τὴν ὄρνιθαν διὰ τὰ αὐγά της. Καὶ μιὰν ἡμέραν ηὕρηκα ἄδειαν, ὡσὰν μὲ πρέπει. Ὁ κάτος κάπου ἔλειπεν, καὶ ἐγὼ ἀντὶς τὸν κάτον < ... > ἔρχομαι πρὸς τὴν γραῖαν, καὶ μὲ ταπείνωσιν πολλὴν, μὲ ταπει<ν>ὸν τὸ σχῆμα. Θωρεῖ ἡ γραιὰ πὼς ἔρχομαι, ἔχει το, κάτος ἔναι, καὶ κράζει με ἡ ἄτυχος εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κάτου· καὶ <Πὄλειπες, Παρδίτση μου> καὶ <Ποῦ ’σουν τόσην ὥραν;> Κ’ ἐβούλετον ἡ ἄτυχος, ἐκείνη ἡ λουλόγρια, νὰ μὲ φαγίση τίποτες καὶ νὰ μὲ ὁμαλίση, ὡσὰν εἶχεν συνήθιον ἡ γραῖα πρὸς τὸν κάτο. Ἐγὼ καλοζυγώνω την καὶ πιάνω τὴν Καβάκα, θωρεῖ ἡ γραῖα καὶ λέγει με: <Τὴν ἀδελφή σου παίζεις;>. Ἐγὼ δὲ τσαγκαρώνω την, ἐκείνην τὴν Καβάκα, κ’ ἐκείνη ἐνεφταράκισεν καὶ <κάκα κάκα> λέγει· σηκώνω την καὶ σύρνω την καὶ σήκωμαν οὐκ ἔχει, ἐφώναζεν ἡ ὄρνιθαν καὶ ἡ γραῖα ἀπὸ πίσω: <Παρδίτση μου, Παρδίτση μου, καὶ μὴ τὴν ἀδελφήν σου>. Ἐγὼ ὑπάγω στὸ κλαδὶν κ’ ἐκράτουν τὴν Καβάκα, ἐκάθισα ν’ ἀναπαυτῶ, ν’ ἀκούσω καὶ τὴν γραῖαν· πολλὰ ἐκείνη ἔκλαυσεν, μεγάλως ἐλυπήθην. Πολλὰς κατάρας ἤκουσα ἀπὸ τὴν γραῖαν ἐκείνην· πολλὰ μὲ κατηγόρησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Καὶ ἂν θέλω λέγει τὰ ἄκουσα καὶ ὅλα ὅσ’ ἀκούγω, πόσο μελάνιν καὶ χαρτὶν νὰ σώσουσιν νὰ γράψω, ὅ,τ’ ἔποικα καὶ πολεμῶ ἡμέρας καὶ τὰς νύκτας; Λοιπὸν τῆς γραίας μ’ ἔκαψαν οἱ λόγοι κ’ οἱ κατάρες, καὶ ἦλθα εἰς κατάνυξιν καὶ ἐνελογισάμην τὰς ἁμαρτίας μου τὰς πολλὰς καὶ <τὰ> κακὰ τὰ ἐποῖκα, καὶ ἀνεβαίνω εἰς τὸ βουνὶν, τάχα νὰ θέλω κλάψει, πρὸς τὰ κακὰ τὰ ἔποικα νὰ σώσω τὴν ψυχήν μου, καὶ δάκρυα οὐδὲν ἔχω καὶ σφίγγομαι ὀλίγο, καὶ τὴν οὐράν μου κατουρῶ, τὰ ὀμμάτιά μου βρέχω, καὶ εἰς τὰ ματοφρύδια μου κρεμάζονται οἱ κόμποι, καὶ ὁμοιάζουν δάκρυα καὶ ἔχω μέγα θάρρος, ὅτι ὁ θεὸς τὰ δάκρυα περὶ πολλοῦ τὰ ἔχει». Ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν κατάνυξιν τοσαύτην καὶ τὴν ἐξομολόγησιν τὴν καθαρὰν ἐκείνην, ἐθαύμασεν τὴν σύνεσιν, μεταβολὴν τοσαύτην, καὶ ὑποδέξατο αὐτὴν καὶ ἐσυγχώρησέν την, λέγων καὶ ταῦτα πρὸς αὐτήν: «Κυρία μου ἁγία, τὸν Μανασσῆν ἐνίκησας, τὴν πόρνην ἐμιμήσω, καὶ γέγονας σὺ ὅμοιος πάλε ὥσπερ ἐκείνους, ὁσία μου, ἁγία μου καὶ δεδικαιωμένη, καλότυχη, καλόμοιρη καὶ δεδικαιωμένη, < ... > κλαδὶν τῆς παραδείσου, νὰ ἔτυχα καὶ ἐγὼ ἐκεῖ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου. Ὄντως, κυρὰ συντέκνισσα, ἡ ἀρετή σου αὕτη ὑπὲρ ἐμὲ ἐγένετον, εἶσαι συγχωρεμένη». Λοιπὸν οἱ δυὸ ἠστάθησαν, συγχώρησιν ἐποῖκαν, λέγουσιν καὶ τὸν γάδαρον: «Εἰπὲ κ’ ἐσὺ, καλέ μου, μηδὲν τὴν κρύψῃς ἀφ’ ἡμῶν, τῆς ἀληθείας λόγον».","ὡς = μόλις, όταν (χρον. σύνδ.) μάλιστα = υπερβολικά, σε μεγάλο βαθμό (επίρρ.) μὴ γνοὺς = επειδή δεν κατάλαβε τῆς ἀλωπέκου = της αλεπούς [η αλώπεκα, γεν. αλωπέκου] τὸ ἐπιβούλευμα = την πανουργία, την ύπουλη σκέψη, την παγίδα ὃ = η οποία, που (αναφορ. αντων.) ὡς ἔφης = όπως είπες [αόρ. του ρ. φημί] πῶς ἔναι ἡ βουλή σου = ποια είναι η γνώμη σου τὴν βουλήν = τη συγκατάθεση, την άδεια [η βουλή] ἤρξατο = άρχισε [αόρ. του άρχομαι] κλαδὶν = τον δασωμένο ή θαμνώδη τόπο τὸ τσιμάδι = τόπος καλυμμένος από κάρβουνο ή καρβουνόσκονη μεγαλόσχημος = που υπάγεται στην πρώτη μοναχική βαθμίδα, που ενδύεται το «μεγάλο σχήμα» (επίθ.) μεταγνώθω = μετανοώ, μεταμελούμαι τὸ πολεμῶ = το οποίο πολεμώ Ἀκούσας = όταν άκουσε [μτχ. αορ. του ακούω] ἐπίγνωσίν = συναίσθηση (ενν. των αμαρτιών του), σύνεση [η επίγνωσις] τὰς διαβολίας = τις διαβολικές πονηριές, τις πανουργίες [η διαβολία] τὰ ἐπιτηδεύματα = τις πονηριές, τα τεχνάσματα [το επιτήδευμα] τά ’καμνεν = τα οποία έκανε αὐθεντικὰ = με τρόπο που αρμόζει σε άρχοντα, αρχοντικά (επίρρ.) τσιληπουρδίσματα = απρέπειες οἴκοθεν γνώσεώς μου = από τις γνώσεις που φέρω από το σπίτι μου, από την οικογενειακή μου παράδοση φυτὸν = παιδί, βλαστάρι μακαρίζω = ευχαριστώ, ευγνωμονώ ὅτι = επειδή, διότι (αιτιολ. σύνδ.) οὐκ ἐθεώρειεν = δεν έβλεπε [θωρώ] ἐλάλειε τὴν = την φώναζε, την ονόμαζε [λαλώ] Καβάκαν = ωραία και παχιά κότα (εδώ ως κύριο όνομα) κάτον = γάτο [ο κάτος] ἄδειαν = ευκαιρία [η άδεια] ἔχει το = θεωρεί, νομίζει, έχει την εντύπωση Παρδίτση = το όνομα του γάτου ἐβούλετον = ήθελε [βούλομαι] λουλόγρια, = ανόητη γριά νὰ μὲ ὁμαλίση = να με περιποιηθεί, να με χαϊδέψει [ομαλίζω] καλοζυγώνω = πλησιάζω προσεκτικά τσαγκαρώνω = αρπάζω μεγάλως = πολύ, υπερβολικά (επίρρ.) θέλω λέγει = θα πω κατάνυξιν = βαθιά συγκίνηση, ψυχική συντριβή [η κατάνυξις] ἐνελογισάμην = αναλογίστηκα οἱ κόμποι = οι σταγόνες των δακρύων (μεταφ.) [ο κόμπος] θάρρος = ελπίδα [το θάρρος] ὥσπερ = όπως ακριβώς ἀφ’ ἡμῶν = από εμάς",,Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου,Ανώνυμος "Ο γάιδαρος ""εξομολογείται"" τα κρίματά του (στ. 224-285)","Μετά τις ""εξομολογήσεις"" του λύκου και της αλεπούς, ο οποίοι παίρνουν με δόλο άφεση για τα εγκλήματά τους, έρχεται η σειρά του γαϊδάρου. Ὁ γάδαρος ἐστέναξεν ἐκ μέσης τῆς καρδίας καὶ λέγει ταῦτα πρὸς αὐτοὺς ἐν ἐξομολογήσει: «Ἐκεῖνος ὁ ἀφέντης μου ἐβαρυφόρτωνέ με μαρούλια καὶ λάχανα καὶ ἄλλα τὰ τοιαῦτα, κ’ ἐγὼ ἀπὸ τὴν πεῖνάν μου < ... >, ἐγύριζα τὸ στόμα μου κ’ ἐμπουκωνόμην φύλλον· ἀλλότε μόλις ἔσωνα κ’ ἐμπουκωνόμην φύλλον, καὶ ἀλλότε οὐκ ἔσωνα, καὶ ἐκοπάνιζέ με, μὲ ρέκλαν στραβοδίκωλον τὸ κωλοκούκουρόν μου, κ’ ἐβέργιζεν ὁ κῶλος μου καὶ ἐσυχνοπορδοκόπουν. Τιμὴ νὰ ἔχετε, ἀφέντες μου, αὐτὰ μὲ ἐπολέμαν ἐκεῖνος ὁ αὐθέντης μου κ’ ἐπεδυνάμουν τόσον, ὅτι ἀπὸ τὴν πεῖναν μου δύναμιν οὐδὲν εἶχα καὶ τὸ βαρὺν τὸ φόρτωμαν κι ἀπὸ τὸ δόσμαν κροῦσμαν ἔτρεμαν τὰ ποδάρια μου, ἔτρεμεν τὸ κορμί μου, | καὶ συχνοεκοντύλιζα κ’ ἐβούλομουν νὰ πέσω. Κ’ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ φόβου μου νὰ μὴ μὲ θανατώση, <οἱ μύξαις νεῦρα ἐγίνονταν>, ὡσὰν τὸ λέγει ὁ μῦθος. Λοιπὸν ὡς εἶδεν ὁ θεὸς τοσαύτην καταδίκην τὴν γενομένην εἰς ἐμὲν ἐκ τὸν πικρὸν ἀφέντην, ἐλέησέ με ὁ θεὸς καὶ ἐξαπόστειλέ σας, τοιούτους ἄρχοντας καλοὺς πρὸς τὴν ἐλευθερίαν μου. Εὐχαριστῶ οὖν τὸν θεὸν καὶ τὴν ἀντίληψίν σας, ὅτι καὶ παίδευσιν καλὴν θέλετε μὲ παιδεύσει καὶ γράμματα καὶ διδαχὴν, κ’ ἐγὼ πάλε ὡς δοῦλος εἰς ὅ,τι μὲ ὁρίσετε γοργὸν νὰ τὸ πληρώσω». Ταῦτα ἔλεγεν ὁ γάδαρος ὡς φρόνιμος ὁποὺ ’τον, μὴ νὰ γλυτώση ἀπ’ αὐτοὺς τάχα ἐν ὑποκρίσει. Ἡ δὲ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ, ἡ δολιοπανοῦργος, λέγει τὸν γάδαρον εὐθὺς μὲ ἀπειλὴν μεγάλην· «Τί τσαμπουνίζεις, γάδαρε, καὶ τί στραβοκωλίζεις; Στάσου ὀμπρός μας σύντομα καὶ ἐξομολογήσου, καὶ πέ μας τὴν ἀλήθειαν, ὅσας κλεψίας ἐποῖσες. Ἄφες τὰ τσαμπουνίσματα αὐτὰ τὰ τσαμπουνίζεις, αὐτὰ σκατά, πηλὰ εἶναι καὶ ψεματολογίες. Οὐ στέργομεν, οὐ θέλομεν τοιαύτας διηγήσεις». Τότε ἰδὼν ὁ γάδαρος καὶ ὅλως ἀπελπίσας καὶ πρὸς αὐτὰς φθεγξάμενος τοιαῦτα ἀναφέρει: «Καλὰ νὰ τὸ ἐγνωρίσετε, ἀφέντες ἐδικοί μου, ἀπὸ τὸ μαρουλόφυλλον ἐκεῖνον, ὅσον εἶπα, ἄλλον οὐδὲν ἐπίσταμαι, ὁ Κύριος τὸ βλέπει». Ἀκούσας δὲ ἡ πονηρὰ ἀλώπηξ οὕτως ἔφη: «Καὶ τί ἄλλον ἁμάρτημαν χειρότερον στὸν κόσμον;» Ὅμως ἐδώκασιν βουλὴν τοῦ ἀποκτεῖναι τοῦτον. Ὁ γάδαρος δὲ θεωρῶν αὐτῶν τὰς πανουργίας, τὰς ἀδικίας τὰς αὐτῶν καὶ τὰς διαβολίας, εἰς ἑαυτὸν ἐνόησε ποιῆσαι πρᾶγμα ξένον, ἐπαινετὸν καὶ ἀκουστόν, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος. καὶ τί ἐμηχανήσατο, ἄκουσον καὶ θαυμάσεις, καὶ πῶς ἐπιβουλεύεται καὶ τί ποιεῖ πρὸς τούτους. Λέγει: «Τὸ δίκαιον θωρῶ, κατὰ τὸ πταίσιμόν μου προκεῖται μοι ὁ θάνατος, ὡς πέφυκεν ἡ κρίσις. Λοιπὸν πρὶν τοῦ θανάτου μου τὸ τάλαντον οὐ κρύψω, μήπως καὶ κολασθήσομαι ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. Ὄπισθεν εἰς τὸν πόδαν μου χάρισμα ἔχω μέγαν, παρὰ θεοῦ δεδώρημαι τοῦτο, οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων. Θέλω γοῦν δεῖξαι τὸ χρυσοῦν τὸ πέταλον, ὃ ἔχω, καὶ ὅστις μόνον τὸ ἰδῆ, τὸ πέταλον, ὃ ἔχω, πρὶν τοῦ θανάτου μου ἰδεῖν, χάριν πολλὴν λαμβάνει. Ἀκούει, βλέπει καὶ μακρὰ ἡμέρας τρεῖς καὶ πλέον, καὶ τοὺς ἐχθρούς του βλέπει τους, ἀκούει τί λαλοῦσιν, καὶ πῶς ἐπιβουλεύονται, τί θέλουσιν νὰ ποίσουν».","ἐν ἐξομολογήσει: = σε εξομολόγηση ἐμπουκωνόμην = γέμιζα το στόμα μου, έτρωγα [μπουκώνομαι] ἔσωνα = πρόφταινα [σώνω] ρέκλαν στραβοδίκωλον = βέργα με δύο απολήξεις τὸ κωλοκούκουρόν = το τελευταίο κόκαλο της σπονδυλικής στήλης, τον κόκκυγα ἐβέργιζεν = καμπτόταν, λύγιζε σαν βέργα [βεργίζω] ἐπεδυνάμουν = εξασθένιζα, αδυνάτιζα πολύ [αποδυνατώ] ὅτι = επειδή, διότι (αιτιολ. σύνδ.) τὸ δόσμαν κροῦσμαν = τα βίαια χτυπήματα συχνοεκοντύλιζα = σκόνταφτα συνέχεια [συχνοκοντυλίζω] ὁ μῦθος = η παροιμία ὡς = μόλις, όταν (χρον. σύνδ.) παίδευσιν = εκπαίδευση, μόρφωση, γνώσεις [η παίδευσις] διδαχὴν = διδασκαλία [η διδαχή] γοργὸν = γρήγορα (επίρρ.) φρόνιμος = συνετός, μυαλωμένος (επίθ.) μὴ = μήπως και τσαμπουνίζεις = μυξοκλαίγεσαι, λες ανοησίες ἐποῖσες = έκανες [ποιώ] Οὐ στέργομεν = δεν αγαπάμε, δεν μας αρέσουν [στέργω] φθεγξάμενος = αφού είπε, μίλησε με ένταση [φθέγγομαι] οὕτως = έτσι (επίρρ.) ἔφη: = μίλησε [αόρ. του φημί] Ὅμως = και λοιπόν, πράγματι ἐδώκασιν βουλὴν = αποφάσισαν [φρ. δίνω βουλή] τοῦ ἀποκτεῖναι = να τον σκοτώσουν [αποκτείνω] θεωρῶν = βλέποντας [θεωρώ] εἰς ἑαυτὸν ἐνόησε = έβαλε στον νου του ἀκουστόν = ξακουσμένο, περίφημο [επίθ. ακουστός] ἐμηχανήσατο = επινόησε, σκάρωσε [μηχανούμαι] τάλαντον = χάρισμα κολασθήσομαι = τιμωρηθώ [κολάζομαι] ὃ = που, το οποίο (αναφορ. αντων.) λαλοῦσιν = λένε, συζητάνε [λαλώ]",,Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου,Ανώνυμος Η δικαίωση του γαϊδάρου (στ. 286-393),"Ο γάιδαρος βρίσκεται σε δύσκολη θέση και κινδυνεύει. Ο λύκος και η αλεπού τον κρίνουν ένοχο για ένα ανύπαρκτο παράπτωμα, με σκοπό να τον φάνε. Ο πρωταγωνιστής μας, ωστόσο, αντιδρά απρόσμενα. Ἀκούσας δὲ ἡ ἀλουποῦ, μὴ γνοὺς τὴν πονηρίαν, τὴν τοῦ γαδάρου, παρευθὺς τὸν σύντεκνόν της λέγει: «Ἀφέντη μου, κὺρ σύντεκνε, τὸ χάρισμαν ἐτοῦτο γοργὰ ἐπιμελήσου το καὶ ἀπ’ ἐσὲν μὴ λείψη, τοιαύτη χάρις θαυμαστὴ νὰ μὴν χαθῆ ἐκ τὸν κόσμον, ὅτι ἔχεις ἐχθροὺς πολλοὺς ὁποὺ κακὸν σοῦ θέλουν» . Ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν τῆς ἀλουποῦς τοὺς λόγους, καὶ πᾶσαν τὴν συγκρότησιν ἐπίστευσεν εὐθέως, καὶ λέγει πρὸς τὸν γάδαρον: «Γάδαρε, δεῖξε μέ το». Καὶ λέγει ὁ γάδαρος εὐθὺς: «Μετὰ χαρᾶς, αὐθέντη. Ἀνέβα εἰς τὸ πόδωμα κ’ ἐκεῖ νὰ σὲ τὸ δείξω, καὶ κάτσε ἀνακούρκουδα, καὶ τὰ ἐμπροσθινὰ σου πόδια μηδὲν πατῆς <σ>τὸ πόδωμαν ἐπάνω οὐδεόλως· ἄνοιξε τὰ ὀμμάτια σου, γρύλλωσ’ τα ὅσον ἔχεις, μὴ πάγη τὸ κεφάλι σου ἐδῶθες ἢ ἐκεῖθες, ὁ κῶλος σου ἂς κάθεται στὸ πόδωμαν καὶ μόνον, καὶ λέγε <Κύριε ἐλέησον, Κύριε, συμπάθησέ με, Κύριε, δός με χάρισμα ἐκεῖνο, τὸ γυρεύω». Ταῦτα ἐκομπολόγησε ὁ γάδαρος ἐκεῖνος, τὸν λύκον, καὶ ἐποίησεν καθὼς τὸν ὀρδινιάσεν, ἀνέβην εἰς τὸ πόδωμαν ὁ λύκος καὶ ἐκάτσεν, – καλὰ τὸν ἐκατέστησεν στὸν ποῦντον, ὅπου πρέπει – γρυλλώνει ὁ λύκος νὰ ἰδῆ τὸ πότε νά ’λθη χάρις, ὅταν ἰδῆ τὸ πέταλον ἀντάμα μὲ τὴν χάριν. Ὁ γάδαρος βολίζει τον, τσιληπουρδᾶ καὶ κροῦ τον μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν, ὅσον καὶ ἄν ἐδυνήθην, καὶ ἐκτύπησέ τον μὲ θυμὸν καὶ ἐχαρβάλωσέ τον. Ἐ|ν πρώτοις τὸν ἐρόντζεψεν στὴν μέσην τοῦ πελάγους. Eὐθὺς βάνει τὸν φώναρον καὶ ἐξεματσουκώνει καὶ σφυροκατουρεῖ συχνὰ καὶ συχνοπορδαλίζει, σηκώνει τὴν οὐράκλαν του, ἀνοίγει καὶ τὸ στόμα, καὶ οὐριάζει δυνατά καὶ τσινᾶ κ’ ἐξοίκισεν τὸν κόσμον, γυρεύει καὶ τὴν ἀλουποῦ μὴ νὰ τὴν κουκουδώση. Ἡ ἀλουποῦ τὸ νὰ ἰδῆ τὴν ἀπειλὴν ἐκείνην, ἐκρήμνισεν καὶ ἔδωκεν στὴν θάλασσαν ἀπέσω. Ἐπῆραν την τὰ κύματα, στὸν λύκον τὴν ἐπῆγαν· ὁ λύκος δὲ κατὰ λεπτὸν τὴν ἀλουποῦ ἐρώταν· λέγει: «Καὶ τί μὲ ἐρωτᾶς καὶ τί μὲ συντυχαίνεις; Ὁ θεὸς μᾶς ἐλευθέρωσεν νὰ μὴ μᾶς θανατώση. Ἐκ τὴν κοιλίαν του ἐξέβαλεν ὡσὰν ἀπελατίκι, μακρὺν, χοντρὸν καὶ ἔμπροσθεν εἶχεν ὡσὰν καπάσι. Ἀλὶ τὸν δώση μία φοράν, ζωὴν ποσῶς οὐκ ἔχει. Ἐγύρεψεν κ’ ἐμὲν πολλὰ μὴ νὰ μὲ κουκουδώση, πλὴν τῆς μητρός μου ἡ εὐχὴ καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου ἔσωσάν με καὶ ἐγκρεμνίστηκα στὴν θάλασσαν ἀπέσω κ’ ἐγλύτωσα τὴν συμφορὰν ἐκείνην ὅση εἶδα, καὶ πλέα μὴ δοῦν τὰ μάτια μου τοιαύτην καταδίκην». Ὁ λύκος δὲ τὴν ἀλουποῦ πάλιν ἐξανερώταν: «Εἰπέ μοι, κυρὰ συντέκνισσα, καλὰ μὲ τὸ ξηγήσου, τὸ μπουσδουγάνι πού τὸ ’χεν κ’ ἐγὼ οὐδὲν τὸ εἶδα;». Λέγει: «Ἂν τό ’χες δεῖν, κὺρ σύντεκνε, ἐκ τὴν κοιλίαν του ἐξέβην, ὁμοιάζει ἡ κοιλία του ἔχει ἀρματοθήκη, ματσούκας καὶ κοντάρια, χοντρὰ ἀπελατίκια, σκλόπους, λουμπάρδας, βόλια, δισάκια γιομάτα· ἀνακαράδες βουκινεῖ, χοντρὰ ἀπελατίκια, συρλάδες καὶ τὰ μπίφαρα, ἀνακαρὰν τὸν μέγαν, καὶ βούκινον ὁπὄδωκεν κ’ ἐξοίκισεν τὸν κόσμον, < ... > καὶ ἄλλα πλέα εἶδα, τὰ ὅποια ἀλησμόνησα ἀπὸ τὴν ζάλισίν μου». Λέγει: «Ἐγὼ, κυρὰ συντέκνισσα, < ... > νὰ ἠξεύρης ὅτι ὡσὰν μ’ ἐκτύπησεν τὴν κοπανέαν ἐκείνην, τὴν δολερὰν καὶ τὴν πικρὰν καὶ τὴν θανατηφόρον, εὐθὺς ὡσὰν μ’ ἐκτύπησεν μέσα εἰς τὸ τσακάτι, ἐφάνη με, ὁ οὐρανὸς ἐχάλασεν ἐπάνω καὶ ἤστραψεν κ’ ἐβρόντησεν κ’ ἐχάλασεν ὁ κόσμος, τὰ μάτιά μου ἔστραψαν ὡσὰν τοὺς τσιμπιλίδας, ὁ μυελός μου ἐτρόμαξεν καὶ τὸ κορμί μου ὅλον, καὶ ἐγενόμην τρομικὸς ἐκ τὸν πολὺν τὸν φόβον, καὶ βλέπεις με, συντέκνισσα, μὲ τό ’να μάτιν εἶμαι, μὲ τό ’να μάτι σὲ θωρῶ, καὶ τ’ ἄλλ’ οὐδὲν σὲ βλέπω. Ὅμως ἐγὼ ἐθάρρεσα, κυρά μου, εἰς ἐσένα, νὰ μὴ σὲ λάθη τίποτε εἰς ὅλην σου τὴν γνῶσιν, καὶ οὐ περιεργάστηκα τούτου τὴν πονηρίαν». Ὑπολαβὼν ἡ ἀλουποῦ τὸν λύκον ταῦτα λέγει: «Ἀφέντη μου, κὺρ σύντεκνε, νὰ πῶ τὴν ἀφεντία σου, ἡ γνῶσις ἔναι πανταχοῦ, στὸν κόσμον ἐσπαρμένη. Καὶ τί ἂν ἔναι γάδαρος καὶ περιφρονημένος; Εἶδε τὸν θάνατον αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβουλίαν καὶ ἀδικίαν δόλιον καὶ τὴν συκοφαντίαν, χωρὶς νὰ πταίση τίποτες ἄξιον καταδίκης, ἡμεῖς ἐδιεκρίναμεν αὐτοῦ τὸν θανατῶσαι. Καὶ ὁ θεὸς ἰδὼν αὐτοῦ τὴν ταπεινοφροσύνην ἐδῶκεν τον καὶ φρόνεσιν, ἐδῶκεν τον καὶ γνῶσιν, ἵνα γλυτώση ἀφ’ ἡμῶν μὲ τὴν προτίμησίν του. Οὐ μόνον δὲ ἐγλύτωσεν, ἀλλὰ χαρβάλωσέν μας, καὶ ἔποικέν μας ἄπρακτους καὶ ἐντροπίασέ μας». Ὕστερον δὲ καὶ ἐπαρηγορήθησαν μετὰ αἰσχύνης πλείστης, πολλὰ δὲ ἐσυντύχασιν λόγια πρὸς ἀλλήλους, καὶ ὕστερον ὠμόσασιν γάδαρον μὴ συντύχουν, μηδὲ καταφρονήσωσιν ὡς περιφρονημένον. Ἀλλὰ καὶ ὄνομα αὐτοῦ ἔστησαν νὰ τὸν λέγουν, ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὸ ἐξῆς νικὸν νὰ τὸν λαλοῦσιν, καὶ πλέον γάδαρον αὐτὸν ποσῶς μὴ τὸν εἰποῦσι, ἀλλὰ νικὸν ἂς τὸν λαλοῦν: «Ὅτι ἐνίκησέν μας, τὸν λύκον καὶ τὴν ἀλουποῦ, καὶ ἐθανάτωσέ μας. καὶ μυριοεντροπιάσεν μας < ... >, καὶ ἐτύφλωσεν κ’ ἐποῖκέ μας μυριοκιντυνεμένους. Μὲ γνῶσιν καὶ ταπείνωσιν ἐκομπολόγησέ μας καὶ ἔποικέν μας ἄπρακτους καὶ κατεσβόλωσέν μας.» Χαρὰς ἐσέν, κὺρ γάδαρε, μὲ τὴν προτίμησίν σου, τὸ πάρεον ἐκέρδισες καὶ τὴν τιμὴν τοῦ κόσμου· ὦ γάδαρε, κὺρ γάδαρε, πλεὸν γάδαρος οὐκ εἶσαι, νικὸν ἂς εἶσαι ἀπὸ τοῦ νῦν, Νικήτα νὰ σὲ λέσιν. Λοιπὸν ὅσοι τὸ ἀκούσασιν καὶ ὅσοι τὸ ἀκούγουν: διὰ τὴν τιμήν σας, γάδαρον ποσῶς μὴ τὸν εἰπῆτε, καθὼς καὶ ἐπεκράτησεν, τινὲς καλοὶ ἀνθρῶποι – ὡσὰν τὴν ἀφεντίαν σας – γάδαρον δὲν τὸν λέγουν, ἀλλὰ Νικήτα καὶ νικόν, ὅσοι τὴν γνῶσιν ἔχουν. Τέλος του Γαδάρου","Ἀκούσας = όταν άκουσε [μτχ. αορ. του ακούω] μὴ γνοὺς = δίχως να καταλάβει ἐκ = από [πρόθ. εκ] ὅτι = επειδή, γιατί (αιτολ. σύνδ.) πόδωμα = δάπεδο, βάση, το κάτω μέρος του ιστιοφόρου (ναυτ. όρος) ἀνακούρκουδα, = σε κάθισμα βαθύ, δηλαδή πάνω στις φτέρνες με λυγισμένα γόνατα (επίρρ.) γρύλλωσ’ = άνοιξέ τα διάπλατα [γρυλλώνω] ὅσον ἔχεις, = όσο μπορείς τὸ = το οποίο, που (αναφορ. αντων.) ἐκομπολόγησε = περιαυτολόγησε, καυχησιολόγησε [κομπολογώ] ὀρδινιάσεν = παρήγγειλε, συμβούλευσε [ορδινιάζω] στὸν ποῦντον = στο σημείο [ο πούντος] ἀντάμα = μαζί (επίρρ.) βολίζει = βουλιάζει, βυθίζει [β(ο)υλίζω και βολύσσω] τσιληπουρδᾶ = κλοτσά (εδώ) κροῦ τον = τον χτυπά [κρούω] ἐρόντζεψεν = βύθισε [ροντζεύω] οὐριάζει = γκαρίζει (προκ. για γάιδαρο) [ουριάζω] ἐξοίκισεν = ξεσήκωσε, αναστάτωσε [εξοικίζω] μὴ νὰ τὴν κουκουδώση = μήπως και την βιάσει [κουκουδώνω, προκ. για συνουσία] τὸ νὰ ἰδῆ = με το που είδε ἐκρήμνισεν = γκρεμίστηκε, έπεσε [κρημνίζω, με μέση διάθεση] ἀπέσω = μέσα (επίρρ.) κατὰ λεπτὸν = λεπτομερειακά (επίρρ.) ἀπελατίκι, = ρόπαλο [το απελατίκι] καπάσι = κάλυμμα κεφαλής αξιωματούχων ή ιερωμένων [το καπάσιν] πλέα = πια, πλέον (επίρρ.) μπουσδουγάνι = σιδερένιο πολεμικό ρόπαλο· εδώ με αισχρό νόημα: ανδρικό μόριο ματσούκας = ραβδιά χοντρά που απολήγουν σε σφαιροειδείς όγκους, ρόπαλα [η ματζούκα ή ματσούκα] σκλόπους = είδος όπλου [ο σκλόπος] λουμπάρδας = κανόνια, τηλεβόλα [η λουμπάρδα] ἀνακαράδες = τύμπανα που παιζόταν κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις [ο ανακαράς] βουκινεῖ = σαλπίζει [βουκινίζω] μπίφαρα = μικρά ξύλινα φλάουτα [το (μ)πίφερον] τσακάτι = μέτωπο ἐθάρρεσα = υπολόγισα, στηρίχτηκα σε σένα [θαρρώ] νὰ μὴ σὲ λάθη = να μη σου διαφύγει [λανθάνω] ἐδιεκρίναμεν = ερμηνεύσαμε/αποδώσαμε το δίκαιο [διακρίνω] ἄπρακτους = αναποτελεσματικούς, ανεπιτυχείς μετὰ αἰσχύνης πλείστης = με περισσή ντροπή ὠμόσασιν = ορκίστηκαν, διαβεβαίωσαν με όρκο [ομνύω] ἀπὸ τοῦ νῦν = από τώρα και στο εξής, του λοιπού (επιρρ. έκφρ.) νὰ τὸν λαλοῦσιν = να τον αποκαλούν, να τον ονομάζουν [λαλώ] ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) ἐκομπολόγησέ = περιαυτολόγησε, κόμπασε [κομπολογώ] κατεσβόλωσέν μας = μας ντρόπιασε υπερβολικά [κατασβολώνω] πάρεον = τιμητικός τίτλος ευγένειας τινὲς = κάποιοι",,Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου,Ανώνυμος Abstract,"Δημώδες ερωτικό μυθιστόρημα του 14ου αιώνα που εκτείνεται σε 2.607 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Φέρει, παράλληλα με τα παραμυθικά στοιχεία, επιδράσεις της λόγιας βυζαντινής λογοτεχνίας και της βυζαντινής ρητορικής. Σύμφωνα με την έρευνα, πιθανός συγγραφέας του κειμένου είναι ο Ανδρόνικος Κομνηνός Βρανάς Άγγελος Παλαιολόγος, ανιψιός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.",,,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Προοίμιο (στ. 1-75),"Στην εισαγωγή του έργου παρουσιάζεται ο ήρωας, καθώς και ο λόγος για τον οποίο ξεκίνησε την περιπλάνησή του μαζί με τα αδέρφια του. Οι πληροφορίες είναι τόσο αόριστες που θυμίζουν παραμύθι. (Τοῦ προοιμίου πρόρρησις, ὡς ἔχει τὰ τοῦ κόσμου. Ἀρχόμεθα διήγησιν τινὸς πειραζομένου καρδιακοῦ καὶ πρακτικοῦ καὶ πολυαγαπημένου.) Λύπης ἀμέτοχον οὐδὲν τῶν πολιτευομένων καὶ πραττομένων περὶ γῆν καὶ τῶν ἐνεργουμένων. Χαρὰ καὶ λύπη σύμμεικτα, ἀλλὰ καὶ κεκραμένα· οὐδὲν γὰρ λείπει τὸ καλὸν καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ λύπης, ὥσπερ οὐδ’ ἀπὸ τῆς χαρᾶς τὸ λυπηρὸν πολλάκις. Πρὸς δόξαν, πρὸς λαμπρότηταν, πρός τε τιμὴν καὶ πλοῦτον, πρὸς κάλλος καὶ πρὸς φρόνησιν, πρὸς γνῶσιν, πρὸς ἀνδρείαν, πρὸς ἔρωταν, πρὸς καλλονήν, πρὸς εἶδος εὐπρεπείας, ἅπερ προσφέρουσιν χαρὰν ἐνήδονον καὶ τέρψιν, ἐν τούτοις ἴδῃς κίνδυνον, μέσον τούτοις καὶ ψόγον, ἐλάττωμα καὶ πρόσκρουμα, τὰ προξενοῦντα λύπην, εἰ μὴ καὶ μόνον στέρησιν τῶν ποθουμένων εἴπῃς. Πόθος γὰρ πόθου στερηθεὶς ὑπομονὴν οὐκ ἔχει, τῶν δ’ ἄλλων ἔχει μέριμναν, ἂν εἴποις, οὐδεμίαν. Ὡς γὰρ ἐνστάζει χάριτας ἔρως ἐν ἄλλοις πᾶσιν, οὕτως ἐν μόνῳ χωρισμῷ γέμει πολλὰς πικρίας. Ὅμως ἂν ἴδῃς τὴν γραφὴν καὶ τὰ τοῦ στίχου μάθῃς, ἔργοις γνωρίσῃς ἔρωτος γλυκόπικρας ὀδύνας· Τοῦτο γὰρ φύσις ἔρωτος: τὸ σύμμεικτα/γλυκαίνειν. (Ἀρχὴ τῆς ὑποθέσεως λοιπὸν καὶ τῶν ἐνταῦθα.) Βάρβαρος γάρ τις βασιλεύς, δυνάστης ἐπηρμένος, πολλῶν χρημάτων ἀρχηγός, πολλῶν χωρῶν αὐθέντης, τὴν ἔπαρσιν ἀβάσταγος, ἀγέρωχος τὸ σχῆμα, τρεῖς παῖδας ἔσχεν εὐειδεῖς, ἠγαπημένους πλεῖστα, εἰς κάλλος καὶ εἰς σύνθεσιν ἐρωτοφορουμένους καὶ τ’ ἄλλα πάντα θαυμαστούς, γενναίους εἰς ἀνδρείαν· οὕς βλέπων ἴσους ὁ πατὴρ εἰς τὴν εὐαρμοστίαν, εἰς κάλλος, εἰς ἀνανδρομὴν καὶ πᾶσαν εὐανδρίαν, ἐπίσης εἶχεν πρὸς αὐτοὺς τὴν πατρικὴν ἀγάπην. Τὸν πρῶτον ἤθελεν ἰδεῖν τοῦ στέφους κληρονόμον, τὸν δ’ ἄλλον πάλιν ἤθελεν συγκληρονόμον τούτου καὶ πρὸς τὸν τρίτον τὴν ἀρχὴν τῆς αὐτοκρατορίας μεταγαγεῖν ἐπείγετο μετὰ πολλοῦ τοῦ πόθου. Πάντας ἀξίους ἔκρινεν τοῦ στέφους καὶ τοῦ κράτους. Ἕτερον γὰρ οὐκ ἤθελεν προκρίνειν τοῦ ἑτέρου. Πρὸς πάντας δὲ μεταγαγεῖν τὴν αὐτοκρατορίαν ὡς ταραχῶδες καὶ πολλὴν εἰσάγον τρικυμίαν οὐκ εἶδεν ἐνδεχόμενον, οὐκ ἔκρινε συμφέρον. Κάθεται οὖν βασιλικῶς, κράζει λοιπὸν τοὺς παῖδας καὶ ταῦτα λέγει πρὸς αὐτοὺς μετὰ μεγάλου/σπλάχνους: «Τέκνα, ψυχῆς μου κόσμημα καὶ τῶν σαρκῶν μου μέλη, ἐγὼ τὸ στέμμα, τὴν ἀρχήν, τὴν δόξαν καὶ τὸ κράτος μεταβιβάσαι πρὸς ὑμᾶς καὶ μεταστρέψαι θέλω, ἀλλ’ ἔν’ τὸ φίλτρον εἰς τοὺς τρεῖς, ἴσον τὸ σπλάχνος ὅλων, καὶ τίναν προτερήσωμαι, τίναν καὶ κρίνω πρῶτον οὐκ οἶδα καὶ τοῦ στέμματος τίναν δεσπότην θέσω· πρὸς πάντας δὲ μεταγαγεῖν τὴν αὐτοκρατορίαν οὐ θέλω, θέλων ἄμαχον τὸ στέφος καὶ τὸ κράτος ἔσεσθαι, μένειν τοῦ λοιποῦ καὶ τοῦ παρέκει χρόνου. Τὸ γὰρ ἐπίκοινον καλὸν καὶ ταραχὴν εἰσάγει· ὡς γὰρ οὐκ ἔχει τὸ κοινὸν ἐπὶ τοῦ πόθου χώραν, οὕτως οὐδὲ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τὴν αὐτοκρατορίαν. Ἰδοὺ καὶ χρήματα πολλά, στρατηγικαὶ δυνάμεις καὶ τ’ ἄλλα τὰ φερόμενα πρὸς τὰς ἀνδραγαθίας καὶ θησαυροὶ καὶ πράγματα καὶ πλῆθος τοῦ φουσσάτου· πορεύεστε, κινήσατε μετὰ πολλῶν χρημάτων καὶ τ’ ἄλλα ὅσα θέλετε τὰ πρὸς ὑπηρεσίαν. Ὅστις πολλὴν ἐνδείξηται στρατηγικὴν ἀνδρείαν καὶ δύναμιν καὶ σύνεσιν καὶ φρόνησιν ἀξίαν καὶ πρᾶξιν ἐπιδείξηται τὴν βασιλικωτάτην καὶ σταίσῃ μέγα τρόπαιον ἐξ ἀνδραγαθημάτων, ἐκεῖνον δώσω τὴν ἀρχὴν τῆς αὐτοκρατορίας καὶ στέψω τοῦτον, ἀντ’ ἐμοῦ ποιήσω/βασιλέαν». Οὐδεὶς ἀποδυσπέτησεν πρὸς τοῦ πατρὸς τοὺς λόγους, πρὸς τοῦ πατρὸς τοὺς ὀρισμοὺς καὶ τὰς παραγγελίας· ἀλλὰ μετὰ γλυκύτητος, μετὰ πολλῆς ἀγάπης, μετὰ καλοῦ θελήματος, μετὰ καλῆς καρδίας, μετὰ πολλῶν παραταγῶν, μετὰ πολλοῦ φουσσάτου, μετὰ πολλῆς κατασκευῆς, μετὰ πολλῶν ἀρμάτων ἀπεχαιρέτησαν εὐθύς, κοινῶς οἱ τρεῖς κινοῦσιν. (Καὶ πρὸς τὴν ἔξοδον λοιπὸν οἱ τρεῖς μετακινοῦσιν.)","πρόρρησις = προφητεία, κάτι που έχει ειπωθεί πρωτύτερα πειραζομένου = που έχει μπει σε φασαρίες/προβλήματα καρδιακοῦ = ειλικρινή, πιστού [επίθ. καρδιακός] πολιτευομένων = από αυτά που γίνονται κεκραμένα· = ανακατεμένα πολλάκις = πολλές φορές, συχνά (επίρρ.) καλλονήν = 1) ωραιότητα, ομορφιά ή 2) ευχαρίστηση [η καλλονή] ἅπερ = τα οποία βέβαια ἐνήδονον = αισθησιακή [επίθ. ενήδονος] ψόγον = κατηγόρια, επίκριση [ο ψόγος] πρόσκρουμα = ενόχληση, επίθεση ἐνστάζει = ενσταλάζει, χύνει οὕτως = έτσι (επίρρ.) γέμει = γεμίζει [γέμω] τῶν ἐνταῦθα = όσων θα εκτεθούν εδώ, σε αυτή τη διήγηση δυνάστης = κυβερνήτης, απόλυτος άρχοντας ἀβάσταγος = αβάστακτος, ανυπόφορος (επίθ.) ἔσχεν = είχε [αόρ. του έχω] εὐειδεῖς = ωραίους, όμορφους [επίθ. ευειδής] ἐρωτοφορουμένους = που ενέπνεαν τον έρωτα οὕς = τους οποίους [αναφορ. αντων. ος] εὐαρμοστίαν = καλή σωματική διάπλαση, χάρη εἰς ἀνανδρομὴν = στην κορμοστασιά [η ανανδρομή] εὐανδρίαν = ανδρεία, γενναιότητα [η ευανδρία] ἐπίσης = εξίσου, με τον ίδιο τρόπο, όμοια (επίρρ.) τοῦ στέφους = του στέμματος τὴν ἀρχὴν = την εξουσία [η αρχή] μεταγαγεῖν = να μεταβιβάσει, να κληροδοτήσει [μετάγω] Ἕτερον γὰρ οὐκ ἤθελεν προκρίνειν τοῦ ἑτέρου = Δεν ήθελε να προτιμήσει κάποιον έναντι του άλλου βασιλικῶς = με τρόπο που αρμόζει σε βασιλιά (επίρρ.) κράζει = φωνάζει, καλεί [κράζω] κόσμημα = στολίδι, εδώ μεταφ. τὸ φίλτρον = η αγάπη οὐκ οἶδα = δεν γνωρίζω ἐπίκοινον = αυτό που ανήκει σε περισσότερους από έναν τοῦ φουσσάτου = του στρατεύματος, του στρατού [το φουσάτον] μετὰ πολλῶν χρημάτων = με πολλά πράγματα Ὅστις = όποιος (αναφορ. αντων.) ἐξ ἀνδραγαθημάτων = από γενναίες πράξεις, από κατορθώματα [το ανδραγάθημα] Οὐδεὶς ἀποδυσπέτησεν = κανείς δεν δυσανασχέτησε, δεν δυσφόρησε [αποδυσπετώ] κοινῶς = μαζί, απο κοινού (επίρρ.) μετακινοῦσιν = ξεκινούν, κατευθύνονται [μετακινώ ως αμτβ.]",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Περιγραφή του δρακοντόκαστρου (στ. 170-273),"Οι τρεις πρίγκιπες έχουν ξεκινήσει την περιπλάνησή τους και στον δρόμο τους βρίσκουν ένα εκθαμβωτικό κάστρο, το δρακοντόκαστρο. Ακολουθεί η περιγραφή του και οι αντιδράσεις των τριών αδερφών. Καὶ μετὰ στράταν ἱκανὴν ἔχει κρημνώδη τόπον, εἰς ὃν οὐδόλως ἄνθρωπος ὑπέφανεν ποτέ του, ἀλλ’ οὐδὲ θὴρ οὐδὲ πτηνὸν οὐδὲ κνωδάλου φύσις. Καὶ μετὰ τὴν παραδρομὴν καὶ τοῦ τοσούτου τόπου εἰς κάστρον κατηντήσασιν μέγα, φρικτὸν καὶ ξένον. Οἱ τρεῖς ὁμοῦ κατήντησαν, ἔφθασαν εἰς τὸ κάστρον, αὐτὸ τὸ δρακοντόκαστρον τὸ φοβερὸν καὶ μέγα. (Ἔκφρασις πανεξαίρετος. Τοῦ δράκοντος τὸ κάστρον.) Τὸ τεῖχος ἦτον ὑψηλόν, ὁλόχρυσον ἀπέξω, καὶ τοῦ χρυσοῦ τὸ καθαρόν, τὸ στίλβον τὸ τοῦ κάλλους ἐνίκα πάσας ἐκ παντὸς ἡλιακὰς ἀκτῖνας· Τὸ δέ γε σφυρηλάτημα τῶν ἀκροπυργωμάτων ἀπὸ συμμείκτου καὶ χρυσοῦ καὶ λίθων καὶ μαργάρων. Οὕτως τὸ κάστρον πάντερπνον. Αἱ δὲ τοῦ κάστρου πύλαι μέγα τι πρᾶγμα καὶ φρικτὸν καὶ κάλλος μετὰ φόβου: χρυσὸς καὶ λιθομάργαροι,/πλὴν τῶν προτιμητέων, τῶν πολυτίμων, τῶν καλῶν καὶ τῶν ἐνδοξοτέρων, καὶ τάξιν ἐπαρμόζουσιν πρὸς εἶδος ἐξομπλίου. Ἀλλ’ οὐχ ἁπλῶς καὶ τυχερῶς εἶχον τὴν ἁρμονίαν· καὶ ζῶντες ὄφεις εἰς αὐτὰς τὰς κεκλεισμένας πύλας, ὄφεις μεγάλοι, φοβεροὶ καὶ θῆρες παρὰ φύσιν ἄγρυπνοι φύλακες, ὀξεῖς τοῦ τηλικούτου κάστρου ὁρμῶσι, δράκοντες φρικτοὶ καὶ πυλωροὶ θηρία, ἅ τις ἰδὼν ἀπέθανεν ἀπὸ τοῦ φόβου μόνου. Τοῦ κάστρου τὴν λαμπρότηταν καὶ τῶν πυργοδωμάτων ὡς εἶδον, ἐξεπλάγησαν, ἐθαύμασαν ἐκεῖνοι. Εἶδον χρυσοῦ λαμπρότητα καὶ λίθων καὶ μαργάρων καὶ πᾶσαν ἄλλην καλλονὴν ὅσην τὸ κάστρον εἶχεν. Ἀλλ’ ἦν τὸ τεῖχος ὑψηλόν, εἰσέλευσιν οὐκ εἶχεν· ἄνθρωπος οὐ παρέτρεχεν, οὐδὲ θηρίου φύσις, οὐδὲ πτηνόν, οὐδὲ στρουθός· ἄγριος ἦν ὁ τόπος. Ἀνέτρεχον, παρέτρεχον, τὴν εἴσοδον ἐζήτουν· Εἶχεν γὰρ πύργους ὑψηλούς, οὐρανομήκεις τοίχους. Εὗρον τὰς πόρτας τὰς λαμπρὰς τούτου, τὰς πολυτίμους, εἶδον τοὺς ὄφεις, ἔφριξαν τοὺς πυλωροὺς ἐκείνους. Οὐκ ἔγνωσαν τὴν φοβερὰν καὶ θαυμασίαν πόλιν, τίνος τὸ κάστρον τὸ λαμπρόν, τίνα δεσπότην ἔχει. Οἱ μὲν γὰρ ἐπεστράφησαν, ἐστάλησαν ὀπίσω, τάχα μὴ γένωνται τροφὴ τῶν πυλωρῶν ἐκείνων· εἶδαν, ἐξεθαμβήθησαν, ἐτράπησαν, ἐφύγαν./ (Στάσις καὶ λόγος καὶ βουλή, πρὸς τὴν βουλὴν καὶ πρᾶξιν ὁμοῦ τριῶν τῶν ἀδελφῶν, αὐτοῦ τοῦ Καλλιμάχου.) Ὁ πρῶτος εἶπεν: «Ἐκ παντὸς ἰδοὺ τὸ κάστρον τοῦτο ἄμαχον, ἀνυπόστατον, ἀδούλωτον καθόλου. Τίς καταστήσει πόλεμον καὶ τίς νικήσει μάχην καὶ τίς συστήσει ταραχὴν μετὰ θηρίων φύσιν; Βλέπω παντὸς ἀπὸ χρυσοῦ τὸ κάστρον μὲ μαργάρων καὶ λίθων πολυτέλειαν πολλῶν συσκευασμένον, ὄφεις μεγάλοι καὶ φρικτοὶ καὶ παρὰ φύσιν πρᾶγμα ἄγρυπνοι νὰ φυλάσσουσιν τὸ κάστρον καὶ προσέχουν· καὶ συνεικάζω κατὰ νοῦν, ἁπάντων τούτων ἔνι ἄρχων, αὐθέντης, βασιλεὺς ἀνθρωποφάγος δράκων. Βλέπετε καὶ σκοπήσετε, στρέψετε κατὰ νοῦ σας μὴ νικηθῶμεν τῷ χρυσῷ καὶ τοῖς μαργάροις τούτοις. Ἂν γοῦν θελήσωμεν χρυσοῦ καὶ λίθων καὶ μαργάρων, καὶ τὰς ψυχὰς ἀφήσωμεν ἀντὶ λιθομαργάρων. Λοιπὸν ἀναχωρήσωμεν ἐν βαδισμῷ γενναίῳ». Πρὸς ταύτην τοίνυν τὴν βουλήν, τὸν λόγον τὸν τοῦ πρώτου, ὁ δεύτερος ἐλάλησεν: «Φύγω κἀγὼ τοὺς ὄφεις. Πόλεμον γὰρ μετὰ θηρῶν χωρὶς ἀνάγκης μάχης ὁ φρόνιμος ὁ στρατηγὸς ἀπαγορεύειν οἶδε». (Βουλὴ τοῦ τρίτου σταθηρά, ὅρμημα παρὰ φύσιν.) Ὁ τρίτος πρὸς τὴν συμβουλὴν τοῦ πρώτου καὶ δευτέρου/ οὐ πείθεται τοῖς ἀδελφοῖς, δειλὸν τὸ πρᾶγμα κρίνει καὶ λέγει: «Κἂν τὸν θάνατον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου βλέπω, κἂν πρόδηλος ὁ κίνδυνος, κἂν φανερὸς ὁ Χάρων, ………………………………………………………… κάστρου τοσαύτην καλλονήν, κάστρου τοσαύτην χάριν, λίθους, μαργάρους καὶ χρυσόν, αὐγὴν λυχνίτου τόσην. Ἂν γὰρ τὸ τεῖχος ἔξωθεν ἔχῃ τοσαύτην χάριν, τὰς ἔνδον πάλιν τίνος νοῦς χάριτας οὐ θαυμάσει; Λοιπόν, κἂν εἴ τι με συμβῇ κἂν εἴ τι πρόκειταί μοι, ζητήσω τὴν εἰσέλευσιν, ἴδω τὴν ἔσω χάριν. Τοίνυν ὑπάγετε καλῶς καὶ καρτερήσω μόνος, τοὺς πόνους μόνος ὑποστῶ, τὰς ἡδονὰς τρυγήσω· Εἰ δὲ συμβῇ με κίνδυνος, περίστασιν εὑρήσω τὴν ἴσως με τύχῃ παθεῖν, ὡσὰν πολλοῖς συμβαίνει, ἀντιμεταστραφήσονται καὶ μεταγυρισθῶσιν τῶν φερομένων παρ’ ἡμῶν ἐπιβημάτων φύσεις». (Λόγοι θλιβεροκάρδιοι τοῦ πρώτου πρὸς τὸν τρίτον.) Ὁ πρῶτος δὲ τῶν ἀδελφῶν πάλιν τὸν τρίτον λέγει: «Ἐπεὶ τὸ μοιρογράφημα καὶ τὸν τροχὸν τῆς τύχης οὐδεὶς ἀπέφυγεν ποτέ, κἂν καὶ πολλὰ μοχθήσῃ, ἰδοὺ καὶ σὲ τὸ τρόχωμαν τῆς τύχης περιφέρει καὶ καταβάζει πρὸς αὐτὰς τὰς τοῦ θανάτου πύλας. Τί γὰρ τοσοῦτον κίνδυνον ἑκὼν ἀναλαμβάνειν καὶ παρὰ φύσιν πόλεμον καὶ παρὰ φύσιν μάχην; Ἂν οὐ νικήσῃς καὶ τραπῇς,/λοιπὸν ἐθανατώθης. Εἰ δ’ οὐ τραπῇς, εἰ δ’ οὐ ’ττηθῇς, ἀλλ’ ἴσως καὶ νικήσῃς, ἄδηλον ἔχεις τὸ καλόν, ἀμάρτυρον τὴν τύχην». (Ἀποχαρίζεται λοιπὸν ὁ πρῶτος πρὸς τὸν τρίτον τὸ δακτυλίδιν τὸ χρυσόν, ὃ παρὰ φύσιν εἶχεν). «Εἰς δὲ μικρὸν ἀνασασμόν, εἰς παρηγόρημά σου ἰδοὺ τὸ δακτυλίδιν μου τοῦτο χαρίζομαί σου ἂν εἰς ἀνάγκην, μνήσθητι καὶ παρηγορηθήσῃ. Ἂν γὰρ εἰς μέσον στόμα σου τὸ δακτυλίδιν βάλῃς, ἐργάζεταί σε πτερωτὸν καὶ τοῦ κινδύνου φύγῃς». Εὐθὺς κατεφιλήθησαν, ἐθρήνησαν, ἐκλαῦσαν, ξαίνονται καὶ τὰς παρειὰς καὶ τύπτουσιν τὰ στήθη καὶ τέλος ἀποχαιρετοῦν, ἀφήνουσιν τὸν τρίτον. (Ἀποχαιρέτημα πικρόν, μόνωσις μετὰ πόνου καὶ στέρησις ἀδελφικὴ καὶ πάθος οὐκ ὀλίγον.) Ὁ τρίτος οὖν, περιδραμὼν μόνος τοῦ κάστρου γῦρον, τόπου μικρὰν ἀναψυχὴν εὑρὼν ὑφηλοτέραν καὶ πήξας τὸ κοντάριν του, τινάσσεται γενναίως.","μετὰ στράταν ἱκανὴν = μετά από αρκετό δρόμο [η στράτα, επίθ. ικανός] εἰς ὃν = στον οποίο οὐδόλως = καθόλου (επίρρ.) ὑπέφανεν = παρουσιάστηκε [υποφαίνω] κνωδάλου = επικίνδυνου ζώου, τέρατος [το κνώδαλον] κατηντήσασιν = έφτασαν [καταντώ] ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.) Ἔκφρασις = περιγραφή πανεξαίρετος = εξαιρετικής τέχνης, περίτεχνη (επίθ.) τὸ καθαρόν = η καθαρότητα, η αγνότητα [επίθ. καθαρός, το ουδ. εδώ ως ουσ.] τὸ στίλβον = η λάμψη, η γυαλάδα [επίθ. στίλβων, εδώ το ουδ. ως ουσ.] τῶν ἀκροπυργωμάτων = των επάλξεων [το ακροπύργωμα] Οὕτως = έτσι (επίρρ.) πάντερπνον = πανέμορφο [επιθ. πάντερπνος] ἐπαρμόζουσιν = ταιριάζουν(;) [επαρμόζω] ἐξομπλίου = παραδείγματος προς μίμηση, προτύπου [το (ε)ξόμπλιν] ζῶντες ὄφεις = ζωντανά φίδια [ο όφις] ὀξεῖς = έξυπνοι, ευφυείς [επίθ. οξύς] πυλωροὶ = θυρωροί, φρουροί [ο πυλωρός] ἅ = τα οποία [αναφορ. αντων. ος] ἰδὼν = αν τα δει [μτχ. αορ. του βλέπω] ὡς = μόλις, αφού (σύνδ.) εἰσέλευσιν = είσοδο, πέρασμα [η εισέλευσις] στρουθός· = σπουργίτι ἐξεθαμβήθησαν = έμειναν κατάπληκτοι, τρόμαξαν [εκθαμβούμαι] βουλή = σκέψη ἀνυπόστατον = ακαταμάχητο [επίθ. ανυπόστατος] ἀδούλωτον = που δεν μπορεί να κυριευθεί (προκ. για κάστρο) [επίθ. αδούλωτος] καθόλου = εντελώς, πλήρως (επίρρ.) συνεικάζω = συμπεραίνω, καταλαβαίνω ἔνι = είναι ἐλάλησεν = μίλησε [λαλώ] κἀγὼ = και εγώ σταθηρά = σταθερή δειλὸν = ντροπιαστικό, ατιμωτικό [επίθ. δειλός] αὐγὴν = λάμψη λυχνίτου = του ρουμπινιού, είδος πολύτιμου λίθου [ο λυχνίτης] ἔξωθεν = στο έξω μέρος (επίρρ.) τὰς ἔνδον = τις εσωτερικές (ενν. ομορφιές, χάρες) ζητήσω = θα ψάξω, θα αναζητήσω καρτερήσω = θα περιμένω [καρτερώ] μοιρογράφημα = το γραμμένο από τη μοίρα κἂν καὶ = ακομά και (αν), έστω και αν τὸ τρόχωμαν = ο τροχός Ἀποχαρίζεται = χαρίζει, δίνει χάρισμα [αποχαρίζομαι] ὃ = που, το οποίο (αναφ. αντων.) ἐργάζεταί σε = σε καθιστά, σε κάνει [εργάζομαι] ξαίνονται καὶ τὰς παρειὰς = γρατσουνάνε, γδέρνουν τα μάγουλα (ως ένδειξη πένθους) τύπτουσιν = χτυπούν [τύπτω] μόνωσις = αποχωρισμός, απομάκρυνση περιδραμὼν = αφού περιέτρεξε, έτρεξε ολόγυρα [περιτρέχω]",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Συνάντηση με την ηρωίδα (στ. 415-500),"Ο Καλλίμαχος εισέρχεται χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες στο μυστήριο κάστρο και περιηγείται στους χώρους του, όπου αντικρίζει για πρώτη φορά την αιχμάλωτη Χρυσορρόη. (Καὶ τὸ κελλὶν τοῦ δράκοντος ὡς εὗρεν ἀφηγεῖται.) Εὗρε κελλὶν ὁλόχρυσον· ὤ! τίς τὴν χάριν εἴπῃ; Κἂν τὰς τοσαύτας καλλονὰς τίς ἀριθμήσει λόγος; Ἦν ὅλον χάρις τὸ κελλὶν καὶ τῶν χαρίτων οἶκος. Εἶχεν ἐκεῖνο τὸ κελλὶν –ἀλλὰ καὶ πῶς ἐκφράσω;– ὁλοχρυσομαργάρωτον,/κατάχρυσον τὴν στέγην, πλὴν οὐχ ἁπλῶς κατάχρυσον καὶ μεμαργαρωμένην, οὐδὲ ἀπὸ λίθων τηλαυγῶν τὸν κόσμον εἶχεν μόνον, ἀλλ’ εἶχεν στέγην οὐρανὸν καὶ τοὺς ἀστέρων δρόμους –θαυμάζω πῶς τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς ἀστέρων δρόμους– μετὰ πανσόφου μηχανῆς καὶ τέχνης παραξένου! Τὸ στέγασμα τὸ πάγχρυσον ἐκείνου τοῦ κελλίου ὁ Κρόνος ἦν ὡς ἐν χερσὶν τὸν οὐρανὸν συνέχων· καθήμενος ἐφ’ ὑψηλοῦ θρόνου, λευκὸς τὰς τρίχας· ἐκεῖ καὶ Ζεὺς ἱστόρητο λευκός, οὐρανοδρόμος· ὥσπερ τις μέγας βασιλεύς, δυνάστης ἐπηρμένος, αὐθέντης ὅλων τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν στεμμάτων ὅλων. Ἀστὴρ ἐκεῖθεν ἔλαμπεν λαμπρὸς τῆς Ἀφροδίτης ἔχων ἀκτῖνας τηλαυγεῖς, ἡδονικάς, ὡραίας. Καὶ μετ’ αὐτὸν ἱστόρησεν τὸν Ἅρην ὁ τεχνίτης ἐρωτικῶς συμπαίζοντα μετὰ τῆς Ἀφροδίτης. Εἶχεν ἐκεῖ τὴν Ἀθηνᾶν ἐν θρόνῳ καθημένην καὶ διακοσμούσας Χάριτας τὸν οὐρανὸν ἐκεῖνον. Ἐν μέσῳ τούτων συμπλοκὰς πολλῶν ἀστέρων εἶχεν. (Ἄρξεται τὸ ὀδυνηρόν.) Τὸ μεῖζον τούτων, τεχνικῶς τὴν στέγην ὁ τεχνίτης ἐποῖκεν ἄλλον οὐρανόν, ἐποῖκεν ἄλλον πρᾶγμα· οὐρανοδρόμον ἕτερον ἐφόρεσεν ἐντέχνως μετὰ πολλῆς καὶ θαυμαστῆς τῆς ἀριστοτεχνίας. Ἀλλ’ εἶχεν λύπην οὐρανός, εἶχεν πολλὴν πικρίαν, εἶχεν/πολὺν τὸν στεναγμὸν καὶ τὰς ἀγανακτήσεις. Καὶ τίς ἐκεῖνο τὸ πικρὸν χωρὶς ὀδύνης εἴπῃ, τίς οὐ κενώσει ποταμοὺς δακρύων πρὸ τοῦ λόγου, τίς οὐ ραγῇ τὴν αἴσθησιν καὶ συντακῇ καρδίαν; (Τὴν κόρην ὡς ἐκρέματο στενάζων ἀνεκφράζει.) Ἐν μέσῳ γὰρ –ἀλλὰ πολὺν ὁ λόγος πόνον ἔχει– ἐκ τῶν τριχῶν ἐκρέματο κόρη μεμονωμένη. –σαλεύει μου τὴν αἴσθησιν, σαλεύει μου τὰς φρένας– Ἐκ τῶν τριχῶν –αἴ φρόνημα παράλογον τῆς τύχης– ἐκ τῶν τριχῶν ἐκρέματο κόρη. Σιγῶ τῷ λόγῳ· ἰδοὺ σιγῶ, μετὰ νεκρᾶς καρδίας τοῦτο γράφω. Ἐκ τῶν τριχῶν ἐκρέματο κόρη μὲ τῶν χαρίτων· ἥν μόνον ἀτενῶς ἰδὼν ὁ τρίτος παῖς ἐκεῖνος, ὁ τρίτος παῖς Καλλίμαχος, τὸ κάλλος τῶν ἐρώτων, ἡ τολμηρὰ καὶ δυνατὴ καὶ στεναρὰ καρδία, καὶ παρευθὺς ἐπέμεινεν ὡς λίθος εἰς τὸν τόπον. Ἔβλεπεν μόνον ἀτενές, ἵστατο μόνον βλέπων· εἶναι καὶ ταύτην ἔλεγεν ἐκ τῶν ζωγραφημάτων. Οὕτως τὸ κάλλος δύναται ψυχὰς ἐξανασπάσαι, ἁρπάσαι γλώσσας καὶ φωνάς, καρδίας ἐκνεκρῶσαι. Ἐκεῖνος μὲν τῆς γυναικός, τῆς κόρης τῆς παρθένου τοσαύτας βλέπων χάριτας καὶ τὸ τοσοῦτον κάλλος ἵστατο βλέπων ἀτενῶς, καρδίας ἀνεσπᾶτο· ἵστατο βλέπων μὴ λαλῶν, ἀπὸ διπλοῦ τοῦ τρόπου: τὸ κάλλος ἐξεπλήττετο, τὸν πόνον συνεπόνει. Καὶ μόνον ἀνα/στέναξεν ἀπὸ ψυχῆς θλιμμένης. Ἐκείνη δὲ μετὰ πικροῦ καὶ θλιβεροῦ τοῦ τρόπου, μετὰ φωνῆς ὀδυνηρᾶς καὶ κεκαυμένης γλώττης (Ἀπόκρισις περίλυπος τῆς κόρης πρὸς τὸν νέον.) λέγει πρὸς τοῦτον: «Ἄνθρωπε, τίς εἶσαι, πόθεν εἶσαι; Εἰ δ’ ἴσως εἶσαι φάντασμα ἀνθρώπου φύσιν ἔχον, ἀνδρεῖος εἶσαι, φρόνιμος, μικρός, ἀπεγνωσμένος, Τίς εἶσαι, τί σιγᾶς, εἰπέ, τί στήκεις, μόνον βλέπεις; Μή γὰρ ἡ τύχη μου καὶ σὲ πρὸς κάκωσίν μου φέρει; Μὴ φείδου κάκωσιν καὶ σὺ τῆς τύχης ἐπιφέρων· εἰς κάκωσιν τὸ σῶμά μου τὸ βλέπεις παρεδόθη. Εἰ τοῦτο βλέπεις καὶ πονεῖς τοῦ σχήματος, ὡς λέγεις, εἰ δὲ καὶ κόρον ἔλαβεν ἡ φθονερά μου τύχη τῶν ἐτασμῶν μου τῶν πολλῶν τῶν εἰς τοσοῦτον χρόνον καὶ σήμερον ἀπέστειλεν εἰς παρηγόρημά μου νὰ μὲ λυτρώσῃ τῶν πολλῶν ἀναταγμῶν μου τούτων, εὐχαριστῶ τὴν τύχην μου· σφάξε με, σκότωσέ με. Εἰ δ’ ἴσως ἔφθασας ποτὲ –ὅπερ οὐκ ἔχει φύσιν, οὐκ ἔχει λόγον παντελῶς– εἰς παρηγόρημάν μου, λάλησε λόγον, τί σιγᾷς; μικρὸν ἂς ἀνασάνω. Ὀσπίτιν τοῦτο δράκοντος, οἶκος ἀνθρωποφάγου· σὺ δ’ οὐκ ἀκούεις τὰς βροντάς, τὰς ἀστραπὰς οὐ βλέπεις; Ἔρχεται· τώρα τί στέκεις; Ἔρχεται· τώρα φεῦγε, κρύβησε. Δράκος τὴν ἰσχύν, ἀνθρωποφάγου ρῖγμα. Εἰ γὰρ κρυβῇς καὶ φυλαχθῇς, ἂν τύχῃ, πάλιν ζήσεις./ Ἰδοὺ λεκάνην ἀργυρήν! Αὐτὴν κειμένην βλέπεις; Ἂν ταύτην ὑποσκεπαστῇς, ἂν ὑποκάτω πέσῃς, ἂν τύχῃ, δράκοντος ἰσχὺν ἀκόρεστον ἐγλύσῃς. Καὶ φύγε, πέσε, κρύβησε, σίγησε· τώρα φθάνει». Τὴν συμβουλὴν ἐδέξατο καὶ πείθεται τοῖς λόγοις τῆς κόρης τῆς ἐκ τῶν τριχῶν ἐκεῖσε κρεμαμένης καὶ τῇ λεκάνῃ σκεπασθεὶς ἐκρύβην παραχρῆμα.","κελλὶν = ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα [το κελλίν] Κἂν = τουλάχιστο λίγο (σύνδ.) τὰς τοσαύτας καλλονὰς = τις τόσες ομορφιές ὁλοχρυσομαργάρωτον = ολόχρυση και στολισμένη με μαργαριτάρια [επίθ. ολοχρυσομαργάρωτος] τηλαυγῶν = που λάμπουν από μακριά, που ακτινοβολούν (ενν. οι πολύτιμοι λίθοι) τὸν κόσμον = το στολίδι, το κόσμημα [ο κόσμος] μετὰ πανσόφου μηχανῆς = με πάνσοφο κατασκεύασμα, με πολύ σοφή τεχνική επινόηση ἐν χερσὶν = στα χέρια ἱστόρητο = ήταν ζωγραφισμένος [ιστορούμαι] ὥσπερ = όπως ακριβώς ἐκεῖθεν = από εκεί (επίρρ.) τηλαυγεῖς = που λάμπουν από μακριά [επίθ. τηλαυγής] οὐ κενώσει = δεν θα χύσει, δεν θα αδειάσει [κενώνω] συντακῇ = δεν θα λιώσει, δεν θα μαραθεί [συντήκω] ἀνεκφράζει = περιγράφει ἀτενῶς = με προσήλωση (επίρρ.) ἀτενές = προσηλωμένα [επίθ. ατενής, εδώ ως επίρρ.] Οὕτως = έτσι (επίρρ.) ἐξανασπάσαι = να ξεριζώσει [εξανασπώ] ἐκνεκρῶσαι = να απονεκρώσει, μεταφ. να εξουθενώσει [εκνεκρώ] ἵστατο = ίσχυσε, επικράτησε ἀνεσπᾶτο· = ξεριζώθηκε πόθεν = από πού (επίρρ.) τί σιγᾶς = γιατί σιωπάς κόρον = χορτασμό, κορεσμό [ο κόρος] τῶν ἐτασμῶν = των δοκιμασιών, των βασανιστηρίων [ο ετασμός] ἀναταγμῶν = βασανιστηρίων [ο αναταγμός] ρῖγμα = ρίξιμο, γέννημα κειμένην = να είναι τοποθετημένη, να βρίσκεται [μτχ. ενεστ. του κείμαι] ἐγλύσῃς = θα γλιτώσεις, θα ξεφύγεις [εγλύω] ἐκεῖσε = εκεί (επίρρ.) παραχρῆμα = αμέσως (επίρρ.)",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Δρακοντοκτονία (στ. 545-647),"Μετά την ανακάλυψη της Χρυσορρόης από τον Καλλίμαχο και το αρχικό του σοκ, έρχεται η ώρα της επιστροφής του δράκου. Ο Καλλίμαχος κρύβεται και παρακολουθεί το απεχθές πλάσμα, που δειπνεί και βασανίζει τη νεαρή πριγκίπισσα. (Τὸν ὕπνον τὸν τοῦ δράκοντος καὶ φόνον τούτου μάθε, ὕπνον βαθύν, θανάσιμον, ὡς ἐκ τοῦ λόγου μάθῃς.) Ἡ κόρη γοῦν τὸν δράκοντα κοιμώμενον ἰδοῦσα καὶ χαίροντα μετὰ πολλῆς τῆς μέθης καὶ τοῦ κόρου καὶ ρέγχοντα κοιμώμενον, ἐξαπλωμένον ὅλως –ὕπνος καὶ γὰρ ἀπὸ τροφῆς καὶ πόσεως μεγάλης– ὡς εἶδεν γοῦν τὸν δράκοντα λοιπὸν ἡ Χρυσορρόη κοιμώμενον βαθύτατα, ἀναίσθητον καθόλου, (Τῆς Χρυσορρόης λόγος τῷ κρυπτομένῳ.) λέγει πρὸς τὸν κρυπτόμενον: «Ἄνθρωπε ζῇς ἐν φόβῳ; ἀπέθανες; μὴ φοβηθῇς, μᾶλλον ἀνδρίζου πλέον. Ἔξελθε τοίνυν, μὴ φοβοῦ· ἂν ἴσως ἐπιπνέῃς τῶν ἐτασμῶν μου τῶν πολλῶν καὶ φόβῳ τοῦ θηρίου, ἔξελθε σύντομα, γοργά· σκοτώσῃς τὸ θηρίον». Ἐκεῖνος οὖν πρὸς τὴν φωνὴν ἐξῆλθεν μετὰ φόβου. Ἡ κόρη λέγει πρὸς αὐτόν: «Ποσῶς μὴ δειλιάσῃς· ἰδοὺ καιρός, κοιμώμενον σκοτώσῃς τὸ θηρίον, καὶ πρῶτον μὲν τὸ σῶμα σου καὶ τὴν ψυχήν σου σώσῃς. Σπαθὶν βαστάζεις, σῦρέ το, δῶσ’ τὸν ἀνθρωποφάγον· σφάξε κ’ ἐσὺ τὸν σφάξαντα πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων καὶ σκότωσον τὸν σκοτωμὸν τῆς ὅλης μου καρδίας»./ Ἐστάθην, ἀναστέναξεν, ἀνέτεινε τὴν σπάθην μετὰ καλοῦ τοῦ σχήματος, μετὰ καλῆς ἀνδρείας· ἔδωκε τὸν κοιμώμενον ὡς ἠδυνήθη δοῦναι, ἀλλ’ οὐδὲ κἂν ἐξύπνησεν τοῦ δόσματος ὁ δράκων. Ἡ κόρη γοῦν στενάξασα τῷ Καλλιμάχῳ λέγει: «Ρῖψε τὸ ξυλοσπάθιν σου μὴ τώρα φονευθῶμεν· καὶ τὸ κλειδὶν ἀναλαβὼν ἀπὸ τῶν προσκεφάλων –ἐκεῖνο τὸ τοῦ δράκοντος βλέπεις τὸ τοιχαρμάριν;– τὸ τοιχαρμάριν ἄνοιξε· τοῦ δράκοντος τὴν σπάθην εὑρήσεις. Ἔχει κράτημα καλόν, λυχνίτην λίθον. Ἂν ἔχῃς ἕλκειν δύναμιν, οὐκ ἐκ τοῦ φόβου τρέμῃς καὶ στῇς καὶ δώσῃς μετ’ αὐτῆς, διχάσεις τὸ θηρίον». (Καὶ τὸ κλειδὶν ἀναλαβὼν ἀπὸ τῶν προσκεφάλων ἐκεῖνος τὸ τοῦ δράκοντος ἀνοίγει τοιχαρμάριν.) Καὶ τὸ σπαθὶν ἀναλαβὼν τοῦ δράκοντος ἐκεῖθεν καὶ κρούσας τοῦτον μετ’ αὐτοῦ ἐδίχασεν αὐτίκα. Τοίνυν τὴν κόρην ἔλυσεν αὐτὴν τὴν κρεμαμένην· ἐξέβηκεν ἀπὸ ποινῆς ἀναταμένον σῶμα· ἐρρύσατο τῆς φυλακῆς καὶ τῶν πικρῶν ἐκείνων σῶμα καλόν, ἐνήδονον, πανεύμορφον, ὡραῖον. (Λύσις λοιπὸν τῆς συμφορᾶς, λύσις λοιπὸν τοῦ πόνου τῆς Χρυσορρόης πάντερπνου καὶ Ἐρωτοκαλλιμάχου.) Ἐκείνη γοῦν μετὰ κλαυθμοῦ «τίς εἶσαι;» πάλιν λέγε,/ «πῶς εἰς δρακόντων στόματα μέσον εἰσῆλθες τόδε; Φοβοῦμαι μή ποτε καὶ σὺ τύχης μου πλάσμαν εἶσαι καὶ πρὸς δευτέραν ἀπειλὴν ἐκ ταύτης ἀπεστάλης· οὐ γὰρ πιστεύω καὶ ποτὲ κόρον λαβεῖν τὴν τύχην». (Ἡ κόρη τὸν Καλλίμαχον ἀναρωτᾷ τὸ γένος καὶ κεῖνος ἀποκρίνεται, λέγει το πρὸς ἐκείνην.) Ὁ δ’ αὖθις εἶπε τὴν ἀρχήν, τὸ γένος καὶ τὴν χώραν καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ὁδοῦ καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ δρόμου, τῶν ἀδελφῶν τὸν χωρισμόν, τὰ κατὰ μέρος ὅλα. Αὐτὸς δὲ πάλιν τὴν ἀρχὴν ἐπιζητεῖ τῆς κόρης, τὸ γένος, τὴν ἀναγωγήν, τὴν χώραν, τοὺς προγόνους, τοὺς ἐτασμοὺς τοῦ δράκοντος ἐκείνους τοὺς φρικώδεις. (Τοῦ Καλλιμάχου ζήτησις πάλιν πρὸς Χρυσορρόην τῆς πατρικῆς γεννήσεως, τῆς χώρας καὶ τοῦ πάθους.) Ἡ δέ, στενάξασα πικρῶς ὡς ἀπὸ σπλάχνων μέσων, ἐκίνησαν ἐξ ὀφθαλμῶν, φεῦ, ποταμὸς δακρύων, καὶ λέγει: «Μάτην, ἄνθρωπε, ζητεῖς μου τὴν πατρίδαν καὶ τὴν πικρὰν ἀνατροφὴν καὶ τὸ πικρόν μου γένος. Νεκρὰν μὲ βλέπεις σήμερον, αἰχμάλωτον κειμένην, ὡς δούλην ἀργυρώνητον ἐταζομένην ἄλλην. Τί θέλεις χώραν δυστυχοῦς, τί θέλεις χώραν ξένης; Ἀρκεῖ σε βλέπειν με νεκρὰν ἐξ ἐτασμοῦ τοσούτου./ Ἄφες με μόνην· τὰς πληγὰς ἐγὼ σπογγίσω μόνη ὅσας μὲ κατεχόρτασεν ἡ φθονερά μου τύχη». Ὁ δέ: «Τί λέγεις; Τὰς πληγὰς ἐγὼ σπογγίσω μόνος, ἐγὼ δουλεύσω σήμερον εἰς τηλικοῦτον σῶμα». Ἡ δὲ καὶ πάλιν ἔκλαυσεν, ἐστέναξεν ἐκ βάθους, εἶπεν: «Ἐγὼ τῆς δυστυχοῦς καὶ φθονερᾶς μου τύχης μόνη τοὺς πόνους ἔπαθα, μόνη τοὺς πόνους οἶδα». Ἐκεῖνος συνεπόνεσε τῆς γυναικὸς τὸν πόνον καὶ τὸν τοσοῦτον στεναγμὸν καὶ τὸ θλιμμένον σχῆμα καὶ μετὰ λόγου σπλαχνικοῦ καὶ θλιβερᾶς καρδίας καὶ πονεμένου σχήματος παρακαλεῖ καὶ λέγει: «Τὸ σῶμα μέν σου προφανῶς τὸ γένος σου στριγγίζει ὡς πανευγένου καὶ καλοῦ, βασιλικοῦ, μεγάλου. Ἐγὼ δὲ πάλιν λέγω σε, παρακαλῶ σε πλέον· ἂς μάθω καὶ τὴν χώραν σου καὶ τὴν ἀνατροφήν σου καὶ πῶς ἐκ γένους ἀρχικοῦ, βασιλικοῦ, μεγάλου εἰς ἀπανθρώπου δράκοντος τὰς χεῖρας παρεδόθης». (Τὸ γένος, τὴν ἀνατροφὴν ἡ Χρυσορρόη λέγει). Ἡ δὲ τὸν λέγει κλαύσασα, πονήσασα τῷ λόγῳ: «Βλέπεις ἀπερικάλυπτον τὸ ταπεινόν μου σῶμα; Καὶ πρῶτον φέρον, σκέπασον ἀπὸ τῶν ἱματίων τῶν κρεμαμένων ἔνδοθεν καὶ τῶν φυλασσομένων, ἅπερ αὐτὸς ἐκ τῶν ἐμῶν ἔλαβεν γεννητόρων· καὶ τοῦ παμφάγου/δράκοντος ἐκφόρησον τὸ σῶμα, ὅτι μισῶ, καίτοι νεκρόν, ὁρᾶν τὸ πτῶμα τούτου. Ἅψον πυράν, κατάκαψον, στάκτην λεπτὴν τὸ ποῖσε καὶ τότε καταμάνθανε τὸ γένος καὶ τὸν τόπον καὶ τὴν πατρίδα τὴν ἐμὴν καὶ πόθεν ἐγενόμην». Ὁ δὲ Καλλίμαχος εὐθὺς τοῦ δράκοντος τὸ σῶμα εἰς ὤμους του τὸ ἔθηκεν, ἐξήβαλέν το ἔξω. Εἶτα δραμὼν ὡς ἀετὸς εἰς τὸ καμίνιν πάλιν καὶ πῦρ βαλὼν ἐξέκαυσεν τὸ μυσαρὸν τὸ σῶμα. Στραφεὶς δ’ ὀπίσω πρὸς αὐτὴν καὶ τὸ κελλὶν ἀνοίξας ἐπαίρει, φέρει πρὸς αὐτὴν λεπτὸν χιτῶνα ξένον. Τοῦτον αὐτὴ φορέσασα, καθίσασα καὶ πάλιν","χαίροντα μετὰ πολλῆς τῆς μέθης καὶ τοῦ κόρου = να χαίρεται (ενν. ο δράκος) από την πολλή μέθη και τον χορτασμό, δηλαδή από το πολύ ποτό και φαγητό ρέγχοντα = να ροχαλίζει, να ξεφυσά [ρέγχω] καθόλου = τελείως, εντελώς (επίρρ.) ἀνδρίζου πλέον = δείξε περισσότερη ανδρεία [ανδρίζω] ἐπιπνέῃς = αναπνέεις τῶν ἐτασμῶν μου = από τις δοκιμασίες μου, τα βασανιστήριά μου [ο ετασμός] Ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) καιρός = κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία ἀνέτεινε = ύψωσε, σήκωσε [ανατείνω] ἔδωκε = χτύπησε, πλήγωσε [δίδω] τοῦ δόσματος = από το χτύπημα τοιχαρμάριν = ντουλάπι τοίχου κράτημα = λαβή, πιάσιμο λυχνίτην = ρουμπίνι, είδος πολύτιμου λίθου [ο λυχνίτης] διχάσεις = θα σχίσεις στα δύο [διχάζω] ἐκεῖθεν = από εκεί (επίρρ.) αὐτίκα = αμέσως, στη στιγμή (επίρρ.) ἐρρύσατο = ελευθερώθηκε [ρύομαι] μετὰ κλαυθμοῦ = με κλάμα, με θρήνο [ο κλαυθμός] κόρον λαβεῖν τὴν τύχην = ότι θα χορτάσει η τύχη (ενν. να τη βασανίζει) τὴν ἀρχήν = την προέλευση, την καταγωγή ἀναγωγήν = καταγωγή ζήτησις = ερώτηση Μάτην = μάταια, ανώφελα κειμένην = να είμαι, να βρίσκομαι [μτχ. ενεστ. του κείμαι] ἀργυρώνητον = που έχει αγοραστεί με ασήμι [επίθ. αργυρώνητος] σπογγίσω = θα σκουπίσω με σπόγγο οἶδα = ξέρω, γνωρίζω στριγγίζει = φωνάζει, διακηρύττει [στριγγίζω] πλέον = περισσότερο (επίρρ.) ἀπερικάλυπτον = ακάλυπτο, γυμνό [επίθ. απερικάλυπτος] ἔνδοθεν = μέσα (επίρρ.) ἐκφόρησον = βγάλε, εδώ μάλλον γδάρε [εκφορώ] ἐξήβαλέν το = το έβγαλε [εκβάλλω] δραμὼν = τρέχοντας [δράμω] μυσαρὸν = ακάθαρτο, σιχαμερό [επίθ. μυσαρός]",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Περιγραφή της Χρυσορρόης (στ. 805-826),"Ο Καλλίμαχος έχει σκοτώσει τον δράκο και ζει ευτυχισμένος στο δρακοντόκαστρο με τη Χρυσορρόη. Ακολουθεί η έκφρασις, δηλαδή η περιγραφή, της εξωτερικής εμφάνισης της κοπέλας. Ἦσαν λοιπὸν οἱ βασιλεῖς τοῦ χρυσοκάστρου τούτου ζῶντες μεθ’ ὅσης ἡδονῆς, μετὰ χαρίτων τόσων. (Ἔκφρασις πανεξαίρετος κόρης τῆς Χρυσορρόης.) Ἦν γὰρ ἡ κόρη πάντερπνος, ἐρωτοφορουμένη, ἀσύγκριτος τὰς ἡδονάς, τὸ κάλλος ὑπὲρ λόγον, τὰς χάριτας ὑπὲρ αὐτὴν τὴν τῶν Χαρίτων φύσιν. Βοστρύχους εἶχεν ποταμούς, ἐρωτικοὺς πλοκάμους· εἶχεν ὁ βόστρυχος αὐγὴν εἰς κεφαλὴν τῆς κόρης· ἀπέστιλβεν ὑπὲρ χρυσῆν ἀκτῖναν τοῦ ἡλίου. Σῶμα λευκὸν ὑπὲρ αὐτὴν τὴν τοῦ κρυστάλλου φύσιν· ὑπέκλεπτεν τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος ἡ χάρις. Ἐδόκει γὰρ σὺν τῷ λευκῷ καὶ ρόδου χάριν ἔχειν. Ἂν μόνον ἀνενδράνισες, τὸ πρόσωπον ἂν εἶδες, ἐσείσθης ὅλην σου ψυχήν, ὅλην σου τὴν καρδίαν· ἁπλῶς τὴν κόρην ἄγαλμα τῆς Ἀφροδίτης εἶπες καὶ πάσης ἄλλης ἡδονῆς ὅσας ὁ νοῦς συμπλέκει. Τί δὲ πολλὰ πολυλογῶ, τί δὲ πολλὰ καὶ γράφω τάχα πρὸς τὸν καλλωπισμὸν τοῦ σώματος τῆς κόρης; Λόγος μικρὸς ἂν ἐξαρκοῖ πρὸς τὸ νὰ τὸ δηλώσῃ: ὅσας ὁ κόσμος ἔφερε γυναῖκας εἰς τὸ μέσον καὶ πρὸ αὐτῆς καὶ μετ’ αὐτὴν καὶ τότε ὅσαι ἦσαν ὡς πρὸς τὰς χάριτας αὐτῆς μιμὼ πρὸς Ἀφροδίτην./","Ἔκφρασις = περιγραφή ἐρωτοφορουμένη = ενέπνεε τον έρωτα [μτχ. επιθ. ερωτοφορούμενος] αὐγὴν = λάμψη ἀπέστιλβεν = γυάλιζε, έλαμπε [αποστίλβω] τοῦ κρυστάλλου = του πάγου [ο κρύσταλλος] ἀνενδράνισες = κοίταξες [αναντρανίζω] ἁπλῶς = καθαρά, σαφώς (επίρρ.) ἂν ἐξαρκοῖ = θα επαρκούσε ἔφερε = δημιούργησε [έκφρ. φέρνω εις το μέσον = δημιουργώ] μιμὼ = θα την παρομοιάσω [μιμούμαι]",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Η ευτυχία του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης απειλείται και πάλι (στ. 841-935),"Ο Καλλίμαχος και η Χρυσορρόη ζούνε ευτυχισμένοι στο δρακοντόκαστρο, όμως ο Βασιλιάς μιας μακρινής χώρας περνάει από την περιοχή και την προσοχή του τραβάει το κάστρο του ζευγαριού. (Ναί, μοιρογράφημα κακόν, ναί, μαινομένη τύχη τὴν ὄρεξίν σου πλήρωσε, ποῖσε τὸ θέλημά σου.) Ἀλλ’ ὅπερ φέρει τὸ γλυκὺν φέρει καὶ τὴν πικρίαν, ὡς ἔγνωκας, ὡς ἔμαθες ἀπὸ τοῦ προοιμίου. Ἄκουσε τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου καὶ νὰ μάθῃς. Ἄλλος ὁκάτι βασιλεὺς εὐγενικὸς καὶ μέγας, εἰς πλοῦτον ὑπεράπειρος, εἰς στράτευμα φουσσάτου ὅσον καὶ ψάμμον ἀριθμὸς δύναται νὰ μετρήσῃ, ἂν δ’ ἦλθες εἰς ἀνατροφὴν αὐτοῦ τῆς ἡλικίας, προσώπου/τὴν φαιδρότηταν, δύναμιν τῶν χειρῶν του, οὐκ οἶδα πῶς συνέκρινας τοῦτον εἰς ἄλλον ἕναν. Ἀλλ’ ἦτον ἄζυξ, ἄγαμος, ἐλεύθερος καθόλου· μόνον πρὸς κυνηγέσια καὶ πρὸς ἀνδραγαθίας καὶ πρὸς πολέμων συμπλοκὰς ἀκράτητος ὑπῆρχεν. Μετὰ τῶν ἄλλων ἤθελεν πάντοτε καὶ νὰ βλέπῃ τόπους καὶ χώρας καὶ βουνοὺς καὶ ποταμοὺς καὶ βρύσας, βράχη καὶ κάμπους, σπήλαια, κτίσματα τῶν Ἑλλήνων. Ἤρχετο λέγειν πρὸς αὐτὸν ὅστις πολλάκις εἶδεν χώρας, πολέμους, θαύματα, ξενόχρους ἀφηγήσεις. Πλεῖστον ἐν τούτοις ἔχαιρεν. Εἰ δ’ ὁ καιρός, οὐκ οἶδα, ἢ τίνος μοιρογράφημα ἢ κύλισμα τοῦ χρόνου ἢ τίνος τὸ δυστύχημαν ἢ ἁπλῶς εἰπεῖν οὐκ οἶδα, τοῦτον ἐπῆρεν, ἔφερεν πρὸς δράκοντος τὸ κάστρον καὶ πρὸς τὸν ἐρημότοπον, πλὴν ἀπὸ τὰ μακρόθεν. (Τοῦτον ἐπῆρεν, ἔφερεν εἰς τὸ χρυσὸν τὸ κάστρον.) Ἦλθαν, μακρὰν ἐστάθησαν οἱ τοῦ φουσσάτου πρῶτοι, οἱ προπομποὶ καὶ πρόοδοι καὶ πρόμαχοι τῶν ἄλλων. Εἶδον τοῦ κάστρου τὸ λαμπρὸν ἀστράπτον ὥσπερ ἄστρον, ὥσπερ αὐτὸν τὸν ἥλιον ἐν τῷ καιρῷ τοῦ φέγγους. Εὐθὺς μαντάτον πέμπουσιν ὡς πρὸς τὸν βασιλέαν: «Ἂν ἔλθῃς, ἴδῃς, βασιλεῦ, τὸ λέγουν πρᾶγμα μέγαν». εἶδεν, ὑπερεθαύμασεν ἱστάμενος μακρόθεν. εἶδεν, ὑπεθαύμασεν ἱστάμενος μακρόθεν. Ὁρίζει καὶ συνάγονται ἅπαντες πρὸς ἐκεῖνον. «Ὁ τόπος οὖτος, λέγει των, ἂς γένηται κατούνα. Ἔχει δενδρὰ καὶ ποταμόν, ἔχει λιβάδιν μέγαν, ἔχει καὶ δάσωμα καλὸν πρὸς τὸ νὰ σκεπαστοῦσιν ἄνθρωποι ξένοι ζητηταὶ καὶ δράκται καὶ κρουσάροι, (Ναί, μοιρογράφημα κακόν, ναί, μαινομένη τύχη.) καθὼς ἡμεῖς τὴν σήμερον πάντες περιπατοῦμεν. Ἐγὼ δὲ μόνος καὶ μὲ τρεῖς ἄλλους καβαλλαρίους ἔλθω, σιμώσω πρὸς αὐτό, ὡς δυνηθῶ, τὸ κάστρον. Ἄνθρωπον εὕρω τῶν τειχῶν, ἀνερωτήσω τοῦτον, ἢ ἂν πολλάκις κρατηθῶ πρὸς δεύτερον ἡμέραν, πρὸς τρίτον ἢ πρὸς τέταρτον κανεὶς μηδὲν σπαράξῃ. Προσέταξεν: «Μὴ παρεκβῇ κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγον καὶ τὸ σπαθίν μου γένηται θάνατος ἐδικός του. Κἂν δ’ ἴσως καὶ πληρώσουσιν αἱ τέσσαρες ἡμέρες, τότε καβαλλικεύσετε, τότε γυρεύσετέ με, ὡς ἠμπορεῖτε ποίσετε νὰ μάθετε τὸ κρεῖττον». Εἶπεν, εὐθὺς ἐκίνησεν, ὑπάγει πρὸς τὸ κάστρον· στράταν οὐδὲν ἐκράτησεν· ὁ τόπος γὰρ οὐκ εἶχεν· ἀλλ’ ὑποκάτω τῶν δενδρῶν κρυπτόμενος ἀπῆγεν. Καὶ ὡς οὖν πλησίον ἔφθασεν τοῦ χρυσοκάστρου ἐκείνου, εὗρεν ὀλίγον δάσωμαν, ἐπέζευσεν ἀπέσω. Ἡμέρας ἦτον πλήρωμα/δύσις ἦτον ἡλίου, τῆς δὲ νυκτὸς ἦν ἀπαρχὴ καὶ γέννα τῆς σελήνης. Τοὺς δύο δίδει τ’ ἄλογα, λέγει τους νὰ προσέχουν, αὐτὸς ἐπαίρνει σύντροφον τὸν ἕναν ἀπ’ ἐκείνους. Τὴν ὅλην νύκταν ἔδραμεν τὸν γῦρον τὸν τοῦ κάστρου. Φωνὴν ἢ βίγλας ὄχλησιν οὐκ ἤκουσε καθόλου, ἀλλὰ πρὸς τὸ συμπλήρωμαν ἀπάρτι τὸ τῆς νύκτας ἔφθασεν, ηὕρηκεν εὐθὺς τὰς πόρτας τὰς τοῦ κάστρου, τοὺς δράκοντας ἐτήρησεν, τοὺς ὄφεις τοὺς μεγάλους, τοὺς ἀνυστάκτους φύλακας, τοὺς πυλωροὺς ἐκείνους. Ἐκπλήττεται καὶ πρὸς φυγὴν ὥρμησεν παραυτίκα. Ὑπᾷ πρὸς τοὺς συντρόφους του, λέγει τους φοβισμένα τὰς πόρτας καὶ τοὺς φύλακας τοὺς εἶδεν εἰς ἐκείνας. Δίδουν βουλὴν νὰ καρτεροῦν τὴν δεύτερον ἡμέραν, «ἂν τύχῃ, λέγουν, νὰ φανῇ κανεὶς ἀπὸ τὸ κάστρον. Σ’ αὐτὸν τὸ κάστρον τὸ λαμπρόν, ὃ βλέπομεν, δοκεῖ μας ἀνθρώπων μένει σύστημα πάντως αἰσθανομένων· εἰ δ’ ἴσως ἔνι δράκοντες ἀπέσω καὶ θηρία, καθὼς ἐκείνους εἴδαμεν τοὺς φύλακας τῆς πόρτας, τὸ κάστρον ὅλον ἄπορον, χωρὶς ψυχῆς ἀνθρώπου, ξένης ἐτοῦτο φύσεως, ὅμως ἂς καρτεροῦμεν». Ἀλλὰ καὶ πάλιν ἔμειναν ἔσω τοῦ τόπου τούτου. Ἔφθασεν, ἦλθε τὸ λοιπὸν καὶ τρίτος ἡ ἡμέρα,/ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, ἦλθε πρὸς μεσημβρίαν· ἀλλ’ ὥρα πρὸς τὸ δειλινόν, ὥρα τοῦ καταψύχου ἐβλέπει παρακύπτουσαν τὴν κόρην ἐκ τοῦ κάστρου μετὰ λαμπροῦ τοῦ σχήματος, μετὰ λαμπροῦ τοῦ τρόπου. Πλὴν οὐχὶ μόνην εὕρηκεν, πλὴν οὐχὶ μόνην εἶδεν, ἀλλὰ συνεπαράκυπτεν ἐκεῖνος μετ’ ἐκείνης, ὁ καὶ τοῦ κάστρου βασιλεὺς καὶ τῆς δεσποίνης δοῦλος καὶ τῶν χαρίτων κηπουρός, τῆς καλλονῆς δραγάτης καὶ τρυγητὴς τῶν ἡδονῶν τῆς ἀσυγκρίτου κόρης. Εὐθὺς οὖν ἔρως εἰς αὐτὸν τῆς γυναικὸς ἐσέβην ὡς μηδὲ ζῆν μηδ’ ἀναπνεῖν, εἰμὴ τὴν κόρην ἔχειν. Οὕτως τὸ κάλλος κάμινον εἰς τοὺς αἰσθανομένους …………………………………………………… καὶ δύναται δουλογραφεῖν ἐξ ὀφθαλμῶν καὶ μόνον. Αἴσθησιν οὖν καὶ λογισμὸν καὶ φρένας καὶ καρδίαν ἐκεῖνος μὲν ἐξ ἔρωτος ἐκατεπολεμήθην καὶ τὴν ψυχὴν τὴν ἰσχυρὰν ἐκατελύθην τότε, ἄπνους, νεκρὸς εὑρέθηκεν, ὅλως ἀποθαμένος.","μοιρογράφημα = το γραμμένο από τη μοίρα πλήρωσε = εκπλήρωσε ὅπερ = αυτό που (αναφ. αντων.) ὁκάτι = κάποιος, ένας (αντων.) ψάμμον = άμμος ἄζυξ = άγαμος, που δεν ανήκει σε ζευγάρι καθόλου = πλήρως, εντελώς (επίρρ. σε καταφατική πρόταση) κυνηγέσια = κυνήγια [το κυνηγέσιον] Ἤρχετο = άρχισε, ξεκίνησε [άρχομαι] ξενόχρους = παράξενες, αλλόκοτες, θαυμαστές (προκ. για αφηγήσεις) [επίθ. ξενόχροος] τὸ δυστύχημαν = η δυστυχία, η συμφορά τοῦ φουσσάτου = του στρατού, του στρατεύματος [το φουσάτον] ὥσπερ = όπως, όπως ακριβώς πέμπουσιν = στέλνουν μακρόθεν = από μακριά (επίρρ.) κατούνα = στρατόπεδο ζητηταὶ = ανιχνευτές [ο ζητητής] δράκται = άρπαγες [ο δράκτης] κρουσάροι = ληστές, πειρατές [ο κουρσάρος] καβαλλαρίους = έφιππους, ιππείς [ο καβαλλάριος] πληρώσουσιν = συμπληρωθούν, ολοκληρωθούν ἐπέζευσεν = ξεπέζευσε, ξεκαβαλίκεψε [πεζεύω] ἔδραμεν = διέτρεξε [δράμω] βίγλας = σκοπιάς, φρουράς [η βίγλα] ὄχλησιν = φασαρία, ενόχληση ἀπάρτι = μόλις, τώρα πια (επίρρ.) τοὺς πυλωροὺς = τους θυρωρούς παραυτίκα = αμέσως (επίρρ.) Δίδουν βουλὴν = αποφασίζουν [έκφρ. δίδω βουλή] ὃ = που, το οποίο [αντων. ος] δοκεῖ μας = μας φαίνεται, νομίζουμε [δοκώ ως απρόσ.] αἰσθανομένων = ζωντανών [αισθανόμενος, μτχ. ενεστ. του αισθάνομαι ως επίθ.] ἔνι = είναι ἀπέσω = από μέσα, μέσα (επίρρ.) ἄπορον = άδειο [επίθ. άπορος] καταψύχου = της βραδινής δροσιάς [το κατάψυχον] παρακύπτουσαν = να σκύβει [παρακύπτων, μτχ. ενεστ. του παρακύπτω] μετὰ λαμπροῦ τοῦ σχήματος = με λαμπερή εμφάνιση συνεπαράκυπτεν = έσκυβε μαζί [συμπαρακύπτω] δραγάτης = φύλακας κήπου δουλογραφεῖν = να υποδουλώσει, να υποτάξει [δουλογραφώ, εδω μεταφ. προκ. για ερωτευμένο]",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Ο Καλλίμαχος αφηγείται τις περιπέτειές του στα αδέρφια του (στ. 1422-1472),"Στους στίχους που μεσολαβούν (και παραλείπονται) μεταξύ των επιλεγμένων αποσπασμάτων, ο ξένος βασιλιάς βλέπει τη Χρυσορρόη και την ερωτεύεται. Τον βοηθάει να την αρπάξει μια γριά μάγισσα, η οποία νεκρώνει τον Καλλίμαχο με ένα χρυσό μήλο. Όλοι τον θεωρούν νεκρό και, έτσι, ο βασιλιάς παίρνει τη Χρυσορρόη στη χώρα του. Τα αδέρφια του Καλλίμαχου, όμως, βλέπουν σε όραμα τον κίνδυνο που διατρέχει ο ήρωας και καταφθάνουν, οπότε και τον επαναφέρουν με το ίδιο μήλο που τον σκότωσε. Εδώ ο Καλλίμαχος διηγείται στα αδέρφια του ό,τι προηγήθηκε και αποφασίζει να αναζητήσει την αγαπημένη του. Ἐκεῖνος πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς τὰ πάντα καταλέγει: πῶς εἰς τὸ δρακοντόκαστρον ἐσέβην μόνος τότε, πῶς εὗρεν τὰς πολυτελεῖς λαμπρότητας ἐκείνας καὶ εἰς τὸ κελλὶν τοῦ δράκοντος τὴν κόρην κρεμαμένην, τοὺς ἀπανθρώπους ἐτασμοὺς τῆς παραξένου κόρης· καὶ μετὰ τοὺς ἀνατασμοὺς τοῦ δράκοντος τὸν φόνον, τὰς ἡδονάς, τὰς χάριτας τὰς μετ’ αὐτῆς τῆς κόρης, τὸ κάλλος καὶ τὴν ἡδονὴν καὶ τὰς τρυφὰς ἐκείνας, τὰς ἀμυθήτους χάριτας καὶ τέλος τὸ καρκάλλιν καὶ πῶς πολύτροπος γυνὴ καὶ δαιμονώδης γραῖα μετὰ κλαθμῶν καὶ στεναγμῶν καὶ πολυπλόκων λόγων ἐπλάνησεν, κατέβασεν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ τείχους· «τὰ δ’ ἄλλα: γέγονα νεκρός,/τὰ δ’ ἐφεξῆς οὐ λέγω». Καὶ πάλιν μετὰ στεναγμοῦ τὴν κόρην ἀνεζήτει, (Πληρώσας τὴν ὑπόθεσιν τοὺς ἀδελφούς, ὡς εἶχεν, πάλιν θρηνῶν ἀναζητεῖ Καλλίμαχος τὴν κόρην.) «ποῦ, κάλλος, λέγων, γυναικῶν, ἐπῆγες ἀπεκρύβης; Ἐθανατώθης ἐκ παντός· καὶ πῶς ἐθανατώθης; καὶ πῶς οὐ βλέπω σε νεκράν; Καὶ γὰρ πικρὸν τὸ βλέπειν τὴν σὴν ὁμόψυχον νεκρὰν καὶ θανατοσφαμένην, ὅμως παρακαθίσω σε, θρηνήσω, κλαύσομαί σε, κρατήσω, περιλάβω σε, μοιρολογήσομαί σε, νεκρὰν καταφιλήσω σε. Καὶ πῶς τὸν λόγον λέγω καὶ παρευθὺς οὐ γίνομαι νεκρὸς ἀπὸ τοῦ πόνου, ἀλλὰ καὶ ζῶ καὶ λέγω το τὸ πικρολόγιν τοῦτο; Πολὺν ἐγείρω κοπετόν, ἀνασπασθῶ καρδίαν, κινήσω βρύσιν φοβερὰν καὶ ποταμοὺς δακρύων. Καὶ πάλιν λούσομαι λουτρὸν ἀπὸ πικρῶν ὑδάτων· ἐλούσθην πάντως μετὰ σοῦ λουτρὸν χαριτωμένον, νῦν μετὰ σοῦ συλλούσομαι λουτρὸν ἀπὸ δακρύων. Ἔρως ἐξυπηρέτησεν εἰς τὸ λουτρὸν ἐκεῖνον· νῦν καὶ νεκράν σε συμπλακῶ –λιποθυμῶ τῶν λόγων.– Τί γοῦν ἀργῶ; τί κάθημαι, τὴν ὥραν παρατρέχω; οὐ τρέχω πρὸς ἀνεύρεσιν/καὶ ζήτησιν τῆς κόρης, ἀλλὰ καὶ ζῶ καὶ φαίνομαι καὶ βλέπω τὴν ἡμέραν χωρὶς πνοῆς μου καὶ ζωῆς καὶ τῆς ἡμέρας δίχα;» Καὶ λέγει πρὸς τοὺς ἀδελφούς: «Ἰδοὺ τὸ κάστρον τοῦτο· καλόν, λαμπρόν, ὁλόχρυσον, λιθομαργαρωμένον, πηγὴ χρημάτων, ποταμὸς τῶν ὅλων πλουτισμάτων. Εἰ βούλεσθε τὴν οἴκησιν, οἰκήσετέ την πάλιν, εἰ δὲ καὶ μή, καὶ χρήματα καὶ λίθους καὶ μαργάρους μετακομίσατε πολλοὺς εἰς τὴν ἡμῶν πατρίδα. Ἐγὼ δ’ ἀποχωρίζομαι τῶν ἀδελφῶν μου πάλιν, καὶ πρὸς τὴν ἀναζήτησιν τῆς κόρης ὑπαγαίνω». Ἀπεχαιρέτησεν εὐθύς, ἐκίνησεν, ἐξέβην. Περιπατῶν ὠδύρετο, πονῶν ἐπεριπάτει, στενάζων καὶ μετὰ κλαθμοῦ περίτρεχεν τὴν χώραν· οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τὸ φῶς οὐδὲ τὸ φέγγος βλέπειν, λέγων: «Τὸ φῶς ἐχάσα το, τὸ φέγγος ὑστερήθην καὶ σκοτεινόν, ὀδυνηρὸν περιπατήσω δρόμον μετὰ θλιμμένου λογισμοῦ καὶ σκοτεινῆς καρδίας».","καταλέγει = διηγείται, ιστορεί [καταλέγω] εἰς τὸ κελλὶν = στο ιδιαίτερο δωμάτιο, στην κάμαρα ἐτασμοὺς = δοκιμασίες, βασανιστήρια [ο ετασμός] τοὺς ἀνατασμοὺς = τα βασανιστήρια [ο ανατασμός] τὰς ἀμυθήτους = τις εξαίρετες [επίθ. αμύθητος] καρκάλλιν = είδος ποδήρους φορέματος μετὰ κλαθμῶν = με κλάματα, θρήνους [ο κλαυθμός] ἐπλάνησεν = ξεγέλασε, εξαπάτησε [πλανώ] κοπετόν = γοερό θρήνο [ο κοπετός] νῦν = τώρα (επίρρ.) παρατρέχω = περνώ δίχα = χωρίς (πρόθ.) τὴν οἴκησιν = την κατοικία [η οίκησις] μετακομίσατε = μεταφέρτε [μετακομίζω] ὠδύρετο = έκλαιγε γοερά, θρηνούσε [οδύρομαι]",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Το ζευγάρι συναντιέται ξανά (στ. 1655-1797),"Ο Καλλίμαχος φτάνει στη χώρα της οποίας ο βασιλιάς κρατάει τη Χρυσορρόη, που βρίσκεται απομονωμένη και γεμάτη θλίψη για την απώλεια του αγαπημένου της. Ο ήρωας μπαίνει στο παλάτι μεταμφιεσμένος και πιάνει δουλειά ως βοηθός κηπουρού. Παράλληλα, επιδιώκει να βρεθεί με την αγαπημένη του. Καὶ τὸν μὲν κηποφύλακα, τὸν γέρονταν ἐκεῖνον καλὸν ἐφάνη τὸ πραχθὲν πρὸς τὸν τοσοῦτον κόπον, τὸν δὲ Καλλίμαχον αὐτόν, τὸν μισταργὸν ἐκεῖνον, ὑπέρκαλον εἰσέδοξεν, γλυκύτερον ἐφάνη, λέγων εἰς νοῦν καὶ λογισμόν: «Ἐγὼ δουλεύσω πάλιν τὸ σῶμα τὸ παράξενον τῆς ἀσυγκρίτου κόρης. Ἐγώ ποτε τὰ τραύματα, τοὺς μώλωπας, τὰ πάθη ἀνεμασσόμην, ἔβλεπα, ἔδιδα θεραπείαν, ἐγὼ καὶ πάλιν σήμερον καλῶς ὑπηρετήσω, νεροφορήσω, τὸν καιρὸν παρηγορήσω ταύτης. Ἂν ἤξευρες τὸν δουλευτὴν τοῦ δροσισμοῦ σου τούτου, τὴν φλόγαν σου/τὴν τῆς ψυχῆς ὅλην κατεδροσίστης. Ὅμως ἐγγὺς ὁ δροσισμός· εὐχαριστῶ τὴν Τύχην, ὅτι καὶ πάλιν μετὰ σοῦ φέρει μοιρογραφῆναι». Στενάζει, βάλλει τὸ νερόν, ποτίζει καὶ τὸν κῆπον, μοιρολογεῖ τραγώδημαν, τούτους τοὺς λόγους λέγει: (Ἰδοὺ τὸ μοιρολόγημαν τοῦ ξένου Καλλιμάχου τοῦ μισθαργοῦ, τοῦ κηπουροῦ, τοῦ νεροκουβαλήτου.) «Στῆσον ἀπάρτι, Τύχη μου, πλάνησιν τὴν τοσαύτην, στῆσον τὴν κακοπάθειαν καὶ τὸν παραδαρμόν μου, στῆσον τὸ τόσον μανικὸν καὶ τὸ κακόγνωμόν σου. Ἀρκοῦσι τὰ μ’ ἐλύπησες, ἀρκοῦν αἱ συμφορές μου. Τύχη, καὶ τί τὸ σ’ ἔπταισα, Τύχη μου, τί σ’ ἐποῖκα καὶ τί παράλογον πρὸς σὲ ποτέ μου ἐνεθυμήθην καὶ τόσον τυραννίζεις με καὶ τόσον κακουχεῖς με; Καὶ τὸ νεροκουβάλημαν καὶ τὸ μιστάργωμά μου ἔχεις τα σὺ πρὸς ἔλεγχον καὶ χόρτασιν ἀπάρτι. Σελήνη μου καλόφωτε, βλέπεις τί τυραννοῦμαι· καὶ γὰρ βραδύ, παρακαλῶ, πέμψον μικρὰν ἀκτῖναν· εἰς τὸ παλάτιν ἂς σεβῇ κανεὶς μηδὲν τὴν ἴδῃ, τὴν Χρυσορρόην ἂς εἰπῇ τὸ συχαρίκιν τοῦτο: «Τὸν ἀγαπᾷς εὑρέθηκεν, ἀνέστη τὸν ἐξεύρεις καὶ σήμερον ὡς μισθαργὸς κηπεύει πρὸς τὸν κῆπον, νερὸν καὶ τὴν βισκίναν σου/γεμίζει την καθ’ ὤραν, φλόγα νὰ σβήσῃ τῆς ψυχῆς, κόρη, τῆς ἰδικῆς σου. Ἀλλὰ τὴν δρόσον τῆς φλογός, τῆς ἐρωτοκαμίνου τὰ χείλη του τὴν γέμουσιν, τὸ σῶμάν του τὴν γέμει. Ποῖσε, σελήνη, μηχανήν, ποῖσε, σελήνη, πρᾶξιν». Τοῦτο πολλάκις ἔλεγεν αὐτὸς τὸ μοιρολόγιν, ἐτρέχασιν τὰ ὀμμάτια του ὡς τρέχει τὸ ποτάμιν. Καὶ μὲ τὸ κηποπότισμαν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον εἰς τὸ παλάτιν ἔφθασεν, ἀνέβην, ἐγνωρίσθην. Τοῦ κηπουροῦ τὸν μισθαργόν, τὸν νεροφόρον τούτου ἅπαντες κατεγνώρισαν, ἐπρόσεχαν, ἠξεῦραν. Ἀναγνωρίζει τὸν κλαυθμὸν ὁκάποτε τῆς κόρης, εἰς τὴν φωνὴν ἀναισθητεῖ, νεκρὸς ἐπαπομένει· καὶ πάλιν ἀπὸ τῆς φωνῆς συντόμως ἐμψυχοῦται. Καὶ κράζει τὸν Καλλίμαχον ἡ κόρη μετὰ πόνου, μετὰ φωνῆς ἐρωτικῆς καὶ λυπημένου λόγου, τὴν Καλλιμάχου σύρριζον ἐξανασπᾷ καρδίαν. Λιποθυμεῖ Καλλίμαχος εἰς τὴν φωνὴν τῆς κόρης, ἀλλ’ ὅτε παρακάθηται μόνος ἐγγὺς τῆς κόρης, καὶ τὴν συναναγνώρισιν ἐλπίζει μετ’ ὀλίγον. Ἡμέραν ὅλην τὰς φωνὰς τῆς κόρης οὐ βαστάζει καὶ πνίγεται τὰς πνιγμονάς, ἀγανακτεῖ τοὺς πόνους, ἀλλ’ ὑποφέρει καὶ ζητεῖ καὶ μηχανᾶται τέχνην πῶς ἴδῃ λάθῃ τοὺς πολλοὺς καὶ γνωρισθῇ τῇ κόρῃ/ καὶ στήσῃ ταύτης τὸν κλαυθμόν. Ἀλλὰ φοβᾶται πάλιν μὴ γνωρισθῇ καὶ τὴν σιγὴν τῆς κόρης ἐκφαυλίσῃ. Λοιπὸν ἀναλογίζεται καὶ κατὰ νοῦν φροντίζει πῶς συλλαλήσῃ μετ’ αὐτῆς καὶ πῶς τὸ πλῆθος λάθῃ. Φροντίζει, κατακόπτεται, τὸν λογισμὸν δονεῖται. Μόλις ποτὲ μετὰ πολλὰς καὶ συνεχεῖς φροντίδας ταύτην εὑρίσκει μηχανὴν εἰς γνώρισμαν τῆς κόρης. Ὅταν γὰρ συνελούσθησαν εἰς τὸ λουτρὸν ἐκεῖνον, ἐκεῖνον τὸ παράξενον λουτρὸν τοῦ χρυσοκάστρου, τὸ γέμοντα τὰς ἡδονὰς καὶ χάριτας παντοίας, δακτυλιδόπουλον μικρὸν ἐπῆρεν ἐκ τὴν κόρην, ὅπερ αὐτῇ ἡ δέσποινα καὶ μάννα της ἐδῶκεν· καὶ τοῦτο μόνον γνώρισμαν τῶν γεννητόρων εἶχεν. «Ἐκείνη πάντως ἂν ἰδῇ τὸ δακτυλίδιν τοῦτο, εὐθὺς γνωρίσῃ τὸ λοιπόν, ἀναγνωρίσῃ πόθεν καὶ πῶς εὑρέθη σήμερον, πῶς ἦλθεν εἰς τὸν κῆπον. Καὶ μετ’ αὐτῆς τῆς μηχανῆς καὶ μετ’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀναγνωρίσωμεν ἡμεῖς, κἂν καὶ δοκῇ τῇ Τύχῃ, –τῶν γὰρ πραγμάτων τὴν φορὰν ἡ Τύχη περιφέρει– ἐγὼ γνωρίσω παρευθύς, τὴν κόρην περιλάβω, ἐκείνη τὸν Καλλίμαχον ἀναγνωρίσῃ πάλιν. Μετὰ τὴν ἀναγώρισιν εὐθὺς καὶ συμπλακοῦμεν, καὶ τρέμω μήπως τὰς ψυχὰς εὐθὺς συνεκρωθῶμεν/ ἀπὸ φρικτού τοῦ πράγματος, ἐξ ἀνεκφράστου τρόπου· καὶ συμπλακῶ τὰς χάριτας τῆς ἀσυγκρίτου κόρης, ἀναψυχώσωμεν νεκρὰς ψυχὰς καὶ τεθλιμμένας. Αὐτὴν συστρέψω κατὰ νοῦν ἅπασαν τὴν μελέτην». Ἐπιχειρεῖ καὶ μηχανήν, ἐπιχειρεῖ καὶ τρόπον τὴν κόρην μετὰ προσοχῆς νὰ δῇ καὶ νὰ συντύχῃ. Ἐπῆγεν, ἀπεκοίτασεν δενδρὸν ἀπὸ τοῦ κήπου, εἰς ὃ πολλάκις ἤρχετο μετὰ κλαυθμοῦ ἡ κόρη καὶ παρεκάθητο νεκρὰ μετὰ πολλῆς ὀδύνης, καὶ νεραντζέαν ἔβλεπεν ἐκ τὸ δενδρὸν ἐκεῖνον ὡς ἄνθρωπος ἀναίσθητος, παραπεφρονημένος. Καὶ τὸ δακτυλιδόπουλον εἰς τὸ νεράντζι δένει μετὰ πολλῆς τῆς προσοχῆς, μετὰ πολλοῦ τοῦ τρόπου. (Κατασκευῆς μηχάνημα φέρει πολλάκις βία, εἰς ὃ Καλλίμαχος τανῦν ἔποικεν ἐξ ἀνάγκης.) Ἡ κόρη κατὰ τὸν καιρὸν καὶ τὸν συνήθη θρῆνον ἦλθεν εἰς τὸ δενδρούτσικον, ἐκάτσεν ἀποκάτω, ἀνέβλεψεν, ἀνέτεινεν, εἶδεν τὴν νεραντζέαν, ἐστρίγγισε: «Καλλίμαχε, τὰς ὑποσχέσεις ὅλας νῦν ἐψευσάμην ἐκ παντός. Σὺ γὰρ νεκρὸς εἰς Ἅδην, ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ φαίνομαι, περιπατῶ καὶ βλέπω· ἀλλὰ κἂν ζῶ, τὴν αἴσθησιν ἀπονεκρώθην ὅλη, κἂν φαίνωμαι, παράδειγμα εἰμὶ τῶν φαινομένων,/ εἰ δὲ καὶ βλέπω, βλέπω σέ, κἂν μετ’ ἐμοῦ οὐκ εἶσαι». Εἶπεν, εὐθὺς ἀνέτεινεν τὴν χεῖραν πρὸς τὸ δένδρον, κρατεῖ τὸ φύλλον τοῦ δενδροῦ, τὸ δακτυλίδιν βλέπει· ἐπαίρνει το, φοραίνει το, φοραίνει κλόνον μέγαν, τρυγᾷ χαρὰν ἀνέκφραστον ἐκ τὸ δενδρὸν ἐκεῖνο. Χαρὰν καὶ θλῖψιν σύμμεικτα ἐκ τὸ δενδρὸν ἐπαίρει καὶ μετὰ φόβου καὶ κλαθμοῦ καὶ μετὰ θρηνωδίας ἀναίσθητος κατέπεσεν εἰς τὴν στρωμνὴν ἐπάνω καὶ ταῖς ἐννοίαις κόπτεται, τοῖς λογισμοῖς κλονεῖται. Οὕτω δοκεῖ τὸν δάκτυλον τοῦ Καλλιμάχου βλέπειν, ἀναψυχοῦται μετ’ αὐτοῦ, παρηγορεῖται τάχα· καὶ πάλιν ἐκ τὸ κράτημαν τοῦ δακτυλιδοπούλου ἀγανακτεῖ, λιγοψυχεῖ, ζαλίζεται, κλονεῖται, λαλεῖ μὲ τὴν καρδίαν της καὶ μὲ τὸν νοῦν της λέγει: «Ἐκεῖνος πάντως χωρὶς νοῦν τὸ δακτυλίδιν τοῦτο ἐφόρειν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς βασιλικῆς του τύχης· ἔπαιζεν ὁ Καλλίμαχος, εἰς τὸ λουτρὸν ἀπῆρεν, εἰς τὸ λουτρὸν καὶ τὸ θερμὸν –ἐμνήσθηκα τὸν τόπον καὶ τὸν καιρὸν καὶ τὸ λουτρόν· καὶ πάλιν ἀποθάνω!– Ἐπῆρεν, ἔβαλεν αὐτὸς μετὰ πολλῆς ἀγάπης ………………………………………………………… καὶ τὰς τοσαύτας ἡδονὰς ἡ φθονερά μου τύχη καὶ τὰς πικρογλυκύτητας ἐκείνας· ἐπεὶ τώρα, εἰ μόνον κἂν ἐνθυμηθῶ,/πῶς παρευθὺς οὐ θάνω; Ἀλλ’ ἴσως ἐκ τὸν δάκτυλον τὶς τὸν τοῦ Καλλιμάχου ἐπῆρεν, ὅταν ὡς νεκρὸν εἶδεν ἐκεῖνον τότε. Ἀλλὰ τινὰν οὐκ ἔφηκαν πρὸς τὸ νὰ τὸν σιμώσῃ ἢ νὰ τὸν ἅψεται ποσῶς ἢ νὰ τὸν ἀνασμίξῃ. Εἰ δ’ οὐκ ἐξέβαλεν κανεὶς ἐκ τῶν χρυσῶν δακτύλων τοῦ Χρυσοκαλλιμάχου μου, πῶς ὧδε νῦν εὑρέθη; Ἂν τύχῃ δ’ ὁ Καλλίμαχος οὐκ ἐνεκρώθην τότε, ἀλλ’ ἴσως ἡ πολύτροπος ἡ μοιχαλὶς ἡ γραῖα μετὰ μεγάλης μηχανῆς ἐνέκρωσεν ἐκεῖνον. Ἐμὲ γὰρ ὡς ἐφήρπασαν ἐξαίφνης ὥσπερ λύκοι, οὐκ ἔφθασα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ νὰ τὸν ψηλαφήσω, ἀλλ’ ἄφωνος ἐκ συμφορᾶς ἐστάθην, νεκρωμένος, ἀλλ’ εἶδον τὸν Καλλίμαχον εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἄψυχον, κείμενον (νεκρὸν) πρὸς τοῦ μεσονησίου. Λοιπὸν ὁκάτι σήμερον ἡ τύχη μου σκευάζει καὶ πάλιν ἄλλο βούλεται πικρὸν νὰ μὲ ποτίσῃ. Τί τοῦτο; ζῇς, Καλλίμαχε, καὶ οὐκ ἐφανερώθης;","μισταργὸν = μισθωτό εργάτη, υπηρέτη [ο μισθαργός] δουλεύσω = θα υπηρετήσω, θα διακονήσω ποτε = κάποτε (επίρρ.) ἀνεμασσόμην = θεράπευα [αναμασσόμαι] νεροφορήσω = θα κουβαλήσω νερό ἐγγὺς = κοντά (επίρρ., εδώ με χρονική σημασία) μοιρογραφῆναι = μοιρογράφομαι είναι καθορισμένη η μοίρα μου ἀπάρτι = τώρα (επίρρ.) τὸν παραδαρμόν = την ταλαιπωρία, το βάσανο [ο παραδαρμός] μανικὸν = μανία, παραφροσύνη [επίθ. μανικός, το ουδ. εδώ ως ουσ.] μιστάργωμά = υπηρεσίες που προσφέρει ένας υπηρέτης πέμψον = στείλε [προστ. αορ. του πέμπω] Τὸν = αυτός που (αναφ. αντων.) βισκίναν = δεξαμενή γέμουσιν = γεμίζουν [γέμω] μηχανήν = επινόημα, τέχνασμα ὁκάποτε = κάποτε ἀναισθητεῖ = λιποθυμά, χάνει τις αισθήσεις του [αναισθητώ] ἐμψυχοῦται = ζωντανεύει, συνέρχεται [εμψυχούμαι] κράζει = φωνάζει, καλεί πνιγμονάς = τις στενοχώριες [η πνιγμονή] ἐκφαυλίσῃ = οδηγήσει προς το χειρότερο [εκφαυλίζω] λάθῃ = θα μείνει απαρατήρητος [λανθάνω (αμτβ.)] εἰς γνώρισμαν = σε αναγνώριση παράξενον = εξαιρετικό, πολύ ωραίο περιλάβω = θα αγκαλιάσω [περιλαμβάνω] συντύχῃ = κουβεντιάσει [συντυχαίνω] νεραντζέαν = νερατζιά (το δέντρο) ἀνέτεινεν = ύψωσε το κεφάλι και κοίταξε προς τα πάνω [ανατείνω]",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Η δίκη και η απολογία της Χρυσορρόης (στ. 2438-2498),"Προηγείται η επανασύνδεση του ερωτευμένου ζευγαριού στο παλάτι του βασιλιά· οι δύο ήρωες, όλο χαρά, κανονίζουν και πραγματοποιούν τακτικές συναντήσεις στον κήπο του παλατιού. Κάποια στιγμή, όμως, τους καταδίδουν οι υπηρέτες και οι δύο νέοι περνούν από δίκη. Το απόσπασμα παρουσιάζει την απολογία της ηρωίδας. Ὁ βασιλεὺς θυμώνεται καὶ πρὸς ὀργὴν κινᾶται, ὁρίζει τὸ νὰ φέρουσιν τὴν δέσποιναν ὀμπρός του καὶ μετ’ αὐτῆς τὸν μισθαργόν, ἐκδίκησιν νὰ ποίσῃ,/ κόλασιν ἀσυμπάθητον καὶ συμφορὰν μεγάλην. (Ἰδοὺ τὸ τέλος τῶν κακῶν ἐγγίζει πληρωθῆναι.) Φέρνουν τὴν κόρην, ἵσταται τὰς χεῖρας δεδεμένη, φέρνουσιν καὶ τὸν μισθαργὸν ποδοσιδερωμένον. Παρέτοιμοι πρὸς ἔλεγχον ἦσαν οἱ τρεῖς εὐνοῦχοι σὺν τῇ καυχίτσᾳ τῇ κακῇ, τῇ πονηρᾷ δουλίδι, πρὸς τὰς ποινὰς οἱ δήμιοι, κακοῦργοι πρὸς κολάσεις. Παρετοιμάζονται λοιπὸν λόγῳ τοῦ βασιλέως. Ἡ κόρη γνῶσιν σταθηρὰν ἔχουσα καὶ γενναίαν ἤρξατο λέγειν πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα φθεγγομένη: (Λόγοι (ὡς) πρὸς τὸν ἄνακταν αὐτῆς τῆς Χρυσορρόης.) «Ὦ βασιλεῦ καὶ δικαστὰ καὶ τῶν πολλῶν αὐθέντη, τῆς ἀληθείας πρώτιστε καὶ τῆς δικαιοσύνης, λόγον τινὰ τῷ κράτει σου θέλω προσομιλῆσαι καὶ τὸν θυμόν σου κράτησε καὶ στῆσε τὴν ὀργήν σου· καὶ τότε τὴν ἐκδίκησιν ποίησον ὥσπερ βούλει. Ἂν ἐξ οἰκείων τῶν χειρῶν φυτεύσῃ τις ἀμπέλιν καὶ σκάψῃ καὶ κλαδεύσῃ το, φράξῃ τὸν γῦρον ὅλον, βλαστολογήσῃ το καλὰ καὶ δραγατεύσῃ τοῦτο καὶ τὴν ἡμέραν στήκεται μὲ τὴν σφενδόνην πᾶσαν νὰ φοβερίζῃ τὰ πτηνὰ νὰ μὴ τὸ καταλοῦσιν, τὴν νύκταν πάλιν περπατῇ/τὸν γῦρον καὶ φυλάσσῃ, κακοπαθῇ καὶ δέρνεται, καὶ τὸν καιρὸν τοῦ τρύγους ἔλθῃ καὶ δυναστεύσῃ το ἄλλος νὰ τὸ ἐπάρῃ, νὰ τὸ τρυγήσῃ νὰ τὸ φᾷ, κἀκεῖνον τὸν δραγάτην, τὸν φυτευτήν, τὸν κοπιαστὴν θέλει νὰ τὸν σκοτώσῃ, κρίνεις ἐτοῦτο δίκαιον ἢ τὸν δραγάτην κρίνεις νὰ φάγῃ τὸ κοπίτσιν του, νὰ φᾷ τὴν ἔξοδόν του;» Τὸ πλῆθος οὖν ἐσίγησεν, ὁ βασιλεὺς δὲ λέγει: «Τὸν μὲν δραγάτην κρίνω τον νὰ φᾷ τὴν ἔξοδόν του, τὸν δὲ δυνάστην τὸν κακόν, τὸν ἅρπαγαν ἐκεῖνον νὰ κόψουν τὸ κεφάλιν του, τοὺς ἄλλους νὰ φοβίσῃ τοὺς βουλομένους ἀδικεῖν, τοὺς θέλοντας ἁρπάζειν». Τὸ πλῆθος ἀνεβόησεν, τὸν ἄνακτα κροτοῦντες, κροτοῦντες, εὐφημίζοντες χάριν τὴν τοῦ δικαίου. «Εὐχαριστῶ σε, βασιλεῦ, πάλιν ἡ κόρη λέγει. Καὶ τί λοιπὸν ἠδίκησεν ἐτοῦτος ὁ δραγάτης καὶ θέλουν τὸ κοπίτσιν του νὰ τὸ τρυγήσουν ἄλλοι; Ἐτοῦτος ἔναι ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, τὸν ἐποῖκεν ἡ γραῖα μὲ τὰ μάγια της ὅλον νενεκρωμένον. Ἐτοῦτος ἔναι ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος τὸν ἐποῖκεν ὁ φονευτὴς τοῦ δράκοντος, αὐθέντης ἰδικός μου. Τίνα λοιπὸν ἠδίκησεν, νὰ φᾷ τὸν κάματόν του;» Τοῦτον ἀκούσας παρευθὺς ὁ βασιλεὺς τὸν λόγον ἡσύχασεν ἐφ’ ἱκανόν, ἔφριξεν ὑπὸ θάμβους./ «Ὅμως καὶ πῶς ἀνέζησεν;» ἠρώτησεν τὴν κόρην. Ἡ κόρη: «Τὸν Καλλίμαχον ἐρώτα περὶ τούτου· ἐγὼ γὰρ εἰς τὸ κάστρον σου καὶ τὸ παλάτιν τοῦτο ὀδυρομένη τὸ κακὸν καὶ τὸ πικρὸν θρηνοῦσα καὶ τὸ παράλογον αὐτὸ μὴ δυναμένη φέρειν, πικρὸν ἡγούμην τὸ νὰ ζῶ, νὰ φαίνωμαι φαρμάκιν καὶ τοὺς πολλοὺς ἐκάκιζα μὴ θέλουσα σιγεῖσθαι». Κατεμαλάχθην μερικῶς ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, ἐσίγησε πρὸς ὀλιγὸν καὶ τότε πάλιν λέγει : «Εἰπὲ λοιπόν, Καλλίμαχε, τὸ γένος καὶ τὴν χώραν καὶ πῶς τὸ δρακοντόκαστρον ἐπῆρες καὶ τὴν κόρην, τὸν δράκοντα ἐσκότωσες, ἔφυγες καὶ τὸν Ἅδην καὶ πῶς ἀπὸ περικοπῆς πάλιν κατῆλθες ὧδε».","ὁρίζει = διατάζει, παραγγέλλει [ορίζω] τὸν μισθαργόν = τον μισθωτό εργάτη, τον υπηρέτη [ο μισθαργός] κόλασιν = τιμωρία [η κόλασις] ἀσυμπάθητον = ανελέητη [επίθ. ασυμπάθητος] ἐγγίζει πληρωθῆναι = κοντεύει/πλησιάζει να ολοκληρωθεί [εγγίζω, πληρώνομαι] καυχίτσᾳ = θεραπαινίδα, δούλα, παρακόρη γνῶσιν = σοφία ἤρξατο = άρχισε [άρχομαι] τὸν ἄνακταν = τον βασιλιά, τον αυτοκράτορα [ο άναξ] τῷ κράτει σου = στη μεγαλειότητά σου [το κράτος: ως προσφ. ηγεμόνα αντί του ονόματός του] προσομιλῆσαι = να (σου) απευθύνω ὥσπερ βούλει = όπως επιθυμείς ἐξ οἰκείων τῶν χειρῶν = με τα ίδια του τα χέρια δραγατεύσῃ = το φυλάξει (ενν. το αμπέλι) τὸ καταλοῦσιν = το καταστρέψουν [καταλύω] δυναστεύσῃ = πάρει με τη βία, αρπάξει [δυναστεύω] κοπίτσιν = κόπο τὴν ἔξοδόν = τον κόπο, την ταλαιπωρία [η έξοδος] τὸν δὲ δυνάστην = τον σφετεριστή [ο δυνάστης] τοὺς βουλομένους ἀδικεῖν = αυτούς που θέλουν να αδικούν κροτοῦντες = χειροκροτώντας [κροτών, μτχ. ενεστ. του κροτώ] ἔναι = είναι τὸν = τον οποίο (αναφ. αντων.) ἀνέζησεν = ξανάρθε στη ζωή, ξαναζωντάνεψε [αναζώ ως αμτβ.] ἐκάκιζα = κατηγορούσα, κατέκρινα [κακίζω] Κατεμαλάχθην = μαλάκωσε, ηρέμησε [καταμαλάσσομαι] ὧδε = εδώ πέρα (επίρρ.)",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Η αθώωση και το αίσιο τέλος (στ. 2575-2607),"Ο λόγος της Χρυσορρόης συγκινεί τον βασιλιά και τους παρευρισκόμενους, με αποτέλεσμα να αθωώσει τους δύο νέους, που επιστρέφουν ευτυχισμένοι στο δρακοντόκαστρο. Στενάξας οὖν ὁ βασιλεὺς δεινῶς ἀπὸ τῆς λύπης, ἀλλὰ πρὸς τὸ φιλάνθρωπον καὶ πάλιν κατανεύσας τὴν γραῦν προστάσσει, φέρνουσι πάντων παρισταμένων. «Εἰπέ, τὴν λέγει, μυσαρά, σκεῦος μελανωμένον, ἠσβολωμένη καὶ κακὴ καὶ τῶν δαιμόνων μήτηρ, τίνος ὑπὲρ τῆς ἀφορμῆς καὶ τίνος ἐξ αἰτίας διπλοῦν τὸ μῆλον ἔποικες, ζῆν τε καὶ θανατώνειν; Μή τις ποσῶς ἠνάγκασεν, κατεδυνάστευσέν σε, μὴ θέλουσιν παρέσυρεν κἀκ τῆς αἰτίας ταύτης ἐποῖκες ὅσον ἔποικες, δαῖμον σατανωμένη; Τίνα δέ; σήμερον ἐγὼ σωματωμένον ἄλλον δαίμονα, κακομήχανον, ψυχώλεθρον στοιχεῖον λυτρώσω πρὸς ὑπόμνησιν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων; Καμίνου φλόγαν δυνατὴν ἀνάψαντες, μεγάλην, ταύτης τὸ σῶμα καύσατε, κἂν τὴν ψυχὴν οὐδόλως· δαίμων γὰρ οὖσα τῆς φλογὸς συντόμως ἀποφύγῃ». Ὁ λόγος ἔργον γέγονεν, οὐδὲ στιγμὴ παρῆλθεν. Αὐτὸν δὲ τὸν Καλλίμαχον τὰ σίδηρα λυτρώσας ἐλεύθερον παρέδωκεν τοῦτον τῇ Χρυσορρόῃ, κατελεήσας, ὡς δοκεῖ, τοὺς πικρασμοὺς τῆς Τύχης./ Καὶ φιλοφρονησάμενος αὐτοὺς οὐκ ἀναξίως μοῖράν τινα στρατηγικὴν ὁρίζει τοῦ φουσσάτου τὸ νὰ τοὺς ἀποσώσουσιν ἔνθα καὶ βουληθῶσιν. Τὴν εἰς τὸ δρακοντόκαστρον λοιπὸν ὁδὸν κρατοῦσι, ἡδονικὰ τὴν τρέχουσιν καὶ μετ’ ἐλευθερίας, μετὰ γλυκύτητος πολλῆς, μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Ἰδοὺ καὶ τοῦτο φθάνουσιν· καὶ πάλιν εὐφροσύνης ἀρρήτου καὶ γλυκύτητος μόνοι κατατρυφῶσιν καὶ μὲ χαρίτων τοῦ Θεοῦ, αὐτοῦ τοῦ λυτρωτοῦ μας, εὑρέθησαν εἰς τὴν χαρὰν καὶ τὸ καλὸν τὸ πρῶτον, ἀπαλλαχθέντες τοῦ κακοῦ καὶ τῆς πικρᾶς ὀδύνης. Καὶ τέλος εἴληφεν λοιπὸν τὸ νῦν παρὸν βιβλίον μετὰ θελήσεως Χριστοῦ, Θεοῦ τοῦ λυτρωτοῦ μας. Ἀμήν.","τὴν γραῦν = τη γριά [η γραυς] μυσαρά = σιχαμερή [επίθ. μυσαρός] ἠσβολωμένη = καταραμένη [ασβολωμένος, μτχ. μέσου παρακ. του ασβολώνω ως επίθ.] διπλοῦν τὸ μῆλον ἔποικες = έκανες το μήλο να έχει διπλή επίδραση κατεδυνάστευσέν σε = σε υποχρέωσε, σε καταπίεσε [καταδυναστεύω] κακομήχανον = δόλιο, ύπουλο [επίθ. κακομήχανος] κατελεήσας = δείχνοντας συμπόνια κατατρυφῶσιν = απολαμβάνουν εἴληφεν = έχει λάβει [λαμβάνω]",,Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα,Ανώνυμος Abstract,"Το ανώνυμο Χρονικόν του Μορέως, έργο του 14ου αιώνα, αποτελεί έμμετρη εξιστόρηση, εκ μέρους εξελληνισμένου δυτικού, της κατάκτησης της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Στους περίπου 9.000 ανομοιοκατάληκτους, δύσκαμπτους, δεκαπεντασύλλαβους στίχους του παρουσιάζονται, με ανθελληνική οπτική, τα γεγονότα από την Α΄ Σταυροφορία μέχρι το 1292. Σώζεται, εκτός από τα ελληνικά χειρόγραφα, και σε τρεις ξενόγλωσσες παραλλαγές.",,,Το Χρονικόν του Μορέως,Ανώνυμος Εισαγωγή (στ. 1340-1355),"Προηγείται συνοπτική περιγραφή των γεγονότων της Α΄ και Δ΄ Σταυροφορίας, της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) και της ίδρυσης της λατινικής αυτοκρατορίας, καθώς και της ελληνικής αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ακολουθεί η εισαγωγή/πρόλογος στην κυρίως αφήγηση. Ἐπεὶ ἂν εἶσαι γνωστικὸς, κ’ ἐξεύρεις τὰ σὲ γράφω, καὶ ἔγροικος εἰς τήν γραφήν, τὰ λέγω νὰ ἀπεικάζῃς, πρέπει νὰ ἐκατάλαβες τὸν πρόλογον ὅπου εἶπα εἰς τοῦ βιβλίου μου τὴν ἀρχὴν τὸ πῶς τὸ ἐκαταλέξα ὅτι δι’ ἀρχὴν θεμελίου εἶπα τὸ τῆς Συρίας, ὡσαύτως τῆς Ἀνατολῆς, ἔπειτα τῆς Πολέου, τὸ πῶς τοὺς τόπους ἐκεινοὺς ἐκέρδισαν οἱ Φράγκοι— ὅπως νὰ ἔλθω καὶ φέρω σε καὶ νὰ σὲ καταλέξω, τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐκέρδισαν ὁμοίως καὶ τὸν Μορέαν. Κι ἂν ἔχῃς ὄρεξιν νὰ ἀκούῃς πρᾶξες καλῶν στρατιώτων, νὰ μάθῃς καὶ παιδεύεσαι, ἂ λάχῃ νὰ προκόψῃς. Εἰ μὲν ἐξεύρεις γράμματα, πιάσε ν’ ἀναγινώσκῃς· εἴ τε εἶσαι πάλι ἀγράμματος, κάθου σιμά μου, ἀφκράζου· κ’ ἐλπίζω, ἂν εἶσαι φρόνιμος, ὅτι νὰ διαφορήσῃς, ἐπεὶ πολλοὶ ἀπὸ ἀφήγησες ἐκείνων τῶν παλαίων, ὅπου ἤλθασιν μετὰ ἐκεινῶν, ἐπρόκοψαν μεγάλως.","ἔγροικος = έμπειρος, γνώστης ἀπεικάζῃς = καταλαβαίνεις, αντιλαμβάνεσαι διαφορήσῃς = κερδίσεις, αποκομίσεις",,Το Χρονικόν του Μορέως,Ανώνυμος Απόβαση των Φράγκων στον Μοριά (στ. 1398-1419),"Ο μισίρ Γυλιάμος αποφασίζει να εκστρατεύσει στον Μοριά. Ακολουθεί η απόβαση των Φράγκων στον Μοριά και η κατάληψη του κάστρου των Πατρών. Τὸν μάρτιον μῆναν ἤλθασιν κι ἀπέρασαν ἀπέκει, κ’ εἰς τὸν Μορέαν ἐφτάσασιν εἰς τοῦ μαΐου τὴν πρώτην· ἐκεῖσε ἀποσκάλωσαν στὴν Ἀχαΐαν τὸ λέγουν, ὅπου ἔνι ἐδῶθεν τῆς Πατροῦ κἄν δεκαπέντε μίλια· εὐθέως καστέλιν ἔχτισαν ὅλον μὲ τὰ πλιθάρια. Ἐτότε γὰρ ὅπου λαλῶ κ’ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὁ τόπος ὅλος τοῦ Μορέως, ὅσος καὶ περιέχει τὸ λέγουν Πελοπόννεσον, οὕτως τὸν ὀνομάζουν, οὐδὲν εἶχεν καταπαντοῦ, μόνον δώδεκα κάστρη. Λοιπὸν ἀφότου ἐπέζεψαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀχαΐαν, ἐξέβησαν τὰ ἄλογα ἀπ’ ἔσω ἐκ τὰ καράβια, κἄν δύο ἡμέρες ἐνέμειναν ἕως οὗ νὰ τὰ ἀναπάψουν. Κ’ ἐνταῦτα ἐκαβαλλίκεψαν, ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πάτραν· τὸ κάστρον ἐτριγύρισαν, ὡσαύτως καὶ τὴν χώραν, τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν γύρω καταπαντόθεν, τοὺς τζαγρατόρους ἔβαλαν, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν· κι ἀπὸ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ θαρσέου πολέμου, ἀπὸ τοῦ πρώτου ἐσέβησαν στὴν χώραν τὴν ἀπ’ ἔξω. Κι’ ἀφῶν τὴν χώραν ἀπήρασιν, ἐκεῖνοι γὰρ τοῦ κάστρου καὶ εὐθέως ἐσυμβιβάστησαν, τὸ κάστρον ἐπαρεδῶκαν μετὰ συνθήκας κι ἀφορμὴν νὰ ἔχουσιν τὰ ἐδικά τους, ὁ κατὰ εἷς τὸ ὁσπίτι του ὁμοίως καὶ τὸ ἐδικόν του.","ἀποσκάλωσαν = προσορμίστηκαν τριπουτσέτα = [πηγή: History of Machines] ""> Εικόνα από το Ms. Lat. 7239, f. 22v[πηγή: History of Machines] πολιορκητικές μηχανές, καταπέλτες τζαγρατόρους = τοξοβόλους θαρσέου = άγριου ἐδικόν = περιουσία, βιος",,Το Χρονικόν του Μορέως,Ανώνυμος Η συμπεθερία του Ρομπέρτου με τον μισίρ Τζεφρέ (στ. 2568-2610),"Προηγείται η περιγραφή της σταδιακής κατάκτησης του Μοριά από τους Φράγκους, των μεταξύ τους διενέξεων και των σχέσεων με τη λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ακολουθεί η διήγηση της «συμπεθερίας» ανάμεσα στον Ρομπέρτο και τον μισίρ (Ν)Τζεφρ(ο)έ. Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Ρομπέρτος, οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ στρέψῃ ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ γὰρ βουλὴν μετὰ τοὺς ἐδικούς του. Κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του τοὺς πρώτους τῆς βουλῆς του. λεπτῶς τοὺς ἀφηγήσατο καὶ τὰς γραφὰς τοὺς δείχνει, τὸ ὅ,τι τοῦ ἐμήνα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος τοῦ Μορέως. Πολλὰ γὰρ ἐσυντύχασι, τὴν πρᾶξιν ἐσιδῆραν οἱ κεφαλᾶδες ἑνομοῦ μετὰ τὸν βασιλέα. Ἐνταῦτα οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψαν, ὅτι, ἀφότου λέγει ὑπόσχεται ὀ ἀφέντης τοῦ Μορέως νὰ γένῃ λίζιος ἄνθρωπος τοῦ βασιλέως τῆς Πόλης, τὸν τόπον του νὰ ὑποκρατῇ ἀπὸ τὸν βασιλέα, νὰ ἐσμίξουν μὲ τὸν βασιλέα, ὁμοῦ νὰ πολεμήσουν ὅλους τοὺς ἀντιδίκους τους ἔνθα κι ἂν τοὺς εὑροῦσιν, ἀρκεῖ καὶ σώζει νὰ γενῇ εἰρήνη καὶ φιλία ἀνάμεσα γὰρ εἰς τοὺς δύο ἀφέντες τῆς Ρωμανίας· ἐπεὶ ἦτο ἐπιδεξιώτερον αὐτὴ ἡ συμπεθερία, παρὰ εἰς τὸν ρῆγαν ντὲ Ραγγιοῦν ὅπου ἔνι οὕτως μακρέα· ἀφότου γὰρ δουλώνεται καὶ πρὸς τὸν βασιλέα, τὸν τόπον, ὅπου ἐκέρδισεν, νὰ τὸν κρατῇ ἀπ’ αὖτον. Ἐνταῦτα ἐγίνη ἀπόκρισις πρὸς τὸν μισὶρ Ντζεφρόε ὅτι νὰ ἐσμίξουν στὴν Βλαχίαν, ἕνωσιν νὰ ποιήσουν, κ’ ἐκεῖ νὰ κατορθώσουσιν νὰ ἔχουν νὰ διορθώσουν. Ἐνταῦτα ἦλθεν ὁ βασιλεὺς στὸ κάστρον τῆς Λαρίσσου, κ’ ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως, ἀπὸ τὴν Θήβα ἐδιάβηκεν κ’ ἐπῆρε καὶ μετ’ αὖτον ἐκεῖνον, ὅπου ἀφέντευεν ἐτότε τὴν Ἀθήναν, μέγαν κύρην τὸν ἔλεγαν, ἀπ’ αὖτον γὰρ ἐκράτει τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ποῦ εἶχε στὴν Ρωμανίαν, κὶ ὅλους τοὺς φλαμουραρίους, ὅπου ἦσαν στὸν Μορέαν. Ὁλοι μὲ αὐτὸν ἐδιάβησαν ἐκεῖσε στὴν Βλαχίαν, στὴν Λάρισσον ἑνώθησαν μετὰ τὸν βασιλέα. Χαρὲς μεγάλες ἔποικαν ἀφότου γὰρ ἐσμίξαν, καὶ μετ’ ἐκεῖνες τὲς χαρὲς ἀμφότεροι ἐσυντύχαν καὶ εἶπαν κ’ ἐδιόρθωσαν ἐτοῦτα ὅπου σὲ γράφω. Πρῶτα τοῦ ἔδωκε ὁ βασιλεὺς διὰ δωρεὰν καὶ προίκιον ὅλην τὴν Δωδεκάνησον, νὰ τὴν κρατῇ ἀπ’ αὖτον· δεύτερον τὸν ἐτίμησε πρίγκιπα νὰ τὸν λέγουν· τρίτον μέγαν δεμέστικον ὅλης τῆς Ρωμανίας· καὶ τέταρτον νὰ πολεμῇ στὸν τόπον, ὅπου ἐκράτει, τὸ χαραγεῖο τῶν τορνεσίων, ὁμοίως τῶν δηνερίων. Ἄνθρωπος λίζιος ἐγίνετον τοῦ βασιλέως ἐνταῦτα, τὸν τόπον ὅπου ἀφέντευεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ ἐκεῖνον.","κεφαλᾶδες = ανώτατους αξιωματούχους λεπτῶς = λεπτομερώς ἐσυντύχασι = συζήτησαν, είπαν ἐσιδῆραν = μελέτησαν ἑνομοῦ = μαζί λίζιος = υποτελής τιμαριούχος σώζει = φτάνει, αρκεί δουλώνεται = γίνεται υποτελής, υπηρετεί φλαμουραρίους = διοικητές δωρεὰν = δώρο δεμέστικον = αρχιστράτηγο χαραγεῖο = νομισματοκοπείο τορνεσίων = είδος νομίσματος δηνερίων = ασημένιων νομισμάτων",,Το Χρονικόν του Μορέως,Ανώνυμος Η συμφωνία μεταξύ Γυλιάμου και Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (στ. 4201-4342),"Στους στίχους που μεσολαβούν μεταξύ των δύο αποσπασμάτων, γίνεται αναφορά στην πολιτεία του πρίγκιπα Τζεφρέ και στην επέκταση των κτήσεών του στον Μοριά. Μετά τον θάνατό του, την εξουσία αναλαμβάνει ο Γυλιάμος, ο οποίος κατακτά τη Μονεμβασιά και κτίζει ή/και ανακατασκευάζει μια σειρά κάστρα, υποτάσσει τον μέγα κύρη Αθηνών, συμμαχεί με τον δεσπότη της Ηπείρου, αφού παντρευτεί την κόρη του, και παίρνει μέρος στη μάχη της Πελαγονίας, όπου πιάνεται αιχμάλωτος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, περιγράφεται η ομηρία του, η λύση της και η σύναψη συμφωνίας με τον αυτοκράτορα. Κι ἀφότου ἀπεζέψασιν κ’ ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες, ἐπῆρε ὁ σεβαστοκράτορας τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον· ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ κ’ εἰς τὸ παλάτι ἐσῶσαν. Ὁ βασιλεὺς ἐκάθετον ἐτότε εἰς τὸ θρονίν του, τὸν γῦρον τὰ ἀρχοντόπουλα καὶ μέσα ὁ βασιλέας. Ὁ πρίγκιπας γονατιστὰ τὸν βασιλέα ἐχαιρέτα, κι ὁ βασιλεύς, ὡς φρόνιμος κ’ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον, ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ κι ἀπάνω τὸν σηκώνει· «Καλῶς ἦλθες ὁ πρίγκιπας μετὰ τὴν συντροφίαν σου». Ὤρισεν καὶ ἐκάθισεν μικρὸν ἐκεῖ μετ’ αὖτον κι ἀπαύτου ὁρίζει ὁ βασιλέας κι ἀπῆραν τον ἀπέκει· εἰς φυλακὴν τὸν ἔβαλαν μετὰ τιμῆς μεγάλης. Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κ’ οἱ ἄλλοι φλαμουριάροι ἐκεῖ μετὰ τὸν πρίγκιπα τοὺς ἔβαλαν νὰ εἶναι διὰ νὰ ἔχουσιν ὁμότιμα καὶ παρηγόρημά τους τὴν φυλακὴν ὅπου εἴχασιν διὰ φοῦμος τοῦ βασιλέως. Κι ὅσο ἐποίησαν εἰς φυλακὴν τὴν ἑβδομάδα ἐκείνην, ὥρισεν γὰρ ὁ βασιλεύς, τὸν πρίγκιπαν ἠφέραν, ὁμοίως καὶ τοὺς καβαλλαρίους ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον, ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ βασιλέας ἀπάνω στὰ παλάτια· καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπαν ἀτὸς του ὁ βασιλέας· «Πρίγκιπα, ἐσὺ θεωρεῖς κ’ ἐβλέπεις τὸ ἀτός σου τὸ πῶς εἶσαι εἰς φυλακὴν, κ’ ἔχω σε εἰς ἐξουσίαν μου, ἂν θέλω νὰ ἐλευτερωθῇς, ἂν θέλω νὰ ἀποθάνῃς. Καὶ λέγω σε εἰς πληροφορίαν, καὶ μὴ τὸ ἀπιστήσῃς· ἂν ἤσουν γὰρ εἰς τὸν Μορέαν ἐκεῖ ὅπου ἤσουν ἀφέντης, καὶ νὰ εἶχες μάχην μετὰ ἐμὲν ὡσὰν νὰ ἐπεχειρίστης, οὐδὲν ἠμπόρεις στὰ μακρέα μετ’ ἔμε νὰ ὑπομένῃς νὰ μὴ σὲ ἐξήβαλα ἀπ’ ἐκεῖ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, νὰ ἐκέρδισα τὸν τόπον σου ὅπου ἔνι ἰγονικός μου. Λοιπὸν ἀφότου εὑρίσκεσαι ἐδῶ στὴν φυλακήν μου ἐσὺ κι ὅλος σου ὁ λαὸς κ’ εἶναι ἐδῶ μετ’ ἔσου, ἂν θέλω ἀρτίως νὰ στείλω ἐκεῖ φουσσᾶτα ἐδικά μου, νὰ στείλω μὲ τὰ κάτεργα νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσης κι’ ἀπαύτου πάλε ἀπὸ τῆς γῆς νὰ ὑπάγουν τῆς στερέας, ἐπεὶ ἔνι γὰρ κι ὁ τόπος σου γυμνὸς ἐκ τὰ φουσσᾶτα, νὰ τὸν ἐπάρουν εὔκολα καὶ νὰ τὸν ἔχῃς χάσει. Ἐν τούτῳ λέγω, πρίγκιπα, καὶ συμβουλεύομαί σε· διατὶ οἱ γονεῖς σου ἐκόπιασαν κ’ ἐξώδιασαν λογάρι διὰ νὰ κερδίσουν τὸν Μορέαν, κ’ ἐσὺ πάλε ἀπ’ ἐκείνους, περὶ νὰ χάσῃς τὰ κρατεῖς νὰ μείνῃς ἀκληρημένος, ἔπαρε ἐκ τὸ λογάριν μου —πολὺ νὰ σὲ χαρίσω— ἐσὺ κ’ οἱ καβαλλάροι σου ὅπου εἶναι ἐδῶ μετ’ ἔσου, νὰ σᾶς ἐβγάλω ἀπ’ ἐδῶ, νὰ σᾶς ἐλευτερώσω· κι ἀμέτε κι ἀγοράσετε χῶρες εἰς τὴν Φραγκίαν, νὰ ἔχετε παντοτινὰ ἐσεῖς καὶ τὰ παιδία σας κι ἀφῆτε ἐμέναν τὸν Μορέαν ὅπου ἔνι ἰγονικόν μου. Ἐπεὶν κι ἂν σᾶς ἐξήβαλα ἐδῶ ἐκ τὴν φυλακήν μου, καὶ νὰ ἦστε πάλε στὸν Μορέα, καθὼς ἦστε καὶ πρῶτα, ποτέ σας νὰ μὴ ἔχετε ἐσεῖς καὶ τὰ παιδιά σας εἰρήνην οὔτε ἀνάπαψιν νὰ φᾶτε τὸ ψωμί σας». Ὁ πρίγκιπας ἀφκράζετον τοῦ βασιλέως τὰ λόγια κ’ ἐσκόπα πῶς ν’ ἀποκριθῇ ὅπως νὰ μὴ ἔχῃ σφάλλει. Κι ὅσον εἶπεν κ’ ἐπλήρωσεν τὰ ἐλάλει ὁ βασιλέας, ἄρξετον πάλε ὁ πρίγκιπας νὰ λέγῃ πρὸς ἐκεῖνον· «Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, δέομαί σου τὸ κράτος, ὡς ἄνθρωπος ξενωτικὸς κι ἀπαίδευτος ὅπου εἶμαι, νὰ ἔχω τὴν συμπάθειον σου ἀπόκρισιν ποιήσω. Ἀφῶν ὁρίζει, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχω στὸν Μορέαν νὰ σὲ τὸν δώσω, ἀφέντη μου, λογάριν νὰ μὲ δώσῃς ἐμὲν καὶ τῶν συντρόφων μου ὅπου εἶναι μετ’ ἐμέναν, κ’ ὑπᾶμε ἡμεῖς εἰς τὴν Φραγκίαν ὅπου ἔν’ τὸ ἰγονικόν μας καὶ τόπους ν’ ἀγοράσωμεν νὰ ἠμένωμεν εἰς αὔτους, κ’ ἐσὲν νὰ μείνῃ ὁ Μορέας ὅπου ἔνι ἰγονικόν σου· τὸ δύνομαι ν’ ἀποκριθῶ καὶ δύνομαι ποιῆσαι, σὲ θέλω ποιήσει ἀπόκρισιν καὶ δέξου το εἰς ἀλήθειαν, ἐπεὶ, ἂν μ’ ἐκράτεις ’ς φυλακὴν πενῆντα πέντε χρόνους, ποτὲ ἀπὸ ἐμὲν οὐκ ἠμπορεῖς νὰ ἔχῃς ἄλλο πρᾶγμα, μόνον κ’ ἐτοῦτο ὅπου ἠμπορῶ, λέγω τὴν βασιλείαν σου. Ὁ τόπος γάρ, ἀφέντη μου ἐκεῖνος τοῦ Μορέως, οὐδὲν τὸν ἔχω ὡς γονικόν οὔτε παππουδικόν μου διὰ νὰ τὸν ἔχω εἰς ἐξουσίαν νά δώσω καὶ χαρίσω. Τὸν τόπον ποῦ ἐκερδίσασιν οἱ εὐγενικοὶ ἐκεῖνοι ὅπου ἦλθαν γὰρ ἐκ τὴν Φραγκίαν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν ὁμοῦ μὲ τὸν πατέρα μου, ὡς φίλοι καὶ συντρόφοι, Μὲ τὸ σπαθὶ ἐκερδίσασιν τὸν τόπον τοῦ Μορέως, ἀλλήλως τὸν ἐμοίρασαν μὲ ψήφους εἰς τὸ ζύγι· τοῦ καθενὸς ἐδώκασιν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν, καὶ μετὰ ταῦτα ἐκλέξασιν ἀμφότεροί τους ὅλοι, ὡς ἄνθρωπον τιμιώτερον καὶ φρονιμώτερόν τους, κ’ ἐποῖκαν τὸν πατέρα μου ὡς ἁρχηγὸν εἰς ὅλους. Μὲ συμφωνίες, στοιχήματα τὰ ἐβάλασιν ἐγγράφως νὰ μὴ ἔχῃ δύναμιν καμμίαν νὰ κρένῃ μοναχός του, οὔτε νὰ ποιήσῃ τίποτε πρᾶγμα γὰρ εἰς τὸν κόσμον ἄνευ βουλῆς καὶ θέλημα ὁλῶν του τῶν συντρόφων. Λοιπόν, ἀφέντη βασιλέα, ἐγὼ ἐξουσίαν οὐκ ἔχω νὰ δώσω πρᾶγμα τίποτε ἀπὸ τὸν τόπον ποῦ ἔχω διατὶ τὸν ἐκερδίσασιν μὲ τὸ σπαθί οἱ γονεῖς μας πρὸς τὰ συνήθεια ποῦ ἔχομεν, τὰ ἐποίησαν ἀμφοτέρως. Ἀλλά, ὡς ἔνι τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουν οἱ στρατιῶτες, τὸν πιάσουσιν εἰς πόλεμον καὶ φυλακέψουνέ τον, μὲ ὑπέρπυρα καὶ χρήματα ἐξαγοράζουνέ τον. Ἄς τὸ διακρίνῃ, ἀφέντη μου, τῆς βασιλείας τὸ κράτος, πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ καθενὸς ὅπου εἴμεθεν ἐνταῦτα νὰ δώσῃ νὰ ἐξαγοραστῇ νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου. Κι ἂν θέλῃ ἐτοῦτο, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος, νὰ βιαστοῦμε ὁ κατὰ εἶς τὸ δύνεται καὶ σώνει, νὰ δώσῃ κ’ ἐξαγοραστῇ, νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου· εἴτε σὲ φαίνῃ, ἀφέντη μου, νὰ μὴ μᾶς τὸ ποιήσῃς οὕτως, ἐδῶ μᾶς ἔχεις ’ς φυλακὴν καὶ ποίησον ὡς κελεύεις». Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας μεγάλως ἐθυμώθη καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα μετὰ θυμοῦ μεγάλου· «Πρίγκιπα, φαίνεται καλὰ ὅτι Φράγκος ὑπάρχεις, διατὶ ἔχεις τὴν ἀλαζονείαν, ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι· ἐπεὶ τοὺς Φράγκους πάντοτε ἡ ἀλαζονεία τοὺς χάνει καὶ φέρνει τους ’ς ἀπώλειαν ἀπὸ τοὺς λογισμούς τους, ὡσὰν σὲ ἤφερεν κ’ ἐσὲν ἐνταῦτα ἡ ἀλαζονεία σου, καὶ ἦλθες εἰς τὰς χεῖρας μου ἐδῶ εἰς τὴν φυλακήν μου. Καὶ λέγεις καὶ λογίζεσαι ἐκ τὴν ἀλαζονείαν σου, νὰ ἔβγῃς ἀπὸ τὰς χεῖρας μου κι ἀπὸ τὴν φυλακήν μου. Διοῦ σὲ ὀμνύω, ὡς βασιλεύς, καὶ κράτει το εἰς ἀλήθειαν, ὅτι ποτέ σου ἀπ’ ἐδῶ νὰ μὴ ἔβγῃς διὰ δηνάρια, νὰ πουληθῇς διὰ χρήματα, νὰ ἐξέβῃς διὰ λογάριν». Ὥρισε εὐθέως ὁ βασιλέας κι ἁρπάξαν τον ἀπέκει, ἐκεῖ τὸν ἐδιαβάσασιν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον, καθὼς ἀκοῦστε τὰ λαλῶ καὶ τὰ σᾶς ἀφηγοῦμαι. Τὸ ἀκούσει γὰρ τὸν βασιλέαν, ὅσοι ἔστηκαν ἐμπρός του οἱ Βάραγγοι γὰρ κ’ οἱ Ρωμαῖοι, ὅπου τὸν ἐφυλάγαν, ἁρπάξασιν τὸν πρίγκιπα ὡσὰν μὲ ἀλαζονείαν κ’ ἐκεῖ τὸν ἐδιαβάσασιν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον. Τρεῖς χρόνους ἔποικεν ἐκεῖ μὲ ὅλους τοὺς ἐδικούς του βιαζόμενος ν’ ἀγοραστῇ μὲ χρήματα ὑπερπύρων. Κι ἀφῶν εἶδεν κ’ ἐγνώρισεν ἐκεῖνος κ’ οἱ ἐδικοί του ὅτι ποτὲ διὰ ὑπέρπυρα, οὔτε γὰρ διὰ λογάριν οὐδὲν τὸν ἐλευτέρωναν νὰ ἐβγῇ κ’ τὴν φυλακήν του, μὲ τὴν βουλὴν καὶ θέλημα τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου καὶ τῶν ἀλλῶν φλαμουραρίων, ἐσυμβιβάστην οὕτως· νὰ δώσῃ γὰρ τοῦ βασιλέως διὰ τὴν ἐλευτερίαν τους, τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μαΐνης, τὸ τρίτον κι ὀμορφότερον τοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον, εἰς τρόπον γὰρ καὶ συμφωνίαν νὰ ἔβγῃ μὲ τὸν λαόν του, μὲ ὅσους κι ἂν ἦσαν μετ’ αὐτόν, μικρούς τε καὶ μεγάλους. Κι ὅσον ἀπεκατέστησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες, ἐγράφως τὲς ἐποίκασιν κι ὠμόσασιν εἰς αὖτες. Ὁ βασιλεὺς εἶχεν υἱὸν μειράκιον νὰ βαφτίσῃ· τὸν πρίγκιπαν ἐζήτησε κ’ ἐποῖκαν συντεκνίαν. Στὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικαν ἦτον κ’ ἐτοῦτο μέσα· ποτὲ μάχην νὰ μὴ ἔχουσιν, ἀγάπην νὰ κρατοῦσιν· κι ἂν ἔλθῃ ἐνάντιον τίποτε τινὸς ἀπὸ τοὺς δύο, νὰ τὸν μαδίζῃ γὰρ τινὰς καὶ μάχην νὰ τοῦ κάμνῃ, νὰ τοῦ βοηθῇ ὁ ἕτερος μὲ ὅλην του τὴν οὐσίαν.","ἀπεζέψασιν = ξεκαβαλίκεψαν ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες = στρατοπεδεύσαν [έκφρ. πιάνω την κατούνα] ἐσῶσαν = έφτασαν μικρὸν = για λίγο, για μικρό χρονικό διάστημα φλαμουριάροι = διοικητές φοῦμος = καύχημα/φήμη ἐπεχειρίστης = επιχείρησες, προσπάθησες στὰ μακρέα = για μεγάλο χρονικό διάστημα ἰγονικός = προγονικός, κληρονομικός φουσσᾶτα = στρατεύματα κάτεργα = πλοία ἀπαύτου = ύστερα, κατόπιν λογάρι = περιουσία, χρήματα ἀκληρημένος = άκληρος, χωρίς περιουσία ἐπλήρωσεν = ολοκλήρωσε ξενωτικὸς = ξένος, από άλλη χώρα παππουδικόν = προγονικός, που αποτελεί κληρονομιά εκ του παππού ή πάππου προς πάππου στοιχήματα = επίσημη συμφωνία, όρος ὑπέρπυρα = [πηγή: Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού] ""> Υπέρπυρο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Θεσσαλονίκη[πηγή: Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού] χρυσά βυζαντινά νομίσματα ἐδιαβάσασιν = οδήγησαν, μετέφεραν μειράκιον = βρέφος, νήπιο συντεκνίαν = κουμπαριά από βάφτιση παιδιού μαδίζῃ = επιτίθεται, πολεμά οὐσίαν = ισχύ, δύναμη",,Το Χρονικόν του Μορέως,Ανώνυμος Η άφιξη του Ρούσου ντε Σουλή στον Μοριά (στ. 7858-7905),"Στους στίχους που παραλείπονται, ο πρίγκιπας Τζεφρές απελευθερώνεται και επιστρέφει στον Μοριά, όπου οι συγκρούσεις με τους Έλληνες ξαναρχίζουν. Γίνεται περιγραφή πολλών μαχών· επίσης, αναφορά στις διαμάχες ανάμεσα στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο και τον βασιλιά Μαμφρέδο και την παπική εξουσία. Στέψη του Κάρολου του Ανδεγαβικού, βασιλιά των Δύο Σικελιών, ο οποίος καταφέρνει να αποκτήσει την επικυριαρχία του Μοριά, τον οποίο, μετά τον θάνατο του πρίγκιπα Γυλιάμου, διοικεί με απεσταλμένους του. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, περιγράφεται η άφιξη στον Μοριά του μπάιλου Ρούσου ντε Σουλή, ο οποίος είναι απεσταλμένος του Καρόλου, και η περιγραφή του εθιμικού δικαίου του φραγκοκρατούμενου Μοριά. τὸ πῶς ὁ ρῆγας ὥρισεν ἅπαντας τοῦ Μορέως, τὸν Ροῦσο ἐκεῖνον ντὲ Σουλῆ νὰ τὸν δεχτοῦν διὰ μπάϊλον, κι ὅσοι εἶναι λίζιοι ἄνθρωποι καὶ χρεωστοῦν ὀμάτζια, τοῦ Ρούσου νὰ τὰ ποιήσουσιν ὡς διὰ τὰ ἰγονικά τους, ὥσπερ νὰ ἦτο ὁλοστινὸς ὁ ρῆγας ἀπατός του. Καὶ ὅσον ἀναγνώσασιν τοὺς ὁρισμοὺς ἐκείνους οἱ φλαμουριάροι κ’ οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ καβαλλάροι ὁμοίως, ὁμοῦ βουλὴν ἀπήρασιν πῶς νὰ ἀπηλογηθοῦσιν. Τὸν μητροπολίτην τῆς Πατροῦ, μισὶρ Μπενέτος ἄκω, ἐκεῖνον γὰρ ἐκλέξασιν νὰ συντύχῃ διὰ ὅλους. Ἐνταῦτα ἐπεχείρησε καὶ λέγει πρὸς τὸν μπάϊλον· τὸ πῶς οἱ πάντες τοῦ Μορέως, μικροί τε καὶ μεγάλοι, τοὺς ὁρισμούς, προστάγματα, τὰ ἤφερεν ἐκ τὸν ρῆγαν, ὅλοι τὰ ἐπροσκύνησαν καὶ δέχοντα τὰ ὁρίζει· τὸν μπάϊλον ὅπου ἔστειλεν κ’ ἐκεῖνον δέχονταί τον, νὰ τὸν κρατοῦν καὶ σέβονται ὥσπερ νὰ ἦτον ὁ ρῆγας. Τὸ δὲ ὁμάτζιο καὶ λιζίαν, τὰ ὁρίζει νὰ ἔχουν ποιήσει τοῦ μπάϊλου ἐκεινοῦ ντὲ Σουλῆ, ποτὲ οὐδὲν τὸ κάμνουν, διότι γὰρ ἠθέλασιν σφάλλει ἀπὸ τὰ συνήθεια, τὰ ὁρίζει ὁ νόμος τοῦ Μορέως, τὰ ἔχουν ἐκ τὴν κουγκέσταν, τὰ ὠμόσασιν κ’ ἐγράψασιν ἐκεῖνοι ὅπου ἐκερδίσαν τὸ πριγκιπᾶτο τοῦ Μορέως, ἀπὸ σπαθίου τὸ ἀπῆραν. Ἐπεὶ ὁ νόμος τοῦ Μορέως, τοῦ τόπου τὰ συνήθεια ὁρίζουν ὅτι ὁ πρίγκιπας, ὁ ἀφέντης γὰρ τοῦ τόπου, ὅστις κι ἂν ἔνι, ὅταν ἔλθῃ τὴν ἀφεντίαν νὰ λάβῃ, σωματικῶς νὰ ἀπέρχεται ἐντὸς τοῦ πριγκιπάτου, νὰ ὀμόσῃ πρῶτα τοῦ λαοῦ, ὅπου εἶναι στὸν Μορέαν, εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ τὴν χεῖραν του νὰ βάλῃ· νὰ τοὺς κρατῇ δικαιολογᾷ εἰς τὰ συνήθεια ποῦ ἔχουν, κ’ εἰς τὴν φραγγίδαν ποῦ ἔχουσιν νὰ μὴ τοὺς σκανταλίσῃ. Κι ἀφῶν ὀμόσῃ ὁ πρίγκιπας οὕτως ὡσὰν τὸ λέγω, ἐνταῦτα ἀρχάζουν οἱ ἅπαντες λίζιοι τοῦ πριγκιπάτου καὶ κάμνουσιν τὰ ὁμάτζια, στὸν πρίγκιπαν ἐκεῖνον. Ἐπεὶ ἡ λιζία ποῦ γίνεται, φιλοῦνται εἰς τὸ στόμα, κ’ ἔνι τὸ πρᾶγμα ἐπίκοινον ἀμφοτέρων τῶν δύο· οὕτως χρεωστεῖ ὁ πρίγκιπας τὴν πίστιν πρὸς τὸν λίζιον ὡσὰν ὁ λίζιος πρὸς αὐτόν, οὐκ ἔνι διαφωνία, ἄνευ ἡ δόξα καὶ τιμὴ ὅπου ἔχει πᾶσα ἀφέντης. Πολλάκις δὲ ὁ πρίγκιπας νὰ ἦτον εἰς ἄλλον τόπον καὶ νὰ ἤθελεν νὰ ἔβαλλεν ὁκάποιο ἄλλον δικαῖον του νὰ παραλάβῃ τῶν λιζίων τὰ ὁμάτζια ὅπου χρεωστοῦσιν, οὐδὲν χρεωστοῦν οἱ ἄνθρωποι οἱ λίζιοι τοῦ Μορέως νὰ ποιήσουν ἄλλον γὰρ τινὸς ὁμάτζιον καὶ λιζίαν, παρὰ τοῦ πρίγκιπος αὐτοῦ στὸ πριγκιπᾶτο ἀπέσω. «Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλοῦν οἱ λίζιοι τοῦ Μορέως μὴ τὸ δεχτῇς εἰς βάρος σου ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγουν, ἐπεὶ πρῶτα ν’ ἀπόθαναν καὶ νὰ τοὺς ἀκληρῆσαν, παρὰ νὰ τοὺς ἐβγάλασιν ἐκ τὰ συνήθεια ποῦ ἔχουν.»","μπάϊλον = αντιπρόσωπο με διοικητική πληρεξουσιότητα λίζιοι = υποτελείς τιμαριούχοι ὀμάτζια = επίσημη δήλωση υποτέλειας σε έναν ηγεμόνα, κατά την οποία ο υποτελής ανακηρύσσεται «άνθρωπος» του ηγεμόνα και του παραχωρείται φέουδο έναντι υπόσχεσης σεβασμού και υποταγής/ομολογία ή δήλωση εύνοιας, συμπάθειας, αναγνώρισης/ηθική δέσμευση, υποχρέωση ἰγονικά = προγονικά, κληρονομικά ὁλοστινὸς = ο ίδιος προσωπικά ἀπατός = ο ίδιος φλαμουριάροι = διοικητές ἄκω = ονομάζεται λιζίαν = σχέση αμοιβαίας πίστης μεταξύ του υποτελή τιμαριούχου και του ηγεμόνα του κουγκέσταν = κατάκτηση δικαιολογᾷ = αποδίδει δικαιοσύνη (έκφραση) φραγγίδαν = προνόμια, ελευθερίες σκανταλίσῃ = υπονομεύσει, αρνηθεί να αναγνωρίσει ἐπίκοινον = που ανήκει, αναφέρεται, ισχύει και στους δύο δικαῖον = τοποτηρητή, αναπληρωτή ἀκληρῆσαν = στερήσουν εδάφη που τους ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα",,Το Χρονικόν του Μορέως,Ανώνυμος Ο μισίρ Φλοράνς στον Μοριά (στ. 8663-8686),"Οι στίχοι που παραλείπονται αναφέρονται στους δούκες των Αθηνών και στη διακυβέρνηση του Μοριά από τους εκάστοτε απεσταλμένους. Η Ισαβέλα, κόρη του πρίγκιπα Γυλιάμου, παντρεύεται τον μισίρ Φλοράνς, ο οποίος γίνεται έτσι πρίγκιπας Μορέως. Ακολουθεί η περιγραφή της κατάστασης στην οποία βρήκε τον Μοριά ο μισίρ Φλοράνς και η εκ μέρους του πρόταση προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα για σύναψη ειρήνης. Ηὗρεν γὰρ ὁ πρίγκιπας τὸν δεμοσιακὸν τόπον ἐξηλειμμένον παντελῶς ἀπὸ τοὺς ρογατόρους καὶ τοῦ ρηγὸς τὲς ἐξουσίες ὅπου τὸν ἐρημῶσαν. Βουλὴν ἐζήτησεν ὁλῶν τὸ πῶς νὰ ἔχῃ πράξει, καὶ ὅλοι οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψαν, ὅτι ἂν θέλῃ νὰ κρατῇ μάχην μὲ τοὺς Ρωμαίους, ἀκόμη καὶ χειρότερα θέλει ἀπορήσει ὁ τόπος· ἀλλὰ ἂν θέλῃ βούλεται τὸν τόπον ἀναστήσει, ἀγάπη ἂς ποιήσῃ μετ’ αὐτοὺς εἰρηνικήν, στερέαν, νὰ ὀμόσῃ μὲ τὸν βασιλέα νὰ στήκῃ πάντα ἡ ἀγάπη. Ἐν τούτῳ ἐδόθη ἡ βουλὴ κ’ ἐστέρξανέ το ὅλοι, κι ἀπέστειλεν ὁ πρίγκιπας μαντατοφόρους δύο στὴν περιεχοῦσαν κεφαλὴν ὅπου ἦτον στὸν Μορέαν ἐτότε γὰρ τοῦ βασιλέως ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες, παραδηλῶντα, λέγοντα τὸ πῶς ἦλθεν ἐνταῦτα ὁ ἀφέντης πρίγκιπας Μορέως, ’ς ὅσον κρατοῦν οἱ Φράγκοι κ’ ηὗρεν τὸν τόπον ἔρημον, τελείως ἐξηλειμμένον. Κ’ ἐρώτησε καὶ εἶπαν του ὅτι ἐκ τῆς μάχης ἦτον, ὅπου εἶχεν γὰρ ὁ βασιλέας μετὰ τὸ πριγκιπᾶτο· ἐπεὶ τῆς μάχης τὰ ἔργατα ἐτοῦτα προξενοῦσιν· τοὺς τόπους τοὺς καλλιώτερους ὅπου εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμον, ἡ μάχη γὰρ τοὺς καταλεῖ, τελείως τοὺς ἐρημάζει. Λοιπόν, ἂν θέλῃ, ὀρέγεται νὰ ποιήσουσιν ἀγάπην, νὰ τοῦ μηνύσῃ ἀπόκρισιν, νὰ μάθῃ τὴν βουλήν του.","δεμοσιακὸν τόπον = το δημόσιο ταμείο, το θησαυροφυλάκιο του κράτους [φρ. δεμοσιακός τόπος] ἐξηλειμμένον = καταστραμμένο, άδειο ρογατόρους = μισθοφόρους θέλει ἀπορήσει = θα δυστυχήσει, θα φτωχύνει στὴν περιεχοῦσαν κεφαλὴν = στον αντιπρόσωπο, απεσταλμένο του αυτοκρατόρα [φρ. περιεχούσαν κεφαλήν]",,Το Χρονικόν του Μορέως,Ανώνυμος Σύναψη ειρήνης μεταξύ Φράγκων και Ελλήνων (στ. 8764-8781),"Ο βυζαντινός αυτοκράτορας συναινεί στην πρόταση του μισίρ Φλοράνς για σύναψη ειρήνης. Μετά τις διαβουλεύσεις, η συμφωνία υπογράφεται στην Ανδραβίδα. Ακολουθεί η αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο αυτοκράτορας «χρυσοβουλώνει» τη συμφωνία, επικυρώνοντας έτσι τη σύναψη της ειρήνης μεταξύ Φράγκων και Ελλήνων. Τὸ ἰδεὶ τους γὰρ ὁ βασιλέας, καλὰ τοὺς ἀποδέχτη, πολλὰ τοῦ ἐφάνη ὀρεχτικὴ ἡ τρέβα κ’ ἡ ἀγάπη νὰ ἔχῃ μὲ τὸν πρίγκιπα, ἐκεῖνον τοῦ Μορέως, διὰ τὴν πολλὴν τὴν ἔξοδον ὅπου εἶχε εἰς τὰ φουσσᾶτα, ὅπου ἔστελνεν εἰς τὸν Μορέαν κ’ ἐμάχετον τοὺς Φράγκους. Ὥρισε εὐθέως κ’ ἐγράψασιν τὲς συμφωνίες τῆς τρέβας κ’ ἐποίησεν ὁρκωμοτικὸν κ’ ἐχρυσοβούλλωσέ το. Ἀπάνω εἰς αὖτο ὤμοσεν ἀτὸς του ὁ βασιλέας ἐνώπιον τῶν καβαλλαρίων κι ἀπέκει τοὺς τὸ ἐδῶκεν· ἀπῆραν τὸ ὁρκωμοτικον κ’ ἦλθεν εἰς τὸν Μορέαν, τοῦ πρίγκιπος τὸ ἠφέρασιν κ’ ἐπροσκομίσανέ το· ὁ πρίγκιπας τὸ ἐδέξετον, πολλὰ καλὸν τὸν ἐφάνη. Κι ἀφότου ἐστερεώθηκεν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ τρέβα ἀνάμεσον τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ πρίγκιπα Μορέως, ἄρξετον ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, νὰ κυβερνᾷ τὸν τόπον του, νὰ αὐξαίνῃ τὲς δουλεῖες του· μὲ τὸν λαὸν τοῦ βασιλέως εἰρηνικὰ ἐδιάγε· ἐπλούτηναν οἱ ἅπαντες, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι.","τρέβα = ανακωχή ἔξοδον = δαπάνη, έξοδα φουσσᾶτα = στρατεύματα",,Το Χρονικόν του Μορέως,Ανώνυμος Abstract,"Έμμετρη κωμωδία του βενετοκρητικού φεουδάρχη Μαρκαντώνιου Φόσκολου που γράφτηκε στη διάρκεια της πολιορκίας του Κάστρου (Χάνδακα) από τους Τούρκους και διαδραματίζεται στην ίδια αυτή πόλη, την πρωτεύουσα της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Με μοτίβα και ήρωες ανάλογους με του Κατζούρμπου, τελειώνει κι αυτή με τον γάμο του ερωτευμένου ζευγαριού, αφού αποκαλύπτεται ότι ο νεαρός είναι ο χαμένος γιος του πλούσιου γιατρού Λούρα, ο οποίος επρόκειτο να παντρευτεί την κοπέλα. Το έργο συνοδεύεται από 4 ιντερμέδια με θέμα τον Τρωικό Πόλεμο.",,,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Η πόλη του Κάστρου (Πρόλογος 89-133),"Στον πρόλογο της κωμωδίας, στη σκηνή εμφανίζεται η προσωποποιημένη Τύχη, με μάτια κλειστά και ξανθά μαλλιά, μαδημένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, με φτερά και έναν τροχό στο χέρι. Συστήνεται στο κοινό και απαριθμεί τους τρόπους με τους οποίους φέρεται στους ανθρώπους ανάλογα με τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους, σαν μια δύναμη ηθική, φέρνοντας παραδείγματα από έναν ωραιοποιημένο «χρυσό αιώνα». Γρήγορα, ωστόσο, συνειδητοποιεί ότι δεν έχει νόημα να αναφέρεται σε άλλες εποχές, εφόσον το κοινό έχει μπροστά του το ζωντανό παράδειγμα του Κάστρου (Χάνδακα), που ζει βέβαια την απειλή της τουρκικής κατάκτησης, αλλά έχει κατοίκους οι οποίοι με την προσωπική τους αξία και αρετή ανέβηκαν ψηλά. Έτσι, προχωρεί στο εγκώμιο της πόλης που διαβάζουμε στο απόσπασμα. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πρόλογος, τόνε κάνει ἡ Τύχη Μὰ ἴντα θὲ νὰ κάθωμαι τώρα νὰ σᾶς δηγοῦμαι τὰ παλαιὰ καμώματα; Ἂς ἔρθωμε νὰ δοῦμε σήμερον εἰς τὸ Κάστρο σας τοῦτο τὸ τιμημένο τσῆ Κρήτης τόσα ἐξακουστό, στὸν κόσμο δοξασμένο σ’ ἄρματα κι εἰσὲ γράμματα κι εἰς κάθα πράξην ἄλλη παντοτινὰ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς, καὶ τώρα μὲ μεγάλη δόξα ἡ φούμη του ἐπλάτυνε, καὶ ὁ κόσμος τὴ λογιάζει, καὶ ὅλη ἡ Φραγκιὰ τσὶ δύναμες τσὶ τόσες του θαμάζει. Ἡ Ἄσια, ἡ Τράτσια καὶ ἡ Ἄφρικα τρομάσσου τς ἐμπόρεσές τως βλέποντας πῶς τς ἔκαμε νὰ χάσου, καὶ ὁ Τοῦρκος τ’ ἄνομο σκυλὶ τρομάραν ἔχει τόση ποὺ πλιό του δὲν ἀποκοτᾶ ἀποκάτω νὰ σιμώση, γιατὶ θυμᾶται τὰ παλιά, καὶ τρέμει καὶ φοβᾶται, καὶ ἀκόμη τά ’παθε στὴ γῆ καὶ εἰς πέλαγος θρηνᾶται, καὶ τόνε περιτρέχουσι στὰ ἐρχόμενα λογιάζει, καὶ μετανιώνει ἀπὸ καρδιᾶς, κλαίγει καὶ ἀναστενάζει. Ἐκεῖνο τὸ ψοματινὸ καὶ τὸ μισὸ φεγγάρι, ποὺ ’γέρθη κι ἐσηκώθηκε μ’ ἔτοια μεγάλη χάρη ἀπ’ τὴ μερὰ τῆς Σύθιας τῆς ἄπονης, κι ἐσάσε κι ἐπλάτυνε γιαμιὰ γιαμιὰ καὶ ὅλο τὸν κόσμο ἐπιάσε, θέλει ἀπομείνει σκοτεινὸ γοργὸ καὶ θαμπωμένο, καὶ μ’ ἔκλειψη παντοτινὴ νὰ στέκη μαυρισμένο, γιατὶ ἀποὺ τὴ Βενετιὰ καὶ ὅλη τὴ Χστιανοσύνη νέφη θελὰ θέλου γερθῆ μὲ τόση κακοσύνη καὶ τοῦ πελάγου καὶ τσῆ γῆς, κι ἐπῶδε νὰ γυρίσου τὴ λαμπιρότη τὴν πολλὴν ἁπὄχει νὰ τοῦ σβήσου, καθὼς ἀπάνω εἰς τς οὐρανοὺς εὑρίσκεται γραμμένο ἀποὺ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ ἴτσι ἀποφασισμένο. Χαρὰ λοιπὸν ἀμέτρητη ὅλοι σας καρτερεῖτε, καὶ εἰσὲ λιγούτσικο καιρὸ τὴ λευτεριὰ θωρεῖτε. Μὰ ὁ νοῦς μου ἐπαραπέρασε κι ἐφῆκα τὰ δηγούμου· μὰ τώρα στὴν ἀθιβολὴ γυρίζω πάλι ἁπού ’μου. Πόσοι ἀθρῶποι σήμερο στὴ χώρα σας ἐτούτη βρίσκουνται εἰς ἀξιότητες κι εἰσὲ μεγάλα πλούτη, ἁπού ’σανε πολλὰ φτωχὰ καὶ ἄτιμα γεννημένοι, καὶ ἀπὸ αἶμα χαμηλὸ καὶ ταπεινὸ ἐβγαμένοι; Τοῦτοι γιὰ νά ’νιαι πρόθυμοι, νὰ μὴ βαριοῦνται κόπο, μὰ νὰ γλακοῦσι ἐδῶ κι ἐκεῖ γλήγοροι εἰς κάθα τόπο, ἀφέντες νὰ δουλεύγασι μεγάλους, ἁποὺ ὁρίζα, ταχιὰ καὶ ἀργά, καὶ ἀνάπαψη κιαμιὰ δὲν ἐγνωρίζα, θωρώντας τσι τέτοιας λοῆς κι ἐγὼ ἐιδάρισά τσι, καὶ στὴν κορφὴ τσῆ σβίγας μου, σὰ βλέπετε, ἔβαλά τσι· καθὼς θαρρῶ καὶ σήμερο πὼς θέλετε γνωρίσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά, ὁποὺ γιὰ νὰ γρικήση καθένας ἀπὸ λόγου σας εἶστε ἐδεπὰ ἐρθωμένοι.","ἴντα = γιατί, για ποιον λόγο φούμη = φήμη Τράτσια = Θράκη πλιό = πλέον ἀποκοτᾶ = τολμά [αποκοτώ] τά ’παθε = αυτά που έπαθε περιτρέχουσι = ζώνουν, τριγυρίζουν [περιτρέχω] ἐρχόμενα = το μέλλον [και στον ενικό το ερχόμενον] ψοματινὸ = ψεύτικο [επίθ. ψοματινός] ’γέρθη = σηκώθηκε ἔτοια = τέτοια, τέτοιου είδους [αντων. έτοιος] Σύθιας = Σκυθίας ἐσάσε = τακτοποιήθηκε (αμτβ.) γιαμιὰ γιαμιὰ = αμέσως, γρήγορα (επίρρ.) γοργὸ = γρήγορα (επίρρ.) θελὰ = θολά, θολωμένα [επίθ. θελός] ἐπῶδε = εδώ, προς τα εδώ (επίρρ.) λαμπιρότη = λάμψη ἐπαραπέρασε = παρασύρθηκε ἀθιβολὴ = κουβέντα, συζήτηση ἀξιότητες = αξιώματα [η αξιότης/-ότητα] ἄτιμα = από ταπεινή καταγωγή (επίρρ.) γλακοῦσι = τρέχουνε [γλακώ] ταχιὰ = το πρωί (επίρρ.) θωρώντας = βλέποντας τέτοιας λοῆς = τέτοιου είδους ἐιδάρισά = βοήθησα [αιδάρω] τσῆ σβίγας = του τροχού γρικήση = ακούσει [γρικώ] ἐδεπὰ = εδώ (επίρρ.) ἐρθωμένοι = έχετε έρθει [είστε ερθωμένοι]",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Το χρέος του καλού πατέρα (A 1-38),"Στην αρχή της πρώτης πράξης, όπως η Τύχη είχε εξαγγείλει στο τέλος του προλόγου, εμφανίζονται ο έμπορος μισέρ Γιαννούτσος και ο θετός του γιος Φορτουνάτος. Ο Γιαννούτσος, που έχει πληροφορίες ότι ο γιος του έχει αλλάξει συμπεριφορά τελευταία, του εξηγεί ποιες είναι οι υποχρεώσεις του σώφρονος ανθρώπου απέναντι στα παιδιά του και του θυμίζει ότι, από τότε που τον βρήκε μόλις δυόμισι χρονών, εγκαταλελειμμένο, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην ανατροφή του. ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ−ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Μισὲρ Γιαννοῦτσος, Φορτουνάτος ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Δοσμένον ἔναι καθανὸς ἀθρώπου ἁπὄχει γνώση, ἀπείτις φτάξη σὲ καιρὸ παιδιὰ καὶ φανερώση, τσὶ πρῶτες περιδιάβασες μὲ μόδο ν’ ἀπαρνᾶται καὶ μὲ καινούριους λογισμοὺς καὶ ἔγνοιες νὰ κυβερνᾶται, καὶ νὰ ξετρέχη τὰ παιδιὰ μὲ τάξες νὰ παιδεύγη καὶ μὲ ἀρετὲς, καὶ ὅσο μπορεῖ πάντα του νὰ γυρεύγη μὲ πόθο κι ἐπιμέλεια, μ’ ἵδρο καὶ κόπο ἀντάμα καὶ μὲ ψυχὴ καὶ μὲ καρδιὰ νὰ τῶσε κάμη πράμα, ἀλήθεια μὲ πρεπούμενους μόδους, γιὰ νὰ μποροῦσι αὐτοὶ καὶ οἱ κλερονόμοι τως πάλι νὰ τὰ χαροῦσι. Ξεύρεις το, Φορτουνάτο μου, περίσσα ἀγαπημένο πὼς σέ ’χα ἀποὺ τὴ μιὰ τσ’ ἀρχῆς ὅλο τὸν περασμένο καιρόν, ἀπούσταν ἔτυχες στὰ χέρια τὰ δικά μου, καὶ πὼς σ’ ἐγάπου ὡσὰν παιδὶ ἐβγαμένο ἀπ’ τὴν καρδιά μου. Καὶ ἀκόμη δυόμισι χρονῶ λογιάζω πὼς δὲν ἤσου, μηδ’ ἔξευρες μηδ’ ἔγνωθες ποιοί ’σα ποτὲ οἱ γονιοί σου· καὶ μὲ μεγάλη μου ἔξοδο καὶ ἀμέτρητό μου κόπο σ’ ἀνάθρεψα, καὶ οὐδ’ ἔλειψα μηδὲ ’ς κανένα τρόπο νὰ μὴν ξεδράμω ὅσο μπορῶ μὲ μόδον ἕνα καὶ ἄλλο στὴ στράτα τῶν καλῶ ἀρετῶ καὶ διάξω νὰ σὲ βάλω, γιὰ νὰ σὲ κάμω κατὰ πῶς εἶχεν ἡ ὄρεξή μου, φρόνιμο καὶ ἀξαζόμενο, νὰ σ’ ἔχω ὡσὰν παιδί μου, παρηγοριὰ στὰ γέρα μου, πάλι στὸ θάνατό μου γιὰ κλερονόμο μοναχὸ στὸ ἔχει τὸ δικό μου. ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Γνωρίζω το, κατέχω το καὶ εἶδα το μοναχός μου ἀπούστανταν ἐγνώρισα τὸν κόσμο, καὶ ἀπατός μου πολλὲς φορὲς τὸ λόγιασα, καὶ εὐκαριστιὰ μεγάλη στὴν ἀφεντιά σου ἐκράτουνε περίσσα πλιὰ παρ’ ἄλλη, γιατί ἤβλεπα δὲν ἔκανες κεῖνο τὸ χρέος μόνο ἁπὄχει ὁ κύρης στὸ παιδί, μὰ πλιότερο ἀπ’ αὐτόνο. Καὶ πάλι ἐγὼ δὲν ἔλειψα, σὰ μοῦ ’πρεπε, ποτέ μου, καὶ ὡς ἤτονε τὸ χρέος μου νὰ κάνω, φαίνεταί μου, ἐκεῖνα τὰ μ’ ἐδίδασκες νὰ πάσκω νὰ γυρεύγω νὰ γίνουνται, καὶ ὡς ἤριζες ποτὲ νὰ μὴν ὀκνεύγω. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Τοῦτο ’ναι ἀλήθεια καθὼς λές· γιὰ κεῖνο τὴν εὐκή μου πουρνὸ καὶ βράδυ σοῦ ’διδα μὲ ὅλη τὴν ὄρεξή μου. Μὰ ἐδὰ γρικῶ πὼς ἤλλαξες κι ἐπιάσες ἄλλη στράτα, κι ἔχω καθημερνὸ γιὰ σὲ πολλὰ κακὰ μαντάτα.","ἔναι = είναι γνώση = σωστή αντίληψη, σοφία ἀπείτις = από τη στιγμή που (σύνδ.) περιδιάβασες = διασκεδάσεις μὲ μόδο = με σωστό τρόπο [ο μόδος: ο τρόπος] νὰ ξετρέχη = να επιδιώκει, να επιζητά τάξες = καλή συμπεριφορά νὰ παιδεύγη = να διαπαιδαγωγεί πράμα = περιουσία ἀπούσταν = από τότε που (σύνδ.) λογιάζω = υπολογίζω καὶ οὐδ’ ἔλειψα = και δεν παρέλειψα νὰ μὴν ξεδράμω = να μην καταβάλω προσπάθειες διάξω = των καλών συμπεριφορών, των καλών τρόπων [η διάξη] ἀξαζόμενο = άξιο, ικανό στὸ ἔχει = στην περιουσία ἀπατός μου = εγώ ο ίδιος στὴν ἀφεντιά σου = σε σένα (ως φιλοφρόνηση) ἐκράτουνε = είχα (ηθική) υποχρέωση κύρης = πατέρας ἤριζες = όριζες, ήθελες ὀκνεύγω = τεμπελιάζω πουρνὸ = πρωί γρικῶ = ακούω, μαθαίνω",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Γεροντοσεβντάς (A 73-118),"Στη δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης της κωμωδίας γνωρίζουμε δύο ακόμη πρόσωπα του έργου. Μπαίνει ο ηλικιωμένος γιατρός Λούρας, συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του, στον οποίο περιγράφει τα ερωτικά του συμπτώματα. Ο μονίμως πεινασμένος Μποζίκης αγανακτεί που ο αφέντης του δεν τον αφήνει να ευχαριστηθεί το φαγητό στο σπίτι και τον ειρωνεύεται που γυρεύει έρωτες στα γεράματα. Μετά το απόσπασμά μας, η σκηνή θα συνεχιστεί με τον Λούρα να περιγράφει πώς γνώρισε και ερωτεύτηκε τη νεαρή Πετρονέλα, κόρη της χήρας Μηλιάς, και πώς ζήτησε το χέρι της από τη μάνα της, και μάλιστα χωρίς προίκα. Η Μηλιά υποσχέθηκε να το σκεφτεί και τώρα ο Λούρας στέλνει τον υπηρέτη του στην προξενήτρα Πετρού, για να έρθει να τον βοηθήσει με αυτό το προξενιό. ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ−ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ Λούρας, Μποζίκης ΛΟΥΡΑΣ Τόσα στὸ νοῦ πολλὰ βαθιὰ τούτη τὴν ἔγνοιαν ἔχω ἁποὺ ἄλλο πράμα δὲ θωρῶ μηδ’ ἄλλο δὲν ξετρέχω. Τσὶ βίζιτες ἐρνήθηκα καὶ ὅλες τσὶ κοῦρες τς ἄλλες ποὺ κράτουν εἰς τὰ χέρια μου, μικρὲς καὶ τσὶ μεγάλες, κι ὅλος στὸν πόθο ἐδόθηκα τέτοιας λοῆς, νὰ ζήσω, ὁποὺ φοβοῦμαι φέρνει με σ’ ὥρα νὰ ξετρουμίσω. Δὲν ἠμπορῶ νὰ κοιμηθῶ, μὰ ὁληνυχτὶς λογιάζω, γυρίζω, θέτω, γέρνομαι, καὶ μόνο ἀναστενάζω. Τς ὧρες μετρῶ καὶ δὲ θωρῶ πότες νὰ ξημερώση. Χιλιάδες ψύλλοι καὶ κοριοὶ ὁληνυχτὶς μὲ τρῶσι. Μποζίκη! ΜΠΟΖΙΚΗΣ Ἴντα μὲ θές, καλέ; Λογιάζω πὼς ἐβγῆκες ἀποὺ τὸ νοῦ σου ὁλότελα. Στὸ σπίτι δὲ μ’ ἐφῆκες ν’ ἀκροσταθῶ μηδεγουλιάς, ἁπού ’χα ὀρδινιασμένες σὲ μιὰ μουρχούτα καὶ ὄμορφα μὲ τὸ τυρὶ ἀρτυμένες καὶ μὲ περίσσα ζαφορὰ καμπόσες μακαροῦνες, ποὺ ’μοῦ ’πομεῖναν ὀψαργάς, ἄλλο παρὰ μπουλντοῦνες. Κι ἤστεκα καὶ ἀναλείχουμου, κι ἤθελα ν’ ἀρχινίσω νὰ τὴ φκαιρέσω, μ’ ἀληθῶς πρίχου τσὶ γεματίσω ἤβγαλες γέρο δαίμονα μόνο μὲ τσὶ φωνές σου, σύναυγα καὶ ὁλονήστικος νὰ τρέχω στσὶ δουλειές σου. Κι ἴντα θαρρεῖς νά ’σα πολλές; Μιὰ πρατικιά, στὴν ψή μου, κρίνω νὰ μὴν ἐφτάνασι, καὶ ἀδυνατὰ πονεῖ μου. Καὶ ἀποὺ τὴ βιάση μου ἤριξα τὸ χέρι μου καὶ πιάνω τὸ χοιρομεροκόκκαλο τοῦτο, καὶ εὐθὺς τὸ βάνω μέσα στὴ μπουζουνάρα μου, κι ἤθελα ν’ ἀρχινίσω τὸ κρὰς ἁπὄχει ἀπάνω του σὰ σκύλος νὰ τὸ γλείψω. Κι ἐσὺ μὲ δίχως ντεσκριτσὸ καὶ μ’ ἀσπλαχνιὰ μεγάλη μὲ τς ἀθιβολαρίνες σου θὰ μὲ ξηλώσης πάλι, καὶ στέκομαι νὰ λιγωθῶ. ΛΟΥΡΑΣ Μωρὲ συ, κακομοίρη, γρίκα μου νὰ σοῦ δηγηθῶ. ΜΠΟΖΙΚΗΣ Ἔδε καραβοκύρη τὸν ἤκανες στὸ πέλαγος! Ἄξος ’σουνε, νὰ ζήσης, τὸ τσοῦρμα σ’ ἕνα κάτεργο χοντρὸ νὰ ξετρουμίσης. Ἐγώ ’λεγα κι ἐγύρεψες, ἁπού ’σαι γεροντάκι, πρὶ δώσης ὄξω τοῦ σπιτιοῦ, νὰ πιάσης κουλουράκι, κι ἕνα ποτήρι μὲ ρακὴ γὴ μὲ κρασὶ μοσκάτο γλυκὺ νὰ πιῆς, κι ἐσύ, λωλέ, γδυμνὸς καὶ ξεζωνάτος ἤδωκες ὄξω τοῦ σπιτιοῦ σὰ νά ’σουν ἀφορμάρης, καὶ χίλια μύρια τσάτσαλα καὶ σάλια ροζονάρεις. ΛΟΥΡΑΣ Πολλὰ μοῦ ἀποδιαντράπηκες, καὶ βλέπεσε, καημένε, ἄνοστε, ἀδούλη καὶ φαγὰ καὶ χοῖρε βρωμεσμένε, μηδὲ σοῦ δώσω τσὶ ξυλιὲς κεῖνες ποὺ σοῦ τοκάρου, καὶ τὸ πετσί σου γνάψω το σὰ νά τονε γαϊδάρου. ΜΠΟΖΙΚΗΣ Ἀφέντη μου, συμπάθησ’ μου, καὶ ἡ πείνα μου, νὰ ζήσω, στὸ μόδο τοῦτο μ’ ἔκαμε ἄπρεπα νὰ μιλήσω. Μὰ ἀλήθεια ’δὲ ἴντα θὲς γενῆ, στὸ σπίτι νὰ στραφοῦμε, γιατὶ πεινῶ, ζαλίζομαι, καὶ δὲν κατέχω ποῦ ’μαι.","δὲ θωρῶ = δεν κοιτάζω, δεν βλέπω βίζιτες = ιατρικές επίσκεψεις κοῦρες = θεραπείες, φροντίδες ξετρουμίσω = τρελαθώ, συμπεριφερθώ χωρίς λογική θέτω = πλαγιάζω, ξαπλώνω να κοιμηθώ γέρνομαι = σηκώνομαι Ἴντα = τι ν’ ἀκροσταθῶ = να σταθώ μια στιγμή μηδεγουλιάς = καθόλου (επίρρ.) ὀρδινιασμένες = σερβιρισμένες μουρχούτα = μεγάλη πήλινη λεκάνη ἀρτυμένες = πασπαλισμένες ζαφορὰ = με κρόκο (το μπαχαρικό) ὀψαργάς = αποβραδίς (επίρρ.) μπουλντοῦνες = λουκάνικα με αίμα ἀναλείχουμου = αναγλειφόμουν φκαιρέσω = αδειάσω σύναυγα = αξημέρωτα ἴντα = Έδώ έχει τη σημασία του «μήπως» και όχι του ερωτηματικού «τι» πρατικιά = μονάδα μέτρησης δημητριακών χοιρομεροκόκκαλο = χοιρομέρι μπουζουνάρα = (μεγάλη) τσέπη ντεσκριτσὸ = διακριτικότητα, ευγένεια ἀθιβολαρίνες = πολλά και ανόητα λόγια, φλυαρίες νὰ λιγωθῶ = να λιποθυμήσω Ἔδε = ορίστε, για δες (επιφ.) τσοῦρμα = πλήρωμα κάτεργο = γαλέρα, μεγάλο πολεμικό πλοίο ξεζωνάτος = χωρίς ζώνη, ξεζωσμένος ἤδωκες ὄξω = όρμησες έξω ἀφορμάρης = τρελός τσάτσαλα = ανοησίες ροζονάρεις = κουβεντιάζεις ἀποδιαντράπηκες = φέρθηκες αδιάντροπα βλέπεσε = πρόσεχε ἀδούλη = οκνηρέ, τεμπέλη σοῦ τοκάρου = σου πρέπουν [τοκάρω: ανήκω δικαιωματικά] γνάψω = θα το γδάρω [γνάφω] στὸ μόδο τοῦτο = με τον τρόπο αυτό [ο μόδος: ο τρόπος]",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Ένα υιοθετημένο παιδί (B 181-220),"Με το απόσπασμα αυτό βρισκόμαστε στη δεύτερη σκηνή της δεύτερης πράξης της κωμωδίας. Μέχρι τώρα, έχουμε γνωρίσει τον πρωταγωνιστή Φορτουνάτο, για τον οποίο έχουμε μάθει ότι είναι υιοθετημένο παιδί και ο πατέρας του έχει μόλις πληροφορηθεί γι’ αυτόν ότι νυχτοπερπατάει κάνοντας ύποπτες παρέες. Έχουμε, ακόμη, γνωρίσει πέντε από τους στερεότυπους κωμικούς τύπους μιας αναγεννησιακής κωμωδίας: τον ερωτευμένο γέρο, τον σχολαστικό δάσκαλο, τον κομπορρήμονα αλλά δειλό στρατιωτικό και δύο κοιλιόδουλους υπηρέτες. Στην παρούσα σκηνή ο Φορτουνάτος, αφού μονολογήσει για τη δύναμη του έρωτα, ανοίγει την καρδιά του στον στενό του φίλο Θόδωρο και του μιλά για τον αμοιβαίο έρωτά του με την Πετρονέλα, που η μητέρα της ετοιμάζεται να την δώσει στον γέρο Λούρα, και τις αντιρρήσεις του πατέρα του να τον παντρέψει πριν μάθει ποιοι είναι οι αληθινοί του γονείς. Σε αυτήν τη σκηνή ο Θόδωρος θα μάθει για πρώτη φορά ότι ο φίλος του είναι υιοθετημένος και έτσι θα αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι των πληροφοριών που θα οδηγήσει στην αναγνώριση του χαμένου παιδιού και στο αίσιο τέλος του έργου. ΑΤΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ-ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ Φορτουνάτος, Θόδωρος ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Τούτη μὲ κρίνει τὸ φτωχό, γι’ αὐτὴ ταχὺ καὶ βράδυ παίρνω θανάτους ἑκατό, σὰν Τάνταλος στὸν Ἅδη, ποὺ ἔχει τὰ μῆλα ἀνάντια του καὶ τὸ νερὸ καὶ τρέχει στὸ πλάιν του ὡς τὰ χείλη του, κι αὐτάνα δὲν τοῦ βρέχει. Τούτη τὸ νοῦ μου ἐσήκωσε, τούτη τὸ λογισμό μου μοῦ πῆρε, καὶ νὰ τά ’χω πλιὸ δὲν ἔναι μπορετό μου. ΘΟΔΩΡΟΣ Κι ὀγιὰ ἴντα, φίλε; Σώπασε, καὶ τάσσω σου νὰ κάμω μὲ κάθα μόδο γλήγορα νὰ κάμετε τὸ γάμο. ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Τοῦτο περίσσα τό ’ξευρα κι ἐγώ, ἂν τὸ ριζικό μου δὲν εἶχεν εἶσται ἀμπόδιστρο στὸν πόθο τὸ δικό μου. ΘΟΔΩΡΟΣ Καὶ τί ’ναι αὐτὸ τ’ ἀμπόδιστρο; ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Ἀπεὶς καὶ ἀρχίνισά σου καὶ ὡς μπιστεμένου φίλου μου τώρα δηγήθηκά σου, πρεπό ’ναι καὶ τ’ ἀμπόδιστρο νὰ σοῦ τὸ μολοήσω, γιὰ νὰ μὲ κλάψης τὸ φτωχὸ σ’ ἔτοιο καημὸ περίσσο. Ἀφέντης μου εἶν’ τ’ ἀμπόδιστρο, γιατὶ δὲ θὰ μ’ ἀφήση, λέγει, ποτὲ νὰ παντρευτῶ, ὥστε νὰ μὴ γνωρίση τὸν κύρην ἁποὺ μ’ ἔσπειρε ποιὸς εἶναι, καὶ ἀπὸ ποῦ ’μαι· κι ἐγὼ πὼς παίρνω θάνατο πρωτύτερα φοβοῦμαι. ΘΟΔΩΡΟΣ Ἴντα, δὲν ἔναι κύρης σου τοῦτος; Ἀμ’ ἴντα σοῦ ’ναι; Καὶ πούρι ὅλοι γιὰ φυσικὸ παιδίν του σὲ κρατοῦνε. ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Δὲν ἔναι κύρης μου, σὰ λές, μ’ ἀλλότες εἶχε πράσσει εἰς τὰ ταξίδια, καὶ ἔρχοντας μιὰ φούστα ν’ ἀγοράση, μέσα στὴ φούστα μ’ εὕρηκε κι ἐμένα, ὁποὺ παρμένο δὲν ξεύρω ἀπὸ ποῦ μέ ’χασι, καὶ ἤμουνε σκλαβωμένο. Καὶ μετὰ κείνη τοτεσὰ μ’ ἀγόρασε κι ἐμένα, καὶ ἀκόμη χρόνους δυόμισι δὲν εἶχα περασμένα. Καὶ ἀληθινὰ σὰ νά ’χα ’σται παιδίν του καὶ ἐβγαμένο ἀποὺ τὰ φυλλοκάρδια του μέ ’χε κανακεμένο, καὶ ἀπὸ μικρὸν εἰς τὸ σκολειὸ στὰ γράμματα ἔβαλέ με, κι ἐξόδιασε καὶ ἀνάθρεψε κι ἔτσι ἐμαθήτεψέ με. ΘΟΔΩΡΟΣ Πράμα καινούριο σοῦ γρικῶ, ποὺ ἄλλη φορὰ ποτέ σου δὲ μοῦ τὸ ξεφανέρωσες. Μὰ οἱ τάξες καὶ ἀρετές σου δείχνουσι πὼς ἀπὸ καλὸ αἶμα νὰ κατεβαίνης καὶ ἀπὸ γενιὰ καθολικὴ καὶ εὐγενικὴ νὰ βγαίνης. ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Τοῦτο τὸ πράμα εἶναι ἀφορμὴ καὶ ἤβαλεν ἔτοια γνώμη, καὶ δὲ λογιάζει οὐδὲ ποσῶς νὰ μὲ παντρέψη ἀκόμη ὥστε ἁπού, ἂν εἶναι μπορετό, νὰ μάθη τὴ γενιά μου, καὶ ἀπὸ ποῦ κατεβαίνουσι καὶ εἶν’ τὰ συγγενικά μου. Καὶ τότες, ὡσὰ μοῦ ’χε πεῖ, νὰ δῆ καὶ νὰ γυρέψη νὰ βρῆ, καθὼς εἶμαι κι ἐγώ, τόπο νὰ μὲ παντρέψη.","κρίνει = βασανίζει, ταλαιπωρεί ταχὺ = πρωί εἶχεν εἶσται = δεν ήταν ἀμπόδιστρο = εμπόδιο Ἴντα = τι (ερωτ.) κύρης = πατέρας πούρι = όμως εἶχε πράσσει = ήταν εμπορευόμενος φούστα = ελαφρύ πειρατικό καράβι τοτεσὰ = τότε γρικῶ = ακούω, μαθαίνω καθολικὴ = ευγενή οὐδὲ ποσῶς = καθόλου",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Πετρού: ένα πρόσωπο-κλειδί (Β 463-504),"Βρισκόμαστε στο τέλος της δεύτερης πράξης της κωμωδίας, όταν στη σκηνή βρίσκονται η γνωστή και περιζήτητη από τους ήρωες του έργου προξενήτρα Πετρού με την υπηρέτρια της χήρας Μηλιάς Αγουστίνα και συζητούν για την παράλογη απόφαση της κυράς να δώσει την κόρη της Πετρονέλα σ’ έναν γέρο, ενώ είναι γνωστό ότι η κοπέλα αγαπά τον Φορτουνάτο. Η Πετρού υπόσχεται να βοηθήσει στη ματαίωση του αταίριαστου γάμου και εντωμεταξύ ετοιμάζει μια φάρσα στον ψευτοπαλικαρά Τζαβάρλα, επειδή την έχει ζαλίσει με την επιθυμία του να παντρευτεί τη Μηλιά. Τότε, μπαίνει η χήρα ψάχνοντας την Πετρού, για να τελειώσει τον γάμο της κόρης της με τον Λούρα. ΑΤΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ-ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Ἀγουστίνα, Πετρού, Μηλιά ΠΕΤΡΟΥ Ἂς πᾶμε, καὶ ἡ κερα-Μηλιὰ ἀποὺ τὴν πόρτα βγαίνει, νὰ τὴ συναπαντήξωμε, νὰ δοῦμε ποῦ παγαίνει. Χίλια καλῶς εὑρήκαμε, κερά, τὴν ἀφεντιά σου. ΜΗΛΙΑ Καλῶς τη τὴν κερα-Πετρού. Ἀπατὰ γιὰ ὄνομά σου εἰς τὸ στενὸ ἐκατέβηκα, νὰ δῶ ἂν εἶν’ καὶ προβάλης, καὶ ἀποὺ τὰ ψὲς σ’ ἐνίμενα μὲ πεθυμιὰ μεγάλη. Καὶ τσ’ Ἀγουστίνας εἶχα πεῖ νὰ ’ρθῆ νὰ σὲ γυρέψη, μὰ τούτη, ἂν πάγη καὶ ποθές, ἀγαναχτᾶ νὰ στρέψη. ΑΓΟΥΣΤΙΝΑ Καὶ ἂν τύχη δὲ συναπαντᾶ κιανεὶς δέκα δαιμόνους νὰ στέκουσι νὰ ἀναρωτοῦ γιὰ τσὶ κακούς τως χρόνους, καὶ ὁ γεῖς ἀποὺ τὴ μιὰ μερὰ καὶ ἅλλος ἀποὺ τὴν ἄλλη νὰ σύρνουσι τὰ κρέτα μας μὲ ἀδιαντροπιὰ μεγάλη; Κι ἐγὼ ὅλους ὅλους δὲ μπορῶ γιαμιὰ νὰ κοντεντάρω, καὶ μόνο βασανίζου με, καὶ στέκω νὰ κρεπάρω. ΜΗΛΙΑ Τὴν Πετρονέλα ἐλόγιασα σήμερο νὰ παντρέψω, κερα-Πετρούσα μου ἀκριβή, καὶ νὰ συμπεθερέψω μὲ τὸ ντετόρε τὸ γιατρὸ τὸ Λούρα, ἁποὺ κατέχεις πόσα τορνέσα καὶ καλά καὶ πόσο πλοῦτος ἔχει. Καὶ οὐδὲ κι ἐμένα ἔτσι πολλὰ δὲ μὲ ντεσκομοντάρει, καὶ ἂν τοῦ τὴ δώσω, καὶ γδυμνὴ λέγει νὰ τήνε πάρη. Κι ἀπεί ’λαχε τὸ ριζικὸ ἐτοῦτο, θὰ τὸ πιάσω, καὶ τὸ δικό μου πάλι ἐγὼ γιὰ μένα τὸ φυλάσσω. ΠΕΤΡΟΥ Καὶ πῶς ἐλόγιασες κι ἐσὺ νὰ παντρευτῆς, νὰ ζήσω; ΜΗΛΙΑ Ἐτοῦτο πάλι ἄλλη φορὰ μπορῶ νὰ σοῦ μιλήσω· μὰ ’δὰ ξάργου σοῦ μήνυσα νὰ δῶ ἴντά ’χω νὰ κάμω, νὰ μπῆς, νὰ βγῆς, νὰ κάμωμε, σὰν πεθυμῶ, τὸ γάμο. ΠΕΤΡΟΥ Κερα-Μηλιά μου, ἐπά ’μαι ἐγὼ πρόθυμη νὰ γυρέψω εἰς τὰ μπορῶ καὶ δύναμαι πιστὰ νὰ σοῦ δουλέψω. Μὰ ἀληθινὰ θαμάζομαι πὼς δὲν πονεῖ ἡ ψυχή σου μὲ τέτοιο γέρον ἄθρωπο νὰ σμίξης τὸ παιδί σου, καὶ ἕνα σγουρὸ βασιλικὸ ὀμορφοκαμωμένο εἰς ἕνα κακοτσίκαλο θὰ βάλης σαπημένο. ΜΗΛΙΑ Ἐτοῦτος ἔναι γέροντας, καὶ ἴντα μπορεῖ νὰ ζήση; Ἀκόμη ἕνα χρόνο δυό. Καὶ ἀπείτις μπουρμπουρίση πιάνομε τὰ τορνέσα του, καὶ τότες θέλει πάρει ἡ Πετρονέλα ἕνα νιὸ καὶ ὄμορφο κοπελιάρη. Ἂς μποῦμε μέσα τὸ λοιπό, τὰ ροῦχα τση νὰ πιάση, νὰ πᾶτε στσῆ μαστόρισσας, νὰ δῆ νὰ τὰ ὀρδινιάση καθὼς τὰ ζάρου καὶ φοροῦ τὴ σήμερον ἡμέρα ὅλες ἐδῶ στὸ Κάστρο μας, ἤγου alla forestiera. ΠΕΤΡΟΥ Ἡ ἀφεντιά σου ἂς πηαίνη ὀμπρός, καὶ ἐγὼ πάλι ξοπίσω, καὶ ἀθιβολὴ ὀμορφότατη ἔχω νὰ σοῦ μιλήσω. Τέλος τοῦ Δεύτερου Ἄττου","νὰ τὴ συναπαντήξωμε = να τη συναντήσουμε Ἀπατὰ = ακριβώς (επίρρ.) ἐνίμενα = περίμενα ποθές = κάπου ἀγαναχτᾶ = βαριέται ὁ γεῖς = ο ένας κρέτα = κρέατα κοντεντάρω = ικανοποιήσω νὰ κρεπάρω = να σκάσω από τα νεύρα μου, από το κακό μου ντετόρε = γιατρό τορνέσα = είδος βενετσιάνικου νομίσματος ντεσκομοντάρει = ενοχλεί ξάργου = επίτηδες, σκόπιμα ἐπά = εδώ κακοτσίκαλο = ουροδοχείο ἴντα = πόσο μπουρμπουρίση = πεθάνει [μπουμπουρίζω: πέφτω μπρούμυτα] μαστόρισσας = μοδίστρας ὀρδινιάση = ετοιμάσει ζάρου = συνηθίζουν ἤγου = δηλαδή (σύνδ.) alla forestiera = σύμφωνα με την ξένη (γαλλική;) μόδα ἀθιβολὴ = κουβέντα",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Πολεμικός εξοπλισμός... (Γ 1-24),"Η τρίτη πράξη της κωμωδίας αρχίζει με έναν εντυπωσιακό κατάλογο όπλων τα οποία ο Τζαβάρλας παρήγγειλε στο εξωτερικό, εις διπλούν (και για τον υπηρέτη του), προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Ο Τζαβάρλας εκπροσωπεί τον στερεότυπο τύπο του κομπορρήμονα αλλά δειλού στρατιωτικού της αναγεννησιακής κωμωδίας και έχει βρεθεί στο Κάστρο για να βοηθήσει την πόλη απέναντι στους Τούρκους, που την πολιορκούν εδώ και μερικά χρόνια, αφού έχουν ήδη καταλάβει όλη την ύπαιθρο και τις υπόλοιπες πόλεις της Κρήτης. Όλος αυτός ο κατάλογος όπλων, υπαρκτών κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου, αποτελεί ένα δείγμα της τέχνης του ποιητή, που καταφέρνει να εντάξει τριάντα εφτά τεχνικούς όρους στους αυστηρούς περιορισμούς του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου και της ομοιοκαταληξίας, στην υπηρεσία του χιούμορ και της σάτιρας. ΑΤΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ−ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Τζαβάρλας, Μπερναμποῦτσος ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Ἤγραψα, Μπερναμποῦτσο μου, ἄρματα ζηλεμένα νὰ μᾶσε φέρου ἀπ’ τὴ Φραγκιὰ γιὰ σένα καὶ ὀγιὰ μένα. Ἤγραψα νὰ μᾶς πέψουσι δυὸ τζάκους, δυὸ μουριόνια, δυὸ ντάργες, δυὸ μανόπολες, δυὸ πέτα, δυὸ σουφιόνια, δυὸ ντεντομάνες δυνατές, δυὸ ντάρντους, δυὸ κοντάρια, δυὸ πιστολέζε, δυὸ σπαθιά, δυὸ σποῦρδες, δυὸ δοξάρια, δυὸ μοσκετόνια, δυὸ ἀτσαλιά, δυὸ στόκους, δυὸ τσελάδες, δυὸ κορσαλέτα ὁλόχρουσα, δυὸ μπίκες, δυὸ γκαμπάνες, δυὸ φαλκονέτα ὀγιὰ μακρά, δυὸ σάκρα, δυὸ κανόνια, δυὸ κολουμπρίνες δυνατές, δυὸ τρόμπες, δυὸ πιστόνια, μπάλες ντουζίνες ἑκατό, δυὸ μποῦφες, δυὸ μπρατζάδες, δυὸ σιμιτέρες δίστομες, δυὸ φίνες σπελτονάδες, πιστόλες δυὸ καὶ δυὸ καλοὺς μπουνιάλους, δυὸ στελέτα, δυὸ κουστουλιέρια, δυὸ στραβὲς κουρτέλες, δυὸ τζακέτα. ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Καθὼς γρικῶ, τὴ σήμερο λογιάζω ἡ ἀφεντιά σου νὰ θὰ γενῆς πραματευτὴς ἐδὰ στὰ ὕστερά σου. Τόσα ἄρματα ἴντα τά ’θελες; ’Νοῦς παινετοῦ στρατάρχη σπαθί, μπουνιάλο καὶ καρδιὰ μόνο τοῦ πρέπει νά ’χη. ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Καλὰ τὸ λές. Μὰ ἐγώ ’βαλα στὸ λογισμό μου τώρα, ἀνὲν τακάρου οἱ Τοῦρκοι πλιὸ ἐτούτη μας τὴ χώρα, σὲ μπαλουβάρδο ἕνα ψηλὸ νὰ πὰ νὰ κατοικήσω μόνιος μου μετὰ λόγου σου, τσῆ χώρας νὰ βοηθήσω. ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Στέκετε μὲ παρηγοριά, ἀφέντες φεουντάδοι, γλήγορα σᾶς ἐβγάνομε καὶ πιάνετε λιβάδι.","Φραγκιὰ = δυτική Ευρώπη τζάκους = αλυσιδωτούς θώρακες [ο τζάκος] μουριόνια = ελαφριά ανοικτά κράνη [το μουριόνι] ντάργες = ξύλινες ή δερμάτινες ασπίδες [η ντάργα] μανόπολες = ζευγάρια σιδερένια ή δερμάτινα γάντια (στρατιωτών) [η μανόπολα] πέτα = θώρακες [το πέτο] σουφιόνια = πυροβόλα όπλα, μουσκέτα [το σουφιόνι] ντεντομάνες = δίκοπα σπαθιά [η ντεντομάνα] ντάρντους = βέλη για τόξο ή βαλλιστρίδα [ο ντάρντος] πιστολέζε = μαχαίρια με πλατιά λεπίδα σποῦρδες = φαρέτρες [η σπούρδα] μοσκετόνια = μεγάλα μουσκέτα, πυροβόλα όπλα [το μοσκετόνι] ἀτσαλιά = αναφλεκτήρες πυροβόλου όπλου [το ατσαλί] στόκους = ίσια σπαθιά με μυτερή αιχμή [ο στόκος] τσελάδες = κράνη χωρίς λοφίο [η τσελάδα] κορσαλέτα = θώρακες [το κορσαλέτ(τ)ο] μπίκες = είδος ακόντιου [η μπίκα] γκαμπάνες = πανωφόρια, είδος παλτού [η γκαμπάνα] φαλκονέτα = ελαφριά κανόνια [το φαλκονέτο] σάκρα = μικρά κανόνια [το σάκρο] κολουμπρίνες = μεγάλα κανόνια [η κολουμπρίνα] τρόμπες = πυροτεχνήματα (που χρησιμοποιούνταν) για να τρομάζουν τα άλογα στη μάχη [η τρόμπα] πιστόνια = πυροβόλα όπλα (είδος αρκεβουζίου) [το πιστόνι] μπάλες = βλήματα του κανονιού, οβίδες [η μπάλα ή πάλα] μποῦφες = προσωπίδες (που φορούσαν με τα ανοιχτά κράνη) [η μπούφα] μπρατζάδες = ασπίδες [η μπρατζάδα] σιμιτέρες = γιαταγάνια (είδος σπαθιού) [η σιμιτέρα] σπελτονάδες = ίσως είδος ακοντίου μπουνιάλους = εγχειρίδια [ο μπουνιάλος] κουστουλιέρια = (μακριά) σπαθιά με μία κόψη [το κουστουλιέρι] κουρτέλες = μαχαίρια [η κουρτέλα] τζακέτα = ελαφρούς αλυσιδωτούς θώρακες [το τζακέτο] τακάρου = επιτεθούν μπαλουβάρδο = προμαχώνα τείχους, προτείχισμα μετὰ λόγου σου = μαζί σου φεουντάδοι = φεουδάρχες",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Η ιστορία του γιατρού Λούρα (Γ 274-310),"Έχουμε φτάσει περίπου στο μέσον του έργου. Το κοινό ήδη γνωρίζει τις περιπλοκές της υπόθεσης: ότι ο νεαρός πρωταγωνιστής Φορτουνάτος, υιοθετημένο παιδί, αγαπά μια κοπέλα που η τσιγκούνα μάνα της έχει υποσχεθεί σε γάμο στον πλούσιο ηλικιωμένο γιατρό Λούρα, ο οποίος την έχει ερωτευτεί. Η προξενήτρα Πετρού έχει αναλάβει να βοηθήσει, με το αζημίωτο πάντα, όλους τους ήρωες του έργου που έχουν ερωτικές βλέψεις, και γι’ αυτό ο Λούρας ανυπομονεί να την συναντήσει. Όταν μπαίνει στη σκηνή, η Πετρού σπεύδει να πει στον Λούρα πόσο πασχίζει να πείσει την Πετρονέλα να δεχτεί τον γάμο. Συζητώντας, ο Λούρας την πληροφορεί για το παρελθόν του, ότι είναι ξένος και έχει βρεθεί στο Κάστρο αναζητώντας το παιδί που του πήραν κάποτε οι κουρσάροι. ΑΤΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ-ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Πετρού, Ἀγουστίνα, Λούρας, Μποζίκης ΠΕΤΡΟΥ Δὲν ἠμπορὰ σοῦ δηγηθῶ ἴντά ’χω μιλημένα, μά δὲ μπορῶ μιὰ κοπελιὰ νὰ κάμω σὰν αὐτήνη τὴν ὄρεξή τζη τὴ σκληρὴ λιγάκι ν’ ἁπαλύνη. Καὶ μόνο μὲ τὴ μάνα τζη ὁλημερνὶς μαλώνει καὶ κλαίγει καὶ πρικαίνεται, λέγοντας πὼς δὲ σώνει ἄντρα νὰ πάρη γέροντα, ποὺ πάππους τση λογᾶται, μά ’ναι καὶ ξένος ἀπὸ ’πά, καὶ τρέμει καὶ φοβᾶται μὴν τοῦ φανῆ κιαμιὰ φορὰ σπίτιν του νὰ γυρίση, καὶ ἀποὺ τὴ μάνα τζη πολλὰ μακρὰ τήνε ξορίση. ΛΟΥΡΑΣ Σὲ τοῦτο ξεκαθάριση, κερα-Πετρού, τσῆ κάνω· μέσα στὰ προυκοχάρτια τση μεγάλη πένα βάνω. ΠΕΤΡΟΥ Ἀνάθεμα τὴν πένα σου! Λοιπό, ἀπὸ ’πὰ δὲν εἶσαι; Ἀμὲ πῶς ἤλαχες ἐδῶ, καὶ ἀπὸ ποιὸν τόπον εἶσαι; Νὰ ζοῦμε, δὲν τὸ κάτεχα, καὶ πάντα μου σ’ ἐκράτου πὼς εἶσαι ντόπιος ἀπὸ δῶ, καὶ εἰς τοῦτον ἐπορπάτου. ΛΟΥΡΑΣ Κερα-Πετρού μου, ἐτύχαινε νὰ τὸ κατέχης πούρι: ἐγώ ’μαι ἀπ’ τὴν Κεφαλλονιὰ κάτω ἀποὺ τὸ Ληξούρι. Καὶ ἡ ἀφορμὴ ἁποὺ μ’ ἔκαμε ὁλονομπρὸς κι ἐβγῆκα ἀποὺ τὰ γεννητούρια μου καὶ τὴν πατρίδα ἐφῆκα, ἤτονε γιατὶ ἕναν παιδὶ ἁπού ’χα κανακάρη, ἀγαπημένο μου πολλά, μοῦ πῆραν οἱ κρουσάροι μιὰν ὥρα μὲ τὴ νέναν του κάτω στὸ περιγιάλι, ἁποὺ γιὰ περιδιάβαση ἡ ὁδὸ τὴν εἶχε βάλει, δεκάξι χρόνους σήμερο, καὶ δὲ μπορὰ κατέχω ποῦ πῆγε καὶ ἴντα γίνηκε, καὶ ὅλο τὸν κόσμον ἔχω γυρίζοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ βαλμένον ἄνω κάτω, καὶ νά ’χω δὲν ἐμπόρεσα για λόγου του μαντάτο. Καὶ σὰν ἐξεβαρέθηκα τὸν κόσμο νὰ γυρίζω εὔκαιρα, ἦρθα κι ἐδεπὰ καὶ δίδω καὶ καθίζω τέσσερεις χρόνους σήμερο, καὶ πλιό μου νὰ γυρίσω δὲν ἤβαλα στὸ λογισμὸ εἰς τὴν πατρίδα ὀπίσω, γιατὶ ’καμα ἕνα τάσσιμο νὰ πὰ νὰ παραδείρω, καὶ ἂ δὲν τὸ βρῶ, μὲ δίχως του πλιὸ ἐκεῖ νὰ μὴ γιαγείρω. Γιὰ τοῦτον ἐποφάσισα τὴν κοπελιὰ νὰ πάρω ἐτούτη τσῆ κερα-Μηλιᾶς, ὀγιὰ νὰ κάμω θάρρος, καὶ γιὰ νὰ κάμω καὶ παιδὶ νὰ μὲ κλερονομήση, δὲν ἔχοντας τὸ πράμα μου, σὰν ξένος, ποῦ τ’ ἀφήσει.","ἴντά = τι (ερωτ.) προυκοχάρτια = προικοσύμφωνα πένα = υπόσχεση ’πὰ = εδώ [επίρρ. επά] ἤλαχες = έτυχες, βρέθηκες κάτεχα = ήξερα, γνώριζα [κατέχω] ἐτύχαινε = έπρεπε πούρι = όμως ὁλονομπρὸς = πρώτα πρώτα γεννητούρια = τόπο γέννησης νέναν = παραμάνα περιδιάβαση = διασκέδαση, αναψυχή εὔκαιρα = μάταια, άσκοπα πλιό = πλέον νὰ παραδείρω = να υποφέρω, να βασανιστώ [παραδέρνω] νὰ μὴ γιαγείρω = να μην επιστρέψω πράμα = περιουσία",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Συνάντηση του ερωτευμένου ζευγαριού (Γ 435-518),"Στην πέμπτη σκηνή της τρίτης πράξης, που βρίσκεται ακριβώς στο μέσον του έργου, συναντιούνται –για μοναδική φορά μόνοι τους– οι ερωτευμένοι Φορτουνάτος και Πετρονέλα, οι οποίοι αντιμετωπίζουν στον γάμο τους το μεγάλο εμπόδιο ότι η μάνα της κοπέλας θέλει να την παντρέψει με έναν πλούσιο ηλικιωμένο γιατρό. Πριν μπει η αγαπημένη του, ο νέος θρηνεί για τα βάσανα που του δίνουν ο έρωτας και το ριζικό του και εκφράζει τον φόβο του ότι η Πετρονέλα μπορεί να δεχθεί τον γάμο με τον γέρο. Σφυρίζει κατόπιν και προβάλλει η αγαπημένη του, η οποία, για να τον καθησυχάσει ότι δεν θα παντρευτεί τον γιατρό Λούρα, του δίνει το δαχτυλίδι της σαν σημάδι αρραβώνα και τον διαβεβαιώνει ότι δεν θα υποκύψει στις πιέσεις της μητέρας της. ΑΤΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ – ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ Φορτουνάτος, Πετρονέλα Τότες σφυρίζει, καὶ ἡ Πετρονέλα προβαίνει. ΠEΤΡΟΝΕΛΑ Ἀφέντη Φορτουνάτο μου, πολλὰ καλή σου μέρα. ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Χίλια καλῶς ἐπρόβαλες, ἄσπρη μου περιστέρα, χίλια καλῶς ἐπρόβαλες, ἥλιε μου μὲ τς ἀχτίνες, φεγγάρι μου λαμπρότατο μὲ τς ἔλαψες αὐτῆνες. Μὰ γιάντα, κορασίδα μου, σὲ βλέπω πρικαμένη, τὰ δάκρυα στὰ ματάκια σου, τὴν ὄψην ἀλλαμένη; Ἐνίκησέ σε τάχατες ἡ μάνα σου, κερά μου, νὰ παντρευτῆς; ΠΕΤΡΟΝΕΛΑ Πλιὰ γλήγορα ἤθελε βγεῖ ἡ καρδιά μου σήμερο ἀποὺ τὸ στῆθος μου ἡ καταπληγωμένη, καὶ ἡ ψυχή μου νὰ διαβῆ στὸν Ἅδη ἡ πρικαμένη, παρὰ νὰ ἀπαρνηθῶ ποτὲ τὸν πόθο σου, πουλί μου, γή μὲ ἄλλον ἄντρα νὰ σμιχτῆ ἡ σάρκα ἡ ἐδική μου. Μὰ ἀληθινὰ δὲν ἤλπιζα ποτέ μου τέτοιο λόγο ν’ ἀκούσω ἀποὺ τὰ χείλη σου, ποὺ στὸ ὄνομά σου ἀμνόγω. Μὰ κρίνω τέτοιο λογισμὸ νά ’χης ἐσὺ βαλμένα, γιαῦτος λογιάζεις ἔτοια δὰ ἡ γνώμη μου ἔν’ κι ἐμένα. Οἱ ἄντρες πάσκου καὶ κοπιοῦ, ξετρέχου νὰ μπερδέσου μιὰ κορασὰ στὰ βρόχια τως, καὶ ὥστε νὰ τὴν κερδέσου τρέμουσι καὶ λιγώνουνται, δείχνου πὼς τὴν ποθοῦσι, καὶ ὡσὰν τήνε κερδέσουσι, ζιμιὸ τήνε μισοῦσι· ἴδια καθὼς τὸ κάνουσι στὸν κόσμο οἱ κυνηγάροι, ἁποὺ ζυγώνου τὸ λαγὸ εἰς τὰ βουνιὰ καὶ εἰς τά ’ρη, στὴν κάψα καὶ εἰς τὰ κρούσταλλα, καὶ δὲ βαριοῦνται κόπο, βάσανο μηδὲ κι ἔξοδο σκυλῶ καὶ τῶν ἀθρώπω. Σὰν τόνε πιάσου, εἰς μιὰ μερὰ τὸ ρίχτου καὶ ξαπλώνου, κι ἐκείνους ἁποὺ φεύγουσι πάλι ζιμιὸ ζυγώνου. Κι ἔτσι πὼς εἴμεστα κι ἐμεῖς θαρροῦσι κι ἀπαντέχου, γιατὶ θαρρεῖ τὰ ἔργα του πὼς ὅλοι ὁ κλεφτες ἔχου. ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Νεράιδα μου ὀμορφότατη καὶ ζήση τσῆ ζωῆς μου, θαράπειο τοῦ προσώπου μου καὶ ἐλπὶ τσῆ παιδομῆς μου, τὸν οὐρανὸ παρακαλῶ νὰ κάμη ἡ γῆς ν’ ἀνοίξη, στὰ βάθη τση τὰ σκοτεινὰ κάτω νὰ μὲ ρουφήξη, ἀνίσως καὶ εἰς τὸν πόθο σου κιαμιὰ ντήρησην ἔχω, γιατὶ πὼς μὲ ἀγαπᾶς πιστὰ καλότατα κατέχω. Μὰ τρέμω καὶ δειλιῶ πολλὰ μὴ λάχη νὰ ξεδράμη μὲ τὸ στανιό σου ἡ μάνα σου, κερά μου, νὰ τὸ κάμη. ΠΕΤΡΟΝΕΛΑ Πῶς ἔναι μπορεζάμενο ποτὲ μὲ τὸ στανιό μου τοῦτο τὸ πράμα νὰ γενῆ, μὲ δίχως τὸ δικό μου θέλημα, καὶ τὸ θέλημα τσῆ μάνας μου νὰ κάμω; Τὸ θὲς καὶ θέλω ἐγρίκησα καὶ κάνουσι τὸ γάμο. Μὰ τοῦτο, Φορτουνάτο μου, σοῦ ξαναλέγω πάλι, πὼς τὸ Θεὸ παρακαλῶ στὸν Ἅδη νὰ μὲ βάλη νὰ κρίνωμαι συζώντανη, ἀνίσως καὶ ἄλλο χέρι ἁπλώση ἀπάνω μου ποτέ, γὴ πούρι ἂν ἄλλο ταίρι θέλω σμιχτῆ παντοτινὰ στὴ ζήση τὴ δική μου. Καὶ ἀπάνω ’ς τοῦτο δίδω σου τὴ χέρα τὴ δική μου. Πιάσ’ καὶ τὸ δαχτυλίδι μου, καὶ ἂς εἶναι ὀγιὰ σημάδι καὶ μαρτυριὰ τσῆ παντρειᾶς ποὺ μελετοῦμε ἀμάδι. ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Κανακαρὰ καὶ ἀφέντρα μου, φῶς καὶ παρηγοριά μου, τὰ λόγια σου ἐμερώσασι σήμερο τὴν καρδιά μου, κι ἐλάφρυνε γρικώντας τα, ἁπού ’το βαρεμένη, καὶ ἀποὺ τὲς ἔγνοιες τς ἄμετρες ἁπού ’βανεν ἐβγαίνει. Μὰ ἀπεὶς τὸ δαχτυλίδι σου μὄχεις ἐσὺ δοσμένα, ἔπαρε τώρα εἰς ἀλλαξὰ καὶ τὸ δικό μου ἐμένα. Βάλε το στὸ δαχτύλι σου, καὶ ἂς εἶν’ ξετελεμένος ὁ γάμος ἀπὸ λόγου μας τόσα πεθυμημένος. Τότες τήνε φιλεῖ. Μὰ ἐτοῦτο, κορασίδα μου, ξεῦρε, σοῦ παραγγέρνω ὅσο μπορεῖς καὶ δύνεσαι νὰ τὸ κρατῆς χωσμένο μέσ’ στὴν καρδιά σου, ἁφέντης μου μὴ λάχη νὰ τὰ μάθη καὶ βροῦ με μεγαλύτερες κρίσες, καημοὶ καὶ πάθη. Μὰ πέ μου, Πετρονέλα μου, πῶς θὲς νὰ τὰ ἀποσάσης ἐτοῦτα μὲ τὴ μάνα σου, καὶ νὰ τήνε ξεγνοιάσης; Ἁποὺ γιατὶ ’ναι ἔτσι ἀκριβὴ καὶ ράσσει στὸ τορνέσι μονάχας μὲ τὸ γέρο αὐτὸ πάσκει νὰ σὲ μπερδέση. ΠΕΤΡΟΝΕΛΑ Ὅ,τι καὶ ἂν πάσκη, εὔκαιρα τὰ πάσκει, καὶ ἄσ’ τη πούρι, καὶ δὲν τοῦ μέλλει, τάσσω σου, τοῦ γέρο τὸ κουλούρι. Σὰ δικιμάση μιὰ καὶ δυὸ καὶ τρεῖς, καὶ νὰ γνωρίση τὸ πὼς δὲν τσῆ συβάζομαι, σοῦ τάσσω νὰ γυρίση τὸ λογισμὸν ἁπού ’βαλε κι ἐκεῖνα τὰ λογιάζει, κι ἐμὲ γιὰ τούτη τὴ δουλειὰ πλιό τζη νὰ μὴν πειράζη. Μὰ ἂς ἔμπω μέσα, ἡ μάνα μου μὴ λάχη νὰ προβάλη καὶ δῆ πὼς εἶμαι ὄξω ἐδεπά, νὰ μὲ μαλώση πάλι. Στὴν Ὀβρακὴν ἐδιάβηκε, καὶ ὅπου καὶ ἂν εἶσαι μπαίνει· καὶ ἀφήνω σου πολλὴ ζωή, ψυχή μου ἀγαπημένη. ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Τώρα, ὅντε θέλη ὁ θάνατος νὰ πάρη τὴ ζωή μου, θαραπαημένος βρίσκομαι, πειδὴ καὶ ἡ ποθητή μου εἶδα κι ἐγνώρισα καλὰ πὼς μὄχει μέγα πόθο, καὶ τσὶ δροσὲς καὶ τσὶ χαρὲς ὅλες τοῦ κόσμου γνώθω. Τσὶ πόρτες τσῆ παράδεισος τὰ λόγια τση μοῦ ἀνοῖξα, τοῦ πόθου τς ἀναγάλλιασες καὶ τσὶ δροσὲς μοῦ δεῖξα. Ἐμάκρυνε τσὶ μέρες μου, ἐπληθύνασί μου οἱ χρόνοι, καὶ ἀποὺ τὸν Ἅδη εἰς τς οὐρανοὺς σήμερο μὲ ψηλώνει. Τώρα ἂς γυρίσω σπίτι μας, μὴν τοῦ φανῆ νὰ πέψη, καὶ πάρωρά ’ναι, ἁφέντης μου, ποθὲς νὰ μὲ γυρέψη.","ἔλαψες = λάμψεις [η έλαψη] γιάντα = γιατί γή = ή ἀμνόγω = ορκίζομαι ἔτοια = τέτοια ξετρέχου = επιδιώκουν [ξετρέχω] κορασὰ = κοπέλα στὰ βρόχια = στις παγίδες [το βρόχι] λιγώνουνται = λιποθυμούν [λιγώνομαι] ζιμιὸ = αμέσως ζυγώνου = κυνηγούν [ζυγώνω] κάψα = μεγάλη ζέστη κρούσταλλα = (τους) πάγους ἀπαντέχου = υποθέτουν [απαντέχω] θαράπειο = χαρά παιδομῆς = βάσανου [η παιδομή] ντήρησην = φόβος [η εντήρηση] κρίνωμαι = βασανίζομαι, υποφέρω γὴ πούρι = είτε ακόμη ἀμάδι = μαζί Κανακαρὰ = αγαπημένη βαρεμένη = στενοχωρεμένη ἀπεὶς = αφού ξετελεμένος = τελειωμένος, ολοκληρωμένος δύνεσαι = μπορείς χωσμένο = κρυφό κρίσες = βάσανα [η κρίση] ἀποσάσης = κανονίσεις [αποσάζω] ράσσει στὸ τορνέσι = είναι άπληστη για χρήματα [έκφρ. ράσσω στο τορνέσι] εὔκαιρα = μάταια, άδικα ἐδεπά = εδώ νὰ πέψη = να στείλει πάρωρά = αργά ποθὲς = κάπου, πουθενά",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Η ζωηρή υπηρέτρια (Γ 689-718),"Λίγο πριν τελειώσει η τρίτη πράξη της κωμωδίας, παρακολουθούμε τη «φαμέγια τση Μηλιάς», την υπηρέτρια Αγουστίνα, σε έναν μονόλογο να αφηγείται στο κοινό τις πονηρές περιπέτειές της στην αγορά και στο μοναστήρι όπου την έστειλε η κυρά της για να βρει τον αδελφό της τον «φράρο». Πρόκειται για μία από τις σκηνές που υπηρετούν περισσότερο το κωμικό-χιουμοριστικό στοιχείο του έργου και πολύ λιγότερο την υπόθεση. Η Αγουστίνα ανήκει στους δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου και στο σημείο αυτό καλείται να συμβάλει στην οργάνωση μίας φάρσας που ετοιμάζει η προξενήτρα Πετρού στον κομπορρήμονα στρατιωτικό Τζαβάρλα. ΑΤΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ−ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ Ἀγουστίνα μοναχή ΑΓΟΥΣΤΙΝΑ Στὸ μοναστήρι ἐπήγαινα, σὰ μοῦ ’πεν ἡ κερά μου, τὸν ἀδερφό τζη νὰ πὰ βρῶ τὸ φράρο, καὶ ἀπ’ τὴ βιὰ μου εἰσὲ μιὰ πέτρα ἐσκόνταψα τὸν πόδα μου, καὶ βγαίνει τὸ ἀνύχι τοῦ δαχτύλου μου, καὶ ὡσὰν ἀποθαμένη ἐπόμεινα ἀπ’ τὸν πόνο μου, καὶ ἀπ’ τὴν πολλὴ τρομάρα μιὰ φοβερότρομη πολλὰ μοῦ ’δωκε λιγωμάρα. Κι ἐμαζωχτήκασι πολλοὶ ἀθρῶποι, καὶ ἕνας πιάνει καὶ συνεπαίρνει με ἀπὸ κεῖ, στὸ σπίτιν του μὲ βάνει, πὼς μὲ λυπᾶται τάχατες καὶ πὼς εἶχε βοτάνι ὅ,τι πληγὴ καὶ ἂ βρίσκωμαι νά ’χω, νὰ μοῦ τὴ γιάνη. Σὲ μιὰ κασέλα μ’ ἔβαλε ἀπάνω, καὶ σηκώνει τὸν πόδα μου καὶ παραμπρὸς πιλώθει καὶ μουρώνει, καὶ ὥστε νὰ πῆς «καὶ ἴντά ’ναι ἀτοῦ;» μοῦ βάνει τὸ μποτάρι, καὶ ὀμορφογιάτρεψέ μου το μὲ τὸ πολὺ καμάρι. Κι ἀπόκεις μοῦ παράγγειλε γλήγορα νὰ γυρίσω, μὴν πὰ νὰ φράξη ἡ πληγή, νά ’χω καημὸ περίσσο. Ὡσὰν ἐπαραγλύκανα, ζιμιό ἀπὸ κεῖ μισεύγω, στὸ μοναστήρι ἐδιάβηκα τὸ φράρο νὰ γυρεύγω, καὶ οἱ φράροι ὅ,τι ὥρα μέ ’δασι, ὅλοι τως ξεσμηλώνου καὶ ἀρχίζου νὰ μὲ ἀναρωτοῦ ἴντά ’χω καὶ ποῦ ’πόνου. Καὶ εἶπα τως πῶς ἐπέρασε τὸ πράμα, κι ἐλογιάσα καὶ αὐτοὶ νὰ μὲ γιατρέψουσι, καὶ ὅ,τι μποροῦ ἐκοπιάσα, κι ἐσυμπονέσανε πολλὰ βλέποντας τὴν πικριά μου, καὶ ὅ,τι καὶ τίβετσι καὶ αὐτοὶ δὲν ἔλειψε νὰ κάμου. Πούρι σ’ ὅλο τὸ ὕστερο ηὕρηκα καὶ τὸ φράρο, καὶ ἀκούγοντας τς ἀθιβολὲς νὰ τοῦ τσὶ ροζονάρω τοῦ κὺρ Τζαβάρλα, ἐγόισε, καὶ χτάσσεται, νὰ ζήσης σὰ γέρο κάπρο στὸ πετσὶ νὰ τόνε κοπανίση. Μὰ ἂς ἔμπω μέσα σπίτι μας, καὶ κρίνω μανισμένη νά ’ναι ἡ κερά μου, ὀγιατὶ πολλὴ ὥρα μὲ ἀνιμένει.","φράρο = καθολικό καλόγερο [ο φράρος] λιγωμάρα = λιποθυμία πιλώθει = σπρώχνει [πιλώθω] μουρώνει = μπαίνει με ορμή [μουρώνω] ἀτοῦ = εκεί μποτάρι = πήλινο δοχείο ζιμιό = αμέσως, γρήγορα μισεύγω = φεύγω, αναχωρώ ξεσμηλώνου = βγαίνουν όπως το σμήνος των μελισσών [ξεσμηλώνω] τίβετσι = τίποτε Πούρι = και όμως τὸ ὕστερο = στο τέλος [έκφρ. στο ύστερο] ἀθιβολὲς = κουβέντες [η αθιβολή] ροζονάρω = συζητώ ἐγόισε = έγινε έξω φρενών χτάσσεται = επιθυμεί μανισμένη = θυμωμένη ἀνιμένει. = περιμένει [ανιμένω]",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Συνδυασμός πληροφοριών για ένα χαμένο παιδί (Δ 77-122),"Στην κωμωδία μας, μέχρι αυτή τη στιγμή, υπάρχουν σε εξέλιξη δύο σχέδια για γάμους, που και τα δύο όμως περιλαμβάνουν την ίδια… νύφη, γεγονός που έχει οδηγήσει τα πράγματα σε αδιέξοδο. Τόσο ο νεαρός Φορτουνάτος όσο και ο ηλικιωμένος πλούσιος γιατρός Λούρας είναι ερωτευμένοι με την κόρη της χήρας Μηλιάς Πετρονέλα, η οποία βέβαια αγαπά τον πρώτο, και έχουν αναθέσει στην ίδια προξενήτρα τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους. Η αρχή της τέταρτης πράξης μάς βρίσκει έξω από το σπίτι της Μηλιάς, στο οποίο έχει πάει ο ψευτοπαλικαράς Τζαβάρλας για να συναντήσει την κερά σύμφωνα με το σχέδιο της προξενήτρας Πετρούς. Όταν αρχίζει η τέταρτη πράξη, φτάνει έξω από το σπίτι της Μηλιάς ο Θόδωρος και ακούει τις φωνές του Τζαβάρλα που τον διώχνει ο φράρος δέρνοντάς τον. Ο νέος τούς χωρίζει και ζητά να μιλήσει στην Πετρού, που βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Στην κομβικής σημασίας αυτή συζήτηση, η οποία ανθολογείται εδώ, ο Θόδωρος συνδυάζει τα γεγονότα που ξέρει για την ανεύρεση του Φορτουνάτου με όσα του λέει η Πετρού για το χαμένο παιδί του Λούρα και βεβαιώνεται ότι βρήκε τον αληθινό πατέρα του φίλου του, αλλά δεν λέει ακόμη τίποτε στην προξενήτρα. ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ – ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Θόδωρος, Τζαβάρλας και Φράρος μέσα ἁποὺ τὸ σπίτι, Πετρού ΠΕΤΡΟΥ Νὰ ζήσωμε, κι ἐπάσκισα μὲ μόδον ἕνα κι ἄλλο καὶ χίλια μύρια ἀμπόδιστρα δὲν ἔλειψα νὰ βάλω μόν’ γιὰ τὸ Φουρτουνάτο μας, μὰ πλιὸ νὰ ξηλωθοῦσι δὲν ἔναι μπορετό, γιατὶ γιὰ βέβιο τὸ κρατοῦσι σήμερο νὰ τὰ κάμουσι. ΘΟΔΩΡΟΣ Καὶ ἡ κοπελιὰ ἴντα κάνει; Συβάζεται τὸ γέροντα στς ἀγκάλες τση νὰ βάνη; ΠΕΤΡΟΥ Πρικαίνεται καὶ δέρνεται, κλαίγει καὶ ἀναδακρώνει, καὶ μόνο μὲ τὴ μάνα τζη ὁλημερνὶς μαλώνει, καὶ ὀπίσω σύρνει καὶ πατεῖ καὶ τὴ χολή τζη πρήσκει. Καὶ ἡ μεγαλύτερη ἀφορμὴ εἶν’ τούτη, ἁποὺ τσῆ βρίσκει: πὼς εἶναι ξένος ἀπὸ ’πά, καὶ θέλει τὴ σηκώσει μιὰν ὥρα, ἂν τοῦ φανῆ, ἀπὸ δῶ, καὶ ποῦ νὰ πὰ ’ποδώση; ΘΟΔΩΡΟΣ Δίκια ἀφορμὴ μοῦ φαίνεται τούτη περίσσα νά ’χη. Μ’ αὐτόνος ἀπὸ ποῦ ’τονε, κι ἐπὰ πῶς εἶχε λάχει; ΠΕΤΡΟΥ Μιὰν ὥρα στὴν Κεφαλλονιὰ μοῦ ’πε πὼς ἐγεννήθη, καὶ πὼς παιδὶ τοῦ πήρασι οἱ κρουσάροι, κι ἐβουλήθη νὰ διάβη νὰ πὰ νὰ τὸ βρῆ, νὰ πὰ νὰ τὸ γυρέψη, καὶ ἂ δὲν τὸ βρῆ, στὰ πατρικὰ δίχως του νὰ μὴ στρέψη. Κι ἀπείτις χρόνους δώδεκα ἐγύρισε στὰ πάθη, καὶ δὲν ἐμπόρεσε ποτὲ γιὰ λόγου του νὰ μάθη, μὰ εἶχε τὸν κόπον εὔκαιρο, εἶχεν ἀποφασίσει ’ς τούτη τὴ χώρα νὰ σταθῆ κι ἐπὰ νὰ κατοικήση. ΘΟΔΩΡΟΣ Καὶ πόσοι χρόνοι σήμερο νά ’νιαι ἀπόσταν τὸ ’χάσε, κι ἴντα καιροῦ ’το τὸ παιδὶν ἐτοῦτο ἁποὺ δηγᾶσαι; ΠΕΤΡΟΥ Δεκάξι, ὡς λέγει, πορπατοῦ, καὶ τὸ παιδὶν ἐκεῖνο δυόμισι χρόνους εἴχενε, καθὼς νὰ ’μοῦ ’πε, κρίνω. ΘΟΔΩΡΟΣ Μιὰ χάρη σὲ παρακαλῶ γι’ ἀγάπην ἐδική μου νά ’χω ἀπὸ σένα σήμερο, κερα-Πετροὺ ἀκριβή μου, καὶ τάσσω σου σὰν ἄθρωπος νὰ μὴν τὸ λησμονήσω, μηδὲ κι ἐσένα διχωστὰς ἀντίμεψη ν’ ἀφήσω. ΠΕΤΡΟΥ Ὅριζε, ἀφέντη Θόδωρε. ΘΟΔΩΡΟΣ Τὸ γάμο αὐτὸ νὰ σύρης δυὸ μέρες πούρι γὴ καὶ τρεῖς νὰ τόνε τρατινίρης. ΠΕΤΡΟΥ Δὲν ἔναι μπορετὸ ποτέ. ΘΟΔΩΡΟΣ Ξεύρω πὼς ἀπὸ σένα τοῦτο περνᾶ, καὶ κάμε το, κι ἄση με πάλι ἐμένα στὴν πόληψή μου· μὰ ὀγιὰ ’δὰ τοῦτα τὰ δυὸ ρεάλια πιάσε, καὶ τάσσω σου ἀνισῶς καὶ πᾶσι τὰ φατάλια σὰν τὰ λογιάζω καὶ θαρρῶ, νά ’ναι καλύτερό σου, καὶ χάρισμα πολλὰ ἀκριβὸ θὲ νά ’ναι τὸ δικό σου. ΠΕΤΡΟΥ Σπολλάτη, ἀφέντη Θόδωρε, παιδί μου ἀγαπημένο· ἄμε, καὶ τὸ κοντέντο σου βρίσκεται καμωμένο. Γιὰ τοῦτο τσῆ κερα-Μηλιᾶς γιαμιὰ θὰ πὰ ν’ ἀρχίσω, καὶ τάσσω σου τὰ κουνενὰ ἄνω κάτω νὰ γυρίσω. ΘΟΔΩΡΟΣ Ὢ καλοριζικότατε φίλε μου Φορτουνάτο, κι ἴντα πασίχαρο πολλὰ σοῦ φέρνω τὸ μαντάτο! Μὰ τοῦ μισὲρ Γιαννοῦτσο ὀμπρὸς τὴ νόβα θὲ νὰ δώσω, καὶ τς ἔγνοιες του τς ἀμέτρητες ἁπὄχει νὰ σηκώσω.","μόδον = τρόπο [ο μόδος] ἀμπόδιστρα = εμπόδια [το αμπόδιστρο] πλιὸ = πλέον ἴντα = τι (ερωτ.) ἀναδακρώνει = κλαίει, δακρύζει [αναδακρώνω] ὀπίσω σύρνει = τραβά προς τα πίσω ’ποδώση = να καταλήξει ἐβουλήθη = θέλησε, αποφάσισε εὔκαιρο = μάταιο, άσκοπο [επίθ. εύκαιρος] ἀντίμεψη = ανταμοιβή τρατινίρης = αναβάλεις [τρατινίρω] ἄση με πάλι ἐμένα = άσε με εμένα να κάνω στὴν πόληψή μου = άσε με εμένα να κάνω ἀνισῶς = αν τὰ φατάλια = το πεπρωμένο Σπολλάτη = ευχαριστώ [έκφρ. εις πολλά έτη] κοντέντο = επιθυμία κουνενὰ = είδος δοχείου για μαγικές ενέργειες [ο κουνενός, πληθ. τα κουνενά] νόβα = είδηση",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος """Αγώνας"" αυτοεπαίνων (Δ 249-316)","Στο σημείο όπου βρισκόμαστε, στην τέταρτη πράξη, οι περιπλοκές της υπόθεσης έχουν αρχίσει να δρομολογούνται. Για να εκτονωθεί το κοινό από την ένταση που προκαλεί ο συνδυασμός πληροφοριών στην πορεία προς την αναγνώριση του χαμένου παιδιού και τη λύση του έργου, μεσολαβεί μία ακόμη αποκλειστικά κωμική σκηνή, με τρεις στερεότυπους κωμικούς χαρακτήρες, τον σχολαστικό δάσκαλο, τον μπράβο και έναν κοιλιόδουλο υπηρέτη, όπου καθένας τους καμαρώνει για τον εαυτό του και στο τέλος ο δάσκαλος αυτοσχεδιάζει ένα οκτάστιχο προς έπαινο του Τζαβάρλα. Μεγάλο μέρος του χιούμορ αυτής της σκηνής έγκειται στις παρανοήσεις της μεικτής γλώσσας του δασκάλου από τους άλλους δύο. ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ-ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Τζαβάρλας, Μπερναμποῦτσος, Δάσκαλος ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἴντα ἄθρωπος, καὶ ποιά ’ναι ἡ ἐδική σου προφεσιό, καὶ λέγεις μου πὼς σὲ βαστάρει ἡ ψή σου νὰ γράψης τὰ καμώματα καὶ τσὶ παλληκαριές μου τσὶ φοβερὲς καὶ τς ἄμετρες δύναμες τς ἐδικές μου, ποὺ ἂν εἶχε ζεῖ ὁ Βεργίλιος, ὁ Ὅμηρος καὶ οἱ ἄλλοι στὸν κόσμο τόσα παινετοὶ καὶ ξακουστοὶ δασκάλοι ἁπὄχου τσὶ παλληκαριὲς τοῦ Ἀχιλλέα γραμμένα, νὰ γράψου δὲν ἐδύνουντα τὲς ἐδικές μου ἐμένα; ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Περιττοπλιὰς καὶ τὸ δαρμὸ ποὺ σοῦ ’καμεν ὁ φράρος… ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Σώπα, μὴν κάμω σήμερο νὰ σὲ μαζώξη ο Χάρος. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Ξεῦρε πὼς εἶμαι δάσκαλος di gran virtù e dotrina, καὶ ποσεντέρω γράμματα volgare καὶ λατίνα, ρωμαίικα καὶ φράγκικα, σπανιόλα καὶ φραντσόζα, κιεἶμαιποέταςφυσικὸς in verso et in prosa. Ἔχω σκολάρους θαμαστούς, βάνω καλὰ in pena, et per compor versiculi ἔχω μεγάλη βένα. Ὅμηρο καὶ Βιργίλιο ξεστήχου τσὶ κατέχω, τὸν Τσιτσερόνε nel’orar χρεία κιαμιὰ δὲν ἔχω. ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Γρικᾶς του; Βλέπεσε κι ἐσύ, ἐκείνη τὴ μεγάλη ποὺ βάνει τῶ σκολάρων του τὴν πένα μὴ σοῦ βάλη. ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Σώπα! Ἐπειδή ’σαι, ὡσὰ γρικῶ, ἴτσι ἄθρωπος μεγάλος, ὁποὺ ἴσα σου στὸν κόσμο πλιὸ σήμερο δὲν ἔναι ἄλλος, θὲ νὰ σοῦ πῶ τὰ πράματα ἁπὄχω καμωμένα εἰς τὸν καιρό μου, ὀγιὰ νὰ δῆς πὼς ἄλλος σὰν ἐμένα εἰς ἀντρειὰ καὶ εἰς δύναμη καὶ εἰς τέχνη τοῦ πολέμου δὲ βρίσκεται ποθὲς ἀλλοῦ. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Per vita vostra πέ μου ποιό ’ν’ τ’ ὄνομά σου ὁλονομπρός, e poi dirai chi sete. ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Ἐμένα λέσι καπετὰν Τζαβάρλα Ματζασέτε. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Στάσου λιγάκι τὸ λοιπὸ ν’ ἀκούσης ἴντα ξίζω μὲ μιὰν ottava εἰς ἔπαινος δικό σου, al’improviso. Erge sublime il volo aquila altera, battendo i vanni, al ciel con dolce canto, e un cavaliero eccelso, e nato in guerra, con rimbombante sonno essalta tanto che, udendol’, Marte volge i lumi a terra per veder chi è costui che ha sì gran vanto, e scorge che nel’isola de Crete vi è il capitan Zavaria Mazzasette. ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Ἐδὰ τοῦ δίδει τὸ κακό, λογιάζω καὶ ταράσσει, καὶ φαίνεταί μου ἀπάνω σου ὅπου καὶ ἂν ἔναι ράσσει. Θὲς νὰ πὰ φέρω ἕνα σκοινί, σφιχτὰ νὰ τόνε δέσης; ΔΑΣΚΑΛΟΣ Vane in malora, λέγω σου. Ἐτοῦτο πῶς σ’ ἀρέσει, miles exquisitissime? ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Δὲν ἤκουσα στὴν Πούλια, ὁποὺ ἄντρες θαμαστοὺς ἑφτὰ ἤπνιξα ὡσὰν κατσούλια μιὰν ὥρα μὲ τὰ χέρια μου, νὰ λὲν τὰ βέρσα αὐτεῖνα. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Al’improviso τά ’βγαλα τοῦτα, μὰ πάλι ἐκεῖνα καὶ τ’ ἄλλα σου καμώματα θὰ κάτσω νὰ στουντιάρω, νὰ κάμω πράμαν ἐκλεχτό. ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Θυμοῦ καὶ γιὰ τοῦ φράρο τὴ φέστα, γράψε τη καὶ αὐτή, μὴν τήνε λησμονήσης. ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Σώπα τὰ σάλια, βούβαλε! Γρίκα μου ἐδά, νὰ ζήσης: στάσου νὰ μοῦ τ’ ἀφουκραστῆς, νὰ σοῦ τὰ πῶ ἕνα καὶ ἕνα, ὅλες μου τσὶ παλληκαριὲς ἁπὄχω καμωμένα, πότες καὶ ποῦ καὶ μετὰ ποιούς, γιὰ νὰ μπορὰ τὰ βάλης μὲ ὄμορφο μόδο σοθετά, τίβετας νὰ μὴ σφάλης. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Perdonami, ad gimnasium νὰ πάγω μοῦ τυχαίνει, σκολάρος μου κιανεὶς ἐκεῖ μὴν πὰ νὰ μ’ ἀνιμένη coloqui familiariter mecum, γιὰνὰτ’ ἀνοίξω τὴ στράτα τσῆ ρητορικῆς καὶ νὰ τοῦ τήν εδείξω. ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ Γρικᾶς του; Τῶ σκολάρων του τὸν κῶλο, λέει, θ’ ἀνοίξη, καὶ πὼς μιὰ κουρατόρικη μέσα θὲ νὰ τῶς μπήξη, καὶ βλέπεσε μόνο κι ἐσύ. ΔΑΣΚΑΛΟΣ Ἂ θέλης πάλε νὰ ’ρθης ancora voi στὸ σκολειό, τάσσω σου πὼς νὰ μάθης κάθαλοῆς sciencia breviter ἀπὸμένα, τ’ ἄρματα μὲ τὰ γράμματα νά ’χης συντροφιασμένα. ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ Στ’ ἄρματα μόνο ἐδόθηκα, καὶ ὅλο τὸ λογισμό μου ἔχω βαλμένον ἐδεκεῖ, καὶ ἂν ἦτο μπορετό μου τὴν ὥρα τούτην ἤθελα μαλιὰ κιαμιὰ νὰ λάχη μεγάλη, μόνο γιὰ νὰ δῆς τί ξίζω σὲ μιὰ μάχη.","προφεσιό = επάγγελμα σὲ βαστάρει ἡ ψή σου = έχεις την ψυχική δύναμη ἐδύνουντα = μπορoύσαν Περιττοπλιὰς = ιδίως ποσεντέρω = κατέχω, γνωρίζω γρικῶ = ακούω ποθὲς = πουθενά Per vita vostra = σας εξορκίζω στη ζωή σας al’improviso = αυτοσχέδια Ἐδὰ = τώρα, αυτή τη στιγμή ράσσει = ορμά Vane in malora, λέγω σου. Ἐτοῦτο πῶς σ’ ἀρέσει = Άμε στο διάβολο, σου λέω. Αυτό πώς σας φάνηκε miles exquisitissime? = εκλαμπρότατε αφέντη; κατσούλια = γατάκια [το κατσούλι] βέρσα = τους στίχους ή τα δίστιχα Al’improviso = αυτοσχεδιαστικά (ιταλ.) στουντιάρω = μελετήσω φέστα = γιορτή· εδώ: φάρσα ἀφουκραστῆς = ν’ ακούσεις (προσεκτικά) μόδο = τρόπο [ο μόδος] σοθετά = τακτοποιημένα Τῶ σκολάρων = των μαθητών βλέπεσε = πρόσεχε ancora voi = και εσείς κάθαλοῆς sciencia breviter = κάθε είδους επιστήμη εν συντομία μαλιὰ = μάχη, ένοπλη σύγκρουση",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Διασταύρωση πληροφοριών (Δ 413-450),"Καθώς προχωρεί η τέταρτη πράξη της κωμωδίας και ήδη ο Θόδωρος, ο στενότερος φίλος του πρωταγωνιστή, έχει συνδυάσει πληροφορίες και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο γιατρός Λούρας είναι ο άγνωστος πατέρας του Φορτουνάτου, δεν απομένει παρά να το πληροφορηθούν αυτό και οι δύο ενδιαφερόμενες πλευρές, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες διασταυρώσεις και επαληθεύσεις. Στην τέταρτη σκηνή, όπου βρισκόμαστε τώρα, ο θετός πατέρας Γιαννούτσος συζητά με τον Θόδωρο και βεβαιώνεται γι’ αυτήν την ταύτιση. ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ−ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Μισὲρ Γιαννοῦτσος, Θόδωρος ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Κοντὸ καὶ νὰ ’ναι ἀπαρθινὰ ἐτοῦτα, Θόδωρέ μου, καὶ νά ’ναι αὐτὸς ὁ κύρης του, σὰ λέγεις; Φαίνεταί μου πὼς ξανανιώνω σήμερο, πὼς μοῦ πληθαίνου οἱ χρόνοι, πὼς κατατάσσου οἱ ἔγνοιες μου κι ἡ πεθυμιά μου λιώνει. ΘΟΔΩΡΟΣ Ἀφέντη, στέκε μὲ καλὴ καρδιά, γιατὶ, νὰ ζήσω, ἐτοῦτος εἶναι ὁ κύρης του σ’ ὅ,τι μπορὰ γνωρίσω ἀποὺ τὰ λόγια τσῆ Πετροῦς. ΓΙΑΝΝΟΥΤΟΣ Νὰ ζήσης, ξαναπέ μου εἰς ἴντα μόδο τό ’κουσες, Θόδωρε ἀκριβέ μου. ΘΟΔΩΡΟΣ Πηαίνοντας νά ’βρω τὴν Πετροὺ μὲ πόθο μου περίσσο ὀγιὰ τοῦ Φορτουνάτο μας τὸ γάμο νὰ μιλήσω, δὲν ἤτονε στὸ σπίτι τζη, μὰ ἀπὸ ’δεκεῖ μοῦ λέσι πὼς ἦρθε στσῆ κερα-Μηλιᾶς, ὀγιὰ νὰ καταστέση, λέγει, τσῆ θυγατέρας τση τὸ γάμο, ἁποὺ τρατάρει τοῦτο τὸ Λούρα τὸ γιατρὸ γαμπρὸ νὰ τόνε πάρη. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Καὶ δὲν ἐντρέπεται ἡ κοθλὴ νὰ δώση τὸ παιδί τζη ’νοῦς γέροντα σὰν ἔναι αὐτός; Δὲν τὴν πονεῖ ἡ ψυχή τση; ΘΟΔΩΡΟΣ Ἐγὼ γιαμιὰ ὡς ἤκουσα τέτοιας λοῆς μαντάτο, ὁ λογισμός μου ἐχτύπησεν ὀγιὰ τὸ Φορτουνάτο, τὸ πὼς ἐτούτη ἡ κοπελιὰ γιὰ νύφη τοῦ ταιριάζει, γιατὶ σὲ πλούτη, σ’ ἀθρωπιὰ κι εἰς ὅλα τοῦ ὁμοιάζει. Καὶ τὸ ζιμιὸ μὲ πλήσα βιὰ ἐγλάκησα ἐπὰ πάνω καὶ τὴν Πετροὺ ἀποὺ τσῆ Μηλιᾶς τὸ σπίτιν ὄξω βγάνω, καὶ ἀρχίζω νὰ τήνε ρωτῶ γιὰ τσὶ δουλειὲς τοῦ γάμου. Κι εἶπε μου κι εἶναι ἀπαρθινά, μᾶλλιος πὼς θὲ νὰ κάμου τὸ κάθα πράμα σήμερο. Καὶ τότες μοῦ δηγήθη τὸ πὼς εἰς τὴν Κεφαλλονιὰ ὁ Λούρας ἐγεννήθη, καὶ πὼς ἕνα μικρὸ παιδὶ τοῦ θέλασινε πάρει, ἁπού ’το δυόμισι χρονῶ, μιὰν ὥρα οἱ κρουσάροι, ὁμάδι μὲ τὴ νέναν του, καὶ πὼς γυρεύγοντάς το δεκάξι χρόνους σήμερο, καὶ δὲν εὑρίσκοντάς το, ἦρθεν ἐπὰ κι ἐπόμεινε, καὶ πλιὸ νὰ μὴ γυρίση ὀπίσω στὴν πατρίδαν του εἶχεν ἀποφασίσει. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Πρὸς τὰ σημάδια τὰ γρικῶ καὶ λέγεις, Θόδωρέ μου, τοῦτος τοῦ Φορτουνάτο μου εἶν’ ὁ κύρης, φαίνεταί μου, Κι ἂς πᾶμεν ὅπου βρίσκεται, νὰ ζῆς, νὰ τόνε βροῦμε· καλύτερα ἀπὸ λόγου του νὰ μάθωμε μποροῦμε. Ὢ καλορίζικο πολλὰ παιδί μου Φορτουνάτο, ἂν εἶναι μπορεζάμενο τοῦτο ἡ ἀλήθεια νά ’το!","Κοντὸ = άραγε ἀπαρθινὰ = αληθινά κύρης = πατέρας κατατάσσου = ηρεμούν ἴντα μόδο = πώς νὰ καταστέση = να τακτοποιήσει τρατάρει = διαπραγματεύεται κοθλὴ = ανόητη γιαμιὰ = μόλις τὸ ζιμιὸ = αμέσως ἐγλάκησα = έτρεξα μᾶλλιος = και μάλιστα ὁμάδι = μαζί νέναν = παραμάνα πλιὸ = πια, πλέον γρικῶ = ακούω ἂν εἶναι μπορεζάμενο = μακάρι να…",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Τα σημάδια της αναγνώρισης (Δ 509-576),"Η πλοκή της κωμωδίας, που, όπως οι περισσότερες αναγεννησιακές κωμωδίες, στρέφεται γύρω από το μοτίβο ενός χαμένου παιδιού το οποίο ξαναβρίσκει τους γονείς του και παντρεύεται μέσα σε γενική χαρά, οδεύει προς τη λύση της. Ο θετός πατέρας του Φορτουνάτου έχει βεβαιωθεί ότι βρήκε τον αληθινό πατέρα στο πρόσωπο του γέρου γιατρού Λούρα και θέλει να τον συναντήσει για να το επαληθεύσει. Ο Λούρας μπαίνει στη σκηνή με άλλα, φανταχτερά ρούχα, ελπίζοντας έτσι να δελεάσει τη νεαρή Πετρονέλα (που αγαπά τον Φορτουνάτο) να τον παντρευτεί, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να προκαλέσει άλλη μια φορά τις ειρωνείες του υπηρέτη του. Ο Γιαννούτσος με τον Θόδωρο αποφασίζουν να τον πλησιάσουν και μέσα από τρία «σημάδια» θετός και φυσικός πατέρας ολοκληρώνουν τη διαδικασία της αναγνώρισης. ΑΤΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ – ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ Λούρας, Μποζίκης, Πετρού, Θόδωρος, Μισὲρ Γιαννοῦτσος ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Γειὰ τσ’ ἀφεντιᾶς σας καὶ χαρά! ΠΕΤΡΟΥ Καλῶς τὸ Θόδωρό μου καὶ τὸ μισὲρ Γιαννοῦτσο μου, τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς μου. ΛΟΥΡΑΣ Μαγάρι νὰ μὴν ἤρθασι γιὰ νὰ μ’ ἀντιδιαβάσου· μὰ τίβετας δὲν κάνουσι. Καλῶς τὴν ἀφεντιά σου, μισὲρ Γιαννοῦτσο μου ἀκριβέ! Ἴντα ἐδεπὰ ξετρέχεις; ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Νὰ σὲ ρωτήξω βούλομαι πράμαν ὁποὺ κατέχεις. ΛΟΥΡΑΣ Καὶ σὰν ποιὸ πράμα νά ’ναι αὐτό, καὶ λὲς πὼς τὸ κατέχω; Λογιάζεις πὼς εἶμαι εὔκαιρος, καὶ μόνο τς ἔγνοιες σου ἔχω; Ἄγωμε πούρι στὸ καλό. Θαρρῶ ἄλλο νὰ γυρεύγης, κι ἤσφαλες καὶ πὼς εἶμαι ἐγὼ λογιάζω νὰ πιστεύγης. ΘΟΔΩΡΟΣ Ἀφέντη μου ντοτόρε μου, σκόλασε τὸ θυμό σου, καὶ γιὰ κακὸ δὲ σὲ ρωτᾶ, μᾶλλιος ὀγιὰ καλό σου. Παιδὶ ἤκουσε πὼς ἤχασες ἕνα μικρὸ μιὰν ὥρα, δεκάξι χρόνους σήμερο, κι ἐκεῖνο ποῦ ’ναι τώρα τοῦτος κατέχει, κι ἦρθε ἐπὰ ὀγιὰ νὰ σὲ ρωτήξη, ἀνίσως κι εἶναι ἀπαρθινὰ νὰ πὰ νὰ σοῦ τὸ δείξη. ΛΟΥΡΑΣ Ὀιμέ, κι ἴντά ’ναι τὸ γρικῶ; Ἐχτύπησε ἡ καρδιά μου, τὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κι ἐχάθη ἡ ἐμιλιά μου. Καὶ ποῦ ’ναι τοῦτο τὸ παιδί; Τίς τό ’βρε καὶ ποῦ τό ’χει; Στὴ χώρα τούτη βρίσκεται μέσα γὴ πούρι ὄχι; ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ἀφέντη Λούρα, τὸ παιδὶ τοῦτο πῶς τό ’χες χάσει; Καὶ πότε σοῦ τὸ πήρασι; ΛΟΥΡΑΣ Δεκάξι χρόνοι πᾶσι, ἁποὺ τὸ πῆρε ἡ νένα του μέσ’ στὴ δική τζη ἀγκάλη νὰ πάη γιὰ περιδιάβαση κάτω στὸ περιγιάλι, καὶ βάρκα μιὰ κρουσάρικη ἦτο ἐδεκεῖ ραμένη, καὶ μὲ τὴ νένα τὸ παιδὶ ἐπῆρε καὶ διαβαίνει. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Καὶ τὸ παιδὶ πόσου καιροῦ νά ’τονε ὅντε τὸ ’πιάσα; ΛΟΥΡΑΣ Ἤτονε δυόμισι χρονῶ τότες ὅντε τὸ ’χάσα. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Εἶχε σημάδι τίβετας; ΛΟΥΡΑΣ Εἶχε πρὸς τὴ μασκάλη ἕνα ἀπὸ πόνεμα κακό, ὁποὺ μικρὸ εἶχε βγάλει, κι ἐπιάσα καὶ ἤσκισά του το, κι ἀποὺ τὴν ὥρα κείνη τέτοιο σημάδι, σὰ μιλῶ, τοῦ ’θελεν ἀπομείνει. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Καὶ τ’ ὄνομα τοῦ κοπελιοῦ πῶς ἦτο; ΛΟΥΡΑΣ Νικολέτο. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ἀφέντη μου ντοτόρε μου, χαίρομαι, κάτεχέ το, σήμερο μετὰ λόγου σου, γιατὶ ’βρες τὸ παιδί σου, καὶ θὲ νά ’ναι ἀπὸ ’δὰ καὶ ὀμπρὸς χαιράμενη ἡ ζωή σου. ΛΟΥΡΑΣ Ὀιμένα, κι ἴντα σοῦ γρικῶ; Ἐράην ἡ καρδιά μου καὶ ἀπ’ τὴ χαρά μου τὴν πολλὴ τρέχου τὰ δάκρυά μου. Δὲν ἔναι πούρι ψόματα; ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Πλιὰ παρ’ ἀπαρθινά ’ναι. ΛΟΥΡΑΣ Καὶ πέ μου ποῦ νὰ βρίσκεται, καὶ σὲ ποιὰ μέρη νά ’ναι. Ὢ Νικολέτο μου ἀκριβέ, γλυκότατο παιδί μου, παρηγοριὰ στὰ γέρα μου κι ἐλπίδα μοναχή μου! Πέ μου ’ς ποιὸν τόπο βρίσκεται, νὰ ζήσης, νὰ γλακήσω νὰ πὰ νὰ τό ’βρω, νὰ τὸ δῶ πρίχου νὰ ξεψυχήσω. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ὀγλήγορα θέλεις τὸ δεῖ, καὶ δὲν περνᾶ πολλὴ ὥρα, γιατὶ εὑρίσκεται ἐδεπὰ σὲ τούτη μας τὴ χώρα. ΛΟΥΡΑΣ Νὰ ζῆς, μισὲρ Γιαννοῦτσο μου, πᾶμε νὰ μοῦ τὸ δείξης, καὶ νὰ σοῦ δώσω τάσσω σου ὅ,τι καὶ ἂ μοῦ ζητήξης. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Γνωρίζεις το καὶ ξεύρεις το ὡσὰν κι ἐμένα, κρίνω, κι ἤσμιξες καὶ πολλὲς φορὲς ὁμάδι μετὰ κεῖνο. Τοῦτο ’ναι ὁ Φορτουνάτος μου. Καὶ θέλοντας νὰ πάρω μιὰ φούσταν, ὁποὺ ἐπήρασι οἱ Μαλτέζοι τῶν κρουσάρω, μέσα στὴ φούστα εὑρέθηκε καὶ τὸ παιδὶν αὐτεῖνο, καὶ ἀκόμη δυόμισι χρονῶ νὰ μὴν ἐπέρνα κρίνω, μὲ μιὰ γυναίκα μοναχή, κι ἐλέγαν την Ἀννούσα, ποὺ λαβωμένη ἐπόμεινε, καθὼς ἐπολεμοῦσα, καὶ Νικολέτο ἐγρίκησα κι ἤκραζε τὸ παιδάκι, ὁπού ’κλαιγε στὸ πλάγι τζη. Μὰ ὀγιατὶ ’ς λιγάκι ὥρα ἀποὺ τὴ λαβωματιὰ ἔμεινε ἀποθαμένη, νὰ μάθω δὲν ἐμπόρεσα ἀπὸ πόθε κατεβαίνει. Καὶ μὲ τὴ φούστα τὸ παιδὶ ἐπῆρα κι ἦρθα ἀπάνω− δεκάξι χρόνοι σήμερο θὰ προπατοῦ, ἂ δὲ σφάνω. Καὶ ὡσὰν παιδί μου φυσικὸ νά ’τον, ἀνάθρεψά το, μὲ ἀγάπη μεγαλότατη, κι εἰς τὸ σκολειὸ ἔβαλά το, καί ’ς κάθαν ἀρετὴ καλήν, ὡς ἦτο μπορετό μου, μὲ γνώμη κλερονόμος μου νά ’ν’ κι εἰς τὸ θάνατό μου. Καὶ γιατὶ καλορίζικο πάντα ἐπεθύμου νά ’το, τ’ ὄνομα τοῦ μετάλλαξα κι εἶπα το Φορτουνάτο.","ἀντιδιαβάσου = εμποδίσουν, δυσκολέψουν [αντιδιαβάζω] τίβετας = τίποτε Ἴντα = τι (ερωτ.) ἐδεπὰ = εδώ ξετρέχεις = γυρεύεις βούλομαι = θέλω, επιθυμώ κατέχεις = ξέρεις Ἄγωμε = πήγαινε πούρι = όμως σκόλασε = σταμάτησε, πάψε μᾶλλιος = μάλλον ἐπὰ = εδώ ἀπαρθινὰ = αληθινά, πραγματικά γρικῶ = ακούω Τίς = ποιος γὴ πούρι ὄχι = ή μήπως όχι νένα = παραμάνα περιδιάβαση = διασκέδαση ραμένη = αραγμένη, αγκυροβολημένη πόνεμα = όγκο στο δέρμα κοπελιοῦ = παιδιού ’δὰ = τώρα νὰ γλακήσω = να τρέξω ὁμάδι = μαζί μιὰ φούσταν = ένα ελαφρύ πειρατικό καράβι ἤκραζε = αποκαλούσε λαβωματιὰ = πληγή πόθε = πού σφάνω = κάνω λάθος",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Η χαρά της αναγνώρισης του χαμένου παιδιού (Ε 121-212),"Όταν αρχίζει η πέμπτη πράξη, η καθαυτό αναγνώριση του χαμένου παιδιού έχει ολοκληρωθεί και απομένει να πληροφορηθούν τα καλά νέα όσοι ακόμη δεν τα ξέρουν και να οδηγηθούμε στο αίσιο τέλος του γάμου των ερωτευμένων παιδιών. Στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα, ο Λούρας και ο Γιαννούτσος, φυσικός και θετός πατέρας αντίστοιχα, έχουν μαζί τους τον Φορτουνάτο, που εντωμεταξύ τον έχουν πληροφορήσει για τη σπουδαία εξέλιξη των πραγμάτων και τώρα εκφράζει τη μεγάλη χαρά του. Δεν απομένει παρά να ζητήσουν από τον Λούρα να παραιτηθεί υπέρ του γιου του από τον επικείμενο γάμο του με την Πετρονέλα, γεγονός που ο συγκινημένος ηλικιωμένος το δέχεται χωρίς δεύτερη συζήτηση. ΑΤΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ – ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ Λούρας, Μισὲρ Γιαννοῦτσος, Πετρού, Φορτουνάτος καὶ Θόδωρος ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ Ἀφέντη μου καὶ κύρη μου, καὶ γιὰ νὰ μὴν πὰ σφάλω δὲ σ’ ὀνομάζω καὶ Θεό, κατέχεις πὼς ἐγὼ ἄλλο κύρη οὐδὲ μάνα οὐδ’ ἀδερφὸ δὲν ἔχω γνωρισμένα, ἀπούσταν ἐγεννήθηκα στὸν κόσμο, παρὰ σένα. Στὰ χέρια σου ἀναθράφηκα κι εἰς τὴ δική σου ἀγκάλη, στὸ σπλάχνος, στὴν ἀγάπη σου τὴν πλήσα καὶ μεγάλη, καὶ δὲν τὸ λόγιαζα ποτὲ πὼς εἶμαι ξένη γέννα, παρ’ ἀπόσταν τὸ γρίκησα μιὰν ὥραν ἀπὸ σένα. Μὲ δίκιο πρέπει τὸ λοιπὸ νὰ σοῦ ’μαι κρατημένος, κι ὄχι ποτὲ σὰ σκλάβος σου, ἁπού ’μαι ἀγορασμένος, μὰ ὀγιατὶ ἡ ἀναθροφὴ καὶ ἡ καλοσύνη ἡ τόση ἁπού ’δειξες στοῦ λόγου μου μ’ ἐθέλασι σκλαβώσει. Καὶ ἀνὲν καὶ ἁφέντης μου ἐδεπὰ τὴν αἴστηση ἔδωκέ μου καὶ μόνο γιατὶ μ’ ἔσπειρε ζωὴ ἐφανέρωσέ μου, ἂν εἶχεν εἶσται τὴ ζωὴ πάλι νὰ μὴ γνωρίσω τὴ δεύτερη ἀπὸ λόγου σου, ποτέ μου πλιὸ νὰ ζήσω δὲν ἦτο μπορεζάμενο. Λοιπὸ κείνη τὴ ζήση, ἁπού ’λαβα ἀπὸ λόγου σου καὶ ἁπού ’θελα γνωρίσει, τὸ δίκιο καὶ πρεπὸ ζητᾶ πάντα νά ’ναι δική σου, κι ὡς θέλεις τήνε ξόδιασε, καὶ ὡς εἶναι ἡ ὄρεξή σου. Κι ἐσένα πάλι, ἀφέντη μου καὶ φυσικέ μου κύρη, κι εἰς τὸ κορμὶ καθολικὲ κι ἴδιε μου νοικοκύρη, κλιτά, ὅσο μοῦ ’ναι μπορετό, σκύφτω καὶ προσκυνῶ σε, καὶ γιὰ παιδί νὰ μὲ δεχτῆς πολλὰ παρακαλῶ σε. ΘΟΔΩΡΟΣ Ἄμετρην ἀναγάλλιαση, χαρὰ πολλὰ μεγάλη, γρικᾶ ἡ καρδιά μου μέσα τση παρὰ φορὰ κιαμι’ ἄλλη, ἐβλέποντας τὰ πράματα τὰ ὁποιὰ τοῦτο τὸ βράδυ πασίχαρους νὰ στέκετε ὅλους σᾶς κάνου ὁμάδι. Καὶ στσὶ χαρές σας χαίρεται κι ἐμέναν ἡ ψυχή μου, κι ὁ Θιὸς νὰ σᾶς πολυχρονᾶ, ἀφέντες ἀκριβοί μου. Κι ἐσένα, Φορτουνάτο μου, χαίρομαι τὴ χαρά σου, στοχάζοντας τὴ σήμερο τὴν καλοριζικιά σου. Ὅλοι στὸν κόσμο γνώθουσι ἕνα κύρη, ὡσὰν κατέχεις, μόνον ἐσὺ μπορεῖς νὰ πῆς πὼς δυὸ κυροῦδες ἔχεις πλούσους καὶ μπορεζάμενους − ἔτζι ἐδεπὰ ὀμπροστά σου, πασίχαροι πὼς στέκουνται μόνο γιὰ ὄνομά σου. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Θόδωρε, ξεύρεις το καλὰ τὸ πὼς γιὰ τς ἀρετές σου πάντα σ’ ἐγάπου τσὶ πολλές, καὶ ὀγιὰ τσὶ φρόνεψές σου, καὶ ὡσὰν τὸ Φορτουνάτο μου σ’ ἐκράτου ἀγαπημένο, θωρώντας σε μὲ λόγου του πάντα συντροφιασμένο. Τέτοιας λοῆς καὶ σήμερο θέλω νὰ μὲ γνωρίζης, τὸ σπίτι μου, τὸ πράμα μου κι ἐμένα νὰ μὲ ὁρίζης. ΛΟΥΡΑΣ Κι ἐγώ, ἀφέντη Θόδωρε, σοῦ λέγω ἀποὺ τὴν ἄλλη πὼς μὲ τὸ Νικολέτο μου θέλω νὰ σμίγης πάλι, ἕνα φαητὸ κι ἕνα πιοτό, κι ἂν ἔναι μπορεμένο τὸ στρῶμα νὰ μὴ σὲ κρατῆ ποτὲ ξεχωρισμένο. ΘΟΔΩΡΟΣ Χίλια σπολλάτη, ἀφέντες μου, κι οἱ δυό, στὴν ἀφεντιά σας, κι ἐγὼ τοῦ θελημάτου σας βρίσκομαι καὶ τσ’ ἐξᾶς σας. Μὰ σ’ ἕνα πράμα μοναχὰς θὰ σᾶς παρακαλέσω, μιὰ χάρη νὰ μοῦ κάμετε, μόνο γιὰ νὰ μπορέσω ἐτοῦτες τς ἀναγάλλιασες σήμερο νὰ διπλώσω, ξετελεμένες καὶ ἀκριβὲς χαρὲς νὰ σᾶσε δώσω. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ὅριζε, ἀφέντη Θόδωρε, καὶ ὅ,τι μοῦ πῆς, νὰ κάμω. ΛΟΥΡΑΣ Κι ἐγὼ ὅπου ὁρίζεις, νὰ γλακῶ, καὶ ὅπου μοῦ πῆς, νὰ δράμω. ΘΟΔΩΡΟΣ Ἀπείτις καὶ τὸ ριζικὸ ’ς τοῦτο ἤκαμε νὰ ’ρθῆτε, καὶ ἀνιπόλπιστες χαρὲς τὴ σήμερο νὰ δῆτε, ὁ ἕνας ἀπὸ λόγου σας πὼς ηὗρε τὸ παιδίν του, ἁποὺ δὲν τό ’λπιζε ποτὲ νὰ τό ’βρη στὴ ζωήν του, κι ὁ ἄλλος ὄχι μοναχὰς σὰν ἦτο ἡ πεθυμιά του ἤμαθε τσὶ γονέους του, μὰ βλέπει τσι ὀμπροστά του, τυχαίνει τὴν ἴδια χαρὰ νά ’χη καὶ τὸ παιδί σας, χαιράμενοι νὰ στέκετε παντοτινὰ καὶ οἱ τρεῖς σας. Ἄλλη χαρὰ τὸ λοιπονὶς πλιότερη δὲ μπορεῖτε μέσα σὲ τοῦτες τς ἄλλες σας τς ἀμέτρητες νὰ δῆτε, ὡσὰ νὰ τὸν παντρέψετε τώρα μὲ τὴν εὐκή σας, τὸ γάμον του νὰ κάμετε, σότα κρατεῖ ἡ ζωή σας. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Ὅσο γιὰ μένα, τὴν ἐξὰ σοῦ δίδω νὰ ξεδράμης, ἂ θέλη ἐπὰ καὶ ἁφέντης του, τὸ γάμον του νὰ κάμης. ΛΟΥΡΑΣ Κι ἐγὼ ἀπ’ τὴ σήμερο καὶ ὀμπρὸς τὸ ἔχει μου τοῦ δίδω, κι ἐσένα τούτη τὴ δουλειά, Θόδωρε, παραδίδω. ΘΟΔΩΡΟΣ Ἀφέντη Λούρα, ἡ δουλειὰ τούτη περνᾶ ἀπὸ σένα… ΛΟΥΡΑΣ Ἀνὲν περνᾶ ἀπὸ λόγου μου, τάξε τα καμωμένα. ΘΟΔΩΡΟΣ … νὰ πάρη τσῆ κερα-Μηλιᾶς τὴ θυγατέρα ὁ γιός σου. ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΣ Κάμε το, ἀφέντη Λούρα μου, ἂν ἔναι μπορετό σου. ΛΟΥΡΑΣ Κερα-Πετρού, ἴντα λὲς ἐσύ; Γρικᾶς κοντὸ νὰ θέλη νὰ συβαστῆ ἡ κερα-Μηλιά; ΠΕΤΡΟΥ Ἀφέντη μου, ὅντε μέλλει τὸ πράμα δύσκολα κιανεὶς μπορὰ το στρέψη ὀπίσω. Γιὰ τοῦτο δὲν ἐμπόρεσα ποτὲ μου νὰ γυρίσω τὴν Πετρονέλα νὰ τὸ πῆ τὸ ναὶ γιὰ ὄνομά σου· τοῦ Φουρτουνάτο ἐμέλλεντο, ἀμ’ ὄχι τσ’ ἀφεντιᾶς σου. ΛΟΥΡΑΣ Πλιότερα θὰ τὴν ἀγαπῶ τώρα, γιατὶ παιδί μου θὲ νὰ τὴν κάμω, σὰ θωρεῖς, καὶ νύφην ἀκριβή μου. Ἂς πᾶμε μέσα τὸ λοιπό. Κι ἐσύ, κερά-Πετρού μου, ἄγωμε στσῆ κερα-Μηλιᾶς, εὗρε τη, καὶ ἀφουκροῦ μου: πέ τση τὸ πράμα πῶς περνᾶ, καὶ πὼς ὅ,τι καὶ ἂν ἔχω δίδω τοῦ Νικολέτο μου, καὶ τὸ ζιμιὸ ἂς κατέχω ἀνίσως καὶ συβάζεται, ὅλοι ν’ ἀνταμωθοῦμε τὸ γάμον τως νὰ κάμωμε, περίσσα νὰ χαροῦμε. Κι ἐσύ, Μποζίκη, μὴν ἀργῆς τὸ δεῖπνο νὰ ’ρδινιάσης. ΜΠΟΖΙΚΗΣ Μετὰ χαρᾶς, ἀφέντη μου! Κοιλιά μου, ἂ δὲ χορτάσης ἀπόψε, καθὼς πεθυμᾶς, πολλὰ παραπονοῦ μου! ’Σ τοῦτο χορεύγει. Ἔδε χαρά, χαρά, χαρά, χαρὰ τοῦ ριζικοῦ μου!","κύρη = πατέρα [ο κύρης] γιὰ νὰ μὴν πὰ σφάλω = για να μην αμαρτήσω ἀπούσταν = από τότε που κρατημένος = υποχρεωμένος στοῦ λόγου μου = σε μένα αἴστηση = ζωή (μεταφορικά) ἂν εἶχεν εἶσται = αν δεν μπορεζάμενο = δυνατόν καθολικὲ = γνήσιε, αληθινέ κλιτά = ταπεινά ὁμάδι = μαζί γνώθουσι = ξέρουν [γνώθω] μπορεζάμενους = δυνατούς σ’ ἐκράτου = σε θεωρούσα θωρώντας = βλέποντας τοῦ θελημάτου = στο θέλημά σας ξετελεμένες = ολοκληρωμένες, τελειωμένες [μτχ. ξετελεμένος ως επίθ.] νὰ γλακῶ = να τρέχω νὰ δράμω = να τρέχω ἀνιπόλπιστες = ανέλπιστες [επίθ. ανιπόλπιστος] ἐξὰ = εξουσία τὸ ἔχει μου = την περιουσία μου τάξε = θεώρησε κοντὸ = άραγε ἀφουκροῦ = άκουσε (προσεκτικά) ζιμιὸ = αμέσως νὰ ’ρδινιάσης = να τακτοποιήσεις, να κανονίσεις",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Αποχαιρετισμός στους θεατές – Επίλογος (E 399-414),"Αφού έχουν ολοκληρωθεί όλα τα στάδια της αναγνώρισης του χαμένου παιδιού, φτάσαμε στην προτελευταία, την πανηγυρική σκηνή του αίσιου τέλους της κωμωδίας, όπου όλοι εκφράζουν τη χαρά και την ανακούφισή τους για την τροπή που πήραν τα πράγματα: ο Λούρας δηλώνει ότι τώρα θα αγαπά την Πετρονέλα περισσότερο, σαν παιδί του, η Μηλιά ευχαριστεί τον Θεό και την τύχη που συμπεθεριάζει με τον γιατρό με άλλο, πιο ταιριαστό τρόπο, ο Φορτουνάτος κάνει πρόταση γάμου στην Πετρονέλα, που αποδέχεται αμέσως, ο Γιαννούτσος νομίζει ότι ονειρεύεται, ο Θόδωρος δίνει στον φίλο του τις καλύτερες ευχές και η Πετρού εύχεται πολλούς απογόνους και δηλώνει την αφοσίωσή της. Εντωμεταξύ, μπαίνει ο Τζαβάρλας γυρεύοντας να εκδικηθεί τον φράρο, αλλά τον διώχνουν για να μη χαλάσει τη χαρά τους. Αντίθετα, ευπρόσδεκτος είναι ο δάσκαλος, που του ζητούν να ετοιμάσει τα χαρτιά του γάμου, ασκώντας χρέη συμβολαιογράφου. Ο Μποζίκης τούς παροτρύνει να μπούνε στο σπίτι για φαγητό, ενώ ο ίδιος μένει για λίγο στη σκηνή, στο απόσπασμα που ανθολογείται εδώ, για να αποχαιρετήσει και να ευχαριστήσει το κοινό, στην τελευταία αυτή σκηνή που λειτουργεί ως επίλογος του έργου. ΑΤΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ−ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ Μποζίκης μοναχὸς ΜΠΟΖΙΚΗΣ Πάμενε νὰ δειπνήσωμε, ἄρχοντες, στὴν ὑγειά σας, κι ἂν ἔχετε, δειπνήσετε κι ἐσεῖς, πάλι ἂ δέ, ξά σας. Πάρει σᾶς θέλομε κι ἐσᾶς, μὰ ἡ τάβλα δὲ σᾶς παίρνει, κι ἀποὺ τὴν ἄλλη ὁ λογισμὸς πάλι στὸ νοῦ μου φέρνει πὼς θὰ μ’ ἀζιγανέψετε νὰ φᾶτε τὸ δικό μου, ἐκεῖνο ἁποὺ θὰ φάγω ἐγώ, κι ὕστερα στὸ Θεό μου νὰ λιγωθῶ ἀπ’ τὴν πείνα μου, νὰ ’ρθοῦ νὰ μὲ σηκώσου κι εἰς τὸ χαντάκι ἐπὰ ποθὲς κοντὰ νὰ πὰ μὲ χώσου. Γιὰ κεῖνο κάνω ὄξω τοῦ νοῦ, καὶ μὴ μὲ βαρεθῆτε. Κι ἐπὰ ὄξω νὰ προβάλωμε πλιὸ μὴ μᾶς καρτερῆτε. Εὐκαριστιὲς σᾶς δίδομε πολλὲς ὅσες μποροῦμε, καὶ γιὰ ἀφεντάδες ἀκριβοὺς ὅλους σᾶσε κρατοῦμε γιὰ τὴν καλὴν ἀκρόαση, ὁπού ’χετε μᾶς δώσει σὲ τούτη μας τὴν κωμωδιά∙ καὶ ὁ Θιὸς νὰ σᾶς ἀξώση χρόνους πολλοὺς καὶ λευτεριὰ στὰ σπίτια σας νὰ δῆτε. Κι ἂ σᾶς ἀρέσαμε, χαρὰ δείξετε ὅση μπορεῖτε. ΤΕΛΟΣ ΤΣΗ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΧΑΡΙΣ","ξά σας = κάνετε όπως θέλετε [εις την εξά σας = είναι στην εξουσία σας] ἀζιγανέψετε = εξαπατήσετε [αζιγανεύω] λιγωθῶ = λιποθυμήσω [λιγώνομαι] ἐπὰ ποθὲς = κάπου εδώ χώσου = κρύψουν κάνω ὄξω τοῦ νοῦ = αγνοώ επίτηδες, κάνω ότι δεν αντιλαμβάνομαι την παρουσία άλλων",,Φορτουνάτος,Φόσκολος Μαρκαντώνιος Abstract,"Ο Φυσιολόγος έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία χρόνια, ωστόσο το παρόν κείμενο ανάγεται στον 15ο αιώνα. Είναι συνθεμένο σε ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με κάποιες παρεμβολές πεζού κειμένου, και χωρίζεται σε 48 μικρά «κεφάλαια», καθένα από τα οποία είναι αφιερωμένο σε συγκεκριμένο πραγματικό ή μυθικό ζώο.",,,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Ο πετεινός (στ. 176-199),"Λήμμα για τον πετεινό. Ὁ πετεινὸς γὰρ τὸ πουλὶν, τὸ ἥμερον τὸ ζῶον, ὅταν γηράσῃ εἰς ἑπτὰ [ἢ ὀκτὼ] χρόνους νὰ ζήση, τότε γεννᾷ δύο αὐγά· εἰς τὴν κοπριὰν τὰ χώνει· ’ς ἡμέρας τεσσαράκοντα εὐθὺς ἐξηπουλιάζουν· γεννοῦνται πετεινάρια καθὼς ἔχει ὁ γόνος, ἔχουν τὰ ὄρνεα αὐτὰ δεινὸν, πικρὸν φαρμάκιν· εἴ τιναν τύχῃ νὰ ἰδοῦν, εὐθὺς ἐξεψυχίζει, ἢ ἄνθρωπον ἢ θηριὸν, εἴτε ἄλλον [τι] κτῆνος, εἰ δὲ καὶ βλέποντα ἡμεῖς προτῄτερον ἐκεῖνα, οὐδὲν μᾶς βλάπτει τὸ πικρὸν φαρμάκιν ὁποῦ ἔχουν. Ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος ποῖκεν αὐτὰ τὰ ζῶα, ἐποῖκεν κάτω εἰς τὴν γῆν ἕναν μεγάλον θόλον, καὶ ἔβανεν καὶ τρέφουνταν ἀντάμα καὶ τὰ δύο, χρόνους τρεῖς τ’ ἀπεκράτησεν, ἦσαν φυλακισμένα, καὶ πρόβιον κρέας τἄτρεφεν ἕνα ζῶ τὴν ἡμέραν, καὶ μετὰ ταῦτα σφάζει τα καὶ τὰ ’ξύγγια των βγάλλει, καὶ, μὲ τῶν ζώων τὴν χολὴν, τὴν χυμίαν ἐποῖκεν, χρυσὰ τὰ ὅλα ἔκαμνεν μὲ τέχνην καὶ σοφίαν. Καὶ ἐσὺ τοίνυν, ἄνθρωπε, βλέπε μηδὲν γηράσῃς ἐν ἀτοπίοις πράξεσιν πορνείας καὶ μοιχείας, καὶ ἔχῃς ἰὸν φαρμακερὸν, καὶ ἄλλους θανατώσῃς, καὶ γενήσῃ ςτὸ γῆράς σου πορνοβοσκὸς εἰς ἄλλους, ἀλλὰ ἀπόθου τὸ κακὸν, βλέπε μηδὲν χρονίσῃς, καὶ πάγῃς εἰς τὴν κόλασιν εἰς ὅσα καὶ ἂν ζῄσης.","ἐξηπουλιάζουν = βγαίνουν οι νεοσσοί από το αυγό [εξηπουλιάζω] ὄρνεα = πτηνά, πουλιά [το όρνεον] δεινὸν = φοβερό, ισχυρό [επίθ. δεινός] ἐξεψυχίζει = ξεψυχά, πεθαίνει [εξεψυχίζω] κτῆνος = ζώο [το κτήνος] ποῖκεν = έκανε [ποιώ] ἀντάμα = μαζί (επίρρ.) πρόβιον = αυτό που προέρχεται από το πρόβατο [επίθ. πρόβιος] ’ξύγγια = τα ξύγγια, ζωικό λίπος [το αξούγγιον] βλέπε = πρόσεχε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του βλέπω] ἐν ἀτοπίοις = σε άτοπες, απρεπείς [επίθ. ατόπιος] μηδὲν χρονίσῃς = μη γεράσεις [χρονίζω]",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Ο ιχνεύμων (στ. 271-288),"Λήμμα για τον ιχνεύμονα. Ἐχθρὸς πάνυ τοῦ δράκοντος ὑπάρχει ὁ ἰχνεύμων· ζῶον ὑπάρχει γὰρ αὐτὸν παρόμοιον ἀνθρώπου, τὸ στῆθι καὶ τὴν κεφαλὴν ὅμοιον ὡς ἀνθρώπου, τὸ δὲ λοιπόν του τὸ κορμὶν ὡς φίδιν καὶ θηρίον οἱ πόδες του παρόμοιοι καθὼς καὶ οἱ ἀσπίδες· ἔχει πτερὰ ὡς ἀετοῦ, καὶ κέρατα γὰρ δύο· ὅταν νὰ εὕρη δράκοντα, θέλει νὰ πολεμήσῃ, ὑπάγει εἰς βρύσιν θολερὴν, ἐκεῖ ἐμπαίνει μέσα, καὶ χρίεται ἐκ τοῦ πηλοῦ, ὡς διὰ τὸ φαρμάκιν τοῦ δράκοντος τοῦ θηριοῦ μήποτε ἀποθάνῃ, καὶ τότε πᾷ ςτὸν δράκονταν, καὶ, μὲ τὰ κέρατά του, εἰς τὰ ῥουθούνια του κτυπᾷ, ἕως νὰ τὸν σκοτώσῃ. Οὕτω καὶ ὁ σωτὴρ ἡμῶν, ὁ κτίστης τῶν ἁπάντων, λαβὼν τὴν σάρκαν ἐξ ἡμῶν, τὴν χοϊκὴν δὲ λέγω, ἀπέκτεινεν τὸν δράκοντα, τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους· εἰ γὰρ ἐφάνη ὁ Χριστὸς ἀσώματος ἐν κόσμῳ, πρόφασιν εἶχεν [τὸ] λοιπὸν ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους, ἀλλ’ ὥσπερ ἂν ἠπάτησεν αὐτὸς κατηπατήθην.","ὑπάρχει = είναι λοιπόν = υπόλοιπο [επίθ. λοιπός] οἱ ἀσπίδες = είδος φαρμακερού φιδιού [η ασπίδα] θέλει νὰ πολεμήσῃ = θα πολεμήσει θολερὴν = θολή [επίθ. θολερός] χρίεται = επαλείφεται [χρίομαι· βλ. παράγ. χρίσμα και Χριστός] Οὕτω = έτσι (επίρρ.) χοϊκὴν = χωμάτινη, φτιαγμένη από χώμα [επίθ. χοϊκός] τὸν δράκοντα = εδώ εννοεί τον διάβολο [ο δράκοντας]",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Οι Σειρήνες (στ. 456-466),"Λήμμα για τις σειρήνες. Ὑπάρχουν θανατήσιμα ζῶα ἐν τῇ θαλάσσῃ· μούσαις φωναῖς γὰρ ἔχουσιν γλυκέα ν’ ἀγκαρίζουν, δι’ ὃ σειρῆναι κράζονται κῂ ὤμορφα τραγουδοῦσιν. Τὸ στῆθος, καὶ ἡ κεφαλὴ, ὁμοῦ τε καὶ αἱ χεῖραι, ὁμοῖα ὡς ἀνθρώπου τε καὶ εἶδός τε καὶ κάλλος, τὰ ὄπισθεν ὡς ὄνου τε ἀπὸ τὸν ὀφαλόν των. Αὐτὰ παρομοιάζονται ςτὸν Ἄρειον τὸν ἄφρων, καὶ ςτοὺς ἑξῆς αἱρετικοὺς, λύκους τῆς ἐκκλησίας· διὰ τὴν ξυλοσοφίαν [των] πολλοὺς ἐξηπατῆσαν, ὡς ἄνθρωποι μὲν τῇ μορφῇ ἐφαίνοντο τοῖς πᾶσιν, τὴν πίστιν ὡς ἀπάνθρωποι, ὡς ὄνοι δὲ τὴν γνῶσιν.","θανατήσιμα = θανάσιμα [επίθ. θανατήσιμος] μούσαις = μελωδικές, μουσικές [η μούσα (ουσ.) ως επίθ.] ν’ ἀγκαρίζουν = να τραγουδούν [αγκαρίζω] δι’ ὃ = γι’ αυτό κράζονται = ονομάζονται, αποκαλούνται [κράζομαι] ὁμοῦ τε = μαζί και εἶδός τε καὶ κάλλος = στη μορφή και στην ομορφιά ὡς ὄνου = σαν γαϊδάρου [ο όνος] τὸν ἄφρων = τον ανόητο [επίθ. άφρων ή άφρονος] λύκους = εχθρούς (εδώ) [ο λύκος] ξυλοσοφίαν = ανόητη, κενή φιλοσοφία [η ξυλοσοφία] ἀπάνθρωποι = που δεν είναι άνθρωποι [επίθ. απάνθρωπος]",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Ο πάνθηρας (στ. 481-498),"Λήμμα για τον πάνθηρα Ποικίλον ζῶον γὰρ ἐστὶν, καὶ ἥσυχον, καὶ πρᾷον, ὡραῖόν τε καὶ ἔμμορφον ὁ πάνθηρος ὁ μέγας· ἐχθρὸς μόνον τοῦ δράκοντος ὑπάρχει ὁ πανθήρης, καὶ, ὅταν φᾷ καὶ κορεστῇ, κοιμᾶται τρεῖς ἡμέρας· χωνεύουσιν τὰ βρώματα ἀπέσω ςτὴν κοιλιάν του, ἐβγάλλει ξένην μυρωδιὰν ἐκ τὴν κοιλιά του μέσα, βάλλει φωνὰς μεγάλας τε ὅσον νὰ ἠμπορήσῃ, ἡ εὐωδία τρέχει δὲ ἀπάνω τε καὶ κάτω, ἐβγαίνει ἀπὸ τὸ στόμαν του μετὰ [τὰς] τρεῖς ἡμέρας καὶ, παίρνοντες τὴν μυρωδιὰν, ἔρχονται τὰ θηρία, καὶ τὰ ἐγγὺς καὶ τὰ μακρὰν, καὶ παίζουν μετ’ ἐκείνην. Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἡμῶν τριήμερος ἀνέστη, τὴν εὐωδίαν γὰρ αὐτοῦ προσήγαγεν τοῖς πᾶσιν, καὶ τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγὺς τὴν εἰρήνην πληρώσας, τὸ εὐαγγέλιον αὐτοῦ τὸ ποικίλον διδάξας, τὴν πίστιν, τὴν ἐγκράτειαν, ὁμοῦ τὴν παρθενίαν· τοῦτα γὰρ κτῆσαι, ἄνθρωπε, τὰ τοῦ εὐαγγελίου, ἵνα ἐχθρὸς ἀναφανῇς τοῦ νοητοῦ θηρίου.","Ποικίλον = πιτσιλωτό, διάστικτο (χαρακτηριστικό ορισμένων αίλουρων) [επίθ. ποικίλος] ὑπάρχει = είναι φᾷ καὶ κορεστῇ = φάει και χορτάσει τὰ βρώματα = οι τροφές [το βρώμα] ἀπέσω = μέσα (επίρρ.) εὐωδία = γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά τὰ θηρία = τα άγρια ζώα, αγρίμια [το θηρίον] καὶ τὰ ἐγγὺς καὶ τὰ μακρὰν = και όσα είναι κοντά και όσα είναι μακριά Οὕτω = έτσι (επίρρ.) ὁμοῦ = μαζί (επίρρ.) κτῆσαι = κάνε κτήμα σου [κτώμαι] νοητοῦ θηρίου = του διαβόλου [το νοητόν θηρίον]",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Η ασπιδοχελώνα (στ. 499-518),"Λήμμα για την ασπιδοχελώνα. Ἡ ἀσπιδοχελώνη γὰρ κέκληται αὐτὸν κῆτος, ἔναι μεγάλον, φοβερὸν, ὡσὰν νησὶν ὁμοιάζει· πολλάκις φενακίζονται οἱ ναῦται εἰς τὸ κῆτος, ὑπᾶν καὶ ῥάσσουσιν ἐκεῖ, ῥίπτουσιν τὰς ἀγκύρας, καὶ τοῦς πασσάλους τῶν πλοιῶν ἀπάνω πρὸς ἐκεῖνον· πυρὰν ἐξάφτουσιν εὐθὺς, βρώματα θέλουν ψήσειν, ἐκεῖνο γοῦν θερμαίνεται, καὶ ςτὸν βυθὸν βυθίζει· πολλάκις συμβυθίζεται τὸ πλοῖον μετ’ ἐκεῖνον. Ἔχει αὐτὸν καὶ φυσικόν· ἄκουε πῶς ἀγρεύει· ὅταν πεινάσῃ, στέκεται τὸ στόμα [του] ἀνοῖκτον, εἶθ’ οὕτως γὰρ ἐξέρχεται ἐκ τῶν αὐτοῦ τε σπλάχνων τῶν ἀρωμάτων εὐωδιὰ, ὁ τόπος ἐκπληροῦται, τὰ ψάρια τοίνυν τὰ μικρὰ τρέχουσιν αὐτομάτως, κ’ ἐμπαίνουσιν ςτὸ στόμα του, καὶ τρώγει καὶ χορταίνει, τὰ δὲ μεγάλα φεύγουσιν διατί ἠξεύρουν τρόπον. Αὐτὸν τὸ κῆτος γὰρ ἐστὶν ὁ διάβολος ὁ μέγας, καὶ οἱ ἰχθύες οἱ μικροὶ, οἱ ἄνθρωποι· ἡ φύσις ποῦ ἔναι κατακυλιστὴ καὶ τρέχει πάντα κάτω εἰς ἡδοναῖς τοῦ σώματος, εἰς πάθη ἀτιμίας· ἀλλ’ ἀποφύγωμεν τἄργα του, ὡς τὰ μεγάλα ψάρια.","κῆτος = ονομασία μεγάλων ψαριών, ιδίως υδρόβιων θηλαστικών [το κήτος] πολλάκις = πολλές φορές, συχνά (επίρρ.) φενακίζονται = εξαπατώνται [φενακίζομαι] ῥάσσουσιν = αγκυροβολούν, προσορμίζονται [αράσσω] ἐξάφτουσιν = ανάβουν [εξάφτω] βρώματα = τροφές [το βρώμα] θέλουν ψήσειν, = θα ψήσουν βυθίζει = βυθίζεται (εδώ ως μέσο) ἀγρεύει = πιάνει ψάρια, κυνηγά [αγρεύω] εὐωδιὰ = γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά ἐκπληροῦται = γεμίζει [εκπληρούμαι] αὐτομάτως = ενστικτωδώς (επίρρ.) κατακυλιστὴ = που ρέπει σε ηθική κατάπτωση [επίθ. κατακυλιστός] τἄργα του = τις πράξεις, τις ενέργειές του [το έργον]",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Η αλεπού (στ. 519-533),"Λήμμα για την αλεπού. Δόλιον ζῶον γὰρ ἐστὶν ἡ ἀλουποῦ ἡ κλέπτρια· ἐὰν πεινάσῃ τὸ λοιπὸν κοὐκ ἔχῃ τί νὰ φάγῃ, ὑπάγει εἰς ἀχυρόκοπρον ὅπου νὰ ἔχῃ ἥλιον, καὶ πίπτει ἐκεῖ ἀνάσκελα ὡσὰν ἀποθαμμένη· οὔτε πνοὴ ἢ ἀναστεναγμὸς δεικνύων ὅτι ἔχει, νομίζουσιν τὰ πετεινὰ ὅτι ἔναι ψοφισμένη, συνάγονται κ’ ὑπάγουσιν, θέλουν διὰ νὰ τὴν φᾶσιν, καὶ, ὅταν τὴν πλακώσουσιν, ἐκείνη γὰρ ἐξαίφνης ἐγέρνεται καὶ πιάνει [τα], καὶ τρώγει ὅσα νὰ δράξη. Οὕτω καὶ ὁ διάβολος δόλιος πάνυ ἔσται, καὶ πάντα πολεμίζει γὰρ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὅσοι θέλουν ἅψονται τὰς σάρκας τοῦ διαβόλου, εὐθὺς ἀναπληρόνονται πρὸς φόνους, πρὸς πορνείας, καὶ πρὸς φιλαργυρίας τε καὶ πρὸς [τὰς] φιλαρχίας· φεύγωμεν τοίνυν καὶ ἡμεῖς τὸ δολερὸν θηρίον.","Δόλιον = δολερό, πανούργο [επίθ. δόλιος] κοὐκ = και δεν [και ουκ] εἰς ἀχυρόκοπρον = σε σωρό κοπριάς με άχυρα [ο αχυρόκοπρος] τὰ πετεινὰ = τα πτηνά, τα πουλιά [το πετεινόν] ἐξαίφνης = ξαφνικά (επίρρ.) ἐγέρνεται = σηκώνεται [εγέρνομαι ή εγείρομαι] δράξη = πιάσει, αρπάξει [δράττω] Οὕτω = έτσι (επίρρ.) ὅσοι θέλουν ἅψονται τὰς σάρκας τοῦ διαβόλου = εννοεί αυτούς που θέλουν να γίνουν συμμέτοχοι σε μια αμαρτωλή ζωή ἀναπληρόνονται = γίνονται κατάλληλοι, ικανοί [αναπληρώνομαι] φεύγωμεν = ας αποφύγουμε",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Ο σάτυρος (στ. 549-573),"Λήμμα για τον σάτυρο. Ἄλλον θηρίον σάτυρον ὀνόματι τὸ λέγουν· αὐτὸ καὶ ὁ πατὴρ ἡμῶν, Ἀντώνιος ὁ μέγας, ηὗρεν αὐτὸ ςτὴν ἔρημον ὅτε ὑπῆγεν [πάλαι] ςτὸν μέγαν ἀναχωρητὴν, [τὸν] Παῦλον τὸν Θηβαῖον. Ἀπὸ τὰ ὑπογάστρια ἕως τὴν κεφαλήν του ὑπάρχει ἀνθρωποειδὴς καὶ κεφαλὴ καὶ τ’ ἄλλα, πλὴν δύο κέρατά ἐχει ςτὴν κεφαλὴν ἀπάνω· ἔχει πτερὰ ὡς ἀετοῦ, κ’ οἱ πόδες του ὡς αἴγας. Αὐτὸς, ὅταν ηὑρέθηκε μὲ τὸν ἅγιον Ἀντώνιον, σκύπτει, φιλεῖ τοὺς πόδας του, παρακαλεῖ καὶ λέγει· «Ἐγὼ, νὰ ξεύρῃς, ἅγιε τοῦ θεοῦ, ζῶ ὑπάρχω, «ὥσπερ τὰ ζῶα ἄπαντα ὅλα τῆς οἰκουμένης· «οἱ τῆς Αἰγύπτου ἄνθρωποι, κακῶς ἐπλανηθέντες «ἐκ τοῦ ἐχθροῦ τοῦ Σατανᾶ, τιμὴν γὰρ δίδουσίν [μοι], «καὶ ὡς θεὸν μᾶς προσκυνοῦν, καὶ τὸν θεὸν ἀρνοῦνται· «εὔξου [λοιπὸν], ὦ ἅγιε, πρὸς τὸν θεὸν τῶν ὅλων «δι’ ἐμὲ καὶ τὴν ἀγέλην μου, κῂ ὅλην τὴν συντροφιάν μου.» Ταῦτα εἰπὼν ἀπέφυγε, ςτὴν ἔρημον ἐδιάβην. Ἀκούσατε καὶ φρίξατε, ὦ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, πῶς τὰ θηριὰ ὁμολογοῦν [καὶ] τὸν θεὸν τῶν ὅλων, καὶ σὺ ἀρνεῖσαι τὸν Χριστὸν καὶ τὴν κυρὰν τοῦ κόσμου· καὶ πάντα εἰς τὰ ψέματα καὶ εἰς παρανομίας τὸ ὄνομα γὰρ τοῦ θεοῦ εἰς τὰ χείλη σου στέκει· οὐκ ἤκουσας γὰρ τῆς γραφῆς, ὅλως μηδὲν ὀμώσῃς· ἄλλον εἰ μὴ τὸ ναὶ, ναὶ, καὶ τὸ οὐ, οὐ [ἴνα λέγῃς.]","θηρίον = άγριο ζώο, αγρίμι [το θηρίον] ὑπάρχει = είναι ὡς αἴγας = σαν κατσίκας [η αίγα] ὥσπερ = όπως ακριβώς εὔξου = προσευχήσου [β΄ εν. προστ. αορ. του εύχομαι] ἀγέλην = ομάδα ζώων, κοπάδι [η αγέλη] εἰπὼν = αφού είπε (μτχ. αορ. β΄ του λέγω) ἀπέφυγε = απομακρύνθηκε [αποφεύγω] τὴν κυρὰν τοῦ κόσμου = την Παναγία ὀμώσῃς = μη γίνεις όμοιος, μη μοιάσεις [ομόνω]",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Ο πελαργός (στ. 614-636),"Λήμμα για τον πελαργό. Ὁ πελαργὸς φιλότεκνον ὄρνεον ἐστὶν [πάνυ,] πορεύονται ἀμφότεροι καὶ ποιοῦσιν τοὺς νεοσσούς των· κ’ εὐθὺς ἡ θήλη ἀπέρχεται καὶ [τοῖς] κομίζει βρῶσιν, ὁ δὲ ἄῤῥην καθέζεται, τοὺς νεοσσοὺς φυλάττει· καὶ ἀλλήλοις ἀλλάσσουσιν καὶ τὴν αὐτῶν καλίαν ........................ ἔχουν δὲ συνήθειαν ἐδικά τους, ὅτ’ ἐννοήσουν τὸν καιρὸν ὅτι ἔρχεται χειμῶνας, περνοῦσιν εἰς τὴν ἔρημον, ἐκεῖ ἐξηχειμωνιάζουν· πάλιν ςτὸ ἔαρ στρέφονται, ςτὸν τόπον τους ὑπᾶσιν· ὅταν γηράσῃ ὁ πελαργὸς καὶ πέτεται ςτὰ ὕψη, πάντοτε συντροφιάζουν τον τριὰ ἢ δυὸ ἀπὸ τὰ νέα, ἂν ἔναι ὅτι κουραστῇ, εὐθὺς νὰ τὸν δεχθοῦσιν. Ἀκούσατε, ὦ ἄνθρωποι, [τοῦ πελαργοῦ τὴν πίστιν,] τὴν πίστιν σας φυλάττετε καὶ τὴν εὐσέβειά σας, ὡς πελαργὸς τὴν καλιὰν τὴν ἑαυτοῦ φυλάττει· ἑσπέρας [τε] καὶ τὸ πρωΐ, ὄρθρον καὶ λειτουργίαν, τὴν ἐκκλησίαν σύντρεχε· πικροῦ χειμῶνος φύγε· (καὶ τοῦ μεγάλου κλύδωνος ἡμεῖς νὰ λυτρωθῶμεν, καὶ ἔαρ ἀνατείλαντος πάντας ἡμᾶς εὐφραίνῃ!) καὶ ἀνεπίστρεψον εὐθὺς εἰς τοὺς ἰδίους τόπους, ςτὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ, ςτὸν τόπον τῶν δικαίων. Οὕτω καὶ σὺ, ὦ ἄνθρωπε, γηρόβοσκε πατέρας, καὶ γένου βακτηρία [των], ποῦ νἄχῃς τὴν εὐχήν τους.","φιλότεκνον = που αγαπά τα παιδιά [επίθ. φιλότεκνος] ὄρνεον = πτηνό, πουλί [το όρνεον] ἀμφότεροι = και οι δύο (αντων.) θήλη = θηλυκή [επίθ. θήλυς] βρῶσιν = φαγητό, τροφή [η βρώσις] ὁ δὲ ἄῤῥην = ο δε αρσενικός καλίαν = φωλιά πουλιού ἐννοήσουν = αντιληφθούν, καταλάβουν [εννοώ] ἔαρ = άνοιξη [το έαρ] νὰ τὸν δεχθοῦσιν = να τον μαζέψουν [δέχομαι] ὄρθρον = στην ακολουθία που τελείται νωρίς το πρωί, πριν από την ανατολή του ήλιου [ο όρθρος (εκκλ.)] λειτουργίαν = στη λατρευτική τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας [η λειτουργία (εκκλ.)] κλύδωνος = κακοκαιρίας, φορτούνας [ο κλύδων] γηρόβοσκε = περιποιήσου, φρόντισε [γηροβοσκώ: περιποιούμαι γηραιά άτομα] βακτηρία = στήριγμα, βοήθεια [η βακτηρία]",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Ο Φοίνικας (στ. 753-788),"Λήμμα για τον Φοίνικα. Ὁ φοίνιξ πετεινὸν ἐστὶν πάνυ λίαν ὡραῖον, ὑπάρχουν αἱ πτερούγαις του ὡς ὑακίνθου λίθος, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ στέφανον ἐπιφέρει, καὶ εἰς τὰς χεῖρας σφαίρας τε ὥσπερ βασίλισσά τε· αὐτὸς πλησίον κατοικεῖ Ἴνδων τοῦ βασιλέως, ἐγγὺς Ἡλιουπόλεως, ςτὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Ὑπάρχει ἡ ζωὴ αὐτοῦ χρόνους πεντακοσίους, καὶ τρέφεται ἐκ χάριτος Πνεύματος παναγίου. Ὅταν περάσουν τὸ λοιπὸν χρόνοι πεντακοσίοι, τὸν μῆναν τὸν ἀπρίλιον ὑπάγει εἰς τὰς κέδρους, μίζει τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐκ τῶν ἐκεῖ ἀρωμάτων, καὶ κάθεται κ’ ἐκδέχεται τὸ πότε νὰ σημάνῃ· ὁ ἱερεὺς τῆς πόλεως εἰς τὸν βωμὸν ὑπάγει, ἐκεῖνος ἅπτει κλήματα ἔσω ςτὴν ἐκκλησίαν· τότε ὁ φοίνιξ εἰσελθὼν εἰς τὸν βωμὸν ἐμπαίνει, εὐθὺς ἐξάφτει ὁ βωμὸς, αὐτὸς πυρπολειοῦται, καὶ ἐκ τῶν ἀρωμάτων τε μυρίζει ἡ ἐκκλησία· καὶ, τὸ πρωῒ, ὁ ἱερεὺς Ἡλιουπόλεώς τε ὑπᾷ, θωρεῖ ἐν τῇ σποδῷ εἰς τὸν βωμὸν ἀπέσω, εὑρίσκει σκώληκα μικρὸν ςτὸ ἄνθος κεχωσμένον, καὶ τῇ δευτέρᾳ θεωρεῖ καὶ νεοσσὸν εὑρίσκει· ςτὰς τρεῖς ἡμέρας βλέπει τον τέλειον ὡς τὸ πρῶτον· ἀσπάζεται τῷ ἱερεῖ, πετᾷ καὶ πάλιν πάγει ςτὸν τόπον του τὸν ἴδιον, ὅθεν ἐξῆλθεν πρῶτα. Ἀνάγεται πρὸς τὸν Χριστὸν ὁ θαυμαστὸς ὁ φοίνιξ· καθὼς αὐτὸς, ὁ φοίνικας ἔχει τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἀποκτεῖναι ἑαυτὸν καὶ τοῦ ζωοποιῆσαι, οὕτω τοίνυν καὶ ὁ Χριστὸς, ὡς ἐξουσίαν ἔχων, πρὸς τοὺς δεινοὺς ἀγνώμονας ἔλεγεν Ἰουδαίους· «Τὴν ἐξουσίαν ἔχω γὰρ τοῦ θεῖναι τὴν ψυχήν μου, καὶ πάλιν τοῦ λαβεῖν αὐτὴν ἔχω τὴν ἐξουσίαν.» Ὡς φοίνιξ γὰρ τριήμερος πάλιν ἀνεζοώθη, οὕτω τοίνυν καὶ ὁ Χριστὸς τριήμερος ἀνέστη· ὡς λέγει καὶ ὁ ψαλμῳδὸς καὶ γράφει περὶ τούτων· «Ὡς φοίνιξ τε ὁ δίκαιος θέλει γὰρ ἐξανθήσει, καὶ πληθυνθήσεται ὡσὰν τὴν κέδρον τοῦ Λιβάνου.»","πετεινὸν = πτηνό, πουλί [το πετεινόν] λίαν = πολύ, σε υπερβολικό βαθμό (επίρρ.) ὑπάρχουν = είναι ὑακίνθου = πολύτιμη πέτρα [ο υάκινθος] ἐγγὺς = κοντά (σε) (επίρρ.) κέδρους = είδος κωνοφόρου δέντρου [η, ο κέδρος] ἐκδέχεται = περιμένει [εκδέχομαι] ἅπτει = ανάβει [άπτω ή άφτω] κλήματα = κλήματα αμπελιού, κληματόβεργες [το κλήμα] θωρεῖ = βλέπει [θωρώ] ἐν τῇ σποδῷ = στη στάχτη ἀπέσω = μέσα (επίρρ.) ςτὸ ἄνθος = στη στάχτη, στην τέφρα [ο άθος] θεωρεῖ = παρατηρεί, επιθεωρεί [θεωρώ] ὅθεν = απ’ όπου (επίρρ.) Ἀνάγεται = παραβάλλεται [ανάγομαι] τοῦ ἀποκτεῖναι = να σκοτώσει [αποκτείνω] τοῦ ζωοποιῆσαι = να αναστήσει [ζωοποιώ] οὕτω = έτσι (επίρρ.) δεινοὺς = φοβερούς [επίθ. δεινός] ἀγνώμονας = αχάριστους [επίθ. αγνώμων] ἀνεζοώθη = ξαναζωντάνεψε, ξαναήρθε στη ζωή [αναζώ] θέλει γὰρ ἐξανθήσει = θα ανθίσει (θέλω + απρμφ. για δήλωση μέλλοντα)",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Το χελιδόνι (στ. 823-841),"Λήμμα για το χελιδόνι. Τὸ χελιδόνιν τὸ πουλὶν μαυρόπτερον ὑπάρχει, καὶ κάτω ἡ κοιλία του ἄσπρη ὡς περιστέρας. Καὶ ὅταν θέλῃ κηλᾳδεῖ τὴν γλῶσσάν του φωνεῖται, καὶ μὲ τὰ χείλη κηλᾳδεῖ καὶ χειλιδὼν ἀκούει· τὸν χρόνον ἥμισον αὐτὸν ςτὴν ἔρημον τὸν κάμνει, καὶ τὸν ἑξῆς τὸν ἥμισον ςτὰς στράτας καὶ ςτὰ σπίτια· ςτοὺς οἴκους κάμνει ταῖς φωλιαῖς, καρπογονίας γόνους· πορεύονται ἀμφότερα, κομίζουσιν τὴν βρῶσιν, καὶ τρέφουσιν τοὺς νεοσσοὺς ὁ ἄῤῥην καὶ ἡ θήλη· καὶ, ἐὰν τύχῃ ἐξ αὐτῶν ὅτι νὰ τυφλωθῇ γὰρ, εὐθὺς ἡ θήλη πέτεται, ςτὴν ἔρημον ὑπάγει, βοτάνιν φέρνει κ’ ἔρχεται, ςτοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ βάλλει τοῦ πυρωθέντος νεοσσοῦ, εὐθὺς κἀκεῖνος βλέπει. Καὶ σὺ τοίνυν, ὦ ἄνθρωπε, αὐλήσου ἐν ἐρήμῳ, καὶ, κρυβηθεὶς ςτὸν οἶκόν σου, κλαῦσον τὰς ἁμαρτιάς σου, τὴν τυφλωμένην σου ψυχὴν θεράπευσον, ὦ τάλας, βοτάνιν βάζε καὶ ἐσὺ ἀρχὴν τῆς μετανοίας, καρποὺς ἀφέσεως ποιῶν τῶν σῶν ἁμαρτιῶν τε, ἵνα βασιλειᾶς τοῦ θεοῦ ἀεὶ κληρονομήσῃς.","μαυρόπτερον ὑπάρχει = έχει μαύρα φτερά κηλᾳδεῖ = κελαϊδεί [κηλαδώ] κομίζουσιν τὴν βρῶσιν = φέρνουν φαγητό ὁ ἄῤῥην καὶ ἡ θήλη = το αρσενικό και το θηλυκό αὐλήσου = μείνε, κατοίκησε [αυλίζω] τάλας = ταλαίπωρε, δυστυχή ἵνα = για να (τελ. σύνδ.)",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Ο λαγός (στ. 923-941),"Λήμμα για τον λαγό. Δρομεὺς ἐστὶν ὁ λαγωός· ὅταν ἰδῇ τοὺς κύνας, πάντα τρέχει ςτὰ ὑψηλὰ ἀπάνω εἰς τὰ ὄρη. διότι γνώθει ὁ λαγὼς ὅτι οἱ ἄνθρωποι κ’ οἱ κύνες πολλὰ γοργὸν κουράζονται, ὅταν τὰ ὄρη τρέχουν, καὶ χάνουσιν τὸν λαγωὸν ἀφ’ τὸν πολὺν τὸν κόπον· εἰ δὲ ἐξηκαμπίσῃ τον ἐκεῖ οὐδὲν λυτροῦται. Ὡς λέγουσιν, ὁ λαγωὸς δύο γὰρ φύσεις ἔχει, τὸν ἕνα χρόνον θηλυκὴν, τὸν ἄλλον ἀῤῥενίζει, καὶ ὅταν ἔλθῃ εἰς αὐτὸν νύκτα οὐδὲν κοιμᾶται, ἐξ οὗ καὶ μῦθον λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου· τὴν νύκτα εὕδει κῂ ὁ λαγὼς καὶ δαίμων καὶ ἀγάπη, τὰ τέσσαρα δαιμονικὰ τὴν νύκταν οὐ κοιμοῦνται· ὅταν κοιμᾶται, ἀνοικτοὺς ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς του. Βλέπε καὶ σὺ, ὦ ἄνθρωπε, μὴ σὲ πατήσῃ ἔρως, καὶ σκύψῃς εἰς τὰ γήϊνα θηλομανὴς ὡς ὄνος, καὶ πότε μὲν ὡς ἄῤῥενας, [καὶ] πότε δὲ ὡς θήλη· ἀλλὰ ςτὰ ὕψη ἀνάτρεχε τῶν ἀρετῶν, καὶ [βλέπε] μὴ εἰς τοὺς κάμπους περπατῇς, εἰς τὴν πλατεῖαν στράταν, καὶ λάβῃ σε ὁ κυνηγὸς, φθορέας τῶν ἀνθρώπων.","ὁ λαγωός = ο λαγός τοὺς κύνας = τα σκυλιά [ο κύνας] γνώθει = γνωρίζει [γνώθω] πολλὰ = πολύ (επίρρ.) ἀφ’ = από (πρόθ. δηλώνει το ποιητικό αίτιο) εἰ δὲ ἐξηκαμπίσῃ τον = αν πάλι τον οδηγήσει στον κάμπο (ενν. ο κυνηγός τον λαγό) [εξηκαμπίζω] οὐδὲν λυτροῦται = δεν σώζεται [λυτρούμαι] ἀῤῥενίζει = αποκτά τη φυσιολογική ανατομία του αρσενικού [αρρενίζω] δαιμονικὰ = πονηρά πνεύματα, ξωτικά [το δαιμονικόν] Βλέπε = πρόσεχε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του βλέπω] ὄνος = γάιδαρος [ο όνος] φθορέας = που επιφέρει φθορά, καταστροφή (επίθ.)",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Το λεοντάρι (στ. 942-989),"Λήμμα για το λιοντάρι. Ὁ λέων ἔναι βασιλεὺς ἁπάντων τῶν θηρίων, ἔχει καὶ ἰδιώματα βασιλικῶν χαρίτων· τὸ πρῶτόν του τὸ φυσικὸν οὕτως γὰρ ἔχει· ὅταν εἰς τὰ ὄρη περιπατῇ διὰ νὰ κυνηγήσῃ, φοβεῖται γὰρ τοὺς κυνηγοὺς μήπως, αὐτοῦ τὰ ἴχνη ἀκολουθοῦντες, εὕρουσιν τὴν μάνδραν [ποῦ μονάζει], μὲ τὴν οὐρὰν καλύπτει [τα] τὰ ἴχνη τῶν ποδῶν του· καὶ πάλιν, ὅταν βουληθῇ θέλῃ νὰ κυνηγήσῃ, ὑπᾷ εἰς δάσος καὶ βουνὶν, σαρόνει το τριγύρου, καὶ κάμνει το ὡς ἅλωνα τριγύρου ὅλον τὸ δάσος, κῂ ὀμπρὸς ςτὴν πόρταν κάθεται ὁ λέων κῂ ἀναμένει, τὰ ζῶα ὅλα γέρνονται, ἐβγαίνουν ἐκ τὸ δάσος, εὑρίσκουσιν τὸ σάλον του, γυρεύουν ναὕρουν πόρτα, νὰ διασκελίσουν δὲν τορμοῦν τοῦ βασιλεῶς τὸ σάλον· ἄκων καὶ μὴ βουλόμενοι ἔρχονται εἰς τὴν πόρταν, καὶ γέρνεται ὁ λέοντας, ποιεῖ [καὶ] τὸ κυνῆγιν. Ἡ λέαινα ἡ θηλυκὴ, ὅταν γεννᾷ τὸν σκύμνον, ἡ μήτρα της σπαράττεται, ἄλλην γένναν οὐ κάμνει· μὲ ὄνυχας ὁ λέοντας γεννᾶται ἐκ κοιλίας, ἐξ οὗ ἡ μήτρα φθείρεται, πλέον οὐ συλλαμβάνει. Ὅταν καθίζῃ ὁ λέοντας ἔσω εἰς τὸ σπηλαῖον, οἱ ὀφθαλμοί του πάντοτε ἀνεῳγμένοι εἶναι. Καὶ, ὅταν δὲ ἡ θηλυκὴ γεννήσῃ [τον] τὸν σκύμνον, νεκρὸς κείτεται εἰς τὴν γῆν καὶ ἄφωνος καὶ ἄπνους, καὶ τρεῖς ἡμέραις κάθηται ἡ θήλη καὶ τὸν βλέπει, τότ’ ἔρχεται ὁ ἀρσενικὸς, στέκεται καὶ φυσᾷ τον ὡς τρεῖς φοραῖς ςτὸ στόμα του· εὐθὺς πνοὴν λαμβάνει, ἐγέρνεται ἀναζητῶν μαστὸν ἀπὸ τῆς θήλης. Ἀνάγεται ὁ λέοντας ςτὸν βασιλεὰ τῶν πάντων, ςτὸν ἐπουράνιον θεὸν, θεοῦ λόγον τοῦ ζῶντος. Ἀποσταλεὶς ἀπὸ πατρὸς, θεοῦ τοῦ ἀθανάτου, ἐκάλυψεν τὰ νοερὰ θανάτου τε τὰ ἴχνη· μετὰ ἀγγέλων ἄγγελος καὶ μετὰ ἀρχαγγέλων, καὶ μὲ ἀνθρώπων ἄνθρωπος τέλειος ἐγεγόνη, ἕως εἰς μήτραν ᾤκησεν Μαρίας θεοτόκου, καὶ σὰρξ ὁ Λόγος γέγονεν, σκηνώσας μεθ' ἡμῶν τε. Ὥσπερ ὁ σκύμνος κείτεται ἄφωνος τρεῖς ἡμέρας, καὶ μετὰ ταῦτα ὁ πατὴρ φυσεῖ αὐτὸν ἐκ τρίτου, καὶ τότε ἀνεγείρεται, τὴν λέαιναν γυρεύει· οὑτωσὶ τοίνυν ὁ Χριστὸς τριήμερος ἐν τάφῳ πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν ἐκ τοῦ πατρὸς ἀνέστη· πρῶτον ἐφάνη τῇ μητρὶ αὐτοῦ τῇ θεοτόκῳ· μετέπειτα καὶ τοὺς ἑξῆς ἁγίους ἀποστόλους ἐκ τρίτου γὰρ ἐφύσησεν κ’ ἔλαβον τ’ ἅγιον Πνεῦμα. Καλῶς τοίνυν ὁ Ἰακὼβ εὐλογῶν τὸν Ἰούδα· «Σκύμνος ἐκ σοῦ γὰρ, ἔλεγεν, ὡς λέων ἐκβλαστήσει· ἀναπεσὼν κεκοίμηται, τίς γὰρ αὐτὸν ἐγείρει; Αὐτὸς γὰρ μόνος ὁ πατὴρ, ὁ ποιητὴς τῶν ὅλων.»","ἁπάντων = όλων [αντων. άπας] τῶν θηρίων = των άγριων ζώων [το θηρίον] ἰδιώματα = χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ιδιότητες [το ιδίωμα] οὕτως = έτσι (επίρρ.) μάνδραν = τη φωλιά [η μάνδρα] ὑπᾷ = πηγαίνει ἅλωνα = αλώνι [η άλωνα] γέρνονται = σηκώνονται [γέρνομαι] ἐκ = από (πρόθ.) σάλον = βήμα [το ζάλον ή σάλον] τορμοῦν = τολμούν ποιεῖ = κάνει [ποιώ] τὸν σκύμνον = το μικρό λιονταράκι [ο σκύμνος] μὲ ὄνυχας = με νύχια [ο όνυξ] ἀνεῳγμένοι = ανοιγμένοι ἄπνους = χωρίς να αναπνέει, άπνοος (επίθ.) θήλη = θηλυκιά [επίθ. θήλυς] Ἀνάγεται = παραβάλλεται αλληγορικά [ανάγομαι] ἐκάλυψεν = σκέπασε, εξαφάνισε (προκ. για ίχνη, εδώ μεταφ.) [καλύπτω] ᾤκησεν = κατοίκησε [οικώ] οὑτωσὶ = έτσι ακριβώς (επίρρ.) τοίνυν = λοιπόν ποιητὴς = δημιουργός (εδώ προσωνύμιο του Θεού)",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Το φίδι (στ. 1044-1071),"Λήμμα για το φίδι. Δεινὸν, φαρμακερὸν ἐστὶν ὁ ὄφις τὸ θηρίον· ὅταν εἰς γῆρας γὰρ ἐλθῇ, τυφλοῦται καὶ ἐκεῖνος, ἀμβλυωπεῖ τοὺς ὀφθαλμοὺς, ’μποδίζεται βαδίζειν, ὑπᾷ εἰς πέτραν στενωπὴν κἀκεῖ στενοκοπᾶται, πρῶτον νηστεύει καὶ αὐτὸς σαράκοντα ἡμέρας, τὸ δέρμαν του χαυνόνεται καὶ τότε πᾷ ςτὴν τρῦπαν· στενοκοπεῖται δυνατὰ, τὸ δέρμαν του ἔξω βάλλει, ἀνοίγει δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς, εὐθὺς ἀνακαινοῦνται, καὶ πάλιν νέος γίνεται ὡσὰν [καὶ] ἦτον πρῶτα· ἀλλ’, ὅταν πᾷ νὰ πιῇ νερὸν, πρῶτον ὑπᾷ κ’ εὑρίσκει πέτραν νὰ ἔχῃ λάκκωμα, κ’ ἐκεῖ ξερνᾷ φαρμάκιν, ἀφίνει το ....................καὶ τότε ὑπᾷ καὶ πίνει· εἶθ’ οὗτος πάλιν στρέφεται καὶ πίνει τὸ φαρμάκι. Καὶ, ὅταν ἄνθρωπον γυμνὸν ἰδῇ αὐτὸς ὁ ὄφις, φοβεῖται, ἀποστρέφεται καὶ φεύγει ἐξ ἐκείνου, καὶ, ὅταν πολεμίζεται ὑπό τινος ἀνθρώπου, ἢ μὲ θηρίον ἕτερον ὅμοιον ὡς ἐκεῖνον, ὅλον τὸ σῶμα γὰρ αὐτοῦ εἰς θάνατον τὸ δίδει, τὸ δὲ κεφάλιν ἑαυτοῦ πάντα τηρεῖ καὶ βλέπει Καλῶς τοίνυν ὁ κύριος εἶπεν καὶ περὶ τούτου τὸ «φρόνιμοι γὰρ γίνεσθε ὥσπερ αὐτὸς ὁ ὄφις· τὴν πίστιν σας φυλάττετε, τὸ πρῶτον τὸ κεφάλιν·» γυμνώσου τῆς παρακοῆς, ἐνδύσου ἀφθαρσίαν, καὶ λάβε τὸν οὐράνιον ἅρτον διὰ νηστείας, νήστευσον τοίνυν καὶ ἐσὺ καὶ τῆξέ σου τὸ σῶμα, καὶ ἐκδύσου τὸ παλαιὸν [τὸ] φύραμα τῆς ζύμης, καὶ πρόσδραμε εἰς τὴν στενὴν πύλην καὶ τεθλιμμένην, νὰ εὕρῃς τὴν εὐρύχωρον ὁδὸν τῆς βασιλείας.","Δεινὸν = φοβερό [επίθ. δεινός] ὁ ὄφις = το φίδι τὸ θηρίον = το άγριο ζώο ἀμβλυωπεῖ = θολώνει, σκοτεινιάζει (προκ. για μάτια) [αμβλυωπώ] κἀκεῖ = και εκεί χαυνόνεται = χαλαρώνει [χαυνώνομαι] στενοκοπεῖται = τρίβεται με ένταση στις πέτρες [στενοκοπούμαι] ἀνακαινοῦνται = ανανεώνονται, αναζωογονούνται [ανακαινώνομαι] λάκκωμα = βαθούλωμα, λάκκο [το λάκκωμα] εἶθ’ = έπειτα, ύστερα [επίρρ. είτα] ἀποστρέφεται = μένει μακριά, απομακρύνεται [αποστρέφομαι] ἕτερον = άλλο [αντων. έτερος] φρόνιμοι = συνετοί, σώφρονες, μυαλωμένοι [επίθ. φρόνιμος] ὥσπερ = όπως ακριβώς γυμνώσου = απόβαλε [γυμνώνομαι, εδώ μεταφ.] τῆξέ = λιώσε, διάλυσε (μεταφ.) [τήκω] πρόσδραμε = τρέξε, πρόστρεξε [προστρέχω]",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Το μελίσσι (στ. 1109-1131),"Λήμμα για το μελίσσι. Καὶ τὸ μελίσσιν τὸ σοφὸν γλυκεῖαν βρῶσιν κάμνει, καὶ ὁ καρπός της ποθεινὸς ὑπάρχει γὰρ τοῖς πᾶσιν, οὐ μόνον ἰδιώτας τε ἀλλὰ καὶ βασιλεῖς τε, καὶ ποθεινὴ γὰρ ὑπάρχει ἡ μέλισσα τοῖς πᾶσιν, ἐπισυνάγει ἅπαντα τὰ ἄνθη τε καὶ κρῖνα, καὶ τὸν καρπόν της ἐκτελεὶ καὶ ἀρεστὸν τοῖς πᾶσιν καὶ βρῶσιν ἐκ θεοῦ ...... καὶ πάντα περιτρέχει· οὐκ ἔχει ἀναγκάζοντα ἵνα ἐπιμελῆται· ἀεὶ καὶ διαμένουσα πάντοτε κοπιάζει, οὐ μόνον τὰς ἡμέρας τε, ἀλλὰ [δὲ] καὶ τὰς νύκτας· καὶ ἄκουσον τὰς ῥήσεις [τε] τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος, πῶς γὰρ κελεύει δι’ αὐτὴν τὴν μέλισσαν καὶ λέγει· «Μιμήθητι, ὦ ὀκνηρὲ, τὸ σποῦδος τῆς μελίσσας, πῶς κοπιᾷ διὰ παντὸς, ἕως τέλους ζωῆς της.» Καὶ σὺ, ὦ ἄνθρωπε ὀκνηρὲ, ῥᾴθυμε καὶ ὑπνώδη, ἕως πότε κατάκεισαι βορβορωμένῃ κλίνη; Καὶ τάχυσον καὶ σπούδασον ἐν τῷ ναῷ κυρίου, ἄκουσον λόγους ἐκ θεοῦ καὶ γλύκανε τὸν νοῦν σου, καθὼς καὶ ὁ πρᾳότατος Δαβὶδ βοᾷ καὶ λέγει· «Ὡς γλυκεὰ τῷ μου λάρυγγι τὰ λόγια σου ὑπὲρ μέλι.» Μιμήθητι, ὦ ἄνθρωπε, τὴν βρῶσιν τῆς μελίσσης, πῶς κοπιᾷ διὰ παντὸς, θεοῦ τοῦ συνεργοῦντος, καθὼς γὰρ ἄνω εἴπαμεν· πλείων ἀναγωγή τε.","βρῶσιν = τροφή [η βρώσις] ποθεινὸς = επιθυμητός, ιδιαίτερα αγαπητός (επίθ.) ὑπάρχει = είναι ἰδιώτας = στους απλούς ανθρώπους χωρίς αξιώματα [ο ιδιώτης] ἐπισυνάγει = τρυγάει [επισυνάγω] ἅπαντα = όλα [αντων. άπας] ἐκτελεὶ = παράγει [εκτελώ] ἄκουσον = άκουσε [β΄ εν. προστ. αορ. του ακούω] τὰς ῥήσεις = τα λόγια [η ρήση] κελεύει = παρακινεί, προτρέπει· εδώ: προτρέπει τους ανθρώπους να έχουν τη μέλισσα ως παράδειγμα [κελεύω] Μιμήθητι = μιμήσου ὀκνηρὲ = φυγόπονε, τεμπέλη [επίθ. οκνηρός] τὸ σποῦδος = τον ζήλο, την προθυμία ῥᾴθυμε = νωχελικέ, τεμπέλη, νωθρέ [επίθ. ράθυμος] βορβορωμένῃ = σε βρόμικο, τελματωμένο κλίνη = κρεβάτι [η κλίνη] βοᾷ = φωνάζει, κραυγάζει [βοώ] ἄνω = παραπάνω, προηγουμένως (επίρρ.)",,Φυσιολόγος,Ανώνυμος Abstract,"Πεζό τοπικό χρονικό του 1703 που καταγράφει με ζωντάνια ιστορικά και πολιτικά γεγονότα (επιδρομές, μάχες, καταστροφές, δόξες και πάθη) της περιοχής του Γαλαξιδιού, από τα τέλη του 10ου ώς και τον 17ο αιώνα. Ο συγγραφέας του πιθανώς ταυτίζεται με τον αντιγραφέα του χειρογράφου, ιερομόναχο Ευθύμιο (Πενταγιώτη), ο οποίος μόναζε στη Μονή του Σωτήρος, κοντά στο Γαλαξίδι.",,,Χρονικό του Γαλαξειδιού,Ευθύμιος Ιερομόναχος Η επιδρομή των Βουλγάρων (α),"Στην αρχή του Χρονικού του Γαλαξειδιού ο μοναχός δηλώνει την ταυτότητά του («διά χερός Ευθυμίου Ιερομονάχου [ταπεινού;]»), τον χρόνο συγγραφής του έργου («έτος αψγ΄ μηνί Μαρτίου [πέντε;]»), καθώς και τις πηγές που χρησιμοποίησε και, αφού δοξάζει τον Κύριο, προχωρά στο α΄ κεφάλαιο, όπου αφηγείται τις επιδρομές των Βουλγάρων κατά τους χρόνους της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου και του Κωνσταντίνου Η΄. Τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Ρωμανοῦ ἀγριωποὶ καὶ χριστιανομάχοι ἄνθρωποι, Μποργάροι λεγάμενοι, ἐμπήκασι στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπὸ σπαθίου καὶ κονταρίου ἐχαλάσασι τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐτραβήξασι ἴσα στὸν Μορέα. Διαβαίνοντας γοῦν ἀπὸ τὸ Σάλονα, ἐμπλοκάρασί το· καὶ μισοὶ ἀπὸ δαύτους ἤρθασι στὸ Γαλαξείδι καὶ ἐπήρασι σκλάβους ἀπὸ τὰ χωρία διὰ καταπατητάδες. Ἐρχάμενοι γοῦν οἱ ἄπιστοι στὸ Γαλαξείδι, ποὺ ἤτανε χτισμένο παμπάλαια καὶ εὐμορφοκαστρογυρισμένο, ἔχοντας καὶ φλότα καραβίων καὶ σπίτια περίσσα, βουλὴν ἐποίκασι οἱ ἄπιστοι ἀπὸ σπαθίου νὰ τὸ ἐπάρουσι καὶ παίρνοντας στὴν αὐθεντεία τους τὰ καράβια νὰ ἀπεράσουσι στὸν Μορέα, κουρσεύοντας καὶ τοῦ κόρφου τὲς μεριές. Καὶ οἱ Γαλαξειδιώτες, ἔστοντας νὰ μάθουσι ἕνα τόσο φοβερὸ μήνυμα, ἐτρέξασι στὲς ἐκκλησίες, γονατιστὰ παρακαλώντας τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους νὰ τοὺς βοηθήσουσι εἰς ἐκείνην τὴν φοβερότατη στιγμή· ἀρματωθήκασι γοῦν καὶ ἑτοιμασθήκασι διὰ πόλεμο. Καὶ ἐρχόμενοι ἐκείνοι οἱ πειράτες ἐμπλοκάρασι τὸ κάστρο καὶ μὲ κάθε λογῆς μηχανὲς καὶ συνέργεια τοῦ Σατανᾶ, ποὺ τοὺς διαυθέντευε, ἀνοίξασι μία τρούπα μεγάλη στὸ κάστρο καὶ ἐμπήκασι μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Ἐτότες γοῦν ἐγενέθηκε μεγάλος σκοτωμὸς καὶ φοβερὴ ἀμάχη, ποὺ τὸ γαῖμα ἔτρεχε στοὺς δρόμους, ὡσὰν ποτάμι χειμωνιάτικο. Καὶ οἱ Γαλαξειδιῶτες, βοηθώντας καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐσταθήκασι νικητὲς καὶ ἐσφάξασι τοὺς ἄπιστους πειράτες καὶ ἐκερδίσασι τὴν ἀμάχη. Κάτι γοῦν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πειράτες, γλύσαντες ἀπὸ τὸ μαχαίρι καὶ τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ, ἐπήγασι τρέχοντας γοργὸν καὶ ἀφηγηθήκασι στοὺς συντρόφους, ποὺ εἴχασι μπλόκο τὸ Σάλονα, τὸν σκοτωμὸ καὶ τὸν χαϋμὸ τῶν ὁμοφύλων μέσα στὸ Γαλαξείδι. Καὶ ἐκεῖνοι οἱ πανάπιστοι, ἔστοντας νὰ μάθουσι ἕνα τόσο φαρμακωμένο μαντάτο, ὀργισθήκασι περίσσα καὶ ἀφρίζασι ἀπὸ λύσσα ἐκδίκησης. Καὶ ἔστοντας νὰ ἐπάρουσι τὸ Σάλονα μὲ προδοσία ἑνὸς Σαλονίτου, ποὺ τὸν ἐλέγασι Κουτζοθόδωρο, στὰς ιγ΄, Αὔγουστος μήνας, ἐπεράσασι ἀπὸ σπαθίου καὶ μαχαιρίου γερόντους, νέους καὶ γυναικόπαιδα, ξεπλερώνοντας οἱ μιαρότατοι κουρσάροι τὸ γαῖμα τῶν συντρόφων, ποὺ μὲ πόλεμο καλὸ χύθηκε στὸ Γαλαξείδι, ὡσὰν ἀφηγήθηκα ἄνωθες. Καὶ ὕστερα, χορταίνοντας τὴ μαύρη ψυχή τους ἀπὸ γαῖμα χριστιανικό, ἐξεκινήσασι ὡσὰν τὸ μελίσσι μετρημὸν μὴν ἔχοντας καταπάνω στὸ Γαλαξείδι. Οἱ γοῦν Γαλαξειδιῶτες, βλέποντας ἕνα τόσο ἀμέτρητο φουσάτο ἀρματωμένο μὲ κοντάρια μακρυὰ καὶ σαΐτες περίσσες καὶ περικεφαλαῖες, ποὺ ἐλάμπασι ὡσὰν τὸν ἥλιο, ἐμπήκασι στὰ καράβια καὶ ἐμείνασι στὴ πολιτεία καμπόσοι γέροι, ποὺ δὲν ἐχωρούσασι στὰ πλεούμενα. Καὶ ἕνας Γαλαξειδιώτης, ποὺ τὸν ἐλέγασι Χαραλάμπη, δὲν ἐπαραδέχθηκε ν’ ἀφήση τὴν πατρίδα καὶ μὴ ἀκούοντας τὲς συμβουλὲς καὶ παράκλησες, ἐστάθηκε στὸ Γαλαξείδι, διὰ νὰ διαυθεντεύση τὸ κάστρο καὶ ἀποθάνη τιμημένα. Ἐπῆγε γοῦν στὴν ἐκκλησία καὶ ἐξομολογήθηκε καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἐπαρακάλεσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸν βοηθήση. Καὶ ἐζώστηκε τὰ ἄρματα, ποὺ τὰ εὐλόγησε ὁ ἱερέας, καὶ ὕστερα ἐξεκίνησε μονάχος καὶ ἐστάθηκε στὴν πόρτα τοῦ κάστρου. Ἐρχόμενοι γοῦν οἱ πειράτες καὶ ἐμπαίνοντας στὸ κάστρο, ηὕρασι τὸν Χαραλάμπη, ποὺ ἐχύθηκε καταπάνου τους, ὡσὰν λεοντάρι λυσσασμένο, καὶ ἔσφαξε κάμποσους καὶ ἕνα ἀπὸ τοὺς κεφαλάδες. Καὶ ὕστερα τοῦ ἔπεσε καταπάνου ὅλου τὸ φουσάτο καὶ πολεμώντας ἐτζακίστηκε τὸ σπαθὶ του καὶ τὸν ἐπιάσασι ζωντανὸ καὶ τὸν ἐκάμασι χίλια κομμάτια. Καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τιμημένο εἰς ἕνα βασιλικὸ χρυσόβουλλον. Ἐμπαίνοντας οἱ πειράτες ἀνεμπόδιστα στὸ Γαλαξείδι ἐπεράσασι ἀπὸ σπαθίου ὅ,τι εὑρήκασι ζωντανὸ καὶ ἀνάψασι φωτιὰ στὰ σπίτια καὶ ἐκρημνίσασι καὶ τὸ κάστρο, ποὺ ἤτανε ἕνα εὐμορφότατο, φικιασμένο μὲ μάρμαρα μεγάλα ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων τὸν καιρό. Ὕστερα ἐμπήκασι καὶ στὲς ἐκκλησίες καὶ ἐκεῖ εὑρήκασι τοὺς γέρους γονατιστὰ παρακαλώντας τὲς εἰκόνες. Ἄλλους γοῦν ἐσφάξασι σὰν ἀρνιὰ οἱ ἀντίχριστοι ἐμπροστὰ στὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ ἄλλους ἐπήρασι σκλάβους. Ἠθελήσασι γοῦν καὶ τὲς ἐκκλησίες νὰ ξεγυμνώσουσι. Ἀκούσατε γοῦν τὸ μεγάλο θαῦμα. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πειράτες, βλέποντας ἕνα καντήλι εὔμορφο, μαλαματένιο, ποὺ ἔκαιε ἐμπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀνέβηκε μὲ μία σκάλα νὰ τὸ ἐξεκρεμάση κουρσεύοντάς το. Καὶ πρὶν νὰ πιάση τὸ καντήλι, ἐκόπηκε τὸ μιαρότατο χέρι του καὶ ἔπεσε νεκρὸ καὶ κατάμαυρο σὰν πίσσα καταγῆς καὶ μεγάλος σεισμὸς ἐγενέθηκε. Ἐτότες ἐφάνηκε ἕνας καβαλάρης μὲ σπαθὶ ξεγυμνωμένο καὶ ἄρματα λαμπερὰ καὶ ἄρχισε νὰ σφάζη τοὺς πειράτες καὶ τοὺς ἐπῆρε κυνηγώντας ὄξω ἀπὸ τὸ Γαλαξείδι, μέσα εἰς τὰ βουνά, καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὴν γῆ. Ἐτότες οἱ Γαλαξειδιῶτες κατατρεγμένοι ἐπήγασι καὶ ἐχτίσασι σπίτια στὰ τριγύρω νησόπουλα. Ἐκεῖ γοῦν ἐχτίσασι καὶ μία ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ ἐμολώσασι καὶ τὸ νησὶ μὲ πλάκες μεγάλες. Ὕστερα ἀπὸ πενήντα χρόνια, ἡσυχάζοντας ὁ τόπος καὶ τοὺς Μποργάρους ἐξολόθρεψε ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου, ἐβγήκασι οἱ Γαλαξειδιῶτες πάλε στὴ στεριά καὶ ἐξαναχτίσασι τὰ σπίτια τοῦ Γαλαξειδίου, ποὺ ἤτανε ὅλο στάχτη καὶ ἐρείπια, καὶ λόγγοι καὶ ρουμάνια ἀπάνου ἐφυτρώσασι.","ἀγριωποὶ = πρωτόγονοι, απολίτιστοι [επίθ. αγριωπός] χριστιανομάχοι = αυτοί που στρέφονται/μάχονται κατά του χριστιανισμού [επίθ. χριστιανομάχος] ἀπὸ σπαθίου καὶ κονταρίου = με σπαθί και με κοντάρι [το κοντάριον: δόρυ] ἐχαλάσασι = φόνευσαν, σκότωσαν [χαλώ] γοῦν = λοιπόν, πράγματι ἐμπλοκάρασί = περικύκλωσαν, πολιόρκησαν [μπλοκάρω] διὰ = για (πρόθ., δηλώνει σκοπό) καταπατητάδες = ανιχνευτές, οδηγούς, κατασκόπους [ο καταπατητής] ἄπιστοι = αλλόθρησκοι (προκ. για μη χριστιανούς) εὐμορφοκαστρογυρισμένο = περιβαλλόμενο και προστατευμένο από όμορφο κάστρο φλότα = στόλο [η φλότα, ιταλ.] περίσσα = πάρα πολλά [επίθ. περίσσος] βουλὴν ἐποίκασι = αποφάσισαν, έβαλαν στον νου τους [φρ. ποιώ βουλήν] αὐθεντεία = εξουσία, κυριότητα κουρσεύοντας = λεηλατώντας, λαφυραγωγώντας [κουρσεύω] κόρφου = κόλπου, τμήματος θάλασσας που εισχωρεί στην ξηρά [ο κόρφος] ἔστοντας = επειδή συνέβη ἀρματωθήκασι = ετοιμάστηκαν για μάχη [αρματώνομαι] συνέργεια = συνδρομή, συμμετοχή διαυθέντευε = εξουσίαζε, κυβερνούσε [διαυθεντεύω] τρούπα = τρύπα γαῖμα = αίμα (προκειμένου για αιματοχυσία, φόνο, βίαιο θάνατο) Κάτι = κάποιοι (όταν ακολουθεί αρσ. ή θηλ. ουσ.) γλύσαντες = αφού γλίτωσαν γοργὸν = γρήγορα (επίρρ.) μπλόκο = περικύκλωση, αποκλεισμό [ο μπλόκος] χαϋμὸ = απώλεια, θάνατο ὁμοφύλων = ομογενών, ομοεθνών, ομόθρησκων [επίθ. ομόφυλος] πανάπιστοι = πάρα πολύ πανούργοι, δόλιοι/άνομοι [επίθ. πανάπιστος] φαρμακωμένο = θλιβερό, πικρό (μεταφ.) μαντάτο = νέο, είδηση περίσσα = πάρα πολύ (επίρρ.) ἀφρίζασι = οργίζονταν, θύμωναν πολύ [αφρίζω (μεταφ.)] ἐπεράσασι = κατέσφαξαν [φρ. επεράσασι από σπαθίου και μαχαιρίου] μιαρότατοι = ανόσιοι, ασεβείς [επίθ. μιαρός, εδώ σε υπερθ. βαθμό] ἄνωθες = προηγουμένως (επίρρ.) φουσάτο = στράτευμα [το φουσάτον] σαΐτες = βέλη τόξου [η σαΐτα] διαυθεντεύση = υπερασπιστεί, προστατεύσει ἐζώστηκε = φόρεσε [ζώνομαι] ἐχύθηκε = όρμησε, κινήθηκε ορμητικά [χύνομαι] κεφαλάδες = αρχηγούς, διοικητές [ο κεφαλάς] ἐτζακίστηκε = συντρίφτηκε, συνεθλίβη [τζακίζομαι] χρυσόβουλλον = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ προς τη Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους[πηγή: Wikimedia Commons] διάταγμα σφραγισμένο με τη χρυσή σφραγίδα (βούλλα) του βυζαντινού αυτοκράτορα ἐκρημνίσασι = ερείπωσαν, κατεδάφισαν [κρημνίζω] φικιασμένο = φτιαγμένο, κατασκευασμένο ξεγυμνώσουσι = ληστεύσουν [ξεγυμνώνω (μεταφ.)] μαλαματένιο = κατασκευασμένο από μάλαμα, χρυσό [επίθ. μαλαματένιος] κουρσεύοντάς = κλέβοντας, αρπάζοντας [κουρσεύω] κατατρεγμένοι = κυνηγημένοι [κατατρεγμένος, μτχ. του κατατρέχομαι ως επίθ.] ἐμολώσασι = ενίσχυσαν το λιμάνι με την κατασκευή μόλου, κατασκεύασαν προκυμαία για την προστασία από τα κύματα και το ασφαλές πλεύρισμα των πλεούμενων [μολώνω] πλάκες = σχιστόλιθους που χρησιμοποιούνται για επιστρώσεις [η πλάκα] πάλε = ξανά, πάλι, εκ νέου (επίρρ.) λόγγοι = πυκνά δάση, σημεία ή περιοχές βουνού που έχουν πυκνή βλάστηση από θαμνώδη δέντρα [ο λόγγος] ρουμάνια = εκτάσεις γεμάτες θαμνώδη δέντρα, δασώδεις εκτάσεις[το ρουμάνι]",,Χρονικό του Γαλαξειδιού,Ευθύμιος Ιερομόναχος Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας (ε),"Στο β΄ κεφάλαιο ο Ευθύμιος αναφέρεται στον λοιμό του 1054 και τις φοβερές επιδρομές των πειρατών, που προκάλεσαν τρόμο στους πληθυσμούς της βαλκανικής χερσονήσου μετά το φθινόπωρο του 1064. Το γ΄ κεφάλαιο αποτελεί παρέκβαση στη διήγηση του μοναχού, ο οποίος εξιστορεί τα γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση του Μοναστηριού του Σωτήρος από τον δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Άγγελο, ενώ στο επόμενο κεφάλαιο μάς μεταφέρει στα χρόνια όπου το Γαλαξίδι ανήκε στο δεσποτάτο της Ηπείρου και εκθέτει συνοπτικά την ιστορία του δεσποτάτου. Περνώντας καιρὸς κάμποσος, ἤρθασι οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐπήρασι ἀπὸ [σπ]αθίου στὴν αὐθεντεία τους ὅλη τὴ Ρούμελη, ἄλλη μὲ πόλεμο καὶ ἄλλη μὲ δίχως ἀμάχη. Ἐτότες γοῦν ἐπήρασι τὸ Ζητούνι. Στὸ Σάλονα ἦταν ἕνας Φράγγος αὐθέντης, Κόντος τὸ παράνομα, κατὰ πολλὰ κακὸς ἄνθρωπος, κλέφτης, ἁρπαγὸς καὶ κακό[τροπ]ος, καὶ ἐξεγύμνωνε καὶ ἔδερνε καὶ ἐβασάνιζε μὲ ἀγγαρεῖες καὶ βασανίσματα τοὺς Σαλονίτες. Καὶ τελευταῖον μαθαίνοντας τὸ πὼς ὁ δεσπότης Σαλόνου Σεραφείμ εἶχε πολλὰ πλούτια καὶ μία ἀνεψιὰ ὡραιότατη, βουλὴν ἐπῆρε νὰ τὴν πάρη στὸ παλάτι του, παίρνοντας ὕστερα καὶ τὰ πλούτια τοῦ δεσπότη Σεραφείμ. Καὶ ὁ δεσπότης, μαθαίνοντας τὸ ἅρπαγμα τῆς ἀνεψιᾶς του, ἐσήκωσε μὲ λόγους τοὺς Σαλονίτες ἐναντίο τοῦ τύραννου. Καὶ ἔγραψε στοὺς Τούρκους νὰ ἔρθουσι νὰ τοὺς ἐπαραδώσουσι στὰ χέρια τους τὸ Σάλονα, λέγοντας καλλίτερα νὰ δουλεύωμε Τούρκους παρὰ Φράγγους. Καὶ ὁ Κόντος, μαθαίνοντας τὸ πὼς τὸ ἀσκέρι τῶν Τουρκῶν ἔρχεται καταπάνου του, ἐκλείσθηκε στὸ κάστρο μὲ τοὺς ἐδικούς του διὰ νὰ βαστάξη πόλεμο· καὶ ὁ πανάπιστος διὰ πεῖσμα ἔσφαξε τὴν ἀνεψιὰ τοῦ δεσπότη, φοβερίζοντας, ἂν γλύση, νὰ ἐκδικηθῆ παραδειγματικά. Καὶ ἐρχάμενοι οἱ Τοῦρκοι ἐπήρασι τὸ Σάλονα· καὶ ἕνας Σαλονίτης, ποὺ ἤτανε στὸ κάστρο, ἔσφαξε τὸν Κόντο καὶ παίρνοντας τὸ κεφάλι του τὸ ἐπαρουσίασε στὸν αὐθέντη τῶν Τουρκῶν καὶ λαβαίνοντάς το ὁ αὐθέντης τοῦ ἔδωκε πολλὰ χαρίσματα καὶ ὕστερα τὸ ἐπέταξε μὲ καταφρόνεση ποδοπατώντας το. Ἐπήρασι γοῦν οἱ Τοῦρκοι ὅλους τοὺς Φράγγους σκλάβους. Καὶ τὴ γυναίκα τοῦ Κόντου ἐπαράδωκε ὁ αὐθέντης στὸ ἀσκέρι νὰ τὴν ἐξεντροπιάση· καὶ τὴ θυγατέρα του, ποὺ ἤτανε εὐμορφότατη κόρη, τὴν ἐκράτησε διὰ λόγου του. Ἀναχωρώντας ὁ ἄρχοντας τῶν Τουρκῶν ἄφησε στὸ Σάλονα στὸ ποδαρικό του ἀντιπρόσωπο ἕνα ἀπὸ τοὺς κεφαλάδες, ποὺ τὸν ἐλέγασι Μουράτ-μπεη. Καὶ αὐτὸς ὁ Μουράτ-μπεης ἐσήκωσε κεφάλι θέλοντας νὰ γένη αὐτοκέφαλος αὐθέντης. Καὶ ὁ ἄρχοντας τῶν Τουρκῶν μαθαίνοντας τέτοια παράξενα μαντάτα ἐγύρισε καταπάνου του μὲ πολλὰ φουσάτα καὶ τὸν ἔπιασε ζωντανὸ καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Καὶ τὴ φαμίλια του τὴν ἔδιωξε σ’ ἕνα χωριό, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ Σάλονα, καὶ ἀπὸ ἐτότες τὸ χωριὸ ἐκεῖνο λέγεται Σεργούνι, ὡσὰν νὰ λέμε εξορία, βάλλοντας καὶ ἄλλον ἄρχοντα στὸ Σάλονα.","ἐπήρασι = κατέκτησαν πολεμώντας, κατασφάζοντας [επήρασι από σπαθίου] αὐθεντεία = εξουσία, κυριαρχία [η αυθεντεία] ἀμάχη = ένοπλη σύγκρουση (κυρίως δύο στρατών) παράνομα = παρωνύμιο, παρατσούκλι ἁρπαγὸς = που έχει τάση ή αρέσκεται στην αρπαγή, αρπαχτικός, πλεονέκτης (επίθ.) ἐξεγύμνωνε = λήστευε [ξεγυμνώνω (μεταφ.)] ἀγγαρεῖες = υποχρεωτικές εργασίες χωρίς αμοιβή [η αγγαρεία] δεσπότης = τίτλος του ηγεμόνα, του άρχοντα πλούτια = πλούτη βουλὴν ἐπῆρε = αποφάσισε [φρ. παίρνω βουλή] ἐσήκωσε = ξεσήκωσε, παρακίνησε [φρ. σηκώνω εναντίον] νὰ δουλεύωμε = να είμαστε υπόδουλοι, να υπηρετούμε [δουλεύω] ἀσκέρι = στράτευμα πανάπιστος = πάρα πολύ πανούργος, δόλιος, άνομος (επίθ.) διὰ πεῖσμα = από πείσμα γλύση = γλιτώσει χαρίσματα = δώρα καταφρόνεση = περιφρόνηση ἐξεντροπιάση = ατιμάσει (προκ. για γυναίκες) [εντροπιάζω] διὰ λόγου του = για τον εαυτό του στὸ ποδαρικό του = στο πόδι του, στη θέση του κεφαλάδες = αρχηγούς, διοικητές [ο κεφαλάς] ἐσήκωσε = επαναστάτησε, στασίασε [φρ. σηκώνω κεφάλι] αὐτοκέφαλος = αυτόνομος, αυτεξούσιος (επίθ.) μαντάτα = ειδήσεις φουσάτα = στρατεύματα [το φουσάτον] ὡσὰν = σαν",,Χρονικό του Γαλαξειδιού,Ευθύμιος Ιερομόναχος Η δεύτερη περίοδος της Τουρκοκρατίας (ζ),"Το κεφάλαιο στ΄ αναφέρεται στις επαναστατικές κινήσεις που ακολούθησαν τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), στις οποίες πρωτοστάτησαν οι Γαλαξιδιώτες, υποκινούμενοι από «Μοραΐτες». Η τραγική έκβαση της εξέγερσης αποδίδεται από το Χρονικό στην προδοσία των Φράγκων. Ἐκείνους τοὺς χρόνους πολλοὶ κουρσάροι κατατρεμένοι ἀπὸ τὰ μέρη Μπαρμπαριᾶς καὶ Ἀλτζέρι ἐμαζωχτήκασι στὸν Ἔπαχτο. Ἔνας ἀπὸ τούτους τοὺς κουρσάρους, ἔχοντας μάνα χριστιανὴ καὶ πατέρα Τοῦρ[κο, ποὺ] τὸν ἐλέγασι Ντουρατζίμπεη, εἶχε τὴν αὐθεντεία τοῦ κόρφου καὶ αὐθέντευε ἀπάνου σὲ οὗλα τὰ καράβια τοῦ κόρφου μὲ φερμάνι βασιλικό. Μίαν ἡμέρα δυὸ γαλαξειδιώτικες γαλιότες, θεληματικῶς ἢ ἀνήξερα, δὲν τὸν ἐχαιρετήσασι στὸ πέλαγο μὲ σινιάλο καὶ κανονιές. Καὶ αὺτὸς πολὺ θυμωμένος στέρνει ἀποκρισάριο στὸ Γαλαξείδι γιὰ νὰ πάρη αὐτὲς τὲς γαλιότες καὶ τὲς παραδώση στὰ χέρια τοῦ πειράτου. Οἱ Γαλαξειδιῶτες δὲν τὸ ἐπαραδεχτήκασι καὶ ὁ κουρσάρος τοῦ Ἔπαχτου μὲ δέκα γαλιότες, ποὺ εἴχασι ὅλο κανόνια μπρούντζινα καὶ φοβερά, ἦρθε ἀπόξω στὸ λιμάνι καὶ τοὺς ἐπαραπονέθηκε διὰ τὸ ἀφρόντε, ποὺ τοῦ ἐκάμασι, καὶ ἐγύρεψε νὰ τοῦ πλερώσουσι τρεῖς χιλιάδες βενέτικα, ἀλλέως θέλει κάψει οὗλα τὰ καράβια καὶ τὰ σπίτια. Οἱ Γαλαξειδιῶτες δὲν τὸ ἐπαραδεχτήκασι καὶ ὁ Ντουρατζμπέης, ἔστοντας καὶ νὰ στοχάζεται τὸ πὼς πολλὰ νὰ ἐζήτησε, ἐξανάστειλε κατεβαίνοντας σὲ δυὸ χιλιάδες βενέτικα, χίλια μετρητὰ καὶ χίλια σὲ διάστεμα μιᾶς χρονιᾶς μὲ ντεσκερὲ χρωστημιᾶς. Καὶ οἱ Γαλαξειδιῶτες ἐστείλασι μὲ μιὰ λάντζα τὸν καπετὰν Θοδωρή Μπαρμπαδῆμο, ποὺ ἤτανε ἕνα περιφημισμένο παλληκάρι, γιὰ νὰ εἰπῆ στὸν πειράτο τὸ πῶς ἄφελα ἀκαρτερεῖ καὶ οἱ Γαλαξειδιῶτες στανικῶς καὶ μὲ φοβέρες δὲν δίνουνε μήτε κάλπικο ἄσπρο. Καὶ ὁ κουρσάρος θυμώνοντας ἔβγαλε τὸ σπαθὶ καὶ χύθηκε στὸν καπετὰν Θοδωρή, γιὰ νὰ τοῦ κόψη τὸ κεφάλι. Καὶ ὁ καπετὰν Θοδωρὴς ἐσταύρωσε τὰ χέρια καὶ δείχνοντας τὰ στήθια του: «Χτύπα, παλιομουρτάτη, τοῦ εἶπε, ἕνα ἄνθρωπο ξαρμάτωτο, ποὺ θαρρεύοντας στὸν ὅρκο σου, ἧρθε χωρὶς σπαθὶ καὶ ἄρματα· σὰν εἶσαι παλληκάρι, δέσε μου τὸ ἕνα χέρι καὶ στὸ ἄλλο δόσε μου ἕνα μαχαίρι καὶ ἐλᾶτε τρεῖς ἀπάνου μου καὶ σὰν μὲ σκοτώσετε νὰ σᾶς εἶναι χαλάλι». Καὶ ὁ πειράτος, ἀκούοντας ἀνέλπιστα [ἐτοῦτα] τὰ παλληκαρίσια λόγια, ἐκατέβασε τὸ σπαθὶ του καὶ τραβώντας τὰ γένεια του ἔφυγε. Ἐτότες ἤρθασι δύο κουρσάροι ἀράπηδες καὶ εἴπασι τοῦ καπετὰν Θοδωρῆ νὰ κατέβη στὸ ἀμπάρι, ἔστοντας σκλάβος. Καὶ ὁ καπετὰν Θοδωρής ἁρπάζοντας ἕνα σίδερο, ποὺ ηὗρε ἐκεῖ κοντά του, ἐχτύπησε τὸν ἕνα κουρσάρο στὸ κεφάλι καὶ τὸν ἐσκότωσε καὶ χτυπώντας καὶ τὸν ἄλλον ἔπεσε στὴ θάλασσα καὶ βουτώντας ἐβγῆκε στὸ Γαλαξείδι καὶ ἐδιηγήθηκε τὰ τρεχάμενα. Ἐτότες πλιά ἀρχίνησε μία φοβερὴ ἀμάχη ἀπὸ τὸ πουρνὸ ὅσο τὸ δελινό, ποὺ ἐπέσασι μπόμπες καὶ τόπια περίσσα, καὶ κάμποσα σπίτια γαλαξειδιώτικα, ἔστοντας στὸ περιγιάλι, ἐπέσασι ἀπὸ τὸν βρόντο καὶ τὸ σείσιμο τῶν κανονιῶν-ε. Καὶ πολεμώντας, μιὰ μπόμπα γαλαξειδιώτικη, μεγάλη καὶ βροντερή, ἐπῆγε καὶ ἐχτύπησε μέσα στὸ τζιμπιχανὲ τοῦ πειράτου καὶ πετιέται στὸν ἀέρα ἡ γαλιότα καὶ καίονται καὶ ἄλλες τρεῖς. Ἐτότες ὁ κουρσάρος μὲ τὴν ἐντροπὴ στὰ μοῦτρα καὶ μὲ χολιασμένη καρδιὰ ἔφυγε μέσα σὲ μία γαλιότα μισοκαϋμένη, ποὺ ἐμπόρεσε νὰ γλύση, γιατὶ οἱ ἄλλες τέσσαρες καήκανε καὶ οἱ ἀποδέλοιπες πέντε πιαστήκασι πρέζα. Ἐσκοτωθήκασι κουρσάροι ἑκατὸν τριάντα καὶ Γαλαξειδιῶτες πενήντα ὀχτὼ καὶ κοντὰ στοὺς ἄλλους καὶ ὁ καπετὰν Θοδωρὴς Μπαρμπαδῆμος, ὡς ποὺ παραπάνου ἀφηγήθηκα. Αὐτὸς γοῦν ὁ καπετὰν Θοδωρής ἔστοντας νὰ ρίχνη ἕνα κανόνι, ἔσκασε τὸ κανόνι καὶ τὰ κομμάτια τὸν ἐσκοτώσασι μαζὶ μὲ ἄλλους δυὸ. Ἔζησε δύο ὧρες, καὶ τελειώνοντας ἡ ἀμάχη καὶ μαθαίνοντας τὸ πὼς ἐνικήσασι οἱ Γαλαξειδιῶτες εἶπε: «Τώρα, Θεέ μου, πεθαίνω εὐχαριστημένος!» καὶ ἐξεψύχησε. Καὶ ὤντας λαβωμένος ὁλονένα, λησμονώντας τὲς πληγές του, ἐγκάρδιωνε τοὺς γειτόνους του λέοντας: «Χτυπᾶτε, μωρὲ παιδιά, τοὺς παλιομουρτάτηδες!».","κουρσάροι = πειρατές, ληστές [ο κουρσάρος] κατατρεμένοι = κυνηγημένοι [κατατρεγμένος, μτχ. παρακ. του καταρέχομαι ως επίθ.] στὸν Ἔπαχτο = στη Ναύπακτο αὐθεντεία = εξουσία, κυριαρχία κόρφου = κόλπου, τμήματος της θάλασσας που εισχωρεί στην ξηρά [ο κόρφος] αὐθέντευε = εξουσίαζε, όριζε, κυβερνούσε [αυθεντεύω] οὗλα = όλα [επίθ. ούλος] γαλιότες = πολεμικά πλοία [η γαλιότα· βλ. και το σχόλιο] θεληματικῶς = με τη θέλησή τους, οικειοθελώς (επίρρ.) ἀνήξερα = από άγνοια (επίρρ.) σινιάλο = ειδοποιητήριο οπτικό ή ηχητικό σήμα [το σινιάλο (ναυτ.)] στέρνει = στέλνει ἀποκρισάριο = απεσταλμένο, πληρεξούσιο/αγγελιοφόρο [ο αποκρισάριος] ἐπαραδεχτήκασι = δέχτηκαν, αποδέχτηκαν τὸ ἀφρόντε = την προσβολή [το αφρόντε ή αφφρόντο] ἐγύρεψε = ζήτησε [γυρεύω] βενέτικα = χρυσά βενετικά νομίσματα [το βενέτικον] ἀλλέως = αλλιώς, διαφορετικά, ειδεμή (επίρρ.) ἔστοντας = επειδή συνέβη (μτχ. ως αιτιολ. σύνδ.) διάστεμα = χρονικό διάστημα ντεσκερὲ χρωστημιᾶς = χρεωστικό ομόλογο λάντζα = βάρκα, μικρό ανοιχτό ακτοπλοϊκό σκάφος για κοντινές αποστάσεις ἄφελα = ανώφελα (επίρρ.) ἀκαρτερεῖ = περιμένει, προσμένει [ακαρτερώ] στανικῶς = με το ζόρι (επίρρ.) ἄσπρο = ασημένιο νόμισμα χύθηκε = επιτέθηκε, όρμησε παλιομουρτάτη = αλλόθρησκε, βέβηλε [ο παλιομουρτάτης] ξαρμάτωτο = που δεν κρατά όπλα, άοπλο [επίθ. ξαρμάτωτος] θαρρεύοντας = έχοντας εμπιστοσύνη [θαρρεύω] ἄρματα = όπλα (κάθε είδους) [το άρμα] νὰ σᾶς εἶναι χαλάλι = να είναι χάρισμά σας ἀνέλπιστα = απροσδόκητα, χωρίς να το περιμένει (επίρρ.) ἀράπηδες = κάτοικοι των αφρικανικών χωρών με μελαμψό χρώμα δέρματος [ο αράπης] στὸ ἀμπάρι = στην αποθήκη [το αμπάρι· βλ. και σχόλιο] τρεχάμενα = αυτά που είχαν συμβεί πλιά = πια (επίρρ.) ἀμάχη = ένοπλη σύγκρουση (κυρίως δύο στρατών) πουρνὸ = πρωί μπόμπες = μεταλλικά σφαιρικά βλήματα όλμου, κοίλα και γεμισμένα με πυρίτιδα, όπου μεταδίδεται η φωτιά για την έκρηξη με φιτίλι που ανάβεται πριν την εκτόξευση [η μπόμπα] τόπια = οβίδες κανονιού [το τόπι] περίσσα = πάρα πολλά [επίθ. περίσσος] περιγιάλι = παραλία, ακροθαλασσιά βρόντο = ισχυρό κρότο [ο βρόντος] σείσιμο = κούνημα, κλονισμό τζιμπιχανὲ = στη μπαρουταποθήκη [ο τζιμπιχανές] χολιασμένη = θυμωμένη, πικραμένη [χολιασμένος, μτχ. του χολιάζομαι] μισοκαϋμένη = μισοκαμένη γλύση = γλιτώσει, ξεφύγει ἀποδέλοιπες = υπόλοιπες [επίθ. αποδέλοιπος] πρέζα = λάφυρο [η πρέζα] ὡς ποὺ = όπως γοῦν = λοιπόν, πράγματι ὁλονένα = κάθε τόσο, συχνά (επίρρ., για να δηλωθεί επανάληψη λόγου ή πράξης) ἐγκάρδιωνε = έδινε θάρρος, εμψύχωνε [εγκαρδιώνω]",,Χρονικό του Γαλαξειδιού,Ευθύμιος Ιερομόναχος Επίλογος (η),"Το κεφάλαιο η΄ τελειώνει με την καταστροφή του Γαλαξιδιού γύρω στα 1660 από τον φοβερό πειρατή Ντουρατζίμπεη, ο οποίος «με συνέργεια διαβόλου» επιτίθεται στην πόλη την Κυριακή του Πάσχα, ενώ όλοι οι Γαλαξιδιώτες βρίσκονται στις εκκλησίες. Όσοι καταφέρνουν να γλιτώσουν τη σφαγή καταφεύγουν στα βουνά, ώσπου τους φανερώνεται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και τους προτρέπει να επιστρέψουν στο Γαλαξίδι και να ξαναχτίσουν την πόλη. Το Χρονικό κλείνει με τον επίλογο. Αὐτὴ γοῦν εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἔστοντας πατρίδα μου, καὶ γιὰ χατίρι της ἐκόπιασα πολλὲς νύχτες διαβάζοντας παλαιὰ βιβλία, ποὺ εἶναι καὶ σώζονται στὸ μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ἄλλες φορὲς ἤτανε δοξασμένο καὶ μὲ πολλὲς χάρες πλουτισμένο καὶ τὴν σήμερο ἡμέρα εἶναι ἔρημο, ἔχοντας μονάχα πέντε ἀσκητάδες, τὸν ἀδελφὸ Νικόλαο, τὸν ἀδελφὸ Ἰωάννη, τὸν ἀδελφὸ Μῆτρο τὸν Χατζη-Βαρνάβα, ποὺ παραπάνου ἀφηγήθηκα, τὸν πάτερ Σωφρόνιο καὶ ἐλόγου μου, ὅλοι ἀπὸ χώρα Γαλαξείδι. Κύριε, φύλαττε τοὺς δούλους σου, συγχωρῶν αὐτῶν πάντα τὰ ἁμαρτήματα· ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ δόξα, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Κύριε δόξα σοι Ἀμήν.","γοῦν = λοιπόν, πράγματι ἔστοντας = επειδή συνέβη να είναι χάρες = ευεργετήματα [η χάρη] ἀσκητάδες = ερημίτες [ο ασκητής]",,Χρονικό του Γαλαξειδιού,Ευθύμιος Ιερομόναχος Abstract,"Γραμμένο το 1457 από τον κυθήριο μοναχό Χειλά, εξιστορεί σε πεζό λόγο τα συμβάντα στο μοναστήρι του Aγίου Θεοδώρου, από τον 14ο μέχρι τον 15ο αιώνα. Είναι γραμμένο σε αρκετά λόγια γλώσσα, στην οποία μπολιάζονται κάμποσοι τοπικοί ιδιωματισμοί, και περιέχει πολλά (αυτο)βιογραφικά στοιχεία.",,,Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων,Χειλάς Μοναχός Παράθεση των γεγονότων που οδήγησαν στην προβληματική κατάσταση,"Ο συγγραφέας παρουσιάζει, σε αναφορά του στη βενετική διοίκηση, την κατάσταση που επικρατούσε στα Κύθηρα από τον 14ο αιώνα, καθώς και την εξέλιξη του μοναστηριού. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἔκρυβον εἰς τὰ σπ[ήλαια τὰ μεγάλα] καὶ εἰς τὰς τρ[ύπας τῆς γῆς], καὶ κατεφυγαδεύοντο οἱ ταλαίπωροι [κα]ὶ ἐδέοντο βοηθείας καὶ οὐχ εὕρισκον· καὶ ἐγένετο τότε ἐρημία πολλή. Τότε ἠπόρησε καὶ τὸ Μο- ναστήριον τοῦτο, τὸ ὁποῖον καὶ ποταπὸν, καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας ἐκείνους τοὺς Μονεμβασιώτας καὶ κτητόρους ὀλίγοι ἀπέμειναν ἀκρό- γενοι καὶ προσήλυτοι, καθὼς φαίνονται καὶ οὐ φαίνονται μέχρι τὴν σήμερον, ὀνόματι μὲν ψιλῷ καὶ μόνον, πράγματι δὲ οὐδὲν τὸ παράπαν. Ἀλλ’ ὡς ἐδέοντο | βοηθείας οἱ ταλαί[πωροι,] εὗρον ἐν τῇ ἀπορίᾳ καὶ τέχνην. Λέγουσι νὰ κτίσουν κάστρον αὐτοὶ οἱ ὀλίγοι καὶ πτωχοὶ οἱ εὑρισκόμενοι καὶ λεγόμενοι ἄρχοντες, διὰ φύλαξιν τῶν εὑ[ρισκο]μένων τότε ὀλίγων ἀνθρώπων καὶ αὐτῶν ἐκείνων, ὅτι [ἐφοβοῦντο] τὸ καθ’ ἡμέραν. [Τότε ἔκτισαν] τὸ κάστρον τοῦ [Καψα- λίου]….. τῶν Βενέρων, μὴ ἔχοντες ἰσχὺν τὸ παράπαν· καὶ ἤφε- ρον αὐτοὺς ἀπὸ τὴν Κρήτην, καὶ ἔβαλαν αὐτοὺς εἰς τὸ κάστρον τοῦ Καψαλίου· καὶ ἐκράτησαν αὐτὸ χρόνους, ὡς εἰκάζω, καὶ αὐτοὶ ὀλί- γους, κάτω τῶν τεσσαράκοντα, καὶ οὐχὶ ἐπάνω. Μετὰ ταῦτα ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ὁ Θεὸς, καὶ ἤγειρεν ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύος· καὶ ἐξανέτειλεν ἡ ὑπέρλαμπρος Αὐθεντία ἡμῶν, ἡ θεοφρούρητος, τὸ Κουμούνιον, λέγω, τῆς Βενε- τίας τοῦ ἁγίου μου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου· καὶ ἐκρά- τησε τῆς χειρὸς ἡμῶν τῆς δεξιᾶς, καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν στερεὰν τοὺς πόδας ἡμῶν, καὶ κατεύθυνε τὰ διαβήματα ἡμῶν εἰς ὁδὸν εὐθεῖαν· καὶ ἐδωρήσατο ἡμῖν χάριν καὶ ἔλεος εἰς εὔκαιρον βοήθειαν· ῥάβδον δυνάμεως ἐξα|ποστελεῖς ὁσημέραι, καὶ κατακυριεύομεν τῶν ἀθέων Τούρκων, ὥσπερ καὶ πρώην οἱ προγενέστεροι καὶ εὐτυχεῖς Βασιλεῖς καὶ εὐλαβέστατοι, τῇ χάριτι καὶ βοηθείᾳ τῆς παντοδυνάμου Τριάδος, μέχρι τοῦ νῦν, ἄμποτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀπὸ τότε γὰρ μέχρι τῆς δεῦρο καὶ ἕτερα κάστρα ἐποιήσασιν οἱ πρὸ ἡμῶν, λαβόντες τὴν ἀνάκλησιν τῆς ἐκλαμπροτάτης ἡμῶν Αὐθεντίας. Ὁμοίως καὶ ἡμεῖς, κατὰ πάροδον ἐκείνων τῶν προγενεστέρων γο- νέων ἡμῶν, καὶ οἴκους κτίζομεν καὶ ναοὺς ἁγίους ποιοῦμεν, καὶ πα- λαιοὺς ἀνανεοῦμεν· ἐξ ὧν παλαιῶν ναῶν ὑπάρχει καὶ εὑρίσκεται καὶ οὗτος ὁ τοῦ μεγάλου Θεοδώρου Ναὸς ἐπέκεινα τῶν ἑξακοσίων χρόνων, ἀπάνω [ἢ] κάτω, ὡς εἰκάζω. [Ἀλλὰ καὶ οἱ πρὸ] ἡμῶν [τότε οἰκήσαντες, εἰ μὴ] ἐπρομηθεύσαντο ἀνάκτησιν καὶ σύστασιν αὐτοῦ, ἤθελεν ἴστε ἀπὸ πολλοῦ χαλασμένη καὶ ἀφανισμένη τελείως, ὡς καὶ ἄλλαι πολλαὶ προγενέστεραι καὶ μεταγενέστεραι. Ἀλλ’ ὡς ἔχο- μεν τοῦτον οἰκιστὴν ἐξ ἀρχῆς καὶ βοηθόν (ἐξ αὐτοῦ γὰρ καὶ δι’ αὐτοῦ ζῶμεν μετὰ Θεὸν, καὶ εἰς αὐτὸν πάντες οἱ τοῦ νησίου του- του | τῶν ἀνιαρῶν ἀπαλλαττόμεθα, καὶ πάντες οἱ τοῦ νησίου τού- του ἄνθρωποι ἄλλην ἐλπίδα οὐκ ἔχομεν, εἰ μὴ διὰ τῶν εὐχῶν τού- του ῥυόμεθα παντὸς κινδύνου καὶ πάσης βλάβης)· χρεώστης ἡμῖν ὑπάρχει οὗτος, ὡς ὅτι αὐτὸς ἐν ταύτῃ τῇ ἐλαχίστῳ νήσῳ εὗρε τὸν Θεόν· καὶ ἡμεῖς, δι’ αὐτοῦ καὶ μετ’ αὐτὸν θαῤῥοῦντες εἰς τὰς εὐχὰς αὐτοῦ καὶ πρεσβείαν, καρτεροῦμεν ἐνταῦθα. Ἀλλ’, ὡς εἴπομεν, ἐπρομηθεύσαντο τούτου τοῦ ναοῦ οἱ πρὸ ἡμῶν· καὶ ἡμεῖς ὁμοίως κατὰ διαδοχὴν, ὁμοίως ποιοῦμεν πάντες οἱ τούτου τοῦ νησίου ἄν- θρωποι, μικροί τε καὶ μεγάλοι, ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, πρεσβύτεροι καὶ νεανίσκοι, ἱερεῖς καὶ μονάζοντες, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι. Ἂν μόνον ἀκούσωμεν περὶ τοῦ Ἁγίου μας τούτου πρὸς σύστασιν καὶ δια- κονίαν, ὅλοι καὶ πάντες ὁλοψύχως μετὰ προθυμίας ἀγωνιζόμεθα, καὶ ὁ εἷς τὸν ἕτερον διεγείρει, τὸ κατὰ δύναμιν καὶ ὑπὲρ τὴν δύ- ναμιν, ὡς ἡ ὑπόσχεσις· καὶ ὁλοψύχως μετὰ προθυμίας πάντες προς- πίπτομεν· καὶ ὡς εὐεργεσίαν ἡγούμεθα τούτου τοῦ ναοῦ τὴν προςπά- θειαν, καὶ τὴν ἀνάκτισιν καὶ τὴν σύστασιν, καὶ τὸν κόπον εἷς ἕκα- στος καὶ | τὴν ἔξοδον εἰς οὐδὲν λογίζεται. Ἀλλὰ μᾶλλον συνεριζό- μενοι μετὰ χαρᾶς, τοῦτο ποιοῦμεν ἀγωνιζόμενοι καὶ ὑπὲρ τὴν [δύ- ναμιν], τῇ εὐχῇ καὶ μόνον αὐτοῦ, καὶ [βοηθείᾳ θαῤῥοῦντες τοῦ Ὑψίστου]. Ἀλλ’ ἐπὶ τὸ προκείμενον ἐπανέλθωμεν, ἵνα ἀποδείξω- μεν τοῦ Μοναστηρίου τούτου, ὡς τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος μέχρι τοῦ νῦν καιροῦ, τοῦ φαινομένου καὶ σφαλλομένου, μᾶλλον δὲ οὐκ ἔχω πῶς εἰπεῖν, εἰμὴ τοῦ πεπωρωμένου καὶ ἀδικουμένου τὰ πλεῖστα παρὰ πάντων. Διὰ τὴν αἰτίαν τούτου καὶ ἀπορίαν, ἐλαλήθησαν οἱ πολλοὶ λόγοι περὶ τούτου, ἵνα δείξωμεν ἐκ τοῦ κρασπέδου τὸ ὕφασμα. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάκλησιν ἐκείνου τοῦ καιροῦ, ἐν ᾗ ἡ Ἀφεντία μας ἡ ἐκλαμ- προτάτη ἐκράτησε τοῦ νησίου τούτου, καὶ ἐπῆραν ἄνεσιν οἱ ὀλίγοι ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, καὶ ἤρξαντο κατὰ μικρὸν αἰσθάνεσθαι ἀνέσεως, ἥπλωσαν πάντες καὶ ἐκράτησαν καὶ ἐπίασαν τὸν τόπον τοῦτον, ὡς προείπομεν· καὶ πάλιν καὶ κάστρα καὶ ναοὺς ἐποίουν· ἡ δὲ Ἐπι- σκοπὴ αὕτη ἔμεινεν ἀργὴ, καὶ [τὸ] Μοναστήριον ἄπορον καὶ ἀνενέρ- γητον. Οἱ γὰρ ἄνθρωποι τοῦ τόπου [τότε] ἦσαν ὀλιγοστοὶ, καὶ οἱ ἱε|ρεῖς ὀλιγώτεροι· καὶ ἐξ ἐκείνων τῶν ὀλίγων ἱερέων τότε ἐξελέξαντο, ὡς γηραιότερον καὶ χηρευόμενον, οἱ ἄνθρωποι τοῦ τότε καιροῦ αὐτὸν τὸν Πρωτοπαπᾶν, ὃς καὶ Νοταρᾶς ἐνομάζετο· καὶ ἐθάῤῥησαν αὐτοῦ τὸν ναὸν, καὶ ἔδωκαν αὐτῷ ταύτην τὴν ἐκκλησίαν πάντες, διὰ νὰ τὴν ψάλλῃ ὡς ἱερεύς. Ἐκράτησε δὲ αὐτὴν χρόνους εἴκοσι. Οὗτος δὲ ὁ Πρωτοπαπᾶς ἔσχεν υἱὸν ἕνα, καὶ θυγατέρας δύο, ἢ καὶ τρεῖς· οὐκ οἶδα ἀκριβῶς διὰ τὴν τρίτην. Ἐκεῖ γὰρ, ὄντος αὐτοῦ ἐν τῷ Μοναστηρίῳ, ἀνεθρέψατο ταῦτα, τὸν υἱὸν καὶ τὰς θυγατέρας, καὶ ἐπάνθρευεν αὐτά· καὶ πάντα τὰ τέκνα αὐτοῦ, ὁμοίως καὶ οἱ γαμ- βροὶ αὐτοῦ μετ’ αὐτοῦ συνηθροίζοντο.","κατεφυγαδεύοντο = γινόντουσαν φυγάδες [καταφυγαδεύομαι] ἐδέοντο = παρακαλούσαν για, ζητούσαν [δέομαι + γενική] ἠπόρησε = δυστύχησε, έγινε άπορο/φτωχό [απορώ] κτητόρους = τους ιδρυτές του μοναστηριού [ο κτήτωρ] ἀκρό = οι τελευταίοι μιας γενιάς που εκλείπει [επίθ. ακρόγενος] παράπαν = το περισσότερο τῇ ἀπορίᾳ = στη φτώχεια, στην ένδεια [εν τη απορία] ὅτι = επειδή, γιατί (αιτιολ. σύνδ.) παράπαν = το περισσότερο κάτω τῶν τεσσαράκοντα, καὶ οὐχὶ ἐπάνω = λιγότερο και όχι περισσότερο από σαράντα (χρόνια) ἰλύος = ίζημα, λάσπη [η ιλύς] τὰ διαβήματα = τα βήματα [το διάβημα] εὔκαιρον = έγκαιρη, που γίνεται στην ώρα της [επίθ. εύκαιρος] ὥσπερ = όπως ακριβώς ἄμποτε = είθε, μακάρι (επίρρ.) ἕτερα = άλλα [αντων. έτερος] ἀνάκλησιν = βοήθεια [η ανάκλησις] ἐξ ὧν = από τους οποίους ἐπέκεινα = περισσότερο από ἤθελεν ἴστε = θα ήταν οἰκιστὴν = ιδρυτή της μονής [ο οικιστής] ἀνιαρῶν = από τους ενοχλητικός, τους κουραστικούς [επίθ. ανιαρός] ῥυόμεθα = γλιτώνουμε, ελευθερωνόμαστε [ρύομαι] καρτεροῦμεν = περιμένουμε, προσδοκούμε [καρτερώ] σύστασιν = βοήθεια, στήριξη [η σύστασις] ἀνάκτισιν = ανέγερση κτιρίου [η ανάκτισις] συνεριζό = συμφωνώντας, ομοφωνώντας [συνεριζόμενοι] οὐκ ἔχω = δεν ξέρω ἐλαλήθησαν = διαδόθηκαν [λαλούμαι] ἐκ τοῦ κρασπέδου = από την άκρη (φορέματος) [το κράσπεδον] ἀνάκλησιν = βοήθεια ἄνεσιν = ευκολία ζωής ἤρξαντο = άρχισαν [άρχομαι] ἐθάῤῥησαν = εννοεί χάρισαν",,Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων,Χειλάς Μοναχός Διεκδίκηση του μοναστηριού,"Ο μοναχός Χειλάς προσπαθεί να διεκδικήσει το μοναστήρι μεταβαίνοντας επιτόπου αυτοπροσώπως. Η αντιμετώπιση από τους νοσφιστές (= σφετεριστές, καταπατητές) δεν είναι αυτή που περιμένει. [...] Ἀλλ’ ἐπεὶ ἐμελέτησα ἐγὼ νὰ ὑπάγω ἐκεῖ, καὶ ἀνέφερα τοῦτο [καὶ] πρὸς τὴν Ἀφεντίαν, καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τοὺς Τοπάρχους, [καὶ πρὸς] τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου, καὶ «Ὡρί- σατέ μοι» πρῶτον ἡ Ἀ[φεντία καὶ] οἱ ἄρχοντες, ἔπειτα καὶ ὁ κα- θόλου λαός, μετὰ ἀγάπης καὶ προθυμίας ἠνάγκασάν με, καὶ ἐφάνη καλὸν εἰς πάντας. Ἐπῆγα· καὶ ὡς ἐπῆγα ἐκεῖ, ηὗρα τὰς γυναῖκας. Εἶπα πρὸς αὐτάς· Γυναῖκες, τοῦτο τὸ Μοναστήριον ἀνδρῷον [ἔνε, καὶ οὐ πρέπει] γυναῖκας νὰ εὐρίσκουνται ἐδῶ· ἐπειδὴ [μελετῶ καὶ ἐγὼ καὶ] ἄλλοι Μοναχοὶ νὰ ἔλθωμεν ἐδῶ. Αὗται δὲ λέγουν ἀπὸ [μιᾶς φωνῆς]· Οὐδὲν κάμνωμεν διὰ σέ· ἀλλὰ χωρεῖ καὶ σᾶς καὶ ἐμᾶς. [Ἐπείρασί με ἀπὸ κακοῦ], ὡς γονικάρχισσες καὶ κτητόρισσες ψ[εύδουσαι καὶ οἷα γύναια· καὶ ἐπ]ειδὴ γυναῖκες, τί ἄλλο πλέον; Λέγουσι καὶ τοῦτο· Πάντες βαρβάτοι ἴστε, καὶ διὰ τοῦτο διώκετε ἡμᾶς. Κακὸν δυνάμεθα [καὶ] ἡμεῖς νὰ ποιήσωμεν πρὸς τοὺς Μονα- χούς. Ἐγὼ [δὲ ὡς] ἤκουσα οὕτως ἀδεῶς ἀναισχυντοῦντας καὶ φλυα- ροῦντας ταῦτα [τὰ ῥή]ματα, διὰ νὰ γελοῦν ὅσοι τὰ ἤκουον, | εἶπον· Πάντες καὶ ἡμεῖς οἱ μοναχοὶ καὶ ἐσεῖς οἱ μονάζουσαι βαρβάτοι τυγχάνομεν· οὐδεὶς εὐνούχισεν ἡμᾶς, οὔτε ἐσᾶς, ὡς ποιοῦσι τοῦς [χ]οίρους· ἀλλὰ [διὰ] τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν εὐνουχίσθημεν πάντες οἰκειοθελῶς, καὶ θέ[λετε] ἐσεῖς χώρι… εἰς τὸ Μοναστήριον κατὰ τὴν τάξιν τὴν παραδοθεῖσαν ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς καὶ διάταξιν τῶν θεοφόρων Πατέρων; Ὁμοίως καὶ ἡμεῖς· ὅτι οὐ συμφωνεῖ πῦρ μετὰ ἀχύρων. Ὁμοίως καὶ οἱ υἱοὶ ἐκεῖνοι τοῦ Παπᾶ Βασιλείου μετὰ ἐνοχλήσεων καὶ φωνῶν λέγουσι καὶ αὐτοὶ τὰ ὅμοια καὶ χείρονα· Τίς ἡμᾶς ἐξερύσεται ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα, τοιοῦτοι καὶ τηλικοῦτοι ὑπάρ- χοντες μεγάλου καὶ ὑψηλοῦ γεννήτορες καὶ γονικάρχοι, οἷοι εὑρισκό- μεθα μέχρι τῆς σήμερον; Ἐπεριόρισαν τὰ κηπεῖα τὰ παραμικρὸν εὑρισκόμενα, καὶ ἔσπειραν αὐτὰ ὡς ἴδια. Ἐκεῖνα τὰ κηπεῖα τὰ ἐξε- χώνευσαν οἱ γονεῖς μου, καὶ ἡμέρωσαν, ὡς προείπομεν, καὶ ἐφύ- τευσαν, καὶ [ἐναπέμειναν χρόνους] ιβ΄ ἐκεῖ διὰ τὸ Μοναστῆριν, καὶ διὰ τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ Μοναστηρίου. Ἐκεῖνα ἐγένοντο κῆποι, ὡς αὐτοὶ φλυαροῦν, καὶ ἴ[διον κτῆμα, καὶ | ἐνοικοκύ]ρευσεν ὁ προ- πάππος αὐτῶν κατὰ πρῶτον [τὰ προαύλια] τοῦ Μοναστηρίου· καὶ ἐπροίκιζε, καὶ ἐχάριζεν αὐτὰ τῶν παιδίων αὑτοῦ, τῶν υἱῶν καὶ θυ- γατέρων αὑτοῦ. Οὕτω καὶ αὐτοὶ ἐβουλήθησαν ποιῆσαι τὰ [κηπεῖα· ἐπὶ δὲ τὸ παρὸν……..] ἀπαθεῖς ἄνθρωποι εὑρίσκεσθε· ἐγὼ ἠξεύρω σας· [καὶ πάντες] ὅσοι ἔχουν [εἰς] τὸ ἐγκέφαλον νοῦν, πάν- τες γ[ινώσκουσιν ὅτι σεῖς] ὑπάρχετε καὶ εὑρίσκεσθε καὶ πολιτεύεσθε πλαστοὶ πλάνοι ἐξ ἀρχῆς εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦτο, καὶ ἐχθροὶ καὶ ἐπίβουλοι τοῦ ἁγίου τόπου τούτου. Καὶ ταῦτα μὲν ἕως ὧδε τὰ περὶ τοῦ Μοναστηρίου τούτου γενόμενα καὶ πραττόμενα. Πονῶ δὲ τοῦτο ὡς οἰκεῖος, καὶ εἷς ἐκ τῶν πολλῶν εὑρισκόμενος· ἀλλ’ οὐ δύναμαι ἐξ οἰκείου μου δεφεντεῦσαι τὰ τούτου δικαιώματα, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ Θεῷ ἐπέῤῥιψα τοῦτο καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας. Τοῦτο δύνουνται καὶ μέλει τους ὡς δεφένστοροι νὰ τὸ δεφεν[τεύουν]. Τοίνυν τὸ Μοναστήριον τοῦτο [εἰς] τὸν Θεὸν παραδίδω, [τὰ δικαιώματα] τούτου εἰς τὴν ἐξουσίαν σας, ὡς ὀρ[φανὸν] καὶ ἀδικη[μένον], νὰ φ[ροντίσετε] τὰ περὶ αὐτοῦ, | καθὼς καὶ ἀπο[φασίσετε] τὴν χάριν, καὶ τὴν [ἕνωσιν], καὶ τὴν κρίσιν. Ἐγὼ δὲ ἀγαπῶ τοῦτον, [καὶ] ἀπὸ τῆς ἀγάπης ἐπα- ρακινήθηκα, καὶ εἶπα καὶ ἐγὼ ὅσον ἔδ[ει καθα]ρῶς τὴν ἀλήθειαν πρὸς ἐσᾶς τοῦς ἐξάρχοντας ἀπὸ μέρους, [ἀγαπῶν] καὶ τὸ νησὶν, καὶ τὸν Ναὸν τοῦτον [τὸν πτωχὸν]. Ἐνταῦθα [βούλομαι] καταπαῦσαι τὸν λόγον, ὡς ὅτι οὐ κάμνουν χρείαν λόγοι περισσότεροι, ἐπειδὴ τι- νὸς ἐναντίωσιν οὐκ ἤκουσα. Ὅταν δὲ θελήσῃ τινὰς νὰ ἐ[ναντιω]θῇ τοὺς λόγους μου, ἂν μὲ φανῇ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . [εὐ]λογίαν Θεοῦ ἐπὶ …. Δόξα σοι, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι· δόξα τῇ μακρο[θυμίᾳ σου]· δόξα τῇ ἀνεξικακίᾳ σου· δόξα τῇ ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ [σου]· ὅτι τοιοῦτον καὶ τηλικοῦ- τον κ[ακὸν ἐ]πὶ τοσούτοις χρόνοις τῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου τούτου ἐν- δυναστεύον[τος] καὶ τολμωμένου ἀφόβως καὶ εὐ[παῤῥη]σιασμένως ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σου οὐκ ἠγανάκτησας, οὐκ ὠργίσθης ἀξίως, καὶ ἀφανισμῷ τελείῳ ἡμᾶς παρέδωκας· ἀλλ’ ἔτι ἀνέχεις καὶ μακρο- θυμεῖς· καὶ νῦν τὸ τῶν Τούρκων ἄθεον καὶ ἀγριώτατον ἔθνος ἡ|μῖν εἰς παιδείαν ἔστειλας, τὴν τῆς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως γῆν ληΐ- ζον καὶ λεηλατοῦν· [ἀλλὰ] μὴν καὶ σεισμοῖς φοβεροῖς, καὶ χαλεποῖς συμπ[τώμασι], καὶ θανάτοις ἐξαισίοις, καὶ ἐμπρησμοῖς. . . . . . . . . . .","Ἀφεντίαν = τη βενετική δημοκρατία, τη Γαληνοτάτη [η Αυθεντία] κα- = όλος, ο συνολικός [επίρρ. καθόλου, με το άρθρο ως επίθ.] ἀνδρῷον = ανδρικό [επίθ. ανδρώος] μελετῶ = σκέφτομαι, έχω κατά νου, σκοπεύω γονικάρχισσες = κάτοχοι φεουδαρχικής οικογενειακής ιδιοκτησίας [η γονικάρχισσα] βαρβάτοι = αυτοί που δεν είναι ευνουχισμένοι [επίθ. βαρβάτος] ἀναισχυντοῦντας = να φέρονται με αναίδεια (μτχ. του αναισχυντώ) [τὰ ῥή]ματα = τα λόγια τὰ ὅμοια καὶ χείρονα = τα ίδια και χειρότερα ἐξερύσεται = θα γλιτώσει, θα ελευθερωθεί κηπεῖα = τους κήπους [το κηπείον] ιβ΄ = δώδεκα (ελλην. σύστ. αρίθμησης) διὰ τὴν ἀνάπαυσιν = για την άνεση ἐπίβουλοι = δολεροί, που σκέφτεστε το κακό [επίθ. επίβουλος] ἕως ὧδε = μέχρι τώρα οὐ δύναμαι = δεν μπορώ δεφεντεῦσαι = να διαχειριστώ, να υπερασπιστώ [δεφεντεύω] δεφένστοροι = υπερασπιστές, προστάτες, υπέρμαχοι [ο δεφένσωρ ή δεφένστορας] [βούλομαι] = θέλω, επιθυμώ καταπαῦσαι = να σταματήσω, να τελειώσω [καταπαύω] ὡς ὅτι οὐ κάμνουν χρείαν λόγοι περισσότεροι = γιατί δεν χρειάζονται περισσότερα λόγια τῇ ἀνεξικακίᾳ = στη μακροθυμία, στη διάθεση συγγνώμης [η ανεξικακία] τῇ ἀφάτῳ = στην αμέτρητη, στην αναρίθμητη [επίθ. άφατος] εὐ[παῤῥη]σιασμένως = με θράσος, αδιαντροπιά, αναισχυντία (επίρρ.) μακρο- = δείχνεις ανεκτικότητα, ευσπλαχνία [μακροθυμώ] παιδείαν = τιμωρία ληΐ = λαφυραγωγούσαν, λεηλατούσαν [ληΐζω] ἐξαισίοις = ασυνήθιστους [επίθ. εξαίσιος]",,Χρονικό του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων,Χειλάς Μοναχός Abstract,"Γράφτηκε από τον παπα-Συναδινό που έζησε στις Σέρρες στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Η ιστορική αφήγηση (μια σειρά ενθυμήσεων τοποθετημένων σε χρονολογική σειρά) διανθίζεται από ηθικοδιδακτικά σχόλια, αυτοβιογραφικά στοιχεία και άλλες πληροφορίες. Το κείμενο ελκύει το ενδιαφέρον για τον λαϊκό χαρακτήρα του, τη ζωντανή δημώδη γλώσσα και την αυθεντική αναπαράσταση της σερραϊκής κοινωνίας του πρώτου μισού του 17ου αιώνα.",,,Χρονικό των Σερρών,Παπα-Συναδινός "Αρπαγή της περιουσίας του Μεχμέτ Γιαζατζή (Ι, 14)","Το Χρονικό των Σερρών ξεκινά με ένα έμμετρο προοίμιο 191 στίχων, όπου ο συγγραφέας δηλώνει πως αποφάσισε να καταγράψει τα ιστορικά γεγονότα, προκειμένου να μη λησμονηθούν (παρ. 1-2)· θρηνεί για τον ξεπεσμό του γένους των Ελλήνων και την κατάντια της άλλοτε ένδοξης Κωνσταντινούπολης, παρακαλώντας τον Θεό να δείξει ευσπλαχνία και να την ελευθερώσει (παρ. 3-4). Στο βιβλίο Ι ο συγγραφέας αφηγείται τις βιαιοπραγίες των Τούρκων εναντίον των χριστιανών· την ενθρόνιση και τον θάνατο διαφόρων αρχιερέων· γεγονότα της γέννησης, της εκπαίδευσης, του γάμου του, του θανάτου της κόρης του, της χειροτονίας του ως ιεροδιακόνου και στη συνέχεια ως ιερέα. Τῷ αὐτῷ χρόνῳ ὥρμησαν ὅλοι οἱ Τοῦρκοι κατὰ τοῦ Μεχεμὲτ Γιαζατζῆ καὶ ἐχάλασαν τὰ σπίτιά του εἰς τὰς Σέρρας καὶ ἐδιαγούμισαν ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα ἀπὸ μικρὸν ἕως μέγα καὶ ἐτζάκισαν τὰ κεραμίδια ὅλα καὶ τοὺς στύλους ἔκοψαν καὶ τὰ σπί- τια ἐκαταγρέμνησαν. Καὶ ἔτρεχαν Τοῦρκοι, Χριστιανοί, Ἑβραῖοι, Ὁγύφτοι, ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες ὡς καὶ τὰ μικρὰ παιδία καὶ ἐδιαγούμιζαν. Καὶ ὅποιος ἦτον || φρόνι- μος καὶ δυνατὸς ἤπαιρνεν μεγάλα πράγματα καὶ τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα, καὶ ὅποιος ἦτον ὀλίγος εἰς τὴν γνῶσιν ἔπαιρνεν παπία, ὀρνίθια, σταφυλαρμία, πικμέζι, ἁρμία, ψάθες, φουρκάλια, τζουκαλοπίνακα, καὶ ἄλλα ὡσὰν αὐτὰ ὅμοια καὶ χειρότερα, μόνον νὰ στέκεσαι νὰ γελᾷς. Καὶ ἔτζι δὲν ἄφηκαν τίποτες, διότι δὲν ἦτον κανεὶς ὁποὺ νὰ μὴν ἐπῆρεν τίποτες καὶ νὰ πάγῃ καὶ εἰς τὸ σπίτιν του ἀπὸ δύο καὶ τρεῖς καὶ πέντε βολές. Ἡ αἰτία διατὶ ἦτον πεῖνα καὶ ὅλοι οἱ ἀγάδες καὶ οἱ προεστοὶ ἔδωσαν σιτάρι εἰς τοὺς ψωμάδες, ἀμὴ αὐτὸς οὐ μόνον δὲν τοὺς ἔδωσεν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ καράβια πᾶσαν ἡμέραν ἔστελνεν· καὶ ἔτζι, ὡς καθὼς ἦταν εἰς τοὺς καφενέδες, ὥρμησαν ὅλοι οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸν κατὴ καὶ νὰ τὸν ηὕρισκαν τότες τὸν Μεχεμὲτ Γιαζατζὴ τὸν ἐτεπελέτι- ζαν. || Καὶ ὁ κατὴς δὲν τοὺς ἔδωσεν θέλημα διὰ τὰ σπίτια νὰ τὰ χαλάσουν ἔσοντας ὁποὺ δὲν ἦταν ὁ Μεχεμὲτ Γιαζατζὴς εἰς τὸ παρόν. Καὶ αὐτοὶ δὲν ἄκουσαν τὸν κριτὴν καὶ ἔτζι, ὡς καθὼς ἦταν πολὺ πλῆθος, ἔκαμαν ἀλαλαγμὸν καὶ ὁρμῆσαν οἱ πάντες καὶ τὰ ἐχάλασαν· καὶ μετὰ ταῦτα πάγει εἰς τὴν Πόλιν ὁ Μεχεμὲτ Γιαζατζὴς καὶ ἐξοδίασεν πολλὰ ὡς νὰ κάμῃ τίποτες ἕνα δύο νομάτους ὁποὺ ἔδωσαν θέλημα καὶ δὲν ἔκαμεν τί- ποτες καὶ ἐγύρισεν ἄπρακτος.","Τῷ αὐτῷ χρόνῳ = την ίδια χρονιά ἐχάλασαν = κατεδάφισαν [χαλώ (προκ. για κτίσματα)] ἐδιαγούμισαν = λεηλάτησαν, κούρσεψαν [διαγουμίζω] ἀπὸ = από το πιο μικρό ώς το πιο μεγάλο (δηλαδή τα πάντα) [από μικρόν έως μέγα] μικρὸν ἕως μέγα = από το πιο μικρό ώς το πιο μεγάλο (δηλαδή τα πάντα) [από μικρόν έως μέγα] ἐτζάκισαν = συνέτριψαν, συνέθλιψαν [τζακίζω] ἐκαταγρέμνησαν = γκρέμισαν εντελώς, κατέστρεψαν [κατακρεμνίζω] φρόνι = γνωστικός, συνετός, μυαλωμένος [επίθ. φρόνιμος] ὀλίγος εἰς τὴν γνῶσιν = ανίκανος, ανεπιτήδειος παπία = μικρές πάπιες [το παπίον] ὀρνίθια = κοτόπουλα, κότες [το ορνίθιον] σταφυλαρμία = ζωμό σταφυλιού με μέλι ἁρμία = λαχανικά που διατηρούνται σε αλατισμένο νερό [η αρμία] ψάθες = πλέγματα από άχυρο, καλάμι ή σχοινί, που χρησίμευαν ως τάπητας ή στρώμα [η ψάθα] φουρκάλια = δίκρανα, διχαλωτά γεωργικά εργαλεία, κατάλληλα για το λίχνισμα των σιτηρών [το φουρκάλιν] τζουκαλοπίνακα = πήλινες μεταλλικές χύτρες, κατσαρόλες και πήλινα ή ξύλινα πιάτα [το τζουκάλιν και το πινάκιον] βολές = φορές [η βολά] διατὶ = γιατί (αιτιολ. σύνδ.) οἱ ἀγάδες = αξιωματούχοι, κυρίως στρατιωτικοί, της οθωμανικής αυτοκρατορίας [ο αγάς] τοὺς ψωμάδες = τους αρτοποιούς, τους φουρνάρηδες [ο ψωμάς] ἀμὴ = αλλά, όμως (σύνδ.) ἐτεπελέτι = αποκεφάλιζαν [τελεπίζω, από το ουσιαστικό ο τεπές, που δηλώνει τη θολωτή κορυφή του καπέλου, το οποίο καλύπτει το πάνω μέρος του κεφαλιού] κατὴς = μουσουλμάνος δικαστής [ο κατής ή καδής] θέλημα = συγκατάθεση, συναίνεση ἔσοντας = επειδή εἰς τὸ παρόν = δεν ήταν παρών, δεν βρισκόταν εκεί [δεν ήταν εις το παρόν] ἀλαλαγμὸν = πολεμική κραυγή [ο αλαλαγμός] ἐξοδίασεν = ξόδεψε [εξοδιάζω] νομάτους = άτομα, πρόσωπα [ο νομάτος]",,Χρονικό των Σερρών,Παπα-Συναδινός "Πυρκαγιά στα εργαστήρια (Ι, 23)","Ο συγγραφέας αφηγείται το μεγάλο θανατικό που έπεσε στις Σέρρες· τις εκτελέσεις και βιαιοπραγίες των Τούρκων εναντίον χριστιανών· την άνοδο στον θρόνο του σουλτάνου Μουράτ, ο οποίος παρουσιάζεται ικανός και άξιος· τους θανάτους διαφόρων αρχιερέων, τους οποίους περιγράφει γλαφυρά· την ανάληψη της διοίκησης των Σερρών από τον «κυρ Δανιήλ»· τον θάνατο τριών ακόμη παιδιών του· την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος. ζρλθ΄- Σεπτεβρίῳ λ΄, ξημερώνοντας τὴν Κυριακήν, ἐκάηκαν τὰ ἐργαστή- ρια, καὶ ἐπίασεν ἡ φωτία ἀπὸ τοὺς χαλάτζηδες. Εἰς τὸ παπουτζίδικον τὸ ἐργαστήριν ἔπιναν μερικοὶ ὁμοίως καὶ τιτοῦνι, καὶ ἀφόντις ἐδιάβηκαν, ἐκεῖ ὁποὺ εἶχαν τινάξει τὸν λουλέ, δὲν εἶχεν σβύσει ἡ φωτία καὶ ἦτον βαμπάκι λίτρες γεμάτο τὸ ἐργαστήρι καὶ διαβόλου πειρασμὸς πιάνει ἐκεῖνο τὸ βαμπάκι καὶ ἀνάφτει τὸ ἐργαστήρι. || Καὶ καίονται ὅλα τὰ ἐργαστήρια τὰ χαλάτζικα ἀπὸ τὴν μίαν μερέαν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕως κάτου ὡς τὸ σταρόφορον. Καὶ καίονται τὰ ἀπατζίδικα ὅλα ἀπὸ πάνου ἕως κάτου καὶ ὅλος ὁ ἀραστὰς καὶ ὅλοι οἱ χρυσοσκουφάδες καὶ ὅλοι οἱ καζάζηδες τρογύρου τὸ μπε- ζεστένι καὶ ἐσέβαινεν ἡ φλόγα ἀπὸ τὰ σιδεροπαράθυρα καὶ ἐκάηκαν τὰ χατίλια μό- νον, ὁμοίως καὶ ὅλα τὰ ἐργαστήρια τῶν τακιατζήδων ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρα ἕως τὴν ἄλλην, καὶ οἱ σπαθάδες καὶ οἱ σιδεράδες ὡς τὴν ἄκρη τῶν κηροπουλάδων. Καὶ πολλοὶ μερικοὶ δυνατοὶ ἐκείνην τὴν νύκτα ἐκέρδισαν κλέπτοντας, καὶ τζακίζουντας ἐργαστήρια ἐδιαγούμιζαν. Καὶ τὸ ταχὺ δὲν ἐφαίνουνταν ποσῶς ποῦ καὶ ποῦ ἦτον πᾶσα ἑνοῦ ἐργαστήρι, διότι δὲν ἔμεινεν λίθος ἐπὶ λίθον καὶ ἦτον ὅλον ἰσάδι. Καὶ τότες νὰ ἐκοίταζες θρῆνος || καὶ κλαθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολὺς ὑπὸ πάντων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν καὶ παίδων· διότι ὅσα καὶ ἂν εἶχεν πᾶσα εἷς πολλὰ ἢ ὀλίγα, ὅλα τὰ ὑστερήθηκαν οἱ ἄθλιοι καὶ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, καὶ ἐχρεώθηκαν καὶ τὰ ἐφτίασαν τὰ ἐργαστήρια καὶ τὸ χάρτζιν πάγει πέντε δίπλες περισσότερον, διατὶ ἦτον εἰς ἄκαιρον καιρὸν καὶ δὲν εὑρίσκονταν κερεστὲς, καὶ ἐὰν καὶ εὑρίσκονταν παρὰ μικρόν, ἀλλὰ ποῖος πρῶτα νὰ τὸ πάρῃ; Ὅμως πολλοὶ ἐπτώχυναν ἀπὸ τότες καὶ πλέον δὲν εἶδαν τὴν ὑγείαν τους, ἕως τέλος τῆς ζωῆς τους.","τοὺς χαλάτζηδες = τους κατασκευαστές χαλιών, τους ταπητουργούς [ο χαλατζής] τιτοῦνι = [πηγή: Wikimedia Commons] ""> Ναργιλές αιγυπτιακού τύπου[πηγή: Wikimedia Commons] ναργιλέ [το τιτούνι] ἀφόντις = μόλις, όταν (χρον. σύνδ.) ἐδιάβηκαν = έφυγαν [διαβαίνω] τὸν λουλέ = την πήλινη εστία του ναργιλέ, στην οποία τοποθετούνται τα κάρβουνα και ο καπνός [ο λουλές] λίτρες = μονάδα βάρους, ίση περίπου με 319 γραμμάρια [η λίτρα] χαλάτζικα = εργαστήρια κατασκευής χαλιών [το χαλάτζικον] ἀπατζίδικα = καταστήματα των αμπατζήδων, κατασκευαστών ή πωλητών χοντρών μάλλινων υφασμάτων ή ρούχων [το απατζίδικον] ἀραστὰς = αγορά με σειρές καταστημάτων που πουλούν τα ίδια προϊόντα εκατέρωθεν ενός δρόμου (που ενίοτε στεγάζεται με θόλους) χρυσοσκουφάδες = κατασκευαστές και πωλητές χρυσοκέντητων σκούφων [ο χρυσοσκουφάς] καζάζηδες = μεταξουργοί, μεταξοπώληδες [ο καζάζης] μπε- = κλειστή, σκεπαστή αγορά πολύτιμων εμπορευμάτων, κυρίως υφασμάτων, κοσμημάτων, κλπ. [το μπεζεστένι] σπαθάδες = κατασκευαστές σπαθιών [ο σπαθάς] σιδεράδες = τεχνίτες που κατεργάζονται το σίδερο, σιδηρουργοί [ο σιδεράς] κηροπουλάδων = των πωλητών κεριών [ο κηροπούλης] τζακίζουντας = συντρίβοντας [τζακίζω] ἐδιαγούμιζαν = λεηλατούσαν, κούρσευαν [διαγουμίζω] τὸ ταχὺ = το πρωί ποσῶς = καθόλου (επίρρ.) ἰσάδι = μέρος οριζόντιο και επίπεδο, ίσιωμα κλαθμὸς = κλάμα, θρήνος ὀδυρμὸς = κλάμα γοερό, θρήνος πᾶσα εἷς = ο καθένας ἄθλιοι = ελεεινοί [επίθ. άθλιος] δίπλες = φορές [η δίπλα, με αριθμ. ως ποσοτ. επίρρ.] ἄκαιρον = πρόωρο [επίθ. άκαιρος] κερεστὲς = οικοδομήσιμη ξυλεία [ο κερεστές] παρὰ μικρόν = λίγο",,Χρονικό των Σερρών,Παπα-Συναδινός "Διωγμός του παπα-Συναδινού (Ι, 31)","Ο συγγραφέας συνεχίζει την αφήγηση γεγονότων: την καταστροφή της εκκλησίας του Ταξιάρχη από τους Τούρκους· τους θανάτους διαφόρων αρχιερέων, τους οποίους περιγράφει γλαφυρά· τη χειροτονία του ως λογοθέτη Σερρών και στη συνέχεια ως ιερέα σκευοφύλακα, η οποία προκαλεί αντιδράσεις· τη χειροτονία του ως σακελλάριου· τα έργα, τον χαρακτήρα και τον θάνατο του πατέρα του, Παπασίδερη· τις συκοφαντίες εναντίον του και τον αφορισμό του· το θανατικό που έπεσε στις Σέρρες· τον θάνατο του γιου του· την εκτέλεση του Μανόλη και της οικογένειάς του από τους Τούρκους· την περιπετειώδη ζωή και το άσχημο τέλος του Παπακυριαζή και του Παπαγεώργη· την πυρκαγιά στα εργαστήρια των Σερρών. Τῷ αὐτῷ χρόνῳ τὸν Φεβρουάριον μῆναν μὲ ἐδίωξαν ἐμένα τὸν Παπασυνα- δινὸν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ καὶ ὅλη ἡ πολιτεία, μικροί τε καὶ μεγάλοι, ἀπὸ τὰς Σέρρας καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι μου καὶ ἀπὸ τὴν γυναίκα μου καὶ ἀπὸ τὰ παιδία μου καὶ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ ἀπὸ τὴν πατρίδαν μου. Καὶ σύνοδον ἔκαμαν καὶ μὲ ἔκριναν καὶ μὲ ἔλεγαν· «Πλέον ἀπὸ τὴν σήμερον δὲν σὲ θέλομε εἰς τὸ Κάστρον μας· δὲν εἶσαι διὰ τ’ ἐμᾶς, διότι μᾶς ἐχάλασες καὶ μᾶς ἐζημίωσες. Μπρὲ οὐδὲ τιποτένιε, ἐγίνης καὶ νθρωπος καὶ φιλοῦν καὶ τὸ χέριν σου; Ἐσὺ εἶσαι διὰ τεπελέτισμα καὶ πομπή. Τί εἶναι αὐτὸ ὁποὺ μᾶς ἔκαμες; Ἐλᾶτε || νὰ τὸν τεπελιτίσωμε». Καὶ ἄλλος μὲ ἐφτοῦσεν, ἄλλος ἔλεγεν ὅτι «θαρρεῖς νὰ σὲ ἀφήσωμε ζωντανόν;». Καὶ ἄλλος ἔλεγεν· «Ἐλᾶτε νὰ τὸν παραδώσωμε εἰς τὸν ναζίρη μας νὰ τὸν ἔχῃ εἰς τὸ χάψι, ἕως οὗ νὰ ἰδοῦμε τί λόγος μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸν αὐθέντη μας». Καὶ ἄλλος ἔλεγεν ὅτι «Νὰ τὸν βάλωμε εἰς τὸν ζα- πίτην μας νὰ τὸν βάλῃ κάτου νὰ τὸν δείρῃ ἕως οὗ νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὸν δαρμόν». Καὶ λλος ἔλεγεν· «Δίκαιον εἶναι νὰ τὸν λιθάσωμε». Καὶ ἄλλος ἔλεγεν ὅτι «ἀπὸ τὴν σήμε- ρον ἐὰν τὸν ἰδοῦμεν ἢ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἢ ἔξω εἰς τὸ Κάστρον καὶ περιπατῇ πάλιν μὲ τοὺς Χριστιανοὺς τὸν σκοτώνομε καὶ ἂς μᾶς ἔλθῃ εἴτι ἔλθῃ». Καὶ ἄλλοι ἔλεγαν· «Ἢ ἡμεῖς νὰ εἴμεσθεν ἢ αὐτός». Καὶ ἄλλοι· «Περὶ νὰ παιδευώμεστεν καὶ νὰ πειραζώ- μεσθεν ὅλοι μας ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπον καὶ νὰ ἔχωμε καβγάδες ὅλον ἕνα, κάλλιον εἶναι νὰ χαθῇ αὐτὸς ὁ ἕνας, παρὰ ἡμεῖς νὰ ἔχωμε πείραξη. Ἐλᾶτε νὰ πᾶμε εἰς τὸ σπίτιν του νὰ τὸ χαλάσωμεν || ἐκ θεμελίου, καὶ νὰ μὴν ἀφήσωμεν λίθον ἐπὶ λίθου διὰ νὰ γένῃ ἰπρέτι εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ σωφρονοῦνται οἱ ἄτακτοι». Καὶ ἄλλοι μὲ ἔλεγαν· ‘ἡμεῖς σὲ ἐθαρρούσαμεν διὰ φρόνιμον ἄνθρωπον, ἀμὴ ἰσὺ εἶχες λάχει ἀπὸ τοὺς λωλοὺς λω- λότερος». Καὶ τίς διηγήσεται καταλεπτῶς τὰ ὅσα μὲ ὀνείδισαν καὶ μὲ ἔλεγαν ὅλοι κα- ταπρόσωπον; Ἀμὴ πάλιν ὅσα ἔλεγαν μοναχοί τους καὶ τὰ ὅσα συγκλαίουνταν εἰς Τούρκους καὶ εἰς ξένους καὶ τὰ ὅσα μὲ ἐβούλονταν ἀδύνατον εἶναι νὰ τὰ γράψῃ τι- νάς. Καὶ ἔτζι ἀπὸ τὴν μέσην τους μὲ ἐδίωξαν καὶ διὰ τὴν ὥραν μὲ ἄργησαν, καὶ ἔτζι πιάνουν καὶ μὲ κάμουν ἀναφορὰν καὶ ἄρτζι καὶ τὰ ἔστειλαν εἰς τὴν Πόλη. Καὶ ἔτζι μὲ ἤφεραν δύο τέλειες καθαίρισες καὶ τὲς ἀνέγνωσαν τὸ Μέγα Σάββατον εἰς τὸν ἐπιτά- φιον ὕμνον τοῦ Χριστοῦ, ἐπ’ ἐκκλησίας εἰς ἐπήκουον πάντων, διότι ἦτον καὶ Μελνι- κιῶτες καὶ χωριάτες, καὶ παπάδες καὶ ξένοι, ὡς νὰ τὸ ἠξεύρουν || οἱ πάντες. Καὶ ἔτζι μὲ ἐκάθῃραν τελείως καὶ μὲ ἀναθεμάτισαν ὅλοι, μικροί τε καὶ μεγά- λοι, μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ παντοῦ καὶ μόνο ψιλὸ ὄνομα μὲ ἔλεγαν «Κακὸ Συνά- δη ἀναθεματισμένο». Καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν ἔξω μὲ ἔβγαλαν καὶ τὴν ἐνορίαν μου ἐπῆραν καὶ ἀφώρισαν ὅτι «ὅποιος μὲ συντύχῃ ἢ ὅποιος φάγῃ ψωμὶ μαζί μου ἢ ὅποιος μὲ συμβοηθήσῃ ἢ συνδράμῃ ἢ ἔργῳ ἢ λόγω ἢ ὅποιος κάμῃ ἀλισφιρίσι ἢ ὅποιος ἀγο- ράσῃ τὸ κρασί μου ἢ καὶ πίῃ ἢ ὅποιος μὲ δουλεύσῃ ἢ ὅποιος μὲ συναναστραφῇ ἢ φέρῃ πραματευτάδες καὶ πουλήσω δουλεία ἢ ὅποιος μὲ μετρήσῃ διὰ παπὰ ἢ ὅποιος φιλήσῃ τὸ χέριν μου ἢ ὅποιος μὲ ἔχῃ διὰ χριστιανόν» καὶ ἄλλα πολλὰ τὰ τοιαῦτα. Τέλος πά- ντων, «ὡσὰν εἶδα ἐγὼ τὰ δύο στενά, ἐκρυβήθηκα εἰς ἕνα ὁσπίτι καὶ ἔκαμα ἐκεῖ κρυμ- μένος ἡμέρες ζ΄ καὶ αὔτου ὁποὺ ἦλθεν ἕνας ἄνθρωπος καὶ μὲ λέγει· «Νὰ τὸ ἠξεύρῃς τὸ πὼς σὲ ἔμαθαν ποῦ εἶσαι κρυμμένος καὶ θέλουν νὰ βάλουν τὸν βοϊβότα νὰ ἔλ||θῃ νὰ σὲ πιάσῃ, νὰ σὲ δέσῃ, νὰ σὲ ἔχῃ εἰς τὸ χάψι ἕως οὗ νὰ ἰδοῦν τί λόγος τοὺς ἔρχεται ἀπὸ πάνου· μόνον ὅσον τὸ ἔχεις νὰ ἔβγῃς ἀπ’ αὐτοῦ καὶ πάγαινε ἀλλοῦ καὶ κρυβήσου εἰς ἀνεγνώριστον τόπον». Καὶ ἔτζι ἐπῆγα εἰς ἄλλο σπίτι καὶ ἐκρυβήθηκα καὶ ἔκαμα καὶ ἐκεῖ θ΄ ἡμέρες κρυμμένος.","Τῷ αὐτῷ χρόνῳ = την ίδια χρονιά Κάστρον = πόλη διὰ = για μας [διά τ’ εμάς] ἐχάλασες = έβλαψες [χαλώ] ἐζημίωσες = προξένησες βλάβη, κατέστρεψες [ζημιώνω] Μπρὲ = μωρέ (κλητικό επιφών. συνήθως με προσβλητική ή επιτιμητική χροιά) τεπελέτισμα = αποκεφαλισμό [το τεπελέτισμα, από το ουσ. τεπές, που δηλώνει τη θολωτή κορυφή του καπέλου, το οποίο καλύπτει το πάνω μέρος του κεφαλιού] πομπή = διαπόμπευση, διασυρμό τεπελιτίσωμε = αποκεφαλίσουμε [τεπελετίζω] ἐφτοῦσεν = έφτυνε (ως έκφραση αηδίας, περιφρόνησης, αποστροφής) ναζίρη = επόπτη, επιθεωρητή [ο ναζίρης] χάψι = φυλακή ἕως οὗ = έως ότου, μέχρις ότου (χρον. σύνδ.) λόγος = απόφαση/εντολή, διαταγή αὐθέντη = σουλτάνο, ηγεμόνα [ο αυθέντης] ζα- = αστυνομικό όργανο [ο ζαμπίτης] δαρμόν = ξυλοκόπημα [ο δαρμός] λιθάσωμε = λιθοβολήσουμε [λιθάζω] εἴτι = ό,τι (αντων.) παιδευώμεστεν = βασανιζόμαστε, υποφέρουμε [παιδεύομαι] πειραζώ- = ενοχλούμαστε [πειράζομαι] κάλλιον = καλύτερα (επίρρ.) πείραξη = ενόχληση ἐκ θεμελίου = συθέμελα, ολοκληρωτικά (με ρήμα που σημαίνει «καταστρέφω») λίθον ἐπὶ λίθου = φράση προκ. για ολοκληρωτική καταστροφή οικοδομημάτων σωφρονοῦνται = βάζουν μυαλό [σωφρονούμαι] ἄτακτοι = απειθάρχητοι, θρασείς [επίθ. άτακτος] φρόνιμον = γνωστικό, συνετό, μυαλωμένο [επιθ. φρόνιμος] ἀμὴ = αλλά, όμως (σύνδ.) ἰσὺ = εσύ εἶχες λάχει = ήσουν [λαχαίνω] λωλοὺς = τρελούς, ανόητους [επίθ. λωλός] τίς = ποιος (ερωτ. αντων.) καταλεπτῶς = λεπτομερειακά, με πληρότητα (επίρρ.) ὀνείδισαν = κατηγόρησαν [ονειδίζω] κα = εναντίον μου (επίρρ.) συγκλαίουνταν = έκλαιγαν μαζί [συγκλαίομαι] ἀπὸ τὴν μέσην τους = ανάμεσά τους, μεταξύ τους ἄργησαν = έπαυσαν προσωρινά από το λειτούργημα του ιερέα [αργώ] ἄρτζι = έγγραφη ή προφορική αναφορά στο σουλτάνο [το άρτζι] καθαίρισες = απομακρύνσεις από το αξίωμα [η καθαίριση] εἰς ἐπήκουον πάντων = για να τα ακούσουν όλοι ἐκάθῃραν = έπαυσαν από το αξίωμα [καθαιρώ] ψιλὸ ὄνομα = απλώς και μόνο κατ' όνομα, όχι κατ’ ουσίαν [φρ. ψιλώ ονόματι] ἀφώρισαν = αποκήρυξαν [αφορίζω] συντύχῃ = συναντήσει [συντυχαίνω] ἀλισφιρίσι = δοσοληψία, εμπορική συναλλαγή [το αλισφιρίσι ή αλισβερίσι] μὲ δουλεύσῃ = μου κάνει δουλειά, μου προσφέρει υπηρεσία [δουλεύω] πραματευτάδες = εμπόρους [ο πραματευτής] δουλεία = εργασία, έργο, υπηρεσία μετρήσῃ = υπολογίσει, λογαριάσει αὔτου = εκεί (επίρρ.) ἀπ’ αὐτοῦ = από εκεί ἀνεγνώριστον = άγνωστο [επίθ. ανεγνώριστος]",,Χρονικό των Σερρών,Παπα-Συναδινός "Προτροπές-συμβουλές (ΙΙ, 11)","Στο βιβλίο ΙΙ ο συγγραφέας προτρέπει τους ιερείς να αποφεύγουν τη συναναστροφή με τις γυναίκες, το κρασί και κάθε είδους αμαρτία. Στη συνέχεια, απευθύνει συμβουλές στους απλούς ανθρώπους σχετικά με το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στην καθημερινή τους ζωή και στις σχέσεις τους με τους συνανθρώπους τους και με τον Θεό. Τους προτρέπει να είναι τίμιοι και φιλεύσπλαχνοι, εργατικοί και μετρημένοι. Ὦ ἀδελφέ μου, μὴ ἀγαπᾷς τοὺς γονεῖς σου μὲ κρύαν ἀγάπη, ἀλλὰ μὲ θερμήν καὶ μὴν ἀποκροῦς τὴν μητέρα σου διὰ νὰ καλοκαρδίζῃς τὸν πατέρα σου. Καὶ ἐὰν εἶσαι ἀπρόσεκτος καὶ κυβερνᾷς ἀφρόνως τὰ πράγματά σου, νὰ μὴν λέγῃς τὴν τύχην ἐσκοτισμένην καὶ ἀρίζικην, ἔστοντας νὰ μὴν εἶναι τοιούτης λογῆς, ἀλλὰ ἐσὺ ὁποὺ τὰ κυβερνᾷς ἀφρόνως καὶ ἀμετρήτως. Ὦ ἀδελφέ μου, τὰ ἄσπρα πάντοτε νὰ τὰ χρειάζεσαι, ἀμὴ νὰ ἀποδιώκῃς καὶ νὰ ἀποστρέφεσαι τὴν ἀγάπην τῶν ἀσπρῶν, διότι τὴν ὁποίαν ἀγάπην οὐδὲ κανεὶς σοφὸς οὐδὲ κανεὶς ἔνδοξος ἄνθρωπος ἠγάπησεν καὶ ἐπαίνεσεν αὐτήν.|| Ὦ ἀδελφέ μου, ἔστοντας καὶ νὰ γένῃς πλούσιος, φύλαγε τὸ κορμί σου νὰ εἶναι γερόν, διότι ὁ πλούσιος ὁ ἀσθενὴς ἔχει πλοῦτον πολύν, ἀλλὰ δὲν ἔχει τοῦ λόγου του γερόν. Ὦ ἀδελφέ μου, ὅλον ἕνα νὰ ὑπομένῃς τοῦ διδασκάλου σου καὶ τοῦ μαστόρου σου τὸ μάλωμα, τὸν δαρμὸν ἀπὸ τὰ χέριά του καὶ ὑπόμενε ἀκόμη καὶ τὸ μάλωμα καὶ τὸν δαρμὸν τοῦ πατρός σου ὅταν θυμώνεται κατὰ σοῦ. Ὦ ἀδελφέ μου, βλέπεις ὅλα τὰ θηρία τῆς γῆς ὁποὺ στέκουνται ὀμπρός σου καὶ τὰ ἔχεις αὐτὰ διὰ φόβον καὶ τὰ φοβᾶσαι καὶ τρέμεις ἀπ’ αὐτὰ ὡσὰν τὸ καλάμι ἀπὸ τὸν ἄνεμον· ἕνα θηρίον προστάζω ἐσένα νὰ φοβᾶσαι ἀπὸ ὅλα, τὸν ἄνθρωπον νὰ φοβᾶσαι· αὐτὸς εἶναι χειρότερον καὶ φοβερώτερον θηρίον ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία τῆς γῆς.|| Καὶ ἐὰν εἶσαι δυνατὸς καὶ ἀνδρεῖος εἰς τὸ κορμί, κάμε καλὰ νὰ εἶσαι καὶ φρόνιμος, διότι ὅταν εἶσαι δυνατὸς καὶ φρονιμάδα δὲν ἔχῃς, δὲν ἀξίζεις οὐδὲ τίποτες, ἀλλὰ ὅταν εἶσαι δυνατὸς καὶ νὰ εἶσαι καὶ φρόνιμος, τότες εἶσαι ἀνδρειωμένος καὶ τι- μημένος καὶ ἔνδοξος ἀπὸ ὅλους.","κρύαν = αδιάφορη, ψυχρή ἀποκροῦς = αποφεύγεις, περιφρονείς [αποκρούω] κυβερνᾷς = χειρίζεσαι ἀφρόνως = ανόητα, ασύνετα (επίρρ.) ἐσκοτισμένην = στενάχωρη, οχληρή [σκοτισμένος, μτχ. παρακ. του σκοτίζομαι ως επίθ.] ἀρίζικην = άτυχη, δυστυχισμένη [επίθ. αρίζικος] ἔστοντας = επειδή (μτχ. του είμαι σε θέση αιτιολ. συνδ.) ἀμετρήτως = χωρίς μέτρο (επίρρ.) ἀμὴ = αλλά, όμως (σύνδ.) ἀποδιώκῃς = αποπέμπεις, αρνείσαι [αποδιώκω] δὲν ἔχει τοῦ λόγου = δεν είναι ο ίδιος [δεν έχει του λόγου του] ὅλον ἕνα = κάθε τόσο, συχνά (επίρρ.) μαστόρου = δασκάλου, καθοδηγητή [ο μάστορος] τὸν δαρμὸν = το ξυλοκόπημα [ο δαρμός] κάμε καλὰ = φρόντισε, πρόσεξε, κοίταξε",,Χρονικό των Σερρών,Παπα-Συναδινός "Οι συμφορές που στέλνει ο Θεός στους ανθρώπους (ΙΙΙ, 6)","Ο συγγραφέας παροτρύνει τον αναγνώστη να ακολουθεί τα πρότυπα που προβάλλει η Αγία Γραφή και το Ευαγγέλιο και να τηρεί τις εντολές του Θεού. Αν διαπράττει αμαρτίες και αδικίες, θα τιμωρηθεί όπως και τόσοι άλλοι, χάνοντας την ουράνια ζωή. Ὦ ἀδελφέ μου, καὶ διατί στέλνει ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους τό||σους πει- ρασμοὺς καὶ τόσους κινδύνους καὶ τόσα θανατικὰ καὶ τόσα γιαγγίνια – ἤγουν ὁποὺ καίονται τόσα κάστρη – καὶ πολέμους καὶ αἱματοχυσίες καὶ σκλαβίες καὶ τόσες ζημίες καὶ παλουκώνουν, φουρκίζουν καὶ κρεμνοῦν καὶ ἐκκλησιῶν ἀφάνισμα καὶ χωρίων ἐρήμωμα καὶ σεισμοὶ καὶ βρονταὶ καὶ ἀστραπόκαυμα καὶ σημεῖα ἐν σιλήνῃ καὶ ἐν οὐρανῷ, σημεῖα ἐν ἀνθρώποις καὶ πεῖνα καὶ χαλάζι; Ὁμοίως στέλνει τὴν πᾶσαν ἡμέ- ραν τὰ ἄγρια θηρία καὶ διαγουμίζουν τὰ τίποτά μας, καὶ μᾶς κροῦν τὴν πᾶσαν ἡμέραν, καὶ μᾶς ἀδικοῦν καὶ μᾶς τζερεμετίζουν καὶ ἀδράχνουν τὰ παιδία μας ἀπὸ τὲς ἀγκά|| λες μας καὶ τὰ παραδίδουν τοῦ διαβόλου καὶ ἐκαταμίαναν ὅλους μας καὶ παραδέρνο- μεν ἡμέρα καὶ νύκτα καὶ δουλεύομε μὲ γυναῖκες, μὲ παιδία μας καὶ ὅσον θαρροῦμεν νὰ ἐβγοῦμεν ἀπὸ τὸ χρέος, τόσον βαθύτερα σεβαίνομε εἰς περισσότερον χρέος. Καὶ ὅταν ἀπεθάνωμε τὰ τίποτές μας ὅλα τὰ παίρνουν οἱ χρεῶστες καὶ τὰ παιδία μας ἀπο- μένουν ἐπτωχά, γυμνά, ξυπόλυτα, ἀξούριστα, ὀνειδισμένα, ὑβρισμένα, καταφρονεμέ- να ἀπὸ ὅλους. Ὁμοίως στέλνει ὁ Θεὸς λοιμικὲς ἀστένειες πολλὲς καὶ μᾶς πονοῦν ὅλα τὰ μέλη. Καὶ ἄλλα πολλὰ τὰ τοιαῦτα ὅμοια δὲν ἔρχονται εἰς τὸν κόσμον εἴμητα μὲ τὸ νὰ εἴμεσθεν ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι πόρνοι, μοιχοὶ καὶ || ἄδικοι καὶ ἀνελεήμονες καὶ ἀμε- τανόητοι. Διὰ ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα στέλνει ὁ Θεὸς τὲς πολλές του ὀργὲς εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ ἰδοῦμεν καὶ ἡμεῖς τὰ πολλά του φοβερίσματα, νὰ παύσωμε πᾶσα εἷς ἀπὸ τὰ κακά μας θελήματα καὶ ὡς φρόνιμοι καὶ γνωστικοὶ νὰ κάμωμεν ἀποχὴ τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ πέσωμεν εἰς μετάνοιαν καὶ νὰ βάλωμε καλὴν ἀρχὴν καὶ καλὸ θεμέλιον, νὰ κάμωμεν τὰ καλὰ ἔργα καὶ θεάρεστα. Διότι ἔτζι ὁρίζει ὁ Δαβὶδ ὁ προφήτης· “ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν”, διὰ νὰ σηκώσῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ ἡμᾶς τὴν ὀργήν του τὴν δικαίαν καὶ νὰ μᾶς στείλῃ τὸ ἔλεός του διὰ πρεσβει||ῶν τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, ἀμήν.","ἤγουν = δηλαδή (σύνδ.) ζημίες = συμφορές, καταστροφές [η ζημία] παλουκώνουν = σουβλίζουν, ανασκολοπίζουν [παλουκώνω] φουρκίζουν = απαγχονίζουν, κρεμάνε [φουρκίζω] κρεμνοῦν = κρεμάνε ἀφάνισμα = καταστροφή ἀστραπόκαυμα = φωτιές από κεραυνούς [το αστραπόκαυμα] σημεῖα = προμηνύματα, οιωνοί σιλήνῃ = σελήνη, φεγγάρι διαγουμίζουν = λεηλατούν, κουρσεύουν [διαγουμίζω] τὰ τίποτά μας = τα ελάχιστα αγαθά μας κροῦν = επιτίθενται, χτυπούν [κρούω] πᾶσαν ἡμέραν = κάθε μέρα τζερεμετίζουν = ζημιώνουν άδικα [τζερεμετίζω] ἀδράχνουν = αρπάζουν [αδράχνω] ἐκαταμίαναν = μόλυναν εντελώς [καταμιαίνω] παραδέρνο = υποφέρουμε, ταλαιπωρούμαστε σεβαίνομε = εισερχόμαστε [εισβαίνω] ὀνειδισμένα = ντροπιασμένα, ατιμασμένα [ονειδισμένος, μτχ. παρακ. του ονειδίζομαι ως επίθ.] ὑβρισμένα = ατιμασμένα, περιφρονημένα [υβρισμένος, μτχ. παρακ. του υβρίζομαι ως επίθ.] λοιμικὲς = μεταδοτικές, θανατηφόρες, λοιμώδεις [επίθ. λοιμικός] τὰ τοιαῦτα = τέτοιου είδους εἴμητα = εκτός αν, παρά μόνον αν (σύνδ.) Διὰ ταῦτα = γι’ αυτούς τους λόγους πᾶσα εἷς = ο καθένας θελήματα = επιθυμίες [το θέλημα] κάμωμεν = να απέχουμε, να κρατιόμαστε μακριά από [να κάμωμεν αποχή] θεμέλιον = βάση (μεταφ.) ἔκκλινον = απομακρύνσου (με την πρόθ. από) [κλίνω] διὰ πρεσβει||ῶν = με τη μεσολάβηση (εκκλ.)",,Χρονικό των Σερρών,Παπα-Συναδινός "Η τήρηση του μέτρου (IV, 14)","Ο συγγραφέας συμβουλεύει τον αναγνώστη να διατηρήσει την πίστη του ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του· όντας καλόγερος, να αποφεύγει την αμαρτία και να είναι ταπεινός και ευλαβής· όντας ιερέας, να μην επαίρεται, αλλά να κάνει θεάρεστα έργα· να δέχεται τον έλεγχο και να είναι εργατικός· όντας πλούσιος, να είναι φιλεύσπλαχνος προς τους φτωχούς. Ὦ ἀδελφέ μου, ἀκόμη καὶ τοῦτο νὰ κάμῃς, ὅτι ἐὰν ἔλθῃ καιρὸς καὶ κερ- δίσῃς πολλά, ἤγουν εὐτυχήσῃς, ἢ ἄλλο καλὸ πάθῃς, νὰ μὴν πολλὰ καὶ περι||σσὰ χαρῇς. Καὶ ἐὰν σὲ ἔλθῃ μεγάλη δυστυχία, νὰ μὴν πολλὰ λυπηθῇς. Καὶ ἐὰν ἔχῃς μεγάλην ἐξου- σίαν παρὰ τὸν κόσμον ὅλον, νὰ μὴν ἐπαρθῇς καὶ δοξαστῇς καὶ χαρῇς μεγάλως. Διότι, ὦ ἀδελφέ μου, πάντοτε ἡ πολλὴ χαρὰ δὲν φελᾷ, καὶ ἡ περισσὴ λύπη δὲν φελᾷ καὶ τὸ παρὰ περισσὸ ταμάχι δὲν φελᾷ, καὶ τὸ περισσὸ πιεῖ δὲν φελᾷ καὶ τὸ περισσὸ φαγὶ δὲν ὠφελᾷ, καὶ ἡ παρὰ πολλὴ δόξα δὲν ὠφελᾷ, καὶ ἡ παρὰ πολλὴ ταπείνωσις δὲν ὠφελᾷˑ ὁμοίως εἰς τὰ πάντα ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τὸ παρὰ πολὺ ταμάχι δὲν ὠφελᾷ.|| Μόνον, ὦ ἀδελφέ μου, εἰς τὰ πάντα ὅλα ὅσα καὶ ἂν ἐπιχειρίζεσαι, πάντα νὰ ἔχουν μέτρος, ὅσον νὰ εἶναι τὸ ἀρκετόν, οὔτε πάρα πολὺ νὰ φάγῃς καὶ πρηστῇς, οὔτε παρὰ ὀλίγον καὶ στομαχιάζῃς, μόνον ὅσον εἶναι τὸ ἀρκετόν. Ἔτζι νὰ κάμῃς εἰς τὰ πά- ντα διὰ νὰ εἶσαι φρόνιμος καὶ καλὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ σὲ εὐλαβοῦνται οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ σὲ ἀγαπᾷ καὶ ὁ Θεός.","ἤγουν = δηλαδή πολλὰ = πολύ (επίρρ.) περι||σσὰ = περισσότερο (απ’ όσο πρέπει), υπερβολικά (επίρρ.) ἐπαρθῇς = καυχηθείς, το πάρεις πάνω σου [επαίρ(ν)ομαι] μεγάλως = υπερβολικά (επίρρ.) φελᾷ = κάνει καλό, ωφελεί [φελώ] ταμάχι = απληστία, πλεονεξία [το ταμάχι (αραβοτουρκ.)] πιεῖ = ποτό [το πιεί(ν), έναρθρο απαρμφ.] ταπείνωσις = σεμνότητα ἐπιχειρίζεσαι = επιχειρείς [επιχειρίζομαι] μέτρος = μέτρο [το μέτρος] εὐλαβοῦνται = σέβονται [ευλαβούμαι]",,Χρονικό των Σερρών,Παπα-Συναδινός Abstract,"Το Χρονικόν είναι έργο του ιστορικού της Άλωσης Γεώργιου Σφραντζή. Το συνέταξε στο διάστημα που είχε αποσυρθεί σε μοναστήρι στην Κέρκυρα, κατά τα έτη 1468-1477 ή 1478, και περιγράφει τα γεγονότα από τη γέννηση του συγγραφέα, το 1401, μέχρι το 1477.",,,Χρονικόν,Σφραντζής Γεώργιος Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας,"Ο συγγραφέας εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η σύνοδος για την ένωση των Εκκλησιών θα αποτελέσει αιτία της οθωμανικής εισβολής στην Κωνσταντινούπολη. Καὶ τῇ κζ-ῃ νοεμβρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους διέβη ὁ βασιλεὺς κῦρ Ἰωάννης μετὰ τοῦ πατριάρχου καὶ τοῦ δεσπότου κῦρ Δημητρίου καὶ πολλῶν ἀρχόντων τῆς συγκλήτου καὶ τῆς ἐκκλησίας καὶ πάντων σχεδὸν τῶν μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων διὰ τὴν μελετηθεῖσαν (ὡς μὴ ὤφελε) σύνοδον. Καὶ οὐ λέγω τοῦτο διὰ τὰ τῆς ἐκκλησίας δόγματα (ταῦτα γὰρ παρ’ ἄλλοις ἐδόθησαν κρίνεσθαι), ἐμοὶ δ’ ἀρκεῖ ἡ πατρική μου διαδοχὴ τῆς πί- στεως, καὶ ὅτι οὐδέποτε παρά τινος τῶν τοῦ μέρους ἐκείνου ἤκουσα ὅτι τὸ ἡμῶν κακόν, ἀλλὰ καλὸν καὶ ἀρχαῖον, καὶ τὸ ἐκείνων οὐ κακόν, ἀλλὰ καλόν. Καὶ νὰ εἴπω ὡς ἐν παραδείγματι, ὅτι τὴν Μέση ὁδὸν τῆς Πόλεως τὴν πλατεῖαν καὶ εὐρύχωρον διερχόμεθα πολλοὺς χρόνους μετά τινων, δι’ ἧς ἐκαταντῶμεν εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν· εἶτα μετά τινας καιροὺς εὑρέθη παρά τινων καὶ ἄλλη ὁδὸς καταντῶσα, ὡς λέγουσι, καὶ αὕτη ἐκεῖ. καὶ | νά με παροτρύνωσιν, ὅτι· «ἐλθὲ καὶ διὰ τῆς ὁδοῦ ταύτης, ἧς εὕρομεν· καὶ γάρ, εἰ καὶ ἔστιν αὕτη, ὁποὺ ἀπέρχῃ, καλὴ καὶ ἀρχαία καὶ ἡμῖν ἀρχῆθεν σὺν ὑμῖν γνωστὴ καὶ διερχομένη, ἀλλὰ καὶ αὕτη, ἣν εὕρομεν νῦν, καλή ἐστιν’». ἐγὼ δὲ νὰ ἀκούω παρὰ μὲν τῶν, ὅτι καλή ἐστι, παρὰ δὲ τῶν, ὅτι οὐ καλή· διὰ τί νὰ μηδὲν εἴπω· «μετ’ εἰρήνης καὶ ἀγάπης ἀπέρχεσθε καλῶς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ὁπόθεν βούλεσθε· ἐγὼ δὲ πάλιν θέλω διέρ- χεσθαι διὰ τῆς ὁδοῦ, ἣν καὶ μεθ’ ὑμῶν πολύν τινα χρόνον διηρχόμην καὶ καλὴν αὐτὴν καὶ παρ’ ὑμῶν καὶ τῶν προγόνων μου μαρτυρουμένην καὶ διερχομένην’»; Οὐ διὰ ταύτην οὖν τὴν αἰτίαν εἶπον τὸ «ὡς μὴ ὤφελεν» (ἤθελα γὰρ νὰ εἶχε γενεῖν καλῶς ἕνωσις τῶν ἐκκλησιῶν καὶ νά με ἔλειπεν ὁ εἷς τῶν ὀφθαλμῶν μου), ἀλλὰ διὰ τὸ ὅτι ἦν καὶ αὕτη ἡ τῆς συνόδου δουλεία αἰτία μία καὶ πρώτη καὶ μεγάλη εἰς τὸ νὰ γένηται ἡ κατὰ τῆς Πόλεως τῶν ἀσεβῶν ἔφοδος καὶ ἀπὸ ταύτην πάλιν ἡ πολιορκία καὶ ἡ αἰχμαλωσία καὶ τοιαύτη καὶ τοσαύτη συμφορὰ ἡμῶν. Καὶ ἀκούσατε λόγους ἀληθεῖς, τὴν αὐτοαλήθειαν προβαλλομένου μου μάρτυρα. εἶπεν ὁ ἀοίδιμος βασιλεὺς πρὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν βασι- λέα κῦρ Ἰωάννην μόνος πρὸς μόνον, ἱσταμένου καὶ ἐμοῦ μόνου ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἐμπεσόντος λόγου περὶ τῆς συνόδου· «υἱέ μου, βε- βαίως καὶ ἀληθῶς ἐπιστάμεθα ἐκ μέσης τῆς καρδίας αὐτῶν δὴ τῶν ἀσε- βῶν ὅτι πολλὰ τοὺς φοβεῖ, μὴ συμφωνήσωμεν καὶ ἑνωθῶμεν μὲ τοὺς Φράγκους· ἔχουν το γὰρ ὅτι, ἂν τοῦτο γένηται, θέλει γενεῖν μέγα τι κακὸν εἰς αὐτοὺς παρὰ τῶν τῆς Δύσεως Χριστιανῶν δι’ ἡμᾶς. Λοιπὸν τὸ περὶ τῆς συνόδου, μελέτα μὲν αὐτὸ καὶ ἀνακάτωνε, καὶ μάλισθ’ ὅταν ἔχεις χρείαν τινὰ φοβῆσαι τοὺς ἀσεβεῖς. τὸ δὲ νὰ ποιήσῃς αὐτήν, μηδὲν ἐπιχειρισθῇς αὐτό, διότι οὐδὲν βλέπω τοὺς ἡμετέρους ὅτι εἰσὶν ἁρμόδιοι πρὸς τὸ εὑρεῖν τινα τρόπον ἑνώσεως καὶ εἰρήνης καὶ ὁμο- νοίας, ἀλλ’ ὅτι νὰ τοὺς ἐπιστρέψουν εἰς τὸ νά ἐσμεν ὡς ἀρχῆθεν. τού- του δὲ ἀδύνατον ὄντος σχεδόν, φοβοῦμαι μὴ καὶ χεῖρον σχίσμα γένηται, καὶ ἰδοὺ ἀπεσκεπάσθημεν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς». Τοῦ δὲ βασιλέως, ὡς ἔδοξε, μὴ δεξαμένου τὸν λόγον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, μηδὲν εἰπών, ἀναστὰς ἀπῆλθε. καὶ μικρὸν σύννους γεγονὼς ὁ μακαρίτης καὶ ἀοίδιμος πατὴρ αὐτοῦ, ἐμβλέψας πρὸς ἐμὲ ὁρίζει· «ὁ βασι- λεὺς ὁ υἱός μου ἔνι μὲν ἁρμόδιος βασιλεύς, οὐ τοῦ παρόντος δὲ καιροῦ. βλέπει γὰρ καὶ φρονεῖ μεγάλα καὶ τοιαῦτα, οἷα οἱ καιροὶ ἔχρῃζον τῆς | εὐημερίας τῶν προγόνων ἡμῶν. ἀμὴ σήμερον, ὡς ἂν παρακολουθοῦσιν εἰς ἡμᾶς τὰ πράγματα, οὐ βασιλέα θέλει ἡ ἡμῶν ἀρχή, ἀλλ’ οἰκονόμον. καὶ φοβοῦμαι, μήποτε ἐκ τῶν ἐνθυμημάτων καὶ ἐπιχειρημάτων αὐτοῦ γένηται χαλασμὸς τοῦ ὁσπιτίου τούτου· προεῖδον γὰρ καὶ τὰς ἐνθυμήσεις αὐτοῦ καὶ τὰ ἐδόξαζε κατορθῶσαι μὲ τὸν Μουσταφᾶν, καὶ εἶδον καὶ τὰ τέλη τῶν κατορθωμάτων εἰς τί κίνδυνον μᾶς ἔφερον». Ἕτερον βεβαιοῦν τήν ποτε βουλὴν τοῦ ἀοιδίμου πατρὸς αὐτοῦ. ὡς ἐστάθη, ἵνα ἀπέλθη εἰς τὴν σύνοδον, ἐστάλη εἰς τὸν ἀμηρᾶν ἀποκρισιάριος Ἀνδρόνικος ὁ Ἴαγρος δηλῶσαι τοῦτο πρὸς ἐκεῖνον ὡς τάχα φίλον καὶ ἀδελφόν. κἀκεῖνος ἀπελογήσατο, ὅτι· «οὐδέν μοι φαίνεται καλὸν νὰ ὑπάγῃ νὰ κοπιάσῃ τοσοῦτον καὶ νὰ ἐξοδιάσῃ· καὶ τί νὰ κερδίσῃ; ἰδοὺ ἐγώ, καὶ ἐὰν ἔχῃ χρείαν καὶ ἀσπρῶν δι’ ἔξοδον καὶ εἰσόδημα καὶ ἄλλο τι πρὸς θεραπείαν αὐτοῦ, ἕτοιμός εἰμι νὰ τὸν θεραπεύσω». καὶ ἐγένετο πολὺς λόγος καὶ βουλή, πότερον νὰ γένηται τὸ τοῦ ἀμηρᾶ ἢ νὰ ἀπέλ- θωσιν εἰς τὴν σύνοδον· καὶ ἐγένετο ὅπερ ἤθελεν ὁ βασιλεύς, ἢ μᾶλλον ἡ κακὴ τύχη. Ἐξελθόντος οὖν τοῦ βασιλέως ἀπὸ τῆς Πόλεως καὶ ἀπερχομένου, ἐβουλεύσατο ὁ ἀμηρᾶς, ὅτι νὰ ποιήσῃ μάχην τὴν Πόλιν καὶ νὰ πέμψῃ φωσᾶτον κατ’ αὐτῆς, οὐ τοσοῦτον, ὅτι νὰ ἐπάρῃ αὐτήν, <ἀλλ’> ὅσον ἵνα ποιήσῃ τὸν βασιλέα νὰ ἐπιστρέψη. Καὶ τοῦτο ἐβεβαιώθη καὶ ἐστάθη παρὰ πάντων τῶν αὐτοῦ, ἄνευ μό- νου τοῦ Χαλιμπασσιᾶ, ὅστις ἀντέστη λέγων, ὅτι· «μᾶλλον μὲν οὖν αἴτιον θέλει εἶσται, ἐὰν ποιήσῃς μάχην τὴν Πόλιν, ἵνα ὁ βασιλεὺς εἴπῃ τοὺς Φράγκους ἀπὸ ἀνάγκης, ὅτι· “ὅπερ λέγετε, στέργω το”, καὶ ἰδοὺ ἐγένετο ὅπερ φοβούμεθα. ἀμὴ ἄφες το καὶ ἴδε τὸ τί θέλουν πράξειν. καὶ εἰ μὲν ὁμονοήσουν, σὺ ἀγάπην ἔχεις μετ’ ἐκείνους καὶ ὅρκους· εἰς τὸ ἔμπροσθεν πάλιν, ὡς ἂν βλέπῃς, θέλεις πράττειν. εἰ δὲ μᾶλλον οὐδὲν ὁμονοήσουν, τότε μᾶλλον ἐξέβη ὁ λογισμὸς καὶ μὲ πλέον θάρρος ποίη- σον τὸ θέλεις». καὶ αὕτη ἡ βουλὴ τὸν μὲν ἀμηρᾶν τοῦ σκοποῦ ἐκώλυσε, πρὸ δὲ τοῦ Χαλιμπασσιᾶ τὴν βουλὴν δόντος τοῦ καιροῦ μαθεῖν ἡμᾶς, ἀλλὰ τῶν ἄλλων, ὁ αὐθέντης μου ὁ δεσπότης καὶ οἱ ἄρχοντες ἐξώρθωσαν τὸν Παλαιολόγον Θωμᾶν καὶ πρὸς τὸν βασιλέα ἀπέστειλαν. καὶ λο- γισμὸς καὶ τρικυμία τοῖς ἐν τῇ Πόλει περιέπεσεν ὅτι πλείστη, ἕως οὗ πάλιν ἐμάθομεν τὴν ἰσχύσασαν βουλὴν τοῦ Χαλιμπασσιᾶ. | Καὶ ἰδοὺ ἐκμαρτυρία τοῦ «ὡς μὴ ὤφελε γενέσθαι τὴν σύνοδον»· ἀφίημι γὰρ τὰ ἄλλα καὶ ἄλλα, ἃ παρηκολούθησαν ἀπὸ τούτου.","αὐτοῦ = του ίδιου [αντων. αυτός, ενίοτε με το άρθρο ή με τους τύπους μου, σου, του] διέβη = πέρασε, πήγε [διαβαίνω] κῦρ = ουσ. άκλιτο ως τιμητική προσηγορία ή προσφ. αυτοκρατόρων μετὰ τοῦ πατριάρχου = μαζί με τον πατριάρχη (πρόθ. μετά + γενική) πάντων = με όλους [επίθ. πας· εδώ η φρ. είναι μετά πάντων...] διὰ = για (πρόθ.) μελετηθεῖσαν = σχεδιασμένη [μελετηθείς, μτχ. παθ. αορ. α΄ του μελετώμαι] ὡς μὴ ὤφελε = μακάρι να μη γινόταν σύνοδον = συνάθροιση πολλών προσώπων για συζήτηση και σύσκεψη [η σύνοδος] οὐ = δεν (μόριο) δόγματα = αντιλήψεις, θρησκευτικά δόγματα παρ’ = σε άλλους [παρ’ άλλοις] κρίνεσθαι = να κριθούν [τελικό απρμφ. ενεστ. του κρίνομαι] ἐμοὶ = σε μένα [δοτ. εν. α΄ προσώπ. της προσωπ. αντων. εγώ] διαδοχὴ = κληρονομιά οὐδέποτε = ποτέ, καμιά φορά (επίρρ.) παρά τινος = από κάποιον τῶν τοῦ μέρους ἐκείνου = από αυτούς που ανήκουν σε εκείνη την παράταξη [το μέρος: πλευρά, παράταξη] τὸ ἡμῶν κακόν = το δικό μας (δόγμα) είναι κακό [το ημών κακόν (εστί)] τὸ ἐκείνων = το δόγμα εκείνων ὡς ἐν παραδείγματι = ως παράδειγμα πλατεῖαν = πλατιά [επίθ. πλατύς] διερχόμεθα = διαβαίνουμε, περνάμε ανάμεσα ἧς = μέσα από την οποία [δι’ ης] ἐκαταντῶμεν = φτάνουμε [καταντώ] εἶτα = έπειτα (επίρρ.) καταντῶσα = που οδηγούσε, που έφτανε [καταντών, μτχ. ενεστ. του καταντώ] ἐλθὲ = έλα [β΄ εν. προστ. αορ. β΄ του έρχομαι] γάρ = γιατί, δηλαδή (σύνδ., συν. με αιτιολογική και επεξηγηματική χροιά) εἰ = αν (σύνδ.) ἀπέρχῃ = βαδίζεις, περνάς [απέρχομαι] ἀρχῆθεν = από την αρχή διερχομένη = που περνά μέσα από κάποιον τόπο και φτάνει κάπου νῦν = τώρα (επίρρ.) δὲ = δηλώνει συνάφεια της πρότασης στην οποία βρίσκεται με αυτή που προηγείται, έχοντας σημασία παραπλήσια με το λοιπόν (σύνδ.) τῶν = αυτών (δηλ. από αυτούς) διὰ τί = γιατί μηδὲν = μην (μόριο) ὁπόθεν = από όπου (επίρρ.) βούλεσθε = θέλετε, επιθυμείτε [βούλομαι] ἣν = την οποία (αναφ. αντων.) μαρτυρουμένην = που επιβεβαιώνεται οὖν = λοιπόν (σύνδ.) εἶχε γενεῖν = να είχε γίνει (τελ. απρμφ.) εἷς = ένας (αριθμ.) τῶν ὀφθαλμῶν = από τα μάτια [ο οφθαλμός] ἦν = ήταν δουλεία = υπόθεση ἔφοδος = επίθεση τοιαύτη = τέτοια, τέτοιας λογής [δεικτ. αντων. τοιούτος] τοσαύτη = τόσο μεγάλη [δεικτ. αντων. τοσούτος] αὐτοαλήθειαν = απόλυτη αλήθεια, αλήθεια αυτή καθεαυτή [η αυτοαλήθεια] προβαλλομένου = που θέτω εμπρός, που προτείνω [προβαλλομένου μου] μου = έχει θέση υποκ. στη μτχ. προβαλλομένου (γεν. απόλυτη) ἀοίδιμος = αείμνηστος (επίθ. προκ. για νεκρό) ἱσταμένου = ενώ στεκόμουν, βρισκόμουν όρθιος [ιστάμενος, μτχ. ενεστ. εν. του ίσταμαι] ἐμοῦ = υποκ. μτχ. ισταμένου (γεν. απόλυτη) ἔμπροσθεν = μπροστά (επίρρ.) ἐμπεσόντος = όταν παρουσιάστηκε [εμπεσών, μτχ. αορ. β΄ του εμπίπτω· λόγου: υποκ. της μτχ. εμπεσόντος (γεν. απόλυτη)] περὶ = σχετικά με (πρόθ. + γεν.) ἐπιστάμεθα = γνωρίζουμε καλά [επίσταμαι] ἐκ μέσης τῆς καρδίας αὐτῶν = μέσα από την καρδιά τους, από τα βάθη της καρδιάς τους δὴ = δηλαδή (δεικτικό και βεβαιωτικό μόριο) πολλὰ = πολύ, υπερβολικά (επίρρ.) φοβεῖ = προκαλεί φόβο, τρομάζει ἔχουν = θεωρούν θέλει γενεῖν = θα γίνει μέγα τι = κάποιο μεγάλο δι’ ἡμᾶς = εξαιτίας μας [πρόθ. διά + αιτ. για δήλωση αιτίας] μελέτα = εξέταζε [β΄ εν. προστ. ενεστ. του μελετώ] ἀνακάτωνε = διερεύνα, ""σκάλιζε"" [β΄ εν. προστ. ενεστ. του ανακατώνω] χρείαν = ανάγκη φοβῆσαι = να προκαλέσεις φόβο, να τρομάξεις ἐπιχειρισθῇς = επιχειρήσεις [επιχειρίζομαι] οὐδὲν = δεν (μόριο) ἡμετέρους = δικούς μας [κτητ. αντων. ημέτερος] πρὸς τὸ εὑρεῖν = να βρουν [τελ. απρμφ. αορ. β΄ του ευρίσκω] ἐπιστρέψουν = κάνουν να αλλάξουν γνώμη ὄντος = επειδή είναι χεῖρον = χειρότερη [επίθ. συγκρ. βαθμού χείρων] σχίσμα = διχόνοια ἰδοὺ = να (ως επίρρ.) ἀπεσκεπάσθημεν = μείναμε εκτεθειμένοι [αποσκεπάζομαι] ἔδοξε = φάνηκε [δοκεί (απρόσ.)] μὴ δεξαμένου = χωρίς να δεχτεί μηδὲν εἰπών = χωρίς να πει τίποτα ἀναστὰς = αφού σηκώθηκε [μτχ. αορ. του ανίσταμαι] ἀπῆλθε = έφυγε [απέρχομαι] μικρὸν = για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο (επίρρ.) σύννους = σκεπτικός, συλλογισμένος, σκυθρωπός (επίθ.) γεγονὼς = αφού έγινε [μτχ. παρακ. του γίγνομαι] ἐμβλέψας = αφού κοίταξε [μτχ. αορ. του εμβλέπω] ἔνι = είναι ἁρμόδιος = σωστός, κατάλληλος (επίθ.) τοῦ παρόντος δὲ καιροῦ = της παρούσας περίστασης [φρ. ο παρών καιρός] φρονεῖ = σκέπτεται οἷα = τέτοια που [αναφ. αντων. οίος] καιροὶ = τα χρόνια, η εποχή ἔχρῃζον = χρειάζονταν, είχαν ανάγκη ἀμὴ = αλλά (σύνδ.) παρακολουθοῦσιν = ακολουθήσουν από κοντά, προκύψουν ἀρχή = εξουσία οἰκονόμον = υπεύθυνο για την οικονομική διαχείριση, διαχειριστή μήποτε = μήπως (επίρρ. ως σύνδ.) ἐκ τῶν ἐνθυμημάτων = από τις σκέψεις, τις προθέσεις [το ενθύμημα] ἐπιχειρημάτων = τις ενέργειες, τα εγχειρήματα χαλασμὸς = καταστροφή ὁσπιτίου = της κατοικίας, της οικίας [το οσπίτι(ο)ν] προεῖδον = διέκρινα, προέβλεψα [αορ. β΄ του προορώ] ἐνθυμήσεις = σκέψεις [η ενθύμησις] τὰ = αυτά που (αναφ. αντων.) ἐδόξαζε = σκεφτόταν, σχεδίαζε [δοξάζω] κατορθῶσαι = να καταφέρει, να πετύχει (τελ. απρμφ.) τέλη = αποτελέσματα Ἕτερον βεβαιοῦν = ένα άλλο που αποδεικνύει τήν ποτε βουλὴν = την αλλοτινή συμβουλή [ποτε: άλλοτε, κάποτε, μια φορά· βουλή: γνώμη, συμβουλή] ὡς = όταν (χρον. σύνδ.) ἵνα = για να (σύνδ.) ἀποκρισιάριος = απεσταλμένος, πληρεξούσιος, αγγελιαφόρος δηλῶσαι = για να αναφέρει (τελ. απρμφ. του σκοπού) κἀκεῖνος = και εκείνος (κράση) ἀπελογήσατο = αποκρίθηκε, απάντησε [απολογούμαι] μοι = μου, σε μένα [δοτ. εν. της προσωπ. αντων. εγώ] τοσοῦτον = τόσο πολύ (επίρρ.) ἐξοδιάσῃ = ξοδεύσει, κάνει έξοδα [εξοδιάζω] ἀσπρῶν = χρήματα, μετρητά [το άσπρον: βυζαντινό νόμισμα] δι’ ἔξοδον = για έξοδα, για δαπάνη εἰσόδημα = το κέρδος απ’ οπουδήποτε (γενικά) θεραπείαν = εξυπηρέτηση ἕτοιμός = πρόθυμος (επίθ.) θεραπεύσω = ικανοποιήσω βουλή = σκέψη πότερον = ποιο από τα δύο [ερωτ. αντων. πότερος] ἀπέλ = προχωρήσουν [απέρχομαι] ὅπερ = αυτό ακριβώς που [αναφ. αντων. όσπερ] μᾶλλον = καλύτερα, σωστότερα θα έλεγε κανείς (επίρρ.) Ἐξελθόντος = όταν έφυγε/αναχώρησε [εξελθών, μτχ. αορ. β΄ του εξέρχομαι· του βασιλέως: υποκ. της μτχ.] ἐβουλεύσατο = σκέφτηκε, σχεδίασε πέμψῃ = στείλει [πέμπω] φωσᾶτον = στρατό, στράτευμα [το φουσάτον] ὅτι νὰ = ώστε να ἐβεβαιώθη = εγκρίθηκε [βεβαιόομαι –ούμαι] ἐστάθη = υποστηρίχτηκε [ίσταμαι] ὅστις = ο οποίος (αναφ. αντων.) ἀντέστη = αντιστάθηκε [ανθίσταμαι] θέλει εἶσται = θα είσαι στέργω = δέχομαι θέλουν πράξειν = θα πράξουν ἔμπροσθεν = μετά, στο εξής (επίρρ.) ἂν = αοριστολογικό, μεταφράζεται ως τυχόν θέλεις πράττειν = θα πράττεις εἰ = αν (σύνδ.) ἐξέβη = ξέφυγε, διέφυγε [εκβαίνω] λογισμὸς = νους, λογική πλέον = περισσότερο [επίθ. συγκρ. βαθμού πλέων] ποίη = κάνε τὸ = αυτό που (αναφ. αντων.) ἐκώλυσε = εμπόδισε [κωλύω] δόντος τοῦ καιροῦ = αφού επέτρεψε η στιγμή, η ευκαιρία μαθεῖν = να μάθουμε αὐθέντης = άρχοντας, κύριος (προσηγορία ή προσφώνηση τιμής, σεβασμού, αγάπης) δεσπότης = ο (βυζαντινός) αυτοκράτορας (τίτλος αρχόντων, πριγκίπων και βασιλιάδων κλπ.) ἐξώρθωσαν = ετοίμασαν [εξορθώνω] λο = έννοια, στενοχώρια, φόβος [ο λογισμός] περιέπεσεν = συνέβη [περιπίπτω: για γεγονότα και συμβάντα, συνήθ. για κάποιο κακό ή δυστύχημα] ὅτι πλείστη = όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ἕως οὗ = μέχρι που ἰσχύσασαν = επικρατούσα ἐκμαρτυρία = απόδειξη ἀφίημι = αφήνω ἃ = τα οποία (αναφ. αντων.) ἀπὸ τούτου = ύστερα από αυτό",,Χρονικόν,Σφραντζής Γεώργιος Συνέπειες του θανάτου του Μουράτ Β΄,"Ο Σφραντζής, αφού επέστρεψε από την Ιβηρία, πληροφορείται τον θάνατο του αμιρά Μουράτ και περιγράφει τις επιπτώσεις του γεγονότος. Καὶ τὸν φευρουάριον τοῦ νθ-ου ἔτους ἀπέθανεν ὁ ἀμηρᾶς ὁ Μου- ράτης. καὶ τοῦτο οὐκ ἀκούσαντός μου εἰς τὴν Ἰβηρίαν, ὡς ἦλθον εἰς τὴν Τραπεζοῦντα, λέγει μοι ὁ βασιλεύς· «ἄρχον ἀποκρισιάριε, νά σε εἴπωμεν καλὰ μαντᾶτα· μόνον νὰ μᾶς δώσῃς τὰ συγχαρίκια». καὶ ἀνα- στὰς προσεκύνησα αὐτὸν εἰπών· «νὰ ποιήσῃ ὁ Θεὸς πολυχρόνιον τὴν βασιλείαν σου, ὁποὺ πᾶσι τρόποις εὐεργετεῖς ἡμῖν καὶ θέλεις μᾶς εὐερ- γετήσειν καὶ νῦν τὰ καλὰ μαντᾶτα. ἀμὴ ἡμεῖς τί ἄξιον ἔχομεν νὰ ἀπο- δώσωμεν τῇ βασιλείᾳ σου;». καὶ λέγει μοι τὸν θάνατον τοῦ ἀμηρᾶ καὶ ὅτι ἐγένετο καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ αὐθέντης καὶ δέδωκε πολλὰ τὸν βασιλέα καὶ ἔστερξεν ἵνα ἔχῃ καὶ τὴν ἀγάπην, ἣν μετὰ τοῦ πατρός του εἶχε τὸ ὁσπίτιον ἐκεῖνο. Καὶ ἀκούσας τοῦτο ἐγενόμην ἄφωνος καὶ οὕτως ὀδυνηθείς, ὥσπερ νά με ἔλεγεν θάνατον τῶν ἐμῶν φιλτάτων. καὶ μέχρι τινὸς καταφιάσας λέγω· «δέσποτά μου, τοῦτο οὐ χαρίεν μαντᾶτον, ἀλλὰ καὶ ὀδυνὸν λίαν». καὶ λέγει∙ «πῶς, καλέ;». καὶ εἶπον∙ «διότι ἐκεῖνος ἦν γέρων καὶ τὸ κατὰ τῆς Πόλεως ἀπεπειράσθη αὐτῷ καὶ πλέον οὐδὲν ἤθελεν ἐπιχειρισθεῖν τοιοῦτόν τι, ἀλλ’ ἤθελε μόνον τὴν ἀγάπην καὶ εἰρήνην. ἀμὴ οὗτος, ὁποὺ ἐγένετο νῦν αὐθέντης, ἔνι νέος καὶ παιδιόθεν ἐχθρὸς τῶν Χριστιανῶν, νὰ ὑβρίζῃ καὶ νὰ ἐπαπειλῆται, ὅτι θέλει ποιήσειν τὰ καὶ τὰ κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Καὶ ἡ Πόλις, ἥπερ ἄλλοτε, ἔνι ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν τοῦ αὐθέντου μου τοῦ βασιλέως τοῦ γαμβροῦ σου ἠπορημένη, καὶ χρέος εἰς τὰ εἰσοδή- ματα ἐκείνης πολὺ καὶ ἀπορία εἰς πάντα. καὶ ὁ αὐθέντης μου ὁ | βασιλεὺς νέος αὐθέντης καὶ θέλει καιρὸν εἰρηνικόν, νὰ ἐξοικονομήσῃ τὰ ἐκείνης. καὶ ἂν παραχωρήσῃ ὁ θεὸς νὰ κινηθῇ ἀπὸ τῆς νεότητος αὐτοῦ καὶ κακίας καὶ νὰ ὀρμήσῃ κατὰ τῆς Πόλεως, οὐκ οἶδα τί νὰ γένηται. ναί, ἂν εἶχεν εὐδοκήσειν ὁ Θεὸς νὰ ἀπέθνησκεν οὗτος, ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ἰδοὺ εὐφρόσυνος κατὰ ἀλήθειαν ἀγγελία, ἐπεὶ ἄλλον οὐκ εἶχε καὶ ἀπὸ τὴς λύπης ἤθελε γενεῖν καὶ ἀσθενέστερος καὶ ὀλιγοχρονιώτερος· καὶ μέ- σον τούτου ἤθελεν ἀναρρωσθῆναι καὶ τὸ ὁσπίτιον ἐκεῖνο, καὶ ἀποθανόν- τος ἐκείνου, ἤθελε ὑπάγειν εἰς προτίμησιν μεγάλην». καὶ λέγει μοι· «σὺ εἶσαι καὶ τῶν φρονίμων καὶ τῶν πρώτων ἀρχόντων τοῦ ὁσπιτίου ἐκείνου καὶ θέλεις γινώσκειν καὶ εἰς τὰ τοιαῦτα καλλίω· ὅμως ὁ Θεὸς δυνατὸς ἔνι νὰ τὸ ποιήσῃ διὰ καλόν». καὶ εἶπον· «οὕτως ἔναι, ὡς ὁρί- ζεις», καὶ ἀπέμεινεν εἰς ἐκεῖνο.","οὐκ ἀκούσαντός μου = επειδή δεν άκουσα (αιτιολ. μτχ.) ὡς ἦλθον = όταν/μόλις ήλθα μοι = σε μένα ἄρχον = άρχοντα (τιμητικός χαρακτηρισμός, συνοδεύει λέξη που σημαίνει αξίωμα) ἀποκρισιάριε = απεσταλμένε, πληρεξούσιε, αγγελιαφόρε [ο αποκρισιάριος] συγχαρίκια = αμοιβή για την αναγγελία ευφρόσυνου γεγονότος ἀνα = αφού σηκώθηκα [αναστάς, μτχ. αορ. του ανίσταμαι] πολυχρόνιον = πολύχρονη, μακρόβια [επίθ. πολυχρόνιος] ὁποὺ = που (άκλ. αναφ. αντων.) πᾶσι τρόποις = με όλους τους τρόπους ἀμὴ = αλλά (σύνδ.) ἀπο = ανταποδώσουμε, δώσουμε για αντάλλαγμα [αποδίδω] ἔστερξεν = δέχτηκε [στέργω] ἣν = την οποία [αναφ. αντων. ος] ὁσπίτιον = σπίτι, οικογένεια, δυναστεία οὕτως = τόσο (επίρρ.) ὀδυνηθείς = αισθάνθηκα πόνο [μτχ. παθ. αορ. του οδυνάομαι –ώμαι] ὥσπερ = σαν ἐμῶν φιλτάτων = αγαπημένων μου καταφιάσας = αφού έγινα σκυθρωπός, στενοχωρέθηκα [μτχ. αορ. του κατηφώ, κατηφιώ] χαρίεν = ευάρεστο [επίθ. χαρίεις -ιεντος] ὀδυνὸν = οδυνηρό λίαν = πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό (επίρρ.) ἦν = ήταν ἀπεπειράσθη = έγινε απόπειρα εναντίον [αποπειράζομαι] αὐτῷ = από αυτόν πλέον = πια (επίρρ.) ἤθελεν ἐπιχειρισθεῖν = θα επιχειρούνταν παιδιόθεν = από την παιδική ηλικία, από μικρό παιδί (επίρρ.) ἐπαπειλῆται = απειλεί [επαπειλούμαι] θέλει ποιήσειν = θα κάνει τὰ καὶ τὰ = αυτό κι εκείνο ἠπορημένη = φτωχή [ηπορημένος, μτχ. παρακ. του απορούμαι σε θέση επιθ.] ἀπορία = φτώχεια εἰς πάντα = σε όλα αὐθέντης = μετά ενν. εστί, δηλ. είναι ἐξοικονομήσῃ = εξασφαλίσει, προστατεύσει παραχωρήσῃ = επιτρέψει κινηθῇ = παρακινηθεί οἶδα = γνωρίζω εἶχεν εὐδοκήσειν = είχε δώσει συγκατάθεση, είχε συμφωνήσει εὐφρόσυνος = που δίνει χαρά, ευχάριστος (επίθ.) κατὰ ἀλήθειαν = αληθινά ἐπεὶ = επειδή (σύνδ.) ἤθελε γενεῖν = θα γινόταν ὀλιγοχρονιώτερος = περισσσότερο βραχύβιος, θα του έμεναν λιγότερα χρόνια να ζήσει [συγκρ. βαθμός του επιθ. ολιγοχρόνιος] μέ- = εντωμεταξύ [μέσον τούτου] ἤθελεν ἀναρρωσθῆναι = θα αναλάμβανε δυνάμεις, θα συνερχόταν [αναρρώνυμαι] ἀποθανόν = αφού πέθανε [αποθανών -όντος, μτχ. αορ. β΄ του αποθνήσκω: πεθαίνω] ἤθελε ὑπάγειν εἰς προτίμησιν = θα βρισκόταν σε καλύτερη θέση τῶν φρονίμων καὶ τῶν πρώτων ἀρχόντων = από τους φρόνιμους και τους πρώτους άρχοντες θέλεις γινώσκειν = θα γνωρίζεις καλλίω = καλύτερα [συγκρ. βαθμός του επιρρ. καλώς] ἔνι = είναι ὡς = όπως (σύνδ.) ὁρί- = λες, μιλάς ἀπέμεινεν = σταμάτησε [απομένω]",,Χρονικόν,Σφραντζής Γεώργιος Η άλωση της Πόλης,"Περιγράφεται λιτά η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς, καθώς και ο θάνατος του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα. Καὶ τῇ δ-η τοῦ ἀπριλίου μηνὸς τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθε πάλιν ὁ ἀμηρᾶς καὶ παρέπεσε τὴν Πόλιν πολιορκῶν αὐτὴν πᾶσι τρόποις καὶ πά- σαις μηχαναῖς διά τε γῆς καὶ θαλάσσῃς, περικυκλώσας καὶ τὰ ιη΄ μίλια τῆς Πόλεως, τετρακοσίων πλευσίμων ὄντων ἀπὸ τὴν θάλασσαν μικρῶν καὶ μεγάλων, διακοσίων δὲ χιλιάδων ἀνδρῶν ἀπὸ τῆς στερεᾶς, ἐχούσης τῆς Πόλεως, τῆς τοσαύτης εἰς μέγεθος, ἄνδρας πρὸς ἀντιπαράταξιν δψογ΄ ἄνευ τῶν ξένων, μόλις ὄντων σ΄ ἢ μικρόν τι πρός. Ἔγνων οὖν ἐγὼ τοῦτο οὕτως ἔχον ἀπὸ αἰτίας τοιαύτης. τοῦ γὰρ βασιλέως προστάξαντος τοῖς δημάρχοις, ἔγραψεν εἷς ἕκαστος τὴν δημαρ- χίαν αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ δυναμένου σταθῆναι ἐν τῷ κάστρῳ κοσμικοῦ καὶ καλογέρου καὶ τί καὶ τί ἄρμα πρὸς ἄμυναν νὰ ἔχῃ εἷς ἕκαστος αὐτῶν. καὶ φέροντες εἷς ἕκαστος τῶν δημάρχων, δέδωκε τὸ κατάστιχον τῆς αὐ- τοῦ δημαρχίας τῷ βασιλεῖ. Εἶτα ὁρίζει πρὸς ἐμέ· «αὕτη ἡ δουλεία πρὸς σὲ ἀφορᾷ καὶ οὐ πρὸς ἄλλον τινά, διὰ τὸ ἐπίστασθαί σε καὶ καλῶς ἀριθμεῖν καὶ καλῶς φυλάσ- σειν τὰ φυλακῆς δεόμενα καὶ ἀπόκρυφα. καὶ λάβε τὰ κατάστιχα καὶ καθίσας εἰς τὸ ὁσπίτιόν σου λογάριασε ἀκριβῶς πόσοι εἰσὶν ἄνθρωποι καὶ πόσα ἄρματα καὶ πόσα κοντάρια καὶ πόσα σκουτάρια καὶ πόσα τοξά- ρια». καὶ ἐκτελέσας τὸν ὁρισμὸν αὐτοῦ, φέρων δέδωκα τῷ αὐθέντῃ μου καὶ βασιλεῖ τὸ καταστιχόπουλον μετὰ λύπης καὶ σκυθρωπότητος ὅτι πολλῆς, καὶ ἔμεινε μόνον ἐν ἀποκρύφῳ ἡ ποσότης εἰς ἐκεῖνον καὶ ἐμέ. Καὶ τῇ κθ-ῃ μαΐου, ἡμέρᾳ γ-η, ὥρᾳ τῆς ἡμέρας ἀρχῇ, ἀπῆρε τὴν Πόλιν ὁ ἀμηρᾶς· ἐν ᾗ ὥρᾳ καὶ ἁλώσει τῆς Πόλεως καὶ ὁ μακαρίτης αὐθέντης μου κῦρ Κωνσταντῖνος βασιλεὺς ὁ Παλαιολόγος σκοτωθεὶς ἀπέθανεν, ἐμοῦ | πλησίον αὐτοῦ οὐχ εὑρεθέντος τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ, ἀλλὰ προστάξει ἐκείνου εἰς ἐπίσκεψιν δῆθεν ἄλλου μέρους τῆς Πόλεως· ἰοὺ ἰοὺ κἀμοί, τῆς προνοίας οὐκ οἶδα εἰς τίνα με καιρὸν φυλαττούσης. Ἦν δὲ ἡ πᾶσά ζωὴ αὐτοῦ δὴ τοῦ μακαρίτου βασιλέως καὶ μάρ- τυρος χρόνοι μθ΄ καὶ μῆνες γ΄ καὶ ἡμέραι κ΄, ἀφ’ ὧν ἦν βασιλεὺς χρό- νους δ΄, μῆνας δ΄ καὶ ἡμέρας κδ΄, ὄγδοος βασιλεὺς τοῦ γένους αὐτοῦ τῶν Παλαιολόγων ὑπάρχων· ὁ γὰρ πρῶτος ἦν Μιχαήλ, ὁ δεύτερος Ἀνδρόνικος, ὁ τρίτος Μιχαήλ, ὁ τέταρτος Ἀνδρόνικος, ὁ πέμπτος Ἰωάννης, ὁ ἕκτος Μανουήλ, ὁ ἕβδομος Ἰωάννης καὶ ὁ ὄγδοος Κωνσταν- τῖνος. ἦρχον δὲ καὶ ἐβασίλευον ταύτην δὴ τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ τούτων γένος τῶν Παλαιολόγων χρόνους ρϙδ΄ καὶ μῆνας ι΄ καὶ ἡμέρας δ΄.","τοῦ αὐτοῦ = του ίδιου [αντων. αυτός, ως αντιδιασταλτική ενίοτε με το άρθρο] παρέπεσε = εισέβαλε [παραπίπτω] πᾶσι τρόποις = με όλους τους τρόπους μηχαναῖς = πολεμικές μηχανές ή πανουργίες, τεχνάσματα ιη΄ = δεκαοχτώ πλευσίμων = πλοία, καράβια [το πλεύσιμον, εδώ η λ. υποκ. της χρον. μτχ. όντων] ὄντων = ενώ υπήρχαν στερεᾶς = ξηράς, στεριάς ἐχούσης = ενώ έχει (ενν. η Πόλη) ἀντιπαράταξιν = αντιμετώπιση και αντίκρουση δψογ΄ = 4773 ἄνευ = χωρίς (πρόθ. + γεν.) μόλις = με δυσκολία (επίρρ., χρησιμ. με αριθμ. προκ. να δηλωθεί προσέγγιση) σ΄ = 200 μικρόν τι πρός = λίγο περισσότερο Ἔγνων = γνώριζα [γιγνώσκω] οὖν = λοιπόν (συμπερ. σύνδ.) οὕτως ἔχον = ότι είναι έτσι [έχον: κατηγορ. μτχ.] προστάξαντος = αφού διέταξε (ενν. ο βασιλιάς) δημάρχοις = τους επικεφαλής των δήμων της Κωνσταντινούπολης [ο δήμαρχος] δημαρ = διοικητική περιφέρεια [η δημαρχία] ἀκριβῶς = με ακρίβεια, με επιμέλεια (επίρρ.) δυναμένου = που μπορούσε σταθῆναι = να παραταχθεί [τελ. απρμφ. παθ. αορ. α΄ του ίσταμαι] κάστρῳ = στο τείχος κοσμικοῦ = λαϊκό (ως αντίθ. του μοναχός) [επίθ. κοσμικός] τί καὶ τί = πόσα και ποια ἄρμα = στρατό, πολεμικές δυνάμεις νὰ ἔχῃ = μπορεί να έχει εἷς ἕκαστος = ο καθένας ξεχωριστά αὐτῶν = από αυτούς κατάστιχον = κατάλογο Εἶτα = έπειτα (επίρρ.) ὁρίζει = διατάζει, παραγγέλλει δουλεία = δουλειά, έργο, υπόθεση διὰ τὸ ἐπίστασθαί = επειδή γνωρίζεις (υποκ. σε, δηλ. εσύ) ἀριθμεῖν = να μετράς, να υπολογίζεις [τελ. απρμφ. ενεστ. του αριθμώ] φυλακῆς = φύλαξης, ασφάλειας δεόμενα = που χρειάζονται ἀπόκρυφα = μυστικά [επίθ. απόκρυφος] λάβε = πάρε [λαμβάνω ή λαβαίνω] σκουτάρια = ασπίδες [το σκουτάρι(ο)ν] τοξά = τόξα [το τοξάριν] ἐκτελέσας = αφού πραγματοποίησα ὁρισμὸν = διαταγή, εντολή καταστιχόπουλον = μικρό κατάστιχο ὅτι = συνοδεύει επίθ. θετικού βαθμού επιτείνοντας την έννοια του· ότι πολλής: πολύ μεγάλης (σύνδ.) ἐν ἀποκρύφῳ = κρυφά κθ-ῃ = 29η γ-η = Τρίτη ἀπῆρε = κατέλαβε, κυρίευσε [απαίρνω και απαίρω] ἐν ᾗ ὥρᾳ = κατά την ώρα σκοτωθεὶς = αφού φονεύθηκε οὐχ εὑρεθέντος = ενώ δεν βρισκόμουν προστάξει = με διαταγή [η πρόσταξις] ἐπίσκεψιν = επιθεώρηση, εποπτεία ἰοὺ = αλίμονο (σχετλιαστικό επιφών.) κἀμοί = και σε μένα προνοίας = με προστάτευε η πρόνοια [της προνοίας με φυλαττούσης] μάρ = που βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη χριστιανική πίστη, εδώ προκ. για τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο [ο μάρτυς -υρος] μθ΄ = 49 γ΄ = τρεις κ΄ = είκοσι ἀφ’ ὧν = από τα οποία (ενν. χρόνια) δ΄ = τέσσερις κδ΄ = είκοσι τέσσερις ὑπάρχων = ενώ ήταν ἦρχον = εξουσίαζε [άρχω] ρϙδ΄ = εκατόν ενενήντα τέσσερις ι΄ = δέκα",,Χρονικόν,Σφραντζής Γεώργιος